Η περιοχή της Νίκαιας Αττικής, άρρηκτα συνδεδεμένη με την προσφυγική αστική αποκατάσταση του 1922, παρουσιάζει ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον, αποτελώντας σήμερα έναν από τους προσφυγικούς συνοικισμούς που διατηρεί μεγάλο ποσοστό των παλαιών του κτισμάτων. Τα κτίσματα αυτά ανήκουν σε διαφορετικούς αρχιτεκτονικούς τύπους, είναι είτε ισόγεια είτε διώροφα, με μικρή επιφάνεια διαμερίσματος και πολλές αυθαίρετες επεκτάσεις/προσθήκες. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι δεν έχουν ενταχθεί σε καθεστώς διατήρησης/προστασίας. Συγκεκριμένοι κτιριακοί τύποι περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό εγκαταλελειμμένων διαμερισμάτων, διαμορφώνοντας συνθήκες αποσύνθεσης σε συγκεκριμένους θύλακες εντός του συνοικισμού, εγείροντας προβληματισμούς για τη μελλοντική εξέλιξη της περιοχής αλλά και τη διατήρηση της συλλογικής μνήμης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αρχικός σχεδιασμός της περιοχής που περιλαμβάνει ένα δίκτυο ενδιάμεσων χώρων στα οικοδομικά τετράγωνα σε συνδυασμό με παρόδους, τα οποία υπό προϋποθέσεις δύναται να λειτουργήσουν ως δίκτυο.
Το προσφυγικό ζήτημα του 1922 αποτέλεσε σταθμό για τη νεότερη ελληνική ιστορία, καθώς συνδέθηκε με μια τεράστια δημογραφική αλλαγή στη χώρα. Μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο (1919–1922), η Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 οδήγησε στην υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, σε Ελλάδα και Τουρκία (Εξερτζόγλου, 2016: 343). Με βάση ιστορικά στοιχεία (Clark, 2009: 11), περισσότεροι από 1.200.000 χριστιανοί ορθόδοξοι και 400.000 μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να εγκατασταθούν στην Ελλάδα και την Τουρκία αντίστοιχα. Η εμπειρία του βίαιου εκπατρισμού, οι τραυματικές μνήμες της καταστροφικής πυρκαγιάς στη Σμύρνη καθώς και οι προσπάθειες ένταξης στις νέες πατρίδες, καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη σύγχρονη ελληνική ταυτότητα (Παπαδόπουλος, 2013: 335-336).
Οι προσπάθειες ένταξης, σχετίστηκαν άμεσα με το ζήτημα της στέγασης. Αρχικά, στις 15 Σεπτεμβρίου του 1922 η υπουργική απόφαση « Περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων» αλλά και ο σχετικός νόμος που ψηφίστηκε λίγο αργότερα, προσπάθησαν να δώσουν μια προσωρινή λύση στο ζήτημα. Η ανεπάρκεια του μέτρου αυτού, οδήγησε στη συγκρότηση του Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων το Νοέμβριο του 1922, το οποίο λειτούργησε μέχρι το 1925 και δραστηριοποιήθηκε σε ολόκληρη τη χώρα (Γκιζελή, 1984: 132-140). Στη συνέχεια, το 1925 ιδρύεται η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (E.A.Π.), υπό τη γενική εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών (Χίρσον, 2004: 114 και Γκιζελή, 1984: 156). Η Ε.Α.Π., έχοντας ως στόχο την οριστική αποκατάσταση, ομαδοποίησε τον προσφυγικό πληθυσμό σε «αστικό» και «αγροτικό», ανάλογα με τον τόπο προέλευσης κατευθύνοντάς τον στις πόλεις και την ύπαιθρο αντίστοιχα (Γκιζελή, 1984: 178). Στις προθέσεις της Ε.Α.Π. ήταν η ομαλή ενσωμάτωση του προσφυγικού πληθυσμού στις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες, μέσα από εξασφάλιση στέγης και εργασίας. Στους αγροτικούς συνοικισμούς, το ζήτημα επιλύθηκε μέσω παραχώρησης καλλιεργητικών εκτάσεων. Στις πόλεις το ζήτημα δεν επιλύθηκε συλλογικά, με την Ε.Α.Π. να δίνει έμφαση τελικά στο κομμάτι της στεγαστικής αποκατάστασης (Τούση, 2014: 55-57). Έτσι, υπό την πίεση της ιστορικής συγκυρίας, εμφανίστηκε για πρώτη φορά η κοινωνική κατοικία, στο πλαίσιο των έκτακτων αναγκών που δημιουργήθηκαν για τη στέγαση των προσφύγων. (Γκιζελή, 1984: 14, 123).
Οι πρώτοι αστικοί προσφυγικοί οικισμοί χωροθετήθηκαν εκτός των ορίων της πόλης (Σαρηγιάννης, 2000: 104), σε απόσταση 1 εως 4 χιλιόμετρα (Λεοντίδου, 1989: 209). Αυτή η επιλογή είχε επίσης κοινωνικό αντίκτυπο. Για πολλές δεκαετίες ο προσφυγικός πληθυσμός υπόκειται διακρίσεις και κοινωνικό αποκλεισμό, ζώντας σε αστικές μορφές με έλλειψη κοινωνικών υποδομών (Λεοντίδου, 2001: 216; Χίρσον, 2004: 117; Κουτελάκης κ.α., 1991:171; Pentzopoulos, 1962:12).
Με την πάροδο των ετών η φυσιογνωμία των προσφυγογενών περιοχών άρχισε να αλλάζει και ιδιαίτερα μετά το 1960 και την εξάπλωση του συστήματος της αντιπαροχής, όπου αντικαθίσταται σταδιακά το κτιριακό απόθεμα (Τούση, 2014: 40). Παρά τις αλλαγές που σημειώθηκαν στη πορεία του χρόνου, σημαντικός αριθμός των περιοχών αυτών διατηρεί στοιχεία που θυμίζουν το προσφυγικό παρελθόν (ρυμοτομικό σχέδιο, προσφυγικές κατοικίες, ονόματα οδών, μνημεία). Από τη σκοπιά αυτή, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Νίκαιας Αττικής, όπου διατηρείται σημαντικό κομμάτι του αρχικού προσφυγικού πυρήνα. Στην ανάλυση που ακολουθεί παρουσιάζεται συνοπτικά η εξέλιξη του συνοικισμού, με έμφαση στη σημερινή κατάσταση.
Ένας από τους μεγαλύτερους προσφυγικούς αστικούς συνοικισμούς, ο συνοικισμός της Νίκαιας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την αποκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων του 1922, αφού πριν την εγκατάσταση τους, η περιοχή ήταν πρακτικά ακατοίκητη (εποχικός βοσκότοπος , Χίρσον, 2004: 114; Παπαδοπούλου, 2003: 67). Οι πρώτοι κάτοικοι της ήταν Αρμένιοι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο νοτιότερο άκρο του συνοικισμού το 1923 στα σύνορα με την Παλιά Κοκκινιά. (Παπαδοπούλου, 2003: 65). Στη συνέχεια την ίδια χρονιά εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τη Μ.Ασία. Η ίδρυση του συνοικισμού αποδίδεται στον Επαμεινώνδα Χαριλάου, Α’ Αντιπρόεδρο του Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων (Παπαδοπούλου, 2003: 7). Η τοποθεσία έλαβε το όνομα «Νέα Κοκκινιά», για να διακρίνεται από την ήδη υπάρχουσα συνοικία της Κοκκινιάς και μέχρι το 1934 άνηκε στο δήμο Πειραιά. Στις 18-12-1939 μετονομάσθηκε, κατόπιν διαγωνισμού, σε Νίκαια, από τη Νίκαια της Βιθυνίας, πόλη στη βορειοδυτική Μ. Ασία. Το όνομα Κοκκινιά δεν συνδέεται άμεσα με την προσφυγική εγκατάσταση και τον πολιτισμό της Μ.Ασίας.
Στις αρχές του 1923 το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων χαρτογράφησε την περιοχή με στόχο την ανέγερση κατοικιών. Αρχικά η διαμονή έγινε σε προσωρινά καταλύματα (σκηνές) και στη συνέχεια κτίστηκαν κατοικίες με εξαιρετικά μικρό εμβαδό (5χ4 μ ή 6χ4μ., Χίρσον, 2004: 114). Αποσπάσματα από τον ημερήσιο Τύπο της περιόδου 1928-1932 αναφέρονται στην Κοκκινιά, περιγράφοντας την πλημμελή ιατρική περίθαλψη, την απουσία αποχωρητηρίων, την υψηλή πυκνότητα κατοίκησης, την έλλειψη σύνδεσης στο δίκτυο ύδρευσης και την έλλειψη τεχνητού φωτισμού επί των οδών. Στην απογραφή του 1928 καταγράφθηκαν 33.201κάτοικοι, όμως ο ημερήσιος τύπος της εποχής αναφέρει πως ο πληθυσμός κυμαινόταν από 45 έως 50 χιλιάδες άτομα. Χαρακτηριστικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το άρθρο του Δημ. Μακρίδη «Πώς ζουν οι πρόσφυγες εις Ν.Κοκκινιάν», 14,15,16/12/1928 Ημερήσιος Τύπος:
« Η Ν.Κοκκινιά με 45-50 χιλιάδες που οι απογραφές τους ανεβάζουν μόνο σε 33 χιλιάδες έχει πολλά προβλήματα. (…) Είναι άμεση η ανάγκη αποσυμφόρησης των παραγκών. Όταν έφθασαν εδώ οι πρόσφυγες στεγάστηκαν σε 4.484 παράγκες, 6.390 οικογένειες! Σε κάθε παράγκα δηλαδή δυο ανδρόγυνα συστεγάζονται «εξασφαλίζοντας» το οικογενειακό τους άσυλο με μια διάτρητη κουβέρτα κρεμασμένη στη μέση…» |
Οι αναφορές αυτές είναι ενδεικτικές των δυσμενών συνθηκών στέγασης και των ελλείψεων σε υποδομές. (Κουτελάκης κ.α., 1991: 171).
Στα επόμενα 5 χρόνια η ΕΑΠ, προχώρησε σε συστηματικό σχεδιασμό της περιοχής, καθώς και ανέγερση κατοικιών (Παπαδοπούλου, 2006:7 ; Χίρσον, 2004: 114). Οι κατοικίες αυτές εντάσσονται σε διαφορετικούς αρχιτεκτονικούς τύπους όπως παρουσιάζονται στην ενότητα ΙΙΙ του παρόντος. Η αρχική φάση στέγασης (1924-1926) κάλυψε την περιοχή της οσίας Ξένης και του Αγ. Νικολάου (Χίρσον, 2004: 114). Την περίοδο 1925-1926 η δραστηριότητα της Ε.Α.Π. κορυφώθηκε διαμορφώνοντας την πλειονότητα των οικοδομικών τετραγώνων του συνοικισμού (Χίρσον, 2004: 115). Το 1927, κατόπιν δεύτερου διεθνούς δανείου, διαμορφώνεται η συνοικία Γερμανικά (ο.π.) Η τελευταία προσπάθεια στεγαστικής αποκατάστασης των προσφύγων στην περιοχή, χρονολογείται μεταξύ 1934 και 1935, με την κατασκευή πολυκατοικιών από το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας (Χίρσον, 2004, 116). Πρόκειται για τις πολυκατοικίες που κατεδαφίστηκαν, αφού κρίθηκαν ακατάλληλες μετά το σεισμό του 1981, αποδίδοντας το χώρο στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας «Ο Άγιος Παντελεήμων». Ανατρέχοντας στη δραστηριότητα της ΕΑΠ στην περιοχή της πρωτεύουσας την περίοδο 1926-1930, στο συνοικισμό της Κοκκινιάς κτίστηκαν συνολικά 5.584 κατοικίες (Λεοντίδου, 1989: 211). Στο βιβλίο «Πειραιάς και Συνοικισμοί» (Κουτελάκης, 1991: 172) αναφέρονται τα ονόματα των μηχανικών Διον. Κόκκινος και Αλεξ. Φατσέας, οι οποίοι εργάστηκαν για 4 χρόνια στο συνοικισμό με σκοπό την αποπεράτωση των προσφυγικών κατοικιών. Έκτοτε, ο συνοικισμός συνέχισε να επεκτείνεται μέσω παραχώρησης οικοπέδων (βλ. Εικ.1), όμως η ανέγερση της κατοικίας πραγματοποιούταν πια από τους ίδιους τους πρόσφυγες (Χίρσον, 2004: 116).
Όπως αναφέρει ο Μιχ. Λ. Ροδάς στα «Χρονικά της Νίκαιας (στο Παπαδοπούλου, 2003: 7) οι πρόσφυγες που αγόραζαν οι ίδιοι την κατοικία τους πλήρωναν το 1/10 της αξίας και χρεωλυτικώς με τόκο 8%. Σύμφωνα με τη μελέτη παραχωρητηρίων από το Τμήμα Κοινωνικής Αρωγής της Περιφέρειας Αττικής, διαπιστώθηκε ότι το ποσό διαφοροποιούταν ανάλογα με τον τύπο κατοικίας και κυμαινόταν από 18.000 έως 24.000 δρχ [1]. Εκτός από τις δυσμενείς συνθήκες στέγασης, ένα άλλο καίριο ζήτημα ήταν η σύνδεση της περιοχής με τον υπόλοιπο αστικό ιστό. Το θέμα απασχόλησε επί σειρά ετών την περιοχή, αφού σημαντικός αριθμός κατοίκων μετακινούταν καθημερινά εκτός συνοικισμού. Τελικά, το 1936, το Υπουργείο Συγκοινωνιών με την υπ.αρ. Πράξη 279/20-2-1936, ενέκρινε τη συγκοινωνία μεταξύ οδού Πειραιώς – Άσπρων Χωμάτων (συνοικία στη Νίκαια μεταξύ των οδών Ηπείρου, Π.Ράλλη, Θηβών, Παπαδοπούλου, 2003: 13, 56).
Πηγή: Τούση Ε., 2018, μελέτη αρχειακού υλικού Τεχνική Υπηρεσία Δήμου Νικαίας- Αγ.Ι.Ρέντη και Τμήμα Κοινωνικής Αρωγής, Περιφέρειας Αττικής, πηγή χάρτη- υποβάθρου Τεχνική Υπηρεσία Δήμου Νικαίας-Αγ.Ι. Ρέντη
Όσον αφορά την αρχική κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού της Νίκαιας οι κάτοικοι προέρχονταν από διαφορετικές περιοχές της Μικράς Ασίας και ανήκαν σε διαφορετικά επίπεδα κοινωνικο-οικονομικής διαστρωμάτωσης (Παπαδοπούλου, 2003: 6; Χίρσον, 2004: 302). Δεδομένης της κοινωνικής και γεωγραφικής απομόνωσης του συνοικισμού, σταδιακά, αναπτύχθηκαν δίκτυα κοινωνικών σχέσεων, τα οποία ενισχύθηκαν με γάμους και πνευματικές συγγένειες. Σύμφωνα με τη Χίρσον (2004: 82) τα δίκτυα αυτά αφορούσαν κυρίως τους Μικρασιάτες, ενώ οι επαφές με τους Αρμενίους ήταν περιορισμένες. Επισημαίνεται όμως η αρμονική συνύπαρξη και ο αμοιβαίος σεβασμός (ο.π.). Οι κοινωνικές σχέσεις αντανακλώνταν στη χρήση του δημόσιου χώρου, στη μικροκλίμακα της πόλης. Ο συνειδητός χαρακτήρας της κοινωνικής αυτής αλληλεπίδρασης, εκτός από τις συνθήκες απομόνωσης, οφειλόταν και στην οργάνωση της Μικρασιατικής κοινωνίας σε επιμέρους συνοικίες με βάση την εθνικότητα του πληθυσμού (Χίρσον, 2004: 304 και 80-82 αρμένικη συνοικία, εβραϊκή, τουρκική, ελληνορθόδοξη κλπ [2] ). Το πλέγμα των σχέσεων αυτών, ενισχύθηκε και από την προικοδότηση των θυγατέρων, γεγονός που οδήγησε σε μια γυναικεία κυριαρχία στο γεωγραφικό χώρο. Έτσι, τα νοικοκυριά στα προσφυγικά είχαν συγγενικούς δεσμούς από την πλευρά της γυναίκας (matrilocal, μητροτοπία, Λεοντίδου, 1989: 246). Το σύστημα αυτών των καθημερινών σχέσεων ενισχυόταν από έναν ενδιάμεσο πολυ-λειτουργικό χώρο στα οικοδομικά τετράγωνα των προσφυγικών, που δήλωνε την ασάφεια των ορίων μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου και συγκρουόταν με τη λογική ενός κατηγορηματικού διαχωρισμού αυτών (Νικολαϊδου, 1991:83).
Η εγκατάσταση νέων κατοίκων μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε συνδυασμό με τις επεκτάσεις του σχεδίου πόλης, διαφοροποίησαν τις υπάρχουσες ισορροπίες, εξαλείφοντας σε κάποιο βαθμό τον κοινωνικό αποκλεισμό (Τούση, 2014: 316). Οι εσωτερικοί μετανάστες των δεκαετιών 1950 και 1960, κινήθηκαν στα όρια του οικισμού διευρύνοντάς τα παράλληλα, με την κατασκευή αυθαίρετων ισόγειων κατασκευών (ο.π.). Μετά τη δεκαετία του 1970 και την ακμή του συστήματος της αντιπαροχής στην περιοχή, ο αρχικός χαρακτήρας του προσφυγικού συνοικισμού αλλοιώνεται σημαντικά, τόσο εξαιτίας των αλλαγών που σημειώνονται στο δομημένο περιβάλλον όσο και στην υιοθέτηση νέων κοινωνικών προτύπων καθημερινής ζωής (ο.π.).
Η έλευση των Μικρασιατών προσφύγων οδήγησε σε εκτεταμένες απαλλοτριώσεις στην περιοχή. Ο προσφυγικός συνοικισμός ακολούθησε χάραξη Ιπποδάμειου συστήματος περιλαμβάνοντας τέσσερις διαφορετικούς τύπους οικοδομικών τετραγώνων (Γράφημα 2). Τα οικοδομικά τετράγωνα στην πλειονότητά τους σχεδιάστηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει κοινόχρηστος χώρος στο εσωτερικό τους και μια ή δυο πάροδοι. Σε ελάχιστες περιπτώσεις συναντώνται οικοδομικά τετράγωνα χωρίς παρόδους και κοινόχρηστο υπαίθριο χώρο.
Πηγή: Πρωτογενής έρευνα και μελέτη αρχειακού υλικού, Ε. Τούση, 2011 και 2014
Στην περιοχή, κατά την πρωτογενή έρευνα, εντοπίστηκαν τρεις βασικοί διαφορετικοί τύποι προσφυγικών κατοικιών, όπως απεικονίζονται στο γράφημα 3. Πρόκειται για ισόγειες και διώροφες κατασκευές, κεραμοσκεπείς, με μικρό εμβαδό. Ο επικρατέστερος τύπος είναι ο Ι α, που περιλαμβάνει επανάληψη τεσσάρων ίδιων μονάδων κατοικίας. Μεμονωμένα διάσπαρτα εντοπίζονται τα διώροφα συγκροτήματα (ΙΙ α και ΙΙ β), τα οποία είναι λιγότερα σε αριθμό.
Πηγή: Πρωτογενής έρευνα
Σημείωση: για τη διαμόρφωση του πίνακα πραγματοποιήθηκε μελέτη των αρχικών κτηματογραφικών διαγραμμάτων, επιβεβαίωση διαστάσεων /αποτύπωση υφιστάμενων κτισμάτων, αναγνώριση της θέσης των κτισμάτων στην περιοχή, φωτογραφική τεκμηρίωση και ψηφιακή σχεδίαση, Τούση Ε., 2011-2019
Όπως προέκυψε από τη μελέτη αρχειακού υλικού (αρχικές διανομές και κτηματογραφικά διαγράμματα, Τμήμα Αρωγής για Παραχωρητήρια Προσφύγων και Υπηρεσία Δόμησης Δήμου Νικαίας-Αγ.Ι. Ρέντη) και την επιτόπια έρευνα, κάθε οικοδομικό τετράγωνο στον προσφυγικό συνοικισμό της Νίκαιας, αποτελεί μια ξεχωριστή μελέτη περίπτωσης. Τα αίτια της πολυπλοκότητας αυτής θα πρέπει να αναζητηθούν στον αρχικό σχεδιασμό. Πηγή χάρτη: Τεχνική Υπηρεσία Δήμου Νικαίας-Αγ.Ι.Ρέντη, Τμήμα Τοπογραφικού, ίδια επεξεργασία Όπως απεικονίζεται στο απόσπασμα κτηματογραφικού διάγραμματος από το συνοικισμό της Νίκαιας, (Γράφημα 4), ο ενδιάμεσος χώρος στα ο.τ., σε πολλές περιπτώσεις, δεν ήταν εξ αρχής χαρακτηρισμένος ως κοινόχρηστος χώρος (Κ.Χ.) Μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις έφερε αρίθμηση ιδιοκτησίας και σχετική σήμανση, δηλώνοντας κατάτμηση και διαμοιρασμό ιδιοκτησιών (Γράφημα 5). Στην πλειονότητα των ο.τ., στο κέντρο τους, υπήρχαν παλαιές εγκαταστάσεις (πλυντήρια) οι οποίες αργότερα κατεδαφίστηκαν. Μετά την κατεδάφισή τους, πραγματοποιήθηκαν προσκυρώσεις (αναγκαστικές μεταβιβάσεις κυριότητας) με στόχο την εξασφάλιση αρτιότητας. Πηγή: Σύνθεση επιμέρους κτηματογραφικών διαγραμμάτων και επισήμανση χώρων κατόπιν μελέτης αρχειακού υλικού από Τμήμα Κοινωνικής Μέριμνας, Περιφέρειας Αττικής, ίδια επεξεργασία. Σύμφωνα με την επιτόπια έρευνα, τα προσφυγικά διαμερίσματα στον προσφυγικό πυρήνα της Νίκαιας, έχουν μικρό εμβαδό από 30 έως 60 τ.μ. και πολλές αυθαίρετες προσθήκες τόσο στο ίδιο το κτίσμα όσο και στον υπαίθριο κοινόχρηστο χώρο αλλά και στα πεζοδρόμια. Για την αρτιότητα των οικοπέδων, στον προσφυγικό πυρήνα της Νίκαιας, απαιτείται σύμφωνα με τους ισχύοντες όρους δόμησης, πρόσωπο οικοπέδου 6μ και συνολική επιφάνεια 110 τ.μ.. Οι νέες κατασκευές κινούνται σε σημαντικά μεγαλύτερο ύψος συγκριτικά με τα διώροφα ή ισόγεια προσφυγικά, δημιουργώντας μια ανομοιογενή μορφολογικά εικόνα, με σημαντικές επιπτώσεις στην περιβαλλοντική απόκριση των κτιρίων όπως ανεπιθύμητες αλληλοσκιάσεις, ανεπαρκής φυσικός φωτισμός και αερισμός. Η πλειονότητα των παλαιών προσφυγικών δεν έχει συντηρηθεί με αποτέλεσμα να έχει σοβαρές φθορές στο φέροντα οργανισμό. Οι κατεδαφίσεις των προσφυγικών συγκροτημάτων ήταν σπάνιες μέχρι την περίοδο 2018-2019 (δυο σε βάθος δέκα χρόνων). Τα τελευταία χρόνια (2019-2023) οι κατεδαφίσεις γίνονται πιο συχνές και αφορούν κυρίως ισόγεια προσφυγικά κτίσματα (Εικόνες 1 & 2). Τα προσφυγικά στη Συνοικία Γερμανικά [3], έχουν σε σημαντικό ποσοστό κατεδαφιστεί ενώ στους υπόλοιπους τύπους παρατηρείται μέτρια κατάσταση συντήρησης. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα εναπομείναντα προσφυγικά δεν έχουν ενταχθεί σε καθεστώς προστασίας/διατήρησης.Γράφημα 4: Περίπτωση ο.τ. 182 και 181. Στο ο.τ. 182 ο ενδιάμεσος χώρος έχει κατατμηθεί και φέρει αρίθμηση ιδιοκτησίας ενώ στην περίπτωση του ο.τ. 181 όχι.
Γράφημα 5: Ενδιάμεσοι υπαίθριοι χώροι στα ο.τ του προσφυγικού συνοικισμού της Νίκαιας, απεικόνιση χαρακτηρισμένων Κ.Χ. στις αρχικές διανομές και λοιπών περιπτώσεων
Σημερινή κατάσταση προσφυγικών κτισμάτων
Εικόνες 1 & 2: Πρόσφατες κατεδαφίσεις προσφυγικών
Πηγή: Έρευνα πεδίου Ε. Τούση 2021
Πηγή: Σύνθεση χάρτη με συνένωση επιμέρους φύλλων κτηματογράφησης. Επισήμανση των υφιστάμενων διώροφων προσφυγικών καθώς και όσων από αυτά κατεδαφίστηκαν. Παράθεση σκαριφημάτων κάτοψης των αρχιτεκτονικών αυτών τύπων, πρωτογενής έρευνα, αποτύπωση
Σύμφωνα με την πρωτογενή έρευνα, σε δυσμενέστερη κατάσταση βρίσκονται τα διώροφα προσφυγικά συγκροτήματα, τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν πολλά εγκαταλελειμμένα διαμερίσματα. Όπως φαίνεται στην Εικόνα 8 ελάχιστα τέτοιου τύπου συγκροτήματα έχουν κατεδαφιστεί, εκ των οποίων τα 4 εντάχθηκαν σε πρόγραμμα ανάπλασης του δήμου στη δεκαετία του 1990. Βασικό ζήτημα για τα προσφυγικά τύπου ΙΙ α, αποτελεί το πλήθος των κληρονόμων το οποίο λειτουργεί ανασταλτικά στη λήψη αποφάσεων. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι τμήματα των συγκροτημάτων ή και μεμονωμένα διαμερίσματα έχουν συντηρηθεί επαρκώς, συνυπάρχοντας με διαμερίσματα που έχουν αφεθεί σε πλήρη αποσύνθεση.
Σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιών κατοίκων (Τούση, 2014: 470), στη δεκαετία του 1980, τα διαμερίσματα του ορόφου στα προσφυγικά τύπου ΙΙ α, ήταν τα πρώτα που εγκαταλείφθηκαν. Το φαινόμενο αυτό συσχετίστηκε με την οριζόντια εξυπηρέτηση μέσω κοινόχρηστου εξωτερικού διαδρόμου, ο οποίος μείωνε σημαντικά την αίσθηση ιδιωτικότητας στα διαμερίσματα του ορόφου.
Ο αρχικός σχεδιασμός των ο.τ. εξασφάλισε την ύπαρξη ενδιάμεσου κοινόχρηστου χώρου, ο οποίος αποδείχτηκε ιδιαίτερα σημαντικός για την ανάπτυξη των κοινωνικών δικτύων στη μικροκλίμακα της πόλης. Με την πάροδο των ετών και κυρίως μετά τη δεκαετία του 1980, η κατεδάφιση των αρχικών συγκροτημάτων και η ανέγερση πολυκατοικιών μετέβαλαν σημαντικά την ποιότητα και το πλήθος των υπαίθριων χώρων στα ο.τ. Στη δεκαετία του 1990 αλλά και αργότερα οι ενδιάμεσοι αυτοί χώροι έχουν σε ορισμένα ο.τ. αναπλαστεί.
Το ιδιοκτησιακό καθεστώς στους χώρους αυτούς είναι εξαιρετικά πολύπλοκο, ειδικά στις περιπτώσεις πολλών κληρονόμων, σε χώρους που είχαν διανεμηθεί αρχικά σε πρόσφυγες, δικαιούχους της αποκατάστασης. Σήμερα, αρκετοί από τους χώρους αυτούς ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ σημαντικός αριθμός φέρεται να ανήκει σε άγνωστο ιδιοκτήτη. Ένα άλλο καίριο ζήτημα είναι οι αυθαίρετες επεκτάσεις επί αυτών των χώρων, ήδη από την αρχή συγκρότησης του συνοικισμού αλλά και διάφορες προσκυρώσεις που βρίσκονται ακόμη σε εκκρεμότητα. Σύμφωνα με στοιχεία από την έρευνα πεδίου στην περιοχή, παρατηρείται εκτός από τις αλλαγές στο πλήθος και την επιφάνειά των ενδιάμεσων χώρων και η σταδιακή αποδυνάμωση των κοινωνικών σχέσεων σε επίπεδο γειτονιάς.
Μνήμες από την αρχική συγκρότηση της περιοχής διατηρούνται μέσα από το ίδιο το όνομά της αλλά και μέσω της διατήρησης των αρχικών ονομάτων των οδών. Αναμφίβολα, η ύπαρξη των ίδιων των προσφυγικών σπιτιών – παρά τη σημαντική φθορά τους – και η διατήρηση των χαράξεων του αρχικού σχεδίου πόλης, αποτελούν στοιχεία σύνδεσης του παρόντος με το παρελθόν. Στον αρχικό προσφυγικό πυρήνα συναντάμε ονόματα οδών εμπνευσμένα από τοπωνύμια της Μ.Ασίας (Μενεμένη, Προύσα, Μαγνησία, Ικόνιο κλπ) αλλά και ονόματα προσώπων που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην προσφυγική αποκατάσταση όπως ο Χένρυ Μόργκεντάου [4], πρόεδρος του πρώτου διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (Γκιζελή, 1989: 162). Στην ανάλυση αυτή, οφείλουμε να αναφέρουμε και τα μνημεία που σχετίζονται με την ηρωική δράση των κατοίκων της Νίκαιας κατά τη διάρκεια της Αντίστασης. Πρόκειται για μνημεία, μεταλλικές πλακέτες και αγάλματα που σχετίζονται με το Μπλόκο της Κοκκινιάς που έλαβε χώρα στις 17 Αυγούστου 1944, το οποίο οδήγησε σε περίπου 8000 συλλήψεις (Μπλόκο Κοκκινιάς, 2004: 56) και περίπου 200 εκτελέσεις (Βόγλης, 2010: 160). Αρκετά ονόματα πλατειών όπως της Διαμάντως Κουμπάκη και της Αθηνάς Μαύρου στη Νεάπολη, φέρουν ονόματα αγωνιστών της Αντίστασης. Η μάντρα του παλιού ταπητουργείου όπου διαδραματίστηκαν τα δραματικά γεγονότα της 17ης Αυγούστου, αποτελεί σήμερα σύμβολο της Αντίστασης, ένας τόπος μνήμης στην περιοχή που φιλοξενεί εκθέσεις και εικαστικά δρώμενα (Εικόνα 3). Στην περιοχή λειτουργεί δημοτικό Μουσείο Εθνικής Αντίστασης με την υποστήριξη της Εταιρείας Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων (Ε.Δ.Ι.Α).
Πηγή: έρευνα πεδίου Ε. Τούση, 2022
Στοιχεία της άυλης και υλικής κληρονομιάς συμβάλουν στην χαρτογράφηση της ιστορίας της Νίκαιας, παρά τις αλλαγές που έχουν σημειωθεί τόσο στη σύνθεση του πληθυσμού όσο και στο δομημένο περιβάλλον. Τμήματα του αστικού ιστού διατηρούν τη σύνδεση με τον αρχικό σχεδιασμό τους δίνοντας στοιχεία για την αναπτυξιακή διαδρομή της πόλης. Κρίσιμο ζήτημα αποτελεί η έντονη φθορά των παλαιών προσφυγικών αλλά και η σταδιακή μείωση των ενδιάμεσων πολύ-λειτουργικών χώρων στα οικοδομικά τετράγωνα. Η ύπαρξη των χώρων αυτών σε συνδυασμό με τις παρόδους αλλά και τις διάσπαρτες πεζοδρομήσεις, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για δημιουργία πράσινου δικτύου ενώνοντας τους επιμέρους χώρους με υφιστάμενους πράσινους χώρους μεγαλύτερης κλίμακας, βελτιώνοντας σημαντικά την ποιότητα ζωής στην περιοχή.
Ειδικές ευχαριστίες στην κ.Γιαννάκη και τον κ.Θωμαϊδη, από την Περιφέρεια Αττικής -Τμήμα Κοινωνικής Μέριμνας, για την υποστήριξή τους στη μελέτη αρχειακού υλικού (χαρτογραφικό και έγγραφα παραχωρητητρίων). Θερμές ευχαριστίες στην κ.Λέκκα, η συμβολή και υποστήριξη της οποίας υπήρξε σημαντική καθ όλη τη διάρκεια της έρευνας. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τον κ.Γιώργο Βεράνη για την παροχή αρχειακού χαρτογραφικού υλικού για συγκεκριμένα οικοδομικά τετράγωνα (ο.τ. 159, 174) καθώς και την κ. Δέσποινα Τρίγκα για την υποστήριξή της, από πλευράς δήμου Νικαίας-Αγ.Ι.Ρέντη, δίνοντάς μου τη δυνατότητα να επισκεφθώ και να αποτυπώσω κατοικία στη συνοικία Γερμανικά. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω θερμά τις οικογένειες που διαμένουν στα προσφυγικά και συμμετείχαν στην έρευνά μου τόσο στο κομμάτι της ανάλυσης της κοινωνικής φυσιογνωμία της περιοχής όσο και στην αποτύπωση προσφυγικών κατοικιών.
[1] Μελέτη των υπ.αρ. παραχωρητηρίων οτ. 159 νο.1642 (αφορά ανώγειο σε διώροφο συγκρότημα), νο.12056 ισόγειο στο ο.τ. 159, νο. 14161 ο.τ. 79 ιδοκτησία υπ.αρ. 3 και 4 τίτλοι κυριότητας από Αγροτική Τράπεζα, ο.τ. 174 αρ. ιδιοκτησίας 31 νο. 6987, ο.τ. 174 αρ.ιδιοκτησίας 30 νο.16933,
[2] Συναφές υλικό στο ντοκιμαντερ Σμύρνη: Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης 1900-1922. Original title: Smyrna: The Destruction of a Cosmopolitan City – 1900-1922, Μαρία Ιλιού και Alexandros Kitroev
[3] Αναλυτικά για τη σημερινή κατάσταση στη συνοικία Γερμανικά στο Tousi E., Karadoulama K., Papaioannou I., Patsea A., Skrepi A., Spentza E., Voskos T., Zafeiropoulos G. (2023) Issues of Urban Conservation and Collective Memory. The case of the Asia Minor post-refugee urban neighborhood Germanika at Nikea, Piraeus, Greece. Journal of Sustainable Architecture and Civil Engineering, Kaunas University of Technology
Τούση, Ε. (2024) Αρχικές διανομές και σημερινή κατάσταση προσφυγικών κατοικιών και κοινόχρηστων χώρων στη Νίκαια Αττικής, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/προσφυγικές-κατοικίες-και-κοινόχρησ/ , DOI: 10.17902/20971.118
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Για να γραφτεί η ιστορία φαινομένων μαζικής και πολυκεντρικής παραγωγής κατοικίας, μιας παραγωγής που καθοδηγούν πολλές μικρές ή και μεσαίες ιδιωτικές δραστηριότητες —και όχι η κρατική μέριμνα ή μεγάλες κεφαλαιοκρατικές επενδύσεις—, η περιπτωσιολογία μπορεί να είναι χρήσιμη αλλά δεν επαρκεί. Αναμφίβολα, ελλείψει ενός συγκεντροποιημένου αρχείου, οι μελέτες περίπτωσης, ανοίγουν δρόμους για την κριτική προσέγγιση σημαντικών πτυχών τέτοιων φαινομένων. Ιστορικοί της αρχιτεκτονικής και της πόλης που εστιάζουν στην κατοικία, όπως οι Gaia Caramellino, Filippo de Pieri, και Yael Allweil έχουν επιχειρήσει τα τελευταία χρόνια τέτοιες ‘μικροϊστορικές’ προσεγγίσεις, καταδεικνύοντας τη ευρετική δύναμή τους (De Pieri 2013; Allweil 2017; Caramellino 2019: 294-315; Μelsens et al 2022). Για την ιστορία της παραγωγής κατοικίας αλλά και αστικού χώρου μέσω του αντιπραγματισμού της αντιπαροχής που επικράτησε στη μεταπολεμική Ελλάδα, εδραιώνοντας την Αθηναϊκή πολυκατοικία στον αστικό ιστό, έχει καταδειχθεί ότι οι μελέτες περίπτωσης ανατρέπουν κυρίαρχες θεωρήσεις όχι μόνο του φαινομένου, ως μιας υποτιθέμενα αποκλειστικά από-τα-κάτω, ανώνυμης διαδικασίας αλλά και γενικότερα της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής (Kalfa και Alifragkis 2022, Kalfa και Theodosis 2022).
Ωστόσο, η κατοικία είναι ένα ζήτημα ποσοτικό (Allweil 2022), Ο εντοπισμός των μοτίβων δράσης ενός εύρους «παραγωγών», αλλά και της χωρικής εξέλιξης οικιστικών φαινομένων όπως η πολυκατοικία της αντιπαροχής, είναι εφικτή μόνο μέσα από ποσοτικές, μακρό-ιστορικές καταγραφές. Σε αυτήν την κατεύθυνση, πολύπτυχες καταγραφές από Ομάδες Προφορικής Ιστορίας που δουλεύουν στη βάση της γειτονιάς ή της πόλης, εξιστορούν μια περισσότερο ολοκληρωμένη, συλλογική, και από από-τα-κάτω ιστορία [history from below] των σύνθετων μηχανισμών αστικοποίησης. Επιπλέον, άλλα εργαλεία, που έχουν δοκιμαστεί στην ιστορική μελέτη της ‘ανώνυμης’ αρχιτεκτονικής, όπως οι τυπολογικές αναλύσεις, έχουν εμπλουτίσει τη σχετική γνώση μας (Paschou 2008; Woditsch 2018).
Περισσότερο πρόσφατες προσεγγίσεις που αξιοποιούν μεγάλες ποσότητες δεδομένων και ανάλυσης και χαρτογράφησης αυτών με εργαλεία γεωπληροφορικής (GIS), προσφέρουν νέες, πολύτιμες, προοπτικές στην ερμηνεία μαζικών χωρικών, κοινωνικό-οικονομικών αλλά και τυπολογικών μετασχηματισμών. Η πρωτότυπη έρευνα που παρουσιάζεται εδώ, είναι ένα πρώιμο δείγμα των πολλαπλών δυνατοτήτων που προκύπτουν από τη γεωκωδικοποίηση και ανάλυση μιας σχετικά μεγάλης ποσότητας δεδομένων που αφορούν στη μεταπολεμική πολυκατοικία στην Αθήνα.
Βασική πηγή για αυτήν την ερευνητική προσπάθεια υπήρξαν οι δημοσιευμένες ‘εγκριθείσες άδειες ανέγερσης οικοδομών’, στις οικονομικές εφημερίδες Ναυτεμπορική και Εξπρές. Η έρευνα μελέτησε και αξιοποίησε τα δεδομένα των δημοσιευμένων σε αυτές τις δύο εφημερίδες αδειών για ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα, που αφορούσαν στο Πολεοδομικό Γραφείο Αθηνών και Προαστίων για τις χρονιές 1955, 1960, 1965 και 1970 [1] .
Πηγή: Προσωπικό αρχείο του Αριστείδη Ρωμανού. Η ψηφιοποίηση του αρνητικού (φιλμ) έγινε από τον Μπάμπη Λουϊζίδη στο Εργαστήριο Τεκμηρίωσης για την Αρχιτεκτονική και την Πόλη της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. Αναπαράγεται με άδεια της Μαρίας Ρωμανού.
Αν και η επιλογή των συγκεκριμένων ετών είναι βασικά αυθαίρετη —προκύπτοντας από τη διαπίστωση ότι το πρώτο πληρέστερο αρχείο εμφανίζεται το 1955, και η βάση της πενταετίας είναι μια ικανή χρονική απόσταση για να καταγραφούν συνέχειες και τομές—, επισημαίνεται ότι όλες οι χρονιές εμφανίζουν σχετική αύξηση στην παραγωγή πολυκατοικιών (Γράφημα 1 & 2)
Πηγή: Συνδυαστική εξέταση στοιχείων από: α. Επετηρίδες ΕΛΣΤΑΤ, β. αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές, γ. Στατιστική Υπηρεσία Υπουργείου Δημοσίων Έργων, δ. Εφημερίδα Το Βήμα, 5/9/1963
Πηγή: Συνδυαστική εξέταση στοιχείων από: α. Επετηρίδες ΕΛΣΤΑΤ, β. αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές, γ. Στατιστική Υπηρεσία Υπουργείου Δημοσίων Έργων, δ. Εφημερίδα Το Βήμα, 5/9/1963
Από το συνολικό αριθμό των 2.740 αδειών για πολυκατοικίες που δημοσιεύτηκαν τις τέσσερις αυτές χρονιές, 2.712 ήταν χαρτογραφήσιμες. Καταγράψαμε την ημερομηνία δημοσίευσής τους (συνηθέστερα, μια ή μερικές μέρες μετά από την ημερομηνία έκδοσης της άδειας), το όνομα αδείας (που αφορά είτε στην ιδιοκτησία που αναθέτει το έργο, είτε στον/ους κατασκευαστή/ές), τη διεύθυνση, και τα ονόματα των αρχιτεκτόνων ή πολιτικών μηχανικών που υπογράφουν τις άδειες. Στη συνέχεια, οι υπογράφοντες μηχανικοί εντοπίστηκαν στα μητρώα του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας, και καταγράψαμε επίσης την ειδικότητά τους (αρχιτέκτονας / πολιτικός μηχανικός) και το έτος απόκτησης της άδειας επαγγέλματος. Στοιχεία αναφορικά με το κόστος και τον όγκο της οικοδομής δεν απαντώνται σταθερά σε όλες τις δημοσιευμένες άδειες και για αυτό δεν λήφθηκαν υπόψη.
Στη διάρκεια αυτής της έρευνας έπρεπε να γίνουν ορισμένες παραδοχές. Πρώτα από όλα, κρίθηκε ότι τα όποια κενά/παραλείψεις στη δημοσίευση αδειών είναι τυχαία και συνεπώς δεν αλλοιώνεται η εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με τις τάσεις εξάπλωσης, το προφίλ των οικοδομικών επιχειρήσεων κλπ. Δεύτερον, στη μακροσκοπική εξέταση της εξάπλωσης των πολυκατοικιών (στην κλίμακα του λεκανοπεδίου της Αττικής, πλην Πειραιά) κρίθηκε ότι η διακριτή σήμανση των εγγραφών εκείνων για τις οποίες δεν είναι γνωστά στοιχεία για την ακριβή θέση του οικοδομήματος δεν είναι απαραίτητη. Για τις περιπτώσεις που δεν αναφέρεται ο αριθμός της οδού (507 περιπτώσεις, δηλ. περί το 18,7% του συνόλου των χαρτογραφημένων εγγραφών), η θέση ορίστηκε αυθαιρέτως στο μέσο της αναφερόμενης οδού, εκτός εάν αναφερόταν άλλο δηλωτικό θέσης επί της οδού (π.χ. ‘τέρμα Πατησίων’). Για τις εικοσιέξι περιπτώσεις (0,96% του συνόλου) στις οποίες γνωστή ήταν μόνο η περιοχή (π.χ. Λυσιατρείο), η θέση ορίστηκε κατ’ εκτίμηση εντός της αναφερόμενης περιοχής (π.χ. σε κεντρικές οδούς). Οι λίγες μετονομασίες που έγιναν σε διάφορες οδούς από το 1955 μέχρι σήμερα διασταυρώθηκαν μέσω βιβλιογραφικών πηγών και πληροφοριών που αναρτούν πρωτοβουλίες πολιτών ή οι διάφορες δημοτικές αρχές στο διαδίκτυο [2].
Τρίτον, υποθέτουμε ότι η χαρτογράφηση των δεδομένων από τις ‘εγκριθείσες άδειες’ μπορεί να αποδώσει αρκετά καλά την πραγματική εξέλιξη του δομημένου περιβάλλοντος, παρότι κάποιες από τις ‘εγκριθείσες άδειες’ ενδέχεται να μην οικοδομήθηκαν ποτέ. Θεωρoύμε ότι, όπως προτείνουν οι επετηρίδες της ΕΛΣΤΑΤ, ‘αι πραγματικαί αποπερατώσεις δεν απέχουσι των εκδοθεισών αδειών’ (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας, 1954: 92). Εξάλλου, όπως φαίνεται στον χάρτη 1, η γεωγραφική διασπορά των πολυκατοικιών που καταγράψαμε, συμφωνεί με τις αποτυπώσεις του Γραφείου Δοξιάδη, το 1973, για το Χωροταξικό Σχέδιο και Πρόγραμμα Περιοχής Πρωτευούσης (Γραφείο Δοξιάδη, 1976).
Πηγή: Γραφείο Δοξιάδη, 1976; ανασχεδιασμός από την Κ. Κάλφα.
Τέλος, κάναμε υποθέσεις σχετικά με τους μηχανισμούς παραγωγής και τρόπους χρηματοδότησης των διαφόρων πολυκατοικιών, μέσω έρευνας σε άλλους τομείς, καθώς το αρχείο ‘εγκεκριμένων αδειών’ δεν επέτρεπε σαφή συμπεράσματα. Συγκεκριμένα, η διασταύρωση των δεδομένων του παραχθέντος αρχείου αφενός με προφορικές μαρτυρίες, αφετέρου με την έρευνα σε σχετικές αγγελίες και διαφημίσεις οικοδομικών επιχειρήσεων της περιόδου, επιτρέπει την κατάταξη των εγγραφών σε «πιθανά ναι» (αντιπαροχή) και «άγνωστο» [3].
