Η συνοικία του Ψυρρή είναι μία από τις παλαιότερες συνοικίες της Αθήνας. Περικλείεται από τις οδούς Ευριπίδου, Αθηνάς, Ερμού, Αγίων Ασωμάτων και Πειραιώς (Παναγή Τσαλδάρη) και, παρά την περιορισμένη έκτασή της, τα τελευταία χρόνια αλλάζει σταδιακά όψη (Καιροφύλας 2000), αντανακλώντας τυπικούς μετασχηματισμούς που υφίσταται το ευρύτερο κέντρο της Αθήνας.
Στο κείμενο αυτό, παρακολουθούμε τους χωροκοινωνικούς μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα στη συνοικία του Ψυρρή μέσα από την αντιπαραβολή ορισμένων χαρτογραφήσεων του 1996 και του 2019. Οι χάρτες των χρήσεων γης της περιοχής του 1996 βασίζονται σε μελέτη της Αττικό Μετρό ενώ οι αντίστοιχοι χάρτες του 2019 σε επιτόπια καταγραφή που πραγματοποιήθηκε από το συγγραφέα. Κατά την επιτόπια καταγραφή, χαρτογραφήθηκαν οι χρήσεις των κτιρίων, ξεχωριστά οι χρήσεις των ισογείων και οι χρήσεις των ορόφων, καθώς και οι ανοικτοί χώροι, ώστε να προκύπτει μια πλήρης εικόνα των χρήσεων γης της περιοχής.
Το χαρτογραφικό υπόβαθρο του χάρτη χρήσεων γης του 1996 σχεδιάστηκε με τη βοήθεια του λογισμικού QGIS, όπως ακριβώς απεικονιζόταν σε χάρτη της Αττικό Μετρό που αφορούσε τις χρήσεις των κτιρίων.
Παράλληλα, το χαρτογραφικό υπόβαθρο για το χάρτη του 2019 δόθηκε από την ΕΛΣΤΑΤ και στη συνέχεια έγινε επεξεργασία του με τη βοήθεια του λογισμικού QGIS ώστε να φαίνονται οι χρήσεις ισογείων και ορόφων χωριστά. Πιο συγκεκριμένα, ανασχεδιάστηκαν τα περιγράμματα των κτιρίων και επισημάνθηκαν τα ισόγεια και οι όροφοί τους. Το υπόβαθρο της ΕΛΣΤΑΤ αφορούσε το 2001[1] και έτσι, σε ορισμένες περιπτώσεις, χρειάστηκε ανασχεδιασμός των κτιρίων ώστε ο χάρτης του 2019 να ανταποκρίνεται όσο το δυνατό περισσότερο στη σημερινή κατάσταση.
Από την πρώτη κιόλας επίσκεψη στη γειτονιά του Ψυρρή, διαπιστώθηκε ότι η εικόνα της περιοχής έχει αλλάξει σημαντικά μέσα από την εγκατάσταση νέων χρήσεων γης. Συγκρίνοντας τους χάρτες χρήσεων γης της περιοχής κατά το 1996 και κατά το 2019, παρατηρεί κανείς τις χωρικές μεταβολές που έχουν συμβεί σε ένα διάστημα 23 χρόνων και έχουν αλλάξει σημαντικά τη φυσιογνωμία της περιοχής ενώ προϊδεάζουν για τη μελλοντική εξέλιξή της. Επιπλέον, μέσα από στοχευμένη σύγκριση συγκεκριμένων κατηγοριών χρήσεων γης, αποκτά κανείς μία πιο λεπτομερή εικόνα για τις αλλαγές που έχουν επέλθει σε αυτό το χρονικό διάστημα.
Με μία πρώτη ματιά, φαίνεται ότι το 1996 η περιοχή του Ψυρρή (Χάρτης 1) φιλοξενούσε κυρίως κτίρια που χρησιμοποιούνταν για εμπορικές χρήσεις και υπηρεσίες, καθώς και κατοικίες, ενώ μεγάλος ήταν ο αριθμός οικοδομήσιμων ανοιχτών χώρων. Στο Χάρτη 2, που αποτυπώνει τις χρήσεις γης στην περιοχή κατά το 2019, γίνεται αντιληπτό ότι το εμπόριο και οι υπηρεσίες διατηρούν ακόμα τη δυναμική τους, όπως και οι κατοικίες, οι οποίες συνεχίζουν να αποτελούν μία σημαντική κατηγορία χρήσεων γης. Επίσης, η εστίαση-αναψυχή και ο τουρισμός ανήκουν σήμερα στις κυρίαρχες και αναπτυσσόμενες χρήσεις γης της περιοχής.
Πηγή: Υπόβαθρο από ΕΛΣΤΑΤ, Μελέτη της Αττικό Μετρό 1996, ιδία επεξεργασία
Πηγή: Υπόβαθρο από ΕΛΣΤΑΤ, επιτόπια καταγραφή, ίδια επεξεργασία
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός κτιρίων παραμένουν χωρίς χρήση. Όπως φαίνεται στο Χάρτη 3, πρόκειται είτε για κτίρια που είναι εξ ολοκλήρου εγκαταλελειμμένα ή κλειστά είτε για κτίρια με εγκαταλελειμμένους ή κλειστούς ορόφους ή ισόγεια. Τα συναντάμε σε ολόκληρη την περιοχή ενώ ορισμένοι δρόμοι, όπως οι οδοί Αισχύλου και Αριστοφάνους, αποτελούνται σχεδόν αποκλειστικά από κτίρια χωρίς χρήση. Οι δρόμοι αυτοί (όπως φαίνεται και στην Εικόνα 1 που αφορά την οδό Αριστοφάνους) αποπνέουν μία αίσθηση εγκατάλειψης και υποβάθμισης, συγκεντρώνοντας συχνά αστέγους και τοξικομανείς.
Πηγή: Υπόβαθρο από ΕΛΣΤΑΤ, επιτόπια καταγραφή, ιδία επεξεργασία
Πηγή: Προσωπικό αρχείο 2019
Μέσα από τη χαρτογράφηση των χρήσεων γης στου Ψυρρή, προκύπτει ότι το φαινόμενο των «λουκέτων» υπακούει και αυτό, όπως ολόκληρη η εμπορική δραστηριότητα, σε γνωστά χωρικά πρότυπα. Τα «λουκέτα» δηλαδή, όπως και τα ανοιχτά εμπορικά καταστήματα, διαμορφώνουν «πιάτσες» (Εμπορικός Σύλλογος Αθηνών 2017) ενώ αφορούν ολόκληρα κτίρια που μένουν μέχρι σήμερα κενά.
Συγκρίνοντας τους οικοδομήσιμους ανοιχτούς χώρους που εντοπίζονται το 1996 και το 2019 στην περιοχή του Ψυρρή, οι αλλαγές που παρατηρούνται είναι σημαντικές (Χάρτες 4 και 5). Το 1996 οι οικοδομήσιμοι ανοιχτοί χώροι αποτελούσαν μία από τις κυρίαρχες κατηγορίες και εμφανίζονταν σε ολόκληρη την περιοχή. Πιο συγκεκριμένα, το 1996 εντοπίζονταν περίπου 70 οικοδομήσιμοι ανοιχτοί χώροι, αρκετοί από αυτούς σημαντικής έκτασης, ενώ το 2019 εντοπίζονται μόνο 10. Στους άλλοτε ανοιχτούς χώρους, ορθώνονται σήμερα κτίρια με ποικίλες χρήσεις γης. Ο μεγαλύτερος οικοδομήσιμος ανοιχτός χώρος βρίσκεται σήμερα βορειοδυτικά και καλύπτει σχεδόν ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο. Περικλείεται από τις οδούς Πειραιώς (Παναγή Τσαλδάρη), Αγίων Ασωμάτων, Ψαρομηλίγκου και Σαμουήλ Καλογήρου. Οι υπόλοιποι ανοιχτοί χώροι είναι περιορισμένης έκτασης και «στριμωγμένοι» σε έναν πυκνό σήμερα αστικό ιστό.
Πηγή: Υπόβαθρο από ΕΛΣΤΑΤ, Μελέτη της Αττικό Μετρό 1996, ιδία επεξεργασία
Πηγή: Υπόβαθρο από ΕΛΣΤΑΤ, επιτόπια καταγραφή, ιδία επεξεργασία
Στις χρήσεις αναψυχής και τουρισμού, παρατηρεί κανείς τη μεγαλύτερη αλλαγή με το πέρασμα των χρόνων. Το 1996, τα κτίρια που φιλοξενούσαν δραστηριότητες αναψυχής και τουρισμού ήταν ελάχιστα. Αντίθετα, το 2019, η εστίαση, η αναψυχή και ο τουρισμός είναι μία από τις κυρίαρχες χρήσεις γης στου Ψυρρή. Εστιατόρια, μπαρ, καφέ έχουν έντονη παρουσία, ιδιαίτερα πέριξ της πλατείας Ηρώων, στα ανατολικά της και νοτιότερα. Οι επιχειρήσεις που συγκεντρώνονται στου Ψυρρή είναι μικρού μεγέθους, έχουν κοινές αισθητικές και πολιτισμικές ταυτότητες και ανήκουν σε επιχειρηματίες, πολλοί εκ των οποίων ασκούσαν προηγουμένως επαγγελματικές δραστηριότητες που δεν σχετίζονταν με την αναψυχή (Σουλιώτης 2009). Επίσης, διάσπαρτα εντοπίζεται σημαντικός αριθμός ξενοδοχείων και όλο και περισσότερα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα τύπου Airbnb. Ορισμένα παλαιά κτίρια έχουν ανακαινιστεί πλήρως και έχουν μετατραπεί σε τουριστικά καταλύματα. Εντοπίζονται κυρίως σε δρόμους όπου υπάρχουν ήδη εμπορικά καταστήματα, εστιατόρια και μπαρ-καφέ.
Τα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα τύπου Airbnb μπορεί να βρίσκονται είτε σε ορόφους κατοικιών, είτε σε ορόφους ή ταράτσες κτιρίων που χρησιμοποιούνται ως αποθήκες, βιοτεχνίες ή είναι κλειστά χωρίς κάποια άλλη χρήση. Ο αριθμός τους στην περιοχή είναι σημαντικός και συνεχώς αυξάνεται. Σε αυτό συμβάλλει η συνολικότερη φυσιογνωμία της περιοχής, στραμμένη σημαντικά προς την εστίαση/αναψυχή και προς τον τουρισμό, σε συνδυασμό με τη γεωγραφική της θέση που δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε μελλοντικά τα ξενοδοχεία και τα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα τύπου Airbnb να αυξηθούν ακόμα περισσότερο.
Πηγή: Υπόβαθρο από ΕΛΣΤΑΤ, Μελέτη της Αττικό Μετρό 1996, ιδία επεξεργασία
Πηγή: [2]
Πηγή: Προσωπικό αρχείο 2019
Πηγή: Προσωπικό αρχείο 2019
Οι βιοτεχνίες και οι αποθήκες από το 1996 είναι συγκεντρωμένες στο κομμάτι Σαρρή – Ευριπίδου – Αθηνάς – Ερμού. Μέχρι και σήμερα συναντώνται σε αυτό το τμήμα, κυρίως προς τους περιμετρικούς δρόμους, ενώ παράλληλα στο εσωτερικό έχουν αναπτυχθεί η εστίαση, η αναψυχή και ο τουρισμός, το εμπόριο και οι υπηρεσίες, μαζί με πλήθος κτιρίων χωρίς χρήση.
Η μεταποίηση (βιοτεχνία ή βιομηχανία) και γενικά οι παραγωγικές δραστηριότητες του δευτερογενούς τομέα βρίσκονται σε διαρκή κρίση στο κέντρο της Αθήνας από τη δεκαετία του 1970. Μία σειρά από πολιτικές, σχεδιασμούς και μέτρα τις απομάκρυναν λόγω όχλησης, περιβαλλοντικής υποβάθμισης, επιβάρυνσης της κατοικίας (Βασιλοπούλου και Τριάντης 2012) και, συνολικά, λόγω ασυμβατότητας με την επιθυμητή φυσιογνωμία του Ιστορικού Κέντρου που στόχος ήταν να αναδειχθεί σε «θεματικό πάρκο» για την ανάπτυξη του μαζικού τουρισμού (Μαντουβάλου 2010). Πιο συγκεκριμένα, στην περιοχή προωθήθηκαν πολιτικές απομάκρυνσης της βιοτεχνίας, μέσα από το Ρυθμιστικό Σχέδιο του 1985, καθώς επίσης μέσα από το Προεδρικό Διάταγμα/ΦΕΚ για τις περιοχές Ομόνοια – Ψυρρή, [3] χωρίς όμως να επιτευχθεί η ενίσχυση της κατοικίας (Βασιλοπούλου και Τριάντης 2012).
Σήμερα εντοπίζεται περιορισμένη βιοτεχνία στου Ψυρρή, όπως επίσης υπάρχουν αρκετές πολυκατοικίες βιοτεχνικού τύπου που φιλοξενούν και αποθηκευτικούς χώρους (Βασιλοπούλου και Τριάντης 2012). Όπως φαίνεται στο Χάρτη 9, η πλειοψηφία των αποθηκών βρίσκονται στους ορόφους τέτοιου είδους κτιρίων. Πολλά από αυτά τα κτίρια είναι κενά ή απαξιωμένα, ενώ συχνό είναι το φαινόμενο να έχουν καταληφθεί από μετανάστες, άστεγους ή/και τοξικομανείς.
Πηγή: Υπόβαθρο από ΕΛΣΤΑΤ, Μελέτη της Αττικό Μετρό 1996, ιδία επεξεργασία
Πηγή: Υπόβαθρο από ΕΛΣΤΑΤ, επιτόπια καταγραφή, ιδία επεξεργασία
Πηγή: Προσωπικό αρχείο 2019
Η κατοικία έχει έντονη παρουσία και το 1996 και το 2019 σε όλη την έκταση της περιοχής (Χάρτες 10 και 11). Διαχρονικά, πρόκειται για μία περιοχή γενικής (και όχι αμιγούς) κατοικίας, με τα κτίρια κατοικιών να φιλοξενούν σήμερα κυρίως εμπορικά καταστήματα στα ισόγειά τους.
Οι ποιοτικές διαφορές που παρατηρούνται σήμερα ως προς την κατοικία σχετίζονται και με τις χρήσεις που συνδυάζονται κάθε φορά με αυτήν. Για παράδειγμα, οι κατοικίες που βρίσκονται στο κέντρο της περιοχής συνδυάζονται με χρήσεις εστίασης – αναψυχής και τουρισμού και, έτσι, τα περισσότερα κτίρια βρίσκονται σε καλή κατάσταση. Αντίθετα, οι λίγες κατοικίες που βρίσκονται βόρεια της πλατείας Ηρώων προς την οδό Ευριπίδου είναι σε άσχημη κατάσταση, σε απαξιωμένα και σε σημαντικό βαθμό κενά κτίρια.
Πηγή: Υπόβαθρο από ΕΛΣΤΑΤ, Μελέτη της Αττικό Μετρό 1996, ιδία επεξεργασία
Πηγή: Υπόβαθρο από ΕΛΣΤΑΤ, επιτόπια καταγραφή, ιδία επεξεργασία
Πηγή: Προσωπικό αρχείο 2019
Το εμπόριο και οι υπηρεσίες ανέκαθεν αποτελούσαν μία σημαντική κατηγορία χρήσεων γης στην περιοχή. Και στους δύο σχετικούς χάρτες (Χάρτες 12 και 13), παρατηρούμε ότι οι εμπορικές χρήσεις και οι υπηρεσίες είναι παρούσες σε ολόκληρη την έκταση της περιοχής. Το εμπόριο, και ιδιαίτερα το λιανικό, είναι ένας σημαντικός οικονομικός κλάδος της περιοχής που συνυπάρχει πλέον με την αναψυχή και τον τουρισμό. Πρόκειται για μία δραστηριότητα που περιορίζεται κυρίως στα ισόγεια των κτιρίων. Πάντως, παρά τη σταθερή παρουσία της εμπορικής δραστηριότητας στην περιοχή, το ποσοστό των κλειστών καταστημάτων δεν είναι σήμερα καθόλου αμελητέο.
Πηγή: Υπόβαθρο από ΕΛΣΤΑΤ, Μελέτη της Αττικό Μετρό 1996, ιδία επεξεργασία
Πηγή: Υπόβαθρο από ΕΛΣΤΑΤ, επιτόπια καταγραφή, ιδία επεξεργασία
Εν τω μεταξύ, η αλλαγή στη σύσταση του τοπικού πληθυσμού, με την έντονη παρουσία μεταναστευτικών ομάδων, έχει επιφέρει ορισμένες σημαντικές αλλαγές στον τομέα του εμπορίου, καθώς πολλά καταστήματα έχουν περάσει πια στα χέρια μεταναστών. Το λεγόμενο «εθνοτικό εμπόριο» εντοπίζεται κυρίως στο βόρειο και δυτικό τμήμα του Ψυρρή, σε δρόμους όπως η Ευριπίδου και η Επίκουρου, καθώς επίσης στους δρόμους γύρω από την πλατεία Κουμουνδούρου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα καταστήματα των Κινέζων μεταναστών (Χάρτης 14). Η εμφάνιση και ταχύτατη ανάπτυξη της «China Town» αποτελεί φαινόμενο των αρχών της δεκαετίας του 2000, με την κινέζικη αγορά να αναπτύσσεται στην ανατολική πλευρά του Μεταξουργείου, μέχρι και την Ομόνοια, να περνάει απέναντι στου Ψυρρή και γύρω από την πλατεία Κουμουνδούρου (Βασιλοπούλου και Τριάντης 2012). Η κινέζικη μετανάστευση στην Αθήνα εξειδικεύεται στον τομέα του λιανικού και χονδρικού εμπορίου που ενισχύεται από την υπερτοπική πελατεία των εν λόγω εμπορικών καταστημάτων, τα οποία εμπορεύονται κυρίως χονδρικής πώλησης ενδύματα, υποδήματα και αξεσουάρ. Η παρουσία του κινέζικου εμπορίου έχει επηρεάσει σημαντικά την αγορά μίσθωσης επαγγελματικών χώρων, αυξάνοντας τις τιμές των ενοικίων, κυρίως στα όρια του Μεταξουργείου με την Πειραιώς (Πολύζου 2014).
Πηγή: Υπόβαθρο από ΕΛΣΤΑΤ, επιτόπια καταγραφή, ιδία επεξεργασία
Πηγή: Προσωπικό αρχείο 2019
Μέσα από την επεξεργασία και ανάλυση των στοιχείων της Εθνικής Απογραφής (ΕΛΣΤΑΤ – ΕΚΚΕ 2019) προκύπτει ότι ο πληθυσμός της περιοχής μεταβάλλεται σημαντικά με το πέρασμα των χρόνων (Πίνακας 1). Το 2001 αυξήθηκε κατά 21,53% σε σχέση με το 1991. Η παρουσία των Ελλήνων, αν και φθίνουσα, παραμένει ισχυρή ενώ αυξάνεται σημαντικά η παρουσία ξένων υπηκόων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 εγκαθίσταται στη χώρα σημαντικός αριθμός μεταναστών που βρίσκουν στέγη σε χώρους που εγκαταλείπει η βιοτεχνία ή σε πρώην αποθήκες και σε υποβαθμισμένες πια κατοικίες, σε μικρά ισόγεια, ημιυπόγεια και υπόγεια διαμερίσματα (Μαλούτας 2018, Μαντουβάλου 2010). Στο πλαίσιο αυτό, η συνοικία του Ψυρρή συγκεντρώνει σημαντικό αριθμό μεταναστών και, έτσι, ο συνολικός πληθυσμός της αυξάνεται το 2001, σε αντίθεση με τη γενικότερη πορεία του Δήμου Αθηναίων όπου το σύνολο του πληθυσμού μειώνεται σημαντικά (ΕΛΣΤΑΤ – ΕΚΚΕ 2019).
Το 2011, ο πληθυσμός στου Ψυρρή γνωρίζει σημαντική μείωση, της τάξεως του 40% (ΕΛΣΤΑΤ – ΕΚΚΕ 2019). Η συνολική μείωση του πληθυσμού εδώ, όπως και σε ολόκληρο τον Δήμο Αθηναίων, ενδέχεται να οφείλεται, αρχικά, στην έντονη και πολυδιάστατη υποβάθμιση μεγάλου μέρους του ευρύτερου κέντρου της πόλης, που ώθησε υφιστάμενους κατοίκους στα προάστια και απέτρεψε την εγκατάσταση νέων κεντρικά (Μαλούτας κ.ά. 2013).
Παράλληλα, σε πολλές περιοχές του κέντρου παρατηρείται αλλαγή των χρήσεων γης, που έχουν σήμερα επίκεντρο την κατανάλωση, το εμπόριο και την ψυχαγωγία. Η απομάκρυνση άλλων λειτουργιών και η κατεύθυνση του Ιστορικού Κέντρου στην ανάπτυξη του μαζικού τουρισμού, ενώ δεν ενισχύεται η κατοικία, μειώνει την ελκυστικότητα του κέντρου για τους μόνιμους κατοίκους και ιδιαίτερα για τα κοινωνικά στρώματα που εξυπηρετούνταν από τις προηγούμενες χρήσεις γης (Μαντουβάλου 2010). Ιδιαίτερα η συνοικία του Ψυρρή, με την απομάκρυνση των μεταποιητικών δραστηριοτήτων κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990, άλλαξε σημαντικά φυσιογνωμία (Βασιλοπούλου και Τριάντης 2012).
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ – ΕΚΚΕ 2019, ιδία επεξεργασία
Τέλος, μέσα από τα στοιχεία της Εθνικής Απογραφής (ΕΛΣΤΑΤ – ΕΚΚΕ 2019), προκύπτει ότι το 2011 ο αριθμός των ξένων υπηκόων της περιοχής είναι σημαντικός και, συγκεκριμένα, αποτελεί το 47,17% του συνολικού πληθυσμού (Πίνακας 2). Η περιοχή συγκεντρώνει εθνοτικές ομάδες από πλήθος διαφορετικών χωρών του κόσμου, με πολλές από αυτές βέβαια να «εκπροσωπούνται» από εξαιρετικά χαμηλό αριθμό ατόμων. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2011 οι 38 χώρες με τη χαμηλότερη «εκπροσώπηση» παρουσιάζουν μονοψήφιο αριθμό ατόμων. Από τις πολυπληθείς ομάδες μεταναστών, τον υψηλότερο αριθμό ατόμων το 2011 παρουσιάζουν οι μετανάστες από το Μπαγκλαντές και από την Αλβανία (αποτελούν μαζί το 52,59% του συνόλου των ξένων υπηκόων στην περιοχή), ενώ δύο μεταναστευτικές ομάδες που εμφανίζονται και αυξάνονται σταδιακά είναι οι Κινέζοι και οι Αφγανοί. Οι Κινέζοι το 1991 δεν απαριθμούν κανένα μέλος στην περιοχή, ενώ το 2001 καταγράφονται 21 άτομα και το 2011 παρατηρείται σημαντική αύξηση των μελών τους, φτάνοντας τα 79 άτομα. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο συνολικός πληθυσμός της περιοχής μειώνεται και μαζί μειώνονται τα μέλη όλων των εθνοτικών ομάδων, με εξαίρεση τους Κινέζους (που γνωρίζουν αύξηση) και τους Αφγανούς (που κάνουν την εμφάνισή τους για πρώτη φορά).
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ – ΕΚΚΕ 2019, ιδία επεξεργασία
Οι παρεμβάσεις που γίνονται σήμερα και οι νέες χρήσεις γης συνδέονται κυρίως με την εστίαση, την αναψυχή και τον τουρισμό. Η γεωγραφική συγκέντρωση επιχειρήσεων τέτοιου τύπου αποσκοπεί στην κατασκευή μιας σχετικής φήμης και στη δημιουργία «πιάτσας» ώστε η περιοχή να αποτελεί πόλο έλξης για το καταναλωτικό κοινό (Σουλιώτης 2009). Παράλληλα, δεν έχει επηρεαστεί θετικά, μέχρι σήμερα, η ανάπτυξη της κατοικίας, καθώς αποτελεί μια κατηγορία χρήσεων που είναι ευάλωτη στις πιέσεις που δέχεται από άλλες χρήσεις γης.
Τέλος, παρατηρείται ότι οι μεταναστευτικές ομάδες έχουν έντονη παρουσία κυρίως στο βόρειο και δυτικό τμήμα της συνοικίας και πιο συγκεκριμένα βόρεια της Πλ. Ηρώων έως και την Ευριπίδου και ανατολικά της Σαρρή έως και την Π. Τσαλδάρη. Με την παρουσία τους και τις δραστηριότητές τους έχουν συμβάλει στην αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος με έργα συντήρησης, βελτιώσεων και μετατροπών (Μπαλαμπανίδης και Πολύζου 2015), ενώ ταυτόχρονα φαίνεται να συμβιώνουν χωρίς ιδιαίτερες εντάσεις με διάφορες εισοδηματικές κατηγορίες.
[1] Η ΕΛΣΤΑΤ διέθετε υπόβαθρο με τα περιγράμματα των κτιρίων για το 2001, καθώς δεν υπήρχε για το 2011 που ήταν το πιο πρόσφατο έτος απογραφής
[2] Υπόβαθρο από ΕΛΣΤΑΤ, επιτόπια καταγραφή, https://www.airbnb.gr/, https://www.booking.com, https://www.boutiqueathens.com/, https://www.hotelsathens.org/, ιδία επεξεργασία
[3] ΦΕΚ Δ 233/1998, Καθορισμός χρήσεων γης και ειδικών όρων και περιορισμών δόμησης στην περιοχή του Ψυρρή – Κέντρου (Ομόνοιας) του ρυμοτομικού σχεδίου Αθηνών, 9/4/1998.
Μαρούγκας, Κ. (2020) Δυναμική εξέλιξη των χρήσεων γης και του πληθυσμού στη συνοικία του Ψυρρή, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-συνοικία-του-ψυρρή/ , DOI: 10.17902/20971.99
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Σήμερα που η πανδημία του κοροναϊού COVID-19 έχει αναδειχτεί ως το σημαντικότερο υγειονομικό ζήτημα της εποχής μας, καθίσταται πολύτιμη για τη διαχείρισή της η ιστορική γνώση γύρω από τους τρόπους που οι κοινωνίες αντιμετώπισαν παλαιότερες πανδημίες. Πράγματι, εκτός από την ιατρική, η ιστορία είναι απαραίτητο εργαλείο για να φωτιστούν οι εμπειρίες από την εφαρμογή αποφάσεων και πολιτικών που ελήφθησαν στο παρελθόν, προκειμένου να αντιμετωπιστούν άλλες επιδημίες και πανδημίες. Οι ιστορικοί έχουν μελετήσει τη θνησιμότητα που κατά καιρούς προκαλούσαν οι διάφορες ασθένειες, αλλά και τις επιπτώσεις των ασθενειών και των επιδημιών στη μετέπειτα υγεία των ανθρώπων και, βεβαίως, στην κοινωνία ολόκληρη. Κατά το ξέσπασμα μιας επιδημίας, εκτός από την ανθρώπινη οδύνη, ο πανικός που προκαλούνταν στον πληθυσμό και η συνακόλουθη διατάραξη της κοινωνικής και οικονομικής δομής συμπλήρωναν την καταστροφική συνθήκη, με αποτέλεσμα να διακόπτεται κάθε ανάπτυξη στις πληγείσες περιοχές. Δηλαδή, ο ίδιος μηχανισμός που παρατηρούμε σήμερα έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο ιστορικής μελέτης και γι’ αυτό θα άξιζε να τον γνωρίζουμε καλύτερα.
Στο άρθρο αυτό θα παρουσιάσω με αδρές γραμμές τη μελέτη μου για την ισπανική γρίπη στην Αθήνα, μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2018 [1] και τώρα συμπληρώνεται με τη χωρική αποτύπωση [2] των θυμάτων της γρίπης του 1918 στην πρωτεύουσα.
Αν και έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια αρκετές μελέτες για τη λεγόμενη ισπανική [3] γρίπη του 1918, που προκάλεσε πενήντα περίπου εκατομμύρια θανάτους και μετά το πέρασμά της άφησε αποδυναμωμένο το επίπεδο υγείας του πληθυσμού των κρατών που ενεπλάκησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, παρόλ’ αυτά το ζήτημα δεν έχει απασχολήσει την ελληνική ιστοριογραφία. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι η γρίπη δεν είχε φτάσει στην Ελλάδα ή ότι δεν είχαμε θύματα εξαιτίας της. Την περίοδο εκείνη, όμως, άλλες λοιμώδεις ενδημικές ασθένειες, όπως η φυματίωση, ο τυφοειδής πυρετός και η ελονοσία προξενούσαν σαφώς περισσότερους θανάτους.
Πράγματι, η δημόσια υγεία βρισκόταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και χαρακτηριζόταν από υψηλή βρεφική θνησιμότητα (148‰ το 1920-24, ενώ ο αδρός δείκτης θνησιμότητας ήταν 21,2‰ (Valaoras 1959).
Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, οι υγειονομικές δομές στην Αθήνα ήταν υποτυπώδεις. Σε όλο τον Δήμο Αθηναίων, με τις 300.000 κατοίκους, μόνο τρία από τα δώδεκα νοσοκομεία λειτουργούσαν ως γενικά νοσοκομεία, κι αυτά με πολύ περιορισμένες δυνατότητες: ο «Ευαγγελισμός» (ιδρύθηκε το 1884), το Δημοτικό Νοσοκομείο «Ελπίς» (ιδρύθηκε το 1835) και το Στρατιωτικό Νοσοκομείο (ιδρύθηκε το 1836). Βεβαίως, υπήρχαν και πολλές ιδιωτικές κλινικές, αλλά διέθεταν μόνο μερικά κρεβάτια καθεμία. Συνολικά όμως, τα παραπάνω υγειονομικά ιδρύματα προσέλκυαν στην πρωτεύουσα ασθενείς και από άλλες περιοχές, με αποτέλεσμα να αυξάνεται όχι μόνο ο αριθμός των νοσηλευόμενων σε αυτά αλλά και των θανάτων που καταγράφονταν, συνεπώς και η θνησιμότητα στην πρωτεύουσα.
Ο Φωκίων Κοπανάρης, Διευθυντής Υγιεινής, από το 1912, του Υπουργείου Υγιεινής, αναφέρεται στην ισπανική γρίπη στο έργο του Η δημόσια υγεία εν Ελλάδι, που δημοσιεύτηκε το 1933, αλλά της αφιερώνει μόνο τρεις αράδες:
Η μεγαλυτέρα των εν Ελλάδι επιδημιών της γρίππης υπήρξεν η του έτους 1918, καθ’ ην η νόσος έλαβε πανδημικόν χαρακτήρα. Κατά την παγκόσμιον εκείνην επιδημίαν μόνο εν Αθήναις εσημειώθησαν 1.668 θανατηφόρα κρούσματα, εν δε τη Θεσσαλονίκη 5.284 (Κοπανάρης 1933) |
Ο συγγραφέας δεν σχολιάζει τον αριθμό των θανόντων. Εκτός από τη Θεσσαλονίκη όμως, θύματα είχε και η Πάτρα, κυρίως λόγω του λιμανιού της στο οποίο αποβιβάζονταν φορείς της νόσου. Οι νεκροί από την ισπανική γρίπη στην Πάτρα έφτασαν τους πεντακόσιους (95 θάνατοι ανά 10.000 κατοίκους).
Η γρίπη εκδηλώθηκε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1918, αλλά τα πρώτα της θύματα καταγράφηκαν στην πρωτεύουσα τον Σεπτέμβριο. Ωστόσο, τον Οκτώβριο 1918, το Υπουργείο των Εσωτερικών, στο οποίο υπαγόταν η Υπηρεσία της Δημόσιας Υγείας, δήλωνε ότι δεν προτίθετο να λάβει ιδιαίτερα μέτρα και ότι:
τα άτομα δέον να λαμβάνουν αφ’ εαυτών τα υποδεικνυόμενα μέτρα. Και συγκεντρούνται ταύτα εις ένα μόνον σχεδόν. Την αποφυγήν των συγκεντρώσεων. Είνε το μόνον φάρμακον. Τα σκόρδα, το ούζο και τα άλλα γιατροσόφια ως προληπτικά κατά της γρίπης είναι κωμικά
Εφημερίδα Εμπρός, 17 Οκτωβρίου 1918. |
Μόλις ενημερώθηκε η κοινή γνώμη για την ανακάλυψη του Βιεννέζου καθηγητή Σάιλερ ότι:
Αιτία της γρίπης είνε στρεπτόκοκκος, όστις καταστρέφεται ασφαλώς, με ενέσεις διαλύσεως άχνης υδραργύρου (σουμπλιμέ), |
ο υπουργός διέταξε:
όπως συνέλθη το ταχύτερον το Ιατροσυνέδριον και καθωρίση τον τρόπον της χρήσεως του υποδεικνυομένου φαρμάκου.όπως συνέλθη το ταχύτερον το Ιατροσυνέδριον και καθωρίση τον τρόπον της χρήσεως του υποδεικνυομένου φαρμάκου. |
Όμως ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Ιατροσυνεδρίου Μενέλαος Σακκόραφος είναι συγκρατημένος και δηλώνει:
Οφείλω να υπομνήσω ότι ο υδράργυρος, διότι περί υδραργύρου πρόκειται, είνε φάρμακον, το οποίον απαιτεί φυσιολογικήν λειτουργίαν των νεφρών και του ήπατος. Δυστυχώς, η εφετινή γρίπη έχει επιπλοκάς κυρίως επί των νεφρών και επομένως η χρήσις του υδραργύρου απαιτεί μεγίστην προσοχήν καθόσον μάλλον βλάβην δύναται να επιφέρη
Εφημερίδα Εμπρός, 24 Οκτωβρίου 1918. |
Πράγματι, η βιεννέζικη «ανακάλυψη» δεν είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα και η ελληνική πολιτεία προσπάθησε να πάρει μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης:
Τι πρέπει να γίνει διά να παύση η γρίπη:
Η Κυβέρνησις ο Δήμος και όλαι αι αρχαί κάμνουν ό,τι ημπορούν διά να παύση η επιδημία της γρίπης. Δεν θα παύση όμως γρήγορα, αν κάθε ένας από ημάς δεν φροντίση να προφυλάξη και τον εαυτόν του και τους άλλους. Για να προφυλάξης τον εαυτόν σου από την γρίπην πρέπει να μην πλησιάζεις ανθρώπους που βήχουν ή έχουν κρυολόγημα και να μη πηγαίνης εις μέρη, που συχνάζουν πολλοί άνθρωποι. Μόλις δε καταλάβης ότι έχεις ελαφρόν κρυολόγημα ή αδιαθεσίαν, πέσε αμέσως εις το κρεβάτι, κάμε δίαιταν με ολίγον ζεστό γάλα και φώναξε τον ιατρόν. Κατ΄ αυτόν τον τρόπον περνά συνήθως η αρρώστια ελαφρά και γρήγορα. Εκτός όμως του εαυτού σου έχεις καθήκον να προφυλάξης και τους άλλους ανθρώπους, τους συγγενείς σου, τους φίλους σου, τους συνεργάτας σου. Διά τούτο όταν είσαι κακοδιάθετος ή άρρωστος μην τους πλησιάζης, μην αφήνεις να σε πλησιάζουν, μην πηγαίνης εις την εργασίαν σου και εις τα καφενεία, διότι άλλως θα κολλήσουν και οι άλλοι από σε. Όσοι διευθύνουν γραφεία, δημόσια ή ιδιωτικά, Τραπέζας, εργοστάσια, εργαστήρια και εν γένει καταστήματα και μαγαζιά, παντός είδους δεν πρέπει να δέχωνται προς εργασίαν τους πάσχοντας εκ γρίπης υπαλλήλους ή εργάτας των. Εφημερίδα Εμπρός, 2 Νοεμβρίου 1918. |
Συγχρόνως, το κοινό ενημερώνεται από τους ειδικούς για τις πιθανές επιπλοκές από τη χρήση του ενέσιμου υδραργύρου και σημειώνεται η ευπάθεια των λαϊκών στρωμάτων:
Η Εταιρεία Υγιεινής, κατά την ειδικήν περί γρίπης σύσκεψιν συνέστησεν τα εξής:
Την ταχείαν προμήθειαν εις τας κλινικάς, νοσοκομεία και φαρμακεία ορρών θεραπευτικών και δη αντιπνευμονοκοκκικού και αντιστρεπτοκοκκινικού, λίαν ωφελίμων εις πλείστας επιπλοκάς της γρίπης. Το διαφημισθέν ως ειδικόν φάρμακον κατά της γρίπης (Σουμπλιμέ) ού μόνον ωφέλειαν καμμίαν δεν παρέχει επί πασχόντων εκ γρίπης, αλλά και βλάπτει εις πλείστας νεφριτικάς ιδία επιπλοκάς της γρίπης, ως απεδείχθη τούτο εκ των επί στρατιωτών και πολιτών γενομένων πειραμάτων υπό των ιατρών. Η νοσηρότης και θνησιμότης της γρίπης τυγχάνει μεγαλυτέρα, ιδία εις άτομα υπερμέτρως καταπονούμενα, μη επαρκώς τρεφόμενα και ενδυόμενα και εν γένει ανθυγιεινώς διαιτώμενα. Εφημερίδα Εμπρός, 13 Νοεμβρίου 1918. |
Η επιδημία εξαπλώθηκε τους φθινοπωρινούς μήνες και οδήγησε σε κλείσιμο σχολείων, κινηματογράφων, θεάτρων, και καφενείων και στην εφαρμογή ειδικών μέτρων καθαριότητας. Ωστόσο τα θύματα τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο αυξήθηκαν πολύ:
Οι αποθανόντες εκ γρίπης εν Αθήναις στρατιώται και πολίται κατά στατιστικήν του Υπουργείου των Εσωτερικών ανέρχονται τον μήνα Οκτώβριον εις 595, τον μήνα Νοέμβριον 650 και τον Δεκέμβριον μέχρι προχθές εις 259.
Κατά το τελευταίον εικοσιτετράωρον απέθανον εκ γρίπης 7 άτομα. Εφημερίδα Εμπρός, 30 Δεκεμβρίου 1918. |
Στην Ελλάδα δεν διαθέτουμε στατιστικά δεδομένα για τις αιτίες θανάτου πριν από το 1921. Επιπλέον, μέχρι τη δημοσίευση της φυσικής κίνησης του πληθυσμού το 1921 –η οποία είχε διακοπεί μετά το 1885–, δεν διαθέτουμε για την πρωτεύουσα ούτε στατιστικά στοιχεία που αφορούν τον ετήσιο αριθμό θανάτων και γεννήσεων. Χάρη σε μελέτη του γιατρού και μετέπειτα καθηγητή μαιευτικής και γυναικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Τρύφωνα Ανδριανάκου (1885-1966), την οποία δημοσίευσε το 1926 (Ανδριανάκος 1925), γνωρίζουμε τον αριθμό των θανόντων κατά την περίοδο 1914-1923. Το 1918, λοιπόν, οι θάνατοι στο Δήμο Αθηναίων –ο οποίος συγκέντρωνε περίπου 300.000 κατοίκους– ήταν 9.257 άτομα (5.335 άνδρες και 3.922 γυναίκες) έναντι 6.354 του προηγούμενου έτους, δηλαδή 45% περισσότεροι. Άρα, ο δείκτης της γενικής θνησιμότητας το 1918 εξαιτίας της γρίπης έφτασε το 33,06‰. Η επιδημία υποχώρησε το 1919, οπότε ο συνολικός αριθμός των θανάτων το 1919 ήταν πολύ μικρότερος από αυτόν του 1917, αφού είχαν ήδη πεθάνει όλοι οι ευπαθείς κάτοικοι (Πίνακας 1). Όπως τεκμαίρεται και από τη συστηματική αποδελτίωση των ληξιαρχικών πράξεων θανάτου του Δήμου Αθηναίων των πρώτων πέντε μηνών του 1919, η επιδημία δεν ξαναεμφανίστηκε (Γράφημα 1). Δεν επανεμφανίστηκε ούτε το 1920, όπως παρόμοια συνέβη και σε άλλες χώρες, καθώς και στη γειτονική μας Βουλγαρία.
Πηγή : Τρύφων Ανδριανάκος, Η μαιευτική και γυναικολογία εν Ελλάδι, Αθήναι, 1925, σ. 179
Πηγή: Ληξιαρχικές πράξεις θανάτου του Δήμου Αθηναίων
Η Ταξινόμηση των Αιτιών Θανάτου του 1918 (Πίνακας 2) αναδεικνύει την κυριαρχία των επιδημιών, των ενδημικών ασθενειών και των λοιμώξεων, που συνιστούσαν τον κανόνα και ήταν υπεύθυνες για σχεδόν τους μισούς θανάτους· είναι φανερό ότι στον ελληνικό χώρο δεν είχε ακόμη γίνει η «επιδημιολογική μετάβαση», που χαρακτηρίζεται από τη μείωση των λοιμωδών νοσημάτων στον πληθυσμό –τα οποία σχετίζονταν με τις συνθήκες διαβίωσης, και τους προηγούμενους αιώνες αποτελούσαν την κύρια αιτία θανάτου σε όλον τον κόσμο– και την ταυτόχρονη αύξηση των χρόνιων εκφυλιστικών νοσημάτων. Οι ασθένειες του πεπτικού συστήματος εξακολουθούσαν να προκαλούν το 12% των θανάτων και οι ασθένειες του αναπνευστικού συστήματος, όπως η πνευμονία και η πλευρίτιδα, το 10% των θανάτων.
Πηγή: Ληξιαρχικές πράξεις θανάτου του Δήμου Αθηναίων
Αν όμως αναλύσουμε περισσότερο αυτές τις δεκαπέντε γενικές κατηγορίες και κατατάξουμε τις ασθένειες στις τριάντα οκτώ πιο αναλυτικές κατηγορίες της Διεθνούς Ταξινόμησης των Αιτιών Θανάτου του 1920 (ILCD 3), μπορούμε να μελετήσουμε καλύτερα την υγειονομική κατάσταση της Αθήνας και, βεβαίως, και τις επιπτώσεις της γρίπης του 1918.
