Η πρωτεύουσα είχε παραδοσιακά γυρισμένη την πλάτη στη θάλασσα και ο Πειραιάς, που λειτουργούσε πάντα ως ξεχωριστή ενότητα, χρησιμοποιούσε τη θάλασσα πρωτίστως για μεταφορές και εμπόριο. Το παραλιακό μέτωπο δεν ήταν ποτέ επίκεντρο έντονης οικιστικής ανάπτυξης για την πρωτεύουσα. Η περιοχή από το Ελληνικό μέχρι τη Βάρκιζα, δηλαδή το κεντρικό τμήμα της λεγόμενης «Αθηναϊκής Ριβιέρας» (όρος στη λογική του μεσιτικού place branding), ήταν αραιοκατοικημένη μέχρι τη δεκαετία του 1980 και πολλοί πυρήνες των οικισμών της δεν ήταν πάνω στο κύμα. Αντίθετα, σε κεντρικά σημεία του παραλιακού μετώπου βρίσκονταν επί πολλές δεκαετίες αθλητικές και άλλες εγκαταστάσεις μεγάλης έκτασης –όπως το παλιό αεροδρόμιο και ο Ιππόδρομος που μετακινήθηκαν στα Σπάτα και στο Μαρκόπουλο αντίστοιχα, αλλά και το γήπεδο Καραϊσκάκη και το στάδιο Ειρήνης και Φιλίας που παραμένουν. Οι πιο κεντρικοί οικισμοί της παραλίας (Νέο Φάληρο, Μοσχάτο, Καλλιθέα), επίσης δεν είχαν το κέντρο τους στο παραλιακό μέτωπο. Ακόμη και στο Παλαιό Φάληρο, που αποτελούσε περιοχή αναψυχής με κεντρικό στοιχείο τη θάλασσα, η δυναμική της οικιστικής του ανάπτυξης τροφοδοτήθηκε από την επιθυμία των ξεριζωμένων Κωνσταντινοπουλιτών της δεκαετίας του 1950 να έχουν την επαφή με τη θάλασσα που είχαν συνηθίσει.
Πηγή: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου δημιουργήθηκαν εξοχικοί συνοικισμοί στα πρότυπα των προαστείων-κηπουπόλεων, με συγκεκριμένα πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά πρότυπα, στα προάστεια της Αθήνας από ιδιώτες επιχειρηματίες. Για την ανάπτυξη του παραλιακού μετώπου σημαντικό ρόλο έπαιξε η ανάπτυξη των υποδομών, του οδικού δικτύου από το Φάληρο μέχρι τη Βουλιαγμένη, που κατασκευάστηκε εκείνη την περίοδο. Το 1922 έγινε το πρώτο σχέδιο για την περιοχή της Ευρυάλης (Γλυφάδα) που επεκτάθηκε το 1925, ενώ το 1926 εγκρίθηκε το σχέδιο και ο οικοδομικός κανονισμός για τον συνοικισμό του Αλίμου (Καλαμάκι), τον συνοικισμό «Τράχωνες» (σημερινή Αργυρούπολη), και τη Βούλα. Εξαίρεση αποτελεί το Παλαιό Φάληρο το οποίο σχεδιάστηκε από την αρχή (1880) ως θέρετρο. Κατά την δεκαετία του 1930 στη ευρύτερη περιοχή ιδρύθηκαν και οικοδομικοί συνεταιρισμοί, όπως στις περιοχές της Βούλας και της Βάρκιζας (βλ. Καυκούλα, 1990).
Παράλληλα, το παραλιακό μέτωπο δεν ήταν ποτέ τόπος μαζικής προαστιακής συγκέντρωσης των υψηλών κοινωνικοεπαγγελματικών ομάδων της Αθήνας, όπως το Ψυχικό, η Φιλοθέη, η Κηφισιά και η Εκάλη. Υπήρξε τόπος παραθερισμού με σχετικώς διαταξικό χαρακτήρα, που σταδιακά μετατράπηκε σε περιοχή μόνιμης κατοικίας. Στην κοινωνική του φυσιογνωμία κυριαρχούσαν τα μεσαία στρώματα, χωρίς έντονη παρουσία εργατικών κατηγοριών και με λίγες και χωρικά εντοπισμένες συγκεντρώσεις μεγαλοαστικών ομάδων.
Η δημογραφική και κοινωνική εξέλιξη του παραλιακού μετώπου, σε σύγκριση με ορισμένες άλλες περιοχές της αθηναϊκής μητρόπολης, συνοψίζεται στον Πίνακα 1. Πληθυσμιακά το τμήμα από το Φάληρο μέχρι τη Βάρη-Βούλα-Βουλιαγμένη παρουσιάζει σημαντική αύξηση πληθυσμού (+26%) την περίοδο 1991-2021, όταν η αύξηση στο σύνολο της πόλης ήταν 3,8% και στο τμήμα του μετώπου από τον Πειραιά μέχρι την Καλλιθέα ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 19% και στο κέντρο της Αθήνας κατά 23%. Όσον αφορά την κοινωνική φυσιογνωμία, το παραλιακό μέτωπο από το Παλαιό Φάληρο μέχρι τη Βουλιαγμένη παρουσιάζει σημαντική άνοδο της κοινωνικής φυσιογνωμίας την περίοδο 1991-2011, όπως αυτή καταγράφεται από το ποσοστό των υψηλών επαγγελματικών κατηγοριών –διευθυντικών στελεχών και επιστημονικών και ελεύθερων επαγγελματιών– σε σχέση με το ποσοστό των ίδιων κατηγοριών στο σύνολο της πόλης. Η αλλαγή αυτή της κοινωνικής φυσιογνωμίας είναι αντίθετη με αυτή που καταγράφεται σε όλες τις υπόλοιπες περιοχές της πόλης που αναφέρονται στον Πίνακα 1. Ο Δήμος Αθηναίων παρουσιάζει σημαντική μείωση των υψηλών επαγγελματικών κατηγοριών, με το ποσοστό τους να μειώνεται από 1,21 φορές το μέσο ποσοστό της πόλης το 1991 σε 0,92 φορές το 2011. Ακόμη και οι περιοχές με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση των κατηγοριών αυτών –όπως ο Δήμος Φιλοθέης-Ψυχικού– καταγράφουν σχετική μείωση κατά την ίδια περίοδο. Συνολικά, καταγράφεται μια σύγκλιση της κοινωνικής φυσιογνωμίας του παραλιακού μετώπου (Φάληρο-Βουλιαγμένη) με εκείνη των περιοχών συγκέντρωσης των υψηλών και ιδίως των υψηλών-μεσαίων επαγγελματικών κατηγοριών στα βορειοανατολικά προάστια της πόλης.
Πηγή: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015) για 1991 και 2011 και ΕΛΣΤΑΤ (2022)
Πηγή: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015) για 1991 και 2011 και ΕΛΣΤΑΤ (2022)
Η Βουλιαγμένη, που θεωρείται σήμερα περιοχή κατοικίας υψηλών κοινωνικοπεγγαλματικών ομάδων, παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της. Το κέντρο του οικισμού της –στη δυτική πλαγιά του λόφου που τη χωρίζει από τη Βάρκιζα (Εικόνα 1)– ήταν παλιά διάσπαρτο από ξύλινες μονώροφες παραθεριστικές παράγκες που σταδιακά αντικαταστάθηκαν από σύγχρονες κατασκευές. Αυτό το τμήμα του οικισμού αλλοιώθηκε σημαντικά επί δικτατορίας, οπότε και κατασκευάστηκαν πολυώροφες πολυκατοικίες, πολλές φορές χαμηλής ποιότητας (Εικόνες 2-3), με ώθηση από τη μεγάλη αύξηση του συντελεστή δόμησης (Εικόνες 4-5).
Οι γύρω περιοχές που εποικίστηκαν αργότερα, δηλαδή τα χαμηλότερα σημεία στις δύο πλευρές του λόφου που χωρίζει τη Βουλιαγμένη από τη Βάρη και τη Βούλα (Εικόνες 6-7), προσέλκυσαν νεότερα υψηλά-μεσαία στρώματα σε μονάδες τύπου μεζονέτας ή μικρής πολυκατοικίας, καθώς οι συντελεστές δόμησης είχαν εν τω μεταξύ μειωθεί και ο στεγαστικός δανεισμός για τέτοια ακίνητα ήταν απρόσιτος για ομάδες χαμηλότερου εισοδήματος. Οι μεγαλοαστικές ομάδες στην περιοχή συγκεντρώνονται, εδώ και πολλές δεκαετίες, στην άκρη της χερσονήσου στο Καβούρι (Εικόνα 8) και, πιο πρόσφατα, γύρω από την είσοδο του ερευνητικού κέντρου «Αλέξανδρος Φλέμιγκ», πάνω στο μικρό δρόμο που ενώνει τη Βουλιαγμένη με τη Βάρη (Εικόνα 9).
Μεγάλο διακύβευμα για το μέλλον της ευρύτερης περιοχής είναι η προνομιακή και αδόμητη, μέχρι σήμερα, περιοχή της Φασκομηλιάς, κατά μήκος του παραλιακού δρόμου που συνδέει τη Βουλιαγμένη με τη Βάρκιζα (Εικόνα 10). Τα σχέδια αξιοποίησης της περιοχής από την ιδιοκτήτρια Εκκλησία της Ελλάδος έχουν εμποδιστεί κατά καιρούς από τις δημοτικές αρχές και από προστατευτικές διατάξεις σε κεντρικότερο επίπεδο. Η μεταφορά, ωστόσο, της αξιοποίησης της «Αθηναϊκής Ριβιέρας» στο ΤΑΙΠΕΔ (Χατζηγεωργίου 2022) και ο επιθετικός επενδυτικός προσανατολισμός της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας για την παραλιακή ζώνη «Πειραιάς-Σούνιο», δημιουργούν σοβαρές ανησυχίες για το περιβαλλοντικό και κοινωνικό μέλλον αυτού του κομματιού του παραλιακού μετώπου της Αττικής.
Αν το μέλλον της αδόμητης Φασκομηλιάς εξακολουθεί να αποτελεί διακύβευμα, υπάρχουν πολλές άλλες εξελίξεις τα τελευταία χρόνια που δείχνουν καθαρά την κατεύθυνση που έχουν πάρει τα πράγματα.
Η οικοδομική δραστηριότητα, που είχε περιοριστεί επί πολλά χρόνια, έχει έντονα αναζωογονηθεί τελευταία. Αυτό αφορά νέες οικοδομές στην περιφέρεια των οικισμών, αλλά κυρίως την ανέγερση πολυτελών πολυκατοικιών (συχνά με ιδιωτική πισίνα ανά διαμέρισμα) στη θέση παραθεριστικών μονοκατοικιών και μικρών πολυκατοικιών παλαιάς κατασκευής. Πρόκειται για δραστηριότητα που παρατηρείται πολύ στη Βουλιαγμένη, τη Βούλα, τη Γλυφάδα, τη Βάρκιζα (Εικόνες 11-22). Σε ένα μικρό δρόμο στη Βουλιαγμένη, δεύτερο παράλληλο από την παραλιακή λεωφόρο όπου η οικοδομική δραστηριότητα ήταν μηδενική επί πολλά χρόνια, ανεγείρονται ταυτόχρονα τρεις νέες οικοδομές παράλληλα με ακόμη περισσότερες ανακαινίσεις σε μήκος πέντε οικοδομικών τετραγώνων.
Οι νέες κατασκευές δίνουν την εντύπωση μιας περιβαλλοντικά ευαίσθητης αρχιτεκτονικής –κάτι που δεν ισχύει κατ’ανάγκη– η οποία ακολουθεί ένα πρότυπο κατασκευών του παντού και του πουθενά, απρόσωπων και ρευστών, χωρίς αναφορές στο συγκείμενο που τις περιβάλλει. Παράλληλα, οι κατασκευές αυτές δομούν με σαφήνεια την απομόνωση των οικιστών από τον φυσικό και κοινωνικό περίγυρό τους. Ο χώρος της κατοικίας απομονώνεται οπτικά και οχυρώνεται «αμυντικά» από το δρόμο με ψηλούς μαντρότοιχους και φυσικά εμπόδια για την ασφάλεια προσώπων και περιουσίας, ενώ απομακρύνεται και από τη θάλασσα, η οποία είναι μεν κοντά αλλά λειτουργεί ως σκηνικό, αντικαθιστάμενη λειτουργικά από την ιδιωτική πισίνα. Χτίζονται έτσι αυτοαναφορικές νησίδες οικιστικής πολυτέλειας [1] για όσους μπορούν να τις αποκτήσουν (Εικόνες 23-28).
Πηγή: AIRDNA.co, 5/08/2022
Η αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα σχετίζεται προφανώς με την αυξημένη ζήτηση. Αυτή αφορά εγχώρια ζήτηση ευκατάστατων νοικοκυριών που επιλέγουν να μετακινηθούν προς την παραλία –πρόσφατα και ως απότοκο της πανδημίας– αλλά κυρίως αφορά ζήτηση από το εξωτερικό. Η τελευταία περιλαμβάνει τη ζήτηση για τουριστική βραχυχρόνια μίσθωση, καθώς και για πιο μακροπρόθεσμη μίσθωση (αυτή των ψηφιακών νομάδων, για παράδειγμα) ή για επένδυση με στόχο την εκμετάλλευση της γενικώς αυξημένης ζήτησης για καταλύματα στην περιοχή. Η αυξημένη ζήτηση στο παραλιακό μέτωπο αντικατοπτρίζεται στο χάρτη των αγγελιών για βραχυχρόνια μίσθωση (χάρτης 10), και στην μικροτερη μείωση της ζήτησης στην παραλία σε σύγκριση με την υπόλοιπη μητροπολιτική περιοχή (Ρουσάνογλου 2022). Συγχρόνως, η παρουσία ζήτησης από το εξωτερικό αναδεικνύεται και μέσα από πολλές μικροϊστορίες: σε μικρή οικογενειακή πολυκατοικία με πέντε διαμερίσματα κατασκευασμένη το 1966, σε κεντρικό δρόμο στη Βουλιαγμένη, πωλήθηκαν από τον αρχικό ιδιοκτήτη δύο διαμερίσματα (το πρώτο τη δεκαετία του 1970 και το δεύτερο τη δεκαετία του 2000) στον ίδιο Έλληνα αγοραστή, που τα χρησιμοποίησε για παραθεριστική κατοικία της οικογένειάς του και μακροπρόθεσμη επένδυση.
Μετά από 50 χρόνια σταθερών ιδιοκτησιακών σχέσεων και ιδιόχρησης, η μικρή αυτή πολυκατοικία έχει αποκτήσει αυξημένη κινητικότητα στις μεταβιβάσεις, τους χρήστες και την εθνοτική φυσιογνωμία. Ο κληρονόμος του αγοραστή των δύο διαμερισμάτων, τα πούλησε το 2017: το ένα σε νεαρή Αιγύπτια, κάτοικο Λονδίνου και κάτοχο χρυσής βίζας, η οποία προσπαθεί να το νοικιάσει στην αγορά της βραχυχρόνιας ή/και της σταθερής μίσθωσης και το άλλο σε Λιβανέζο επενδυτή, ο οποίος με τη σειρά του το πούλησε σε Κινέζο επενδυτή που προσπαθεί να το αξιοποιήσει μέσω Κυπριακής εταιρείας διαχείρισης ακινήτων. Τα υπόλοιπα τρία ανήκουν στην οικογένεια της κληρονόμου των αρχικών ιδιοκτητών, με το μεγάλο οροφοδιαμέρισμα του επάνω ορόφου να κατοικείται εδώ και 45 χρόνια από την ίδια και το σύζυγό της, το ισόγειο να λειτουργεί ως αποθήκη και εκείνο του πρώτου ορόφου να κατοικείται από το 2021 από Γερμανίδα δημοσιογράφο εγκατεστημένη μόνιμα στην Ελλάδα. Το διαμέρισμα αυτό ανακαινίστηκε το 2018, αρκετά χρόνια μετά το θάνατο των γονιών της ιδιοκτήτριας που ζούσαν εκεί και μετά από μια σύντομη απόπειρα εκμετάλλευσής του με βραχυχρόνια μίσθωση. Ανάλογες ιστορίες μπορεί κανείς να βρει σε πολλά κτήρια της περιοχής που πλέον μπαίνουν στο νέο ρυθμό της αγοράς, έστω και αν δεν μοιάζουν να πληρούν τις προϋποθέσεις (Εικόνες 29-30).Εικόνες 29-30: Παλιές κατασκευές στο σημερινό ρυθμό της αγοράς ακινήτων στη Βουλιαγμένη
Το οικιστικό απόθεμα στο παραλιακό μέτωπο της Αθήνας βρισκόταν στα χέρια μεσαίων στρωμάτων της πόλης, με διακυμάνσεις στην κοινωνική φυσιογνωμία ανά περιοχή. Αφορούσε ιδιόκτητη παραθεριστική κατοικία που προοδευτικά μετατράπηκε σε μόνιμη, παραμένοντας ωστόσο –αν όχι στους ίδιους κατόχους και χρήστες– κοινωνικά στην ίδια πελατεία. Η παρουσία των υψηλότερων κοινωνικών κατηγοριών ήταν σημειακή και σχετικώς διακριτική, με την έννοια ότι αποκτούσαν προνομιακά μεν ακίνητα, αλλά με βασικό στόχο την ιδιόχρηση και όχι την εμπορική εκμετάλλευσή τους. Ακόμη και οι μεγάλες ξενοδοχειακές επενδύσεις στην περιοχή –όπως ο Αστέρας Βουλιαγμένης– είχαν, παρά την ελιτίστικη φυσιογνωμία τους, ένα δημόσιο χαρακτήρα που δεν δημιουργούσε πολλαπλασιαστικές συνέπειες κοινωνικού αποκλεισμού στις γύρω περιοχές.