Η μεταπολεμική εξάπλωση της πολυκατοικίας στον πολεοδομικό ιστό της Αθήνας ακολούθησε τις κατευθύνσεις που είχαν χαραχθεί κατά την πρώτη εμφάνιση του κτιριακού τύπου στην περίοδο 1925-1941. Ειδικότερα, η πύκνωση σε κεντρικές και περιζήτητες περιοχές και συγκεκριμένα, στο τόξο που είχε επισημάνει ο Μανόλης Μαρμαράς για τη γεωγραφική διασπορά της αστικής πολυκατοικίας του μεσοπολέμου, οριζόμενο από τις οδούς Βασ.Κωνσταντίνου-Βασ.Σοφίας-Πανεπιστημίου-Πατησίων (Μαρμαρας, 1991:113), αντανακλούσε αλλά και επέτεινε τον χωροκοινωνικό διαχωρισμό της Αθήνας, ήδη εγκατεστημένο από τα μέσα του 19ου αιώνα μεταξύ ανατολικών και δυτικών συνοικιών με όριο τον νοητό άξονα Αιόλου-Πατησίων (Καρύδης, 2015) (Χάρτης 2α)
Πηγή: Αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές
Πράγματι, σε αντίθεση με την εκτεταμένη ανατολική ανάπτυξη, η δυτική ανάπτυξη παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό περιορισμένη στον άξονα της λεωφόρου Αχαρνών μέχρι το 1965, όταν παρουσιάστηκε μια γραμμική επέκταση των πολυκατοικιών κατά μήκος της Λιοσίων (Χάρτης 2β).
Πηγή: Αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές
Οι χάρτες ανέδειξαν επίσης ότι η ανάπτυξη του τομέα των πολυκατοικιών καθοδηγείται όχι μόνο από τις πρωτοβουλίες των διαφόρων μικρών ιδιοκτητών γης και των μικρών κατασκευαστικών επιχειρήσεων στην ελεύθερη αγορά, όπως ίσως αναμένεται, αλλά και από κρατικές παρεμβάσεις στη βάση των προαναφερθεισών ανισομερών αναπτυξιακών κατευθύνσεων, οι οποίες, αυτονόητα, διαμόρφωσαν τις τιμές της γης στην πόλη (Χάρτης 3 και 4). Χαρακτηριστική είναι η στρατηγική χωροθέτηση τόσο του Χίλτον Αθηνών όσο και της Αμερικανικής Πρεσβείας στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, στα τέλη του 1950, αρχές 1960, που λειτούργησαν ως κτίρια-σύμβολα της εισαγωγής στη χώρα της Αμερικανικής καταναλωτικής κουλτούρας και των νέων στεγαστικών προτύπων της μεσαίας τάξης (Wharton, 2004) , και πυροδότησαν την ανάπτυξη πολυκατοικιών στην άμεση περιοχή. Αυτές οι αναπτύξεις έβαλαν τέλος σε σχεδιασμούς κοινωνικής στέγασης στην περιοχή, όπως η σχεδιαζόμενη παροχή οικοπέδου, κρατικής ιδιοκτησίας, στην οδό Ραβινέ (Χίλτον) για τη στέγαση σαράντα οικογενειών αστέγων δημοσίων υπαλλήλων, το οποίο αντίθετα αξιοποιήθηκε παρανόμως από ιδιώτες—μεταξύ των οποίων ο τότε Υφυπουργός Οικισμού Εμμανουήλ Κεφαλογιάννης—, το 1959, μέσω του μηχανισμού της αντιπαροχής (εφημερίδα Μακεδονία, 1961).
Πηγή: Υπουργείο Δημοσίων Έργων, Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθηνών, 1965
Πηγή: Υπουργείο Δημοσίων Έργων, Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθηνών, 1965
H μεταπολεμική ανάπτυξη παρέμεινε, κατά κύριο λόγο, γραμμική κατά μήκος κεντρικών λεωφόρων ή οδών κομβικής σημασίας, όπου η προσβασιμότητα και ορατότητα αύξανε την ζήτηση για εντατικότερη εκμετάλλευσή της γης αλλά και βέβαια όπου η ανάπτυξη καθορίστηκε και από τις κείμενες διατάξεις (ειδικά ΓΟΚ 1955 και Β.Δ. 30-08-1955 «Περί όρων δομήσεως εν Αθήναις», ΦΕΚ 249/Α/1955) βάσει των οποίων, μεγαλύτερο πλάτος οδού επέτρεπε μεγαλύτερο ύψος οικοδομής επί της γραμμής δόμησης. Η εξάπλωση και επικράτηση των πολυκατοικιών προς νότο, είναι χαρακτηριστική για το πώς η Λεωφόρος Συγγρού, η χάραξη της οποίας έγινε, όπως είναι γνωστό, στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώνοντας την Αθήνα με τις μεγαλοαστικές «εξοχές» της, τα Φάληρα (Παλαιό και Νέο), «καθοδήγησε» την ανάπτυξη των πολυκατοικιών στις γειτονικές περιοχές: από την περιοχή Μακρυγιάννη (η οποία επισημαίνεται από τον Μαρμαρά ως περιοχή συγκέντρωσης πολυκατοικιών κατά τον μεσοπόλεμο, 1991, 126), η ανάπτυξη συνεχίζει στο Κουκάκι, Κυνοσάργους, Νέο Κόσμο, και κατευθύνεται προς το νότο ακολουθώντας τον άξονα της λεωφόρου στη Νέα Σμύρνη, την Καλλιθέα, τις Τζιτζιφιές.
Η εντατική «πολυκατοικιοποίηση» της Καλλιθέας το 1965 (μέχρι την οδό Μπουμπουλίνας και Περικλέους προς νότο, δηλαδή τις περιοχές Αγ. Ελεούσα και Ρεβελάκι), και της Ν.Σμύρνης το 1970, αντανακλούν αυτή τη δυναμική της γραμμικής ανάπτυξης. Αυτή όμως η δυναμική ενισχύθηκε από σειρά αναπτυξιακών εξαγγελιών και επίσημων χωρικών πολιτικών, όπως οι εξαγγελίες για τον «θάνατο στην παράγκα» και τον διωγμό των κατοίκων προσφυγικών συνοικισμών (Μυωφά & Παπαδιάς 2016, Λεοντίδου 2017, χάρτης 1), ή περί γενικής αύξησης συντελεστών δόμησης (που εμφανίζονται και στο Ρυθμιστικό του 1965, Σαρηγιάννης 2010) αλλά και αργότερα, διάφοροι σχεδιασμοί ανάπτυξης και εξωραϊσμού [4].
Αποφάσεις που λαμβάνονταν σε επίπεδο Νομάρχη ή Δημάρχου ρύθμιζαν επίσης την αγορά. Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί σχετικά ότι η έρευνά μας στην Πολεοδομία Καλλιθέας αποκάλυψε ότι ενώ το ισχύον διάταγμα (Β.Δ. «Περί ανώτατου ύψους οικοδομών και μεγίστου συντελεστού εκμεταλλεύσεως οικοπέδων εις τμήμα του λεκανοπεδίου Αττικής», ΦΕΚ 86Δ/24-6-1960), ορίζει ως μέγιστο αριθμό ορόφων τους τέσσερις, εντοπίζονται άδειες (του 1964 αλλά και του 1965) με 5όροφες οικοδομές και μάλιστα σε μια από αυτές σημειώνεται «5όροφη με πρόβλεψη ορόφου». Αν και δεν ήταν δυνατό να εντοπιστεί η απόφαση που επέτρεπε τέτοιες ρυθμίσεις, τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι οι ιδιωτικές κερδοσκοπικές πρωτοβουλίες στον τομέα των πολυκατοικιών μπορούσαν να συγκεντρώνονται μόνο σε περιοχές που καθορίζονταν από ευνοϊκές αναπτυξιακές συνθήκες, τις οποίες ακολουθούσαν και, ταυτόχρονα, διαμόρφωναν.
Σε ό, τι αφορά στην διασπορά των πολυκατοικιών για τις οποίες εκτιμούμε ότι έγιναν με το σύστημα της αντιπαροχής, διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση τέτοια ώστε να διαμορφώνει ξεκάθαρα «περιοχές της αντιπαροχής»— εκτός από μια μικρή διαφοροποίηση στα πρώτα χρόνια κυρίως σε κεντρικές περιοχές της μεσαίας τάξης, όπως η Πλατεία Αμερικής, η Κυψέλη, τα Πατήσια και οι Αμπελόκηποι, όπου φαίνεται ότι η αντιπαροχή ευδοκίμησε περισσότερο από ό, τι στις αστικές περιοχές, όπως η Μακρυγιάννη, το Κολωνάκι και η λεωφόρος Κηφισίας (Χάρτες 5α, 5β, 5γ και Πίνακας 1). Αυτές οι χαρτογραφήσεις λειτουργούν, συνεπώς, ως μια σαφής οπτικοποίηση της επιτυχίας ολόκληρου του συστήματος της αντιπαροχής, το οποίο δεν αντιμετώπισε ουσιαστικά εμπόδια στην πρόσβαση σε οικόπεδα-φιλέτα σε εμπορικά σημεία της πόλης.
Πηγή: Αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές
Πηγή: Αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές Πηγή: Αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές Πηγή: Συνδυαστική εξέταση στοιχείων από: α. Επετηρίδες ΕΛΣΤΑΤ, β. αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές, γ. Στατιστική Υπηρεσία Υπουργείου Δημοσίων Έργων, δ. Εφημερίδα Το Βήμα, 5/9/1963 Το αρχείο που έχει προκύψει επιτρέπει την εξαγωγή επιπλέον συμπερασμάτων, πέρα από αυτά που σχετίζονται με τη γεωγραφική διασπορά των οικοδομών: μας επιτρέπει να γνωρίσουμε τους βασικούς «παίκτες» στην Αθηναϊκή αγορά της πολυκατοικίας ανά χρονιά (σαν «φωτογραφία της στιγμής»), αλλά και να οδηγηθούμε σε υποθέσεις σχετικά με τη διαχρονική δράση τους. Απομονώνοντας ειδικά τις εγγραφές που αφορούν στις πιθανές πολυκατοικίες της αντιπαροχής (1.215 άδειες στο σύνολο των 2.712 χαρτογραφημένων πολυκατοικιών, δηλαδή το 44,8%), διαπιστώνουμε ότι αυτές εκδόθηκαν από 940 επιχειρήσεις/κατασκευαστές. Ως εκ τούτου, προκύπτει ένα μέσο προϊόν 1,3 πολυκατοικία για κάθε κατασκευαστή, ενώ ανά χρονιά δεν ξεπέρασε το 1,27, δεδομένα που καταδεικνύουν ότι σε 15 χρόνια δεν μοιάζει να αναπτύσσεται κάποια συγκεντροποίηση στον κλάδο και τεκμηριώνει την εντύπωση που υπάρχει για αυτό το θέμα [5]. Διαπιστώθηκε επίσης ότι από τις 940 οικοδομικές επιχειρήσεις της αντιπαροχής, οι 194 ήταν οι πιο δραστήριες (2 έως 5 άδειες διαχρονικά, με εξαίρεση τους «Ο.Ε. Σεμιτέλος Σ., Ζησιάδης Α. και Σία» με 6 άδειες και «Αφοί Μπουγιούρη» με 7 άδειες από το 1955 έως το 1970), παράγοντας το 18,4% του συνολικού προϊόντος (499 στις 2.712 χαρτογραφημένες άδειες). Ανά έτος, το ποσοστό των δραστήριων επιχειρήσεων επί του συνόλου των επιχειρήσεων σε πιθανές αντιπαροχές δεν υπερέβη το 23,31% (ποσοστό του 1960) και το παραγόμενο προϊόν αυτών των επιχειρήσεων δεν υπερέβη το 18,16% (1960) του συνόλου των χαρτογραφημένων αδειών έτους (πιθανές αντιπαροχές και μη), εμφανίζοντας μάλιστα μια εικόνα σταθεροποίησης προς τη συμμετοχή περισσότερων «παικτών» με ελάχιστη παραγωγή (1 άδεια) από το 1965 και έπειτα (Γράφημα 3). Πηγή: Συνδυαστική εξέταση στοιχείων από: α. Επετηρίδες ΕΛΣΤΑΤ, β. αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές, γ. Στατιστική Υπηρεσία Υπουργείου Δημοσίων Έργων, δ. Εφημερίδα Το Βήμα, 5/9/1963 Σε ό, τι αφορά στην πείρα αυτών των επιχειρήσεων, το φαινόμενο μιας σταθερής διαρκούς διαχρονικής παρουσίας είναι εξαιρετικά σπάνιο και κυριαρχεί το ίδιο μοτίβο κατακερματισμού. Πέντε μόνο από τις 194 επιχειρήσεις εμφανίζονται να δραστηριοποιούνται και στις τέσσερις χρονιές, ή στις τρεις από αυτές. Ακόμα λιγότερες επιχειρήσεις είχαν εδραιωθεί καιρό πριν την εντοπισμένη παραγωγή των πολυκατοικιών τους, όπως οι «Αφοί Ν. και Ι. Μπουγιούρη» (με 7 άδειες συνολικά) και «Τεχνική Ομόρρυθμος Εταιρία Β. και Τζ.Χανιώτης-Κ.Καθρέπτης» (με 4 άδειες), οι οποίες εντοπίζονται σε αγγελίες ήδη από τη δεκαετία του 1930 αλλά και στις σχετικές μεσοπολεμικές λίστες που κατήρτισε ο Μ. Μαρμαράς (2012, 240-280) [6]. Όπως προαναφέρθηκε, ο κανόνας είναι μια μάλλον συγκυριακή και ευκαιριακή ανάπτυξη για τη μέση επιχείρηση. Συνοψίζοντας τα παραπάνω τεκμήρια συμπεραίνουμε ότι, τουλάχιστον για την υπό μελέτη περίοδο, η παραγωγή και το κέρδος της οικοδομής, όπως διαμορφώθηκε από το σύστημα της αντιπαροχής, μοιράστηκε σε πολλά χέρια επιχειρηματικά, σε μια κλίμακα παραγωγής προϊόντος ανά επιχείρηση πολύ μικρότερη από τα μεγάλα επενδυτικά πρότζεκτ που εμφανίζονται την ίδια περίοδο στην Ευρώπη και αλλού [7]. Έχει επίσης ενδιαφέρον να σταθούμε ιδιαίτερα στην επαγγελματική κατάρτιση των περισσότερο δραστήριων κατασκευαστών της αντιπαροχής. Είναι αποκαλυπτικό ότι ένα σημαντικό μέρος (πάνω από το 1/3) έχουν τουλάχιστον ένα μέτοχο μηχανικό ΑΕΙ (πολιτικοί μηχανικοί κατά πλειοψηφία, τα 5/6 εξ αυτών), που υπογράφει και την άδεια [8]. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι, σε ό,τι αφορά στις υπογραφές αδειών, η σχέση άδειες με υπογραφή αρχιτέκτονα/σύνολο αδειών είναι ίδια τόσο στις πιθανές αντιπαροχές όσο και στο σύνολο των χαρτογραφημένων αδειών (και στις δύο περιπτώσεις οι άδειες με υπογραφή αρχιτέκτονα είναι ¼ του συνόλου) [9]. Το ίδιο ισχύει και στους απόλυτους αριθμούς μηχανικών (και όχι υπογραφών αδειών), όπου ο λόγος πολιτικών μηχανικών προς αρχιτέκτονες είναι ίδιος στο σύνολο των χαρτογραφημένων αδειών και στις πιθανές άδειες πολυκατοικιών της αντιπαροχής (=3) [10]. Οι σχέσεις αυτές καταδεικνύουν ότι πρώτον, αρχιτέκτονες και μηχανικοί ήταν υπολογίσιμη δύναμη, παρότι μειοψηφική, στην αντιπαροχή, έναν τομέα όπου συχνά θεωρείται ότι δρούσαν μόνο ανεκπαίδευτοι εργολάβοι και δεύτερον, ότι η υποτιθέμενη κυριαρχία των πολιτικών μηχανικών σε σχέση με τους αρχιτέκτονες στις άδειες πολυκατοικιών είναι κατά βάση μια παρανόηση. Στην πραγματικότητα, οι πολιτικοί μηχανικοί ούτως ή άλλως υπερείχαν αριθμητικά σε σχέση με τους αρχιτέκτονες στην περίοδο 1945-1970, και άρα η αριθμητική τους υπεροχή στην υπογραφή αδειών πολυκατοικιών δεν συνεπάγεται την κυριαρχία τους ειδικά στον τομέα αυτόν [11]. Σε αυτό σημείο θα πρέπει να επισημανθεί ότι η «συμμετοχή» τόσο των αρχιτεκτόνων όσο και τον πολιτικών μηχανικών, στην οποία αναφερόμαστε εδώ, μετριέται μόνο με βάση τις υπογραφές αδειών, χωρίς να μπορούμε να μετρήσουμε τον βαθμό πραγματικής εμπλοκής στη σύνταξη των σχεδίων ή, ακόμα λιγότερο, στην επίβλεψη του τελικού προϊόντος: σύμφωνα με τον Γεώργιο Σαρηγιάννη, σε αδημοσίευτο σημείωμά του για τις εμπειρίες του πολιτικού μηχανικού Μαρίνου Σαρηγιάννη ως προϊσταμένου στο Τμήμα Στατικού Ελέγχου στο Πολεοδομικό Γραφείο Αθηνών και Προαστείων, τη δεκαετία 1950-1960, υπήρχαν και περιπτώσεις όπου οι εργολάβοι/κατασκευαστές «νοίκιαζαν την σφραγίδα και την υπογραφή ενός διπλωματούχου του ΕΜΠ ο οποίος ούτε τα σχέδια έβλεπε, ούτε ήξερε πού ήταν η οικοδομή» [12]. Συγκρίνοντας τώρα την «παραγωγικότητα» (αριθμός αδειών) των δύο πιο δραστήριων αρχιτεκτόνων με αυτήν των δύο πιο δραστήριων πολιτικών μηχανικών, διαπιστώνουμε ότι είναι το ίδιο μεγάλη (είκοσι και δεκαεπτά άδειες για τους δύο πιο δραστήριους αρχιτέκτονες, είκοσι επτά και δεκαεπτά άδειες για τους δύο πιο δραστήριους πολιτικούς μηχανικούς) [13]. Συνεπώς, στο βαθμό που τους αναλογεί, η συμμετοχή αρχιτεκτόνων στην έκδοση αδειών δεν υστερεί ουσιαστικά αυτής των πολιτικών μηχανικών. Ούτε και εμφανίζεται κάποιο μοτίβο γεωγραφικής κυριαρχίας, εκτός από το 1955, οπότε το ανατολικό τμήμα της ανάπτυξης και ειδικά η Αχαρνών «κυριαρχείται» από (σχετικά νέους) πολιτικούς μηχανικούς, σε αντίθεση με περιοχές όπως το Κολωνάκι όπου στις υπογραφές αδειών πολυκατοικιών κυριαρχούν πιο έμπειροι αρχιτέκτονες (Χάρτες 6α και 6β).Χάρτης 5β: Πολυκατοικίες που πιθανόν κατασκευάστηκαν μέσω αντιπαροχής (δεξιά) και ανεπιβεβαίωτες περιπτώσεις (αριστερά) στον Δήμο Αθηναίων (1955, 1960, 1965, 1970).
Χάρτης 5γ: Πολυκατοικίες που πιθανόν κατασκευάστηκαν μέσω αντιπαροχής (δεξιά) και ανεπιβεβαίωτες περιπτώσεις (αριστερά) σε Αθήνα και προάστια (1955, 1960, 1965, 1970).
Πίνακας 1: Συγκέντρωση πολυκατοικιών της αντιπαροχής (περισσότερες από δέκα άδειες) ανά περιοχή/προάστιο της πόλης.
Βασικοί «παίκτες»
Γράφημα 3: Δραστήριες επιχειρήσεις της αντιπαροχής και παραγόμενο προϊόν
Μια ‘αρχιτεκτονική’ χωρίς αρχιτέκτονες;
Πηγή: Αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές
Πηγή: Αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές
Για την εμπειρία (αρχιτεκτόνων και πολιτικών μηχανικών μαζί), αξίζει να παρατηρηθεί παρενθετικά ότι αθροιστικά, για όλες τις χρονιές που μελετήθηκαν, εμφανίζεται μια σαφής γεωγραφική διάκριση ανάμεσα σε «έμπειρους» μηχανικούς (οι οποίοι ορίζονται ως αρχιτέκτονες ή πολιτικοί μηχανικοί, που έχουν λάβει την άδεια άσκησης επαγγέλματος προ 25ετίας και άνω, μετρώντας από την κάθε χρονιά που μελετήσαμε και πίσω) και «άπειρους» μηχανικούς (οι οποίοι ορίζονται ως οι μηχανικοί που έχουν λάβει την άδεια άσκησης εντός της τελευταίας δεκαετίας, μετρώντας από την κάθε χρονιά και πίσω). Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι οι έμπειροι μηχανικοί διατηρούν σταθερά το πλεονέκτημα να εκδίδουν άδειες πολυκατοικιών στις προνομιακότερες θέσεις της πόλης (Κολωνάκι, Σύνταγμα, στον άξονα της Πατησίων και της Συγγρού, Πανόρμου, κλπ) ενώ η μεγάλη μάζα των λιγότερων έμπειρων μηχανικών κινείται περιφερειακά, στις γειτονιές, και επί λιγότερο κεντρικών δρόμων, παρά το ότι, βέβαια, δεν μοιάζει να αποκλείονται και από τις κεντρικές θέσεις. Γίνεται λοιπόν ξεκάθαρο ότι την εξάπλωση της πολυκατοικίας την καθοδήγησαν σταθερά νέοι, άπειροι, μηχανικοί, οι οποίοι θα ήταν και οι πιο «φθηνοί» εργαζόμενοι, βασικό κριτήριο για κάθε κατασκευαστική επιχείρηση που δραστηριοποιούταν στον τομέα (Χάρτης 7).
Πηγή: Αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές
Ωστόσο , παρά την παρατηρούμενη διαστρωμάτωση, μεταξύ ενός μικρού αριθμού αναγνωρισμένων αρχιτεκτόνων που κατά κανόνα δεν δούλευαν με αντιπαροχές ή έστω δούλευαν σε πολυκατοικίες σε προνομιακές θέσεις στην πόλη και των υπολοίπων, οι αρχιτέκτονες έπαιξαν σημαντικό ρόλο, θα λέγαμε ισάξιο με τους πολιτικούς μηχανικούς, στην «πιάτσα» της πολυκατοικίας γενικά αλλά και της πολυκατοικίας της αντιπαροχής ειδικότερα [14]. Αυτές οι διαπιστώσεις εμπλουτίζουν την ιστορία όχι μόνο του φαινομένου της Αθηναϊκής πολυκατοικίας και της ιδιότυπης αστικοποίησης που διαμόρφωσε —το οποίο συχνότερα θεωρείται ως ένα «αυθόρμητο», από-τα-κάτω προϊόν, «σχεδιασμένο από μη-αρχιτέκτονες και μηχανικούς» (όπως προτείνεται από διακεκριμένους μελετητές όπως ο Kenneth Frampton· Frampton στο Theocharopoulou, 2022:7)—, αλλά και την ιστορία του αρχιτεκτονικού επαγγέλματος στη χώρα. Μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα την υποτιθέμενη ‘αποτυχία’ της ελληνικής αρχιτεκτονικής να αφήσει το στίγμα της στο κτισμένο περιβάλλον της χώρας. Όπως έχει συζητηθεί αλλού (Kalfa 2022; Kalfa και Theodosis 2022), η επιτυχία της αντιπαροχής εξαρτιόταν από συγκεκριμένα κριτήρια που διαμόρφωσαν την πολυκατοικία ως έναν συνηθισμένο τύπο κτιρίου, υποτάσσοντας οποιαδήποτε ‘βούληση για’ αρχιτεκτονική στους κανόνες μιας ιδιότυπης αγοράς, ενώ την ίδια στιγμή επέτρεπε στους Έλληνες τεχνικούς να απολαμβάνουν το πλεονέκτημα της αξιοποίησης του οικοδομικού οργασμού στη χώρα.
Η γεωγραφική διασπορά της παραγωγής κάθε κατασκευαστικής εταιρείας επιβεβαιώνει ότι η Αθηναϊκή αγορά ακινήτων, διαμορφωμένη από την αντιπαροχή, φιλοξένησε πολλαπλές, συχνά αποκλίνουσες, στρατηγικές. Αν και δεν έχουμε ακόμα προχωρήσει σε μια ποσοτική μελέτη για να καταλήξουμε με βεβαιότητα αν το κυρίαρχο μοτίβο είναι το προϊόν των κατασκευαστικών επιχειρήσεων να καλύπτει τη συνολική έκταση διασποράς των πολυκατοικιών σε ένα δεδομένο έτος ή αν οι εργολάβοι/κατασκευαστές λειτουργούσαν τοπικά ως ‘εργολάβοι περιοχής’ (ενεργοί, δηλαδή, σε συγκεκριμένες γειτονιές μέσω δικτύων προσωπικών επαφών, χρησιμοποιώντας συχνά τα γειτονιακά καφενεία ως γραφεία τους, όπως εξηγεί η Μαρία Μαντουβάλου στο Alifragkis και Kalfa 2021), είμαστε βέβαιοι ότι και τα δύο μοντέλα ήταν σε λειτουργία. Για παράδειγμα οι δύο επιτυχημένες επιχειρήσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω οι «Αφοί Ν. και Ι. Μπουγιούρη» και η «Τεχνική Ομόρρυθμος Εταιρία Β. και Τζ.Χανιώτης-Κ.Καθρέπτης» έδρασαν ως «εργολάβοι περιοχής»: μεταξύ 1931-1970, η γεωγραφική διασπορά των πολυκατοικιών και των δύο αυτών επιχειρήσεων περιορίστηκε μεταξύ Ομονοίας και Πλατεία Κολιάτσου (Ευγ.Καραβία) στον άξονα βορρά-νότου και μεταξύ Πλατεία Καραϊσκάκη (μετρό Μεταξουργείο) και Πλατεία Κανάρη (Πλατεία Κυψέλης) στον άξονα ανατολής-δύσης [15]. Από την άλλη, άλλοι, εξαιρετικά επιτυχημένοι κατασκευαστές, παρήγαγαν σε ένα εντυπωσιακό γεωγραφικό εύρος από το Μαρούσι, το κέντρο, ως την Καλλιθέα, το Καλαμάκι και το Παλαιό Φάληρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Δημοσθένης Κάκκαβας, ο οποίος εξελίχθηκε σε ονομαστό κατασκευαστή πολυκατοικιών της αντιπαροχής [16].
Μελετώντας τις επιχειρήσεις Κάκκαβα σε σύγκριση με μια άλλη το ίδιο επιτυχημένη κατασκευαστική εταιρία πολυκατοικιών της αντιπαροχής, της ίδιας περιόδου, την «Οικοδομική και Κτηματική Επιχείρηση Χαϊμαλάς-Γλυνός [αναφέρεται και Γληνός]» μπορούμε να οδηγηθούμε σε ορισμένα πρωταρχικά, αλλά ενδιαφέροντα, συμπεράσματα [17]. Ας σημειωθεί ότι ούτε ο Κάκκαβας ούτε οι Χαϊμαλάς και Γλυνός εντοπίζονται στα μητρώα του ΤΕΕ της περιόδου και συνεπώς συμπεραίνουμε ότι δεν υπήρξαν οι ίδιοι μηχανικοί ΑΕΙ. Για τον Κάκκαβα καταγράφονται είκοσι πολυκατοικίες μεταξύ 1965-1971, διασπαρμένες κατά τα μοτίβα διασποράς που παρατηρούμε στις χαρτογραφήσεις, ενώ για τους «Χαϊμαλά-Γλυνό» ισχύει η δράση σε συγκεκριμένη περιοχή (Πατήσια-Κυψέλη-Άγιος Ελευθέριος) (Χάρτης 8) [18].
Πηγή: Αποδελτίωση εφημερίδων Ναυτεμπορική και Εξπρές
Εστιάζοντας στις πολυκατοικίες τους, της περιόδου 1965-1970, δεν παρατηρούνται τυπο-μορφολογικές αναγνωρίσιμες διαφορές μεταξύ των δύο κατασκευαστικών εταιρειών—εκτός από το ότι ο όγκος των πολυκατοικιών των Χαϊμαλά-Γλυνού είναι κατά κανόνα μικρότερος. Για ακόμα μια φορά, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η πολυκατοικία, ως κτηριακός τύπος, διαμορφώνεται όχι τόσο από μεμονωμένες στιλιστικές προτιμήσεις όσο από τους «νόμους» της κερδοσκοπίας, ακόμα και αν αυτοί εγγράφονται στις τάσεις, τα γούστα και τους ισχύοντες κανονισμούς (ΓΟΚ) κάθε περιόδου (εν προκειμένω: ρετιρέ, τεχνική του «αρτιφισιέλ» στα επιχρίσματα, χρωματισμοί στις αποχρώσεις του μπεζ και της ώχρας, συνεχή, κατά κανόνα, μπαλκόνια, το στηθαίο των οποίων είναι απλό μεταλλικό κιγκλίδωμα, γυάλινα διαχωριστικά πετάσματα στα μπαλκόνια μεταξύ των διαμερισμάτων, και μονοχρωματικές—πράσινες, μπλε ή πορτοκαλί— τέντες).
Η άχαρη, και ασύλληπτα κοπιώδης δουλειά της συλλογής οικοδομικών αδειών ανώνυμων εμπορικών πολυκατοικιών φαντάζει πάρεργο, εντελώς εκτός των παραδοσιακών αλλά και καινοτόμων μεθόδων της αρχιτεκτονικής και αστικής ιστορίας. Ωστόσο, η χαρτογράφηση τέτοιων δεδομένων υπόσχεται τομές στον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε την αρχιτεκτονική ως πολιτισμική πρακτική. Όπως επισημάναμε στην αρχή, η παρούσα δημοσίευση δεν παρουσιάζει παρά μια πρώτη σειρά ευρημάτων, που ξεσκεπάζουν, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, την «ανωνυμία» τη σύγχρονης, πολυκατοικιοποιημένης, Αθήνας. Νέα υπολογιστικά εργαλεία θα μπορούσαν να αναλύσουν αρχιτεκτονικά γνωρίσματα σε μεγάλες ποσότητες δεδομένων και να «αναγνωρίσουν» τους βασικούς παράγοντες και δρώντες —κυριότητα, νομικό πλαίσιο, χωρικές πολιτικές, επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, αγορά γης κ.α.. Συνολικά, αυτή η προσπάθεια, ρίχνοντας φως στους δεσμούς μεταξύ ‘αυθόρμητων’ πρακτικών στέγασης και πολεοδόμησης, της πολιτικής οικονομίας και της λήψης κεντρικών αποφάσεων, μπορεί να θέσει ερωτήματα που δεν περιορίζονται μόνο στην Αθήνα, αλλά είναι επίσης σχετικά με οποιοδήποτε περιβάλλον όπου η στέγαση και η παραγωγή του κτισμένου περιβάλλοντος δεν ήταν προϊόντα κεντρικών μηχανισμών ή δεν υποστηρίχθηκαν από το κράτος πρόνοιας. Δυνητικά, μπορεί ακόμα να προσφέρουν οπτικές χρήσιμες στην εξέταση της ιστορίας και του πρότυπου, δυτικού μοντέλου οργανωμένου σχεδιασμού (Kalfa, Alifragkis και Tournikiotis, 2022).
Μέρος της έρευνας που παρουσιάζεται εδώ έγινε στο πλαίσιο του τριετούς ερευνητικού προγράμματος ARCHIPAROCHI (ΕΥ: Κ.Κάλφα), που χρηματοδοτήθηκε από το ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. και τη Γ.Γ.Ε.Τ. (αρ.σύμβασης 1693). Θερμές ευχαριστίες οφείλουμε στους Κυριάκο Γκλεζάκο και Γεώργιο Σαρηγιάννη για τις πολύτιμες πληροφορίες που μοιράστηκαν σε σχετικές συζητήσεις μας. Ευχαριστούμε επίσης τον Θωμά Μαλούτα για την προτροπή του να δημοσιεύσουμε την παρούσα εργασία, και τον Σταύρο Νικηφόρο Σπυρέλλη για την διαρκή συνεργασία, τις κρίσιμες συμβουλές και την τεχνική υποστήριξη.
[1] Η καταγραφή/ερμηνεία των δεδομένων έγινε από την Κωνσταντίνα Κάλφα. Η γεωκωδικοποίησή τους από την Ελένη Γκαδόλου.
[2] Π.χ. https://www.alimosonline.gr/αναμνήσεις/30027-Λίστα%20οδών%20και%20πλατειών%20που%20άλλαξαν%20στο%20παρελθόν%20ονομασία%20στον%20Άλιμο-1.
[3] Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν με μεθόδους προφορικής ιστορίας από την Κωνσταντίνα και τον Σταύρο Αλιφραγκή μεταξύ Φερβουαρίου 2019 και Φεβρουαρίου 2020 (ένα μικρό τμήμα αυτών των συνεντεύξεων παρουσιάστηκε στο ντοκυμαντερ μικρού μήκους ‘Antiparochi – A Short Introduction,’ https://www.youtube.com/watch?v=dvjFiopD9wA). Η έρευνα στις αγγελίες και τις διαφημίσεις έγινε από την Αιμιλία Αθανασίου. το πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος ‘Η Αντιπαροχή και οι αρχιτέκτονες (της): Ιστορίες κοινωνικών δυνάμεων, χωρικών πολιτικών και του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα στην Ελλάδα, 1929-74’ (ARCHIPAROCHI 2018-2022) (Επιστημονικά Υπεύθυνη: Κωνσταντίνα Κάλφα). Συζητήσεις με τον ερευνητή Κυριάκο Γκλεζάκο διαφώτισαν επίσης αυτό το τμήμα της έρευνας.
[4] Βλ. για παράδειγμα «Σε κοσμοπολιτικό κέντρο θα μεταβληθή η Φαληρική ακτή», Το Βήμα, Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 1967, σελ.4, «Η μεγαλύτερη ελληνική πλατεία στη Ν.Σμύρνη», Το Βήμα, Κυριακή 19 Ιανουαρίου 1969, σελ.4, «Εις την Ν.Σμύρνη αυξάνονται οι όροφοι κατ’ έναν εις όλας τα περιπτώσεις», Το Βήμα, Τρίτη 14 Ιουλίου 1970, σελ.8.
[5] Aνά χρονιά: 1,17 πολυκατοικία/κατασκευαστή το 1955, 1,27 πολυκατοικία/κατασκευαστή το 1960, 1,2 πολυκατοικία/κατασκευαστή το 1965, 1,19 πολυκατοικία/κατασκευαστή το 1970. Επίσης: Συνέντευξη με τον οικονομολόγο Ηλία Κατσίκα στο πλαίσιο του προγράμματος ARCHIPAROCHI, Φεβρουάριος 2019.
[6] Οι Ν. και Ι.Μπουγιούρης έκαναν δύο πολυκατοικίες (το 1935 και 1937) και ο Β.Χανιώτης τέσσερις (1931, 1939, 1940, 1941). Σημειώνεται ότι από τυχαίο δειγματοληπτικό έλεγχο σε αγγελίες «ζητείται αντιπαροχή» εντοπίστηκε η εταιρία «Χανιώτης-Καθρέπτης» σε 5 αγγελίες του 1964 (Ελευθερία 5, 10 και 14 Μαρτίου και Το Βήμα 5 Ιουλίου και 15 Αυγούστου) να ζητά οικόπεδα στις περιοχές Πατήσια, Κυψέλη, Αχαρνών, επί αντιπαροχή.
[7] Ας ληφθεί, προς επίρρωση, εδώ υπόψη το ότι για το διάστημα μεταξύ 1945-1975 έχουν εντοπιστεί σε τυχαίο δειγματοληπτικό έλεγχο στις εφημερίδες (αγγελίες και διαφημίσεις) τουλάχιστον δεκαέξι ακόμα επιχειρήσεις οικοδόμησης πολυκατοικιών, που δεν έχουν εντοπιστεί στις άδειες στα συγκεκριμένα έτη που εξετάζουμε (κάποιες με αξιοσημείωτη δράση όπως ο «Πιστωτικός οικοδομικός οργανισμός Μιχ.Παπαηλίας-Χρ.Μοσχανδρέας και Σία» ή οι «Οικοδομικές επιχειρήσεις Γεωργίου Σακκέτου»).
[8] Από τους υπόλοιπους κατασκευαστές, για 9 δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα καθώς το όνομα της εταιρίας δεν είναι ονοματεπώνυμο (πχ. ΕΣΤΙΑ Ο.Ε.).
[9] Στο σύνολο των χαρτογραφημένων αδειών, 156 άδειες έχουν υπογραφή «μηχανικών» που δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν στα μητρώα του ΤΕΕ.
[10] Τις 2.712 χαρτογραφημένες άδειες υπέγραψαν συνολικά 1.334 μηχανικοί (αρχιτέκτονες και πολιτικοί μηχανικοί). Σημειώνεται επίσης ότι ο λόγος του συνολικού αριθμού μηχανικών όλων των αδειών προς τους μηχανικούς που υπογράφουν τις πιθανές αντιπαροχές είναι ίδιος και για τους αρχιτέκτονες και για τους μηχανικούς (=1,9).
[11] Μέχρι και το 1967 οι σπουδάζοντες πολιτικοί μηχανικοί είναι το 1/3 του συνόλου των σπουδαστών όλων των υπολοίπων Σχολών του ΕΜΠ. Βλ. http://www.civil.ntua.gr/info/history/ και Σαρηγιάννης 1977, 64-91.
[12] Ευχαριστούμε τον Γεώργιο Σαρηγιάννη για την άδεια δημοσίευσης της πληροφορίας.
[13] Ο δεύτερος πιο δραστήριος πολιτικός μηχανικός, ο Χαράλαμπος Βωβός (γεν. 1934, πτυχίο 1957), με 12 άδειες σε πιθανές αντιπαροχές, είναι ο γνωστός κατασκευαστής της «Μπάμπης Βωβός Ελληνική Τουριστική Α.Ε.» (1974), η οποία τον Αύγουστο του 1999 μετονομάσθηκε σε «Μπάμπης Βωβός – Διεθνής Τεχνική Α.Ε.» (http://www.babisvovos.gr/home.asp?pg=glance, https://el.wikipedia.org/wiki/Μπάμπης_Βωβός).
[14] Μάλιστα, πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν ότι ακόμη και γνωστοί αρχιτέκτονες όπως ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης και οι Σουζάνα και Δημήτρης Αντωνακάκης είχαν βαθιά εμπλακεί, για διάφορους λόγους και με διαφορετικούς τρόπους, στην κατασκευή πολυκατοικιών με αντιπαροχή (Kalfa και Alifragkis 2022, Kalfa και Theodosis 2022). Εξάλλου, οι οικοδομικές άδειες που μελετήσαμε υπογράφηκαν, μεταξύ άλλων, από ορισμένους από τους πιο διάσημους αρχιτέκτονες της εποχής.
[15] Όπως συνάγεται από την έρευνα μας στις άδειες οικοδομών και τις μικρές αγγελίες.
[16] Είναι χαρακτηριστικό ότι η κατασκευαστική «Ζυγός Α.Τ.Ε» του Οργανισμού Δοξιάδη, που έχτιζε πολυκατοικίες της αντιπαροχής, «κατασκόπευσε» στις αρχές Δεκέμβρη του 1970 τις επιχειρήσεις Κάκκαβα, με στόχο να διδαχθεί τα «μυστικά της επιτυχίας» (Kalfa και Theodosis 2022).
[17] Το ότι οι «Χαϊμαλάς-Γλυνός» δούλευαν με αντιπαροχές, στις περιοχές Κυψέλη, παρόδους Πατησίων και Αχαρνών επιβεβαιώνεται και από σχετικές αγγελίες στην εφημερίδα Το Βήμα (βλ. για παράδειγμα: 27 Νοεμβρίου 1964, 18 Φερβουαρίου 1965, 14 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου 1967).
[18] Σημειώνεται ότι για την μελέτη αυτών των δύο παραδειγμάτων αναζητήθηκαν ακόμα στοιχεία από αγγελίες και διαφημίσεις των δύο επιχειρήσεων και ειδικά από τις εφημερίδες Το Βήμα, Μακεδονία, Οικονομικός Ταχυδρόμος, Ελεύθερος Κόσμος.
Κάλφα, Κ. (2023) Η Αθήνα πολυκατοικιοποιούμενη, 1955-1970, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-αθήνα-πολυκατοικιοποιούμενη/ , DOI: 10.17902/20971.116
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Υπουργείον Δημοσίων Εργων, Υπηρεσία Οικισμού, Ρυθμιστικόν Σχέδιον Αθηνών, Αθήναι 1965
Στο παρόν άρθρο παρουσιάζονται βασικά ευρήματα του ερευνητικού έργου “Πόλεις Συμπερίληψης/ Inclusive cities” που χρηματοδοτήθηκε από τον ΕΛΚΕ του Πανεπιστημίου Κρήτης [1]. Στα πλαίσια της έρευνας συλλέχθηκαν δεδομένα από τρείς πηγές: την απογραφή πληθυσμού του 2011, στιγμιότυπα (snapshots) για τις διαθέσιμες θέσεις και τους φιλοξενούμενους του προγράμματος ESTIA κατά το 2018 [2], τις εκθέσεις διαχείρισης του UNCHR για τις Δομές Υποδοχής προσφύγων, και πρωτογενή έρευνα σε φορείς υπηρεσιών προς αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες. Με την γεωκωδικοποίηση των δεδομένων έγινε εφικτή η χαρτογράφηση των σχετικών υπηρεσιών και η κατάρτιση δεικτών χωρικής ανάλυσης. Ακολούθησαν 3 εργαστήρια με ερευνητές, εκπροσώπους της Ύπατης Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, μη-κυβερνητικές οργανώσεις και εργαζόμενους στα οποία διερευνήθηκε το πως η εμπειρία και τα μαθήματα του προγράμματος ESTIA αξιοποιήθηκαν στη διαμόρφωση των επόμενων πολιτικών υποδοχής και συμπερίληψης.
Θεωρητική αφετηρία της έρευνας αποτελούν οι πρόσφατες προσεγγίσεις που συγκροτούν τη λεγόμενη “στροφή προς τις υποδομές” στις αστικές σπουδές, οι οποίες θεωρούν τις υποδομές ως κοινωνικο-τεχνικά συστήματα που παράγονται μέσα από υλικές, κοινωνικές και συμβολικές πρακτικές (Amin 2014). Η νέα αυτή οπτική τροφοδότησε διεθνείς μελέτες για τις πολιτικές υποδοχής και ένταξης των προσφύγων σε αστικά περιβάλλοντα και τις συνέπειες συναφών πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διεθνών οργανισμών όπως η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες (Felder et al, 2020; Hanhörster & Wessendorf, 2020; Meeus, Arnaut & Van Heur, 2019). Οι μελέτες αυτές επαναφέρουν τη συζήτηση για τη σημασία που έχουν οι περιοχές άφιξης στις πόλεις ως αφετηρίες ή σταθμοί στη διαδικασία συμπερίληψης, αναδεικνύοντας νέα ζητήματα που δίνουν έμφαση στις επιπτώσεις της χωροθέτησης διαφορετικών τύπων υποδομών σε κεντρικές, προαστιακές ή περιαστικές περιοχές.
Οι υποδομές αποτελούν συλλογικά μέσα δικτύωσης που διαρκώς επεκτείνονται και συντηρούνται, μετασχηματίζονται ή συρρικνώνονται ακολουθώντας τους ρυθμούς ανάπτυξης των πόλεων και την ανταπόκριση τους σε παγκόσμιες μεταβολές. Το «μεγάλο καλοκαίρι του 2015» σηματοδότησε μια αλλαγή στο ρόλο των πόλεων της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που τοποθετούνται πάνω στους νέους δρόμους της μετανάστευσης από την Μέση Ανατολή. Το κλείσιμο της Βαλκανικής οδού, και η κοινή δήλωση ΕΕ-Τουρκίας το 2016, αποτέλεσαν τομή για τις πολιτικές υποδοχής του ελληνικού κράτους και τις αντιφατικές προσπάθειες προσαρμογής σε διεθνείς ανθρωπιστικούς κανόνες προστασίας (Mantanika & Arapoglou, 2022). To σύστημα υποδοχής επεκτάθηκε ταχέως περιλαμβάνοντας τέσσερις τύπους υποδομών παραμονής:
Πρώτον, εγκαταστάθηκαν μονάδες υποδοχής και ταυτοποίησης αιτούντων άσυλο σε πέντε νησιά του Αιγαίου (Χίος, Λέσβος, Σάμος, Λέρος, Κως) όπου επικρατούσε στεγαστική υπερπληρότητα, κακές υγειονομικές και στεγαστικές συνθήκες και αδυναμία πρόσβασης σε αγαθά που καλύπτουν θεμελιώδεις ανθρώπινες ανάγκες (Kourachanis, 2018α). Δεύτερον, δημιουργήθηκαν «ανοιχτές» Εγκαταστάσεις Προσωρινής Υποδοχής στην ηπειρωτική Ελλάδα («Camps»), που από άτυπες και προσωρινές μορφές φιλοξενίας απέκτησαν χαρακτηριστικά μονιμότητας υπό την αδυναμία μακροπρόθεσμου προγραμματισμού (Χάρτης 1).
Πηγή: Linos et al (2018), IOM (2022)
Τρίτον, διαμορφώθηκαν αστικά καταλύματα σε διαμερίσματα, ξενοδοχεία και άλλα κτίρια σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας μέσω του προγράμματος ESTIA και, τέταρτον, ακολούθησαν δράσεις επιδότησης ενοικίου και κοινωνικής υποστήριξης για τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες μέσα από το πρόγραμμα HELIOS από το 2019.
