Ο Κεντρικός και Νότιος Τομέας Αθηνών περιλαμβάνει πλήθος προσφυγικών συνοικισμών διαφόρων μεγεθών και πολεοδομικών προτύπων, με κτίρια που ακολουθούν ποικιλία αρχιτεκτονικών προτύπων. Η παρούσα διερεύνηση εστιάζει στη σημερινή κατάσταση του κτιριακού αποθέματος, σκιαγραφώντας την ποιότητα συντήρησης, τις τιμές ζώνης και τις υφιστάμενες χρήσεις, δίνοντας παράλληλα πληροφορίες για τον αρχικό τρόπο αρχιτεκτονικού σχεδιασμού τους, και πολεοδομικής συγκρότησής τους. Πραγματοποιείται συγκριτική αξιολόγηση της εξέλιξης διαφόρων αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών επιλογών και του αποτυπώματός τους στη σημερινή πόλη. Στόχος της δημοσίευσης είναι να θέσει ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα των προσφυγικών συγκροτημάτων, αναδεικνύοντας το εύρος των αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών επιλογών, το πλήθος των διάσπαρτων θυλάκων σήμερα, και να χαρτογραφήσει θύλακες που αντιμετωπίζουν σημαντική φθορά και εγκατάλειψη.
Η δημοσίευση περιλαμβάνει βιβλιογραφική επισκόπηση, μελέτη αρχειακού υλικού και έρευνα πεδίου, η οποία έλαβε χώρα την περίοδο Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2023. Η έρευνα πεδίου πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Προγράμματος Study Abroad, College Year in Athens, και του μαθήματος “Social Housing and Social Exclusion. International Experience and the case of Athens”, διδάσκουσα Ε. Τούση με την συμμετοχή των παρακάτω φοιτητών: Cavanaugh Anissa (University of Notre Dame), Conte Isabella Kathleen – (Union College), Erickson Alyssa (University of Puget Sound), Hill Jordan Elizabeth (University of Notre Dame), Hochman Anna Gabrielle (University of Pennsylvania), Iannios Mia (The George Washington University), McCracken Fiona Rory (Furman University), Schwab Joseph (University of Puget Sound) και Skylar Yarter (Williams College).
Η πόλη της Αθήνας έχει μια μακρά ιστορία περίπου 3.400 ετών, και είναι η πρωτεύουσα και η μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας. Ο σχηματισμός και η εξέλιξή της συνδέονται με δημογραφικές ροές, ιστορικές συγκυρίες και κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις, διαμορφώνοντας ένα χωρο-κοινωνικό παλίμψηστο (Παπαευαγγέλου-Γκενάκου, 2023:12). Ήδη, από την περίοδο 1830-1840, εντοπίζεται η εισροή κατοίκων διαφορετικής πολιτισμικής αφετηρίας, η οποία εντείνεται μετά τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων (Γκιζελή, 1984:88). Η σημαντικότερη όμως δημογραφική ροή είναι, αναμφίβολα, η προσφυγική εγκατάσταση του 1922, η οποία αποτελούσε για την εποχή της, μια από τις μεγαλύτερες μετεγκαταστάσεις πληθυσμού σε παγκόσμιο επίπεδο (The National Geographic Magazine, 1925). Στη διεθνή ακαδημαϊκή συζήτηση, η μελέτη προσφυγικών πληθυσμών και αντίστοιχων εγκαταστάσεων, αποτελεί από το 1982 ένα ξεχωριστό ερευνητικό πεδίο που διακρίνεται για τον διεπιστημονικό χαρακτήρα του [1] . Όπως υποστηρίζουν μελετητές, οι προσφυγικές εγκαταστάσεις λειτούργησαν διεθνώς ως ιδανικό πεδίο πειραματισμού, συμβάλλοντας στην εφαρμογή προγραμμάτων κοινωνικής πολιτικής (Chimni, 2009).
Η σημερινή ανάγνωση του αστικού τοπίου της πρωτεύουσας αποκαλύπτει σημαντικές χωρο-κοινωνικές επιπτώσεις από την προσφυγική εγκατάσταση του 1922, καθιστώντας το ζήτημα αυτό σημαντικό για την ερμηνεία του ελληνικού αστικού χώρου (Τούση, 2014:12). Προσφυγικές κατοικίες, πολεοδομικές χαράξεις και ονοματοδοσία οδών είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία της υλικής κληρονομιάς που συμβάλουν στη διατήρηση της συλλογικής μνήμης. Σε πολλές περιπτώσεις, η έντονη φθορά του κτιριακού αποθέματος που είχε εξυπηρετήσει την στεγαστική αποκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων, υπενθυμίζει, ότι η μελέτη των προσφυγικών γειτονιών δεν είναι κάτι που αφορά την πόλη του χθες. Αφορά αναμφίβολα την πόλη του σήμερα.
Με γνώμονα τη θέση αυτή, το παρόν άρθρο επιχειρεί να παρέχει συστηματική πληροφορία σχετικά με τους προσφυγικούς συνοικισμούς του Κεντρικού και Νότιου Τομέα Αθηνών (Γράφημα 1), μέσα από μελέτη συναφούς βιβλιογραφίας, αρχειακού υλικού και εκτεταμένης έρευνας πεδίου, η οποία περιλαμβάνει επιτόπια παρατήρηση, αποτυπώσεις κτισμάτων και ημι-δομημένες συνεντεύξεις με κατοίκους. Επιχειρείται η σύνδεση του αρχικού τρόπου σχεδιασμού με τη σημερινή εικόνα των γειτονιών αυτών και εξάγονται συμπεράσματα για την αποτελεσματικότητα των τύπων προσφυγικής στεγαστικής αποκατάστασης στην περιοχή μελέτης. Πραγματοποιήθηκε επίσης, καταγραφή των συνοικισμών που κατεδαφίστηκαν. Το υλικό αυτό δύναται να αποτελέσει τη βάση για μελλοντική έρευνα η οποία, στο πλαίσιο μικρο-γεωγραφικής προσέγγισης, θα μελετήσει σε βάθος εξειδικεύσεις τοπικού χαρακτήρα.
Πηγή: https://el.wikipedia.org και επεξεργασία από τους συγγραφείς
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, περισσότεροι από 1.200.000 πρόσφυγες [2] . βρήκαν καταφύγιο στην Ελλάδα, ανατρέποντας τις υπάρχουσες χωρο-κοινωνικές ισορροπίες (Χίρσον, 2004:11). Το 1923, η Συνθήκη της Λωζάνης επέβαλε την υποχρεωτική ανταλλαγή ορθοδόξων χριστιανικών και μουσουλμανικών πληθυσμών, την πρώτη στα χρονικά της ιστορίας (Χιρσον, 2004:11), διαμορφώνοντας το γενικό πλαίσιο μετεγκατάστασης (Clark, 2009:127). Το άρθρο 142 προέβλεπε την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, εξαιρώντας τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, καθώς και τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης. Η σύμβαση καθόριζε τα άτομα προς ανταλλαγή, την ιθαγένεια και τις περιουσίες τους (Ελληνική Στατιστική Αρχή, 2022:12). Υπό την πίεση της ιστορικής συγκυρίας πολλές περιοχές της χώρας συνέδεσαν την εξέλιξή τους με την προσφυγική αποκατάσταση, αστική και αγροτική (Βεϊνόγλου Μ και Φ., 1997:21).
Στο κομμάτι της αστικής αποκατάστασης, έμφαση δόθηκε στην εξασφάλιση στέγης (Ανδριώτης, 2020:144). Με το ζήτημα της προσφυγικής στεγαστικής αποκατάστασης, απασχολήθηκαν δημόσιοι φορείς και οργανισμοί όπως το Υπουργείο Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως, το Υπουργείο Γεωργίας, το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ), η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) και η Εθνική Τράπεζα Ελλάδος (ΕΤΕ). Στην αποκατάσταση των προσφύγων εμπλέκεται επίσης, η ιδιωτική πρωτοβουλία καθώς και ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις, όπως οι αμερικανικός και ο σουηδικός Ερυθρός Σταυρός, η American Near East Relief κ.ά (Τζεδόπουλος, 2007:74). Στην ευρύτερη περιοχή του πολεοδομικού συγκροτήματος Αθήνας-Πειραιά, δημιουργήθηκαν 12 μεγάλοι και 34 μικροί προσφυγικοί συνοικισμοί (Σαρηγάννης, 2000:105), οι οποίοι μέχρι σήμερα -άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο- αντανακλούν το προσφυγικό παρελθόν τους. Ειδικότερα, στην περιοχή του σημερινού Κεντρικού και Νότιου Τομέα Αθηνών (Γράφημα 1) έχει καταγραφεί πλήθος διαφορετικών τύπων μόνιμων προσφυγικών εγκαταστάσεων μέχρι το 1959 (Γράφημα 2 και 3).
Πηγή: H κωδικοποίηση των εγκαταστάσεων είναι βασισμένη σε αρχειακό υλικό από σχετικό πίνακα του Τμ.Κοινωνικής Μέριμνας, Περιφ. Αττικής, μελέτη αρχειακού υλικού, κωδικοποίηση και σχεδιασμός πίνακα, Τούση Ε., 2024
Πηγή: Κωδικοποίηση βάσει αρχειακού υλικού από σχετικό πίνακα του Τμ.Κοινωνικής Μέριμνας, Περιφ. Αττικής, μελέτη αρχειακού υλικού, κωδικοποίηση και σχεδιασμός πίνακα, Τούση Ε., 2024
Την περίοδο του μεσοπολέμου, όπου και χρονολογούνται οι πρώτες απόπειρες μόνιμης στεγαστικής προσφυγικής αποκατάστασης, εξελίσσεται και ο σχεδιασμός των κηποπροαστίων της πρωτεύουσας, εμπνευσμένος από Ευρωπαϊκά παραδείγματα. Ο σχεδιασμός αυτός επηρέασε τη διαμόρφωση ορισμένων αστικών προσφυγικών συνοικισμών (Κοσμάκη, 1991:247). Πιο συγκεκριμένα, καταγράφονται δυο διαφορετικές προσεγγίσεις αναφορικά με το σχεδιασμό των αστικών προσφυγικών εγκαταστάσεων. Από τη μια πλευρά εντοπίζεται ο σχεδιασμός του συνοικισμού με βάση ορθογωνικό κάναβο, χωρίς διακεκριμένο κέντρο, κατόπιν επανάληψης τυπικών μορφών οικοδομικών τετραγώνων, με απουσία μεγαλύτερης κλίμακας κοινόχρηστων χώρων, πέρα από τις εσωτερικές αυλές των οικοδομικών τετραγώνων (Κοσμάκη, 1991:288 και Ανδριώτης, 2020:36). Από την άλλη πλευρά, τα προσφυγικά κηποπροάστια (Ν.Σμύρνη, Υμηττός, Ν.Φιλαδέλφεια, Ελληνικό) ακολουθούν τις βασικές αρχές σχεδιασμού της κηπούπολης, με κεντρικούς και δευτερεύοντες, μεγαλύτερης κλίμακας υπαίθριους χώρους, όπου το κέντρο του συνοικισμού είναι διακεκριμένο (Γράφημα 4). Και στις δυο περιπτώσεις, οι προσφυγικοί συνοικισμοί δεν σχεδιάζονται ως άμεση συνέχεια του υφιστάμενου αστικού ιστού (Κοσμάκη, 1991:258). Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις καίριο ρόλο έπαιξε η διαθεσιμότητα γης, καθώς και η δυνατότητα απαλλοτρίωσης και άμεσης αποπεράτωσης του έργου (Ανδριώτης, 2020:236). Συναφείς πηγές αναφέρουν ότι προς διευκόλυνση της εύρεσης οικοπέδων, κατά παρέκκλιση του άρθρου 19 του Συντάγματος, πραγματοποιηθήκαν απαλλοτριώσεις χωρίς να προκαταβάλλεται η αξία (Βασιλειάδης, 1944:71). Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η απόσταση (1-4 χλμ.) των προσφυγικών συνοικισμών από τα τότε υφιστάμενα αστικά κέντρα αποτέλεσε συνειδητή επιλογή, ως μια μορφή σκόπιμου κοινωνικού και γεωγραφικού αποκλεισμού (Λεοντίδου, 2017).
Πηγή: Χαρτογραφικό υλικό από Τμ.Κοινωνικής Μέριμνας, Περιφ. Αττικής, μελέτη αρχειακού υλικού, σύνθεση πληροφορίας και σχεδίαση πίνακα, Τούση Ε., 2024
Τόσο το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (1923-1925) όσο και η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (Ε.Α.Π.) (1925-1930) κατασκεύασαν σημαντικό αριθμό προσφυγικών κατοικιών (Ρούσση, 2011:148). Η τελευταία έκθεση της Ε.Α.Π., αναφέρει ότι στην περιοχή Αθηνών-Πειραιώς είχαν στεγαστεί 16.345 οικογένειες και έμενε να στεγαστούν ακόμη 22.492 (Κοσμάκη, 1991:329). Σύμφωνα με πηγές, την περίοδο 1924-1930 είχαν κτιστεί συνολικά, στην περιοχή Αθήνας-Πειραιά, 15.000 προσφυγικές κατοικίες (Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2006:52-53). Μετά το 1930, το Υπουργείο Πρόνοιας, κατασκεύασε συγκροτήματα πολυκατοικιών, με πλήθος διαμερισμάτων στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας (228 διαμερίσματα), στη Στέγη Πατρίδος (120 διαμερίσματα), στο Δουργούτι (237 διαμερίσματα) (Ρούσση, 2011:148).
Μετά την περίοδο του Μεσοπολέμου, οι διαδικασίες της μόνιμης στεγαστικής αποκατάστασης των προσφύγων συνεχίζονται μέχρι και τη δεκαετία του 1980 (Γράφημα 5). Ειδικότερα, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε η σχετική νομοθεσία, υλοποιήθηκε νέα απογραφή των κατοίκων παραπηγμάτων και συστάθηκε η Ειδική Υπηρεσία Στεγάσεως Παραπηγμάτων στο Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας (Ανδριώτης, 2020:250). H υπογραφή του «Κώδικα αποκατάστασης αστών προσφύγων», ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 23.5.1960, διαμόρφωσε το πλαίσιο προσφυγικής αποκατάστασης τη μεταπολεμική περίοδο. Στο άρθρο 1 περιγράφεται η έννοια της «αστικής αποκατάστασης» [3], ενώ στο άρθρο 7 αναφέρεται η κατεδάφιση παραπηγμάτων. Η πολιτική αυτή έχει συσχετιστεί [4] με τις προσπάθειες να αλλοιωθεί η κοινωνική σύνθεση των προσφυγικών περιοχών. Όπως αναφέρει ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης (Χαραλαμπίδης, 2024:392) οι περιοχές εγκατάστασης των Μικρασιατών προσφύγων, αποτέλεσαν προπύργια των οργανώσεων του ΕΑΜ, αναδεικνύοντας τον καίριο ρόλο του προσφυγικού πληθυσμού στην ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος στην περιοχή της πρωτεύουσας. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προηγούμενα και κατόπιν μελέτης αρχειακού υλικού από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους και το Τμήμα Κοινωνικής Μέριμνας, Περιφέρειας Αττικής [5], εντοπίστηκαν εγκαταστάσεις παραπηγμάτων που κατεδαφίστηκαν σε διάφορες χρονικές περιόδους, αυτοτελώς ή σε διαδοχικές φάσεις, οι οποίες παρουσιάζονται στο γράφημα 6. Στην πλειονότητά τους τα καταλύματα αυτά αποτελούνταν από ένα δωμάτιο για όλες της λειτουργίες της κατοικίας και μια μικρή κουζίνα (Τσίχλα-Μαρκοπούλου, 1996:35).
Πηγή: Σύνθεση πληροφορίας με βάση αρχειακό υλικό από το Τμήμα Κοινωνικής Μέριμνας Περιφ. Αττικής και τα Γενικά Αρχεία του Κράτους και συναφή βιβλιογραφία που παρατίθεται στο βιβλιογραφικό κατάλογο του παρόντος, μελέτη και κωδικοποίηση υλικού και σχεδίαση πίνακα, Τούση Ε., 2024
Πηγή: Αρχειακό υλικό Τμ. Κοινωνικής Μέριμνας Περιφ. Αττικής και συναφούς βιβλιογραφίας που αναφέρεται εντός του πίνακα, μελέτη και κωδικοποίηση υλικού και σχεδίαση πίνακα, Τούση Ε., 2024
Καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα επιλογών σε ό,τι αφορά την αρχιτεκτονική και τον αστικό σχεδιασμό, οι περιοχές αστικής προσφυγικής εγκατάστασης ακολουθούν μια ποικιλία προτύπων. Οι επικρατέστερες επιλογές περιστρέφονται γύρω από το κίνημα των κηπουπόλεων, τα Βιεννέζικα superblocks (π.χ. Καισαριανή), τα Γερμανικά Zeilenbau (π.χ. Λ.Αλεξάνδρας) και τυπικές μορφές Ιπποδαμείου συστήματος. Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί, ότι η κλίμακα είναι διαφορετική, με τα ελληνικά παραδείγματα να είναι σαφώς μικρότερα σε έκταση, συγκρινόμενα με τα αντίστοιχα Ευρωπαϊκά (Γράφημα 7). Υπάρχει επίσης η μοναδική περίπτωση της πολυκατοικίας του Ασύρματου (1967, βλ. Εικόνα 5), που χρησιμοποιεί στρατηγικές όπως το “streets in the sky” για να προωθήσει την κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ των ενοίκων του, ακολουθώντας ανάλογα παραδείγματα από τη διεθνή εμπειρία [6] (Feliz-Ricoy, 2017:526 και Borges et.al, 2019:2). Οι εγκαταστάσεις αυτές κυμαίνονται από την κλίμακα μερικών οικοδομικών τετραγώνων (π.χ. Στέγη Πατρίδος) έως την κλίμακα ενός δήμου (π.χ. Καισαριανή) και βρίσκονται διάσπαρτες μέσα στην περιοχή του σημερινού Κεντρικού και Νότιου Τομέα Αθηνών. Εστιάζοντας στην αρχιτεκτονική μορφολογία, τα κτίρια στις αρχές της πρώτης περιόδου, αντλούν στοιχεία από τη λαϊκή αρχιτεκτονική, με αναφορές στην αρχιτεκτονική της Οθωμανικής περιόδου, είναι ισόγεια ή διώροφα, μονοκατοικίες, διπλοκατοικίες και τετρακατοικίες (Γράφημα 7), ενώ τα πιο πρόσφατα παραδείγματα ακολουθούν τις αρχές του Μοντερνισμού (Γράφημα 8 και 9). Τα υλικά κατασκευής επίσης ποικίλουν: φέρουσα τοιχοποιία, συνδυασμό φέρουσας τοιχοποιίας με πλάκες οπλισμένου σκυροδέματος και κατασκευές με φέροντα οργανισμό από οπλισμένο σκυρόδεμα. Κοινό χαρακτηριστικό αποτελεί η μικρή ωφέλιμη επιφάνεια του κάθε διαμερίσματος, με τα πιο πρόσφατα παραδείγματα να εξασφαλίζουν μεγαλύτερους χώρους εντός της κατοικίας (βλ. Γράφημα 9).
Πηγή: φωτογραφικό υλικό από πρωτογενή έρευνα Τούση Ε. και σύνθεση υλικού, Τούση Ε.
Πηγή: το γενικό τοπογραφικό των προσφυγικών της Λ.Αλεξάνδρας και της πολυκατοικίας στην Καισαριανή έχει σχεδιαστεί με βάση ορθοφωτοχάρτη της Κτηματολόγιο Α.Ε. από την Τούση Ε., για τις επιμέρους εικόνες αναγράφεται η πηγή στο υπόμνημα του γραφήματος 8, σύνθεση Τούση Ε.
Πηγή: Σχεδιασμός Τούση Ε., 2023-2024 [7]
Μια περιήγηση, σήμερα, στις περιοχές που αναφέρθηκαν πιο πάνω, αναδεικνύει διαφορές στην κατάσταση συντήρησης των προσφυγικών κτισμάτων, στις επικρατούσες χρήσεις καθώς και στην ποιότητα του περιβάλλοντα δημόσιου χώρου. Παράλληλα, κάποιοι από τους θύλακες προσφυγικής εγκατάστασης που αναφέρθηκαν, έχουν ακόμη και σήμερα διακριτά όρια (π.χ. Καισαριανή, Στέγη Πατρίδος, Αλεξάνδρας, Ταύρος κλπ), ενώ σε άλλες περιπτώσεις οι προσφυγικές κατοικίες βρίσκονται διάσπαρτες μέσα στο σύγχρονο αστικό ιστό της περιοχής (π.χ. Βύρωνας, Υμηττός). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η καλή κατάσταση συντήρησης σχετίζεται σήμερα με αλλαγή χρήσης, από κατοικία σε χώρους εστίασης, όπως παρατηρήθηκε στην πλατεία Καισαριανής, στην Πανόρμου και σε μικρότερο βαθμό επί της Καλλιρόης. Επίσης, οι αξίες γης και ακινήτων στις περιοχές αυτές παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις (Γράφημα 10 και 12). Κρίσιμη παράμετρος για τη συντήρηση των κτιρίων αυτών, αποτελεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς των προσφυγικών κατοικιών/διαμερισμάτων. Σε πολλές περιπτώσεις η ύπαρξη πολλών κληρονόμων σε ένα προσφυγικό διαμέρισμα περιπλέκει τις εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης. Σύμφωνα με την έρευνα πεδίου, οι σημαντικότερες φθορές και τα περισσότερα κενά διαμερίσματα εντοπίστηκαν στη Τζιτζιφιές, στα προσφυγικά της Λ. Αλεξάνδρας, στις μεγάλες πολυκατοικίες της Καισαριανής και στην Καλλιθέα (οδός Ιορδ.Παπαδόπουλου). Προφανή σημάδια υποβάθμισης σχετίζονται με φθορές στα πλαίσια των κουφωμάτων και στα επιχρίσματα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, φθορές στο φέροντα οργανισμό του κτηρίου. Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό σχετίζεται με παράνομες προσθήκες στα διαμερίσματα. (Γράφημα 11). Μια συνολική αποτίμηση της ποιότητας του προσφυγικού οικιστικού αποθέματος στις περιοχές μελέτης παρουσιάζεται στις εικόνες 10, 11 και 12, αναδεικνύοντας θύλακες χαρακτηριζόμενους από χαμηλές τιμές ζώνης και έντονη φθορά οικιστικού αποθέματος.
Πηγή: Έρευνα πεδίου, κωδικοποίηση υλικού και σχεδίαση πίνακα Τούση Ε., 2024
Πηγή: Έρευνα πεδίου σε Τζιτζιφιές, Πανόρμου και Καισαριανή, σύνθεση Τούση, Ε. 2024
Πηγή: Στοιχεία από το https://maps.gsis.gr/valuemaps/, χρησιμοποιήθηκε χάρτης υπόβαθρο σε AutoCAD από το εργαστήριο Χωρικού Σχεδιασμού και Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, του Τομέα ΙΙ Πολεοδομίας και Χωροταξίας, Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ (2013), σύνθεση Τούση Ε., 2024
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, η πλειονότητα των μελετημένων περιοχών δεν υπάγεται σε καθεστώς προστασίας. Συγκεκριμένα, το Μοντερνιστικό συγκρότημα κατοικιών της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και ένα προσφυγικό συγκρότημα στην Καλλιθέα έχουν χαρακτηριστεί ως διατηρητέα από το Υπουργείο Πολιτισμού. Επιπλέον, το προσφυγικό κηποπροάστιο της Νέας Φιλαδέλφειας έχει κηρυχθεί ως προστατευμένος παραδοσιακός οικισμός (ΦΕΚ 476Δ). Υπάρχουν επίσης λίγα διάσπαρτα προσφυγικά που έχουν κηρυχθεί από το Υπουργείο Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής στην Καισαριανή. Όπως έχει ήδη επισημανθεί από ερευνητές (Παπαδοπούλου και Σαρηγιάννης, 2006:9) η προσπάθεια κήρυξης των προσφυγικών συγκροτημάτων ως διατηρητέων αποτελεί μια ιδιαίτερα σύνθετη διαδικασία, η οποία εμπλέκει και κοινωνικο-οικονομικές παραμέτρους στη λήψη σχετικών αποφάσεων.
Το άρθρο παρουσιάζει μια γενική επισκόπηση της υφιστάμενης κατάστασης των προσφυγικών κατοικιών/συγκροτημάτων του σημερινού κεντρικού και νότιου τομέα Αθηνών, παρουσιάζοντας και το αρχικό πλαίσιο σχεδιασμού τους. Βασικό συμπέρασμα αποτελεί το γεγονός ότι ο αρχικός αρχιτεκτονικός σχεδιασμός παίζει καθοριστικό ρόλο στη σημερινή κατάσταση συντήρησης. Με γνώμονα τη θέση αυτή, τα μικρά διαμερίσματα των περίπου 35m2, οργανωμένα σε μεγάλης κλίμακας οικιστικά συγκροτήματα, απέτυχαν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες ανάγκες στέγασης και βρίσκονται σήμερα στην πλειονότητά τους εγκαταλελειμμένα. Αντίθετα, μικρότερης κλίμακας συγκροτήματα με μεγαλύτερης επιφανείας μονάδες κατοικίας, βρίσκονται σε εμφανώς καλύτερη κατάσταση συντήρησης. Επιπλέον, η μικρή ωφέλιμη επιφάνεια των διαμερισμάτων οδήγησε σε παράνομες προσθήκες στο κτίριο και στον περιβάλλοντα αυτού χώρο. Επιπρόσθετα, νέες χρήσεις έχουν διευκολύνει την ενεργό ένταξη των πρώην προσφυγικών κατοικιών στο σύγχρονο αστικό ιστό. Το γεγονός ότι στην πλειονότητά του το προσφυγικό οικιστικό απόθεμα δεν βρίσκεται σε καθεστώς προστασίας, εγείρει προβληματισμούς για το μέλλον των κτιρίων αυτών και συνακόλουθα για τη διατήρηση της αστικής συλλογικής μνήμης.
Οι συγγραφείς θα ήθελαν να ευχαριστήσουν θερμά, την κ.Πέννυ Καμπάκη, Αρχιτέκτων Μηχανικό ΕΜΠ, την κ.Βάσω Ρούσση, Δρ. Αρχιτέκτονα Μηχανικό ΕΜΠ, τον κ.Θωμαϊδη και την κ.Γιαννάκη από το Τμήμα Κοινωνικής Μέριμνας, Περιφ.Αττικής, το ΔΙΚΕΜΕΣ/College Year in Athens για την υποστήριξη της έρευνας πεδίου, καθώς και τους κατοίκους των περιοχών που συμμετείχαν στην έρευνα. Θα ήθελαν επίσης να ευχαριστήσουν την κ. Kate Donnelly, για την αρχική γλωσσική επιμέλεια του αγγλικού κειμένου.
[1] Το 1982 ιδρύεται στο Oxford University το Πρόγραμμα Σπουδών για τους πρόσφυγες και το 1988 το Journal of Refugee Studies.
[2]Η Γκιζελή (1984, 10) αναφέρει 1.500.000 και στο Κοινωνία των Εθνών (1926) «Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα» αναφέρεται 1.400.000 πρόσφυγες, διευκρινίζοντας ότι ο αριθμός δεν είναι ακριβής διότι πολλοί πρόσφυγες για διάφορους λόγους δεν καταγράφθηκαν κατά την άφιξή τους στην Ελλάδα.
[3]Κείμενο Άρθρου, Κεφάλαιον Α’, Δικαιούχοι-Προϋποθέσεις-Διαδικασία παραχωρήσεως (άρ. 1 του από 27-1/9.2.1953 Β.Δ.)
[4]Βλ. Σαρηγιάννης, «Το ιστορικό πλαίσιο: Η πολιτική κατάσταση μετά το 1949 (τέλος του Εμφυλίου)»
[5]Πληροφορίες σχετικά με το θέμα αυτό παρέχονται και στο Παπαδοπούλου και Σαρηγιάννης,2006.
[6]Οι «δρόμοι στον ουρανό» στην κοινωνική στέγαση περιλαμβάνουν υπερυψωμένους διαδρόμους που συνέδεαν κτίρια κατοικίας ή τμήματα του ίδιου κτιρίου, δημιουργώντας διαδρομές πάνω από το επίπεδο του εδάφους. Σημαντικά παραδείγματα αποτελούν το Park Hill Estate στο Sheffield και το Robin Hood Gardens στο Λονδίνο.
[7]Το φωτογραφικό υλικό είναι πρωτογενές και συλλέχθηκε κατά την έρευνα πεδίου. Οι κατόψεις του Αγίου Σώστη και της Ν.Φιλαδέλφειας είναι προϊόν αποτύπωσης της Τούση Ε (Τούση, 2014), η κάτοψη στα Πέτρινα παραχωρήθηκε από τη συνάδελφο Αρχιτέκτονα Μηχανικό Πέννυ Καμπάκη, για την κάτοψη των προσφυγικών της Λ.Αλεξάνδρας αντλήθηκε υλικό από το δικτυακό τόπο https://archaeologia.eie.gr/archaeologia/gr/arxeio_more.aspx?id=1, για τη σχεδίαση της κάτοψης στη Τζιζτιφιές αντλήθηκε υλικό από το Βασιλείου, 1944, με καθοδήγηση από τη Δρ. Βάσω Ρούσση, για την κάτοψη στο Βύρωνα από Ίδρυμα Βουλής των Ελλήνων, 2006,σελ.53, για όλες τις υπόλοιπες κατόψεις αντλήθηκαν στοιχεία από αρχειακό υλικό του Τμ. Κοινωνικής Μέριμνας Περιφέρειας Αττικής και από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Τούση, Ε., Cavanaugh, A., Conte, I. K., Erickson, A., Hill, J. E., Hochman, A.Ga., Iannios, M., McCracken, F.R., Schwab, J., Skylar, Y. (2024) Σημερινή κατάσταση κτιριακού αποθέματος στους προσφυγικούς συνοικισμούς Κεντρικού και Νότιου Τομέα Αθηνών, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Χθες ονειρεύτηκα ότι πετούσα.
πετούσα ψηλά, πολύ ψηλά, πάνω από τους γλάρους του Σαρωνικού πάνω από τον παλιό Πειραιά. Πετούσα σε χρόνο ενεστώτα. Διακρίνω καθαρά το λιμάνι. Καΐκια, βάρκες, λάντσες, μαούνες, πλοία της γραμμής. Κάτω δεξιά μου το παλιό τελωνείο. Παρελθόν με παρόν μπερδεύονται όπως στα ποιήματα; όπως στα όνειρα. Διακρίνω το μεγάλο ρολόι, το Δημοτικό θέατρο, τον Ηλεκτρικό, τα χαμόσπιτα. Το παλιό νεκροταφείο του Αϊ Διονύση, ανάμεσα στους τάφους, πρόχειροι προσφυγικοί καταυλισμοί από το 1922. Κουρελούδες, τσίγκινες στέγες, ελαστικά αυτοκινήτων, χαρτόνια που μοιάζουν με σπίτια. Οι ένοικοι συνήθισαν να μιλούν σιγά. Δεν πρέπει να ξυπνήσουν τους νεκρούς. |
Στον χώρο, πίσω ακριβώς από το κοιμητήριο του Αγίου Διονυσίου, στα πιο παλιά χρόνια, επί βασιλείας Οθωνος πραγματοποιούντο εκτελέσεις. Λέγεται ότι η πρώτη λαιμητόμος η οποία χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα ήταν δώρο του Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας, όταν ο γιός του Όθωνας, ανέβηκε στον Ελληνικό θρόνο. Φαίνεται ότι ο φιλόστοργος πατέρας, λάτρης της σύγχρονης τεχνολογίας της εποχής του, αποφάσισε να χαρίσει στο γιό του ένα δώρο πρακτικό αλλά και συλλεκτικής αξίας, καθώς το αποκρουστικό μηχάνημα, ήταν όπως λέγεται, μεταχειρισμένο
Το συλλεκτικό αντικείμενο δεν κόσμησε τελικά τον κήπο των ανακτόρων, αλλά εγκαταστάθηκε οριστικά στο Ναύπλιο, στο Μπούρτζι μαζί με τον δήμιο και τον βοηθό του.
Είναι γνωστή η τριπλή εκτέλεση που παρακολούθησε ένα τεράστιο πλήθος είκοσι χιλιάδων ανθρώπων. Στις 18 Δεκεμβρίου του 1887, στις τέσσερεις το απόγευμα, οι μελλοθάνατοι κρατούμενοι στο Μπούρτζι, Μικ. Παρώδης ή Αγγελέτος, Νικόλαος Λεοντόπουλος ή Λέοντας και Μανώλης Βλαχοπαναγιώτης ή Αχλάδας. καταδικασθέντες για πειρατεία και φόνο, έφτασαν στον τόπο της εκτέλεσης με το ατμόπλοιο “Ευρώτας”, το οποίο είχε επιφορτιστεί να μεταφέρει από το Ναύπλιο, στους ανά την επικράτεια τόπους εκτελέσεων, την λαιμητόμο και τους δύο δημίους. (Η συνέχεια επί της οθόνης, όπως θα λέγαμε για μια πραγματικά ανατριχιαστική ταινία τρόμου).
Βλέπω καθαρά την ακτή Μιαούλη, τότε ακτή Ξαβερίου. Τα Καρβουνιάρικα, τα Λαμαρινάδικα. Από τον Αι Νικόλα έως του Ξαβέρη πηγαινοέρχονται οι φορτοεκφορτωτές των γαιανθράκων. Το 1938 ο Στράτος Παγιουμτζής μαζί με τον Στελλάκη τον Περπινιάδη ηχογράφησαν την θρυλική Ξαβεριώτισσα του Μήτσου Γκόγκου του γνωστού μας Μπαγιαντέρα.
Ο ίδιος ο Μπαγιαντέρας, γέννημα θρέμμα Χατζηκυριακιώτης, μας τραγούδησε πως “ξεκίνησε αποβραδίς μ’ έναν παλιό του φίλο, για το Χατζηκυριάκειο και για τον Άγιο Νείλο”.
Συνοικίες μυθικές, τοποθεσίες, περιοχές και γειτονιές Πειραιώτικες, εκεί που πρωτοκούρντισαν τα τρίχορδα και τους μπαγλαμάδες τους οι πρώτοι Ρεμπέτες [1] στα παλιά ντουζένια [2]. Το Ανοιχτό, το Καραντουζένι, το Συριανό, το Αραμπιέν. Λένε πως ο Γιάννης Εϊτζιρίδης περισσότερο γνωστός ως Γιοβάν Τσαούς, μύησε τον Βαμβακάρη στους μυστηριώδεις αρχέγονους μουσικούς δρόμους του ρεμπέτικου και τότε ο συχωρεμένος ο Μάρκος μαζί με τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Μπάτη και τον Ανέστο τον Δελιά στήσανε την αγία τετράδα του ρεμπέτικου, που έγραψε ιστορία ως ‘‘η τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Χιτζάζ, χιτζασζκιάρ, ουσάκ, χουζάμ, νιαβέντι, σαμπάχ, χουσεϊνί [3], πάνω σ’ αυτούς τους δρόμους, στα μακάμια [3], πρωτακούστηκαν στα κουτούκια και στους τεκέδες της προσφυγιάς, τα τραγούδια που μίλησαν για τον πόνο της φτώχειας και της μιζέριας, για τον θυμό, τον πόθο και τον ερωτικό νταλκά.
Το 1920, ο Γιώργος Τσωρός, γνωστός μας ως Μπάτης, άνοιξε το χοροδιδασκαλείο του ‘’ΚΑΡΜΕΝ’’ και αργότερα έναν καφενέ, το ‘’ΖΩΡΖ ΜΠΑΤΕ’’, στα Λεμονάδικα του Καραϊσκάκη, στην Ακτή Τζελέπη. Στην οδό Αίμου 8 και Παλαμηδίου, στην Λεύκα του Πειραιά βρισκόταν το σπιτάκι του μεγάλου ρεμπέτη και απέναντί του το σπίτι του Μιχάλη Γενίτσαρη.
“Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω’’. Το τραγούδι αυτό του Γενίτσαρη αναφέρεται στους σαλταδόρους της Γερμανικής κατοχής και θεωρείται ένα από τα πιο εμβληματικά της ρεμπέτικης αντίστασης.
Στους “Άθλιους των Αθηνών” (1894) [4] ο Κονδυλάκης αναφέρεται στην Γούβα του Βάβουλα [5].
Μες στου Βάβουλα τη γούβα έχω ψήσει μια μικρούλα κι ανταμώνουμε τα βράδια στις δροσιές και τα σκοτάδια |
τραγούδησε ο ‘’αριστοκράτης’’ ρεμπέτης Στέλιος Κηρομύτης ή Μπούμπης, για τη γειτονιά που μεγάλωσε.
Κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία |
Πρόκειται για το γνωστό Απτάλικο [6] ζεϊμπέκικο “Οι Λαχανάδες” του Βαγγέλη Παπάζογλου που κυκλοφόρησε στις αρχές της δεκαετίας του 30 σε πολλές εκτελέσεις. (Κατίνα Χωματιανού, Στελλάκης Περπινιάδης, Κώστας Ρούκουνας κ.α.)
Ως Λεμονάδικα αναφέρεται η παλιά οπωραγορά του Πειραιά, η οποία στεγαζόταν μέχρι την δεκαετία του 50 στην πλατεία Καραϊσκάκη.
Η συνοικία της θρυλικής Δραπετσώνας αποτελούνταν από γειτονιές, όπως την Κρεμμυδαρού, το Καστράκι και τον Άγιο Φανούριο .
Οι σπαρακτικοί στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη έδωσαν την ευκαιρία στον Μίκη Θεοδωράκη να συνθέσει το 1960 την “Δραπετσώνα”, ένα ζεϊμπέκικο που ακούσαμε με την “ξύλινη” φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση και που σηματοδοτεί μια από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού.
Μια άλλη ιστορική περιοχή του Πειραιά υπήρξαν τα Βούρλα, που βρισκόταν στα όρια του Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας, στα ανατολικά της Δραπετσώνας, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου. Τοποθεσία σε έδαφος ελώδες, που πήρε το όνομά της από τα βούρλα που φύτρωναν εκεί και που έμεινε ονομαστή για το δημοτικό μπουρδέλο-στρατώνα που λειτούργησε από το 1876 έως το 1941, αλλά και από την μυθιστορηματική απόδραση των 27 κομμουνιστών κρατουμένων, το καλοκαίρι του 1955, όταν πιά τα Βούρλα λειτουργούσαν ως φυλακές υψίστης ασφαλείας, γνωστές ως “Δικαστικές Φυλακές Πειραιώς”.
Για την πρώτη περίοδο των Βούρλων ο Ηλίας Πετρόπουλος (2010) γράφει:
Στις αρχές του αιώνα μας ο Πειραιάς τέλειωνε στο νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου, εκεί πλάι στα Βούρλα και στη Βρομολίμνη. Τα Βούρλα (όνομα και πράμα) βρισκόντουσαν σ’ ένα έρημο και ελώδες τοπίο.
Τα Βούρλα απαρτίζονταν από τρία διώροφα κτίρια σε σχήμα Π. Κάθε πλευρά είχε 24 (12+12) δωμάτια, ήτοι εν συνόλω 72 δωμάτια = 72 πόρνες. Το σχήμα Π έκλεινε με μια ψηλή μάντρα, στη μέση της αυλής υπήρχε ένα σπιτάκι: το ισόγειο στέγαζε το καφενεδάκι των νταβατζήδων και στο πάνω πάτωμα έμενε η αστυνομία . |
Στην αυτοβιογραφία του Μιχάλη Γενίτσαρη (1992) διαβάζουμε για τα Βούρλα:
Στην πόρτα που ήτανε σιδερένια και μεγάλη, έμπαινε «βορτηγό» και στην αυλή χωρούσαν εκατό αυτοκίνητα. Μόλις έμπαινες δεξιά, στην γωνιά, ήτανε το Τμήμα Ηθών είχε αστυνομία μέσα. Άμα λέμε εκατό πενήντα πουτάνες, δεν βαστιόντουσαν οι αγαπητικοί. Ήθελε δύναμη, γιατί γινότανε φασαρίες και σκοτωμοί πολλές φορές’’. |
Και ο Νίκος Μάθεσης (Χατζηδούλης, 2000) αναφέρει:
Η Δραπετσώνα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στέκια της μαγκιάς, σύχναζαν εκεί στους τεκέδες και στα μπουρδέλα των Βούρλων και άνθρωποι από κάθε καρυδιάς καρύδι.
Τα Βούρλα είχανε 500 πουτάνες και συχνάζανε εκεί, όλοι αυτοί του συναφιού αυτουνού.Παράγκες, τεκέδες, εμπόριο ναρκωτικών, στο φόρτε, μπουρδέλα, αγαπητικοί, κακοποιοί, λαθρέμποροι, μάγκες, νταήδες, μπερμπάντηδες, πρεζάκηδες, χασικλήδες, μαχαιροβγάλτες, σκυλόμαγκες, ντερβισόπαιδα, αποφάγια μάγκες’. |
Μεγάλος στιχουργός ο Μάθεσης, αλλά και μεγάλος μάγκας και τσαμπουκάς. Είναι γνωστή η σκληρή του κόντρα με τον Βαμβακάρη, που κατέληξε έπειτα από καβγά μεταξύ τους, στο να καρφώσει δύο πιρούνια στα οπίσθια του Μάρκου. Για την άποψη του Μάρκου για τον Μάθεση, διαβάζουμε στα απομνημονεύματα του (Βέλλιου-Κάιλ, 1978):
Μόνο γι αυτόν τον Μάθεση μη μου πεις, Τομάρι. Ας τονα. Ούτε να τόνε βλέπω δεν θέλω. Δεν ήτανε καλός άνθρωπος για μένανε. Αυτός είχε μιάν αγαπητικιά εκ των υστέρων έμαθα στα Μπούρλα εκεί στα μπουρδέλα, η οποία αυτή ήτανε Κρητικιά. Αυτή αγάπαγε εμένανε πάρα πολύ. Εμένανε ήθελε, δεν ήθελε αυτόν.