Τα τελευταία χρόνια, κυρίως από το 2016-17 και μετά, η κατάσταση άλλαξε σημαντικά με τα ακίνητα να μετατρέπονται από (κυρίως) αξίες χρήσης σε επενδυτικά προϊόντα γρήγορης απόσβεσης και εύκολου κέρδους. Αυτό αύξησε την κινητικότητα στην αγορά κατοικίας, με τις αλλαγές της τελευταίας περιόδου να εντείνουν τους διαχωρισμούς που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1990 με το στεγαστικό δανεισμό. Ο δανεισμός εκείνης της περιόδου αύξησε τις τιμές των ακινήτων και οδήγησε στον σταδιακό αποκλεισμό των χαμηλότερων και χαμηλών-μεσαίων στρωμάτων από την πρόσβαση στην ιδιοκατοίκηση σε όλο και περισσότερες περιοχές της πόλης. Αυτό που έχει προκύψει –και που αναμένεται να ενταθεί πολύ περισσότερο τα επόμενα χρόνια– είναι η αλλαγή της κοινωνικής φυσιογνωμίας του παραλιακού μετώπου, με χαρακτηριστικό τον αυξανόμενο κοινωνικό αποκλεισμό όχι μόνο από την κατοικία, αλλά και από δημόσια αγαθά και υπηρεσίες.
Η αυξημένη ζήτηση για το παραλιακό μέτωπο φαίνεται και από την αυξημένη προσέλευση νέων ανθρώπων για δραστηριότητες στη θάλασσα. Η εξοικείωση του γενικού πληθυσμού της Ελλάδας με τη θάλασσα ως πόλου έλξης για δραστηριότητες και αναψυχή άργησε και ήταν ξενόφερτη, παρά τη γεωμορφολογία της χώρας και τη ναυτοσύνη πολλών Ελλήνων, που αφορούσε όμως συγκεκριμένους τόπους, δημιουργούσε επαγγελματική σχέση με τη θάλασσα και δεν ήταν μεταδοτική. Σήμερα, όταν φυσάει δυνατός νότιος άνεμος και σηκώνει κύμα στον κόλπο της Βουλιαγμένης, εμφανίζονται πολλές δεκάδες νέων με πλήρη εξάρτηση –μαύρες ισοθερμικές στολές, ιστιοσανίδες, σανίδες surf και αετούς ρυμούλκησης– ανεξάρτητα από την εποχή (Εικόνα 31). Η ελεύθερη πρόσβασή τους στη θάλασσα περιορίζεται πλέον σε ένα μικρό κομμάτι ακτής ανάμεσα στην κεντρική πλαζ και στο Ναυτικό Όμιλο Βουλιαγμένης, με τη στάθμευση πολύ προβληματική και με το μισό αυτού του ελεύθερου κομματιού να έχει παραχωρηθεί σε ιδιώτη που νοικιάζει ξαπλώστρες (Εικόνες 32-33).
Η ελεύθερη πρόσβαση στη θάλασσα κοντεύει πλέον να εξαφανιστεί. Ελάχιστα σημεία στον κόλπο της Βουλιαγμένης μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς αντίτιμο και η πρόσβαση σε αυτά είναι αδύνατη για άτομα με κινητικά προβλήματα, ενώ και η στάθμευση έχει γίνει πολύ δύσκολη, καθώς κοντά στην παραλία όλες οι θέσεις έχουν μετατραπεί σε ιδιωτικά πάρκινγκ των κέντρων και των παραχωρημένων ακτών που βρίσκονται κοντά τους. Τα Σαββατοκύριακα είναι σχεδόν αδύνατο κανείς να βρει τραπέζι χωρίς κράτηση στα παραλιακά κέντρα και να μη χρησιμοποιήσει την ομάδα των παρακαδόρων του κάθε κέντρου, πρακτική που θυμίζει την ανεξέλεγκτη ιδιωτική οργάνωση της εστίασης στο Ortaköy της Κωνσταντινούπολης. Τα περισσότερα κέντρα πάνω στην παραλία είναι ακριβά (το κιλό φρέσκου ψαριού κυμαίνεται από € 65 ως € 120) αλλά δεν συναγωνίζονται τα πολύ ακριβότερα μέσα και δίπλα στον Αστέρα Βουλιαγμένης. Φθηνότερες εκδοχές εστίασης υπάρχουν στον παράδρομο της λεωφόρου και δίπλα από την κεντρική Πλατεία της Βουλιαγμένης , με πιο προσιτή επιλογή γνωστό σουβλατζίδικο και μια πιο μοντέρνα εκδοχή του. Ανάμεσά τους παλιό ζαχαροπλαστείο-εστιατόριο που άνοιξε με κέρδη από το Προ-Πο τη δεκαετία του 1970 και σήμερα απευθύνεται σε μεγάλες ηλικίες ακολουθώντας πρότυπα προηγούμενης εποχής. Στην ίδια περιοχή ανταγωνίζονται καινούρια μαγαζιά για brunch που προβάλει το Lifo, απρόσωπα all day bars, οικογενειακά παγωτατζίδικα και μια παλιά ταβέρνα από τη δεκαετία του 1960 που προσπαθεί να επιβιώσει χωρίς να αλλάξει ριζικά (Χάρτης 11). Ο χώρος των υπηρεσιών αναψυχής είναι διεκδικούμενος σε αυτό το επίπεδο –όπως φαίνεται και από την περιορισμένη διάρκεια ζωής πολλών μονάδων– ενώ ο ανταγωνισμός είναι σχεδόν ανύπαρκτος για τις υπηρεσίες που απευθύνονται στο πολύ υψηλό επίπεδο κατανάλωσης.
Πηγή: Επιτόπια καταγραφή
Η νέα επένδυση στον Αστέρα Βουλιαγμένης με κεφάλαια από το Κουβέιτ, το Αμπού Ντάμπι και την Τουρκία έχει δώσει μια μεσανατολική χροιά στις υπηρεσίες που προσφέρει (Εικόνα 34) αλλά αυτό είναι απλώς το επίχρισμα. Η ουσία βρίσκεται στα νέα προϊόντα και στον τρόπο που τα προσφέρει. Βάση για την επένδυση αποτελεί τόσο η φυσική ομορφιά της περιοχής, όσο και η ιστορία συνεχούς εξυπηρέτησης της αθηναϊκής, αλλά και της διεθνούς, ελίτ από το τέλος της δεκαετίας του 1950 (Νένες 2021). Σε σχέση με το παρελθόν που ο κοινωνικός αποκλεισμός από τις υπηρεσίες του Αστέρα επιτελούνταν περισσότερο στη βάση κοινωνικών και πολιτισμικών προτύπων, ο νέος αποκλεισμός οικοδομείται με τα απροσπέλαστα οικονομικά όρια. Το κόστος διανυκτέρευσης στα φθηνότερα δωμάτια των δύο ξενοδοχείων που ανακαίνισε η κοινοπραξία είναι πολύ υψηλότερο από το βασικό μισθό και είναι στο ίδιο περίπου επίπεδο με το μηνιαίο ενοίκιο ενός ανακαινισμένου διαμερίσματος 80τμ στην κεντρική Βουλιαγμένη. Στην περιοχή της προκυμαίας που βλέπει τον Σαρωνικό, όπου κατεδαφίστηκε το τρίτο ξενοδοχείο του συγκροτήματος, η κοινοπραξία φτιάχνει 13 βίλες που αποτιμώνται σε € 50 εκατομμύρια η καθεμία και αποτελούν κεντρικό πυλώνα της επένδυσης στην αγορά ακινήτων της περιοχής (Εικόνα 35). Στην άλλη πλευρά της χερσονήσου, που βλέπει τον κόλπο της Βουλιαγμένης, η κοινοπραξία αναδιαμορφώνει και διευρύνει τη μαρίνα επεκτείνοντας τον λιμενοβραχίονα και βαθαίνοντας τον πυθμένα της για να φιλοξενεί περισσότερα και μεγαλύτερα σκάφη (Εικόνες 36-37), παρά τις αντιρρήσεις τοπικών παραγόντων και περιβαλλοντικών οργανώσεων όσον αφορά τις επιπτώσεις στη βιωσιμότητα του κόλπου.
Το είδος της επένδυσης έχει δώσει συγκεκριμένη φυσιογνωμία και στις υπόλοιπες υπηρεσίες του συγκροτήματος. Τα εστιατόρια του Αστέρα απευθύνονται σε μια ζήτηση που δεν αφορά, σε πολύ μεγάλο βαθμό, τους κατοίκους της πόλης. Στο «Πέλαγος» το μενού γευσιγνωσίας με εννέα πιάτα κοστίζει 260 ευρώ, με τα ποτά. Στο γιαπωνέζικο Mathuhisa, τα περισσότερα ζεστά πιάτα κοστίζουν γύρω στα € 50, εκτός αν αφορούν αστακό ή ειδικό φιλέτο που η τιμή είναι διπλάσια. Η είσοδος στην πλαζ του Λαιμού –που ποτέ δεν ήταν φθηνή και είχε πολλαπλάσιο κόστος από την είσοδο στη «λαϊκή» πλαζ της Βουλιαγμένης– είναι σήμερα απαγορευτική για τον περισσότερο κόσμο: € 80-100 τις καθημερινές για μια ομπρέλα με δύο ξαπλώστρες και διπλάσιο ποσό τα Σαββατοκύριακα, ενώ η είσοδος για κάθε παιδί προσθέτει € 15 τις καθημερινές και € 25 τα Σαββατοκύριακα. Μέσα στην πλαζ γίνεται και διαβάθμιση του πού κάθεται κανείς με βάση αυτό που πληρώνει (Εικόνα 38) –διδάσκοντας έτσι και τις νεότερες γενιές για το πώς (πρέπει να) είναι η ζωή.
Η λίμνη της Βουλιαγμένης, με θερμοκρασία νερού που επιτρέπει και σε μη χειμερινούς κολυμβητές το κολύμπι όλο το χρόνο, είναι επίσης ακριβή για εκείνους που θα ήθελαν να την επισκέπτονται συχνά (€ 15 τις καθημερινές και € 18 τα Σαββατοκύριακα και αργίες, ενώ στην προνομιακή πλευρά της [wooden edge] το ημερήσιο εισιτήριο για δυο άτομα είναι € 60 τις καθημερινές και € 80 τα Σαββατοκύριακα). Πλέον, η είσοδος και στη «λαϊκή» πλαζ δεν είναι φθηνή για μια οικογένεια με χαμηλό εισόδημα (€ 10 τις καθημερινές και € 15 τα Σαββατοκύριακα και πακέτο € 35 για τετραμελή οικογένεια με δύο παιδιά μέχρι 15 ετών). Η δημοτική αρχή προτείνει χαμηλότερες τιμές (€ 7,5 αντί για € 10) αλλά η διαχειρίστρια εταιρεία (ΕΤΑΔ ΑΕ) επιμένει ότι εκείνη καθορίζει την τιμολογιακή πολιτική με βάση το καταστατικό και τις κατευθύνσεις του μετόχου της. Η είσοδος στην πλαζ της Βούλας είναι λίγο φθηνότερη (€ 7 τις καθημερινές και € 8,5 τα Σαββατοκύριακα) ενώ η χρήση ομπρέλας και ξαπλώστρας έχει πρόσθετο κόστος και στις δύο. Ανάλογες τιμές εισόδου έχει η πλαζ της Βάρκιζας, ενώ λίγο φθηνότερες επιλογές υπάρχουν στις πλαζ του Αλίμου. Οι πολύ υψηλές τιμές πάντως αφορούν πολλά σημεία σε όλο το μήκος του παραλιακού μετώπου (όπως το Λαγονήσι), ενώ τα beach bars που σέρνουν το χορό της ακριβής παραλίας εξαπλώνονται όλο και περισσότερο (https://www.nou-pou.gr/paralia/poso-stixizei-fetos-i-eisodos-noties-paralies/).
Η επένδυση στον Αστέρα της Βουλιαγμένης έχει έμμεσες επιπτώσεις, λόγω γειτονίας, στη γύρω κοινότητα, όπως για παράδειγμα οι πολύ υψηλές τιμές μικρών ξενοδοχείων στην περιοχή που οφείλονται πολύ περισσότερο στη θέση και όχι κατ’ανάγκη σε αυτά που προσφέρουν (Εικόνα 39). Η κοινοπραξία του Αστέρα παρεμβαίνει όμως και άμεσα, χρηματοδοτώντας, για παράδειγμα, την ανάπλαση της κεντρικής πλατείας της δημοτικής κοινότητας (Εικόνα 40). Με τον τρόπο αυτό σηματοδοτεί το ενδιαφέρον για τον περίγυρο της επένδυσης και για τη δημιουργία θετικού κλίματος με τη δημοτική αρχή για τα επίμαχα σχέδιά της, όπως η επέκταση της μαρίνας.
Η επένδυση στο Ελληνικό προμηνύει πολύ μεγαλύτερης έκτασης μεταβολές, σε ανάλογη κατεύθυνση, για το παραλιακό μέτωπο, έστω και αν ακόμη δεν έχει υλοποιηθεί σχεδόν τίποτα. Τα στεγαστικά σχέδια της Lamda Development μαζί με το καζίνο, τα εμπορικά κέντρα, τις μαρίνες, τα θεματικά πάρκα και όλα τα παρακολουθήματα –όπως τα σχέδια του Κολλεγίου Αθηνών να ιδρύσει παράρτημα στο Ελληνικό– σκιαγραφούν το συνολικότερο αποτέλεσμα που επιδιώκουν τέτοιες επενδύσεις. Η επιδίωξη δεν περιορίζεται στην κερδοφορία, αλλά στη δημιουργία ενός αστικού περιβάλλοντος όπου η κατανάλωσή του (εκείνων που μπορούν να την έχουν) γίνεται αυτοσκοπός που αποσυνδέεται από το αντικείμενο της κατανάλωσης αυτό καθαυτό. Γίνεται μια ευχάριστη εμπειρία και ένας απενοχοποιημένος τρόπος ζωής, μακριά από εκείνους που δεν μπορούν να την έχουν. Η πρόσφατη διαφήμιση της Lamda για το πράσινο ομολογιακό δάνειο, από το οποίο άντλησε € 230 εκατομμύρια, πρόβαλε μια νέα γενιά που μεγαλώνει και ζει τις σημαντικές στιγμές της ενηλικίωσής της μέσα στον ασφαλή και αποστειρωμένο κόσμο των εμπορικών κέντρων, των ιδιωτικών κολλεγίων και του περιβαλλοντικά ευαίσθητου και τεχνολογικά προηγμένου χώρου κατοικίας, που είναι ουσιαστικά ένα περιβάλλον κοινωνικής τυφλότητας.
Πηγή: Google maps
Έτσι, ενώ οι επιπτώσεις από την επένδυση στο Ελληνικό δεν έχουν αποτυπωθεί, η αίσθηση της κατεύθυνσής τους είναι ήδη παρούσα. Οι επενδύσεις που έχουν γίνει ήδη στην περιοχή –μικρότερες αλλά στην ίδια κατεύθυνση– αλλάζουν τον κοινωνικό ιστό. Τα σχολεία στη Βουλιαγμένη –ειδικά το Γυμνάσιο και Λύκειο– ήταν παλαιότερα μάλλον στο περιθώριο, κάτι που φαινόταν και στις σχετικώς χαμηλές επιδόσεις στις εισαγωγικές εξετάσεις των αποφοίτων στα ΑΕΙ το 2005 (Χάρτης 13) [2]. Τα πιο εύπορα νοικοκυριά της περιοχής έστελναν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία, ακόμη και πολύ μακριά από την περιοχή κατοικίας τους. Σήμερα, ο πληθυσμός έχει πολλαπλασιαστεί καθώς και η ζήτηση για τα τοπικά σχολεία, ενώ έχει αλλάξει και η κοινωνική τους φυσιογνωμία, όπως φαίνεται και από τα αυτοκίνητα των γονέων που περιμένουν κάθε μεσημέρι να παραλάβουν μαθητές και μαθήτριες. Τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στη Βουλιαγμένη έχουν αλλάξει, με αποτέλεσμα η παρουσία μιας Bentley ή μιας Aston Martin να μην ξαφνιάζει. Ακόμη και τα τραγικά δυστυχήματα στην περιοχή γίνονται με οχήματα που δεν είναι συνηθισμένα. Μέσα στη χρονιά που πέρασε συγγενής πολιτικού σκοτώθηκε με Ferrari στα σύνορα με τη Βούλα και δημοφιλής ράπερ με Porsche στο κέντρο της Βουλιαγμένης.