To ESTIA (Emergency Support to Integration and Accommodation) (2017-2022) αποτέλεσε ένα πρόγραμμα στέγασης ευάλωτων αιτούντων άσυλο σε κοινωνικά διαμερίσματα στον αστικό ιστό υπό την αιγίδα της UNHCR, τη χρηματοδότηση της ΕΕ και την υλοποίηση του από Δήμους και ΜΚΟ. Πλαισιώθηκε με βοήθημα εισοδηματικής στήριξης στα όρια του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και δράσεις κοινωνικής αρωγής. Ο αρχικός του σχεδιασμός το 2016 (με την ονομασία ‘Accommodation and Relocation Programme’) προσανατολιζόταν στη βραχυχρόνια φιλοξενία υποψήφιων προς μετεγκατάσταση σε άλλες χώρες της ΕΕ. Η αλλαγή της ομάδας στόχου του προγράμματος πραγματοποιήθηκε χωρίς να υπάρξουν αντίστοιχες κοινωνικές προσαρμογές και ενταξιακά εργαλεία συνέπεια τη διαρκή αύξηση των εισροών δίχως αξιοσημείωτες εκροές (Kourachanis, 2018b; Papatzani et al., 2022). Την περίοδο 2020-2022 η διαχείριση του ESTIA πέρασε στην ευθύνη του ελληνικού κράτους, οπότε και η λειτουργία του τερματίστηκε.
Το πλαίσιο ανάπτυξης δράσεων κοινωνικής υποστήριξης για τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες επιχειρήθηκε μέσα από το πρόγραμμα HELIOS από το 2019. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα επιδότησης ενοικίου και δράσεων κοινωνικής ένταξης για αναγνωρισμένους πρόσφυγες που διεύρυνε την ομάδα των δικαιούχων στεγαστικής υποστήριξης επαναλαμβάνοντας όμως τις αδυναμίες του ESTIA (Kourachanis, 2022b). Η ανεπάρκεια των κοινωνικών παροχών αναγκάζει τους πρόσφυγες να αναζητούν υποστήριξη από μεταναστευτικά δίκτυα ή να διοχετεύονται στα κανάλια της αδήλωτης εργασίας, ώσπου να να μετακινηθούν στη χώρα της Ευρώπης που επιθυμούν να εγκατασταθούν. Πρόκειται επομένως για ένα πρόγραμμα που τελικά εξυπηρετεί την επιμήκυνση της παραμονής των προσφύγων σε μια χώρα διέλευσης, όπως η Ελλάδα, παρά στην κοινωνική ένταξη της σε αυτή (Kourachanis, 2022b).
Η χωροθέτηση των υποδομών αυτών σε μεγάλες πόλεις και μητροπολιτικά κέντρα αποσκοπούσε στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των εκτοπισμένων και στην ενίσχυση των προοπτικών της κοινωνικής ένταξης όσων θα παρέμεναν στη χώρα μέσω της διασποράς τους και τη διασύνδεσή τους με κοινωνικές υπηρεσίες στον αστικό ιστό.
Η ανάλυση που ακολουθεί χρησιμοποιεί δεδομένα από τρείς πηγές: την απογραφή πληθυσμού του 2011, το πρόγραμμα ESTIA και τις εκθέσεις των διαχείρισης των Κέντρων Υποδοχής προσφύγων του UNCHR (Πίνακας 1).
Πηγή: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ 2015, UNHCR-ESTIA 2018, UNHCR 2018
Όσον αφορά την εθνοτική σύνθεση της Αθήνας, οι ομάδες από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης κυριαρχούν στον αστικό χώρο με τους Αλβανούς να αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 50% των μη Ελλήνων υπηκόων ενώ ακολουθούν οι Ρουμάνοι (4,9%), οι Βούλγαροι (4,5%) και οι Γεωργιανοί (2,9%). Η πακιστανική κοινότητα είναι η μόνη εξαίρεση σε αυτό το μοτίβο αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 6% των ξένων υπηκόων. Η εθνοτική σύνθεση, τόσο του προγράμματος ESTIA όσο και η εθνοτική σύνθεση των Κέντρων, όπως αναμενόταν, παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες ενσωματώνοντας άτομα από τη Μέση Ανατολή (Συρία και Ιράκ) ή την Ευρύτερη Μέση Ανατολή (Αφγανιστάν). Παρατηρούμε ότι το 2011 οι εθνικότητες που συνδέονται με το μεταναστευτικό κύμα, είχαν ήδη δημιουργήσει μικρές κοινότητες στην Αθήνα. Σίγουρα η παρουσία τους δεν ήταν πολυπληθής αφού κατατάσσονται μεταξύ της 15ης και της 30ης θέσης με τους Σύριους να είναι η σημαντικότερη ομάδα μεταξύ τους αντιπροσωπεύοντας το 1,4% του συνολικού ξένου πληθυσμού. Όπως προκύπτει από τον Πίνακα 1, αν συγκρίνουμε την απογραφή του 2011 με τα δύο προγράμματα, σε απόλυτους αριθμούς, παρατηρούμε ότι οι κοινότητες αυτές ενισχύονται σημαντικά. Η παρουσία τους αυξάνεται, σε σύγκριση με το 2011, κατά τουλάχιστον 50% (Συρία +120%, Αφγανιστάν +91%, Ιράκ +90%, Παλαιστίνη +58% και το Ιράν +50%). Επιπλέον, η εισροή εκτοπισμένων μεταναστών μαζί με την εκροή μεταναστών από τα Βαλκάνια αλλά και τη συρρίκνωση του πληθυσμού μπορεί να είχαν ισχυρότερες επιπτώσεις από αυτές που αποτυπώνονται στις εκτιμήσεις των δεικτών της τρέχουσας μελέτης.
Πηγή: UNHCR-ESTIA 2018
Η χωρική ανάλυση που ακολουθεί κατέδειξε ότι οι δομές προσωρινής φιλοξενίας αιτούντων άσυλο του προγράμματος ESTIA ακολούθησε τα χωρικά πρότυπα εγκατάστασης μεταναστών στην Αθήνα και δεν συνέβαλε σημαντικά στην αύξηση του συνολικού διαχωρισμού των μεταναστών ή επιμέρους εθνοτικών ομάδων. Ωστόσο, η χωροθέτηση τους ενίσχυσε σε πρώτη φάση την χωρική συγκέντρωση εθνοτικών ομάδων από τη Μέση Ανατολή. Η συνθήκη αυτή υπήρξε εντονότερη τόσο γύρω από τον άξονα της οδού Πατησίων, στης βόρειες συνοικίες του δήμου Αθηναίων, όσο και στον Πειραιά αλλά και τους όμορους σε αυτόν δήμους (Χάρτης 2). Οι αστικές αυτές ζώνες χαρακτηρίζονται από έντονο εθνοτικό διαχωρισμό που εντοπίζεται και σε επίπεδο κάθετου μειονεκτικού (μικρό) διαχωρισμού (Maloutas et al 2022, Arapoglou & Spyrellis, forthcoming)
Πηγή:ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ 2015, UNHCR-ESTIA 2018, UNHCR 2018
Στον πίνακα 2 αποτυπώνονται οι τιμές των δεικτών Ανομοιότητας ΔΑ (Dissimilarity Index), Απόλυτης Κεντροποίησης ΔAK (Absolute Centralization Index) και Σχετικής Κεντροποίησης ΔΣΚ (Relative Centralization Index) που υπολογίστηκαν για διαφορετικές ομάδες εθνοτήτων προσθέτοντας στα δεδομένα της απογραφής 2011 τους νεοεισερχόμενους που φιλοξενήθηκαν σε μονάδες του προγραμμάτων ESTIA και των Δομών Υποδοχής.
Ο (ΔΑ) αυξάνεται από 0,5113 σε 0,5256, δηλαδή μόνο κατά 2,8%, όταν στους υπολογισμούς περιλαμβάνονται και οι δικαιούχοι του ESTIA από τη Μέση Ανατολή. Οι αλλαγές στον ΔΑ είναι σχεδόν μηδενικές για όλες τις άλλες εθνότητες, υποδηλώνοντας ότι η τοποθέτησή τους περιελάβανε περιοχές διαφορετικές από τις τοποθεσίες κατοικίας των ομοεθνών τους κατά την απογραφή.
Ωστόσο, η τοποθέτηση εκτοπισμένων νεοφερμένων ενίσχυσε την κεντρική συγκέντρωση εθνοτήτων από τη Μέση Ανατολή; ο ΔΑΚ αυξήθηκε κατά 5% (από 0,7675 σε 0,8055) ενώ ο ΔΣΚ κατά 27,1% (από 0,3217 σε 0,409) όταν συμπεριλήφθηκαν στην εκτίμηση οι δικαιούχοι της ESTIA. Μια παρόμοια, αλλά ασθενέστερη αλλαγή, ισχύει για εθνότητες από την Ευρύτερη Μέση Ανατολή (βλ. Αφγανοί) για τις οποίες ο δείκτης ΔΑΚ αυξήθηκε κατά 1,3% και ο δείκτης ΔΣΚ κατά 3,6% όταν συμπεριλήφθηκαν στην εκτίμηση οι δικαιούχοι της ESTIA. Οι αλλαγές στη συγκέντρωση των μεταναστών από τη Βόρεια Αφρική και την Ινδική Χερσόνησο είναι αμελητέες.
Διαφορετική επίδραση στις τιμές των δεικτών φαίνεται να έχει η χωροθέτηση των Δομών Ελαιώνα, Σχιστού, Σκαραμαγκά και Λαυρίου (χάρτης 3). Ο ΔΑ αυξάνεται κατά 4,8% επιπλέον (δηλαδή, από 0,5256 σε 0,5500) όταν στις εκτιμήσεις ληφθούν υπόψη και άτομα από τη Μέση Ανατολή που εντοπίζονται στα Δομές. Η αύξηση των τιμών του ΔΑ για εθνότητες από τη Μέση Ανατολή λόγω του περιορισμού τους σε Δομές είναι υπερδιπλάσια από την αύξηση που αναφέρθηκε για τους δικαιούχους της ESTIA. Ο δείκτης ανομοιότητας αυξάνεται επίσης κατά 2,7% επιπλέον (δηλαδή, από 0,5075 σε 0,5211) όταν στις εκτιμήσεις περιλαμβάνονται άτομα από την Ευρύτερη Μέση Ανατολή που εντοπίζονται στα Δομές. Η αύξηση των τιμών του ΔΑ για εθνότητες από την Ευρύτερη Μέση Ανατολή είναι σχεδόν πενταπλάσια από την αύξηση που αναφέρθηκε για τους δικαιούχους της ESTIA. Τέλος οι αλλαγές στον ΔΑ είναι σχεδόν μηδενικές για όλες τις άλλες εθνότητες.
Οι τιμές των δεικτών κεντρικότητας αντικατοπτρίζουν την περιφερειακή τοποθεσία της πλειονότητας των Κέντρων (Χάρτης 3). Ο Πίνακας 2 δείχνει μια σημαντική μείωση στις τιμές των ΔΑΚ και ΔΣΚ συγκέντρωσης που αφορά, πρώτον, τις εθνότητες από τη Μέση Ανατολή (βλ. Σύριοι) οι οποίοι μεταφέρθηκαν από τα σύνορα της χώρας στις πιο απομακρυσμένες τοποθεσίες και, δεύτερον, εθνότητες για την Ευρύτερη Μέση Ανατολή (βλ. Αφγανοί).
Πηγή: UNHCR 2018
Από την ομάδα εστίασης με τους διάφορους φορείς που εμπλέκονται στην διαχείριση των υποδομών της υποδοχής, προκύπτει μια κριτική αποτίμηση του ESTIA, με έμφαση στο γεγονός ότι δεν επρόκειτο για ένα ενταξιακό πρόγραμμα, αν και ανοίγει διαύλους για την ένταξη και συμβάλλει στη δημιουργία δικτύων που θα μπορούσαν να την υποστηρίξουν. Η συρρίκνωση των δυνατότητων συμπερίληψης ξεκινούσε από την ίδια την χρηματοδότηση αφού αυτή δεν επέτρεπε ενταξιακές δράσεις. Επίσης, δεν υπήρχε κεντρικός σχεδιασμός των προγραμμάτων και αντίστοιχοι οικονομικοί πόροι. Κατ’ επέκταση, τα προγράμματα προσαρμόζονταν στις περιορισμένες χρηματοδοτικές ευκαιρίες σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Οι δυνατότητες χρηματοδότησης εξαρτιόταν από το είδος των φορέων. Οι διεθνείς οργανώσεις είχαν μεγαλύτερη πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις, ενώ οι δημόσιοι φορείς προσέκρουαν σε διάφορα αναχώματα.
Οι επιμέρους δράσεις συμμορφώνονταν σε μια διαχειριστική λογική, καθώς φαίνεται από το πως ανοιγοκλείναν Δομές κι αυξομειώνονταν η χωρητικότητα τους, χωρίς σχεδιασμό, ως αποτέλεσμα πολιτικών διαπραγματεύσεων, τόσο σε επίπεδο ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό και τοπικό (Χάρτης 1). Η διαχειριστική λογική ενισχύονταν αφενός από την υπολειμματική κουλτούρα διαχείρισης των κοινωνικών προβλημάτων και τα διερευνόμενα χάσματα στο ελληνικό σύστημα κοινωνικής προστασίας που αποδιαρθρώθηκε από τις πολιτικές λιτότητας, και αφετέρου, από τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της προσφυγικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κουραχάνης, 2019). Ειδικότερο ζήτημα αποτέλεσε η αποκέντρωση υπηρεσιών χωρίς πόρους προς την τοπική αυτοδιοίκηση και η αυξανόμενη γραφειοκρατικοποίηση των διαδικασιών πρόσβασης των αιτούντων άσυλο σε οικονομική αρωγή και υπηρεσίες (Stratigaki, 2022).
Στα εργαστήρια με φορείς της αυτοδιοίκησης και ΜΚΟ καταγράφηκε μια αμηχανία ως προς την στοχοθεσία των παρεμβάσεων: ο στόχος της αυτονομίας παρουσιάστηκε προσφορότερος στις τρέχουσες συνθήκες ενώ ο στόχος της ένταξης παρουσιάστηκες ως δυσχερής. Η ασάφεια που πλαισιώνει το ευρύτερο σύστημα υποδοχής και η επισφάλεια που δημιουργεί ο τρόπος που εφαρμόζονται οι συγκεκριμένες πολιτικές (πότε θα μεταβούν από το ένα πρόγραμμα στο άλλο, μέχρι πότε δικαιούνται τι κτλ.) τοποθετούν τον πληθυσμό στον οποίο απευθύνονται σε μια εκκρεμή κατάσταση (Arapoglou and Gounis, 2017; Papatzani et al, 2022). Αυτή η εκκρεμής κατάσταση είναι αποτρεπτική ενός κινήτρου για παραμονή σε έναν τόπο, και γενικότερα αποτρεπτική από τις διαδικασίες αυτές που θα βοηθούσαν τους ανθρώπους να προγραμματίσουν τις ζωές τους.
Ένα πολύ σημαντικό και δομικό πρόβλημα που διαπιστώθηκε με το ESTIA είναι ότι η μεγάλη ανασφάλεια προκύπτει στους ωφελούμενους στο σημείο της αναγνώρισης της ιδιότητας του πρόσφυγα. Το οξύμωρο εδώ είναι ότι τα άτομα γίνονται πιο ευάλωτα από τη στιγμή της αναγνώρισης, δεδομένου ότι σταματάει το πλαίσιο που τα στηρίζει, χωρίς να έχουν προλάβει να αναπτύξουν μηχανισμούς αυτονόμησης. Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα για τις διαδικασίες ένταξης αποτελούσε το ότι προτεραιότητα στο πρόγραμμα είχαν οι ευάλωτες περιπτώσεις των οποίων η αυτονόμηση καθίσταται μακρόχρονη επειδή έχουν μεγάλη ανάγκη υποστήριξης. Επιπλέον, η οικονομική ανάκαμψη και προσδοκίες προσόδου από βραχυχρόνιες μισθώσεις συρρίκνωσαν το διαθέσιμο απόθεμα διαμερισμάτων για τη φιλοξενία αιτούντων άσυλο και προσφύγων.
Η λειτουργία διαμερισμάτων φιλοξενίας μέσα στον ιστό των πόλεων και η συσπείρωση γύρω από αυτά, μεταξύ άλλων, υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης και απασχόλησης από ΜΚΟ και φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης δημιούργησε παρόλα τα παραπάνω, μια παρακαταθήκη στρατηγικών συμπερίληψης που θα μπορούσε να αφορά πέρα από μετανάστες και μετανάστριες και έναν ευρύτερο πληθυσμό που βρίσκεται σε μια επισφαλή κατάσταση διαβίωσης.
Η τελευταία πηγή που χρησιμοποιήθηκε σε αυτήν την ανάλυση δημιουργήθηκε μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2020 [3] και καταγράφει το δίκτυο υπηρεσιών που συνδέεται με τις ανάγκες των μεταναστών. Μέσα από μια εκτενή διαδικτυακή έρευνα καταγράφηκαν 546 υπηρεσίες που παρέχονταν από 47 οργανισμούς. Η διεξαγωγή συνεντεύξεων, με την χρήση ερωτηματολογίου, με κάθε οργανισμό που εξακολουθούσε να λειτουργεί οδήγησε στην επαλήθευση της παροχής των 335 υπηρεσιών από 23 οργανισμούς (Πίνακας 3). Η εκπαίδευση και η υποστήριξη (γενικά) είναι οι σημαντικότερες υπηρεσίες ενώ η ανάλυση αυτή ανέδειξε μια σημαντική διαφοροποίηση στην εσωτερική λειτουργία των οργανισμών, ορισμένοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο χώρο φιλοξενίας των ενδιαφερόμενων ενώ άλλοι διαθέτουν χώρο υποδοχής. Το τελευταίο οδηγεί στην αύξηση της κινητικότητας μεταναστών και γενικά ευάλωτων κοινωνικών ομάδων σε συγκεκριμένες γειτονιές της πόλης, άσχετα του τόπου διαμονής τους, τροφοδοτώντας επιπλέον την από κάτω διαμόρφωση υποδομών και δικτύων.
Πηγή: Έρευνα διαδικτύου και συνεντεύξεις στο πλαίσιο του προγράμματος Πόλεις Συμπερίληψης/ Inclusive cities
Η χωροθέτηση των οργανισμών που καταγράφηκαν (Χάρτης 4) επιβεβαιώνει ότι το πρόγραμμα ESTIA δημιούργησε, σε κεντρικές περιοχές, ένα υποστηρικτικό δίκτυο, πρωτίστως μέσω της χωρικής συσπείρωσης των φορέων που ανέλαβαν την υλοποίηση του. Το δίκτυο αυτό μπορεί να θεωρηθεί συμπληρωματικό με τη δημιουργία κοινών υποδομών οργανώσεων αλληλεγγύης από τα κάτω, παρότι αυτές συχνά διέπονται από διαφορετικές αρχές ενώ μετά το 2019 συστηματικά καταστράφηκαν από επιχειρήσεις αστυνόμευσης (Tsavdaroglou & Lalenis, 2022).
Στον χάρτη 4 απεικονίζεται το δίκτυο υπηρεσιών, συνδεδεμένων με τις λειτουργίες και τις ανάγκες των μονάδες φιλοξενίας, που διαμορφώθηκε προκειμένου να εκπληρωθούν οι προτεραιότητες της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες για αστικά καταλύματα.Η εγκατάσταση ΜΚΟ και ανθρωπιστικών οργανώσεων ήταν ζωτικής σημασίας για το σχηματισμό και την επέκταση αυτού του δικτύου κυρίως εντός των γειτονιών φιλοξενίας δικαιούχων. Επίσης, μικρότερες φιλανθρωπικές οργανώσεις και οργανώσεις αλληλεγγύης εγκαταστάθηκαν στις περιοχές αυτές για να παράσχουν και αυτές τις υπηρεσίες τους. Όπως είναι αναμενόμενο, κυρίως για λόγους άμεσης γειτνίασης με τους ενδιαφερόμενους, η χωροθέτηση των οργανισμών που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε εξειδικευμένες μεμονωμένες μονάδες (ανοιχτό πράσινο) – που διαθέτουν δηλαδή κάποιον χώρο υποδοχής ενδιαφερόμενων – ορίζει σε μεγάλο βαθμό το δίκτυο αυτό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, στις ίδιες κεντρικές περιοχές, εντοπίζουμε και την έδρα οργανώσεων (σκούρο πράσινο) που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους κατευθείαν μέσα στις μονάδες διαμονής. Η ύπαρξη του ίδιου μοντέλου και η επιλογή τους να εγκατασταθούν στις περιοχές αυτές παρότι η χωροθέτηση τους δεν σχετίζεται με την καλύτερη λειτουργία τους, αναδεικνύει ακόμα περισσότερο την σημασία ένταξης στο δίκτυο αυτό. Τέλος είναι αξιοσημείωτο, πρώτον, ότι αυτό το δίκτυο βασίστηκε κυρίως σε φιλανθρωπικούς οργανισμούς και ιδιωτικούς φορείς λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων των δημόσιων φορέων και της έλλειψης χρηματοδότησης και, δεύτερον, ότι οι κοινωνικές εγκαταστάσεις αναπτύχθηκαν σε αστικές γειτονιές αφίξεων και όχι κοντά σε κατασκηνώσεις (όπου οι βασικές υπηρεσίες προσφέρθηκαν επίσης τυχαία από ανθρωπιστικές οργανώσεις εντός των εγκαταστάσεων).
Πηγή: Έρευνα διαδικτύου και συνεντεύξεις στο πλαίσιο του προγράμματος Πόλεις Συμπερίληψης/ Inclusive cities
Η δημιουργία τάξεων υποδοχής φαίνεται επίσης ότι ενίσχυσε τις τοπικές δράσεις συσπείρωσης και αλληλεγγύης. Η σχολική κοινότητα συχνά αναλάμβανε έναν ρόλο στήριξης ολόκληρης της οικογένειας (οι γονείς δέχονται αλληλεγγύη από άλλους γονείς σε διάφορα ζητήματα) καθώς και έναν ρόλο συμπερίληψης αυτής μέσα σε μια κοινότητα. Για το λόγο αυτό, πολλοί ωφελούμενοι/ες του προγράμματος, επέλεγαν να παραμείνουν στην περιοχή που βρίσκονταν και μετά την έξοδό τους από το πρόγραμμα.
Ένα άλλο στοιχείο που προέκυψε από τα εργαστήρια με φορείς είναι το πως η ενταξιακή διάσταση του ESTIA συνδέθηκε και με την τοπική πολιτική οικονομία ιδίως στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης (ενοικίαση κενών κατοικιών και κτιρίων, απασχόληση νέων κοκ) . Ο μακροπρόθεσμος χαρακτήρας τέτοιων προγραμμάτων δημιουργεί διάφορες ζυμώσεις σε επίπεδο κοινωνίας αλλά και θεσμών με ζητήματα συνύπαρξης.
Οι δήμοι μπήκαν για πρώτη φορά στην διαδικασία παροχής υπηρεσιών στέγασης σε αιτούντες άσυλο. Απέκτησαν με αυτό τον τρόπο μια μεγάλη εμπειρία και δημιούργησαν ένα δίκτυο συνεργειών και συνεργασιών με άλλες υπηρεσίες, άλλους φορείς και άλλους δήμους. Ιδιαίτερα στο Δήμο της Αθήνας δημιουργήθηκαν ειδικές μονάδες συντονισμού και αναπτύχθηκαν καινοτόμες συνεργασίες με διεθνείς φορείς σε θέματα τόσο υποδοχής όσο και ένταξης (Stratigaki 2022). Επιπλέον με αφορμή την διαχείριση του προσφυγικού από διάφορους θεσμούς και φορείς αναπτύχθηκε μια γνώση γύρω από πολιτικές στέγασης διαφόρων επιπέδων η οποία δυνητικά αφορά και άλλους πληθυσμούς που το έχουν ανάγκη.
Τα ευρήματα που παρουσιάστηκαν επισημαίνουν ότι η δημιουργία των δομών φιλοξενίας και η σύνδεση τους με κοινωνικές υποδομές στον αστικό ιστό συνέβαλε στην παραγωγή γνώσης για την διαδικασία συμπερίληψης που ωστόσο συντελέστηκε σε μια κοινότητα φορέων έξω από τον πυρήνα του κεντρικού κράτους, το οποίο δεν μπόρεσε να την αξιοποιήσει .
Τα προγράμματα αυτόνομης διαβίωσης όπως το ESTIA και το HELIOS στάθηκαν αφορμή για να δημιουργηθεί μια κουλτούρα και μια παρακαταθήκη που μπορεί να αποβεί βοηθητική στην ευρύτερη συζήτηση για την συμπερίληψη στην πόλη. Μια συζήτηση που μας αναγκάζει να σκεφτούμε υλικά και συμβολικά την κίνηση και την εγκατάσταση, την αυτονόμηση και την αλληλεγγύη. Η συζήτηση αυτή όμως διακόπηκε άγαρμπα με την παύση των ανωτέρω προγραμμάτων, τις στρατηγικές τουριστικής αναβάθμισης χωρίς συμπεριληπτικές πρόνοιες, την στρατοπεδική διάταξη των Κέντρων Υποδοχής και Ταυτοποίησης, τους καταυλισμούς στην ενδοχώρα, καθώς και τις πρόσφατα ιδρυθέντες Κλειστές Ελεγχόμενες Δομές (Parsanoglou, 2022). Κατά ένα τρόπο η αδρανοποίηση της μνήμης αλληλεγγύης και η ακύρωση των διδαγμάτων συμπερίληψης από τα προαναφερθέντα προγράμματα συμβάλλει στην «κανονικοποίηση» της στρατοπεδοποίησης (Kreichauf 2018) που προωθούν οι πολιτικές από το 2019 και ύστερα. Επιτείνει επίσης του κινδύνους πόλωσης σε περιοχές κάθετου διαχωρισμού με την ενδεχόμενη λειτουργία διπλών αγορών, από τη μια υψηλών αποδόσεων για τουριστικές μισθώσεις και εξευγενισμένη κατοικία και από την άλλη άτυπων μισθώσεων αποθέματος κακής ποιότητας για περιθωριοποιούμενες ομάδες (Arapoglou & Spyrellis forthcoming).
[1] ΕΛΚΕ Πανεπιστημίου Κρήτης: Κωδικός έργου 10735. Title: ‘Inclusive cities- infrastructures of social integration and refugee settlement’. Το έργο εντάχθηκε στο Κέντρο Ερευνών και Μελετών (Κ.Ε.ΜΕ.) για τις Ανθρωπιστικές, τις Κοινωνικές και τις Επιστήμες της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κρήτης
[2] Ευχαριστούμε θερμά το Γραφείο της Ύπατης Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) στην Ελλάδα για τη διάθεση των δεδομένων (snapshots) του προγράμματος ΕΣΤΙΑ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
[3] Η διαδικτυακή έρευνα, διεξαγωγή των συνεντεύξεων και η επαλήθευση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της πρακτικής ασκησης του Σταύρου Αρώνη στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).
Αράπογλου, Β., Κουραχάνης, Ν., Μαντανίκα, Ρ., Σπυρέλλης, Σ. (2023) Υποδομές υποδοχής και συμπερίληψης προσφύγων στην Αθήνα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/υποδομές-υποδοχής-και-συμπερίληψης-π/ , DOI: 10.17902/20971.119
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η Καλλιθέα άρχισε να κατοικείται στα τέλη του 19ου αιώνα και πιο συγκεκριμένα το 1884 [1] .Το 1885 εγκρίθηκε το σχέδιο δημιουργίας του προαστίου της Αθήνας με την ονομασία «Καλλιθέα» (Εικόνα 1). Η περιοχή είναι πεδινή με μερικούς λόφους να διακόπτουν το ιδιαίτερα χαμηλό γεωγραφικό ανάγλυφο της. Το γεγονός αυτό συνδέεται άμεσα με το χαρακτηρισμό της ως «ευθυορία» (ό.π.), δηλαδή χωρίς κλήση.
Η ετυμολογία του ονόματος Καλλιθέα (από τις λέξεις κάλλος + θέα) προσδιορίζει την όμορφη θέα που είχε η περιοχή. Η όμορφη θέα προς το Σαρωνικό, η μικρή απόσταση από την Αθήνα και το υγιεινό κλίμα της είναι οι τρεις βασικοί παράγοντες που προσέλκυσαν την Ανώνυμη Οικοδομική Εταιρεία. Η εταιρεία επέλεξε την περιοχή για να ανοικοδομήσει ένα πρότυπο προάστιο, αντίστοιχο με τις εργατικές συνοικίες της Γαλλίας (Λερίου & Μουρουγκλού, 2006). Ο πρόεδρός της, Ευθύμιος Κεχαγιάς, έδωσε το όνομα Καλλιθέα στην περιοχή (Κασιάνης, 1996).
Στόχος της Οικοδομικής Εταιρείας ήταν η δημιουργία ενός εργατικού συνοικισμού που να ανταποκρίνεται στις ολοένα και αυξανόμενες ανάγκες για παροχή καλής ποιότητας και οικονομικά προσιτής στέγης (Λερίου & Μουρουγκλού, 2006). Άλλωστε, οι συνθήκες στέγασης στις αρχές του 20ου αιώνα, ιδιαίτερα για την εργατική-λαϊκή τάξη, ήταν «άθλιες» (Λεοντίδου, 2001) δεδομένου ότι οι διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι λόγω των δύο Βαλκανικών και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν περιορισμένοι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι στεγαστικές ανάγκες μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού να μην αντιμετωπίζονται, αλλά να προστίθενται στις ήδη υπάρχουσες και να οξύνουν το πρόβλημα.
Αρχικά, η Ανώνυμη Οικοδομική Εταιρεία αγόρασε έκταση 910 βασιλικών στρεμμάτων στην περιοχή, η οποία ορίζεται σήμερα μεταξύ των συνοικιών Χαροκόπου και Αγίας Ελεούσας, όπου δημιουργήθηκε ο πρώτος πυρήνας εγκατάστασης (Λερίου & Μουρουγκλού, 2006:47). Το πρόγραμμα της Εταιρείας περιλάμβανε τη δημιουργία μικρών κατοικιών, με βάση τυποποιημένα αρχιτεκτονικά πρότυπα. Οι εργάτες, στους οποίους απευθύνονταν αυτές οι κατοικίες, μπορούσαν να αγοράσουν ένα ακίνητο λαμβάνοντας δάνειο από την Εταιρεία (ό.π). Με μια προκαταβολή είχαν τη δυνατότητα να εξοφλήσουν το δάνειο σε πολλές μικρές μηνιαίες δόσεις με χαμηλά επιτόκια. Επιπλέον, στόχος της Εταιρείας ήταν ο πολεοδομικός-ρυμοτομικός σχεδιασμός της περιοχής να βασίζεται στο Ιπποδάμειο σύστημα με βάση το οποίο η Καλλιθέα απέκτησε ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο σχήμα (ό.π.).
Πηγή: Κασιάνης, 1996:17
Εν τέλει, το φιλόδοξο σχέδιο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, όπως το εμπνεύστηκαν οι σχεδιαστές του (Εικόνα 2). Η μη υλοποίηση του οφείλεται στην οικονομική αδυναμία της Εταιρείας (Λερίου & Μουρουγκλού, 2006:53) σε συνδυασμό με τον θάνατο του εμπνευστή του σχεδίου Ευθύμιου Κεχαγιά (Κασιάνης, 1996). Ωστόσο, η Καλλιθέα κατάφερε να διατηρήσει την καλή ρυμοτόμηση σε σχέση με άλλους οικισμούς της Αθήνας.
Για να αντιμετωπιστούν τα οικονομικά προβλήματα, η Εταιρεία πούλησε τα οικόπεδα σε χαμηλές τιμές. Η δημιουργία του εργατικού οικισμού, που ήταν ο αρχικός στόχος της Οικοδομικής Εταιρείας, δεν υλοποιήθηκε και η Καλλιθέα έγινε τελικά τόπος θερινής κατοικίας ευκατάστατων Αθηναίων (Λερίου & Μουρουγκλού, 2006:61) (Εικόνα 3) [2]. Ο Τσίλλερ ανέλαβε την ανέγερση των πρώτων οικιών (βλ. περισσότερα ό.π., 51-53) και η πλεονεκτική τοποθεσία σε συνδυασμό με τη διαθεσιμότητα γης προσέλκυσε κατοίκους στην Καλλιθέα. Σταδιακά η περιοχή άρχισε να μετατρέπεται από τόπο εξοχικής σε τόπο μόνιμης κατοικίας κυρίως γιατί η ποιότητα ζωής ήταν καλύτερη από ό,τι στην Αθήνα (ό.π., 61-62).
Εικόνα 3: Τα δύο πρώτα σπίτια που ανεγέρθηκαν στην Καλλιθέα ήταν του Γιώργου Φιλάρετου και του Λάσκαρη Λασκαρίδη (δεξιά και αριστερά αντίστοιχα)
Πηγή: Καρδαμίτση-Αδάμη, 2003: 11
Στις αρχές του 20ου αιώνα, η κοινωνική φυσιογνωμία των κατοίκων της Καλλιθέας άρχισε να αλλάζει. Από τόπος κατοικίας υψηλών κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων σταδιακά άρχισε να μετατρέπεται σε τόπο κατοικίας των ευρύτερων μεσαίων αλλά και χαμηλότερων-εργατικών στρωμάτων [3]. Σύμφωνα με τους Λερίου & Μουρουγκλού (2006:65) οι νέοι κάτοικοι της Καλλιθέας ήταν δικηγόροι, εκπαιδευτικοί, φαρμακοποιοί, ζωγράφοι, στρατιωτικοί, ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, αρχιτέκτονες, κτηματίες, εμπορομεσίτες, εργολάβοι οικοδομών αλλά και παντοπώλες, αρτοποιοί και ανθρακέμποροι. Επίσης, ανάμεσα στους νέους κατοίκους βρίσκονταν και εσωτερικοί μετανάστες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Οι νεοεισερχόμενοι πληθυσμοί από αγροτικές περιοχές εργάζονταν είτε στους αγρούς και στα περιβόλια γύρω από την Καλλιθέα, είτε ως κτηνοτρόφοι στα βουστάσια της περιοχής, στα Δημοτικά Σφαγεία και στις βιοτεχνίες που άρχισαν να εγκαθίστανται σταδιακά στην περιοχή (ό.π.).
Η αλλαγή στη φυσιογνωμία των κατοίκων της Καλλιθέας άρχισε σταδιακά να αντανακλάται στην ποιότητα και στο μέγεθος των κατοικιών. Οι νέες κατοικίες ήταν λιγότερο πολυτελείς από τις προηγούμενες (Λερίου & Μουρουγκλού, 2006:65). Η Εταιρεία Οικοδομικών Επιχειρήσεων, η οποία συστάθηκε το 1909, ανέλαβε να συνεχίσει το έργο της ανέγερσης κατοικιών στην περιοχή. Ανέγειρε 50 διώροφες μονοκατοικίες, που απευθύνονταν σε αγοραστές από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα, στην περιοχή Χαροκόπου στο βόρειο τμήμα της Καλλιθέας, μακριά από τον αρχικό πυρήνα των πρώτων κατοίκων. Δημιουργήθηκε έτσι μια μορφή οριζόντιου κοινωνικού διαχωρισμού με τα φτωχότερα κοινωνικο-επαγγελματικά στρώματα να κατοικούν στις ισόγειες κατοικίες με αυλές, τα μεσαία στις καλύτερης ποιότητας διώροφες μονοκατοικίες στην περιοχή Χαροκόπου και τα ανώτερα στρώματα στις επαύλεις που είχαν κατασκευαστεί την προηγούμενη περίοδο στην περιοχή μεταξύ Χαροκόπου και Αγίας Ελεούσας (Λερίου & Μουρουγκλού, 2006:68) (βλ. Χάρτη 1 τον πρώτο πυρήνα κατοικιών μεταξύ Χαροκόπου και Αγίας Ελεούσας ενώ διακρίνονται και κάποιες διάσπαρτες εγκαταστάσεις στις Τζιτζιφιές).
Η εγκατάσταση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία επηρέασε την ανάπτυξη της Καλλιθέας, όπως συνέβη με το σύνολο σχεδόν των περιοχών της Αθήνας, του Πειραιά αλλά και άλλων πόλεων της Ελλάδας (Λεοντίδου, 2001). Οι ανάγκες για στέγαση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και τη Θράκη ήταν πολύ μεγάλες, με πολλές περιοχές να μετατρέπονται σε προσφυγικούς συνοικισμούς και άλλες να δημιουργούνται εκ του μηδενός ως προσφυγικοί συνοικισμού (Μυωφά & Σταυριανάκης, 2019). Η ανάπτυξη της Καλλιθέας ως προάστιο της Αθήνας ανακόπηκε εξαιτίας των αναγκών που δημιουργήθηκαν για την άμεση στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων.
Διοικητικά η Καλλιθέα ανήκε στο Δήμο Αθηναίων μέχρι το 1925, οπότε και μετατράπηκε σε αυτόνομη Κοινότητα. Από το 1933 μετατράπηκε σε αυτόνομο Δήμο λόγω του μεγέθους του πληθυσμού της (Δήμος Καλλιθέας, 2021). Οι Τζιτζιφιές, συνοικισμός στο νοτιότερο τμήμα του Δήμου που αποτελούσε τμήμα της Κοινότητας Νέου Φαλήρου, προσαρτήθηκε στην Καλλιθέα το 1926 (ΦΕΚ 234Α/15.07.1926).
Με βάση την απογραφή του πληθυσμού το 1920, η Καλλιθέα και οι Τζιτζιφιές αριθμούσαν 4.185 και 446 κατοίκους αντίστοιχα (Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας – Διεύθυνση Στατιστικής, 1921:49). Με βάση την απογραφή των προσφύγων του 1923 εγκαταστάθηκαν 3.336 πρόσφυγες στην Καλλιθέα και 339 στις Τζιτζιφιές (Υπουργείον Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως – Τμήμα Στατιστικής, 1923: 4-5). Το 1928 η αυτόνομη πλέον Κοινότητα Καλλιθέας [4], αριθμούσε 29.656 κατοίκους (Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας – Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, 1933:34). Με βάση την απογραφή του 1928 καταγράφηκαν 14.036 πρόσφυγες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (ό.π., 34). Επομένως, μέσα σε οκτώ χρόνια ο πληθυσμός της Καλλιθέας σχεδόν επταπλασιάστηκε. Ο αριθμός των προσφύγων που δέχθηκε η Καλλιθέα ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας μετά τους Δήμους Αθηναίων και Πειραιώς [5] (Μυωφά & Σταυριανάκης, 2019: 150).
Πηγή: Γεωργιτσογιάννη, 2003: 13 (φωτ.: αρχείο Νίκου Φ. Πολίτη)
Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Καλλιθέα έγινε σε παραπήγματα που κατασκευάστηκαν από διάφορους κρατικούς φορείς [6], που κατασκεύασαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες (δηλαδή με αυτοστέγαση και προσωπική εργασία) ή σε στοιχισμένα κτίσματα στη Λεωφόρο Συγγρού στα όρια με τη Νέα Σμύρνη, αλλά και σε διάσπαρτα σημεία εντός της περιοχής (Εικόνα 4). Τα σημεία αυτά βρίσκονταν στο Νότιο τμήμα της περιοχής στις Τζιτζιφιές, στο Βόρειο τμήμα στη Χαροκόπου αλλά και στις όχθες του Ιλισού (Παπαδοπούλου & Σαρηγιάννης, 2006:90). Για παράδειγμα, για τη στέγαση των προσφύγων δημιουργήθηκε ο συνοικισμός παραπηγμάτων Χαροκόπου σε έκταση που ανήκε στο κράτος δίπλα από την τότε Χαροκόπειο Σχολή Οικοκυρικής (Εικόνα 5). Η εγκατάσταση των προσφύγων εκεί έγινε με αυτοστέγαση «σε 12 επιμήκη παραπήγματα κάθετα στην όχθη του Ιλισού και δύο παράλληλα, μετά ο χώρος συμπληρώθηκε από αυθαίρετες εγκαταστάσεις» (ό.π., 193).
Πηγή: Παπαδοπούλου & Σαρηγιάννης, 2006:194
Το σύνολο των παραπηγμάτων της περιοχής κατεδαφίστηκε τη δεκαετία του 1960, στο πλαίσιο της κρατικής πολιτικής για την οριστική στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων σε μόνιμες κατοικίες (Μυωφά, 2021). Στη θέση των παραπηγμάτων, υπάρχουν κυρίως πολυκατοικίες (Παπαδοπούλου & Σαρηγιάννης, 2006:90), που κατασκευάστηκαν στο πλαίσιο της έντονης ανοικοδόμησης της περιοχής με το σύστημα της αντιπαροχής [7]. Αντιθέτως, διασώζονται οι πολυκατοικίες που ανεγέρθηκαν για τη στέγαση των προσφύγων από το Υπουργείο Πρόνοιας στα τέλη της δεκαετίας του 1930 (Χάρτης 1) [8].
Πηγή: Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού
Για παράδειγμα, διασώζεται στις Τζιτζιφιές το συγκρότημα των 15 διώροφων πολυκατοικιών (ό.π., 185), καθώς και βόρεια από τις Τζιτζιφιές το συγκρότημα των έξι διώροφων πολυκατοικιών σε στοίχους (ό.π., 95). Επιπλέον, στο όριο του συνοικισμού Χαροκόπου, χτίστηκε, από την ΕΑΠ (όπως αναφέρουν οι Παπαδοπούλου & Σαρηγιάννης, 2006) [9],μια τριώροφη πολυκατοικία με 42 διαμερίσματα, αντίστοιχης μορφολογίας με αυτές στη νότια πλευρά της περιοχής (ό.π., 196), η οποία υπάρχει και σήμερα (Εικόνες 6α, 6β & 6γ)Εικόνες 6α, 6β και 6γ: Η τριώροφη προσφυγική πολυκατοικία με τα 42 διαμερίσματα στη θέση των παραπηγμάτων του συνοικισμού Χαροκόπου. Στην πλευρά αυτή του κτηρίου φαίνονται τα αποτυπώματα που άφησαν οι σφαίρες εξαιτίας των αιματηρών συγκρούσεων που έλαβαν χώρα την περίοδο των Δεκεμβριανών
Πηγή: Προσωπικό αρχείο
Σύμφωνα με το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) του 2006 (ΦΕΚ 192Δ/13.03.2006) –καθώς και με τα προγενέστερα του 1989 (ΦΕΚ 369Δ/08.06.1989) και του 1993 (ΦΕΚ 1130Δ/16.09.1993)– στόχος ήταν η ανάδειξη των προσφυγικών περιοχών και η προώθηση μελέτης για την ανάπλασή τους. Ωστόσο, δεν έχει υλοποιηθεί κάποιο πρόγραμμα, με αποτέλεσμα τα συγκροτήματα που διασώζονται να βρίσκονται σε κακή κατάσταση (Παπαδοπούλου & Σαρηγιάννης, 2006:95,185) εξαιτίας της αδυναμίας των ιδιοκτητών [10] να τα συντηρήσουν. Η παροχή βοήθειας προς τους ιδιοκτήτες διαμερισμάτων σε περιοχές με συγκροτήματα προσφυγικών πολυκατοικιών, για να συντηρήσουν τις κατοικίες τους και τους κοινόχρηστους χώρους είναι ένα μείζον ζήτημα που αποτελεί πάγιο αίτημα των ιδιοκτητών (Myofa, 2023).
Πηγή δεδομένων: Παπαδοπούλου και Σαρηγιάννης 2006, επιτόπια έρευνα
Τη μεταπολεμική περίοδο και κυρίως από τη δεκαετία του 1960 έως τη δεκαετία του 1980, ο πληθυσμός της Καλλιθέας διπλασιάστηκε (βλ. γράφημα 1) εξαιτίας της εσωτερικής μετανάστευσης. Γηγενείς από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, ήδη από τη δεκαετία του 1950, άρχισαν να εισρέουν στην Καλλιθέα με στόχο την αναζήτηση εργασίας στις βιομηχανικές μονάδες της περιοχής. Επομένως, ενώ η κοινωνική φυσιογνωμία της Καλλιθέας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 διατηρούσε τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης περιόδου, δηλαδή συνέχιζε να αποτελεί τον τόπο κατοικίας διανοούμενων και καλλιτεχνών, η μετεξέλιξή της σε εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο με τη δημιουργία πολλών καταστημάτων και βιοτεχνιών προσέλκυσε εργαζόμενους αυτών των κλάδων στην περιοχή (Γεωργιτσογιάννη κ.ά. 2005, 346).
Πηγή δεδομένων: Οι αντίστοιχες απογραφές πληθυσμού-κατοικιών
Πηγή: Γεωργιτσογιάννη 2003, 15 (ΙΖΟΛΑ: διαφήμιση σε μακέτα του Φωκίωνα Δημητριάδη, δημοσιευμένη το 1950 στη «Βιομηχανική Επιθεώρηση»/ ΕΛΒΙΕΛΑ: απλή διαφήμιση στο δελτίο του ΕΒΕΑ το 1939)
Κάποιες από τις βιοτεχνίες είχαν εγκατασταθεί στην Καλλιθέα πριν από τον Β’ ΠΠ, ενώ κάποιες άλλες εγκαταστάθηκαν μεταπολεμικά. Μερικές από τις πιο ονομαστές ήταν η ΙΖΟΛΑ, εταιρία κατασκευής οικιακών ηλεκτρικών συσκευών με έδρα τις Τζιτζιφιές, η Ελληνική Βιομηχανία Ελαστικού (ΕΛ.ΒΙ.ΕΛΑ) [11] (Εικόνα 7), η κλωστοϋφαντουργία Πειραϊκή-Πατραϊκή, η επιπλοποιία Σαρίδης (Εικόνα 8) (Λερίου & Μουρουγκλού 2006, 213-215).