Κι έγραψα το τραγούδι γι’αυτήν: Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια μαύρα κατσαρά μαλλιά. Άσπρο πρόσωπο σαν κρίνος και στο μάγουλο ελιά. |
Με το κλείσιμο αυτού του ναού του έρωτα, οι δυστυχισμένες ιέρειες αναγκάστηκαν να αναζητήσουν καινούρια στέκια. Οι πιο άτυχες, διασκορπίστηκαν και ασκούσαν την τέχνη τους υπαίθρια πια ως καλντεριμιτζούδες. Όσες στάθηκαν τυχερές αναβαθμίστηκαν σε τσατσάδες δουλεύοντας σε σπίτια και άλλες προήχθησαν αποκτώντας ακόμα και τον τίτλο της Μαμάς.
Οι ιστορίες για τα Βούρλα δεν έχουν τελειωμό.
Μπορεί να ανατρέξει κανείς στις σχετικές μαρτυρίες για το συγκεκριμένο θέμα από συγγραφείς και δημοσιογράφους της εποχής όπως ο Μανώλης Κανέλης και η Λιλίκα Νάκου (γνωστή για την πρωτόγνωρη για την εποχή φεμινιστική της δράση) που περιγράφουν τις προσωπικές τους εμπειρίες από την άμεση επαφή τους με τους θλιβερούς πρωταγωνιστές του ανθρώπινου δράματος που εκτυλισσόταν εκεί.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πρόσφατη δίτομη έκδοση της τεκμηριωμένης μελέτης των Σπύρου Παπαϊωάννου και Κώστα Βλησίδη με τίτλο:
‘’Το φρικτόν τέμενος της αμαρτίας’’, καθώς και το συναρπαστικό βιβλίο του Βασίλη Πισιμίση ‘’Τρούμπα, Βούρλα, Λιμάνι’’, που περιέχει ένα σωρό μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν πρόσωπα και πράγματα από κοντά στους χώρους αυτούς.
Και μερικές Αυστηρώς ακατάλληλες διαφημίσεις της εποχής
Στα μέσα της δεκαετίας του 50, ο Πειραιώτικος κόσμος της νύχτας αρχίζει να αλλάζει στέκια και μορφές διασκέδασης. Από τις αρχές του 60 πρωταγωνιστεί πιά η περιοχή της Τρούμπας. Είναι γνωστό πως η ονομασία της προήλθε από το γεγονός ότι οι παλιοί ναυτικοί πράκτορες προσπαθούσαν ώστε το δικό τους πλοίο να “πιάσει” στην συγκεκριμένη προβλήτα που υπήρχε η ειδική τρόμπα ανεφοδιασμού του σκάφους με νερό.
Την περιοχή όριζαν οι δύο εκκλησίες, ο Άγιος Σπυρίδωνας και ο Άγιος Νικόλαος. Μεταξύ των ορίων της Τρούμπας, οι δρόμοι 2ας Μεραρχίας, Μπουμπουλίνας, Σκουζέ και κυρίως οι παράλληλοι μεταξύ τους και διάσημοι Φίλωνος και Νοταρά, με πληθώρα ξενοδοχείων που εξυπηρετούσαν τον αγοραίο έρωτα, κακόφημων σπιτιών και ελκυστικών νυχτερινών κέντρων διασκέδασης με άφθονο ουίσκι και κοπέλες που κρατούσαν συντροφιά στους τακτικούς θαμώνες τους.
Ο ελληνικός κινηματογράφος συχνά προσπάθησε να αποτυπώσει το ιδιαίτερο αυτό κλίμα της Τρούμπας, με δραματικές κυρίως ταινίες, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο πετυχημένες.
Ας θυμηθούμε μερικούς τίτλους
Το κορίτσι της αμαρτίας (1958) – Ναυάγια της ζωής (1959) – Ποτέ την Κυριακή (1960) – Σκότωσα για το παιδί μου (1962) – Ο δρόμος με τα κόκκινα φανάρια (1963) – Τα κόκκινα φανάρια (1963) – Το Κάθαρμα (1963) – Λόλα (1964) – Καλώς ήρθε το δολάριο (1967) – Τρούμπα 67 (1967) – Οι βάσεις και η Βασούλα (1975)
Τα ακούσματα των μπουζουκιών και των μπαγλαμάδων σίγησαν και αντικαταστάθηκαν από τους ρυθμούς του swing και τους ήχους από τις λατινοαμερικάνικες μελωδίες που άκουγαν τα κορίτσια των σπιτιών της οδού Νοταρά καθώς αντηχούσαν από νωρίς το απόγευμα από τα καμπαρέ που κατέκλυζαν τη γειτονική οδό Φίλωνος και λειτουργούσαν ως κράχτες για τους αναρίθμητους πελάτες τους, κυρίως ναύτες του Έκτου Αμερικάνικου στόλου. Ονομαστά τέτοια καμπαρέ ήταν το ‘’Μπλακ Κατ’’, το ‘’Σανγκάη’’, το ‘’Μοκάμπο’’, το ‘’Πουέρτο Ρίκο’’ το ‘’Μιλάνο’’ το ‘’45 Γιάννηδες’’, το ‘’Λίμπερτυ Μπαρ’’, το ‘’Κιτ Κατ’’, το ‘’Αρζεντίνα’’, το ‘’Τζων Μπουλ’’.
Αξίζει μια μικρή αναφορά στον τότε συνιδιοκτήτη του “Τζων Μπουλ” Γιώργο Βεϊζαδέ. Οι παλιότεροι θυμόμαστε ότι ο εν λόγω “Κύριος” μετά της συζύγου του “Κυρίας” Αντιγόνης Βεϊζαδέ, την 1η και 2η Αυγούστου 1955, έκαψαν με ηλεκτρικό σίδερο το σώμα ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού, της Σπυριδούλας Ράπτη, που δούλευε στο σπίτι τους, προκειμένου να παραδεχτεί ότι τους έκλεψε 50 δολάρια –σύμφωνα με δημοσίευμα εφημερίδας του Αγρινίου, η Αντιγόνη Βεϊζαδέ, κατά τη διάρκεια της κατοχής είχε εργασθεί για τα SS. Αφού εξέτισαν την ολιγόχρονη ποινή που τους επιβλήθηκε από το δικαστήριο (4,5 και 5 έτη αντίστοιχα) αποφυλακίστηκαν και σε σύντομο διάστημα πέθαναν
Πρόσωπα και εικόνες μίας άλλης εποχής, εικόνες άλλοτε φωτεινές και άλλοτε σκοτεινές, εικόνες όμως μίας ιστορίας μοναδικής με πρωταγωνιστές ανθρώπους κάθε λογής, συνηθισμένους ή ιδιαίτερους, που άφησαν το στίγμα τους ανεξίτηλο μέχρι τις μέρες μας. Τα χρόνια πέρασαν και όπως ήταν φυσικό ο Πειραιάς δεν κατάφερε να εναντιωθεί στην λαίλαπα του εξευγενισμού. Η “αναμόρφωση” άρχισε επί χουντοδήμαρχου Σκυλίτση, που πιστός στο δόγμα πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, γκρέμισε κυριολεκτικά και μεταφορικά ότι μπορούσε να συνδέει το σήμερα με τα χνάρια από τις μνήμες ενός αμαρτωλού παρελθόντος μιας τόσο ιδιαίτερης και μοναδικής πόλης. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1967, η αρχή έγινε με το σφράγισμα των οίκων ανοχής που είχε σαν αποτέλεσμα να πεταχτούν στο δρόμο περί τις πεντακόσιες περίπου κοπέλες.
Αγραμμοφώνητο τραγούδι του Μπαγιαντέρα (Χατζηδουλής, 2000):
Η Τρούμπα τώρα έρημη
χωρίς τα κουτσαβάκια Οι μάγκες της σκορπίσανε χαθήκαν τα βλαμάκια. |
Σήμερα τα τεράστια κρουαζιερόπλοια, που θυμίζουν αποτρόπαιες πολυκατοικίες, αγκυροβολούν καθημερινά, αδειάζοντας το έμψυχο φορτίο τους που θα αφήσει στην πόλη το πολυπόθητο συνάλλαγμα
Το αεράκι όμως από την αύρα του Σαρωνικού περνώντας ανάμεσα από τα ψηλά κτίρια που στεγάζουν τα γραφεία των ναυτιλιακών εταιρειών, εξακολουθεί να μας δροσίζει και να φέρνει στα αυτιά μας από μακριά μια παλιά γνώριμη μελωδία. Αν ακούσουμε προσεκτικά θα ξεχωρίσουμε τους στίχους. Είναι το γνωστό τραγούδι του Μητσάκη.
Η θάλασσα του Πειραιά Από όλες είναι πιο γλυκιά Απ’ του Τζελέπη την ακτή ως του Καραϊσκάκη Τα βράδια βόλτες έκανα σαν ήμουνα ναυτάκιΠαιδί κι εγώ του Πειραιά Στη θάλασσα και στη στεριά Γεννήθηκα μεγάλωσα κοντά στην Τερψιθέα Και σπούδασα μηχανικός εδώ στον Προμηθέα
Περαία μου Περαία μου με το Σαρωνικό σου |
[1] Ένα πλήθος αναφορών που συγκρούονται μεταξύ τους, μπορεί να βρει κανείς ως προς την ετυμολογία της λέξης. Ως προς την ερμηνεία του όρου, συγκλίνουν οι απόψεις που χαρακτηρίζουν ως ρεμπέτη, τον περιπλανώμενο, τον ζόρικο, τον ασυμβίβαστο, τον ανυπότακτο, τον άνθρωπο του κοινωνικού περιθωρίου, που έχει τους δικούς του κώδικες τιμής, τις δικές του ηθικές αξίες.
[2] Ο όρος ντουζένια αναφέρεται στον ιδιαίτερο τρόπο κουρντίσματος των μπουζουκιών, ώστε να διευκολύνεται ο μουσικός στο παίξιμο ανάλογα με τον δρόμο που χρησιμοποιεί
[3] Οι λαικοί δρόμοι (κλίμακες) συγγενεύουν με τους αρχαίους μουσικούς Τρόπους των Πυθαγορείων ( Δωρικός, Ιωνικός, Φρύγιος, Λύδιος κ.λ.π). καθώς και με τους μουσικούς Βυζαντινούς Ηχους (Πλάγιος Πρώτος, Πλάγιος Δεύτερος κ.λ.π.).
[4] Οι άθλιοι των Αθηνών, το πρώτο εικονογραφημένο ελληνικό μυθιστόρημα του Ιωάννη Κονδυλάκη, (1861-1920) (Κονδυλάκης, 1894). Η πρώτη έκδοση προσβάσιμη στο: https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/5/c/a/metadata-8a030266a7f8abae3b3f22cbcf49cc53_1269333260.tkl)
[5]Η Γούβα του Βάβουλα γνωστή και ως «Λάκκα», παλιά υποβαθμισμένη συνοικία του Πειραιά, βρίσκεται κοντά στο κέντρο της πόλης. απέναντι από το καπνεργοστάσιο «ΚΕΡΑΝΗΣ». Οι όροι γούβα και λάκκα οφείλονται στην λεκανοειδή μορφολογία του εδάφους της και στο σχεδόν μηδενικό υψόμετρο από την επιφάνεια της θάλασσας.
[6] «Απτάλικος». Πρόκειται για παραδοσιακό χορό της Μικράς Ασίας, παραλλαγή του ζεϊμπέκικου. Είναι πολεμικός χορός μοναχικός ή αντικρυστός και χορεύεται από ένα ή δύο άτομα.
Γκιζελής, Κ. (2024), Η μπαλάντα της οδού Νοταρά, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-μπαλάντα-της-οδού-νοταρά/ , DOI: 10.17902/20971.125
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το Παγκράτι έγινε γνωστό σημείο αθηναϊκής αναφοράς κυρίως από το τραμ το 2 «Κυψέλη-Παγκράτι», το Πράσινο τραμ με το μελωδικό καμπανάκι. Τέρμα της προς ανατολάς διαδρομής του ήταν η πλατεία Παγκρατίου με τον κινηματογράφο Πάλας [1], που ονομάστηκε «παλιό τέρμα» αρκετά αργότερα, όταν ορίστηκε ως «νέο τέρμα» για τα λεωφορεία η Γέφυρα του Βύρωνα, μετονομάζοντας και την περιοχή σε Νέο Παγκράτι. Εκεί ακριβώς, το 1956, εμφανίστηκε ο δεύτερος χειμερινός κινηματογράφος της γειτονιάς, το Ολύμπια, ενώ λίγο πιο πάνω, στις αρχές του Βύρωνα [2], υπήρχε το θρυλικό Μον Σινέ, με μακρόστενους πάγκους στις τελευταίες σειρές θέσεων, που έφερνε συχνά και ταχυδακτυλουργούς πριν απ’ τις προβολές ή ακόμα και θεατρικούς θιάσους.
Αντίθετα, θερινά σινεμά υπήρχαν πολλά εκτός απ’ το Πάλας που ήταν και τα δύο. Το Άλσος, μέσα στο περίφημο Άλσος Παγκρατίου –που παρίστανε τον Βασιλικό Κήπο διαθέτοντας υπόσκαφα κλουβιά με αρκούδες και λιμνούλες με παπιά – δίπλα στο ομώνυμο κηποθέατρο που φιλοξενούσε μουσικά προγράμματα με τραγουδιστικά ταλέντα και όπου αργότερα διέπρεψε η ομάδα του Ελεύθερου Θεάτρου με τις πολιτικές επιθεωρήσεις που θαρραλέα ανέβασε στα χρόνια της χούντας, ξεκινώντας με το αλησμόνητο «Κι εσύ χτενίζεσαι». Το Τιτάνια στην πλατεία Μεσολογγίου, ο Αρίων στην Φορμίωνος που σύντομα μετονομάστηκε σε Αρία και μετεξελίχθηκε στο μικτό Λητώ, η Ρέα, σχεδόν απέναντι από το Ολύμπια στην πλατεία Νέου Παγκρατίου, η Λάουρα, που υπάρχει ακόμη– ίσως και άλλα που δεν θυμάμαι που λειτούργησαν πριν την δεκαετία ‘60.
Κύριοι δρόμοι του Παγκρατίου ήσαν τότε η Υμηττού και η Ευτυχίδου που συναντιόντουσαν στην πλατεία, όπου, κάτω από τον κινηματογράφο του Πόταγα, δέσποζε το επιβλητικό καφενείο του Θαλασσινού και ακριβώς απέναντι, στην άλλη γωνία με την Ιφικράτους, το εστιατόριο του Κοτρώτσου που γειτόνευε με το κτηματομεσιτικό γραφείο του Τζανουλίνου και υιός –όλη μέρα λιαζόντουσαν, λίγες οι σχετικές δουλειές τότε, μόνο κάτι ενοικιαστήρια, κυρίως αρχές φθινοπώρου. Κοντά στην πλατεία, επί της Υμηττού, ήταν και το περίφημο φωτογραφείο Σκανάτοβιτς, με τις τότε προκλητικές φωτογραφίες επίδοξων σταρ στη βιτρίνα, που νοίκιαζε εθνικές και αποκριάτικες στολές για τις διάφορες εκδηλώσεις ή για φωτογράφηση επιτόπου. Οι Αμαλίες και οι Τσολιάδες με αυθεντικά τσαπράζια κυριαρχούσαν.
Η Υμηττού ήταν ασφαλτοστρωμένη μέχρι περίπου την οδό Φρύνης, εκεί γινόταν και το κύριο μέρος του κυριακάτικου νυφοπάζαρου. Παραπέρα συνέχιζε χωματόδρομος μέχρι τα κατσάβραχα του Προφήτη Ηλία στην κορυφή, απ’ όπου αγναντεύαμε τη θάλασσα. «Κάποτε, μας έλεγαν οι μεγάλοι, θα ανοιχτεί ένας δρόμος ίσα μέχρι το Φάληρο και θα πηγαίνουμε ντογρού για μπάνιο». Για αρκετά όμως χρόνια, το μόνο μπάνιο με βουτιές ήταν αυτό που κάναν τ’ αγοράκια στην “πισίνα” κάτω από την εκκλησία –άγριο τσαλαβούτημα, απαγορευμένο για τα κορίτσια. Στο ανηφορικό αυτό τμήμα της «λεωφόρου», το καλοκαίρι, εκτός από το μυθικό ιουλιάτικο πανηγύρι του ναού με τη ρόδα, τις βάρκες-κούνιες και τα λαμπερά μπιχλιμπίδια, γίνονταν και οι προβολές του περιφερόμενου δημοτικού κινηματογράφου, το «σινεμά του Δήμου» όπως το λέγαμε. Η στοιχειώδης κυκλοφορία οχημάτων σταματούσε, μικροί μεγάλοι καθόμασταν κατάχαμα, οι γιαγιάδες κι παππούδες στα σκαμνάκια που χρησιμοποιούσαν στην εκκλησία, και βλέπαμε ελληνικές ταινίες, Επίκαιρα και Μίκυ Μάους μασουλώντας στραγάλια και ηλιόσπορους. Ολόγυρα μύριζε ασετιλίνη από τη λάμπα του λεμπλεμπιτζή.
Πηγή: https://dipylon-kartenvonattika.org/webgis
Το τραμ εκτός από μεταφορικό μέσο ήταν και μέγα μέσο ψυχαγωγίας για τα παιδιά. Ορμούσαμε μέσα μόλις άδειαζε τον κόσμο και, αγνοώντας τον φωνακλά εισπράκτορα, γυρίζαμε με σαματά πίσω-μπρος τις ράχες απ’ τα καθίσματα, γιατί το τράμ δεν έστριβε, απλά έπαιρνε την αντίθετη κατεύθυνση. Στις ράγες του τα πιο μεγάλα αγόρια ίσιωναν και έκαναν πλακέ τις πρόκες για να φτιάξουν τις φιγούρες του καραγκιόζη, σχεδιασμένες και κομμένες στην λευκή πίσω μεριά απ’ τις προπαγανδιστικές αφίσες του Σχεδίου Μάρσαλ. Και πάνω απ’ όλα έκαναν την περίφημη «σκαλομαρία», σκαρφαλωμένα σε σκαλιά, προφυλακτήρες, δέστρες για τα συρματόσχοινα απ’ τους τρολέδες, για να κατέβουν την κατηφόρα της Ερατοσθένους μέχρι την γέφυρα του Ιλισσού και το Στάδιο –όπως λέγανε τότε το Καλλιμάρμαρο- και να γυρίσουν τρεχάλα πίσω τον ανήφορο για ν’ ακούσουν άγριες κατσάδες [3].
Το Στάδιο και ο Ιλισσός μέχρι τη σημερινή περιοχή Χίλτον, που τότε την λέγανε Βρυσάκι, ήταν το δυτικό όριο του Παγκρατίου. Κύρια οδός που οδηγούσε προς τα εκεί ήταν η Σπύρου Μερκούρη, με ωραία σπίτια αλλά και κάτι χαμοκέλες που είχαν ξεμείνει αναπαλλοτρίωτες μες στη ροή του δρόμου, με τεράστιες συκιές, μουριές, λεμονιές και φοίνικες στους πρώην κήπους τους. Κάπου πίσω από το σημερινό Κάραβελ θυμάμαι το μανάβικο του μπαμπά της Άννας Φόνσου και την πελάτισσα γιαγιά μου που τον κατσάδιαζε γιατί αντί το εικόνισμα της Παναγίες είχε αναρτημένη τη φωτογραφία της ανερχόμενης όμορφης κόρης με μπικίνι. Πέρα απ’ τον Ιλισσό ήταν τα Ανάκτορα, ο Βασιλικός Κήπος και το Ζάππειο για τις ηλιόλουστες βόλτες με τους γονείς, ενώ βορειότερα στην κοίτη και τις όχθες του βρόμικου ρέματος που είχε καταντήσει πια το ποτάμι, η προσφυγική παραγκούπολη [4], την οποία διασχίζαμε πάνω από ξύλινα γεφυράκια, πηγαίνοντας με τα πόδια να επισκεφθούμε τον παιδίατρο, κάπου κοντά στην πλατεία Μαβίλη, και την κλινική Αγία Ελένη, που υπάρχει ακόμη. Από το Βρυσάκι και πάνω, η οδός Φορμίωνος ήταν το όριο με την Καισαριανή. Στη γωνιά Υμηττού και Φορμίωνος ήταν το καφενείο Ποσειδών με τους ναργιλέδες για τους ηλικιωμένους πρόσφυγες και των δύο συνοικιών και λίγο πιο πάνω στη Φορμίωνος, το ομώνυμο χαμάμ, όπου κάθε Σάββατο ακολουθούσαμε ως παιδιά –ακόμη και τα μικρά αγοράκια επιτρέπονταν– ένα φιλικο-συγγενικό τσούρμο γυναικών που κουβαλούσαν με κέφι πεσκίρια, πεστεμάλια, τσόκαρα και μεζέδες για ένα ολόκληρο απολαυστικό πρωινό.
Την περιοχή πέρα απ’ την πλατεία Βαρνάβα την λέγαμε « στο Νεκροταφείο» και λιγότερο Μετς. Την πλατεία Μεσολογγίου, όπου και το θερινό σινεμά Τιτάνια, την λέγαμε « Πάρκο», και το ύψωμα από πάνω της, όπου βρίσκεται τώρα η Εταιρεία Αποκατάστασης Αναπήρων Προσώπων ΕΛΕΠΑΠ, την λέγαμε «Βουναλάκι». Εκεί πηγαίναμε τις ημερήσιες απρογραμμάτιστες βόλτες με το σχολείο όταν είχε χειμωνιάτικες λιακάδες. Άλλες τέτοιες ημερήσιες σχολικές εκδρομές ήσαν στην Ανάληψη, τη Ζωοδόχο Πηγή, τη Μεταμόρφωση και η πιο μακρινή και περιπετειώδης στον Καρέα -έρημες ή αραιοκατοικημένες τότε περιοχές με σκιερά δασύλλια γύρω από τις ομώνυμες εκκλησιές. Εκεί μάθαμε και τι είναι τα προφυλακτικά -εννοείται με την ορολογία των χαμινιών.
Απ’ το ύψωμα του Προφήτη Ηλία, κατηφορίζοντας τη Φιλολάου και τη Δαμάρεως, όλο μονοκατοικίες με αυλές και περιβολάκια, φτάναμε στη Γούβα, σημερινό Άγιο Αρτέμιο, πολύ μπασκλασαρία τότε για τους δήθεν ανώτερους Παγκρατιώτες, αλλά περιζήτητη απ’ τα κορίτσια για τους μάγκες μαθητές του «κλαμπ 13» –όπως λέγαμε το 13ο Γυμνάσιο αρρένων. Το κατηφορικό αυτό τμήμα της Φιλολάου, ήταν ένας δρόμος-κοιλάδα, έχοντας δεξιά και κυρίως αριστερά προς τον Κοπανά-Βύρωνα, απότομα υψώματα και για παράδρομους ανηφορικούς κατσικόδρομους με προσφυγικά σπιτάκια, μάλλον δωμάτια ολόγυρα σε κοινή αυλή, με κοινόχρηστα αποχωρητήρια, με πρόχειρους βόθρους αλλά και ανοιχτές αποχετεύσεις που έρρεαν στις πλαγιές. Η μυρωδιά ήταν απλωμένη, ενιαία και αλησμόνητη. Τα μαντριά, τα μελίσσια και τα λατομεία (σ’ ένα από τα οποία π.χ. το σημερινό θέατρο των Βράχων “Μελίνα Μερκούρη -Άννα Συνοδινού”), ήσαν ορατά πάνω στο αραιοκατοικημένο πλατύ βοσκοτόπι που ήταν τότε τα δυτικά -αλλά και τα ολόγυρα- ριζά του Υμηττού. Τα κοπάδια και κυρίως οι πλανόδιοι γαλατάδες και γιαουρτάδες κατέβαιναν μέχρι το Παγκράτι και τα διαλαλήματά τους ακούγονταν μες το σούρουπο: «Γιαούρτι πρόβειο, ο γιαουρτάς…» Αυτοί ήσαν οι νυχτερινοί πωλητές. Την ημέρα πλήστοι όσοι άλλοι πλανόδιοι: παπλωματάδες, ομπρελάδες, γανωματήδες, ακονιστές, ψαράδες, αυγουλάδες, σκεμπετζήδες με πατσές και ποδαράκια, διαλαλητάδες με άγρια χόρτα, μέλι, ακόμη και με κούμαρα –στην εποχή τους.
Ωστόσο το Παγκράτι είχε μεγάλη και πλούσια αγορά, κυρίως τροφίμων για τους μερακλήδες Μικρασιάτες πρόσφυγες της ευρύτερης περιοχής και των γύρω δήμων. Το «Παγκρατικόν» στην πλατεία ήταν χαρακτηριστικό και κυριολεκτικό «παντο-πωλείο». Χασάπικα, ιχθυοπωλεία, μανάβικα, καφεκοπτεία, ζαχαροπλαστεία, με ό,τι πιο εκλεκτό και εν πολλοίς άγνωστο στις μη προσφυγικές γειτονιές της Αθήνας. Και το πιο λατρεμένο για τα παιδιά, το γαλακτοπωλείο- παγωτατζίδικο ΕΒΓΑ του κ. Έρωτα στη γωνία Ευτυχίδου και Υμηττού. Το μέτρημα άρχιζε τον Ιούνιο και τέλειωνε τον Σεπτέμβρη. Των παγωτών εννοώ. Ο πάγος για τις παγωνιέρες και το δαδί/ξύλο/κάρβουνο για θέρμανση με τις σόμπες αλλά και μαγείρεμα, ήσαν πρώτης ανάγκης. Την γειτονιά προμήθευε το μεγάλο καρβουνιάρικο του Δελαπόρτα, ψηλά στην Ιφικράτους, και το τεράστιο ψυγείο με τις κολόνες πάγου στη γωνία Αρύββου και Φιλολάου, με μίνι υποκατάστημα στην αρχή της Ιφικράτους. Όταν ο κυρ Μήτσος με τις καμπυλωτές λαβίδες και τα τσουβάλια για το τύλιγμα του πάγου εξαφανιζόταν πίσω απ’ την πόρτα, αγωνιούσαμε αν θα ξαναβγεί ζωντανός απ’ τα παγερά σκοτάδια. Ωστόσο κάποια στιγμή άνοιξε επί της Ευτυχίδου ο παράδεισος της νοικοκυράς: ο Κουφοδήμος, οικιακά είδη παντός τύπου. Εκεί αντικαταστήθηκαν, και μάλιστα με δόσεις, οι παγωνιέρες, οι γκαζιέρες και οι φουφούδες με ηλεκτρικά ψυγεία και κουζίνες και τα μπακιρένια και πήλινα σκεύη και δοχεία με αλουμίνια και γυάλινα. Το πλαστικό έκανε την εμφάνισή του στη γειτονιά ως σακουλάκι για το πρωτοεμφανιζόμενο επίσης μηχάνημα παρασκευής ποπ κορν που εγκατέστησε ο πάντα νεωτεριστής κύριος Πόταγας στην είσοδο του κινηματογράφου. Τα πλαστικά σακουλάκια έγιναν αμέσως συλλεκτικά και έριξαν στην καταφρόνια τα στριφτά χάρτινα χωνάκια με τα στραγάλια και τους ηλιόσπορους.
Ο μαραθωνοδρόμος Χασομέρης ήταν ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης της γειτονιάς, αλλά είχε μαζί με τ’ αδέλφια του και πρακτορείο τύπου, στη γωνιά Υμηττού και Χρεμωνίδου. Παραδίπλα στον ίδιο δρόμο, το βιβλιοχαρτοπωλείο των Α/φών Δημόπουλου με τις αλησμόνητες μυρωδιές των σχολικών εφοδιασμών.
Εκτός από τα δημόσια, υπήρχαν –απ’ όσο θυμάμαι– δύο ιδιωτικά σχολεία: η Σχολή Α. Καλπάκα «Αι Κυδωνιαί» επί της Τιμοθέου, που τη διοικούσαν οι Μικρασιάτισσες αδελφές Αθηνούλα και Αλεξάνδρα Καλπάκα, και το χριστιανοπρεπές Βυζάντιον επί της Υμηττού, βαθειά τραυματισμένο από τους όλμους των Δεκεμβριανών. Οι αδελφές Καλπάκα ήσαν προοδευτικών αντιλήψεων. Τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια που φοίτησα για τις μικρές τάξεις του δημοτικού στο σχολείο τους, θυμάμαι πως φιλοξενούσαν κάθε τόσο τον αριστερό Βασίλη Ρώτα, που μας έπαιζε Μπάρμπα Μυτούση στο κουκλοθέατρο του, με βοηθό μία κυρία Βούλα –προφανώς την σύντροφο του Βούλα Δαμιανάκου, αλλά τι σκαμπάζαμε τότε. Αργότερα έμαθα και κατάλαβα πολλά….
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Στην οδό Ιφικράτους 13, απέναντι από τον κινηματογράφο Παλλάς Παγκρατίου, που ακόμη υπάρχει. Συνοικία με δρόμους που έφεραν δυσκολοπρόφερτα αρχαία ονόματα –που με χαρά θα αναγνώριζα αργότερα στα σχολικά βιβλία– συνοικία μικροαστική από αυτές που αργότερα θα λέγαμε πολυπολιτισμικές, περιστοιχισμένη από ακραιφνώς προσφυγικές, έντονα αριστερές, γειτονιές σηματοδοτημένες ακόμα στο νου μου από μικροσκοπικά σπιτάκια συγγενών που δεν υπάρχουν πια και από ονόματα δρόμων οικεία ήδη τότε από τη μυθική γεωγραφία των οικογενειακών αφηγήσεων. Στις παιδικές μου διαδρομές κυκλοφορούσα μέσα σ’ αυτό το σταυρόλεξο. Έστριβα και ξαναέστριβα προσπαθώντας να προσανατολιστώ σε γωνιές όπως Φιλολάου και Προύσης, Σαπφούς και Τραπεζούντος. Οι διαχωριστικές γραμμές του Εμφυλίου ήσαν νωπές και αποτυπωμένες όχι μόνο στη μνήμη αλλά και στη συμπεριφορά την επιφυλακτική, στην ακόμη καχύποπτη όψη των ανθρώπων, όπως και στις σημαδεμένες από τους όλμους όψεις των σπιτιών τους. Οι διαχωριστικές γραμμές της προσφυγιάς ήσαν πλέον πιο αχνές. Άλλες διαφορές τις είχαν συμπεριλάβει και εν μέρει συγκαλύψει.
Ωστόσο εγώ ήμουν παιδί «προσφυγικής» καταγωγής. Αυτό δεν μου ήταν κάτι το σαφές: Είχα όμως συνειδητοποιήσει, ας πούμε, ότι με κάποιες οικογένειες είχαμε μυστήριους στενούς δεσμούς, ανεξήγητους για μένα, αφού ήξερα πως η τόσο επιλεκτική και ακατάδεκτη κατά βάση μάνα μου στο βάθος δεν τις πολυπήγαινε, ενώ κάποιες άλλες οικογένειες, παρά τους άριστους όρους γειτονίας και παρέας, τις συνόδευε για το παραμικρό μια μοιρολατρική σχεδόν εκ μέρους της κατανόηση αλλά και καταδίκη: «Ε, Παλιοελλαδίτες, τι περιμένεις;» (μεγάλωσα πολύ για να καταλάβω ότι η λέξη δεν ήταν βρισιά, όπως π.χ. παλιόπαιδο).
Από τις πρώιμες επίσης παρατηρήσεις μου υπήρξε το ότι στις οικογενειακές ιστορίες αναφέρονταν πάρα πολλοί τόποι και πάρα πολλά πρόσωπα. Οι σχέσεις και με τα δύο παρέμεναν εξαιρετικά ασαφείς και γοητευτικές. Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι όπως οι κοινωνικά εξαθλιωμένοι έχουν συναρπαστική φωτογένεια έτσι και οι ιστορικά και γεωγραφικά τάλανες και πολύπλαγκτοι έχουν συναρπαστική αφηγηματικότητα. Ωστόσο, από τους πάρα πολλούς ένας τόπος έλειπε. Ο τόπος μιας συγκεκριμένης αναφοράς, την οποία η παιδική μου ανάγκη δεν μπορούσε να αποσαφηνίσει.
Περνούσα τους χειμώνες στην Αθήνα και στο σχολείο και τις διακοπές σε διάφορα χωριά της Μακεδονίας κοντά σε αγρότες συγγενείς. Ούτε όμως αυτή η στερεότυπη «επιστροφή» με ικανοποιούσε. Κάτι μέσα μου έμενε αναπάντητο, και πώς να γινόταν αλλιώς αφού δεν υπήρχε ερώτημα.
Μεγάλωνα καθορισμένη από ενοχλητικούς για μένα όρους – και όρια. Ανάμεσα σε περιχαρακωμένες –παρά τις φιλότιμες, φαινομενικά τουλάχιστον, προσπάθειές τους για επικοινωνία– οικογένειες μετοίκων, που αυξάνονταν ολοένα, ξεριζωμένες με κάποιο τρόπο από κάποιον τόπο. Θυμάμαι τις γυναίκες της γειτονιάς που αντάλλασσαν σκεπασμένα πιάτα με κάποιο ιδιαίτερο φαγητό που μαγείρεψαν, συνήθως τοπική σπεσιαλιτέ δηλωτική της καταγωγής τους. Στο κατώφλι εγκάρδιες ηχηρές ευχαριστίες. Στην κουζίνα, αν κρίνω από τη μάνα μου, υποτιμητικά σχόλια για όλες αυτές τις υποδεέστερες της «δικής μας» κουζίνες. Ντρεπόμουν όταν σε μια αντίστροφη και ολόιδια κίνηση, το πιάτο επιστρεφόταν –και συνήθως από μένα– σκεπασμένο και γεμάτο, και φανταζόμουν την αντίστοιχη σκηνή στην αντίστοιχη κουζίνα. Το γεγονός είναι ότι αυτό η μάνα μου δεν θέλησε να το φανταστεί ποτέ, όσο κι αν δειλά και αβέβαια, –γιατί δεν μπορούσα να απομακρυνθώ πολύ από τον αξιολογικό της πίνακα– το υπαινισσόμουν.
Ανάμεσα στους τόπους όπου μεγάλωνα κύρια θέση σε καθημερινή βάση κατείχαν οι αίθουσες του προσφυγικού συλλόγου, του οποίου βασικά μέλη ήσαν οι γονείς μου και όπου από 4-5 χρονών, υποχρεωτικά, μάθαινα να χορεύω και να τραγουδάω ακατανόητα τραγούδια σε συνθηματική –όπως νόμιζα– γλώσσα, που μου δημιουργούσαν περίεργα ρίγη. Απ’ τη μια, μια ηδονική έλξη, απ’ την άλλη, έντονη απώθηση, γιατί ένιωθα ότι, σαν μοιρασμένο μυστικό, με εντάσσουν σε μια συγκεκριμένη μεγάλη παρέα, θα την έλεγα παρέα των γονιών μου, που δεν μου άρεσε καθόλου –ίσως γιατί ήταν υποχρεωτική, ενώ ταυτόχρονα με χώριζαν από τους συμμαθητές και τους φίλους μου: στο σχολείο ποτέ δεν μαθαίναμε αυτούς τους χορούς και αυτά τα τραγούδια. Πολύ περισσότερο αυτή τη γλώσσα.
Στη γειτονιά τα πράγματα ήσαν πιο ισότιμα, όλοι είχαν ένα καμάρι ή ένα ψεγάδι – όπως το έβλεπε ο καθένας. Ο ψιλικατζής ήταν Κρητικός, ο τσαγκάρης Πόντιος, η νοσοκόμα καμπούρα, ο μπακάλης ομοφυλόφιλος, ο φούρναρης Ηπειρώτης.
Ο φούρνος για μένα ήταν ένα κεντρικό και αποκαλυπτικό σημείο για την απροσδιόριστη απορία μου, όπως και η εκκλησία: ίσως γιατί και στα δύο συγκεντρώνονταν πολλές γριές. Οι γριές πρόδιναν όσα το αθηναϊκό ίματζ των οικογενειών προσπαθούσε να συγκαλύψει. Μιλούσαν ανοιχτά τις ντοπιολαλιές και τις «ξένες» γλώσσες τους –άσε που μερικές επέμεναν να φορούν και τις φορεσιές του χωριού– και τακιμιάζαν ανάλογα. Έχω την εντύπωση πως έδιναν και ραντεβού, γιατί κάθε μεσημέρι γυρνώντας απ’ το σχολειό έβλεπα έξω απ’ το φούρνο δυο μόνιμα πηγαδάκια, ένα κουβέντιαζε στα τούρκικα και ένα στ’ αρβανίτικα. Η γυναίκα του φούρναρη έφτιαχνε παραδοσιακές λιχουδιές για τα έθιμα των διαφόρων ομάδων, αντιγράφοντας ιδέες από τα ταψιά που πήγαιναν για ψήσιμο οι νοικοκυρές: κουλούρια, κουλούρες, πίτες, τσουρέκια, λαζαράκια, φανουρόπιτες. Ακόμη και κόλλυβα. Ήταν ένα εθνοτοπικό κέτεριγκ, το πρώτο που γνώρισα.
Η Πελοποννήσια ράφτρα, ειδικευμένη πλάι σε μια παλιά Μικρασιάτισσα, έραβε τις φορεσιές για το παιδικό χορευτικό συγκρότημα του προσφυγικού συλλόγου. Εμένα η μάνα μου –για άγνωστη αιτία– μου παράγγειλε φορεσιά για αγοράκι. Το δωμάτιο της μοδίστρας, όταν πήγα για την πρόβα, μύριζε υπέροχα από ατμούς σιδερώματος, σαπουνάκια και υφάσματα. Εγώ ήθελα να βάλω τα κλάματα και θα τα έβαζα σίγουρα αν δεν με είχε προλάβει εκείνη. Είχε ακούσει πάλι κάποια κακία για τον άντρα της, συνεργάτη, όπως όλοι έλεγαν, της αστυνομίας, με δράση καταδότη στην Κατοχή. Εκείνη όλο έκλαιγε, είχε δυο αδέρφια μακρονησιώτες και ποτέ δεν ταυτίστηκε με τον άντρα της.
Απ’ τη δυστυχία της το έριξε στη φολκλορική ραπτική. Πήρε σβάρνα τα σχολεία, τα φωτογραφεία με τις ενοικιαζόμενες στολές, τους νοσταλγούς εσωτερικούς μετανάστες και άφησε τη δημιουργικότητά της αχαλίνωτη. Αντέγραφε φωτογραφίες, καρτποστάλ, αυθεντικά κομμάτια από φορεσιές που ξέθαβε από μπαούλα, και επινοούσε απίστευτα σύνολα τα οποία πουλούσε ή νοίκιαζε για εθνικές γιορτές, παρελάσεις, γυμναστικές επιδείξεις κτλ. Αυτό της έφτιαχνε και το κέφι και αντί να κλαίει ράβοντας, τραγούδαγε. Εγώ, παρά τις απαγορεύσεις της μάνας, τρελαινόμουν να πηγαίνω και να της μαζεύω τις καρφίτσες από το πάτωμα με έναν μεγάλο μαγνήτη ή να κάνω ό,τι άλλο μου ζητούσε, φτάνει να την ακούω. Είχε μια υπέροχη φωνή, τραγουδούσε λαϊκά και δημοτικά που τα ήξερα κι από το ραδιόφωνο και μου άρεσαν. Και οι δύο της δραστηριότητες μου φαίνονταν υπέροχες προοπτικές για «όταν μεγαλώσω».
Ως η αγαπημένη της, βρέθηκα με μια πλούσια γκαρνταρόμπα από στολές: Την αγορίστικη του χορευτικού της «πατρίδας» –που απεχθανόμουν και που δεν μπορούσα άλλωστε να φορέσω πουθενά αλλού–, μια ωραία χλαμύδα με γαλάζιες κορδέλες για τις σχολικές γιορτές, στην οποία αλλάζαμε τις λοξές ταινίες που έγραφαν Βόρειος Ήπειρος ή Κύπρος ή Κρήτη ή Ελλάς, μια απροσδιόριστη, σαν καραγκούνας νύφης, για τις γυμναστικές επιδείξεις του δημοτικού, όπου, ως ψηλή, έσερνα βουρκωμένη τον δολοφονικό Μενούση, και –την καλύτερη– μια Αμαλία με κοντογούνι και αυθεντική πόρπη, για τις Απόκριες.
Για αντιπερισπασμό, οι γυναίκες της οικογένειάς μου, θεωρώντας ότι απειλούνται από την επίδραση της δακτυλοδεικτούμενης Πελοποννήσιας, την επόμενη Αποκριά εμφάνισαν την νυφιάτικη ολομέταξη φορεσιά μιας απρόβλεπτης προγιαγιάς, και με επανέφεραν σε πατριωτική τάξη.
Κάπου εκεί έληξε η πρώτη μου επαφή με τις παιδαγωγικές αυτές ψυχαγωγίες. Υποστήριξα τη διάθεσή μου και αρνήθηκα στο εξής να τραγουδήσω, να ντυθώ, να χορέψω. Στο μυαλό μου έμεινε η μνήμη ενός ανερμήνευτου διλήμματος, και στο σώμα μου η μνήμη μιας αφόρητης πίεσης για κάτι στο οποίο δεν μπορούσα να ανταποκριθώ. Παραδόθηκα στην αφωνία και την ακινησία. Μέχρι που ανακάλυψα το ροκεντρόλ. Χόρευα και το κορμί μου ήταν σαν να έβρισκε τα πραγματικά του όρια. Ήμουν μόνο εγώ, και αυτό ήθελα. Ο Έλβις με λύτρωσε από τον Μενούση και τους φίλους του.