Πηγή: Maloutas et al (2019)
Τα μεσαία στρώματα που κυριαρχούσαν στο παραλιακό μέτωπο και οι απόγονοί τους γίνονται, όλο και περισσότερο, θεατές στην επενδυτική αναβάθμιση του περίγυρού τους με δραστηριότητες και υπηρεσίες που δεν αποκλείουν πλέον μόνο τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, αλλά και τους ίδιους. Ορισμένοι από αυτούς, με μεγαλύτερες περιουσίες σε ακίνητα, μπορούν να αντέξουν και, ενδεχομένως, να επωφεληθούν από αυτές τις αλλαγές. Για πολλούς, όμως, είναι μια διαδικασία που τους αποξενώνει σταδιακά από τις γειτονιές τους, οι οποίες δεν τους προσφέρουν πλέον ούτε το είδος των υπηρεσιών που θέλουν, ούτε το επίπεδο τιμών στο οποίο μπορούν να ανταποκριθούν. Ο «εξευγενισμός» (gentrification) δεν αφορά μόνο τον εκτοπισμό/αποκλεισμό ομάδων χαμηλού εισοδήματος. Μπορεί να λειτουργήσει σε διαφορετικά κοινωνικά επίπεδα και οι ομάδες που είναι θύτες σε κάποιες περιοχές γίνονται θύματα σε κάποιες άλλες.
Η αρρύθμιστη αγορά ακινήτων ανάγει σε επενδυτικά προϊόντα τα ακίνητα σε κομμάτια της πόλης που προσελκύουν τη μεγαλύτερη ζήτηση, με επιπτώσεις που υπερβαίνουν την εμβάθυνση του κοινωνικού διαχωρισμού και τον εκτοπισμό των παλαιών κατοίκων από τις περιοχές τους. Οι περιοχές της πόλης με την εντονότερη ζήτηση μετατρέπονται σε θεματικά πάρκα όπου εκμηδενίζεται η ουσιαστική λειτουργική ανάμιξη (δηλαδή η ανάμιξη διαφορετικών δραστηριοτήτων) και η κοινωνική ανάμιξη. Η επιδίωξη της διπλής αυτής ανάμιξης αποτελεί θεμέλιο του σύγχρονου πολεοδομικού σχεδιασμού, στη βάση της διεθνούς εμπειρίας περασμένων δεκαετιών και των αδιεξόδων στις λειτουργικά μονοδιάστατες και κοινωνικά αμιγείς περιοχές. Η αρρύθμιστη αγορά είναι προφανές ότι δεν προσφέρει λύσεις κοινωνικά συνεκτικές και περιβαλλοντικά βιώσιμες. Δίνει όμως υπερκέρδη στους λίγους που μπορούν να επωφεληθούν από τις επιχειρηματικές ευκαιρίες που προσφέρει η αυξημένη ζήτηση και, παράλληλα, τονώνει την ιδεολογική προσήλωση στον οικονομικό φιλελευθερισμό των ίδιων και των πολιτικών τους υποστηρικτών.
[1] : Στο άρθρο των Carlucci et al. (2020) χρησιμοποιούνται οι ιδιωτικές πισίνες ως στοιχείο μέτρησης του κοινωνικού διαχωρισμού μεταξύ περιοχών κατοικίας στην Αθήνα.
[2] : Με βάση τα αναλυτικά δεδομένα για τις επιδόσεις των αποφοίτων της χρονιάς 2004-05 στις Πανελλαδικές εξετάσεις, το Λύκειο της Βουλιαγμένης βρισκόταν σε χαμηλή θέση μεταξύ των Λυκείων της Αττικής (Maloutas et al, 2019).
Μαλούτας, Θ., Σπυρέλλης, Σ. (2022) Η Αθηναϊκή Ριβιέρα: Κοινωνική φυσιογνωμία και αγορά ακινήτων στο παράκτιο μέτωπο της πόλης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-αθηναϊκή-ριβιέρα/ , DOI: 10.17902/20971.108
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η μεταποιητική παραγωγή με τη μορφή της διάχυτης εκβιομηχάνισης, συνέβαλε ιστορικά και καθοριστικά στη δημιουργία και ανάπτυξη αστικών παραγωγικών συστημάτων και βιομηχανικών συγκεντρώσεων στην Αθήνα. Το μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ευνόησε τη δημιουργία και λειτουργία ενός αρχιπελάγους μικρών επιχειρήσεων ως μέρος του μεγαλύτερου τομέα της εγχώριας μεταποιητικής δραστηριότητας. Η αστική ανάπτυξη της Αθήνας εξελίχθηκε σε σχέση με τη διασπορά των παραγωγικών δραστηριοτήτων στον αστικό ιστό (μικρές/μεσαίες επιχειρήσεις, βιοτεχνίες, άτυπες δραστηριότητες), όπου επικράτησαν οι μικτές χρήσεις γης, ενώ η ελληνική μεταποίηση διαμορφώθηκε από μια παραγωγική δομή στην οποία διακλαδικές συγκεντρώσεις συνυπάρχουν και επηρεάζουν τα συστήματα παραγωγής και αναπαραγωγής. Οι συγκεντρώσεις αυτές αποτελούνται από τοπικές βιομηχανίες εξειδικευμένων οικονομιών με μεγάλη συνήθως ιστορική παρουσία, οι οποίες εκτός της ικανότητας τους να προσαρμόζονται στις αλλαγές της αγοράς, συμβάλλουν σημαντικά στην οικονομική και κοινωνική αναζωογόνηση ολόκληρων περιοχών, εντός και πέρα των φυσικών τους ορίων.
Η οργάνωση της ελληνικής μεταποίησης έχει σχετικά κοινά χαρακτηριστικά με αλλά τοπικά παραγωγικά συστήματα της Νότιας Ευρώπης καθώς και με τις λεγόμενες βιομηχανικές περιοχές Industrial Districts (ID’s), ορισμός που δόθηκε στα Ιταλικά παραγωγικά συστήματα της Τρίτης Ιταλίας. Η αποκεντρωμένη δομή των συστημάτων της Νότιας Ευρώπης προσφέρει ένα τυπολογικό εύρος διάρθρωσης της αγοράς εργασίας (Lewis and Williams 1987; Mingione 1995) που αντιπροσωπεύει κοινές κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις και έχει συγκεκριμένα πολιτιστικά και άλλα χαρακτηριστικά (Hadjimichalis 1987; Garofoli 1992). Οι σχέσεις αυτές, ορίζουν συγκεκριμένα πρότυπα τοπικής και περιφερειακής δυναμικής και ένα ευρύ φάσμα αναπτυξιακών και τοπικών χαρακτηριστικών, αντί για ένα ενιαίο μοντέλο ανάπτυξης μέσα στους διαφορετικούς “κόσμους παραγωγής” (Storper 1997) [1]. Αυτά τα πρότυπα δεν αποτελούν ένδειξη υπανάπτυξης και περιθωριοποίησης, αντιθέτως, αντιπροσωπεύουν ένα διαφορετικό μοντέλο βιομηχανικής παραγωγής και ανάπτυξης από το κυρίαρχο δυτικοευρωπαϊκό.
Το κείμενο εξετάζει τη σχέση της μεταποιητικής δραστηριότητας με τον αστικό χώρο μέσα από τη διερεύνηση της παρουσίας και λειτουργίας των τοπικών παραγωγικών συστημάτων στην τοπική και περιφερειακή οικονομία της Αθήνας. Εστιάζει στην οργάνωση της μεταποιητικής δραστηριότητας σε δύο διαφορετικές χωρικές κλίμακες. Στο πρώτο μέρος, χαρτογραφείται και αναλύεται η ποσοτική εικόνα της βιομηχανικής θέσης στην Περιφέρεια Αττικής. Στη συνέχεια, αναλύεται, μέσω εμπειρικής έρευνας, η λειτουργία ενός τοπικού παραγωγικού συστήματος, η βιομηχανική πιάτσα Τσαλαβούτα, η οποία βρίσκεται στην θεσμοθετημένη ζώνη του Ελαιώνα και ανήκει στον Δήμο Περιστερίου. Η περιοχή αποτελεί τυπικό παράδειγμα της ελληνικής εκδοχής της αστικής διάχυτης εκβιομηχάνισης και ανήκει στην ιστορικά παραγωγική ζώνη στο δυτικό τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας. Η πιάτσα αποτελείται από βιομηχανικά σύνολα κυρίως μικρών/μεσαίων πολυκλαδικών επιχειρήσεων και λίγων μεγάλων και πολύ μεγάλων επιχειρήσεων [2] Όμοια με άλλα παραδείγματα τοπικών παραγωγικών συστημάτων αυτού του είδους, η περιοχή διαμορφώνεται από μια κοινότητα ανθρώπων και επιχειρήσεων που ασχολούνται με την τοπική παραγωγή, η οποία προοδεύει διαδοχικά τον χωρικό καταμερισμό εργασίας αξιοποιώντας την επίδραση της εξωτερικής αγοράς. Ενώ η πλειονότητα των επιχειρήσεων είναι ανώνυμες, όχι ιδιαίτερα «δυναμικές», η ζωτικότητα και η αναπαραγωγή τους εξαρτώνται από την προσαρμογή και ανανέωση του παραγωγικού μηχανισμού και την ανανέωση δημιουργικών πρακτικών η οποία επιτυγχάνεται χάρη στη λειτουργία των – εσωτερικών στην πιάτσα- κοινωνικοοικονομικών διεργασιών. Οι διεργασίες αυτές, στηρίζονται στην αμοιβαία υποστήριξη και συνεργασία, τις κοινές αξίες και τους σιωπηρούς κανόνες της πιάτσας, του περιβάλλοντος εκείνου στο οποίο κυκλοφορεί η παραγωγική γνώση, τονώνεται η επιχειρηματικότητα και διαδίδεται η αμοιβαία συνεργασία.
Η ελληνική κρίση επέφερε αλλαγές που δοκίμασαν την λειτουργία του συστήματος, το οποίο ανέπτυξε αμυντικούς και πιο δυναμικούς μηχανισμούς και τακτικές προσαρμογής μέσα από τη διάχυση της εξειδίκευσης, της ευελιξίας και της συνεργασίας. Ταυτόχρονα, η χωροθέτηση του παραγωγικού συστήματος εντός του αστικού ιστού, σε εγγύτητα με άλλες τοπικές αγορές, κρίνεται σημαντική καθώς δίνει πλεονεκτήματα θέσης και διευκολύνει την συνεργασία με τα- εκτός της πιάτσας- διαφορετικά δίκτυα.
Από το 2009, η κρίση επηρέασε δραματικά την περιφέρεια Αττικής. Eνώ συναφείς χωρικές μελέτες από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά, αναγνωρίζουν όλες τις περιόδους ως «περιόδους κρίσης» για τον τομέα της μεταποίησης, τα επεξεργασμένα σημερινά στοιχεία δείχνουν την άνευ προηγουμένου μείωση του μεγαλύτερου μέρους της απασχόλησης, καθώς και μεγάλη συρρίκνωση στο πλήθος των παραγωγικών μονάδων. Σε απόλυτους αριθμούς, το 2011 σημειώθηκε σχεδόν το 1/2 των απωλειών θέσεων εργασίας σε σχέση με το 2001. Ο δείκτης απασχόλησης στη μεταποίηση στο σύνολο του εργατικού δυναμικού της Περιφέρειας μειώθηκε κατά 3,76% μεταξύ 2011 και 2001 και κατά 2,88% μεταξύ 2001 και 1991 και παρόλο που η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται μεταξύ του 2011 και του 2001, η μείωση κατά την προηγούμενη δεκαετία (περίοδος ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας) είναι ιδιαίτερα αυξημένη [3].
Πηγές: ΕΛΣΤΑΤ 1991, 2001, 201. Ιδία επεξεργασία στοιχείων
Συνολικά, το ποσοστό της μεταποίησης στο συνολικό εργατικό δυναμικό της Περιφέρειας Αττικής, ακολούθησε μια συνεχή πτωτική τάση, φτάνοντας από το 16,22% στο 13,34 και στο 9,58% μεταξύ των ετών 1991, 2001 και 2011 αντίστοιχα. Τα συμπεράσματα της ανάλυσης ενισχύουν την υπόθεση της έρευνας ότι η πτωτική τάση της μεταποίησης δεν είναι ένα νέο φαινόμενο και ενώ η κρίση οδήγησε σε μαζική καταστροφή του παραγωγικού τομέα ως αποτέλεσμα της μεγάλης ύφεσης και στασιμότητας, εμφανίζεται ως η συνέχεια του μοντέλου οικονομικής και περιφερειακής αναδιάρθρωσης που είχε προηγουμένως οδηγήσει στη χρηματιστικοποίηση, την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και την χωρική αναδιοργάνωση της εργασίας σε παγκόσμια, εθνική και τοπική κλίμακα.
Σε ότι αφορά στη θέση των βιομηχανικών μονάδων, η έρευνα προχώρησε στην επεξεργασία του συνόλου των διευθύνσεων των μεταποιητικών μονάδων, το οποίο γεωκωδικοποιήθηκε για το σύνολο των 15525 επιχειρήσεων ανά βιομηχανικό κλάδο, στο σύνολο των 24 κλάδων της βιομηχανίας ανά Δήμο και Ταχυδρομικό Κώδικα [4].
Πηγές: Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) 2016. Ιδία επεξεργασία στοιχείων
Με αυτόν τον τρόπο αποτυπώθηκε η ποσοτική εικόνα της χωρικής διασποράς της μεταποιητικής δραστηριότητας καθώς και η τοπική εξειδίκευση μέσω της κλαδικής ανάλυσης τοπικά και περιφερειακά. Ήδη από το 1995, παρατηρούμε μια σταδιακή μείωση στο συνολικό αριθμό των μονάδων. Ωστόσο, τη περίοδο μεταξύ 2010 και 2015 καταγράφεται σημαντική μείωση στον συνολικό αριθμό των επιχειρήσεων (- 32,11%) στη συντριπτική πλειονότητα των μεταποιητικών κλάδων. Τα στοιχεία δείχνουν ότι μέσα σε μια δεκαετία (2005 – 2015), ο αριθμός των βιομηχανιών που εδρεύουν στην Αττική μειώθηκε στο μισό. Και εδώ τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι μεταβολές στο οικονομικό περιβάλλον που προκλήθηκαν από την ύφεση έχουν επηρεάσει δραματικά την παρουσία της παραγωγής τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Εντούτοις, καταδεικνύουν την σημαντική μείωση στον αριθμό των επιχειρήσεων και κατά την περίοδο της οικονομικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας την δεκαετία του 2000 όταν καταγράφεται μείωση -10% την περίοδο μεταξύ των ετών 2005-2008 και -19% πριν και κατά το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης μεταξύ 2008 και 2010.
Από τη συνολική κλαδική συγκέντρωση καθώς και την γεωγραφική απεικόνιση των επιχειρήσεων, η οποία δίνει την ποσοτική εικόνα σε σχέση με τις τοπικές συγκεντρώσεις, βλέπουμε ότι η Μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας χαρακτηρίζεται έντονα από την διάσπαρτη εκβιομηχάνιση δια της οποίας πυκνές συγκεντρώσεις μονάδων εντοπίζονται σε αστικές περιοχές. Αυτή η πολυκλαδική διασπορά, εντοπίζεται στην πλειοψηφία των δήμων, αρθρώνεται όμως βασικά στο βόρειο – νότιο τμήμα στα δυτικά της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας, κατά μήκος του παραδοσιακού παραγωγικού άξονα.
Όσο αφορά στη μητροπολιτική περιφέρεια, έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά τόσο μεταξύ των χωριστών εδαφικών και διοικητικών της μονάδων (Ανατολική και Δυτική Αττική) όσο και της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας. Τα πολυδιάστατα πλέγματα παραγωγικών και όχι μόνο δραστηριοτήτων οικονομικού χαρακτήρα σε περιοχές της Ανατολικής Αττικής τις τελευταίες δεκαετίες αποτελούν οικισμούς όπου η βιομηχανία, η γεωργική γη, το χονδρικό εμπόριο, οι μεταφορές και οι μεγάλες αλυσίδες λιανικής πώλησης διαμορφώνουν ζώνες ανάπτυξης.