Από τη σύγκριση των δύο διαγραμμάτων (Γράφημα 2 και 3) μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι, παρά την παρουσία της επιδημίας γρίπης τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο 1918, η ιεραρχία των ασθενειών που προκαλούσαν τους περισσότερους θανάτους δεν άλλαξε, και η φυματίωση μαζί με τις άλλες ασθένειες του αναπνευστικού καθώς και οι ασθένειες του πεπτικού συστήματος παρέμειναν οι βασικοί υπεύθυνοι της μεγάλης βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας.
Πηγή: Ληξιαρχικές πράξεις θανάτου του Δήμου Αθηναίων
Πηγή: Ληξιαρχικές πράξεις θανάτου του Δήμου Αθηναίων
Πηγή: Ληξιαρχικές πράξεις θανάτου του Δήμου Αθηναίων
Από τους 9.296 θανάτους του έτους 1918 οι 57,6% αφορούσαν άνδρες και μόνο 42,4% γυναίκες (Πίνακας 3 και Γράφημα 4). Αυτό φαίνεται μάλλον φυσιολογικό, αν λάβουμε υπόψη μας τη σύνθεση του αθηναϊκού πληθυσμού στις δύο απογραφές πληθυσμού των αρχών του 20ού αιώνα: στην απογραφή του 1907 το ποσοστό των ανδρών ήταν 54% και στην απογραφή του 1920 ο ανδρικός πληθυσμός αντιπροσώπευε το 56%. Ο πληθυσμός της πρωτεύουσας ήταν νέος και στην πλειοψηφία του ανδρικός, εξαιτίας των νέων ανύπαντρων μεταναστών αλλά και των στρατιωτών και στρατιωτικών που απογράφηκαν στην πόλη. Δεν θα σταθώ εδώ στο ζήτημα των δηλωμένων ηλικιών κατά τον θάνατο ούτε στις πιθανές ερμηνείες σχετικά με τη θνησιμότητα κάθε ηλικιακής ομάδας, που εξετάστηκαν στην αρχική δημοσίευση. Θα σταθώ στα θύματα της γρίπης με βάση τα ληξιαρχικά έγγραφα.
Λίγο πάνω από το ένα τρίτο των θυμάτων της γρίπης του 1918 πέθανε τον Οκτώβριο (616 άτομα από τα 1.726, δηλαδή 35,7%), άλλο ένα τρίτο τον Νοέμβριο (634, ήτοι 36,7%), ενώ τον Δεκέμβριο η επιδημία έχασε τη μισή της ένταση, αφού προκάλεσε μόνο 16% από τον συνολικό αριθμό θυμάτων (το υπόλοιπο 12% κατανεμήθηκε στους προηγούμενους μήνες) (Γράφημα 5). Έτσι έσβησε η επιδημία, χωρίς να επανακάμψει με νέα θύματα τον Μάρτιο του 1919, όπως σε άλλες χώρες. Μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα, και ιδίως η Αθήνα, χτυπήθηκε από το λεγόμενο δεύτερο κύμα της πανδημίας, δηλαδή αυτό του φθινοπώρου του 1918, αλλά όχι και από το τρίτο κύμα.
Πηγή: Ληξιαρχικές πράξεις θανάτου του Δήμου Αθηναίων
Σύμφωνα με τις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου του Δήμου Αθηναίων, στο σύνολο των θανόντων εκείνης της χρονιάς, ένας στους πέντε Αθηναίους πέθανε από γρίπη και αυτός ήταν κυρίως άνδρας (62,7%) (Πίνακας 3).
Πηγή: Ληξιαρχικές πράξεις θανάτου του Δήμου Αθηναίων
Η γρίπη του 1918 προσέβαλλε κυρίως ενήλικες, και μάλιστα άνδρες, αλλά επίσης και ευάλωτους πληθυσμούς, όπως τα παιδιά έως πέντε ετών και τους ηλικιωμένους άνω των εξήντα ετών (Πίνακας 3). Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί τους είναι τα κατεξοχήν θύματα, αλλά δεν λείπει και το τμήμα του ενεργού αθηναϊκού πληθυσμού που συγχρωτίζεται με συναδέλφους στον χώρο δουλειάς, όπου η ασθένεια μεταδίδεται το ίδιο εύκολα με το σχολείο, το πανεπιστήμιο ή τον στρατώνα.
Πάνω από τους μισούς άνδρες θύματα της επιδημίας γρίπης ήταν μαθητές, φοιτητές, αλλά κυρίως στρατιώτες και αξιωματικοί (Πίνακας 4). Το άλλο μικρό μισό αφορούσε βιοτέχνες, μικρεμπόρους και τους υπαλλήλους τους. Λίγα θύματα καταγράφηκαν στις επαγγελματικές κατηγορίες που ανήκαν στην αθηναϊκή ελίτ· ο μικρός αριθμός τους μας υπενθυμίζει ότι αυτά τα άτομα απέφευγαν να συχνάζουν σε πολυπληθείς δημόσιους χώρους, που ήταν οι κύριοι τόποι μετάδοσης της «λαϊκής» επιδημίας.
Πηγή: Ληξιαρχικές πράξεις θανάτου του Δήμου Αθηναίων
Σε αντίθεση με τις γυναίκες, οι μισοί ανδρικοί θάνατοι από τη γρίπη συνέβησαν εντός των νοσοκομείων και τα τρία τέταρτα αυτών (395 από τους 530) ήταν κυρίως φαντάροι και «άνευ» επαγγέλματος, φοιτητές, καλλιτέχνες και ιερείς. Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί πέθαναν στα δώδεκα στρατιωτικά νοσοκομεία που βρίσκονταν στην Αθήνα, τα οποία όμως δεν ήταν όλα νοσηλευτικά ιδρύματα με μόνιμες εγκαταστάσεις, αφού κάποια φιλοξενούνταν σε άλλα δημόσια κτίρια ή ήταν πρόχειρα καταλύματα στημένα για τις ανάγκες περίθαλψης των τραυματιών του πολέμου και των θυμάτων της γρίπης. Τα περισσότερα, βεβαίως, είχαν εύκολη πρόσβαση στο στρατόπεδο του Γουδή. Το τελευταίο τέταρτο αυτών που πέθαναν σε νοσοκομείο κατανέμεται ανάμεσα σε υπηρετούντες σε δυνάμεις ασφαλείας, σε βιοτέχνες-τεχνίτες και σε εργάτες (Χάρτης 1). Προφανώς τα πολλά θύματα στα ιδρύματα που φιλοξενούσαν ευάλωτους πληθυσμούς από τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα –όπως το Βρεφοκομείο, το Άσυλο Ανιάτων, το Πτωχοκομείο ή και το Εμπειρίκειο Άσυλο υποδηλώνουν ότι δεν υπήρξε πολιτική απομόνωσης, ώστε να αποφευχθεί η μετάδοση του ιού.
Πηγή: Ληξιαρχικές πράξεις θανάτου του Δήμου Αθηναίων
Περίπου δύο στις τρεις γυναίκες θύματα της γρίπης (71%) ήταν μεγαλύτερες των δέκα ετών (Πίνακας 3) και από αυτές, τέσσερις στις πέντε (83%) φέρουν ως ένδειξη, στη ληξιαρχική πράξη θανάτου, «οικοκυρά» (Πίνακας 5). Μερικές δεκάδες ήταν υπηρέτριες από δώδεκα έως δεκαέξι ετών, καμιά δεκαπενταριά ήταν μαθήτριες, μερικές «ιερόδουλες», εργάτριες, μοδίστρες, και μόνο δύο έχουν μη χειρωνακτικό επάγγελμα: μία «διδασκάλισσα εργοχείρων» και μία «παιδαγωγός». Μόνο 18,6% των γυναικών πέθαναν εντός νοσοκομείου, και αφορά σχεδόν αποκλειστικά τις υπηρέτριες, τις πόρνες και τις εργάτριες που δεν κατάγονταν από την Αθήνα. Οι οικοκυρές πέθαιναν στο σπίτι τους, παρότι στην πλειονότητά τους κατάγονταν από άλλες περιοχές, αφού μάλλον είχαν εγκατασταθεί και είχαν οικογένεια στην πρωτεύουσα.
Πηγή: Ληξιαρχικές πράξεις θανάτου του Δήμου Αθηναίων
Πηγή: Ληξιαρχικές πράξεις θανάτου του Δήμου Αθηναίων
Η χωρική κατανομή των θανόντων των οποίων η κατοικία τους καταγράφεται ως τόπος θανάτου αναδεικνύει την εξάπλωση της γρίπης, πρακτικά, σε όλη την πρωτεύουσα (Χάρτης 4). Η πύκνωση στις δυτικές ενορίες είναι αναμενόμενη, αφού είναι πυκνοκατοικημένες, ιδίως όσες βρίσκονται κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής. Το ίδιο συμβαίνει στις, επίσης, λαϊκές και πολυπληθείς συνοικίες γύρω από την Ακρόπολη (Πετράλωνα, Κεραμεικός) [4]. Παρόλ’ αυτά, πολλές δεκάδες θύματα (οικοκυρές, μαθητές και λαϊκά επαγγέλματα) καταγράφηκαν και σε λιγότερο πυκνοκατοικημένες ενορίες, όπως στην ενορία του Προφήτη Ηλία στο Παγκράτι και στη διπλανή συνοικία της Γούβας. Ο ιός δεν εξαίρεσε ούτε το Κολωνάκι, όπου στην ενορία του Αγίου Διονυσίου πέθαναν πολλές οικοκυρές και αρκετοί άνδρες, των οποίων τα επαγγέλματα μάλλον τους κατατάσσουν στα μεσαία ή και ανώτερα στρώματα. Παρόλο που δεν διαθέτουμε για όλους τους θανόντες την οδό του σπιτιού τους, επιχειρήσαμε μια αναλυτικότερη χαρτογράφηση (Χάρτης 3). Επιβεβαιώνεται, λοιπόν, η μεγάλη κινητικότητα του ιού σε όλους τους δρόμους και ιδίως στους μεγάλους άξονες στο δυτικό τμήμα· ήταν σαν να ταξίδευε κι αυτός με το τρένο από τον Πειραιά στην Ομόνοια ή με το «Θηρίο» προς την Κηφισιά. Τέλος, φαίνεται να έπληξε με τραγικές συνέπειες την οδό Βουλιαγμένης, όπως δείχνουν οι θάνατοι πολλών μικρών παιδιών και οικοκυρών.
Πηγή: Ληξιαρχικές πράξεις θανάτου του Δήμου Αθηναίων
Η ισπανική γρίπη ενέσκηψε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1918 και άρχισε να προκαλεί θανατηφόρα κρούσματα στην Αθήνα από τον Οκτώβριο και μετά, στη διάρκεια δηλαδή του δεύτερου κύματος εξάπλωσης της επιδημίας. Έχασε την έντασή της ήδη τον Δεκέμβριο και, ως εκ τούτου, δεν προκάλεσε συναγερμό στις υγειονομικές υπηρεσίες της χώρας. Έτσι η Ελλάδα, μαζί με άλλες χώρες, όπως η γειτονική Βουλγαρία, δεν γνώρισε επανάκαμψη της επιδημίας στις αρχές του 1919. Τα θύματα, εκτός από τα παιδιά έως πέντε ετών, ήταν κυρίως άνδρες μεγαλύτεροι των δεκαπέντε ετών, ιδίως ανάμεσα είκοσι πέντε και σαράντα ετών, που ήταν στρατιώτες και αξιωματικοί ή προέρχονταν από λαϊκά στρώματα. Οι πυκνοκατοικημένες λαϊκές συνοικίες της πρωτεύουσας, βεβαίως, κατέγραψαν τα περισσότερα θύματα, αλλά ο ιός δεν εξαίρεσε καμιά συνοικία.
Ωστόσο, ο αριθμός των θυμάτων στην Ελλάδα ήταν μικρός σε σχέση με τις άλλες χώρες. Εξάλλου, το ελληνικό κράτος και ιδίως οι Σύμμαχοι ανησυχούσαν, το 1918, για τις 55.000 στρατιώτες που βρίσκονταν στη βόρεια Ελλάδα και είχαν μολυνθεί από ελονοσία. Η μόλυνση είχε ενσκήψει τόσο ορμητικά, που ο αρχηγός των συμμαχικών δυνάμεων έγραψε στους ανωτέρους του ότι η Στρατιά της Ανατολής κινδύνευε πραγματικά να διαλυθεί εξαιτίας της ελονοσίας. Η ισπανική γρίπη ήταν, λοιπόν, ένα σύντομο επεισόδιο στην υγειονομική ιστορία της χώρας.
[1] Bournova Eugenia, «Quand Athènes a du se confronter à la grippe espagnole», στο Seguy Isabelle, Ginnaio Monica, Buchet Luc (επιμ.), Les conditions sanitaires des populations du passé, Éditions APDCA, Antibes 2018, σελ. 237-255.
[2] Θέλω να ευχαριστήσω την ιστορικό Μυρτώ Δημητροπούλου για την οργάνωση και διαχείριση των δεδομένων, ώστε να γίνει εφικτή η απεικόνιση στους χάρτες της έκδοσης αυτής.
[3] Ισπανική ονομάστηκε διότι, λόγω της ουδετερότητας της Ισπανίας κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, μόνο ο ισπανικός τύπος είχε τη δυνατότητα να δημοσιεύει ειδήσεις για την επιδημία. Αντίθετα απαγορευόταν κάθε αναφορά σε αυτή από όλες τις εμπλεκόμενες στον πόλεμο χώρες, προκειμένου να μη θιγεί το ηθικό των στρατευμάτων. Εξαιτίας αυτού του αποκλεισμού στην ενημέρωση, διαχεόταν παντού η εντύπωση πως η επιδημία γρίπης είχε πλήξει μόνο την Ισπανία, ενώ πέθαιναν εκατομμύρια στρατιώτες, κυρίως, και πολίτες, δευτερευόντως, σε όλον τον κόσμο.
[4] Βλ. «Κοινωνική-επαγγελματική διαστρωμάτωση της πρωτεύουσας, 1860-1940» (σε συνεργασία με τη Μυρτώ Δημητροπούλου) στο Μαλούτας Θωμάς, Σπυρέλλης Σταύρος (επιμ.), Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού, 2015. (http://www.athenssocialatlas.gr/%CE%AC%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF/338/
Μπουρνόβα, Ε. (2020) Η ισπανική γρίπη στην Αθήνα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-ισπανική-γρίπη-στην-αθήνα/ , DOI: 10.17902/20971.98
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το Κουκάκι εκτείνεται από την οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου μέχρι την πλατεία Κουντουριώτη («Παιδική Χαρά») και από τις παρυφές του Φιλοπάππου ως τη λεωφόρο Συγγρού (Xάρτης 1). Πρόκειται για μία περιοχή με μακρά ιστορία και, κατά τις πρόσφατες δεκαετίες, σημαντικούς μετασχηματισμούς: την πεζοδρόμηση δύο κεντρικών οδών, έπειτα την απόκτηση δύο σταθμών μετρό, τη λειτουργία του νέου Μουσείου της Ακρόπολης και, πιο πρόσφατα, την εμφάνιση του φαινομένου Airbnb και την εντατικοποίηση των χρήσεων αναψυχής. Οι παραπάνω εξελίξεις προσεγγίζονται εδώ μέσα από τα μάτια επτά κατοίκων της περιοχής, με διαφορετική διαδρομή, εμπειρία και πρόσληψη της γειτονιάς και των μετασχηματισμών της. Αρχικά, «Κουκάκι» ονομαζόταν η περιοχή κοντά στις συμβολές των οδών Βεΐκου και Δημητρακοπούλου με την οδό Γεωργάκη Ολυμπίου (Xάρτης 1), όπου βρισκόταν το σπίτι του Κουκάκη, ενός κατασκευαστή σιδερένιων κρεβατιών (Γιοχάλας & Καφετζάκη, 2012). Από την παιδική χαρά που βρίσκεται στο τέρμα των οδών Βεΐκου και Δημητρακοπούλου και αποτελεί «προθάλαμο» του Κουκακίου στα νοτιο-δυτικά μέχρι και την αρχή των Πετραλώνων, η περιοχή αναφέρεται στη σχετική βιβλιογραφία ως «Φιλοπάππου» (Βουγιούκα & Μεγαρίδης, 2006), τοπωνύμιο που σήμερα έχει σημαντικά υποχωρήσει. Από την άλλη πλευρά, στα βορειο-ανατολικά, το Κουκάκι γειτνίαζε με την περιοχή «Γαργαρέττα», που εκτεινόταν από την οδό Νότη Μπότσαρη μέχρι την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, ενώ από εκεί και πέρα εκτεινόταν η συνοικία «Μακρυγιάννη». Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οι τέσσερις παραπάνω συνοικίες (Κουκάκι, Φιλοπάππου, Γαργαρέττα και Μακρυγιάννη) συνηθίζεται να αναφέρονται ως Κουκάκι, ενώ μόνο η συνοικία «Μακρυγιάννη» αναφέρεται ξεχωριστά από αρκετούς μέχρι σήμερα. Καθώς περιπλανιέται κανείς στις παραπάνω συνοικίες, ο χαρακτήρας της περιοχής αλλάζει. Μέχρι δύο-τρεις δεκαετίες πριν, η ταξική διαφοροποίηση γινόταν έντονα αισθητή. «Η εικόνα άλλαζε βαθμιαία όσο κατηφόριζες από του Φιλοπάππου προς την Συγγρού και άρδην αν περνούσες απέναντι στο Δουργούτι», θυμάται ο κύριος Α., συνταξιούχος πανεπιστημιακός και κάτοικος της περιοχής για περισσότερα από 50 χρόνια. Παρόμοια φθίνουσα ταξική αλλαγή παρατηρούνταν και κατά μήκος της νοητής γραμμής από τα όρια της γειτονιάς του Κουκακίου προς την Πλάκα μέχρι εκείνα προς την Καλλιθέα [1]. Νοητό όριο αποτελούν και οι οδοί Ζαχαρίτσα και Τσάμη Καρατάσου, καθώς πάνω από αυτές υπάρχει σχεδόν αποκλειστικά χρήση κατοικίας ενώ κάτω από αυτές εντοπίζονται και άλλες χρήσεις γης, για παράδειγμα κατά μήκος των κεντρικών οδών Βεΐκου και Δημητρακοπούλου, των δύο μεγαλύτερων εμπορικών αξόνων της περιοχής. «Πέρα από αυτό, και οι ίδιες οι κατοικίες είναι διαφορετικές πάνω από τη Ζαχαρίτσα, καθώς υπάρχουν εκεί πολύ περισσότερες μονοκατοικίες ενώ, αντίθετα, μεταξύ Ζαχαρίτσα και Συγγρού οι πολυκατοικίες είναι περισσότερες», σημειώνει η κυρία Β., κοινωνιολόγος, ένοικος διαμερίσματος επί της συγκεκριμένης οδού από το 1968 και κάτοικος της περιοχής από ακόμα παλαιότερα.Χάρτης 1: Το Κουκάκι
Εικόνες 1-4: Πάνω από το νοητό όριο των οδών Ζαχαρίτσα και Τσάμη Καρατάσου
Πηγή: Γ Δημητρόπουλος 2020
Πηγή: Γ Δημητρόπουλος 2020
Το Κουκάκι υπήρξε διαχρονικά κυρίως περιοχή κατοικίας. Τα εμπορικά καταστήματα περιορίζονται, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, πάνω στους δύο κεντρικούς οδικούς άξονες, την οδό Βεΐκου και την οδό Δημητρακοπούλου. Ωστόσο, ακόμα και οι δύο αυτοί δρόμοι είναι επίσης δρόμοι κατοικιών, καθώς πάνω από τα ισόγεια εμπορικά καταστήματα υψώνονται πολυκατοικίες με διαμερίσματα και όχι με γραφεία, υπηρεσίες ή άλλες δραστηριότητες. Πόσο πυκνοκατοικημένοι ήταν οι δύο αυτοί κεντρικοί εμπορικοί δρόμοι ήδη από τη δεκαετία του 1980, το γνωρίζει καλά όποιος ήταν τότε παιδί. Στα κάλαντα των Χριστουγέννων, το να πάρεις κατά μήκος τις πολυκατοικίες της Βεΐκου και της Δημητρακοπούλου ήταν έργο ατελείωτο αλλά και πολύ προσοδοφόρο. Λίγο πιο κάτω, η οδός Φαλήρου, πρώτη παράλληλη της λεωφόρου Συγγρού, όπου σήμερα ξεφυτρώνουν μπαράκια και καφετέριες, πριν από όχι πολλά χρόνια ήταν πιάτσα συνεργείων και φανοποιείων που έμοιαζε σαν να είχε αποσχιστεί από το Νέο Κόσμο και να πέρασε απέναντι.
Πηγή: Γ Δημητρόπουλος 2020
Η πολυκατοικία είναι γενικότερα το είδος του κτηρίου που κυριαρχεί στο Κουκάκι, όπως άλλωστε στις περισσότερες κεντρικές περιοχές της Αθήνας. Παρά τον μεγάλο αριθμό μονοκατοικιών που διατηρούνται μέχρι σήμερα στις παρυφές του Φιλοπάππου, οι πολυκατοικίες αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα του κτηριακού αποθέματος του Κουκακίου, χτισμένες οι περισσότερες κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970. Η κυρία Β. υποστηρίζει πως «κάτω από την Τσάμη Καρατάσου δεν υπάρχει κανένα αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον». Πράγματι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι πολυκατοικίες του Κουκακίου δεν αποτελούν «υψηλά» δείγματα του αθηναϊκού μοντερνισμού, όπως αυτά που μπορεί να συναντήσει κανείς στο Κολωνάκι, στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, στην οδό Μαυροματαίων και αλλού, ενώ βέβαια δεν έχουν καμία σχέση, πέραν της εγγύτητας, με τα κτήρια που «κοσμούν» τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου.
Πηγή: Γ Δημητρόπουλος 2020
Το Κουκάκι αποτελούσε μία μεσοαστική περιοχή, σαφώς πιο εύρωστη οικονομικά όσο ανέβαινε στους πρόποδες του Φιλοπάππου. Οι κάτοικοι, σύμφωνα με τον κύριο Α., «χωρίς να τους λες αριστοκράτες, ήταν αυτό που λέμε: νοικοκυραίοι». Ο κύριος Γ., αρχιτέκτονας και μεσίτης, 40 ετών, κάτοικος της περιοχής σχεδόν από τη γέννησή του, συμπληρώνει ότι «παλαιότερα, ήταν φτηνή περιοχή, όχι στους πρόποδες του Φιλοπάππου αλλά προς την Συγγρού. Για το λόγο αυτόν, συγκέντρωσε κατά τη δεκαετία του 1990 και αρκετούς οικονομικούς μετανάστες, κυρίως Αλβανούς. Σήμερα βλέπω σαφώς λιγότερους».
Αν και οι δύο κεντρικές οδοί Βεΐκου και Δημητρακοπούλου είχαν πάντα πολλά καταστήματα, τα περισσότερα από αυτά «ήταν μικρομάγαζα που εξυπηρετούσαν βασικές ανάγκες», σύμφωνα με την κυρία Β., η οποία συμπληρώνει πως «οι Κουκακιώτες εξυπηρετούνταν πολύ για τις αγορές τους από το κέντρο της Αθήνας και την Καλλιθέα». Η γειτνίαση της περιοχής με αυτές τις δύο μεγάλες αγορές μείωσε την ανάγκη για περαιτέρω ανάπτυξη της δικής της. Για έναν Κουκακιώτη ήταν πολύ εύκολο να πάρει το τρόλεϊ και να κάνει τα ψώνια του αλλού. Άλλωστε, η συγκοινωνία του Κουκακίου, ειδικά προς το κέντρο, ήταν ανέκαθεν καλή, καθώς μπορούσε κανείς να το προσεγγίσει με τρεις διαφορετικές γραμμές τρόλεϊ και πιο πρόσφατα και με το μετρό. Ο κύριος Ε., συνταξιούχος λογιστής, επέλεξε να εγκατασταθεί στο Κουκάκι λίγο μετά το 1980 και ένας λόγος, εξηγεί, ήταν η άριστη συγκοινωνία και η ευκολία να μετακινούνται, η σύζυγός του και αυτός, προς τη δουλειά. Σύμφωνα με μία γενική αίσθηση των κατοίκων, όπως αυτή προκύπτει από την πλειοψηφία των συνεντεύξεων, αλλά και μέσα από την εμπειρία του συγγραφέα επίσης ως κατοίκου της περιοχής, στο Κουκάκι διαμένει ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών. Η παρουσία τους είναι εμφανής αλλά είναι δύσκολο να εκτιμηθεί αν είναι μεγαλύτερη εδώ σε σχέση με άλλες κεντρικές περιοχές. Σύμφωνα με την κυρία Β., «αν και στο Κουκάκι μένουν διάφοροι καλλιτέχνες και διανοούμενοι, δεν υπάρχει ιδιαίτερη πολιτιστική κίνηση. Έχουν εδώ την κατοικία τους αλλά δεν θα τους δεις να κάνουν εδώ κάποια ομιλία ή παρουσίαση». Ο κύριος Η. είναι πολύ γνωστός βιβλιοπώλης της περιοχής και το κατάστημά του (όχι εξ αρχής στη σημερινή του θέση) λειτουργεί από το 1970. Θεωρεί πως το παραπάνω φαινόμενο συμβαίνει και σε άλλες περιοχές όπου μπορεί να κατοικούν καλλιτέχνες και συγγραφείς αλλά οι πολιτιστικές τους δραστηριότητες φιλοξενούνται κυρίως στο κέντρο της Αθήνας. Ερωτηθείς γιατί δεν υπάρχει άλλο αντίστοιχο βιβλιοπωλείο στην περιοχή, ο κύριος Η. θυμάται: «Κάποτε είχε περάσει ο πεζογράφος Νίκος Παναγιωτόπουλος, πελάτης του βιβλιοπωλείου, με έναν γνωστό ζωγράφο ο οποίος μου είπε: Είσαι το τελευταίο βιβλιοπωλείο κατεβαίνοντας. Από εδώ και κάτω δεν υπάρχει τίποτα, ίσαμε την Πάτρα»! «Οι Κουκακιώτες δεν μπορώ να πω ότι διαβάζουν πάρα πολύ», συμπληρώνει. «Παλαιότερα πουλούσα λιγότερο. Για βιβλία πήγαιναν όλοι στο κέντρο που είχε και εκπτώσεις. Όταν ξεκίνησα τις εκπτώσεις και εγώ, άρχισα να πουλάω περισσότερο. Φέρνω όλους τους εκδότες και όλα τα είδη, γι’ αυτό έχω και καλό στοκ. Πιο πολύ βέβαια ο κόσμος, δυστυχώς, αγοράζει τα best-seller, όμως θα πουληθεί και το πιο ποιοτικό βιβλίο». Μια σημαντική αλλαγή στην περιοχή του Κουκακίου ήταν η πεζοδρόμηση δύο κεντρικών οδών μέσα στην τετραετία 1987-1991. Αρχικά της οδού Δράκου, στην περιοχή της Γαργαρέττας και, δύο περίπου χρόνια μετά, της οδού Γεωργάκη Ολυμπίου, η συμβολή της οποίας με την οδό Βεΐκου ήταν η καρδιά της συνοικίας του (παλαιότερου πυρήνα του) Κουκακίου. Και οι δύο (πεζοδρομημένες σήμερα) οδοί είναι κάθετες στους δύο κεντρικούς οδικούς άξονες της Βεΐκου και της Δημητρακοπούλου. Λίγο μετά την πεζοδρόμηση, άρχισαν να εμφανίζονται δειλά τα πρώτα καφέ. Πιο πριν, δεν υπήρχαν πολλά μέρη στο Κουκάκι για να καθίσει κανείς. «Ήταν περισσότερο παλαιού τύπου καφενεία, με κάποιους ηλικιωμένους που έπαιζαν τάβλι ή χαρτιά και καθόλου γυναίκες», θυμάται η κυρία Β. «Ένα τέτοιο υπήρχε και στη Δράκου, γωνία με Δημητρακοπούλου. Δεν είχε καμία σχέση με τα τωρινά μαγαζιά αυτού του δρόμου. Απ’ έξω, επί της Δράκου, όταν δεν είχε ακόμα πεζοδρομηθεί, υπήρχε και μια πιάτσα ταξί κι έτσι το καφενείο, εκτός από θαμώνες, εξυπηρετούσε και τους ταξιτζήδες όσο περίμεναν πελάτες». Το καφενείο έκλεισε όταν άρχισαν οι εργασίες πεζοδρόμησης και το διαδέχτηκε, αμέσως μετά την ολοκλήρωση του έργου, το 1988, μία ιταλικού τύπου gelateria-καφέ, το Firenze, που «ήταν το πρώτο μαγαζί που προσέλκυσε και κόσμο εκτός της γειτονιάς», σύμφωνα με την κυρία Β. Μέσα στην επόμενη επταετία, ο πεζόδρομος της Δράκου αποτελούσε πια το κέντρο του Κουκακίου. Ο πεζόδρομος της Δράκου έπαψε να είναι η «καρδιά» του Κουκακίου πολύ αργότερα. Με την κατασκευή του νέου Μουσείου Ακρόπολης στου Μακρυγιάννη, το 2009, πραγματοποιήθηκε και η πεζοδρόμηση της ομώνυμης οδού. «Ο νέος αυτός πεζόδρομος πήρε πάρα πολύ κόσμο από την Δράκου», σημειώνει ο κύριος Γ. «Λόγω του μουσείου και της πεζοδρόμησης της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η Μακρυγιάννη, εκτός από ανθρώπους της γειτονιάς ή τουρίστες, μαζεύει και πάρα πολλούς κατοίκους άλλων περιοχών που δεν είναι θαμώνες, απλώς έρχονται καμιά φορά για τη βόλτα τους», λέει η κυρία Β.Εικόνες 13-16: Οι πεζόδρομοι Δράκου και Γεωργάκη Ολυμπίου
Πηγή: Γ Δημητρόπουλος 2020
Το 2000, η περιοχή ήταν από τις πρώτες αθηναϊκές γειτονιές που απέκτησαν μετρό και, μάλιστα, δύο σταθμούς που την εξυπηρετούσαν (σταθμός Συγγρού-Φιξ και σταθμός Ακρόπολη). Παρά την ήδη καλή συγκοινωνία προς και από το κέντρο, το μετρό έδωσε σταδιακά τη δυνατότητα, όσο άνοιγαν νέοι σταθμοί και αλλού, να γίνει το Κουκάκι εύκολα προσβάσιμο από πλήθος κατοίκων διαφορετικών περιοχών. «Είναι μία από τις μεγαλύτερες αλλαγές στην περιοχή μας», λέει η κυρία Β., ενώ ο κύριος Γ. συμπληρώνει πως «ήταν καταλυτικό και για άλλες αλλαγές αργότερα. Για παράδειγμα, το Airbnb δεν θα αναπτυσσόταν τόσο αν τα διαμερίσματα δεν ήταν κοντά σε μετρό». Ο κύριος Ε. αναφέρει επίσης: «Οι φίλοι μου από το χωριό, όταν θέλουν να βρεθούν στην Αθήνα, έρχονται όλοι από διαφορετικές περιοχές στο σταθμό Συγγρού-Φιξ γιατί είναι κάτι που τους εξυπηρετεί όλους».
Η κατασκευή του νέου Μουσείου Ακρόπολης έφερε μεγάλη αλλαγή στην περιοχή. Η κυρία Β. παρατηρεί πως πριν τη δημιουργία του μουσείου «το Κουκάκι δεν ήταν τουριστική περιοχή. Είχε κάποια ξενοδοχεία αλλά τα πούλμαν έφταναν μέχρι την Διονυσίου Αρεοπαγίτου». Στο ίδιο πνεύμα, ο κύριος Γ. συμπληρώνει: «πήρε τον κόσμο από την Διονυσίου Αρεοπαγίτου και τον έφερε λίγο πιο κάτω, κάτι που γίνεται αντιληπτό στο τέλος της Βεΐκου, ως τον Άγιο Ιωάννη». Ωστόσο, η κυρία Β. παρατηρεί πως μαζί με τον κόσμο «έφερε και πρόβλημα κυκλοφορίας, ρύπανση και έλλειψη θέσεων στάθμευσης». Ο κύριος Δ. είναι γιατρός 42 ετών, κάτοικος της περιοχής από τη γέννησή του. Παράλληλα, δραστηριοποιείται στο κατάστημα που από το 1963 διατηρεί η οικογένειά του στη Γαργαρέττα. Στον αντίποδα της προηγούμενης άποψης, θεωρεί το μουσείο «ένα στολίδι για την περιοχή, σύγχρονο, που μας γεμίζει υπερηφάνεια». Ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο θα το αξιολογήσει κανείς, το σίγουρο είναι πως το τρίγωνο Χατζηχρήστου/Ροβέρτου Γκάλλι – Μακρυγιάννη – Διονυσίου Αρεοπαγίτου, που ήταν κάποτε ένα εξαιρετικά ήσυχο σημείο, έχει γίνει από τα πιο πολυσύχναστα και ελκυστικά μέρη όχι μόνο του Κουκακίου αλλά ολόκληρης της Αθήνας.
Οι δύο πιο πρόσφατες αλλαγές στο Κουκάκι, που συνέβησαν μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, ήταν η προαναφερθείσα εξέλιξη της Γεωργάκη Ολυμπίου σε πολύ ζωντανή «πιάτσα» και η εμφάνιση και εξάπλωση του Airbnb. Ο κύριος Ε. παρατηρεί πως η γειτονιά είναι ιδανική για Airbnb, καθώς βρίσκεται κοντά τόσο σε αξιοθέατα όσο και στο μετρό. Ο κύριος Γ. συμπληρώνει ότι «στην αρχή, προτού πάρει διαστάσεις το φαινόμενο, εξαιτίας του ότι το Κουκάκι ήταν μία σχετικά φτηνή περιοχή, ίσως και οι τιμές στο Airbnb να ήταν ανταγωνιστικές, και έτσι να σκαρφάλωσε γρήγορα σε πέμπτη συνοικία παγκοσμίως στην προτίμηση των Airbnb επισκεπτών». Ο κύριος Δ. αντιμετωπίζει το φαινόμενο ως μία πολύ ευχάριστη εξέλιξη για την περιοχή: «Το να βλέπεις τουρίστες να έρχονται να μείνουν σε σπίτια που είναι στην πολυκατοικία μας ή γύρω από αυτήν, ανάμεσά μας, δεν είναι αρνητικό. Είναι άνθρωποι που προσφέρουν στο Κουκάκι, έχουν να του δώσουν κάτι, να το δουν και αργότερα να το διαδώσουν στους ανθρώπους τους όταν γυρίσουν πίσω. Και μόνο για αυτήν τη διαφήμιση, αξίζει να έχουμε το Airbnb». Η κυρία Β. διατηρεί τις επιφυλάξεις της: «Κινδυνεύουν να εκδιωχθούν άνθρωποι που μένουν πολλά χρόνια στο Κουκάκι ως ενοικιαστές, είτε ζουν με το φόβο μιας μεγάλης αύξησης του ενοικίου τους. Επιπλέον, οι τουρίστες που έρχονται δεν ξοδεύουν χρήματα απαραίτητα στα καταστήματα της γειτονιάς. Μπορεί να πάρουν ό,τι χρειάζονται από μία αλυσίδα supermarket και όχι έναν Κουκακιώτη έμπορο». Ο κύριος Δ. ισχυρίζεται, όμως, πως πολλοί τουρίστες επισκέπτονται το οικογενειακό ζαχαροπλαστείο. «Οι άνθρωποι αυτοί ψάχνονται αρκετές ώρες την ημέρα να δουν τι άλλο υπάρχει πέριξ του καταλύματός τους. Περπατώντας, βλέπουν καταστήματα, μπαίνουν μέσα, ρωτούν, μαθαίνουν, αγοράζουν. Αφιερώνουν χρόνο και χρήμα στα καταστήματα και στους χώρους εστίασης που βρίσκονται κοντά στο κατάλυμά τους».
Πηγή: Γ Δημητρόπουλος 2020
Σύμφωνα με ιδιοκτήτη κομμωτηρίου στην Γεωργάκη Ολυμπίου, το κατά πόσο ένα κατάστημα αυξάνει την πελατεία του λόγω Airbnb σχετίζεται με το προσφερόμενο προϊόν. «Τα κορίτσια στο διπλανό καφέ-μπαρ έστησαν άρον άρον μία κουζίνα, προκειμένου να σερβίρουν πρωϊνό και brunch και εξυπηρετούν τουρίστες του Airbnb. Εγώ, πάλι, κουρεύω τους ίδιους που κούρευα και παλαιότερα» [2].
Ο κύριος Ε. εκτιμά πως «κάθε πολυκατοικία έχει και ένα διαμέρισμα Airbnb» και ανησυχεί για το αίσθημα ανασφάλειας που αυτό μπορεί να δημιουργεί. «Δεν ξέρεις ποιος μένει δίπλα στο σπίτι σου. Και, επίσης, κάποιοι από αυτούς μπορεί να μην σεβαστούν τους κανόνες καλής συμβίωσης, σε θέματα όπως η ησυχία και η καθαριότητα». Για τον κύριο Γ., ο οποίος δεν εργάζεται στην περιοχή αλλά δραστηριοποιείται ως μεσίτης, το φαινόμενο είναι στο μεγαλύτερο μέρος του θετικό αλλά χρειάζεται ένα αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο, έτσι ώστε τα ποικίλα οφέλη να μην συνοδεύονται από δυσάρεστες επιπτώσεις. «Στο Βερολίνο όπου ζούσα μέχρι πρόσφατα, το φαινόμενο είχε εξαπλωθεί πάρα πολύ, όχι σε συγκεκριμένες περιοχές αλλά στην έκταση ολόκληρης της πόλης, κάνοντας σχεδόν αδύνατη την εύρεση μόνιμης κατοικίας. Ελήφθησαν μέτρα, τα οποία απέδωσαν. Έτσι, τώρα, μπορείς να βρεις και Airbnb ως τουρίστας αλλά και μόνιμη κατοικία ως κάτοικος». Ο κύριος Γ. δεν ανησυχεί για πιθανή αλλοίωση της περιοχής και μετατροπή της σε τόπο τουριστών: «Νομίζω πως ακόμα κρατιέται σε ισορροπία. Υπάρχει και υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στο Κουκάκι».
Μία συνέπεια των μεταβολών που συνέβησαν τα τελευταία χρόνια στο Κουκάκι είναι πως ανοίγουν ολοένα και περισσότεροι χώροι αναψυχής, πλέον όχι μόνο στους προαναφερθέντες πολυσύχναστους πεζοδρόμους. «Η Φαλήρου, ο δρόμος των φανοποιείων και των συνεργείων, είναι πλέον ο δρόμος των μπαρ», παρατηρεί η κυρία Β. Για κάποιους από τους συνομιλητές, η πιθανότητα Μακρυγιάννη, Δράκου και Ολυμπίου να «ενωθούν» καθώς οι κάθετοι σε αυτές δρόμοι θα γεμίσουν χώρους διασκέδασης, αρχίζει να μοιάζει σοβαρή. «Η χρήση του Κουκακίου αλλάζει», λέει μελαγχολικά η κυρία Β. «Από τόπος διαμονής γίνεται τόπος διέλευσης». Με μία πρώτη ματιά, ένα κατάστημα αναψυχής με τραπεζάκια και καρέκλες σε προτρέπει να κάνεις στάση και να παραμείνεις λίγη ώρα σε αυτό, διακόπτοντας το περπάτημά σου. Ένα κατάστημα με είδη πρώτης ανάγκης μοιάζει με αναπόσπαστο κομμάτι της διαδρομής σου. Όμως, υπάρχει εδώ ένα παράδοξο: οι πολλοί χώροι «για να σταθείς» σηματοδοτούν τελικά ένα πέρασμα στο οποίο μπορεί να κάνεις στάσεις χωρίς ωστόσο να ριζώνεις. Η κυρία Ζ., ποιήτρια και κάτοικος της Δράκου, θεωρεί πως τα καφέ ενίσχυσαν την αίσθηση της γειτονιάς. «Γνωριστήκαμε μεταξύ μας οι γείτονες. Συζητήσαμε για κάθε ελαφρύ ή βαρύ θέμα, παίξαμε τάβλι, αλλά ξεκινήσαμε και αγώνες. Ωραίους αγώνες για την περιοχή μας και ακομμάτιστους. Άλλους με επιτυχία και άλλους χωρίς. Κάναμε τη Λέσχη Φιλίας, προσπαθήσαμε ανεπιτυχώς να απομακρύνουμε τις κεραίες της κινητής τηλεφωνίας, καταφέραμε να μπει φανάρι για τους πεζούς στη Συγγρού». «Ρώτα την να σου πει και που φυτέψαμε όλοι μαζί το κηπάκι μας», είχε προτείνει νωρίτερα ο κύριος Ε. [3].
Τα πιο ζωντανά αστικά τοπία είναι εκείνα που εγκλωβίζουν μέσα τους μία αντίφαση. Το να περιγραφεί μονοσήμαντα το Κουκάκι, τόσο ζωντανό και διαρκώς μεταβαλλόμενο, είναι αδύνατο. Το να αξιολογηθούν απόλυτα, ανεξάρτητα από το πρόσημο, φαινόμενα που οι επιδράσεις τους διαχέονται προς διάφορες κατευθύνσεις είναι ιδιαιτέρως δύσκολο ενώ ρισκάρει να είναι απλοϊκό και μονομερές. Σφηνωμένο μεταξύ του σπουδαιότερου μνημείου και άχαρων γραφείων, το Κουκάκι αλλάζει μορφές μέσα σε μια ανάσα δρόμο. Ήσυχη περιοχή αλλά και «υπαίθριο πάρτυ», «μπιζουτιέρα» νεοκλασικών κοσμημάτων αλλά και «τσιμεντούπολη», «παγκόσμια γειτονιά» αλλά και γειτονιά με τους ίδιους κατοίκους ακόμα και για πάνω από πενήντα χρόνια. Ίσως, τελικά, το ερώτημα εάν από τόπος διαμονής το Κουκάκι μεταλλάσσεται σε τόπο διέλευσης να μην χρειάζεται να απαντηθεί. Γιατί, καμιά φορά, τα «πολύχρωμα» περάσματα είναι οι τόποι που αξίζει να ερωτευτεί κανείς και να ριζώσει.