Υποδύθηκα το άγριο αγοροκόριτσο, πήγαινα να παίζω μπάλα στα κοντινά γήπεδα –αργότερα συνειδητοποίησα το βάρος των ονομάτων τους: Νήαρ Ήστ, Εθνικός, Πανελλήνιος. Πρωταγωνιστούσα στα αυτοσχέδια πάρτι, έκανα σκασιαρχεία και τρελαινόμουν να απομακρύνομαι από τη γειτονιά και να γνωρίζω αγνώστους. Θεωρούσα πως έμοιαζα με όλα τα παιδιά κι αυτό με γέμιζε σιγουριά. Δεν ήθελα να μοιράζομαι τα μυστικά της οικογένειας, δεν ήθελα να καταλαβαίνω, δεν ήθελα να ξέρω.
Ένα δικό μου μυστικό είχα αλλά αυτό δεν το ήξερε κανείς από όσους με ενδιέφερε η έγκρισή τους: διάβαζα. Μια που μου άρεζε τη μέρα να αλωνίζω και να το παίζω ζαμανφού, διάβαζα κρυφά τη νύχτα, με καντήλια, με φακούς, με κεριά και σπαρματσέτα, την ώρα που υποτίθεται πως κοιμόμουν για να είμαι εντάξει στο σχολείο. Ευτυχώς ζούσα σε ένα σπίτι με πολλά και περίεργα βιβλία, ταξιδεμένα από μακριά όπως κι οι κάτοχοί τους. Με γοήτευαν αυτά που όπως λέμε μιλούσαν «για μακρινές χώρες και για άγνωστους πολιτισμούς» ή για ασυνήθιστες περίεργες καταστάσεις. Είχα βρει έναν τρόπο να δραπετεύω στο μακρόκοσμο, και το ευχαριστιόμουν πολύ. Τα τόπια και οι μπάλες μού ήσαν σχεδόν άχρηστα πια. Μεγάλωνα…
Το συνειδητοποίησα τη μέρα που είχα την πρώτη εμπειρία θανάτου. Ένα παιδί σαν και μένα, ένας συμμαθητής. Μια εμπειρία που δεν την είχα προβλέψει και που μέσω της απουσίας έθετε αμείλικτα πια την έννοια του τόπου – και της ανυπαρξίας. Τη βίωνα εκείνο το πρωί σαν είδηση παγωμένη και σκληρή και, θυμωμένη, έδιωξα τη μπάλα που κρατούσα. Αποχαιρετώντας μαζί της μια ηλικία που τέλειωσε, όπως ένιωθα μες στο μελοδραματισμό μου.
Τη μπάλα την έπιασε η Άννα, που δεν κατάλαβε, και μου την έφερε πίσω. Η Άννα ήταν η πρώτη γυφτοπούλα της ζωής μου. Έμενε στα Πετράλωνα, μάλλον η οικογένειά της ήταν από τις πρώτες που προσπάθησαν να «εγκατασταθούν» στην πόλη. Ήταν όπως κι εγώ 13 χρονών. Όμως δεν ήμασταν συνομήλικες. Έχοντας εκείνη πλήρη συνείδηση ότι ήταν αποκλεισμένη από το δικό μου κόσμο, για να με παρηγορήσει, με πήρε και με πήγε στη γειτονιά της.
Οι αυστηροί κανόνες κρυμμένοι κάτω από μια δήθεν ελευθεριότητα γίνονται ακόμη πιο σκληροί. Για την Άννα, που ήδη τους παραβίαζε αρνούμενη να μεγαλώσει και να παντρολογηθεί, αυτή η πρωτοβουλία ισοδυναμούσε με πρόκληση. Έτσι εγώ έμαθα τι θα πει γκατζό κι η Άννα έγινε πιο πεισματάρα. Ούτε θυμάμαι πώς, ούτε καλά καλά γιατί, περνούσαμε των παθών μας τον τάραχο για να συναντιόμαστε. Ζούσαμε κάτι σαν παράνομο έρωτα –και μάλλον ήταν–, ό,τι χρειαζόταν για την παθιασμένη εφηβεία μας. Και παρά την τάφρο που μας χώριζε γίναμε πραγματικά φίλες.
Η Άννα, έχοντας το χάρισμα της ράτσας της, έλεγε απίστευτες αναλήθειες, δηλαδή έφτιαχνε ωραία παραμύθια. Εγώ τη μυούσα στον κόσμο της ανάγνωσης και των βιβλίων κι εκείνη στον κόσμο των ψεμάτων και των ταξιδιών. Η Άννα δεν είχε τόπο και τον έφτιαχνε με τα παραμύθια της. Ή μάλλον, η Άννα, που ήταν μοιρασμένη σε πολλούς τόπους, έφτιαχνε με πολλές ιστορίες έναν τόπο και με καλούσε να τον μοιραστώ. Στον κοσμότοπο αυτόν ό,τι την πλήγωνε ήταν διορθωμένο: δεν ήταν φτωχή, δεν ήταν αναλφάβητη, δεν ήταν στιγματισμένη…. Μπήκα στο κόλπο. Ούτε στιγμή δεν διανοηθήκαμε να μην πιστέψει η μια την άλλη σ’ όποια τερατολογία κι αν επινοούσαμε. Διορθώσαμε και φτιάξαμε εφηβικά ξανά τον κόσμο. Έμαθα ότι ο κόσμος είναι οι ιστορίες που λέμε γι’ αυτόν, για μας μέσα σ’ αυτόν. Συμφιλιώθηκα –πολύ αργότερα, μάλλον– με την εποχή που με τάραζε. Κατάλαβα ότι αυτό που με πείραζε ήταν πως γύρω μου όλοι έλεγαν, ή εγώ νόμιζα πως άκουγα, μια διαφορετική ιστορία για τον ίδιο κόσμο. Και εγώ σάστιζα και θύμωνα, όπως τα μικρά παιδιά όταν τους αλλάζεις έστω και μια λέξη στο βραδινό παραμύθι.
Η Άννα μ’ έμαθε να αγαπώ τα ψέματα, δηλαδή ν’ αγαπώ ν’ ακούω αφηγήσεις, να αγαπώ να ταξιδεύω σε τόπους κυνηγώντας ιστορίες, να βρίσκω τους τόπους μέσα από τις ιστορίες των άλλων και να φτιάχνω τις δικές μου. Ακόμα πληρώνω. Όμως ξέρω, τώρα πια που έγινα πλάνητας της πλάνης, δηλαδή της ουτοπίας, ότι οι δύο έννοιες της λέξης «πλανιέμαι» είναι στην πραγματικότητα ταυτόσημες… Η Άννα μ’ έμαθε πολλά από αυτά που θα με μάθαινε αργότερα η ανθρωπολογία: όπως ότι είμαι πάντα μέρος αυτού που μελετώ, κι αν θέλω να μάθω, δεν μπορώ να έχω εξωτερική, αντικειμενική οπτική, παρά μόνο δυνατότητα συμμετοχής, δηλαδή ανακατασκευής του κόσμου. Ότι για κάθε μικρό τόπο αυτού του κόσμου, το σώμα μου και ο λόγος μου θα δίνουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες στη γνώση. Λέγοντας χωρίς λόγια αυτό που γράφει ο ποιητής: «Εγώ είμαι ο τόπος σου. Ίσως να μην είμαι κανείς αλλά μπορεί να γίνω αυτό που θέλεις».
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε ως Επίμετρο στον τόμο «Μειονοτικές και Μεταναστευτικές εμπειρίες. Βιώνοντας την “κουλτούρα του κράτους”», επιμ. Φωτεινή Τσιμπιρίδου, Κριτική, Αθήνα 2009, 311-318. Μετά από τόσα χρόνια, θέλω να ευχαριστήσω θερμά τον Σταύρο Σπυρέλλη που, με την πολύτιμη μεσολάβηση της Ρωξάνης Καυταντζόγλου, αποφάσισε να το περιλάβει στο Athens Social Athens, την ίδια την Ρωξάνη Καυταντζόγλου και την Νάνση Βεκιαρέλη για τις παρατηρήσεις και την βοήθεια στην μετάφραση των κειμένων, καθώς και τον αδελφό μου Σταύρο Τερζόπουλο, που μαζί ανακαλέσαμε λεπτομέρειες από το Παγκράτι των παιδικών μας χρόνων.
[1] Είναι -ή μάλλον ήταν- ο παλιότερος κινηματογράφος της Αθήνας. Πρωτοάνοιξε το 1925 και ανακατασκευάστηκε το 1935 σε στυλ art deco από τον αρχιτέκτονα του μεσοπολέμου Βασίλη Κασσάνδρα (τον ίδιο που σχεδίασε το Ρεξ στην Πανεπιστημίου και το κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού). Το θερινό Πάλας στην ταράτσα είχε κηρυχθεί διατηρητέο ως προς τη χρήση από το ΥΠΕΧΩΔΕ το 1997, δυστυχώς όμως όχι ολόκληρο το κτίριο ώστε να σωθεί. Μετά τον θάνατο του Ματθαίου Πόταγα, τελευταίου εραστή του σινεμά από τα μέλη της οικογένειας των ιδρυτών, το κτήριο πουλήθηκε σε πολυεθνική και θα αλλάξει χρήση. Το κράτος πάλι δεν μπόρεσε να κάνει κάτι.
[2] Αρχικά, η περιοχή λεγόταν «Προσφυγικός Συνοικισμός Παγκρατίου», το 1924 μετονομάστηκε σε «Συνοικισμό Βύρωνος» μέχρι το 1934 που έγινε αυτοτελής δήμος. Πήρε το όνομα του Άγγλου ποιητή και φιλέλληνα το 1924, στα εκατό χρόνια από τον θάνατο του στο Μεσολόγγι (1824). Σ’ αυτό συνέβαλε η «φιλοπροσφυγική δράσις του ποιητού», όπως αναγράφεται, ως αιτιολογία για τη συγκεκριμένη μετονομασία, στην αναμνηστική πλάκα που τοποθετήθηκε δίπλα στον ανδριάντα του Βύρωνα τον Απρίλιο του 1923.
[3] Στις 16 Νοεμβρίου 1953, ο τότε υπουργός Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνος Καραμανλής ξήλωσε τις ράγες του τραμ στα Χαυτεία, με αποτέλεσμα σε μια νύχτα να καταργηθούν οι γραμμές προς Κυψέλη, Παγκράτι και Αμπελόκηπους. Το 2 Κυψέλη-Παγκράτι περιορίζεται σε Ακαδημία-Παγκράτι έως τον Αύγουστο του 1954 οπότε και αντικαθίσταται από το τρόλεϊ 12 Κολιάτσου-Παγκράτι. Το τέλος του παλαιού τραμ ήρθε τα μεσάνυχτα της 15ης Οκτωβρίου 1960 με την οριστική κατάργησή του. Πολλές γραμμές αντικαταστάθηκαν με τρόλεϊ, ενώ οι ράγες αφαιρέθηκαν από το οδόστρωμα είτε καλύφθηκαν με νέα στρώματα ασφάλτου. [Από Βικιπαίδεια, Τραμ Αθήνας (1882–1977)].
[4]: βλ. Βλ. Νίκος Μαγουλιώτης, Ανάμεσα στο Ποτάμι και στο Δρόμο: Ο Οικισμός του Ιλισού. Δ.Π.Μ.Σ. Σχεδιασμός, Χώρος, Πολιτισμός. (2013-14). Η Ανάλυση του Γραπτού και του Σχεδιασμένου Αρχιτεκτονικού Λόγου: Ο Δρόμος και το Ποτάμι – Ο Ποταμός Ιλισσός και η Λεωφόρος Συγγρού. http://oldwww.arch.ntua.gr/sites/default/files/project/5660_/2014_magoyliotis_-_oikismos_ilisoy_l.pdf Δ. Φιλιππίδης, «Ο αυτόνομος συνοικισμός του Ιλισσού στην Αθήνα» στον τόμο Οικισμοί στην Ελλάδα : Shelter in Greece / επιμέλεια Ορέστη Β. Δουμάνη και Paul Oliver – edited by Orestis B. Doumanis and Paul Oliver . https://opac.michelisfoundation.gr/bib/6277
[5] Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από την ιστοσελιδα flix.gr https://flix.gr/news/palas-pagrati-rumors.html
Τερζοπουλου, Μ. (2024), Το Παγκράτι της δεκαετίας του 1950: Ο Έλβις Πρίσλεϊ και η Άννα από τα Πετράλωνα, οι τόποι και το τόπι μου, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/το-παγκράτι-του-50/ , DOI: 10.17902/20971.121
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η κοινωνική καινοτομία κατέχει κομβικό ρόλο σε επίκαιρες μελέτες γύρω από την εύρεση λύσεων σε προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες πόλεις. Συναφείς μελέτες εντοπίζουν την σχέση αναδυόμενων μορφών κοινωνικής καινοτομίας με το πεδίο της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας και τον σημαντικό ρόλο της κοινωνικής καινοτομίας στην τοπική ανάπτυξη, μέσω της αξιοποίησης τοπικών υλικών και άυλων πόρων. Σε αυτές τις προσεγγίσεις, η κοινωνική καινοτομία σηματοδοτεί ευρύτερους μετασχηματισμούς κοινωνικοοικονομικών πρακτικών και σχέσεων, οι οποίες απαντούν σε μορφές αποκλεισμού και ανισοτήτων στις πόλεις, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στον εκδημοκρατισμό της αστικής διακυβέρνησης. Πρόσφατα και στην Ελλάδα μια σειρά από θεσμικές πρωτοβουλίες υποδηλώνουν την απήχηση της κοινωνικής καινοτομίας ως προς τις δυνατότητες που παρουσιάζει στην προώθηση βιώσιμων λύσεων στην τοπική ανάπτυξη. Το λήμμα συμβάλλει στην συζήτηση γύρω από τις προοπτικές της κοινωνικής καινοτομίας να απαντήσει σε καίριες κοινωνικές ανάγκες και προκλήσεις στην πόλη της Αθήνας [1]. Μέσα από πρωτογενή εμπειρική έρευνα με φορείς κοινωνικής οικονομίας, καθώς και άτυπες ομάδες της κοινωνίας των πολιτών στην ευρύτερη Αθήνα, συνεισφέρει σε επίκαιρα ερωτήματα γύρω από την βιώσιμη αστική ανάπτυξη, εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά κοινωνικά καινοτόμων πρακτικών που εντοπίζονται σε δραστηριότητες γύρω από την τροφή, την ενέργεια και το περιβάλλον, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό κ.ά. Παράλληλα με τις προοπτικές που συνδέονται με την ανάπτυξη κοινωνικής καινοτομίας, η συζήτηση επικεντρώνεται και στις προκλήσεις που συναντά η κοινωνική καινοτομία να εδραιωθεί σε παραδείγματα αστικών πολιτικών.
Η κοινωνική καινοτομία κατέχει κομβικό ρόλο σε επίκαιρες συζητήσεις γύρω από την εύρεση λύσεων σε προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες πόλεις (BEPA, 2014). Συναφείς μελέτες εντοπίζουν την άρρηκτη σχέση αναδυόμενων μορφών κοινωνικής καινοτομίας με το πεδίο της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας (ΚΑΛΟ) και τον σημαντικό ρόλο της κοινωνικής καινοτομίας στην αστική ανάπτυξη, μέσω της αξιοποίησης τοπικών υλικών και άυλων πόρων, γνώσης και ανθρώπινου κεφαλαίου (Moulaert et al., 2010). Σε αυτές τις προσεγγίσεις, η κοινωνική καινοτομία σηματοδοτεί ευρύτερους μετασχηματισμούς κοινωνικοοικονομικών πρακτικών και σχέσεων, οι οποίες απαντούν σε μορφές αποκλεισμού και ανισοτήτων στις πόλεις, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στον εκδημοκρατισμό της αστικής διακυβέρνησης (Arampatzi, 2022). Πρόσφατα και στην Ελλάδα, μια σειρά από θεσμικές πρωτοβουλίες υποδηλώνουν την απήχηση της ΚΑΛΟ και της κοινωνικής καινοτομίας ως προς τις δυνατότητες που παρουσιάζουν στην προώθηση βιώσιμων λύσεων στην τοπική ανάπτυξη, όπως το «Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνική Οικονομία και την Κοινωνική Καινοτομία» του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης [2], καθώς και σχετικές πρωτοβουλίες συνεργειών της τοπικής αυτοδιοίκησης με φορείς ΚΑΛΟ και τις τοπικές κοινωνίες.
Κύριο στόχο του λήμματος αποτελεί η συμβολή στην αναδυόμενη συζήτηση γύρω από τις προοπτικές της κοινωνικής καινοτομίας να απαντήσει σε καίριες κοινωνικές ανάγκες και προκλήσεις στην πόλη της Αθήνας. Μέσα από πρωτογενή εμπειρική έρευνα [3] με φορείς της ΚΑΛΟ, καθώς και άτυπα εγχειρήματα της κοινωνίας των πολιτών στην ευρύτερη Αθήνα, εξετάζουμε τα χαρακτηριστικά και την στόχευση των φορέων και εγχειρημάτων, τα οποία συμβάλλουν σε κοινωνικά καινοτόμες πρακτικές σε μια σειρά από τομείς δραστηριότητας γύρω από την τροφή, την ενέργεια και το περιβάλλον, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό κ.ά. Παράλληλα, η συζήτηση σκιαγραφεί τις καίριες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν κοινωνικά καινοτόμες πρακτικές να εδραιωθούν σε παραδείγματα αστικής ανάπτυξης.
Η κοινωνική καινοτομία εννοιολογείται ως «ένας συνδυασμός διαδικασιών και πρακτικών που αποσκοπούν στην ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών που δεν καλύπτονται -ή δεν καλύπτονται επαρκώς- από την αγορά ή τον δημόσιο τομέα» (Galego et al., 2021: 4). Δίνοντας έμφαση στο μετασχηματιστικό τους δυναμικό «από τα κάτω», η βιβλιογραφία εντοπίζει κοινωνικά καινοτόμες διαδικασίες και πρακτικές σε φορείς και δικτυώσεις φορέων της ΚΑΛΟ, σε συλλογικές πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών, εγχειρήματα βάσης και τις «οικονομίες κοινότητας», π.χ. μη αγοραίων συναλλαγών και άτυπων οικονομικών δικτύων, οι οποίες στοχεύουν στην κοινωνική, περιβαλλοντική και οικονομική βιωσιμότητα των πόλεων (Gibson-Graham and Roelvink, 2009; Gritzas and Kavoulakos, 2015; Amanatidou et al., 2021). Ακολούθως, η κοινωνική καινοτομία αναπτύσσεται αξιοποιώντας δημιουργικά τοπικούς πόρους και γνώση και αποκτά τρία βασικά χαρακτηριστικά, στα οποία εντοπίζουμε καίριες χωρικές διαστάσεις: (i) την συλλογική δράση που στοχεύει να απαντήσει σε διάφορες μορφές αποκλεισμού και ανισοτήτων που εμφανίζονται στον αστικό χώρο, όπως φτώχεια, δεξιότητες, συμμετοχή στην λήψη αποφάσεων κ.ά. (ii) τον μετασχηματισμό υφιστάμενων κοινωνικοοικονομικών πρακτικών και την ενδυνάμωση ευάλωτων πληθυσμών, διαμέσου της διαμόρφωσης νέων συλλογικών ταυτοτήτων, οργανωτικών ικανοτήτων των υποκειμένων, και μοντέλων λειτουργίας και εσωτερικής διακυβέρνησης, και (iii) την συμβολή στον εκδημοκρατισμό μορφών αστικής πολιτικής και διακυβέρνησης των πόλεων (Moulaert et al., 2010; Galego et al., 2021).
Στο πλαίσιο αλλεπάλληλων κρισιακών συνθηκών κατά την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα, όπως η οικονομική λιτότητα και οι επιπτώσεις της στην υποβάθμιση του αστικού χώρου και των δημοσίων υποδομών, καθώς και η επιδεινούμενη περιβαλλοντική κρίση, η ανάπτυξη σειράς πρακτικών από φορείς ΚΑΛΟ και της κοινωνίας των πολιτών στόχευσε στο να προσφέρει κοινωνικά καινοτόμες απαντήσεις σε επίκαιρες κοινωνικές ανάγκες, εισάγοντας τις αρχές της αμοιβαιότητας, της αλληλεγγύης και της βιώσιμης ανάπτυξης σε νέες μορφές κοινωνικοοικονομικής δραστηριότητας (Arampatzi, 2022). Ενδεικτικά, αυτή η δραστηριότητα στην μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας εντοπίζεται σε φορείς και εγχειρήματα γύρω από την τροφή και τον επισιτισμό, την ενέργεια και το περιβάλλον, την εκπαίδευση, την υγεία και τον πολιτισμό, νέα ψηφιακά μέσα και συμβουλευτικές υπηρεσίες, την παροχή στέγης, και άλλες υπηρεσίες (Χάρτης 1).
Πηγή: Έρευνα δευτερογενών στοιχείων
Οι συγκεντρώσεις αυτής της δραστηριότητας, με βάση την χαρτογράφηση που διενεργήθηκε, εντοπίζονται στον κεντρικό Δήμο Αθηναίων, καθώς και σε όμορους δήμους (Χάρτης 2). Παράλληλα με τους φορείς ΚΑΛΟ, εντοπίζονται και μια σειρά πρωτοβουλιών και ομάδων της κοινωνίας των πολιτών, οι οποίες αναπτύσσουν άτυπη κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα και εντάσσονται στο πεδίο της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, όπως δίκτυα και πρωτοβουλίες άτυπων συναλλαγών, τράπεζες χρόνου, αλληλέγγυα μαθήματα κ.α (Χάρτης 3).
Πηγή: Έρευνα δευτερογενών στοιχείων
Πηγή: Έρευνα δευτερογενών στοιχείων
Εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά και την λειτουργία των φορέων και εγχειρημάτων της ΚΑΛΟ που δραστηριοποιούνται στον αστικό χώρο της Αθήνας, εντοπίζουμε κοινωνικά καινοτόμες πρακτικές σε μια σειρά από τομείς δραστηριότητας και συνέργειες ή δικτυώσεις που αναπτύσσουν (Γράφημα 1). Αυτές στοχεύουν να απαντήσουν σε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών αναγκών, οι οποίες άπτονται της βιώσιμης ανάπτυξης, της διατροφικής ασφάλειας, της χρηστής διαχείρισης φυσικών πόρων, της καταπολέμησης της κλιματικής κρίσης και των ανισοτήτων, της πρόσβασης σε ποιοτική και προσιτή στέγη κ.α. Επίσης, ένα μεγάλο εύρος δραστηριοτήτων καλύπτει ανάγκες υπηρεσιών, κατά βάσει τριτογενούς τομέα, και πολύ λιγότερο δευτερογενούς ή πρωτογενούς, στους οποίος και παρουσιάζεται σημαντικό έλλειμμα δραστηριότητας.
Πηγή: Έρευνα πεδίου
Η πλειοψηφία των φορέων που κατέχουν νομική οντότητα δραστηριοποιείται με βάση τις μορφές της κοινωνικής συνεταιριστικής επιχείρησης (ΚΟΙΝ.Σ.ΕΠ.) και της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας (Α.Μ.Κ.Ε.). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το μέγεθος του ανθρώπινου δυναμικού των φορέων και εγχειρημάτων ΚΑΛΟ, το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις κυμαίνεται μεταξύ 1- 25 μελών (Γράφημα 2), ακολουθώντας το μέσο όρο της Ελληνικής επικράτειας που αφορά στις μικρές επιχειρήσεις, αλλά και αντίστοιχα, ομάδες πολιτών που οργανώνονται σε επίπεδο γειτονιάς. Ταυτόχρονα, το χρονικό διάστημα ίδρυσης και λειτουργίας τους ως επί το πλείστον εντοπίζεται μεταξύ 2-10 ετών, ωστόσο η αυξητική τάση της σχετικής δραστηριότητας που παρατηρείται κατά την τελευταία δεκαετία, φαίνεται να μειώνεται κατά την τελευταία πενταετία (Γράφημα 3).
Πηγή: Έρευνα πεδίου
Πηγή: Έρευνα πεδίου
Αναφορικά με το μοντέλο λειτουργίας και λήψης αποφάσεων, η πλειοψηφία των φορέων και εγχειρημάτων υιοθετεί το συμμετοχικό μοντέλο, δηλαδή οι αποφάσεις είναι προϊόν συναίνεσης ή ψηφοφορίας μεταξύ όλων των μελών, κάτι που υπογραμμίζει την δημοκρατική λειτουργία και, κατά προέκταση, εσωτερική διακυβέρνηση τους (Γράφημα 4). Επιπλέον, παρατηρείται πλουραλισμός στα μοντέλα κατανομής εργασιών, διοίκησης και οργάνωσης των φορέων, τα οποία εναλλάσσονται ανά περίπτωση, υποδηλώνοντας ανάπτυξη τεχνογνωσίας και εξειδίκευσης σε καθορισμένους ρόλους, αλλά και διαμοιρασμό αυτών (Γράφημα 5).
Πηγή: Έρευνα πεδίου
Πηγή: Έρευνα πεδίου
Μπορούμε επίσης να παρατηρήσουμε τάσεις ανάπτυξης συνεργασιών και δικτυώσεων, κατά προτεραιότητα μεταξύ φορέων ΚΑΛΟ, δηλαδή χωρίς κάποια θεσμικού τύπου διαμεσολάβηση, καθώς και με κρατικούς και μη κρατικούς φορείς (όπως ιδιωτικές εταιρίες, ιδρύματα κ.α) (Γράφημα 6). Τα χαρακτηριστικά των συνεργασιών και δικτυώσεων ποικίλλουν, καθώς οι φορείς αναπτύσσουν αντίστοιχη δραστηριότητα ανάλογα με τον τομέα που ανήκουν, αλλά και συνέργειες με άλλους τομείς δραστηριότητας, κάτι το οποίο, κατά την σχετική βιβλιογραφία, δυνάμει δημιουργεί συνθήκες για παραγωγή κοινωνικής καινοτομίας (όπως για παράδειγμα σε περιπτώσεις διατομεακής δραστηριότητας). Έτσι, με βάση τη διάγνωση αναγκών τους, αναπτύσσουν αντίστοιχα συνέργειες ή δικτυώσεις, ώστε να προωθήσουν υπηρεσίες, αγαθά, ενδιαφέροντα και διάχυση τεχνογνωσίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ωστόσο, παρουσιάζει το γεγονός ότι, ενώ αναγνωρίζεται η δικτύωση και οι συνεργασίες ως ζητούμενο και συστατικό στοιχείο της βιωσιμότητας των φορέων, ο βαθμός ωρίμανσης που επιτυγχάνουν σε αυτές αξιολογείται ως σχετικά χαμηλός, ως προς τους στόχους που θέτουν οι ίδιοι οι φορείς και τα αποτελέσματα αυτών (όπως η διασφάλιση θέσεων εργασίας ή/και δημιουργία νέων, η δημιουργία οικονομικού αποθέματος, ή η επανεπένδυση κέρδους σε αντίστοιχες ή άλλες δραστηριότητες της δικτύωσης ).
Πηγή: Έρευνα πεδίου
Συστατικό της εσωτερικής λειτουργίας τους καθώς και των συνεργειών που κατά καιρούς αναπτύσσουν φορείς και εγχειρήματα αποτελεί και η διαδικασία ανάπτυξης συλλογικών ταυτοτήτων, νέων υποκειμένων και νοηματοδοτήσεων γύρω από κοινωνικά καινοτόμες πρακτικές. Συγκεκριμένα, οι φορείς ΚΑΛΟ εννοιολογούν την δραστηριότητα τους, και κατά προέκταση την κοινωνική καινοτομία, δίνοντας έμφαση και προτεραιότητα στο κοινωνικό όφελος και αντίκτυπό της στην εύρεση λύσεων σε επίκαιρες κοινωνικές ανάγκες. Συγκεκριμένα, η προσέγγιση τους τονίζει την κοινωνική χρησιμότητα, τις νέες σχέσεις και πρακτικές που δημιουργούνται και την μετασχηματιστική επίδραση αυτών σε υφιστάμενα παραδείγματα (π.χ. εργασίας, παραγωγής, κατανάλωσης, περιβάλλοντος κ.α.), με στόχο την καταπολέμηση των ανισοτήτων και την κοινωνική ευημερία (Γράφημα 7).
Πηγή: Έρευνα πεδίου
Σε αυτές τις νοηματοδοτήσεις κυριαρχεί η αντίληψη της κοινωνικής καινοτομίας ως σχέση και πρακτική κατά προτεραιότητα και, έπειτα, ως προϊόν ή τεχνολογική εφεύρεση. Δίνεται, δηλαδή, έμφαση στο δυνάμει μετασχηματιστικό αποτύπωμα για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, διαμέσου της ανάπτυξης κοινωνικού αντίκτυπου των φορέων και, κατά προέκταση, ένας αναβαθμισμένος ρόλος για την κοινωνία σε αυτήν την δραστηριότητα. Αναφορικά με τις μετασχηματιστικές προοπτικές της κοινωνικής καινοτομίας, παρατηρούμε ενδεικτικά νέες δραστηριότητες και παραδείγματα, όπως η ιδιοπαραγωγή και κατανάλωση ενέργειας μέσα από ενεργειακές κοινότητες, η εκπαίδευση γύρω από ζητήματα περιβάλλοντος και η διάχυση τεχνογνωσίας σε περιπτώσεις ανακύκλωσης στην πηγή ή διαχείρισης εναλλακτικών καυσίμων, η προώθηση βιώσιμων αγροτροφικών συστημάτων παραγωγής και κατανάλωσης, δημοκρατικά μοντέλα οργάνωσης και λειτουργίας, χρηματοδοτικά προγράμματα και νέα θεσμικά εργαλεία, και πρωτοβουλίες συμμετοχικού σχεδιασμού .
Παρόλ’αυτά, στην παρούσα συνθήκη, παρατηρείται ένα μικρής κλίμακας αποτύπωμα, που αφορά σε μεγάλο βαθμό στην εσωτερική λειτουργία των φορέων και εγχειρημάτων, αλλά και σε τοπικές κοινότητες. Ως εκ τούτου, παρατηρείται ανάπτυξη εξειδικευμένης (niche) καινοτόμας δραστηριότητας, καθώς και μικρός βαθμός διάχυσης καινοτόμων πρακτικών σε ευρύτερη κοινωνικο-χωρική κλίμακα, κάτι που έρχεται σε αντίστιξη με το εύρος των αναγκών που αυτές στοχεύουν να επιλύσουν.
Αναφορικά με την ανάπτυξη κοινωνικά καινοτόμων πρακτικών με στόχο την βιώσιμη αστική ανάπτυξη και την συμβολή της κοινωνικής καινοτομίας σε στοχευμένες αστικές πολιτικές, διαφαίνεται, έστω σε πρώιμο στάδιο, η προοπτική που διανοίγεται ως προς πιο δημοκρατικές μορφές διακυβέρνησης. Αυτή η προοπτική δοκιμάζεται σε τρέχουσες πρωτοβουλίες συγκρότησης συνεργειών μεταξύ φορέων ΚΑΛΟ (όπως κοινωνικών επιχειρήσεων και συνεταιρισμών) με φορείς και υπηρεσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και μέσα από την ενεργό συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών σε δράσεις και δραστηριότητες διαβούλευσης και συμμετοχικού σχεδιασμού, συμπεριλαμβανομένων Ευρωπαϊκών προγραμμάτων χρηματοδότησης [4].
Αναγνωρίζοντας τον καθοριστικό ρόλο που μπορούν να παίξουν οι φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης σε αυτές τις διαδικασίες, παρατηρούμε, ωστόσο, σημαντικές προκλήσεις και εμπόδια στην περαιτέρω ανάπτυξη κοινωνικά καινοτόμων πρακτικών, που εκπορεύονται, ως επί το πλείστον, από μη επαρκή και μη αποτελεσματικά υφιστάμενα θεσμικά πλαίσια και εργαλεία πολιτικής. Για παράδειγμα, καίριες προκλήσεις αποτελούν τα όρια των διοικητικών αρμοδιοτήτων φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης, η πεπερασμένη χρονική διάρκεια χρηματοδοτικών προγραμμάτων και το εύρος των τοπικών πρωτοβουλιών, η μη σταθερή ή ελλειμματική λειτουργία των διαβουλευτικών σχημάτων και χώρων συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών στην χάραξη αστικών πολιτικών, αλλά και η έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού για την ανάπτυξη κοινωνικής καινοτομίας. Ως αποτέλεσμα, παρατηρείται σημαντικά χαμηλός βαθμός διάχυσης και μεταφοράς τεχνογνωσίας σε άλλα επίπεδα διακυβέρνησης και τομείς δραστηριότητας, χαμηλός βαθμός ωρίμανσης κοινωνικά καινοτόμων πρακτικών και κοινωνικού αντικτύπου και, εν τέλει, κρίσιμα εμπόδια στην ανάπτυξη ευρύτερων παραδειγμάτων και νέων θεσμικών εργαλείων αστικής πολιτικής.
Συνοψίζοντας, οι δυνατότητες και οι προοπτικές που παρουσιάζει η κοινωνική καινοτομία ως προς την συμβολή της σε κρίσιμα ζητήματα αστικής βιώσιμης ανάπτυξης, εντοπίζονται στην δραστηριότητα φορέων ΚΑΛΟ και ομάδων της κοινωνίας των πολιτών, σε δικτυώσεις και συνέργειες που προωθούνται διατομεακά, καθώς και με φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης σε παραδείγματα συμμετοχής τέτοιων φορέων και ομάδας σε δράσεις και πρωτοβουλίες που συμπεριλαμβάνουν και απευθύνονται στις τοπικές κοινωνίες. Ωστόσο υπογραμμίζεται η ανάγκη αυτή η δραστηριότητα να ενισχυθεί περαιτέρω, μέσα από πρωτοβουλίες για την αναβάθμιση των υφιστάμενων και την δημιουργία νέων, σταθερών χώρων διαβούλευσης και ενεργού συμμετοχής φορέων ΚΑΛΟ και της κοινωνίας των πολιτών σε ζητήματα που άπτονται του αστικού χώρου, με στόχο την λειτουργική διάχυση κοινωνικά καινοτόμων πρακτικών μεταξύ διαφορετικών χωρικών ενοτήτων και επιπέδων διακυβέρνησης. Επιπροσθέτως, κρίσιμη κρίνεται η θέσμιση νέων εργαλείων πολιτικής, τα οποία θα εφορμούν από τη διάγνωση αναγκών σε τοπικό επίπεδο, χαρτογραφώντας τις προϋποθέσεις, τις δυνατότητες αλλά και τις προκλήσεις για την ανάπτυξη τέτοιας δραστηριότητας, και θα διασφαλίζουν την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της κοινωνικής καινοτομίας μέσα από την εδραίωση δικτυώσεων με τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, καθώς και με εκπαιδευτικούς φορείς. Τέλος, σημαντική συμβολή στα παραπάνω αποτελεί και η δημιουργία ευνοϊκότερου νομοθετικού και χρηματοδοτικού πλαισίου σε κεντρικό επίπεδο, σε μια κατεύθυνση ενεργητικής υποστήριξης συνεργειών σε τομεακό επίπεδο μεταξύ των φορέων ΚΑΛΟ, της τοπικής αυτοδιοίκησης και της κοινωνίας των πολιτών.
[1] Ευχαριστίες: Το ερευνητικό έργο υποστηρίχτηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.) στο πλαίσιο της Δράσης «3η Προκήρυξη ερευνητικών έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτορικών Ερευνητών/τριών» (Αριθμός Έργου:7096)
[2] ypergasias.gov.gr/apascholisi/ethniko-schedio-drasis-gia-tin-koinoniki-oikonomia-kai-tin-koinoniki-kainotomia
[3] Η έρευνα εκπονήθηκε στα πλαίσια του έργου «Κοινωνική καινοτομία για την αστική ανάπτυξη: οι πόλεις της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης σε μια συγκριτική προσέγγιση (INNOVATur)», στο Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης, του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μεθοδολογικά, η έρευνα χρησιμοποίησε χαρτογράφηση των φορέων ΚΑΛΟ και εγχειρημάτων της κοινωνίας των πολιτών εστιάζοντας στους τομείς της τροφής και του επισιτισμού, την ενέργεια και το περιβάλλον, την εκπαίδευση, την υγεία και τον πολιτισμό, νέα ψηφιακά μέσα και συμβουλευτικές υπηρεσίες, την παροχή στέγης, και άλλες υπηρεσίες. Η χαρτογράφηση συμπεριέλαβε συνολικά 622 φορείς ΚΑΛΟ (σε συνολικό πληθυσμό 676 στους ως άνω τομείς δραστηριότητας, βάσει του μητρώου Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας του Ελληνικού Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων) και 69 άτυπα εγχειρήματα της κοινωνίας των πολιτών (ο συνολικός πληθυσμός τους δεν καταγράφεται επίσημα). Οι χάρτες που παρατίθενται αποτελούν προϊόν επιτραπέζιας έρευνας πεδίου και επεξεργασίας από την ερευνητική ομάδα, με χρήση των ακόλουθων πηγών στο διαδίκτυο, οι οποίες είναι δημόσια διαθέσιμες και ελεύθερα προσβάσιμες: γεωχωρικά δεδομένα (geodata.gov.gr), μητρώο Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας του Ελληνικού Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (kalo.yeka.gr), διαδικτυακοί ιστότοποι Solidarity4all.gr και Enallaktikos.gr, διαδικτυακοί ιστότοποι και μέσα κοινωνικής δικτύωσης φορέων ΚΑΛΟ και άτυπων ομάδων, Απογραφή Πληθυσμού 2021 ΕΛ.ΣΤΑΤ (www.statistics.gr/2021-census-res-pop-results). Επίσης, η έρευνα χρησιμοποίησε ένα διαδικτυακό ερωτηματολόγιο, με ποιοτικές και ποσοτικές ερωτήσεις προς συμμετέχοντες/ουσες από φορείς ΚΑΛΟ και άτυπα εγχειρήματα της κοινωνίας των πολιτών εστιάζοντας στους τομείς της τροφής και του επισιτισμού, την ενέργεια και το περιβάλλον, την εκπαίδευση, την υγεία και τον πολιτισμό, νέα ψηφιακά μέσα και συμβουλευτικές υπηρεσίες, την παροχή στέγης, και άλλες υπηρεσίες. Οι θεματικές που κάλυψε το ερωτηματολόγιο συνοπτικά αφορούσαν στα χαρακτηριστικά των φορέων και εγχειρημάτων (νομική μορφή, τομέας δραστηριότητας, μέγεθος ανθρώπινου δυναμικού, χρονικό διάστημα λειτουργίας, μοντέλο λήψης αποφάσεων, κατανομή εργασιών), τις συνεργασίες με άλλους φορείς και αξιολόγηση τους, ποιοτικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής καινοτομίας και ανάγκες στις οποίες ανταποκρίνεται, αξιολόγηση σχετικών πολιτικών και, τέλος, δημογραφικά στοιχεία των συμμετεχόντων/ουσών. Ελήφθησαν συνολικά 36 απαντήσεις, 29 από φορείς ΚΑΛΟ και 7 από εγχειρήματα της κοινωνίας των πολιτών (σύνολο στοχευμένου πληθυσμού στους ως άνω τομείς δραστηριότητας 253, εκ των οποίων 201 φορείς ΚΑΛΟ και 52 άτυπα εγχειρήματα της κοινωνίας των πολιτών). Τέλος, διενεργήθηκαν 25 ημι-δομημένες εις βάθος συνεντεύξεις με φορείς ΚΑΛΟ, εγχειρήματα της κοινωνίας των πολιτών, σύμβουλους πολιτικής και εκπροσώπους φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης που δραστηριοποιούνται στην μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας.
[4] Πρόσφατα «καλά» παραδείγματα συνεργειών μεταξύ δημοτικών αρχών, φορεών ΚΑΛΟ και ομάδων της κοινωνίας των πολιτών αποτελούν η Δημοτική Αγορά της Κυψέλης (agorakypselis.gr ) και το InnovAthens (innovathens.gr) στο Δήμο Αθηναίων, καθώς και το Αδριάνειο Υδραγωγείο (culturalhidrant.eu) στον Δήμο Χαλανδρίου.
Αραμπατζή, Α., Ηλιοπούλου Ε., Ναλμπάντης, Σ., Τζέκου Ε.,Ε. (2024), Κοινωνική καινοτομία και αστική ανάπτυξη: ανιχνεύοντας προοπτικές και προκλήσεις στην Αθήνα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κοινωνική-καινοτομία-και-αστική-ανάπ/ , DOI: 10.17902/20971.122
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Στο κείμενο αυτό εστιάζουμε στους καθημερινούς τόπους των παιδιών και τη σημασία τους στη Μελέτη της πόλης. Η διερεύνηση μας συγκροτείται από την οπτική της χωροκοινωνικής διαλεκτικής και της σχεσιακής δομής κάθε τόπου – από το σώμα, την καρέκλα και το θρανίο, έως το επίπεδο της γειτονιάς, της πόλης και παραπέρα. Υιοθετώντας μια διεπιστημονική ματιά, η προσέγγισή μας συνομιλεί τόσο με τις Γεωγραφίες των παιδιών, όσο και με την Κριτική παιδαγωγική, τη Νέα κοινωνιολογία της παιδικής ηλικίας, και το πεδίο της Κριτικής χαρτογραφίας. Στο κείμενο επιχειρούμε έτσι να στοιχειοθετήσουμε μια οπτική διερεύνησης των τόπων στους οποίους ζουν και δρουν τα παιδιά, μέσα από τις ματιές και τις ενσώματες πρακτικές τους. Στόχος μας είναι να αναδείξουμε ότι η ορατότητα των παιδιών στον ερευνητικό και εκπαιδευτικό χώρο είναι μια διεργασία κριτικής αμφισβήτησης αυτού που προβάλλεται ως δεδομένο και επανεξέτασης της στάσης μας απέναντι στην παιδική ηλικία.