Πηγή: Γεωργιτσογιάννη 2003, 13 (φωτ.: αρχείο Νίκου Φ. Πολίτη)
Ωστόσο, μετά το 1960 έκλεισαν οι βιομηχανικές μονάδες οι οποίες απασχολούσαν σημαντικό αριθμό κατοίκων της Καλλιθέας (όπως η ΙΖΟΛΑ, η Πειραϊκή-Πατραϊκή και η ΕΛ.ΒΙ.ΕΛΑ), με αποτέλεσμα να αλλάξει η σύνθεση του πληθυσμού και ο χαρακτήρας της περιοχής να μετατραπεί σε εμπορικό κέντρο, το οποίο κάλυπτε όχι μόνο τις ανάγκες των κατοίκων της, αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Από τη δεκαετία του 1970 η πλειονότητα των κατοίκων της Καλλιθέας είναι υπάλληλοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα, επαγγελματοβιοτέχνες, ελεύθεροι επαγγελματίες και μικροεισοδηματίες (Λερίου & Μουρουγκλού 2006, 247).
Επίσης, η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού της Καλλιθέας τη μεταπολεμική περίοδο δημιούργησε νέες ανάγκες για περισσότερες κατοικίες. Για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτών ανεγέρθηκαν πολλές πολυκατοικίες με το σύστημα της αντιπαροχής, είτε σε κενά οικόπεδα, είτε κατεδαφίζοντας αρκετές από τις παλιές μονώροφες ή διώροφες οικοδομές της περιοχής. Η έντονη ανοικοδόμηση μετέτρεψε σταδιακά την Καλλιθέα σε μια πυκνοδομημένη περιοχή με υψηλά κτήρια και υψηλή πυκνότητα κατοίκησης. Ενδεικτικά, ενώ το 1951 η Καλλιθέα ήταν η έκτη πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Αθήνας, το 1991 έγινε η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Αθήνας (Κοτζαμάνης 1997) και το 2011 ολόκληρης της Ελλάδας (ΕΛΣΤΑΤ 2012, 2).
Επιπλέον, σημαντική εξέλιξη στη μεταπολεμική περίοδο, η οποία καθόρισε την πορεία της περιοχής είναι η μετεγκατάσταση πολλών προσφυγικών οικογενειών τη δεκαετία του 1970 από την Καλλιθέα στις γειτονικές περιοχές του Ταύρου και της Νέας Σμύρνης, καθώς και στον Περισσό (Λερίου & Μουρουγκλού 2006, 247). Το προσφυγικό στοιχείο της περιοχής άρχισε σταδιακά να ελαττώνεται. Η αναζήτηση καλύτερης ποιότητας κατοικίας, σε συνδυασμό με την σταδιακή εμπορευματοποίηση του τρόπου απόκτησης της (κυρίως μέσω της αύξησης του τραπεζικού δανεισμού) (Maloutas 2003), που αύξησε τη στεγαστική κινητικότητα, οδήγησε ορισμένους από του πιο ευκατάστατους κατοίκους της περιοχής να αναζητήσουν στεγαστικές λύσεις πέρα από την Καλλιθέα.
Συμπερασματικά
Το αρχικό σχέδιο να γίνει η Καλλιθέα πρότυπο προάστιο, αντίστοιχο με τις εργατικές συνοικίες της Γαλλίας, δεν πραγματοποιήθηκε. Αρχικά έγινε τόπος παραθεριστικής κατοικίας για ανώτερα κοινωνικο-επαγγελματικά στρώματα της Αθήνας και στις αρχές του 20ου αιώνα μετατράπηκε σε τόπο κατοικίας ευρύτερων μεσαίων αλλά και χαμηλότερων-εργατικών στρωμάτων. Η μαζική εισροή των προσφύγων του 1922 άλλαξε ριζικά την οικιστική και κοινωνική φυσιογνωμία της περιοχής. Συνοικίες προηγουμένως αδόμητες κατοικήθηκαν από τους πρόσφυγες δίνοντας μια νέα «πνοή» και χροιά στην περιοχή. Επιπλέον, τη μεταπολεμική περίοδο και ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1960, η εσωτερική μετανάστευση αγροτικού πληθυσμού επηρέασε έντονα την ανάπτυξη της Καλλιθέας. Η ανοικοδόμηση της περιοχής με το σύστημα της αντιπαροχής είχε ως αποτέλεσμα την πύκνωση και επέκταση του ιστού της περιοχής και συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία των προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η Καλλιθέα, όπως η πυκνή δόμηση και η απουσία ελεύθερων χώρων.
Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον κάτοικο Καλλιθέας καθηγητή Μουσικής κ. Γεώργιο Βουτσίνο για το υλικό που μοιράστηκε μαζί μου καθώς και την ευγενική προσφορά του να μου δώσει αντίγραφα χαρτών της Καλλιθέας, που διαθέτει στη συλλογή του. Επίσης ευχαριστώ την Δρ. Εβελίν Ντυρίε, Μέλος Ε.ΔΙ.Π. του Τμήματος Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου για τα εύστοχα σχόλια που έκανε διαβάζοντας το κείμενο στην ελληνική και στην αγγλική εκδοχή του.Τέλος, ευχαριστώ τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού που μου έδωσε άδεια για τη δημοσίευση του εξαιρετικού τοπογραφικού χάρτη Καλλιθέας-Μπραχαμίου.
[1] Πριν την κατοίκηση της η έκταση χρησιμοποιούταν μόνο για την καλλιέργεια κριθαριού από τους κατοίκους της Πλάκας, όπως αναφέρει ο Κασιάνης (1996: 17).
[2] Οι οικογένειες Φιλάρετου και Λασκαρίδη θεωρούνται «θεμελιωτές της σύγχρονης Καλλιθέας» (Λερίου & Μουρουγκλού 2006, 61). Ο τόπος όπου εγκαταστάθηκαν αποτελεί τον αρχικό πυρήνα κατοίκησης της Καλλιθέας (ό.π.).
[3] Μεγάλος αριθμός κατοίκων εργάζονταν ως υπάλληλοι της Εταιρείας Ηλεκτρικών Τροχιοδρόμων που είχε τις εγκαταστάσεις της στην περιοχή από το 1886 (Λερίου & Μουρουγκλού 2006, 65).
[4] Το 1928 η Κοινότητα Καλλιθέας περιλάμβανε επίσης τη Νέα Σμύρνη και τις Τζιτζιφιές.
[5] Οι Δήμοι Αθηναίων και Πειραιώς και η Κοινότητα Καλλιθέας δέχθηκαν το 93% των προσφύγων (Μυωφά & Σταυριανάκης 2019, 150).
[6]Το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ), η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) και το Υπουργείο Πρόνοιας (βλ. περισσότερα Μυωφά, 2021).
[7] Αποτελούσε ένα σύστημα κοινοπραξίας μικρών ιδιοκτητών γης και κατασκευαστικών εταιρειών με στόχο την ανέγερση πολυκατοικιών με το χαμηλότερο δυνατό κόστος (Αντωνοπούλου 1991). Το σύστημα της αντιπαροχής βασιζόταν στη συμφωνία μεταξύ του οικοπεδούχου και του κατασκευαστή – εργολάβου με στόχο την κατασκευή πολυκατοικίας και τη διανομή των διαμερισμάτων στους εμπλεκόμενους ανάλογα με τη συμμετοχή τους στην επένδυση (Θεοχαροπούλου 2017).
[8] Ο Αναστάσιος Κ. Κατσιμήδης (1864-1913) κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας υπηρέτησε ως αξιωματικός της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Έπεσε ηρωικά μαχόμενος το 1913 κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, ως Διοικητής Τάγματος, στη μάχη Κιλκίς-Λαχανά. Ήταν ο συγγραφέας ενός εξαιρετικού συγγράμματος στρατιωτικής τοπογραφίας το οποίο εκδόθηκε το 1903 και χρησιμοποιήθηκε μεταξύ άλλων, στη θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση των σπουδαστών της Σχολής Υπαξιωματικών
[9] Ωστόσο, το πιο πιθανό είναι το κτήριο αυτό είτε να χτίστηκε εξ ολοκλήρου από το Υπουργείο Πρόνοιας είτε η ανέγερσή του να ολοκληρώθηκε από αυτό, αφού η ΕΑΠ έπαψε να λειτουργεί το 1930 πριν μπει δηλαδή σε εφαρμογή ο νόμος για την ιδιοκτησία σε ορόφους. Άλλωστε η ΕΑΠ δεν ασχολήθηκε με την κατασκευή πολυώροφων κτηρίων. Οι πρώτες προσφυγικές πολυκατοικίες άρχισαν να χτίζονται το 1934 από το Υπουργείο Πρόνοιας (Λεοντίδου 2001, 233).
[10] Η αδυναμία αυτή είναι είτε οικονομική είτε αδυναμία συμφωνίας με τους υπόλοιπους συνιδιοκτήτες.
[11] Κατασκεύαζε τα ονομαστά αθλητικά παπούτσια της εποχής, τις «ελβιέλες».
Μυωφά, Ν. (2023) Καλλιθέα: Αναδρομή στην εξέλιξη ενός πρότυπου οικισμού της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/καλλιθέα/ , DOI: 10.17902/20971.114
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Τα αδέσποτα ζώα της ελληνικής πρωτεύουσας αποτελούν μέρος της οικολογικής, κοινωνικής και πολιτιστικής λειτουργίας της πόλης. Αυτό το σημείωμα στοχεύει, με ανιχνευτικό τρόπο, να αποτυπώσει κάποιες σκέψεις για το τι παράγει η παρουσία των γάτων στην πόλη της Αθήνας. Οι γάτες συμμετέχουν –όχι με ασήμαντο τρόπο– στην επίσημη και άτυπη χωροταξία της πόλης και δείχνουν ότι οι γυναίκες της Αθήνας επενδύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτή την οικολογική λειτουργία. Η παρουσία των αιλουροειδών είναι επίσης πηγή μιας μορφής πολιτιστικής κληρονομιάς «από τα κάτω», ακόμη και ανάπτυξης του τουρισμού στην πόλη. Στο μυθιστόρημα Οι εφτάψυχες των Αθηνών (2001), ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος φαντάζεται ότι ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας και άλλοι αρχαίοι φιλόσοφοι μετενσαρκώθηκαν σε γάτες και συναντιούνται για να φιλοσοφήσουν νιαουρίζοντας, ανάμεσα στην Πνύκα και το νεκροταφείο του Κεραμικού. Εκεί, ηλικιωμένες γυναίκες τις φροντίζουν σε καθημερινή βάση και ανησυχούν για πολιτικές που σκόπευαν να τις θυσιάσουν στο βωμό της υγειούς πόλης, πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Οι γάτες-φιλόσοφοι θεωρούνται στο βιβλίο νόμιμοι κάτοικοι της ελληνικής πρωτεύουσας, έχοντας τα δικά τους εδάφη πάνω από εκείνα των ανθρώπων. Παρότι πολλοί κάτοικοι περνούν δίπλα από τις γάτες χωρίς να τις προσέχουν, με αποτέλεσμα να ευτελίζουν την παρουσία τους στην πόλη, αυτό το κείμενο έχει σκοπό να αποδείξει ότι αυτή η παρουσία δεν είναι ασήμαντη. Οι γάτες της Αθήνας δεν είναι εντελώς άγριες, ούτε απόλυτα εξημερωμένες. Για να προσδιορίσει αυτή την πραγματικότητα, όπου το άγριο αναμειγνύεται με το οικόσιτο και το φυσικό με το πολιτιστικό, η φιλόσοφος Donna Haraway μιλά για «φυσιοκουλτούρα» (2003). Αυτή η υβριδική κατάσταση, «φύση-πολιτισμός», συνεπάγεται σχέσεις πολλών επιπέδων μεταξύ ανθρώπων και γάτων: αυτές οι σχέσεις δεν είναι μόνο κοινωνικές και συναισθηματικές, είναι και οικολογικές. Αυτές οι ιδιαίτερες οικολογικές σχέσεις, που συντηρούνται κυρίως από γυναίκες, αποτελούν κομμάτι της αστικής ανάπτυξης και κληρονομιάς, άλλοτε συνηθισμένο, άλλοτε μεταφερόμενο στον τουρισμό. Πέρα από την ανάλυση των αθηναϊκών γάτων σε στοιχείο της τοπικής κληρονομιάς, αυτό το άρθρο επιθυμεί να αντιμετωπίσει αυτά τα αιλουροειδή ως δρώντες που συμμετέχουν κανονικά , με επίσημο ή άτυπο τρόπο, στη δημιουργία της Αθήνας. Για να πραγματοποιήσω τη σχετική έρευνα, η οποία βρίσκεται ακόμη σε διερευνητικό στάδιο και της οποίας παρουσιάζω εδώ τις πρώτες σκέψης, βασίζομαι σε ένα σώμα πέντε συνεντεύξεων με γυναίκες (μόνη, στο πλαίσιο συλλόγου ή εργαζόμενη στο δήμο) που ασχολούνται με την υπόθεση των αιλουροειδών στην Αθήνα. Αρκετές παρατηρήσεις και μια ανάλυση τεκμηρίων (από άρθρα στον τύπο και ιστότοπους) συμπληρώνουν το υλικό των συνεντεύξεων. Οι γεωγραφίες των ζώων προσελκύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον εδώ και είκοσι χρόνια (Blanc, 2000). Αποτελούν μέρος του ευρύτερου πεδίου των γεωγραφιών «περισσότερο από το ανθρώπινο» ή «πέρα από τον άνθρωπο». Είναι μια μετατόπιση της ανθρωποκεντρικής εστίασης αυτής του επιστημονικού κλάδου προς μια νέα ανάγνωση που τοποθετεί τους ανθρώπους σε ένα δίκτυο σχέσεων με άλλες οντότητες, ζωντανές και μη (Isaacs, 2020). Αυτές οι γεωγραφίες συμβάλλουν έτσι στην υπέρβαση της ιδέας ότι η πόλη είναι το κατ’ εξοχήν ανθρώπινο περιβάλλον. Αν η πόλη είναι πράγματι ένας χώρος που κυριαρχείται σε μεγάλο βαθμό από το ανθρώπινο είδος, οι άνθρωποι συζούν εκεί με πολλά άλλα είδη: τα αδέσποτα ζώα, τα έντομα, οι ιοί και τα βακτήρια είναι παράγοντες της καθημερινής αστικής ζωής. Η πόλη είναι στην πραγματικότητα ένα οικοσύστημα όπου, περισσότερο από αλλού, οι οικολογικές σχέσεις διαμεσολαβούνται από τεχνικά αντικείμενα, αλλά παραμένουν οικολογικές σχέσεις. Οι γάτες της Αθήνας αποτελούν λοιπόν μέρος του οικοσυστήματος που αποτελεί την ελληνική πρωτεύουσα: ζουν με τσιμπούρια, ψύλλους και πολυάριθμα βακτήρια ή ιούς που είναι πιθανό να μεταδώσουν σε άλλα ζώα και στον άνθρωπο (Diakou et. al, 2017). Στην ανάποδη κατεύθυνση, οι ιοί μπορούν να μεταδοθούν από τον άνθρωπο στα ζώα, συμπεριλαμβανομένων των αδέσποτων γάτων, όπως συνέβη με τον Covid-19. Άνθρωποι και αδέσποτα ζώα λοιπόν κατοικούν στην πόλη σε ένα ενιαίο περιβάλλον, που συνθέτουν οι αλληλεπιδράσεις τους. Η ιστορία των ζώων (Baratay, 2021· Estebanez, 2016) έχει δείξει ότι η παρουσία των γάτων στην πόλη είναι αρχαία και ότι το νόημα της παρουσίας τους εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου πριν γίνουν αόρατες στην αστική λειτουργία. Χρησιμοποιούνταν ακόμη και για την οικολογική τους λειτουργία, καθώς υπάρχει μια λέξη, σε ορισμένες γλώσσες, για γάτες (και σκύλους) που χρησιμοποιούνταν για το κυνήγι αρουραίων και άλλων παρασίτων στις πόλεις. Έτσι, όταν οι καλοκάγαθες γυναίκες τοποθετούν γατοτροφές σε άδειες γαβάθες από φέτα, παράγουν μια αθηναϊκή «φυσιοκουλτούρα», και συντηρούν μια οικολογική σχέση με τις γάτες. Βοηθούν να τροφοδοτηθεί, κυριολεκτικά και μεταφορικά, η οικολογική αλυσίδα που τρέφει όλα τα είδη που συνθέτουν το αστικό περιβάλλον. Σπάνιοι είναι οι δρόμοι της Αθήνας στους οποίους δεν βρίσκει κανείς μικρά μπολ με κροκέτες ή νερό. Σχεδόν παντού, τα δοχεία για το τάισμα των γάτων είναι τόσο ορατά ίχνη της παρουσίας των αιλουροειδών. Τακτικά, αυτά τα μικρά μπολ γεμίζουν με υπόλοιπα τροφίμων: συμμετέχουν, με μια έννοια, στη μείωση των ανθρώπινων αποβλήτων και ενσωματώνονται εκ νέου στην τροφική αλυσίδα. Τα περισσότερα από αυτά τα δοχεία τροφοδοσίας καταλαμβάνουν συνήθως πολύ μικρά τμήματα του δημόσιου χώρου (εικόνα 1), αλλά μερικές φορές αποτελούν στοιχείο οργάνωσης του χώρου στη μικρο-κλίμακα. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, με μια συσκευή σίτισης που εγκατέστησε στο Θησείο ο Κ., εθελοντής τροφοδότης, αφού έλαβε τη σύμφωνη γνώμη του τοπικού ιερέα να εγκαταστήσει ένα έξυπνο σύστημα τροφοδοσίας αςδέσποτων σε οικόπεδο που ανήκει στην εκκλησία. Τέτοιου είδους συσκευές συναντάμε και σε άλλα μέρη, ειδικά στις πολυάριθμες αστικές ερημιές της Αθήνας (εικόνα 2).Αδέσποτες γάτες: μεταξύ οικοφεμινισμού, πολεοδομίας και πολιτιστικής κληρονομιάς
Αθήνα: ένα αστικό οικοσύστημα όπου οι άνθρωποι συνυπάρχουν με τις γάτες
Γυναίκες: δρώσες στην τυπική και άτυπη ανάπτυξη της πόλης των αιλουροειδών
Εικόνες 1 & 2: Δύο ταΐστρες αδέσποτων γάτων στο Παγκράτι (1) και στο Θησείο (2)
Πηγή: C. Dillenseger 2021
Με τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν και πολλές άλλες κατασκευές για τα ζώα που μαρτυρούν μια ειρηνική, ακόμη και αλληλέγγυα συμβίωση μεταξύ των γάτων και των κατοίκων. Λίγο-πολύ ορατά, αυτά τα καταφύγια για αιλουροειδή αποτελούν σημάδια της παρουσίας των γάτων στην πόλη και της νομιμοποίησής τους να είναι μέρος της αστικής ζωής. Αυτή η ιδέα ενισχύεται συχνά από την ανθρωποποίηση που χαρακτηρίζει ορισμένες από αυτές τις άτυπες διευθετήσεις: μερικές φορές, οι κατασκευές αυτές ακολουθούν τους ανθρώπινους κώδικες κατοίκησης, όπως στη εικόνα 3.
Πηγή: C. Dillenseger 2021
Εκτός από το τάισμα των γάτων και την κατασκευή ορισμένων καταφυγίων, μέρος της δουλειάς των εθελοντών είναι η σύλληψη αδέσποτων γάτων για να τις στειρώσουν και να τους παράσχουν κτηνιατρική φροντίδα πριν τις επανεισάγουν στο αστικό περιβάλλον. Οι γάτες στη συνέχεια σημαδεύονται και είναι αναγνωρίσιμες από τη μικρή εγκοπή που υπάρχει στο ένα αυτί τους. Αυτή η συγκεκριμένη αστική πρακτική απαιτεί πολλή δουλειά από την πλευρά των εθελοντών: μια πρώτη φάση είναι ο εντοπισμός της άφιξης νέων εγκύων γάτων ή σε συγκεκριμένες περιοχές της πόλης. Οι γάτες είναι ζώα που ταυτίζονται με περιοχές τις οποίες αποικίζουν και γενικά κινούνται γύρω από χέρσους τόπους ή ερείπια. Για να πραγματοποιήσουν την αναγνώρισή τους, οι εθελοντές πρέπει να έχουν λεπτομερή γνώση της σχέσης των αιλουροειδών με το έδαφικος. Μόλις εντοπιστούν τα ζώα, οι εθελοντές πρέπει να συντονιστούν για να βρουν διάστημα πολλών ωρών, μέσα στο οποίο θα προσπαθήσουν να πιάσουν αυτές τις γάτες. Στη συνέχεια χρειάζεται να τις προσελκύσουν σε μια παγίδα, κάτι που μπορεί να διαρκέσει αρκετές ώρες (εικόνα 4). Στη συνέχεια, πρέπει η γάτα να πάει σε έναν συνεργάτη κτηνίατρο και να πληρωθεί η επίσκεψη με χρήματα που συλλέγονται συχνά σε υπαίθριες αγορές για τη φροντίδα των ζώων ή, όπως στην περίπτωση της κας Κ., πουλώντας αξεσουάρ για γάτες που φτιάχνει η ίδια.
Πηγή: C. Dillenseger 2021
Όμως η παρουσία των γάτων στην πόλη δεν είναι ομόφωνα αποδεκτή. Δημιουργεί ακόμη και μια οικολογική μικρογεωπολιτική της πόλης στην οποία τα καταφύγια για τα ζώα μερικές φορές καταστρέφονται, όπως εξηγείται από αυτή το μικρό κείμενο που ζητά την προστασία του σπιτιού της γάτας (εικόνα 3). Οι γάτες της Αθήνας προκαλούν άλλοτε συμπάθεια, άλλοτε αδιαφορία και άλλοτε μίσος. Αυτό θυμάται η Ε., εθελόντρια του δήμου Νέας Σμύρνης, η οποία αναφέρει στη συνέντευξη ότι είχε βρει πτώματα δηλητηριασμένων γάτων δίπλα σε κάδους σκουπιδιών: σύμφωνα με την ίδια, οι δράστες έβαλαν δηλητήριο μέσα στα σκουπίδια γνωρίζοντας ότι οι γάτες έρχονται εκεί να τις ταΐσουν. Αυτή η «αστική και οικολογική γεωπολιτική» μεταφέρεται στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο αφού από το 2020 έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα ένα κόμμα για τα Ζώα. Το καλοκαίρι του 2023, η υποψήφια βουλευτής αυτού του κόμματος στην εκλογική περιφέρεια της Αθήνας, Βιολέττα-Τερέσα Βάλτσικ, παρουσιάστηκε ως άτομα που ταΐζει αδέσποτα ζώα.
Μαζί με μεμονωμένους φορείς και εθελοντές, οι δήμοι διαχειρίζονται την παρουσία των γάτων ως «δημόσιο πρόβλημα». Η μεγάλη παρουσία ζώων στην Αθήνα παρουσιάζεται συχνά ως απειλή για την υγεία (οι γάτες μπορούν να μεταδώσουν ασθένειες) ή για την καθαριότητα, που εννοιείται ως αισθητική ευταξία στην πόλη. Έτσι, πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, ο Δήμος Αθηναίων ανέπτυξε μια μεγάλη επιχείρηση για τη στείρωση και την απαλλαγή από ψύλλους των αδέσποτων γάτων με στόχο τον καθαρισμό της πόλης. Σύμφωνα με διάφορες ενώσεις που υπερασπίζονται την υπόθεση των γάτων, αυτή η εκστρατεία θα συνοδευόταν από παράνομη δηλητηρίαση ζώων, ιδιαίτερα σκύλων.
Η Urban Wildlife Service (αστική πανίδα) δημιουργήθηκε το 2004, την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων, για τη διαχείριση του «προβλήματος» των αδέσποτων σκύλων. Αποστολή της είναι να εκπαιδεύει τους κατοίκους σχετικά με την καλή μεταχείριση των ζώων, να διασφαλίζει το σεβασμό στην αντιμετώπιση των ζώων στην πόλη και να διαχειρίζεται τα αδέσποτα που βρίσκονται σε δημόσιους χώρους. Τα γραφεία της σχετικής δημοτικής υπηρεσίας είναι στο κέντρο της Αθήνας (στου Ψυρρή), ενώ στη βιομηχανική περιοχή του Ελαιώνα / Βοτανικού άνοιξε δημοτικό καταφύγιο για αδέσποτα το 2021. Στο αέτωμα του καταφυγίου υπάρχει street art τοιχογραφία που απεικονίζει τον Σωκράτη, ένα αδέσποτο σκύλο από την περιοχή της Πλάκας γνωστό σε πολλούς Αθηναίους, του οποίου ο θάνατος έγινε ευρέως γνωστός στους κύκλους της υπεράσπισης των ζώων. Δίπλα στον Σωκράτη βρίσκεται μια γάτα, ένα ακόμη συμβολικό ζώο της αστικής ζωής της Αθήνας (εικόνα 5). Πηγή: C. Dillenseger 2021 Το καταφύγιο προορίζεται για τη φιλοξενία κυρίως αδέσποτων ή εγκαταλελειμμένων σκύλων που προορίζονται για υιοθεσία από ιδιώτες ή τουρίστες. Εάν αυτός ο σημαντικός και πρόσφατος εξοπλισμός έχει την αξία του ότι υπάρχει, παραμένει σχετικά μικρός και η τοποθέτησή του σε μια αραιοκατοικημένη, υποβαθμισμένη και απόμακρη θέση από το κέντρο μπορεί να δώσει την αίσθηση του χωρικού υποβιβασμού της υπόθεσης των ζώων. Όπως φαίνεται στο παρακάτω σχήμα, το καταφύγιο των αδέσποτων μπήκε σε ένα σχετικά στενό χώρο ανάμεσα στο μεγάλο στρατόπεδο μεταναστών του Ελαιώνα (που έχει ήδη απομακρυνθεί έξω από τον αστικό ιστό), ένα χώρο αποθήκευσης κάδων απορριμμάτων και απορριμματοφόρων και στη μέση μιας βιομηχανικής περιοχής όπου κινούνται πολλοί ανακυκλωτές, μια δραστηριότητα κοινωνικά υποτιμημένη στην Ελλάδα την οποία εξασκούν κυρίως μέλη μειονοτικών ομάδων, όπως οι Ρομά. Συνεπώς, μετανάστες, απόβλητα και αδέσποτα τοποθετούνται στον ίδιο χώρο: ανεπιθύμητες οντότητες προς διαχείριση, αλλά μέρος της πόλης που πρέπει να είναι ικανοποιημένες με μια ζωή στο περιθώριο της. Πηγή: C. Dillenseger 2021 Όλοι που μίλησα, στο δήμο ή σε συλλόγους υπεράσπισης ζώων, είναι γυναίκες. Σύμφωνα με τις ίδιες, οι άνδρες δεν απουσιάζουν εντελώς, αλλά όσα μου είπαν επιβεβαιώνουν ότι η διαχείριση των αδέσποτων γάτων στην Αθήνα είναι κυρίως δουλειά γυναικών: «Τα περισσότερα μέλη μας είναι γυναίκες. Γενικά στην Ελλάδα, οι περισσότεροι εθελοντές για την προστασία των ζώων είναι γυναίκες» (Συνέντευξη στον σύλλογο 9Lives Greece, Απρίλιος 2020). Η επένδυση των γυναικών στους οικολογικούς στόχους και στην έγνοια για τους άλλους (τη φροντίδα, (Tronto, 1993)) έχει τεκμηριωθεί ευρέως στις κοινωνικές επιστήμες. Οι φιλόσοφοι Catherine Larrère (2012) και Emilie Hache (2016) χρησιμοποιούν τον όρο οικοφεμινισμός για να προσδιορίσουν αυτήν την πραγματικότητα. Στην Αθήνα, η διαχείριση των αδέσποτων γάτων απεικονίζει απόλυτα αυτήν την έννοια του οικοφεμινισμού. Αν η παρουσία των αιλουροειδών μπορεί να φαίνεται ασήμαντη, ακόμη και αόρατη, στα μάτια των περισσότερων Αθηναίων επειδή είναι καθημερινή και συνηθισμένη, αυτό δεν ισχύει για τους ξένους παρατηρητές (εμού συμπεριλαμβανομένου), κάτι που έχουν αντιληφθεί και ορισμένοι παράγοντες του τουρισμού. Πράγματι, πέρα από την απλή παρουσία των ίδιων των γάτων σε όλη την πόλη, η Αθήνα είναι επίσης γεμάτη από σκηνοθετημένες εικόνες και αφηγήσεις που αφορούν τις γάτες.Εικόνα 5: Η Αθήνα ανάμεσα σε σκύλους και γάτες: το αέτωμα του νέου δημοτικού καταφυγίου στον Ελαιώνα / Βοτανικό
Γράφημα 1: Η Χωρική Υποβάθμιση των Ανεπιθύμητων στον Ελαιώνα
Η αιλουροειδής οικολογία της Αθήνας ως κληροδότημα: από το συνηθισμένο στον τουρισμό σε Θησείο και Πλάκα
Εικόνες 6 & 7: Οι γάτες, κλασικό θέμα street art στους δρόμους της Αθήνας σε Πανεπιστήμιο και Κολωνάκι
Πηγή: C. Dillenseger 2021
Πρώτα απ’ όλα, μια ανώδυνη μορφή «κληρονομοποίησης» (patrimonialisation) από τα κάτω της παρουσίας των αιλουροειδών προκύπτει από τα πολυάριθμα γκράφιτι που τα απεικονίζουν (εικόνες 6 και 7). Η παρουσία των γάτων σε πολλά έργα της τέχνης του δρόμου είναι ένδειξη ότι κατέχουν σημαντική θέση στον τοπικό πολιτισμό. Εάν οι γάτες παρουσιάζονται συχνά σε γκράφιτι –και όχι οι κατσαρίδες, οι οποίες είναι επίσης πολύ παρούσες στην πόλη– είναι επειδή είναι «χαρισματικές» (Blanc, 2004· Lorimer, 2007). Αυτό σημαίνει ότι συνδέονται με θετικές και συναισθηματικές αναπαραστάσεις και ότι κατέχουν ιδιαίτερη θέση στο αθηναϊκό πολιτισμικό και στο τοπικό σύστημα ταυτοτήτων (και αναμφίβολα, στο ευρύτερο ελληνικό).
Με πιο θεσμοθετημένο τρόπο, διάφοροι δρώντες και δρούσες έχουν μετατρέψει την παρουσία των αιλουροειδών στην Αθήνα σε τουριστικό αξιοθέατο. Στη συνοικία Θησείο έχει αναπτυχθεί ένας «τουρισμός μέσα από τις γάτες», όπως δείχνει η παρουσία τους σε πολλούς τρόπους ξενάγησης στην Πλάκα και στο Θησείο.
Πηγή: Ιστοσελίδα AirBnb Expériences (Αύγουστος 2023)
Ο ιστότοπος AirBnb Experiences προσφέρει στους τουρίστες διαφορετικές δραστηριότητες. Ανάμεσα στις πιο προτεινόμενες δραστηριότητες στην Αθήνα είναι η περιοδεία «Cats of Thissio» που, στην περιγραφή της, προσκαλεί «να ανακαλύψετε μυστικά μέρη και περισσότερες από 30 γάτες των οποίων οι ιστορίες αξίζει να ακουστούν» (εικόνα 8). Αυτή η επίσκεψη είναι ιδιαίτερα δημοφιλής: βαθμολογείται με 5/5 και σχεδόν 270 ταξιδιώτες έχουν ήδη αφήσει θετική αξιολόγηση. Η ξενάγηση κοστίζει 20 ευρώ ανά άτομο και τα χρήματα που συγκεντρώνονται χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση των καθημερινών γύρων ταΐσματος από την Κ. που φροντίζει πολλές ομάδες γάτων και η οποία είναι διατεθειμένη να συνοδεύεται τρεις φορές την εβδομάδα στην ημερήσια εθελοντική της διαδρομή. Κατά τη διάρκεια της ξενάγησης, ταυτοποιεί κάθε ένα από τα ζώα με το συγκεκριμένο μικρό του όνομα: τα γνωρίζει όλα καθώς συμμετείχε στο πιάσιμο, τη στείρωση και την απαλλαγή τους από ψύλλους χάρη στην οικονομική συνδρομή των τουριστών, που προέρχονται κυρίως από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτή η επίσκεψη είναι επίσης ένας τρόπος για να μάθει κανείς περισσότερα για την παρουσία αυτών των γάτων και τον τρόπο με τον οποίο διαφορετικοί δρώντες τις φροντίζουν (ή όχι).
Πηγή: Στιγμιότυπο απο την εφαρμογή Clio Muse Tour, παρουσιάζει περιήγηση αφιερωμένη στις γάτες της Αθήνας (Αύγουστος 2023)
Μια άλλη υπηρεσία, που προσφέρει το τουριστικό γραφείο της πόλης της Αθήνας ThisIsAthens, είναι η εφαρμογή για κινητά που δημιουργήθηκε από την ελληνική εταιρεία ClioMuse Tour. Αυτή η εταιρεία, που είναι παρούσα σε περισσότερες από 35 χώρες στον κόσμο, προσφέρει την αγορά ξεναγήσεων χωρίς οδηγό μέσω μιας εφαρμογής για κινητά. Η ξενάγηση αυτή «πατάει» στο κλασικό τουριστικό κύκλωμα (εικόνα 9) περνώντας από διάφορα σημεία ενδιαφέροντος (Αναφιώτικα, Ρωμαϊκή Αγορά, Παλιά Αγορά, Βυζαντινή εκκλησία) και προσεγγίζει διάφορες ιστορικές περιόδους (από την αρχαιότητα έως τις αρχές του 19ου αιώνα). Σε αυτή την «ιστορική» επίσκεψη, η παρουσία των σημερινών γάτων υπονοεί την προηγούμενη και διαρκή παρουσία των αιλουροειδών στην πόλη, ενώ δεν υπάρχει στοιχείο που να αναφέρεται στην ενσωμάτωση αυτών των ζώων στον σύγχρονο ιστό της Αθήνας. Έτσι, εντάσσονται στην αφήγηση για την Αθήνα ως αιώνιας πρωτεύουσας της Ελλάδας και, σε αυτό το πλαίσιο, εμπορευματοποιείται η εικόνα τους χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι οικολογικές σχέσεις που τους δένουν με την πόλη. Οι γάτες της Αθήνας μετατρέπονται σε σύμβολα της πόλης της Αθήνας που τα βρίσκει κανείς σε καρτ ποστάλ και σε άλλα αντικείμενα για τους τουρίστες (εικόνα 10). Όλα αυτά μαρτυρούν ένα συγκεκριμένο τρόπο που τίθεται σε λειτουργία (Barua, 2017) η αθηναϊκή πανίδα για την τουριστική αγορά.
Πηγή: C. Dillenseger 2019
Dillenseger, C. (2023) Αδέσποτη Αθήνα: Οι γάτες του δρόμου μεταξύ οικοφεμινισμού, πολεοδομίας και πολιτιστικής κληρονομιάς, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/αδέσποτη-αθήνα/ , DOI: 10.17902/20971.113
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
« Κατέβην χθές εις Πειραιά μετά Γλαύκωνος του Αρίστωνος… »
Πλάτων, Πολιτεία, Βιβλίον Α [327a] |
Ποιος επισκέπτης της Ελλάδας στους περασμένους αιώνες δεν περιηγήθηκε το χώρο ανάμεσα στο λιμάνι του Πειραιά και την Ακρόπολη; Από τα αρχαία χρόνια ως τις μέρες μας η τοποθεσία έχει πολύ λίγο αλλάξει: από τις πλαγιές της Ακρόπολης βλέπει κανείς απευθείας τη θάλασσα, αποφεύγοντας παράλληλα τον βρόμικο αέρα της ακτογραμμής, και κατεβαίνει απαλά το λεκανοπέδιο που περικλείεται από τα όρη Υμηττό και Αιγάλεω, μέχρι τους όρμους του Πειραιά. Σε αυτή την άρθρωση της ενδοχώρας με τον θαλάσσιο χώρο αναπτύχθηκε ο οικονομικός χώρος της αρχαίας Αθήνας που έχτισε τα Μακρά Τείχη, της βαυαρικής πόλης που ξαναβρήκε τα ίχνη της αρχαίας διαδρομής, κατασκευάζοντας δρόμο ήδη το 1836 και κατόπιν σιδηρόδρομο το 1869, και τέλος της σημερινής μητρόπολης.
Μετά την ανεξαρτησία της χώρας, ο Όθωνας ανέθεσε, το 1834, στον Σταμάτη Κλεάνθη και τον Eduard Schaubert, το έργο της χάραξης του δρόμου, ως μέρος ενός μεγάλου πολεοδομικού σχεδίου. Το έργο τελικά, λιγότερο φιλόδοξο, ανατέθηκε στον Γερμανό αρχιτέκτονα Leopold von Klenze, απεσταλμένο του Βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας, που ανέλαβε την αναμόρφωση του πολεοδομικού σχεδίου του οποίου η υλοποίηση είχε προκαλέσει πολλές αντιδράσεις. Ο δρόμος κατασκευάστηκε σε δύο χρόνια και λειτούργησε το 1836, πετροστρωμένος. Ο Ηλεκτρικός εγκαινιάστηκε το 1869, ο Σταθμός Πελοποννήσου το 1884, ο Σταθμός Λαρίσης το 1904. Η γραμμή του ΟΣΕ έκλεισε το 2005 και αντικαταστάθηκε από τον Προαστιακό.
Ο παραπάνω χάρτης (Χάρτης 1) είναι μια προσαρμογή του Karten von Attika, 1882, επιμ. J. A. Kaupert, και δείχνει τη χαμηλή χρήση γης εκείνη την περίοδο. Η παραπάνω ακουαρέλα (Εικόνα 1) είναι του Ludwig Köllnberger, που βρίσκεται στο λεύκωμα του Ιωάννη Μελετόπουλου, Τα πρώτα έτη της οθωνικής εποχής εις τας υδατογραφίας του Köllnberger, έκδοση της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, στην Αθήνα, το 1976.
Κατηφορίζοντας τα οχτώ χιλιόμετρα που χωρίζουν την πλατεία Ομονοίας από το λόφο του Πειραιά, μπορούμε να έχουμε μια πρώτη αίσθηση, φευγαλέα αναμφίβολα αλλά ήδη χαρακτηριστική αυτού του χωροχρόνου της ελληνικής οικονομίας. Η οδός Πειραιώς ήταν ο κύριος άξονας ανάπτυξης μέχρι τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολεμικής περιόδου, καταλαμβάνοντας σταδιακά τη γη ανάμεσα στην πόλη και το λιμάνι της. Η ιστορία της [1] είναι συνδεδεμένη με την ιστορία της πρωτεύουσας και την οικονομική ανάπτυξη, ιδιαίτερα τη βιομηχανική, ολόκληρης της χώρας.
Τα στοιχεία που έχουμε μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε τη μεταμόρφωση του δρόμου από τον Μεσοπόλεμο μέχρι τις μέρες μας, κάνοντας τρεις ιστορικές τομές: α) στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου (με βάση τον Εμπορικό Οδηγό του Νικολάου Ιγγλέση το 1939), β) αμέσως μετά τον Πόλεμο (με βάση τους Οδηγούς του ιδίου των ετών 1947-48 και του 1957, τον Κατάλογο των τηλεφωνικών συνδρομητών του 1948, τη Μελέτη του Σιδέρη του 1948 [2] και τους Χάρτες της Διαμαντοπούλου του 1955 [3]), γ) στα έτη 2014-2020 με επιτόπια έρευνα.
Η σημερινή οδός Πειραιώς είναι φαρδιά, με τέσσερις λωρίδες που χωρίζονται από κεντρική νησίδα. Οριοθετείται από δύο σιδηροδρομικές γραμμές, αριστερά τον Ηλεκτρικό και δεξιά τον ΟΣΕ Πειραιά-Αθήνα-Λάρισα [4]. Η ροή της κυκλοφορίας είναι καλή και οι επιχειρήσεις εξυπηρετούνται καλά.
Η οδός Πειραιώς διασχίζει την κοιλάδα του Ελαιώνα, που στα αρχαία χρόνια ήταν κατάφυτη από ελαιόδεντρα, και ποτιζόταν από τον Κηφισό και τον παραπόταμό του το ρέμα Προφήτη Δανιήλ, καθώς και από τον Ιλισό, που αρχικά διοχετευόταν από τον Ηριδανό που κατέβαινε από τον Λυκαβηττό. Αυτή η τεράστια λεκάνη (Λεκανοπέδιο) παρέμεινε αγροτική και αραιοκατοικημένη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήταν κυρίως κήποι που προμήθευαν με φρούτα και λαχανικά την ταχέως αναπτυσσόμενη αγορά της πρωτεύουσας. Η Λαχαναγορά (που απομακρύνθηκε από την παλιά της θέση, στη γωνία που σχηματίζουν η Ιερά Οδός και η Πειραιώς και που σήμερα είναι το πάρκο Μίκης Θεοδωράκης) εγκαταστάθηκε το 1955 στη βόρεια πλευρά της Πειραιώς, λίγο πριν από τον Κηφισό, και τα Σφαγεία μετακόμισαν το 1920 από τη Χαμοστέρνα στον Ταύρο, πριν παραδοθούν σε ιδιώτη. Η λεκάνη ανοίγει στον κόλπο του Φαλήρου, όπου σε μικρή απόσταση καταλήγουν ο Κηφισός και ο Ιλισός.
Το πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε καθώς ξεκινούμε την παρατήρηση της οδού Πειραιώς είναι η αρίθμησή της. Η οδός διασχίζει δήμους που έχουν αποφασίσει καθένας χωριστά για την ονοματοδοσία και την αρίθμηση των κτιρίων που συνορεύουν με αυτήν.
Εμπίπτει λοιπόν η οδός Πειραιώς σε πέντε διαφορετικούς δήμους, αποτέλεσμα ενός περίπλοκου διαχωρισμού [5]: στον Δήμο της Αθήνας και του Πειραιά και, μεταξύ των δύο, στους δήμους που δημιουργήθηκαν την εποχή της εισροής των Μικρασιατών προσφύγων, τον Ταύρο, το Μοσχάτο και τον Άγιο Ιωάννη Ρέντη. Οι Δήμοι Ταύρου και Μοσχάτου δημιουργήθηκαν το 1925 και το 1934 αντίστοιχα, πριν ενωθούν κατά τη μεταρρύθμιση του Καλλικράτη το 2011, και ο Δήμος του Αγίου Ιωάννη Ρέντη δημιουργήθηκε το 1925 και ενώθηκε το 2011 με τον Δήμο Νίκαιας. Ο υπό μελέτη δρόμος, λοιπόν, ονομάζεται «Παναγή Τσαλδάρη» στον Δήμο της Αθήνας, «Πειραιώς» στον Δήμο Ταύρου-Μοσχάτου και στον Δήμο Αγίου Ιωάννη Ρέντη, και τέλος «Αθηνών-Πειραιώς» στον Δήμο Πειραιά.
Η αρίθμηση των κτιρίων αντικατοπτρίζει αυτόν τον διοικητικό μαίανδρο. Η αριθμητική σειρά είναι αύξουσα κατεβαίνοντας την οδό Πειραιώς, από την πλατεία Ομονοίας μέχρι τον Δήμο Ταύρου-Μοσχάτου και μέχρι την οδό Σικιαρίδη: ζυγοί αριθμοί δεξιά και μονοί στα αριστερά. Όμως, οι δήμοι του Αγίου Ιωάννη Ρέντη και του Πειραιά προτίμησαν, καθένας χωριστά, φθίνουσα αρίθμηση, μονοί στα δεξιά και ζυγοί αριστερά! Επιπλέον, ενώ τα νέα κτίρια προσαρμόζονται στην πρόσφατη αρίθμηση, τα παλιά έχουν συχνά διατηρήσει στη σήμανση την προηγούμενη αρίθμηση.
Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι η ταυτοποίηση των κτιρίων. Η εκχώρηση επωνυμίας, ημερομηνίας ίδρυσης και οικονομικής δραστηριότητας στις εγκαταστάσεις που βρίσκονται στην οδό Πειραιώς είναι άσκηση επίπονη και ατελής, που απαιτεί συστηματική εξερεύνηση. Το όνομα της εταιρείας δεν είναι πάντα προφανές. Οι Έλληνες βιομήχανοι αποφεύγουν τις επιγραφές σήμανσης, ξεφεύγουν από την έρευνα. Στην πραγματικότητα, ένας άγνωστος στην είσοδο του κτιρίου, με το σημειωματάριο στο χέρι, προκαλεί αμέσως δυσπιστία πριν δηλώσει την ταυτότητά του και εκθέσει τη δραστηριότητά του. Στη συνέχεια, όμως, είναι μάλλον εύκολο να αποκτήσει τις επιθυμητές λεπτομέρειες. Ευτυχώς, έχουμε πολλά στοιχεία τεκμηρίωσης των δραστηριοτήτων, και όχι μόνο όσα συγκεντρώθηκαν από την επιτόπια έρευνα: τη λίστα με τα ογδόντα οκτώ διατηρητέα κτίρια από το 1997 [6], τους εμπορικούς οδηγούς και τον κατάλογο συνδρομητών του ΟΤΕ, που αναφέρονται παραπάνω, αλλά και διάφορες μελέτες που βιβλιογραφούνται στην παρούσα εργασία.
Οι εγκαταστάσεις έχουν άλλοτε κεντρική είσοδο στην οδό Πειραιώς, άλλοτε στους κάθετους ή παράλληλους δρόμους. Γεγονός παραμένει ότι ο δρόμος είναι διάσπαρτος με μεγάλο αριθμό χώρων μη αξιοποιήσιμων, συνήθως κενών. Η διαδικασία μετασχηματισμού του δρόμου επιβραδύνθηκε από διοικητικές διαδικασίες και από την κρίση των ετών 2009-2019. Ορισμένες εκτάσεις είναι δεσμευμένες από αρχαιολογικές ανασκαφές. Χαρακτηριστικό είναι το χαμηλό ποσοστό των κατοικιών στο σύνολο, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων λιανικής πώλησης, που συνάδει με τον χαμηλό αριθμό τηλεφωνικών γραμμών.