Η εμφανής μείωση του παραγωγικού τομέα και η αναδιάρθρωση που σημειώθηκε στον αστικό χώρο, αν και τραυμάτισε τη μεταποιητική δραστηριότητα σε περιφερειακό επίπεδο, δεν περιόρισε τη λειτουργία ενός μεγάλου αριθμού παραδοσιακών και δυναμικών κλάδων. Η κλαδική σύνθεση της μεταποίησης στις αστικές περιοχές δείχνει την παρουσία πολλών αλληλένδετων επιχειρήσεων και κλάδων σε έναν τόπο, στα σημεία διασταύρωσης με άλλες χρήσεις, και συνεπάγεται την αλληλεπίδραση πολλών διαφορετικών παραγόντων. Λαμβανομένου υπόψη όμως του συνολικού πλήθους συγκέντρωσης της βιομηχανίας, παρατηρείται ότι μεταξύ των κυριότερων χαρακτηριστικών της Περιφέρειας Αττικής είναι η συγκέντρωση των περισσότερων βιομηχανιών στα αστικά κέντρα της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας. Στα όρια του Δήμου Αθηναίων βρίσκεται σχεδόν το 1/3 του συνολικού πληθυσμού των επιχειρήσεων της περιφέρειας, ενώ το Περιστέρι – η περιοχή που επιλέχθηκε ως περιοχή μελέτης – και ο Πειραιάς, κατατάσσονται πρώτοι μεταξύ των Δήμων με τη μεγαλύτερη γεωγραφική συγκέντρωση βιομηχανικών μονάδων.
Η μελέτη εστίασε μέσω εμπειρικής έρευνας [5] στον παραγωγικό θύλακα, την λεγόμενη βιομηχανική πιάτσα Τσαλαβούτα, η οποία βρίσκεται στην παρακηφίσια ζώνη του Δήμου Περιστερίου και συμπεριλαμβάνεται στην αναπτυξιακή ζώνη του Ελαιώνα. Μετά το μεγάλο κύμα αστικοποίησης στη δεκαετία του 1950, η περιοχή ενσωματώνεται στη βιομηχανική ζώνη της Αθήνας στα νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά φυσικά όρια του ποταμού Κηφισού, με τον Ελαιώνα να μετατρέπεται σε δυναμικό πόλο βιομηχανικής δραστηριότητας. Ενώ η κοινωνική κινητικότητα των τελευταίων δεκαετιών έχει οδηγήσει στη μετατροπή της γειτονιάς της εργατικής τάξης της μεταπολεμικής περιόδου σε μια περισσότερο ή λιγότερο μικρο-αστική γειτονιά και η τριτοποίηση έχει εισχωρήσει μαζικά σε βάρος του παλιού, πολύ ισχυρού μεταποιητικού τομέα, η περιοχή διατηρεί την ποικιλομορφία της και την έντονη πληθώρα διαφορετικών χρήσεων με τις παραγωγικές μονάδες να είναι διάσπαρτες μέσα στον ιστό της.
Πηγή: Επιτόπια έρευνα, Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.)
Στο πλαίσιο αυτού του τύπου αστικής-βιομηχανικής ανάπτυξης, ο χώρος αναπαράγεται κοινωνικά μέσω ενός μείγματος πολύπλευρων και αντιφατικών δραστηριοτήτων, από μικρές/μεσαίες επιχειρήσεις, βιοτεχνίες, άτυπες δραστηριότητες και την κατοικία. Η μίξη καταδεικνύει «ανεκτικότητα» αν όχι «κοινό τρόπο ζωής» μεταξύ των κατοίκων και των βιομηχανικών χρήσεων. Οι παραγωγικές μονάδες αλλά και ο τρόπος που αυτές είναι ενταγμένες στον χώρο, αποτελούν μέρος της συγκρότησης της τοπικής κοινωνίας και αντιστρόφως. Συνεπώς, οι παραγωγικές μονάδες, δεν μπορούν να κάνουν χωρίς τα συγκεκριμένα κοινωνικοχωρικά χαρακτηριστικά και οι περιοχές αυτές δεν θα είναι οι ίδιες, χωρίς το περιεχόμενο με το οποίο έχουν εξελιχθεί και από το οποίο ανανεώνονται.
Η αναπτυξιακή δυναμική χτίζεται πάνω στις οικονομικές, κοινωνικές αλλά και θεσμικές ιδιαιτερότητες του γεωγραφικού χώρου. Τοπικά παραγωγικά συστήματα όπως η Τσαλαβούτα, αναπτύχθηκαν μέσα σε πολιτικοθεσμικά πλαίσια που έχουν διαμορφωθεί από διαδοχικές κανονιστικές ρυθμίσεις, θεσμοθετημένες πολιτικές και adhoc πρακτικές, συγκυριακές επιλογές και κοινωνικούς συμβιβασμούς. Το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο [6] ορίζει την υπό όρους λειτουργία της βιομηχανίας στην περιοχή για τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις. Αυτό συνήθως σημαίνει την διατήρηση, τουλάχιστον τυπικά, των βιοτεχνικών μονάδων για όσο διαρκεί ο κύκλος ζωής της επιχείρησης (του ιδιοκτήτη ή της δραστηριότητας), όμως συχνά οι άδειες λειτουργίας μεταβιβάζονται σε νέες επιχειρήσεις του κλάδου, ή διαφορετικών κλάδων, των οποίων η δραστηριότητα που αναγράφεται στην άδεια δεν συμπίπτει με την πραγματική δραστηριότητα της επιχείρησης. Σύμφωνα με τους επιχειρηματίες των παραγωγικών μονάδων με τους οποίους διενεργήθηκαν οι συνεντεύξεις, παρατηρείται μια επίμονη τάση και σχετικά αυξημένη κινητικότητα στο πλήθος των επιχειρήσεων στην περιοχή σήμερα.
Στον αντίποδα, όλη αυτή τη συνθετότητα της παραγωγικής δραστηριότητας μέσα στο χώρο, στην κοινωνική και ιστορική της διάσταση, φαίνεται να μην αξιολογείται ως σημαντική από την Δημοτική Αρχή.
Το Περιστέρι είναι το υπαίθριο εμπορικό κέντρο της Αθήνας- διαθέτει μεγάλη εμπορική αγορά, εκατοντάδες εστιατόρια, ιδανική προσβασιμότητα και είναι ο μόνος αποκεντρωμένος Δήμος με τρεις σταθμούς μετρό. Μέσω της τροποποίησης του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου, εισήχθησαν και άλλες χρήσεις, όπως πολιτισμός, ιδιωτική υγεία και εκπαίδευση, ξενοδοχεία και αναψυχή. Σκοπός της Δημοτικής Αρχής είναι η αναζωογόνηση της περιοχής μέσω της αλλαγής των χρήσεων γης που σήμερα προστατεύονται υπερβολικά[…]Εκτός από λίγες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, η μεγάλης κλίμακας βιομηχανία έχει εγκαταλείψει την περιοχή. Νομίζω ότι η αλλαγή είναι αναπόφευκτη. Προσωπικά υποστηρίζω την αποκέντρωση της μεταποιητικής δραστηριότητας και τη μετατροπή της περιοχής σε κόμβο νεοφυών επιχειρήσεων με τη ζώνη του Κηφισού να είναι πλήρως τριτογενοποιημένη.
Δήμαρχος Περιστερίου |
Συχνά, η ρητορική για την αναδιάρθρωση των πόλεων, συνοδεύεται από προσπάθειες για την “έκπτωση του περιεχομένου” “de- contextualization”, την απονοηματοδότηση μιας περιοχής. Η διατύπωση αυτή είναι ενδεικτυκή της προσπάθειας απομοίωσης του νοήματος και της αξίας που δημιουργεί η τοπική οικονομία. Σύμφωνα με τον Δήμαρχο Περιστερίου, το επιθυμητό όραμα για την αστική αναγέννηση της περιοχής εκφράζεται με όρους εκτεταμένης τριτογεννοποίησης, οι οποίοι απέχουν τόσο από τον υπάρχοντα χαρακτήρα της περιοχής όσο και από την πραγματικότητα της τοπικής και περιφερειακής αγοράς.
Ένα από τα κεντρικά συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι η βιομηχανική θέση, η χωροθέτηση δηλαδή, εξακολουθεί να είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες για τη βιομηχανική εγκατάσταση, παρέχοντας συγκριτικά πλεονεκτήματα σε αστικές περιοχές ενσωματωμένες σε ένα ευρύτερο χωρικό σύστημα από τοπικές αγορές εργασίας, όπου προμηθευτές, αντιπρόσωποι, πολυάριθμες υπεργολαβικές επιχειρήσεις και βοηθητικές υπηρεσίες συνυπάρχουν. Αφενός η κεντρική θέση της πιάτσας Τσαλαβούτα στο δυτικό παραδοσιακό βιομηχανικό σύμπλεγμα της Αθήνας εξακολουθεί να αποτελεί ελκυστικό παράγοντα για την άμεση πρόσβαση ή εγγύτητα στις αγορές, αφετέρου το οδικό δίκτυο διευκολύνει τους επιχειρηματίες και τους εργαζόμενους να μετακινούνται γρήγορα και να μειώνουν το κόστος μετακίνησης. Ακόμη και για τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, οι οποίες ενσωματώνουν εταιρικές ή έχουν υιοθετήσει αποκεντρωμένες στρατηγικές, η παγκοσμιοποίηση δεν μείωσε την ανάγκη για εγγύτητα και μείωση του κόστους σε επιλεγμένες τοποθεσίες της βιομηχανικής πιάτσας.
Η απόσταση έχει καταστεί πολύ πιο σημαντική κατά τη διάρκεια της κρίσης, καθώς συνεπάγεται κόστος. Ειδικά για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, το κόστος των καυσίμων και η επένδυση σε εταιρικά οχήματα για τη μεταφορά των εργαζομένων δεν είναι μια προσιτή στρατηγική. Οι επιχειρηματίες με τους οποίους διενεργήθηκαν οι συνεντεύξεις προτιμούν να επενδύουν σε κεφάλαια κίνησης ή σε τεχνολογικό εξοπλισμό και όχι σε μία καινούρια, αποκεντρωμένη μονάδα στον εξω- αστικό χώρο της Αττικής.
Το χωρικό περιεχόμενο που αναφέρεται στις παραδοσιακές διασυνδέσεις της περιοχής με τους χώρους εργασίας δημιουργεί δύο ταυτόσημα αποτελέσματα σε αυτά τα συστήματα. Το ένα αφορά στην σχέση που προκύπτει από την ενσωμάτωση του συστήματος μέσα στον αστικό ιστό. Η ποικιλομορφία (αστικοποίηση) ενθαρρύνει την ανάπτυξη και επίσης τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων (Jacobs 1960; Rosenthal Strange 2004), τις διαπροσωπικές και διακλαδικές συναλλαγές και τις οικονομίες αστικοποίησης που προέρχονται από την παρουσία δημόσιων αγαθών, υπηρεσιών και υποδομών. Η ίδια η πόλη λειτουργεί ως ένα ευρύτερο γεωγραφικό σύστημα οικονομιών συσσώρευσης (agglomeration economies) αλλά και ως διασύνδεση μέσα σε διαφοροποιημένα δίκτυα μεγάλων αποστάσεων -φυσικά δίκτυα, δίκτυα επικοινωνίας, πολιτιστικά δίκτυα και δίκτυα ενέργειας (Camagni 2001; Scott & Storper 2014).
Το δεύτερο αποτέλεσμα προκύπτει από την λειτουργία της πιάτσας ως τόπος όπου ασκείται ένα ολόκληρο σύστημα αλληλένδετων πρακτικών με κοινωνικά και θεσμικά χαρακτηριστικά (αξίες, σιωπηροί κανόνες συμπεριφοράς, δράση δημόσιων και ιδιωτικών συλλογικών φορέων). Το περιβάλλον που δημιουργείται εντός της πιάτσας από την κοινότητα των ανθρώπων που συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία και τις επιχειρήσεις στην οποία αυτές είναι ενταγμένες – district milieu– παράγει δυνατότητες αξιοποίησης της δημιουργικότητας, της παραγώμενης γνώσης και της κοινωνικο- πολιτισμικικής καινοτομίας (Camagni 1995; Belussi & Pilotti 2002; Rémy 2000) και είναι γνωστό για τη συνύπαρξη κλίματος ισχυρού ανταγωνισμού και, ταυτόχρονα, εκτεταμένης συνεργασίας (Becattini & Musotti 2003).
Η συνεργασία μεταξύ των μονάδων παράγει υψηλού επιπέδου διάχυτη εξειδίκευση, τοπική τεχνογνωσία και δημιουργικές τεχνικές. Ο καταμερισμός της εργασίας είναι εγγενής στο εργαστήριο, τις φάσεις και τις λειτουργίες μεταξύ των επιχειρήσεων, διαμορφώνοντας «την αγορά της κοινότητας» (Dei Ottati 1994; 2017) και επεκτείνεται περαιτέρω στην παγκόσμια αγορά. Η ευελιξία δεν περιλαμβάνει μόνο την τεχνολογία. Η πιάτσα, λειτουργεί ως αυτοτελές εργαστήριο όπου διάφορες εξειδικεύσεις μπορούν να «ικανοποιήσουν» την τελική ζήτηση στο σύνολό της. Ο πελάτης (τελική ζήτηση), μπορεί να αλλάζει επιχειρήσεις (ίδιων ή αλληλοσυνδεόμενων κλάδων) σε διαφορετικές φάσεις της παραγωγής για να πάρει το τελικό προϊόν. Η διαίρεση της εργασίας που αναπτύσσεται σε όλες τις χωρικές κλίμακες και το πλέγμα που συνδέει τα διαφορετικά δίκτυα (παραγωγοί, προμηθευτές, πελάτες, εμπορικοί αντιπρόσωποι, υπεργολάβοι) φέρνουν πίσω αυξανόμενες αποδόσεις στις επιχειρήσεις της πιάτσας. Ακόμη και οι μεγάλες και πολύ μεγάλες επιχειρήσεις με καθετοποιημένη παραγωγή επωφελούνται από λειτουργίες και υπηρεσίες που παρέχουν οι μικρότερες επιχειρήσεις ως μέρη της λειτουργίας της πιάτσας (συσκευασία, υπηρεσίες εκτύπωσης κ.λπ.).
Πηγή στοιχείων: Εμπειρική έρευνα, Ο. Μπαλαούρα
Πηγή στοιχείων: Εμπειρική έρευνα, Ο. Μπαλαούρα
Η αλληλεπίδραση μεταξύ επιχειρήσεων σημαίνει αμοιβαία εμπιστοσύνη και κοινό πλαίσιο αξιών με αναφορά στην περιοχή και συνεπώς όλες οι επιχειρήσεις ακολουθούν τους νόμους της πιάτσας. Στην ουσία, εφαρμόζεται ένα σύστημα εσωτερικής διακυβέρνησης με αναφορά στην κοινότητα, το οποίο διαμορφώνουν οι επιχειρήσεις. Η πιάτσα για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων αποτελεί μια δεξαμενή εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού την οποία εμπιστεύονται και προτιμούν. Στο συγκεκριμένο περιβάλλον η εργασία είναι διαπραγματεύσιμη ανάλογα με τις δεξιότητες των εργαζομένων και την προσωπική δέσμευση τους στην αποτελεσματικότητα της επιχείρησης, η οποία σχεδόν πάντα προϋποθέτει ευέλικτες/ άτυπες εργασιακές πρακτικές. Με αυτόν τον τρόπο, η αποτελεσματικότητα της εργασίας γίνεται τόσο εσωτερική υπόθεση για την επιχείρηση, όσο και συλλογική υπόθεση για την πιάτσα. Εγγενές κομμάτι του νόμου της πιάτσας εξακολουθεί να είναι η «ατυπία», μια σειρά άτυπων πρακτικών οι οποίες ειδικά στην περίοδο της κρίσης επιδεινώθηκαν, καθώς ευελιξία και επισφάλεια απέκτησαν σε μεγάλο βαθμό και θεσμικό χαρακτήρα. Η ατυπία εντοπίζεται τόσο στις εργασιακές σχέσεις με μεγαλύτερη ένταση στην έμφυλη- εις βάρος των γυναικών και φυλετική εις βάρος των μεταναστών/ στριών- διάσταση, στην ανεπάρκεια των όρων υγειϊνής και προστασίας μέσα στους χώρους δουλειάς και στις ελλιπείς ιδιωτικές και δημόσιες υποδομές του ευρύτερου χωρικού περιβάλλοντος της πιάτσας.