Μέσα από χαρτογραφικό υλικό μιας εθνογραφικής έρευνας στο Παγκράτι (με παιδιά 7-12 χρονών) και πολλαπλών εκπαιδευτικών εργαστηρίων, εντός και εκτός σχολικού πλαισίου, τα οποία υλοποιήθηκαν σε διαφορετικές γειτονιές της Αθήνας (στο Μεταξουργείο, στα Εξάρχεια, στην Κυψέλη, στο Πεδίο του Άρεως και στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ των οδών Πατησίων και 3ης Σεπτεμβρίου) (Χάρτης 1). Eπισημαίνουμε τη σημασία της κατανόησης της οπτικής των παιδιών για την πόλη, καθώς και την ανάγκη να ενταχθεί η χωροκοινωνική διάσταση του τόπου στη μαθησιακή εμπειρία. Με αυτή την προοπτική προτείνουμε μια έντοπη παιδαγωγική, η οποία ενισχύεται και εξασκείται μέσα από πρακτικές εξερεύνησης και χαρτογράφησης του τόπου. Μελετώντας μαζί με τα παιδιά τις καθημερινές τους πρακτικές, παρατηρούμε ότι οι χωρικές τους επιλογές διαφοροποιούνται, ποικίλουν και διαμορφώνουν μια επίμονη δυναμική στην πόλη. Οι χαρτογραφήσεις τους αμφισβητούν τις διχοτομικές θεωρήσεις, επιβάλλοντας μας να αναστοχαστούμε γύρω από την πρακτική της ενήλικης τοποθέτησης των παιδιών σε προδιαγεγραμμένες χωρικές διατάξεις.
Τα παιδιά και οι μικροί έφηβοι (ηλικίες μέχρι 14 ετών) αποτελούν το 13,9% του πληθυσμού της Αττικής – ποσοστό μειωμένο κατά 20,8% σε σχέση με το 1991. Ο Δήμος της Αθήνας (Χάρτες 2,3 &4) , συγκεκριμένα, διατηρεί ένα αντίστοιχο ποσοστό, εμφανίζοντας μια σχετικά μεικτή πληθυσμιακή εικόνα, μολονότι σε περιοχές με παλαιότερη συγκρότηση συναντάμε συνήθως ένα υψηλότερο ποσοστό ηλικιωμένων (Μαλούτας και Σπυρέλλης 2019).
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Οι μικροί κάτοικοι της πόλης ζουν συνήθως περισσότερο «τοπικά», οικειοποιούνται και συν-διαμορφώνουν τους καθημερινούς τους τόπους, αναπτύσσουν πρακτικές και σχέσεις, ενώ γύρω από τις συνήθειες και τις ρουτίνες τους, αναπτύσσονται χωροκοινωνικά δίκτυα που συχνά συγκροτούν τον οργανωτικό άξονα κάθε γειτονιάς (Gayet-Viaud, Rivière and Simay, 2015). Ωστόσο οι σκέψεις, οι αγωνίες και οι ματιές τους αγνοούνται από όσους πραγματεύονται τα ζητήματα της πόλης, ενώ επίσης σπάνια συναντάμε εστιασμένες μελέτες για τις συνήθειες των παιδιών, στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση των κλάδων του χώρου (αρχιτεκτονική, πολεοδομία, γεωγραφία, κ.ά.), ή στην ύλη του σχολείου. Στις επικρατέστερες αφηγήσεις πιο συχνά γίνεται έμμεση ή και άμεση αναφορά στην απουσία των παιδιών π.χ., σε δημοσιεύματα για τη γήρανση του πληθυσμού και το πρόβλημα της υπογεννητικότητας. ή πάλι σε έρευνες για τον αποκλεισμό τους από τους δημόσιους χώρους της πόλης, τους κινδύνους που βιώνουν μέσα στην κίνηση των αυτοκινήτων και ευρύτερα στο αποπνικτικό αστικό περιβάλλον. Οι μικροί κάτοικοι της Αθήνας όμως δεν αποτελούν μια ειδική πληθυσμιακή κατηγορία με ομογενή χαρακτηριστικά. Αντίθετα οι ηλικιακές διαφοροποιήσεις στις γειτονιές της πόλης τέμνονται με ποικίλες ακόμα εθνοτικές, έμφυλες, ταξικές, οικογενειακές κ.ά. διαφορές, διαμορφώνοντας μια πολυσύνθετη καθημερινότητα. Τις πολλαπλές αυτές διασταυρώσεις επιχειρούμε να αναδείξουμε εδώ, με σκοπό να συγκροτηθεί μια οπτική στη μελέτη της πόλης που να εστιάζει στους τόπους των παιδιών, στις χωρικές τους διαπραγματεύσεις, σε ρητές και άρρητες διεκδικήσεις.
Ήδη από τη δεκαετία του 1980, οι θεωρητικές επεξεργασίες της Νέας κοινωνιολογίας της παιδικής ηλικίας αμφισβητούν τις προσεγγίσεις που αντιμετωπίζουν τα παιδιά με βάση τη βιολογική τους ανάπτυξη, ως παθητικούς δέκτες μιας προδιαγεγραμμένης, «κανονικής» πορείας κοινωνικοποίησης. Η αναγνώριση των παιδιών ως δρώντων υποκειμένων συμβάλλει στην ορατότητά τους, θέτοντας στο επίκεντρο το εδώ και τώρα της ζωής τους στην πόλη, τις δικές τους ματιές, σκέψεις, καθημερινές πρακτικές και χωρικές επινοήσεις (Καραμπίνη, 2023: 17-18).
Οι παραπάνω διατυπώσεις συνομιλούν με προσεγγίσεις από τη ριζοσπαστική γεωγραφία, τις φεμινιστικές και τις πολιτισμικές σπουδές, την κριτική παιδαγωγική και τη μετα-αποικιοκρατική σκέψη, αναπτύσσοντας ένα έντονο ερευνητικό ενδιαφέρον για τις χωροκοινωνικές παραμέτρους της παιδικής ηλικίας, αλλά και για τη σημασία του χώρου στην εκπαιδευτική διαδικασία (Μίχα, 2024). Αναδεικνύονται έτσι διαφορετικές χωρικές κλίμακες και διασυνδέσεις, ενώ η πόλη έρχεται στο προσκήνιο ως χώρος κατοίκησης, καθημερινότητας, μελέτης και μάθησης. Οι διερευνήσεις αυτές διαμορφώνουν δυο συγκλίνουσες επιστημονικές περιοχές: τις γεωγραφίες των παιδιών (children’s geographies) (βλ. Holloway & Valentine, 2000) και τις επεξεργασίες για μια χωρική εστίαση στην εκπαίδευση (critical pedagogy of space) (βλ μεταξύ άλλων Morgan, 2000) (Εικόνα 1).
Πηγή: Από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Ανάμεσα σε δυο πλατείες: Βάθης – Αγίου Παύλου», 2012-13, στο https://elenakyla.wordpress.com
Οι γεωγραφίες των παιδιών συγκροτούνται σταδιακά από το 1990, με αφετηρία προγενέστερες προσεγγίσεις μιας γενιάς γεωγράφων της δεκαετίας του 1970, που ανέδειξε τις χαρτογραφικές ικανότητες των παιδιών σε πολύτιμο ερευνητικό και εκπαιδευτικό εργαλείο [2]. Μέσα από έναν διεπιστημονικό διάλογο, χαρτογραφούν τον αποκλεισμό των παιδιών στην πόλη και επισημαίνουν την ανάγκη να ιδωθούν ως ισότιμο και σημαντικό μέρος του πληθυσμού, αποδομώντας την κυρίαρχη αντίληψη που τα τοποθετεί σε μια διακριτή πληθυσμιακή (κατώτερη κοινωνικά) ομάδα – εκεί που οι παγιωμένες αφηγήσεις τοποθετούν συνήθως γυναίκες, μεταναστευτικά σώματα, σεξουαλικές ετερότητες, δυσλεκτικούς ή υπερκινητικούς μαθητές κ.ο.κ. Οι μετα-αποικιοκρατικές προσεγγίσεις τροφοδοτούν περαιτέρω την οπτική αυτή, αναδεικνύοντας τους αποικιοκρατικούς μηχανισμούς που υπονομεύουν τους πολλαπλούς κόσμους της παιδικής ηλικίας κάτω από το πρίσμα της Δυτικής θεώρησης, αλλά και τα αμέτρητα δίκτυα που συνδέουν τις τοπικές εμπειρίες των παιδιών με τις παγκόσμιες πολιτικοοικονομικές ανακατατάξεις (βλ. Katz, 1994; Aitken, Lund and Kjørholt, 2007).
Αντλώντας από τη γεωγραφική έρευνα πάνω στους καθημερινούς τόπους, στα βιώματα και στις πρακτικές των παιδιών, ποικίλες επεξεργασίες αναζητούν τρόπους με τους οποίους μπορεί να ενταχθεί η γειτονιά του σχολείου στη διδασκαλία των μαθημάτων (βλ. μεταξύ άλλων Smith, 2002 και Gruenewald, 2003), να χρησιμοποιηθεί ως πλατφόρμα μάθησης, σιωπηρής γνώσης και ενεργής συμμετοχής στα κοινά (André et al., 2012). Στη στροφή προς τη μελέτη της γειτονιάς, συνεισφέρουν οι κριτικές θεωρήσεις της χαρτογραφίας, οι οποίες διευρύνουν τα εννοιολογικά όρια των χωρικών αναπαραστάσεων πέρα από τις συνήθεις σχολικές γεωγραφικές απεικονίσεις (σχολικοί χάρτες και άτλαντες), αποκαλύπτοντας νέες οπτικές για τον χώρο, που αντλούν από το προσωπικό και συλλογικό βίωμα (Harley, 1989; Crampton, 2001). Οι θεωρήσεις αυτές μεταθέτουν το ενδιαφέρον σε πρακτικές χαρτογράφησης, που ενεργοποιούν υποκειμενικές χωροκοινωνικές ματιές, απαλλαγμένες από θετικιστικές προσεγγίσεις στη μελέτη του χώρου (Del Casino and Hanna, 2005) (Εικόνα 2). Αναδεικνύουν τα πολλαπλά επίπεδα γνώσης που παράγουν τα παιδιά για τον κόσμο κι ενθαρρύνουν την κατανόηση της ύπαρξής τους ως αναπόσπαστης από τη χωρική και σχεσιακή της διάσταση (Kitchens, 2009).
Πηγή: Bιωματικό εργαστήριο «Χαρτογράφηση της γειτονιάς» με παιδιά της Α΄ τάξης του 13ου Δημ. Σχολείου Αθηνών, 2020
Με αυτή τη ματιά διαφοροποιείται το περιεχόμενο και η σημασία της γεωγραφίας: επαναπροσδιορίζεται τόσο η οπτική με την οποία προσεγγίζουμε τις παιδικές χωρικές εμπειρίες, όσο και ο τρόπος που ερμηνεύουμε τον χώρο μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου. Στις προσεγγίσεις μας, ένας χάρτης, μια ζωγραφιά, μια βιωματική αφήγηση δεν περιγράφει αδιάφορα τόπους, αλλά εξετάζει τι μπορούμε να κάνουμε με αυτούς, σε φαντασιακό και πολιτικό επίπεδο (Gerard Toal στο Graves and Rechniewski, 2015).
Στη χώρα μας, η συζήτηση γύρω από τις γεωγραφίες των παιδιών είναι ακόμα στο ξεκίνημά της, ενώ το επίσημο παιδαγωγικό πρόγραμμα λειτουργεί μάλλον ανασταλτικά στην ανάπτυξή της. Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία καταγράφονται εθνογραφικές έρευνες και εκπαιδευτικά προγράμματα που εξετάζουν τα βιώματα και τις πρακτικές των παιδιών στις γειτονιές της Αθήνας, προάγοντας έτσι μια βιβλιογραφική παραγωγή που συνομιλεί με τη γενεαλογία του ελληνικού αστικού χώρου και αναδεικνύει τη σημασία της (Καλαντίδης et al., 2023). Αυτές οι εν-τοπισμένες μελέτες φωτίζουν ένα σημαντικό κοινωνιολογικό επιχείρημα που έκρινε την εξέλιξη της γεωγραφικής σκέψης για την παιδική ηλικία (βλ. Qvortrup, 1987; Alanen, 1988). Το επιχείρημα είναι ότι οι παιδικές ζωές δεν διαρθρώνονται μόνο σε θεσμικά, οικιακά και σε ειδικά διαμορφωμένα χωρικά περιβάλλοντα, όπως το σχολικό κτίριο, το παιδικό δωμάτιο και η παιδική χαρά, αλλά και ευρύτερα στους χώρους της καθημερινότητάς τους. Για να συναντήσουμε και να ερευνήσουμε τα παιδιά στην πόλη, μπορούμε να ακολουθήσουμε τα ίχνη τους. Εκτός λοιπόν από τις θεματικές χωρικές γωνιές που σχεδιάζονται ειδικά για το παιδί, ο δρόμος, οι αστικές συγκοινωνίες, ο αστικός εξοπλισμός της πόλης, οι υφές και τα υλικά του δομημένου χώρου, τα εμπορικά καταστήματα, οι πολυκατοικίες, οι γείτονες και μια σειρά από ασήμαντα αντικείμενα και λεπτομέρειες του παραγόμενου αστικού χώρου στοιχειοθετούν τους βιωμένους χώρους των παιδιών στη γειτονιά (Εικόνα 3). Σε αυτούς τους συνηθισμένους και κοινούς χώρους της πόλης υφαίνεται η συνυπάρχουσα καθημερινότητά τους.
Πηγή: Φωτογραφίες των παιδιών από το αρχείο εθνογραφικής έρευνας στο Παγκράτι, στο: Καραμπίνη, 2023
Οι γεωγραφίες των παιδιών σχηματίζονται στους ίδιους τόπους που μοιράζονται οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης, αναδεικνύοντας τη δύναμη και το διττό νόημα αυτής της συνύπαρξης. Αφενός, η δράση και η παρουσία των παιδιών στους δημόσιους χώρους αποκαλύπτει τους χωροκοινωνικούς αποκλεισμούς τους στην πόλη. Οι χωρικές εκδηλώσεις του δημόσιου συμφέροντος, στο όνομα του οποίου υλοποιούνται οι αστικές αναπλάσεις του κέντρου της Αθήνας, αφορούν κυρίως τουρίστες και περαστικούς, εξαιρώντας τους κατοίκους που ζουν στις γειτονιές της πόλης. Αφετέρου, η συνυπάρχουσα καθημερινότητα των παιδιών αποκαλύπτει συνδέσεις και συμμαχίες που αναπτύσσουν τα ίδια μεταξύ τους, με γονείς, φροντιστές, γείτονες, κατοικίδια ή αδέσποτα ζώα, οι οποίες επιζητούν κοινωνική αναγνώριση και θεσμική υποστήριξη. Αυτές οι καθημερινές διασταυρώσεις μάς προσκαλούν να αναδείξουμε κοινούς χωροχρόνους στην πόλη, διαρρηγνύοντας τις υφιστάμενες χωρικές διαιρέσεις και τις κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις.
Η χωρική κινητικότητα των παιδιών στη γειτονιά συγκροτείται σε μεγάλο βαθμό με άξονα το σπίτι τους. Σε αντίθεση με τις κυρίαρχες δυτικές αναπαραστάσεις που ταυτίζουν το σπίτι με την εσωστρέφεια και την κυκλική επανάληψη (Fleski, 2000), η δράση των παιδιών αποκαθιστά τον κοινωνικό χαρακτήρα της οικιακής ζωής. Σύμφωνα με τις παιδικές χαρτογραφήσεις, το σπίτι νοηματοδοτείται μέσα από τις έννοιες της στέγασης, της κατοίκησης, της οικογένειας και του ανήκειν (Εικόνα 4). Η Μαρίνα λέει: “Θα κάνω μια γραμμή και θα βάλω από εδώ το μπάμπα και από εδώ της μαμάς. Έχουμε πολύ διαφορετικά πράγματα στη μαμά και στον μπαμπά. Της μαμάς έχουμε πολυκατοικίες και στου μπαμπά έχουμε μονοκατοικία που έχουμε και μια αυλή“
Πηγή: Από το αρχείο εθνογραφικής έρευνας στο Παγκράτι, στο Καραμπίνη, 2023
Το σπίτι νοηματοδοτείται μέσα από τις έννοιες της στέγασης, της κατοίκησης, της οικογένειας και του ανήκειν. Πρόκειται δηλαδή για έναν πολυσήμαντο τόπο, ο οποίος ενεργοποιεί ένα εύρος χωρικών πρακτικών στη γειτονιά: τα καθημερινά ψώνια στην τοπική αγορά, τις κοινωνικές επισκέψεις και τα παιδικά πάρτυ σε σπίτια, τις οικογενειακές συνήθειες που συνδέουν τα μέλη της οικογένειας και φυσικά τη γειτνίαση. Για τα παιδιά, η γειτνίαση είναι μια διεργασία πρωτεύουσας σημασίας, καθώς μέσα από αυτήν εξοικειώνονται με τους άλλους κατοίκους. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η τάση τους να εντοπίζουν και να χαρτογραφούν τη γειτνίαση με άλλα παιδιά, χωρίς αυτή να προϋποθέτει την προσωπική γνωριμία (Εικόνα 5). Η μικρή Ελένη λέει: “Είμαι το μόνο παιδί που μένει εδώ. Έχω απέναντι όμως τον φίλο μου τον Βασίλη. Και πιο δίπλα τον φίλο μου τον Χρήστο […] Στο σχολείο όχι [δεν μιλάμε]. Στο μπαλκόνι [μόνο], όταν βγαίνει“
Πηγή: Από το αρχείο εθνογραφικής έρευνας στο Παγκράτι, στο Καραμπίνη, 2023
Τα ίχνη που σχηματίζουν τα παιδιά ως κάτοικοι των αθηναϊκών γειτονιών φέρουν την επιθυμία να μένουν μαζί και ανάμεσα σε συνομηλίκους τους (Καραμπίνη, 2023: 89). Στις χαρτογραφήσεις τους, η επιθυμία αυτή γίνεται έκδηλη όταν αποτυπώνουν εκείνα τα σημεία και τις συνθήκες αλληλεπίδρασης και δημιουργίας κοινοτήτων στη γειτονιά. Τα σπίτια φίλων, οι πλατείες, το σχολείο, τα πάρκα περιγράφονται ως τόποι συνάντησης και δράσης. Η κλίμακα και οι λεπτομέρειες με τις οποίες προσδιορίζονται αυτοί οι χωροχρόνοι είναι ενδεικτικά της σημασίας που τους προσδίδουν τα παιδιά (Εικόνα 6).
Πηγή: Βιωματικό εργαστήριο «Χαρτογράφηση της γειτονιάς» με παιδιά της Α΄ τάξης του 13ου Δημ. Σχολείου Αθηνών, 2020
Μέσα από τις καθημερινές τους κινήσεις εντός και εκτός σπιτιού, τα παιδιά παράγουν νοήματα για τον τόπο που κατοικούν, αναδεικνύοντας τη σημασία του υλικού χώρου σε αυτή τη διεργασία (Christensen, James and Jenks, 2000). Οι χωρικές εμπειρίες των παιδιών που κατοικούν στην Αθήνα καθορίζονται από την τυπική πολυκατοικία, την πυκνή δόμηση, τα μαγαζιά της, τα μνημεία της, τα χρώματα των κτιρίων και τα τοπικά ή κεντρικά γεγονότα της πόλης (τοπικές αγορές, δρώμενα και εκδηλώσεις). Ωστόσο, η αίσθηση των παιδιών για τον τόπο τους συνδιαμορφώνεται και με εικόνες και βιώματα που έχουν αποκτήσει σε άλλους υλικούς, φανταστικούς και ψηφιακούς χώρους. Στους χάρτες των γειτονιών τους διαπλέκονται οι χώροι του βιωμένου παρόντος, με αναμνήσεις και αναπαραστάσεις που εμπλουτίζουν και μετασχηματίζουν τις νοηματοδοτήσεις του καθημερινού. Αυτό, λοιπόν, που καταλαβαίνουν τα παιδιά ως γειτονιά έχει κατασκευαστεί σε πολλαπλούς χώρους και χρόνους (Καραμπίνη, 2024; Μίχα, 2020) (Εικόνα 7). Το εύρος, τα όρια και η δομή του τόπου «εδώ» συγκροτούνται σε διαφορετικές κλίμακες, από το παγκόσμιο μέχρι και το τοπικό (Massey, 2005).
Πηγή: Από το εκπαιδευτικό εργαστήρι «Διαδρομές: κάτι από αλλού, κάτι από παντού, Ε’ τάξη ολοήμερου τμήματος 64ο ΔΣ Αθηνών, 2015-16, στο Micha, 2019
Οι καθημερινές διαδρομές των παιδιών στην πόλη αποκαλύπτουν την ιδιαίτερη σχέση τους με ενδιάμεσους τόπους. Τα παιδιά επιδεικνύουν τη συστηματική τους προτίμηση σε χώρους που διαμεσολαβούν μεταξύ δύο διακριτών χωρικών συστημάτων, καθώς υποδέχονται σημαντικές συναισθηματικές μεταβάσεις. Ωστόσο, η σημασία των ενδιάμεσων τόπων δεν συνίσταται στη λειτουργική εξυπηρέτηση μιας διάβασης. Πρόκειται για χώρους υβριδικούς, που διαπραγματεύονται τα δυαδικά χωρικά συστήματα, τους περιορισμούς και τις συμβάσεις που αυτά επιβάλλουν, και είναι ανοιχτοί σε νέες προοπτικές και ενδεχόμενα (Soja, 1996). Ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, στο μέσα και το έξω, στο εδώ και το εκεί, τα παιδιά καλλιεργούν τις δικές τους κουλτούρες· παίζουν μόνα τους ή με άλλα παιδιά, κατασκευάζουν φανταστικούς και μαγικούς κόσμους, περιεργάζονται και εξερευνούν τον χώρο, μοιράζονται τα μυστικά τους και συχνά δοκιμάζουν να αναιρέσουν τους ενήλικους κανόνες (Εικόνα 8).
Πηγή: Εργαστήρια υπαίθριας διδασκαλίας στη γειτονιά των Εξαρχείων, με παιδιά της Α’ τάξης του 35ου Δημ. Σχολείου Αθηνών
Στους ενδιάμεσους χώρους -σε εισόδους, πιλοτές, πεζοδρόμια ή μπαλκόνια- διαπραγματεύονται την κοινωνικοποίησή τους, και ταυτόχρονα κανόνες και όρια (Μίχα, 2023: 57). Για αυτούς τους λόγους επιδεικνύουν μια αξιοσημείωτη ικανότητα να εντοπίζουν και να οικειοποιούνται τόπους στο μεταίχμιο, χώρους που είναι ασαφείς, απροσδιόριστοι και μη προδιαγεγραμμένοι από την ενήλικη τάξη (Cloke and Jones, 2005) (Εικόνα 9). Αυτές οι ρευστές γεωγραφίες των παιδιών αποκαλύπτουν μια πλευρά της πόλης, αδρανή και αναξιοποίητη από τις κυρίαρχες αστικές πρακτικές και διευρύνουν τη γεωγραφική μας αντίληψη (Soja 1996). Η Νίκη περιγράφει: ” Εδώ είναι η το φαρμακείο απένταντι (1) […] Εδώ είναι το σπίτι μας (2), και εδώ είναι το Αστυνομικό Τμήμα (3) και ο δρόμος που περνάμε (4) […] Και εδώ πέρα είναι και άλλα δύο καταστήματα […] Τώρα έχουν ανοίξει. Το ένα είναι δι-κη-γο-ρι-κό (5) το άλλο δεν ξέρω τι είναι. Ακόμα δεν το χω καταλάβει. […] Θα ήθελα να αλλάξω αυτό το μαγαζί. Γιατί δεν ξέρω τι είναι. Και αν το άλλαζα θα το έκανα παιδότοπο, ή σουβλατζίδικο (6) ”
Πηγή: Από το αρχείο εθνογραφικής έρευνας στο Παγκράτι, στο Καραμπίνη, 2023
Στις αστικές εξιστορήσεις τους τα παιδιά δεν παραθέτουν απλώς γνωστούς και άγνωστους τόπους ή τοπόσημα της Αθήνας, αλλά μοιράζονται μια πολυεπίπεδη οπτική του πεδίου, που περιλαμβάνει υφές, μυρωδιές, ήχους και δράση (Εικόνα 10).
Πηγή: Από το βιωματικό εργαστήριο «Χαρτογράφηση της γειτονιάς» με παιδιά της Α΄ τάξης του 35ου Δημ. Σχολείου Αθηνών, 2019
Αυτή η οπτική μαρτυρά τη σύνθετη και δυναμική σχέση τους με τον χώρο και υποδεικνύει διαφορετικούς τρόπους ανάγνωσης της πόλης. Τρόπους πολυαισθητηριακούς που λαμβάνουν υπόψη τις εκάστοτε χρονικότητες, δίνοντας σημασία στις συνθήκες του πεδίου –στις εποχές, σε καιρικά και άλλα φαινόμενα, σε κοινωνικοπολιτικές επικαιρότητες. Αλλά και τρόπους συναισθηματικούς που εμπλέκουν τη προσωπική και συλλογική δράση στην ερμηνεία του χώρου (Εικόνα 11α & 11β) . Στις αφηγήσεις τους συνυφαίνονται εσωτερικές ανησυχίες με εμπειρίες που βιώνουν στη γειτονιά, με τις παρέες, σε τετριμμένες ή αναπάντεχες και τυχαίες καταστάσεις. Περιγράφονται οι ατομικοί και συλλογικοί κόσμοι που φτιάχνουν, οι συνήθειες, οι δράσεις, οι σχέσεις και οι άτυποι κοινωνικοί κανόνες που επινοούν -και με τον χρόνο ανατρέπουν- στην καθημερινή τους συνύπαρξη (Seigworth and Gregg, 2010). Σε αυτούς τους κόσμους το παιχνίδι λαμβάνει εξέχοντα ρόλο, καθώς μέσω αυτού τα παιδιά διευρύνουν συνεχώς τις χωρικές τους οριοθετήσεις και επανεφευρίσκουν οικείους και μη χώρους, μετασχηματίζοντας τις συμβατικές χωρικές ρυθμίσεις.
Πηγή: Από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Κτίρια ορόσημα του αρχιτεκτονικού κινήματος του Μοντερνισμού στην Αθήνα: μια ματιά γύρω από τους άξονες 3ης Σεπτεμβρίου – Πατησίων (2020-21)», στο: https://elenakyla.wordpress.com
Η συστηματική παρατήρηση του παιδικού παιχνιδιού στις γειτονιές της Αθήνας αναθεωρεί την παγιωμένη αντίληψη ότι το παιδικό παιχνίδι είναι χωρικά συρρικνωμένο και σημειακά εντοπισμένο. Τα παιδιά παίζουν παντού και αδιάκοπα σε όλο τον αστικό χώρο. Το πολυσχιδές έργο του παιχνιδιού φέρνει στο επίκεντρο την ικανότητα τους να συν-παράγουν ευρύτερες γεωγραφίες στην πόλη. Παίζοντας επιτελούν μια διαδικασία παραγωγής και μετασχηματισμού χώρων, καθώς πλάθουν, ανασκευάζουν και επινοούν νέες χωρικότητες (Εικόνα 12). Οι χωρικές εφευρέσεις των παιδιών, όπως οι κρυψώνες, τα οχυρά και τα στοιχειωμένα κτίρια, σηματοδοτούν την ύπαρξη μιας βαθιάς σύνδεσης με τον τόπο, με σημαντικές κοινωνικές επεκτάσεις στη συλλογική ζωή της γειτονιάς (Καραμπίνη, 2024). Όπως καταγράφουν σχετικές έρευνες, τα παιδιά τείνουν να φροντίζουν και να υπερασπίζονται τα παράγωγα του παιχνιδιού: τους τόπους που κατακτούν παίζοντας, τις παρέες τους και την ελευθερία τους (Χουϊζίνγκα, 1989). Σε αυτή τη βάση, προτείνουμε οι τόποι που υφαίνουν τα παιδιά παίζοντας, να προσεγγίζονται όχι ως χωρικές επιφάνειες που υποδέχονται μια παιδική δραστηριότητα, αλλά ως διεκδικούμενοι χωροχρόνοι της καθημερινότητας. Η ματιά αυτή μας φανερώνει ότι τα παιδιά εκφράζουν προσωπικές χωρικές αναγνώσεις και υλοποιούν χωρικές αναδιατάξεις, αρθρώνοντας έτσι τις υποκειμενικότητές τους στον χώρο. Αναδεικνύει, δηλαδή, την πολιτική διάσταση της δράσης τους στην πόλη. Ο Άλκης περιγράφει: “μέσα στον κύκλο βλέπουμε (1) το Σχολείο, (2) το σπίτι της Μ – φίλης, (3) το σπίτι μας, (4) το σπίτι του παππού και της γιαγιάς, (5) σούπερ μάρκετ, (6) εκεί που γίνονται οι ανασκαφές, (7) η “Σύλβια” το ουζερί, (8) το Άλσος, (9) το παγωτατζίδικο, (10) το περίπτερο, (11) η πλατεία Μεσολογγίου, (12) το Γιουκάλι – καφετέρια, (13) η παιδική χαρά, (14) κάδος, (15) το κομμωτήριο. Έξω από τον κύκλο αποτυπώνεται (16) το σινεμά που είναι στο Lidl, (17) αυτό είναι το Καλλιμάρμαρο, (18) και αυτό είναι το ποδήλατο της Ξ. και το ποδηλατό μου που πάει σφαίρα, (19) το σχολικό που μας πάει εκδρομή, (20) ο Λεωνίδας μαλώνει με τον Σωτήρη, (21) η Μπλέ Τελεία – εργαστήριο ζωγραφικής, (22) αυτό είναι το ποδόσφαιρο, (23) αυτό είναι το αστεροσκοπείο, Στο αστεροσκοπείο θάψαμε μια πασχαλίτσα, (24) και η Ακρόπολη, (25) και αυτό είναι ένα σπίτι στοιχειωμένο. Ήταν κοντά στην παραλία. Έπεφταν ξύλα και ήταν επικίνδυνο (26) εκεί κοντά στην Μπλε Τελεία είχε κάτι ύποπτο. Θα το κάνω. Με σβησμένο αριθμό και πολύ γδαρμένο και έχει θολά τζάμια“.
Πηγή: Από το αρχείο εθνογραφικής έρευνας στο Παγκράτι, στο Καραμπίνη, 2023
Για τα παιδιά, οι χωρικές πρακτικές του παιχνιδιού είναι συνυφασμένες με τις εκπαιδευτικές πρακτικές (Εικόνα 13). Οι χώροι και χρόνοι του σχολείου, του φροντιστηρίου, των εκπαιδευτικών εκδρομών αλληλοδιαπλέκονται με αυτούς του παιχνιδιού και των ελεύθερων δραστηριοτήτων τους. Η καθημερινή τους δράση διαμορφώνει ένα μεταβαλλόμενο χωρικό πλέγμα που αναδιατάσσεται όταν μεγαλώνουν, προχωρούν στην επόμενη εκπαιδευτική βαθμίδα, αλλάζουν τις παρέες και τις συνήθειές τους. Οι τόποι παιχνιδιού και εκπαίδευσης αλληλοσυγκοτούν τοπικούς κόμβους και δίκτυα στις γειτονιές, σχηματίζουν κοινότητες συνομηλίκων, ευνοούν τις συναντήσεις με τη «διαφορά» και ενεργοποιούν τη μνήμη του τόπου. Τα παιδιά και οι καθημερινοί τόποι που παράγουν είναι ζωντανά κύτταρα του ιστορικού χρόνου. Οι ιστορίες των κατοίκων που κάποτε έδρασαν στις ίδιες γειτονιές, καθώς και τα ήθη και τα έθιμα του τόπου, χωρικοποιούνται μέσω της εκπαίδευσης, της οικογένειας και των παιδικών κοινοτήτων, με θεσμικούς και άτυπους τρόπους, στις γεωγραφίες των παιδιών. Οι χαρτογραφήσεις των καθημερινών δράσεων των παιδιών μαρτυρούν ένα πλήθος πολιτισμικών διαφοροποιήσεων, που υπαγορεύουν η εθνικότητα και η θρησκεία, και καθιστούν ορατή την πολυπολιτισμικότητα των κατοίκων της Αθήνας (Εικόνα 14).
Τα παιδιά αφηγούνται τις διαδρομές τους στις γειτονιές της Αθήνας αλληλοεμπλέκοντας τις προσωπικές τους κινητικότητες, πρακτικές, επιθυμίες και ανησυχίες με τα καθημερινά τεκταινόμενα της πόλης. Οι συγκυριακές συνθήκες του εκάστοτε παρόντος –οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις όσο και τα ευκαιριακά δρώμενα– επιδρούν μεταβάλλοντας την αίσθηση που έχουν για τη γειτονιά τους. Οι γιορτές, οι αργίες, οι απεργίες, αλλά και η πολιτική διαχείριση της πανδημίας, του προσφυγικού και άλλων κρίσιμων ζητημάτων που αποτυπώνονται χωρικά στις γειτονιές της πρωτεύουσας, ενυπάρχουν με πολλαπλούς τρόπους στις επεξεργασίες τους (Εικόνα 15). Οι οπτικές των παιδιών διατυπώνουν συνειδητά το «εδώ και τώρα» της συν-ύπαρξής τους και διεκδικούν τον χώρο τους στην έρευνα, στην εκπαίδευση και ευρύτερα στην καθημερινότητα της πόλης.
[1] Μονάδα Χωρικής Ανάλυσης Πόλεων. Αποτελεί χωρική μονάδα διαίρεσης του ιστού των μεγάλων ελληνικών πόλεων η οποία έχει συγκροτηθεί με βάση τους Απογραφικούς Τομείς της ΕΛΣΤΑΤ. Οι ΜΟΧΑΠ αποτελούν χωρικές ενότητες με πληθυσμό της τάξης των 1.200 ατόμων
[2] Αναφερόμαστε εδώ ιδιαίτερα στο έργο του William Bunge στην περιοχή Fitzgerald στο κέντρο του Ντιτρόιτ, (1971), όπου, μετά την εξέγερση του 1967, μαζί με την Gwendolyn Warren, τον Robert Ward και άλλους έστησαν ένα ευρηματικό πανεπιστήμιο δρόμου, το Detroit Geographical Expedition and Institute (DGEI). Ο σκοπός τους ήταν να οργανώσουν μαθήματα γεωγραφίας για παιδιά και εφήβους της περιοχής και να διενεργήσουν συμμετοχικές έρευνες πεδίου, μέσα από τις οποίες χαρτογραφήθηκαν χωροκοινωνικές ανισότητες και φυλετικές διακρίσεις που αφορούσαν κυρίως την καθημερινότητα των παιδιών. Μέσα στη δεκαετία του 1970 ποικίλες ακόμα μελέτες εστιάζουν στις πρακτικές και μετακινήσεις παιδιών σε αστικά και αγροτικά περιβάλλοντα (μεταξύ άλλων Lynch 1977, Ward 1978, Hart 1979).
Βαλληνδρά, Ε., Καραμπίνη, Ζ., και Μίχα, Ε., (2024) Γεωγραφίες των παιδιών σε γειτονιές της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/γεωγραφίες-των-παιδιών-της-αθήνας/ , DOI: 10.17902/20971.123
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η περιοχή της Νίκαιας Αττικής, άρρηκτα συνδεδεμένη με την προσφυγική αστική αποκατάσταση του 1922, παρουσιάζει ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον, αποτελώντας σήμερα έναν από τους προσφυγικούς συνοικισμούς που διατηρεί μεγάλο ποσοστό των παλαιών του κτισμάτων. Τα κτίσματα αυτά ανήκουν σε διαφορετικούς αρχιτεκτονικούς τύπους, είναι είτε ισόγεια είτε διώροφα, με μικρή επιφάνεια διαμερίσματος και πολλές αυθαίρετες επεκτάσεις/προσθήκες. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι δεν έχουν ενταχθεί σε καθεστώς διατήρησης/προστασίας. Συγκεκριμένοι κτιριακοί τύποι περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό εγκαταλελειμμένων διαμερισμάτων, διαμορφώνοντας συνθήκες αποσύνθεσης σε συγκεκριμένους θύλακες εντός του συνοικισμού, εγείροντας προβληματισμούς για τη μελλοντική εξέλιξη της περιοχής αλλά και τη διατήρηση της συλλογικής μνήμης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αρχικός σχεδιασμός της περιοχής που περιλαμβάνει ένα δίκτυο ενδιάμεσων χώρων στα οικοδομικά τετράγωνα σε συνδυασμό με παρόδους, τα οποία υπό προϋποθέσεις δύναται να λειτουργήσουν ως δίκτυο.
Το προσφυγικό ζήτημα του 1922 αποτέλεσε σταθμό για τη νεότερη ελληνική ιστορία, καθώς συνδέθηκε με μια τεράστια δημογραφική αλλαγή στη χώρα. Μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο (1919–1922), η Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 οδήγησε στην υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, σε Ελλάδα και Τουρκία (Εξερτζόγλου, 2016: 343). Με βάση ιστορικά στοιχεία (Clark, 2009: 11), περισσότεροι από 1.200.000 χριστιανοί ορθόδοξοι και 400.000 μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να εγκατασταθούν στην Ελλάδα και την Τουρκία αντίστοιχα. Η εμπειρία του βίαιου εκπατρισμού, οι τραυματικές μνήμες της καταστροφικής πυρκαγιάς στη Σμύρνη καθώς και οι προσπάθειες ένταξης στις νέες πατρίδες, καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη σύγχρονη ελληνική ταυτότητα (Παπαδόπουλος, 2013: 335-336).
Οι προσπάθειες ένταξης, σχετίστηκαν άμεσα με το ζήτημα της στέγασης. Αρχικά, στις 15 Σεπτεμβρίου του 1922 η υπουργική απόφαση « Περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων» αλλά και ο σχετικός νόμος που ψηφίστηκε λίγο αργότερα, προσπάθησαν να δώσουν μια προσωρινή λύση στο ζήτημα. Η ανεπάρκεια του μέτρου αυτού, οδήγησε στη συγκρότηση του Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων το Νοέμβριο του 1922, το οποίο λειτούργησε μέχρι το 1925 και δραστηριοποιήθηκε σε ολόκληρη τη χώρα (Γκιζελή, 1984: 132-140). Στη συνέχεια, το 1925 ιδρύεται η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (E.A.Π.), υπό τη γενική εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών (Χίρσον, 2004: 114 και Γκιζελή, 1984: 156). Η Ε.Α.Π., έχοντας ως στόχο την οριστική αποκατάσταση, ομαδοποίησε τον προσφυγικό πληθυσμό σε «αστικό» και «αγροτικό», ανάλογα με τον τόπο προέλευσης κατευθύνοντάς τον στις πόλεις και την ύπαιθρο αντίστοιχα (Γκιζελή, 1984: 178). Στις προθέσεις της Ε.Α.Π. ήταν η ομαλή ενσωμάτωση του προσφυγικού πληθυσμού στις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες, μέσα από εξασφάλιση στέγης και εργασίας. Στους αγροτικούς συνοικισμούς, το ζήτημα επιλύθηκε μέσω παραχώρησης καλλιεργητικών εκτάσεων. Στις πόλεις το ζήτημα δεν επιλύθηκε συλλογικά, με την Ε.Α.Π. να δίνει έμφαση τελικά στο κομμάτι της στεγαστικής αποκατάστασης (Τούση, 2014: 55-57). Έτσι, υπό την πίεση της ιστορικής συγκυρίας, εμφανίστηκε για πρώτη φορά η κοινωνική κατοικία, στο πλαίσιο των έκτακτων αναγκών που δημιουργήθηκαν για τη στέγαση των προσφύγων. (Γκιζελή, 1984: 14, 123).
Οι πρώτοι αστικοί προσφυγικοί οικισμοί χωροθετήθηκαν εκτός των ορίων της πόλης (Σαρηγιάννης, 2000: 104), σε απόσταση 1 εως 4 χιλιόμετρα (Λεοντίδου, 1989: 209). Αυτή η επιλογή είχε επίσης κοινωνικό αντίκτυπο. Για πολλές δεκαετίες ο προσφυγικός πληθυσμός υπόκειται διακρίσεις και κοινωνικό αποκλεισμό, ζώντας σε αστικές μορφές με έλλειψη κοινωνικών υποδομών (Λεοντίδου, 2001: 216; Χίρσον, 2004: 117; Κουτελάκης κ.α., 1991:171; Pentzopoulos, 1962:12).
Με την πάροδο των ετών η φυσιογνωμία των προσφυγογενών περιοχών άρχισε να αλλάζει και ιδιαίτερα μετά το 1960 και την εξάπλωση του συστήματος της αντιπαροχής, όπου αντικαθίσταται σταδιακά το κτιριακό απόθεμα (Τούση, 2014: 40). Παρά τις αλλαγές που σημειώθηκαν στη πορεία του χρόνου, σημαντικός αριθμός των περιοχών αυτών διατηρεί στοιχεία που θυμίζουν το προσφυγικό παρελθόν (ρυμοτομικό σχέδιο, προσφυγικές κατοικίες, ονόματα οδών, μνημεία). Από τη σκοπιά αυτή, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Νίκαιας Αττικής, όπου διατηρείται σημαντικό κομμάτι του αρχικού προσφυγικού πυρήνα. Στην ανάλυση που ακολουθεί παρουσιάζεται συνοπτικά η εξέλιξη του συνοικισμού, με έμφαση στη σημερινή κατάσταση.