Τα αρχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη μελέτη των δεκαετιών 1930 και 1940 –Εμπορικοί Οδηγοί του Νικ. Ιγγλέση από το 1939 έως το 1957 και ο Τηλεφωνικός Κατάλογος του ΟΤΕ του 1948– δεν μας επιτρέπουν να ερευνήσουμε όλους τους κατοίκους της οδού Πειραιώς τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Φυσικά, ο Τηλεφωνικός Κατάλογος μας επιτρέπει να εντοπίζουμε μόνο τους κατοίκους που είχαν τηλεφωνική σύνδεση, άρα πρωτίστως καταστήματα και επιχειρήσεις, παρά κατοικίες. Όμως οι διαθέσιμοι χάρτες επιβεβαιώνουν ότι το τμήμα του δρόμου που ξεκινά από την πλατεία Ομονοίας και καταλήγει στο Γκάζι είχε πολλά σπίτια.
Οι πιο συνηθισμένες επιχειρήσεις το 1939 ήταν τα καφενεία: υπήρχαν είκοσι έξι, εκ των οποίων μόνο τέσσερα είχαν τηλεφωνική γραμμή το 1948. Εννιά χρόνια αργότερα, το 1948, υπήρχαν μόνο έξι καφενεία με τηλεφωνική γραμμή, γεγονός που εξηγείται από τα υψηλά τέλη συνδρομής, που οι μικρές αυτές επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά. Ακόμη και το 1957, δεκαοχτώ καφενεία στην Πειραιώς δεν είχαν τηλέφωνο. Έτσι, αν οι πηγές μας είναι σωστές, η μεγαλύτερη αλλαγή στο δρόμο μεταξύ 1939 και 1957 φαίνεται να είναι η ισχυρή ανάπτυξη των βιομηχανικών εγκαταστάσεων και η μείωση των ελεύθερων επαγγελμάτων, που μετακινήθηκαν σε άλλους δρόμους: παρέμειναν μόνο δεκατέσσερις γιατροί, λόγω του Δημοτικού Βρεφοκομείου, και οχτώ οδοντίατροι. Οι δέκα δικηγόροι του 1939 απομακρύνθηκαν εντωμεταξύ, και αυτό συνιστά μια ακόμη ένδειξη της αλλαγής του χαρακτήρα του δρόμου.
Πηγή : Εμπορικοί οδηγοί Ν. Ιγγλέση 1939, 1948 και 1957
Λιγότεροι από τους μισούς επαγγελματίες είχαν τηλεφωνική σύνδεση (Γράφημα 1). Αν και το ποσοστό αυξήθηκε από το 25% στο 45% την πρώτη δεκαετία μετά τον Πόλεμο, στη συνέχεια έπεσε σε κάτι λιγότερο από 40%. Ο συνολικός αριθμός των τηλεφωνικών γραμμών αυξήθηκε από 152 σε 202 από το 1939 έως το 1957, αλλά παρ’ όλα αυτά ο ρυθμός αύξησης παρέμενε πολύ χαμηλότερος από εκείνον της πρωτεύουσας, όπου το σύνολο των συνδέσεων αυξήθηκε από 28.000 πριν από τον Πόλεμο σε 75.000 το 1956. Η διαπίστωση αυτή μαρτυρεί και πάλι τη χαμηλή πυκνότητα του πληθυσμού της οδού Πειραιώς
Πηγή : Kατάλογος τηλεφωνικών συνδρομητών 1948
Μάλιστα, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η Πειραιώς αποτέλεσε την επιτομή των βιομηχανικών οδών της Αθήνας. Μετά τα λιγοστά νεοκλασικά κτίρια στην περιοχή της Ομόνοιας, ξεκινά η περιοχή Γκάζι. Συνεχίζοντας την κάθοδο προς το λιμάνι, συναντάμε πληθώρα εργοστασίων (Γράφημα 2 & 3).
Τα 152 εργοστάσια που καταμετρήθηκαν το 1939, σχεδόν διπλασιάζονται το 1957, αφού καταγράφονται 272· αυτή η ισχυρή ανάπτυξη σηματοδότησε τη βιομηχανική ακμή στην αρχή της μεταπολεμικής περιόδου. Πίσω από τους αριθμούς, πρέπει να ανακαλύψουμε, βήμα προς βήμα, την πραγματικότητα των δραστηριοτήτων, σε έξι στάδια που αντιστοιχούν σε σχετικά συνεκτικά σύνολα.
Πηγή : Εμπορικοί οδηγοί Ν. Ιγγλέση 1939, 1948 και 1957
1η ζώνη: Από την Ομόνοια έως τη διασταύρωση Ιεράς Οδού-Ερμού
Οι δύο αυτές θέσεις αντιστοιχούν σε δύο από τις τρεις κορυφές του τριγώνου Κλεάνθη-Schaubert (το σχήμα των κυρίων αξόνων της πολεοδομικής πρότασης των δύο αρχιτεκτόνων για το Νέο Σχέδιο της Πόλεως των Αθηνών το 1832 ήταν ένα ισοσκελές τρίγωνο με κορυφή τη σημερινή πλατεία Ομονοίας, σκέλη τις οδούς Πειραιώς και Σταδίου, και βάση την οδό Ερμού). Μία κορυφή η πλατεία Ανακτόρων (σημερινή πλ. Ομονοίας) και δεύτερη κορυφή η πλατεία Κέκροπος (στη θέση της Τεχνόπολης, στο Γκάζι).
Σύμφωνα με τον οδηγό του Νικ. Ιγγλέση του 1939, η αρχή της οδού βρισκόταν στην Πολυκλινική Αθηνών στον αριθμό 3. Ακολουθούσαν και άλλα δημόσια κτίρια: το Δημοτικό Ωδείο στον αριθμό 35, το Δημοτικό Βρεφοκομείο που ανεγέρθηκε το 1859 στον αριθμό 51, το Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα που γκρεμίστηκε το 1963 –υπάρχει μέχρι σήμερα ο ναός του Αγίου Γεωργίου που είχε χτιστεί στον περίβολο του ορφανοτροφείου το 1900–, το Νοσοκομείο του Πανελλήνιου Συνδέσμου κατά της φυματίωσης που υπήρχε προπολεμικά στον αριθμό 77. Στο ενδιάμεσο, συναντούσε κανείς πολλούς εκπροσώπους του ιατρικού σώματος: στον αριθμό 24Α υπήρχε το Θεραπευτήριο του Αντωνίου Σπίρλα, και μεταξύ των αριθμών 7 και 71 είκοσι πέντε γιατροί, πέντε οδοντίατροι και οχτώ φαρμακοποιοί, μεταξύ των οποίων και ο οφθαλμίατρος Α. N. Αναστόπουλος που φαίνεται να είχε κλινική στον αριθμό 50 της οδού Πειραιώς. Επίσης, στο τμήμα αυτό υπήρχαν πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες (δέκα δικηγόροι), τρεις τράπεζες (Εμπορική, Λαϊκή και Αγροτική, κοντά στη Λαχαναγορά), τρία μεσιτικά γραφεία και γραφεία εξυπηρέτησης, οχτώ ξενοδοχεία, δεκαπέντε ράφτες, πολυάριθμα κουρεία και κομμωτήρια, πολλά καφέ και γαλακτοκομεία. Και λόγω της αύξησης των αυτοκινήτων, υπήρχαν δέκα γκαράζ, καταστήματα με αξεσουάρ αυτοκινήτων και βενζινάδικα. Η Λαχαναγορά ήταν από το 1901 στον αριθμό 100 της οδού Πειραιώς, στη γωνία με την Ιερά Οδό, πριν μεταφερθεί το 1959 στον Ρέντη.
Επιπλέον, πάντα στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, 260 βιομηχανικές κυρίως, εγκαταστάσεις, βρίσκονταν στο συγκεκριμένο τμήμα του δρόμου. Αυτές αναπτύσσονταν επίσης και στις κάθετες ή παράλληλες με την Πειραιώς οδούς, συγκροτώντας το Μεταξουργείο [7], συνοικία με σαφή μηχανολογική εξειδίκευση. Στον αριθμό 84 της οδού Πειραιώς υπήρχε το ελατηρίων αυτοκινήτων των αδελφών Περδίου (ιδρύθηκε το 1935) και το συνεργείο μηχανημάτων ζύγισης των Αφών Μοσχουντή (ιδρύθηκε το 1900). Η εταιρεία Μουσχουντή διέθετε τη δεκαετία του 1940 ήδη τρεις μηχανολογικές εγκαταστάσεις: στην οδό Μενάνδρου 3, στην οδό Πειραιώς 40 στο Μοσχάτο, και στην οδό Δημοφώντος 36 στα Κάτω Πετράλωνα. Ο βιομηχανικός χαρακτήρας της περιοχής διατηρήθηκε και στη δεκαετία του 1950, όπως δείχνουν οι Οδηγοί του Νικ. Ιγγλέση.
Συγχρόνως, εκτός από την Πολυκλινική Αθηνών, συναντούσε κανείς τον λαουτιέρη Ευάγγελο Τσαμπουρζή στον αριθμό 29, γιατρούς και οδοντιάτρους –ενώ εξακολουθούσε να λειτουργεί τη δεκαετία του 1950 η οφθαλμολογική κλινική του Α. Ν. Αναστασόπουλου–, ξενοδοχεία, συμβολαιογράφο, επτά φαρμακεία, έξι κτηματομεσίτες, την έδρα έξι εφημερίδων, επτά κοσμηματοπωλεία-ωρολογοποιεία. Όμως, οι ράφτες και τα κουρεία είχαν μειωθεί πολύ, γεγονός που υποδηλώνει ότι είχε μειωθεί και ο αριθμός των κατοίκων. Ο αριθμός των καταγεγραμμένων καφενείων είχε συρρικνωθεί, αλλά το ότι δεν είναι εγγεγραμμένα δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι δεν υπήρχαν, αφού στον Οδηγό αυτό (που είναι και ο τελευταίος που εκδόθηκε), ο συντάκτης του περιορίζει τον αριθμό των καταστημάτων και επαγγελματιών που σημειώνει (π.χ. δεν περιλαμβάνει ούτε κουρεία ούτε καπνοπωλεία).
Πηγή: Κ. Διαμαντοπούλου, 1955
Η επέκταση του κέντρου της Αθήνας μετέβαλε σταδιακά την οικονομική χρήση αυτού του τμήματος του δρόμου. Οι βιομηχανικές επιχειρήσεις εξαφανίστηκαν, όπως ο Πέρδιος, ή μετακόμισαν, όπως οι Αφοί Μοσχουντή, στη Μάνδρα. Στη θέση τους ανεγέρθηκαν ξενοδοχεία, πολιτιστικά ιδρύματα (Δημοτική Πινακοθήκη, το Ελληνικό Τμήμα του ICOMOS, το Ίδρυμα Γ. Παπανδρέου) ή χώροι αναψυχής (συνοικία Ψυρρή, καφεθέατρο Bios, το οποίο εγκαταστάθηκε το 2002 στο όμορφο κτίριο του Πέρδιου). Στο συγκεκριμένο τμήμα της οδού Πειραιώς, χάρη στη γειτνίασή του με το κέντρο της πόλης, προωθήθηκε ο σταδιακός «εξευγενισμός», και μάλιστα αφού χαμηλά και γραφικά σπίτια εξακολουθούν να αφθονούν στους παράπλευρους δρόμους. Αλλά τα συχνά εγκαταλελειμμένα και κακώς εξοπλισμένα σπίτια απέκτησαν ως ενοικιαστές μόνο πρόσφατους μετανάστες, και η οικονομική κρίση της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα δεν άλλαξε τα πράγματα. Η παρουσία τους είναι ιδιαίτερα ορατή κοντά στο Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων (ΚΥΑΔΑ).
2η ζώνη: Από την Ιερά Οδό προς την Πέτρου Ράλλη
Οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις αγκάλιαζαν τουλάχιστον μέχρι το τρίτο τέταρτο του 20ού αιώνα, το βράχο των Πετραλώνων στα αριστερά, και ξεχείλιζαν στα δεξιά της Πειραιώς, στη συνοικία Ρουφ, που φέρει το όνομα του πλούσιου Βαυαρού ιδιοκτήτη του τόπου, προς το Βοτανικό. Η συνοικία αυτή, πιο μακριά από το ιστορικό κέντρο, φιλοξενούσε στα δεξιά, γύρω από το Γκάζι, μηχανολογικά εργαστήρια (χυτήρια, μεταλλουργεία), το αμαξοστάσιο του ΗΛΠΑΠ (Ηλεκτροκίνητα Λεωφορεία Περιοχής Αθηνών Πειραιώς) και αριστερά βιομηχανίες πολυτελών ειδών (σοκολατοποιία Παυλίδη και Ατσάρου, πιλοποιείο Πουλόπουλου, νήματα Μέντη, Χαρτιά Περράκη, φανέλες-εσώρουχα Palco).
Πηγή: Κ. Διαμαντοπούλου, 1955
Περίπου εξήντα εταιρείες βρίσκονταν σε αυτό το τμήμα του δρόμου το 1939 – πιο γνωστή ήταν η σοκολατοποιία Παυλίδη στον αριθμό 145· δεν καταγράφονται ανώτερα ελεύθερα επαγγέλματα, εκτός από δύο πολιτικούς μηχανικούς που εργάζονταν στη δική τους εταιρεία, τον Δ. Παυλίδη (σοκολατοποιία) και τον Δ. Σακελλαριάδη (εταιρεία χρωμάτων, στον αριθμό 123), καθώς και ένα φαρμακείο. Καταγράφονται όμως εταιρείες μηχανικών, χημικών και ειδών διατροφής και γύρω στα δώδεκα καφενεία. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1957, ο Νικ. Ιγγλέσης σημειώνει έναν μόνο γιατρό, ανάμεσα σε εβδομήντα εταιρείες, μηχανολογικά εργαστήρια (γκαράζ), βιομηχανίες τροφίμων, κατασκευαστικές εταιρείες.
Σήμερα, η ενεργή πολιτική ανακαίνισης που εφαρμόζεται σε έναν χώρο που εξυπηρετείται καλά από τα μέσα μαζικής μεταφοράς έχει αλλάξει τον χαρακτήρα της περιοχής. Η επιτυχημένη μετατροπή του παλιού εργοστασίου φωταερίου σε βιομηχανικό μουσείο έχει προσελκύσει πολλά κέντρα αναψυχής (νυχτερινά κέντρα, γυμναστήρια) και πολιτιστικά ιδρύματα (μουσεία, θέατρα, κινηματογράφο). Εκεί έχουν εγκατασταθεί διοικητικές υπηρεσίες είτε για βιομηχανίες (η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας [ΡΑΕ], η εταιρεία τηλεπικοινωνιών Cosmote) είτε για εκδηλώσεις (The Hub Events ΑΕ, το Μεταλλουργείο). Η κατασκευή πολυτελών κατοικιών βιομηχανικού στιλ (τύπου loft) συνοδεύει την αλλαγή πληθυσμού: η προσπάθεια «αστικού εξευγενισμού» προχωρά με ταχείς ρυθμούς.
3η ζώνη: Από την Πέτρου Ράλλη προς τη Χαμοστέρνα
Ποικιλία βαρύτερων βιομηχανιών αναπτύχθηκε στην περιοχή πριν και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, επωφελούμενες από τις μεγαλύτερες ελεύθερες εκτάσεις. Το 1939 υπήρχαν περίπου τριάντα βιομηχανίες: μηχανουργίες, σωληνουργίες, εργοστάσια παραγωγής χρωμάτων και ρητινών, επιπλοποιεία, εργοστάσια παραγωγής ασφάλτου, αλλά και πιο παραδοσιακές βιοτεχνίες, όπως εργαστήρια κατασκευής πετάλων, βυρσοδεψίες κατά μήκος του Ιλισού, βιοτεχνίες δερμάτινων ειδών και σελοποιεία, αλλά και εταιρείες εμπορίας σανού. Τα τότε σφαγεία δεν απείχαν πολύ. Όπως και στην προηγούμενη ενότητα, η περιοχή ήταν καθαρά βιομηχανική και υπήρχε μόνο ένα καφενείο, ένας ζαχαροπλάστης και τρία ζυθεστιατόρια.
Πηγή: Κ. Διαμαντοπούλου, 1955
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο βιομηχανικός χαρακτήρας ενισχύθηκε: μηχανουργίες (ΣΠΑΠ), μεταλλουργίες (Χαλυβουργική, Ελληνικά Συρματουργεία), ηλεκτρικά προϊόντα (OSRAM-Lux, ΕΛΒΗΜΑ), φαρμακοβιομηχανία (Κόπερ ΑΕ), Εργοληπτικές τεχνικές εταιρείες (ΕΔΟΚ, ΕΤΕΡ, Τέκτων), χρώματα και ρητίνες (Χρωτέξ), πλαστικά (Plastina), γκαράζ (Ford), ξυλουργείο. Υπήρχαν και κάποιες βιομηχανίες κλωστοϋφαντουργίας. Επίσης δεν έλειπαν μαρμαράδικα και αποθήκες ξυλείας, που απαιτούσαν χώρο και εγγύτητα στο κέντρο της πόλης.
Σήμερα στη συνοικία κυριαρχούν μεγάλοι λιανοπωλητές (η Praktiker Hellas, το Athens Heart Mall, που ανακατασκευάζεται προκειμένου ως το 2024 να έχει μετατραπεί σε κτίριο γραφείων υψηλών βιοκλιματικών προδιαγραφών, ο Σκλαβενίτης) και διοικήσεις (ΕΛ.ΑΣ., Φαρμακείο Ενόπλων Δυνάμεων, ΣΔΟΕ και ΚΕΔΕ στο 166, το οποίο θα αντικατασταθεί από νέο κτίριο που προορίζεται για τη Γενική Γραμματεία Υποδομών). Εμφανίζονται υπηρεσίες στη βιομηχανία (η Vodaphone, η έδρα του ομίλου Ελληνική Πρωτεΐνη) ή σε επιχειρήσεις ηλεκτρονικών προϊόντων (η Topelectronics Components ΑΕ, η AEG), που μαρτυρούν την εξέλιξη των αναγκών. Τέλος, η γειτνίαση ακόμα με το κέντρο εξηγεί την παρουσία χώρων αναψυχής, που δεν είναι πια μόνο θέατρα ή νυχτερινά κέντρα, αλλά και αθλητικοί χώροι, όπως το Σεράφειο συγκρότημα του Δήμου Αθηναίων, ένα σύγχρονο κέντρο αθλητισμού και πολιτισμού.
4η & 5η ζώνη: Ταύρος-Μοσχάτο-Ρέντη
Οι πρώτες κατοικίες, τα «προσφυγικά», χτίστηκαν στον Ταύρο μεταξύ των αριθμών 209 και 211 της οδού Πειραιώς, στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη εκατέρωθεν του Κηφισού, και στη συνέχεια στο Μοσχάτο και στο Νέο Φάληρο. Η σημερινή κατάσταση αυτών των κατοικιών διαφέρει –έγιναν μεταγενέστερες τροποποιήσεις και επεκτάσεις–, αλλά τις περισσότερες φορές είναι κατοικίες ευχάριστες, που εκπέμπουν αίσθημα του «μεταξύ μας», προσαρμοσμένες στις επιθυμίες των ενοίκων τους. Εξάλλου οι ένοικοί τους είναι ιδιοκτήτες αυτών των κατοικιών [8].
Στον Ταύρο, ανάμεσα στη Χαμοστέρνα και την τοποθεσία «Στροφή», οι χώροι καλύφθηκαν σταδιακά, από το 1920 έως το 1950, από ρυπογόνες βιομηχανίες, όπως είναι οι μεταλλουργίες (Βιοχάλκο, Βιοσώλ, ΕΒΜΕ Τσαούσογλου, Σωληνουργία Elso), τα εργοστάσια κατασκευής πλαστικών και καουτσούκ (Πετζετάκης, Βουλκάνια ΑΕ), τα βυρσοδεψεία και τα βαφεία κοντά στα σφαγεία και το ποτάμι (Μηγιάκης, Γεωργαλάς & Κέπετζης, Μουμούρης, Πορφύρα), το εργοστάσιο που κατασκεύαζε τα καζανάκια Νιαγάρας, τα υφαντουργεία (Σικιαρίδης, Τζιροπίδης, Αθηναϊκά Στριπτήρια Ρόκα, που αγόρασε η Βιοκαρπέτ). Γύρω από τα Παλαιά Σφαγεία στον Ταύρο και τους αχυρώνες της Ζωαγοράς αναπτύχθηκαν αγροδιατροφικές βιομηχανίες, όπως τα ψυκτήρια Καλυψώ και Βέρμιον, το παγοποιείο Μπογιατζίδη. Σε αυτό το βιομηχανικό περιβάλλον της Πειραιώς, εγκαταστάθηκε η Σιβιτανίδειος Δημόσια Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων, που ιδρύθηκε το 1927 και βρίσκεται απέναντι από το σταθμό της Καλλιθέας, και η Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, που από το 1997 στεγάζεται στον αριθμό 256 της οδού Πειραιώς, στους χώρους της παλιάς βιομηχανίας των Ελληνικών Υφαντηρίων, γνωστής και με το όνομα του ιδιοκτήτη «Σικιαρίδειος».
Σταδιακά, οι ρυπογόνες βιομηχανίες έκλεισαν ή μετακινήθηκαν, και η εγκατάσταση στη θέση τους πολιτιστικών φορέων (Ίδρυμα Κακογιάννη, Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, Ελληνικός Κόσμος) ή διοικητικών ιδρυμάτων (Δημαρχείο Ταύρου, Εθνικό Κέντρο Δημόσιας και Τοπικής Διοίκησης, έδρες συστημάτων υπολογιστών) έφεραν την αναζωογόνηση της οδού Πειραιώς. Η βιομηχανία περιορίστηκε στα αγροδιατροφικά είδη (Κρέων, Αίνος), στα δερμάτινα είδη και τον οικιακό εξοπλισμό (Hunter, Viopros, Vioper, Κωνσταντουράκης) και σε πολύ εξειδικευμένες κατασκευές και τεχνολογίες αιχμής, όπως η επιχείρηση κατασκευής βιδών ΒΙΔΟ FERRO, η εταιρεία μεταλλικών κατασκευών Γρηγόριος Τζαβίδας, το εργοστάσιο υποδημάτων Olympic Engineering (Shoe Manufacturing Machinery). Τέλος, η εγκατάσταση το 2008 στον Ταύρο της Teleperformance (γαλλικής πολυεθνικής εταιρείας διαχείρισης πελατειακής εμπειρίας) και η μεγάλη ανάπτυξή της (απασχολεί σχεδόν 6.000 άτομα κατανεμημένα σε έξι τοποθεσίες στην Αττική) χαρακτηρίζει την επιτυχημένη στροφή του δευτερογενούς τομέα στην υποστήριξη βιομηχανιών μέσω της παροχής υπηρεσιών πληροφορικής και επικοινωνιών, αλλά και αναδεικνύει την ικανότητα της οδού Πειραιώς να ανανεώνεται, χρησιμοποιώντας και τοπικό εργατικό δυναμικό. Ανάλογα παραδείγματα είναι η εταιρεία σχεδίασης λογισμικού CPI (Computer Peripherals International), εισηγμένη στο χρηματιστήριο, η εταιρεία ηλεκτρονικών εκτυπώσεων Image Works, ή το ΕΛΚΕΜΕ (Ελληνικό Κέντρο Έρευνας Μετάλλων ΑΕ), το ερευνητικό κέντρο της Βιοχάλκο.
Πηγή: Κ. Διαμαντοπούλου, 1955
Στο Μοσχάτο, μεταξύ της τοποθεσίας «Στροφής» και της οδού Κηφισού, η Αγορά του Ρέντη προσανατόλισε τον τοπικό βιομηχανικό ιστό προς τον κλάδο των τροφίμων και τις συναφείς επιχειρήσεις: ελαιουργίες (η Ολίβα ΑΕ, η Μάνος ΑΕ, η ΕΒΓΛΟ ΑΕ, η Μινέρβα ΑΕ κ.λπ.), εταιρείες βιομηχανικής ψύξης (Όλυμπος), σοκολατοποιία (Αστήρ). Η απόσταση από το κέντρο της Αθήνας, η διαθεσιμότητα γης και η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, ευνόησαν επίσης την εγκατάσταση εταιρειών πετροχημικών προϊόντων, όπως η Ελληνική Βιομηχανία Υπολειμμάτων Νάφθης (ΕΛΒΥΝ), εταιρειών χρωμάτων και καλλυντικών (η Adelco ΑΕ, η Rolco ΒΙΑΝΙΛ ΑΕ, οι Αφοί Γιαννίδη ΑΕ, η Ερμής-Vitex, η Vechro), εταιρειών πλαστικών (η Άπκο), χάρτου, φαρμακευτικών προϊόντων, και μια μόνο επιχείρηση κλωστοϋφαντουργίας (η Perfil Σ. Προυσάλογλου & Υιός). Σημαντική δραστηριότητα εκεί παραμένει η επεξεργασία δέρματος με τη βυρσοδεψία (εταιρείες Στέφ. Καλουτάς & Υιοί ΑΒΕ, καθώς και Μιχάλης & Γεώργιος Σίμος), κοντά στο Κηφισό.
Η αγροδιατροφή κυριαρχεί ακόμη και σήμερα: κρέατα (η Φλωρίδης ΑΕΒΕΚ, τα Κρέατα Αττικής Βουδούρης-Κώνστας ΑΕ και η Μποζιονέλος), εταιρείες εκτύπωσης και συσκευασίας (η Τσιμής ΑΕ και η Στυλ. Σ. Κοσκινίδης ΑΒΕΕ). Παραμένει η μηχανολογική βιομηχανία, αλλά εξειδικευμένη, όπως η εταιρεία Ε. & Γ. Μαλιδάκης & ΣΙΑ ΟΕ (κοπή με λέιζερ) και η εταιρεία ανελκυστήρων Polylift ΑΕ (Στέφανος Παπαδόπουλος). Σημειώνουμε τον ειδικευμένο στον εξοπλισμό για δίκτυα Χρυσαφίδη ΑΕ, και την εταιρεία παραγωγής ασβέστη Κρίνος ΑΕ. Η μαζική διανομή αντιπροσωπεύεται από την εταιρεία Βερούκας-ΑΛΠΙΚΟ ΑΕ και τη Metro ΑΕΒΕ, αλλά υπάρχουν και εταιρείες διανομής με εξειδίκευση στο ρουχισμό (η εταιρεία Λητώ), στα υαλουργικά προϊόντα (οι Αφοί Βαλαβάνης-GLASSWORKS ΑΕ) και στα έπιπλα (οι εταιρείες Entos, Sato, Spider). Ανάμεσα στις υπηρεσίες, βρίσκουμε τα νέα κεντρικά γραφεία της Νέας Δημοκρατίας, το ιδιωτικό εκπαιδευτήριο IST και μία από τις εγκαταστάσεις της Teleperformance, στο κτιριακό συγκρότημα Ena.
Πηγή: Κ. Διαμαντοπούλου, 1955
6η ζώνη: Στον Πειραιά, το Μάντσεστερ της Ελλάδος…
Από τα τέλη του 19ου αιώνα, τα περίχωρα του Πειραιά έγιναν το επίκεντρο της ελληνικής εκβιομηχάνισης, με πλήθος επιχειρήσεις που αναπτύχθηκαν γύρω από τις μεγάλες κλωστοϋφαντουργίες, τις χημικές βιομηχανίες και τις αλευροποιίες, εκμεταλλευόμενες τις δυνατότητες εισαγωγής πρώτων υλών. Έτσι, γύρω στη δεκαετία του 1950, δραστηριοποιήθηκαν το εργοστάσιο σχοινιών κάνναβης Μάγγου, η βιομηχανία ελαστικών Ινδιάνα και οι κλωστοϋφαντουργίες-μεταξουργίες: Βάμβαξ, Βελλής, Μανούσος, Αιγαίον, Βέλκα, Δημητριάδης, καθώς επίσης και το εργοστάσιο Γαβριήλ (σημερινό Factory Outlet), δίπλα στο Γήπεδο Καραϊσκάκη, εργοστάσιο που είχε ανεγερθεί στη θέση του «Μεταξοϋφαντουργείου Η Χρυσαλίς», το οποίο λειτουργούσε ως τα μέσα της δεκαετίας του 1920. Εκεί, στο εγκαταλελειμμένο πια κτίριο, δεσπόζει ακόμη το σήμα «Γαβριήλ». Ενώ τα παραπάνω βρίσκονταν μεταξύ του γηπέδου Καραϊσκάκη και των οδών Σοφιανόπουλου και Επονιτών, στην άλλη πλευρά του Ηλεκτρικού ήταν ένα από τα τέσσερα εργοστάσια των αδερφών Ρετσίνα και το κλωστήριο Ελπίς. Η ΣΚΥΠ, δηλαδή η Πανελλήνια Σχολή Κλωστικής-Υφαντικής και Πλεκτικής (επαγγελματικής κατάρτισης για εργάτες κλωστοϋφαντουργίας), είναι ακόμα ορατή. Η χημική βιομηχανία εκπροσωπούνταν από τις εταιρείες Χρωπεί, Rolco-Βιανίλ ΑΕ και την AΒΕΕ Χημικών και Φαρμακευτικών προϊόντων Sanitas. Υπήρχαν πολλοί αλευρόμυλοι (Ευτυχία, Ευρώτας, Σπάρτη, Κυλινδρόμυλοι Αττικής ΑΕ), ελαιουργίες [9] (Ελαΐς, Έλμα ΑΕ), αμυλουργίες (Βιαμύλ, ΑΖΕΛ Ανώνυμος Βιομηχανική Εταιρεία Παραγωγής Αμύλου & Ζυμών, ΑΒΕ Ζαχαρωδών και Αμυλωδών προϊόντων, και Ταΰγετος), οι ποτοποιίες Ήβη-Φινόπουλου και Αφοί Μπαρμπαρέσου, το εργοστάσιο τσιγάρων του Κεράνη και, στη συνοικία Απόλλωνα, το ομώνυμο εργοστάσιο κεριών και οι Ελληνικοί Ορυζόμυλοι. Λόγω της ύπαρξης των παραπάνω, δημιουργήθηκαν εργοστάσια συσκευασίας, όπως οι χαρτοβιομηχανίες ΒΙΣ, Πάπυρος και Ερμής. Σημειώνουμε επίσης αυτή την περίοδο το εργοστάσιο πορσελάνης Κεραμεικός, το κασσιτερουργείο ΕΛΣΑ και τον ατμοηλεκτρικό σταθμό (ΑΗΣ).
Πηγή: Κ. Διαμαντοπούλου, 1955
Στις μέρες μας οι υφαντουργίες εγκαταλείφθηκαν· απέμειναν μόνο ερείπια. Λειτουργούν ακόμα η σοκολατοποιία Ίον, η ελαιουργία Ελαΐς και η βιομηχανία αλλαντικών Dianik AE. Στον τομέα των απορρυπαντικών μπορούμε να αναφέρουμε τα κεντρικά της Colgate-Palmolive στα Καμίνια.
Μορφωτικά και πολιτιστικά ιδρύματα που στεγάζονται στην περιοχή είναι η θεατρική σχολή της Ειρήνης Παππά (στο κτίριο της εταιρείας Sanitas), το Ράλλειο Γυμνάσιο Θηλέων, το Δημόσιο ΙΕΚ Πειραιά, η Σχολή Μηχανικών Προμηθεύς, η σχολή χορού Art Factory Creative Group – Γ. Γαβριήλ & Σία ΕΕ, ο Πολιτιστικός Πολυχώρος Απόλλων και το Κέντρο Επιμόρφωσης Στελεχών Εμπορικού Ναυτικού (ΚΕΣΕΝ). Επίσης στη γωνία Πειραιώς και Επονιτών στο Νέο Φάληρο, βρίσκεται η Ελληνική Στατιστική Αρχή.
Τα σούπερ μάρκετ βρήκαν τον άφθονο χώρο που χρειάζονται: Leroy Merlin, Σκλαβενίτης, Carrefour, Factory Outlet, Jumbo, JSK, Pet Services· και η κίνηση εντείνεται με την κατασκευή ενός πάρκου λιανικής από τον όμιλο Ten Brinke στη μεγάλη έκταση που βρίσκεται μεταξύ του Κηφισού και του παλιού ατμοηλεκτρικού Σταθμού της ΔΕΗ.
Στην πορεία αστικοποίησης του δρόμου, δηλαδή από την εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων (προσφυγικά, εργατικές κατοικίες), ως την οικονομική ανάπτυξη, την οργάνωση των οικονομικών δραστηριοτήτων ανά οικισμό, και τη συνεχή μεταμόρφωση του βιομηχανικού ιστού παρατηρούμε τα εξής τρία «φυσικά» φαινόμενα:
Α) Μια ανθρωπογεωγραφία σε κίνηση.
Η οδός Πειραιώς είναι αραιοκατοικημένη –εκτός από το πρώτο της τμήμα, από την Ομόνοια έως το Γκάζι– και αυτή η αραιοκατοίκηση διαρκεί πολλές δεκαετίες, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τα μέσα του 20ού αιώνα (αεροφωτογραφίες και σχέδια της Κικής Διαμαντοπούλου το 1955 επιβεβαιώνουν τη θέση των περιβολιών και των κήπων που τροφοδοτούσαν την πρωτεύουσα). Η εκβιομηχάνιση και η Μικρασιατική Καταστροφή οδήγησαν στον εποικισμό της περιοχής και στη σταδιακή ανέγερση προσφυγικών κατοικιών. Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες αποτέλεσαν το εργατικό δυναμικό στο οποίο στηρίχθηκε η βιομηχανική ανάπτυξη του Μεσοπολέμου, η οποία επιταχύνθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, εξαιτίας της αγροτικής εξόδου, που συνοδεύτηκε από την ανέγερση εργατικών κατοικιών.
Αν κρατήσουμε την ιδέα ότι η οικονομική ανάπτυξη δημιουργεί μια ορισμένη κοινωνική και γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού, και ότι η γεωγραφική σταθερότητα μπορεί να συμπέσει με τις κοινωνικές εξελίξεις, τότε αναμφίβολα μπορούμε να πούμε ότι οι εργατικές συνοικίες των Πετραλώνων, του Ταύρου, του Μοσχάτου, του Αγίου Ιωάννη Ρέντη και του Απόλλωνα σταδιακά έγιναν γειτονιές μικροαστικές και δήμοι, ταυτόχρονα με την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας του περιβάλλοντός τους. Το 2018 στο βιβλίο του Κοινωνική Γεωγραφία της Αθήνας, ο Θωμάς Μαλούτας εξέθεσε με σαφήνεια την εξέλιξη του πληθυσμού στις διάφορες συνοικίες, ιδιαίτερα αυτές που μας ενδιαφέρουν. Η υπόθεση εδώ είναι ότι η διατήρηση μιας ήπιας βιομηχανικής δραστηριότητας (αγροδιατροφή ή φαρμακευτικά-καλλυντικά προϊόντα) και η μετάβαση σε τριτογενή δραστηριότητα (υπηρεσίες στη βιομηχανία, πολιτισμός, δημόσιες υπηρεσίες, μεγάλες εμπορικές αναπτύξεις, μεταφορές) έχουν ευνοήσει αυτήν την κοινωνική εξέλιξη. Από την άλλη, η κρίση της δεκαετίας του 2010, με την τεράστια μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας, διέκοψε τη γεωγραφική κινητικότητα.
Αντιθέτως, πιο πρόσφατα, πληθυσμοί μεταναστών εγκαταστάθηκαν στην κάτω πλευρά της οδού Τσαλδάρη. Ο μέτριος εξοπλισμός των υφιστάμενων κατοικιών, η μη ανέγερση νέων, και τα χαμηλά ενοίκια, εξηγούν αυτή την εισροή. Η διαδικασία του «gentrification» έχει μπλοκαριστεί.
Β) Ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες συγκεντρώνονται σε ορισμένα μέρη σε ορισμένες χρονικές στιγμές.
Στις εξωτερικές επιδράσεις που συνδέονται με την τοποθεσία (η Πειραιώς προσφέρει τα πλεονεκτήματα μιας συγκεντρωμένης αγοράς και της ευκολίας μετακίνησης) προστίθενται στην πραγματικότητα οι εξωτερικές επιδράσεις που συνδέονται με την εξειδίκευση (εργασία, υπεργολαβία, ευκολία πρόσβασης για τους προμηθευτές) [10].
Οι πιο γνωστές συγκεντρώσεις βιομηχανιών ήταν οι κλωστοϋφαντουργίες και οι αλευροποιίες που χαρακτήριζαν το λιμάνι του Πειραιά στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Μπορούν να εξηγηθούν από την ευκολία πρόσβασης σε πρώτες ύλες και ενεργειακούς πόρους, που συνδέεται με το άνοιγμα της Μαύρης Θάλασσας στο ρωσικό σιτάρι ή στον αγγλικό άνθρακα.
Οι χημικές βιομηχανίες απαιτούσαν επίσης πρόσβαση σε οικονομική πηγή ενέργειας. Ρυπογόνες καθώς ήταν, έπρεπε να μείνουν μακριά από τα σπίτια. Βρήκαν άφθονη γη μεταξύ Ταύρου και Μοσχάτου. Περιλάμβαναν τόσο την επεξεργασία πρώτων υλών, όπως άμυλο, γλυκόζη, λάδι για την παραγωγή ζυμαρικών, ειδών ζαχαροπλαστικής και σαπουνιού, όσο και την παραγωγή αμιγώς βιομηχανικών προϊόντων, όπως ρητίνες, χρώματα και βερνίκια, ναφθαλίνη, βιομηχανικά λάδια με βάση τη νάφθα, αλλά και φαρμακευτικά και καλλυντικά προϊόντα.
Οι βιομηχανίες επεξεργασίας μετάλλων, επίσης εξαιρετικά ρυπογόνες, βρήκαν την ίδια διαθεσιμότητα γης: μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα στο Γκάζι λειτουργούσαν μηχανολογικά εργαστήρια της ίδιας ειδικότητας, εξοπλισμού ζύγισης και χυτήρια. Αργότερα, μετά τον πόλεμο, κατεβαίνοντας την οδό Πειραιώς, πριν από την τοποθεσία «Στροφή» (τη συνδεδεμένη με τη γραμμή του Σιδηρόδρομου Πειραιώς- Αθηνών-Πελοποννήσου), αναπτύχθηκαν αρκετά εργαστήρια σύρματος ή σωλήνων, επεξεργασίας χαλκού, σιδήρου και αλουμινίου. Σήμερα υπάρχουν αρκετοί διανομείς εξοπλισμού κουζίνας στη διασταύρωση με την Ιερά Οδό.
Ένα άλλο στοιχείο της συγκέντρωσης βιομηχανιών συνδέεται με την παρουσία της Αγοράς Ρέντη και των σφαγείων. Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο τα βυρσοδεψεία [11] ακολουθούσαν την πορεία της κοίτης των δύο ποταμών, του Ιλισού και του Κηφισού, και τη μεταφορά των σφαγείων, ενώ τρεις εταιρείες χάρτινης συσκευασίας διαδέχονταν η μία την άλλη μετά τη γέφυρα του Κηφισού. Σήμερα, 350 εταιρείες συσκευάζουν ή/και διανέμουν διάφορα τρόφιμα, κρέατα, φρούτα και λαχανικά και λάδια. Προφανώς, χρειάζονται ψυκτικές αποθήκες, κατασκευαστές συσκευασιών (πλαστικές μεμβράνες ή βαρέλια, ξύλινα ή χαρτόκουτα), εκτυπωτές, για να μην αναφέρουμε εισαγωγείς μηχανημάτων που προορίζονται για αυτόν τον κλάδο.
Γ) Το βιομηχανικό τοπίο μεταμορφώνεται εκεί με ιδιαίτερα ενεργητικό ρυθμό μιας Schumpeterian διαδικασίας «δημιουργικής καταστροφής» .
Καταστροφή του παρελθόντος
Απομεινάρια του παρελθόντος είναι οι χερσαίες εκτάσεις που περιμένουν επανάχρησή τους ή αύξηση της τιμής της γης. Απομεινάρια και αυτά τα παλιά κτίρια, εγκαταλελειμμένα στην τύχη τους, που είτε παρουσιάζουν αισθητικό ενδιαφέρον (Σικιαρίδης, Νικολετόπουλος, Φινόπουλος) είτε όχι (Spider, Βιοχάλκο). Αυτά τα βιομηχανικά ερείπια φανερώνουν τις κοινωνικές μεταβολές, την αποβιομηχάνιση. Αναμφίβολα τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, τα ρούχα και η επεξεργασία δέρματος έχουν νικηθεί, όπως είναι η τάση σε όλη την Ευρώπη, από τον ασιατικό ανταγωνισμό.
Αλλά αυτή η εικόνα δεν είναι ακριβής και έχει πολλές αποχρώσεις: πολλές από τις εταιρείες που κάποτε ιδρύθηκαν στην οδό Πειραιώς είναι στην πραγματικότητα ακόμα ζωντανές και ακμάζουσες. Απλώς μετακινήθηκαν στα σύνορα της Αττικής, στα Οινόφυτα και στο Σχηματάρι από τη μια, στους Αγίους Θεοδώρους από την άλλη. Αυτό συνέβη για τη Βιοχάλκο (μεταλλουργία), την Κάλας (αλάτι), τη Βιοσώλ (ηλιακοί θερμοσίφωνες), τη Μινέρβα (τομέας τροφίμων), τη ΒΙΣ (χάρτινες συσκευασίες), τις Vitex, Χρωτέξ και Vechro (βαφές). Επιπλέον, έχουν γίνει συγχωνεύσεις και εξαγορές στην αλευροποιία ή τη μεταλλουργία. Αυτές οι αλλαγές ενθαρρύνθηκαν από τη σταθερή αύξηση των τιμών της γης, από περιβαλλοντικές ανησυχίες και από τα μέτρα που θεσπίστηκαν για την προώθηση της αποκέντρωσης των δραστηριοτήτων.
Ωστόσο, μερικές εταιρείες ευημερούν ακόμη στον τόπο της ίδρυσής τους: η ελαιουργία Ελαΐς, τα δύο εργοστάσια σοκολάτας Ίον και Παυλίδης, οι βιομηχανίες φαρμάκων και καλλυντικών Adelco και Κόπερ. Έχουν μάλιστα εκσυγχρονιστεί και επεκταθεί. Πρόκειται για βιομηχανίες χαμηλής ρύπανσης κοντά στην καταναλωτική αγορά τους.
Δημιουργία νέων δραστηριοτήτων
Ο μετασχηματισμός της Πειραιώς πραγματοποιείται τόσο μέσω της ανακαίνισης βιομηχανικών κτιρίων με σκοπό τη μετατροπή της λειτουργίας τους σε πολιτιστικές δράσεις, όσο και μέσω της ανάπτυξης νέων βιομηχανικών ή τριτογενών δραστηριοτήτων.
Η ανακαίνιση των κτιρίων πήρε πολλές μορφές. Το εργοστάσιο Φωταερίου μετατράπηκε σε Τεχνόπολη που φιλοξενεί πλήθος πολιτιστικές εκδηλώσεις και το Σικιαρίδειο εργοστάσιο υφαντουργίας μεταμορφώθηκε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Το ελαιοτριβείο Πουλόπουλου αποκαταστάθηκε από το ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη, ο πολυχώρος Απόλλων λειτουργεί στο κτίριο των Ελληνικών Ορυζόμυλων, μετά την αποκατάσταση και αναστήλωση και τις αναγκαίες λειτουργικές επεμβάσεις του παλαιού εργοστασίου, η Ελαΐς αναπαλαίωσε τον παλιό Κεραμεικό με όμορφα πήλινα πλακάκια. Κάποιες φορές το αρχικό κτίριο αντικαταστάθηκε από μια σύγχρονη κατασκευή (το Ίδρυμα Κακογιάννη βρίσκεται στη θέση που κάποτε ήταν τα βαφεία Πορφύρα, το Κέντρο Μείζονος Ελληνισμού χτίστηκε στη θέση της Βιοσώλ), ή δέχτηκε προσθήκες, όπως η υφαντουργία Γαβριήλ που στεγάζει πια το Factory Outlet.
Η δημιουργία νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στα ερείπια των παλιών είναι μια άλλη πτυχή αυτής της διαδικασίας. Οι νέες βιομηχανίες είναι κυρίως αγροδιατροφικές, με επίκεντρο την Αγορά του Ρέντη. Αφορούν, όπως είδαμε, τη συσκευασία κρέατος, φρούτων και λαχανικών, τους βιομηχανικούς φούρνους, το catering. Ταυτόχρονα εξελίχθηκαν και οι προμηθευτές τους, και προστέθηκαν επιχειρήσεις ψυγείων, συσκευασίας και μια δυναμική βιομηχανία εκτύπωσης.
Η μηχανουργία, η οποία μαζί με την κλωστοϋφαντουργία επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την παγκοσμιοποίηση, χαρακτηρίζεται συγχρόνως από την εμφάνιση πολλών εταιρειών υψηλής εξειδίκευσης, όπως η Olympic Engineering (Shoe Manufacturing Machinery), η Χρυσαφίδης, η ΒΙΔΟ FERRO, η Μαλιδάκης, η Γρηγόριος Τζαβίδας, η Polylift, η Inox Mare Hellas, οι Αφοί Σίμου.