Πηγή στοιχείων: Εμπειρική έρευνα, Ο. Μπαλαούρα
Ένα άλλο κρίσιμο συμπέρασμα, το οποίο είναι απαραίτητο σε αυτο του τύπου τις βιομηχανικές συγκεντρώσεις, είναι η λεγόμενη «επίδραση της περιοχής» – district effect- (Signorini 1994; Becattini & Dei Ottati 2006) η οποία δημιουργείται από την ισχυρή παρουσία και συνεργασία ενός πληθυσμού ΜμΕ με ποικίλα διακλαδικά χαρακτηριστικά και διακλαδικές παραλλαγές που περιλαμβάνουν διαφορετικές φάσεις παραγωγής. Οι αλληλένδετες οικονομίες που δημιουργούνται εντός της περιοχής οδηγούν σε «εξωτερικές οικονομιες κλίμακας» (Asheim 1994; Amin & Cohendet 2000), εξωτερικές δηλαδή της επιχείρησης και εσωτερικές της περιοχής, παρέχοντας ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και αυξάνοντας τις αποδόσεις της πιάτσας [7]. Ωστόσο, η τοπική δημιουργικότητα και η ευελιξία δεν συνιστούν ανεξάντλητο πόρο επιβίωσης και αειφορίας των συστημάτων αυτών, ειδικά σε συνθήκες εκτεταμένων κρίσεων και παγκόσμιου ανταγωνισμού. Παρόλο που οι επιχειρήσεις στην Τσαλαβούτα έχουν κάνει μια σειρά από νέες προσαρμογές στις μεταβαλλόμενες συνθήκες του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένου του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού σε αντίθεση με το παρελθόν, εξακολουθούν να έχουν σημαντικούς περιορισμούς λαμβάνοντας υπόψη τις συνεχείς αλλαγές στην παγκόσμια γεωγραφία της παραγωγής και την τεχνολογική μεταβολή. Αυτό δεν ισχύει βέβαια για τις μεγάλες και πολύ μεγάλες εταιρείες του δείγματος, οι οποίες έχουν τόσο το κεφάλαιο όσο και το μέγεθος για να υποστηρίξουν την υιοθέτηση της τελευταίας τεχνολογίας μαζί με άλλες διοικητικού τύπου εταιρικές πρακτικές. Η τεχνολογία και η καινοτομία ήταν πάντοτε ιδιωτικό προσόν, ιδία επένδυση και επιχειρηματική ανησυχία. Στην Ελλάδα δεν συμπεριλήφθησαν τεχνολογικές και επιστημονικές θεσμικές δομές που θα προσέφεραν εγγυήσεις για την αύξηση του αναπτυξιακού δυναμισμού της παραγωγής σε σχέση με άλλες περιπτώσεις τοπικών παραγωγικών συστημάτων χωρών της Μεσογείου (βλ. Vazquez Barquero 1987; Courlet & Pecqueur 1992; Garofolli 2002), όπου η δημόσια πολιτική αλληλεπιδρά με ιδιωτικούς φορείς, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, χρηματοδοτικούς και άλλους μηχανισμούς για την ανάπτυξη έργων που τονώνουν την τοπική οικονομία.
Η παγκοσμιοποίηση και ιδιαίτερα η ελληνική κρίση ήρθαν να ενισχύσουν αυτές τις ελλείψεις και να θέσουν περαιτέρω εμπόδια στις μονάδες που επιχειρούν να εισέλθουν στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Παρά τις εξελίξεις αυτές και λαμβάνοντας υπόψη ότι επενδύσεις στην τεχνολογία πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια περιόδων οικονομικής ανάπτυξης, ένα ευρύ φάσμα επιχειρήσεων στην περιοχή κατάφερε – ειδικά κατά τη διάρκεια της κρίσης – να αναπτυχθεί και να προσεγγίσει τις παγκόσμιες αγορές μέσω των εξαγωγών.
Πολλές μικρές επιχειρήσεις του δείγματος είναι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις με κυρίαρχη οικογενειακή δομή. Το παραπάνω χαρακτηριστικό τις καθιστά περισσότερο αποτελέσματα ενός σχεδίου ζωής, παρά μια οικονομική επιχείρηση. Το γεγονός αυτό τους επιτρέπει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια σύντομων κρίσεων, επειδή οι εν λόγω επιχειρηματίες προβάλλουν μια πρόσθετη αντίσταση στις οικονομικές δυσκολίες, κινητοποιώντας τους δικούς τους πόρους και εκείνους των συγγενών και των φίλων, για να ξεπεράσουν την ύφεση. Κατά την διάρκεια της ελληνικής κρίσης, πολλές επιχειρήσεις επιβίωσαν με ιδιωτικούς πόρους, λόγω της περιορισμένης πρόσβασης σε τραπεζικά δάνεια, πιστώσεις και χρηματοδοτικούς πόρους και αναπτυξιακές ενισχύσεις.
Τέλος, μια άλλη σημαντική παρατήρηση είναι ότι ένας μεγάλος αριθμός των παιδιών των επιχειρηματιών εμπλέκεται στη διαδικασία παραγωγής. Έρευνες των τελευταίων δεκαετιών (βλ. Mingione 1995; Maloutas 2007), παρατήρησαν την εκτεταμένη αδιαφορία των νεότερων μελών για τη συνέχιση της οικογενειακής επιχείρησης κυρίως λόγω της κοινωνικής κινητικότητας που οδήγησε στην αναβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου και την επιλογή επαγγελμάτων στον τριτογεννή τομέα, από μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Σε αντίθεση με τα πορίσματα των παραπάνω ερευνών, κατά τη διάρκεια της κρίσης, και λόγω των επιπτώσεων που είχε αυτή στην ανεργία και την εκτεταμένη ανασφάλεια, παρατηρείται μια έντονη τάση επιστροφής μελών της νέας γενιάς στις επιχειρήσεις της οικογένειας τους. Εισήλθε έτσι μια νέα, υψηλού επιπέδου κατάρτισης γενιά η οποία κερδίζει στρατηγικές θέσεις στις επιχειρήσεις και τις ανανεώνει με επιτυχία, στο σχεδιαστικό προϊόν και την τεχνολογική και οργανωτική τεχνογνωσία.
[1] Αυτό το τυπολογικό εύρος παραγωγικών προτύπων της Νότιας Ευρώπης παρόλο που έχει κοινά χαρακτηριστικά, δεν ακολούθησε και δεν ακολουθεί κοινούς αναπτυξιακούς δρόμους. Στις περιοχές στις οποίες ο Φορντισμός δεν ήταν ποτέ ηγεμονικός, η ανάπτυξη κατευθύνθηκε από ευέλικτα βιομηχανικά παραγωγικά σύνολα μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Μετά τη δεκαετία του 1970, κάποιες από αυτές τις περιοχές σε Ευρώπη και Aμερική, έγιναν σύμβολα της επιτυχίας του «ευέλικτου καπιταλισμού μικρής κλίμακας», ενώ άλλες αποτελούμενες από αυτές που η βιβλιογραφία αναφέρει ως “ordinary” (συνηθισμένες- καθημερινές) μικρομεσαίες επιχειρήσεις αγνοήθηκαν τόσο από τη πλευρά της οικονομικής θεωρίας, όσο και της πολιτικής για την περιφερειακή ανάπτυξη (Για μια αναλυτική περιγραφή βλ. Amin & Robins 1990; Hadjimichalis 2011)
[2] Κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας, εντοπίστηκαν συνολικά 150 διευθύνσεις βιομηχανικών μονάδων. Σύμφωνα με την κλαδική ιεραρχία, ο κλάδος των μεταλλικών προϊόντων συγκεντρώνει την πλειονότητα των μονάδων. Η κλωστοϋφαντουργία, η ένδυση και τα δερμάτινα υποδήματα ως κλαδικό σύστημα και η παραγωγή επίπλων αντιπροσωπεύονται έντονα, ενώ ακολουθούν η παραγωγή τροφίμων και η κατασκευή μηχανημάτων και εξοπλισμού. Αξιοσημείωτης σημασίας είναι οι τομείς των πλαστικών προϊόντων και των υλικών εκτύπωσης
[3] Η ανάλυση σε περιφερειακή κλίμακα περιέλαβε την επεξεργασία των στοιχείων της δημογραφικής απογραφής και της απογραφής απασχόλησης της ΕΛΣΤΑΤ για τις τρεις τελευταίες απογραφές πληθυσμού (1991, 2001, 2011)
[4] Η ανάλυση και χαρτογράφηση της γεωγραφικής διασποράς του συνόλου των μεταποιητικών μονάδων στη Περιφέρεια Αττικής, βασίστηκε σε αρχείο με το σύνολο δεδομένων του μητρώου επιχειρήσεων από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) και αφορά στην κλαδική εξειδίκευση που ορίζεται στη NACE Rev.2 για τους 24 διαφορετικούς τομείς της μεταποίησης, τις διευθύνσεις και τους ταχυδρομικούς κώδικες των επιχειρήσεων για τα έτη 2015-2016
[5] Η μέθοδος περιέλαβε εμπειρική έρευνα μέσω επιτόπιας χαρτογράφησης και συνεντεύξεων με επιχειρηματίες και εργαζόμενους των βιομηχανικών μονάδων καθώς και σημαντικούς πληροφοριοδότες της περιοχής (εκπροσώπους της δημοτικής αρχής, κατοίκους, μέλη του βιοτεχνικού επιμελητηρίου κ.α)
[6] Προεδρικό Διάταγμα Ελαιώνα (ΦΕΚ 1049/Δ/1995), Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Περιστερίου ν.1337/1983, ν.2508/1997
[7] Για τις εννοιολογικές πτυχές της “επίδρασης της περιοχής”, βλέπε Becattini & Musotti 2003; Becattini 2004; Dei Ottati 1994; Signorini 2000; Becattini & Dei Ottati 2006; Becattini et al. 2009
Το κείμενο βασίζεται σε έρευνα που πραγματοποίησε η συγγραφέας στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής (Μπαλαούρα, 2018) στο Università Iuav di Venezia, με επιβλέπουσες καθηγήτριες τις Paola Viganò και Ντίνα Βαΐου. Τις Ευχαριστώ θερμά και τις δύο
Μπαλαούρα, Ό. (2022) Η γεωγραφία της μεταποιητικής δραστηριότητας στην Αθήνα της κρίσης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-μεταποίηση-στην-αθήνα/ , DOI: 10.17902/20971.107
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το Μαρούσι αποτελεί οικισμό της Αττικής με ιστορία που ξεκινά από το αρχαίο Άθμονον (Μουρουγκλού 2010). Από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, μέχρι και τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Μαρούσι αποτελούσε έναν πολεοδομικά ανεξάρτητο οικισμό στο βόρειο τμήμα του λεκανοπεδίου της Αττικής, όπως φαίνεται και στο χάρτη 1 [1] . Όπως προκύπτει από τον ίδιο χάρτη, το Μαρούσι ενσωματώθηκε σταδιακά στον πολεοδομικό ιστό της πόλης, ιδίως από τη δεκαετία του 1970 και μετά.
Πηγή: Αβδελίδη (2000: 30)
Η εξέλιξη της κοινωνικής φυσιογνωμίας του Μαρουσιού ακολούθησε τη γενική πορεία της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, που χαρακτήρισε το σύνολο της πόλης και η οποία παρουσίασε ιδιαίτερο δυναμισμό κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Η ανοδική πορεία για τον πληθυσμό στο Μαρούσι, ωστόσο, φαίνεται ότι ήταν πιο έντονη από εκείνη του συνόλου της πόλης, όπως φαίνεται και από τη συγκριτική του θέση στους χάρτες 2 και 3. Στον χάρτη 2, όπου παρουσιάζονται οι δήμοι του λεκανοπεδίου ανάλογα με το ποσοστό των αναλφάβητων κατοίκων τους το 1961, το Μαρούσι βρίσκεται στην ενδιάμεση κατηγορία, ανάμεσα στο κέντρο και τις γύρω περιοχές του με τους πιο μορφωμένους κατοίκους και στις περιοχές της περιφέρειας του λεκανοπεδίου—ιδίως της δυτικής—όπου το ποσοστό αναλφαβητισμού ήταν το υψηλότερο. Η εικόνα αυτή αλλάζει πλήρως το 2011 σύμφωνα με τον χάρτη 3 και τον πίνακα 1, όπου παρουσιάζονται οι δήμοι της Αττικής ανάλογα με το ποσοστό των ενήλικων κατοίκων τους με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης (μέχρι και εννεαετή [υποχρεωτική]). Το Μαρούσι βρίσκεται πλέον μεταξύ των περιοχών με τη χαμηλότερη συγκέντρωση κατοίκων με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης.
Πηγή: Μαλούτας (2018: 103)
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Η ηλικιακή δομή στο σύνολο της Περιφέρειας Αττικής, αλλά και στο σύνολο της χώρας, άλλαξε σημαντικά την περίοδο 1991 – 2011. Βασικό στοιχείο αυτής της αλλαγής ήταν η μείωση του ποσοστού των παιδιών (0 έως 14 ετών) και η αύξηση των ηλικιωμένων (65 ετών και άνω). Στο Μαρούσι, σε σχέση με το σύνολο της Περιφέρειας, το αυξημένο ποσοστό των παιδιών μειώθηκε και πλησίασε εκείνο της Περιφέρειας και, παράλληλα, το ποσοστό των ηλικιωμένων, που ήταν χαμηλότερο, ξεπέρασε τον μέσο όρο της Περιφέρειας (Πίνακας 2).
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Στα δύο ακόλουθα διαγράμματα (1 και 2) παρουσιάζεται η εξέλιξη της ηλικιακής φυσιογνωμίας ορισμένων ενδεικτικών δήμων της Περιφέρειας Αττικής, σε σχέση με το σύνολο της Περιφέρειας. Στα διαγράμματα αυτά αναφέρεται ο συντελεστής χωροθέτησης (ΣΧ), ο οποίος είναι το κλάσμα του ποσοστού της ηλικιακής κατηγορίας αναφοράς στον κάθε δήμο διά του αντίστοιχου κλάσματος στο σύνολο της Περιφέρειας. Έτσι, για παράδειγμα, ένας ΣΧ με τιμή 1,2 για τους 0-14 ετών στο δήμο Χ σημαίνει ότι στον δήμο Χ το ποσοστό των 0-14 ετών είναι 1,2 φορές μεγαλύτερο του ποσοστού της κατηγορίας αυτής στο σύνολο της Περιφέρειας. Από το Διάγραμμα 1 προκύπτει ότι την περίοδο 1991 – 2011 στο Δήμο Αμαρουσίου—όπως και σε άλλους όμορους με αυτόν δήμους, αλλά και σε ορισμένους δήμους στη δυτική πλευρά της πόλης—το ποσοστό των παιδιών μειώθηκε και πλησίασε το μέσο όρο της Περιφέρειας Αττικής. Αντίθετα, το ποσοστό των παιδιών αυξήθηκε σε δήμους που τοποθετούνται στα άκρα με βάση την ταξική φυσιογνωμία των κατοίκων τους (Φιλοθέη-Ψυχικό και Κηφισιά από τη μια πλευρά και Ασπρόπυργος από την άλλη). Από το Διάγραμμα 2 προκύπτει ότι η γήρανση είναι γενικό χαρακτηριστικό για τους περισσότερους δήμους της Περιφέρειας, εκτός του Δήμου Αθηναίων—λόγω της σημαντικής εισροής νέων μεταναστών και της εκροής μεσηλίκων και ηλικιωμένων—και ορισμένων δήμων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως ο Ασπρόπυργος.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Η ηλικιακή φυσιογνωμία μιας περιοχής δεν αφορά κατ΄ ανάγκη το σύνολό της. Στο Μαρούσι, οι νεότερες ηλικίες (0-14 ετών) συγκεντρώνονται κυρίως στις νεόδμητες περιοχές στο νότιο τμήμα του δήμου και δευτερευόντως στην ανατολική πλευρά (προς Μελίσσια και Βριλήσσια), ενώ οι ηλικιωμένοι εμφανίζουν σαφή συγκέντρωση στον παραδοσιακό πυρήνα στη βόρεια πλευρά του οικισμού που συνορεύει με την Κηφισιά και την Πεύκη (Χάρτες 5-6 και 7-8).