Ένας από τους μεγαλύτερους προσφυγικούς αστικούς συνοικισμούς, ο συνοικισμός της Νίκαιας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την αποκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων του 1922, αφού πριν την εγκατάσταση τους, η περιοχή ήταν πρακτικά ακατοίκητη (εποχικός βοσκότοπος , Χίρσον, 2004: 114; Παπαδοπούλου, 2003: 67). Οι πρώτοι κάτοικοι της ήταν Αρμένιοι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο νοτιότερο άκρο του συνοικισμού το 1923 στα σύνορα με την Παλιά Κοκκινιά. (Παπαδοπούλου, 2003: 65). Στη συνέχεια την ίδια χρονιά εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τη Μ.Ασία. Η ίδρυση του συνοικισμού αποδίδεται στον Επαμεινώνδα Χαριλάου, Α’ Αντιπρόεδρο του Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων (Παπαδοπούλου, 2003: 7). Η τοποθεσία έλαβε το όνομα «Νέα Κοκκινιά», για να διακρίνεται από την ήδη υπάρχουσα συνοικία της Κοκκινιάς και μέχρι το 1934 άνηκε στο δήμο Πειραιά. Στις 18-12-1939 μετονομάσθηκε, κατόπιν διαγωνισμού, σε Νίκαια, από τη Νίκαια της Βιθυνίας, πόλη στη βορειοδυτική Μ. Ασία. Το όνομα Κοκκινιά δεν συνδέεται άμεσα με την προσφυγική εγκατάσταση και τον πολιτισμό της Μ.Ασίας.
Στις αρχές του 1923 το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων χαρτογράφησε την περιοχή με στόχο την ανέγερση κατοικιών. Αρχικά η διαμονή έγινε σε προσωρινά καταλύματα (σκηνές) και στη συνέχεια κτίστηκαν κατοικίες με εξαιρετικά μικρό εμβαδό (5χ4 μ ή 6χ4μ., Χίρσον, 2004: 114). Αποσπάσματα από τον ημερήσιο Τύπο της περιόδου 1928-1932 αναφέρονται στην Κοκκινιά, περιγράφοντας την πλημμελή ιατρική περίθαλψη, την απουσία αποχωρητηρίων, την υψηλή πυκνότητα κατοίκησης, την έλλειψη σύνδεσης στο δίκτυο ύδρευσης και την έλλειψη τεχνητού φωτισμού επί των οδών. Στην απογραφή του 1928 καταγράφθηκαν 33.201κάτοικοι, όμως ο ημερήσιος τύπος της εποχής αναφέρει πως ο πληθυσμός κυμαινόταν από 45 έως 50 χιλιάδες άτομα. Χαρακτηριστικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το άρθρο του Δημ. Μακρίδη «Πώς ζουν οι πρόσφυγες εις Ν.Κοκκινιάν», 14,15,16/12/1928 Ημερήσιος Τύπος:
« Η Ν.Κοκκινιά με 45-50 χιλιάδες που οι απογραφές τους ανεβάζουν μόνο σε 33 χιλιάδες έχει πολλά προβλήματα. (…) Είναι άμεση η ανάγκη αποσυμφόρησης των παραγκών. Όταν έφθασαν εδώ οι πρόσφυγες στεγάστηκαν σε 4.484 παράγκες, 6.390 οικογένειες! Σε κάθε παράγκα δηλαδή δυο ανδρόγυνα συστεγάζονται «εξασφαλίζοντας» το οικογενειακό τους άσυλο με μια διάτρητη κουβέρτα κρεμασμένη στη μέση…» |
Οι αναφορές αυτές είναι ενδεικτικές των δυσμενών συνθηκών στέγασης και των ελλείψεων σε υποδομές. (Κουτελάκης κ.α., 1991: 171).
Στα επόμενα 5 χρόνια η ΕΑΠ, προχώρησε σε συστηματικό σχεδιασμό της περιοχής, καθώς και ανέγερση κατοικιών (Παπαδοπούλου, 2006:7 ; Χίρσον, 2004: 114). Οι κατοικίες αυτές εντάσσονται σε διαφορετικούς αρχιτεκτονικούς τύπους όπως παρουσιάζονται στην ενότητα ΙΙΙ του παρόντος. Η αρχική φάση στέγασης (1924-1926) κάλυψε την περιοχή της οσίας Ξένης και του Αγ. Νικολάου (Χίρσον, 2004: 114). Την περίοδο 1925-1926 η δραστηριότητα της Ε.Α.Π. κορυφώθηκε διαμορφώνοντας την πλειονότητα των οικοδομικών τετραγώνων του συνοικισμού (Χίρσον, 2004: 115). Το 1927, κατόπιν δεύτερου διεθνούς δανείου, διαμορφώνεται η συνοικία Γερμανικά (ο.π.) Η τελευταία προσπάθεια στεγαστικής αποκατάστασης των προσφύγων στην περιοχή, χρονολογείται μεταξύ 1934 και 1935, με την κατασκευή πολυκατοικιών από το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας (Χίρσον, 2004, 116). Πρόκειται για τις πολυκατοικίες που κατεδαφίστηκαν, αφού κρίθηκαν ακατάλληλες μετά το σεισμό του 1981, αποδίδοντας το χώρο στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας «Ο Άγιος Παντελεήμων». Ανατρέχοντας στη δραστηριότητα της ΕΑΠ στην περιοχή της πρωτεύουσας την περίοδο 1926-1930, στο συνοικισμό της Κοκκινιάς κτίστηκαν συνολικά 5.584 κατοικίες (Λεοντίδου, 1989: 211). Στο βιβλίο «Πειραιάς και Συνοικισμοί» (Κουτελάκης, 1991: 172) αναφέρονται τα ονόματα των μηχανικών Διον. Κόκκινος και Αλεξ. Φατσέας, οι οποίοι εργάστηκαν για 4 χρόνια στο συνοικισμό με σκοπό την αποπεράτωση των προσφυγικών κατοικιών. Έκτοτε, ο συνοικισμός συνέχισε να επεκτείνεται μέσω παραχώρησης οικοπέδων (βλ. Εικ.1), όμως η ανέγερση της κατοικίας πραγματοποιούταν πια από τους ίδιους τους πρόσφυγες (Χίρσον, 2004: 116).
Όπως αναφέρει ο Μιχ. Λ. Ροδάς στα «Χρονικά της Νίκαιας (στο Παπαδοπούλου, 2003: 7) οι πρόσφυγες που αγόραζαν οι ίδιοι την κατοικία τους πλήρωναν το 1/10 της αξίας και χρεωλυτικώς με τόκο 8%. Σύμφωνα με τη μελέτη παραχωρητηρίων από το Τμήμα Κοινωνικής Αρωγής της Περιφέρειας Αττικής, διαπιστώθηκε ότι το ποσό διαφοροποιούταν ανάλογα με τον τύπο κατοικίας και κυμαινόταν από 18.000 έως 24.000 δρχ [1]. Εκτός από τις δυσμενείς συνθήκες στέγασης, ένα άλλο καίριο ζήτημα ήταν η σύνδεση της περιοχής με τον υπόλοιπο αστικό ιστό. Το θέμα απασχόλησε επί σειρά ετών την περιοχή, αφού σημαντικός αριθμός κατοίκων μετακινούταν καθημερινά εκτός συνοικισμού. Τελικά, το 1936, το Υπουργείο Συγκοινωνιών με την υπ.αρ. Πράξη 279/20-2-1936, ενέκρινε τη συγκοινωνία μεταξύ οδού Πειραιώς – Άσπρων Χωμάτων (συνοικία στη Νίκαια μεταξύ των οδών Ηπείρου, Π.Ράλλη, Θηβών, Παπαδοπούλου, 2003: 13, 56).
Γράφημα 1: Χάρτης Νίκαιας με επιμέρους τύπους αποκατάστασης, Τούση Ε., 2018, μελέτη αρχειακού υλικού Τεχνική Υπηρεσία Δήμου Νικαίας- Αγ.Ι.Ρέντη και Τμήμα Κοινωνικής Αρωγής, Περιφέρειας Αττικής, πηγή χάρτη- υποβάθρου Τεχνική Υπηρεσία Δήμου Νικαίας-Αγ.Ι. Ρέντη
Πηγή: Τούση Ε., 2018, μελέτη αρχειακού υλικού Τεχνική Υπηρεσία Δήμου Νικαίας- Αγ.Ι.Ρέντη και Τμήμα Κοινωνικής Αρωγής, Περιφέρειας Αττικής, πηγή χάρτη- υποβάθρου Τεχνική Υπηρεσία Δήμου Νικαίας-Αγ.Ι. Ρέντη
Όσον αφορά την αρχική κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού της Νίκαιας οι κάτοικοι προέρχονταν από διαφορετικές περιοχές της Μικράς Ασίας και ανήκαν σε διαφορετικά επίπεδα κοινωνικο-οικονομικής διαστρωμάτωσης (Παπαδοπούλου, 2003: 6; Χίρσον, 2004: 302). Δεδομένης της κοινωνικής και γεωγραφικής απομόνωσης του συνοικισμού, σταδιακά, αναπτύχθηκαν δίκτυα κοινωνικών σχέσεων, τα οποία ενισχύθηκαν με γάμους και πνευματικές συγγένειες. Σύμφωνα με τη Χίρσον (2004: 82) τα δίκτυα αυτά αφορούσαν κυρίως τους Μικρασιάτες, ενώ οι επαφές με τους Αρμενίους ήταν περιορισμένες. Επισημαίνεται όμως η αρμονική συνύπαρξη και ο αμοιβαίος σεβασμός (ο.π.). Οι κοινωνικές σχέσεις αντανακλώνταν στη χρήση του δημόσιου χώρου, στη μικροκλίμακα της πόλης. Ο συνειδητός χαρακτήρας της κοινωνικής αυτής αλληλεπίδρασης, εκτός από τις συνθήκες απομόνωσης, οφειλόταν και στην οργάνωση της Μικρασιατικής κοινωνίας σε επιμέρους συνοικίες με βάση την εθνικότητα του πληθυσμού (Χίρσον, 2004: 304 και 80-82 αρμένικη συνοικία, εβραϊκή, τουρκική, ελληνορθόδοξη κλπ [2] ). Το πλέγμα των σχέσεων αυτών, ενισχύθηκε και από την προικοδότηση των θυγατέρων, γεγονός που οδήγησε σε μια γυναικεία κυριαρχία στο γεωγραφικό χώρο. Έτσι, τα νοικοκυριά στα προσφυγικά είχαν συγγενικούς δεσμούς από την πλευρά της γυναίκας (matrilocal, μητροτοπία, Λεοντίδου, 1989: 246). Το σύστημα αυτών των καθημερινών σχέσεων ενισχυόταν από έναν ενδιάμεσο πολυ-λειτουργικό χώρο στα οικοδομικά τετράγωνα των προσφυγικών, που δήλωνε την ασάφεια των ορίων μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου και συγκρουόταν με τη λογική ενός κατηγορηματικού διαχωρισμού αυτών (Νικολαϊδου, 1991:83).
Η εγκατάσταση νέων κατοίκων μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε συνδυασμό με τις επεκτάσεις του σχεδίου πόλης, διαφοροποίησαν τις υπάρχουσες ισορροπίες, εξαλείφοντας σε κάποιο βαθμό τον κοινωνικό αποκλεισμό (Τούση, 2014: 316). Οι εσωτερικοί μετανάστες των δεκαετιών 1950 και 1960, κινήθηκαν στα όρια του οικισμού διευρύνοντάς τα παράλληλα, με την κατασκευή αυθαίρετων ισόγειων κατασκευών (ο.π.). Μετά τη δεκαετία του 1970 και την ακμή του συστήματος της αντιπαροχής στην περιοχή, ο αρχικός χαρακτήρας του προσφυγικού συνοικισμού αλλοιώνεται σημαντικά, τόσο εξαιτίας των αλλαγών που σημειώνονται στο δομημένο περιβάλλον όσο και στην υιοθέτηση νέων κοινωνικών προτύπων καθημερινής ζωής (ο.π.).
Η έλευση των Μικρασιατών προσφύγων οδήγησε σε εκτεταμένες απαλλοτριώσεις στην περιοχή. Ο προσφυγικός συνοικισμός ακολούθησε χάραξη Ιπποδάμειου συστήματος περιλαμβάνοντας τέσσερις διαφορετικούς τύπους οικοδομικών τετραγώνων (Γράφημα 2). Τα οικοδομικά τετράγωνα στην πλειονότητά τους σχεδιάστηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει κοινόχρηστος χώρος στο εσωτερικό τους και μια ή δυο πάροδοι. Σε ελάχιστες περιπτώσεις συναντώνται οικοδομικά τετράγωνα χωρίς παρόδους και κοινόχρηστο υπαίθριο χώρο.
Πηγή: Πρωτογενής έρευνα και μελέτη αρχειακού υλικού, Ε. Τούση, 2011 και 2014
Στην περιοχή, κατά την πρωτογενή έρευνα, εντοπίστηκαν τρεις βασικοί διαφορετικοί τύποι προσφυγικών κατοικιών, όπως απεικονίζονται στο γράφημα 3. Πρόκειται για ισόγειες και διώροφες κατασκευές, κεραμοσκεπείς, με μικρό εμβαδό. Ο επικρατέστερος τύπος είναι ο Ι α, που περιλαμβάνει επανάληψη τεσσάρων ίδιων μονάδων κατοικίας. Μεμονωμένα διάσπαρτα εντοπίζονται τα διώροφα συγκροτήματα (ΙΙ α και ΙΙ β), τα οποία είναι λιγότερα σε αριθμό.
Πηγή: Πρωτογενής έρευνα
Σημείωση: για τη διαμόρφωση του πίνακα πραγματοποιήθηκε μελέτη των αρχικών κτηματογραφικών διαγραμμάτων, επιβεβαίωση διαστάσεων /αποτύπωση υφιστάμενων κτισμάτων, αναγνώριση της θέσης των κτισμάτων στην περιοχή, φωτογραφική τεκμηρίωση και ψηφιακή σχεδίαση, Τούση Ε., 2011-2019
Όπως προέκυψε από τη μελέτη αρχειακού υλικού (αρχικές διανομές και κτηματογραφικά διαγράμματα, Τμήμα Αρωγής για Παραχωρητήρια Προσφύγων και Υπηρεσία Δόμησης Δήμου Νικαίας-Αγ.Ι. Ρέντη) και την επιτόπια έρευνα, κάθε οικοδομικό τετράγωνο στον προσφυγικό συνοικισμό της Νίκαιας, αποτελεί μια ξεχωριστή μελέτη περίπτωσης. Τα αίτια της πολυπλοκότητας αυτής θα πρέπει να αναζητηθούν στον αρχικό σχεδιασμό. Πηγή χάρτη: Τεχνική Υπηρεσία Δήμου Νικαίας-Αγ.Ι.Ρέντη, Τμήμα Τοπογραφικού, ίδια επεξεργασία Όπως απεικονίζεται στο απόσπασμα κτηματογραφικού διάγραμματος από το συνοικισμό της Νίκαιας, (Γράφημα 4), ο ενδιάμεσος χώρος στα ο.τ., σε πολλές περιπτώσεις, δεν ήταν εξ αρχής χαρακτηρισμένος ως κοινόχρηστος χώρος (Κ.Χ.) Μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις έφερε αρίθμηση ιδιοκτησίας και σχετική σήμανση, δηλώνοντας κατάτμηση και διαμοιρασμό ιδιοκτησιών (Γράφημα 5). Στην πλειονότητα των ο.τ., στο κέντρο τους, υπήρχαν παλαιές εγκαταστάσεις (πλυντήρια) οι οποίες αργότερα κατεδαφίστηκαν. Μετά την κατεδάφισή τους, πραγματοποιήθηκαν προσκυρώσεις (αναγκαστικές μεταβιβάσεις κυριότητας) με στόχο την εξασφάλιση αρτιότητας. Πηγή: Σύνθεση επιμέρους κτηματογραφικών διαγραμμάτων και επισήμανση χώρων κατόπιν μελέτης αρχειακού υλικού από Τμήμα Κοινωνικής Μέριμνας, Περιφέρειας Αττικής, ίδια επεξεργασία. Σύμφωνα με την επιτόπια έρευνα, τα προσφυγικά διαμερίσματα στον προσφυγικό πυρήνα της Νίκαιας, έχουν μικρό εμβαδό από 30 έως 60 τ.μ. και πολλές αυθαίρετες προσθήκες τόσο στο ίδιο το κτίσμα όσο και στον υπαίθριο κοινόχρηστο χώρο αλλά και στα πεζοδρόμια. Για την αρτιότητα των οικοπέδων, στον προσφυγικό πυρήνα της Νίκαιας, απαιτείται σύμφωνα με τους ισχύοντες όρους δόμησης, πρόσωπο οικοπέδου 6μ και συνολική επιφάνεια 110 τ.μ.. Οι νέες κατασκευές κινούνται σε σημαντικά μεγαλύτερο ύψος συγκριτικά με τα διώροφα ή ισόγεια προσφυγικά, δημιουργώντας μια ανομοιογενή μορφολογικά εικόνα, με σημαντικές επιπτώσεις στην περιβαλλοντική απόκριση των κτιρίων όπως ανεπιθύμητες αλληλοσκιάσεις, ανεπαρκής φυσικός φωτισμός και αερισμός. Η πλειονότητα των παλαιών προσφυγικών δεν έχει συντηρηθεί με αποτέλεσμα να έχει σοβαρές φθορές στο φέροντα οργανισμό. Οι κατεδαφίσεις των προσφυγικών συγκροτημάτων ήταν σπάνιες μέχρι την περίοδο 2018-2019 (δυο σε βάθος δέκα χρόνων). Τα τελευταία χρόνια (2019-2023) οι κατεδαφίσεις γίνονται πιο συχνές και αφορούν κυρίως ισόγεια προσφυγικά κτίσματα (Εικόνες 1 & 2). Τα προσφυγικά στη Συνοικία Γερμανικά [3], έχουν σε σημαντικό ποσοστό κατεδαφιστεί ενώ στους υπόλοιπους τύπους παρατηρείται μέτρια κατάσταση συντήρησης. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα εναπομείναντα προσφυγικά δεν έχουν ενταχθεί σε καθεστώς προστασίας/διατήρησης.Γράφημα 4: Περίπτωση ο.τ. 182 και 181. Στο ο.τ. 182 ο ενδιάμεσος χώρος έχει κατατμηθεί και φέρει αρίθμηση ιδιοκτησίας ενώ στην περίπτωση του ο.τ. 181 όχι.
Γράφημα 5: Ενδιάμεσοι υπαίθριοι χώροι στα ο.τ του προσφυγικού συνοικισμού της Νίκαιας, απεικόνιση χαρακτηρισμένων Κ.Χ. στις αρχικές διανομές και λοιπών περιπτώσεων
Σημερινή κατάσταση προσφυγικών κτισμάτων
Εικόνες 1 & 2: Πρόσφατες κατεδαφίσεις προσφυγικών
Πηγή: Έρευνα πεδίου Ε. Τούση 2021
Πηγή: Σύνθεση χάρτη με συνένωση επιμέρους φύλλων κτηματογράφησης. Επισήμανση των υφιστάμενων διώροφων προσφυγικών καθώς και όσων από αυτά κατεδαφίστηκαν. Παράθεση σκαριφημάτων κάτοψης των αρχιτεκτονικών αυτών τύπων, πρωτογενής έρευνα, αποτύπωση
Σύμφωνα με την πρωτογενή έρευνα, σε δυσμενέστερη κατάσταση βρίσκονται τα διώροφα προσφυγικά συγκροτήματα, τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν πολλά εγκαταλελειμμένα διαμερίσματα. Όπως φαίνεται στην Εικόνα 8 ελάχιστα τέτοιου τύπου συγκροτήματα έχουν κατεδαφιστεί, εκ των οποίων τα 4 εντάχθηκαν σε πρόγραμμα ανάπλασης του δήμου στη δεκαετία του 1990. Βασικό ζήτημα για τα προσφυγικά τύπου ΙΙ α, αποτελεί το πλήθος των κληρονόμων το οποίο λειτουργεί ανασταλτικά στη λήψη αποφάσεων. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι τμήματα των συγκροτημάτων ή και μεμονωμένα διαμερίσματα έχουν συντηρηθεί επαρκώς, συνυπάρχοντας με διαμερίσματα που έχουν αφεθεί σε πλήρη αποσύνθεση.
Σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιών κατοίκων (Τούση, 2014: 470), στη δεκαετία του 1980, τα διαμερίσματα του ορόφου στα προσφυγικά τύπου ΙΙ α, ήταν τα πρώτα που εγκαταλείφθηκαν. Το φαινόμενο αυτό συσχετίστηκε με την οριζόντια εξυπηρέτηση μέσω κοινόχρηστου εξωτερικού διαδρόμου, ο οποίος μείωνε σημαντικά την αίσθηση ιδιωτικότητας στα διαμερίσματα του ορόφου.
Ο αρχικός σχεδιασμός των ο.τ. εξασφάλισε την ύπαρξη ενδιάμεσου κοινόχρηστου χώρου, ο οποίος αποδείχτηκε ιδιαίτερα σημαντικός για την ανάπτυξη των κοινωνικών δικτύων στη μικροκλίμακα της πόλης. Με την πάροδο των ετών και κυρίως μετά τη δεκαετία του 1980, η κατεδάφιση των αρχικών συγκροτημάτων και η ανέγερση πολυκατοικιών μετέβαλαν σημαντικά την ποιότητα και το πλήθος των υπαίθριων χώρων στα ο.τ. Στη δεκαετία του 1990 αλλά και αργότερα οι ενδιάμεσοι αυτοί χώροι έχουν σε ορισμένα ο.τ. αναπλαστεί.
Το ιδιοκτησιακό καθεστώς στους χώρους αυτούς είναι εξαιρετικά πολύπλοκο, ειδικά στις περιπτώσεις πολλών κληρονόμων, σε χώρους που είχαν διανεμηθεί αρχικά σε πρόσφυγες, δικαιούχους της αποκατάστασης. Σήμερα, αρκετοί από τους χώρους αυτούς ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ σημαντικός αριθμός φέρεται να ανήκει σε άγνωστο ιδιοκτήτη. Ένα άλλο καίριο ζήτημα είναι οι αυθαίρετες επεκτάσεις επί αυτών των χώρων, ήδη από την αρχή συγκρότησης του συνοικισμού αλλά και διάφορες προσκυρώσεις που βρίσκονται ακόμη σε εκκρεμότητα. Σύμφωνα με στοιχεία από την έρευνα πεδίου στην περιοχή, παρατηρείται εκτός από τις αλλαγές στο πλήθος και την επιφάνειά των ενδιάμεσων χώρων και η σταδιακή αποδυνάμωση των κοινωνικών σχέσεων σε επίπεδο γειτονιάς.
Μνήμες από την αρχική συγκρότηση της περιοχής διατηρούνται μέσα από το ίδιο το όνομά της αλλά και μέσω της διατήρησης των αρχικών ονομάτων των οδών. Αναμφίβολα, η ύπαρξη των ίδιων των προσφυγικών σπιτιών – παρά τη σημαντική φθορά τους – και η διατήρηση των χαράξεων του αρχικού σχεδίου πόλης, αποτελούν στοιχεία σύνδεσης του παρόντος με το παρελθόν. Στον αρχικό προσφυγικό πυρήνα συναντάμε ονόματα οδών εμπνευσμένα από τοπωνύμια της Μ.Ασίας (Μενεμένη, Προύσα, Μαγνησία, Ικόνιο κλπ) αλλά και ονόματα προσώπων που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην προσφυγική αποκατάσταση όπως ο Χένρυ Μόργκεντάου [4], πρόεδρος του πρώτου διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (Γκιζελή, 1989: 162). Στην ανάλυση αυτή, οφείλουμε να αναφέρουμε και τα μνημεία που σχετίζονται με την ηρωική δράση των κατοίκων της Νίκαιας κατά τη διάρκεια της Αντίστασης. Πρόκειται για μνημεία, μεταλλικές πλακέτες και αγάλματα που σχετίζονται με το Μπλόκο της Κοκκινιάς που έλαβε χώρα στις 17 Αυγούστου 1944, το οποίο οδήγησε σε περίπου 8000 συλλήψεις (Μπλόκο Κοκκινιάς, 2004: 56) και περίπου 200 εκτελέσεις (Βόγλης, 2010: 160). Αρκετά ονόματα πλατειών όπως της Διαμάντως Κουμπάκη και της Αθηνάς Μαύρου στη Νεάπολη, φέρουν ονόματα αγωνιστών της Αντίστασης. Η μάντρα του παλιού ταπητουργείου όπου διαδραματίστηκαν τα δραματικά γεγονότα της 17ης Αυγούστου, αποτελεί σήμερα σύμβολο της Αντίστασης, ένας τόπος μνήμης στην περιοχή που φιλοξενεί εκθέσεις και εικαστικά δρώμενα (Εικόνα 3). Στην περιοχή λειτουργεί δημοτικό Μουσείο Εθνικής Αντίστασης με την υποστήριξη της Εταιρείας Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων (Ε.Δ.Ι.Α).
Πηγή: έρευνα πεδίου Ε. Τούση, 2022
Στοιχεία της άυλης και υλικής κληρονομιάς συμβάλουν στην χαρτογράφηση της ιστορίας της Νίκαιας, παρά τις αλλαγές που έχουν σημειωθεί τόσο στη σύνθεση του πληθυσμού όσο και στο δομημένο περιβάλλον. Τμήματα του αστικού ιστού διατηρούν τη σύνδεση με τον αρχικό σχεδιασμό τους δίνοντας στοιχεία για την αναπτυξιακή διαδρομή της πόλης. Κρίσιμο ζήτημα αποτελεί η έντονη φθορά των παλαιών προσφυγικών αλλά και η σταδιακή μείωση των ενδιάμεσων πολύ-λειτουργικών χώρων στα οικοδομικά τετράγωνα. Η ύπαρξη των χώρων αυτών σε συνδυασμό με τις παρόδους αλλά και τις διάσπαρτες πεζοδρομήσεις, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για δημιουργία πράσινου δικτύου ενώνοντας τους επιμέρους χώρους με υφιστάμενους πράσινους χώρους μεγαλύτερης κλίμακας, βελτιώνοντας σημαντικά την ποιότητα ζωής στην περιοχή.
Ειδικές ευχαριστίες στην κ.Γιαννάκη και τον κ.Θωμαϊδη, από την Περιφέρεια Αττικής -Τμήμα Κοινωνικής Μέριμνας, για την υποστήριξή τους στη μελέτη αρχειακού υλικού (χαρτογραφικό και έγγραφα παραχωρητητρίων). Θερμές ευχαριστίες στην κ.Λέκκα, η συμβολή και υποστήριξη της οποίας υπήρξε σημαντική καθ όλη τη διάρκεια της έρευνας. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τον κ.Γιώργο Βεράνη για την παροχή αρχειακού χαρτογραφικού υλικού για συγκεκριμένα οικοδομικά τετράγωνα (ο.τ. 159, 174) καθώς και την κ. Δέσποινα Τρίγκα για την υποστήριξή της, από πλευράς δήμου Νικαίας-Αγ.Ι.Ρέντη, δίνοντάς μου τη δυνατότητα να επισκεφθώ και να αποτυπώσω κατοικία στη συνοικία Γερμανικά. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω θερμά τις οικογένειες που διαμένουν στα προσφυγικά και συμμετείχαν στην έρευνά μου τόσο στο κομμάτι της ανάλυσης της κοινωνικής φυσιογνωμία της περιοχής όσο και στην αποτύπωση προσφυγικών κατοικιών.
[1] Μελέτη των υπ.αρ. παραχωρητηρίων οτ. 159 νο.1642 (αφορά ανώγειο σε διώροφο συγκρότημα), νο.12056 ισόγειο στο ο.τ. 159, νο. 14161 ο.τ. 79 ιδοκτησία υπ.αρ. 3 και 4 τίτλοι κυριότητας από Αγροτική Τράπεζα, ο.τ. 174 αρ. ιδιοκτησίας 31 νο. 6987, ο.τ. 174 αρ.ιδιοκτησίας 30 νο.16933,
[2] Συναφές υλικό στο ντοκιμαντερ Σμύρνη: Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης 1900-1922. Original title: Smyrna: The Destruction of a Cosmopolitan City – 1900-1922, Μαρία Ιλιού και Alexandros Kitroev
[3] Αναλυτικά για τη σημερινή κατάσταση στη συνοικία Γερμανικά στο Tousi E., Karadoulama K., Papaioannou I., Patsea A., Skrepi A., Spentza E., Voskos T., Zafeiropoulos G. (2023) Issues of Urban Conservation and Collective Memory. The case of the Asia Minor post-refugee urban neighborhood Germanika at Nikea, Piraeus, Greece. Journal of Sustainable Architecture and Civil Engineering, Kaunas University of Technology
Τούση, Ε. (2024) Αρχικές διανομές και σημερινή κατάσταση προσφυγικών κατοικιών και κοινόχρηστων χώρων στη Νίκαια Αττικής, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/προσφυγικές-κατοικίες-και-κοινόχρησ/ , DOI: 10.17902/20971.118
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Για να γραφτεί η ιστορία φαινομένων μαζικής και πολυκεντρικής παραγωγής κατοικίας, μιας παραγωγής που καθοδηγούν πολλές μικρές ή και μεσαίες ιδιωτικές δραστηριότητες —και όχι η κρατική μέριμνα ή μεγάλες κεφαλαιοκρατικές επενδύσεις—, η περιπτωσιολογία μπορεί να είναι χρήσιμη αλλά δεν επαρκεί. Αναμφίβολα, ελλείψει ενός συγκεντροποιημένου αρχείου, οι μελέτες περίπτωσης, ανοίγουν δρόμους για την κριτική προσέγγιση σημαντικών πτυχών τέτοιων φαινομένων. Ιστορικοί της αρχιτεκτονικής και της πόλης που εστιάζουν στην κατοικία, όπως οι Gaia Caramellino, Filippo de Pieri, και Yael Allweil έχουν επιχειρήσει τα τελευταία χρόνια τέτοιες ‘μικροϊστορικές’ προσεγγίσεις, καταδεικνύοντας τη ευρετική δύναμή τους (De Pieri 2013; Allweil 2017; Caramellino 2019: 294-315; Μelsens et al 2022). Για την ιστορία της παραγωγής κατοικίας αλλά και αστικού χώρου μέσω του αντιπραγματισμού της αντιπαροχής που επικράτησε στη μεταπολεμική Ελλάδα, εδραιώνοντας την Αθηναϊκή πολυκατοικία στον αστικό ιστό, έχει καταδειχθεί ότι οι μελέτες περίπτωσης ανατρέπουν κυρίαρχες θεωρήσεις όχι μόνο του φαινομένου, ως μιας υποτιθέμενα αποκλειστικά από-τα-κάτω, ανώνυμης διαδικασίας αλλά και γενικότερα της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής (Kalfa και Alifragkis 2022, Kalfa και Theodosis 2022).
Ωστόσο, η κατοικία είναι ένα ζήτημα ποσοτικό (Allweil 2022), Ο εντοπισμός των μοτίβων δράσης ενός εύρους «παραγωγών», αλλά και της χωρικής εξέλιξης οικιστικών φαινομένων όπως η πολυκατοικία της αντιπαροχής, είναι εφικτή μόνο μέσα από ποσοτικές, μακρό-ιστορικές καταγραφές. Σε αυτήν την κατεύθυνση, πολύπτυχες καταγραφές από Ομάδες Προφορικής Ιστορίας που δουλεύουν στη βάση της γειτονιάς ή της πόλης, εξιστορούν μια περισσότερο ολοκληρωμένη, συλλογική, και από από-τα-κάτω ιστορία [history from below] των σύνθετων μηχανισμών αστικοποίησης. Επιπλέον, άλλα εργαλεία, που έχουν δοκιμαστεί στην ιστορική μελέτη της ‘ανώνυμης’ αρχιτεκτονικής, όπως οι τυπολογικές αναλύσεις, έχουν εμπλουτίσει τη σχετική γνώση μας (Paschou 2008; Woditsch 2018).
Περισσότερο πρόσφατες προσεγγίσεις που αξιοποιούν μεγάλες ποσότητες δεδομένων και ανάλυσης και χαρτογράφησης αυτών με εργαλεία γεωπληροφορικής (GIS), προσφέρουν νέες, πολύτιμες, προοπτικές στην ερμηνεία μαζικών χωρικών, κοινωνικό-οικονομικών αλλά και τυπολογικών μετασχηματισμών. Η πρωτότυπη έρευνα που παρουσιάζεται εδώ, είναι ένα πρώιμο δείγμα των πολλαπλών δυνατοτήτων που προκύπτουν από τη γεωκωδικοποίηση και ανάλυση μιας σχετικά μεγάλης ποσότητας δεδομένων που αφορούν στη μεταπολεμική πολυκατοικία στην Αθήνα.
Βασική πηγή για αυτήν την ερευνητική προσπάθεια υπήρξαν οι δημοσιευμένες ‘εγκριθείσες άδειες ανέγερσης οικοδομών’, στις οικονομικές εφημερίδες Ναυτεμπορική και Εξπρές. Η έρευνα μελέτησε και αξιοποίησε τα δεδομένα των δημοσιευμένων σε αυτές τις δύο εφημερίδες αδειών για ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα, που αφορούσαν στο Πολεοδομικό Γραφείο Αθηνών και Προαστίων για τις χρονιές 1955, 1960, 1965 και 1970 [1] .
Πηγή: Προσωπικό αρχείο του Αριστείδη Ρωμανού. Η ψηφιοποίηση του αρνητικού (φιλμ) έγινε από τον Μπάμπη Λουϊζίδη στο Εργαστήριο Τεκμηρίωσης για την Αρχιτεκτονική και την Πόλη της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. Αναπαράγεται με άδεια της Μαρίας Ρωμανού.
Αν και η επιλογή των συγκεκριμένων ετών είναι βασικά αυθαίρετη —προκύπτοντας από τη διαπίστωση ότι το πρώτο πληρέστερο αρχείο εμφανίζεται το 1955, και η βάση της πενταετίας είναι μια ικανή χρονική απόσταση για να καταγραφούν συνέχειες και τομές—, επισημαίνεται ότι όλες οι χρονιές εμφανίζουν σχετική αύξηση στην παραγωγή πολυκατοικιών (Γράφημα 1 & 2)
Πηγή: Συνδυαστική εξέταση στοιχείων από: α. Επετηρίδες ΕΛΣΤΑΤ, β. αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές, γ. Στατιστική Υπηρεσία Υπουργείου Δημοσίων Έργων, δ. Εφημερίδα Το Βήμα, 5/9/1963
Πηγή: Συνδυαστική εξέταση στοιχείων από: α. Επετηρίδες ΕΛΣΤΑΤ, β. αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές, γ. Στατιστική Υπηρεσία Υπουργείου Δημοσίων Έργων, δ. Εφημερίδα Το Βήμα, 5/9/1963
Από το συνολικό αριθμό των 2.740 αδειών για πολυκατοικίες που δημοσιεύτηκαν τις τέσσερις αυτές χρονιές, 2.712 ήταν χαρτογραφήσιμες. Καταγράψαμε την ημερομηνία δημοσίευσής τους (συνηθέστερα, μια ή μερικές μέρες μετά από την ημερομηνία έκδοσης της άδειας), το όνομα αδείας (που αφορά είτε στην ιδιοκτησία που αναθέτει το έργο, είτε στον/ους κατασκευαστή/ές), τη διεύθυνση, και τα ονόματα των αρχιτεκτόνων ή πολιτικών μηχανικών που υπογράφουν τις άδειες. Στη συνέχεια, οι υπογράφοντες μηχανικοί εντοπίστηκαν στα μητρώα του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας, και καταγράψαμε επίσης την ειδικότητά τους (αρχιτέκτονας / πολιτικός μηχανικός) και το έτος απόκτησης της άδειας επαγγέλματος. Στοιχεία αναφορικά με το κόστος και τον όγκο της οικοδομής δεν απαντώνται σταθερά σε όλες τις δημοσιευμένες άδειες και για αυτό δεν λήφθηκαν υπόψη.
Στη διάρκεια αυτής της έρευνας έπρεπε να γίνουν ορισμένες παραδοχές. Πρώτα από όλα, κρίθηκε ότι τα όποια κενά/παραλείψεις στη δημοσίευση αδειών είναι τυχαία και συνεπώς δεν αλλοιώνεται η εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με τις τάσεις εξάπλωσης, το προφίλ των οικοδομικών επιχειρήσεων κλπ. Δεύτερον, στη μακροσκοπική εξέταση της εξάπλωσης των πολυκατοικιών (στην κλίμακα του λεκανοπεδίου της Αττικής, πλην Πειραιά) κρίθηκε ότι η διακριτή σήμανση των εγγραφών εκείνων για τις οποίες δεν είναι γνωστά στοιχεία για την ακριβή θέση του οικοδομήματος δεν είναι απαραίτητη. Για τις περιπτώσεις που δεν αναφέρεται ο αριθμός της οδού (507 περιπτώσεις, δηλ. περί το 18,7% του συνόλου των χαρτογραφημένων εγγραφών), η θέση ορίστηκε αυθαιρέτως στο μέσο της αναφερόμενης οδού, εκτός εάν αναφερόταν άλλο δηλωτικό θέσης επί της οδού (π.χ. ‘τέρμα Πατησίων’). Για τις εικοσιέξι περιπτώσεις (0,96% του συνόλου) στις οποίες γνωστή ήταν μόνο η περιοχή (π.χ. Λυσιατρείο), η θέση ορίστηκε κατ’ εκτίμηση εντός της αναφερόμενης περιοχής (π.χ. σε κεντρικές οδούς). Οι λίγες μετονομασίες που έγιναν σε διάφορες οδούς από το 1955 μέχρι σήμερα διασταυρώθηκαν μέσω βιβλιογραφικών πηγών και πληροφοριών που αναρτούν πρωτοβουλίες πολιτών ή οι διάφορες δημοτικές αρχές στο διαδίκτυο [2].
Τρίτον, υποθέτουμε ότι η χαρτογράφηση των δεδομένων από τις ‘εγκριθείσες άδειες’ μπορεί να αποδώσει αρκετά καλά την πραγματική εξέλιξη του δομημένου περιβάλλοντος, παρότι κάποιες από τις ‘εγκριθείσες άδειες’ ενδέχεται να μην οικοδομήθηκαν ποτέ. Θεωρoύμε ότι, όπως προτείνουν οι επετηρίδες της ΕΛΣΤΑΤ, ‘αι πραγματικαί αποπερατώσεις δεν απέχουσι των εκδοθεισών αδειών’ (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας, 1954: 92). Εξάλλου, όπως φαίνεται στον χάρτη 1, η γεωγραφική διασπορά των πολυκατοικιών που καταγράψαμε, συμφωνεί με τις αποτυπώσεις του Γραφείου Δοξιάδη, το 1973, για το Χωροταξικό Σχέδιο και Πρόγραμμα Περιοχής Πρωτευούσης (Γραφείο Δοξιάδη, 1976).
Πηγή: Γραφείο Δοξιάδη, 1976; ανασχεδιασμός από την Κ. Κάλφα.
Τέλος, κάναμε υποθέσεις σχετικά με τους μηχανισμούς παραγωγής και τρόπους χρηματοδότησης των διαφόρων πολυκατοικιών, μέσω έρευνας σε άλλους τομείς, καθώς το αρχείο ‘εγκεκριμένων αδειών’ δεν επέτρεπε σαφή συμπεράσματα. Συγκεκριμένα, η διασταύρωση των δεδομένων του παραχθέντος αρχείου αφενός με προφορικές μαρτυρίες, αφετέρου με την έρευνα σε σχετικές αγγελίες και διαφημίσεις οικοδομικών επιχειρήσεων της περιόδου, επιτρέπει την κατάταξη των εγγραφών σε «πιθανά ναι» (αντιπαροχή) και «άγνωστο» [3].
Η μεταπολεμική εξάπλωση της πολυκατοικίας στον πολεοδομικό ιστό της Αθήνας ακολούθησε τις κατευθύνσεις που είχαν χαραχθεί κατά την πρώτη εμφάνιση του κτιριακού τύπου στην περίοδο 1925-1941. Ειδικότερα, η πύκνωση σε κεντρικές και περιζήτητες περιοχές και συγκεκριμένα, στο τόξο που είχε επισημάνει ο Μανόλης Μαρμαράς για τη γεωγραφική διασπορά της αστικής πολυκατοικίας του μεσοπολέμου, οριζόμενο από τις οδούς Βασ.Κωνσταντίνου-Βασ.Σοφίας-Πανεπιστημίου-Πατησίων (Μαρμαρας, 1991:113), αντανακλούσε αλλά και επέτεινε τον χωροκοινωνικό διαχωρισμό της Αθήνας, ήδη εγκατεστημένο από τα μέσα του 19ου αιώνα μεταξύ ανατολικών και δυτικών συνοικιών με όριο τον νοητό άξονα Αιόλου-Πατησίων (Καρύδης, 2015) (Χάρτης 2α)
Πηγή: Αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές
Πράγματι, σε αντίθεση με την εκτεταμένη ανατολική ανάπτυξη, η δυτική ανάπτυξη παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό περιορισμένη στον άξονα της λεωφόρου Αχαρνών μέχρι το 1965, όταν παρουσιάστηκε μια γραμμική επέκταση των πολυκατοικιών κατά μήκος της Λιοσίων (Χάρτης 2β).