Πάνω απ’ όλα, η οδός Πειραιώς είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της τάσης για εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών στη βιομηχανία, αντικατοπτρίζοντας έτσι τη γενική εξέλιξη των οικονομικών δομών: βιομηχανική έρευνα, όπως το Ελληνικό Κέντρο Έρευνας Μετάλλων (ΕΛΚΕΜΕ), υπηρεσίες σε κλάδους επικοινωνίας, ενέργειας, λογισμικού υπολογιστών, όπως η Cosmote, η Vodaphone, η ΡΑΕ (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας), η Easy Mail, η Teleperformance, η CPI (Computer Peripherals International). Επιπλέον, επιτυχημένες εταιρείες δημιούργησαν ένα εκθεσιακό κέντρο καθώς και κέντρο διανομής, όπως η εταιρεία Kyriazis που κατασκευάζει ηλιακά πάρκα στην Αλεξάνδρεια ή η εταιρεία Βαλαβάνης που κατασκευάζει μπουκάλια και άλλα γυάλινα αντικείμενα στη Λάρισα. Πολλοί διανομείς μηχανημάτων και εξοπλισμού έχουν εγκατασταθεί στην οδό Πειραιώς, όπως η εταιρεία Rigas, ή η ειδική στα βιομηχανικά συγκολλητικά Bostik, η Marco στις αντλίες, και όλοι οι προμηθευτές εξοπλισμού κουζίνας. Τέλος, οι ανοιχτοί χώροι έχουν προσελκύσει κεντρικά γραφεία εταιρειών όπως η Colgate-Palmolive ή o όμιλος Ελληνική Πρωτεΐνη. Και βεβαίως, πληθαίνουν οι μεταφορικές εταιρείες κοντά στο λιμάνι.
Για αρκετά χρόνια, η οδός Πειραιώς ταυτίστηκε με το βιομηχανικό τοπίο. Τώρα πια οι καμινάδες του Πειραιά, του ελληνικού Μάντσεστερ, δεσπόζουν σαν αρχαίες κολώνες που αναμένουν να αναστηλωθούν.
Αλλά η εικόνα, όπως είδαμε, είναι εύκολα παραπλανητική και η πραγματικότητα πιο σύνθετη, καθώς τα τελευταία χρόνια, φαίνεται να διαμορφώνονται συνθήκες αναζωογόνησης της περιοχής. Αν και η κρίση διέκοψε πολλές εργασίες μετασχηματισμού ή αποκατάστασης, η οδός Πειραιώς παραμένει βασικός άξονας ανάπτυξης της Αθήνας και η αλλαγή των δραστηριοτήτων της σηματοδοτεί την προσαρμογή του βιομηχανικού ιστού –και όχι την εξαφάνισή του– και την εξέλιξή του προς τον τριτογενή τομέα που τρέφει μια μεγάλη πρωτεύουσα.
Η αξιοποίηση πολλών χέρσων εκτάσεων, η αποκατάσταση κτιρίων, η εκπληκτική περίπτωση της Teleperformance και η εγκατάσταση εταιρειών όπως αυτές που προαναφέρθηκαν, αναδιαμορφώνουν έναν ιστορικό δρόμο της ελληνικής πρωτεύουσας και μαρτυρούν την εξέλιξη της πόλης.
Η ομάδα του Κοινωνικού Άτλαντα της Αθήνα ευχαριστεί θερμά τον Κωνσταντίνο Λεφάκη για την τεχνική υποστήριξη, και τις πολύτιμες γνώσεις του, κατά την παραγωγή των Δυναμικών Χαρτών που συνοδεύουν αυτό το λήμμα
[1] Νικος Μπελαβίλας, Οδός Πειραιώς,
[2] Σιδέρης Νικολάος Γ., Η Ελληνική Βιομηχανία: βιομηχανική παραγωγή και αξία αυτής: κατά τα έτη 1945 – 1946 – 1947 εν συγκρίσει προς το έτος 1939, Αθήνα 1948.
[3] Η Κική Διαμαντοπούλου συνέταξε, κατά πάσα πιθανότητα το 1955, μια σειρά από χάρτες της Αττικής στο 5000ο, στους οποίους σημείωνε τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Αρχειοθετούνται στο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Αθηναίων (Ημικτηματολογικό Χάρτη του Λεκανοπεδίου Αττικής).
[4] Πρώην ΗΣΑΠ Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι Αθηνών Πειραιώς για την πρώτη περίπτωση (Σταθμοί Μοναστηράκι, Θησείο, Πετράλωνα, Ταύρος, Καλλιθέα, Μοσχάτο, Νέο Φάληρο και Πειραιάς,) και ΣΠΑΠ (Σιδηρόδρομοι Πειραιώς Αθηνών Πελοποννήσου) για την δεύτερη (Σταθμοί : Σταθμός Λαρίσης, Ρουφ, Ταύρος, Ρέντης, Λεύκας και Πειραιάς και σταθμοί διαλογής Λαρίσης-Πελοποννήσου και Ρέντη-Πειραιά)
[6] Υπουργική Διάταξη ΥΑ 7863/1383/30-1-1997 – ΦΕΚ 267/Δ/7-4-1997
[7] Από το όνομα του μεταξουργείου της οικογένειας Δουρούτη, που δημιουργήθηκε το 1834, το οποίο στεγάζει σήμερα την Πινακοθηκη της Αθήνας. Βλ. Χρ. Αγριαντώνη στο επιμέλεια Χριστίνα Αγριαντώνη- Μαρία-Χριστίνα Χατζηιωάννου « Το Μεταξουργείο της Αθήνας », Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα, 1995. Το 1930, η συγγραφέας απαριθμεί 257 «βαριά» (μεταλλουργία, ξυλουργική, γραφικές τέχνες) και «ελαφριά» (παπούτσια, έπιπλα, αρτοποιείο, γκαράζ, υφάσματα) εργαστήρια, εκ των οποίων περισσότερα από τα μισά ήταν συγκεντρωμένα μεταξύ των οδών Κολωνού και Σαλαμίνος, κάθετα την Πειραιώς.
[8] Η παρουσίαση της Ελίζας Παπαδοπούλου και του Γιώργου Σαρηγιάννη για τα προσφυγικά στον κάμπο της Αθήνας (ΕΜΠ 2006) είναι μια πολύτιμη απογραφή των εγκαταστάσεων. Αναφέρουν, λοιπόν, στον Ταύρο τους οικισμούς Άνω Νέα Σφαγεία, Γερμανικά και Παναγίτσα, στο Μοσχάτο τους οικισμούς κάτω από τη Μινέρβα και στην άλλη πλευρά του Ηλεκτρικού, μεταξύ του Κηφισού και της οδού Κωνσταντινουπόλεως και μεταξύ Κανάρη και Μεταμορφώσεως, στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη η συνοικία Απόλλωνας, οι πολυκατοικίες Φλέμινγκ και ο συνοικισμός Σταματάκη, στο Νέο Φάληρο οι συνοικισμοί που βρίσκονται μεταξύ Επονιτών και Κατσουλάκου, Κανελλοπούλου και Χρυσοστόμου Σμύρνης.
[9] Τα ελαιουργεία ταξινομούνται στη χημεία από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. μέχρι τη δεκαετία του 1960.
[10] Αναφερόμαστε στις θεωρητικές πτυχές των Alfred Marshall (Principles of Economics, 1890), Giacomo Beccatini σχετικά με τα Industrial Districts στο “The Third Italy: Model or Myth?” Ekistics 58, no. 350/351 (1991): 336–45. http://www.jstor.org/stable/43646779, 1991) και Jean-François Eck et Michel Lescure (dir.) Villes et districts industriels en Europe Occidentale, XVII e-. XX e siècles, Tours, publication de l’université François Rabelais, 2007.
[11] Η βυρσοδεψία εντοπίζεται σε 17 εταιρείες στο Ρέντη, 10 στον Ταύρο, 2 στο Μοσχάτο και 4 στα Καμίνια στο Νίκος Βελαβίλας , Το τέλος των γιγάντων. Βιομηχανική κληρονομία και μετασχηματισμοί των πόλεων. Βόλος 2007 .
xii Τσοκόπουλος, Βάσιας, Πειραιάς 1835-1870. Εισαγωγή στην ιστορία του ελληνικού Μάντσεστερ, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1984.
Gouzi Vincent, Μπουρνόβα Ευγενία (2023) Μεταμορφώσεις ενός δρόμου-μάρτυρα της βιομηχανικής Ελλάδας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/οδός-πειραιώς-ένας-δρόμος-μάρτυρας-τη/ , DOI: 10.17902/20971.112
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Στο άρθρο εξετάζονται τα ζητήματα χωρικών πολιτικών και αστικής διακυβέρνησης στην Αθήνα την περίοδο 2009-2015, εστιάζοντας στις νέες σχέσεις και στα δεδομένα που προκύπτουν από τη μετάβαση της μετα-ολυμπιακής πόλης σε αυτή της λιτότητας και της ύφεσης. Σε αυτή την πολύ σημαντική και κρίσιμη περίοδο, οι χωρικές πολιτικές εξελίσσονται μέσα από τη δράση πολλαπλών δρώντων υποκειμένων και θεσμών. Το κείμενο παρουσιάζει αυτούς τους μετασχηματισμούς μέσα από την διερεύνηση των θεσμικών τομών, των απόψεων και θέσεων ειδικών αλλά και στελεχών της δημόσιας διοίκησης, που είχαν σημαντικό ρόλο εκείνη την περίοδο καθώς και την επισκόπηση της βιβλιογραφίας. Το άρθρο εστιάζει στον Δήμο Αθηναίων, η περίπτωση του οποίου υποστηρίζουμε ότι είναι ενδεικτική για την παρουσίαση των ως άνω μετασχηματισμών που έλαβαν χώρα σε τοπικό επίπεδο και του αναβαθμισμένου ρόλου που απέκτησαν οι Δήμοι μέσα στο περιβάλλον της κρίσης. Η περίοδος, μετά το 2004, εκκινεί με τη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας το Μάρτιο του 2004 (2004-2009), η οποία ανέλαβε τη διακυβέρνηση μετά από μια δεκαετία που την ασκούσε το ΠΑΣΟΚ (1993-2004). Ο διάλογος γύρω από την πόλη, την περίοδο εκείνη, επικεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό γύρω από το ζήτημα της διαχείρισης και αξιοποίησης της ολυμπιακής κληρονομιάς. Όμως οι συνθήκες είχαν αλλάξει. Η ολοκλήρωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 έφερε ένα τέλος στο σύστημα «έκτακτης-ανάγκης» που είχε δημιουργηθεί κατά την προετοιμασία και την υλοποίηση της διοργάνωσης, ενώ η κυβερνητική αλλαγή επηρέασε σε επίπεδο προσώπων και στελεχών και τη σύνθεση της δημόσιας διοίκησης (Beriatos and Gospodini 2004; Serraos et.al 2009; Παγώνης 2005; Pagonis 2013). Αυτό το στοιχείο ήταν σημαντικό καθώς το νέο κυβερνητικό σχήμα φαίνεται να μην ήταν προετοιμασμένο (Ζέικου 2015.12.29) και «δεν ήθελε να ακούει για τους Ολυμπιακούς Αγώνες» (Πυργιώτης 2019.7.24), γεγονός που είχε αντίκτυπο στην αξιοποίηση των υποδομών και την γενικότερη στρατηγική της πόλης. Συνεπώς, τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας ήταν ιδιαίτερα φτωχά. Μέχρι το 2010, από τις 19 εγκαταστάσεις, οι πέντε βρίσκονταν υπό τη διαχείριση της εταιρείας Ολυμπιακά Ακίνητα, τρεις είχαν παραχωρηθεί για χρήση σε φορείς του δημοσίου, πέντε σε αθλητικές ομοσπονδίες και μόνο έξι σε ιδιώτες. Οι χρήσεις σχετίζονταν κυρίως με την αναψυχή, το πολιτισμό και το εμπόριο (ΙΟΒΕ 2015; Souliotis, Sayas, and Maloutas 2014; Παγώνης 2005). Παράλληλα, η έλλειψη στρατηγικής αξιοποίησης, και η διαχείριση των ακινήτων ως «φιλέτα» από τα οποία το κράτος θα έπαιρνε πόρους, μεγιστοποιώντας τις συνθήκες κερδοφορίας των ιδιωτών, ενίσχυσε σημαντικά τις ιδιωτικές κατασκευαστικές εταιρείες (Souliotis, Sayas, and Maloutas 2014), συγκροτώντας ένα πλαίσιο κερδοσκοπίας και ειδικών όρων γύρω από την αξιοποίηση των ακινήτων (Ευαγγελίδου 2006; Πορτάλιου 2006). Υπό αυτή την έννοια ο αρχικός ενθουσιασμός γύρω από τους Αγώνες και τη δυνατότητα τους να μετασχηματίσουν την πόλη εγκαταλείφθηκε αρκετά γρήγορα, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, ήταν κοινή διαπίστωση ότι η ευκαιρία των αγώνων χάθηκε για την Αθήνα, με τις υποδομές τους να κινδυνεύουν λόγω της εγκατάλειψης (Λιάλιος 2008). Η διαχείριση της μετα-ολυμπιακής πόλης ανέδειξε για πολλούς τις παθογένειες του συστήματος σχεδιασμού και διακυβέρνησης συνολικότερα: έλλειψη προετοιμασίας, ασυνέχεια, απουσία θεσμών και στρατηγικής (Pagonis 2013; Ζέικου 2015; Κλαμπατσέα 2011; Κλουτσινιώτη 2016; Μαρμαράς 2003; Μπελαβίλας 2005; Παγώνης 2005; Πούλιος 2021) [1]. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την αύξηση των χωροκοινωνικών ανισοτήτων την ίδια περίοδο (Arapoglou 2012; Arapoglou and Sayas 2009) δημιούργησαν ένα κλίμα πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης, γεγονός που θα αποτυπωθεί στο διάλογο για το κέντρο της πόλης (Μαλούτας 2013; Samarinis et.al 2011; Καλαντζοπούλου et.al 2011). Το κέντρο της Αθήνας άλλωστε συνιστά το χώρο όπου θα αποτυπωθούν με πιο έντονο τρόπο γενικότεροι οι δημογραφικοί μετασχηματισμοί και οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης. Άλλωστε, η ελληνική οικονομία είχε μπει σε ύφεση ήδη από το 2008. Η εκλογή του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση το 2009 εγκαινίασε μια περίοδο έντονου διαλόγου και λήψης σημαντικών πρωτοβουλιών στο πεδίο των αστικών πολιτικών, με επίκεντρο και τον Αθηναϊκό χώρο. Οι μετασχηματισμοί σε επίπεδο πολιτικών αφορούσαν θέματα αστικής διακυβέρνησης, στρατηγικών για την Αθήνα και το δημόσιο χώρο της. Σημαντικό τμήμα των πολιτικών αφορούσε την Μητροπολιτική Αθήνα καθώς και πολιτικές αναβάθμισης και βελτίωσης της εικόνας του κέντρου της πόλης. Η περίοδος ξεκίνησε με μια πολύ σημαντική θεσμική τομή: την αναδιάταξη των αρμοδιοτήτων του Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, το οποίο θα μετονομαστεί σε Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ), το φθινόπωρο του 2009. Η συγκρότηση ενός νέου φορέα με αρμοδιότητες χωρικού σχεδιασμού και ενέργειας, ο οποίος αναλάμβανε μια δέσμευση για την περιβαλλοντική διάσταση του σχεδιασμού–αποσπασμένου από το πεδίο των υποδομών – δημιούργησε ένα κύμα αισιοδοξίας ανάμεσα στην επιστημονική κοινότητα για τις προοπτικές του σχεδιασμού τόσο στη χώρα όσο και την Αθήνα (Pagonis 2013; Πολύζος 2019.11.22). Οι σημαντικότερες πρωτοβουλίες ελήφθησαν στο επίπεδο του Μητροπολιτικού Σχεδιασμού με την εκκίνηση των διαδικασιών για την αναθεώρηση του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας – Αθήνα Αττική 2014 (ΡΣΑ). Η στρατηγική του ΡΣΑ θα διαμορφωθεί μέσα από «10+1» άξονες προτεραιοτήτων που παρουσιάστηκαν από το ΥΠΕΚΑ τον Ιούλιο του 2011 (ΟΡΣΑ 2011) [2]. Η περιβαλλοντική διάσταση του σχεδιασμού, τα θέματα προστασίας του περιβάλλοντος, περιορισμού της αστικής διάχυσης, της βιώσιμης ανάπτυξης και κινητικότητας βρίσκονταν στον πυρήνα της λογικής των προτάσεων [3]. Η νέα κατάσταση όμως που διαμορφώθηκε από την κρίση άλλαξε τις προτεραιότητες, κάτι που γίνεται ορατό μετά το 2011, γεγονός που εν τέλη επηρέασε και το ίδιο το ΡΣΑ. Οι δράσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του κέντρου της Αθήνας ήταν ένας βασικός άξονας του προγράμματος «Αθήνα-Αττική 2014», αλλά και γενικότερα των δημόσιων πολιτικών που σχεδιάζονται για την Αθήνα την περίοδο 2010-2011 (Καλτσά 2015; 2019.7.11; Πολύζος 2019.11.22). Τις πολιτικές γύρω από το κέντρο της πόλης οφείλουμε να τις δούμε και στο πλαίσιο του ΡΣΑ που είχε μακρόπνοους στόχους αλλά και μια συγκεκριμένη στοχοθεσία για τις κεντρικές περιοχές της πόλης (Πολύζος 2019.11.22). Επί της ουσίας, αποτελούσε ένα σύνολο δράσεων: μελέτες, νομοθετικές πρωτοβουλίες, προτάσεις έργων κ.α. με στόχο τη συνολικότερη αναβάθμιση του κέντρου της πόλης (Πίνακας 1). Η επιτυχία των παραπάνω πολιτικών ήταν σχετικά περιορισμένη. Η εμβάθυνση της κρίσης και της ύφεσης, η έλλειψη χρηματοδοτήσεων και πόρων αλλά και η αλλαγή κατεύθυνσης σε επίπεδο αστικών πολιτικών λόγω των πολιτικών λιτότητας και του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής άλλαξε συνολικότερα τις κατευθύνσεις και τις προτεραιότητες [4].Εισαγωγή: Από την Μετα-ολυμπιακή πόλη στην Ύφεση
Πολιτικές της Περιόδου 2009-2011: Προσπάθειες επανεκκίνησης της πόλης σε μια περίοδο ύφεσης
Εικόνα 1: Ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός ιδεών «Αθήνα Χ4» ήταν από τις πρώτες προσπάθειες που επικεντρώθηκαν σε λύσεις για την ανασυγκρότηση του δημόσιου χώρου στο κέντρο της Αθήνας (Πηγή: ΕΑΧΑ.ΑΕ)
Πίνακας 1: Πολιτικές για το κέντρο της Αθήνας 2009-2011 (Πηγή: ιδία επεξεργασία)
Η επόμενη περίοδος χαρακτηρίστηκε από την ένταση της ύφεσης και των κοινωνικών επιπτώσεων της. Στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής σκηνής ήταν μια περίοδος αστάθειας, εναλλαγής κυβερνήσεων και πρωθυπουργών. Οι χωρικές πολιτικές άρχισαν να προσαρμόζονται στα δεδομένα της ύφεσης και του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι πρωτοβουλίες και οι δράσεις την ελληνικών κυβερνήσεων για την Αθήνα αυτή την περίοδο εξαρτόνταν σε μεγάλο βαθμό από τις δεσμεύσεις που προέκτυπταν από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που είχε κεντρικό άξονα την ενίσχυση-προσέλκυση επενδύσεων, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις περικοπές δαπανών στο δημόσιο τομέα. Σε θεσμικό επίπεδο καταγράφονται πολλαπλές αλλαγές οι οποίες αναλύονται στον Πίνακα 2.
Ενδεικτικά αναφέρουμε: την κατάργηση δημόσιων οργανισμών υπεύθυνων για το στρατηγικό σχεδιασμό στην Αθήνας (ΟΡΣΑ) και τις αναπλάσεις στο κέντρο της πόλεις (ΕΑΧΑ.ΑΕ) [5]. Την ψήφιση σειράς νομοσχεδίων για την διευκόλυνση και προσέλκυση επενδύσεων [6] . Την ίδρυση του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) με το ν.3986/2011. Ειδικά, το ΤΑΙΠΕΔ, μια ανώνυμη εταιρεία ειδικού σκοπού, αποτέλεσε τον κεντρικό θεσμό υπό τον οποίο οργανώθηκε όλο το πλαίσιο των αποκρατικοποιήσεων, και η προώθηση μεγάλων παρεμβάσεων στην Ελλάδα. Οι παραπάνω διαδικασίες ενισχύθηκαν και με ένα ειδικό σύστημα χωρικού σχεδιασμού το οποίο συμπυκνώθηκε μέσα από την ψήφιση του ν.4269/2014 «Χωροταξική και πολεοδομική μεταρρύθμιση – Βιώσιμη ανάπτυξη». Η βασική τομή της μεταρρύθμισης αυτής έγκειται στη θεσμοθέτηση του πολεοδομικού εργαλείου των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων (ΕΧΣ) (Γιαννακούρου 2019.6.25; Κλαμπατσέα 2019.10.18; Οικονόμου 2017.9.14; Ζήφου 2018.3.28), που περιγράφονται στο άρθρο 8 του ν.4447/2016. Τα ΕΧΣ συγκροτούν μία νέα μεθοδολογία σχεδιασμού, κατάλληλη για προσέλκυση επενδύσεων και παράλληλη με το συμβατικό πολεοδομικό σχεδιασμό.
Η κριτική στις συγκεκριμένες πρωτοβουλίες ήταν πολύ έντονη. Νέοι θεσμοί όπως το ΤΑΙΠΕΔ και οι υπερεξουσίες που απέκτησε έφεραν σημαντικές αντιδράσεις και θεωρήθηκαν από αρκετούς ειδικούς ως μηχανισμός εκποίησης και ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας με αμφίβολα οφέλη. Το νέο σύστημα χωρικού σχεδιασμού με το πλήθος ειδικών εργαλείων, δεν έφερε μια ενιαία στρατηγική παρεμβάσεων και παράλληλα ευνόησε τις ασυνέχειες στο σχεδιασμό. Το αποτέλεσμα ήταν η ενίσχυση του κατακερματισμού, η δημιουργία «παράλληλων» συστημάτων, οι συγκρούσεις ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα και τελικά η απουσία μιας ενιαίας στρατηγικής για την πόλη.
Μια άλλη πτυχή των πολιτικών επικεντρώθηκε σε θέματα εγκληματικότητας και ασφάλειας, ιδιαίτερα απέναντι στους μετανάστες που άρχισε να γίνεται αισθητή η παρουσία τους στο κέντρο της πόλης ήδη από την μετα-ολυμπιακή περίοδο. Αν και αιτήματα σχετικά με την «ασφάλεια» προερχόταν αρχικά από περιθωριακές ακροδεξιές ομάδες, σύντομα -όσο εξελισσόταν η κρίση- πέρασαν στην κεντρική πολιτική ατζέντα (Souliotis and Kandylis 2013). Αυτή η μετατόπιση γίνεται ορατή με επιχειρήσεις του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολιτή, όπως ο «Ξένιος Ζέυς» τον Αύγουστο του 2012, μια επιχείρηση καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης που οδήγησε σε μια ογκώδη κινητοποίηση της αστυνομίας στο κέντρο της Αθήνας και τις συλλήψεις 7.000 μεταναστών.
Παράλληλα, η περίοδος της ύφεσης έφερε συνολικά τους Δήμους και την Τοπική Αυτοδιοίκηση αντιμέτωπους με μια σειρά νέων προκλήσεων. Η κρίση και οι επιπτώσεις της, οι αλλαγές σε θέματα ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων καθώς και οι διεθνείς τάσεις σε θέματα τουρισμού, ήταν κάποιοι από τους παράγοντες που οδήγησαν στον μετασχηματισμό του ρόλου των Δήμων και αναβάθμισαν τα πεδία δράσης τους. Χαρακτηριστική για την νέα κατάσταση που διαμορφώνονταν είναι η περίπτωση του Δήμου Αθηναίων. Το 2011, μετά από σχεδόν 25 χρόνια διακυβέρνησης του Δήμου από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, τις εκλογές κέρδισε ένας συνδυασμός που προέρχονταν από τον προοδευτικό χώρο, [7] με επικεφαλής τον πρώην Συνήγορο του Πολίτη, Γιώργο Καμίνη, ο οποίος επανεξελέγη και δεύτερη φορά το 2015.
Το 2011, η κρίση είχε ήδη κάνει εμφανή τα σημάδια της και ο Δήμος ήρθε αντιμέτωπος με μια συνθήκη όπου «οι κοινωνικές ανάγκες μετατρέπονται πλέον από έκτακτες σε επιτακτικές και διαρκείας» (Δήμος Αθηναίων 2015: 9). Έτσι, η καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας, η αντιμετώπιση της έλλειψης στέγης, οι πολιτικές ένταξης στην αγορά εργασίας, θέματα υγείας και φροντίδας βρέθηκαν στο επίκεντρο των πολιτικών του [8]. Αυτό επιτεύχθηκε μέσα από μια σειρά δράσεων και πρωτοβουλιών όπως το μοίρασμα γευμάτων στα δημοτικά σχολεία και τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, την ανάπτυξη θεσμών όπως τα κοινωνικά ιατρεία, τον εμπλουτισμό των κοινωνικών δομών όπως ο Κόμβος Αλληλοβοήθειας στην περιοχή του σταθμού Λαρίσης κ.α. (Ευμολπίδης 2018.01.18; Καμίνης 2019.11.11). Οι πρωτοβουλίες και δράσεις αυτές αναπτύχθηκαν σε ένα πολύ ασφυκτικό πλαίσιο με νέους περιορισμούς σε πόρους και ανθρώπινο δυναμικό, απότοκα των πολιτικών λιτότητας. Η ένταση των προβλημάτων, η έλλειψη οικονομικών πόρων και οι θεσμικοί περιορισμοί οδήγησαν το Δήμο να στραφεί σε προγράμματα ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων και να αναπτύξει συνεργασίες με διάφορους φορείς μεταξύ των οποίων κινήσεις αλληλεγγύης, ΜΚΟ μέχρι και επιχειρήσεις [9]. Ο Δήμος προχώρησε στη σύμπραξη «Αθήνα-Πρωτεύουσα Αλληλεγγύης» [10] για τη συμμετοχή σε δράσεις του Ταμείου Ευρωπαϊκής Βοήθειας Απόρων (ΤΕΒΑ), ενώ σημαντική ήταν η δράση των ΜΚΟ σχεδόν σε όλα τα πεδία της κοινωνικής πολιτικής του Δήμου.
Ταυτόχρονα η αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων του, συνιστούσε διαρκές ζητούμενο, με το έλλειμα του προϋπολογισμού να φτάνει το 2010 στα 46 εκατ. €. Η ανάγκη περαιτέρω περιορισμού των εξόδων και οι πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής είχαν οδηγήσει σε σημαντική μείωση του προσωπικού του Δήμου [11]. Το κενό αυτό σε επίπεδο ίδιων πόρων καλύφθηκε από Ευρωπαϊκά κονδύλια, που έδωσαν σημαντική ώθηση. Ο Δήμος από νωρίς ανέλαβε πρωτοβουλίες για να εκμεταλλευτεί τους νέους όρους που έθετε η Ε.Ε για τις χρηματοδοτήσεις μέσω των Ολοκληρωμένων Χωρικών Επενδύσεων (ΟΧΕ), συγκροτώντας και νέους θεσμούς για την διαχείριση των πόρων αυτών. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΑΤΑ (Εταιρεία Ανάπτυξης και Τουριστικής Προβολής Αθηνών), ορίζεται με τον ν.4071/2012 «Ενδιάμεσος Φορέας Διαχείρισης» (ΕΦΔ,) υπεύθυνος για δράσεις του ΠΕΠ Αττικής που υλοποιούνταν στα διοικητικά όρια του Δήμου Αθηναίων. Με το δικό του ΕΔΦ ο Δήμος προχώρησε μετά το 2012 στο «Έργο Αθήνα» του ΕΣΠΑ 2007-2013, λαμβάνοντας πρωτοβουλίες και για την επόμενη προγραμματική περίοδο.
Σε επίπεδο χωρικών πολιτικών και έργων τα αποτελέσματα ήταν περιορισμένα. Σημαντικότερη πρωτοβουλία ήταν η εκπόνηση του Σχέδιο Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης (ΣΟΑΠ) το 2015, αλλά και η ωρίμανση μιας σειράς έργων στο πλαίσιο του προγράμματος «Έργο Αθήνα».
Η εκπόνηση του ΣΟΑΠ, για το εμπορικό και ιστορικό κέντρο της Αθήνας, εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια διαμόρφωσης στρατηγικής και προγραμματισμού έργων. Το ΣΟΑΠ αποτέλεσε ένα εργαλείο-σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων κεντρικών περιοχών του Δήμου Αθηναίων, τα οποία είχαν ενταθεί ιδιαίτερα μετά και την κρίση του 2008. Τα προβλήματα αυτά είναι κοινωνικά, πολεοδομικά, αναπτυξιακά και περιβαλλοντικά [12]. Το ΣΟΑΠ της Αθήνας ήταν το πρώτο το οποίο εγκρίθηκε και αφορούσε δράσεις και στόχους για την περίοδο 2014-2020. Βάσει της ανάλυσης που έκανε, της αναγνώρισης προβλημάτων και δυνατοτήτων που κατέγραφε το ΣΟΑΠ καθορίστηκε μια ευρεία ζώνη στο κέντρο του Δήμου και προβλέφθηκαν μια σειρά ενεργειών, δράσεων και έργων [13]. Η σημασία του ΣΟΑΠ έγκειται στο γεγονός ότι πάνω σε αυτό στηρίχθηκε όλη η στρατηγική για την προσέλκυση ευρωπαϊκών πόρων τα επόμενα χρόνια.
Οι προσπάθειες ανασυγκρότησης και επαναπροσδιορισμού των κατευθύνσεων σε τοπικό επίπεδο δεν έγιναν σε ένα πεδίο όπου έλλειπε η κριτική ή δεν υπήρχαν συγκρούσεις. Στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο. Το «άνοιγμα» του Δήμου Αθηναίων για παράδειγμα σε κινήσεις πολιτών, στο πλαίσιο μιας νέας στρατηγικής αντιμετώπισης της κρίσης και των επιπτώσεών της, περιορίζονταν μόνο στο τμήμα ενός τεράστιου δικτύου αλληλεγγύης που δεν είχε αρκετά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά (Triantafyllopoulou and Sayas 2012; Poulios, Triantafyllopoulou, and Sayas 2013). Η πολιτική των Δήμων γενικότερα απέναντι σε τέτοια ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα ήταν κατά κανόνα εχθρική και αρκετές φορές έφτανε στο σημείο της σύγκρουσης, όπως στις περιπτώσεις των αυτοδιαχειριζόμενων και κατειλημμένων χώρων στο Δήμο (Αυτοδιαχειριζόμενη Αγορά Κυψέλης, Βίλα Αμαλίας, Κίνημα Πλατειών).
Η κριτική εστιαζόταν σε θέματα στρατηγικής και αναπτυξιακών επιλογών. Οι πολιτικές ενίσχυσης της ελκυστικότητας του Δήμου Αθηναίων και της ανταγωνιστικότητάς του ως τουριστικού προορισμού αμφισβητήθηκαν έντονα, ιδιαίτερα μετά το 2017 όπου η εξάπλωση του Airbnb και η σημαντική αύξηση των ενοικίων στο κέντρο της πόλης ανέδειξε σημαντικά προβλήματα σε σχέση με την πρόσβαση στην κατοικία (Balampanidis et al. 2019). Η διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος και η σύμπλευση με πολιτικές ενίσχυσης της ασφάλειας που ακολουθούσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις αποτέλεσε επίσης στοιχείο κριτικής. Ταυτόχρονα, ο ενισχυμένος ρόλος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε θέματα αστικών παρεμβάσεων και η διαπλοκή των Δήμων με τοπικά επιχειρηματικά συμφέροντα αποτέλεσε; πεδίο έντονης κριτικής σε αρκετές περιπτώσεις (Μαλούτας κet al. 2013; Καλαντζοπούλου et al. 2011; Samarinis et al. 2011).
Οι κομβικές αλλαγές της περιόδου 2009-2015 καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τα χρόνια που ακολούθησαν. Πάρα την κυβερνητική αλλαγή την περίοδο 2015-2019, ο βασικός κορμός των μεταρρυθμίσεων στο επίπεδο του χωρικού σχεδιασμού δεν άλλαξε, ενώ οι δράσεις για την Αθήνα σε κεντρικό επίπεδο ήταν περιορισμένες [14]. Από τη μεριά του Δήμου Αθηναίων υπήρξε μεγαλύτερη κινητικότητα και υλοποίηση μιας σειράς έργων και πρωτοβουλιών [15]. Έντονη ήταν επίσης και η δράση ιδιωτών (επενδυτών, ιδρυμάτων) που στηρίχθηκαν στο ευνοϊκό κλίμα που είχε δημιουργηθεί καθώς και στις πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων και της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου.
Η νεοφιλελεύθερη στροφή των πολιτικών ήταν η βασική κληρονομιά της περιόδου γεγονός που αποτυπώθηκε σε επίπεδο θεσμών, νομοθετικού έργου αλλά και στα χαρακτηριστικά των αστικών παρεμβάσεων. (Hadjimichalis 2017; Poulios and Andritsos 2016; Velegrakis, Andritsos, and Poulios 2015; Μαλούτας 2011) Τα ειδικά εργαλεία για την προσέλκυση επενδύσεων παγιώθηκαν ενισχύοντας τη λογική ad hoc παρεμβάσεων στον αστικό ιστό της πόλης. Όλα αυτά συνδυάστηκαν με την υποχώρηση του ρόλου του κράτους στο επίπεδο χάραξης στρατηγικής γύρω από την πόλη της Αθήνας.
Παράλληλα, η περίοδος της ύφεσης οδήγησε σε σημαντικές τομές σε θέματα διακυβέρνησης της πόλης, με την υιοθέτηση πιο ιεραρχικών μοντέλων (top-down) και την αναδιάταξη των σχέσεων ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα διακυβέρνησης (υπερεθνικό-εθνικό-περιφερειακό-τοπικό). Τέλος, ενεργοποίησε με διαφορετικό τρόπο δρώντα πολιτικά υποκείμενα, με την ιδιωτική πρωτοβουλία να έχει έναν αναβαθμισμένο ρόλο.
[1] Ενδεικτικά αναφέρεται η ακύρωση στην πράξη της μελέτης – αποτέλεσμα διεθνούς διαγωνισμού το 2003 – για την αξιοποίηση του πρώην Αεροδρομίου του Ελληνικού και η απόφαση μεταφοράς της Λυρικής Σκηνής στο Φάληρο (εκτός του κέντρου της πόλης) στο πλαίσιο της επένδυσης του Ιδρύματος Νιάρχος, που δείχνουν σύμφωνα με την πολεοδόμο Ράνια Κλουτσινιώτη ότι «αποφασίζει ο οποιοσδήποτε» (Κλουτσινιώτη 2016).
[3] Σημαντικό ρόλο έπαιξε σύμφωνα με τους εμπλεκόμενους και η ίδια η Υπουργός Περιβάλλοντος, Τίνα Μπιρμπίλη, που ως περιβαλλοντολόγος είχε ξεκάθαρη στόχευση με άξονα την προστασία και την ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος και στήριξε πολιτικά μια ευρύτερη ομάδα που δούλευε γύρω από το Ρυθμιστικό.
[4] Το πρόγραμμα Rethink Athens για παράδειγμα, παρά την σημαντική προβολή που είχε, πάγωσε λόγω αδυναμίας ένταξης του έργου σε κάποιο ευρωπαϊκό πρόγραμμα χρηματοδότησης. Γενικότερα οι πολιτικές αναπλάσεων και αναβάθμισης του δημόσιου χώρου δε προχώρησαν λόγω της έλλειψης πόρων. Μόνο οι πολιτικές ασφάλειας διατήρησαν τη δυναμική τους τα επόμενα χρόνια σε συνδυασμό με πολιτικές αντιμετώπισης του μεταναστευτικού που ήταν αρκετά δημοφιλείς την περίοδο 2012-2014 (Douzinas 2013; Κανδύλης 2013; Souliotis and Kandylis 2013).
[5] Το υφιστάμενο σύστημα Μητροπολιτικής διακυβέρνησης, με τις περιορισμένες δυνατότητες που είχε, τροποποιήθηκε στο πλαίσιο μεταρρύθμισης που στόχο είχε τη γενικότερη αναδιοργάνωση οργανισμών του δημοσίου. Με το ν. 4250/2014 καταργήθηκε ο Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας και η ΕΑΧΑ. ΑΕ και οι αρμοδιότητές τους πέρασαν σε διευθύνσεις του ΥΠ.ΕΝ, δημιουργώντας ένα μεγάλο κενό σε θέματα στρατηγικού σχεδιασμού για την Αθήνα.
[6] Το πρώτο βήμα έγινε με το ν. 3894/2010 για την «Επιτάχυνση και διαφάνεια υλοποίησης Στρατηγικών Επενδύσεων». Με το συγκεκριμένο νόμο θεσπίστηκαν μια σειρά κανόνων, ειδικών ρυθμίσεων και παρεκκλίσεων με στόχο τη διευκόλυνση μεγάλων επενδύσεων στην Ελλάδα. Ακολούθησαν και άλλες θεσμικές πρωτοβουλίες: ν. 4072/2012 «Βελτίωση Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος ‐Νέα Εταιρική Μορφή‐Σήματα‐Μεσίτες Ακινήτων‐Ρύθμιση Θεμάτων Ναυτιλίας, Λιμένων και Αλιείας και άλλες διατάξεις», ν. 4146/2013 «Διαμόρφωση Φιλικού Αναπτυξιακού Περιβάλλοντος για τις Στρατηγικές και Ιδιωτικές Επενδύσεις και άλλες διατάξεις», ν.4242/2014 «Ενιαίος Φορέας Εξωστρέφειας και άλλες διατάξεις», ν.4262/2014 «Απλούστευση της αδειοδότησης για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και άλλες διατάξεις»
[7] Ο συνδυασμός «Δικαίωμα στη Πόλη» ήταν μια συμμαχία του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗΜΑΡ και των Οικολόγων Πράσινων.
[8] Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι από τη Μεταρρύθμιση του Καλλικράτη το 2010, στους Δήμους έχει μεταφερθεί ένα σημαντικό κομμάτι αρμοδιοτήτων σε ό,τι αφορά την κοινωνική πολιτική.
[9] Στα πλαίσια δωρεών και προγραμμάτων κοινωνικής ευθύνης
[10] Η Σύμπραξη αποτελούταν από τους φορείς: ΚΥΑΔΑ, ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΒΡΕΦΟΚΟΜΕΙΟ, ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ, και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις «Νόστος», «ΑΡΣΙΣ», Ελληνικό Φόρουμ Προσφύγων, ΑΜΚΕ Equal Society, «Διοτίμα», PRAKSIS, Θρυαλλίδα, ΚΕΘΕΑ MOSAIC, «Το Μυρμήγκι», ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ, Παιδικά Χωριά SOS, ΚΑΡΙΤΑΣ, Prolespis, ΕΛΙΞ, Δίκτυο για τα δικαιώματα του παιδιού, ΕΑΔΑΠ, Γιατροί του Κόσμου (Δήμος Αθηναίων 2015).
[11] Ο προϋπολογισμός την περίοδο 2010-2017 μειώθηκε κατά 20% και το μόνιμο προσωπικό πάνω από 30%. Σε αυτές τις συνθήκες λήφθηκε η πολιτική απόφαση για εξυγίανση των οικονομικών, αποπληρωμή των χρεών και περιορισμό των δαπανών. Το γεγονός αυτό θα έχει σημαντική επίπτωση στο τεχνικό πρόγραμμα, το οποίο περιορίστηκε στα 10 εκατ. € (από 60 εκατ. € το 2018) (Ευμολπίδης 2018)
[12] Τα ΣΟΑΠ προβλέπονται και προδιαγράφονται από την 18150/2012 απόφαση του ΥΠΕΚΑ και από το ν.2742/1999, αλλά το εργαλείο μέχρι και τη χρήση του στην περίπτωση του Δήμου Αθηναίων δεν θα έχει εφαρμογή.
[13] Οι στόχοι για την περιοχή παρέμβασης είναι:
Η υλοποίηση της παραπάνω στοχοθεσίας επιδιώκονταν με τη διαμόρφωση 64 δράσεων, ομαδοποιημένων σε 18 άξονες
[14] Σε κεντρικό επίπεδο πάρθηκαν μια σειρά πρωτοβουλιών με περιορισμένη όμως εφαρμογή. Το Μάρτιο το 2017 ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση το σχέδιο «Νέα Αθήνα», ένα πρόγραμμα πέντε μεγάλων παρεμβάσεων στην πόλη που περιλάμβανε : Την ανάπλαση της περιοχής των Προσφυγικών και Κουντουριωτικών, την αναβάθμιση της περιοχής του Βοτανικού, το Γουδί, τη δημιουργία νέου γηπέδου του ΠΑΟ, την ανάπλαση του ιστορικού-εμπορικού τριγώνου της Αθήνας, καθώς και την παροχή κινήτρων για την ανάπτυξη επαγγελματικών χρήσεων. Από τις παραπάνω δράσεις η μόνη που είχε μια σχετική εφαρμογή αφορούσε το κέντρο της Αθήνας και συγκεκριμένα το πρόγραμμα αξιοποίησης ακινήτων φορέων του Δημοσίου.
Η σημαντικότερη πρωτοβουλία ήρθε ένα χρόνο μετά, με την ίδρυση της εταιρείας «Ανάπλαση Αθήνας Α.Ε.». Η νέα εταιρεία ειδικού σκοπού ήρθε να καλύψει το κενό που άφησε πίσω η διάλυση οργανισμών όπως ο ΟΡΣΑ και η ΕΑΧΑ Α.Ε. και έχει ως στόχο να προχωρήσει σε μεγάλες παρεμβάσεις στο Δήμο Αθηναίων (Μπελαβίλας 2019). Από την πρώτη στιγμή οι αντιδράσεις από τη μεριά του Δήμου Αθηναίων ήταν σφοδρές ενώ η διοικητική υπαγωγή και εποπτεία της εταιρείας στο Υπουργείο Επικρατείας και το Υπουργείο Υποδομών, καθώς και ο περιορισμένος ρόλος του ΥΠ.ΕΝ (Κλαμπατσέα 2018; Καμίνης 2019), δημιούργησαν ασάφειες για το ρόλο και το σκοπό του νέου οργανισμού, ο οποίος πράγματι περιόριζε τις δράσεις του στα όρια του Δήμου Αθηναίων. Η αποτελεσματικότητα του νέου οργανισμού ήταν επίσης περιορισμένη καθώς το έργο που ανακοίνωσε έμεινε περισσότερο στο επίπεδο των προθέσεων και προτάσεων με την εκπόνηση ενός αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για το κέντρο της Αθήνας.
[15] Σε τοπικό επίπεδο ο Δήμος Αθηναίων προχώρησε σε μια σειρά έργων και πρωτοβουλιών όπως η υλοποίηση μια σειράς έργων αναπλάσεων που είχαν προγραμματιστεί τα προηγούμενα χρόνια μέσω του «Έργου Αθήνα» και την οικονομική υποστήριξη μέσω ευρωπαϊκών κονδυλίων. Παράλληλα μέσω ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων και χορηγιών υλοποιήθηκαν μια σειρά προγραμμάτων όπως το πρόγραμμα αναβάθμισης του εμπορικού τριγώνου της Αθήνας (Athens Trigono), το πρόγραμμα ανάπλασης του Λυκαβηττού, αλλά και η ανάπτυξη της Στρατηγικής Ανθεκτικότητας του Δήμου.