[1] Μεταξύ των κατοίκων της περιοχής, παρατηρήθηκε διάσταση των απόψεων σχετικά με το εάν η ταξική διαφοροποίηση έχει σήμερα οξυνθεί ή αμβλυνθεί.
[2] Συνομιλία του συγγραφέα με τον ιδιοκτήτη του κομμωτηρίου, σε μορφή ελεύθερης συζήτησης και όχι σε μορφή συνέντευξης. Αποδίδεται από μνήμης.
[3] Στον πεζόδρομο της Δράκου, οι ευκάλυπτοι υπήρχαν από πολύ παλιά. Ωστόσο, η νησίδα στην οποία ήταν φυτεμένοι αποτελούνταν μόνο από χώμα και δεν είχε περίφραξη. Με πρωτοβουλία των κατοίκων, αγορά των υλικών και εθελοντική εργασία, ο χώρος γέμισε με φυτά και προστατεύθηκε με έναν μικρό ξύλινο φράχτη.
Δημητρόπουλος, Γ. (2020) Το Κουκάκι μέσα από τα μάτια επτά κατοίκων του: Τόπος διαμονής και διέλευσης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κουκάκι-τόπος-διαμονής-και-διέλευσης/ , DOI: 10.17902/20971.96
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η περιοχή μελέτης υπήρξε ένας από τους συνοικισμούς που δημιουργήθηκαν στην Αθήνα (όπως εκείνοι του Δουργουτίου, του Ασυρμάτου, των Αμπελοκήπων κ.ά.) για τη στέγαση των Μικρασιατών προσφύγων της δεκαετίας του 1920. Η εγκατάσταση των προσφύγων έγινε είτε με αυτοστέγαση σε παραπήγματα, είτε οργανωμένα στις κατοικίες που κατασκευάστηκαν από το κράτος. Τα επόμενα χρόνια η γειτονιά δέχθηκε σημαντικό αριθμό εσωτερικών μεταναστών, ενώ από το 1950 ξεκίνησε η σταδιακή ανέγερση των προσφυγικών και εργατικών πολυκατοικιών για τη στέγαση όσων κατοικούσαν σε παραπήγματα. Σε αντίθεση με άλλους προσφυγικούς συνοικισμούς (όπως για παράδειγμα του Ιλισσού, του Πολυγώνου, των Κουντουριώτικων) που κατεδαφίστηκαν και τα ίχνη τους χάθηκαν αφού ενσωματώθηκαν πλήρως στην ευρύτερη περιοχή τους, ο Ταύρος κατάφερε με τη δημιουργία των συγκροτημάτων κοινωνικής κατοικίας να παραμείνει μια ιδιαίτερη γειτονιά σε σχέση με την ευρύτερη περιοχή της. Η γειτονιά των συγκροτημάτων κοινωνικής κατοικίας στον Ταύρου βρίσκεται στο νότιο τμήμα της ομώνυμης Δημοτικής Ενότητας του Δήμου Μοσχάτου-Ταύρου [1]. Είναι χωροθετημένη σε κομβικό σημείο εύκολα προσπελάσιμο από την οδό Πειραιώς, ενώ η απόσταση από το κέντρο της Αθήνας και του Πειραιά είναι μικρή (3,5 χλμ. από την πλατεία Συντάγματος και 5 χλμ. από την πλατεία Κοραή αντίστοιχα) (Χάρτης 1). Ο συνολικός αριθμός των πολυκατοικιών (προσφυγικών και εργατικών) που κατασκευάστηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, και αποτελούν τα συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας της γειτονιάς, είναι 88 (Χάρτης 2). Ο προσφυγικός συνοικισμός του Ταύρου δημιουργήθηκε σε εκτός σχεδίου έκταση της πόλης της Αθήνας από πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Ελλάδα με τη Μικρασιατική Καταστροφή από τη Σμύρνη, την Αττάλεια, το Ικόνιο κ.α. Ο Ταύρος παλαιότερα ονομαζόταν συνοικισμός «Νέων Σφαγείων» [2] και ανήκε διοικητικά στο Δήμο Αθηναίων (Βαρελίδης, 1999: 314). Όμως, από το 1934 αποσπάστηκε και αποτέλεσε αυτόνομη Κοινότητα. Το 1935 «το Κοινοτικό Συμβούλιο με ομόφωνη απόφασή του […] είχε ζητήσει την απαλλαγή του ονόματος “Ν. Σφαγείων” από την Κοινότητα σαν κακόηχο και την μετονομασία της σε Κοινότητα Ταύρου» (Σούτος, 1983: 238). Η πιθανότερη εκδοχή για την ετυμολογία της ονομασίας Ταύρος είναι αυτή που τη συνδέει με την οροσειρά του Ταύρου στη νότια Τουρκία. Άλλωστε τμήμα της οροσειράς βρίσκεται στην Αττάλεια και στη Μερσίνη (Ελευθερουδάκης, 1931: 55), περιοχές από τις οποίες μεγάλος αριθμός προσφύγων εγκαταστάθηκε στον Ταύρο. Πριν από την εγκατάσταση των προσφύγων, η περιοχή ήταν ακατοίκητη. «Στην περιοχή αυτή, ανάμεσα στην Αθήνα και στον Πειραιά, τη γεμάτη από λάσπες και χωράφια σπαρμένα [….] ήλθαν να εγκατασταθούν οι πρώτοι κάτοικοί της, άνθρωποι δυστυχισμένοι και κυνηγημένοι, ξεριζωμένοι από τα πάτρια εδάφη τους » (Σούτος, 1983: 105). Η εγκατάσταση των προσφύγων στον Ταύρο -η οποία ξεκίνησε το 1922 και ολοκληρώθηκε το 1927- έγινε κυρίως σε παραπήγματα που κατασκεύασε είτε το κράτος, είτε οι ίδιοι οι πρόσφυγες με αυτοστέγαση. Οι επιμέρους περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες χωρίζονταν με βάση τα συγκροτήματα, αλλά και τις ενορίες [3] στις οποίες εντάχθηκαν. Έτσι προέκυψαν οι περιοχές: παραγκούπολη «Παναγίτσας», «Γερμανικά» παραπήγματα (Κάτω Νέα Σφαγεία) και «Εσταυρωμένου» (Άνω Νέα Σφαγεία) [4] (Εικόνα 1). Η πρώτη ομάδα παραπηγμάτων, η παραγκούπολη της «Παναγίτσας», βρισκόταν νοτιοανατολικά της οδού Πειραιώς και η δεύτερη ομάδα, τα «Γερμανικά» παραπήγματα, βορειοδυτικά της οδού Πειραιώς (Εικόνα 1). Αυτές οι δυο εκτάσεις ανήκαν στις λεγόμενες «εθνικές γαίες», οι οποίες με την ίδρυση του νεοελληνικού Κράτους το 1827 περιήλθαν στη δικαιοδοσία του Δημοσίου, το οποίο τις παραχώρησε στους Μικρασιάτες πρόσφυγες για να στεγαστούν. Η πρώτη εγκατάσταση των προσφύγων έγινε στην παραγκούπολη της «Παναγίτσας» (Εικόνες 2 & 3) με αυτοστέγαση, ενώ ακολούθησε την περίοδο 1925-1927 η εγκατάσταση στα «Γερμανικά», που ήταν πιο οργανωμένη και μεκαλύτερες κατασκευές. Τα «Γερμανικά» ήταν προκατασκευασμένοι ξύλινοι οικίσκοι [5] που δόθηκαν ως αποζημίωση από τη Γερμανία για τις καταστροφές του Α΄ΠΠ (Σούτος, 1983: 93, 105-109). Πηγή: Παπαδοπούλου, Σαρηγιάννης, 2006: 183 και ιδία επεξεργασίαΗ θέση της γειτονιάς
Χάρτης 1: Η γειτονιά
Χάρτης 2: Τα συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας του Ταύρου
Η ιστορία της γειτονιάς: εγκατάσταση των προσφύγων τη δεκαετία του 1920
Εικόνα 1: Οι τέσσερις περιοχές εγκατάστασης των προσφύγων στον Ταύρο
Εικόνες 2-4: Η παραγκούπολης της Παναγίτσας
Η εγκατάσταση των προσφύγων, που αποτελούσαν φτηνό εργατικό δυναμικό, στον Ταύρο προσέλκυσε εργοστάσια στην περιοχή και τη μετέτρεψε σταδιακά σε σημαντική βιομηχανική-βιοτεχνική ζώνη. Επιπλέον, η ύπαρξη των σφαγείων στον Ταύρο προσέλκυσε βιοτεχνίες σχετικές με την επεξεργασία του δέρματος.
Στον Ταύρο άρχισαν να εισρέουν εσωτερικοί μετανάστες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας λόγω του Εμφυλίου πολέμου και λόγω της ανάγκης για εύρεση εργασίας. Άλλωστε, στην περιοχή υπήρχαν τα Δημοτικά Σφαγεία, καθώς και αρκετές βιοτεχνίες όπου μπορούσαν οι νεοαφιχθέντες πληθυσμοί να απασχοληθούν. Οι εσωτερικοί μετανάστες που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να κατοικήσουν αλλού, έβρισκαν στέγη στην εγκαταλελειμμένη έκταση των πρώην Φυλακών Συγγρού [6]. Εγκαθίστανται στο χώρο των πρώην φυλακών ήδη από το 1945, κάνοντας κατάληψη στα υφιστάμενα εγκαταλελειμμένα κτίσματα (κελιά) ή κατασκευάζοντας μόνοι τους πρόχειρες κατοικίες μέσα στην έκταση. Σύντομα συγκεντρώθηκαν σε αυτό το χώρο πάνω από 200 οικογένειες (Σούτος, 1983: 211).
Το κράτος κατέβαλλε προσπάθειες απομάκρυνσης των οικιστών από την έκταση αυτή ήδη από το 1950. Ωστόσο, οι νέοι αυτοί κάτοικοι είχαν ιδρύσει Σύλλογο «Ακτημόνων Οικιστών τέως Φυλακών Συγγρού» με κύριο αίτημα τη στέγασή τους χωρίς την απομάκρυνσή τους από την περιοχή. Οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής, όμως, διαφωνούσαν με την κατάληψη της έκτασης και θεωρούσαν ότι οι οικιστές προσπαθούσαν να ιδιοποιηθούν το χώρο αυτό, ενώ στην πραγματικότητα είχαν τη δυνατότητα να στεγαστούν αλλού (Σούτος, 1983: 212).
Το 1955 ο πρωθυπουργός Σοφοκλής Βενιζέλος πρότεινε τη δημιουργία λαϊκών πολυκατοικιών στην έκταση αυτή για τη στέγαση των οικιστών των πρώην φυλακών. Εντέλει, μετά από πίεση του συλλόγου προς τους ιθύνοντες, κατεδαφίστηκαν τα οικήματα στο χώρο και ανεγέρθηκαν εννέα πολυκατοικίες για τη στέγασή τους. Η κατασκευή των πολυκατοικιών ολοκληρώθηκε το 1959 και τα διαμερίσματα δόθηκαν στους δικαιούχους το διάστημα 1960-1961, με τη διαδικασία της κλήρωσης (Εικόνα 5) (Σούτος, 1983: 213-214).
Οι πρώτες πολυκατοικίες που κατασκευάστηκαν στο συνοικισμό του Ταύρου μετά από την κατεδάφιση τμήματος της παραγκούπολης της «Παναγίτσας» ανεγέρθηκαν το 1936 και το 1950 στο Οικοδομικό Τετράγωνο (ΟΤ) 1Γ [7], δηλαδή μεταξύ των οδών Πειραιώς-Θράκης-Κλαζομενών και Καραϊσκάκη, σε έκταση 9.687 τ.μ. (Εικόνες 1, 6α και 6β. Σε αυτές τις οκτώ πολυκατοικίες στεγάστηκαν πρόσφυγες που κατοικούσαν κυρίως στην παραγκούπολη της «Παναγίτσας» (Σούτος, 1983: 105). Όπως ανέφεραν πληροφορητές (Μυωφά, 2019), το συγκρότημα αυτό ήταν γνωστό ως τα «διώροφα του Μεταξά», αφού κατασκευάστηκαν την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά (Εικόνα 7).
Από αυτές τις πολυκατοικίες, οι έξι ήταν διώροφες και ανεγέρθηκαν από το Υπουργείο Πρόνοιας το 1936, ενώ οι υπόλοιπες δύο ήταν τριώροφες και κατασκευάστηκαν από το Υπουργείο Ανοικοδομήσεως το 1950. Ο συνολικός αριθμός των διαμερισμάτων ήταν 136 (100 διαμερίσματα στις διώροφες και 36 στις τριώροφες) και το εμβαδό τους ήταν πολύ μικρό, αφού κυμαινόταν από 39-45 τ.μ. στις διώροφες και από 35-56 τ.μ. στις τριώροφες (Λουκόπουλος κ.ά., 1990: 33).
Από τη δεκαετία του 1950 ξεκίνησε σταδιακά η ανέγερση των συγκροτημάτων προσφυγικής κατοικίας στη θέση των παραπηγμάτων ύστερα από κατεδάφισή τους, αλλά και σε έκταση που περιήλθε στο δημόσιο έπειτα από απαλλοτρίωση. Αρχικά, το διάστημα 1953-1954 ανεγέρθηκαν πέντε πολυκατοικίες, τριών και τεσσάρων ορόφων σε τμήμα της έκτασης όπου ήταν χωροθετημένα τα «Γερμανικά» παραπήγματα. Την περίοδο 1956-1957, πραγματοποιήθηκε η ανοικοδόμηση 32 τετραώροφων πολυκατοικιών στην έκταση του ορφανοτροφείου Χατζηκώστα, η οποία περιήλθε στο Υπουργείο Πρόνοιας μετά από απαλλοτρίωση (Σούτος, 1983: 105, 192).Στη συνέχεια ξεκίνησε ευρύ πρόγραμμα κατεδάφισης των παραπηγμάτων στην παραγκούπολη της «Παναγίτσας». Στη θέση των πρόχειρων κατασκευών ανεγέρθηκαν 12 τετραώροφες πολυκατοικίες την περίοδο 1966-1967, ενώ την περίοδο 1969-1971 ανεγέρθηκαν οι υπόλοιπες 8 (Σούτος, 1983: 106) (Χάρτης 3). Οι πολυκατοικίες της δεύτερης περιόδου κατασκευάστηκαν την περίοδο της δικτατορίας και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους σε σχέση με τις υπόλοιπες, είναι ότι αποτελούνται από πολυώροφα κτήρια. Πιο συγκεκριμένα, το συγκρότημα αυτό αποτελείται από δύο εξαώροφες, τρεις επταώροφες και άλλες τρεις δεκαώροφες πολυκατοικίες (Χάρτης 4).
Τα «Γερμανικά» παραπήγματα ήταν τα τελευταία που κατεδαφίστηκαν στην περιοχή. Η κατεδάφισή τους ξεκίνησε την περίοδο 1962-1964, ενώ η ανέγερση του συγκροτήματος των πολυκατοικιών έγινε την περίοδο 1969-1971 (Χάρτης 3). Το συγκρότημα αυτό αποτελείται από 19 πολυκατοικίες εξαώροφες, επταώροφες και εντεκαώροφες (Χάρτης 4).
Τα διαμερίσματα δίνονταν στους δικαιούχους, πρόσφυγες και εσωτερικούς μετανάστες, οι οποίοι έπρεπε να αποπληρώσουν ένα ποσό (ίσο με το κόστος κατασκευής) για να πάρουν το τελικό παραχωρητήριο και επομένως να έχουν το δικαίωμα μεταβίβασης ή πώλησης της κατοικίας τους.
Στον Ταύρο στα τέλη της δεκαετίας του 1980, υλοποιήθηκε η ανάπλαση [8] του συγκροτήματος των οκτώ παλαιών προσφυγικών πολυκατοικιών του ΟΤ 1Γ, που είχαν ανεγερθεί από τα Υπουργεία Κοινωνικών Υπηρεσιών και Ανοικοδομήσεως. Το έργο αυτό πραγματοποιήθηκε μέσω της συνεργασίας ΔΕΠΟΣ-Δήμου Ταύρου με τη μορφή κοινοπραξίας και αποτελεί το μεγαλύτερης κλίμακας έργο ανάπλασης με κοινωνικούς όρους της ΔΕΠΟΣ [9] (Βαρελίδης, 2001: 24).
Το έργο ξεκίνησε μετά από αίτημα του Δήμου Ταύρου προς τη ΔΕΠΟΣ, αφού είχε προηγηθεί συζήτηση με τους κατοίκους, οι οποίοι είχαν εκφράσει σύμφωνη γνώμη για την υλοποίηση του (Λουκόπουλος κ.ά., 1990: 34). Το αίτημα προς τη ΔΕΠΟΣ έγινε γιατί το ΟΤ 1Γ ήταν το πλέον υποβαθμισμένο κομμάτι του Ταύρου, με έντονα κοινωνικά προβλήματα (για παράδειγμα, περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας), και το εισόδημα των ωφελούμενων ιδιοκτητών ήταν χαμηλό, ενδεικτικό της οικονομικής τους αδυναμίας να προβούν στα απαραίτητα έργα αναβάθμισης των διαμερισμάτων και ανάπλασης των κοινόχρηστων χώρων (Βαρελίδης, 1987). Οι νέοι σε ηλικία κάτοικοι που είχαν την οικονομική δυνατότητα εγκατέλειπαν την κατοικία τους, με αποτέλεσμα όσοι συνέχιζαν να μένουν στις πολυκατοικίες αυτές να ήταν κυρίως όσοι είτε δεν ήθελαν είτε δεν μπορούσαν να φύγουν για οικονομικούς λόγους (Βαρελίδης, 2001: 18). Επιπλέον, το γεγονός ότι η πλειονότητα των ιδιοκτητών κατοικούσε στα διαμερίσματα αυτά σε συνθήκες συνωστισμού (αφού η επιφάνεια των κατοικιών ήταν πολύ μικρή) σε συνδυασμό με την παλαιότητά τους (το οικιστικό απόθεμα ήταν πολύ παλιό και είχε υποστεί έντονες φθορές) αποδεικνύει την ανάγκη που υπήρχε για μετεγκατάσταση των κατοίκων σε νέες κατοικίες με καλύτερες συνθήκες στέγασης (Βαρελίδης, 1999: 320). Συνεπώς, η κατάσταση πριν από την ανάπλαση ήταν πολύ δύσκολη για τους κατοίκους του ΟΤ 1Γ και επομένως ήταν απαραίτητη η δημόσια παρέμβαση.
Η υλοποίηση του έργουτης ανάπλασης αντιμετώπισε αρκετές δυσκολίες. Η έλλειψη προηγούμενης εμπειρίας από τέτοιας κλίμακας έργο, καθώς και μια σειρά ζητημάτων, όπως το ιδιοκτησιακό καθεστώς, η μέθοδος διαπραγμάτευσης και η δυσκολία συνεργασίας με τους κατοίκους ήταν τα κυριότερα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν (Ρωμανός, 2000). Με βάση την απογραφή που διεξήγαγε η κοινοπραξία ΔΕΠΟΣ – Δήμου Ταύρου το 1982, τα 90 διαμερίσματα ιδιοκατοικούνταν και τα 46 νοικιάζονταν (Λουκόπουλος, 1990: 33). Μερικά από τα ζητήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς ήταν η ύπαρξη πολλών κληρονόμων συνιδιοκτητών (περίπου 300 που έπρεπε να συμφωνήσουν ώστε να υλοποιηθεί το πρόγραμμα), οι ιδιοκτήτες χωρίς τίτλους ιδιοκτησίας (κυρίως όσοι δεν είχαν εξοφλήσει το ποσό για το διαμέρισμά τους στο αντίστοιχο Υπουργείο),οι ιδιοκτήτες που έλειπαν στο εξωτερικό και ήταν δύσκολη η επαφή μαζί τους, τα κενά διαμερίσματα κ.ά. Τα προβλήματα αυτά υπερπηδήθηκαν μέσω της δημιουργίας συνεταιρισμού και της συνεργασίας ΔΕΠΟΣ και δήμου με τη μορφή κοινοπραξίας (Ρωμανός, 2000).
Ένα ακόμη ζήτημα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί από την κοινοπραξία ήταν η στέγαση των ιδιοκατοίκων μέχρι την ολοκλήρωση του έργου. Αποφασίστηκε λοιπόν η επιδότηση ενοικίου ως λύση στο πρόβλημα αυτό για όλο το διάστημα μέχρι την παράδοση των κατοικιών στους δικαιούχους (Βαρελίδης, 1999: 327).
Παρά τα προβλήματα που ανέκυψαν, η ανάπλαση του ΟΤ 1Γ στον Ταύρο, σε σχέση με τα υπόλοιπα έργα ανάπλασης της ΔΕΠΟΣ, «σημείωσε τη σχετικά μεγαλύτερη επιτυχία» (Ρωμανός, 2000: 199). Η επιτυχία είχε να κάνει με το γεγονός ότι η επέμβαση αυτή επέφερε ριζική αναβάθμιση του ΟΤ 1Γ, δόθηκαν επιπλέον τετραγωνικά στους δικαιούχους, καθώς και ότι συνεργάστηκαν επιτυχώς οι δυο φορείς (ό.π., 199).
Εντέλει, στη θέση των οκτώ πολυκατοικιών, κατασκευάστηκε ένα συγκρότημα από ισάριθμες νέες πολυκατοικίες (εξαώροφες και επταώροφες) με 144 διαμερίσματα για τη στεγαστική αποκατάσταση των παλαιών ιδιοκτητών (Εικόνα 7). Δόθηκαν διαμερίσματα πέντε τύπων, με μεγέθη από 67 έως 102 τ.μ. (Ρωμανός, 2000: 204). Τα διαμερίσματα των 67 τετραγωνικών δίνονταν στους δικαιούχους δωρεάν, ενώ για τα διαμερίσματα των περισσότερων τετραγωνικών έπρεπε να πληρώσουν ένα μικρό ποσό, η τιμή του οποίου ήταν μικρότερη του κόστους κατασκευής (ΔΕΠΟΣ-Βαρουτσής, 1990: 71-72). Η διανομή των διαμερισμάτων γινόταν με κλήρωση, με βάση όμως τα τετραγωνικά που επέλεγε ο κάθε ωφελούμενος. Μέσω της πώλησης τμήματος από το ανεγειρόμενο συγκρότημα για εμπορική χρήση, η Κοινοπραξία μπόρεσε να διαθέσει στους δικαιούχους διαμερίσματα περισσότερων τετραγωνικών (Βαρελίδης, 2001: 22-23).
Οι πολυκατοικίες που ανεγέρθηκαν αποτελούν το προτελευταίο συγκρότημα κοινωνικής κατοικίας που κατασκευάστηκε στην ευρύτερη περιοχή [10] (Εικόνα 8). Για την ακρίβεια, το 1991 ολοκληρώθηκε η κατασκευή των πολυκατοικιών και παραδόθηκαν τα διαμερίσματα στους δικαιούχους καθώς και κάποια καταστήματα. Το έργο της ανάπλασης περιλάμβανε και την κατασκευή της Σχολής Δημόσιας Διοίκησης που ολοκληρώθηκε το 1996 και εξυπηρετούσε -τον ίδιο σκοπό όπως και τα καταστήματα- την κάλυψη δηλαδή του κόστους του έργου (Ρωμανός, 2000).
Η γειτονιά τα τελευταία χρόνια έχει δεχθεί νέους κατοίκους είτε Έλληνες από άλλες περιοχές της χώρας, είτε μετανάστες από άλλες χώρες. Σήμερα οι κάτοικοι του Ταύρου αγοράζουν ή νοικιάζουν διαμέρισμα στα συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας. Οι αλλαγές στην πληθυσμιακή σύνθεση της γειτονιάς έλαβαν χώρα, κυρίως, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οπότε οι περισσότερες οικογένειες των δικαιούχων είχαν πλέον ολοκληρώσει την αποπληρωμή της οφειλής τους προς το Υπουργείο Πρόνοιας και, επομένως, μπορούσαν να μεταβιβάσουν ή να πουλήσουν την κατοικία τους. Ωστόσο, οι εισροές των μεταναστών δεν είναι τόσο έντονες όσο ορισμένοι κάτοικοι της γειτονιάς θεωρούν ότι είναι. Πιο συγκεκριμένα με βάση την απογραφή του 2011 το 12,9% του πληθυσμού αντιστοιχούσε σε μετανάστες από αναπτυσσόμενες χώρες. Το ποσοστό αυτό σε σχέση με το αντίστοιχο της άμεσης ευρύτερης περιοχής [11] (11,5%) είναι ελαφρώς υψηλότερο, ενώ σε σχέση με τον κεντρικό Δήμο της πόλης ήταν περίπου το μισό. Το 1991 και το 2001 η διαφορά ανάμεσα στα συγκροτήματα και στην ευρύτερη περιοχή τους ήταν περίπου ίδια αν και τα ποσοστά ήταν πολύ χαμηλότερα (ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ, 2015).
Παρά την εισροή, τα τελευταία χρόνια νέων κατοίκων, στα διαμερίσματα των πολυκατοικιών αυτών συνεχίζουν να κατοικούν απόγονοι των πρώτων κατοίκων (Μικρασιατών προσφύγων και εσωτερικών μεταναστών), 3ης και 4ης γενιάς. Κάποιοι από αυτούς δεν διέμεναν ποτέ σε διαφορετική περιοχή από τη γειτονιά μελέτης [12], ενώ κάποιοι άλλοι μετακινήθηκαν σε άλλες περιοχές αλλά επέστρεψαν στη γειτονιά τους. Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα, παρατηρείται στον Ταύρο επιστροφή των απογόνων των δικαιούχων του Υπουργείου Πρόνοιας στο διαμέρισμα που κληρονόμησαν από τους γονείς ή τους παππούδες τους.
Η οικιστική και πολεοδομική εξέλιξη της γειτονιάς, σε σχέση με την άμεση ευρύτερη περιοχή της διαφέρει. Ωστόσο, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των κατοίκων δεν διαφέρουν ιδιαίτερα (Πίνακας 1) όπως συμβαίνει εν γένει με τα συγκροτήματα στα παραδοσιακά προάστια της εργατικής τάξης στη δυτική Αθήνα, εκτός από τα ποσοστά των επαγγελματιών και των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που είναι χαμηλότερα στα συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας (Kandylis et al., 2018: 91). Αντιθέτως, η διαφορά είναι λίγο μεγαλύτερη όσον αφορά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των κατοίκων στα συγκροτήματα σε σχέση με το Δήμο Μοσχάτου-Ταύρου. Για παράδειγμα σύμφωνα με τον πίνακα 1 τα ποσοστά των ανειδίκευτων εργατών (κατηγορία 9 της ΕΛΣΤΑΤ), των ατόμων που ζουν σε ακραίες συνθήκες στέγασης (σε κατοικίες με επιφάνεια μέχρι 15 τ.μ. ανά άτομο, χωρίς μόνωση, χωρίς θέρμανση) και των μεταναστών από αναπτυσσόμενες χώρες είναι υψηλότερα στην κοινωνική κατοικία του Ταύρου σε σχέση με σύνολο του δήμου. Αντιθέτως, τα ποσοστά των επαγγελματιών, των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, κατόχων απολυτηρίου λυκείου και επαγγελματιών είναι αρκετά χαμηλότερα στην κοινωνική κατοικία του Ταύρου σε σχέση με το σύνολο του Δήμου.
Συμπερασματικά, τα συγκροτήματα των προσφυγικών και εργατικών πολυκατοικιών του Ταύρου συνιστούν μια ενότητα οικιστικά και πολεοδομικά, η οποία διαφέρει σημαντικά από την ευρύτερη περιοχή της όσον αφορά τα μορφολογικά χαρακτηριστικά. Οι πολυκατοικίες σε αυτές τις ενότητες είναι ως επί το πλείστον τεσσάρων ορόφων, διατεταγμένες με τρόπο που εξασφαλίζει επαρκή ηλιακό φωτισμό και φυσικό αερισμό, ενώ υπάρχει πρόβλεψη για τη δημιουργία ελεύθερων χώρων ανάμεσα στα κτίρια των συγκροτημάτων αυτών και στη ρυμοτόμηση της περιοχής. Αντιθέτως, οι διαφορές είναι λιγότερο έντονες όσον αφορά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των κατοίκων .
Το κείμενο αυτό βασίζεται στην ποιοτική έρευνα, μέσω συνεντεύξεων σε κατοίκους της γειτονιάς, που πραγματοποίησε η συγγραφέας το διάστημα Απρίλιος 2016 έως Μάιος 2017 στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής που εκπόνησε στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο (Μυωφά, 2019) με επιβλέποντα καθηγητή τον Θωμά Μαλούτα (Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο) και μέλη της τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής τον καθηγητή Παύλο-Μαρίνο Δελλαδέτσιμα (Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο) και τον ερευνητή Β’ βαθμίδας Γιώργο Κανδύλη (Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών).
[1] Ο Ταύρος ήταν αυτόνομος δήμος από το 1943 έως το 2010, οπότε ενώθηκε με το Μοσχάτο στο πλαίσιο του προγράμματος «Καλλικράτης» και πλέον αποτελεί τμήμα του ευρύτερου Δήμου Μοσχάτου-Ταύρου (ΦΕΚ 87Α/07.06.2010).
[2] Η ονομασία «Νέα Σφαγεία» προήλθε από τα Δημοτικά Σφαγεία που υπήρχαν από το 1916 στην περιοχή -σε κοντινή απόσταση από τις κατοικίες των προσφύγων- και τα οποία έκλεισαν οριστικά το 1968. Ονομάστηκαν «Νέα Σφαγεία» σε αντίθεση με τη γειτονιά των Παλαιών Σφαγείων στην Καλλιθέα (Σούτος, 1983: 230).
[3] Οι ενοριακοί ναοί χρησιμεύουν όχι μόνο ως σημεία προσανατολισμού, αλλά δίνουν επίσης τα ονόματά τους στις γειτονιές αυτές» (Χίρσον, 2004 [1989]: 127).
[4] Στην περιοχή των Άνω Νέων Σφαγείων πρόσφυγες που είχαν την οικονομική δυνατότητα αγόρασαν ένα από τα 55 οικόπεδα μεταξύ των σημερινών οδών Κωνσταντινουπόλεως-Ειρήνης-Εσταυρωμένου και Κάλχαντος. Ο συνεταιρισμός που συστάθηκε οικοπεδοποίησε την έκταση και πούλησε τα οικόπεδα αυτά στους πρόσφυγες οι οποίοι με δική τους ευθύνη, κατασκεύασαν (είτε με αυτοκατασκευή είτε με κατά παραγγελία οικοδόμηση) την κατοικία τους.
[5] «Μεταφέρθηκαν σαν ξύλινα τεμάχια και συναρμολογήθηκαν εδώ, αφού προηγούμενα κτίστηκε ένας χαμηλός τοίχος, ύψους πενήντα πόντων από το έδαφος» (Σούτος, 1983: 109).
[6] Όσοι από τους εσωτερικούς μετανάστες είχαν την οικονομική δυνατότητα εγκαθίστανται είτε ενοικιάζοντας ή αγοράζοντας την κατοικία τους είτε ανεγείροντας με αυτοστέγαση κατοικία στην ευρύτερη περιοχή του Ταύρου.
[7] Η οδός Κατσιγιάννη χώριζε το ΟΤ στη μέση. Η οδός αυτή, μετά την ανάπλαση, δεν υφίστανται.
[8] Η ανάπλαση αυτή, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί «ολοκληρωμένη ως προς την τελική κοινωνική σημασία και την πολεοδομική της κλίμακα» (Βαρελίδης, 2001: 18), γιατί αφορούσε μόνο ένα ΟΤ, και ο αριθμός των ωφελούμενων οικογενειών ήταν μικρός (136, τετραμελείς κυρίως οικογένειες).
[9] Μεγαλύτερο σε σύγκριση με τα αντίστοιχα έργα της Φιλαδέλφειας και της Καισαριανής.
[10] Το 1998 ο ΟΕΚ ανέγειρε συγκρότημα τριών πολυκατοικιών στον Ταύρο σε κοντινή απόσταση από τις προσφυγικές πολυκατοικίες
[11] Ορίστηκε ως η άμεση γειτονική περιοχή χωρίς συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας.
[12] Σύμφωνα με τα δεδομένα της απογραφής του 2011 το 57,7% των κατοίκων της κοινωνικής κατοικίας του Ταύρου δεν διέμεναν ποτέ σε διαφορετικό οικισμό από τις γειτονιές μελέτης (ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ 2015).
Μυωφά, Ν. (2020) Η γειτονιά των συγκροτημάτων κοινωνικής κατοικίας στον Ταύρο, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/h-κοινωνική-κατοικία-στον-ταύρο/ , DOI: 10.17902/20971.97
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Τα ηλεκτρικά πατίνια έκαναν την εμφάνισή τους τελευταία και στην Αθήνα, συνοδευόμενα, όπως και σε άλλες ελληνικές πόλεις, από έναν επιδοκιμαστικό λόγο εκ μέρους των δημοσιογράφων και της τοπικής αυτοδιοίκησης (Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, 2019 / Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2019 / TyposThes, 2019) για την ενσωμάτωση στην πόλη της νέας εναλλακτικής πράσινης πρότασης για τις μεταφορές [1]. Οι σχετικές ειδήσεις δεν συγκροτούν ένα δημόσιο διάλογο για την πόλη, αλλά μια άκριτη αποδοχή του δυτικού μοντερνισμού συνοδευόμενη από την αδιαφορία οργάνωσης του δημόσιου χώρου της πόλης. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μια ιδιότυπης πολεοδομικής δημοσίας αφωνίας στην οποία συγκατανεύουν επί δεκαετίες Αρχές και Αθηναίοι, που έχουν βρει καταφύγιο στα οφέλη της μεγαλύτερης ή μικρότερης ιδιοποίησης του δημοσίου χώρου. Με το παρόν κείμενο επιχειρούμε να ασκήσουμε κριτική σε αυτό το νέο μέσο μεταφοράς, με απώτερο σκοπό την υπεράσπιση του δημόσιου κοινόχρηστου χώρου.
Επικεντρώνοντας στα ηλεκτρικά πατίνια οφείλουμε να κάνουμε έναν διαχωρισμό μεταξύ αυτών που είναι ιδιωτικής χρήσης και μεταξύ αυτών που είναι δημοσίας χρήσης, δηλαδή των ενοικιαζόμενων. Αν εξαιρέσουμε προς το παρόν την εκδοχή των ενοικιαζόμενων, τα ιδιωτικής χρήσης μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με τη μεταφορική λύση των μηχανών. Το κοινό τους στοιχείο είναι ότι τόσο τα πατίνια όσο και οι μηχανές είναι εκδοχές μηχανοκίνητων δίκυκλων. Ωστόσο, διαφέρουν κυρίως ως προς τα εξής:
Τα πατίνια όμως δεν οφείλουν την πρόσφατη επιτυχία τους στην ιδιωτική τους εκδοχή αλλά στη δημόσια. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι το πατίνι μπορεί να λειτουργεί ως ένα ενδιάμεσο μέσο από ή προς ένα ΜΜΜ ή και ένα ΙΧ. Με αυτήν την έννοια, το πατίνι περιορίζει τη χρήση των ΙΧ και κάνει πιο φιλικά τα ΜΜΜ.
Χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για ένα ενδιαφέρον τεχνικό επιχείρημα στη φαρέτρα όσων προωθούν αυτόν τo νεοτερισμό. Θα ήταν εύλογο από τους δημοσιογράφους, πολίτικους και συγκοινωνιολόγους να προωθούν με την ίδια θέρμη και τη λύση των δημόσιων ποδηλάτων -επίσης δυτικής έμπνευσης- την οποία αντικαθιστούν τα πατίνια, για τους λόγους που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια. Πριν όμως αναλύσουμε αυτήν τη μετάβαση από τα ποδήλατα στα πατίνια, οφείλουμε κατ’ αρχάς να αντιπαραθέσουμε στο επιχείρημα που θέλει την Αθήνα ακατάλληλη για τη χρήση του ποδηλάτου, εξ αιτίας του έντονου αναγλύφου της, ότι τα ποδήλατα έχουν και υβριδική εκδοχή, συνδυάζοντας τη μηχανοκίνηση και την ποδοκίνηση [2].
Ήδη από τη δεκαετία του 1990, η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί το σχεδιασμό της συμπαγούς πόλης (Commission of the European Communities, 1990). Η συμπαγής πόλη βασίζεται στη θεωρητική ιδέα ότι αν η αστική δομή είναι πυκνότερη και μεικτής χρήσης τότε θα περιοριστούν και οι ανάγκες μετακίνησης του πληθυσμού (Neuman 2005). Όμως, οι πυκνότερες δομές είναι ακόμα λιγότερο φιλικές προς το ΙΧ, λόγω των χωρικών τους απαιτήσεων (Melia, Parkhurst & Barton 2011). Έτσι, δημιουργήθηκε η ανάγκη για την ανάπτυξη του σχεδίου της «βιώσιμης κινητικότητας». Η αρχική εκδοχή αυτού του σχεδίου αναζητούσε τον περιορισμό της χρήσης και του χώρου που καταναλώνει το ΙΧ, με την ταυτόχρονη ανάπτυξη των ΜΜΜ και των μη μηχανοκίνητων μέσων (δηλαδή το περπάτημα και το ποδήλατο). Σε αυτό το πλαίσιο, αναπτύχθηκαν συστήματα δημόσιων ποδηλάτων με σταθερά σημεία στάθμευσης, δια της αγκύρωσης σε ειδική εγκατάσταση, που χωροθετούνται σε σημεία που προηγουμένως ήταν χώροι στάθμευσης ΙΧ. Στη συνέχεια, εμφανίστηκαν και υβριδικά ποδήλατα, ώστε να συμπεριλάβουν όλες τις εδαφολογικές συνθήκες και όλες τις ηλικίες χρηστών. Τα συστήματα αυτά, τα οποία συναντά κάνεις από το Παρίσι έως την πόλη του Μεξικού, είναι αποτέλεσμα δημόσιας επένδυσης με χαμηλό κόστος για τον χρήστη και με μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
Στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο διακυβέρνησης, ο σχεδιασμός της μη μηχανοκίνητης μετακίνησης κατέληξε στα χέρια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να χαθούν όλα τα ευεργετικά αποτελέσματα που είχε το αρχικό σχέδιο της «βιώσιμης κινητικότητας» για το περιβάλλον και τη σωματική αγωγή των κατοίκων. Σε ό,τι αφορά το σχεδιασμό, πρώτον, το σύστημα αγκύρωσης αντικαταστάθηκε από την αναζήτηση του ποδήλατου μέσω GPS, με αποτέλεσμα αυτά πλέον να καταλήγουν σταθμευμένα στα πεζοδρόμια. Δεύτερον, αναζητήθηκε ένα προϊόν πιο φτηνό και πιο εύχρηστο από το υβριδικό ποδήλατο, που είναι ακριβό λόγω της πολυπλοκότητας της κατασκευής του και σχετικά δύσχρηστο λόγω του βάρους και του όγκου του. Το αποτέλεσμα ήταν να καταργηθεί τελικά η ποδοκίνητη επιλογή. Η έλλειψη αγκύρωσης έχει και μια περιβαλλοντική συνέπεια. Τα συστήματα οχημάτων δημόσιας χρήσης δεν είναι αυτορρυθμιζόμενα· δηλαδή, είτε λόγω του επικλινούς του εδάφους είτε λόγω των καιρικών συνθηκών είτε για διάφορους άλλους λόγους τα οχήματα τείνουν να συσσωρεύονται σε συγκεκριμένα σημεία της πόλης. Την εξισορρόπηση του συστήματος αναλαμβάνουν μηχανοκίνητα φορτηγά ή ΙΧ που φροντίζουν για την ανακατανομή των δικύκλων. Έτσι, ενώ στην περίπτωση των συστημάτων με αγκύρωση η ανακατανομή πραγματοποιείται από σταθμό σε σταθμό στάθμευσης, στην περίπτωση των πατινιών αυτά πρέπει να συλλεχθούν από τυχαία σημεία της πόλης και επιπλέον να φορτιστούν προτού επιστραφούν σε επιλεγμένα σημεία, αυξάνοντας σημαντικά το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της εξισορρόπησης.
Εν τέλει, δηλαδή, αντί να αυξάνεται ο χώρος των πεζών και των μη μηχανοκίνητων μέσων, σύμφωνα με τον αρχικό και φιλικότερο προς το περιβάλλον σχεδιασμό, καταλήγουμε στη χρήση μηχανοκίνητων μέσων που χρησιμοποιούνται και σταθμεύουν στο χώρο των πεζών και των ποδηλάτων.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως, αυτός ο παραλογισμός βρίσκεται στη φάση της διαδικασίας θεσμοθέτησης κανόνων, οι οποίοι στην πράξη έχουν κάποια αποτελεσματικότητα μόνο όπου υπάρχει ένα εκτεταμένο δίκτυο ποδηλατοδρόμων. Η επικείμενη ελληνική νομοθεσία θα οδηγήσει τους χρήστες είτε στους κινδύνους που επιφυλάσσει το οδόστρωμα, είτε στην παρανομία του πεζοδρομίου. Στην πράξη, δηλαδή, δεν πρόκειται για νομοθεσία που αφορά την πρόληψη, αλλά τη νομική διαχείριση των εν δυνάμει ατυχημάτων που θα προκύψουν (Παπαδημητράκη 2019).