Πηγή: Αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές
Οι χάρτες ανέδειξαν επίσης ότι η ανάπτυξη του τομέα των πολυκατοικιών καθοδηγείται όχι μόνο από τις πρωτοβουλίες των διαφόρων μικρών ιδιοκτητών γης και των μικρών κατασκευαστικών επιχειρήσεων στην ελεύθερη αγορά, όπως ίσως αναμένεται, αλλά και από κρατικές παρεμβάσεις στη βάση των προαναφερθεισών ανισομερών αναπτυξιακών κατευθύνσεων, οι οποίες, αυτονόητα, διαμόρφωσαν τις τιμές της γης στην πόλη (Χάρτης 3 και 4). Χαρακτηριστική είναι η στρατηγική χωροθέτηση τόσο του Χίλτον Αθηνών όσο και της Αμερικανικής Πρεσβείας στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, στα τέλη του 1950, αρχές 1960, που λειτούργησαν ως κτίρια-σύμβολα της εισαγωγής στη χώρα της Αμερικανικής καταναλωτικής κουλτούρας και των νέων στεγαστικών προτύπων της μεσαίας τάξης (Wharton, 2004) , και πυροδότησαν την ανάπτυξη πολυκατοικιών στην άμεση περιοχή. Αυτές οι αναπτύξεις έβαλαν τέλος σε σχεδιασμούς κοινωνικής στέγασης στην περιοχή, όπως η σχεδιαζόμενη παροχή οικοπέδου, κρατικής ιδιοκτησίας, στην οδό Ραβινέ (Χίλτον) για τη στέγαση σαράντα οικογενειών αστέγων δημοσίων υπαλλήλων, το οποίο αντίθετα αξιοποιήθηκε παρανόμως από ιδιώτες—μεταξύ των οποίων ο τότε Υφυπουργός Οικισμού Εμμανουήλ Κεφαλογιάννης—, το 1959, μέσω του μηχανισμού της αντιπαροχής (εφημερίδα Μακεδονία, 1961).
Πηγή: Υπουργείο Δημοσίων Έργων, Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθηνών, 1965
Πηγή: Υπουργείο Δημοσίων Έργων, Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθηνών, 1965
H μεταπολεμική ανάπτυξη παρέμεινε, κατά κύριο λόγο, γραμμική κατά μήκος κεντρικών λεωφόρων ή οδών κομβικής σημασίας, όπου η προσβασιμότητα και ορατότητα αύξανε την ζήτηση για εντατικότερη εκμετάλλευσή της γης αλλά και βέβαια όπου η ανάπτυξη καθορίστηκε και από τις κείμενες διατάξεις (ειδικά ΓΟΚ 1955 και Β.Δ. 30-08-1955 «Περί όρων δομήσεως εν Αθήναις», ΦΕΚ 249/Α/1955) βάσει των οποίων, μεγαλύτερο πλάτος οδού επέτρεπε μεγαλύτερο ύψος οικοδομής επί της γραμμής δόμησης. Η εξάπλωση και επικράτηση των πολυκατοικιών προς νότο, είναι χαρακτηριστική για το πώς η Λεωφόρος Συγγρού, η χάραξη της οποίας έγινε, όπως είναι γνωστό, στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώνοντας την Αθήνα με τις μεγαλοαστικές «εξοχές» της, τα Φάληρα (Παλαιό και Νέο), «καθοδήγησε» την ανάπτυξη των πολυκατοικιών στις γειτονικές περιοχές: από την περιοχή Μακρυγιάννη (η οποία επισημαίνεται από τον Μαρμαρά ως περιοχή συγκέντρωσης πολυκατοικιών κατά τον μεσοπόλεμο, 1991, 126), η ανάπτυξη συνεχίζει στο Κουκάκι, Κυνοσάργους, Νέο Κόσμο, και κατευθύνεται προς το νότο ακολουθώντας τον άξονα της λεωφόρου στη Νέα Σμύρνη, την Καλλιθέα, τις Τζιτζιφιές.
Η εντατική «πολυκατοικιοποίηση» της Καλλιθέας το 1965 (μέχρι την οδό Μπουμπουλίνας και Περικλέους προς νότο, δηλαδή τις περιοχές Αγ. Ελεούσα και Ρεβελάκι), και της Ν.Σμύρνης το 1970, αντανακλούν αυτή τη δυναμική της γραμμικής ανάπτυξης. Αυτή όμως η δυναμική ενισχύθηκε από σειρά αναπτυξιακών εξαγγελιών και επίσημων χωρικών πολιτικών, όπως οι εξαγγελίες για τον «θάνατο στην παράγκα» και τον διωγμό των κατοίκων προσφυγικών συνοικισμών (Μυωφά & Παπαδιάς 2016, Λεοντίδου 2017, χάρτης 1), ή περί γενικής αύξησης συντελεστών δόμησης (που εμφανίζονται και στο Ρυθμιστικό του 1965, Σαρηγιάννης 2010) αλλά και αργότερα, διάφοροι σχεδιασμοί ανάπτυξης και εξωραϊσμού [4].
Αποφάσεις που λαμβάνονταν σε επίπεδο Νομάρχη ή Δημάρχου ρύθμιζαν επίσης την αγορά. Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί σχετικά ότι η έρευνά μας στην Πολεοδομία Καλλιθέας αποκάλυψε ότι ενώ το ισχύον διάταγμα (Β.Δ. «Περί ανώτατου ύψους οικοδομών και μεγίστου συντελεστού εκμεταλλεύσεως οικοπέδων εις τμήμα του λεκανοπεδίου Αττικής», ΦΕΚ 86Δ/24-6-1960), ορίζει ως μέγιστο αριθμό ορόφων τους τέσσερις, εντοπίζονται άδειες (του 1964 αλλά και του 1965) με 5όροφες οικοδομές και μάλιστα σε μια από αυτές σημειώνεται «5όροφη με πρόβλεψη ορόφου». Αν και δεν ήταν δυνατό να εντοπιστεί η απόφαση που επέτρεπε τέτοιες ρυθμίσεις, τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι οι ιδιωτικές κερδοσκοπικές πρωτοβουλίες στον τομέα των πολυκατοικιών μπορούσαν να συγκεντρώνονται μόνο σε περιοχές που καθορίζονταν από ευνοϊκές αναπτυξιακές συνθήκες, τις οποίες ακολουθούσαν και, ταυτόχρονα, διαμόρφωναν.
Σε ό, τι αφορά στην διασπορά των πολυκατοικιών για τις οποίες εκτιμούμε ότι έγιναν με το σύστημα της αντιπαροχής, διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση τέτοια ώστε να διαμορφώνει ξεκάθαρα «περιοχές της αντιπαροχής»— εκτός από μια μικρή διαφοροποίηση στα πρώτα χρόνια κυρίως σε κεντρικές περιοχές της μεσαίας τάξης, όπως η Πλατεία Αμερικής, η Κυψέλη, τα Πατήσια και οι Αμπελόκηποι, όπου φαίνεται ότι η αντιπαροχή ευδοκίμησε περισσότερο από ό, τι στις αστικές περιοχές, όπως η Μακρυγιάννη, το Κολωνάκι και η λεωφόρος Κηφισίας (Χάρτες 5α, 5β, 5γ και Πίνακας 1). Αυτές οι χαρτογραφήσεις λειτουργούν, συνεπώς, ως μια σαφής οπτικοποίηση της επιτυχίας ολόκληρου του συστήματος της αντιπαροχής, το οποίο δεν αντιμετώπισε ουσιαστικά εμπόδια στην πρόσβαση σε οικόπεδα-φιλέτα σε εμπορικά σημεία της πόλης.
Πηγή: Αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές
Πηγή: Αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές Πηγή: Αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές Πηγή: Συνδυαστική εξέταση στοιχείων από: α. Επετηρίδες ΕΛΣΤΑΤ, β. αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές, γ. Στατιστική Υπηρεσία Υπουργείου Δημοσίων Έργων, δ. Εφημερίδα Το Βήμα, 5/9/1963 Το αρχείο που έχει προκύψει επιτρέπει την εξαγωγή επιπλέον συμπερασμάτων, πέρα από αυτά που σχετίζονται με τη γεωγραφική διασπορά των οικοδομών: μας επιτρέπει να γνωρίσουμε τους βασικούς «παίκτες» στην Αθηναϊκή αγορά της πολυκατοικίας ανά χρονιά (σαν «φωτογραφία της στιγμής»), αλλά και να οδηγηθούμε σε υποθέσεις σχετικά με τη διαχρονική δράση τους. Απομονώνοντας ειδικά τις εγγραφές που αφορούν στις πιθανές πολυκατοικίες της αντιπαροχής (1.215 άδειες στο σύνολο των 2.712 χαρτογραφημένων πολυκατοικιών, δηλαδή το 44,8%), διαπιστώνουμε ότι αυτές εκδόθηκαν από 940 επιχειρήσεις/κατασκευαστές. Ως εκ τούτου, προκύπτει ένα μέσο προϊόν 1,3 πολυκατοικία για κάθε κατασκευαστή, ενώ ανά χρονιά δεν ξεπέρασε το 1,27, δεδομένα που καταδεικνύουν ότι σε 15 χρόνια δεν μοιάζει να αναπτύσσεται κάποια συγκεντροποίηση στον κλάδο και τεκμηριώνει την εντύπωση που υπάρχει για αυτό το θέμα [5]. Διαπιστώθηκε επίσης ότι από τις 940 οικοδομικές επιχειρήσεις της αντιπαροχής, οι 194 ήταν οι πιο δραστήριες (2 έως 5 άδειες διαχρονικά, με εξαίρεση τους «Ο.Ε. Σεμιτέλος Σ., Ζησιάδης Α. και Σία» με 6 άδειες και «Αφοί Μπουγιούρη» με 7 άδειες από το 1955 έως το 1970), παράγοντας το 18,4% του συνολικού προϊόντος (499 στις 2.712 χαρτογραφημένες άδειες). Ανά έτος, το ποσοστό των δραστήριων επιχειρήσεων επί του συνόλου των επιχειρήσεων σε πιθανές αντιπαροχές δεν υπερέβη το 23,31% (ποσοστό του 1960) και το παραγόμενο προϊόν αυτών των επιχειρήσεων δεν υπερέβη το 18,16% (1960) του συνόλου των χαρτογραφημένων αδειών έτους (πιθανές αντιπαροχές και μη), εμφανίζοντας μάλιστα μια εικόνα σταθεροποίησης προς τη συμμετοχή περισσότερων «παικτών» με ελάχιστη παραγωγή (1 άδεια) από το 1965 και έπειτα (Γράφημα 3). Πηγή: Συνδυαστική εξέταση στοιχείων από: α. Επετηρίδες ΕΛΣΤΑΤ, β. αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές, γ. Στατιστική Υπηρεσία Υπουργείου Δημοσίων Έργων, δ. Εφημερίδα Το Βήμα, 5/9/1963 Σε ό, τι αφορά στην πείρα αυτών των επιχειρήσεων, το φαινόμενο μιας σταθερής διαρκούς διαχρονικής παρουσίας είναι εξαιρετικά σπάνιο και κυριαρχεί το ίδιο μοτίβο κατακερματισμού. Πέντε μόνο από τις 194 επιχειρήσεις εμφανίζονται να δραστηριοποιούνται και στις τέσσερις χρονιές, ή στις τρεις από αυτές. Ακόμα λιγότερες επιχειρήσεις είχαν εδραιωθεί καιρό πριν την εντοπισμένη παραγωγή των πολυκατοικιών τους, όπως οι «Αφοί Ν. και Ι. Μπουγιούρη» (με 7 άδειες συνολικά) και «Τεχνική Ομόρρυθμος Εταιρία Β. και Τζ.Χανιώτης-Κ.Καθρέπτης» (με 4 άδειες), οι οποίες εντοπίζονται σε αγγελίες ήδη από τη δεκαετία του 1930 αλλά και στις σχετικές μεσοπολεμικές λίστες που κατήρτισε ο Μ. Μαρμαράς (2012, 240-280) [6]. Όπως προαναφέρθηκε, ο κανόνας είναι μια μάλλον συγκυριακή και ευκαιριακή ανάπτυξη για τη μέση επιχείρηση. Συνοψίζοντας τα παραπάνω τεκμήρια συμπεραίνουμε ότι, τουλάχιστον για την υπό μελέτη περίοδο, η παραγωγή και το κέρδος της οικοδομής, όπως διαμορφώθηκε από το σύστημα της αντιπαροχής, μοιράστηκε σε πολλά χέρια επιχειρηματικά, σε μια κλίμακα παραγωγής προϊόντος ανά επιχείρηση πολύ μικρότερη από τα μεγάλα επενδυτικά πρότζεκτ που εμφανίζονται την ίδια περίοδο στην Ευρώπη και αλλού [7]. Έχει επίσης ενδιαφέρον να σταθούμε ιδιαίτερα στην επαγγελματική κατάρτιση των περισσότερο δραστήριων κατασκευαστών της αντιπαροχής. Είναι αποκαλυπτικό ότι ένα σημαντικό μέρος (πάνω από το 1/3) έχουν τουλάχιστον ένα μέτοχο μηχανικό ΑΕΙ (πολιτικοί μηχανικοί κατά πλειοψηφία, τα 5/6 εξ αυτών), που υπογράφει και την άδεια [8]. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι, σε ό,τι αφορά στις υπογραφές αδειών, η σχέση άδειες με υπογραφή αρχιτέκτονα/σύνολο αδειών είναι ίδια τόσο στις πιθανές αντιπαροχές όσο και στο σύνολο των χαρτογραφημένων αδειών (και στις δύο περιπτώσεις οι άδειες με υπογραφή αρχιτέκτονα είναι ¼ του συνόλου) [9]. Το ίδιο ισχύει και στους απόλυτους αριθμούς μηχανικών (και όχι υπογραφών αδειών), όπου ο λόγος πολιτικών μηχανικών προς αρχιτέκτονες είναι ίδιος στο σύνολο των χαρτογραφημένων αδειών και στις πιθανές άδειες πολυκατοικιών της αντιπαροχής (=3) [10]. Οι σχέσεις αυτές καταδεικνύουν ότι πρώτον, αρχιτέκτονες και μηχανικοί ήταν υπολογίσιμη δύναμη, παρότι μειοψηφική, στην αντιπαροχή, έναν τομέα όπου συχνά θεωρείται ότι δρούσαν μόνο ανεκπαίδευτοι εργολάβοι και δεύτερον, ότι η υποτιθέμενη κυριαρχία των πολιτικών μηχανικών σε σχέση με τους αρχιτέκτονες στις άδειες πολυκατοικιών είναι κατά βάση μια παρανόηση. Στην πραγματικότητα, οι πολιτικοί μηχανικοί ούτως ή άλλως υπερείχαν αριθμητικά σε σχέση με τους αρχιτέκτονες στην περίοδο 1945-1970, και άρα η αριθμητική τους υπεροχή στην υπογραφή αδειών πολυκατοικιών δεν συνεπάγεται την κυριαρχία τους ειδικά στον τομέα αυτόν [11]. Σε αυτό σημείο θα πρέπει να επισημανθεί ότι η «συμμετοχή» τόσο των αρχιτεκτόνων όσο και τον πολιτικών μηχανικών, στην οποία αναφερόμαστε εδώ, μετριέται μόνο με βάση τις υπογραφές αδειών, χωρίς να μπορούμε να μετρήσουμε τον βαθμό πραγματικής εμπλοκής στη σύνταξη των σχεδίων ή, ακόμα λιγότερο, στην επίβλεψη του τελικού προϊόντος: σύμφωνα με τον Γεώργιο Σαρηγιάννη, σε αδημοσίευτο σημείωμά του για τις εμπειρίες του πολιτικού μηχανικού Μαρίνου Σαρηγιάννη ως προϊσταμένου στο Τμήμα Στατικού Ελέγχου στο Πολεοδομικό Γραφείο Αθηνών και Προαστείων, τη δεκαετία 1950-1960, υπήρχαν και περιπτώσεις όπου οι εργολάβοι/κατασκευαστές «νοίκιαζαν την σφραγίδα και την υπογραφή ενός διπλωματούχου του ΕΜΠ ο οποίος ούτε τα σχέδια έβλεπε, ούτε ήξερε πού ήταν η οικοδομή» [12]. Συγκρίνοντας τώρα την «παραγωγικότητα» (αριθμός αδειών) των δύο πιο δραστήριων αρχιτεκτόνων με αυτήν των δύο πιο δραστήριων πολιτικών μηχανικών, διαπιστώνουμε ότι είναι το ίδιο μεγάλη (είκοσι και δεκαεπτά άδειες για τους δύο πιο δραστήριους αρχιτέκτονες, είκοσι επτά και δεκαεπτά άδειες για τους δύο πιο δραστήριους πολιτικούς μηχανικούς) [13]. Συνεπώς, στο βαθμό που τους αναλογεί, η συμμετοχή αρχιτεκτόνων στην έκδοση αδειών δεν υστερεί ουσιαστικά αυτής των πολιτικών μηχανικών. Ούτε και εμφανίζεται κάποιο μοτίβο γεωγραφικής κυριαρχίας, εκτός από το 1955, οπότε το ανατολικό τμήμα της ανάπτυξης και ειδικά η Αχαρνών «κυριαρχείται» από (σχετικά νέους) πολιτικούς μηχανικούς, σε αντίθεση με περιοχές όπως το Κολωνάκι όπου στις υπογραφές αδειών πολυκατοικιών κυριαρχούν πιο έμπειροι αρχιτέκτονες (Χάρτες 6α και 6β).Χάρτης 5β: Πολυκατοικίες που πιθανόν κατασκευάστηκαν μέσω αντιπαροχής (δεξιά) και ανεπιβεβαίωτες περιπτώσεις (αριστερά) στον Δήμο Αθηναίων (1955, 1960, 1965, 1970).
Χάρτης 5γ: Πολυκατοικίες που πιθανόν κατασκευάστηκαν μέσω αντιπαροχής (δεξιά) και ανεπιβεβαίωτες περιπτώσεις (αριστερά) σε Αθήνα και προάστια (1955, 1960, 1965, 1970).
Πίνακας 1: Συγκέντρωση πολυκατοικιών της αντιπαροχής (περισσότερες από δέκα άδειες) ανά περιοχή/προάστιο της πόλης.
Βασικοί «παίκτες»
Γράφημα 3: Δραστήριες επιχειρήσεις της αντιπαροχής και παραγόμενο προϊόν
Μια ‘αρχιτεκτονική’ χωρίς αρχιτέκτονες;
Πηγή: Αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές
Πηγή: Αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές
Για την εμπειρία (αρχιτεκτόνων και πολιτικών μηχανικών μαζί), αξίζει να παρατηρηθεί παρενθετικά ότι αθροιστικά, για όλες τις χρονιές που μελετήθηκαν, εμφανίζεται μια σαφής γεωγραφική διάκριση ανάμεσα σε «έμπειρους» μηχανικούς (οι οποίοι ορίζονται ως αρχιτέκτονες ή πολιτικοί μηχανικοί, που έχουν λάβει την άδεια άσκησης επαγγέλματος προ 25ετίας και άνω, μετρώντας από την κάθε χρονιά που μελετήσαμε και πίσω) και «άπειρους» μηχανικούς (οι οποίοι ορίζονται ως οι μηχανικοί που έχουν λάβει την άδεια άσκησης εντός της τελευταίας δεκαετίας, μετρώντας από την κάθε χρονιά και πίσω). Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι οι έμπειροι μηχανικοί διατηρούν σταθερά το πλεονέκτημα να εκδίδουν άδειες πολυκατοικιών στις προνομιακότερες θέσεις της πόλης (Κολωνάκι, Σύνταγμα, στον άξονα της Πατησίων και της Συγγρού, Πανόρμου, κλπ) ενώ η μεγάλη μάζα των λιγότερων έμπειρων μηχανικών κινείται περιφερειακά, στις γειτονιές, και επί λιγότερο κεντρικών δρόμων, παρά το ότι, βέβαια, δεν μοιάζει να αποκλείονται και από τις κεντρικές θέσεις. Γίνεται λοιπόν ξεκάθαρο ότι την εξάπλωση της πολυκατοικίας την καθοδήγησαν σταθερά νέοι, άπειροι, μηχανικοί, οι οποίοι θα ήταν και οι πιο «φθηνοί» εργαζόμενοι, βασικό κριτήριο για κάθε κατασκευαστική επιχείρηση που δραστηριοποιούταν στον τομέα (Χάρτης 7).
Πηγή: Αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές
Ωστόσο , παρά την παρατηρούμενη διαστρωμάτωση, μεταξύ ενός μικρού αριθμού αναγνωρισμένων αρχιτεκτόνων που κατά κανόνα δεν δούλευαν με αντιπαροχές ή έστω δούλευαν σε πολυκατοικίες σε προνομιακές θέσεις στην πόλη και των υπολοίπων, οι αρχιτέκτονες έπαιξαν σημαντικό ρόλο, θα λέγαμε ισάξιο με τους πολιτικούς μηχανικούς, στην «πιάτσα» της πολυκατοικίας γενικά αλλά και της πολυκατοικίας της αντιπαροχής ειδικότερα [14]. Αυτές οι διαπιστώσεις εμπλουτίζουν την ιστορία όχι μόνο του φαινομένου της Αθηναϊκής πολυκατοικίας και της ιδιότυπης αστικοποίησης που διαμόρφωσε —το οποίο συχνότερα θεωρείται ως ένα «αυθόρμητο», από-τα-κάτω προϊόν, «σχεδιασμένο από μη-αρχιτέκτονες και μηχανικούς» (όπως προτείνεται από διακεκριμένους μελετητές όπως ο Kenneth Frampton· Frampton στο Theocharopoulou, 2022:7)—, αλλά και την ιστορία του αρχιτεκτονικού επαγγέλματος στη χώρα. Μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα την υποτιθέμενη ‘αποτυχία’ της ελληνικής αρχιτεκτονικής να αφήσει το στίγμα της στο κτισμένο περιβάλλον της χώρας. Όπως έχει συζητηθεί αλλού (Kalfa 2022; Kalfa και Theodosis 2022), η επιτυχία της αντιπαροχής εξαρτιόταν από συγκεκριμένα κριτήρια που διαμόρφωσαν την πολυκατοικία ως έναν συνηθισμένο τύπο κτιρίου, υποτάσσοντας οποιαδήποτε ‘βούληση για’ αρχιτεκτονική στους κανόνες μιας ιδιότυπης αγοράς, ενώ την ίδια στιγμή επέτρεπε στους Έλληνες τεχνικούς να απολαμβάνουν το πλεονέκτημα της αξιοποίησης του οικοδομικού οργασμού στη χώρα.
Η γεωγραφική διασπορά της παραγωγής κάθε κατασκευαστικής εταιρείας επιβεβαιώνει ότι η Αθηναϊκή αγορά ακινήτων, διαμορφωμένη από την αντιπαροχή, φιλοξένησε πολλαπλές, συχνά αποκλίνουσες, στρατηγικές. Αν και δεν έχουμε ακόμα προχωρήσει σε μια ποσοτική μελέτη για να καταλήξουμε με βεβαιότητα αν το κυρίαρχο μοτίβο είναι το προϊόν των κατασκευαστικών επιχειρήσεων να καλύπτει τη συνολική έκταση διασποράς των πολυκατοικιών σε ένα δεδομένο έτος ή αν οι εργολάβοι/κατασκευαστές λειτουργούσαν τοπικά ως ‘εργολάβοι περιοχής’ (ενεργοί, δηλαδή, σε συγκεκριμένες γειτονιές μέσω δικτύων προσωπικών επαφών, χρησιμοποιώντας συχνά τα γειτονιακά καφενεία ως γραφεία τους, όπως εξηγεί η Μαρία Μαντουβάλου στο Alifragkis και Kalfa 2021), είμαστε βέβαιοι ότι και τα δύο μοντέλα ήταν σε λειτουργία. Για παράδειγμα οι δύο επιτυχημένες επιχειρήσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω οι «Αφοί Ν. και Ι. Μπουγιούρη» και η «Τεχνική Ομόρρυθμος Εταιρία Β. και Τζ.Χανιώτης-Κ.Καθρέπτης» έδρασαν ως «εργολάβοι περιοχής»: μεταξύ 1931-1970, η γεωγραφική διασπορά των πολυκατοικιών και των δύο αυτών επιχειρήσεων περιορίστηκε μεταξύ Ομονοίας και Πλατεία Κολιάτσου (Ευγ.Καραβία) στον άξονα βορρά-νότου και μεταξύ Πλατεία Καραϊσκάκη (μετρό Μεταξουργείο) και Πλατεία Κανάρη (Πλατεία Κυψέλης) στον άξονα ανατολής-δύσης [15]. Από την άλλη, άλλοι, εξαιρετικά επιτυχημένοι κατασκευαστές, παρήγαγαν σε ένα εντυπωσιακό γεωγραφικό εύρος από το Μαρούσι, το κέντρο, ως την Καλλιθέα, το Καλαμάκι και το Παλαιό Φάληρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Δημοσθένης Κάκκαβας, ο οποίος εξελίχθηκε σε ονομαστό κατασκευαστή πολυκατοικιών της αντιπαροχής [16].
Μελετώντας τις επιχειρήσεις Κάκκαβα σε σύγκριση με μια άλλη το ίδιο επιτυχημένη κατασκευαστική εταιρία πολυκατοικιών της αντιπαροχής, της ίδιας περιόδου, την «Οικοδομική και Κτηματική Επιχείρηση Χαϊμαλάς-Γλυνός [αναφέρεται και Γληνός]» μπορούμε να οδηγηθούμε σε ορισμένα πρωταρχικά, αλλά ενδιαφέροντα, συμπεράσματα [17]. Ας σημειωθεί ότι ούτε ο Κάκκαβας ούτε οι Χαϊμαλάς και Γλυνός εντοπίζονται στα μητρώα του ΤΕΕ της περιόδου και συνεπώς συμπεραίνουμε ότι δεν υπήρξαν οι ίδιοι μηχανικοί ΑΕΙ. Για τον Κάκκαβα καταγράφονται είκοσι πολυκατοικίες μεταξύ 1965-1971, διασπαρμένες κατά τα μοτίβα διασποράς που παρατηρούμε στις χαρτογραφήσεις, ενώ για τους «Χαϊμαλά-Γλυνό» ισχύει η δράση σε συγκεκριμένη περιοχή (Πατήσια-Κυψέλη-Άγιος Ελευθέριος) (Χάρτης 8) [18].
Πηγή: Αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές
Εστιάζοντας στις πολυκατοικίες τους, της περιόδου 1965-1970, δεν παρατηρούνται τυπο-μορφολογικές αναγνωρίσιμες διαφορές μεταξύ των δύο κατασκευαστικών εταιρειών—εκτός από το ότι ο όγκος των πολυκατοικιών των Χαϊμαλά-Γλυνού είναι κατά κανόνα μικρότερος. Για ακόμα μια φορά, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η πολυκατοικία, ως κτηριακός τύπος, διαμορφώνεται όχι τόσο από μεμονωμένες στιλιστικές προτιμήσεις όσο από τους «νόμους» της κερδοσκοπίας, ακόμα και αν αυτοί εγγράφονται στις τάσεις, τα γούστα και τους ισχύοντες κανονισμούς (ΓΟΚ) κάθε περιόδου (εν προκειμένω: ρετιρέ, τεχνική του «αρτιφισιέλ» στα επιχρίσματα, χρωματισμοί στις αποχρώσεις του μπεζ και της ώχρας, συνεχή, κατά κανόνα, μπαλκόνια, το στηθαίο των οποίων είναι απλό μεταλλικό κιγκλίδωμα, γυάλινα διαχωριστικά πετάσματα στα μπαλκόνια μεταξύ των διαμερισμάτων, και μονοχρωματικές—πράσινες, μπλε ή πορτοκαλί— τέντες).
Η άχαρη, και ασύλληπτα κοπιώδης δουλειά της συλλογής οικοδομικών αδειών ανώνυμων εμπορικών πολυκατοικιών φαντάζει πάρεργο, εντελώς εκτός των παραδοσιακών αλλά και καινοτόμων μεθόδων της αρχιτεκτονικής και αστικής ιστορίας. Ωστόσο, η χαρτογράφηση τέτοιων δεδομένων υπόσχεται τομές στον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε την αρχιτεκτονική ως πολιτισμική πρακτική. Όπως επισημάναμε στην αρχή, η παρούσα δημοσίευση δεν παρουσιάζει παρά μια πρώτη σειρά ευρημάτων, που ξεσκεπάζουν, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, την «ανωνυμία» τη σύγχρονης, πολυκατοικιοποιημένης, Αθήνας. Νέα υπολογιστικά εργαλεία θα μπορούσαν να αναλύσουν αρχιτεκτονικά γνωρίσματα σε μεγάλες ποσότητες δεδομένων και να «αναγνωρίσουν» τους βασικούς παράγοντες και δρώντες —κυριότητα, νομικό πλαίσιο, χωρικές πολιτικές, επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, αγορά γης κ.α.. Συνολικά, αυτή η προσπάθεια, ρίχνοντας φως στους δεσμούς μεταξύ ‘αυθόρμητων’ πρακτικών στέγασης και πολεοδόμησης, της πολιτικής οικονομίας και της λήψης κεντρικών αποφάσεων, μπορεί να θέσει ερωτήματα που δεν περιορίζονται μόνο στην Αθήνα, αλλά είναι επίσης σχετικά με οποιοδήποτε περιβάλλον όπου η στέγαση και η παραγωγή του κτισμένου περιβάλλοντος δεν ήταν προϊόντα κεντρικών μηχανισμών ή δεν υποστηρίχθηκαν από το κράτος πρόνοιας. Δυνητικά, μπορεί ακόμα να προσφέρουν οπτικές χρήσιμες στην εξέταση της ιστορίας και του πρότυπου, δυτικού μοντέλου οργανωμένου σχεδιασμού (Kalfa, Alifragkis και Tournikiotis, 2022).
Μέρος της έρευνας που παρουσιάζεται εδώ έγινε στο πλαίσιο του τριετούς ερευνητικού προγράμματος ARCHIPAROCHI (ΕΥ: Κ.Κάλφα), που χρηματοδοτήθηκε από το ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. και τη Γ.Γ.Ε.Τ. (αρ.σύμβασης 1693). Θερμές ευχαριστίες οφείλουμε στους Κυριάκο Γκλεζάκο και Γεώργιο Σαρηγιάννη για τις πολύτιμες πληροφορίες που μοιράστηκαν σε σχετικές συζητήσεις μας. Ευχαριστούμε επίσης τον Θωμά Μαλούτα για την προτροπή του να δημοσιεύσουμε την παρούσα εργασία, και τον Σταύρο Νικηφόρο Σπυρέλλη για την διαρκή συνεργασία, τις κρίσιμες συμβουλές και την τεχνική υποστήριξη.
[1] Η καταγραφή/ερμηνεία των δεδομένων έγινε από την Κωνσταντίνα Κάλφα. Η γεωκωδικοποίησή τους από την Ελένη Γκαδόλου.
[2] Π.χ. https://www.alimosonline.gr/αναμνήσεις/30027-Λίστα%20οδών%20και%20πλατειών%20που%20άλλαξαν%20στο%20παρελθόν%20ονομασία%20στον%20Άλιμο-1.
[3] Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν με μεθόδους προφορικής ιστορίας από την Κωνσταντίνα και τον Σταύρο Αλιφραγκή μεταξύ Φερβουαρίου 2019 και Φεβρουαρίου 2020 (ένα μικρό τμήμα αυτών των συνεντεύξεων παρουσιάστηκε στο ντοκυμαντερ μικρού μήκους ‘Antiparochi – A Short Introduction,’ https://www.youtube.com/watch?v=dvjFiopD9wA). Η έρευνα στις αγγελίες και τις διαφημίσεις έγινε από την Αιμιλία Αθανασίου. το πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος ‘Η Αντιπαροχή και οι αρχιτέκτονες (της): Ιστορίες κοινωνικών δυνάμεων, χωρικών πολιτικών και του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα στην Ελλάδα, 1929-74’ (ARCHIPAROCHI 2018-2022) (Επιστημονικά Υπεύθυνη: Κωνσταντίνα Κάλφα). Συζητήσεις με τον ερευνητή Κυριάκο Γκλεζάκο διαφώτισαν επίσης αυτό το τμήμα της έρευνας.
[4] Βλ. για παράδειγμα «Σε κοσμοπολιτικό κέντρο θα μεταβληθή η Φαληρική ακτή», Το Βήμα, Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 1967, σελ.4, «Η μεγαλύτερη ελληνική πλατεία στη Ν.Σμύρνη», Το Βήμα, Κυριακή 19 Ιανουαρίου 1969, σελ.4, «Εις την Ν.Σμύρνη αυξάνονται οι όροφοι κατ’ έναν εις όλας τα περιπτώσεις», Το Βήμα, Τρίτη 14 Ιουλίου 1970, σελ.8.
[5] Aνά χρονιά: 1,17 πολυκατοικία/κατασκευαστή το 1955, 1,27 πολυκατοικία/κατασκευαστή το 1960, 1,2 πολυκατοικία/κατασκευαστή το 1965, 1,19 πολυκατοικία/κατασκευαστή το 1970. Επίσης: Συνέντευξη με τον οικονομολόγο Ηλία Κατσίκα στο πλαίσιο του προγράμματος ARCHIPAROCHI, Φεβρουάριος 2019.
[6] Οι Ν. και Ι.Μπουγιούρης έκαναν δύο πολυκατοικίες (το 1935 και 1937) και ο Β.Χανιώτης τέσσερις (1931, 1939, 1940, 1941). Σημειώνεται ότι από τυχαίο δειγματοληπτικό έλεγχο σε αγγελίες «ζητείται αντιπαροχή» εντοπίστηκε η εταιρία «Χανιώτης-Καθρέπτης» σε 5 αγγελίες του 1964 (Ελευθερία 5, 10 και 14 Μαρτίου και Το Βήμα 5 Ιουλίου και 15 Αυγούστου) να ζητά οικόπεδα στις περιοχές Πατήσια, Κυψέλη, Αχαρνών, επί αντιπαροχή.
[7] Ας ληφθεί, προς επίρρωση, εδώ υπόψη το ότι για το διάστημα μεταξύ 1945-1975 έχουν εντοπιστεί σε τυχαίο δειγματοληπτικό έλεγχο στις εφημερίδες (αγγελίες και διαφημίσεις) τουλάχιστον δεκαέξι ακόμα επιχειρήσεις οικοδόμησης πολυκατοικιών, που δεν έχουν εντοπιστεί στις άδειες στα συγκεκριμένα έτη που εξετάζουμε (κάποιες με αξιοσημείωτη δράση όπως ο «Πιστωτικός οικοδομικός οργανισμός Μιχ.Παπαηλίας-Χρ.Μοσχανδρέας και Σία» ή οι «Οικοδομικές επιχειρήσεις Γεωργίου Σακκέτου»).
[8] Από τους υπόλοιπους κατασκευαστές, για 9 δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα καθώς το όνομα της εταιρίας δεν είναι ονοματεπώνυμο (πχ. ΕΣΤΙΑ Ο.Ε.).
[9] Στο σύνολο των χαρτογραφημένων αδειών, 156 άδειες έχουν υπογραφή «μηχανικών» που δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν στα μητρώα του ΤΕΕ.
[10] Τις 2.712 χαρτογραφημένες άδειες υπέγραψαν συνολικά 1.334 μηχανικοί (αρχιτέκτονες και πολιτικοί μηχανικοί). Σημειώνεται επίσης ότι ο λόγος του συνολικού αριθμού μηχανικών όλων των αδειών προς τους μηχανικούς που υπογράφουν τις πιθανές αντιπαροχές είναι ίδιος και για τους αρχιτέκτονες και για τους μηχανικούς (=1,9).
[11] Μέχρι και το 1967 οι σπουδάζοντες πολιτικοί μηχανικοί είναι το 1/3 του συνόλου των σπουδαστών όλων των υπολοίπων Σχολών του ΕΜΠ. Βλ. http://www.civil.ntua.gr/info/history/ και Σαρηγιάννης 1977, 64-91.
[12] Ευχαριστούμε τον Γεώργιο Σαρηγιάννη για την άδεια δημοσίευσης της πληροφορίας.
[13] Ο δεύτερος πιο δραστήριος πολιτικός μηχανικός, ο Χαράλαμπος Βωβός (γεν. 1934, πτυχίο 1957), με 12 άδειες σε πιθανές αντιπαροχές, είναι ο γνωστός κατασκευαστής της «Μπάμπης Βωβός Ελληνική Τουριστική Α.Ε.» (1974), η οποία τον Αύγουστο του 1999 μετονομάσθηκε σε «Μπάμπης Βωβός – Διεθνής Τεχνική Α.Ε.» (http://www.babisvovos.gr/home.asp?pg=glance, https://el.wikipedia.org/wiki/Μπάμπης_Βωβός).
[14] Μάλιστα, πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν ότι ακόμη και γνωστοί αρχιτέκτονες όπως ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης και οι Σουζάνα και Δημήτρης Αντωνακάκης είχαν βαθιά εμπλακεί, για διάφορους λόγους και με διαφορετικούς τρόπους, στην κατασκευή πολυκατοικιών με αντιπαροχή (Kalfa και Alifragkis 2022, Kalfa και Theodosis 2022). Εξάλλου, οι οικοδομικές άδειες που μελετήσαμε υπογράφηκαν, μεταξύ άλλων, από ορισμένους από τους πιο διάσημους αρχιτέκτονες της εποχής.
[15] Όπως συνάγεται από την έρευνα μας στις άδειες οικοδομών και τις μικρές αγγελίες.
[16] Είναι χαρακτηριστικό ότι η κατασκευαστική «Ζυγός Α.Τ.Ε» του Οργανισμού Δοξιάδη, που έχτιζε πολυκατοικίες της αντιπαροχής, «κατασκόπευσε» στις αρχές Δεκέμβρη του 1970 τις επιχειρήσεις Κάκκαβα, με στόχο να διδαχθεί τα «μυστικά της επιτυχίας» (Kalfa και Theodosis 2022).
[17] Το ότι οι «Χαϊμαλάς-Γλυνός» δούλευαν με αντιπαροχές, στις περιοχές Κυψέλη, παρόδους Πατησίων και Αχαρνών επιβεβαιώνεται και από σχετικές αγγελίες στην εφημερίδα Το Βήμα (βλ. για παράδειγμα: 27 Νοεμβρίου 1964, 18 Φερβουαρίου 1965, 14 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου 1967).
[18] Σημειώνεται ότι για την μελέτη αυτών των δύο παραδειγμάτων αναζητήθηκαν ακόμα στοιχεία από αγγελίες και διαφημίσεις των δύο επιχειρήσεων και ειδικά από τις εφημερίδες Το Βήμα, Μακεδονία, Οικονομικός Ταχυδρόμος, Ελεύθερος Κόσμος.
Κάλφα, Κ. (2023) Η Αθήνα πολυκατοικιοποιούμενη, 1955-1970, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-αθήνα-πολυκατοικιοποιούμενη/ , DOI: 10.17902/20971.116
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Υπουργείον Δημοσίων Εργων, Υπηρεσία Οικισμού, Ρυθμιστικόν Σχέδιον Αθηνών, Αθήναι 1965
Στο παρόν άρθρο παρουσιάζονται βασικά ευρήματα του ερευνητικού έργου “Πόλεις Συμπερίληψης/ Inclusive cities” που χρηματοδοτήθηκε από τον ΕΛΚΕ του Πανεπιστημίου Κρήτης [1]. Στα πλαίσια της έρευνας συλλέχθηκαν δεδομένα από τρείς πηγές: την απογραφή πληθυσμού του 2011, στιγμιότυπα (snapshots) για τις διαθέσιμες θέσεις και τους φιλοξενούμενους του προγράμματος ESTIA κατά το 2018 [2], τις εκθέσεις διαχείρισης του UNCHR για τις Δομές Υποδοχής προσφύγων, και πρωτογενή έρευνα σε φορείς υπηρεσιών προς αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες. Με την γεωκωδικοποίηση των δεδομένων έγινε εφικτή η χαρτογράφηση των σχετικών υπηρεσιών και η κατάρτιση δεικτών χωρικής ανάλυσης. Ακολούθησαν 3 εργαστήρια με ερευνητές, εκπροσώπους της Ύπατης Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, μη-κυβερνητικές οργανώσεις και εργαζόμενους στα οποία διερευνήθηκε το πως η εμπειρία και τα μαθήματα του προγράμματος ESTIA αξιοποιήθηκαν στη διαμόρφωση των επόμενων πολιτικών υποδοχής και συμπερίληψης.
Θεωρητική αφετηρία της έρευνας αποτελούν οι πρόσφατες προσεγγίσεις που συγκροτούν τη λεγόμενη “στροφή προς τις υποδομές” στις αστικές σπουδές, οι οποίες θεωρούν τις υποδομές ως κοινωνικο-τεχνικά συστήματα που παράγονται μέσα από υλικές, κοινωνικές και συμβολικές πρακτικές (Amin 2014). Η νέα αυτή οπτική τροφοδότησε διεθνείς μελέτες για τις πολιτικές υποδοχής και ένταξης των προσφύγων σε αστικά περιβάλλοντα και τις συνέπειες συναφών πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διεθνών οργανισμών όπως η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες (Felder et al, 2020; Hanhörster & Wessendorf, 2020; Meeus, Arnaut & Van Heur, 2019). Οι μελέτες αυτές επαναφέρουν τη συζήτηση για τη σημασία που έχουν οι περιοχές άφιξης στις πόλεις ως αφετηρίες ή σταθμοί στη διαδικασία συμπερίληψης, αναδεικνύοντας νέα ζητήματα που δίνουν έμφαση στις επιπτώσεις της χωροθέτησης διαφορετικών τύπων υποδομών σε κεντρικές, προαστιακές ή περιαστικές περιοχές.