Πούλιος, Δ. (2023) Αστική διακυβέρνηση και χωρικές πολιτικές στην Αθήνα την περίοδο της κρίσης (2009-2015): Προσπάθειες ανασυγκρότησης της πόλης, θεσμικές τομές και ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/αστική-διακυβέρνηση-και-χωρικές-πολι/ , DOI: 10.17902/20971.111
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Τα καταστήματα και οι υπηρεσίες επιχειρηματιών μεταναστευτικής προέλευσης αποτελούν ένα από τα βασικά συστατικά του εμπορικού ιστού της Αθήνας και μια από τις πλέον ορατές όψεις της εθνοτικής ποικιλομορφίας της πόλης. Το παρόν κείμενο μελετάει την επιχειρηματικότητα των πολιτών τρίτων χωρών μέσω δύο μεθοδολογικών εργαλείων: τη χαρτογράφηση των καταγεγραμμένων επιχειρήσεων στο μητρώο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ), καθώς και τη διεξαγωγή έρευνας πεδίου σε επιλεγμένους δρόμους του κέντρου της Αθήνας. Η έρευνα πεδίου συμπεριέλαβε την επιτόπια καταγραφή επιχειρήσεων στην κλίμακα του δρόμου, καθώς και τη διεξαγωγή ημι-δομημένων συνεντεύξεων με εργαζομένους και ιδιοκτήτες των εν λόγω επιχειρήσεων. Μέσω των διακριτών αυτών εργαλείων προκύπτει μεν ο γνωστός χωροκοινωνικός διαχωρισμός μεταξύ ανατολικού και δυτικού κέντρου πόλης, συνάμα όμως αναδεικνύεται η συνύπαρξη επιχειρήσεων διαφορετικών εθνικοτήτων στην μικρο-κλίμακα του δρόμου, επιχειρήσεις οι οποίες εν τέλει συμβάλλουν στη διατήρηση της εμπορικής ζωτικότητας των υπό μελέτη κεντρικών περιοχών. Τα καταστήματα και οι υπηρεσίες επιχειρηματιών μεταναστευτικής προέλευσης αποτελούν ένα από τα βασικά συστατικά του εμπορικού ιστού της Αθήνας και μια από τις πλέον ορατές όψεις της εθνοτικής ποικιλομορφίας της πόλης. Καταστηματάρχες από την Κίνα, το Πακιστάν ή το Μπαγκλαντές κάνουν την παρουσία τους στους δρόμους της πόλης ορατή μέσα από τις συγκεκριμένες χωρικές και εμπορικές πρακτικές που ακολουθούν. Τα καταστήματα αυτά αποτελούν ένα προνομιακό σημείο μελέτης του μεταναστευτικού φαινομένου στην πόλη καθώς προκαλούν κρίσιμους συσχετισμούς μεταξύ των τόπων κατοικίας, εργασίας και καθημερινότητας του μεταναστευτικού πληθυσμού. Επιτρέπουν, ακόμα, τη μελέτη των παραπάνω κρίσιμων συσχετισμών σε διαφορετικές χωρικές κλίμακες: από την κλίμακα της πόλης σε αυτήν του δρόμου και αντίστροφα. Καθώς η επιχειρηματικότητα των μεταναστών κινητοποιεί και βασίζεται στη δια-εθνική κινητικότητα ανθρώπων, προϊόντων και πρακτικών, μπορεί επιπρόσθετα να υποστηριχθεί ότι το υπό μελέτη ζήτημα αναδεικνύει τις πολλαπλές διασυνδέσεις μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου ή, αλλιώς, φέρνει στο προσκήνιο την «παγκοσμιότητα του τοπικού», όπως την περιγράφει η Doreen Massey (1994:120). Το κείμενο αναλύει τη χωροθέτηση του εμπορίου των μεταναστών στην Αθήνα μέσω δύο βασικών πηγών δεδομένων. Πρώτον, εστιάζει στο επίπεδο του δήμου Αθήνας μέσω των στοιχείων του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας για το 2015. Δεύτερον, εστιάζει στη μελέτη περίπτωσης συγκειμένων δρόμων του κέντρου-πόλης, που χωροθετούνται από το ύψος της πλατείας Βάθης μέχρι τον Άγιο Παντελεήμονα, μέσω πρωτογενών δεδομένων που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια επιτόπιων καταγραφών της εμπορικής δραστηριότητας, για την ίδια χρονιά [1].Εισαγωγή
Εικόνες 1 & 2: Επιχειρήσεις στην περιοχή μελέτης
Πηγή: Έρευνα πεδίου, Ερευνητικό Πρόγραμμα «Γεωγραφίες εθνοτικού εμπορίου», Ι. Πολύζου, Γαλλική Σχολή Αθηνών, 2015-2017
Μεθοδολογικά, οι δύο αυτές πηγές δεδομένων θα χαρτογραφήσουν υφιστάμενες διαφοροποιήσεις στην κλίμακα του δήμου, ενώ παράλληλα θα αναδείξουν την εθνοτική ποικιλομορφία του κέντρου πόλης στην κλίμακα του δρόμου. Η συγκεκριμένη μεθοδολογική προσέγγιση που εστιάζει στη μικρή χωρική κλίμακα (γειτονιές, οικοδομικά τετράγωνα, εστίαση σε συγκεκριμένους δρόμους), επιτρέπει την ανάλυση των συσχετισμών μεταξύ του χώρου, των πρακτικών εγκατάστασης των μεταναστών, καθώς και των ευρύτερων χωρικών δυναμικών που αναπτύσσονται στον εμπορικό ιστό της πόλης (Hall, 2013).
Τα στοιχεία για τις 2.057 εγγεγραμμένες επιχειρήσεις του μητρώου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών για το 2015 επιτρέπουν την ανάλυση της χωροθέτησης των επιχειρήσεων των αλλοδαπών ανά εθνικότητα και είδος δραστηριότητας. Ενώ το 55% του δείγματος αφορά επιχειρηματική δραστηριότητα υπηκόων ΕΕ και Β. Αμερικής, 40% των επιχειρήσεων ανήκουν σε εμπόρους τρίτων χωρών.
Ειδικότερα, από την επεξεργασία και χαρτογράφηση των δεδομένων προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις των υπηκόων ΕΕ και Βόρειας Αμερικής συγκεντρώνονται στις περιοχές Κολωνάκι, Ευαγγελισμός, Παγκράτι, Ιλίσια, εκατέρωθεν των αξόνων Βασιλίσσης Σοφίας, Πανεπιστημίου, Ακαδημίας και Σταδίου. Οι επιχειρήσεις των υπηκόων βαλκανικών χωρών και χωρών πρώην ΕΣΔΔ συγκεντρώνονται γύρω από την περιοχή της Ομόνοιας, με έμφαση στις πλατείες Καραΐσκάκη, Βάθης και Αττικής. Οι επιχειρήσεις των υπηκόων Κίνας, Πακιστάν, Μπανγκλαντές και άλλων ασιατικών χωρών χωροθετούνται στην περιοχή Ομόνοια – Γεράνι, σε ένα τμήμα της περιοχής του Μεταξουργείου, καθώς και διάχυτα στις περιοχές που βρίσκονται δυτικά της Πατησίων. Οι επιχειρήσεις των μεταναστών από χώρες της Μέσης Ανατολής (Αφγανιστάν, Ιράν, Ιράκ, Τουρκία, Συρία, Λίβανος, κλπ) εντοπίζονται στο κέντρο πόλης και δυτικά της Πατησίων. Όσον αφορά τους επιχειρηματίες από αφρικανικές χώρες προκύπτει μια μεγαλύτερη συγκέντρωση στην περιοχή της Κυψέλης και της πλατείας Αμερικής.
Πηγή: Επεξεργασία μητρώου ΕΒΕΑ, 2015, Έρευνα πεδίου, Ερευνητικό Πρόγραμμα «Γεωγραφίες εθνοτικού εμπορίου», Ι. Πολύζου, Γαλλική Σχολή Αθηνών, 2015-2017
Πηγή: Επεξεργασία Μητρώου ΕΒΕΑ, 2015, Έρευνα πεδίου, Ερευνητικό Πρόγραμμα «Γεωγραφίες εθνοτικού εμπορίου», Ι. Πολύζου, Γαλλική Σχολή Αθηνών, 2015-2017
Από την κατανομή των επιχειρήσεων στις δύο ευρύτερες κατηγορίες (Χάρτης 2) – υπήκοοι τρίτων χωρών και υπήκοοι ΕΕ και Β. Αμερικής – φαίνεται να προκύπτει ο γνωστός χωρο-κοινωνικός διαχωρισμός μεταξύ της δυτικής και της ανατολικής Αθήνας: οι επιχειρήσεις μεταναστών βρίσκονται διάχυτες, αλλά εμφανώς χωροθετημένες στα δυτικά της πόλης. Αντίθετα, οι λοιπές επιχειρήσεις χωροθετούνται, σύμφωνα πάντα με τα συγκεκριμένα στοιχεία, στην ανατολική Αθήνα.
Πηγή: Επεξεργασία Μητρώου ΕΒΕΑ, 2015, Έρευνα πεδίου, Ερευνητικό Πρόγραμμα «Γεωγραφίες εθνοτικού εμπορίου», Ι. Πολύζου, Γαλλική Σχολή Αθηνών, 2015-2017
Αναφορικά με την επιχειρηματική εξειδίκευση ανά τύπο δραστηριότητας (ΣΤΑΚΟΔ), οι υπήκοοι ΕΕ και Β. Αμερικής υπερτερούν στους εξειδικευμένους κλάδους των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων, των εταιρειών παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και Φ.Α., της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, καθώς και στον κλάδο των επιστημονικών ή τεχνικών δραστηριοτήτων. Οι υπήκοοι τρίτων χωρών παρουσιάζουν υψηλότερη συγκέντρωση στον κλάδο του χονδρικού και λιανικού εμπορίου, ενώ – αναλογικά με τον συνολικό αριθμό τους – υπερτερούν ελαφρώς στον κλάδο των κατασκευών.
Πηγή: Επεξεργασία Μητρώου ΕΒΕΑ, 2015, Έρευνα πεδίου, Ερευνητικό Πρόγραμμα «Γεωγραφίες εθνοτικού εμπορίου», Ι. Πολύζου, Γαλλική Σχολή Αθηνών, 2015-2017
Προκειμένου να αναδειχθεί η συσχέτιση μεταξύ των χωρικών δυναμικών και των επιχειρηματικών συγκεντρώσεων, διενεργήθηκε έρευνα πεδίου στο ευρύτερο κέντρο πόλης κατά το χρονικό διάστημα 2015-2017. Για το συγκεκριμένο άρθρο, μεταξύ των 28 δρόμων που μελετήθηκαν από το ερευνητικό πρόγραμμα, επελέγη η περιοχή που εκτείνεται από την πλατεία Βάθης μέχρι και τον Άγιο Παντελεήμονα, με κύριο άξονα την οδό Αχαρνών [3] . Η περιοχή συγκεντρώνει έντονη πυκνότητα επιχειρήσεων διαφορετικών εθνικοτήτων, καθώς και μια πληθώρα επιχειρήσεων διαφορετικών κλάδων δραστηριότητας. Πρόκειται για μια κατεξοχήν περιοχή κατοικίας μεταναστών του κέντρου πόλης, με αποτέλεσμα τη συνεπακόλουθή ανάπτυξη επιχειρήσεων προσανατολισμένων σε μια τοπική πελατεία (μίνι μάρκετ, υπηρεσίες αποστολής χρημάτων, κ.α.). Ακόμα, το συγκεκριμένο τμήμα της πόλης, από την έναρξη της προσφυγικής κρίσης του 2015, διαμορφώθηκε ως ένα από τα κεντρικά σημεία αναφοράς και διέλευσης των νεοαφιχθέτων και μετακινούμενων προσφύγων ή αιτούντων άσυλο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη στήριξη των υφιστάμενων επιχειρήσεων, τη διεύρυνση της πελατείας και την ανάπτυξη νέων πρακτικών (βλ. πώληση είδη προσωρινής διαμονής, εργασία Σύρων προσφύγων ως πωλητών, κ.α.). Επιπλέον, στη συγκεκριμένη αυτή περιοχή εντοπίζεται έντονη κινητικότητα τόσο λόγω της καλής συνδεσιμότητας που προσφέρει η στάση του ηλεκτρικού της πλατείας Βικτωρίας, όσο και λόγω της ύπαρξης συλλογικοτήτων, δομών υποστήριξης και μη κυβερνητικών οργανώσεων που ενισχύθηκαν από το 2015.
Η καταγραφή 905 επιχειρήσεων εγκατεστημένων στα ισόγεια των πολυκατοικιών αυτού του τμήματος της πόλης το 2015 έδειξε ότι συνυπάρχουν επιχειρήσεις εμπόρων δεκαεπτά εθνικοτήτων, στις οποίες προστίθενται και ορισμένες εθνοτικά μεικτές επιχειρήσεις.
Πηγή: Έρευνα πεδίου, Ερευνητικό Πρόγραμμα «Γεωγραφίες εθνοτικού εμπορίου», Ι. Πολύζου, Γαλλική Σχολή Αθηνών, 2015-2017
Πηγή: Έρευνα πεδίου, Ερευνητικό Πρόγραμμα «Γεωγραφίες εθνοτικού εμπορίου», Ι. Πολύζου, Γαλλική Σχολή Αθηνών, 2015-2017
Η σημαντική εθνοτική ποικιλομορφία που παρατηρείται αντανακλά τις διαφορετικές φάσεις εξέλιξης του μεταναστευτικού φαινομένου προς την Αθήνα, ενώ έχει ενδιαφέρον ο εντοπισμός μικρο-συγκεντρώσεων διαφορετικών εθνικοτήτων εντός της περιοχής μελέτης. Ειδικότερα, ενώ στο πρώτο τμήμα της περιοχής, και κυρίως στην πλατεία Καραϊσκάκη και στην αρχή της Μιχαήλ Βόδα, εντοπίζεται δραστηριοποίηση μεταναστών από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη (Πολωνία, Βουλγαρία, Ρουμανία), από το ύψος της πλατείας Βικτωρίας και έπειτα οι εθνικότητες διευρύνονται. Κυριαρχεί αριθμητικά το εμπόριο Πακιστανών, Μπαγκλαντεσιανών και Αφγανών μεταναστών. Το εμπόριο μεταναστών από χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, εντοπίζεται τόσο στο πρώτο τμήμα, κυρίως με επιχειρήσεις εστίασης εγκατεστημένες ήδη πριν το 2015-2016 (Αίγυπτος, Συρία), όσο και σε μικρότερες πυκνότητες στο ύψος της πλατείας Βικτωρίας, όπου εντοπίζονται επιχειρήσεις λιανικής πώλησης, όπως μίνι μάρκετ εμπόρων από το Αφγανιστάν και τη Συρία.
Πηγή: Έρευνα πεδίου, Ερευνητικό Πρόγραμμα «Γεωγραφίες εθνοτικού εμπορίου», Ι. Πολύζου, Γαλλική Σχολή Αθηνών, 2015-2017
Προκειμένου να μελετηθούν εις βάθος οι παραπάνω γεωγραφικές μικρο-συγκεντρώσεις, διενεργήθηκαν συνεντεύξεις με τους εγκατεστημένους επιχειρηματίες, καθώς και με εργαζομένους στις επιχειρήσεις της περιοχής μελέτης. Οι συνεντεύξεις ανέδειξαν τα πολλαπλά προβλήματα που αντιμετωπίζει το μικρό εμπόριο λόγω της κρίσης του κέντρου πόλης (Αρανίτου 2021), προβλήματα τα οποία μάλιστα εντείνονται λόγω της μεταναστευτικής προέλευσης μιας μερίδας εμπόρων (Πολύζου 2021). Εντούτοις, το υλικό των συνεντεύξεων ανέδειξε παράλληλα τη διαμόρφωση πολλαπλών πρακτικών αντιμετώπισης των υφιστάμενων εμποδίων, καθώς και πρακτικών προσαρμογής στις ιδιαίτερες χωρικές και οικονομικές συνθήκες του πλαισίου εγκατάστασης.
Μια πρώτη θεματική σχετίζεται με τις πρακτικές που στοχεύουν στη διεύρυνση της πελατειακής βάσης των επιχειρήσεων μέσω της εργασίας υπαλλήλων διαφορετικών εθνικοτήτων. Ειδικότερα, κομμωτήριο επί της Αχαρνών, ιδιοκτησίας επιχειρηματία από το Πακιστάν, απασχολεί μια εργαζόμενη με καταγωγή από την Βουλγαρία, καθώς και έναν εργαζόμενο με καταγωγή από το Μπαγκλαντές. Στην πρόσοψη του καταστήματος τα ωράρια και οι τιμές των υπηρεσιών είναι γραμμένες στις δύο αυτές γλώσσες και στα ελληνικά. Η εργαζόμενη με καταγωγή από την Βουλγαρία, η οποία δουλεύει περιστασιακά και μόνο συγκεκριμένες ώρες στο κομμωτήριο, εξυπηρετεί γυναικεία πελατεία από Βαλκανικές χώρες και χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ ο Μπαγκλαντεσιανός εργαζόμενος, ο οποίος «κρατάει» την επιχείρηση ανοιχτή σχεδόν όλη την ημέρα, εξυπηρετεί άνδρες, κυρίως από το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές. Η εθνοτική αυτή διεύρυνση του προφίλ των εργαζομένων αντανακλά σαφώς μια πρακτική προσέλκυσης διευρυμένης πελατείας, εθνοτικά αλλά και με βάση το φύλο, ενώ από τη συνέντευξη προέκυψε ότι η πελατεία της επιχείρησης δεν κατοικεί αμιγώς στην περιοχή, αλλά την επιλέγει λόγω της εγγύτητας της με το ευρύτερο κέντρο πόλης.
Μια επόμενη θεματική αφορά τις ποικίλες «διασυνδέσεις» μεταξύ της τοπικής και της παγκόσμιας κλίμακας, οι οποίες συμμετέχουν στη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση από τα κάτω» (Portes 1999; Choplin, Pliez 2015). Η λειτουργία αυτών των επιχειρήσεων, η οποία εν πολλοίς βασίζεται σε διαεθνικά κοινωνικά και οικονομικά δίκτυα, φέρνει στο προσκήνιο αυτό που η Doreen Massey ονομάζει ως την «πολλαπλότητα του τοπικού» (1994:280) για να περιγράψει καταστάσεις συνύπαρξης και ποικιλομορφίας στις πόλεις και στις μεταναστευτικές γειτονιές τους. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση ιδιοκτήτη καταστήματος τροφίμων με καταγωγή από το Μπαγκλαντές, ο οποίος προκειμένου να απαντήσει στις ανάγκες της διευρυμένης πελατείας του και συνάμα να μειώσει τα λειτουργικά έξοδα της επιχείρησής του, βασίζεται σε διαφορετικά δίκτυα προμήθειας εντός και εκτός της χώρας. Προμηθεύεται προϊόντα, όπως ρύζι και καρυκεύματα, με εισαγωγή προϊόντων από το Ντουμπάι, χαρτικά και είδη υγιεινής από επιχείρηση χονδρικής πώλησης στην Αττική–η οποία με τη σειρά της προμηθεύεται προϊόντα από διεθνείς αλυσίδες υπεραγορών– και, τέλος, φρέσκα φρούτα και λαχανικά από καλλιεργητή μπαγκλαντεσιανής καταγωγής που δραστηριοποιείται στην Αττική.
Μια τρίτη θεματική που προέκυψε κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων σχετίζεται με την προσαρμοστικότητα της επιχειρηματικότητας στο ευρύτερο κοινωνικό-οικονομικό πλαίσιο της χώρας εγκατάστασης, καθώς και στις εκάστοτε συνθήκες που διαμορφώνονται στην κλίμακα του τόπου εγκατάστασης (Hiebert, Rath, Vertovec 2014; Χατζηπροκοπίου, Φραγκόπουλος, 2015). Χωρίς αυτό το χαρακτηριστικό της προσαρμοστικότητας να αφορά αποκλειστικά την επιχειρηματικότητα των μεταναστών, οι συνεντεύξεις έδειξαν ότι η κρίση επηρέασε με ποικίλους τρόπους τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα. Η κρίση λειτούργησε είτε ως αφορμή για την αναπροσαρμογή της μεταναστευτικής διαδρομής (π.χ. από την εξαρτημένη εργασία στην ανεξάρτητη), είτε ως αφορμή για επιμέρους ανακατατάξεις ως προς τα εμπορεύματα, τα ωράρια λειτουργίας, την επιθυμητή πελατεία και άλλα (Polyzou 2019). Στην υπάρχουσα βιβλιογραφία οι συνέπειες της κρίσης ερμηνεύονται με δύο τρόπους: αφενός υπογραμμίζεται η κρίση ως παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά και αποτελεί εμπόδιο για την εξέλιξη της επιχειρηματικότητας των μεταναστών στην Αθήνα και αφετέρου ως παράγοντας που έστρεψε τους μετανάστες προς την έναρξη επιχείρησης με σκοπό την αντιμετώπιση της ανεργίας στην αγορά εργασίας.
Είμαστε 8 χρόνια στο ίδιο μαγαζί. Τώρα αλλάξαμε προϊόντα. Πριν είχαμε κινητά τηλέφωνα, ρολόγια και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές. Τώρα πουλάμε πιο φτηνά προϊόντα για τους πρόσφυγες. Αυτοί αγοράζουν υπνόσακους, σκηνές, περίπου 15 ευρώ. Οι Έλληνες αγοράζουν κυρίως ανεμιστήρες.
(Απόσπασμα συνέντευξης, 2015, Νουρ, Μπανγκλαντές, οδός Χέϋδεν, κατάστημα λιανικής πώλησης). |
Το καλοκαίρι πέρυσι, ήταν πολύ καλά για εμάς, κάθε μέρα είχες πολλά παιδιά που έρχονταν να κουρευτούν. Πέρναγαν από εδώ και μετά προχωρούσαν προς… Όσο είχε η Γερμανία ανοιχτά σύνορα, ήταν πολύ καλά εδώ για εμάς.
(Απόσπασμα συνέντευξης, 2017, Αχμέντ, Πακιστάν, οδός Αχαρνών, κομμωτήριο). |
Ο Σάμι, με καταγωγή από την Αίγυπτο, εργάστηκε ως ελαιοχρωματιστής μέχρι το 2011. Στην αρχή με εργολάβους και στη συνέχεια μόνος του. Έπειτα προχώρησε σε έναρξη επαγγέλματος. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, από το 2011, η κρίση επηρέασε τη δουλειά του και έτσι αποφάσισε να δαπανήσει ό,τι είχε για να ανοίξει ένα κατάστημα μίνι μάρκετ μαζί με τη σύζυγό του: «Είχαμε κόσμο καθημερινά, κυρίως υπήρχε πελατεία λόγω της Εφορίας στην οδό Ηπείρου. Καθημερινά πωλούσαμε αναψυκτικά, τσιγάρα, κάναμε και φωτοτυπίες. Μπορεί να ήταν λίγα τα λεφτά, 1 ευρώ, 3 ευρώ, αλλά υπήρχε πελατεία κάθε μέρα. Από την ημέρα που έφυγε η Εφορία, η επιχείρηση δεν πάει καλά… ζημίες. Αναγκαζόμαστε να πετάμε προϊόντα».
Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή του κειμένου, η παρούσα έρευνα για την επιχειρηματικότητα των μεταναστών αρθρώθηκε από την κλίμακα του δήμου μέχρι την κλίμακα της γειτονιάς και του δρόμου εγκατάστασης. Σκοπός αυτής της μεθοδολογικής προσέγγισης είναι η διερεύνηση δύο βασικών ζητημάτων: από τη μία πλευρά, η ύπαρξη εθνοτικών διαχωρισμών στο επίπεδο του δήμου και, από την άλλη, οι μικρο-γεωγραφίες και πρακτικές εγκατάστασης που σχετίζονται με την έναρξη και τη λειτουργία μιας επιχείρησης σε συγκεκριμένους εμπορικούς δρόμους του κέντρου-πόλης.
Παρά τη χαρτογράφηση των δεδομένων των εμπορικών επιμελητηρίων που μαρτυρούν διακριτές γεωγραφίες εγκατάστασης ανάλογα με την εθνικότητα των επιχειρηματιών, η μελέτη πεδίου έδειξε ότι οι δρόμοι του κέντρου χαρακτηρίζονται από εθνοτική ποικιλομορφία, μέσω της συνύπαρξης εμπόρων διαφορετικών προελεύσεων, η οποία λειτουργεί προς όφελος των επιχειρήσεων, επιτρέπει τη διεύρυνση της πελατειακής τους βάσης και φέρνει στο προσκήνιο εμπορικές πρακτικές που βασίζονται μεν σε τοπικά δίκτυα, κινητοποιούν όμως παράλληλα υπερτοπικές διασυνδέσεις για την προσφορά εμπορευμάτων, εξεύρεσης κεφαλαίου, κ.α. Αναφορικά με το ζήτημα της κρίσης του μικρού και μεσαίου λιανικού εμπορίου στην Αθήνα, η έρευνα επισήμανε τη σημασία των δραστηριοτήτων των μεταναστών ως συστατικό στοιχείο του εμπορικού ιστού της πόλης. Όπως προέκυψε από τις επιτόπιες καταγραφές στην περιοχή μελέτης, τα καταστήματα και οι επιχειρήσεις των μεταναστών αποτελούν περίπου 10% της συνολικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, συμβάλλοντας έτσι στην άμβλυνση του φαινομένου των κλειστών καταστημάτων. Ακόμη, συμμετέχουν στη διατήρηση και την αναζωογόνηση αρκετών επαγγελματικών χώρων που διαφορετικά θα παρέμεναν κλειστοί. Σημαντική ακόμη παράμετρος της παρουσίας αυτών των επιχειρήσεων είναι το εισόδημα που προκύπτει μέσω των, συχνά υψηλών, ενοικίων που οι εν λόγω έμποροι αποδίδουν στους, κατά κύριο λόγο, Έλληνες ιδιοκτήτες τους.
[1] Το κείμενο βασίζεται σε ερευνητικό πρόγραμμα που διενεργήθηκε στην Γαλλική Σχολή Αθηνών (École française d’Athènes) το χρονικό διάστημα 2015-2018. Υλοποιήθηκε από τετραμελή ερευνητική ομάδα που αποτελείται από τους Σέμια Σαμάρα, Δρ. Παν/μίου Nanterre, Δημήτρη Μπαλαμπανίδη Δρ. Χαροκoπείου Παν/μίου, Σταύρο Σπυρέλλη, Ερευνητή ΕΚΚΕ και Λουκά Τριάντη, Δρ. ΕΜΠ. Ο σχεδιασμός και ο συντονισμός του ερευνητικού προγράμματος πραγματοποιήθηκε από τη συγγραφέα του λήμματος.
[2] Για λόγους χαρτογραφικής απεικόνισης, οι επιμέρους χώρες προέλευσης των εμπόρων ομαδοποιήθηκαν σε ευρύτερες γεωγραφικές κατηγορίες, ενώ οι επιχειρήσεις των υπηκόων Βουλγαρίας και Ρουμανίας αποτέλεσαν μια ξεχωριστή κατηγορία λόγω του σημαντικού αριθμού τους.
[3] Από την πλατεία Βάθης μέχρι το ύψος του Αγίου Παντελεήμονα, κατεγράφησαν οι επιχειρήσεις στους εξής δρόμους: Ακομινάτου, Αριστοτέλους, Αχαρνών, Μιχαήλ Βόδα, Ηπείρου, Ιουλιανού, Κεφαλληνίας, Λιοσίων, Μάγερ, Παιωνίου, Σωνιέρου, Χέϋδεν.
Το κείμενο εξετάζει τις προσπάθειες ρύθμισης του χώρου στην Αθήνα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, εστιάζοντας στις χωρικές πολιτικές την περίοδο 1978-1985. Η έρευνα επικεντρώνεται σε θέματα πολιτικών και διακυβέρνησης υπό ένα τριπλό πρίσμα: Μελετά αρχικά το «δομικό πλαίσιο» (structural context) δηλαδή τους ευρύτερους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες που επηρεάζουν τα συστήματα διακυβέρνησης. Κατά δεύτερον, το πολιτιστικό πλαίσιο (cultural context), δηλαδή τις «εθνικές» ιδιαιτερότητες και θεσμικές παραδόσεις που εμπεριέχονται στα συστήματα διακυβέρνησης και τα διαμορφώνουν. Τέλος, εξετάζει το ρόλο της πολιτικής (political actors), των πολιτικών κομμάτων, των τοπικών ομάδων πίεσης και κινημάτων [1]. Στην ανάλυση που ακολουθεί, υποστηρίζουμε ότι η σχέση και η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους τρεις παραπάνω τομείς διαμορφώνουν όλο το πλαίσιο της διακυβέρνησης και κατ’ επέκταση τις χωρικές πολιτικές στην Αθήνα.
Τα ερωτήματα που τίθενται είναι τα ακόλουθα: Ποιοι ήταν οι παράγοντες που καθόρισαν τις «επιτυχίες και τις αποτυχίες» των χωρικών πολιτικών στην Αθήνα; Πώς αυτοί σχετίζονται με το γενικότερο σύστημα διακυβέρνησης της πόλης; Ποιος ο ρόλος των πολιτικών υποκειμένων; Και πώς επηρεάζουν τις αστικές πολιτικές;
Η Αθήνα θα μπει στη δεκαετία του 1970 κουβαλώντας όλη την κληρονομιά του μοντέλου της μεταπολεμικής αστικοποίησης, η οποία θα ολοκληρωθεί την περίοδο της επταετίας. Ουσιαστικά, η Χούντα θα συνεχίσει και θα ενισχύσει την ίδια πολιτική μεγέθυνσης και ενίσχυσης της οικοδομικής δραστηριότητας (Πρεβελάκης, 2001; Παπαγιάννης, 2019; Οικονόμου, 2002; Φιλιππίδης, 1990) [2]. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 το λεκανοπέδιο της Αθήνας θα έχει σχεδόν πλήρως αστικοποιηθεί, με μια ιδιαίτερη πύκνωση της δόμησης στο κέντρο της πόλης (Αβδελίδη, 2010). Η διόγκωση των κεντρικών περιοχών σταδιακά οδηγεί στον κορεσμό και την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Παράλληλα, γενικεύεται η χρήση του ΙΧ, δημιουργώντας έντονα προβλήματα συμφόρησης και ενισχύοντας την ατμοσφαιρική ρύπανση (Ρωμανός, 2004; Πρεβελάκης, 2001). Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η Αθήνα αρχίζει να χάνει την ελκυστικότητά της και έτσι ξεκινάει η πρώτη «έξοδος» προς τα προάστια της πόλης και τις, μέχρι τότε, περιοχές παραθερισμού. Οι τάσεις αυτές θα υποστηριχθούν και από το θεσμικό πλαίσιο την περίοδο της Χούντας. Με τον Αναγκαστικό Νόμο 395/68 θα αυξηθούν οι συντελεστές κατά 30%, γεγονός που θα δώσει το πράσινο φως, όπως αναφέρει ο Γιώργος Σαρηγιάννης, για την αστικοποίηση των προαστίων και των παράκτιων περιοχών της Αττικής, μετά και από πιέσεις κύκλων εργολάβων και ιδιοκτητών γης (Σαρηγιάννης, 2000) [3]. Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί με το συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης στην Αθήνα και στις άλλες ελληνικές πόλεις ήταν πλέον ευδιάκριτα. Η ατμοσφαιρική ρύπανση, το κυκλοφοριακό και γενικότερα το πολεοδομικό ζήτημα αρχίζει να παίρνει κεντρική θέση στο δημόσιο διάλογο (Πρεβελάκης, 1984) [4], ενώ μια σειρά φυσικών καταστροφών, όπως οι πλημμύρες του 1977, θα εντείνουν τις πολιτικές πιέσεις για λήψη μέτρων [5]. Ήταν βέβαια αμφίβολο για πολλούς εκείνη την περίοδο, αν η Νέα Δημοκρατία ήταν διατεθειμένη να αναλάβει το πολιτικό κόστος τέτοιων πρωτοβουλιών (Παπαγιάννης, 2019.04.08; ΑΝΤΙ, 1980). Κατά την περίοδο 1978-1980, ο Στέφανος Μάνος διαδέχεται τον Κυπριανό Μπίρη στη θέση του Υφυπουργού Δημοσίων Έργων. Τη δεκαετία του 1980, επί διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ο Αντώνης Τρίτσης διετέλεσε Υπουργός Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΧΟΠ).
Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες σε επίπεδο πολιτικής γης που έγιναν στις δύο αυτές, διαφορετικές όσο αφορά στη διακυβέρνηση της χώρας περιόδους, του Στέφανου Μάνου και του Αντώνη Τρίτση αντίστοιχα, είναι εξίσου σημαντικές. Η μελέτη των μεταρρυθμίσεων που εισήγαγε κάθε υφυπουργός, καθώς και των αιτιών που οδήγησαν στην αποτυχία τους, θα μας οδηγήσουν σε σημαντικά συμπεράσματα όσο αφορά στο σύστημα διακυβέρνησης, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται οι αστικές πολιτικές στην Αθήνα (Πούλιος, 2021).
Όταν ανέλαβε υφυπουργός ο Στέφανος Μάνος, τον Ιανουάριο του 1977, οι πολιτικές για την ρύθμιση του χώρου στην Αθήνα διαμορφώνονταν κυρίως σε κεντρικό επίπεδο, μέσω του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Το συγκεντρωτικό αυτό σύστημα είχε θεσμοθετηθεί και από το Σύνταγμα του 1974 όπου δίνονταν αρμοδιότητες σε θέματα πολεοδομικού και χωρικού σχεδιασμού στην κεντρική κυβέρνηση. Η δουλειά του Υπουργείου μέχρι και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο Πρεβελάκης (2001:53), ήταν «σχεδόν απόλυτα αποσχυσχετισμένη από την πρακτική» που ρυθμιζόταν από τις δυνάμεις της αγοράς και τα οποιαδήποτε μικρά και μεγάλα συμφέροντα (Σαρηγιάννης, 2000; Φιλιππίδης, 1990; Βοϊβόνδα κ.α., 1977). Όπως ο ίδιος ο Μάνος σχολιάζει, η δουλειά του υφυπουργού ήταν να «μετακινεί δρόμους» και να τροποποιεί το ρυμοτομικό σχέδιο (Μάνος 2018.03.10).
Η πολιτική που ακολούθησε, επικουρούμενος από μια ομάδα νέων συμβούλων που είχαν επιστρέψει από το εξωτερικό, είχε έντονα τα στοιχεία του νεωτερισμού και του εκσυγχρονισμού [6]: Ολοκλήρωσε το Ρυθμιστικό της Αθήνας, που ήταν σε εκκρεμότητα από το 1972. Περιέλαβε Σχέδια Δράσης που στόχευαν στην αναβάθμιση επιμέρους περιοχών. Τέλος, και ίσως το πιο σημαντικό, νομοθέτησε μια νέα πολιτική γης που θα περιόριζε την κερδοσκοπία και θα προστάτευε την αρχιτεκτονική κληρονομιά, θέτοντας ταυτόχρονα νέους όρους για τον σχεδιασμό (Ρωμανός, 2004; Πρεβελάκης, 2001; 1984; Μάνος 2018.03.10).
Το Ρυθμιστικό της Αθήνας θα συνταχτεί από το Υπουργείο ΧΟΠ κατά την περίοδο που εξετάζουμε. Το Σχέδιο-Πλαίσιο «Πρωτεύουσα 2000» ήταν ένα σχέδιο κατευθύνσεων, στα πλαίσια της εθνικής χωροταξικής πολιτικής, η οποία είχε ως βασικό της στόχο την αποσυμφόρηση της Αθήνας και δευτερευόντως της Θεσσαλονίκης, όπως είχε διατυπωθεί από το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας και Περιβάλλοντος το 1979 (Ρωμανός 2004). Πέρα από αυτή τη βασική αρχή, το Σχέδιο «Πρωτεύουσα 2000», σύμφωνα με τον Πρεβελάκη (2001), δεν παρουσίαζε κάποιον ιδιαίτερο βαθμό πρωτοτυπίας. Έθετε όμως κάποιες σημαντικές κατευθύνσεις σε θέματα συγκοινωνιακών υποδομών όπως το Μετρό, νέους συγκοινωνιακούς άξονες και το αεροδρόμιο στα Σπάτα.
Πηγή: Πρεβελάκης, 2001
Τα Σχέδια Δράσης για την αναβάθμιση επιμέρους περιοχών αποτελούσαν παρεμβάσεις αστικών αναπλάσεων που ξεκίνησαν να εφαρμόζονται εκείνη την περίοδο, όπως για παράδειγμα πεζοδρομήσεις. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η πεζοδρόμηση της Βουκουρεστίου, και κυρίως η συνολική ανάπλαση της Πλάκας, διαδικασία που θα ολοκληρωθεί το 1986.
Οι πιο σημαντικές πρωτοβουλίες σε επίπεδο αστικών πολιτικών πάρθηκαν στον τομέα της μεταρρύθμισης του χωρικού σχεδιασμού, γεγονός που είχε άμεσες επιπτώσεις στην Αθήνα. Συγκεκριμένα, το 1979 υλοποιείται η απόφαση για μείωση των συντελεστών δόμησης, σε μερικές περιπτώσεις της τάξης του 30% (Μάνος 2018.03.10), και υιοθετείται η υποχρέωση δημιουργίας χώρων στάθμευσης στα υπόγεια των πολυκατοικιών (Πρεβελάκης, 1984). Βέβαια ο πιο καθοριστικός νόμος της περιόδου ήταν ο ν.947/79 «Περί οικιστικών περιοχών». Ο νόμος προσπαθούσε να ρυθμίσει ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του ελληνικού συστήματος χωρικού σχεδιασμού: τον τρόπο με τον οποίο οικιστικές περιοχές εντάσσονταν στο σχέδιο πόλης. Σε αντίθεση με το παρελθόν, όπου η διαδικασία αυτή γινόταν με ένα μεγάλο βαθμό αυθαιρεσίας και υπό τις πιέσεις διάφορων συμφερόντων, ο νόμος περιγράφει ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο. Σύμφωνα με το νόμο, θα έπρεπε να υπάρχει συγκεκριμένη μελέτη που να δικαιολογεί την επέκταση, ενώ οι ανάγκες σε υποδομές θα καλύπτονταν από την εισφορά σε γη και σε χρήμα των ίδιων των ιδιοκτητών. Οι αντιδράσεις για το νόμο ήταν ραγδαίες, από διάφορα δίκτυα ιδιοκτητών, κατασκευαστών κ.α., με αποτέλεσμα ο ίδιος ο Στέφανος Μάνος να αναγκαστεί σε παραίτηση και η εφαρμογή του νόμου να παγώσει από την κυβέρνηση και τον νέο Υπουργό ΧΟΠ. Ενώ η επόμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ άρχισε να επεξεργάζεται ένα νέο Ρυθμιστικό.
Πηγή: Πρεβελάκης, 2001
Το ΠΑΣΟΚ θα έρθει στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1981, ενισχύοντας τις δημοκρατικές τομές που λάμβαναν ήδη χώρα και την πολιτική ενίσχυσης των εισοδημάτων, στηριζόμενο σε μια σοσιαλιστικού τύπου στρατηγική και ένα εναλλακτικό οικονομικό σχέδιο σε σχέση με αυτό της Νέας Δημοκρατίας (Καζάκος, 2007; Close, 2006).
Κεντρικό στοιχείο αυτής της στρατηγικής ήταν η ενίσχυση της επαρχίας μέσω πολιτικών αποκέντρωσης και η αποσυμφόρηση της Αθήνας (Souliotis 2013). Η πολιτική αυτή, που τη βλέπουμε να είναι κυρίαρχη ήδη από την περίοδο του Μάνου, συνδέεται με μια «διάχυτη εχθρότητα σε σχέση με την Αθήνα» (Πυργιώτης, 2019.07.24). Την άποψη αυτή την υιοθετούσαν σχεδόν το σύνολο των Ελλήνων πολεοδόμων εκείνη την περίοδο (Πρεβελάκης, 2001) και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στα κόμματα της Αριστεράς. Ιδιαίτερα για την Αριστερά (ΠΑΣΟΚ και τα δύο κομμουνιστικά κόμματα) το φαινόμενο της «αστυφιλίας» – της μεγέθυνσης της Αθήνας – συνδεόταν πάντα με τις πολιτικές ελέγχου του μετεμφυλιακού κράτους και της δεξιάς στην Ελλάδα, καθώς και με τη διαμόρφωση των ιδιαίτερων οικονομικών συμφερόντων γύρω από την κτηματαγορά (Σαρηγιάννης, 2000; Βαϊου και Χατζημιχάλης, 2012).
Έτσι, το ΠΑΣΟΚ θα υιοθετήσει μια σειρά πολιτικών και μια σειρά κατευθύνσεων που στόχο έχουν την καταπολέμηση του «υδροκεφαλισμού» της πρωτεύουσας. Αυτό σήμαινε λιγότερες υποδομές για την πόλη και περιορισμός των οικονομικών δραστηριοτήτων. Έτσι με τον ν. 2601/1984 θα απαγορευτεί η χωροθέτηση βιομηχανιών εντός της Αττικής (Coccossis et al., 2003). Ενώ το νέο Ρυθμιστικό δε θα συμπεριλάβει μεγάλες υποδομές όπως το αεροδρόμιο των Σπάτων και το Μετρό (Hastaoglou et al. 1987; Souliotis et al., 2014). Γενικότερα, θα ακολουθήσει μια λογική συγκράτησης της ανάπτυξης της πόλης (Ρωμανός, 2004). Οι συγκεκριμένες απόψεις αποτελούσαν και θέσεις του Αντώνη Τρίτση, πολεοδόμου, βουλευτή του ΠΑΣΟΚ και κεντρικής προσωπικότητας που καθόρισε τη χάραξη χωρικών πολιτικών κατά την διάρκεια της πρώτης κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου. Η περίοδος του Τρίτση θα χαρακτηριστεί από τη γενίκευση των μεταρρυθμίσεων και την προσπάθεια ρύθμισης του χώρου σε όλη την επικράτεια. Οι σημαντικότερες τομές της περιόδου ήταν η ψήφιση του νέου οικιστικού νόμου ν. 1337/1983, το Ρυθμιστικό της Αθήνας 1515/85 και η ίδρυση του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας (ΟΡΣΑ).
Πηγή: Γραφείο Παπαγιάννη
Βασική διαφορά του οικιστικού νόμου του 1983 σε σχέση με αυτόν του Μάνου (947/79) είναι η εισαγωγή κοινωνικών κριτηρίων στον τρόπο απόδοσης της εισφοράς γης, γεγονός που ευνοούσε τις μικρότερες ιδιοκτησίες. Κύριο όμως στοιχείο και αντικείμενο του νόμου είναι η Επιχείρηση Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης (ΕΠΑ), σύμφωνα με την οποία θα πραγματοποιούνταν 428 Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΓΠΣ) σε οικισμούς σε όλη τη χώρα. Παράλληλα ο νόμος περιλαμβάνει διατάξεις που στοχεύουν στην ανάσχεση και ρύθμιση της αυθαίρετης δόμησης [7]. Το φιλόδοξο αυτό σχέδιο, αν και έτυχε αποδοχής την εποχή εκείνη (Ζέικου, 2015.12.19; Ρωμανός, 2018.1.19), βρήκε σημαντικά εμπόδια στην εφαρμογή του. Αρχικά λόγω των ανεπαρκειών του ίδιου του συστήματος χωρικού σχεδιασμού που δε μπόρεσε γρήγορα να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες που προέκυψαν (Πυργιώτης, 2019.7.24; Ζέικου, 2015.12.19) λόγω της έλλειψης τεχνογνωσίας, της άγνοιας της υφιστάμενης κατάστασης στις περιοχές που αντιμετώπιζαν τα περισσότερα προβλήματα κ.α. Κυρίως όμως, τα εμπόδια ήταν πολιτικά και προέκυψαν από τις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών και ιδιοκτητών γης πάνω σε θέματα σχεδιασμού και εισφορών (Παπαγιάννης, 2019.4.8). Οι αντιδράσεις ήταν τόσο σφοδρές, ώστε στον ανασχηματισμό του 1984 ο Τρίτσης απομακρύνθηκε από τη θέση του Υπουργού.
Πηγή: ΕΜΠ
Ωστόσο, η αλλαγή ηγεσίας στο Υπουργείο δεν εμπόδισε την θεσμοθέτηση του Ρυθμιστικού Σχεδίου της Αθήνας το 1985. Η ψήφιση του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας (ΡΣΑ) το 1985 και η συγκρότηση του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας (ΟΡΣΑ) με τον ν.1515/1985 ήταν αδιαμφισβήτητα μια σημαντική θεσμική στιγμή για την πόλη, καθώς κατοχύρωνε για πρώτη φορά ένα πλαίσιο για τη μελλοντική της ανάπτυξη (Pagonis, 2013; Οικονόμου, 2000; Τριάντης, 2017). Όμως, όπως αποδείχθηκε στην πράξη, τα προβλήματα στην εφαρμογή του ΡΣΑ και της λειτουργίας του ΟΡΣΑ ήταν πολλά (Ψυχογιός, 2019.3.7; Ζέικου, 2015.12.19; Οικονόμου, 2000; Ρωμανός, 2004), σε τέτοιο βαθμό που ο Αριστείδης Ρωμανός θα υποστηρίξει ότι είναι αμφίβολο «αν υπάρχει άλλος νόμος που ακυρώθηκε σε τέτοιο βαθμό, τόσο από τα πράγματα όσο και από τη διοικητική αδυναμία να δράσει» (Ρωμανός, 2004: 154). Τα βασικά ζητήματα μπορούν να συμπυκνωθούν στα ακόλουθα:
Σε πολύ σύντομο διάστημα το σχέδιο θα αρχίσει να αναιρείται και να τροποποιείται.
Η απομάκρυνση του Τρίτση το 1984, καθώς και η παραίτηση του Μάνου το 1980, είναι ενδείξεις της γενικότερης αποτυχίας εφαρμογής οποιασδήποτε μεταρρυθμιστικής προσπάθειας σε επίπεδο πολιτικής γης, αναγκαία προϋπόθεση για τη χάραξη πολιτικής στην Αθήνα, όσο και σε όλη τη χώρα. Η αδυναμία εφαρμογής των εγκεκριμένων σχεδίων και νόμων το επόμενο διάστημα συνηγορεί σε αυτή την κατεύθυνση.
Αρχικά, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι μια σειρά εξωγενών παραγόντων, όπως η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970 και οι προσπάθειες ενοποίησης με την υπόλοιπη Ευρώπη, αποτέλεσαν τη βάση και τους μηχανισμούς πίεσης για τη μεταφορά πολιτικών και ιδεών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Όμως, η εφαρμογή των πολιτικών αυτών επηρεάστηκε από τις τοπικές συνθήκες και ιδιαιτερότητες. Αυτή η «Αθηναϊκή εξαίρεση» (Παγώνης, 2005; Πούλιος, 2021), δημιουργήθηκε ακριβώς από τον συνδυασμό των τοπικών παραγόντων και υποκειμένων (local actors) και των συνθήκων (τοπικών και διεθνών) κάτω από τις οποίες αυτά έδρασαν. Ιδιαίτερα για την Αθήνα, υποστηρίζουμε ότι ο ρόλος των τοπικών δρώντων υποκειμένων ήταν κομβικός στη χάραξη πολιτικών και στον τρόπο λήψης αποφάσεων (agency centered). Αυτό αποτελεί μια παρενέργεια του συγκεντρωτισμού, που τη βλέπουμε και σε άλλες περιπτώσεις χωρών (Andreotti et al. 2001), όπου οι προσπάθειες συνολικού ελέγχου οδηγούν τόσο στην ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων και τη διαπλοκή με τον ιδιωτικό τομέα, όσο και στη συγκρότηση αντίστοιχα ισχυρών δικτυώσεων και τοπικιστικών τάσεων.
Ποια όμως ήταν αυτά τα τοπικά δίκτυα και υποκείμενα (actors); Διακρίνουμε δύο βασικά επίπεδα:
Σε πρώτο επίπεδο θα πρέπει να αναφέρουμε τους μηχανισμούς και τα δίκτυα της κεντρικής κυβέρνησης, τα αρμόδια υπουργεία και κυρίως το τότε ΥΠΕΧΩΔΕ. Όλο το σύστημα αποφάσεων καθοριζόταν από τον εκάστοτε Υπουργό και το υπουργικό γραφείο, δηλαδή τις ομάδες συμβούλων που συγκροτούνταν γύρω από τον Υπουργό (Ζέικου, 2015.12.19; Παπαγιάννης, 2019.8.4; Κλουτσινιώτη, 2016.8.1; Ψυχογιός, 2019.3.7; Πυργιώτης, 2019.7.24; Ρωμανός, 2018.1.19 ) [9].