Μια τελευταία διαφορά, και ίσως η πλέον τροχιοδεικτική για την ουσία του θέματος που προκύπτει από τη μετάβαση από τα ποδήλατα στα πατίνια, είναι ότι το κόστος για τον χρήστη έχει εκτιναχθεί. Στο Παρίσι, παραδείγματος χάριν, η χρήση των ποδήλατων κοστίζει μηνιαίως 3,10 ευρώ για τα απλά ποδήλατα και 8,30 ευρώ για τα υβριδικά (Velib Metropole 2019), ενώ τα πατίνια προσφέρονται όπως και στην Αθηνά με χρέωση 1 ευρώ ανά χρήση και 0,15 για κάθε λεπτό χρήσης (Lime 2018, Hive 2019). Μπορούμε να αντιληφθούμε, επομένως, ότι μιλάμε για μια λιγότερο κοινωνικά δίκαιη αντίληψη για τον σχεδιασμό στις μεταφορές, ο οποίος, στον βαθμό που οδηγεί στον περιορισμό άλλων εναλλακτικών, λειτουργεί επιπλέον και ως μέσο εξευγενισμού (gentrification) του αστικού χώρου.
Η αρχική διεισδυτικότητα των ηλεκτρικών πατινιών οφείλεται κυρίως στη χρήση τους από νεαρούς τουρίστες, καθώς και στην αντικατάσταση των μικρών διαδρομών που μέχρι σήμερα εξυπηρετούνται από το ταξί. Έτσι δημιουργούν μια αναπτυξιακή διάθεση για συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα και αστικές συμπεριφορές που μακροπρόθεσμα όμως, όπως το AIRBNB και το UBER, δύναται να εξελιχθούν σε παράγοντες τροποποίησης συνολικά των αστικών δομών και ροών.
Πηγή: Hive Aplication 4 November 2019, 18:13 (GMT+2)
Πηγή: Lime Aplication 4 November 2019, 17:04 & 17:25 (GMT+2)
Αν και οι νεοφιλελεύθεροι νεωτερισμοί μόνο την κοινωνική ισότητα δεν προωθούν, αξίζει να αναρωτηθούμε γιατί στην Ελλάδα στα ζητήματα της πόλης, ο σχεδιασμός δεν υποχρεούται τουλάχιστον να αναμετρηθεί με τις δικαιότερες και φιλικότερες στο περιβάλλον εκδοχές του. Η απάντηση στο ερώτημα έχει να κάνει εν μέρει με την ελληνική κρίση, αλλά σχετίζεται και με τη γενική έλλειψη σεβασμού προς τον δημόσιο χώρο. Έτσι οι πολιτικοί ιθύνοντες του πολεοδομικού σχεδιασμού επωφελούνται, προωθώντας απευθείας τους νεωτερισμούς με σκοπό τον εξωραϊσμό της πόλης, με ότι αυτό συνεπάγεται στις αξίες γης. Την ίδια στιγμή, αποφεύγουν, να αυξήσουν την κρατική συμμετοχή στις μεταφορές, αλλά και να συγκρουστούν με την ιδιοτέλεια των αυτοκινητιστών.
Ίσως το σημαντικότερο αν και προφανώς καθόλου αμελητέο όσον αναφορά τα ηλεκτρικά πατίνια είναι πως δεν θα θρηνήσουμε θύματα με νομοθετήματα που εθελοτυφλούν μπροστά στην έλλειψη των κατάλληλων υποδομών. Δεδομένης όμως της τάσης επανασχεδιασμού της πόλης από πρακτικές εξευγενισμού και κοινωνικού διαχωρισμού που προωθούνται παγκοσμίως, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση όλων την πόλη του Λονδίνου, θα έπρεπε οι κάτοικοι της να αναθεωρήσουν το καθεστώς δεκτικότητας σε αυτήν την ιδιότυπη δημόσια αφωνία για την οργάνωση του δημόσιου χώρου, αν θέλουν να διαφυλάξουν τη δημοκρατικότητα της πόλης απέναντι σε όποιον σχεδιασμό επιδιώκει να διαχωρίσει τον αστικό χώρο της Αθήνας σε πόλη των φτωχών και πόλη των πλουσίων.
[1] Βέβαια, αυτό δεν συνεπάγεται ότι είναι ένα «πράσινο μέσο», τόσο επειδή η ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνουν μπορεί να είναι προϊόν καύσης λιγνίτη στην Πτολεμαΐδα, όσο και επειδή το 95% των μπαταριών λιθίου στο τέλος της ζωής τους, λόγω οικονομοτεχνικών παραγόντων, θα καταλήξουν ως τοξικό απόβλητο στον μη αστικό χώρο Προφανώς το ίδιο ισχύει και για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. (Jacoby M, 2019)
[2] Συνεπάγεται και η υβριδική φόρτιση, αφ’ ενός μέσω του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας και αφ’ ετέρου μέσω της ποδοκίνησης με δυναμό.
Τζανετάτος, Δ. (2020) Αθήνα: Μια κριτική ματιά στα ηλεκτρικά πατίνια, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/αθήνα-μια-κριτική-ματιά-στα-ηλεκτρικά/ , DOI: 10.17902/20971.94
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Από το 2015 και μετά, με τη μαζική άφιξη προσφυγικών πληθυσμών στην Ελλάδα, μια σειρά διάσπαρτων προγραμμάτων για αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες σχεδιάζονται και υλοποιούνται από ποικίλους φορείς, έχοντας αναφορά στον αστικό χώρο της Αθήνας. Τα προγράμματα αυτά σχετίζονται (άμεσα ή έμμεσα) με πτυχές της χωρο-κοινωνικής εγκατάστασης των αιτούντων άσυλο και προσφύγων στο πεδίο της πόλης, εγείροντας ερωτήματα για τις τάσεις αλλά και τις θεσμικές δράσεις για τη διεθνοτική συγκατοίκηση στο τοπικό επίπεδο.
Στο παρόν άρθρο αναλύονται οι χωρο-κοινωνικές διαστάσεις και η γεωγραφία του προγράμματος στέγασης ‘ΕΣΤΙΑ’ για αιτούντες άσυλο στην Αθήνα. Παρά το γεγονός ότι οι διαστάσεις αυτές δεν στοιχειοθετήθηκαν ρητά και δημόσια κατά το σχεδιασμό του προγράμματος, εδώ διερευνώνται επιλεκτικά μέσω της ανάλυσης α) των κριτηρίων χωροθέτησης των δομών του ΕΣΤΙΑ (διαμερίσματα και κτίρια) στον αστικό ιστό και β) του λόγου και των θεωρήσεων των αρμόδιων φορέων για την εθνοτική ποικιλότητα, τη διασπορά και το χωρο-κοινωνικό διαχωρισμό στην Αθήνα. Επιπλέον, σχολιάζεται το πλαίσιο σχεδιασμού του ΕΣΤΙΑ μεταξύ «έκτακτης ανάγκης» και «ένταξης», καθώς και η σημασία ορισμένων αστικών δράσεων που υλοποιήθηκαν. Οι πτυχές αυτές που αναλύονται σχετίζονται με όψεις της διεθνοτικής αλληλεπίδρασης στην πόλη, συνομιλούν με θεωρήσεις των αστικών σπουδών για τη διεθνοτική συγκατοίκηση ως μια διαδικασία σε άρρηκτη αλληλεξάρτηση με τον τόπο και επαναφέρουν ως καίρια, ζητήματα εθνοτικής ποικιλότητας, χωρο-κοινωνικής μίξης και διαχωρισμού.
Η έρευνα εκπονήθηκε στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής της συγγραφέως και μεθοδολογικά η διερεύνηση πραγματοποιήθηκε με μελέτη της σχετικής νομοθεσίας, συστηματική παρακολούθηση πολιτικών, συλλογή, επεξεργασία και χαρτογράφηση ποσοτικών στοιχείων και ημι-δομημένες συνεντεύξεις με εκπροσώπους των εμπλεκόμενων φορέων.
Η εγκατάσταση των μεταναστευτικών πληθυσμών στις ελληνικές πόλεις καθόριζε διαχρονικά την αστική ανάπτυξη και την κοινωνική γεωγραφία τους. Ειδικά από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, η εγκατάσταση αυτή πραγματοποιήθηκε με ίδια μέσα των νεοαφιχθέντων πληθυσμών, ελλείψει πολιτικών στέγασης και ενταξιακού σχεδιασμού. Οι μεταναστευτικές ομάδες από την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια (1990) αλλά και οι πιο πρόσφατες από τη Μέση Ανατολή, Ασία, Αφρική (μέσα του 2000) εγκαταστάθηκαν σε κεντρικές γειτονιές της Αθήνας, στο διαθέσιμο οικιστικό απόθεμα που άφησε πίσω της η – από το 1970 και μετά – μετατόπιση τμήματος των ντόπιων μεσαίων και ανώτερων κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων προς τα προάστια (Βαΐου κ.ά. 2007, Μαλούτας 2018). H εγκατάσταση αυτή παρήγαγε μια γεωγραφία χωρο-κοινωνικής μίξης και εθνοτικής ποικιλότητας, διαφοροποιημένη από πόλεις των ΗΠΑ ή της Βόρειας Ευρώπης που χαρακτηρίζονται από υψηλότερα επίπεδα εθνοφυλετικού διαχωρισμού (Arapoglou 2006). Στην Αθήνα, ο οριζόντιος στεγαστικός διαχωρισμός μειώθηκε και οι συνθήκες χωρικής εγγύτητας που επικράτησαν αποτέλεσαν το έδαφος για την ανάπτυξη σχέσεων διεθνοτικής συγκατοίκησης και άτυπων τάσεων «ένταξης» [1] των μεταναστών-τριών (Leontidou 1990, Βαΐου κ.ά. 2007, Αράπογλου κ.ά. 2009).
Σήμερα, ανακύπτουν εκ νέου κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με την εγκατάσταση των προσφύγων και αιτούντων άσυλο στις πόλεις. Μια σειρά ακαδημαϊκών εργασιών συζητά τις αστικές πολιτικές στέγασης των προσφύγων στο τοπικό επίπεδο, τη σημασία των τρόπων χωροθέτησης των δομών στέγασης στις πόλεις (Doomernik and Glorius 2016, Eckardt 2018, Seethaler-Wari 2018), καθώς και την κριτική ανασκόπηση των πολιτικών διασποράς της προσφυγικής εγκατάστασης στον αστικό χώρο που υλοποιήθηκαν σε ορισμένες χώρες στοχεύοντας στη μείωση του στεγαστικού διαχωρισμού (Musterd et al. 1997, Andersson 2003, Netto 2011, Darling 2017). Επιπλέον συζητιούνται πολιτικές για την εθνοτική ποικιλότητα και την διεθνοτική ανάμειξη σε συγκεκριμένα τοπικά πλαίσια (Arapoglou 2012), καθώς και ζητήματα καθημερινής ζωής, διεθνοτικών σχέσεων και οριοθετήσεων (Jacobsen 2006). Οι σχετικές οπτικές διαχρονικά ποικίλουν, από τη θεώρηση της εθνοτικής ποικιλότητας ως εμποδίου για την κοινωνική συνοχή (Putnam 2007) αλλά και ως θετικού πλεονεκτήματος προς ενίσχυση (Vertovec 2007), ενώ άλλες προσεγγίσεις τονίζουν τις αλληλοτομίες της ποικιλότητας με την κοινωνικο-οικονομική ανισότητα (Arapoglou 2012).
Από το 2015 και μετά, με τις αυξημένες αφίξεις προσφυγικών πληθυσμών στην Ελλάδα, μια σειρά διάσπαρτων προγραμμάτων και δράσεων για πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο σχεδιάζονται και υλοποιούνται από ποικίλους φορείς (Τοπική Αυτοδιοίκηση, ΜΚΟ, Διεθνείς Οργανισμούς) έχοντας αναφορά στον αστικό χώρο της Αθήνας. Τα προγράμματα αυτά σχετίζονται (άμεσα ή έμμεσα) με πτυχές της χωρο-κοινωνικής εγκατάστασης των αιτούντων άσυλο και προσφύγων στο πεδίο της πόλης, εγείροντας ερωτήματα για τις άτυπες τάσεις αλλά και τις θεσμικές δράσεις που σχετίζονται με τη διεθνοτική συγκατοίκηση στο τοπικό επίπεδο. Στο παρόν άρθρο αναλύονται οι χωρο-κοινωνικές διαστάσεις και η γεωγραφία του προγράμματος στέγασης αιτούντων άσυλο ‘ΕΣΤΙΑ’ στην Αθήνα. Παρά το γεγονός ότι οι διαστάσεις αυτές δεν στοιχειοθετήθηκαν ρητά και δημόσια κατά το σχεδιασμό του προγράμματος, εδώ διερευνώνται επιλεκτικά μέσω της ανάλυσης α) των κριτηρίων χωροθέτησης των δομών του ΕΣΤΙΑ (διαμερίσματα και κτίρια) στον αστικό ιστό και β) του λόγου και των θεωρήσεων των αρμόδιων φορέων για την εθνοτική ποικιλότητα, τη διασπορά και το χωρο-κοινωνικό διαχωρισμό στην πόλη της Αθήνας. Επιπλέον, σχολιάζεται το πλαίσιο σχεδιασμού του ΕΣΤΙΑ μεταξύ «έκτακτης ανάγκης» και «ένταξης», καθώς και η σημασία ορισμένων αστικών δράσεων που υλοποιήθηκαν. Οι πτυχές αυτές που αναλύονται σχετίζονται με όψεις της διεθνοτικής αλληλεπίδρασης στην πόλη, συνομιλούν με θεωρήσεις των αστικών σπουδών για τη διεθνοτική συγκατοίκηση ως μια διαδικασία σε άρρηκτη αλληλεξάρτηση με τον τόπο και επαναφέρουν ως καίρια, ζητήματα εθνοτικής ποικιλότητας, χωρο-κοινωνικής μίξης και διαχωρισμού.
Μεθοδολογικά η διερεύνηση πραγματοποιήθηκε με μελέτη της σχετικής νομοθεσίας, συστηματική παρακολούθηση πολιτικών, συλλογή, επεξεργασία και χαρτογράφηση ποσοτικών στοιχείων και ποιοτικές ημι-δομημένες συνεντεύξεις με εκπροσώπους των εμπλεκόμενων φορέων, συγκεκριμένα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (ΥΑ), της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) [2].
Το πρόγραμμα EΣΤΙΑ της ΥΑ ξεκίνησε στα μέσα του 2016 ως πρόγραμμα ‘Στήριξης Έκτακτης Ανάγκης για την Ένταξη και τη Στέγαση’ [3] και αφορά αιτούντες/ούσες άσυλο που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια ευαλωτότητας [4] καθώς και υποψήφιους για οικογενειακή επανένωση, στους οποίους προσφέρεται στέγη εντός του αστικού ιστού των πόλεων σε διαμερίσματα ή άλλα κτήρια. Η Υπουργική Απόφαση του 2019 ορίζει το ΕΣΤΙΑ ως «πρόγραμμα παροχής οικονομικής βοήθειας και στέγασης» με σκοπό την «εξασφάλιση ενός επαρκούς βιοτικού επιπέδου για τους αιτούντες διεθνή προστασία μέσω της παροχής οικονομικού βοηθήματος και (την) κατά περίπτωση ασφαλή τους στέγαση και παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών […]» [5]. Για τις ανάγκες του προγράμματος η ΥΑ συνεργάζεται με 11 δήμους και 12 εθνικές και διεθνείς ΜΚΟ (UNHCR 2019). Παρά το γεγονός ότι το ΕΣΤΙΑ, μοιάζει να σχετίζεται με πτυχές της «ένταξης» των αιτούντων άσυλο, έννοια που περιλαμβάνεται και στην αρχική επίσημη ονομασία του, στην πραγματικότητα λειτουργεί πρωτίστως υπό το πλαίσιο της διακυβέρνησης «έκτακτης ανάγκης», διατηρώντας μέχρι και σήμερα τον προσωρινό χαρακτήρα του και αναπαράγοντας μια μονιμότητα της επισφάλειας (Kourachanis 2018) [6].
«Η ΥΑ είναι εδώ μόνο για λόγους ανάπτυξης ικανοτήτων, είμαστε εδώ για την έκτακτη ανάγκη, όταν τα πράγματα στηθούν υποχωρούμε. […] Η ένταξη είναι ευθύνη της κυβέρνησης. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για εμάς, δεν κάνουμε ένταξη, η ΥΑ δεν κάνει ένταξη, υποστηρίζουμε την ένταξη» (Εκπρόσωπος UNHCR).
Σε αντίθεση με τη χωροθέτηση των ανοιχτών Δομών Προσωρινής Υποδοχής και Φιλοξενίας αιτούντων άσυλο (Camps) στην ενδοχώρα (συνήθως σε απόσταση από τον αστικό ιστό) και των Κέντρων Υποδοχής και Ταυτοποίησης (Hotspots) στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου (άμεσα συνδεδεμένα με τον «γεωγραφικό περιορισμό» στον οποίο υπόκεινται οι αιτούντες άσυλο), το ΕΣΤΙΑ υλοποιείται εντός του αστικού ιστού των ελληνικών πόλεων. Μέχρι και τον Νοέμβριο του 2019 εκμισθώνονταν πανελλαδικά 4.501 διαμερίσματα και 14 κτίρια σε 14 πόλεις και 7 νησιά, οι θέσεις στέγασης είχαν φτάσει τις 25.666 [7] και ο αριθμός φιλοξενούμενων τους 21.639 (UNHCR 2019, UNHCR 2020). Η γεωγραφία του προγράμματος ανά την Ελλάδα παρουσιάζει μια συγκέντρωση στην Αττική της τάξης του 55% και ακολουθεί η Βόρεια Ελλάδα (20,7%), η Κεντρική Ελλάδα (7,8%), τα Νησιά (6,5%), η Δυτική Ελλάδα (6%) και η Κρήτη (4%) (UNHCR 2020).
Πηγή: UNHCR (2019) ΕΣΤΙΑ, Ενημερωτικά Σημειώματα, Ενημερωτικό σημείωμα για τη στέγαση, Νοέμβριος 2019 και επεξεργασία της συγγραφέως.
Σε ό,τι αφορά τους τρόπους επιλογής των διαμερισμάτων προς μίσθωση, το πρόγραμμα ορίζει συγκεκριμένα επίσημα κριτήρια [8]. Κατά την έναρξη του προγράμματος η ανάγκη να βρεθούν μαζικά και ταχύτατα θέσεις στέγασης οδήγησε στην εκμίσθωση ολόκληρων κτιρίων στο κέντρο ειδικά της Αθήνας (τα οποία προηγουμένως παρέμεναν κενά).
«Υπήρχε το αίτημα για στέγαση και σε κάθε διαμέρισμα που ενοικιάζουμε μιλάμε για 6 ανθρώπους μέγιστο, έτσι ξεκινήσαμε να ψάχνουμε έντονα για μεγαλύτερα καταλύματα, όπως ξενοδοχεία και κτίρια. Μόλις βρίσκαμε ένα ολόκληρο κτίριο μπορούσαμε να βάλουμε μέσα άμεσα και γρήγορα σχεδόν 400 ανθρώπους» (Εκπρόσωπος UNHCR).
Το ΕΣΤΙΑ επεκτάθηκε με την ενοικίαση μεμονωμένων διαμερισμάτων σε πολυκατοικίες, ενώ σταδιακά με απόφαση της ΥΑ επιλέχθηκε η μείωση των μισθωμένων ολόκληρων κτιρίων. Η διασπορά των θέσεων στέγασης σε διαμερίσματα στην πόλη κρίθηκε ως βέλτιστη πρακτική, αφενός λόγω του αυξημένου κόστους συντήρησης των εκμισθωμένων κτιρίων και αφετέρου λόγω του στόχου διάχυσης του οικονομικού οφέλους της μίσθωσης σε μεγαλύτερα τμήματα των ιδιοκτητών ακινήτων. Σήμερα, τα είδη των καταλυμάτων είναι διαμερίσματα σε ποσοστό 95% των συνολικών δομών και ολόκληρα κτίρια σε ποσοστό 5% (UNHCR 2020).
Σε ό,τι αφορά τις κατευθύνσεις και επιλογές χωροθέτησης των διαμερισμάτων του ΕΣΤΙΑ στην Αθήνα, από τις συνεντεύξεις με τους αρμόδιους φορείς προκύπτουν ορισμένα κριτήρια που διακρίνονται σε δύο διαφορετικά επίπεδα: Τα κριτήρια ανά πολυκατοικία (σύμφωνα με τα οποία επιδιωκόταν η εκμίσθωση περιορισμένου αριθμού διαμερισμάτων σε κάθε πολυκατοικία) και τα κριτήρια ανά γειτονιά. Αναφορικά με τα τελευταία, αρχικό στόχο (αλλά και πολιτική επιλογή εκ μέρους ειδικά του Δήμου Αθηναίων) αποτέλεσε η διασπορά των διαμερισμάτων σε διάφορες περιοχές και η αποφυγή της συγκεντροποίησης της εγκατάστασης των αιτούντων άσυλο σε συγκεκριμένες κεντρικές γειτονιές της Αθήνας, λόγω «κινδύνων γκετοποίησης» που εγκυμονούσαν, όρος που προκύπτει από τις αφηγήσεις των εμπλεκόμενων φορέων.
«Όταν πρωτοξεκινήσαμε το πρόγραμμα το 2016, είχαμε θέσει πολύ αυστηρά κριτήρια, για παράδειγμα να μην έχουμε πάνω από ένα διαμέρισμα ανά πολυκατοικία. Δε θέλαμε γκετοποίηση, δε θέλαμε να βρεθούν όλοι στη Βικτώρια και στην Ομόνοια. Δυστυχώς όταν είσαι απελπισμένος αυτά τα κριτήρια χαλαρώνουν. Έτσι αυτή τη στιγμή, υπάρχουν ορισμένες περιοχές στις οποίες υπάρχουν μεγαλύτερες συγκεντρώσεις από ότι σε άλλες. […] Εννοώ ότι πάμε όπου υπάρχει προσφορά» (Εκπρόσωπος UNHCR).
Ωστόσο, η μεγαλύτερη προσφορά διαμερισμάτων προς εκμίσθωση προερχόταν από γειτονιές χαμηλότερων κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων του Αθηναϊκού κέντρου, όπου μικρο-ιδιοκτήτες ακινήτων διέθεσαν διαμερίσματα και λόγω της οικονομικής ασφάλειας που προσέφερε το ΕΣΤΙΑ. Ταυτόχρονα, στις περιοχές αυτές (π.χ. γύρω από τους άξονες των οδών Αχαρνών και Πατησίων) εντοπίζεται και μια σχετικά υψηλότερη συγκέντρωση μεταναστών διαφόρων εθνικοτήτων και μεταναστευτικών περιόδων, ήδη από την απογραφή του 2011 [9]. Έτσι συνολικά, παράλληλα με τη γενική διασπορά που χαρακτήρισε τη χωροθέτηση των διαμερισμάτων στο Δήμο Αθηναίων και σε γειτονικούς δήμους (πχ. Ζωγράφου, Νέα Σμύρνη, Μοσχάτο-Ταύρος, Νέα Φιλαδέλφεια-Νέα Χαλκηδόνα κ.ά.), εντοπίζονται και ορισμένες πυκνώσεις εγκατάστασης και σχετικά πιο αυξημένες συγκεντρώσεις των διαμερισμάτων ΕΣΤΙΑ σε συγκεκριμένες Δημοτικές Κοινότητες του Δήμου Αθηναίων όπως φαίνεται στο Χάρτη 2, ο οποίος αποτυπώνει συνολικά γεωγραφικά στοιχεία του ΕΣΤΙΑ για το 2016.
«Αυτό που έχουμε προσπαθήσει από την αρχή, είναι να αποφύγουμε τις περιοχές που είναι ήδη επιφορτισμένες με μεγάλο μεταναστευτικό πληθυσμό. Και προσπαθήσαμε – και το έχουμε καταφέρει σε μεγάλο βαθμό – τα διαμερίσματά μας να είναι διάσπαρτα μέσα την Αθήνα και μέσα από συνεργασίες με όμορους δήμους. Βέβαια η προσφορά ήταν πάρα πολύ μεγάλη στις περιοχές που υπάρχουν πολλοί μετανάστες – οπότε έχουμε και εκεί, αλλά έχουμε προσπαθήσει πραγματικά να έχουμε μια διασπορά» (Εκπρόσωπος Τοπικής Αυτοδιοίκησης, εταίρου ΕΣΤΙΑ).
Πηγή: Παπαγιαννάκης (2017). Απάντηση σε ερώτημα επιτροπής κατοίκων της Αθήνας. Θέμα: Πρόγραμμα στέγασης προσφύγων του Δήμου Αθηναίων σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία. Αθήνα, 21 Φεβρουαρίου 2017 και επεξεργασία της συγγραφέως
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η γεωγραφία του ΕΣΤΙΑ φαίνεται πως ακολουθεί την υπάρχουσα εθνοτική γεωγραφία της πόλης στην οποία ντόπιοι, μετανάστες και πρόσφυγες είναι εγκατεστημένοι σε χωρική εγγύτητα, με ορισμένες πυκνώσεις της μεταναστευτικής και προσφυγικής εγκατάστασης σε συγκεκριμένες περιοχές. Από το λόγο των εμπλεκόμενων φορέων, αναδύονται συγκεκριμένες θεωρήσεις για την εθνοτική ποικιλότητα, τη διασπορά και τη διεθνοτική συγκατοίκηση. Η εθνοτική ποικιλότητα προσλαμβάνεται ως ένα θετικό στοιχείο που μπορεί να λειτουργήσει ως πλεονέκτημα για τη διεθνοτική συγκατοίκηση στην πόλη και που οφείλει να ενισχυθεί.
«Η τοπική οικονομία, τα διαμερίσματα, νομίζω συνεισφέρουν στην ποικιλότητα και στην κοινωνική ελαστικότητα της αποδοχής της διαφορετικότητας. […] Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι η ποικιλότητα κάνει την κοινωνία πιο δυνατή και το να αποδέχεσαι κάποιον που έχει ξεφύγει από τη δίωξη του πολέμου στη γειτονιά σου είναι εκδήλωση δύναμης. Σίγουρα δεν είναι αδυναμία» (Εκπρόσωπος ΜΚΟ, εταίρου ΕΣΤΙΑ).
Παρά την υιοθέτηση αυτής της ρητορικής για την ποικιλότητα, οι αρχές σχεδιασμού του ΕΣΤΙΑ στόχευαν στη διασπορά των διαμερισμάτων για τους αιτούντες άσυλο σε διαφορετικές γειτονιές, στην αποφυγή της «υπερ-συγκέντρωσής» τους σε γειτονιές εγκατάστασης παλαιότερων μεταναστευτικών πληθυσμών και άρα στην αποφυγή της αυξημένης εθνοτικής ποικιλότητας σε συγκεκριμένες γειτονιές υπό τον κίνδυνο «επιβάρυνσής» τους. Έτσι, η θετική πρόσληψη της ποικιλότητας μοιάζει να έρχεται σε αντιδιαστολή με μια άρρητη αρνητική αντίληψη για τη συγκέντρωση της προσφυγικής και μεταναστευτικής εγκατάστασης η οποία στο λόγο των εμπλεκόμενων φορέων συχνά συγχέεται με την «γκετοποίηση».
Ταυτόχρονα, κατά το στάδιο υλοποίησης του προγράμματος, δημιουργήθηκαν ορισμένες πυκνώσεις χωροθέτησης διαμερισμάτων του ΕΣΤΙΑ και σχετικά πιο αυξημένες συγκεντρώσεις εγκατάστασης αιτούντων άσυλο σε γειτονιές που αποτελούν γειτονιές εγκατάστασης προηγούμενων μεταναστευτικών πληθυσμών. Παρά το γεγονός ότι το τελευταίο στοιχείο αποτιμάται από τους αρμόδιους φορείς ως αρνητικό, συνδεδεμένο με κινδύνους «γκετοποίησης», η σύνδεση αυτή δεν είναι ορθή. Η γεωγραφία του ΕΣΤΙΑ, που ακολουθεί τη γεωγραφία εθνοτικής ανάμειξης της Αθήνας (με γειτονιές όπου καμία εθνοτική ομάδα δεν αποτελεί αυξημένη πλειοψηφία), δεν μπορεί να ταυτιστεί με πολιτικές διαχωρισμού των αιτούντων άσυλο στον αστικό χώρο. Αντίθετα, αυτό που προκύπτει είναι η ενίσχυση της «υπερ-ποικιλότητας» (Alexandri et al. 2017) σε συγκεκριμένες γειτονιές, γεγονός που μπορεί να θεωρηθεί πρωτίστως θετικό για την καθημερινή ζωή διαφόρων εθνοτικών ομάδων. Άλλωστε, η διασπορά των προσφυγικών πληθυσμών και η κοινωνική ανάμειξη ως μοναδικές γενικές αρχές των αστικών πολιτικών δεν είναι αρκετές. Αντίθετα, χρειάζεται να συνοδεύονται από πρακτικές και δράσεις για τη μακροχρόνια χωρο-κοινωνική εγκατάσταση και την ενίσχυση της διεθνοτικής συγκατοίκησης στο τοπικό επίπεδο.
Πηγή: UNHCR (2019) ΕΣΤΙΑ, Ενημερωτικά Σημειώματα, Ενημερωτικό σημείωμα για τη στέγαση, Νοέμβριος 2019 και επεξεργασία της συγγραφέως
Η «υπερ-ποικιλότητα», ο μειωμένος στεγαστικός διαχωρισμός και η χωρική γειτνίαση που χαρακτηρίζουν τη γεωγραφία του ΕΣΤΙΑ, δε συνεπάγονται αυτόματα και την «κοινωνική γειτνίαση» ή την αρμονική διεθνοτική συγκατοίκηση. Αντίθετα, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των επιφανειακών «επαφών» με το «διαφορετικό» και τους «άλλους» στην πόλη – όπως συνήθως αυτές προωθούνται από τις αστικές πολιτικές – και των συστηματικών διεθνοτικών αλληλεπιδράσεων (Valentine 2008, Koutrolikou 2012). Παρά το γεγονός ότι στο πλαίσιο του ΕΣΤΙΑ οργανώθηκαν «δράσεις επιμόρφωσης των προσφύγων για την καθημερινότητα στη ζωή της πόλης» (UNHCR 2018), αυτές ήταν κυρίως εθελοντικές από την πλευρά του εκάστοτε εταίρου και περιλάμβαναν κυρίως πολιτιστικά γεγονότα και εκδηλώσεις που αποτελούν συνήθεις πρακτικές των πολιτικών για την κοινωνική μίξη. Οι αλληλεπιδράσεις που δημιουργούν τέτοια γεγονότα μπορεί να λειτουργούν θετικά για ένα πρώτο επίπεδο εξοικείωσης με τους «άλλους», αλλά η αποσπασματικότητα και «ο προσωρινός τους χαρακτήρας δεν είναι αρκετός για το χτίσιμο σχέσεων ή την επίλυση υπαρχουσών εντάσεων» (Koutrolikou 2012: 2062).
Η σημασία της συζήτησης αυτής γίνεται ακόμα πιο κρίσιμη αναφορικά με το αστικό περιβάλλον της Αθήνας, για το οποίο έχει ήδη επισημανθεί η αυξημένη πιθανότητα «επαφής» μεταξύ μεταναστών-τριών και ντόπιων (Kandylis and Maloutas 2018). Η εθνοτική ποικιλότητα, η χωρική εγγύτητα, η κοινωνική ανάμειξη, η καθημερινή «επαφή» και ο περιορισμένος οριζόντιος εθνοτικός διαχωρισμός της Αθήνας αποτελούν αναγκαίους αλλά όχι (μοναδικά) ικανούς όρους για την επίτευξη της διεθνοτικής συγκατοίκησης. Προσφέρουν όμως ένα εύφορο έδαφος, στο οποίο μπορούν να σχεδιαστούν μελλοντικά οι αναγκαίες πολιτικές για την χωρο-κοινωνική εγκατάσταση των προσφύγων, ειδικά εν όψει της σταδιακής μετάβασης του ΕΣΤΙΑ στη διαχείριση των ελληνικών κρατικών αρχών. Η απουσία μιας συνολικότερης πολιτικής για τη διεθνοτική συγκατοίκηση (που να είναι συνδεδεμένη με το πρόγραμμα στέγασης) και η ταυτόχρονη ύπαρξη μιας πληθώρας άλλων αποσπασματικών, προσωρινών και εθελοντικών δράσεων δημιουργούν μια ιδιαίτερη αντίφαση που μπορεί να (ανα)παράγει ιδιότυπους αποκλεισμούς, κοινωνικές οριοθετήσεις αλλά και συγκρούσεις στον αστικό χώρο.
[1] Η έννοια της κοινωνικής ένταξης (integration) παραμένει σύνθετη παρά τις πολλαπλές προσπάθειες απόδοσης κατάλληλων ορισμών, βλ. για παράδειγμα αυτόν των Ager and Strang (2008) που εντάσσουν στους παράγοντες που συντελούν στην ένταξη – μεταξύ άλλων – και τη στέγαση αλλά και τις κοινωνικές διασυνδέσεις και δίκτυα. Στο παρόν κείμενο η χρήση του όρου αποφεύγεται για διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων πτυχές της κριτικής που έχει λάβει (βλ. ενδεικτικά Mavrommatis 2018, Schinkel 2018). Επιλέγεται εδώ η χρήση του όρου «χωρο-κοινωνική εγκατάσταση» που αναδεικνύει τον παράγοντα του χώρου ως ικανού να φωτίσει σύνθετες χωρο-κοινωνικές πτυχές της «ένταξης» που συχνά παραβλέπονται.
[2] Η διερεύνηση πραγματοποιήθηκε κατά το ακαδημαϊκό έτος 2017-2018 και εντάσσεται στο πλαίσιο της υπό εκπόνηση διδακτορικής διατριβής της συγγραφέως με αρχικό τίτλο: «Μετανάστευση, ποικιλότητα και διαπραγματεύσεις συμβίωσης στις γειτονιές της Αθήνας. Θεσμικές πολιτικές και καθημερινές πρακτικές». Η διδακτορική έρευνα υποστηρίχτηκε από τον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ) και στη συνέχεια από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) και τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) στο πλαίσιο της Δράσης «Υποτροφίες ΕΛΙΔΕΚ Υποψηφίων Διδακτόρων» (αρ. Σύμβασης 1192).
[3] Το ΕΣΤΙΑ αποτελεί τη μετεξέλιξη του ‘Προγράμματος Παροχής Στέγασης στο πλαίσιο της Μετεγκατάστασης’ της ΥΑ που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2015 και ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο του 2017.
[4] Όπως ορίζονται στους Ν. 4375/2016 και Ν. 4540/2018.
[5] ΦΕΚ 853/Β/12.03.2019. Υπουργική Απόφαση Αριθμ. οικ. 6382/19: Καθορισμός πλαισίου υλοποίησης του προγράμματος παροχής οικονομικής βοήθειας και στέγασης «ΕΣΤΙΑ».
[6] Η επισφάλεια αυτή εντάθηκε μέσω της προαναφερθείσας Υπουργικής Απόφασης που θεσμοθέτησε την έξοδο των αναγνωρισμένων προσφύγων από το ΕΣΤΙΑ πριν την έναρξη υλοποίησης του επόμενου σταδίου «ένταξης» (Πρόγραμμα «Helios») και χωρίς άμεση σύνδεση μεταξύ των δύο προγραμμάτων.
[7] Το κάθε διαμέρισμα μπορεί να φιλοξενεί μέχρι 6 θέσεις στέγασης.
[8] Αρχιτεκτονικά κριτήρια σχετικά με το μέγεθος των διαμερισμάτων, την κατάστασή τους, τις συνθήκες ηλιασμού και αερισμού, την οικοσκευή κλπ. Η μίσθωση των διαμερισμάτων γίνεται μεταξύ του ιδιοκτήτη και του εκάστοτε εταίρου του ΕΣΤΙΑ με όριο μισθώματος τα 400 ευρώ και συχνά με προπληρωμή ορισμένων μισθωμάτων στον ιδιοκτήτη.
[9] Για μια επισκόπηση και χαρτογράφηση αυτών των συγκεντρώσεων βάσει των στοιχείων της απογραφής του 2011 βλ. Balampanidis (2019).