Οι υποδομές αποτελούν συλλογικά μέσα δικτύωσης που διαρκώς επεκτείνονται και συντηρούνται, μετασχηματίζονται ή συρρικνώνονται ακολουθώντας τους ρυθμούς ανάπτυξης των πόλεων και την ανταπόκριση τους σε παγκόσμιες μεταβολές. Το «μεγάλο καλοκαίρι του 2015» σηματοδότησε μια αλλαγή στο ρόλο των πόλεων της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που τοποθετούνται πάνω στους νέους δρόμους της μετανάστευσης από την Μέση Ανατολή. Το κλείσιμο της Βαλκανικής οδού, και η κοινή δήλωση ΕΕ-Τουρκίας το 2016, αποτέλεσαν τομή για τις πολιτικές υποδοχής του ελληνικού κράτους και τις αντιφατικές προσπάθειες προσαρμογής σε διεθνείς ανθρωπιστικούς κανόνες προστασίας (Mantanika & Arapoglou, 2022). To σύστημα υποδοχής επεκτάθηκε ταχέως περιλαμβάνοντας τέσσερις τύπους υποδομών παραμονής:
Πρώτον, εγκαταστάθηκαν μονάδες υποδοχής και ταυτοποίησης αιτούντων άσυλο σε πέντε νησιά του Αιγαίου (Χίος, Λέσβος, Σάμος, Λέρος, Κως) όπου επικρατούσε στεγαστική υπερπληρότητα, κακές υγειονομικές και στεγαστικές συνθήκες και αδυναμία πρόσβασης σε αγαθά που καλύπτουν θεμελιώδεις ανθρώπινες ανάγκες (Kourachanis, 2018α). Δεύτερον, δημιουργήθηκαν «ανοιχτές» Εγκαταστάσεις Προσωρινής Υποδοχής στην ηπειρωτική Ελλάδα («Camps»), που από άτυπες και προσωρινές μορφές φιλοξενίας απέκτησαν χαρακτηριστικά μονιμότητας υπό την αδυναμία μακροπρόθεσμου προγραμματισμού (Χάρτης 1).
Πηγή: Linos et al (2018), IOM (2022)
Τρίτον, διαμορφώθηκαν αστικά καταλύματα σε διαμερίσματα, ξενοδοχεία και άλλα κτίρια σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας μέσω του προγράμματος ESTIA και, τέταρτον, ακολούθησαν δράσεις επιδότησης ενοικίου και κοινωνικής υποστήριξης για τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες μέσα από το πρόγραμμα HELIOS από το 2019.
To ESTIA (Emergency Support to Integration and Accommodation) (2017-2022) αποτέλεσε ένα πρόγραμμα στέγασης ευάλωτων αιτούντων άσυλο σε κοινωνικά διαμερίσματα στον αστικό ιστό υπό την αιγίδα της UNHCR, τη χρηματοδότηση της ΕΕ και την υλοποίηση του από Δήμους και ΜΚΟ. Πλαισιώθηκε με βοήθημα εισοδηματικής στήριξης στα όρια του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και δράσεις κοινωνικής αρωγής. Ο αρχικός του σχεδιασμός το 2016 (με την ονομασία ‘Accommodation and Relocation Programme’) προσανατολιζόταν στη βραχυχρόνια φιλοξενία υποψήφιων προς μετεγκατάσταση σε άλλες χώρες της ΕΕ. Η αλλαγή της ομάδας στόχου του προγράμματος πραγματοποιήθηκε χωρίς να υπάρξουν αντίστοιχες κοινωνικές προσαρμογές και ενταξιακά εργαλεία συνέπεια τη διαρκή αύξηση των εισροών δίχως αξιοσημείωτες εκροές (Kourachanis, 2018b; Papatzani et al., 2022). Την περίοδο 2020-2022 η διαχείριση του ESTIA πέρασε στην ευθύνη του ελληνικού κράτους, οπότε και η λειτουργία του τερματίστηκε.
Το πλαίσιο ανάπτυξης δράσεων κοινωνικής υποστήριξης για τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες επιχειρήθηκε μέσα από το πρόγραμμα HELIOS από το 2019. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα επιδότησης ενοικίου και δράσεων κοινωνικής ένταξης για αναγνωρισμένους πρόσφυγες που διεύρυνε την ομάδα των δικαιούχων στεγαστικής υποστήριξης επαναλαμβάνοντας όμως τις αδυναμίες του ESTIA (Kourachanis, 2022b). Η ανεπάρκεια των κοινωνικών παροχών αναγκάζει τους πρόσφυγες να αναζητούν υποστήριξη από μεταναστευτικά δίκτυα ή να διοχετεύονται στα κανάλια της αδήλωτης εργασίας, ώσπου να να μετακινηθούν στη χώρα της Ευρώπης που επιθυμούν να εγκατασταθούν. Πρόκειται επομένως για ένα πρόγραμμα που τελικά εξυπηρετεί την επιμήκυνση της παραμονής των προσφύγων σε μια χώρα διέλευσης, όπως η Ελλάδα, παρά στην κοινωνική ένταξη της σε αυτή (Kourachanis, 2022b).
Η χωροθέτηση των υποδομών αυτών σε μεγάλες πόλεις και μητροπολιτικά κέντρα αποσκοπούσε στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των εκτοπισμένων και στην ενίσχυση των προοπτικών της κοινωνικής ένταξης όσων θα παρέμεναν στη χώρα μέσω της διασποράς τους και τη διασύνδεσή τους με κοινωνικές υπηρεσίες στον αστικό ιστό.
Η ανάλυση που ακολουθεί χρησιμοποιεί δεδομένα από τρείς πηγές: την απογραφή πληθυσμού του 2011, το πρόγραμμα ESTIA και τις εκθέσεις των διαχείρισης των Κέντρων Υποδοχής προσφύγων του UNCHR (Πίνακας 1).
Πηγή: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ 2015, UNHCR-ESTIA 2018, UNHCR 2018
Όσον αφορά την εθνοτική σύνθεση της Αθήνας, οι ομάδες από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης κυριαρχούν στον αστικό χώρο με τους Αλβανούς να αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 50% των μη Ελλήνων υπηκόων ενώ ακολουθούν οι Ρουμάνοι (4,9%), οι Βούλγαροι (4,5%) και οι Γεωργιανοί (2,9%). Η πακιστανική κοινότητα είναι η μόνη εξαίρεση σε αυτό το μοτίβο αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 6% των ξένων υπηκόων. Η εθνοτική σύνθεση, τόσο του προγράμματος ESTIA όσο και η εθνοτική σύνθεση των Κέντρων, όπως αναμενόταν, παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες ενσωματώνοντας άτομα από τη Μέση Ανατολή (Συρία και Ιράκ) ή την Ευρύτερη Μέση Ανατολή (Αφγανιστάν). Παρατηρούμε ότι το 2011 οι εθνικότητες που συνδέονται με το μεταναστευτικό κύμα, είχαν ήδη δημιουργήσει μικρές κοινότητες στην Αθήνα. Σίγουρα η παρουσία τους δεν ήταν πολυπληθής αφού κατατάσσονται μεταξύ της 15ης και της 30ης θέσης με τους Σύριους να είναι η σημαντικότερη ομάδα μεταξύ τους αντιπροσωπεύοντας το 1,4% του συνολικού ξένου πληθυσμού. Όπως προκύπτει από τον Πίνακα 1, αν συγκρίνουμε την απογραφή του 2011 με τα δύο προγράμματα, σε απόλυτους αριθμούς, παρατηρούμε ότι οι κοινότητες αυτές ενισχύονται σημαντικά. Η παρουσία τους αυξάνεται, σε σύγκριση με το 2011, κατά τουλάχιστον 50% (Συρία +120%, Αφγανιστάν +91%, Ιράκ +90%, Παλαιστίνη +58% και το Ιράν +50%). Επιπλέον, η εισροή εκτοπισμένων μεταναστών μαζί με την εκροή μεταναστών από τα Βαλκάνια αλλά και τη συρρίκνωση του πληθυσμού μπορεί να είχαν ισχυρότερες επιπτώσεις από αυτές που αποτυπώνονται στις εκτιμήσεις των δεικτών της τρέχουσας μελέτης.
Πηγή: UNHCR-ESTIA 2018
Η χωρική ανάλυση που ακολουθεί κατέδειξε ότι οι δομές προσωρινής φιλοξενίας αιτούντων άσυλο του προγράμματος ESTIA ακολούθησε τα χωρικά πρότυπα εγκατάστασης μεταναστών στην Αθήνα και δεν συνέβαλε σημαντικά στην αύξηση του συνολικού διαχωρισμού των μεταναστών ή επιμέρους εθνοτικών ομάδων. Ωστόσο, η χωροθέτηση τους ενίσχυσε σε πρώτη φάση την χωρική συγκέντρωση εθνοτικών ομάδων από τη Μέση Ανατολή. Η συνθήκη αυτή υπήρξε εντονότερη τόσο γύρω από τον άξονα της οδού Πατησίων, στης βόρειες συνοικίες του δήμου Αθηναίων, όσο και στον Πειραιά αλλά και τους όμορους σε αυτόν δήμους (Χάρτης 2). Οι αστικές αυτές ζώνες χαρακτηρίζονται από έντονο εθνοτικό διαχωρισμό που εντοπίζεται και σε επίπεδο κάθετου μειονεκτικού (μικρό) διαχωρισμού (Maloutas et al 2022, Arapoglou & Spyrellis, forthcoming)
Πηγή:ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ 2015, UNHCR-ESTIA 2018, UNHCR 2018
Στον πίνακα 2 αποτυπώνονται οι τιμές των δεικτών Ανομοιότητας ΔΑ (Dissimilarity Index), Απόλυτης Κεντροποίησης ΔAK (Absolute Centralization Index) και Σχετικής Κεντροποίησης ΔΣΚ (Relative Centralization Index) που υπολογίστηκαν για διαφορετικές ομάδες εθνοτήτων προσθέτοντας στα δεδομένα της απογραφής 2011 τους νεοεισερχόμενους που φιλοξενήθηκαν σε μονάδες του προγραμμάτων ESTIA και των Δομών Υποδοχής.
Ο (ΔΑ) αυξάνεται από 0,5113 σε 0,5256, δηλαδή μόνο κατά 2,8%, όταν στους υπολογισμούς περιλαμβάνονται και οι δικαιούχοι του ESTIA από τη Μέση Ανατολή. Οι αλλαγές στον ΔΑ είναι σχεδόν μηδενικές για όλες τις άλλες εθνότητες, υποδηλώνοντας ότι η τοποθέτησή τους περιελάβανε περιοχές διαφορετικές από τις τοποθεσίες κατοικίας των ομοεθνών τους κατά την απογραφή.
Ωστόσο, η τοποθέτηση εκτοπισμένων νεοφερμένων ενίσχυσε την κεντρική συγκέντρωση εθνοτήτων από τη Μέση Ανατολή; ο ΔΑΚ αυξήθηκε κατά 5% (από 0,7675 σε 0,8055) ενώ ο ΔΣΚ κατά 27,1% (από 0,3217 σε 0,409) όταν συμπεριλήφθηκαν στην εκτίμηση οι δικαιούχοι της ESTIA. Μια παρόμοια, αλλά ασθενέστερη αλλαγή, ισχύει για εθνότητες από την Ευρύτερη Μέση Ανατολή (βλ. Αφγανοί) για τις οποίες ο δείκτης ΔΑΚ αυξήθηκε κατά 1,3% και ο δείκτης ΔΣΚ κατά 3,6% όταν συμπεριλήφθηκαν στην εκτίμηση οι δικαιούχοι της ESTIA. Οι αλλαγές στη συγκέντρωση των μεταναστών από τη Βόρεια Αφρική και την Ινδική Χερσόνησο είναι αμελητέες.
Διαφορετική επίδραση στις τιμές των δεικτών φαίνεται να έχει η χωροθέτηση των Δομών Ελαιώνα, Σχιστού, Σκαραμαγκά και Λαυρίου (χάρτης 3). Ο ΔΑ αυξάνεται κατά 4,8% επιπλέον (δηλαδή, από 0,5256 σε 0,5500) όταν στις εκτιμήσεις ληφθούν υπόψη και άτομα από τη Μέση Ανατολή που εντοπίζονται στα Δομές. Η αύξηση των τιμών του ΔΑ για εθνότητες από τη Μέση Ανατολή λόγω του περιορισμού τους σε Δομές είναι υπερδιπλάσια από την αύξηση που αναφέρθηκε για τους δικαιούχους της ESTIA. Ο δείκτης ανομοιότητας αυξάνεται επίσης κατά 2,7% επιπλέον (δηλαδή, από 0,5075 σε 0,5211) όταν στις εκτιμήσεις περιλαμβάνονται άτομα από την Ευρύτερη Μέση Ανατολή που εντοπίζονται στα Δομές. Η αύξηση των τιμών του ΔΑ για εθνότητες από την Ευρύτερη Μέση Ανατολή είναι σχεδόν πενταπλάσια από την αύξηση που αναφέρθηκε για τους δικαιούχους της ESTIA. Τέλος οι αλλαγές στον ΔΑ είναι σχεδόν μηδενικές για όλες τις άλλες εθνότητες.
Οι τιμές των δεικτών κεντρικότητας αντικατοπτρίζουν την περιφερειακή τοποθεσία της πλειονότητας των Κέντρων (Χάρτης 3). Ο Πίνακας 2 δείχνει μια σημαντική μείωση στις τιμές των ΔΑΚ και ΔΣΚ συγκέντρωσης που αφορά, πρώτον, τις εθνότητες από τη Μέση Ανατολή (βλ. Σύριοι) οι οποίοι μεταφέρθηκαν από τα σύνορα της χώρας στις πιο απομακρυσμένες τοποθεσίες και, δεύτερον, εθνότητες για την Ευρύτερη Μέση Ανατολή (βλ. Αφγανοί).
Πηγή: UNHCR 2018
Από την ομάδα εστίασης με τους διάφορους φορείς που εμπλέκονται στην διαχείριση των υποδομών της υποδοχής, προκύπτει μια κριτική αποτίμηση του ESTIA, με έμφαση στο γεγονός ότι δεν επρόκειτο για ένα ενταξιακό πρόγραμμα, αν και ανοίγει διαύλους για την ένταξη και συμβάλλει στη δημιουργία δικτύων που θα μπορούσαν να την υποστηρίξουν. Η συρρίκνωση των δυνατότητων συμπερίληψης ξεκινούσε από την ίδια την χρηματοδότηση αφού αυτή δεν επέτρεπε ενταξιακές δράσεις. Επίσης, δεν υπήρχε κεντρικός σχεδιασμός των προγραμμάτων και αντίστοιχοι οικονομικοί πόροι. Κατ’ επέκταση, τα προγράμματα προσαρμόζονταν στις περιορισμένες χρηματοδοτικές ευκαιρίες σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Οι δυνατότητες χρηματοδότησης εξαρτιόταν από το είδος των φορέων. Οι διεθνείς οργανώσεις είχαν μεγαλύτερη πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις, ενώ οι δημόσιοι φορείς προσέκρουαν σε διάφορα αναχώματα.
Οι επιμέρους δράσεις συμμορφώνονταν σε μια διαχειριστική λογική, καθώς φαίνεται από το πως ανοιγοκλείναν Δομές κι αυξομειώνονταν η χωρητικότητα τους, χωρίς σχεδιασμό, ως αποτέλεσμα πολιτικών διαπραγματεύσεων, τόσο σε επίπεδο ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό και τοπικό (Χάρτης 1). Η διαχειριστική λογική ενισχύονταν αφενός από την υπολειμματική κουλτούρα διαχείρισης των κοινωνικών προβλημάτων και τα διερευνόμενα χάσματα στο ελληνικό σύστημα κοινωνικής προστασίας που αποδιαρθρώθηκε από τις πολιτικές λιτότητας, και αφετέρου, από τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της προσφυγικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κουραχάνης, 2019). Ειδικότερο ζήτημα αποτέλεσε η αποκέντρωση υπηρεσιών χωρίς πόρους προς την τοπική αυτοδιοίκηση και η αυξανόμενη γραφειοκρατικοποίηση των διαδικασιών πρόσβασης των αιτούντων άσυλο σε οικονομική αρωγή και υπηρεσίες (Stratigaki, 2022).
Στα εργαστήρια με φορείς της αυτοδιοίκησης και ΜΚΟ καταγράφηκε μια αμηχανία ως προς την στοχοθεσία των παρεμβάσεων: ο στόχος της αυτονομίας παρουσιάστηκε προσφορότερος στις τρέχουσες συνθήκες ενώ ο στόχος της ένταξης παρουσιάστηκες ως δυσχερής. Η ασάφεια που πλαισιώνει το ευρύτερο σύστημα υποδοχής και η επισφάλεια που δημιουργεί ο τρόπος που εφαρμόζονται οι συγκεκριμένες πολιτικές (πότε θα μεταβούν από το ένα πρόγραμμα στο άλλο, μέχρι πότε δικαιούνται τι κτλ.) τοποθετούν τον πληθυσμό στον οποίο απευθύνονται σε μια εκκρεμή κατάσταση (Arapoglou and Gounis, 2017; Papatzani et al, 2022). Αυτή η εκκρεμής κατάσταση είναι αποτρεπτική ενός κινήτρου για παραμονή σε έναν τόπο, και γενικότερα αποτρεπτική από τις διαδικασίες αυτές που θα βοηθούσαν τους ανθρώπους να προγραμματίσουν τις ζωές τους.
Ένα πολύ σημαντικό και δομικό πρόβλημα που διαπιστώθηκε με το ESTIA είναι ότι η μεγάλη ανασφάλεια προκύπτει στους ωφελούμενους στο σημείο της αναγνώρισης της ιδιότητας του πρόσφυγα. Το οξύμωρο εδώ είναι ότι τα άτομα γίνονται πιο ευάλωτα από τη στιγμή της αναγνώρισης, δεδομένου ότι σταματάει το πλαίσιο που τα στηρίζει, χωρίς να έχουν προλάβει να αναπτύξουν μηχανισμούς αυτονόμησης. Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα για τις διαδικασίες ένταξης αποτελούσε το ότι προτεραιότητα στο πρόγραμμα είχαν οι ευάλωτες περιπτώσεις των οποίων η αυτονόμηση καθίσταται μακρόχρονη επειδή έχουν μεγάλη ανάγκη υποστήριξης. Επιπλέον, η οικονομική ανάκαμψη και προσδοκίες προσόδου από βραχυχρόνιες μισθώσεις συρρίκνωσαν το διαθέσιμο απόθεμα διαμερισμάτων για τη φιλοξενία αιτούντων άσυλο και προσφύγων.
Η λειτουργία διαμερισμάτων φιλοξενίας μέσα στον ιστό των πόλεων και η συσπείρωση γύρω από αυτά, μεταξύ άλλων, υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης και απασχόλησης από ΜΚΟ και φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης δημιούργησε παρόλα τα παραπάνω, μια παρακαταθήκη στρατηγικών συμπερίληψης που θα μπορούσε να αφορά πέρα από μετανάστες και μετανάστριες και έναν ευρύτερο πληθυσμό που βρίσκεται σε μια επισφαλή κατάσταση διαβίωσης.
Η τελευταία πηγή που χρησιμοποιήθηκε σε αυτήν την ανάλυση δημιουργήθηκε μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2020 [3] και καταγράφει το δίκτυο υπηρεσιών που συνδέεται με τις ανάγκες των μεταναστών. Μέσα από μια εκτενή διαδικτυακή έρευνα καταγράφηκαν 546 υπηρεσίες που παρέχονταν από 47 οργανισμούς. Η διεξαγωγή συνεντεύξεων, με την χρήση ερωτηματολογίου, με κάθε οργανισμό που εξακολουθούσε να λειτουργεί οδήγησε στην επαλήθευση της παροχής των 335 υπηρεσιών από 23 οργανισμούς (Πίνακας 3). Η εκπαίδευση και η υποστήριξη (γενικά) είναι οι σημαντικότερες υπηρεσίες ενώ η ανάλυση αυτή ανέδειξε μια σημαντική διαφοροποίηση στην εσωτερική λειτουργία των οργανισμών, ορισμένοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο χώρο φιλοξενίας των ενδιαφερόμενων ενώ άλλοι διαθέτουν χώρο υποδοχής. Το τελευταίο οδηγεί στην αύξηση της κινητικότητας μεταναστών και γενικά ευάλωτων κοινωνικών ομάδων σε συγκεκριμένες γειτονιές της πόλης, άσχετα του τόπου διαμονής τους, τροφοδοτώντας επιπλέον την από κάτω διαμόρφωση υποδομών και δικτύων.
Πηγή: Έρευνα διαδικτύου και συνεντεύξεις στο πλαίσιο του προγράμματος Πόλεις Συμπερίληψης/ Inclusive cities
Η χωροθέτηση των οργανισμών που καταγράφηκαν (Χάρτης 4) επιβεβαιώνει ότι το πρόγραμμα ESTIA δημιούργησε, σε κεντρικές περιοχές, ένα υποστηρικτικό δίκτυο, πρωτίστως μέσω της χωρικής συσπείρωσης των φορέων που ανέλαβαν την υλοποίηση του. Το δίκτυο αυτό μπορεί να θεωρηθεί συμπληρωματικό με τη δημιουργία κοινών υποδομών οργανώσεων αλληλεγγύης από τα κάτω, παρότι αυτές συχνά διέπονται από διαφορετικές αρχές ενώ μετά το 2019 συστηματικά καταστράφηκαν από επιχειρήσεις αστυνόμευσης (Tsavdaroglou & Lalenis, 2022).
Στον χάρτη 4 απεικονίζεται το δίκτυο υπηρεσιών, συνδεδεμένων με τις λειτουργίες και τις ανάγκες των μονάδες φιλοξενίας, που διαμορφώθηκε προκειμένου να εκπληρωθούν οι προτεραιότητες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες για αστικά καταλύματα.Η εγκατάσταση ΜΚΟ και ανθρωπιστικών οργανώσεων ήταν ζωτικής σημασίας για το σχηματισμό και την επέκταση αυτού του δικτύου κυρίως εντός των γειτονιών φιλοξενίας δικαιούχων. Επίσης, μικρότερες φιλανθρωπικές οργανώσεις και οργανώσεις αλληλεγγύης εγκαταστάθηκαν στις περιοχές αυτές για να παράσχουν και αυτές τις υπηρεσίες τους. Όπως είναι αναμενόμενο, κυρίως για λόγους άμεσης γειτνίασης με τους ενδιαφερόμενους, η χωροθέτηση των οργανισμών που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε εξειδικευμένες μεμονωμένες μονάδες (ανοιχτό πράσινο) – που διαθέτουν δηλαδή κάποιον χώρο υποδοχής ενδιαφερόμενων – ορίζει σε μεγάλο βαθμό το δίκτυο αυτό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, στις ίδιες κεντρικές περιοχές, εντοπίζουμε και την έδρα οργανώσεων (σκούρο πράσινο) που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους κατευθείαν μέσα στις μονάδες διαμονής. Η ύπαρξη του ίδιου μοντέλου και η επιλογή τους να εγκατασταθούν στις περιοχές αυτές παρότι η χωροθέτηση τους δεν σχετίζεται με την καλύτερη λειτουργία τους, αναδεικνύει ακόμα περισσότερο την σημασία ένταξης στο δίκτυο αυτό. Τέλος είναι αξιοσημείωτο, πρώτον, ότι αυτό το δίκτυο βασίστηκε κυρίως σε φιλανθρωπικούς οργανισμούς και ιδιωτικούς φορείς λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων των δημόσιων φορέων και της έλλειψης χρηματοδότησης και, δεύτερον, ότι οι κοινωνικές εγκαταστάσεις αναπτύχθηκαν σε αστικές γειτονιές αφίξεων και όχι κοντά σε κατασκηνώσεις (όπου οι βασικές υπηρεσίες προσφέρθηκαν επίσης τυχαία από ανθρωπιστικές οργανώσεις εντός των εγκαταστάσεων).
Πηγή: Έρευνα διαδικτύου και συνεντεύξεις στο πλαίσιο του προγράμματος Πόλεις Συμπερίληψης/ Inclusive cities
Η δημιουργία τάξεων υποδοχής φαίνεται επίσης ότι ενίσχυσε τις τοπικές δράσεις συσπείρωσης και αλληλεγγύης. Η σχολική κοινότητα συχνά αναλάμβανε έναν ρόλο στήριξης ολόκληρης της οικογένειας (οι γονείς δέχονται αλληλεγγύη από άλλους γονείς σε διάφορα ζητήματα) καθώς και έναν ρόλο συμπερίληψης αυτής μέσα σε μια κοινότητα. Για το λόγο αυτό, πολλοί ωφελούμενοι/ες του προγράμματος, επέλεγαν να παραμείνουν στην περιοχή που βρίσκονταν και μετά την έξοδό τους από το πρόγραμμα.
Ένα άλλο στοιχείο που προέκυψε από τα εργαστήρια με φορείς είναι το πως η ενταξιακή διάσταση του ESTIA συνδέθηκε και με την τοπική πολιτική οικονομία ιδίως στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης (ενοικίαση κενών κατοικιών και κτιρίων, απασχόληση νέων κοκ) . Ο μακροπρόθεσμος χαρακτήρας τέτοιων προγραμμάτων δημιουργεί διάφορες ζυμώσεις σε επίπεδο κοινωνίας αλλά και θεσμών με ζητήματα συνύπαρξης.
Οι δήμοι μπήκαν για πρώτη φορά στην διαδικασία παροχής υπηρεσιών στέγασης σε αιτούντες άσυλο. Απέκτησαν με αυτό τον τρόπο μια μεγάλη εμπειρία και δημιούργησαν ένα δίκτυο συνεργειών και συνεργασιών με άλλες υπηρεσίες, άλλους φορείς και άλλους δήμους. Ιδιαίτερα στο Δήμο της Αθήνας δημιουργήθηκαν ειδικές μονάδες συντονισμού και αναπτύχθηκαν καινοτόμες συνεργασίες με διεθνείς φορείς σε θέματα τόσο υποδοχής όσο και ένταξης (Stratigaki 2022). Επιπλέον με αφορμή την διαχείριση του προσφυγικού από διάφορους θεσμούς και φορείς αναπτύχθηκε μια γνώση γύρω από πολιτικές στέγασης διαφόρων επιπέδων η οποία δυνητικά αφορά και άλλους πληθυσμούς που το έχουν ανάγκη.
Τα ευρήματα που παρουσιάστηκαν επισημαίνουν ότι η δημιουργία των δομών φιλοξενίας και η σύνδεση τους με κοινωνικές υποδομές στον αστικό ιστό συνέβαλε στην παραγωγή γνώσης για την διαδικασία συμπερίληψης που ωστόσο συντελέστηκε σε μια κοινότητα φορέων έξω από τον πυρήνα του κεντρικού κράτους, το οποίο δεν μπόρεσε να την αξιοποιήσει .
Τα προγράμματα αυτόνομης διαβίωσης όπως το ESTIA και το HELIOS στάθηκαν αφορμή για να δημιουργηθεί μια κουλτούρα και μια παρακαταθήκη που μπορεί να αποβεί βοηθητική στην ευρύτερη συζήτηση για την συμπερίληψη στην πόλη. Μια συζήτηση που μας αναγκάζει να σκεφτούμε υλικά και συμβολικά την κίνηση και την εγκατάσταση, την αυτονόμηση και την αλληλεγγύη. Η συζήτηση αυτή όμως διακόπηκε άγαρμπα με την παύση των ανωτέρω προγραμμάτων, τις στρατηγικές τουριστικής αναβάθμισης χωρίς συμπεριληπτικές πρόνοιες, την στρατοπεδική διάταξη των Κέντρων Υποδοχής και Ταυτοποίησης, τους καταυλισμούς στην ενδοχώρα, καθώς και τις πρόσφατα ιδρυθέντες Κλειστές Ελεγχόμενες Δομές (Parsanoglou, 2022). Κατά ένα τρόπο η αδρανοποίηση της μνήμης αλληλεγγύης και η ακύρωση των διδαγμάτων συμπερίληψης από τα προαναφερθέντα προγράμματα συμβάλλει στην «κανονικοποίηση» της στρατοπεδοποίησης (Kreichauf 2018) που προωθούν οι πολιτικές από το 2019 και ύστερα. Επιτείνει επίσης του κινδύνους πόλωσης σε περιοχές κάθετου διαχωρισμού με την ενδεχόμενη λειτουργία διπλών αγορών, από τη μια υψηλών αποδόσεων για τουριστικές μισθώσεις και εξευγενισμένη κατοικία και από την άλλη άτυπων μισθώσεων αποθέματος κακής ποιότητας για περιθωριοποιούμενες ομάδες (Arapoglou & Spyrellis forthcoming).
[1] ΕΛΚΕ Πανεπιστημίου Κρήτης: Κωδικός έργου 10735. Title: ‘Inclusive cities- infrastructures of social integration and refugee settlement’. Το έργο εντάχθηκε στο Κέντρο Ερευνών και Μελετών (Κ.Ε.ΜΕ.) για τις Ανθρωπιστικές, τις Κοινωνικές και τις Επιστήμες της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κρήτης
[2] Ευχαριστούμε θερμά το Γραφείο της Ύπατης Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) στην Ελλάδα για τη διάθεση των δεδομένων (snapshots) του προγράμματος ΕΣΤΙΑ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
[3] Η διαδικτυακή έρευνα, διεξαγωγή των συνεντεύξεων και η επαλήθευση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της πρακτικής ασκησης του Σταύρου Αρώνη στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).
Αράπογλου, Β., Κουραχάνης, Ν., Μαντανίκα, Ρ., Σπυρέλλης, Σ. (2023) Υποδομές υποδοχής και συμπερίληψης προσφύγων στην Αθήνα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/υποδομές-υποδοχής-και-συμπερίληψης-π/ , DOI: 10.17902/20971.119
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η Καλλιθέα άρχισε να κατοικείται στα τέλη του 19ου αιώνα και πιο συγκεκριμένα το 1884 [1] .Το 1885 εγκρίθηκε το σχέδιο δημιουργίας του προαστίου της Αθήνας με την ονομασία «Καλλιθέα» (Εικόνα 1). Η περιοχή είναι πεδινή με μερικούς λόφους να διακόπτουν το ιδιαίτερα χαμηλό γεωγραφικό ανάγλυφο της. Το γεγονός αυτό συνδέεται άμεσα με το χαρακτηρισμό της ως «ευθυορία» (ό.π.), δηλαδή χωρίς κλήση.
Η ετυμολογία του ονόματος Καλλιθέα (από τις λέξεις κάλλος + θέα) προσδιορίζει την όμορφη θέα που είχε η περιοχή. Η όμορφη θέα προς το Σαρωνικό, η μικρή απόσταση από την Αθήνα και το υγιεινό κλίμα της είναι οι τρεις βασικοί παράγοντες που προσέλκυσαν την Ανώνυμη Οικοδομική Εταιρεία. Η εταιρεία επέλεξε την περιοχή για να ανοικοδομήσει ένα πρότυπο προάστιο, αντίστοιχο με τις εργατικές συνοικίες της Γαλλίας (Λερίου & Μουρουγκλού, 2006). Ο πρόεδρός της, Ευθύμιος Κεχαγιάς, έδωσε το όνομα Καλλιθέα στην περιοχή (Κασιάνης, 1996).
Στόχος της Οικοδομικής Εταιρείας ήταν η δημιουργία ενός εργατικού συνοικισμού που να ανταποκρίνεται στις ολοένα και αυξανόμενες ανάγκες για παροχή καλής ποιότητας και οικονομικά προσιτής στέγης (Λερίου & Μουρουγκλού, 2006). Άλλωστε, οι συνθήκες στέγασης στις αρχές του 20ου αιώνα, ιδιαίτερα για την εργατική-λαϊκή τάξη, ήταν «άθλιες» (Λεοντίδου, 2001) δεδομένου ότι οι διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι λόγω των δύο Βαλκανικών και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν περιορισμένοι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι στεγαστικές ανάγκες μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού να μην αντιμετωπίζονται, αλλά να προστίθενται στις ήδη υπάρχουσες και να οξύνουν το πρόβλημα.
Αρχικά, η Ανώνυμη Οικοδομική Εταιρεία αγόρασε έκταση 910 βασιλικών στρεμμάτων στην περιοχή, η οποία ορίζεται σήμερα μεταξύ των συνοικιών Χαροκόπου και Αγίας Ελεούσας, όπου δημιουργήθηκε ο πρώτος πυρήνας εγκατάστασης (Λερίου & Μουρουγκλού, 2006:47). Το πρόγραμμα της Εταιρείας περιλάμβανε τη δημιουργία μικρών κατοικιών, με βάση τυποποιημένα αρχιτεκτονικά πρότυπα. Οι εργάτες, στους οποίους απευθύνονταν αυτές οι κατοικίες, μπορούσαν να αγοράσουν ένα ακίνητο λαμβάνοντας δάνειο από την Εταιρεία (ό.π). Με μια προκαταβολή είχαν τη δυνατότητα να εξοφλήσουν το δάνειο σε πολλές μικρές μηνιαίες δόσεις με χαμηλά επιτόκια. Επιπλέον, στόχος της Εταιρείας ήταν ο πολεοδομικός-ρυμοτομικός σχεδιασμός της περιοχής να βασίζεται στο Ιπποδάμειο σύστημα με βάση το οποίο η Καλλιθέα απέκτησε ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο σχήμα (ό.π.).
Πηγή: Κασιάνης, 1996:17
Εν τέλει, το φιλόδοξο σχέδιο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, όπως το εμπνεύστηκαν οι σχεδιαστές του (Εικόνα 2). Η μη υλοποίηση του οφείλεται στην οικονομική αδυναμία της Εταιρείας (Λερίου & Μουρουγκλού, 2006:53) σε συνδυασμό με τον θάνατο του εμπνευστή του σχεδίου Ευθύμιου Κεχαγιά (Κασιάνης, 1996). Ωστόσο, η Καλλιθέα κατάφερε να διατηρήσει την καλή ρυμοτόμηση σε σχέση με άλλους οικισμούς της Αθήνας.
Για να αντιμετωπιστούν τα οικονομικά προβλήματα, η Εταιρεία πούλησε τα οικόπεδα σε χαμηλές τιμές. Η δημιουργία του εργατικού οικισμού, που ήταν ο αρχικός στόχος της Οικοδομικής Εταιρείας, δεν υλοποιήθηκε και η Καλλιθέα έγινε τελικά τόπος θερινής κατοικίας ευκατάστατων Αθηναίων (Λερίου & Μουρουγκλού, 2006:61) (Εικόνα 3) [2]. Ο Τσίλλερ ανέλαβε την ανέγερση των πρώτων οικιών (βλ. περισσότερα ό.π., 51-53) και η πλεονεκτική τοποθεσία σε συνδυασμό με τη διαθεσιμότητα γης προσέλκυσε κατοίκους στην Καλλιθέα. Σταδιακά η περιοχή άρχισε να μετατρέπεται από τόπο εξοχικής σε τόπο μόνιμης κατοικίας κυρίως γιατί η ποιότητα ζωής ήταν καλύτερη από ό,τι στην Αθήνα (ό.π., 61-62).
Εικόνα 3: Τα δύο πρώτα σπίτια που ανεγέρθηκαν στην Καλλιθέα ήταν του Γιώργου Φιλάρετου και του Λάσκαρη Λασκαρίδη (δεξιά και αριστερά αντίστοιχα)
Πηγή: Καρδαμίτση-Αδάμη, 2003: 11
Στις αρχές του 20ου αιώνα, η κοινωνική φυσιογνωμία των κατοίκων της Καλλιθέας άρχισε να αλλάζει. Από τόπος κατοικίας υψηλών κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων σταδιακά άρχισε να μετατρέπεται σε τόπο κατοικίας των ευρύτερων μεσαίων αλλά και χαμηλότερων-εργατικών στρωμάτων [3]. Σύμφωνα με τους Λερίου & Μουρουγκλού (2006:65) οι νέοι κάτοικοι της Καλλιθέας ήταν δικηγόροι, εκπαιδευτικοί, φαρμακοποιοί, ζωγράφοι, στρατιωτικοί, ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, αρχιτέκτονες, κτηματίες, εμπορομεσίτες, εργολάβοι οικοδομών αλλά και παντοπώλες, αρτοποιοί και ανθρακέμποροι. Επίσης, ανάμεσα στους νέους κατοίκους βρίσκονταν και εσωτερικοί μετανάστες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Οι νεοεισερχόμενοι πληθυσμοί από αγροτικές περιοχές εργάζονταν είτε στους αγρούς και στα περιβόλια γύρω από την Καλλιθέα, είτε ως κτηνοτρόφοι στα βουστάσια της περιοχής, στα Δημοτικά Σφαγεία και στις βιοτεχνίες που άρχισαν να εγκαθίστανται σταδιακά στην περιοχή (ό.π.).
Η αλλαγή στη φυσιογνωμία των κατοίκων της Καλλιθέας άρχισε σταδιακά να αντανακλάται στην ποιότητα και στο μέγεθος των κατοικιών. Οι νέες κατοικίες ήταν λιγότερο πολυτελείς από τις προηγούμενες (Λερίου & Μουρουγκλού, 2006:65). Η Εταιρεία Οικοδομικών Επιχειρήσεων, η οποία συστάθηκε το 1909, ανέλαβε να συνεχίσει το έργο της ανέγερσης κατοικιών στην περιοχή. Ανέγειρε 50 διώροφες μονοκατοικίες, που απευθύνονταν σε αγοραστές από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα, στην περιοχή Χαροκόπου στο βόρειο τμήμα της Καλλιθέας, μακριά από τον αρχικό πυρήνα των πρώτων κατοίκων. Δημιουργήθηκε έτσι μια μορφή οριζόντιου κοινωνικού διαχωρισμού με τα φτωχότερα κοινωνικο-επαγγελματικά στρώματα να κατοικούν στις ισόγειες κατοικίες με αυλές, τα μεσαία στις καλύτερης ποιότητας διώροφες μονοκατοικίες στην περιοχή Χαροκόπου και τα ανώτερα στρώματα στις επαύλεις που είχαν κατασκευαστεί την προηγούμενη περίοδο στην περιοχή μεταξύ Χαροκόπου και Αγίας Ελεούσας (Λερίου & Μουρουγκλού, 2006:68) (βλ. Χάρτη 1 τον πρώτο πυρήνα κατοικιών μεταξύ Χαροκόπου και Αγίας Ελεούσας ενώ διακρίνονται και κάποιες διάσπαρτες εγκαταστάσεις στις Τζιτζιφιές).
Η εγκατάσταση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία επηρέασε την ανάπτυξη της Καλλιθέας, όπως συνέβη με το σύνολο σχεδόν των περιοχών της Αθήνας, του Πειραιά αλλά και άλλων πόλεων της Ελλάδας (Λεοντίδου, 2001). Οι ανάγκες για στέγαση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και τη Θράκη ήταν πολύ μεγάλες, με πολλές περιοχές να μετατρέπονται σε προσφυγικούς συνοικισμούς και άλλες να δημιουργούνται εκ του μηδενός ως προσφυγικοί συνοικισμού (Μυωφά & Σταυριανάκης, 2019). Η ανάπτυξη της Καλλιθέας ως προάστιο της Αθήνας ανακόπηκε εξαιτίας των αναγκών που δημιουργήθηκαν για την άμεση στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων.
Διοικητικά η Καλλιθέα ανήκε στο Δήμο Αθηναίων μέχρι το 1925, οπότε και μετατράπηκε σε αυτόνομη Κοινότητα. Από το 1933 μετατράπηκε σε αυτόνομο Δήμο λόγω του μεγέθους του πληθυσμού της (Δήμος Καλλιθέας, 2021). Οι Τζιτζιφιές, συνοικισμός στο νοτιότερο τμήμα του Δήμου που αποτελούσε τμήμα της Κοινότητας Νέου Φαλήρου, προσαρτήθηκε στην Καλλιθέα το 1926 (ΦΕΚ 234Α/15.07.1926).
Με βάση την απογραφή του πληθυσμού το 1920, η Καλλιθέα και οι Τζιτζιφιές αριθμούσαν 4.185 και 446 κατοίκους αντίστοιχα (Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας – Διεύθυνση Στατιστικής, 1921:49). Με βάση την απογραφή των προσφύγων του 1923 εγκαταστάθηκαν 3.336 πρόσφυγες στην Καλλιθέα και 339 στις Τζιτζιφιές (Υπουργείον Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως – Τμήμα Στατιστικής, 1923: 4-5). Το 1928 η αυτόνομη πλέον Κοινότητα Καλλιθέας [4], αριθμούσε 29.656 κατοίκους (Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας – Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, 1933:34). Με βάση την απογραφή του 1928 καταγράφηκαν 14.036 πρόσφυγες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (ό.π., 34). Επομένως, μέσα σε οκτώ χρόνια ο πληθυσμός της Καλλιθέας σχεδόν επταπλασιάστηκε. Ο αριθμός των προσφύγων που δέχθηκε η Καλλιθέα ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας μετά τους Δήμους Αθηναίων και Πειραιώς [5] (Μυωφά & Σταυριανάκης, 2019: 150).