Σε δεύτερο επίπεδο έχουμε ένα μεγάλο αριθμό ετερόκλητων ομάδων συμφερόντων: σωματεία, επαγγελματικές και επιχειρηματικές οργανώσεις, επιστημονικοί φορείς, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, καθώς και κυρίως ιδιωτικές επιχειρήσεις και όμιλοι, οι οποίες λειτουργούσαν ως ομάδες πίεσης και δραστηριοποιούνταν σε εθνικό επίπεδο (ΤΕΕ, ΣΕΒ, ΣΕΤΕ κ.α.) αλλά ήταν κυρίαρχοι και σε τοπικό επίπεδο.
Ανάλογα με την περίπτωση, τα δίκτυα αυτά λειτουργούσαν και ως σύμμαχοι σε πολιτικά κόμματα, και βέβαια εξελίσσονταν βάσει των ευρύτερων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών. Επί της ουσίας, μέσω της τοπικής κλίμακας, αναδιαρθρώθηκε το δίκτυο των πελατειακών σχέσεων των κομμάτων στη Μεταπολίτευση (Chorianopoulos, 2012; Lyberaki and Tsakalotos, 2002) [10]. Αυτό ήταν καθοριστικό, καθώς η δυνατότητα πρόσβασης των συγκεκριμένων δικτύων στην κεντρική εξουσία, είτε προωθώντας είτε υπονομεύοντας πολιτικές, ήταν κομβική για την υλοποίηση των τελευταίων. Έτσι, όλη η περίοδος 1974-1985 καθορίζεται από τις εξαρτήσεις και τις συγκρούσεις ανάμεσα στα παραπάνω επίπεδα. Είναι μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, όπου διαμορφώνεται και η εκάστοτε πολιτική.
H εξέλιξη των πολιτικών συνδέθηκε με την αδυναμία ελέγχου των οργανωμένων συμφερόντων και πελατειακών δικτύων που δραστηριοποιούνταν κυρίως γύρω από την κτηματαγορά, τόσο από την Νέα Δημοκρατία όσο και από το ΠΑΣΟΚ (Παπαγιάννης, 2019.8.4; Πρεβελάκης, 1984). Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι για το συγκεκριμένο σύστημα, ο χρόνος και ο τρόπος ένταξης των ιδιοκτησιών στο Σχέδιο Πόλης ήταν καθοριστικής σημασίας, γι’ αυτό το λόγο οι σχετικοί νόμοι, τόσο ο ν. 947/79 όσο και ο ν. 1337/83, ήταν στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Η ανθεκτικότητα των μηχανισμών αυτών φάνηκε μέσα από τις αντιδράσεις την περίοδο του Μάνου, αλλά και του Τρίτση [11]. Οι αντιδράσεις αναδεικνύουν τόσο την απροθυμία μεγάλων τμημάτων του κοινωνικού συνόλου να αποδεχτούν αλλαγές που θα κλόνιζαν τις μέχρι τότε καθιερωμένες πρακτικές που συνδέονται με την μικρο-ιδιοκτησία και τα διαφορετικά συμφέροντα γύρω από την ακίνητη περιουσία [12], όσο και την αδυναμία εκσυγχρονισμού του κλάδου των κατασκευών. Επίσης οι αντιδράσεις αυτές μπορούν να θεωρηθούν ως τα πρώτα στάδια της «μεταπολιτευτικής» συναίνεσης από τη μεριά των κομμάτων εξουσίας (Γιαννακούρου και Καυκαλάς, 2014; Γιαννακούρου, 2019.6.25; Λυγερός, 2011).
Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη και μια σειρά άλλων παραγόντων που σχετίζονται με το γενικότερο σύστημα διακυβέρνησης της Αθήνας. Ο πρώτος ήταν ότι υπήρχε αδυναμία κατανόησης από τους ειδικούς της εποχής των πραγματικών τάσεων εξέλιξης της Αθήνας και γενικότερα της πορείας του μεταπολεμικού μοντέλου αστικοποίησης (Πρεβελάκης, 2001; Hastaoglou et al., 1987). Οι εκτιμήσεις για την αύξηση του πληθυσμού στην πρωτεύουσα ήταν λανθασμένες καθώς υπήρξε τη δεκαετία του 1980 μια σαφής σταθεροποίηση. Η κρίση της δεκαετίας του 1970 κλόνισε και το μοντέλο κοινωνικής κινητικότητας των προηγούμενων δεκαετιών (Μαλούτας 2018). Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν η αστική διάχυση της Αθήνας και άλλων μεγάλων αστικών κέντρων της επαρχίας που θεσμοθετούνταν μέσα από τις «γενναιόδωρες» επεκτάσεις των σχεδίων πόλης. Δεύτερον, υπήρχε αδυναμία ανταπόκρισης του ίδιου του κρατικού μηχανισμού στις απαιτήσεις του σχεδιασμού και τις τεχνικές ανάγκες που προέκυπταν (Ζέικου, 2015.12.19; Πυργιώτης, 2019.7.24) [13]. Έτσι αρχίζουν τη δεκαετία του 1980 να παγιώνονται τα βασικά χαρακτηριστικά για το σύστημα-καθεστώς διακυβέρνησης της Αθήνας που θα επικρατήσει όλη την επόμενη περίοδο: ο ισχυρός ρόλος του ιδιωτικού τομέα στην παραγωγή του χώρου, η αδυναμία συγκρότησης θεσμών ελέγχου και χάραξης πολιτικής και η πολιτική «απροθυμία» ενός ιδιαίτερα συγκεντρωτικού μοντέλου διακυβέρνησης της πόλης.
[1] Η συγκεκριμένη μεθοδολογία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε νέο-θεσμικές προσεγγίσεις στη μελέτη των αστικών πολιτικών (Peters 2005; 1998; Pierre 1999; 2005; Lowndes 2009; Pierre 1998) και σχήματα σκέψης που έχουν στον επίκεντρο το ρόλο της πολιτικής και των πολιτικών υποκειμένων στη διαμόρφωση των πολιτικών (P. Kantor, Savitch, and Haddock, 1997; Paul Kantor and Savitch, 2005; Sellers, 2002; DiGaetano and Strom, 2003).
[2] Η συμβολή του συγκεκριμένου τομέα ήταν άλλωστε καθοριστική για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας όλη τη δεκαετία του 1960. Την περίοδο 1965-1969 οι επενδύσεις στην κατοικία καταλαμβάνουν περίπου το 40% του συνόλου των ιδιωτικών επενδύσεων και αποτελούν το 9 με 10% του συνόλου του ΑΕΠ (Τριανταφυλλίδης, 1972). Ενώ το 1971 η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως στην κατασκευή νέων κατοικιών ανά 1000 άτομα (Hastaoglou et al., 1987).
[3] Βέβαια η συνθήκη αυτή άρχισε να γίνεται εμφανής αρκετά αργότερα, στο τέλος της δεκαετίας του 1980.
[4] Τον Μάϊο του 1976 η Καθημερινή θα γράψει ότι «τα προβλήματα της πολεοδομίας, του αστικού περιβάλλοντος, της καθημερινής ζωής στις πόλεις κοντεύουν να φθάσουν στο όριο της κρίσεως». Το περιοδικό ΑΝΤΙ θα κάνει το 1980 ειδικό αφιέρωμα στην Αθήνα όπου αναφέρει πως «Η Αθήνα είναι μια πόλη α-χαρακτήριστη. Η ποιότητα της ζωής, καθημερινά υποβαθμισμένη, έχει γίνει επικίνδυνα προβληματική». (ΑΝΤΙ 1980)
[5] Οι προκλήσεις βέβαια ήταν μεγάλες. Το βασικό πρόβλημα, όπως αναφέρει ο Κώστας Σοφούλης, ήταν η τιθάσευση από τη μία μεριά του «τέρατος της κατασκευαστικής βιομηχανίας», και όλων των οικονομικών κυκλωμάτων που είχαν στηθεί γύρω της, και από την άλλη η ανατροπή των αντιλήψεων σε πλατιά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας ότι «λεφτά γίνονται στα οικόπεδα» (Σοφούλης, 1976).
[6] Στην πραγματικότητα οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού του πλαισίου είχαν ξεκινήσει από το 1974 με πρωτοβουλία του Κυπριανού Μπίρη (Σαρηγιάννης, 2000)
[7] Οι διατάξεις του ν. 1337/1983 για την αυθαίρετη δόμηση περιλάμβανε σειρά διατάξεων συνδυάζοντας μια σειρά εργαλείων για την αντιμετώπιση της αυθαίρετης δόμησης, από κατεδαφίσεις, απαλλοτριώσεις, καθώς και ένα πλαίσιο νομιμοποίησης. Υπολογίζεται ότι το σχέδιο του Υπουργείο προέβλεπε την κατεδάφιση πάνω από 3.000 αυθαιρέτων κτισμάτων, γεγονός όμως που δεν υλοποιήθηκε.
[8] Αυτό έγινε ξεκάθαρο κυρίως στο επίπεδο των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων όπου υπήρχε αδυναμία εύρεσης πόρων για τις απαραίτητες απαλλοτριώσεις και τη διαμόρφωση της κοινωνικής υποδομής .
[9] Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει σε αυτές τις ομάδες και δίκτυα τεχνικών συμβούλων, προερχόμενα κυρίως από τον ιδιωτικό αλλά και από το δημόσιο τομέα. Αναφερόμαστε σε μελετητές, πανεπιστημιακούς και γενικότερα “knowledge holders” (Giannakourou, 2011) που συμβούλευαν με πολλαπλούς τρόπους τη δημόσια διοίκηση.
[10] Οι Δήμοι συγκεκριμένα ήταν ιδιαίτερα ευάλωτοι σε πιέσεις, γεγονός που οδηγούσε σε αρκετές περιπτώσεις σε καταστρατήγηση και του νομοθετικού πλαισίου (Γιαννακούρου, 2019).
[11] Ο ίδιος ο Τρίτσης θα αποδώσει την αποτυχία των μέτρων του ΥΧΟΠ στα οργανωμένα συμφέροντα. Η «σύγχυση» θα υποστηρίξει: «έχει προκληθεί κυρίως από την παραπληροφόρηση του κόσμου από συμφέροντα που είχαν και θεωρούν ακόμη ιδιωτική τους υπόθεση την κατοικία, και το περιβάλλον, δηλαδή μεγαλοκατασκευαστές, ιδιοκτήτες γης, καταπατητές γης, οικοδομικούς συνεταιρισμούς, ομάδες εργολάβων κατασκευής αυθαιρέτων κ.α.» (Καθημερινή 1984)».
[12] Τα αποτελέσματα των πιέσεων αυτών θα φανούν με τη ραγδαία πτώση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ στην Αθήνα όπου θα πέσει από το 47% στο 37.1% (Hastaoglou et al., 1987)
[13] Όπως αναφέρει η Ζέικου (2015.12.29), πρώην Διευθύντρια Χωροταξίας του ΥΠΕΚΑ «χρόνος χάθηκε από την έλλειψη τεχνικής υποδομής (κτηματολόγιο, υπόβαθρα) […] πολύς χρόνος και χρήμα χάθηκε σε αυτή την κατεύθυνση ενημέρωσης των υποβάθρων. Η δεκαετία εκείνη χάνεται σε αυτά.»
Πούλιος, Δ. (2022) Η ατελής μεταρρύθμιση: Ρύθμιση του χώρου στην Αθήνα της Μεταπολίτευσης 1978-1985, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-ατελής-μεταρρύθμιση-στην-αθήνα-της-μ/ , DOI: 10.17902/20971.110
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το κείμενο παρουσιάζει μια παραγνωρισμένη πτυχή του παρελθόντος της πόλης της Αθήνας. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια απόπειρα να εξηγήσω μια νέα κατηγορία ιστορικού τόπου: εκείνη του τόπου υγείας. Για να αναλύσω την ιδιαιτερότητα και τα ιστορικά χαρακτηριστικά που συνηγορούν υπέρ των ιστορικών τόπων, θα αναφερθώ συνοπτικά στην ιστορία ίδρυσης σανατορίων στις παρυφές της Πεντέλης και στη θεωρία της ιατρικής κλιματολογίας που υπέδειξε συγκεκριμένους τόπους ως λιγότερο ή περισσότερο κατάλληλους για την ίαση των φυματικών. Από τα τέλη του 19ου αι. ως τον Μεσοπόλεμο ευκατάστατοι φυματικοί παραθέριζαν στο εξοχικό Μαρούσι σε μία προσπάθεια να θεραπευτούν από το ευεργετικό φυσικό περιβάλλον. Αργότερα, αυτή η πρακτική θα επισύρει το ενδιαφέρον μεμονωμένων γιατρών, ευεργετών και επενδυτικών σχημάτων. Όλοι αποσκοπούσαν στη δημιουργία μεγάλων νοσοκομειακών υποδομών στο καταπράσινο βουνό της Πεντέλης. Πολλά από αυτά τα σανατόρια μετατράπηκαν σε γενικά κρατικά νοσοκομεία στα μεταπολεμικά χρόνια, έχοντας απεκδυθεί πλήρως την ιστορική ταυτότητά τους. Σήμερα ελάχιστοι κάτοικοι του Αμαρουσίου και των Μελισσίων θυμούνται ακόμη αυτές τις ιστορίες. Στόχος του λήμματος είναι να συζητήσει μια νέα περίπτωση διατήρησης της μνήμης μέσα στον αστικό χώρο −μέσω της διαδικασίας της αποκατάστασης ιστορικών κτηρίων− και επομένως αποφυγής της λήθης για τα κτήρια αυτά. Επίσης, στόχος είναι να κατατεθούν μερικές προτάσεις διατήρησης της μνήμης με αφορμή την ανάδειξη ενός νοσοκομειακού συγκροτήματος στη Βαρκελώνη και την αποκατάσταση ενός σανατορίου στο Βέλγιο. Η ανάδειξη της ιστορικής διαδρομής αυτών των μεγάλων συγκροτημάτων μπορεί να μεταβάλλει ριζικά τη σχέση των Αθηναίων και των κατοίκων της Πεντέλης με το δασικό περιβάλλον, το οποίο βιαστικά χαρακτηρίζεται ως μη ιστορικό. Ακόμη οι ιστορίες φωτίζουν το παρελθόν μιας αστικής περιοχής, η οποία περιγράφεται ως σύγχρονο και ανιστορικό προάστιο. Τέλος, στόχος του κειμένου είναι να δείξει πως η μελέτη των αρχειακών τεκμηρίων μπορεί να αποκαλύψει λησμονημένους τόπους και ιστορίες που διαφεύγουν της ματιάς των ιστορικών, όπως εκείνες της περίθαλψης των ασθενών. Η πρόσληψη των βιομηχανικών εγκαταστάσεων ως τμημάτων της αρχιτεκτονικής και ιστορικής κληρονομιάς των νεότερων κοινωνιών υπήρξε αποτέλεσμα των επιστημονικών διεργασιών και συζητήσεων, που ενσωμάτωσε μεταπολεμικά η βιομηχανική αρχαιολογία. Πρόκειται για ένα πεδίο καταγραφής, μελέτης και διατήρησης των καταλοίπων των παραγωγικών δραστηριοτήτων παλαιών και νεότερων κοινωνιών. Η ανάγκη για έρευνα και κατανόηση των μικρών και μεγάλων οικονομικών διαδικασιών οδήγησε στο αίτημα για τη διατήρηση των υλικών καταλοίπων και αργότερα των άυλων αποτυπώσεων στα αποθετήρια μνήμης. Αυτή τη διεύρυνση των ερωτημάτων πέρα από τα στενά όρια της τεχνικής εξέλιξης αποτύπωσε ο ορισμός του Jacques Pinard το 1985: «Η βιομηχανική αρχαιολογία επιδιώκει να δημιουργήσει λοιπόν κάτι περισσότερο από μια ιστορία των επιστημών και των τεχνικών, θέλοντας να αναπλάσει, με αφετηρία συγκεκριμένα στοιχεία, όλο εκείνον τον υλικό και ανθρώπινο χώρο που περιβάλλει μια κοινωνία» (Pinard, 1991:11). Αυτό το νέο πεδίο συζήτησης υπήρξε η αφορμή για να εμφανιστεί στην Ελλάδα στο τέλος της δεκαετίας του 1980 η τάση της διατήρησης αρκετών βιομηχανικών εγκαταστάσεων και της ανάδειξης τους μέσω διαφορετικών προγραμμάτων αποκατάστασης. Αυτό το κείμενο δεν θα ασχοληθεί με τη βιομηχανική κληρονομιά. Μέσω αυτού του παραδείγματος αναζητώ απαντήσεις στο ερώτημα γιατί οι εγκαταστάσεις που αφορούν τη δημόσια υγεία και την περίθαλψη των πολιτών διαφεύγουν της ένταξης στα μνημεία νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Μολονότι οι αρχιτέκτονες αναφέρονται σε αυτά και μελετούν τους δημιουργούς τους, η αδιάλειπτη λειτουργία μέσα στα ίδια κελύφη οδηγεί σε ακούσια μάλλον αποσιώπηση του παρελθόντος τους και τελικά σε συλλογική λήθη. Λίγοι πολίτες μπορούν να αναφερθούν σε γεγονότα ή πρόσωπα που συνδέθηκαν με τα ελληνικά νοσοκομεία και τις δομές περίθαλψης. Με την αναφορά μου στη βιομηχανική αρχαιολογία θέλησα να υπενθυμίσω ότι σε άλλες περιπτώσεις τα επίμονα ερωτήματα της επιστημονικής κοινότητας συνέβαλαν στην ένταξη μιας κατηγορίας χρηστικών κατασκευών στη σφαίρα των νεότερων ιστορικών μνημείων. Οι λιγοστές μελέτες για τις ιστορικές διαδρομές των ελληνικών νοσοκομείων, η απουσία συγκροτημένων αρχειακών συνόλων με διοικητικές, οικονομικές, και λειτουργικές πληροφορίες οδήγησαν σε μια μακρά λήθη τα προηγούμενα χρόνια. Αγνοούμε δηλαδή σε πολλές περιπτώσεις τις ειδικές συνθήκες, τα κρατικά προγράμματα δημόσιας υγείας, τις κοινωνικές ανάγκες μέσα από τις οποίες γεννήθηκαν αυτοί οι οργανισμοί περίθαλψης. Μέσα από τη μελέτη ενός τέτοιου ιστορικού παραδείγματος, θα προσπαθήσω να αναδείξω μια ιδιαίτερη περίπτωση όχι ιστορικών νοσοκομειακών ιδρυμάτων αλλά περισσότερο ενός ευρύτερου λησμονημένου τόπου υγείας. Στη διδακτορική διατριβή μου χρησιμοποίησα τον όρο ‘θεραπευτικοί τόποι’ για να εξηγήσω την ιατρική πρακτική του 19ου αι., σύμφωνα με την οποία το κλίμα διάφορων οικισμών ανά την υφήλιο χαρακτηριζόταν ως ιαματικό για ορισμένες παθήσεις (Στογιαννίδης, 2016: 50-73). Στις αρχές του 19ου αι. οι γιατροί στα Βρετανικά Νησιά αναζητούσαν θεραπεία για μια διαδεδομένη νόσο μεταξύ των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η φυματίωση πρόσβαλε τους νεαρούς φοιτητές, καλλιτέχνες και συγγραφείς. Εφόσον οι εύποροι αστοί μπορούσαν να καταβάλλουν τα έξοδα της ιατρικής επίσκεψης και περίθαλψης, οι γιατροί αναζήτησαν θεραπευτικά μέσα προσαρμοσμένα στις οικονομικές δυνατότητες αυτών των κοινωνικών ομάδων. Οι πρώτες ιδέες περιλάμβαναν την αποστολή νεαρών φυματικών στην εύκρατη Μεσόγειο (κεντρική Ιταλία, νότια Γαλλία, Επτάνησα). Αποτύπωναν τις σκέψεις τους σε πραγματείες, στις οποίες περιέγραφαν το φυσικό περιβάλλον (χλωρίδα, πανίδα, κλίμα) αυτών των περιοχών (Clark, 1820; Clark, 1829; Fisk, 1907; Johnson, 1890; Matthews, 1835; Weber & Weber, 1907) Σύντομα, παρατήρησαν ότι ο συνδυασμός της πλούσιας διατροφής με τις κλιματικές συνθήκες του ευρωπαϊκού νότου οδηγούσαν σε πρόσκαιρη ανάκαμψη της υγείας των ασθενών. Καθώς οι γιατροί συγκέντρωναν περισσότερα ενθαρρυντικά δεδομένα για τα μεσογειακά κλίματα οδηγήθηκαν σε μια επιστημονική θεωρία, η οποία έμεινε γνωστή ως ιατρική κλιματολογία. Ισχυρίζονταν δηλαδή ότι ειδικές κλιματικές συνθήκες μπορούσαν να καταπολεμήσουν τη νόσο της φυματίωσης και να παρατείνουν τον βίο των φορέων. Η θεωρία διαδόθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε ορισμένοι γιατροί να ισχυρίζονται ότι οι κλιματικές συνθήκες της Μεσογείου μπορούν να διαμορφωθούν τεχνητά σε διάφορα γεωγραφικά σημεία της υφηλίου. Έτσι, άρχισαν να προτείνουν τρόπους για να μειώσουν την εσωτερική υγρασία και να αυξήσουν τη φωτεινότητα των κτισμάτων, στα οποία θα περιέθαλπαν τους φυματικούς. Ένας από τους πιο γνωστούς υπερασπιστές αυτών των ιδεών υπήρξε ο Τζέιμς Κλαρκ (James Clark), ο μετέπειτα βασιλικός γιατρός της Βικτώριας της Αγγλίας (Clark, 1829). Ο Κλαρκ είδε από την πρώτη στιγμή ότι οι προτάσεις για μετεγκατάσταση των εύπορων φυματικών στη Μεσόγειο προκαλούσαν διαφυγόντα κέρδη στην εγχώρια οικονομία. Μετά από αρκετές καταγραφές των κλιματικών συνθηκών σε διαμορφωμένα και μη θέρετρα της Αγγλίας, δημιούργησε έναν κατάλογο με τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής που την καθιστούσαν κατάλληλη για να περιθάλπει φυματικούς και όσους έπασχαν από νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος (Στογιαννίδης, 2016:44-46). Ουσιαστικά, σε αυτό το σημείο είχε γεννηθεί ήδη η ιδέα του σανατορίου ως χώρου περίθαλψης των φυματικών. Όπως όλες οι ιδέες, χρειάστηκαν μερικές δεκαετίες και ορισμένοι πιονέροι γιατροί για να εμφανιστεί στις Άλπεις μεταξύ 1850-1860 ως νέα κατηγορία ιδρύματος περίθαλψης (Στογιαννίδης, 2016: 51-53). Μέχρι τα τέλη του 19ου αι. είχε καθιερωθεί στην κεντρική Ευρώπη ως τύπος ειδικού νοσοκομείου και χώρου απομόνωσης των φορέων μετάδοσης των μικροβίων (βακίλων). Η ιδέα της ανέγερσης ειδικών νοσοκομείων για την απομόνωση και την περίθαλψη των φυματικών διαδόθηκε συστηματικά σε όλη την ήπειρο και πέρα από τα γεωγραφικά της όρια μετά την εργαστηριακή τεκμηρίωση (1882) της μεταδοτικής φύσης της φυματίωσης από τον Ρόμπερτ Κοχ. Η αποκάλυψη της μεταδοτικότητας των μικροβίων οδήγησε στην ανάγκη περιορισμού των φορέων, ώστε να προστατευθεί το υγιές τμήμα της κοινωνίας. Ακολουθώντας τις ιδέες γιατρών όπως ο Κλαρκ, οι Έλληνες γιατροί στις αρχές του εικοστού αιώνα αναζητούσαν τόπο για την ανέγερση σανατορίων. Ήδη από τα τέλη του 19ου αι., οι φυματικοί Αθηναίοι κατέφευγαν στα δάση και τις εξοχές του Αμαρουσίου για να ανακουφιστούν από τη διαδεδομένη νόσο των πόλεων (Στογιαννίδης, 2016: 367-368). Είναι βέβαιο ότι πρόκειται για πρακτική που είχε ήδη διαδοθεί, αφού στον Τύπο δημοσιεύονταν σύντομα διηγήματα για φυματικούς που παραθέριζαν κάτω από τα δέντρα και δίπλα στα νερά της Πεντέλης (Η φθισική, 1888). Αυτά τα δημοσιεύματα μαζί με πιθανόν άλλα δεδομένα από την παρατήρηση του αττικού κλίματος οδήγησαν τους γιατρούς και προασπιστές της υγιεινολογίας Κωνσταντίνο Σάββα και Βασίλειο Πατρίκιο την άνοιξη του 1902 σε επιτόπια επίσκεψη στην Πεντέλη. Την ίδια περίοδο το Μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας είχε περιέλθει στην κατοχή του ελληνικού δημοσίου. Έτσι, οι δυο γιατροί και εκπρόσωποι του Πανελλήνιου Συνδέσμου κατά της Φυματιώσεως πρότειναν να λειτουργήσει το Μέγαρο στο εξής ως σανατόριο (Σκριπ, 23.04.1902; Στογιαννίδης, 2016: 258-259). Το ζήτημα της μετατροπής του Μεγάρου μεταφέρθηκε στο Κοινοβούλιο χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα. Ιδέες αξιοποίησής του κατατέθηκαν ξανά το 1919, όταν ο Κώστας Κιτσίκης ανέλαβε τη μελέτη μετατροπής του σε ξενοδοχείο-υδροθεραπευτήριο (Φεσσά-Εμμανουήλ & Μαρμαράς, 2005). Η Επιτροπή δεν κατέληξε αναφορικά με την επιλογή της Πεντέλης και τα ηνία πήρε η Σοφία Σλήμαν, η οποία προχώρησε στην οικοδόμηση ενός μικρού κτίσματος στην αγροτική περιοχή των Αμπελοκήπων. Η απόφαση της Σλήμαν και της επιτροπής να κτιστεί ένα λαϊκό σανατόριο το οποίο θα περιέθαλπε κατά προτεραιότητα τους φτωχούς φυματικούς σε αυτή τη θέση είχε κοινωνικό στίγμα. Τα βασικά κριτήρια ήταν η αναζήτηση μιας περιοχής που διέθετε δασικό περιβάλλον αλλά και η σχετικά κοντινή απόσταση από το κέντρο της πόλης. Αυτός ο τύπος των σανατορίων πόλης εφαρμόστηκε με επιτυχία στις αμερικανικές πόλεις. Η ανέγερση του ΣΩΤΗΡΙΑ ήταν η λύση που εν τέλει δόθηκε για την περίθαλψη των άπορων ή μεροκαματιάρηδων φυματικών, οι οποίοι ήθελαν να νοσηλεύονται σε ένα οικείο περιβάλλον και σε μικρή απόσταση από την οικογενειακή εστία τους. Η διοικητική διαδρομή του ΣΩΤΗΡΙΑ υπήρξε ανάλογη με τις κοινωνικές συνθήκες που διαμόρφωσε ο δεκαετής πόλεμος (Βαλκανικοί, Μικρασία). Φυματικοί πρόσφυγες και στρατιώτες συνέρρεαν στις πύλες του μικρού σανατορίου. Οι χορηγίες εύπορων πολιτών (Άμπετ, Οικονομίδης, Κυριαζίδης) επέτρεψαν στη διοίκηση να ανοικοδομήσει μικρές κλινικές, ώστε με μικρά βήματα να αυξηθεί η δυναμικότητα του σανατορίου σε κλίνες. Μετά την άφιξη των πολυάριθμων μικρασιατών στο λιμάνι του Πειραιά το ΣΩΤΗΡΙΑ δέχτηκε περισσότερα αιτήματα εισαγωγής από όσα μπορούσε να ανταποκριθεί με αποτέλεσμα να απορρίπτει αρκετούς ασθενείς. Οι φυματικοί που δεν γίνονταν δεκτοί κατασκήνωναν στα άλση που περιέβαλαν τις κλινικές. (Στογιαννίδης, 2016: 286-332) Η πίεση που ασκούσαν οι υπαίθριες κατασκηνώσεις των ασθενών σε ακατάλληλες και επιβαρυντικές για την υγεία τους συνθήκες προκάλεσε νέες πρωτοβουλίες. Η ανέγερση ιδιωτικών σανατορίων για την περίθαλψη ευκατάστατων φυματικών ήταν μια ιδέα που απασχόλησε Έλληνες επιχειρηματίες και πολιτικούς ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα. Μάλιστα, αρκετοί προσπάθησαν να συνεργαστούν με γιατρούς της Κεντρικής Ευρώπης, ώστε να δημιουργήσουν ένα δίκτυο εισαγωγής ασθενών από αυτές τις χώρες (Στογιαννίδης, 2016: 169-175). Σύμφωνα με τον Arnold η προτίμηση στα θέρετρα της Μεσογείου είχε προκύψει ως συνέχεια των πολύμηνων ταξιδιών των ευρωπαίων καλλιτεχνών και διανοούμενων στη νότια Ευρώπη (Arnold, 2012: 16-18). Τα περισσότερα εγχειρήματα ήταν μάλλον ανώριμα ή αρκετά μεγαλεπήβολα για την ανώριμη ελληνική οικονομία. Φαίνεται ότι ο χώρος της δημόσιας υγείας δεν ήταν ακόμη προετοιμασμένος για μεγάλους ιδιωτικούς οργανισμούς περίθαλψης. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι τοπικές κοινωνίες απώθησαν αυτούς τους σχεδιασμούς φοβούμενες τη μετάδοση των μολυσματικών μικροβίων. Μολονότι η ιδιωτική δραστηριότητα στον χώρο της υγείας συνδέεται με το οικονομικό κέρδος, το αδιέξοδο των πρώτων εγχειρημάτων για ιδιωτικά σανατόρια επιβεβαιώνει ότι οι περιρρέουσες κοινωνικές συνθήκες επηρεάζουν αυτές τις πρωτοβουλίες. Μερικές δεκαετίες αργότερα η διοικητική και οικονομική κατάρρευση του ΣΩΤΗΡΙΑ έκανε επιτακτική την ίδρυση άλλων οργανισμών που θα αναλάμβαναν την περίθαλψη των φυματικών πολιτών. Τα υπάρχοντα σανατόρια στα Χάνια, στη Θεσσαλονίκη και το μικρό σανατόριο της Πάρνηθας αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στα εκατοντάδες αιτήματα. Δεκάδες φυματικοί επέλεγαν να κατασκηνώσουν στα περίχωρα της Πεντέλης και στη Λυκόβρυση (Μαγκουφάνα), αναζητώντας τις ευεργετικές ιδιότητες του ήλιου και του καθαρού αέρα. Η ενισχυμένη παρουσία αυτών των ασθενών στη δασική ύπαιθρο, τα αιτήματα των Μαρουσιωτών για την απομάκρυνσή τους και το σταθερό ενδιαφέρον των γιατρών να εργαστούν σε μεγάλα νοσοκομεία, που θα εφάρμοζαν τα ευρωπαϊκά πρότυπα ενθάρρυναν ένα κύμα ανοικοδόμησης σανατορίων. Μολονότι το βουνό της Πεντέλης δεν είχε επιλεγεί στις αρχές του αιώνα, τη δεκαετία του 1930 έμοιαζε η ιδανική λύση για τη δημιουργία του ελληνικού Νταβός. Τα σανατόρια που κτίστηκαν στην Πεντέλη πλησίαζαν αρκετά στο μοντέλο των ιδιωτικών κεντροευρωπαϊκών σανατορίων και αποτέλεσαν μια απόπειρα απορρόφησης του συναλλάγματος που διέρρε έως τότε στα σανατόρια των χωρών αυτών. Πρόκειται για μεγάλα νοσοκομεία, τα οποία υιοθέτησαν τις μεσοπολεμικές αρχιτεκτονικές τάσεις και στόχευαν από την πρώτη ημέρα λειτουργίας τους να εξυπηρετήσουν εκείνους τους φυματικούς, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν να εισαχθούν στα κρατικά σανατόρια. Αυτό το εκτεταμένο εγχείρημα ανέγερσης σανατορίων φαίνεται ότι πέτυχε διότι πέρα από τα διαθέσιμα κεφάλαια είχε διατυπωθεί με αρκετή σαφήνεια το αίτημα περίθαλψης και απομάκρυνσης από τον δημόσιο χώρο των χιλιάδων φυματικών (Στογιαννίδης, 2017: 36-38; Στογιαννίδης, 2016: 221-253). Τα νέα σανατόρια της Πεντέλης ανανέωσαν σημαντικά τον αρχιτεκτονικό πλούτο της περιοχής και μετέτρεψαν στο τέλος της δεκαετίας του 1930 τις πλαγιές του βουνού σε ένα φυσικό πάρκο με θεραπευτικές ιδιότητες. Ανάμεσα στα πεύκα ξεπρόβαλλαν εντυπωσιακά συγκροτήματα που ενέπνεαν εμπιστοσύνη και ελπίδα για το μεσοπολεμικό πρόγραμμα περίθαλψης. Τα σανατόρια Παπαδημητρίου και Τσαγκάρη ανήκουν στην κατηγορία των μεγάλων σανατορίων (Εικόνας 1 & 2, Χάρτης 1). Μάλιστα, η περίπτωση Τσαγκάρη είναι μια περίπτωση μεγάλου επενδυτικού εγχειρήματος, αφού συμμετείχαν στην ανέγερση του Έλληνες επιχειρηματίες, βιομήχανοι, πολιτικοί και γιατροί (Εικόνες 3-4, Χάρτης 1).Οι θεραπευτικοί τόποι
Ιστορική αναδρομή στην περίθαλψη των απόρων και ευπόρων φυματικών στην Αθήνα
Εικόνες 1-4: Τα σανατόρια Παπαδημητρίου και Τσαγκάρη
Τα ιδιωτικά νοσοκομεία δεν απέβλεπαν όλα στην αύξηση του αρχικού κεφαλαίου. Το Σισμανόγλειο Φυματιολογικό Ινστιτούτο εντασσόταν στο ιδεολόγημα, που θεωρούσε την ευεργετική πολιτική συνώνυμο της αστικής κουλτούρας (Εικόνες 5-7). Το Σανατόριο Απόρων Φυματικών (αργότερα Φυματικών Δημοσίων Υπαλλήλων) ακολουθούσε το μοντέλο του ΣΩΤΗΡΙΑ, καθώς κτίστηκε από μια ομάδα φιλάνθρωπων αστών που θέλησαν να βοηθήσουν εκείνους τους φυματικούς που δυσκολεύονταν να επιβιώσουν (Εικόνες 8 & 9). Το Νοσηλευτικό Ίδρυμα Εργατών Θαλάσσης υπήρξε μια ιδιωτική πρωτοβουλία, της οποίας ηγήθηκε ένα οικονομικά ισχυρό επαγγελματικό σωματείο (Εικόνες 10 & 11). Το μεγάλο σανατόριο του Οίκου Ναύτου είναι ένα τεκμήριο των κοινωνικών διεκδικήσεων και διαμαρτυριών των μεσοπολεμικών επαγγελματικών σωματείων και βρίσκει αντιστοιχίες με το διεθνώς γνωστό σανατόριο των Ολλανδών εργατών αδαμαντωρυχείων (Zonnestraal).Εικόνες 5-11: Το Σισμανόγλειο Φυματικό Ινστιτούτο, το Σανατόριο Απόρων Φυματικών και το Νοσηλευτικό Ίδρυμα Εργατών Θαλάσσης.
Μέσα σε μια δεκαετία το βουνό της Πεντέλης μετατράπηκε από τόπος αυτοσχέδιων αντίσκηνων φυματικών παραθεριστών σε ελληνικό ‘Μαγικό Βουνό’. Η διαδρομή για αυτά τα σύγχρονα νοσοκομεία δεν ήταν εύκολη. Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα περισσότερα καταλήφθηκαν από τις δυνάμεις Κατοχής και στις μεταπολεμικές δεκαετίες εντάχθηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Εικόνες 12-15). Μετά την τελευταία οικονομική κρίση αρκετά από αυτά έχουν διακόψει ή περιορίσει τη λειτουργία τους. Ως εγκαταλελειμμένα κελύφη αδυνατούν να τεκμηριώσουν το παρελθόν τους, τον λόγο ίδρυσής τους και τελικά να συνδεθούν με τη μνήμη των σημερινών κατοίκων της Πεντέλης και των Μελισσίων. Κανένα από τα παλιά σανατόρια δεν φέρει οποιαδήποτε σήμανση για την εποχή της μεγάλης μετάδοσης της φυματίωσης, για τις αιτίες που οδήγησαν στην οικοδόμηση και στην εγκατάλειψή τους. Η αρχική αναφορά στη βιομηχανική αρχαιολογία αποσκοπούσε σε αυτό το κοινό χαρακτηριστικό. Όπως αρκετά ιστορικά πλέον βιομηχανικά συγκροτήματα παραμένουν εγκαταλελειμμένα μέσα στον αστικό ιστό, αυτά τα σανατόρια χάνονται πλέον μέσα στα πεύκα αποστερημένα οποιασδήποτε μνήμης και ιστορικού πλαισίου. Οι Alfrey και Putnam υποστηρίζουν ότι η διατήρηση των μνημείων αποκτά νόημα μόνο όταν επιτυγχάνει να θυμίζει το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά δημιουργήθηκαν και να εμπλέκει διαφορετικές ομάδες κοινού μέσα από προγράμματα δημόσιας ιστορίας (Alfrey & Putnam, 1996: 179-183).
Τα παραδείγματα επιτυχούς διαχείρισης ιστορικών νοσοκομείων παρουσιάζουν αρκετές διαφορές. Στη Βαρκελώνη το ιστορικό νοσοκομείο Sant Pau γέννημα του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού έχει διατηρηθεί πλήρως και σήμερα λειτουργεί ως μουσείο, το οποίο αναδεικνύει την πρότερη χρήση του κτηρίου (Εικόνες 16-18). Ο επισκέπτης γνωρίζει όλες εκείνες τις τεχνολογικές καινοτομίες στις οποίες οδηγήθηκαν οι αρχιτέκτονες για να βελτιώσουν τις συνθήκες περίθαλψης των ασθενών και τις εντυπωσιακές αισθητικές διακοσμήσεις, που σχεδιάστηκαν για να ανακουφίσουν την απόγνωση των ασθενών και να υπογραμμίσουν την ευρωστία της αστικής τάξης. Το συγκεκριμένο συγκρότημα νοσκομειακών κτιρίων διαθέτει ιστορικό αρχείο της λειτουργίας του, το οποίο επέτρεψε μια συνεπή αρχιτεκτονική αποκατάσταση και δίνει τη δυνατότητα έρευνας και κατανόησης του παρελθόντος του. Η αποκατάσταση ξεκίνησε το 2009, όταν το νοσοκομείο μεταφέρθηκε σε νέες εγκαταστάσεις. Το πρόγραμμα αποκατάστασης χρηματοδότησαν έως τώρα ο Δήμος Βαρκελώνης, η Περιφέρεια της Βαρκελώνης, η Γενική Διοίκηση της Καταλονίας, η Ισπανική Κυβέρνηση και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης. Το πρόγραμμα δεν έχει ολοκληρωθεί, καθώς απομένουν 4 από τις 12 πτέρυγες του νοσοκομείου μαζί με τα βοηθητικά κτίσματα. Κάθε οικοδόμημα του συγκροτήματος εντάσσεται στο πρόγραμμα αποκατάστασης μόνο όταν κατατεθεί ένα βιώσιμο πλάνο λειτουργίας του (Conejo da Pena, Villatoro, Nebot, & Fugueras, 2014).
Αντίστοιχα, η αποκατάσταση του εντυπωσιακού σανατορίου Joseph Lemaire στο Βέλγιο ξεκίνησε μόλις το 2008 μετά από δεκαετίες εγκατάλειψης για να αποκτήσει νέα χρήση ως χώρος φιλοξενίας ηλικιωμένων. Πρόκειται για ένα σανατόριο που σχεδίασε με βάση τις επιταγές του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού ο Βέλγος αρχιτέκτονας Maxime Brunfaut (1909-2003), ο οποίος ήταν ουτοπιστής και οραματιζόταν μια αταξική κοινωνία με ευκαιρίες και παροχές για όλους (Putzolu, 2017). Η αποκατάσταση δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Ο κεντρικός άξονας αυτού του προγράμματος επανάχρησης είναι να διατηρήσει το συγκρότημα τον παλαιό άξονα λειτουργίας του ως χώρος περίθαλψης και να επιστρέψει στις τοπικές κοινότητες ένα υλικό αποτύπωμα του παρελθόντος με βιώσιμες προοπτικές. Τη χρηματοδότηση του έργου ανέλαβε το Υπουργείο Πολιτισμού της χώρας μετά από τις πιέσεις που άσκησε η διεθνής οργάνωση για την προστασία της κληρονομιάς του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού (DOCOMOMO).
Τα εγκαταλελειμμένα σανατόρια δεν είναι μόνο χώροι περίθαλψης σωμάτων. Πρόκειται για ιστορικούς τόπους κοινωνικής μνήμης, αφού γεννήθηκαν μέσα από ειδικές κοινωνικές συνθήκες, άλλοτε ως επίμονο αίτημα επαγγελματικών ενώσεων και για αρκετά χρόνια περιέθαλψαν μεγάλους αριθμούς Ελλήνων πολιτών. Τα κελύφη τους εξακολουθούν να τεκμηριώνουν την αρχιτεκτονική σκέψη και το όραμα προηγούμενων εποχών. Η επανάχρησή τους θα διατηρήσει αυτή την αρχιτεκτονική σύνθεση, ενώ μπορεί να δώσει νέα πνοή στη σχέση της αρχιτεκτονικής με το φυσικό περιβάλλον. Όλες οι μεγάλες εγκαταστάσεις δεν μπορούν να μετατραπούν σε ιστορικά μουσεία. Εναλλακτική πρόταση, όπως η μετατροπή των παλαιών σανατορίων σε ένα συγκρότημα γηροκομείων ή άλλων χρήσεων ανάλογα με τις ανάγκες των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής θα μπορούσε να αποδειχθεί σωτήρια λύση και να λειτουργήσει ως παράδειγμα αξιοποίησης της ιστορικής κληρονομιάς. Η δημιουργία χώρων ιστορίας ή μνήμης μέσα σε ενεργά νοσοκομεία θα μπορούσε να λειτουργήσει ενισχυτικά για την ψυχική κατάσταση των νοσηλευόμενων και των συγγενών τους, ειδικά αν αναδείκνυε όλες τις ιστορικές διαδρομές και τις κοινωνικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες προέκυψαν αυτοί οι οργανισμοί.
Μέχρι πρόσφατα ένα μέσο προστασίας των νεότερων μνημείων ήταν ο χαρακτηρισμός τους ως διατηρητέων από τις υπηρεσίες κυρίως του Υπουργείου Πολιτισμού και άλλοτε του πρώην Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Σήμερα η ελληνική κοινωνία έχει εξοικειωθεί με την πολιτιστική αξία αυτών των μνημείων μέσα από τα πολλά παραδείγματα και προγράμματα εκπαίδευσης, ώστε τη θέση των χαρακτηρισμών θα μπορούσαν να πάρουν ολοκληρωμένα σχέδια ανάδειξης και αξιοποίησης αυτών των συγκροτημάτων. Αν η επανάχρηση των βιομηχανικών κτιρίων συχνά ανακόπτεται από τις δυσκολίες που παρουσιάζει η διαρρύθμιση των εσωτερικών χώρων τους, στα μεγάλα νοσοκομειακά συγκροτήματα απουσιάζουν αυτές οι τεχνικές δυσκολίες. Τα περισσότερα κτήρια είχαν ικανά ανοίγματα που επέτρεπαν στο ηλιακό φως να μπει στους θαλάμους των ασθενών.
Η διατήρηση και επανένταξη αυτών των κτιρίων στον ιστό της πόλης θα σημάνει την ανάκτηση μιας λησμονημένης εμπειρίας που δεν συνδέεται μόνο με μια μεταδοτική ασθένεια αλλά και με τα προγράμματα αντιμετώπισής της. Ίχνη όσων προηγήθηκαν της ανοικοδόμησης των σανατορίων και των χρόνων που λειτούργησαν εντοπίζουμε μόνο στα αρχεία των τραπεζών, σε ιατρικά και αρχιτεκτονικά περιοδικά και στον Τύπο της εποχής. Πρόκειται για μια ιστορία που διαφεύγει των μεγάλων αφηγημάτων και της οποίας την επιβίωση εξασφαλίζει μόνο η διατήρηση των υλικών τεκμηρίων (κατασκευές, αρχεία). Το πείραμα του κράτους πρόνοιας δεν υπήρξε μια στιγμιαία σύλληψη αλλά προϊόν κοινωνικών διεργασιών και μακροχρόνιων ωσμώσεων. Η διατήρηση της μνήμης σε συνάρτηση με τον αστικό χώρο είναι μια υποχρεώση, την οποία δεν μπορούμε να αποποιηθούμε ως ενεργοί πολίτες και συλλογικότητες. Η ειδική θέση και χωροταξία των σανατορίων δημιουργούν έναν νέο διάλογο με το δασικό περιβάλλον και είναι ένας πρόσθετος λόγος για την επανένταξή τους στους τόπους μνήμης.
Στογιαννίδης, Γ. (2022) Ανασύροντας τη ‘χαμένη’ πόλη των φυματικών μέσα από τα αρχεία. Τα σανατόρια της Πεντέλης, μια ευκαιρία για την ιστορία των νοσοκομείων, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/τα-σανατόρια-της-πεντέλης/ , DOI: 10.17902/20971.109
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9