Παπατζανή, Ε. (2020) Η γεωγραφία του προγράμματος στέγασης αιτούντων άσυλο ‘ΕΣΤΙΑ’ στην Αθήνα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-γεωγραφία-του-προγράμματος-εστια/ , DOI: 10.17902/20971.95
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, η αρχιτεκτονική του προαστίου του Νέου Φαλήρου εμφανίζει έντονα κλασικιστικά και εκλεκτικιστικά στοιχεία. Λιγότερο γνωστή ως προς αυτό το χαρακτηριστικό, συγκριτικά με το κέντρο των Αθηνών, η περιοχή απετέλεσε θερινό θέρετρο για τις ευκατάστατες αθηναϊκές οικογένειες έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα κυρίως λόγω της εγγύτητας προς την θάλασσα. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η περαιτέρω οικοδομική δραστηριότητα αναπτύχθηκε σταδιακά και συνδέθηκε με την πρακτική της αντιπαροχής, συχνά εις βάρος της πρότερης κατασκευής. Το νέο αυτό μοντέλο ανάπτυξης επηρεάστηκε από το ευρύτερο κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο, καθώς η σταδιακή αύξηση του αριθμού των μονίμων κατοίκων και η αναδιαμόρφωση της συνοικίας απαιτούσε κελύφη (κτίρια) περισσότερο λειτουργικά και εναρμονισμένα με τους ολοένα εντονότερους ρυθμούς ζωής. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να αναδείξει την διαχρονική παρουσία των ιστορικών κελυφών του Νέου Φαλήρου και να συμβάλλει στην ευρύτερη επιστημονική συζήτηση σχετικά με την διαχείριση της αρχιτεκτονικής συμβολικής στο σύγχρονο πλαίσιο. Ειδικότερα, η σχέση της (νεο)κλασικής μορφολογίας με τις δυτικο-ευρωπαϊκές αναπαραστάσεις του Ελληνισμού κατά τον 19ο αιώνα προσδίδει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην μελέτη των συμβολικών χαρακτηριστικών της ιστορικής Νεο-Φαληρικής κατασκευής. Η ανανέωση της τοπικής αρχιτεκτονικής μνήμης, καθώς και η ταυτόχρονη σύνδεσή της με τα σύγχρονα διακυβεύματα σε διάφορες κλίμακες, μπορούν να συνεισφέρουν στην κατανόηση των εσωτερικών αντιφάσεων και στην αναγκαία ανασύνθεση. Γ. Θεοτοκάς, Ελεύθερο Πνεύμα, Εστία, 1929 Όταν ο Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης θεωρητικοποίησε τον όρο «Οικιστική» (Ekistics) ως επιστήμη των ανθρώπινων οικισμών, έθεσε στο κέντρο της ανάλυσής του ένα σύστημα αποτελούμενο από πέντε στοιχεία/επιστημονικά εργαλεία τα οποία ιδωμένα υπό διαφορετικά πρίσματα (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, τεχνολογικό, πολιτισμικό), εξηγούν την δομή, λειτουργία και εξέλιξη των οικιστικών μονάδων: φύση, άνθρωπος, κοινωνία, κελύφη και δίκτυα (Doxiadis, 1968). Από αυτά τα στοιχεία, τα κελύφη (κτίρια) αποτελούν την υλική έκφραση της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στην δημογραφική εξέλιξη, την οικονομική ανάπτυξη, τους ιστορικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς, καθώς και τις πολιτισμικές αναφορές στα πλαίσια της πόλης, του προαστίου ή της κοινότητας. Βρίσκονται δε σε άμεση επαφή με τα δίκτυα μετακίνησης και κυκλοφορίας, με τις επικρατούσες αισθητικές δυνάμεις καθώς και με την ελαστικότητα (resilience) του τοπικού κοινωνικού ιστού. Στην σύγχρονη εποχή, τα ιστορικά κελύφη βοηθούν την σύνδεση του παρόντος με την παράδοση καθώς συμβάλλουν στην κατανόηση αφενός των δυνάμεων που ασκήθηκαν και συνεχίζουν να ασκούνται πάνω στην πόλη (οικονομία, πολιτισμικά μοντέλα, ιδέες και πρότυπα, παγκοσμιοποίηση) και αφετέρου της ικανότητας της πόλης να αντισταθεί στις συγκεκριμένες πιέσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, το ιστορικό κτιριακό δυναμικό του Νέου Φαλήρου -προαστιακός κόμβος ανάμεσα στο αθηναϊκό κέντρο και το λιμάνι του Πειραιά- προσφέρει μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για την ανίχνευση της ταυτότητας της τοπικής αρχιτεκτονικής μνήμης στον χώρο και τον χρόνο και την σύνδεση αυτής με τις ευρύτερες γεωπολιτικές και κοινωνικές δομές. Κατά την περίοδο που ακολούθησε την Κατοχή και τον Εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, δημιουργήθηκε το θέμα της ανοικοδόμησης. Με την ενίσχυση του σχεδίου Marshall και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 (Alogoskoufis, 1995), η ανάπτυξη της οικοδομικής δραστηριότητας ήταν ραγδαία και συνδέθηκε πάραυτα με την πολιτική σταθεροποίηση και το αίσθημα χρηματοοικονομικής ασφάλειας των κατοίκων (σημασία της εγγείου ιδιοκτησίας). Παράλληλα, η οριζόντια κινητικότητα του ελληνικού πληθυσμού (από την επαρχία στα αστικά κέντρα και κυρίως στην Αθήνα) δημιούργησε την ανάγκη για γρήγορες και οικονομικές κατασκευές, γεγονός που συνδέθηκε σταδιακά με φαινόμενα όπως η εμπορευματοποίηση και τυποποίηση της κατοικίας και η υποβάθμιση έως και συστηματική καταστροφή του αρχιτεκτονικού τοπίου και της αισθητικής ποιότητας (Πρεβελάκης, 2001). Ο ελληνικός κινηματογράφος της δεκαετίας του 1960 προέβαλε το πλαίσιο ζήτησης της νέας μεταπολεμικής κατοικίας, όπου η αστικοποίηση συνδεόταν συμβολικώς με την κοινωνική άνοδο και πρακτικώς με τις λειτουργικές ανέσεις που προσέφερε το διαμέρισμα σε πολυκατοικία [1]. Συνεπώς, η ελληνική οικοδομή της περιόδου 1955-1967 λειτούργησε στην βάση του τριπτύχου σταθεροποίηση-αστικοποίηση-αστική αναγέννηση και στηρίχθηκε εν πολλοίς στο σύστημα της αντιπαροχής [2]. Η είσοδος της πολυκατοικίας στο αστικό τοπίο [3] και οι νέοι ρυθμοί ζωής επηρέασαν, αν και με σημαντική καθυστέρηση σε σύγκριση με το αθηναϊκό κέντρο, και τις περιφερειακές συνοικίες οι οποίες άρχισαν να εκσυγχρονίζονται με κόστος το αισθητικό αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι συνοικίες των Καμινίων, Ρέντη και Νέου Φαλήρου όπου οι εργάτες της βιομηχανικής ζώνης της οδού Πειραιώς βρίσκουν μία θέση μέσα στις καινοφανείς αστικές επιταγές της εποχής: από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, η αντιπαροχή αντικαθιστά σταδιακά την μονοκατοικία και ορισμένα ιστορικά κελύφη, ενώ παράλληλα μετατρέπει μία ολόκληρη τάξη μικροαστών σε ιδιοκτήτες. Την ίδια στιγμή, το Νέο Φάληρο εξελίσσεται σε κόμβο ανάμεσα στην Αθήνα και το λιμάνι του Πειραιά το οποίο ήδη από την δεκαετία του 1960 λειτουργεί ως δεύτερο κέντρο. Η αλλαγή αυτή ήταν αποτέλεσμα της εσωτερικής μετανάστευσης και των γεωπολιτικών συνθηκών καθώς και του συνδυασμού συμφόρησης και ρύπανσης που επέφερε ο πολλαπλασιασμός των αυτοκινήτων στους κεντρικούς δρόμους των Αθηνών: από την μία πλευρά, η εισροή των εσωτερικών μεταναστών και η δημιουργία παροικιών από νησιώτες [4] στα νότια προάστια (Georgikopoulos, 2018a) και, από την δεκαετία του 1980, το αντίστροφο ρεύμα ηθελημένης εγκατάλειψης του κέντρου από τις εύπορες αθηναϊκές οικογένειες με κατεύθυνση τα πάλαι ποτέ προάστια παραθερισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, το Νέο Φάληρο επωφελείται από την συνεπαγόμενη ανάπτυξη οικονομικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων (εμπόριο, βιομηχανίες, κέντρα διασκέδασης, εστίαση), οι πελάτες και οι υπάλληλοι των οποίων μετακινούνται όλο και περισσότερο με ιδιωτικό αυτοκίνητο. Στον αντίποδα, και παρά τις φωτεινές εξαιρέσεις πολεοδομικής πολιτικής [5], η τοπική αρχιτεκτονική μνήμη διακόπτεται: με την έλευση της πολυκατοικίας το Νέο Φάληρο μετατρέπεται από ένα πλούσιο και πολυσύνθετο τοπίο σε ένα άοσμο προάστιο μεσαίας κλίμακας· το κόστος του αναγκαίου συμβιβασμού για την εύρεση κοινωνικο-πολιτικών και οικονομικών ισορροπιών στο εσωτερικό μίας μεταπολεμικής, μετεμφυλιακής και ψυχροπολεμικής Ελλάδας. Η άναρχη προαστιοποίηση του αθηναϊκού πληθυσμού και η συγκέντρωση των εσωτερικών μεταναστών σήμαινε διασκορπισμό των δραστηριοτήτων, πολλαπλασιασμό των κυκλοφοριακών προβλημάτων, αλλά και διοικητική αποκέντρωση, ανάγκη για ανανέωση του συστήματος δημοσίων μεταφορών, καθώς και θέσεις εργασίας σε τοπική κλίμακα. Το φαινόμενο μεταφράστηκε όμως και σε άναρχη δόμηση και εκσυγχρονισμένα πολυώροφα -«παλατάκια λουξ με όλα τα κομφόρ» (Μυλωνάκη, 2012)- στην θέση των ιστορικών κελυφών του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, ως θυσία στην ανάπτυξη και στην απαραίτητη δημογραφική και κοινωνική ανανέωση. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και κυρίως από τo 1980, το Νέο Φάληρο θα υποστεί σοβαρές κατεδαφίσεις παλαιότερων κτισμάτων και ο πληθυσμός θα προτιμήσει την ασφάλεια της εσωστρέφειας και της αρχιτεκτονικής λήθης. Σε τι έγκειται όμως η τοπική αρχιτεκτονική μνήμη; Με ποιες ιστορικο-κοινωνικές διεργασίες συνδέεται; Και μέσω ποιας συμβολικής αλληλεπιδρά με ευρύτερες γεωγραφικές κλίμακες; Μέχρι και τον Μεσοπόλεμο, το Νέο Φάληρο ήταν τόπος συνάντησης του αστικού αθηναϊκού πληθυσμού με μέρος του πειραϊκού προλεταριάτου. Σε κοντινή απόσταση από τις τοπικές βιομηχανίες-φάμπρικες (όπως π.χ. ο Ατμοηλεκτρικός σταθμός-ΑΗΣ Ν. Φαλήρου, η σοκολατοποιία ΙΟΝ, τα εργοστάσια ΧΡΩΠΕΙ, ΕΛΑΙΣ, Μινέρβα, ΗΒΗ, Α.Ε. Κεραμεικός, η υποδηματοποιία Ινδιάνα, η χαρτοποιία Σαραντόπουλος, τα Ελληνικά Υφαντήρια κλπ), βρίσκονταν διάσπαρτες εξοχικές κατοικίες κλασικίζοντος και εκλεκτικιστικού ρυθμού οι οποίες κατοικούνταν από ευκατάστατους Αθηναίους κυρίως κατά την θερινή περίοδο. Στο παραλιακό μέτωπο, τα μεταφερθέντα από την περιοχή της Ζέας λουτρά και ο Ναυτικός Όμιλος αποτελούσαν επίσης έναν σημαντικό δια-ταξικό χώρο συνάντησης για τα μέλη της τοπικής κοινότητας καθώς στην κοσμοπολίτικη πλαζ συνέρρεαν κάτοικοι των διαφόρων Πειραϊκών συνοικιών αλλά και Αθηναίοι αστοί με τις οικογένειές τους. Ομοίως, το δημόσιο σχολείο απετέλεσε χώρο συνύπαρξης και ουσιαστικής ώσμωσης, όπου μαθητές προερχόμενοι από διάφορες κοινωνικο-οικονομικές τάξεις δημιούργησαν και διατήρησαν σημαντικούς διαπροσωπικούς δεσμούς. Συνέπεια του τελευταίου, τα τοπικά ιστορικά κελύφη δεν έμεναν αποκομμένα από τον υπόλοιπο κοινωνικό ιστό αφού, επ’ευκαιρία γιορτών και πάρτυ, τα παιδιά των ιδιοκτητών προσκαλούσαν εκεί φίλους και συμμαθητές. Η, συνδεόμενη με την ελαφρά τοπική εκβιομηχάνιση και τον τουρισμό πολυτελείας (ξενοδοχεία Ακταίον και Μέγα Ξενοδοχείον του Φαλήρου, υπαίθριο κιόσκι καλλιτεχνικής κίνησης – αναψυκτήριο Ταραντέλλα), οικονομική ανάπτυξη του Νέου Φαλήρου προσέλκυσε σταδιακά επιχειρηματίες, εργατο-υπαλλήλους, ευκατάστατους Πειραιώτες (όπως π.χ. ο λογοτέχνης Πέτρος Αποστολίδης/Παύλος Νιρβάνας) και συνταξιούχους Αθηναίους ως μόνιμο πληθυσμό εμπλουτίζοντας το αρχιτεκτονικό τοπίο με μονοκατοικίες και διπλοκατοικίες οι οποίες, ακολουθώντας το ρεύμα του νεο-ιστορισμού του Μεσοπολέμου, αποτελούσαν πραγματικά καλλιτεχνικά δημιουργήματα (Εικόνες 1-3). Η τάση αυτή χαρακτήρισε την συνοικία μέχρι και την δεκαετία του 1960.Χάρτης 1: Το Νέο Φάληρο και οι γειτνιάζοντες δήμοι
Είμαστε τσακισμένοι, μαραμένοι, χαμένοι μες στον κυκεώνα της σύγχρονης ζωής. Κανείς δεν περιμένει κάτι καλό από την Ελλάδα. Καμμιά ελπίδα δε χαράζει πουθενά. Η στιγμή αυτή είναι βέβαια μια θαυμάσια στιγμή. […] Η λεωφόρος Συγγρού κυλά μέρα και νύχτα προς την αχτή του Φαλήρου τους νεογέννητους και ανέκφραστους ακόμα ρυθμούς ενός δυνατού λυρισμού που γυρεύει δυνατούς ποιητές. Μια αισθητική μορφώνεται αυθόρμητα μες στον αέρα που αναπνέουμε. Αυτός ο «πεζός και υλιστικός» αιώνας κρύβει μες στην ανεξερεύνητη ψυχή του πολύ περισσότερη ποίηση από ό,τι νομίζουν οι δάσκαλοί μας. Αλλά πρέπει κάποιος να λάβει τον κόπο να την ανακαλύψει. Είναι η ώρα κατάλληλη για τολμηρούς σκαπανείς.
Με την πλάτη στην θάλασσα: Η επίκτητη Νέο-φαληρική εσωστρέφεια
Η περίοδος του «στρατηγικού κοσμοπολιτισμού»
Πηγή: Ιωάννης Γεωργικόπουλος.
Η κοινωνική σύνθεση και η δημογραφική εξέλιξη του Νέου Φαλήρου (Γράφημα 1) [6] αποδεικνύουν την εξωστρέφεια και τον κοσμοπολιτισμό που χαρακτήριζε το προάστιο ως χώρος ώσμωσης αυτών των ετερόκλιτων στοιχείων, στα οποία είχαν ήδη προστεθεί ως μόνιμοι κάτοικοι οι προσφυγικοί μικρασιατικοί πληθυσμοί [7] και οι αστοί απόγονοι και κληρονόμοι των ιδιοκτητών ορισμένων ιστορικών κελυφών (όπως για παράδειγμα οι οικογένειες Γιαννοπούλου, Γουσέτη, Κοτζαμάνογλου, Λοράνδου, Παπαγγελή, Φαραώ, Χριστοφή κ.α.)
Ο εξωστρεφής χαρακτήρας του προαστίου εγγραφόταν στην συνέχεια του ρεύματος του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα, περίοδος κατά την οποία το Νέο Φάληρο άρχισε να οργανώνεται και να αναπτύσσεται παράλληλα με την από το 1870 έντονη οικοδομική δραστηριότητα στον Πειραιά (Μαλικούτη, 2004). Η παράκαμψη του ατμοκίνητου σιδηροδρόμου Αθηνών-Πειραιώς επί βασιλείας Γεωργίου Α’ (ΦΕΚ 18/1869-Διάταγμα περί της συνδέσεως των εν Φαλήρω θαλασσίων λουτρών μετά της του απ’Αθηνών εις Πειραιά σιδηροδρόμου γραμμής), ώστε να δοθεί πρόσβαση στα λουτρά του Φαληρικού όρμου, άνοιξε τον δρόμο για την ανάπτυξη της τοπικής περιαστικής αρχιτεκτονικής. Στην συνέχεια, το ατμοκίνητο (1887) και μετέπειτα ηλεκτροκίνητο τραμ απετέλεσε μία εναλλακτική επιλογή για την διαδρομή Αθήνα-Φάληρο. Από την δεκαετία του 1880, οι πρώτες εξοχικές κατοικίες άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και να γίνονται χώροι συγκέντρωσης αστών αθηναϊκών οικογενειών και λογοτεχνικών κύκλων. Σημαντικό παράδειγμα αποτελεί η έπαυλη του σατυρικού ποιητή Γεωργίου Σουρή (Εικόνα 4), όπου οργανώνονταν φιλολογικές βραδιές με την συμμετοχή γνωστών λογοτεχνών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής (Γενιά του 1880). Παράλληλα το Νέο Φάληρο αναγνωρίζεται ως συνοικισμός του Δήμου Πειραιά (1876) και στην απογραφή του 1889 αριθμεί 242 μόνιμους κατοίκους.
Πηγή: Ιωάννης Γεωργικόπουλος
Μέχρι και τον Μεσοπόλεμο, το προάστιο κατέχει θέση στους προτεινόμενους ρυμοτομικούς σχεδιασμούς είτε με την μορφή σχεδίων συγκροτήματος επαύλεων σε ανόμοια οικόπεδα τα οποία θα ακολουθούσαν τους καμπύλους δρόμους των κλίσεων του ποταμού Κηφισού (όπως π.χ. τα σχέδια του Ludwig Hoffmann) είτε με την μορφή μελετών (όπως αυτές του Στυλιανού Λελούδα) με εισηγήσεις για την δημιουργία ζώνης αναψυχής («Ακτών περιοχή») από το Τουρκολίμανο ως το Παλαιό Φάληρο (Φιλιππίδης, 1984: 116-120).
Η ανέγερση των εν λόγω κτιρίων καθώς και πολυτελών ξενοδοχειακών μονάδων (Ακταίον και Μέγα Ξενοδοχείον) επί του παραλιακού μετώπου βασίστηκε στην κλασικιστική παράδοση, ενσωματώνοντας όμως διάφορες εκλεκτικιστικές προσμίξεις. Η ποικιλία αυτή από επιδράσεις, συνδυασμούς και μεταμορφώσεις συνδυάστηκε με έναν σεβασμό απέναντι στις τοπικές συνθήκες και κοινωνικές ανάγκες του Νέου Φαλήρου: κελύφη δεύτερης κατοικίας (μικρή κλίμακα), παραθερισμού και ψυχαγωγίας ενταγμένα σε ένα θαλασσινό τοπίο αστικού χαρακτήρα. Παρά την γενικότερη εικόνα εγκατάλειψης, μπορούμε ακόμα και σήμερα να βρούμε δείγματα μικτής αρχιτεκτονικής όπου ο ώριμος και ο λαϊκός νεοκλασικισμός (Εικόνες 5-12) συναντούν τον πολυκεντρικό εκλεκτικισμό (Εικόνες 13-15) και την γραφική αρχιτεκτονική (Εικόνες 16-17) σε έναν συγκερασμό διαφόρων μορφολογικών στοιχείων με το τοπικό ιδίωμα.
Πηγή: Ιωάννης Γεωργικόπουλος.
Πηγή: Ιωάννης Γεωργικόπουλος.
Πηγή: Ιωάννης Γεωργικόπουλος.
Οι τύποι αυτοί προαστιακής αρχιτεκτονικής, ως σταθερή αναφορά στο παρελθόν και τις ευρωπαϊκές πολιτισμικές εισαγωγές, εξακολουθούν να φέρνουν τους κατοίκους του Νέου Φαλήρου σε επαφή με ποικίλες ιστορικές κλίμακες. Εν τη γενέσει τους, τα κελύφη αυτά απευθύνονταν σε πληθυσμιακές ομάδες οι οποίες συνδέονταν πρακτικά και συμβολικά με τα δυτικά πρότυπα και τις δυτικές αναπαραστάσεις της νεωτερικότητας. Ο Χρήστος Χριστοφής υπήρξε, επί παραδείγματι, πληρεξούσιος πράκτορας μεταναστεύσεων μεγάλης γαλλικής εταιρείας ατμοπλοΐας (Πανδή-Αγαθοκλή, 2001)· η οικία Χριστοφή σε σχέδια Ernst Ziller κατοικείται σήμερα από μέλη της οικογένειας και αποτελεί δείγμα μικτής αρχιτεκτονικής (Εικόνα 18). Επίσης, τα πολυτελή ξενοδοχεία επί της παραλίας και το θεατράκι Ziller απευθύνονταν στην φιλοευρωπαϊκή αστική τάξη των Αθηνών (διανοούμενοι, καλλιτέχνες και λογοτέχνες) η οποία παραθέριζε στο Νέο Φάληρο και συνδεόταν πνευματικά με την Δύση.
Πηγή: Ιωάννης Γεωργικόπουλος.
Με την σειρά τους, τα ιστορικά κελύφη της συνοικίας αποτελούν εκφράσεις προσαρμογής των ξένων προτύπων στις ελληνικές συνθήκες. Οι επιρροές από την εκλεκτικιστική μορφολογία και κυρίως από το εξωγενές ιδεολόγημα του (νεο-) κλασικισμού συνδέονται με την εισαγωγή του εδαφικού δυτικού νεωτερικού μοντέλου κατά την δημιουργία του ελληνικού κράτους (Γεωργικόπουλος, 2016, Georgikopoulos, 2017). Συγκεκριμένα, η επίδραση της νεοκλασικής πολεοδομίας συνετέλεσε, όχι χωρίς προβλήματα, στην εφαρμογή της συγκεντρωτικής συμβολικής στρατηγικής που ακολουθήθηκε από την βαυαρική διοίκηση στα πρότυπα του Βεστφαλιανού Έθνους-κράτους, συμβάλλοντας στην επιβολή των αξιών του Διαφωτισμού και στην απομάκρυνση από το οθωμανικό παρελθόν (Πρεβελάκης, 2016). Η αναφορά στην δυτική αντίληψη της αρχαιότητας και η προσαρμογή της στην τοπική κλίμακα αποτελεί συνεπώς τομή, στο μέτρο που εντός αυτής της «ομιλούσας αρχιτεκτονικής» (Vaudoyer, 1852) βρίσκεται η επιβεβαίωση της θέλησης για εκδυτικισμό χωρίς όμως ρήξη με τα ανατολίτικα στοιχεία. Πράγματι, πίσω από την επιδερμική κλασικίζουσα πρόσοψη-σύμβολο ελληνικότητας συναντάμε συχνά μία κατασκευή η οποία αντανακλά την συνέχεια με το πλαίσιο της προεπαναστατικής παραδοσιακής ζωής: ημιυπαίθριοι και μεταβατικοί χώροι όπως και εξωτερικές σκάλες απαντώνται σε μεγάλο αριθμό ιστορικών κελυφών στο Νέο Φάληρο.
Τέλος, η μικτή αυτή αρχιτεκτονική συνομιλεί συμβολικά με ιστορικά γεγονότα τα οποία συνδέονται με την δημιουργία του ελληνικού Κράτους και του νεο-κλασικού εθνικού μύθου αλλά και με την διαμόρφωση ευρύτερων γεωπολιτικών ανασχηματισμών στην Ευρώπη. Έτσι, στο παραλιακό μέτωπο βρίσκουμε το ανεγερθέν επί βασιλείας Όθωνα ταφικό μνημείο-οστεοφυλάκιο και τον τύμβο του Γεωργίου Καραϊσκάκη ο οποίος δέχτηκε το μοιραίο βόλι στην μάχη του Φαλήρου (1827) κατά την ελληνική Επανάσταση, καθώς και στοιχεία για την ύπαρξη γαλλο-βρετανικού νεκροταφείου και μνημείου (Χάρτης 2) υπέρ των πεσόντων στρατιωτών από επιδημία χολέρας κατά τον γαλλο-βρετανικό αποκλεισμό του Πειραιά στα πλαίσια του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856).
Πηγή: Baedeker K (1909) Greece. Leipzig : Karl Baedeker Publisher (4th ed.).
Κατ’αυτόν τον τρόπο, η συνοικία του Νέου Φαλήρου συνδυάζει την κυκλοφορία μορφολογικών προτύπων αστικής προέλευσης με τις διάφορες γεω-ιστορικές κλίμακες, προσφέροντας ένα πλαίσιο ανάγνωσης της αρχιτεκτονικής και κοινωνικο-οικονομικής εξέλιξης του ελληνικού Κράτους μέσα από το πολιτισμικό απόθεμα της σύγχρονης πόλης. Πώς μπορεί όμως να αξιοποιηθεί η τοπική αρχιτεκτονική μνήμη ώστε να ανανοηματοδοτηθούν τα ιστορικο-πολιτισμικά χαρακτηριστικά και να ανανεωθεί η κοινωνική συνοχή και στο σύγχρονο πλαίσιο;
Η διατήρηση και ανανέωση της αρχιτεκτονικής μνήμης και κληρονομιάς αποτελούν σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο επειδή εξασφαλίζουν στους κατοίκους το αίσθημα του ανήκειν στην πόλη, δίνοντας την εικόνα μίας απτής συνέχειας στον χώρο και στον χρόνο. Οι διαδικασίες αυτές μπορούν να αποδώσουν οικονομικά πολύ περισσότερο από ότι η επιφανειακή τουριστική ανάπτυξη και η ανεξέλεγκτη οικοδόμηση, καθώς η διαχρονικότητα και η ατμόσφαιρα συνέχειας γίνονται το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα το οποίο συνδέεται με την ποιότητα του τουριστικού κεφαλαίου του τόπου. Αποτελούν όμως και στοιχεία κοινωνικής συνοχής γιατί η αίσθηση της ένταξης σε μία χωρο-χρονική συνέχεια δημιουργεί ενοποιητικούς δεσμούς μεταξύ των κατοίκων, δεσμοί οι οποίοι απορροφούν ή και αποτρέπουν εντάσεις και συγκρούσεις σε διάφορες κλίμακες.
Η αξιοποίηση των φυσικών και αρχιτεκτονικών στοιχείων απλώνεται σε ένα φάσμα εκφράσεων οι οποίες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, δημιουργώντας δυνάμεις έλξης. Η ανα-νοηματοδότηση της τοπικής αρχιτεκτονικής μνήμης βοηθά να προχωρήσουμε πέρα από την διπλή πολιτισμική εξάρτηση του Νέου Φαλήρου από τα κέντρα Πειραιά και Αθηνών (ιδιωτικά σχολεία, θέατρα, Πανεπιστήμια) προς μία συμβολική σύνδεση των χώρων, η οποία μπορεί να ωθήσει και σε μία επαναδιαπραγμάτευση των διοικητικών λειτουργιών του Κράτους: δυνητικά, όσο πιο επιτυχημένη η αλληλεπίδραση στο συμβολικό και κοινωνικό επίπεδο, τόσο πιο οργανωμένη και αποτελεσματική η φορολογική και διοικητική αποκέντρωση.
Επίσης, η επανασύνδεση με την θάλασσα καθώς και με την συμβολική αρχιτεκτονική Αθήνας και Πειραιά μπορεί μακροπρόθεσμα να επαναπροσδώσει στο Νέο Φάληρο τα χαρακτηριστικά του εξωστρεφούς προαστίου (outward suburb), ο δυναμισμός του οποίου θα ενισχύεται από την ενσωμάτωση και ώσμωση διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων. Έτσι, η ανανέωση της αρχιτεκτονική μνήμης, σε συνδυασμό με την γεωγραφική θέση του Νέου Φαλήρου (μεταξύ θαλασσίου μετώπου και βιομηχανικής ζώνης) και το επιχειρηματικό πνεύμα της νέας γενιάς κατοίκων, φαίνεται να δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση μοχλών συνοχής με πολλαπλά οφέλη. Πράγματι, ενώ οι παλαιοί κάτοικοι αρνούνταν να αναπτύξουν δεσμούς με τον τόπο μετοίκησης, μένοντας προσκολλημένοι στην μικρή πατρίδα καταγωγής (χωριό, πόλη), τα παιδιά και τα εγγόνια τους φαίνεται να έχουν ήδη ενσωματώσει την αναφορά στην γενέθλια πόλη. Με την έλευση της δεύτερης και της τρίτης γενιάς, η πλειονότητα των νέων κατοίκων έχει αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με το Νέο Φάληρο, συνειδητοποιώντας παράλληλα την ανάγκη για ανανέωση και ανα-νοηματοδότηση των ιδιαιτεροτήτων της συνοικίας με βάση τα γεω-ιστορικά της πλεονεκτήματα.
Η οικονομική διάσταση που προκύπτει από αυτές τις διεργασίες είναι εξίσου σημαντική και δείχνει να ευνοείται από τις υπάρχουσες και εν εξελίξει γραμμές δημοσίων μεταφορών (λεωφορείο, ηλεκτρικός, τραμ κλπ). Ο συνδυασμός πολιτισμικού και ποιοτικού τουρισμού (διαλεκτική μεταξύ τοπικής αρχιτεκτονικής κληρονομίας και ιστορικών κλιμάκων) με παράλληλη δημιουργία ζωνών κατοικίας και δραστηριοτήτων (συνέδρια, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, ομιλίες, μουσεία) και η σύνδεσή του συνόλου με αντίστοιχες ζώνες ανάλογες του δυναμικού της αθηναϊκής ακτής (Βούλα, Βουλιαγμένη) δύνανται, εκτός από την προσφορά θέσεων εργασίας, να προσδώσουν μία νέα δυναμική η οποία θα ανανεώσει το ενδιαφέρον των καλλιεργημένων Ευρωπαίων, (Ελληνο)Αμερικανών και Κινέζων τουριστών. Το γεγονός αυτό θα έχει, ιδανικά, ως αποτέλεσμα την άμεση επαφή με τα παγκόσμια πνευματικά και οικονομικά δίκτυα στα οποία ήδη συμμετέχουν η Αθήνα και ο Πειραιάς.
Η πολιτική/διοικητική, συμβολική και οικονομική αναβάθμιση και ισχυροποίηση των λειτουργιών των παραπάνω δυνάμεων έλξης ενώνουν το τοπικό με το εθνικό, το ευρωπαϊκό και το διεθνές επίπεδο μέσω της κυκλοφορίας. Συν τοις άλλοις, μπορούν να δημιουργήσουν τις συνθήκες για μία ποιοτική ζωή και εργασία ακόμα και για νεοφερμένους πληθυσμούς (π.χ. πρόσφυγες), κόντρα στην παρούσα κοινωνική και οικονομική ανασφάλεια του αθηναϊκού κέντρου (Georgikopoulos, 2018b).
Το Νέο Φάληρο μπορεί να αποτελέσει μία οικονομική και πολιτισμική όαση ανάμεσα στην Αθήνα και στον Πειραιά, ανάμεσα στον εθνο-κρατικό συγκεντρωτισμό και τις μεσογειακές ρίζες. Η επιστροφή του Νέου Φαλήρου στον ανοιχτό ορίζοντα είναι μία διαδικασία η οποία έχει συμφέρον να αντλήσει από το ξεχασμένο κεφάλαιο μνήμης, διαχρονικότητας και πολιτισμικής ποικιλίας, ούτως ώστε οι συμβολικές θεματικές να μπορούν να συνδιαλέγονται με τις αστικές αναπλάσεις και τις αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις. Η μετατόπιση αυτή από το τεχνοκρατικό στο πνευματικό/συμβολικό και άρα πολιτικό πλαίσιο απαιτεί πολυεπίπεδες συνέργειες. Προϋποθέτει κοινωνική πρωτοβουλία, αποτελεσματική συνεργασία φορέων, ενθουσιασμό και ενεργητικότητα από τις νέες γενιές και μία δυναμική και αποφασιστική πολιτική ηγεσία. Παρά τα προβλήματα και τις αγκυλώσεις, οι πρωτοβουλίες των τελευταίων χρόνων (Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, δράσεις της Περιφέρειας, ανάπλαση του Φαληρικού Δέλτα, κινητοποίηση των ιδιοκτητών ιστορικών κελυφών) και η ολοκλήρωση 200 χρόνων από την ελληνική Επανάσταση μπορούν να σηματοδοτήσουν πρακτικά και συμβολικά την αλλαγή προσανατολισμού. Τα ιστορικά κελύφη του Νέου Φαλήρου, το μνημείο του Καραϊσκάκη και οι ποικίλες συμβολικές αναφορές που τα συνοδεύουν λειτουργούν ως υπενθύμιση της γεωπολιτικής και πολιτισμικής καινοτομίας μέσα σε ένα πλαίσιο επαναδιαπραγμάτευσης της μνήμης, όπου τελικά η αναπόφευκτη μείξη μπορεί να οδηγήσει στην απαραίτητη ανανέωση.
Ευχαριστώ θερμά την Δρα. Αρχιτέκτονα Μηχανικό Ε.Μ.Π. Σταματίνα Μαλικούτη, Καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, για την πολύτιμη βοήθειά της.
[1] Στις ταινίες «Θα σε κάνω βασίλισσα» (1964) και «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965) αποτυπώνονται γλαφυρά οι δυσκολίες, οι συμμαχίες και οι συγκρούσεις που απορρέουν από το όνειρο της ελληνικής κοινωνίας για μία καλύτερη ζωή εντός αστικού ιστού βασισμένη στις υλικές απολαβές.
[2] Για το σύστημα της αντιπαροχής, βλ. Πρεβελάκης 2001, 27-32.
[3] Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφέρουμε τον Νόμο 3741/1929 (ΦΕΚ Α’ 4) «Περί της ιδιοκτησίας κατ’ορόφους», ο οποίος αποτελεί την γενέθλιο πράξη της σύγχρονης πολυκατοικίας.
[4] Όπως για παράδειγμα η δωδεκανησιακή παροικία. Η προσάρτηση των νησιών της Δωδεκανήσου το 1947 (Συνθήκη των Παρισίων) ήταν η τελευταία προσθήκη εδαφών στην ελλαδική επικράτεια.
[5] Η χάραξη νέας στρατηγικής με βάση τον έλεγχο των όρων πολεοδόμησης και την αναβάθμιση της αρχιτεκτονικής κληρονομίας από το αυτόνομο Υπουργείο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΥΧΟΠ) του Στέφανου Μάνου το 1977 δεν πρόλαβε να ευδοκιμήσει. Με ορισμένες εξαιρέσεις, η πολεοδομική πολιτική συνέχισε να εργαλειοποιείται κατά τις προεκλογικές περιόδους (π.χ. μέσω της αύξησης των συντελεστών δόμησης) και να αποτελεί στοιχείο ψηφοθηρίας.
[6] Πίνακας 1. Δημογραφική εξέλιξη του Νέου Φαλήρου 1889-1961. Πηγή: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος – Εθνικό Τυπογραφείο. Τα διαθέσιμα στοχευμένα στοιχεία για τον πληθυσμό του Νέου Φαλήρου αφορούν τις απογραφές των ετών 1889 (Δήμος Πειραιώς), 1920 (Δήμος Πειραιώς), 1928 (Κοινότητα Ν. Φαλήρου), 1940 (Κοινότητα Ν. Φαλήρου), 1951 (Δήμος Ν. Φαλήρου) και 1961 (Δήμος Ν. Φαλήρου). Από το 1968, η συνοικία ενσωματώνεται πλήρως στον Δήμο Πειραιά και από την απογραφή του 1971 και εφεξής σταματούν να διατίθενται ξεχωριστά στοιχεία. Οι δημογραφικές μεταβολές (σημαντική αύξηση του πληθυσμού) που παρατηρούνται στις απογραφές του 1920 και του 1928 οφείλονται στα αλλεπάλληλα τροποποιητικά διατάγματα και την αύξηση των χορηγούμενων αδειών οικοδομής κατά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, καθώς και στην εγκατάσταση προσφυγικών πληθυσμών από την Μικρά Ασία από το 1923.
[7]Ένας μικρός, αλλά σημαντικός για τα δεδομένα του προαστίου, αριθμός προσφύγων εγκαταστάθηκε στον κρατικό οικισμό που δημιουργήθηκε στην Σούδα του Νέου Φαλήρου (η περιοχή όπισθεν της νυν Στατιστικής Υπηρεσίας που συνδέει την βιομηχανική ζώνη της οδού Πειραιώς με το γήπεδο Καραϊσκάκη). Κατά την άφιξή τους, οι πρόσφυγες ήρθαν αντιμέτωποι με μία ιδιαιτέρως υποβαθμισμένη και δύσοσμη περιοχή η οποία, ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα, αποτελούσε τόπο συσσώρευσης των ακάθαρτων λυμάτων από τις παρακείμενες βιομηχανίες όπου έμελλε και οι ίδιοι να εργαστούν. Τα οδωνύμια της περιοχής της Νεοφαληρικής Σούδας (οδοί Μικράς Ασίας, Φώκαιας, Καρδάση, Σμύρνης, Νέας Ιωνίας, Μουράτη, Εμμανουηλίδη) μαρτυρούν την προσφυγική της ιστορία.
Γεωργικόπουλος, Ι. (2020) Ανανεώνοντας την αρχιτεκτονική μνήμη: Ιστορικά κελύφη του Νέου Φαλήρου, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ιστορικά-κελύφη-του-νέου-φαλήρου/ , DOI: 10.17902/20971.93
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το λήμμα αυτό έχει ως στόχο την ανάδειξη ανισοτήτων και διαχωρισμών στην Αθήνα σε σχέση με μια σειρά από θεματικούς άξονες, όπως η απασχόληση, η εκπαίδευση και η κατοικία.
Βασικό μέσο είναι η χαρτογράφηση αυτών των ανισοτήτων και διαχωρισμών, κάτι που οδήγησε στην παραγωγή των 180 χαρτών που ακολουθούν. Για να αυξηθεί η ορατότητα της χωρικής δομής των ανισοτήτων και διαχωρισμών στην Αθήνα, κατασκευάστηκαν και 17 δυναμικοί χάρτες που καθένας απεικονίζει διαδοχικά τα σχήματα κατανομής των κατηγοριών που περιέχει. Για παράδειγμα, σε έναν τέτοιο δυναμικό χάρτη εμφανίζονται διαδοχικά οι περιοχές κατοικίας του πληθυσμού ανάλογα με το επίπεδο εκπαίδευσης (2.1 Επίπεδο εκπαίδευσης).
Εκτός των θεματικών ενοτήτων που περιέχονται στο λήμμα αυτό, υπάρχει και μια ενότητα όπου η χαρτογράφηση είναι αποτέλεσμα μεθόδων σύνθεσης δεδομένων από πολλαπλές ενότητες. Πρόκειται για την ενότητα που αφορά την κοινωνική τυπολόγηση των περιοχών κατοικίας της πόλης.
Στον ακόλουθο κατάλογο περιλαμβάνονται οι θεματικές του λήμματος, στις οποίες μπορεί κανείς να μεταβεί αμέσως πατώντας στον ενεργό σύνδεσμο του κάθε θεματικού τίτλου.
1. Δημογραφικά
1.1 Ηλικιακές ομάδες
1.2 Οικογενειακή κατάσταση
1.3 Τύποι νοικοκυριού
1.4 Εθνοτικές ομάδες
2. Εκπαίδευση
2.1 Επίπεδο εκπαίδευσης
2.2 Νέοι/-ες εκτός εκπαίδευσης
2.3 Χώρες σπουδών
3. Απασχόληση
3.1 Κύρια ασχολία
3.2 Επαγγέλματα
3.3 Τομείς απασχόλησης
3.4 Κλάδοι απασχόλησης
4. Κατοικία και διαβίωση
4.1 Κύριες πηγές πόρων ζωής
4.2 Καθεστώς ενοίκησης
4.3 Μέγεθος κατοικιών
4.4 Επιφάνεια κατοικίας ανά άτομο
4.5 Παλαιότητα κτηρίων κατοικίας
4.6 Τρόπος θέρμανσης
4.7 Πρόσβαση στο διαδίκτυο
4.8 Κατοχή ΙΧ αυτοκινήτου
5. Σύνθετες αναλύσεις
5.1 Κοινωνική τυπολογία περιοχών κατοικίας
Το σύνολο των δεδομένων που έχουν χρησιμοποιηθεί για τις χαρτογραφήσεις στο λήμμα αυτό προέρχονται από την Απογραφή Πληθυσμού της ΕΛΣΤΑΤ του 2011. Ορισμένα συμπληρωματικά δεδομένα προέρχονται και από παλαιότερες Απογραφές (1991 και 2001). Ανακτήθηκαν όλα μέσω της διαδικτυακής εφαρμογής «Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011» (https://panorama.statistics.gr/), η οποία είναι αποτέλεσμα μακράς συνεργασίας του ΕΚΚΕ με την ΕΛΣΤΑΤ.
Για τη διευκόλυνση των χρηστών του Άτλαντα δίνουμε και άμεση πρόσβαση στα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή των χαρτών αυτού του λήμματος. Τα δεδομένα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για τη χαρτογράφηση των ίδιων φαινομένων με διαφορετικές χαρτογραφικές επιλογές από τις δικές μας, χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες της εφαρμογής “Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011» (μενού: εργαλεία\εισαγωγή πίνακα δεδομένων). Επεξηγήσεις για το περιεχόμενο των μεταβλητών δίνονται σε συμπληρωματικό αρχείο.
Η εφαρμογή αυτή δίνει τη δυνατότητα ανάλυσης σε μεγάλη χωρική λεπτομέρεια για όλες τις ελληνικές πόλεις που είχαν το 2011 περισσότερους από 50.000 κατοίκους. Οι ενότητες χωρικής ανάλυσης είναι μικρές ενότητες, που ονομάζονται ΜΟΧΑΠ (Μονάδες Χωρικής Ανάλυσης Πόλεων) και αντιστοιχούν περίπου στους Απογραφικούς Τομείς της ΕΛΣΤΑΤ. Η μητροπολιτική Αθήνα αποτελείται από 3.000 ΜΟΧΑΠ με περίπου 1.200 κατοίκους η καθεμία, κάτι που δείχνει πόσο λεπτομερέστερη είναι η ανάλυση που ακολουθεί σε σχέση με τη χωρική ανάλυση που γίνεται συνήθως (59 Δήμοι ή, στην καλύτερη περίπτωση, 117 Δημοτικές και Τοπικές Κοινότητες, που επιπλέον είναι και πολύ άνισες ως προς τον πληθυσμό τους).
Η περιοχή την οποία αναδεικνύουν οι χάρτες που ακολουθούν δεν περιλαμβάνει το σύνολο της Αττικής, αλλά την ευρύτερη περιοχή του λεκανοπεδίου μέχρι και τα παράλια της Ανατολικής Αττικής από τον Μαραθώνα μέχρι τον Λιμένα Μαρκόπουλου και από το Λαγονήσι μέχρι την Ελευσίνα. Εκτός χάρτη είναι η Λαυρεωτική, μεγάλο μέρος των Καλυβίων, η περιοχή των Μεγάρων και η Νέα Πέραμος, τμήμα της Σαλαμίνας και το βόρειο τμήμα της Αττικής από τα Γραμματικό και πάνω. Όλες αυτές οι περιοχές έχουν ενδιαφέρον, αλλά αν συμπεριλαμβάνονταν θα καθιστούσαν δυσδιάκριτες τις διαφορές μεταξύ των υπολοίπων περιοχών και, ιδιαίτερα, των μικρότερων σε έκταση, αλλά πολύ μεγαλύτερων σε πληθυσμό, μέσα στο λεκανοπέδιο.
Η ηλικία του πληθυσμού αποτελεί παράμετρο που διαφοροποιεί σημαντικά τις γειτονιές της πόλης. Οι μικρές ηλικίες (παιδιά και μικροί έφηβοι έμφανίζουν μεγαλύτερη ποσοστιαία συγκέντρωση στις νέες επεκτάσεις της πόλης—προέκταση του ιστού της πόλης στα Μεσόγεια από βορά και νότο, περιφέρεια του αστικού συγκροτήματος στη δυτική πλευρά και τις ανατολικές ακτές, Άγιος Δημήτριος, Βριλήσσια, κλπ.
Αντίθετη είναι η εικόνα όσον αφορά τη συγκέντρωση των ηλικιωμένων που επικεντρώνεται σε περιοχές παλαιότερης συγκρότησης και σε περιοχές συγκέντρωσης υψηλών κοινωνικοεπαγγελματικών ομάδων. Ο Δήμος Αθηναίων παρουσιάζει σχετικώς μεικτή εικόνα, παρά την παλαιότητά του. Η μετακίνηση στα προάστια ενός σημαντικού τμήματος των νοικοκυριών του που ανήκαν στα υψηλά και μεσαία στρώματα και η είσοδος νέου σε ηλικία πληθυσμού, περιόρισε τη σχετική συγκέντρωση ηλικιωμένων, ιδιαίτερα στη δυτική πλευρά του δήμου.
Η σχετική συγκέντρωση των μεγάλων εφήβων και νέων ενηλίκων και, ακόμη περισσότερο, των μεσήλικων ατόμων παρουσιάζει μεγαλύτερη ισοκατανομή στο χώρο της πόλης. Οι συγκεντρώσεις σε περιοχές φοιτητικής κατοικίας και σε περιοχές αποστέρησης στη δυτική περιφέρεια, για την πρώτη κατηγορία, γίνονται περιοχές σχετικής απουσίας για την επόμενη, η οποία συγκεντρώνεται κυρίως στην πρώτη προαστιακή ζώνη, με υψηλότερες τιμές στα βορειανατολικά και παραλιακά προάστια των εύπορων στρωμάτων.