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Όπως φάνηκε από την εξέλιξη του επιπέδου εκπαίδευσης των κατοίκων μεταξύ 1961 και 2011, η οποία αναφέρθηκε στην αρχή αυτού του κειμένου, το Μαρούσι μετατοπίστηκε από το μέσο της κοινωνικής ιεραρχίας των δήμων της Αττικής, όπου βρισκόταν το 1961, προς τις υψηλότερες θέσεις το 1991 και, ακόμη περισσότερο, το 2011. Αυτή η μετατόπιση γίνεται πιο σαφής αν εξετασθούν οι μεταβολές στην κοινωνικοεπαγγελματική φυσιογνωμία των κατοίκων του.
Αν εστιάσουμε στις μεγάλες ακραίες κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες—επαγγελματίες (όπως γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί) και στελέχη διοίκησης, από τη μια πλευρά, και εργατικά επαγγέλματα, από την άλλη—γνωρίζουμε ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε στην Αθήνα σημαντική διεύρυνση του ανώτερου κοινωνικοεπαγγελματικού πόλου και συρρίκνωση του κατώτερου (Μαλούτας 2018, 80). Το Μαρούσι είναι από τις περιοχές της πόλης όπου αυτές οι αλλαγές ήταν ιδιαίτερα έντονες, τόσο όσον αφορά τη μεγέθυνση του ανώτερου πόλου, όσο και τη συρρίκνωση του κατώτερου (Διαγράμματα 3 και 4).
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Οι μεταβολές μεταξύ 1971 και 2011 ήταν ιδιαίτερα μεγάλες. Οι επαγγελματίες και τα στελέχη διοίκησης, στο σύνολο της Περιφέρειας Αττικής υπερτριπλασιάστηκαν (από 11% σε 37%). Για το Μαρούσι, όμως, η αύξηση αυτή ήταν πολύ μεγαλύτερη: από 10,6% σε 55,4%. Ανάλογη πορεία είχαν και όμοροι δήμοι με αντίστοιχη κοινωνική φυσιογνωμία, όπως η Αγία Παρασκευή και το Χαλάνδρι. Οι δήμοι όπου οι κατηγορίες αυτές παραδοσιακά εμφάνιζαν τα υψηλότερα ποσοστά—όπως το Ψυχικό και η Φιλοθέη—έφτασαν σε ακόμη υψηλότερα ποσοστά το 2011 (70% περίπου) έχοντας όμως ξεκινήσει από υψηλά ποσοστά ήδη από το 1971 (35% περίπου). Συνεπώς, την περίοδο αυτή υπάρχει σύγκλιση του Μαρουσιού με τους παραδοσιακούς πόλους συγκέντρωσης των υψηλότερων κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών.
Όσον αφορά τα εργατικά επαγγέλματα, το Μαρούσι—και άλλοι όμοροι δήμοι με ανάλογη κοινωνική φυσιογνωμία και εξέλιξη—έχασε περίπου τα 4/5 σε ποσοστό μεταξύ 1971 και 2011 (από 49% σε 14,4%). Η σύγκλιση με τα παραδοσιακά προάστια συγκέντρωσης των υψηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, όσον αφορά αυτόν τον κοινωνικοεπαγγελματικό πόλο, είναι ακόμη μεγαλύτερη από ότι για τον ανώτερο πόλο, καθώς το 2011 το ποσοστό των εργατικών επαγγελμάτων σχεδόν ταυτίζεται (περίπου 15%). Η σύγκλιση αυτή είναι αποτέλεσμα της μεγάλης μείωσης του ποσοστού των εργατικών επαγγελμάτων στο Μαρούσι (και στους όμορους δήμους με παρόμοια φυσιογνωμία) και, παράλληλα, της αύξησής του στα προάστια παραδοσιακής συγκέντρωσης των ανώτερων κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών μεταξύ 1971 και 2011. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για τη ραγδαία αύξηση του ποσοστού των μεσαίων και υψηλών-μεσαίων στρωμάτων σε κοινωνικά ανάμικτες προαστιακές περιοχές, ενώ στη δεύτερη για τη διατήρηση του πλέον αμιγούς ταξικού χαρακτήρα περιοχών έντονης συγκέντρωσης υψηλών κοινωνικών κατηγοριών, όπου η αύξηση των εργατικών επαγγελμάτων οφείλεται κυρίως στην αυξημένη ζήτηση για ανειδίκευτο δυναμικό—συχνά μετανάστες—που απασχολείται σε υπηρεσίες οικιακής βοήθειας.
Η ανοδική πορεία του Μαρουσιού στην κοινωνική ιεραρχία των περιοχών κατοικίας της αθηναϊκής μητρόπολης δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα της ελκυστικότητάς του ως περιοχής κατοικίας για υψηλά-μεσαία κοινωνικά στρώματα, αλλά και του ρόλου του ως τόπου εργασίας. Η γραμμική επέκταση του αθηναϊκού κέντρου επηρέασε τους δήμους που βρίσκονται στους μεγάλους οδικούς άξονες, όπως οι λεωφόροι Κηφισίας και Συγγρού. Το Μαρούσι επηρεάστηκε μάλλον περισσότερο από όλους τους εμπλεκόμενους δήμους, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Ποσοτικά επειδή το 2011 είχε πλέον γίνει ο δήμος με την τρίτη μεγαλύτερη αγορά εργασίας στην Αττική, μετά τους Δήμους Αθηναίων και Πειραιά (Πίνακας 3).
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Όσον αφορά την ποιοτική διάσταση, η αγορά εργασίας στο Μαρούσι αποτελεί πλέον τόπο απασχόλησης των υψηλότερων θέσεων εργασίας στην Περιφέρεια Αττικής, ο οποίος περιβάλλεται και από έναν ευρύτερο κύκλο όμορων δήμων στους οποίους επεκτείνεται αυτή η αγορά εργασίας. Στον Πίνακα 4 αναφέρονται οι αγορές εργασίας της Αττικής με τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα (ποσοστό) σε υψηλές κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες (επαγγελματίες και στελέχη διοίκησης). Στον πίνακα αυτόν, το Μαρούσι κατέχει την πρώτη θέση, ακολουθούμενο από πέντε όμορους δήμους (Χαλάνδρι, Πεντέλη, Αγία Παρασκευή, Βριλήσσια και Φιλοθέη-Ψυχικό) όπου εκτείνεται πλέον μια ευρύτερη αγορά εργασίας με ανάλογα χαρακτηριστικά, για την οποία κέντρο αποτελεί το Μαρούσι.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Ένα ακόμη ποιοτικό χαρακτηριστικό της αγοράς εργασίας στο Μαρούσι είναι το πολύ χαμηλό ποσοστό των εργατικών επαγγελμάτων (30,6%), το οποίο είναι και το χαμηλότερο μεταξύ όλων των δήμων της Περιφέρειας Αττικής.
Οι εξελίξεις της κοινωνικής φυσιογνωμίας του Μαρουσιού που περιεγράφηκαν συνοπτικά πιο πάνω, αποτυπώνονται στους χάρτες 9 και 10, όπου παρουσιάζεται η κοινωνική τυπολογία των περιοχών κατοικίας στην Αττική με βάση την κοινωνικοεπαγγελματική σύνθεση των κατοίκων τους (Μαλούτας 2018, 120-121). Κατά την εικοσαετία 1991-2011, το Μαρούσι και οι γύρω περιοχές μοιάζει να περνούν στην ‘κυριαρχία’ των μεσαίων και, κυρίως, των υψηλών-μεσαίων στρωμάτων, με την έννοια της υπερεκπροσώπησής τους μεταξύ των κατοίκων τους. Στο Μαρούσι εξαλείφθηκαν οι λίγες περιοχές όπου υπερεκπροσωπούνταν τα εργατικά στρώματα, ενώ ανάλογη εξέλιξη παρατηρείται και σε όμορους και κοντινούς δήμους στα δυτικά (Πεύκη, Ηράκλειο και Λυκόβρυση).
Πηγή: Μαλούτας (2018: 121)
Πηγή: Μαλούτας (2018: 120)
Συμπερασματικά, κατά τις τελευταίες δεκαετίες το Μαρούσι άλλαξε τόσο ως προς την ηλικιακή δομή, όσο και την κοινωνική φυσιογνωμία. Όσον αφορά τις ηλικίες, το Μαρούσι ακολούθησε τη γενική πορεία της Περιφέρειας Αττικής με τη μείωση του ποσοστού των παιδιών (0-14 ετών) και την αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων (65 ετών και άνω). Την πορεία αυτή, όμως, την ακολούθησε με πιο ταχείς ρυθμούς όσον αφορά και τις δύο αυτές ηλικιακές ομάδες. Η αλλαγή όσον αφορά την κοινωνική φυσιογνωμία του δήμου ήταν ιδιαιτέρως έντονη κατά την ίδια περίοδο. Το Μαρούσι ανέβηκε πολλές θέσεις στην κοινωνική ιεραρχία των περιοχών κατοικίας της Αττικής και πλησίασε σημαντικά το άνω άκρο της ιεραρχίας με τα παραδοσιακά προάστια υπερσυγκέντρωσης των υψηλότερων κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών. Η εξέλιξη αυτή για το Μαρούσι οφείλεται σε τρεις βασικούς λόγους: (1) Στην τροφοδότηση από τη σημαντική μετακίνηση μεσαίων και υψηλών-μεσαίων στρωμάτων από το κέντρο προς τα προάστια από το τέλος της δεκαετίας του 1970. (2) Στο γεγονός ότι αποτελούσε μια σχετικώς αραιοκατοικημένη περιοχή (μαζί με σημαντικά τμήματα των δήμων στην ανατολική και δυτική του πλευρά) όπου μπορούσαν να επεκταθούν οι σχετικώς κορεσμένες και πολύ ακριβές περιοχές παραδοσιακής συγκέντρωσης των υψηλών στρωμάτων με τις οποίες γειτονεύει άμεσα στο νότο (Φιλοθέη-Ψυχικό) και στο βορά (Κηφισιά). (3) Στη ραγδαία ανάπτυξη της τοπικής αγοράς εργασίας και στην κοινωνική φυσιογνωμία των θέσεων απασχόλησης την οποία προσφέρει, που ενίσχυσαν την ελκυστικότητα του Μαρουσιού ως τόπου κατοικίας για το εργασιακό δυναμικό υψηλών προσόντων και αποδοχών το οποίο απασχολείται στην ευρύτερη περιοχή.
[1] Ο χάρτης αυτός κατασκευάστηκε από την Καλλισθένη Αβδελίδη (2000) και αποτυπώνει τη σταδιακή επέκταση του πολεοδομικού ιστού στην Αττική με βάση έντυπους χάρτες του δομημένου χώρου της Αττικής σε διάφορες εποχές από το 1875 μέχρι το 1995.
[2] Μονάδα Χωρικής Ανάλυσης Πόλεων. Αποτελεί χωρική μονάδα διαίρεσης του ιστού των μεγάλων ελληνικών πόλεων η οποία έχει συγκροτηθεί με βάση τους Απογραφικούς Τομείς της ΕΛΣΤΑΤ. Οι ΜΟΧΑΠ αποτελούν χωρικές ενότητες με πληθυσμό της τάξης των 1.200 ατόμων.
Μαλούτας, Θ. (2022) Μαρούσι. Η εξέλιξη της κοινωνικής και δημογραφικής του φυσιογνωμίας τις τελευταίες δεκαετίες, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/μαρούσι/ , DOI: 10.17902/20971.106
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Την 1η Φεβρουαρίου 2017, μετά από δύο πιλοτικά προγράμματα, το 2014-2015 και το 2016, εφαρμόστηκε στην Ελλάδα το μέτρο του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, γνωστό και ως Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ) [1] Τα ελάχιστα εγγυημένα εισοδήματα είναι προνοιακά προγράμματα που περιλαμβάνουν τακτικές, μη ανταποδοτικές χρηματικές παροχές προς νοικοκυριά που χαρακτηρίζονται ως φτωχά κατόπιν εισοδηματικού ελέγχου. Το ΚΕΑ αποτελούσε επιτακτική ανάγκη σε μια χώρα με ιδιαίτερα εξασθενημένο αναδιανεμητικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, το οποίο κάλυπτε επιλεκτικά τις ανάγκες κάποιων κατηγοριών του πληθυσμού, ενώ τις ελλείψεις και τα κενά της κοινωνικής πολιτικής κάλυψαν η οικογένεια, τα δίκτυα αλληλεγγύης και οι μικρές επιχειρήσεις (Lyberaki and Prontzas, 2015; Petmesidou and Mossialos, 2006). Επιπλέον, το κατακερματισμένο και άδικο αυτό σύστημα δεν είχε σχεδιαστεί για να ανακουφίσει τις τεράστιες κοινωνικές συνέπειες που επέφεραν οι οικονομικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών, πόσο μάλλον να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματα της «εσωτερικής υποτίμησης» της δεκαετίας του 2010 (περικοπές μισθών, αυξήσεις φόρων, περικοπές στις δημόσιες παροχές, απορρύθμιση της αγοράς εργασίας κλπ.), δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι η χώρα που επλήγη περισσότερο από την ύφεση που προκλήθηκε από την οικονομική κρίση του 2008 και από τα τρία προγράμματα δομικής αναδιάρθρωσης (2010, 2012, 2015) που της επιβλήθηκαν, οδηγώντας σε παρατεταμένη οικονομική και κοινωνική ύφεση. Το Γράφημα 1 αναδεικνύει το μέγεθος της μείωσης του ΑΕΠ από το 2008 και μετά, φαινόμενο σπάνιο σε συνθήκες ειρήνης.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η δραματική αύξηση των ποσοστών της φτώχειας, τόσο της σχετικής όσο και της απόλυτης [2]. Το τμήμα του πληθυσμού που ζει στα όρια της φτώχειας και κινδυνεύει με κοινωνικό αποκλεισμό αυξήθηκε από 20% το 2008 σε 48% το 2015 και παραμένει πάνω από το 40% το 2019 -με το 2008 να αποτελεί τη βάση σύγκρισης (Γράφημα 2). Μελέτες υποδεικνύουν ότι το 2015 και το 2017 περίπου 15% των Ελλήνων ζούσαν σε ακραία φτώχεια -το αντίστοιχο ποσοστό για το 2009 ήταν 2,2% (Matsaganis et al., 2016; World Bank [WB] 2019).
Η παρούσα έρευνα παρουσιάζει ορισμένα από τα αποτελέσματα μιας μελέτης περίπτωσης που πραγματοποιήθηκε την περίοδο 2017-2019 στην περιφερειακή ενότητα Πειραιά [3]. Διερευνήσαμε την εφαρμογή του ΚΕΑ σε δύο δήμους που έχουν πληγεί βαριά, πρώτα από μια μακρά περίοδο αποβιομηχάνισης και, κατόπιν, από την παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του 2010. Η έρευνα επικεντρώθηκε στη διαχείριση του προγράμματος, στις εκτιμήσεις των δικαιούχων για την παρεχόμενη ενίσχυση και στη συνεπακόλουθη βελτίωση ή μη της καθημερινής τους ζωής. Τα στοιχεία σχετικά με το ΚΕΑ συλλέχθηκαν μέσω επαναλαμβανόμενης επιτόπιας παρατήρησης στις αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες, καθώς και μέσω 43 ημι-δομημένων συνεντεύξεων (κάποιες επαναλαμβανόμενες) με δημάρχους και δημοτικό προσωπικό, εργαζόμενους σε ΜΚΟ, κοινωνικούς ακτιβιστές και τοπικούς παράγοντες που δραστηριοποιούνται σε δομές αλληλεγγύης (όπως η διανομή τροφίμων και η προστασία υπερχρεωμένων ατόμων), καθώς και με κρατικούς παράγοντες. Επίσης, μιλήσαμε ανεπίσημα (χωρίς να μαγνητοφωνηθεί η συνομιλία) με δικαιούχους κατά τη διάρκεια της αναμονής τους στα σημεία παροχής κοινωνικών υπηρεσιών και πήραμε συνεντεύξεις από επισφαλώς απασχολούμενους (εντοπίστηκαν με τη μέθοδο της χιονοστιβάδας). Οι συνεντεύξεις διενεργήθηκαν συνήθως πρόσωπο με πρόσωπο, κατά κύριο λόγο από τις δύο ερευνήτριες. Η μελέτη βασίστηκε επίσης σε έναν συστηματικό έλεγχο των εκθέσεων Διεθνών Οργανισμών, σε πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές και σε μακροστατιστικούς δείκτες.