Πηγή: Γεωργιτσογιάννη, 2003: 13 (φωτ.: αρχείο Νίκου Φ. Πολίτη)
Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Καλλιθέα έγινε σε παραπήγματα που κατασκευάστηκαν από διάφορους κρατικούς φορείς [6], που κατασκεύασαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες (δηλαδή με αυτοστέγαση και προσωπική εργασία) ή σε στοιχισμένα κτίσματα στη Λεωφόρο Συγγρού στα όρια με τη Νέα Σμύρνη, αλλά και σε διάσπαρτα σημεία εντός της περιοχής (Εικόνα 4). Τα σημεία αυτά βρίσκονταν στο Νότιο τμήμα της περιοχής στις Τζιτζιφιές, στο Βόρειο τμήμα στη Χαροκόπου αλλά και στις όχθες του Ιλισού (Παπαδοπούλου & Σαρηγιάννης, 2006:90). Για παράδειγμα, για τη στέγαση των προσφύγων δημιουργήθηκε ο συνοικισμός παραπηγμάτων Χαροκόπου σε έκταση που ανήκε στο κράτος δίπλα από την τότε Χαροκόπειο Σχολή Οικοκυρικής (Εικόνα 5). Η εγκατάσταση των προσφύγων εκεί έγινε με αυτοστέγαση «σε 12 επιμήκη παραπήγματα κάθετα στην όχθη του Ιλισού και δύο παράλληλα, μετά ο χώρος συμπληρώθηκε από αυθαίρετες εγκαταστάσεις» (ό.π., 193).
Πηγή: Παπαδοπούλου & Σαρηγιάννης, 2006:194
Το σύνολο των παραπηγμάτων της περιοχής κατεδαφίστηκε τη δεκαετία του 1960, στο πλαίσιο της κρατικής πολιτικής για την οριστική στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων σε μόνιμες κατοικίες (Μυωφά, 2021). Στη θέση των παραπηγμάτων, υπάρχουν κυρίως πολυκατοικίες (Παπαδοπούλου & Σαρηγιάννης, 2006:90), που κατασκευάστηκαν στο πλαίσιο της έντονης ανοικοδόμησης της περιοχής με το σύστημα της αντιπαροχής [7]. Αντιθέτως, διασώζονται οι πολυκατοικίες που ανεγέρθηκαν για τη στέγαση των προσφύγων από το Υπουργείο Πρόνοιας στα τέλη της δεκαετίας του 1930 (Χάρτης 1) [8].
Πηγή: Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού
Για παράδειγμα, διασώζεται στις Τζιτζιφιές το συγκρότημα των 15 διώροφων πολυκατοικιών (ό.π., 185), καθώς και βόρεια από τις Τζιτζιφιές το συγκρότημα των έξι διώροφων πολυκατοικιών σε στοίχους (ό.π., 95). Επιπλέον, στο όριο του συνοικισμού Χαροκόπου, χτίστηκε, από την ΕΑΠ (όπως αναφέρουν οι Παπαδοπούλου & Σαρηγιάννης, 2006) [9],μια τριώροφη πολυκατοικία με 42 διαμερίσματα, αντίστοιχης μορφολογίας με αυτές στη νότια πλευρά της περιοχής (ό.π., 196), η οποία υπάρχει και σήμερα (Εικόνες 6α, 6β & 6γ)Εικόνες 6α, 6β και 6γ: Η τριώροφη προσφυγική πολυκατοικία με τα 42 διαμερίσματα στη θέση των παραπηγμάτων του συνοικισμού Χαροκόπου. Στην πλευρά αυτή του κτηρίου φαίνονται τα αποτυπώματα που άφησαν οι σφαίρες εξαιτίας των αιματηρών συγκρούσεων που έλαβαν χώρα την περίοδο των Δεκεμβριανών
Πηγή: Προσωπικό αρχείο
Σύμφωνα με το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) του 2006 (ΦΕΚ 192Δ/13.03.2006) –καθώς και με τα προγενέστερα του 1989 (ΦΕΚ 369Δ/08.06.1989) και του 1993 (ΦΕΚ 1130Δ/16.09.1993)– στόχος ήταν η ανάδειξη των προσφυγικών περιοχών και η προώθηση μελέτης για την ανάπλασή τους. Ωστόσο, δεν έχει υλοποιηθεί κάποιο πρόγραμμα, με αποτέλεσμα τα συγκροτήματα που διασώζονται να βρίσκονται σε κακή κατάσταση (Παπαδοπούλου & Σαρηγιάννης, 2006:95,185) εξαιτίας της αδυναμίας των ιδιοκτητών [10] να τα συντηρήσουν. Η παροχή βοήθειας προς τους ιδιοκτήτες διαμερισμάτων σε περιοχές με συγκροτήματα προσφυγικών πολυκατοικιών, για να συντηρήσουν τις κατοικίες τους και τους κοινόχρηστους χώρους είναι ένα μείζον ζήτημα που αποτελεί πάγιο αίτημα των ιδιοκτητών (Myofa, 2023).
Πηγή δεδομένων: Παπαδοπούλου και Σαρηγιάννης 2006, επιτόπια έρευνα
Τη μεταπολεμική περίοδο και κυρίως από τη δεκαετία του 1960 έως τη δεκαετία του 1980, ο πληθυσμός της Καλλιθέας διπλασιάστηκε (βλ. γράφημα 1) εξαιτίας της εσωτερικής μετανάστευσης. Γηγενείς από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, ήδη από τη δεκαετία του 1950, άρχισαν να εισρέουν στην Καλλιθέα με στόχο την αναζήτηση εργασίας στις βιομηχανικές μονάδες της περιοχής. Επομένως, ενώ η κοινωνική φυσιογνωμία της Καλλιθέας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 διατηρούσε τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης περιόδου, δηλαδή συνέχιζε να αποτελεί τον τόπο κατοικίας διανοούμενων και καλλιτεχνών, η μετεξέλιξή της σε εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο με τη δημιουργία πολλών καταστημάτων και βιοτεχνιών προσέλκυσε εργαζόμενους αυτών των κλάδων στην περιοχή (Γεωργιτσογιάννη κ.ά. 2005, 346).
Πηγή δεδομένων: Οι αντίστοιχες απογραφές πληθυσμού-κατοικιών
Πηγή: Γεωργιτσογιάννη 2003, 15 (ΙΖΟΛΑ: διαφήμιση σε μακέτα του Φωκίωνα Δημητριάδη, δημοσιευμένη το 1950 στη «Βιομηχανική Επιθεώρηση»/ ΕΛΒΙΕΛΑ: απλή διαφήμιση στο δελτίο του ΕΒΕΑ το 1939)
Κάποιες από τις βιοτεχνίες είχαν εγκατασταθεί στην Καλλιθέα πριν από τον Β’ ΠΠ, ενώ κάποιες άλλες εγκαταστάθηκαν μεταπολεμικά. Μερικές από τις πιο ονομαστές ήταν η ΙΖΟΛΑ, εταιρία κατασκευής οικιακών ηλεκτρικών συσκευών με έδρα τις Τζιτζιφιές, η Ελληνική Βιομηχανία Ελαστικού (ΕΛ.ΒΙ.ΕΛΑ) [11] (Εικόνα 7), η κλωστοϋφαντουργία Πειραϊκή-Πατραϊκή, η επιπλοποιία Σαρίδης (Εικόνα 8) (Λερίου & Μουρουγκλού 2006, 213-215).
Πηγή: Γεωργιτσογιάννη 2003, 13 (φωτ.: αρχείο Νίκου Φ. Πολίτη)
Ωστόσο, μετά το 1960 έκλεισαν οι βιομηχανικές μονάδες οι οποίες απασχολούσαν σημαντικό αριθμό κατοίκων της Καλλιθέας (όπως η ΙΖΟΛΑ, η Πειραϊκή-Πατραϊκή και η ΕΛ.ΒΙ.ΕΛΑ), με αποτέλεσμα να αλλάξει η σύνθεση του πληθυσμού και ο χαρακτήρας της περιοχής να μετατραπεί σε εμπορικό κέντρο, το οποίο κάλυπτε όχι μόνο τις ανάγκες των κατοίκων της, αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Από τη δεκαετία του 1970 η πλειονότητα των κατοίκων της Καλλιθέας είναι υπάλληλοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα, επαγγελματοβιοτέχνες, ελεύθεροι επαγγελματίες και μικροεισοδηματίες (Λερίου & Μουρουγκλού 2006, 247).
Επίσης, η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της Καλλιθέας τη μεταπολεμική περίοδο δημιούργησε νέες ανάγκες για περισσότερες κατοικίες. Για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτών ανεγέρθηκαν πολλές πολυκατοικίες με το σύστημα της αντιπαροχής, είτε σε κενά οικόπεδα, είτε κατεδαφίζοντας αρκετές από τις παλιές μονώροφες ή διώροφες οικοδομές της περιοχής. Η έντονη ανοικοδόμηση μετέτρεψε σταδιακά την Καλλιθέα σε μια πυκνοδομημένη περιοχή με υψηλά κτήρια και υψηλή πυκνότητα κατοίκησης. Ενδεικτικά, ενώ το 1951 η Καλλιθέα ήταν η έκτη πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Αθήνας, το 1991 έγινε η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Αθήνας (Κοτζαμάνης 1997) και το 2011 ολόκληρης της Ελλάδας (ΕΛΣΤΑΤ 2012, 2).
Επιπλέον, σημαντική εξέλιξη στη μεταπολεμική περίοδο, η οποία καθόρισε την πορεία της περιοχής είναι η μετεγκατάσταση πολλών προσφυγικών οικογενειών τη δεκαετία του 1970 από την Καλλιθέα στις γειτονικές περιοχές του Ταύρου και της Νέας Σμύρνης, καθώς και στον Περισσό (Λερίου & Μουρουγκλού 2006, 247). Το προσφυγικό στοιχείο της περιοχής άρχισε σταδιακά να ελαττώνεται. Η αναζήτηση καλύτερης ποιότητας κατοικίας, σε συνδυασμό με την σταδιακή εμπορευματοποίηση του τρόπου απόκτησης της (κυρίως μέσω της αύξησης του τραπεζικού δανεισμού) (Maloutas 2003), που αύξησε τη στεγαστική κινητικότητα, οδήγησε ορισμένους από του πιο ευκατάστατους κατοίκους της περιοχής να αναζητήσουν στεγαστικές λύσεις πέρα από την Καλλιθέα.
Συμπερασματικά
Το αρχικό σχέδιο να γίνει η Καλλιθέα πρότυπο προάστιο, αντίστοιχο με τις εργατικές συνοικίες της Γαλλίας, δεν πραγματοποιήθηκε. Αρχικά έγινε τόπος παραθεριστικής κατοικίας για ανώτερα κοινωνικο-επαγγελματικά στρώματα της Αθήνας και στις αρχές του 20ου αιώνα μετατράπηκε σε τόπο κατοικίας ευρύτερων μεσαίων αλλά και χαμηλότερων-εργατικών στρωμάτων. Η μαζική εισροή των προσφύγων του 1922 άλλαξε ριζικά την οικιστική και κοινωνική φυσιογνωμία της περιοχής. Συνοικίες προηγουμένως αδόμητες κατοικήθηκαν από τους πρόσφυγες δίνοντας μια νέα «πνοή» και χροιά στην περιοχή. Επιπλέον, τη μεταπολεμική περίοδο και ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1960, η εσωτερική μετανάστευση αγροτικού πληθυσμού επηρέασε έντονα την ανάπτυξη της Καλλιθέας. Η ανοικοδόμηση της περιοχής με το σύστημα της αντιπαροχής είχε ως αποτέλεσμα την πύκνωση και επέκταση του ιστού της περιοχής και συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία των προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η Καλλιθέα, όπως η πυκνή δόμηση και η απουσία ελεύθερων χώρων.
Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον κάτοικο Καλλιθέας καθηγητή Μουσικής κ. Γεώργιο Βουτσίνο για το υλικό που μοιράστηκε μαζί μου καθώς και την ευγενική προσφορά του να μου δώσει αντίγραφα χαρτών της Καλλιθέας, που διαθέτει στη συλλογή του. Επίσης ευχαριστώ την Δρ. Εβελίν Ντυρίε, Μέλος Ε.ΔΙ.Π. του Τμήματος Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου για τα εύστοχα σχόλια που έκανε διαβάζοντας το κείμενο στην ελληνική και στην αγγλική εκδοχή του.Τέλος, ευχαριστώ τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού που μου έδωσε άδεια για τη δημοσίευση του εξαιρετικού τοπογραφικού χάρτη Καλλιθέας-Μπραχαμίου.
[1] Πριν την κατοίκηση της η έκταση χρησιμοποιούταν μόνο για την καλλιέργεια κριθαριού από τους κατοίκους της Πλάκας, όπως αναφέρει ο Κασιάνης (1996: 17).
[2] Οι οικογένειες Φιλάρετου και Λασκαρίδη θεωρούνται «θεμελιωτές της σύγχρονης Καλλιθέας» (Λερίου & Μουρουγκλού 2006, 61). Ο τόπος όπου εγκαταστάθηκαν αποτελεί τον αρχικό πυρήνα κατοίκησης της Καλλιθέας (ό.π.).
[3] Μεγάλος αριθμός κατοίκων εργάζονταν ως υπάλληλοι της Εταιρείας Ηλεκτρικών Τροχιοδρόμων που είχε τις εγκαταστάσεις της στην περιοχή από το 1886 (Λερίου & Μουρουγκλού 2006, 65).
[4] Το 1928 η Κοινότητα Καλλιθέας περιλάμβανε επίσης τη Νέα Σμύρνη και τις Τζιτζιφιές.
[5] Οι Δήμοι Αθηναίων και Πειραιώς και η Κοινότητα Καλλιθέας δέχθηκαν το 93% των προσφύγων (Μυωφά & Σταυριανάκης 2019, 150).
[6]Το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ), η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) και το Υπουργείο Πρόνοιας (βλ. περισσότερα Μυωφά, 2021).
[7] Αποτελούσε ένα σύστημα κοινοπραξίας μικρών ιδιοκτητών γης και κατασκευαστικών εταιρειών με στόχο την ανέγερση πολυκατοικιών με το χαμηλότερο δυνατό κόστος (Αντωνοπούλου 1991). Το σύστημα της αντιπαροχής βασιζόταν στη συμφωνία μεταξύ του οικοπεδούχου και του κατασκευαστή – εργολάβου με στόχο την κατασκευή πολυκατοικίας και τη διανομή των διαμερισμάτων στους εμπλεκόμενους ανάλογα με τη συμμετοχή τους στην επένδυση (Θεοχαροπούλου 2017).
[8] Ο Αναστάσιος Κ. Κατσιμήδης (1864-1913) κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας υπηρέτησε ως αξιωματικός της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Έπεσε ηρωικά μαχόμενος το 1913 κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, ως Διοικητής Τάγματος, στη μάχη Κιλκίς-Λαχανά. Ήταν ο συγγραφέας ενός εξαιρετικού συγγράμματος στρατιωτικής τοπογραφίας το οποίο εκδόθηκε το 1903 και χρησιμοποιήθηκε μεταξύ άλλων, στη θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση των σπουδαστών της Σχολής Υπαξιωματικών
[9] Ωστόσο, το πιο πιθανό είναι το κτήριο αυτό είτε να χτίστηκε εξ ολοκλήρου από το Υπουργείο Πρόνοιας είτε η ανέγερσή του να ολοκληρώθηκε από αυτό, αφού η ΕΑΠ έπαψε να λειτουργεί το 1930 πριν μπει δηλαδή σε εφαρμογή ο νόμος για την ιδιοκτησία σε ορόφους. Άλλωστε η ΕΑΠ δεν ασχολήθηκε με την κατασκευή πολυώροφων κτηρίων. Οι πρώτες προσφυγικές πολυκατοικίες άρχισαν να χτίζονται το 1934 από το Υπουργείο Πρόνοιας (Λεοντίδου 2001, 233).
[10] Η αδυναμία αυτή είναι είτε οικονομική είτε αδυναμία συμφωνίας με τους υπόλοιπους συνιδιοκτήτες.
[11] Κατασκεύαζε τα ονομαστά αθλητικά παπούτσια της εποχής, τις «ελβιέλες».
Μυωφά, Ν. (2023) Καλλιθέα: Αναδρομή στην εξέλιξη ενός πρότυπου οικισμού της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/καλλιθέα/ , DOI: 10.17902/20971.114
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Τα αδέσποτα ζώα της ελληνικής πρωτεύουσας αποτελούν μέρος της οικολογικής, κοινωνικής και πολιτιστικής λειτουργίας της πόλης. Αυτό το σημείωμα στοχεύει, με ανιχνευτικό τρόπο, να αποτυπώσει κάποιες σκέψεις για το τι παράγει η παρουσία των γάτων στην πόλη της Αθήνας. Οι γάτες συμμετέχουν –όχι με ασήμαντο τρόπο– στην επίσημη και άτυπη χωροταξία της πόλης και δείχνουν ότι οι γυναίκες της Αθήνας επενδύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτή την οικολογική λειτουργία. Η παρουσία των αιλουροειδών είναι επίσης πηγή μιας μορφής πολιτιστικής κληρονομιάς «από τα κάτω», ακόμη και ανάπτυξης του τουρισμού στην πόλη. Στο μυθιστόρημα Οι εφτάψυχες των Αθηνών (2001), ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος φαντάζεται ότι ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και άλλοι αρχαίοι φιλόσοφοι μετενσαρκώθηκαν σε γάτες και συναντιούνται για να φιλοσοφήσουν νιαουρίζοντας, ανάμεσα στην Πνύκα και το νεκροταφείο του Κεραμικού. Εκεί, ηλικιωμένες γυναίκες τις φροντίζουν σε καθημερινή βάση και ανησυχούν για πολιτικές που σκόπευαν να τις θυσιάσουν στο βωμό της υγειούς πόλης, πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Οι γάτες-φιλόσοφοι θεωρούνται στο βιβλίο νόμιμοι κάτοικοι της ελληνικής πρωτεύουσας, έχοντας τα δικά τους εδάφη πάνω από εκείνα των ανθρώπων. Παρότι πολλοί κάτοικοι περνούν δίπλα από τις γάτες χωρίς να τις προσέχουν, με αποτέλεσμα να ευτελίζουν την παρουσία τους στην πόλη, αυτό το κείμενο έχει σκοπό να αποδείξει ότι αυτή η παρουσία δεν είναι ασήμαντη. Οι γάτες της Αθήνας δεν είναι εντελώς άγριες, ούτε απόλυτα εξημερωμένες. Για να προσδιορίσει αυτή την πραγματικότητα, όπου το άγριο αναμειγνύεται με το οικόσιτο και το φυσικό με το πολιτιστικό, η φιλόσοφος Donna Haraway μιλά για «φυσιοκουλτούρα» (2003). Αυτή η υβριδική κατάσταση, «φύση-πολιτισμός», συνεπάγεται σχέσεις πολλών επιπέδων μεταξύ ανθρώπων και γάτων: αυτές οι σχέσεις δεν είναι μόνο κοινωνικές και συναισθηματικές, είναι και οικολογικές. Αυτές οι ιδιαίτερες οικολογικές σχέσεις, που συντηρούνται κυρίως από γυναίκες, αποτελούν κομμάτι της αστικής ανάπτυξης και κληρονομιάς, άλλοτε συνηθισμένο, άλλοτε μεταφερόμενο στον τουρισμό. Πέρα από την ανάλυση των αθηναϊκών γάτων σε στοιχείο της τοπικής κληρονομιάς, αυτό το άρθρο επιθυμεί να αντιμετωπίσει αυτά τα αιλουροειδή ως δρώντες που συμμετέχουν κανονικά , με επίσημο ή άτυπο τρόπο, στη δημιουργία της Αθήνας. Για να πραγματοποιήσω τη σχετική έρευνα, η οποία βρίσκεται ακόμη σε διερευνητικό στάδιο και της οποίας παρουσιάζω εδώ τις πρώτες σκέψης, βασίζομαι σε ένα σώμα πέντε συνεντεύξεων με γυναίκες (μόνη, στο πλαίσιο συλλόγου ή εργαζόμενη στο δήμο) που ασχολούνται με την υπόθεση των αιλουροειδών στην Αθήνα. Αρκετές παρατηρήσεις και μια ανάλυση τεκμηρίων (από άρθρα στον τύπο και ιστότοπους) συμπληρώνουν το υλικό των συνεντεύξεων. Οι γεωγραφίες των ζώων προσελκύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον εδώ και είκοσι χρόνια (Blanc, 2000). Αποτελούν μέρος του ευρύτερου πεδίου των γεωγραφιών «περισσότερο από το ανθρώπινο» ή «πέρα από τον άνθρωπο». Είναι μια μετατόπιση της ανθρωποκεντρικής εστίασης αυτής του επιστημονικού κλάδου προς μια νέα ανάγνωση που τοποθετεί τους ανθρώπους σε ένα δίκτυο σχέσεων με άλλες οντότητες, ζωντανές και μη (Isaacs, 2020). Αυτές οι γεωγραφίες συμβάλλουν έτσι στην υπέρβαση της ιδέας ότι η πόλη είναι το κατ’ εξοχήν ανθρώπινο περιβάλλον. Αν η πόλη είναι πράγματι ένας χώρος που κυριαρχείται σε μεγάλο βαθμό από το ανθρώπινο είδος, οι άνθρωποι συζούν εκεί με πολλά άλλα είδη: τα αδέσποτα ζώα, τα έντομα, οι ιοί και τα βακτήρια είναι παράγοντες της καθημερινής αστικής ζωής. Η πόλη είναι στην πραγματικότητα ένα οικοσύστημα όπου, περισσότερο από αλλού, οι οικολογικές σχέσεις διαμεσολαβούνται από τεχνικά αντικείμενα, αλλά παραμένουν οικολογικές σχέσεις. Οι γάτες της Αθήνας αποτελούν λοιπόν μέρος του οικοσυστήματος που αποτελεί την ελληνική πρωτεύουσα: ζουν με τσιμπούρια, ψύλλους και πολυάριθμα βακτήρια ή ιούς που είναι πιθανό να μεταδώσουν σε άλλα ζώα και στον άνθρωπο (Diakou et. al, 2017). Στην ανάποδη κατεύθυνση, οι ιοί μπορούν να μεταδοθούν από τον άνθρωπο στα ζώα, συμπεριλαμβανομένων των αδέσποτων γάτων, όπως συνέβη με τον Covid-19. Άνθρωποι και αδέσποτα ζώα λοιπόν κατοικούν στην πόλη σε ένα ενιαίο περιβάλλον, που συνθέτουν οι αλληλεπιδράσεις τους. Η ιστορία των ζώων (Baratay, 2021· Estebanez, 2016) έχει δείξει ότι η παρουσία των γάτων στην πόλη είναι αρχαία και ότι το νόημα της παρουσίας τους εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου πριν γίνουν αόρατες στην αστική λειτουργία. Χρησιμοποιούνταν ακόμη και για την οικολογική τους λειτουργία, καθώς υπάρχει μια λέξη, σε ορισμένες γλώσσες, για γάτες (και σκύλους) που χρησιμοποιούνταν για το κυνήγι αρουραίων και άλλων παρασίτων στις πόλεις. Έτσι, όταν οι καλοκάγαθες γυναίκες τοποθετούν γατοτροφές σε άδειες γαβάθες από φέτα, παράγουν μια αθηναϊκή «φυσιοκουλτούρα», και συντηρούν μια οικολογική σχέση με τις γάτες. Βοηθούν να τροφοδοτηθεί, κυριολεκτικά και μεταφορικά, η οικολογική αλυσίδα που τρέφει όλα τα είδη που συνθέτουν το αστικό περιβάλλον. Σπάνιοι είναι οι δρόμοι της Αθήνας στους οποίους δεν βρίσκει κανείς μικρά μπολ με κροκέτες ή νερό. Σχεδόν παντού, τα δοχεία για το τάισμα των γάτων είναι τόσο ορατά ίχνη της παρουσίας των αιλουροειδών. Τακτικά, αυτά τα μικρά μπολ γεμίζουν με υπόλοιπα τροφίμων: συμμετέχουν, με μια έννοια, στη μείωση των ανθρώπινων αποβλήτων και ενσωματώνονται εκ νέου στην τροφική αλυσίδα. Τα περισσότερα από αυτά τα δοχεία τροφοδοσίας καταλαμβάνουν συνήθως πολύ μικρά τμήματα του δημόσιου χώρου (εικόνα 1), αλλά μερικές φορές αποτελούν στοιχείο οργάνωσης του χώρου στη μικρο-κλίμακα. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, με μια συσκευή σίτισης που εγκατέστησε στο Θησείο ο Κ., εθελοντής τροφοδότης, αφού έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του τοπικού ιερέα να εγκαταστήσει ένα έξυπνο σύστημα τροφοδοσίας αςδέσποτων σε οικόπεδο που ανήκει στην εκκλησία. Τέτοιου είδους συσκευές συναντάμε και σε άλλα μέρη, ειδικά στις πολυάριθμες αστικές ερημιές της Αθήνας (εικόνα 2).Αδέσποτες γάτες: μεταξύ οικοφεμινισμού, πολεοδομίας και πολιτιστικής κληρονομιάς
Αθήνα: ένα αστικό οικοσύστημα όπου οι άνθρωποι συνυπάρχουν με τις γάτες
Γυναίκες: δρώσες στην τυπική και άτυπη ανάπτυξη της πόλης των αιλουροειδών
Εικόνες 1 & 2: Δύο ταΐστρες αδέσποτων γάτων στο Παγκράτι (1) και στο Θησείο (2)
Πηγή: C. Dillenseger 2021
Με τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν και πολλές άλλες κατασκευές για τα ζώα που μαρτυρούν μια ειρηνική, ακόμη και αλληλέγγυα συμβίωση μεταξύ των γάτων και των κατοίκων. Λίγο-πολύ ορατά, αυτά τα καταφύγια για αιλουροειδή αποτελούν σημάδια της παρουσίας των γάτων στην πόλη και της νομιμοποίησής τους να είναι μέρος της αστικής ζωής. Αυτή η ιδέα ενισχύεται συχνά από την ανθρωποποίηση που χαρακτηρίζει ορισμένες από αυτές τις άτυπες διευθετήσεις: μερικές φορές, οι κατασκευές αυτές ακολουθούν τους ανθρώπινους κώδικες κατοίκησης, όπως στη εικόνα 3.
Πηγή: C. Dillenseger 2021
Εκτός από το τάισμα των γάτων και την κατασκευή ορισμένων καταφυγίων, μέρος της δουλειάς των εθελοντών είναι η σύλληψη αδέσποτων γάτων για να τις στειρώσουν και να τους παράσχουν κτηνιατρική φροντίδα πριν τις επανεισάγουν στο αστικό περιβάλλον. Οι γάτες στη συνέχεια σημαδεύονται και είναι αναγνωρίσιμες από τη μικρή εγκοπή που υπάρχει στο ένα αυτί τους. Αυτή η συγκεκριμένη αστική πρακτική απαιτεί πολλή δουλειά από την πλευρά των εθελοντών: μια πρώτη φάση είναι ο εντοπισμός της άφιξης νέων εγκύων γάτων ή σε συγκεκριμένες περιοχές της πόλης. Οι γάτες είναι ζώα που ταυτίζονται με περιοχές τις οποίες αποικίζουν και γενικά κινούνται γύρω από χέρσους τόπους ή ερείπια. Για να πραγματοποιήσουν την αναγνώρισή τους, οι εθελοντές πρέπει να έχουν λεπτομερή γνώση της σχέσης των αιλουροειδών με το έδαφικος. Μόλις εντοπιστούν τα ζώα, οι εθελοντές πρέπει να συντονιστούν για να βρουν διάστημα πολλών ωρών, μέσα στο οποίο θα προσπαθήσουν να πιάσουν αυτές τις γάτες. Στη συνέχεια χρειάζεται να τις προσελκύσουν σε μια παγίδα, κάτι που μπορεί να διαρκέσει αρκετές ώρες (εικόνα 4). Στη συνέχεια, πρέπει η γάτα να πάει σε έναν συνεργάτη κτηνίατρο και να πληρωθεί η επίσκεψη με χρήματα που συλλέγονται συχνά σε υπαίθριες αγορές για τη φροντίδα των ζώων ή, όπως στην περίπτωση της κας Κ., πουλώντας αξεσουάρ για γάτες που φτιάχνει η ίδια.
Πηγή: C. Dillenseger 2021
Όμως η παρουσία των γάτων στην πόλη δεν είναι ομόφωνα αποδεκτή. Δημιουργεί ακόμη και μια οικολογική μικρογεωπολιτική της πόλης στην οποία τα καταφύγια για τα ζώα μερικές φορές καταστρέφονται, όπως εξηγείται από αυτή το μικρό κείμενο που ζητά την προστασία του σπιτιού της γάτας (εικόνα 3). Οι γάτες της Αθήνας προκαλούν άλλοτε συμπάθεια, άλλοτε αδιαφορία και άλλοτε μίσος. Αυτό θυμάται η Ε., εθελόντρια του δήμου Νέας Σμύρνης, η οποία αναφέρει στη συνέντευξη ότι είχε βρει πτώματα δηλητηριασμένων γάτων δίπλα σε κάδους σκουπιδιών: σύμφωνα με την ίδια, οι δράστες έβαλαν δηλητήριο μέσα στα σκουπίδια γνωρίζοντας ότι οι γάτες έρχονται εκεί να τις ταΐσουν. Αυτή η «αστική και οικολογική γεωπολιτική» μεταφέρεται στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο αφού από το 2020 έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα ένα κόμμα για τα Ζώα. Το καλοκαίρι του 2023, η υποψήφια βουλευτής αυτού του κόμματος στην εκλογική περιφέρεια της Αθήνας, Βιολέττα-Τερέσα Βάλτσικ, παρουσιάστηκε ως άτομα που ταΐζει αδέσποτα ζώα.
Μαζί με μεμονωμένους φορείς και εθελοντές, οι δήμοι διαχειρίζονται την παρουσία των γάτων ως «δημόσιο πρόβλημα». Η μεγάλη παρουσία ζώων στην Αθήνα παρουσιάζεται συχνά ως απειλή για την υγεία (οι γάτες μπορούν να μεταδώσουν ασθένειες) ή για την καθαριότητα, που εννοιείται ως αισθητική ευταξία στην πόλη. Έτσι, πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, ο Δήμος Αθηναίων ανέπτυξε μια μεγάλη επιχείρηση για τη στείρωση και την απαλλαγή από ψύλλους των αδέσποτων γάτων με στόχο τον καθαρισμό της πόλης. Σύμφωνα με διάφορες ενώσεις που υπερασπίζονται την υπόθεση των γάτων, αυτή η εκστρατεία θα συνοδευόταν από παράνομη δηλητηρίαση ζώων, ιδιαίτερα σκύλων.
Η Urban Wildlife Service (αστική πανίδα) δημιουργήθηκε το 2004, την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων, για τη διαχείριση του «προβλήματος» των αδέσποτων σκύλων. Αποστολή της είναι να εκπαιδεύει τους κατοίκους σχετικά με την καλή μεταχείριση των ζώων, να διασφαλίζει το σεβασμό στην αντιμετώπιση των ζώων στην πόλη και να διαχειρίζεται τα αδέσποτα που βρίσκονται σε δημόσιους χώρους. Τα γραφεία της σχετικής δημοτικής υπηρεσίας είναι στο κέντρο της Αθήνας (στου Ψυρρή), ενώ στη βιομηχανική περιοχή του Ελαιώνα / Βοτανικού άνοιξε δημοτικό καταφύγιο για αδέσποτα το 2021. Στο αέτωμα του καταφυγίου υπάρχει street art τοιχογραφία που απεικονίζει τον Σωκράτη, ένα αδέσποτο σκύλο από την περιοχή της Πλάκας γνωστό σε πολλούς Αθηναίους, του οποίου ο θάνατος έγινε ευρέως γνωστός στους κύκλους της υπεράσπισης των ζώων. Δίπλα στον Σωκράτη βρίσκεται μια γάτα, ένα ακόμη συμβολικό ζώο της αστικής ζωής της Αθήνας (εικόνα 5). Πηγή: C. Dillenseger 2021 Το καταφύγιο προορίζεται για τη φιλοξενία κυρίως αδέσποτων ή εγκαταλελειμμένων σκύλων που προορίζονται για υιοθεσία από ιδιώτες ή τουρίστες. Εάν αυτός ο σημαντικός και πρόσφατος εξοπλισμός έχει την αξία του ότι υπάρχει, παραμένει σχετικά μικρός και η τοποθέτησή του σε μια αραιοκατοικημένη, υποβαθμισμένη και απόμακρη θέση από το κέντρο μπορεί να δώσει την αίσθηση του χωρικού υποβιβασμού της υπόθεσης των ζώων. Όπως φαίνεται στο παρακάτω σχήμα, το καταφύγιο των αδέσποτων μπήκε σε ένα σχετικά στενό χώρο ανάμεσα στο μεγάλο στρατόπεδο μεταναστών του Ελαιώνα (που έχει ήδη απομακρυνθεί έξω από τον αστικό ιστό), ένα χώρο αποθήκευσης κάδων απορριμμάτων και απορριμματοφόρων και στη μέση μιας βιομηχανικής περιοχής όπου κινούνται πολλοί ανακυκλωτές, μια δραστηριότητα κοινωνικά υποτιμημένη στην Ελλάδα την οποία εξασκούν κυρίως μέλη μειονοτικών ομάδων, όπως οι Ρομά. Συνεπώς, μετανάστες, απόβλητα και αδέσποτα τοποθετούνται στον ίδιο χώρο: ανεπιθύμητες οντότητες προς διαχείριση, αλλά μέρος της πόλης που πρέπει να είναι ικανοποιημένες με μια ζωή στο περιθώριο της. Πηγή: C. Dillenseger 2021 Όλοι που μίλησα, στο δήμο ή σε συλλόγους υπεράσπισης ζώων, είναι γυναίκες. Σύμφωνα με τις ίδιες, οι άνδρες δεν απουσιάζουν εντελώς, αλλά όσα μου είπαν επιβεβαιώνουν ότι η διαχείριση των αδέσποτων γάτων στην Αθήνα είναι κυρίως δουλειά γυναικών: «Τα περισσότερα μέλη μας είναι γυναίκες. Γενικά στην Ελλάδα, οι περισσότεροι εθελοντές για την προστασία των ζώων είναι γυναίκες» (Συνέντευξη στον σύλλογο 9Lives Greece, Απρίλιος 2020). Η επένδυση των γυναικών στους οικολογικούς στόχους και στην έγνοια για τους άλλους (τη φροντίδα, (Tronto, 1993)) έχει τεκμηριωθεί ευρέως στις κοινωνικές επιστήμες. Οι φιλόσοφοι Catherine Larrère (2012) και Emilie Hache (2016) χρησιμοποιούν τον όρο οικοφεμινισμός για να προσδιορίσουν αυτήν την πραγματικότητα. Στην Αθήνα, η διαχείριση των αδέσποτων γάτων απεικονίζει απόλυτα αυτήν την έννοια του οικοφεμινισμού. Αν η παρουσία των αιλουροειδών μπορεί να φαίνεται ασήμαντη, ακόμη και αόρατη, στα μάτια των περισσότερων Αθηναίων επειδή είναι καθημερινή και συνηθισμένη, αυτό δεν ισχύει για τους ξένους παρατηρητές (εμού συμπεριλαμβανομένου), κάτι που έχουν αντιληφθεί και ορισμένοι παράγοντες του τουρισμού. Πράγματι, πέρα από την απλή παρουσία των ίδιων των γάτων σε όλη την πόλη, η Αθήνα είναι επίσης γεμάτη από σκηνοθετημένες εικόνες και αφηγήσεις που αφορούν τις γάτες.Εικόνα 5: Η Αθήνα ανάμεσα σε σκύλους και γάτες: το αέτωμα του νέου δημοτικού καταφυγίου στον Ελαιώνα / Βοτανικό
Γράφημα 1: Η Χωρική Υποβάθμιση των Ανεπιθύμητων στον Ελαιώνα
Η αιλουροειδής οικολογία της Αθήνας ως κληροδότημα: από το συνηθισμένο στον τουρισμό σε Θησείο και Πλάκα
Εικόνες 6 & 7: Οι γάτες, κλασικό θέμα street art στους δρόμους της Αθήνας σε Πανεπιστήμιο και Κολωνάκι
Πηγή: C. Dillenseger 2021
Πρώτα απ’ όλα, μια ανώδυνη μορφή «κληρονομοποίησης» (patrimonialisation) από τα κάτω της παρουσίας των αιλουροειδών προκύπτει από τα πολυάριθμα γκράφιτι που τα απεικονίζουν (εικόνες 6 και 7). Η παρουσία των γάτων σε πολλά έργα της τέχνης του δρόμου είναι ένδειξη ότι κατέχουν σημαντική θέση στον τοπικό πολιτισμό. Εάν οι γάτες παρουσιάζονται συχνά σε γκράφιτι –και όχι οι κατσαρίδες, οι οποίες είναι επίσης πολύ παρούσες στην πόλη– είναι επειδή είναι «χαρισματικές» (Blanc, 2004· Lorimer, 2007). Αυτό σημαίνει ότι συνδέονται με θετικές και συναισθηματικές αναπαραστάσεις και ότι κατέχουν ιδιαίτερη θέση στο αθηναϊκό πολιτισμικό και στο τοπικό σύστημα ταυτοτήτων (και αναμφίβολα, στο ευρύτερο ελληνικό).
Με πιο θεσμοθετημένο τρόπο, διάφοροι δρώντες και δρούσες έχουν μετατρέψει την παρουσία των αιλουροειδών στην Αθήνα σε τουριστικό αξιοθέατο. Στη συνοικία Θησείο έχει αναπτυχθεί ένας «τουρισμός μέσα από τις γάτες», όπως δείχνει η παρουσία τους σε πολλούς τρόπους ξενάγησης στην Πλάκα και στο Θησείο.
Πηγή: Ιστοσελίδα AirBnb Expériences (Αύγουστος 2023)
Ο ιστότοπος AirBnb Experiences προσφέρει στους τουρίστες διαφορετικές δραστηριότητες. Ανάμεσα στις πιο προτεινόμενες δραστηριότητες στην Αθήνα είναι η περιοδεία «Cats of Thissio» που, στην περιγραφή της, προσκαλεί «να ανακαλύψετε μυστικά μέρη και περισσότερες από 30 γάτες των οποίων οι ιστορίες αξίζει να ακουστούν» (εικόνα 8). Αυτή η επίσκεψη είναι ιδιαίτερα δημοφιλής: βαθμολογείται με 5/5 και σχεδόν 270 ταξιδιώτες έχουν ήδη αφήσει θετική αξιολόγηση. Η ξενάγηση κοστίζει 20 ευρώ ανά άτομο και τα χρήματα που συγκεντρώνονται χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση των καθημερινών γύρων ταΐσματος από την Κ. που φροντίζει πολλές ομάδες γάτων και η οποία είναι διατεθειμένη να συνοδεύεται τρεις φορές την εβδομάδα στην ημερήσια εθελοντική της διαδρομή. Κατά τη διάρκεια της ξενάγησης, ταυτοποιεί κάθε ένα από τα ζώα με το συγκεκριμένο μικρό του όνομα: τα γνωρίζει όλα καθώς συμμετείχε στο πιάσιμο, τη στείρωση και την απαλλαγή τους από ψύλλους χάρη στην οικονομική συνδρομή των τουριστών, που προέρχονται κυρίως από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτή η επίσκεψη είναι επίσης ένας τρόπος για να μάθει κανείς περισσότερα για την παρουσία αυτών των γάτων και τον τρόπο με τον οποίο διαφορετικοί δρώντες τις φροντίζουν (ή όχι).
Πηγή: Στιγμιότυπο απο την εφαρμογή Clio Muse Tour, παρουσιάζει περιήγηση αφιερωμένη στις γάτες της Αθήνας (Αύγουστος 2023)
Μια άλλη υπηρεσία, που προσφέρει το τουριστικό γραφείο της πόλης της Αθήνας ThisIsAthens, είναι η εφαρμογή για κινητά που δημιουργήθηκε από την ελληνική εταιρεία ClioMuse Tour. Αυτή η εταιρεία, που είναι παρούσα σε περισσότερες από 35 χώρες στον κόσμο, προσφέρει την αγορά ξεναγήσεων χωρίς οδηγό μέσω μιας εφαρμογής για κινητά. Η ξενάγηση αυτή «πατάει» στο κλασικό τουριστικό κύκλωμα (εικόνα 9) περνώντας από διάφορα σημεία ενδιαφέροντος (Αναφιώτικα, Ρωμαϊκή Αγορά, Παλιά Αγορά, Βυζαντινή εκκλησία) και προσεγγίζει διάφορες ιστορικές περιόδους (από την αρχαιότητα έως τις αρχές του 19ου αιώνα). Σε αυτή την «ιστορική» επίσκεψη, η παρουσία των σημερινών γάτων υπονοεί την προηγούμενη και διαρκή παρουσία των αιλουροειδών στην πόλη, ενώ δεν υπάρχει στοιχείο που να αναφέρεται στην ενσωμάτωση αυτών των ζώων στον σύγχρονο ιστό της Αθήνας. Έτσι, εντάσσονται στην αφήγηση για την Αθήνα ως αιώνιας πρωτεύουσας της Ελλάδας και, σε αυτό το πλαίσιο, εμπορευματοποιείται η εικόνα τους χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι οικολογικές σχέσεις που τους δένουν με την πόλη. Οι γάτες της Αθήνας μετατρέπονται σε σύμβολα της πόλης της Αθήνας που τα βρίσκει κανείς σε καρτ ποστάλ και σε άλλα αντικείμενα για τους τουρίστες (εικόνα 10). Όλα αυτά μαρτυρούν ένα συγκεκριμένο τρόπο που τίθεται σε λειτουργία (Barua, 2017) η αθηναϊκή πανίδα για την τουριστική αγορά.
Πηγή: C. Dillenseger 2019
Dillenseger, C. (2023) Αδέσποτη Αθήνα: Οι γάτες του δρόμου μεταξύ οικοφεμινισμού, πολεοδομίας και πολιτιστικής κληρονομιάς, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/αδέσποτη-αθήνα/ , DOI: 10.17902/20971.113
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9