Ο πίνακας 1.1 που ακολουθεί παρουσιάζει τη δυναμικότητα κάθε ηλικιακής κατηγορίας και την εξέλιξή τους την περίοδο 1991-2011, ενώ αναδεικνύει και την προφανή γήρανση του πληθυσμού της Αθήνας.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Η οικογενειακή κατάσταση είναι παράμετρος που διαφοροποιεί σημαντικά το χώρο της πόλης. Οι άγαμοι/-ες βρισκονται σε μεγαλύτερη σχετική συγκέντρωση στο κέντρο του Δήμου Αθηναίων—κάτι που συνδέεται ενδεχομένως με την παρουσία φοιτητικού πληθυσμού—και σε ορισμένες περιοχές της περιφέρειας, Ασπρόπυργος, Ζεφύρι, Μαραθώνας, Κάτω Σούλι, όπου συγκεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά ανδρικός μεταναστευτικός πληθυσμός από ορισμένες εθνοτικές ομάδες (Πακιστάν, Ινδία). Οι έγγαμοι/-ες, αντίθετα, εμφανίζουν μεγαλύτερη σχετική συγκέντρωση εκτός κέντρου και κυρίως στις πιο μακρινές από το κέντρο περιοχές της Αττικής. Οι χήροι/-ες χωροθετούνται και πάλι πλησιέστερα στο κέντρο, κάτι που συνδέεται με την κατά τεκμήριο μεγάλη ηλικία τους. Οι διαζευγμένοι/-ες χωροθετούνται, επίσης, κοντύτερα στο κέντρο, λόγω και των ευνοϊκότερων συνθηκών διαβίωσης που προσφέρουν οι κεντρικές περιοχές σε άτομα που ζουν μόνα. Τέλος, οι διαζευγμένοι/-ες χωροθετούνται περισσότερο στις περιοχές των υψηλών και μεσαίων στρωμάτων της πόλης, καθώς η πρακτική του διαζυγίου—περιορισμένη στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες Ευρωπαϊκές χώρες—εμφανίζει και μια ταξική διαφοροποίηση υπέρ των υψηλότερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων, τα οποία ακολουθούν σε μικρότερο βαθμό και τις παραδοσιακές πρακτικές και συμπεριφορές.
Ο πίνακας 1.2 που ακολουθεί δείχνει ότι αυξάνεται το ποσοστό των αγάμων, των χήρων και των διαζευγμένων, ενώ μειώνεται εκείνο των εγγάμων. Πρόκειται για εξελίξεις που συμβαδίζουν με τη γήρανση του πληθυσμού (αύξηση χήρων), την καθυστέρηση συγκρότησης νέων νοικοκυριών με βάση οικογενειακούς πυρήνες (μείωση εγγάμων) και τον ευκολότερο τερματισμό συμβολαίων γάμου (αύξηση διαζευγμένων) λόγω μεγαλύτερης οικονομικής αυτονομίας και των δύο συμβαλλόμενων και σταδιακού περιορισμού της επίδρασης παραδοσιακών αξιών και πρακτικών.
* περιλαμβάνονται και οι σε διάσταση
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Οι τύποι νοικοκυριού με τους οποίους δομείται η κοινωνία της πόλης διαφοροποιούνται σημαντικά ως προς τη χωρική τους κατανομή, όπως δείχνουν οι χάρτες που περιλαμβάνονται σε αυτήν την ενότητα. Τα πιο ξεκάθαρα χωρικά σχήματα έχουν τα μονομελή νοικοκυριά με την έντονη παρουσία τους στο κέντρο της Αθήνας και του Πειραιά, οι πυρηνικές οικογένειες με παιδιά, με την έντονη παρουσία τους στα νεότερα και σχετικώς απομακρυσμένα προάστια, οι συγκατοικήσεις με ή χωρίς συγγένεια που χωροθετούνται κοντά στο κέντρο και, τέλος, οι πυρηνικές οικογένειες που συγκατοικούν με μέλος/η που δεν είναι συγγενείς (συνήθως οικιακές βοηθοί), που χωροθετούνται κυρίως στις περιοχές συγκέντρωσης των υψηλότερων κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών.
Στον πίνακα 1.3 αναδεικνύεται το ειδικό πληθυσμιακό βάρος κάθε τύπου νοικοκυριού.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Στη μητροπολιτική Αθήνα ο αριθμός των μεταναστών αυξήθηκε σημαντικά κατά τη δεκαετία του 1990 και σταθεροποιήθηκε κατά την επόμενη δεκαετία. Σύμφωνα με τις απογραφές πληθυσμού, το 1991 κατοικούσαν στην περιοχή αυτή 82.000 μετανάστες. Το 2001 αυξήθηκαν σε 368.000 και το 2011 σε 399.000 (Μαλούτας 2018).
Το σύνολο των ξένων υπηκόων στην Αθήνα αποτελούσε, σύμφωνα με την Απογραφή του 2011, το 10,5% του πληθυσμού της πόλης. Το 9,5% προερχόταν από αναπτυσσόμενες χώρες και το 1% από ανεπτυγμένες [1]. Οι 26 μεγαλύτερες ομάδες, με πληθυσμό πάνω από 2.000 άτομα, κάλυπταν περίπου το 94% του συνολικού πληθυσμού των αλλοδαπών στην Αθήνα. Οι ομάδες αυτές και το δυναμικό τους εμφανίζονται στον πίνακα 1.4.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Η κατανομή των διαφόρων εθνοτικών ομάδων στην Αθήνα δείχνει ότι κάθε μία έχει αναπτύξει το δικό της σχήμα. Ωστόσο, υπάρχουν και κάποιες ομοιότητες που συχνά σχετίζονται με τη δημογραφική φυσιογνωμία των ομάδων—για παράδειγμα, ομάδες όπου η μεγάλη πλειονότητα είναι νέες γυναίκες—ή/και με τη γεωγραφική προέλευση—για παράδειγμα, ομάδες από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Οι Αλβανοί μετανάστες, που αποτελούν και τη μεγαλύτερη ομάδα, εμφανίζουν υψηλή συγκέντρωση στις πυκνοδομημένες γειτονιές του κέντρου (Πατήσια, Κυψέλη, Παγκράτι, Αμπελόκηποι) αλλά και σε περιοχές της μακρινής περιφέρειας, όπως τα παράλια της Ανατολικής Αττικής, τα μεσόγεια, η Ελευσίνα και ο Ασπρόπυργος. Οι περισσότερες άλλες ομάδες από την Ανατολική Ευρώπη εμφανίζονται, επίσης, συγκεντρωμένες στις πυκνοδομημένες περιοχές του κέντρου, αλλά πολύ λιγότερο στην περιφέρεια—κάτι που συνδέεται με την πολύ μικρότερη ενασχόλησή τους, σε σύγκριση με τους Αλβανούς, με αγροτικές εργασίες.
Μεταξύ των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στις κεντρικές γειτονιές παρουσιάζουν εκείνοι που προέρχονται από τη Βουλγαρία και την Πολωνία. Για κάποιες άλλες χώρες—εκτός Ευρώπης—η συγκέντρωση στο κέντρο της Αθήνας είναι ακόμη μεγαλύτερη: πρόκειται για τη Νιγηρία, το Μπαγκλαντές, την Κίνα και το Αφγανιστάν.
Μετανάστες από αρκετές χώρες παρουσιάζουν ιδιόμορφη κατανομή, συχνά λόγω και της ιδιόμορφης σύνθεσής τους. Οι Τούρκοι υπήκοοι, για παράδειγμα, παρουσιάζουν εξαιρετικά μεγάλη συγκέντρωση στο Παλαιό Φάληρο, τον Άλιμο και τη Νέα Σμύρνη. Στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι ελληνικής καταγωγής άτομα, συνήθως παλαιοί κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, που επέλεξαν να εγκατασταθούν σε αυτές τις παραλιακές περιοχές όταν αναγκάστηκαν να φύγουν από την Τουρκία. Μια μικρότερη συγκέντρωση Τούρκων υπηκόων παρατηρείται στο Λαύριο (εκτός χάρτη) και αφορά Κούρδους πρόσφυγες.
Οι μετανάστες από τις Φιλιππίνες, συνήθως γυναίκες, χωροθετούνται αφενός στους Αμπελοκήπους—όπου έχει συγκροτηθεί και η κοινότητά τους—και αφετέρου στα προάστια των εύπορων στρωμάτων, όπου πολλές απασχολούνται ως οικιακές βοηθοί. Συγκέντρωση στα προάστια των εύπορων στρωμάτων παρουσιάζει και το σύνολο των μεταναστευτικών ομάδων από αναπτυγμένες οικονομικά χώρες, λόγω των κατά τεκμήριο υψηλότερων εισοδημάτων τους.
Εκτός κέντρου συγκεντρώνονται διάφορες άλλες ομάδες. Οι Αρμένιοι σε περιοχές παραδοσιακής συγκέντρωσης της παλαιάς αυτής ομάδας στις παρυφές των Δήμων Αθηναίων και Πειραιώς. Οι Ιρακινοί στο Περιστέρι και Αιγάλεω. Οι Ινδοί και οι Πακιστανοί σε αγροτικές περιοχές της περιφέρειας—όπως τα Μεσόγεια και ο Μαραθώνας—και, οι δεύτεροι ειδικά, κατά μήκος των εθνικών οδού Αθηνών-Λαμίας και Αθηνών-Κορίνθου, κάτι που συνδέεται με την απασχόλησή τους σε χαμηλές θέσεις στον τομέα των μεταφορών.
Το επίπεδο εκπαίδευσης των κατοίκων της πόλης αποτελεί ίσως τη μεταβλητή με βάση την οποία αναδεικνύεται περισσότερο η κοινωνική της γεωγραφία. Η ποσοστιαία συγκέντρωση ενήλικων ατόμων 23-67 ετών ανάλογα με το επίπεδο εκπαίδευσής τους δείχνει ότι όσο τα εκπαιδευτικά διαπιστευτήρια γίνονται υψηλότερα, τόσο η σχετική συγκέντρωση των κατοίκων που τα διαθέτουν μετατοπίζεται από τη δυτική προς την ανατολική πλευρά της πόλης.
Οι μεγάλες σχετικές συγκεντρώσεις εκείνων που διαθέτουν τα χαμηλότερα εκπαιδευτικά προσόντα (μέχρι και απολυτήριο Δημοτικού) εμφανίζονται στη δυτική πλευρά της πόλης και στη μακρινή περιφέρειά της. Περιλαμβάνονται τα παραδοσιακά εργατικά προάστια, η δυτική πλευρά του Δήμου Αθηναίων, αλλά οι υψηλότερες τιμές παρατηρούνται στα νέα εργατικά προάστια και σε περιφερειακές περιοχές όπως η Σαλαμίνα, ο Ασπρόπυργος και ο Μαραθώνας.
Πολύ μικρές είναι οι διαφορές στην κατανομή και εκείνων που διαθέτουν Απολυτήριο Γυμνασίου, καθώς και εκείνων που ολοκλήρωσαν τη δευτεροβάθμια τεχνική εκπαίδευση. Όλες αυτές οι βαθμίδες της εκπαίδευσης παραπέμπουν σε περιοχές κατοικίας όπου υπερεκπροσωπούνται τα εργατικά στρώματα και τα άτομα που ασκούν χειρωνακτικά επαγγέλματα συνολικότερα.
Η εικόνα μεταβάλεται σημαντικά για όσους έχουν Απολυτήριο γενικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η υπερεκπροσώπησή τους περιλαμβάνει τα παραδοσιακά εργατικά προάστια, αλλά και το σύνολο των μεσοστρωματικών γειτονιών στην περιφέρεια του Δήμου Αθηναίων και το Δήμο Πειραιώς. Αντίθετα, τα νέα εργατικά προάστια παρουσιάζουν χαμηλότερες τιμές.
Ακόμη πιο ανατολικά συγκεντώνονται οι απόφοιτη μεταδευτεροβάθμιας (μη τριτοβάθμιας) εκπαίδευσης. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι απόφοιτοι αυτοί υπερεκπροσωπούνται σε πιο ανατολικές περιοχές κατοικίας από τους αποφοίτους ανώτερης τεχνολογικής και τριτοβάθμιας τεχνολογικής εκπαίδευσης, παρά το γεγονός ότι οι τίτλοι των τελευταίων είναι ιεραρχικά ανώτεροι. Αυτό συμβαίνει επειδή η τεχνολογική εκπαίδευση είναι παραδοσιακά συνδεδεμένη με τα εργατικά και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, κάτι που οι διαδοχικές αναβαθμίσεις της δεν έχουν διαφοροποιήσει σημαντικά.
Οι κάτοχοι πτυχίων πανεπιστημίου ή ισοδύναμων τίτλων υπερεκπροσωπούνται στις περιοχές της ανατολικής πλευράς της πόλης και απουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό από τις υπόλοιπες. Η χωρική τομή στο επίπεδο αυτό είναι εξίσου σαφής με την αντίστροφη χωροθέτηση εκείνων που διαθέτουν περιορισμένα εκπαιδευτικά διαπιστευτήρια.
Τέλος, οι κάτοχοι των υψηλότερων εκπαιδευτικών τίτλων (μεταπτυχιακά και διδακτορικά διπλώματα) δεν συγκεντρώνονται μόνο στην ανατολική πλευρά της πόλης, αλλά παράλληλα υπερεκπροσωπούνται ιδιαίτερα στις περιοχές έντονης υπερεκπροσώπησης και των υψηλότερων κοινωνικοεπαγγλεματικών ομάδων, όπως το Ψυχικό, η Φιλοθέη, το Κολωνάκι και η Εκάλη.
Ο πίνακας 2.1 που ακολουθεί παρουσιάζει την κατανομή του πληθυσμού 23-67 ετών ανά βασική κατηγορία επιπέδου εκπαίδευσης, για τις κατηγορίες εκείνες που είναι συγκρίσιμες με βάση τα δεδομένα των δύο Απογραφών. Η μεταβολή μέσα σε αυτή την 20ετία δείχνει την πολύ μεγάλη αύξηση εκείνων που κατέχουν τίτλους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και την εξαιρετική μείωση εκείνων που το επίπεδο εκπαίδευσής τους φθάνει μέχρι το Απολυτήριο του Δημοτικού.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Οι δύο χάρτες της ενότητας αυτής απεικονίζουν τη χωρική συγκέντρωση της μειονεξίας ως προς την πρόσβαση στην εκπαίδευση που χαρακτηρίζει τον νεαρό πληθυσμό συγκεκριμένων περιοχών κατοικίας της Αθήνας. Σε αντίθεση με τους χάρτες της προηγούμενης ενότητας που αφορούν τους εκπαιδευτικούς τίτλους τους οποίους τα άτομα ηλικίας 23-67 ετών απέκτησαν μέσα στα προγούμενα 40 χρόνια περίπου, οι χάρτες αυτοί αφορούν τη διαφορετική πρόσβαση στην εκπαίδευση που είχαν τα άτομα στην ύστερη εφηβεία (15-18) και οι νέοι ενήλικες (19-22) ανάλογα με την περιοχή στην οποία κατοικούσαν κατά την Απογραφή του 2011.
Ο χάρτης με το ποσοστό των νέων 19-22 ετών εκτός εκπαίδευσης μοιάζει πολύ με τους χάρτες συγκέντρωσης ατόμων με χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα της προηγούμενης ενότητας. Οι περιοχές με τα υψηλότερα ποσοστά περιλαμβάνουν τις γειτονιές του κέντρου γύρω από τους άξονες των λεωφόρων Πατησίων και Αχαρνών, τις περιοχές του Ρέντη και του Ταύρου, το Ζεφύρι, τα Άνω Λιόσια και μέρος του Μενιδίου, τον Ασπρόπυργο, το Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα. Πρόκειται, δηλαδή, για περιοχές με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση εργατικών και ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Η συγκριτικά πρόωρη εγκατάλειψη της εκπαίδευσης από τους νέους των περιοχών αυτών, υποθηκεύει και τις ευκαιρίες που θα έχουν στη συνέχεια για κοινωνική κινητικότητα, κάτι που προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό και την αναπαραγωγή της χαμηλής κοινωνικής ιεράρχησης των περιοχών κατοικίας τους.
Εάν η μη συμμετοχή στην εκπαίδευση για τους νέους 19-22 ετών αποτελεί σχετικό μειονέκτημα, για τους εφήβους 15-18 αυτή η μη συμμετοχή είναι κατάσταση που τους θέτει στα όρια του κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτή η εκτίμηση προκύπτει από το γεγονός ότι για τους πρώτους, το ποσοστό των ατόμων της ηλικίας τους που συμμετέχουν στην εκπαίδευση ήταν 56,3% το 2011, ενώ για τους δεύτερους 92,7% (ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ 2015). Τα ποσοστά αυτά έχουν αλλάξει σημαντικά από το 1991 όταν οι νέοι/-ες 15-18 που συμμετείχαν στην εκπαίδευση αντιπροσώπευαν το 79,5% της ηλικιακής τους κατηγορίας και εκείνοι/-ες 19-22 ετών το 37,1%. Οι περιοχές που αναδεικνύονται ως πιο προβληματικές από την άποψη της μεγάλης μη συμμετοχής των νέων στην εκπαίδευση είναι οι γειτονιές του κέντρου γύρω από την Ομόνοια, περιοχές στο Ζεφύρι και τα Άνω Λιόσια, περιοχές του Ασπρόπυργου και του Μαραθώνα.
Στην ενότητα αυτή περιλαμβάνονται χάρτες που αφορούν τη χώρα που σπούδασαν Έλληνες υπήκοοι, οι οποίοι ήταν μεταξύ 23 και 67 ετών και κατοικούσαν στην Αθήνα το 2011. Οι σπουδές στο εξωτερικό αποτελούν ζήτημα που αφορά σημαντικό τμήμα του πληθυσμού και το οποίο έχει μελετηθεί από αρκετές πλευρές (δημοσιονομική, σχέση με brain-drain, κλπ.) αλλά ποτέ δεν υπήρξε τεκμηριωμένη μελέτη της κοινωνικής προέλευσης και της γεωγραφικής κατανομής εκείνων που σπούδασαν σε χώρες του εξωτερικού.
Ο χάρτης που δείχνει τις περιοχές κατοικίας όσων σπούδασαν στην Ελλάδα—που παρατίθεται για σύγκριση—σχεδόν ταυτίζεται με εκείνον που δείχνει τις περιοχές κατοικίας των κατόχων πανεπιστημιακού πτυχίου, κάτι αναμενόμενο με βάση τη μεγάλη πλειονότητα που σπούδασε στην Ελλάδα.
Οι σπουδές σε οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες, με υψηλό κατά κανόνα επίπεδο πανεπιστημιακών σπουδών, αλλά και υψηλό κόστος—όπως οι ΗΠΑ, η Ελβετία, η Γαλλία, το ΗΒ, η Γερμανία και άλλες—μοιάζουν προνόμιο των κατοίκων που ζουν στις περιοχές μεγαλύτερης συγκέντρωσης των υψηλότερων κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών του πληθυσμού της πόλης. Οι σπουδές στο ΗΒ και την Ιταλία παρουσιάζουν μια μεγαλύτερη χωρική διάχυση λόγω του μεγαλύτερου αριθμού φοιτητών/-τριών προς τις χώρες αυτές, για ένα μέρος των οποίων υπήρχαν κατά καιρούς ευκαιρίες σπουδών χαμηλότερου κόστους και χαμηλότερων ακαδημαϊκών απαιτήσεων.
Η υπόθεση ότι όσοι σπούδασαν σε αυτές τις χώρες υψηλού κόστους και απαιτήσεων δεν ξεκίνησαν από τις περιοχές στις οποίες καταγράφηκαν και ότι απλώς κατέληξαν εκεί λόγω των καλών σπουδών τους που ευνόησαν την κοινωνική τους κινητικότητα—παρά το ότι μπορεί για ορισμένους να ισχύει—προσκρούει στην περιορισμένη στεγαστική κινητικότητα στην Ελλάδα και την Αθήνα. Οι σπουδές σε αυτές τις χώρες—και ιδιαίτερα στα διακεκριμένα τους πανεπιστήμια—αποτελούν καθαρό προνόμιο των υψηλών και υψηλών-μεσαίων στρωμάτων που μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το κόστος, κάτι που δεν αναιρεί ο μικρός αριθμός εκείνων που προέρχονται από χαμηλότερα στρώματα και που η πρόσβασή τους στηρίχθηκε αποκλειστικά στις υψηλές τους ακαδημαϊκές επιδόσεις.
Όσοι και όσες σπούδασαν σε κοντινές χώρες, χαμηλού κόστους—όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία—παρουσιάζουν μια τελείως διαφορετική κατανομή όσον αφορά το χώρο κατοικίας τους. Τα κοινωνικά στρώματα από τα οποία προέρχονται είναι πολύ διαφορετικά, όπως και οι περιοχές κατοικίας τους. Όσο για εκείνους/-ες που σπούδασαν στην Αλβανία, πρέπει να πρόκειται κυρίως για πρώην Αλβανούς υπηκόους που πολιτογραφήθηκαν Έλληνες πριν από το 2011.
Τέλος, η κατανομή όσων δεν σπούδασαν, είτε στο εξωτερικό, είτε στην Ελλάδα, είναι παρόμοια με εκείνων που έχουν γενικότερα περιορισμένα εκπαιδευτικά διαπιστευτήρια.
Στον πίνακα 2.3 εμφανίζονται οι χώρες σπουδών όπου Έλληνες υπήκοοι, ηλικίας 23-67 ετών και κάτοικοι της Αττικής, πραγματοποίησαν τις σπουδές τους. Περιλαμβάνονται οι χώρες για τις οποίες η Απογραφή του 2011 κατέγραψε τουλάχιστον 1.000 φοιτήσαντες.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Η κατανομή του πληθυσμού σύμφωνα με την κύρια απασχόληση αναδεικνύει μια σειρά ζητημάτων, τα οποία δεν σχετίζονται κατ’ανάγκην με την ασχολία καθεαυτή. Για παράδειγμα, το ότι οι μαθητές/-τριες και σπουδαστές/-τριες παρουσιάζουν μεγαλύτερες συγκεντρώσεις σε περιφερειακές περιοχές της μητρόπολης, δεν οφείλεται στη μαθητική ή φοιτητική τους ιδιότητα, αλλά στην ηλικία τους. Τα άτομα νεαρής ηλικίας και τα παιδιά χωροθετούνται κυρίως στην περιφέρεια της πόλης, επειδή εκεί συγκεντρώνονται κυρίως οι πυρηνικές οικογένειες που τα περιλαμβάνουν.
Οι απασχολούμενοι κατανέμονται με σχετική ισομέρεια στον ιστό της πόλης. Ωστόσο, η δυτική πλευρά και η μακρινή περιφέρεια εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά εργαζομένων για δύο βασικούς λόγους. Ο ένας είναι η ανεργία, η οποία ετεροβαρώς συγκεντρώνεται στη δυτική πλευρά—ανισομέρεια που εντάθηκε με την κρίση—και σε ορισμένες περιοχές της ευρύτερης περιφέρειας. Ο άλλος είναι η περιορισμένη γυναικεία απασχόληση, η οποία συγκεντρώνεται ακόμη περισσότερο στη δυτική πλευρά και στην πιο μακρινή περιφέρεια, όπως φαίνεται στο χάρτη του ποσοστού των γυναικών που ασχολούνται με τα οικιακά.
Οι συνταξιούχοι, τέλος, συγκεντρώνονται κυρίως στις περιοχές με τη μεγαλύτερη γήρανση του πληθυσμού, δηλαδή στα προάστια των υψηλών-μεσαίων στρωμάτων και σε παραλικές περιοχές της Ανατολικής Αττικής, καθώς και στη Σαλαμίνα.
Ο πίνακας 3.1 παρουσιάζει τις κύριες ασχολίες του πληθυσμού της Αττικής για το 1991 και 2011. Στον πίνακα δεν αναφέρονται οι κατηγορίες κύριας απασχόλησης που δεν ήταν κοινές στις δύο Απογραφές.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Οι αναλύσεις των κοινωνικών ιεραρχιών με βάση τις επαγγελματικές κατηγορίες είναι οι πλέον αξιόπιστες επειδή οι κατηγορίες αυτές αφορούν ταυτόχρονα θέσεις και ιεραρχήσεις σε σχέση με το οικονομικό, πολιτισμικό και κοινωνικό κεφάλαιο, κάτι που οι εισοδηματικές ανισότητες, για παράδειγμα, αναδεικνύουν με πολύ πιο περιορισμένο και μονοδιάστατο τρόπο. Οι επαγγελματικές θέσεις, εξάλλου, αναφέρονται σε θέσεις μέσα σε ένα σύστημα παραγωγής, κάτι που επίσης οι απλές εισοδηματικές ή εκπαιδευτικές ιεραρχίες δεν μπορούν να αναδείξουν από μόνες τους.
Ένα πρόβλημα για την ενότητα αυτή είναι η δυσκολία συγκρίσεων με τα δεδομένα προηγούμενων Απογραφών. Αυτό οφείλεται στις αλλαγές—ανά 20ετία—των διεθνών προτύπων ταξινόμησης των επαγγελμάτων (ISCO-International Standard Classification of Occupations) του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (ILO) και, πρακτικά, στο ότι η Απογραφή του 1991 έγινε με βάση το ISCO68, εκείνη του 2001 με βάση το ISCO88 και αυτή του 2011 με βάση το ISCO08. Σε πολύ αδρές γραμμές, ωστόσο, και με κάποια περιθώρια σφάλματος, η εξέλιξη των βασικών (1ψήφιων) επαγγελματικών κατηγοριών την περίοδο 1991-2011, εμφανίζεται στον πίνακα 3.2.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Ο παραπάνω πίνακας δίνει τη δυνατότητα μιας αδρής σύγκρισης μεταξύ 1991 και 2011. Οι υψηλές επαγγελματικές κατηγορίες για το 1991—οι δύο πρώτες—αποτελούσαν το 22,0% του ενεργού πληθυσμού. Το περιεχόμενό τους αντιστοιχεί με εκείνο των τριών πρώτων του 2011, των οποίων το ποσοστό ήταν 37,1%. Στον αντίποδα, οι χαμηλότερες επαγγλεματικές θέσεις—οι δύο τελευταίες για το 1991—αποτελούσαν το 32,9% του ενεργού πληθυσμού και αντιστοιχούσαν στις τέσσερις τελευταίες του 2011, των οποίων το άθροισμα ήταν 29,3%. Με την έννοια αυτή, η πολύ γενική εικόνα της μεταβολής των επαγγελματικών κατηγοριών την 20ετία 1991-2011 δείχνει σημαντική αύξηση των υψηλότερων θέσεων, περιορισμένη μείωση των χαμηλότερων και σημαντική μείωση των ενδιάμεσων. Ωστόσο, η σημαντική παρουσία και ενδιάμεσων θέσεων στις υψηλές—τεχνολόγοι, τεχνικοί βοηθοί ελεύθερων επαγγελματιών κ.λπ.—σχετικοποιεί τη σημασία των γενικών αυτών συμπερασμάτων.
Οι 39 χάρτες που περιλαμβάνονται σε αυτήν την ενότητα αφορούν κατηγορίες που ανήκουν στις υψηλότερες—όπως τα διευθυντικά στελέχη του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ή οι μηχανικοί, γιατροί και νομικοί—στις ενδιάμεσες—όπως οι τεχνολόγοι διαφόρων ειδικοτήτων, οι υπάλληλοι γραφείου και οι πωλητές—και στις χαμηλότερες—όπως οι τεχνίτες και εργάτες διαφόρων ειδικοτήτων. Οι χάρτες είναι ιεραρχημένοι με τη σειρά που καταγράφονται τα επαγγέλματα και από την ΕΛΣΤΑΤ (από τα υψηλότερα προς τα χαμηλότερα), χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι οι ιεραχήσεις αυτές είναι απόλυτες, σταθερές και αυταπόδεικτες.
Η χωρική κατανομή των επαγγελματικών κατηγοριών δείχνει ότι οι υψηλότερες υπερεκπροσωπούνται στην ανατολική πλευρά της πόλης, οι χαμηλότερες στη δυτική και οι ενδιάμεσες είναι πιο ισοκατανεμημένες από τις άλλες δύο. Η διάσταση κέντρο / περιφέρεια είναι πολύ λιγότερο σημαντική ως άξονας διαφοροποίησης μεταξύ των κατηγοριών αυτών. Ορισμένες μόνο κατηγορίες—όπως οι καλλιτέχνες, οι καθαριστές, οι μάγειρες και σερβιτόροι και, εν μέρει, οι νομικοί—έχουν σχήμα κατανομής όπου το κέντρο καταλαμβάνει σημαντική θέση.
Μεταξύ των υψηλότερων επαγγελματικών κατηγοριών εμφανίζονται δύο ομάδες. Η πρώτη περιλαμβάνει το άνω άκρο—για παράδειγμα τα διευθυντικά στελέχη και τους νομικούς—που υπερεκπροσωπείται στις λίγες περιοχές υπερσυγκέντρωσης των υψηλότερων κοινωνικών στρωμάτων (Ψυχικό-Φιλοθέη, Κηφισιά-Εκάλη, Κολωνάκι, παραλιακό μέτωπο από Παλαιό Φάληρο μέχρι Βουλιαγμένη), έχουν περιορισμένη παρουσία στο υπόλοιπο ανατολικό τμήμα της πόλης και σχεδόν απουσιάζουν από το δυτικό. Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει το κάτω άκρο—για παράδειγμα τα στελέχη διοίκησης και οι καθηγητές Β/βάθμιας και οι δάσκαλοι—που υπερεκπροσωπείται στο ευρύτερο ανατολικό τμήμα της πόλης, χωρίς όμως να απουσιάζει και από το δυτικό.
Ανάλογες διαφοροποιήσεις παρατηρούνται και στο εσωτερικό των ενδιάμεσων κατηγοριών. Εκείνες που τοποθετούνται στο άνω άκρο τους—όπως οι τεχνολόγοι επιχειρήσεων και διοίκησης, οι εξειδικευμένοι γραμματείς και οι υπάλληλοι γραφείου—εμφανίζουν μια σχετικώς ισόρροπη κατανομή μεταξύ ανατολής και δύσης. Αντίθετα, εκείνες που τοποθετούνται στο κάτω άκρο—όπως οι υπάλληλοι καταγραφής υλικών, μεταφορών και αλληλογραφίας, οι κομμωτές και αισθητικοί και οι πωλητές σε καταστήματα—χωροθετούνται περισσότερο στη δυτική πλευρά.
Μεταξύ των χαμηλών επαγγελματικών κατηγοριών, εκείνες που βρίσκονται στο άνω άκρο—όπως οι περισσότερες κατηγορίες τεχνιτών—κατανέμονται μάλλον διάχυτα στο δυτικό τμήμα της πόλης. Εξαίρεση αποτελούν οι τεχνίτες οργάνων ακριβείας και οι τυπογράφοι, των οποίων η κατανομή είναι πολύ πλησιέστερη με των ενδιάμεσων επαγγελματικών κατηγοριών. Εκείνες που βρίσκονται στο κάτω άκρο—όπως οι εργάτες (ανειδίκευτοι) κατασκευών και βιομηχανίας, οι καθαριστές και οι συλλέκτες απορριμμάτων και οδοκαθαριστές—συγκεντρώνονται στις περιοχές υπερσυγκέντρωσης των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων (Ασπρόπυργος, Ζεφύρι, Άνω Λιόσια, γειτονιές βόρεια της Ομόνοιας κ.λπ.), έχουν περιορισμένη παρουσία στο υπόλοιπο δυτικό τμήμα της πόλης και απουσιάζουν από το ανατολικό. Ανάλογη χωροθέτηση έχουν και οι πωλητές σε υπαίθριες αγορές, οι οποίοι τυπικά ανήκουν στις ενδιάμεσες κατηγορίες.
Οι τρεις χάρτες που περιλαμβάνονται σε αυτήν την ενότητα αποδίδουν τη συνθετική εικόνα χωροθέτησης της κατοικίας των οικονομικά ενεργών στους τρείς βασικούς τομείς όπου εντάσσονται οι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας.
Οι απασχολούμενοι στον πρωτογενή τομέα, όπως είναι αναμενόμενο, εμφανίζουν μεγαλύτερη σχετική συγκέντρωση στη μακρινή περιφέρεια της Αττικής και σχεδόν απουσιάζουν από το σύνολο του λεκανοπεδίου. Οι απασχολούμενοι στο δευτερογενή συγκεντρώνονται κυρίως στη δυτική πλευρά—με έμφαση στη βορειοδυτική—και στη μακρινή περιφέρεια, ενώ εκείνοι του τριτογενούς κυριαρχούν στο σύνολο του λεκανοπεδίου, με εντονότερη παρουσία στην ανατολική του πλευρά.
Οι βασικές μεταβολές που παρουσιάζονται στον πίνακα 3.3 δείχνουν τη μείωση των απασχολουμένων στο δευτερογενή τομέα—περισσότερο σχετική παρά απόλυτη—και τη σημαντική αύξηση στον τριτογενή.
Πίνακας 3.3: Κατανομή του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της Αττικής (πλην νήσων) ανά τομέα απασχόλησης 1991-2011
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Οι χάρτες που περιλαμβάνονται σε αυτήν την ενότητα απεικονίζουν τον τόπο κατοικίας των απασχολουμένων στους βασικούς κλάδους της οικονομίας. Για τους δύο βασικούς κλάδους του δευτερογενούς τομέα—μεταποίηση και κατασκευές—οι απασχολούμενοι χωροθετούνται στη δυτική πλευρά της πόλης και στη μακρινή περιφέρεια, με τους δεύτερους να εμφανίζουν τις μεγαλύτερες σχετικές συγκεντρώσεις στη βορειοδυτική πλευρά. Το εμπόριο—που είναι και ο μεγαλύτερος κλάδος—και οι μεταφορές, αποθηκεύσεις, χωροθετούνται, επίσης, δυτικά. Οι δεύτερες εμφανίζουν ιδιαίτερη συγκέντρωση μέσα και γύρω από τον Πειραιά, κάτι που σχετίζεται με τις ναυτιλιακές δραστηριότητες. Οι δραστηριότητες που αφορούν τα ξενοδοχεία και εστιατόρια, τις διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες και τις τέχνες και την ψυχαγωγία, εμφανίζουν χωρικά πιο ισορροπημένη κατανομή. Το σύνολο σχεδόν των υπολοίπων κλάδων του τομέα των υπηρεσιών—τριτογενούς—χωροθετείται στην ανατολική πλευρά της πόλης και, κυρίως, στις προαστιακές περιοχές κατοικίας των υψηλών και υψηλών-μεσαίων κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών.
Πίνακας 3.4: Κατανομή του ενεργού πληθυσμού της Αττικής (πλην νήσων) στους μονοψήφιους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας 2011
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Οι πηγές πόρων ζωής καταγράφηκαν—έστω και με σημαντικά περιθώρια ανακρίβειας, αφού περιορίζονται κάθε φορά στην κύρια—στην Απογραφή του 2011 για πρώτη φορά.
Στον πίνακα 4.1 φαίνεται ότι η σημαντικότερη πηγή πόρων ζωής είναι οι αμοιβές από την απασχόληση. Η “εξάρτηση από άλλους” αποτελεί πηγή για τους εξαρτημένους, η οποία κατανέμεται με ανάλογο περίπου τρόπο στις υπόλοιπες πηγές. Επίσης, είναι αναμενόμενη η σημαντική διαφοροποίηση των πηγών αυτών ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα αναφοράς, όπως επίσης φαίνεται στον πίνακα 4.1. Οι δευτερεύουσες πηγές—όπως η περιουσία, οι αποταμιεύσεις, τα επιδόματα—μοιάζουν λιγότερο σημαντικές από ό,τι είναι στην πραγματικότητα επειδή εδώ καταγράφονται μόνο στην περίπτωση που αποτελούν κύρια πηγή πόρων ζωής.
Ο πληθυσμός για τον οποίο το εισόδημα από την απασχόληση αποτελεί κύριο πόρο ζωής, κατανέμεται με σχετική ισομέρεια, με ελαφρά υπερεκπροσώπηση στην ανατολική πλευρά της πόλης. Εκείνοι για τους οποίους κύριος πόρος είναι η περισουσία και οι επενδύσεις, χωροθετούνται πολύ καθαρά στις περιοχές υπερεκπροσώπησης των υψηλότερων κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών. Οι συνταξιούχοι, για τους οποίους η σύνταξη είναι και ο κύριος πόρος ζωής, χωροθετούνται με σχετική ισοκατανομή, αλλά και σχετική υπερεκπροσώπηση στις περιοχές συγκέντρωσης ηλικιωμένων. Εκείνοι για τους οποίους τα επιδόματα αποτελούν κύριο πόρο ζωής χωροθετούνται περισσότερο στη δυτική πλευρά και, ιδιαίτερα, σε περιοχές συγκέντρωσης πολύ χαμηλών κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών. Τέλος, εκείνοι για τους οποίους τα δάνεια και οι αποταμιεύσεις αποτελούν κύριο πόρο ζωής εμφανίζουν σχετική ισοκατανομή, αλλά και σχετική συγκέντρωση σε φτωχιές και πυκνοδομημένες γειτονιές του κέντρου της Αθήνας. Η πηγή αυτή αφορά σε σχετικά μεγάλο ποσοστό και τον μεταναστευτικό πληθυσμό, αλλά τα συμπεράσματα είναι επισφαλή καθώς αφορά πολύ μικρό πληθυσμό ως κύριος πόρος ζωής.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Το καθεστώς ενοίκησης στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες χώρες της Νότιας Ευρώπης, σε αντίθεση με πολλές άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, έχει σχετικώς περιορισμένη κοινωνικά διαχωριστική διάσταση. Αυτό σημαίνει ότι η ιδιοκατοίκηση, για παράδειγμα, δεν συνδέεται συστηματικά με υψηλότερη κοινωνική θέση, σε σχέση με την ενοικίαση. Οι χάρτες αυτής της ενότητας δείχνουν ότι η ιδιοκατοίκηση είναι πολύ πιο παρούσα στην περιφέρεια της πόλης και, ιδιαίτερα, στην πιο μακρινή. Η ενοικίαση, αντίθετα, υπερεκπροσωπείται στο κέντρο της Αθήνας και, δευτερευόντως, του Πειραιά, ενώ το ‘άλλο’ καθεστώς—που σημαίνει συνήθως δωρεάν παραχώρηση μεταξύ μελών της ίδιας οικογένειας—είναι πολύ πιο διάσπαρτο σε όλον τον ιστό της πόλης.
Ο πίνακας 4.2 που ακολουθεί παρουσιάζει το ειδικό βάρος των βασικών κατηγοριών του καθεστώτος ενοίκησης και τη μεταβολή τους την περίοδο 1991-2011.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Το θέμα των χαρτών της ενότητας αυτής είναι πολύ συναφές με εκείνο που αφορά την επιφάνεια κατοικίας που αναλογεί σε κάθε άτομο. Η διαφορά είναι ότι η αναλογία κατά άτομο επικεντρώνει την προσοχή στην κατανομή στους καταναλωτές του χώρου κατοικίας και στις ανισότητες μεταξύ τους όσον αφορά την κατανομή αυτή, ενώ η ενότητα αυτή αφορά τους φυσικούς υποδοχείς (κατοικίες) και την κατανομή του μεγέθους τους στις διάφορες περιοχές της πόλης. Η μέτρηση γίνεται έμμεσα, αφού για κάθε περιοχή υπολογίζεται ο πληθυσμός που ζει σε κατοικίες διαφορετικών μεγεθών, κάτι που αναδεικνύει το ποσοστό πληθυσμού που αφορά κάθε κατηγορία μεγέθους κατοικίας στις διάφορες περιοχές.
Η ιεράρχηση του χώρου της πόλης με βάση το μέγεθος των κατοικιών ακολουθεί τη διπλή κίνηση από τα δυτικά προς τα ανατολικά και από το κέντρο προς την περιφέρεια. Οι μικρότερες κατοικίες (έως 30τμ) συγκεντρώνονται κυρίως στο κέντρο της πόλης και σε ορισμένες φτωχές συνοικίες των μακρινών δυτικών προαστίων και της ευρύτερης περιφέρειας. Η επόμενη βαθμίδα (31-50τμ) αφορά τις ίδιες περιοχές, αλλά και σημαντικό τμήμα των δυτικών προαστίων, κάτι που ισχύει και για την επόμενη (51-70τμ). Η κατηγορία μεγέθους 71-90τμ—που είναι και η μεγαλύτερη—συγκεντρώνεται στην περιφέρεια του Δήμου Αθηναίων και στις ευρύτερες παρυφές του από όλες τις πλευρές πλην της βορειοανατολικής, καθώς και στον Πειραιά και τις παρυφές του. Η αμέσως επόμενη κατηγορία (91-120τμ)—η δεύτερη μεγαλύτερη—συγκεντρώνεται πλέον κυρίως στα κοντινά μεσοαστικά προάστια στο βορά και το νότο, ενώ οι μεγαλύτερες ακόμη κατοικίες συγκεντρώνονται όλο και πιο αποκλειστικά στις πλέον αποκλειστικές περιοχές των υψηλότερων κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Ο διαθέσιμος χώρος κατοικίας ανά άτομο του νοικοκυριού είναι ο πιο αξιόπιστος δείκτης όσον αφορά την επάρκεια/έλλειψη καθημερινού χώρου διαβίωσης. Καθώς οι Απογραφές δεν περιλαμβάνουν δεδομένα για το εισόδημα, ο δείκτης αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως στοιχείο για την προσέγγισή του.
Οι χάρτες αυτής της ενότητας αναδεικνύουν καταστάσεις που κυμαίνονται από τη σοβαρή έλλειψη χώρου κατοικίας (<10τμ ανά άτομο) έως την υπερεπάρκεια χώρου (>50τμ ανά άτομο). Η σταδιακή μετάβαση από τη χωρική συγκέντρωση ατόμων που ζουν σε συνθήκες σοβαρής έλλειψης χώρου κατοικίας, στη χωρική συγκέντρωση εκείνων με υπερεπαρκή χώρο αναδεικνύει σχήματα που μοιάζουν με αυτά που αντιστοιχούν και σε άλλες μεταβλητές κοινωνικής ιεράρχησης, όπως το επίπεδο εκπαίδευσης.