Ερμηνεύσαμε τα δεδομένα μας χρησιμοποιώντας τη διευρυμένη περιπτωσιολογική μέθοδο (Burawoy, 1998), με σκοπό να αναδείξουμε τη συσχέτιση μεταξύ των εξωτερικών κοινωνικών δυνάμεων (στην περίπτωση αυτή το ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο) και των κοινωνικών εξελίξεων στους δύο δήμους, καθώς το ελληνικό ΚΕΑ αποτελεί μέρος του παγκόσμιου και ευρωπαϊκού πλαισίου για την (ανα)συγκρότηση των πολιτικών κοινωνικής προστασίας έπειτα από τις καταστροφικές συνέπειες των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής στον Νότο (όπως η Χαμένη Δεκαετία στη Λατινική Αμερική) και την εμφάνιση νέων κινδύνων και αναγκών που προκύπτουν από τη γήρανση του πληθυσμού και τις ριζικές αλλαγές στην αγορά εργασίας. Αυτό το νέο μοντέλο ανάπτυξης «υπέρ των φτωχών» έγινε δημοφιλές τη δεκαετία του 2000 μεταξύ των διεθνών και υπερεθνικών οργανισμών και χαρακτηρίστηκε ως δραστική μεταστροφή (Hemerijck, 2018) από τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση που επικεντρωνόταν αποκλειστικά στις δυνάμεις της αγοράς και τη μείωση των δημόσιων δαπανών, ενώ χάρη στην αυξανόμενη συμμετοχή και επιρροή της Παγκόσμιας Τράπεζας στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής (Deacon, 2007), εξαπλώθηκε γρήγορα τόσο στον Νότο όσο και στον Βορρά. Το μοντέλο αυτό βασίζεται στην έννοια της κοινωνικής επένδυσης [4] και στοχεύει στην πρόληψη ή την ανακούφιση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, μειώνοντας τα κενά κάλυψης μεταξύ των ατόμων που βρίσκονται εντός και εκτός του συστήματος, ενώ ταυτόχρονα επιβεβαιώνει (και επανεφευρίσκει) την αρχή της καθολικότητας της κοινωνικής προστασίας [5].
Στη βάση αυτής της νέας αρχιτεκτονικής βρίσκονται τα Κατώτατα Όρια Κοινωνικής Προστασίας (ILO, 2012) ή αντίστοιχα για την Ευρώπη, ο Ευρωπαϊκός Πυλώνας Κοινωνικών Δικαιωμάτων του 2017[6] που εγγυώνται κατώτατα επιδόματα για τους φτωχούς, με τα επιδόματα αλληλεγγύης όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα και τα προγράμματα ενεργοποίησης της αγοράς εργασίας να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο. Η Παγκόσμια Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Ένωση βλέπουν τα Κατώτατα Όρια ως το θεμέλιο των συστημάτων Καθολικής Κοινωνικής Προστασίας (ΚΚΠ), στα οποία ποικίλα δημόσια, ιδιωτικά και κοινωνικά προγράμματα προστατεύουν διάφορες κοινωνικές ομάδες από συγκεκριμένους κινδύνους που παρουσιάζονται στην πορεία της ζωής τους (ILO and WB, 2015). Έτσι επιτυγχάνεται ο περιορισμός και ο εξορθολογισμός των δημοσίων δαπανών, η μείωση κοινωνικών δαπανών που κρίνονται μη παραγωγικές και η ανακατεύθυνση της ροής πόρων προς τις κατηγορίες του πληθυσμού που έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να επηρεάσουν θετικά τη μελλοντική οικονομική ανάπτυξη: τα παιδιά, ώστε να σπάσει ο κύκλος της φτώχειας, τις γυναίκες και, πέραν αυτών, τα περιθωριοποιημένα τμήματα του πληθυσμού που δε διαθέτουν τα μέσα να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και τους «νέους κινδύνους». Η «επένδυση» αυτή υποτίθεται ότι λειτουργεί ως εφαλτήριο, δίνοντας στους φτωχούς την ευκαιρία να «ρισκάρουν» στην αγορά και να συμβάλουν έτσι στην οικονομική ανάπτυξη (WB, 2001).
Σύμφωνα με τη θεσμική βιβλιογραφία, τα Κατώτατα Όρια και ο Πυλώνας έχουν φιλόδοξους κανονιστικούς στόχους, όπως η ενδυνάμωση και η βελτίωση των δυνατοτήτων των φτωχών, η προώθηση μια καλύτερης και υγιέστερης ζωής με αξιοπρέπεια για όλους και η ανοικοδόμηση ισχυρών κοινωνιών με μεγαλύτερη συνοχή και μεγαλύτερη αντοχή σε κρίσεις. Ωστόσο, κατά πόσο επιτυγχάνουν ή, έστω, προσεγγίζουν τα προγράμματα εφαρμογής αυτής της πολιτικής τους επιθυμητούς στόχους; Το θεμελιώδες αυτό ζήτημα αποτελεί τη βάση της παρούσας έρευνας.
Το ελληνικό πρόγραμμα Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος είναι οργανωμένο γύρω από τρεις άξονες: 1) ένα κλιμακωτό επίδομα που δεν υπερβαίνει τα 200 ευρώ ανά άτομο, 100 ευρώ για κάθε επιπλέον ενήλικο άτομο και 50 ευρώ για κάθε ανήλικο παιδί, 2) κοινωνικές παροχές σε είδος (διανομή φαγητού, εκπτώσεις σε λογαριασμούς ρεύματος, πρόσβαση στη δημόσια υγεία) και 3) παροχή βοήθειας στην εύρεση εργασίας. Οι αιτήσεις για το ΚΕΑ πραγματοποιούνται είτε από τις κοινωνικές υπηρεσίες και τα Κέντρα Κοινότητας των δήμων είτε απευθείας από τους αιτούντες. Τις αιτήσεις επεξεργάζεται ένα λογισμικό διασταύρωσης διαδικτυακών στοιχείων, το οποίο επαληθεύει και επιβεβαιώνει πληροφορίες από διάφορες ηλεκτρονικές πλατφόρμες και αναγνωρίζει τον αιτούντα μέσω του πληροφοριακού συστήματος φορολογίας. Η πλατφόρμα ανανεώνεται συνεχώς προκειμένου να ενσωματώσει νέες πληροφορίες (άλλα στοιχεία από το διαδίκτυο, λάθη ή αστοχίες που εντοπίζονται μέσω τακτικών ελέγχων, πληροφορίες από τους δήμους, αξιολογήσεις, σεμινάρια, κλπ.).
Τα κριτήρια ένταξης στο πρόγραμμα ποικίλουν ανάλογα με το μέγεθος του νοικοκυριού. Το ατομικό εισόδημα για τους έξι μήνες που προηγούνται της αίτησης δεν πρέπει να ξεπερνά το ποσό του επιδόματος επί έξι (π.χ. 1.200 ευρώ για ένα άτομο). Τα περιουσιακά κριτήρια περιλαμβάνουν τη φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας, την αντικειμενική αξία των ιδιωτικών οχημάτων όλων των ειδών, καθώς και το σύνολο των τραπεζικών καταθέσεων (που δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 4.800 ευρώ για ένα άτομο). Αυτά τα ιδιαίτερα περιοριστικά κριτήρια καλύπτουν περίπου το 7% από το 15% των ατόμων που ζουν σε ακραία φτώχεια (World Bank, 2019. Πιο αναλυτικά, δες μεταξύ άλλων Lalioti, 2017. Dimoulas, 2018. Sakellaropoulos et al. 2018, 2019).
Από καθαρά διαχειριστική σκοπιά, το πρόγραμμα είναι πρωτοποριακό, καθώς εξορθολογίζει την κοινωνική προστασία χρησιμοποιώντας τεχνολογία που δεν υπήρχε πιο πριν στην Ελλάδα, στοχεύει στους φτωχούς που σε μεγάλο βαθμό μέχρι τώρα στερούνταν κοινωνικής προστασίας και τους παρέχει μια μικρή ανακούφιση μέσω μετρητών και παροχών σε είδος. Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση «Η Κυβέρνηση με Μια Ματιά 2021» του ΟΟΣΑ (Γράφημα 3), οι κρατικές δαπάνες για την κοινωνική προστασία μειώθηκαν 13,3% από το 2011 ως το 2019 (από 41,846 δις ευρώ σε 36,267 δις ευρώ), εξαιρουμένων των δαπανών για το πρόγραμμα ΚΕΑ (501 εκατ. Ευρώ το 2019). Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει κατά πόσο ο οικονομικός εξορθολογισμός και συγκεκριμένα η ανακατεύθυνση των δαπανών κοινωνικής προστασίας προς τους ακραία φτωχούς βελτιώνει ποιοτικά τις συνθήκες ζωής τους.
Για τους ανθρώπους στους οποίους στοχεύει το πρόγραμμα διακυβεύονται πολλά. Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν αξιόπιστα στατιστικά για τις συνθήκες ζωής, την επισφαλή απασχόληση και τη φτώχεια στους δήμους του Δυτικού Πειραιά, καθώς η τρέχουσα απογραφή πληθυσμού (2021) δεν έχει ολοκληρωθεί ώστε να συγκριθεί με την προηγούμενη (2011). Ωστόσο, υπάρχει πρόσφατη σημαντική ανθρωπολογική έρευνα (Spyridakis, 2013, 2018; Bithymitris, 2016) που εξερευνά τις πορείες που ακολουθούν και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πληθυσμοί που βασίζονται για το εισόδημά τους στην Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Πειραιά και περιγράφει κοινωνικές καταστάσεις που και εμείς οι ίδιες παρατηρήσαμε ή που μας μεταφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, η εξαφάνιση των δραστηριοτήτων που άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται με τα ναυπηγεία, καθώς και η διάλυση άλλων δραστηριοτήτων στην περιοχή του Πειραιά (όπως καπνά, υφάσματα, λιπάσματα, μεταλλουργία, αλευρόμυλοι κλπ.), σε συνδυασμό με τις πολιτικές διαρθρωτικής προσαρμογής από το 2010 και μετά, έχουν αποσυνθέσει το οικονομικό, επαγγελματικό, κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον των εργατών και εμπόρων αυτής της περιοχής, όπου υπάρχει υπερ-προσφορά εργατικού δυναμικού, ενώ η ζήτηση είναι πλέον πολύ περιορισμένη. Οι ιδιοκτήτες μικρομάγαζων προλεταριοποιούνται, νοικοκυριά από διάφορες κοινωνικές τάξεις υπερχρεώνονται και οικογένειες διαλύονται.
Η βελτίωση των συνθηκών ζωής εγείρει ένα πρώτο σημαντικό ζήτημα: αντιμετωπίζονται δίκαια οι πολίτες που έχουν ανάγκη «αποκλειστικά με βάση την οικονομική τους κατάσταση και χωρίς αποκλεισμούς» (World Bank, 2019a); Από κανονιστική σκοπιά, το ερώτημα αυτό αφορά έναν από τους κεντρικούς άξονες της Καθολικής Κοινωνικής Προστασίας: την προσβασιμότητα του. Μεταξύ άλλων προαπαιτούμενων, η αρχή της προσβασιμότητας υπαγορεύει ότι τα προγράμματα πρέπει να βασίζονται στις αρχές της μη διάκρισης και της ίσης μεταχείρισης. Καθώς τα πιο περιθωριοποιημένα τμήματα της κοινωνίας συνήθως παραγκωνίζονται και μένουν εκτός αυτών των προγραμμάτων, αξίζει να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις για τις πιο συμβατικές κατηγορίες ευάλωτων πολιτών που απευθύνθηκαν στις κοινωνικές υπηρεσίες κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας.
Τα προγράμματα με εισοδηματικά κριτήρια είναι τεχνολογίες εξατομικευμένης μαζικής διαχείρισης: οι «φτωχές μάζες» (μια γενική κατηγορία) γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας με βάση την ατομική τους κατάσταση. Ο συνδυασμός του συγκεκριμένου με το καθολικό αποτελεί δύσκολο εννοιολογικό πρόβλημα. Παρατηρήσαμε και μάθαμε για περιπτώσεις αναντιστοιχίας μεταξύ των αφηγήσεων των αιτούντων και των διαδικτυακών στοιχείων. Οι αιτίες αυτών των αποκλίσεων ποικίλουν, αλλά μία είναι το μεγάλο εύρος του περιθωρίου λάθους στον καθορισμό των δικαιούχων από το πληροφοριακό σύστημα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η πρότερη εμπειρία των υπαλλήλων στον τομέα της κοινωνικής εργασίας παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς διαθέτουν σημαντική διακριτική ευχέρεια στην επεξεργασία των αιτήσεων, ενώ η επιμόρφωση τους ήταν συνοπτική και αφορούσε μόνο τη χρήση του λογισμικού (πολλοί δεν γνωρίζουν πώς να αντλούν πληροφορίες από φορολογικές δηλώσεις, αν και αποτελούν τα βασικά έγγραφα στη διαχείριση των αιτήσεων).
Ως αποτέλεσμα, οι πρακτικές ποικίλουν, καθώς εφαρμόζονται από ένα φάσμα υπαλλήλων, από τους άπειρους και ελλιπώς καταρτισμένους που απλά ακολουθούν τις οδηγίες στις οθόνες τους ως αυτούς που ερευνούν σε βάθος. Επιπλέον, οι μηχανισμοί στόχευσης εισάγουν αυθαίρετες διαφοροποιήσεις μεταξύ των δικαιούχων. Για παράδειγμα, γιατί το αναπηρικό επίδομα όταν καταβάλλεται από το κράτος συμψηφίζεται με το ΚΕΑ, ενώ το ίδιο επίδομα όταν καταβάλλεται από το ασφαλιστικό ταμείο δεν συμψηφίζεται; Γιατί το επίδομα ανήλικου τέκνου (€70) αφαιρείται από τα επιδόματα ΚΕΑ, τη στιγμή που η Καθολική Κοινωνική Προστασία είναι σχεδιασμένη ώστε να επενδύει πρωταρχικά στα παιδιά; Η αξιολόγηση της ατομικής κατάστασης των αιτούντων είναι τόσο περίπλοκη που οι αρχές, για να εντοπίσουν πιθανές περιπτώσεις απάτης, εισήγαγαν μέχρι και αμφιλεγόμενα κριτήρια όπως τα εμφανή σημάδια πλούτου (κληροδοτήματα, ίσως, ενός πιο εύρωστου παρελθόντος). Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι οι πολιτικές σκοπιμότητες που υπαγορεύουν την κατηγοριοποίηση των κοινωνικών ομάδων, καθώς και τα εγγενή προβλήματα των τεχνολογιών εισοδηματικού ελέγχου έχουν ως αποτέλεσμα την καταστρατήγηση των αρχών της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης.
Δύο άλλοι βασικοί άξονες της Καθολικής Κοινωνικής Προστασίας –η διαθεσιμότητα βιώσιμων μηχανισμών κοινωνικής προστασίας και η επάρκεια των βασικών δικαιωμάτων κοινωνικής πρόνοιας («τόσο σε ποσό όσο και σε διάρκεια, ώστε όλοι να έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματά τους») – οδηγούν σε μια συζήτηση γύρω από το ύψος των χρηματικών παροχών και την εργασία.
Οι περισσότεροι ερευνητές και ειδικοί, καθώς και οι κρατικοί αξιωματούχοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί που συμμετείχαν στην έρευνα, σημειώνουν ότι οι χρηματικές παροχές είναι τόσο πενιχρές που οι περισσότεροι αποδέκτες ΚΕΑ δεν «θα καταφέρουν να ανέβουν πάνω από το όριο της (σχετικής) φτώχειας» (WB, 2019a). Επισήμαναν, επίσης, ότι ο Πυλώνας 3 (η ενεργοποίηση των δικαιούχων στην αγορά εργασίας) παρουσιάζει ελλείψεις. Είναι, πράγματι, αμφίβολο αν κατώτατα επιδόματα όπως αυτά που προσφέρονται από το ΚΕΑ, είτε σε χρήμα είτε σε είδος, είναι πιθανό να ενδυναμώσουν τους φτωχούς και να βελτιώσουν τις δυνατότητές τους. Με αυτά τα δεδομένα, η συζήτηση κατόπιν περιστρέφεται γύρω από τρία βασικά θέματα: την αδήλωτη εργασία, την ανάγκη ενίσχυσης του ΟΑΕΔ και την αδυναμία αύξησης των χρηματικών ενισχύσεων, τόσο για δημοσιονομικούς λόγους, όσο και γιατί τα επιδόματα οφείλουν να είναι χαμηλότερα του κατώτερου μισθού, καθιστώντας έτσι, θεωρητικά, την εργασία πιο ελκυστική.