Μεταξύ των οκτώ χαρτών της ενότητας αυτής, η βασική παρατήρηση είναι ότι όσο κινούμαστε από τις συνθήκες έλλειψης προς εκείνες της επάρκειας, οι περιοχές συγκέντρωσης των ατόμων κινούνται από τα δυτικά προς τα ανατολικά και από τις πολύ περιφερειακές θέσεις σε προαστιακές θέσεις μέσα στο λεκανοπέδιο. Μέχρι και τα 20τμ ανά άτομο—που αποτελούν και το όριο “στεγαστικής φτώχειας” για την Αττική, καθώς ισούνται με το 60% της διαμέσου της σχετικής μεταβλητής—οι μεγάλες συγκεντρώσεις αφορούν σχεδόν αποκλειστικά τη δυτική πλευρά της πόλης και τη μακρινή περιφέρεια. Οι ενδιάμεσες καταστάσεις (20 έως 25 και 25 έως 30τμ ανά άτομο) έχουν πιο ισορροπημένη χωρική κατανομή, με τις πρώτες, ωστόσο, να συγκεντρώνονται περισσότερο στα δυτικά και τις δεύτερες στα ανατολικά. Από τα 30τμ ανά άτομο και πάνω, οι κατανομές είναι όλο και πιο συγκεντρωμένες στην ανατολική πλευρά. Τέλος, οι δύο ακραίες κατηγορίες αναδεικνύουν και τις κοινωνικά ακραίες περιοχές ως προς αυτή την ιεραρχική μεταβλητή: Γειτονιές του κέντρου γύρω από την Ομόνοια, Ζεφύρι, Άνω Λιόσια και Ασπρόπυργος για τις περιοχές με έντονη έλλειψη και Ψυχικό, Φιλοθέη, Κολωνάκι, Κηφισιά, Νέα Ερυθραία, Εκάλη και παραλιακό μέτωπο για τις περιοχές με υπερεπάρκεια χώρου κατοικίας.
Ο πίνακας 4.4 παρουσιάζει το μερίδιο του πληθυσμού της Αττικής ανάλογα με τα τετραγωνικά μέτρα που τους αναλογούν στις κατοικίες τους. Η μεταβολή των σχετικών κατηγοριών μεταξύ 1991 και 2011 δείχνει ότι η διαθέσιμα επιφάνεια κατοικίας ανά άτομο αυξήθηκε σημαντικά αυτή την περίοδο, με μεγάλη μείωση εκείνων που διαθέτουν λιγότερα από 20 τμ (από 32,1% το 1991 σε 22,4% το 2011) και την αύξηση εκείνων που διαθέτουν περισσότερα από 40 τμ (από 11,7% το 1991 σε 26,8% το 2011).
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Η περιοδολόγηση του χρόνου κατασκευής των κτηρίων κατοικίας στην Αττική, όπως αναδεικνύεται μέσα από τους χάρτες αυτής της ενότητας, έδωσε μια εικόνα μάλλον αναμενόμενη. Οι παλαιότερες κατοικίες, που κατασκευάστηκαν προ του 1946, συγκεντρώνονται κυρίως στα κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά, καθώς και σε περιφερειακές θέσεις που αποτελούσαν παλαιότερα οικισμούς τελείως ανεξάρτητους από τη μητροπολιτική Αθήνα. Οι κατασκευές 1946-1960 εμφανίζουν διάχυση γύρω από τα δύο κέντρα, ακολουθώντας την επέκταση του ιστού εκείνη την περίοδο. Στις ίδιες περιοχές συγκεντρώνονται και οι κατοικίες που κατασκευάστηκαν την 20ετία 1961-1980, περίοδο κατά την οποία αποκορυφώθηκε η ανέγερση πολυκατοικιών με τη διαδικασία της αντιπαροχής. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, οι κατασκευές είναι λιγότερες και χωροθετούνται κυρίως στα προάστια και την ευρύτερη περιφέρεια.
Ο πίνακας 4.5 παρουσιάζει την κατανομή πληθυσμού ανάλογα με την ηλικία των κατοικιών στις οποίες διαμένει.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Η κατανομή των τρόπων θέρμανσης στην Αττική είναι δηλωτική τόσο της περιόδου κατασκευής των κτηρίων στις διάφορες περιοχές, όσο και της χωρικά διαφοροποιημένης δυνατότητας των κατοίκων τους να τους εγκαταστήσουν.
Η κεντρική αυτόνομη θέρμανση είναι περισσότερο διαδεδομένη στις πιο πρόσφατα δομημένες προαστιακές περιοχές και σε εκείνες της ευρύτερης περιφέρειας. Η σημαντική παρουσία της και σε περιοχές της βορειοδυτικής και δυτικής Αττικής αναδεικνύει την ποικιλία των κτηρίων κατοικιών, από πλευράς ποιότητας, ακόμη και σε περιοχές που συνολικά κατατάσσονται αρκετά χαμηλά στη σχετική κοινωνικοοικονομική κλίμακα. Η συμβατική αυτόνομη θέρμανση, συγκεντρώνεται κυρίως στις κεντρικότερες και παλαιότερα δομημένες περιοχές του κέντρου της Αθήνας και του Πειραιά.
Οι άλλοι τρόποι θέρμανσης—κατά κανόνα υποδεέστεροι—χωροθετούνται κυρίως στη δυτική πλευρά της πόλης και στη μακρινή περιφέρεια. Η πλήρης απουσία θέρμανσης, τέλος, συγκεντρώνεται κυρίως στη δυτική πλευρά του Δήμου Αθηναίων, στις παλαιότερα δομημένες περιοχές των παραδοσιακών εργατικών προαστίων, σε περιοχές όπως το Ζεφύρι, τα Άνω Λιόσια και η Σαλαμίνα και σε άλλες μακρινές περιοχές στην περιφέρεια της Αττικής.
Ο πίνακας 4.6 δείχνει τον πληθυσμό που χρησιμοποιεί το κάθε ένα από τα βασικά είδη θέρμανσης. Κατά την 20ετία 1991-2011, η κεντρική θέρμανση αυξήθηκε σημαντικά σε βάρος του άλλου είδους, ενώ παρατηρείται και σημαντική αύξηση του πληθυσμού που δεν διαθέτει κανενός είδους θέρμανσης, κάτι που πρέπει να οφείλεται στις κακές συνθήκες στέγασης τμήματος των ευάλωτων ομάδων—μεταναστών κυρίως—που αυξήθηκαν σημαντικά την ίδια περίοδο και, εν μέρει, στις πρώτες επιπτώσεις της κρίσης που καταγράφηκαν από την Απογραφή του 2011.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Η πρόσβαση στο διαδίκτυο αποτελεί όλο και περισσότερο ένα απαραίτητο εργαλείο της καθημερινής ζωής. Η χωρική κατανομή αυτής της πρόσβασης ακολουθεί πολύ πιστά την κοινωνικοεπαγγελματική ιεραρχία των περιοχών κατοικίας. Έτσι, τα υψηλότερα ποσοστά πρόσβασης εντοπίζονται στα βορειοανατολικά και τα νότια προάστια, αλλά και σε ορισμένες περιοχές υψηλότερες κοινωνικής φυσιογνωμίας στη δυτική πλευρά της πόλης, όπως το Άνω Περιστέρι, η Πετρούπολη και τμήμα του Χαϊδαρίου.
Σήμερα, ο χάρτης αυτός της πρόσβασης στο διαδίκτυο πρέπει να έχει αλλάξει σημαντικά, αλλά κυρίως ως προς το συνολικό ποσοστό της πρόσβασης. Η χωρική ανισότητα στην πρόσβαση πρέπει να παραμένει, έστω και μειωμένη.
Η κατοχή ιδιωτικών αυτοκινήτων ανά νοικοκυριό φαίνεται ότι εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την απόσταση του τόπου κατοικίας από το κέντρο της πόλης. Τα άτομα που ανήκουν σε νοικοκυριά χωρίς αυτοκίνητο συγκεντρώνονται πολύ περισσότερο μέσα και γύρω από το κέντρο της πόλης. Αντίθετα, εκείνα που ανήκουν σε νοικοκυριά που διαθέτουν αυτοκίνητο τοποθετούνται περισσότερο προς την περιφέρεια και όσο περισσότερα αυτοκίνητα διαθέτουν, τόσο πιο μακρυά από το κέντρο κατοικούν.
Στον ακόλουθο πίνακα παρουσιάζεται η κατανομή του πληθυσμού στα νοικοκυριά της Αττικής ανάλογα με τον αριθμό των αυτοκινήτων που αυτά διέθεταν το 2011.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Στόχος αυτής της ενότητας είναι η ομαδοποίηση των περιοχών κατοικίας της Αθήνας με τρόπο που να αναδεικνύονται συνθετικά οι ομοιότητες και οι διαφορές τους όσον αφορά τη σύνθεση του πληθυσμού τους. Την ομαδοποίηση αυτή οπτικοποιεί ο συνθετικός χάρτης με την κοινωνικοεπαγγελματική τυπολογία της Αττικής στο τέλος της ενότητας.
Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για την αποτύπωση του κοινωνικού διαχωρισμού το 2011 είναι αρκετά συνήθης και δόκιμη. Εντάσσεται στην παράδοση της παραγοντικής οικολογίας (Knox και Pinch 2009: 155-7) και εκδοχές της έχουν χρησιμοποιηθεί κατά καιρούς για τη μελέτη του κοινωνικού διαχωρισμού σε αρκετές πόλεις (Robson 1969, Timms 1971, Préteceille 2015, Tabard & Aldeghi 1990, Μαλούτας, Πανταζής κ.ά. 1999, Maloutas 1997, Spyrellis 2013). Συνίσταται στο συνδυασμό μιας παραγοντικής και μιας ταξινομικής ανάλυσης (ανάλυση σε κύριες συνιστώσσες και ανάλυση k-means στην προκειμένη περίπτωση), οι οποίες οδηγούν στην τυπολόγηση των περιοχών κατοικίας της πόλης σύμφωνα με την κοινωνικοεπαγγελματική φυσιογνωμία των κατοίκων τους.
Η παραγοντική ανάλυση συνθέτει τις κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες με βάση τις ομοιότητες και διαφορές που παρουσιάζουν οι κατανομές τους στις 3.000 ΜΟΧΑΠ (μονάδες χωρικής ανάλυσης πόλεων), των οποίων το μέσο πληθυσμιακό μέγεθος είναι περίπου 1.200 άτομα. Αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός μικρού αριθμού νέων συνθετικών μεταβλητών (συνιστωσών) που συνοψίζουν σημαντικό μέρος της αρχικής πληροφορίας που περιέχουν οι αρχικές μεταβλητές. Το περιεχόμενο κάθε συνιστώσας προκύπτει από τη σχέση της με τις αρχικές μεταβλητές.
Για την ανάλυση αυτή, χρησιμοποιήθηκαν 39 επαγγελματικές κατηγορίες με σημαντικό ειδικό βάρος (τουλάχιστον 1.500 άτομα) και έμφαση στην ανισότητα των κοινωνικών θέσεων στις οποίες παραπέμπουν. Το πρώτο ψηφίο των κατηγοριών που αναφέρονται στον πίνακα 5.1.1 αντιστοιχεί στις εννέα μεγάλες κατηγορίες επαγγέλματος, σύμφωνα με το πρότυπο ISCO08 που ακολούθησε η ΕΛΣΤΑΤ στην απογραφή πληθυσμού του 2011 (www.statistics.gr/occupation). Από την ανάλυση εξαιρέθηκαν τα επαγγέλματα του πρωτογενούς τομέα λόγω του περιορισμένου πληθυσμού τους, αλλά και της προφανούς ανισοκατανομής τους μεταξύ κεντρικών και περιφερειακών περιοχών κατοικίας.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Από την ανάλυση προέκυψαν τρεις συνιστώσες, οι οποίες «ερμηνεύουν» (στατιστικά) το 45% περίπου της αρχικής πληροφορίας, κάτι που τις καθιστά ιδιαίτερα σημαντικές δεδομένου του μεγάλου αριθμού των αρχικών μεταβλητών. Αυτό σημαίνει ότι το 45% της διακύμανσης μεταξύ των διαφορετικών σχημάτων χωροθέτησης του τόπου κατοικίας των 39 αυτών κατηγοριών μπορεί να συνοψιστεί με βάση τις τρεις συνιστώσες που προέκυψαν από την ανάλυση. Η φυσιογνωμία της καθεμίας προκύπτει από τη συσχέτισή της με τις αρχικές μεταβλητές (πίνακας 5.1.2).
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Από τον πίνακα 5.1.2 φαίνεται ότι η πρώτη και σημαντικότερη συνιστώσα (1) –αφού «ερμηνεύει» το 30% περίπου της συνολικής διακύμανσης– αφορά τη συστηματικά διαφορετική χωροθέτηση της κατοικίας των υψηλών και υψηλών-μεσαίων κατηγοριών από εκείνη των χαμηλών και χαμηλών-μεσαίων. Με τις πρώτες, η συνιστώσα 1 εμφανίζει υψηλούς θετικούς συντελεστές συσχέτισης, ενώ με τις δεύτερες υψηλούς αρνητικούς, κάτι που σημαίνει ότι οι δύο αυτές ομάδες κατηγοριών τείνουν να χωροθετούνται με αντίθετο τρόπο όσον αφορά την κατοικία τους.
Η συνιστώσα 2 αντιπαραθέτει το σχήμα με το οποίο χωροθετείται ένα ευρύ σώμα μεσαίων επαγγελματικών κατηγοριών με εκείνο των καθαριστών, αλλά και των δικηγόρων και των δικαστών. Αυτό παραπέμπει στη σχετική απουσία των εν λόγω μεσαίων κατηγοριών, τόσο από περιοχές του κέντρου της πόλης, όπου συγκεντρώνονται πληθυσμοί χαμηλής αλλά και υψηλής κοινωνικοεισοδηματικής φυσιογνωμίας, όσο και από περιοχές υψηλών εισοδημάτων, όπου μέρος της κατηγορίας των καθαριστών συνοικεί ως οικόσιτο προσωπικό.
Τέλος, η συνιστώσα 3 παραπέμπει στη διαφορετική χωροθέτηση ορισμένων μεσαίων και χαμηλών επαγγελματικών κατηγοριών με βάση την ιδιοκτησία ή τη θέση στη διοίκηση της επιχείρησης (καταστηματάρχες και μεσαία στελέχη διοίκησης), από τη μια πλευρά, και την απλή υπαλληλική ιδιότητα (υπάλληλοι εξυπηρέτησης πελατών, μάγειροι και σερβιτόροι, καθαριστές), από την άλλη.
Οι τρεις αυτές συνιστώσες χρησιμοποιήθηκαν για την ταξινόμηση των 3.000 ΜΟΧΑΠ, στις οποίες χωρίζεται η Αθήνα σε επτά διακριτούς τύπους περιοχών κατοικίας. Κάθε ΜΟΧΑΠ που συμμετέχει στην ανάλυση σε κύριες συνιστώσες αποκτά μια παραγοντική τιμή [factor score] που τη συνδέει με καθεμία από τις τρεις συνιστώσες, ανάλογα με την κοινωνικοεπαγγελματική της φυσιογνωμία. Οι τιμές των 3.000 ΜΟΧΑΠ για τις τρεις κύριες συνιστώσες συνυπολογίστηκαν στο πλαίσιο μιας ταξινομικής ανάλυσης (τύπου k-means), έτσι, ώστε κάθε ομάδα να συγκεντρώνει στο εσωτερικό της τις πλέον όμοιες ΜΟΧΑΠ και, ως εκ τούτου, κάθε ομάδα να είναι τελικώς όσο το δυνατόν πιο διαφορετική από τις άλλες.
Με την ταξινομική ανάλυση προέκυψε η ακόλουθη κατανομή του αθηναϊκού χώρου (πίνακας 5.1.3):
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Η κοινωνική τυπολογία του αθηναϊκού χώρου, με βάση την προηγούμενη ανάλυση, αποτυπώνεται στο χάρτη 5.1.1. Με μπλε χρώμα εμφανίζονται οι περιοχές όπου υπερεκπροσωπούνται έντονα οι υψηλές κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες. Περιλαμβάνουν μεγάλα τμήματα του Ψυχικού, της Φιλοθέης και του Παπάγου, καθώς και, βορειότερα, τμήματα της Κηφισιάς, της Νέας Ερυθραίας, της Εκάλης, του Διονύσου, της Πεντέλης και των Θρακομακεδόνων. Στα νότια περιλαμβάνουν το παραλιακό μέτωπο του Παλαιού Φαλήρου και τμήματα της Γλυφάδας, της Βούλας και της Βουλιαγμένης. Στο κέντρο της πόλης περιλαμβάνουν κυρίως το Κολωνάκι και την Πλάκα.
Με γαλάζιο σημειώνονται οι πολύ πιο εκτεταμένες περιοχές υπερεκπροσώπησης των ευρύτερων υψηλών-μεσαίων κατηγοριών. Οι περιοχές αυτές συνήθως γειτονεύουν και συχνά περιβάλλουν τις προηγούμενες μέσα στο λεκανοπέδιο και εκτείνονται στα Μεσόγεια και σε αρκετές παραλιακές θέσεις στην Ανατολική Αττική, αλλά και σε περιοχές του Πειραιά.
Οι πλέον ανάμεικτες κοινωνικά περιοχές, όπου υπερεκπροσωπούνται οι ενδιάμεσες κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες, σημειώνονται με βαθύ και με ανοικτό πράσινο και χωροθετούνται κυρίως στην περιφέρεια του Δήμου Αθηναίων και σε γειτονικούς του δήμους, όπως ο Βύρωνας, η Καισαριανή, του Ζωγράφου, το Γαλάτσι, η Καλλιθέα, το Μοσχάτο και ο Πειραιάς. Εκτείνονται επίσης σε περιοχές των δυτικών προαστίων, κυρίως στην Πετρούπολη, το Άνω Περιστέρι και το Χαϊδάρι. Η διαφοροποίηση σε δύο ομάδες –με βαθύτερο πράσινο σημειώνονται οι περιοχές όπου το ποσοστό των μεσαίων και των υψηλών κατηγοριών είναι σχετικώς μεγαλύτερο και των εργατικών κατηγοριών σχετικώς χαμηλότερο– τυχαίνει να αντιστοιχεί και σε διακριτή χωροθέτηση: οι δύο τύποι περιοχών είναι μεν γειτονικοί, αλλά εκείνοι με τη χαμηλότερη κοινωνική φυσιογνωμία βρίσκονται πιο κοντά στο κέντρο της πόλης και σε μεγαλύτερο βαθμό στο εσωτερικό του Δήμου Αθηναίων.
Με ροζ χρώμα εμφανίζεται ο τύπος περιοχών με τη μεγαλύτερη έκταση και πληθυσμό, ο οποίος περιλαμβάνει κυρίως παραδοσιακά εργατικές γειτονιές, από τη Σαλαμίνα και το Πέραμα μέχρι το Μενίδι, οι οποίες όμως συναντώνται και σε πολλές περιοχές της Ανατολικής Αττικής, παραλιακές και μη.
Έντονη παρουσία ορισμένων εργατικών κατηγοριών –κυρίως ανειδίκευτων– εμφανίζουν περιοχές του κέντρου (Δήμος Αθηναίων) μεταξύ του πυρήνα των μεγαλοαστικών γειτονιών και των κοινωνικά ανάμεικτων γειτονιών της περιφέρειάς του. Σημειώνονται με ελαφρό κεραμιδί χρώμα και περιλαμβάνουν τμήματα περιοχών όπως το ιστορικό κέντρο, τα Πατήσια, την Κυψέλη, του Γκύζη, τους Αμπελοκήπους και το Παγκράτι.
Τέλος, η πιο αμιγής παρουσία εργατικών κατηγοριών εμφανίζεται σε περιφερειακές θέσεις του μητροπολιτικού χώρου και σημειώνεται με κόκκινο. Ο κοινωνικός αυτός τύπος περιοχής κατοικίας έχει ιδιαίτερη παρουσία στη Σαλαμίνα, το Πέραμα, τον Ασπρόπυργο, τα Άνω Λιόσια, το Ζεφύρι, το Μενίδι, τον Ταύρο και στου Ρέντη, στη δυτική πλευρά της πόλης, καθώς και σε δυτικότερες περιοχές που δεν εμφανίζονται στο χάρτη, όπως η Μάνδρα, η Μαγούλα και τα Μέγαρα.
Στην ανατολική περιφέρεια ο τύπος αυτός έχει έντονη παρουσία στον Μαραθώνα και σε πολλές άλλες περιοχές της Ανατολικής Αττικής, κυρίως στα Μεσόγεια.
Ανάλογοι χάρτες έχουν παραχθεί για το 1991 (Maloutas 1997: 3, Μαλούτας 2000: 46, Sivignon κ.ά. 2003: 131) και το 2001 στο πλαίσιο ειδικού αφιερώματος του Ελεύθερου Τύπου για την Αθήνα (17 Ιουνίου 2007).
* 1. Διευθυντικά στελέχη, 2. Επαγγελματίες, 3. Τεχνολόγοι και ασκούντες συναφή επαγγέλματα, 4. Υπάλληλοι γραφείου, 5. Απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές, 6. Ειδικευμένοι γεωργοί, κτηνοτρόφοι, δασοκόμοι και αλιείς, 7. Τεχνίτες και ασκούντες συναφή επαγγέλματα, 8. Χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και εξοπλισμού και συναρμολογητές (μονταδόροι), 9. Ανειδίκευτοι εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Από τον πίνακα 5.1.4 προκύπτει ότι στους επτά κοινωνικούς τύπους περιοχής κατοικίας η σύνθεση αλλάζει βαθμιαία από τον πρώτο μέχρι τον έβδομο τύπο, όπου υπερεκπροσωπούνται αντίστοιχα οι υψηλότερες και οι χαμηλότερες κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες. Η σταδιακή αυτή αλλαγή φαίνεται καθαρά στο γράφημα 1, όπου οι κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες έχουν συμπτυχθεί σε τρεις: υψηλές (διευθυντικά στελέχη και επαγγελματίες), ενδιάμεσες και εργατικές –όπου η πρώτη περιλαμβάνει τις κατηγορίες 1 και 2, η δεύτερη τις 3, 4 και 5 και η τρίτη τις 6 έως και 9 του πίνακα 5.1.4.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Τα διευθυντικά στελέχη και οι επαγγελματίες υπερτερούν απόλυτα μόνο στον πρώτο τύπο περιοχής κατοικίας. Στον δεύτερο σχεδόν ισοβαθμούν με τις ενδιάμεσες κατηγορίες, οι οποίες υπερτερούν από το δεύτερο μέχρι και τον πέμπτο τύπο, ενώ οι εργατικές κατηγορίες υπερτερούν στους δύο τελευταίους τύπους. Η μόνη «ανωμαλία» σε αυτή τη σταδιακή διακύμανση των ποσοστών εμφανίζεται στις περιοχές του κέντρου σε κοινωνική ανακατάταξη. Τα διευθυντικά στελέχη και κυρίως οι επαγγελματίες, όπως φαίνεται στον πίνακα 5.1.4, παρουσιάζουν εκεί σημαντικά υψηλότερο ποσοστό από το αναμενόμενο, ενώ οι ενδιάμεσες κατηγορίες σχετικώς χαμηλότερο.
[1] Ως “αναπτυγμένες” χαρακτηρίζονται οι χώρες με Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (Human Development Index, HDI) που τις κατατάσσει στην κατηγορία της “πολύ υψηλής ανθρώπινης ανάπτυξης” (“very high human development”) κατά το έτος της Απογραφής (2011), σύμφωνα με τη σχετική έκθεση του Αναπτυξιακού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών (UNDP). Ο HDI υπολογίζεται με βάση επιμέρους δείκτες που αφορούν το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση, τη μέση και την προσδοκώμενη διάρκεια σχολικής εκπαίδευσης και το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εθνικό προϊόν. Για περισσότερες πληροφορίες: http://www.undp.org/content/undp/en/home/librarypage/ hdr/human_developmentreport2011.html
Μαλούτας, Θ., Σπυρέλλης, Σ. (2019) Ανισότητες και διαχωρισμοί στην Αθήνα: Χάρτες και δεδομένα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ανισότητες-και-διαχωρισμοί-στην-αθήν/ , DOI: 10.17902/20971.92
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Με αφορμή το διεπιστημονικό ερευνητικό πρόγραμμα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου «Προσφυγικές γειτονιές του Πειραιά – Από την ανάδυση στην ανάδειξη της ιστορικής μνήμης» που στόχο είχε να μελετήσει το σύνολο των προσφυγικών συνοικισμών οι οποίοι αναπτύχθηκαν στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά μετά το 1922 και ολοκληρώθηκε πριν μερικούς μήνες παρουσιάζονται συνοπτικά τα ευρήματα σε κοινωνικό και πολεοδομικό επίπεδο.
Η αστική προσφυγική εγκατάσταση στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά είναι μια διαδικασία που διενεργήθηκε σταδιακά και μέχρι σήμερα δεν είχε μελετηθεί διεξοδικά. Το ερευνητικό πρόγραμμα προσπάθησε να μελετήσει την εγκατάσταση αξιοποιώντας ιστορικά τεκμήρια, αταξινόμητα αρχεία, εφημερίδες της εποχής αλλά και προφορικές μαρτυρίες. Ταυτόχρονα συγκεντρώθηκαν από υπηρεσίες και εμπλεκόμενους φορείς μεγάλος αριθμός τοπογραφικών διαγραμμάτων και αποσπασμάτων χαρτών τα οποία, μετά την ψηφιοποίηση και ομοιογενοποίησή τους, τοποθετήθηκαν σε ενιαίο υπόβαθρο δίνοντας τη δυνατότητα της πληρέστερης εποπτείας και κατανόησης της αστικής γεωγραφίας της εγκατάστασης.
Όλα τα παραπάνω έδωσαν τη δυνατότητα μιας νέας αφήγησης της ιστορίας της αστικής προσφυγικής εγκατάστασης στον Πειραιά καθώς και του εντοπισμού και ανάδειξης σημείων ενδιαφέροντος απο πολεοδομικής και ιστορικής πλευράς. Το συγκεντρωμένο υλικό μετά από περαιτέρω επεξεργασία και εμβάθυνση της διαδικασίας οικιστικής εξέλιξης θα αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία του προσφυγικού άτλαντα της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά.
Τα πέτρινα διώροφα στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, τα Γερμανικά στη Κοκκινιά, ο συνοικισμός του Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι, οι εργατικές πολυκατοικίες στη Δραπετσώνα αποτελούν όψεις της κοινωνικής κατοικίας, της προσφυγικής και εργατικής αποκατάστασης που επιλέχθηκε για να επιλυθεί το οικιστικό ζήτημα από τη Μικρασιατική καταστροφή έως το τέλος της δικτατορίας του 1967. Διαφορετικές μορφές εγκατάστασης που υλοποιήθηκαν από διαφορετικούς φορείς, διαφορετικά οικιστικά σχέδια που επιχείρησαν να συνδυάσουν τις ανάγκες κάθε εποχής και τις δυνατότητες κάθε περιοχής αποτυπώνονται στα παραπάνω οικιστικά μοντέλα. Περιορισμένες έρευνες, αποσπασματικές μελέτες, ανεξερεύνητα και αταξινόμητα αρχεία βρίσκονται πίσω από τις μεμονωμένες ιστορίες προσφυγικής και εργατικής αποκατάστασης. Οι ιστορίες των γειτονιών του Πειραιά, η ιστορία της κοινωνικής κατοικίας και της στεγαστικής πολιτικής του σύγχρονου ελληνικού Κράτους για περισσότερα από 50 χρόνια παραμένουν ανεξερεύνητα πεδία για τους ιστορικούς, τους κοινωνικούς επιστήμονες και τους πολεοδόμους.
Στόχος του ερευνητικού προγράμματος «Προσφυγικές γειτονιές του Πειραιά – Από την ανάδυση στην ανάδειξη της ιστορικής μνήμης» [1] που υλοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και τη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου με την χρηματοδότηση της Περιφέρειας Αττικής από τον Ιανουάριο του 2017 έως τον Απρίλιο του 2018 ήταν να αναπτυχθεί ένα πλαίσιο συντονισμένων δράσεων και ενεργειών εντός του οποίου επιμέρους έργα επιδίωκαν την ανάδυση της ιστορικής μνήμης του τόπου και των κατοίκων. Η μαζική έλευση νέου πληθυσμού σε μία περιοχή, οι όροι στέγασης και υποδοχής, το πλέγμα των σχέσεων με την κεντρική εξουσία, με τις τοπικές αρχές αλλά και με τους ήδη εγκατεστημένους, «παλαιούς» κατοίκους επέφεραν μια σειρά από επιπτώσεις για τις οποίες αναζητήθηκαν ad hoc και κατόπιν σταδιακά λύσεις ή παρέμειναν ως χρονίζοντα ανοικτά ζητήματα·
Η στεγαστική πολιτική του σύγχρονου ελληνικού Κράτους επιχείρησε να ανταποκριθεί στις ανάγκες του αστικού πληθυσμού που συνεχώς αυξανόταν και χρειαζόταν τη στήριξη και την ενίσχυση της Πολιτείας (Γκιζελή 1984: 135-137, League of Nations 1924-1930). Οι προσφυγικοί πληθυσμοί της Μικρασιατικής καταστροφής, οι εσωτερικοί μετανάστες και οι «βομβόπληκτοι» του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποτέλεσαν τις «ευπαθείς» κοινωνικές ομάδες που χρειάστηκαν την κρατική μέριμνα και τη συμβολή των αρμόδιων υπουργείων για την εξασφάλιση στέγης. Σταδιακά, τμήμα των προσφύγων του μικρασιατικού μετώπου εγκαταστάθηκε στους συνοικισμούς που δημιουργήθηκαν από το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων, την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων και το Υπουργείο Περιθάλψεως (μετέπειτα Υπ. Πρόνοιας) στις παρυφές του Πειραιά, σε ακατοίκητες και απομονωμένες περιοχές μακριά από τους υπάρχοντες οικιστικούς ιστούς. Την ίδια στιγμή, πρόσφυγες διέμεναν σε αυτοσχέδιες παράγκες και παραπήγματα που δημιούργησαν οι ίδιοι, σε εκτάσεις που αρχικά καταπάτησαν και στη συνέχεια απαλλοτρίωσε το Κράτος και στεγάστηκαν προσωρινά ή μόνιμα -ανάλογα με το οικιστικό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στη κάθε περιοχή (Λεοντίδου 1989: 205-2013, Καραδήμου-Γερολύμπου 2002: 64).
Παράλληλα με τους πρόσφυγες στον Πειραιά προστέθηκε μεγάλος αριθμός ανθρώπων που έφταναν από την ύπαιθρο αναζητώντας εργασία. Τμήμα αυτού του πληθυσμού ακολούθησε τον ίδιο τρόπο εγκατάστασης με τους πρόσφυγες στις περιοχές όπου βρήκε δουλειά. Στη βιομηχανική ζώνη του Πειραιά πλάι στα παραπήγματα των προσφύγων προστέθηκαν αυτά των εργατών-εσωτερικών μεταναστών. Κοινές πορείες και κοινά προβλήματα ένωσαν τους ανθρώπους αυτούς ανεξάρτητα από το τόπο καταγωγής τους και τις αιτίες που τους οδήγησαν στην εγκατάσταση στους συνοικισμούς πλάι στα εργοστάσια του Πειραιά. Οι βόμβες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου -συμμαχικές και εχθρικές- ισοπέδωσαν τα σπίτια τους, αφήνοντάς τους άστεγους για δεύτερη φορά. Η μεταπολεμική προσπάθεια αστικής ανασυγκρότησης του ελληνικού Κράτους επιχείρησε να επιλύσει τόσο τα χρόνια προβλήματα αστικής αποκατάστασης των προσφυγικών και μη πληθυσμών όσο και αυτά που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αστικής αποκατάστασης ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 για να ολοκληρωθεί τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια αλλάζοντας τον πολεοδομικό χάρτη της Αθήνας και του Πειραιά.
Η παρούσα έρευνα εστίασε στην αστική ανάπτυξη του Πειραιά ξεκινώντας από το πρώτο διάστημα μετά την εγκατάσταση των προσφύγων. Μελετάται το «είδος» και ο τρόπος της εγκατάστασης, η ύπαρξη ή μη μέριμνας και βοήθειας από τους αρμόδιους φορείς ενώ το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην αστική εξέλιξη των προσφυγικών συνοικισμών από τα πρώτα αυτοσχέδια παραπήγματα έως την υλοποίηση του κρατικού σχεδίου αστικής αποκατάστασης στα τέλη της δεκαετίας του 1960 (Χάρτης 1). Η έρευνα αναπτύχθηκε παράλληλα σε 3 επίπεδα δράσεων.
Πηγή: ΕΙΕ-ΕΜΠ, 2018
Στόχος ήταν ο εντοπισμός και η καταγραφή αρχειακού υλικού που συνδέεται με την προσφυγική εγκατάσταση από τον Σεπτέμβριο του 1922 έως το 1974. Αρχειακό υλικό αναζητήθηκε στους Δήμους Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη, Κερατσινίου- Δραπετσώνας, Πειραιά, Κορυδαλλού και Περάματος.
Σε όλους τους Δήμους σώζονται ταξινομημένα και σε πολύ καλή κατάσταση το σύνολο των ληξιαρχικών βιβλίων αρχικά των Κοινοτήτων και στη συνέχεια των Δήμων από την χρονολογία ίδρυσης τους έως σήμερα. Στο Γραφείο του Δημοτολογίου, σώζονται επίσης τα βιβλία των Κοινοτήτων και Δήμων από την χρονολογία ίδρυσης τους έως σήμερα και το σύνολο των Μητρώου Αρρένων κάθε Δήμου. Το σύνολο των στοιχείων που περιέχουν τα κατάστιχα του Ληξιαρχείου, του Δημοτολογίου και του Μητρώου Αρρένων έχουν περαστεί σε ειδικό ηλεκτρονικό πρόγραμμα μηχανογράφησης για τις ανάγκες των υπηρεσιών του Δήμου.
Στους Δήμους Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη και Κερατσινίου-Δραπετσώνας εντοπίστηκαν αποσπασματικά κατάστιχα πρακτικών και αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου Νέας Κοκκινιάς -μετέπειτα Δήμου Νίκαιας-, της Δημαρχιακής Επιτροπής και της Διοικούσας Επιτροπής, από το 1934 έως το 1974 και του Δήμου Αγίου Γεωργίου -μετέπειτα Δήμου Κερατσινίου- από το 1934 έως το 1974 αντίστοιχα. Περιέχουν πληροφορίες για την διοικητική συγκρότηση του Δήμου, τις οικονομικές του λειτουργίες και την καθημερινότητα των ανθρώπων τις περιοχής, τη συνεχή προσπάθεια οικιστικής και επαγγελματικής αποκατάστασης των προσφύγων κατοίκων. Το αρχειακό αυτό υλικό μέχρι σήμερα δεν έχει μελετηθεί διεξοδικά. Στη Δημοτική Ενότητα Δραπετσώνας σώζεται ταξινομημένο και προσβάσιμο το σύνολο του Δημοτικού Αρχείου της περιόδου 1951-1980. Στους Δήμους Περάματος και Κορυδαλλού δεν εντοπίστηκε αρχειακό υλικό της περιόδου που ενδιαφέρει το ερευνητικό έργο. Στο Δήμο Πειραιά το αρχειακό υλικό φυλάσσεται αταξινόμητο στο Ιστορικό Αρχείο, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης σε αυτό.
Στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος έγινε συστηματική προσπάθεια να αποδελτιωθούν κατάλογοι αρχειακών συλλογών και να καταγραφούν οι διαθεσιμότητες που αναφέρονται στην διαμόρφωση των προσφυγικών γειτονιών και στην οργάνωση της καθημερινότητας των προσφύγων. Αρχειακό υλικό αναζητήθηκε και εντοπίστηκε στο Αρχείο της Εγκατάστασης του Κέντρου Μικρασιατικών Ερευνών, στο υπουργείο Εξωτερικών, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας και στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο. Τέλος πραγματοποιήθηκε καταλογογράφηση στο αρχείο των μητρώων δικαιούχων στεγαστικής αποκατάστασης και των κτηματολογίων της Περιφέρειας Αττικής. Στόχος ήταν να ταξινομηθεί ανά δήμο το σύνολο των μητρώων, των κτηματολογικών και εκτιμητικών πινάκων, των κτηματολογίων και των ευρετηρίων που διαθέτει η Διεύθυνση Κοινωνικής Μέριμνας της Περιφέρειας Αττικής. Το υλικό αποτελείται περίπου από 150 βιβλιοδετημένους τόμους κτηματολογικών καταλόγων και μητρώων και δεκάδες κτηματολογικούς και εκτιμητικούς πίνακες, όπου καταγράφονται το σύνολο των προσφυγικών οικοπέδων και κατοικιών που παραχωρήθηκαν σε πρόσφυγες δικαιούχους από το 1923 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980 κυρίως. Το υλικό αυτό περιέχει πολλαπλά χρήσιμα ιστορικά και πολεοδομικά στοιχεία και τεκμήρια, άγνωστα μέχρι σήμερα στην έρευνα.
Στόχο αποτέλεσε η γνωριμία των συμμετεχόντων με την Τοπική Ιστορία της περιοχής τους, καθώς και η συγκρότηση ομάδων προφορικής ιστορίας από τους ενδιαφερόμενους πολίτες. Αντικείμενο των εισαγωγικών εβδομαδιαίων σεμιναρίων που διεξήχθησαν ήταν η εξέταση των ιστορικών καταβολών, της θεωρίας και της μεθοδολογίας του συγκεκριμένου κλάδου της ιστορικής επιστήμης, όπως και η εστίαση στην προσφυγική ιστορία της κάθε περιοχής και την ανάπτυξη του αστικού ιστού. Με την ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου, συγκροτήθηκαν ομάδες, τα μέλη των οποίων επέλεξαν θεματικές και προχώρησαν στη διενέργεια προφορικών συνεντεύξεων και στη συγκέντρωση σχετικού συνοδευτικού υλικού από τους πληροφορητές τους.
Στόχος ήταν η δημιουργία ενός οπτικοακουστικού αρχείου προφορικών μαρτυριών, το οποίο παραχωρήθηκε στις δημοτικές βιβλιοθήκες. Βασική επιδίωξη ήταν η εμπλοκή του τοπικού πληθυσμού σε αυτήν την διαδικασία: η δημιουργία ενός ζωντανού και ανοιχτού αρχείου σχετικού με την προσφυγική ιστορία και ενός σημαντικού ερευνητικού εργαλείου που μπορεί να αποκαλύψει πτυχές της προσφυγικής εγκατάστασης και ζωής.
Η αλλαγή που συντελέστηκε με την προσφυγική εγκατάσταση τεκμηριώνεται και από τη χαρτογραφική αποτύπωση της περιόδου. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, πραγματοποιήθηκε αναζήτηση και συλλογή χαρτογραφικού υλικού σε μια σειρά από υπηρεσίες, όπως στο τμήμα χαρτών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, στη συλλογή διαγραμμάτων και χαρτών της Περιφέρειας Αττικής και στις τεχνικές υπηρεσίες και τις υπηρεσίες δόμησης των δήμων της σημερινής περιφέρειας Πειραιά.
Για κάθε προσφυγικό οικισμό δημιουργήθηκε ξεχωριστή καρτέλα/ταυτότητα οικισμού, με στόχο να αποτελέσει την συνοπτική ταυτότητά του που περιλαμβάνει πληροφορίες για τη συγκρότηση και την εξέλιξη του κάθε οικισμού, καθώς και τα πληθυσμιακά και κοινωνικό-οικονομικά δεδομένα του. Το υλικό αποτελείται από αρχειακά τεκμήρια, δευτερογενείς πηγές, απογραφικά δεδομένα, χαρτογραφικές αποτυπώσεις, φωτογραφίες, αλλά και μαρτυρίες των κατοίκων.
Το υλικό που συγκεντρώθηκε προέρχεται από διαφορετικές πηγές και είναι κατά περίπτωση σε διαφορετική μορφή. Η ψηφιοποίηση είχε σκοπό την δημιουργία ενιαίας και διαχειρίσιμης μορφής του. Οι πρωτότυποι χάρτες και τα τοπογραφικά διαγράμματα περάστηκαν σε ηλεκτρονικά αρχεία και επανασχεδιάστηκαν από την αρχή ψηφιακά κομμάτι κομμάτι (Χάρτες 2-4). Αυτό επέτρεψε να επέμβουμε στην κλίμακά τους, τη λεπτομέρεια της πληροφορίας που παρέχουν, να τους συγκρίνουμε μεταξύ τους αλλά και με την εικόνα της πόλης μια δεδομένη στιγμή. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε μια ενιαία βάση δεδομένων με ομοιόμορφα χαρακτηριστικά, αποτελούμενη από τα επιμέρους χαρτογραφικά ευρήματα, διευκολύνοντας τη συνολική αναπαράσταση και ανάγνωση του πολεοδομικού ιστού.
Πηγή: ΕΙΕ-ΕΜΠ, 2018
Πηγή: ΕΙΕ-ΕΜΠ, 2018
Πηγή: ΕΙΕ-ΕΜΠ, 2018
Η κατηγοριοποίηση των κτιριακών εγκαταστάσεων σύμφωνα με την πολιτική που ακολουθήθηκε στο θέμα της στέγασης μπορεί να διακριθεί σε 4 περιπτώσεις (Γκιζελή 1984, 142-143):
1) Εγκατάσταση σε οικήματα που κατασκεύασε το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων και το Υπουργείο Περιθάλψεως
2) Μακροχρόνια φιλοξενία σε επιταγμένα ακίνητα
3) Αυτοστέγαση χωρίς κρατική παρέμβαση
4) Αυτοστέγαση με κρατική βοήθεια
Η κατηγοριοποίηση των κτιριακών εγκαταστάσεων σύμφωνα με τον τύπο των κτισμάτων και τον τρόπο υλοποίησής τους διακρίνει, με τη σειρά της, πέντε κατηγορίες οικημάτων. Η πρώτη είναι αυτή που απαντάται στη Δραπετσώνα όπου κυριαρχούν τα πρόχειρα αυτοσχέδια παραπήγματα. Η δεύτερη είναι αυτή που επικράτησε στην Κοκκινιά, τα ξύλινα, ευτελούς ποιότητας, οικήματα που παραχωρήθηκαν από το κράτος. Στην τρίτη κατηγορία εντάσσονται οι πολυκατοικίες που ανεγείρονταν με κρατική μέριμνα. Συγκρότημα αυτού του είδους είναι το συγκρότημα του Αγίου Διονυσίου στη Δραπετσώνα ή των Αγίων Αναργύρων στην Παλαιά Κοκκινιά, όπου διακρίνονται και γωνιακές διατάξεις πολυκατοικιών που αφήνουν μεγάλους κεντρικούς χώρους. Η τέταρτη κατηγορία είναι τα αυθαίρετα παραπήγματα από ευτελή υλικά όπου είτε απαντώνται στα οικοδομικά τετράγωνα των συγκροτημάτων τριώροφων πολυκατοικιών, όπου υπάρχει κενό, είτε στα κενά των πόλεων και σε χώρους που δεν υπάγονται στα σχέδια πόλεων. Η πέμπτη κατηγορία είναι η κατασκευή, από την Ε.Α.Π. και το Κράτος, μονώροφων και διώροφων οικημάτων, απλών ή δίδυμων σπιτιών, όπως στη Νέα Κοκκινιά. Υπάρχει τέλος και η περίπτωση κατά την οποία οι κατοικίες χτίστηκαν από τους πρόσφυγες σε οικόπεδα που τους παραχωρήθηκαν. Αυτό παρατηρείται ενδεικτικά στην Κοκκινιά και στο Κερατσίνι.
Στα πλαίσια της αποτύπωσης των πολεοδομικών χαρακτηριστικών της προσφυγικής εγκατάστασης, η ομάδα εργασίας προχώρησε σε αποτύπωση ενδεικτικών τύπων κτιρίων (Χάρτης 5).
Πηγή: ΕΙΕ-ΕΜΠ, 2018
Το τελικό προϊόν, που αφορά το χαρτογραφικό κομμάτι της ιστορικής εξέλιξης της προσφυγικής εγκατάστασης, συγκροτήθηκε σε ένα ψηφιακό διαδραστικό άτλαντα. Τα επιμέρους τμήματα των χαρτών συγκεντρώνονται και ομαδοποιούνται ανά χρονική ενότητα. Στη συνέχεια τοποθετούνται και αντιστοιχίζονται στο υπόβαθρο της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά, αποτυπώνοντας με αυτό τον τρόπο τη δημιουργία μικρών πυρήνων αλλά και του συνολικότερου γαλαξία προσφυγικών οικισμών ή εγκαταστάσεων που συναντώνται στον τότε Πειραιά. Με το πέρασμα από μια χρονολογική ενότητα σε μια άλλη, είναι δυνατή η αναπαράσταση και η κατανόηση της εξέλιξης του πολεοδομικού ιστού και της εξάπλωσης των εκάστοτε πυρήνων, καθώς και η ενσωμάτωσή τους στην πόλη.
Η αντιστοίχηση της επί μέρους χαρτογραφικής πληροφορίας, σε ένα συνολικότερο και μεγαλύτερο υπόβαθρο είναι μια χρονοβόρα διαδικασία καθώς η πληροφορία που παρέχεται κατά περίπτωση, σπάνια μπορεί να βρει άμεση αντιστοιχία στα σημερινά, πολύ πιο εξελιγμένα χαρτογραφικά υπόβαθρα. Το ψηφιακό αυτό εργαλείο αναπαράστασης της γέννησης των οικισμών ανά περιόδους, αισιοδοξεί να αποτελέσει μέσο το οποίο θα δώσει τη δυνατότητα της βαθιάς κατανόησης των μηχανισμών της πόλης, που οδηγούν στην επέκτασή της και την ενσωμάτωση των νέων αυτών περιοχών.
Το σύνολο της πληροφορίας που έχει αντληθεί και καταγραφεί στη διάρκεια του ερευνητικού πρόκειται να αντιστοιχηθεί και να είναι διαθέσιμο σε ένα διαδραστικό περιβάλλον, ανοιχτό και προσβάσιμο από το κοινό και την ερευνητική κοινότητα. Σημειώνεται πως η ανάπτυξη αυτή του ψηφιακού χάρτη είναι δυναμική και το χρονολόγιο πάνω στο οποίο θα μπορέσει να επεκταθεί αυτή η δράση φιλοδοξούμε στο μέλλον να καλύψει το σύνολο της περιόδου εξέλιξης της πόλης, από τη γέννησή της, μέχρι και σήμερα.
Το ερευνητικό πρόγραμμα «Προσφυγικές γειτονιές του Πειραιά – Από την ανάδυση στην ανάδειξη της ιστορικής μνήμης» επιχείρησε για πρώτη φορά να προσεγγίσει το θέμα της δημιουργίας των προσφυγικών συνοικισμών της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά ιστορικά και πολεοδομικά, συνδυάζοντας μεθοδολογικά εργαλεία και ερευνητικές προσεγγίσεις δύο διαφορετικών επιστημών. Ιστορικοί και αρχιτέκτονες-πολεοδόμοι δούλεψαν συστηματικά μαζί σε μια προσπάθεια να καταγράψουν και να τεκμηριώσουν από κοινού την εξέλιξη της προσφυγικής εγκατάστασης. Κατά τη διάρκεια της έρευνας εντοπίστηκαν ποικίλες αρχειακές διαθεσιμότητες και συνδυάστηκαν για τη συγκρότηση του άτλαντα. Πολεοδομικά σχέδια συνδυάστηκαν με δημοτικές αποφάσεις αλλά και προφορικές μαρτυρίες για να μπορέσουμε να ορίσουμε με σαφήνεια τα όρια των προσφυγικών γειτονιών αλλά και τις ιστορίες των ανθρώπων που κατοίκησαν σε αυτές. Ο τύπος της εποχής και άλλες πηγές λειτούργησαν συμπληρωματικά στην έρευνα.
Για πρώτη φορά μελετήθηκε αρχειακό και χαρτογραφικό υλικό από το αρχείο των μητρώων δικαιούχων στεγαστικής αποκατάστασης και των κτηματολογίων της Περιφέρειας Αττικής. Πέρα από την εικόνα της αποκατάστασης -δηλαδή το ίδιο το ακίνητο, το κόστος του και άλλου τέτοιου τύπου στοιχεία- μέσα στο αρχείο υπάρχει ο ατομικός φάκελος του κάθε δικαιούχου στεγαστικής αποκατάστασης πρόσφυγα και μας δίνεται η δυνατότητα να παρακολουθήσουμε τον γραφειοκρατικό μηχανισμό που λειτουργούσε από τη στιγμή της αίτησης για στεγαστική αποκατάσταση μέχρι και τη στιγμή της έκδοσης του οριστικού παραχωρητηρίου.
Τόσο η εικόνα της προσφυγικής οικογένειας όσο και ο γραφειοκρατικός μηχανισμός αποτελούν δύο πεδία που ιστοριογραφικά τουλάχιστον δεν έχουν μελετηθεί μέχρι στιγμής. Η μέχρι τώρα έρευνα έχει αναδείξει την συνθετότητα και την πολυπλοκότητα της προσφυγικής εγκατάστασης, τους διαφορετικούς τύπους εγκατάστασης αλλά και τους διαφορετικούς ρυθμούς εξέλιξης των προγραμμάτων ανά περιοχή καθώς και τη διαρκή μετακίνηση των προσφυγικών πληθυσμών στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν σπίτι. Η πολυπλοκότητα του γραφειοκρατικού μηχανισμού και ο χρόνος που απαιτούνταν για να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες στεγαστικής αποκατάστασης αποτελούν δυο επίπεδα στα οποία η έρευνα επιχειρεί να εστιάσει. Η συγκρότηση ομάδων προφορικής ιστορίας αποτελεί μια προσπάθεια να δοθεί φωνή στους ανθρώπους που έζησαν την προσφυγιά και αγωνίστηκαν για να ξανακερδίσουν τις ζωές και τις πατρίδες τους. Άλλωστε η προσφυγική ιστορία του Πειραιά δεν είναι μια ομοιόμορφη ιστορία, άλλα έχει πολλές διαφοροποιήσεις που αποτυπώνονται στο τύπο ή στο χρόνο της εγκατάστασης και συνδέονται άμεσα με τα κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά των προσφύγων.
[1] Ερευνητικό πρόγραμμα ΕΙΕ-ΕΜΠ «Προσφυγικές γειτονιές του Πειραιά – Από την ανάδυση στην ανάδειξη της ιστορικής μνήμης» (2018). Επιστημονικοί υπεύθυνοι: Δημήτρης Δημητρόπουλος (Διευθυντής Ερευνών ΙΙΕ/ΕΙΕ, Νίκος Μπελαβίλας (Αναπληρωτής Καθηγητής ΕΜΠ). Συντονίστρια: Ελένη Κυραμαργιού (Δρ. Ιστορικός, Συνεργάτης ΙΙΕ/ΕΙΕ). Ερευνητές/τριες: Μάνος Αυγερίδης (Ιστορικός, ΥΔ ΕΚΠΑ), Άννα Λάμπρου (MSc Αρχιτέκτων-Πολεοδόμο, ΥΔ ΕΜΠ), Αλεξάνδρα Μούργου (MSc Αρχιτέκτων-Πολεοδόμο, ΥΔ ΕΜΠ), Πολίνα Πρέντου (MSc Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος ΕΜΠ, ΥΔ ΕΜΠ), Λεονάρδος Στρυφούνιας-Πολέμης (Γεωγράφος), Κατερίνα Χριστοφοράκη (MSc Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος ΕΜΠ, ΥΔ ΕΜΠ), Χρήστος Χρυσανθόπουλος (Ιστορικός, συνεργάτης ΙΙΕ/ΕΙΕ). Αναλυτικά στοιχεία για τις δράσεις του ερευνητικού προγράμματος βρίσκονται στην ιστοσελίδα του έργου: http://prosfigikospireas.blogspot.com/p/blog-page.html (τελευταία ενημέρωση: 7.6.2019).
Κυραμαργιού, Ε., Πρέντου, Π., Χριστοφοράκη, Κ. (2019) Κοινωνικός και χωρικός άτλαντας του Προσφυγικού Πειραιά, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κοινωνικός-και-χωρικός-άτλαντας-του-π/ , DOI: 10.17902/20971.91
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το αντικείμενο σχολιασμού του παρόντος λήμματος είναι ο κοινωνικός χαρακτήρας του σχεδιασμού στην Αθήνα του 1833, το λεγόμενο ‘σχέδιο Κλεάνθους-Schaubert’. H κοινωνική διερεύνηση καλύπτει δύο πλευρές: τόσο τους συντάκτες του σχεδίου όσο και το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς. Ως προς τους συντάκτες, διατυπώνεται ένας αντίλογος σε σχέση με την επικρατούσα θεώρηση της εργασίας τους μέσα από στερεότυπα γεωμετρικά σχήματα τα οποία, επιβαλλόμενα στο χαρτί, δικαιολογούν τις σχεδιαστικές τους επιλογές (κυκλική ερμηνεία). Αντίθετα, υποστηρίζεται ότι η εργασία πεδίου που προηγήθηκε για την αποτύπωση της υπάρχουσας κατάστασης στην πόλη ‘αποκάλυψε’ σε αυτούς, μέσω των μηνυμάτων που μετέφεραν τα ίδια τα στοιχεία του κτισμένου χώρου, σημαντικές διαστάσεις του σχεδιασμού που έπρεπε να υπηρετήσουν. Ταυτόχρονα, οι εμπειρίες και τα βιώματα τόσο από την εκπαίδευση που απέκτησαν στο Βερολίνο όσο και από το γόνιμο ταξίδι τους στη Ρώμη, θεωρείται ότι συνέβαλαν στην ενίσχυση της κοινωνικής διάστασης της σχεδιαστικής τους πρότασης. Ως προς τη δεύτερη ενότητα, το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς, η αντίστιξη ανάμεσα σε αντιθετικές έννοιες όπως, κοινότητας και κοινωνίας, παράδοσης και σύγχρονης ζωής, δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, υποστηρίζεται εδώ ότι υποδεικνύει τις πραγματικές αιτίες αντίδρασης στο σχέδιο που οδήγησαν στο διάδοχο σχέδιο του Leo von Klenze. Η επίκληση των θιγόμενων συμφερόντων ιδιοκτητών (αστικής) γης δεν είχε την πρωτεύουσα θέση που της αποδίδεται. Σε μια πόλη όπου ο θεσμός της Δημογεροντίας συνέχιζε, τo 1833, να είναι σε ισχύ, όπου οι αντιλήψεις για την οργάνωση του καθημερινού τρόπου ζωής είχαν ριζώσει σε βάθος πολλών χρόνων, η υπέρβαση αυτών των αντιθέσεων δεν συνιστούσε μια αυτόματη διαδικασία. Για τον ίδιο λόγο, πιθανότατα, το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 ενσωμάτωνε, πέρα από τις σαφείς πολιτικές, και παρόμοιες κοινωνικές διαστάσεις.
Οι παλαιότερες προσεγγίσεις του πρώτου σχεδίου της Αθήνας διακατέχονταν από ρομαντικό, φιλολογικό χαρακτήρα ή είχαν συνταχθεί στα πλαίσια μιας περιηγητικής χρονογραφίας – οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες ( Σουρμελής 1862, Φιλαδελφεύς 1902, Μπίρης 1933, Καρούζου 1934, Johannes και Μπίρης 1939). Οι πρώτες συστηματικές αναφορές τοποθετούνται στην μετά τα μέσα του 20ου αιώνα περίοδο. Tα σχετικά κείμενα είναι: P. Lavedan (1952), Ι. Τραυλός (1960), Κ. Μπίρης (1966), Αθήνα-Ευρωπαϊκή Υπόθεση (1985), T.Hall (1997), E.Bastea (2000), Αλ. Παπαγεωργίου-Βενετάς (1999, 2001), D.Karidis (2014), Υ. Tsiomis (2017). Ωστόσο, και σε αυτήν την κατηγορία προσεγγίσεων, η πλειονότητα των ιστοριογραφικών αναλύσεων κινείται στο δυσδιάκριτο όριο ανάμεσα στην ιστορία της αρχιτεκτονικής και την ιστορία της πόλης – ο ‘εγκυκλοπαιδισμός’ πρυτανεύει: τα πρόσωπα και οι χρονολογίες κυριαρχούν στο τοπίο της ανάλυσης και , έτσι, το modus operandi του σχεδίου απουσιάζει. Την ίδια στιγμή, το ίδιο το σχέδιο, απλώς περιγραφόμενο, αφήνεται να εννοηθεί ότι παρακολουθεί σχεδιαστικά στερεότυπα της εποχής του, μονότονα επαναλαμβανόμενα από τη μία δημοσίευση στην άλλη, ως αυτονόητα και παντοδύναμα εργαλεία σύνθεσης. Ίσως το πιο εντυπωσιακό είναι η ατροφική διάσταση της κοινωνικής ανάλυσης, κυρίως όσον αφορά την στενή οπτική μέσα από την οποία αναλύονται οι αντιδράσεις στην εφαρμογή εκείνου του σχεδίου.
Παρά τις επί μέρους διαφοροποιήσεις, οι προηγούμενες πηγές, στην πλειοψηφία τους, δείχνουν να συγκλίνουν στην έμφαση στα γεωμετρικά χαρακτηριστικά της πολεοδομικής σύνθεσης. Η ‘γεωμετρία’ της σύνθεσης, κατά κανόνα, αναδύεται μέσα από δύο ευδιάκριτα σχήματα (Εικόνα 1) – ένα ‘σχεδόν’ ισοσκελές, ‘σχεδόν’ ορθογώνιο τρίγωνο και ένα ‘σχεδόν’ τετράγωνο σχήμα (Αθήνα, Ευρωπαϊκή Υπόθεση : 93, Παπαγεωργίου-Βενετάς 2001: 67, Tsiomis 2017: 158). Ίσως όμως η ίδια αυτή ‘γεωμετρία’ μπορεί να διαβαστεί από άλλη οπτική, και να αποκαλύψει διαφορετικές συνιστώσες του σχεδίου.
Ας θεωρήσουμε άξονες και όχι γεωμετρικά σχήματα τα πρωτουργά στοιχεία του σχεδιασμού. Δύο άξονες φαίνεται να εγγράφονται στην υπάρχουσα κατάσταση της προεπαναστατικής Αθήνας, (όσον αφορά την οικονομική ζωή και τις κοινωνικές συμβάσεις διαχείρισης του χώρου), την οποία αποτύπωσαν οι Κλεάνθης και Schaubert, πριν υποβάλλουν την πρότασή τους. Οι άξονες αυτοί αντιστοιχούν σε σημαντικές πύλες εισόδου στην πόλη από τον Μοριά, από την Ελευσίνα και τη Θήβα και από τα Μεσόγεια. Στη διασταύρωσή τους, οι ίδιοι άξονες συμπύκνωναν ένα σημαντικό τμήμα της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής στην Αθήνα της όψιμης τουρκοκρατίας – την περιοχή του παζαριού. Ο κάθε άξονας οριζόταν από δύο τοπόσημα, επιλεγμένα ισότιμα από την αρχαιότητα και τους μεσαιωνικούς χρόνους.
Ο άξονας βορρά-νότου (οδός Αιόλου) συνδέει το Ερέχθειο με το Ωρολόγιον του Κηρρύστου (Εικόνα 2). Ο άξονας ανατολή-δύση (οδός Ερμού) συνδέει την Καπνικαρέα με την εκκλησία των Αγίων Ασωμάτων. Η συγκεκριμένη επιλογή του άξονα βορρά-νότου εξηγεί και τον προσανατολισμό του σχεδίου ως προς την Ακρόπολη (απόκλιση από τον αστρονομικό βορρά κατά, περίπου, 15ο). H απόκλιση αυτή έμενε ασχολίαστη στις ως τώρα αναλύσεις, ή εθεωρείτο ως συνέπεια διορθώσεων άλλων χαράξεων (Tsiomis 2017: 154). Ο άλλος άξονας, ανατολής-δύσης, σχεδιάστηκε έτσι ώστε να αποκλίνει λίγο από την ορθή γωνία στη συνάντησή του με τον προηγούμενο άξονα Β-Ν. Και αυτή η απόκλιση παρέμενε ασχολίαστη (Karidis, 107). H σχεδιαστική αυτή χειρονομία σχετίζεται με αντίστοιχες διαμορφώσεις του χώρου γύρω από τις δύο εκκλησίες, με βάση τις αρχές σχεδιασμού του ρομαντικού κλασικισμού και όχι μιας άκαμπτης μπαρόκ συμμετρίας (Εικόνα 3).
Στις υφιστάμενες αναλύσεις, τον πρωτεύοντα ρόλο του από βορρά προς νότον άξονα αναλάμβανε η οδός Αθηνάς, και όχι η οδός Αιόλου, όπως αναφέρθηκε. Αυτό γινόταν μάλλον γιατί η οπτική ’εγκλωβιζόταν’ στη λογική αναζήτησης της διχοτόμου της γωνίας κορυφής του τριγώνου για το οποίο κάναμε λόγο προηγουμένως. Επίσης, ένα από τα τοπόσημα που όριζαν την οδό Αθηνάς ήσαν τα Προπύλαια – επιλογή αυτόχρημα ατυχής [1].
Μια δεύτερη προσεκτική ανάγνωση της γεωμετρικής σύνθεσης στρέφει την προσοχή στην απόσταση που ορίζεται ανάμεσα στην οδό Αιόλου και την οδό Αθηνάς: αυτή δεν είναι άλλη από το μήκος της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, ενός κτίσματος της αρχαιότητας το οποίο, όπως και το Ωρολόγιον του Κυρρήστου, είχε τύχει ευρείας προβολής στις δημοσιεύσεις των παλαιών περιηγητικών κειμένων [2]. Δεν είναι σύμπτωση ότι η επιφάνεια της Βιβλιοθήκης του Αδριανού αντιστοιχεί στην επιφάνεια της συντριπτικής πλειοψηφίας των οικοδομικών τετραγώνων που εμφανίζονται στο πρώτο σχέδιο της Αθήνας . Δεδομένου ότι στο σχέδιο μιας πόλης το μέγεθος των οικοδομικών τετραγώνων είναι ίδιας σημασίας με τις σχεδιαστικές χειρονομίες που πλαισιώνουν την πολεοδομική σύνθεση, γίνεται αντιληπτή η σημασία αυτής της διαπίστωσης. Και μια πρόσθετη παρατήρηση: η θέση του δεύτερου παράλληλου προς την οδό Αθηνάς άξονα, προς τα δυτικά (που τελικά δεν διανοίχθηκε), σε ίση απόσταση από την οδό αυτή όπως και η οδός Αιόλου, εξηγεί το μήκος που επελέγη για να σχεδιαστεί το ορθογώνιο που αντιστοιχεί στην κάτοψη των Ανακτόρων! [3]
Απομένει η ερμηνεία της επιλογής των συντακτών του σχεδίου για την διέλευση του άξονα της οδού Ερμού μέσω της Καπνικαρέας. Η επιλογή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε για «μυστηριώδεις λόγους» (Tsiomis 2017: 154) [4]. Είναι σκόπιμο να στρέψουμε την προσοχή μας στο ταξίδι που έκαναν οι Κλεάνθης και Schaubert αμέσως μετά το πέρας των σπουδών τους στην Baukademie [5]. Για τους δύο αυτούς αρχιτέκτονες η Ρώμη ήταν ένα ανοιχτό βιβλίο Ιστορίας της Πόλης, το πολύτιμο ερέθισμα ανάγνωσης της Αρχιτεκτονικής της Πόλης, και ο καθοριστικός διαμεσολαβητής ανάμεσα στην εκπαίδευση που είχε προσφέρει ο Karl Friedrich Schinkel και την μετέπειτα επαγγελματική ενασχόλησή τους. Πράγματι, η Ρώμη ήταν η ‘μήτρα’ εμβληματικών αστικών παρεμβάσεων οι οποίες είχαν ενταθεί την εποχή του Πάπα Σίξτου Ε’, στα τέλη του 16ου αιώνα (Gutkind 1969: 166). Νέοι άξονες κίνησης και οβελίσκοι είχαν αρθρώσει δυναμικά τον κτισμένο χώρο και είχαν προσανατολίσει με ασφάλεια τον επισκέπτη προς και γύρω από τα κτίρια/μνημεία, μέσω μιας «σαφώς οργανωμένης διαδοχής από σκοπούμενες αρχιτεκτονικές εντυπώσεις» και όχι «μέσω μιας σειράς από τυφλές θεάσεις σκορπισμένων κατοικιών, εκκλησιών, και ασαφούς τοπίου» (Bacon 1974: 136). Η θέση της Santa Maria Maggiore επάνω στην Strada Felicia, η αποθέωση του μπαρόκ σχεδιασμού (Rasmussen 1969: 50), δεν πρέπει να πέρασε απαρατήρητη.Θα μπορούσε να θεωρηθεί αρχετυπική έκφραση ως προς την μετέπειτα επιλογή της θέσης της Καπνικαρέας επάνω στον άξονα της οδού Ερμού.
Η Ρώμη, ωστόσο, υποδείκνυε και μία δεύτερη πρόκληση ανάγνωσης του αστικού χώρου: το Trivium της Piazza del Popolo. Την εποχή της επίσκεψης στη Ρώμη (1828) είχαν μόλις ολοκληρωθεί εκεί οι παρεμβάσεις του Giuseppe Valadier (Bacon 1974: 155, 157). Οι παρεμβάσεις αυτές περιλάμβαναν ημικυκλικές διατάξεις δεξιά και αριστερά από τον οβελίσκο στο κέντρο της πλατείας, τη σύνδεση της τελευταίας με τους κήπους του Pincio ανατολικά, και την κίνηση δυτικά, προς τον Τίβερη. Ιδού λοιπόν άλλη μία αρχετυπική έκφραση που ανακλήθηκε λίγα χρόνια αργότερα, από τους ίδιους αρχιτέκτονες, για να πλαισιώσει το πρώτο σχέδιο της Αθήνας: το ‘Αθηναϊκό’ Trivium, με τα Ανάκτορα στην κορυφή και τους ακτινικούς άξονες προς το Στάδιο, την Ακρόπολη και τον Πειραιά [6]. Μέσα από αυτό τον συλλογισμό, φαίνεται ότι ήταν μάλλον άστοχη η (εύκολη) αναζήτηση προτύπων στην Καρλσρούη (Tsiomis 2017: 159) ή στις Βερσαλλίες και στην Αγία Πετρούπολη (Παγεωργίου-Βενετάς 1999: 266-267).
Ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος-Ιωσήφ, με αφορμή τις πολεοδομικές παρεμβάσεις στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη των μέσων του 19ου αιώνα, είχε σημειώσει στόχους παρέμβασης: Erweiterung, Regulierung, Verschönerung (Επέκταση, Ρύθμιση, Ωραιοποίηση). Το σχέδιο της Αθήνας του 1833, συμπύκνωνε τις ίδιες αυτές προθέσεις και, από αυτήν την άποψη, οι υφιστάμενες αναλύσεις αυτού του σχεδίου καλύπτουν αυτήν την συγκεκριμένη διάσταση σχεδιασμού. Υπάρχουν, εν τούτοις, περιοχές ανάλυσης που διέλαθαν της προσοχής, ή, που εγκλωβισμένες στη ‘μαγεία της γεωμετρίας’ έχασαν τη ‘μαγεία της ερμηνείας’. Τα σχόλια που ακολουθούν υπερβαίνουν τις προηγούμενες αγκυλώσεις. Η αρχή γίνεται από το τέλος, από την απόρριψη δηλαδή του σχεδίου – λίγο καιρό μετά την αρχική του έγκριση – και την εισαγωγή του διαδόχου σχήματος του Leo von Klenze.
Στη μεγάλη πλειοψηφία των υφιστάμενων αναλύσεων, οι αιτίες απόρριψης του σχεδίου επικεντρώνονται σε συγκρουόμενα κτηματικά συμφέροντα. Οι λίγες συστηματικές αναφορές στην κοινωνική και πολιτική διάσταση του σχεδιασμού επισκιάζονται από ό,τι θεωρείται ως «πολιτισμική παράδοση της σχέσης της νεοελληνικής κοινωνίας με την έγγειο ιδιοκτησία» (Μονιούδη-Γαβαλά 2017: 17).
Η διαδικασία εφαρμογής του πρώτου σχεδίου ήταν αναγκαστικά συσχετισμένη με την υπέρβαση δύο αντιθέσεων – από τη μια ανάμεσα στην ‘κοινότητα’ και την ‘κοινωνία’, που αποδίδουν οι όροι του F.Tönnies Gemeinschaft και Gesellschaft (Bottomore 1972: 39), και από την άλλη ανάμεσα στην ‘παράδοση’ και το ‘σύγχρονο’. Και οι δύο αντιθέσεις ενσωματώνονται στη μετάβαση από την προ-καπιταλιστική περίοδο στη ‘σύγχρονη’ εποχή (Karidis 2014: 245). Το 1833, το σύστημα τοπικής κυβέρνησης από δημογέροντες, το οποίο ήταν σε ισχύ τα χρόνια της τουρκοκρατίας, επιβίωνε ακόμη (Γέροντας 1964: 13). Η διαδοχή από τη βασική μονάδα της μικρής κοινότητας της εκκλησιαστικής ενορίας στην έννοια του ‘ατομικού’, η οποία υπακούει στους κανόνες της κοινωνικής οργάνωσης ενός σύγχρονου κράτους, δεν μπορούσε να γίνει ‘αυτόματα’. Η εγκατάλειψη παλαιότερων, διαμορφωμένων σε βάθος πολλών χρόνων, κοινωνικών και νοητικών συμπεριφορών σήμαινε, ταυτόχρονα, την καταστροφή μιας οργανικής κοινωνικής συνοχής (Εικόνα 4). Ακόμα και με τα αυστηρότερα των διαταγμάτων ενός νέου Δικαίου ήταν χίμαιρα να πιστεύεται ότι μπορούσε να ολοκληρωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα το πέρασμα από τις μεσαιωνικές γειτονιές και την ‘ενότητα στην ποικιλία’ που αυτές ενσωμάτωναν, στο περιβάλλον της πόλης των αρχών του 19ου αιώνα, το οποίο είχε συλληφθεί στη βάση μιας θεατρικής maniera grande. Στο κέλυφος που επρόκειτο να δημιουργηθεί, η άρθρωση του χώρου γινόταν με ένα νέο αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό λεξιλόγιο.
Προκειμένου να εφαρμοστούν τα νέα στρατηγήματα παραγωγής του αστικού χώρου, η ρήξη με το παρελθόν ήταν απαραίτητη. Η συνέχεια των κτιριακών μετώπων στις πλευρές των δρόμων και το νέο χωρικό αποτύπωμα ορισμένων λειτουργιών (π.χ. εμπορίου και παραγωγής, με τη μετάβαση από το σύνθετο ‘παζάρι’ στον ‘καθαρό’ εμπορικό δρόμο), όπως και η εισαγωγή νέων λεωφόρων, με τον εγγενή χαρακτήρα δραματικής προοπτικής και μακρινών θεάσεων, συμβάδιζαν με μια νέα αντίληψη λειτουργίας και αισθητικής της πόλης – ένα, αναμφίβολα, νεωτερικό στοιχείο (Εικόνα 5) (Karidis 2014: 244).
H ρήξη συνεπώς με το παρελθόν ήταν απαραίτητη. Και είναι βέβαιο ότι οι συντάκτες του πρώτου σχεδίου της Αθήνας δεν διέθεταν κάποιο ‘μαγικό ραβδί’ για να εφαρμόσουν την πρότασή τους. Στα πρώτα χρόνια ζωής της πρωτεύουσας του Ελληνικού κράτους ήταν αδύνατον στα μέλη μιας οικογένειας που ζούσαν σε ένα ‘παραδοσιακό’ σπίτι να αποδεχθούν τα νέα αυστηρά όρια δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας που εισάγονταν (γιατί;), να αντιληφθούν ότι δεν θα διαχειρίζονταν πλέον (γιατί;) τον χώρο μπροστά από την κατοικία τους σύμφωνα με τις δικές τους συνήθειες αλλά σύμφωνα με αποφάσεις που λαμβάνονταν (γιατί;) από ομάδα μορφωμένων δημόσιων λειτουργών (τους οποίους αγνοούσαν). Ο G.Finlay παρατηρούσε εύστοχα ότι οι ίδιοι οι κάτοικοι της Αθήνας αγνοήθηκαν στη διαδικασία επιλογής και εφαρμογής του σχεδίου (Finlay 1836: 95-96). Από την άλλη πάλι, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η κερδοσκοπία γης στα όρια της νέας πρωτεύουσας πόλης ήταν συχνό φαινόμενο. Το ίδιο ίσχυε για τις συγκρούσεις μεταξύ ιδιοκτητών γης, οι οποίοι θεωρούσαν ότι βλάπτονταν τα συμφέροντά τους από την εφαρμογή του νέου σχεδίου, και μιας Κυβέρνησης που ήταν ανίκανη να παράσχει αποζημιώσεις λόγω της κατακόρυφης αύξησης των αξιών γης (Morot 1873: 43-44).
Στα πλαίσια της προηγούμενης ανάλυσης θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι το επαναστατικό κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, το οποίο, κατά κανόνα, προσεγγίζεται με όρους πολιτικούς, πρέπει να εκληφθεί (και) ως κοινωνική και ψυχολογική αντίδραση της μικρής κοινότητας της Αθήνας σε μια δεκαετή περίοδο πιεστικών απαιτήσεων με τις οποίες αυτή η κοινότητα είχε έρθει αντιμέτωπη. Το επίσημο διάταγμα το οποίο διέτασσε την εφαρμογή του πρώτου σχεδίου της Αθήνας ήταν, οπωσδήποτε, μέρος εκείνων των πιεστικών απαιτήσεων (Εικόνα 6).
Το σχέδιο του K.Fr.Schinkel για τα Ανάκτορα επάνω στην Ακρόπολη αποδείχθηκε ότι ήταν μια προκλητική πρόταση, έτσι ώστε, σταδιακά, οποιαδήποτε αναφορά στις αρετές εκείνου του σχεδίου να επισκιαστεί από αντιφατικές συζητήσεις για τις προθέσεις σχεδιασμού (Kühn 1979: 511). Μια προσεκτική ανάγνωση των γραπτών του αρχιτέκτονα της Αυλής της Πρωσίας επιβεβαιώνει ότι το όλο εγχείρημα δεν είχε σε καμία περίπτωση τον χαρακτήρα υποψήφιας προς εφαρμογή υπόδειξης – ήταν μια οραματική πρόταση (όπως και η πρότασή του για τα Ανάκτορα Orianda στην Κριμαία, 1838), η οποία είχε συλληφθεί στα πλαίσια ανταλλαγής απόψεων με τον πρίγκιπα Μαξιμιλιανό της Βαυαρίας για το ιδεώδες της αρχιτεκτονικής έκφρασης και, ειδικότερα, για το μεγαλείο της Ελληνικής αρχιτεκτονικής (Bergdoll 1994: 217). Για τον ίδιο λόγο, είναι αβασάνιστα διατυπωμένη η άποψη ότι το ίδιο αυτό σχέδιο τεκμηριώνει, δήθεν, και το αδύνατον της συμμετοχής του Schinkel στο πρώτο σχέδιο της Αθήνας (με το υπονοούμενο επιχείρημα ότι στο σχέδιο της Αθήνας η θέση των Ανακτόρων είναι στην κάτω πόλη!). Αντίθετα, η συμμετοχή του δασκάλου των Κλεάνθη και Schaubert στην επεξεργασία του σχεδίου της Αθήνας ευρύτερα, έχει υπέρ αυτής ισχυρά ερείσματα [7]. Και αυτά τα ερείσματα θεμελιώνονται όχι στο πεδίο κάποιων υποτιθέμενων υποδείξεων προς τον Schaubert κατά την επίσκεψή του τελευταίου στον Schinkel, με βάση κάποια πρωτόλεια διατύπωση του σχεδίου της Αθήνας (το οποίο υποτίθεται ότι ο Schinkel ‘διόρθωσε’), αλλά, πιθανότατα, από τρεις καίριες, από τα αρχικά στάδια σχεδιασμού, προτάσεις-υποδείξεις του προς τους Κλεάνθη και Schaubert.
Η πρώτη αφορά στην αντιστικτική θέση των Ανακτόρων ως προς την Ακρόπολη: ο διάλογος ανάμεσα στην έδρα του Ηγεμόνα και τον δημόσιο χαρακτήρα ενός συμβόλου του πολιτισμού είχε ήδη θεμελιωθεί στο Lustgarten του Βερολίνου, λίγα χρόνια νωρίτερα, με το Altes Museum που κτίστηκε απέναντι από τα Ανάκτορα (Bergdoll 1994: 73-86) [8]. Στην επιλογή εκείνης της θέσης ο Schinkel είχε άμεση συμμετοχή. Στην Αθήνα, με την χρονική αντιστροφή στα κτίρια, πιθανότατα, προτάθηκε να εισαχθεί ο ίδιος διάλογος.
Η δεύτερη πρόταση αφορά στο εμπορικό συγκρότημα σχήματος ‘Π’, χωροθετημένο, στο σχέδιο της Αθήνας, κατά μήκος της οδού Αθηνάς. Το πρότυπο εδώ θα μπορούσε να είναι το Kaufhaus το οποίο ο Schinkel είχε προτείνει να κτιστεί στο Βερολίνο (Παπαγεωργίου-Βενετάς 2001: 75-76, Tsiomis 2017: 164). Εκείνη η πρόταση είχε γίνει το 1827, την εποχή που οι Κλεάνθης και Schaubert μαθήτευαν στην Bauakademie. Την πρόταση αυτή, μολονότι δεν την υπέδειξε άμεσα ο Schinkel, οπωσδήποτε οι δύο τελευταίοι την γνώριζαν, καθώς μέρος της εγκύκλιας εκπαίδευσης στην Σχολή αυτή της Ακαδημίας του Βερολίνου συνιστούσε η παρουσίαση του αρχιτεκτονικού έργου του Schinkel και των λοιπών καθηγητών.
Η τρίτη πρόταση αφορά στο trivium που σχηματίζουν οι ακτινικοί και άλλοι δρόμοι που εκπορεύονται από τα Ανάκτορα [9], η οποία σχολιάστηκε προηγουμένως.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η πρώτη και η τελευταία των παραπάνω προτάσεων-υποδείξεων, συνιστούν το οιονεί DNA του πρώτου σχεδίου της Αθήνας! [10]
Αν και οι τρεις αυτές προτάσεις-υποδείξεις του Schinkel, που ενδεχομένως έγιναν, δεν έχουν ως τώρα γραπτά τεκμήρια να τις υποστηρίξουν, οι ίδιες δεν χάνουν την αξία τους ως υποθέσεις έρευνας με άλλου είδους ισχυρά ερείσματα
[1] Tο κτιριακό αυτό συγκρότημα είχε (αυτονόητα) καθαρά μετωπικό χαρακτήρα, ‘βλέποντας’ προς τη δυτική πλευρά της Ακρόπολης, αδιαφορώντας για την από βορρά θέασή του. Πρόχειρη ‘απόδειξη’ αυτού προσφέρει το σχέδιο του Leo von Klenze, του 1834, για την βορεινή όψη της Ακρόπολης.
[2] Κατά κανόνα απεικονιζόταν η δυτική πλευρά της Βιβλιοθήκης, με το Πρόπυλο και τα προσαρτημένα καταστήματα – διασημότερη από αυτές τις απεικονίσεις είναι εκείνη του Le Roy (Les ruines des plus beaux monuments de la Grèce, 1774).
[3] Οι διαστάσεις της κάτοψης της βιβλιοθήκης του Αδριανού είναι, περίπου, 76×115 μ..Η κάτοψη αυτή είναι ενδεικτική, όπως εκείνες που περιλάμβανε το Architektonisches Lehrbuch, του Fr.Weinbrenner (Tubingen, 1810-1819), ένα πρακτικό εγχειρίδιο της αρχιτεκτονικής, οπωσδήποτε σε γνώση των σπουδαστών της Bauakademie.
[4] Μία πηγή είναι εξαίρεση στον κανόνα, αν και ασαφής. Έγραφε ο Κ.Μπίρης: «Εκτρέπουν (;) από της καθέτου προς την οδόν Αθηνάς θέσεως την οδόν Ερμού δια να περισώσουν (;) την Καπνικαρέαν…» – τα ερωτηματικά δικά μας (Μπίρης 1966: 29-30). Σε άλλες περιπτώσεις βιβλιογραφικών αναφορών η εκκωφαντική σιωπή στο συγκεκριμένο ζήτημα πιθανόν να υπονοεί ότι αυτή η επιλογή ήταν αυτονόητη!
[5] Αυτό το ταξίδι περιλάμβανε την απαραίτητη, εκείνη την εποχή, επίσκεψη στη Ρώμη. Οι διαθέσιμες πηγές καταγράφουν αυτήν την επίσκεψη ‘αδιάφορα’ και με τη μέγιστη συντομία, ή, περιορίζονται στη γνωριμία (πολύ σημαντική, πράγματι) που έκαναν στη Ρώμη οι Κλεάνθης και Schaubert με τον Karl Wilhelm Freiherr von Heideck (Bastea 2000: 73, Παπαγεωργίου-Βενετάς 1999: 33). Η γνωριμία αυτή ήταν αντίστοιχη εκείνης που είχε κάνει ο K.Fr.Schinkel, δύο, περίπου δεκαετίες νωρίτερα, πάλι στην Ρώμη, με τον W.Humboldt. Μέσω του τελευταίου είχε διασφαλιστεί η ‘είσοδος’ του Schinkel στην Αυλή της Πρωσίας.
[6] Εκτός αν κάποιος τρίτος υπέδειξε στους δύο αρχιτέκτονες τη συγκεκριμένη λύση Trivium (βλ. συνέχεια στο κείμενο).
[7] Karidis, https://www.blod.gr/lectures/to-allo-shedio-tis-athinas-tou-1833
[8] Η τεράστια στοά με τις Ιωνικές κολώνες μπροστά από το Neues Museum και τα ανοικτά προς το εσωτερικό κεντρικά μέρη του κτιρίου συμβόλιζαν τον κοινωνικό χαρακτήρα της κουλτούρας, και όχι ένα ‘συμβατικού τύπου’ μουσειακό κέλυφος έργων τέχνης ( όπως η Γλυπτοθήκη του Μονάχου από τον Leo von Klenze, 1830, ή το Βρετανικό Μουσείο από τον Robert Smirke, 1827). Στο Βερολίνο, η αδιαπέραστη, αυστηρή όψη των Ανακτόρων συνιστούσε την τέλεια αντίστιξη. Στην Αθήνα, την οποία ο Schinkel ουδέποτε επισκέφθηκε, το σύμβολο του πολιτισμού και της Δημοκρατίας υπήρχε ήδη. Κατά τον Schinkel τι ποιο λογικό – έμενε να προστεθούν τα Ανάκτορα απέναντι από την Ακρόπολη.
[9] Το trivium σχολιάστηκε σε προηγούμενη παράγραφο.
[10] Ίσως αυτή η παρατήρηση εξηγεί την ‘διορατικότητα’ του Leo von Klenze, όταν κλήθηκε να αντικαταστήσει το αρχικό σχέδιο με νέο. Πράγματι, η αλλαγή της θέσης των Ανακτόρων ήταν η πιο καίρια επέμβαση-αναίρεση όλου του συμβολισμού που επέφερε στο σχέδιο του ανταγωνιστή του!
Καρύδης, Δ. (2019) Εναλλακτική προσέγγιση στο σχέδιο της Αθήνας του 1833, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/εναλλακτική-προσέγγιση-στο-σχέδιο-τη/ , DOI: 10.17902/20971.89
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9