Η συζήτηση αυτή αποδεικνύεται άγονη για διάφορους λόγους. Πρώτον, οι δημοσιονομικοί λόγοι που προβάλλονται από τις αρχές είναι αδιαμφισβήτητοι λόγω της ασυμμετρίας των διεθνών συσχετισμών δυνάμεων. Η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα υπό καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και δεν διαθέτει περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών. Το μνημόνιο του 2015 επέβαλε ένα «δημοσιονομικά ουδέτερο» σύστημα κοινωνικής προστασίας, υπονοώντας ότι η χρηματοδότηση του συστήματος μπορεί να προέρχεται μόνο από τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα επιτυγχάνονταν μέσω της περικοπής δαπανών και της αύξησης φόρων. Το ΔΝΤ και η ΕΕ δεν επιτρέπουν μια πιο ουσιαστική αναδιανομή πόρων, όπως για παράδειγμα τη μεταφορά τους από τον προϋπολογισμό για την άμυνα στην κοινωνική προστασία. Η αδυναμία, λοιπόν, του παρεχόμενου επιδόματος αλληλεγγύης να ενισχύσει τις δυνατότητες ανθρώπινης ανάπτυξης καθιστά απαραίτητη τη διερεύνηση της πιθανότητας δημιουργίας ενός Παγκόσμιου (ή έστω Ευρωπαϊκού) Ταμείου κοινωνικής προστασίας που να μπορεί να χρηματοδοτήσει τα Κατώτατα Όρια στις φτωχότερες χώρες (de Schutter and Sepúlveda, 2012). Δεύτερον, όπως αναφέρθηκε επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της έρευνας, «όλοι ξέρουν ότι όλοι δουλεύουν μαύρα». Η αδήλωτη εργασία (και ευρύτερα η «μαύρη οικονομία», είτε πρόκειται για υψηλά είτε για χαμηλά εισοδήματα) είναι δομικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας. Θα μπορούσε, επίσης, να θεωρηθεί και δομικό χαρακτηριστικό του προγράμματος ΚΕΑ, αφού από μόνο του το επίδομα δεν επαρκεί για την επιβίωση των φτωχότερων ατόμων.
Τρίτον, οι αρχές κάνουν ό, τι μπορούν για να ενισχύσουν τον Πυλώνα 3 χρησιμοποιώντας τα καθιερωμένα εργαλεία δημόσιας πολιτικής, όπως η εγγραφή στον ΟΑΕΔ και τα προγράμματα δημόσιας απασχόλησης. Αυτά περιλαμβάνουν μη ανανεώσιμες συμβάσεις ορισμένου χρόνου για 6 ως 8 μήνες, με μηνιαίο μισθό περίπου €500 για την πλήρη απασχόληση και €250 για τη μερική απασχόληση. Τα ποσά αυτά αντικατοπτρίζουν τους χαμηλούς μισθούς που επικρατούν στην αγορά και δεν δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για μια σημαντική βελτίωση στη ζωή των ανθρώπων. Επιπλέον, τα προγράμματα επιστροφής στην εργασία, τα οποία υποτίθεται ότι βελτιώνουν τις πιθανότητες πρόσληψης των ανέργων, δεν είναι πανάκεια. Πιο συγκεκριμένα, οι εργαζόμενοι της Ζώνης του Πειραιά, ειδικά όσοι είναι άνω των 40, είναι εξοικειωμένοι με τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες μιας δομικά ελαστικής αγοράς εργασίας που προσφέρει περιστασιακή και επισφαλή απασχόληση. Έχουν παλέψει για να βρουν μεροκάματα και ξέρουν πώς να ψάξουν για δουλειά και πώς να μπαίνουν στην αγορά εργασίας όταν προκύπτουν ευκαιρίες. Ποιο το νόημα, λοιπόν, να εξυμνούμε την ανωτερότητα των πολιτικών επαγγελματικής ενεργοποίησης με παροχή κινήτρων;
Η Παγκόσμια Τράπεζα έχει την απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Η βασική της ιδέα, την οποία συμμερίζεται και η ΕΕ όπως αποδεικνύεται στην πράξη, είναι ότι οι φτωχοί αποτελούν παραγωγικό παράγοντα που οφείλει να συνεισφέρει στην οικονομική ανάπτυξη, ασχέτως αν πρόκειται για την ανεπίσημη οικονομία, όπως ορίζεται η εργασία και οι επιχειρήσεις που δεν είναι ορατές στις νομισματικές, ρυθμιστικές και θεσμικές αρχές. Η Τράπεζα βλέπει τώρα αυτόν τον τομέα ως «μοχλό ανάπτυξης» (WB, 2019b). Εφόσον επικρατεί αυτή η θεώρηση, η ανεπίσημη απασχόληση μετατρέπεται σε ένα σχετικά αποδεκτό συμπλήρωμα επίσημων μηχανισμών όπως τα προγράμματα δημόσιας απασχόλησης, τα οποία αποτελούν το βασικό εναλλακτικό μοντέλο στην άνευ προϋποθέσεων χρηματική ενίσχυση των φτωχών.
Απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την αξιολόγηση του πώς η παραοικονομία ωθείται από, αλλά και ωθεί, την κοινωνική ευπάθεια. Αν, όπως συχνά μας είπαν οι δικαιούχοι του ΚΕΑ, το επίδομα «είναι τουλάχιστον κάτι», τότε απλά ενθαρρύνει την προσαρμογή στις παρούσες υποβαθμισμένες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες παρά συμβάλει στη μεταβολή τους. Στην Ελλάδα, δεν δίνεται η δυνατότητα σε μεγάλα, αλλά ετερογενή, στρώματα ευάλωτων πληθυσμών να ζήσουν με ποιότητα και αξιοπρέπεια, καθώς οι χρηματικές παροχές και οι λοιποί μηχανισμοί στήριξης σχεδιάζονται με άλλους σκοπούς.
[1] Αν και από τον Ιανουάριο του 2021 το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης μετονομάστηκε σε Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, τα αρχικά ΚΕΑ παραμένουν σε παράλληλη χρήση.
[2] Ο όρος σχετική φτώχεια αναφέρεται σε ετήσιο εισόδημα κάτω του 60% του μέσου εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος. Στην περίπτωση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, ως ακραία φτώχεια χαρακτηρίζονται εισοδήματα κάτω του 40% αντίστοιχα, δηλαδή ετήσια εισοδήματα που δεν ξεπερνούν τα €2,880 το 2017 (WB, 2019a).
[3] Η παρούσα έρευνα πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της Γαλλικής Σχολής Αθηνών.
[4] Υπάρχει σημαντικός όγκος βιβλιογραφίας στο θέμα της κοινωνικής επένδυσης. Δες για παράδειγμα Jenson (2010) και Jenson and Saint-Martin (2003). Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι η έννοια αυτή έχει γίνει πλέον μέρος της δημόσιας συζήτησης και στην Ελλάδα (Matsaganis, 2021).
[5] ILO and WB (2015). Πιο αναλυτικά, δες Burgi and Kyramargiou, 2021.
[6] Δες https://ec.europa.eu/info/strategy/priorities-2019-2024/economy-works-people/jobs-growth-and-investment/european-pillar-social-rights/european-pillar-social-rights-20-principles_el
Burgi, N., Κυραμαργιού, Ε. (2021) Ελέγχοντας τους φτωχούς: Το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα στην Ελλάδα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ελέγχοντας-τους-φτωχούς/ , DOI: 10.17902/20971.104
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Γεννήθηκα σ’ ένα σπίτι στην οδό Κόντου, στον Άγιο Λουκά στα Πατήσια, το σωτήριον έτος 1940 μ.Χ., μήνα Σεπτέμβρη. Οι τρείς, κρίσιμες για την ιστορία του τόπου, δεκαετίες που έζησα εκεί σημάδεψαν τη ζωή μου και ασφαλώς διαμόρφωσαν ως ένα σημείο τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά μου. Η οδός Κόντου οριζόταν δυτικά από τη δεξιά πλευρά της οδού Πατησίων και ανατολικά από τις δυτικές παρυφές των Τουρκοβουνίων (τα Νταμάρια όπως τα αποκαλούσαμε τότε). Σήμερα εκτείνεται προς τα ανατολικά ως την οδό Ταϋγέτου, όπου και το σχολικό συγκρότημα της Γκράβας. Οι αναμνήσεις από την πρώτη δεκαετία του ‘40 όπως είναι φυσικό έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν. Θυμάμαι, αποσπασματικά και ανακατεμένα, εικόνες γκρίζες ή ασπρόμαυρες, τελείως αμοντάριστες και ήχους όπως το ντελάλημα του πλανόδιου γιαουρτά, τη φωνή του παγωτατζή, αλλά και τον ρυθμικό ήχο από τις Γερμανικές μπότες μιας διμοιρίας της Wehrmacht που κατηφόριζε την οδό Κόντου, ένα απόγευμα που στεκόμουν και χάζευα σε ένα από τα δύο μικρά μπαλκονάκια της πρόσοψης του σπιτιού μας. Θυμάμαι ακόμα τα Δεκεμβριανά οδοφράγματα στη γωνία Κόντου και Δροσοπούλου, ήχους από σφαίρες που σφύριζαν, το «Προσοχή, προσοχή ομιλεί το χωνί», καθώς και τους τρείς Άγγλους στρατιώτες, όπως ακριβώς τους είδαμε αργότερα στον “Θίασο” του Αγγελόπουλου, που μας επισκέφτηκαν ένα πρωί ψάχνοντας για όπλα. (“Το πουλί του Σκόμπυ είναι κόμποι-κόμποι”). Όλα αυτά που συνέβαιναν τότε, μπορώ να πω ότι δεν μου προξενούσαν κανένα φόβο ή περιέργεια και τα αντιμετώπιζα σαν την πιο συνηθισμένη καθημερινή κανονικότητα. Το δρόμο αλλά και την ευρύτερη περιοχή στα Πατήσια, μια από τις καλύτερες συνοικίες της Αθήνας εκείνη την εποχή, χαρακτήριζαν οι μονοκατοικίες, μονώροφες ή διώροφες, δείγματα της αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου με φανερές τις επιρροές των νεωτεριστικών κινημάτων, του απλοποιημένου εκλεκτικισμού, της Art Déco αλλά και του Ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Τα ενδιαφέροντα αυτά σπίτια σύντομα ακολούθησαν τη μοίρα των παλαιότερων νεοκλασικών και έδωσαν τη θέση τους στις πρώτες πολυκατοικίες της αντιπαροχής στις αρχές της δεκαετίας του ‘50. Μέχρι και τη δεκαετία του ‘40, o μικρός αυτός δρόμος παραδόξως ήταν ασφαλτοστρωμένος, σε αντίθεση με τους γειτονικούς του χωματόδρομους, Γαλβάνη και Γρηγοροβίου, αλλά και με τους πολύ μεγαλύτερους, Δροσοπούλου, Νάξου και Πίνδου, που επίσης βρίσκονταν σε κατάσταση πρωτόγονη, χωρίς άσφαλτο, γεμάτοι λακκούβες, πέτρες και σκόνη. Αυτός ήταν και ο λόγος που σπάνια περνούσαν από κει αυτοκίνητα, δίνοντας την ευχέρεια στους πιτσιρικάδες να ξεσαλώνουν στο κυνηγητό, στο κρυφτό, στο ποδόσφαιρο, ακόμα και στο ευγενές άθλημα του πετροπόλεμου, που είχε ως αποτέλεσμα γάζες, αίμα και ανοιγμένα κεφάλια. Πολύ δημοφιλές στα αγόρια και το “κλέφτες κι αστυνόμοι” όπου στο παιγνίδι οι αστυνομικοί κυνηγούσαν τους κλέφτες, ενώ στην πραγματικότητα κυνηγούσαν τους κομμουνιστές. Κι άλλα παιγνίδια της εποχής συντελούσαν στην κοινωνικοποίηση των παιδιών της γειτονιάς και στην ανάπτυξη ισχυρών φιλικών δεσμών μεταξύ τους. Οι επιζώντες συνομήλικοί μου θα θυμούνται ασφαλώς πολλά από εκείνα τα “υπαίθρια” παιγνίδια με τα παράξενα ονόματα: “Στα-καμάν”, “Μπιζ”, “Μπερλίνα”, “Πινακωτή-Πινακωτή” καθώς και τα “Αγάλματα”, το “Άναψε μου το κεράκι” και τα παιγνίδια με τους χωμάτινους βόλους ή τα ακριβότερα γυάλινα γκαζάκια. Όσα παιδιά είχαν γαλότσες έβρισκαν διασκεδαστικό το να τσαλαβουτούν κατά τις βροχερές μέρες στις λασπωμένες λακκούβες που γέμιζαν νερό, ενώ άλλα έπαιζαν με τις λεγόμενες “Χάπα-Χούπες” τα δημοφιλή χαρτονάκια που απεικόνιζαν τους ήρωες του ποδοσφαίρου αυτούς τους κυριακάτικους ήρωες που έπαιζαν «για τη φανέλα» τότε που τα γήπεδα δεν είχαν γκαζόν. Ανηφορίζοντας στην οδό Κόντου, καθώς μπαίναμε από την οδό Πατησίων, θυμάμαι στα δεξιά το πρώτο γωνιακό κτίριο, με το ζαχαροπλαστείο του Μιλάνου στο ισόγειο, και στη συνέχεια δύο τρία επιβλητικά διώροφα, με πανέμορφες όψεις. Σ’ ένα από αυτά κατοικούσε η οικογένεια Βιντζηλαίου, της περίφημης δυναστείας των πρώτων μεγάλων λουλουδάδων της Αθήνας.Χάρτης 1: Ο οδός Κ. Κόντου και οι γύρω δρόμοι
Εικόνα 1: Στον κήπο του σπιτιού μου στα μαύρα χρόνια της κατοχής
Εικόνα 2: Κόντου και Πατησίων
Εικόνες 3α & 3β: Επιβλητικά διώροφα σπίτια, με πανέμορφες όψεις
Αφότου διασχίζαμε την οδό Δροσοπούλου, το δεύτερο σπίτι δεξιά ήταν το πατρικό μου, μια λιτή αστική μονοκατοικία από τις χαρακτηριστικές του μεσοπολέμου, που σώζεται ευτυχώς ακόμα, ανάμεσα σε μεταγενέστερες πολυκατοικίες, χάρη στην επιμονή της αρχιτεκτόνισσας αδερφής μου, ως ένα από τα ελάχιστα δείγματα μίας ξεχασμένης μακρινής εποχής.
Ίσως ένας από τους λόγους για τους οποίους οι γονείς μου επέλεξαν το συγκεκριμένο σπίτι να ήταν η θέση του. Στην περιοχή αυτή κατοικούσαν άνθρωποι της μεσαίας τάξης, πολλοί διανοούμενοι, καλλιτέχνες, εκπαιδευτικοί ακόμα και επιτυχημένοι επιχειρηματίες. Ο πατέρας μου εκπαιδευτικός, δίδαξε στη Μαράσλειο Παιδαγωγική ακαδημία, υπήρξε αντιπρόεδρος του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και Γενικός διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας.
Στα “πέτρινα” χρόνια, το διπλανό μας σπίτι με τον αριθμό 16, μοντερνιστικό, διώροφο και φωτεινό, φιλοξενούσε ένα σκοτεινό πρόσωπο της Ελληνικής ιστορίας. Μαύρο παλτό, μαύρο καπέλο, μαύρο αυτοκίνητο, μαύρη ψυχή. Το όνομά του: Αναστάσιος Ταβουλάρης (1882-1945). Ιδιότητά του: υπουργός Ασφαλείας, δεξί χέρι του Walter Schimana διοικητή των SS, αρχηγού της Γερμανικής Αστυνομίας και στρατιωτικού διοικητή της χώρας μας από τον Οκτώβριο του 1943 έως τον Οκτώβριο του 1944. Οι ενδιαφερόμενοι για την πλούσια δράση του εν λόγω γείτονα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ας ανατρέξουν στη σχετική βιβλιογραφία. Μετά την απελευθέρωση το σπίτι αυτό κατοικήθηκε από την οικογένεια Μούγερ, γνωστή για την παραγωγή των όμορφων παιδικών παπουτσιών.
Δύο σπίτια πιο πάνω, στο νούμερο 20, έμενε ο συμπαθητικός γεράκος με τον μπερέ στο κεφάλι και την ξεθωριασμένη καπαρντίνα, που τον θυμάμαι να ανηφορίζει το σούρουπο, επιστρέφοντας στο σπίτι του, κρατώντας το κεσεδάκι με το γιαούρτι για το λιτό βραδινό του δείπνο. Μόνο αυτή την εικόνα θυμάμαι από τον Παπαδιαμάντη της Ελληνικής ζωγραφικής
Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε για να μάθω ότι ο Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης (1881–1955), απόφοιτος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, μαθητής του Γ. Ιακωβίδη, αφού συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο μέχρι το 1910, μετακομίζει στο Παρίσι όπου και έρχεται σε επαφή με τα νεωτεριστικά ρεύματα της σύγχρονης ζωγραφικής, εγκαταλείποντας οριστικά τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό της Σχολής του Μονάχου. Με την επιστροφή του στην Αθήνα μαζί με τον Κωνσταντίνο Μαλέα, τον Νικόλαο Λύτρα και άλλους, ιδρύει την ομάδα “Τέχνη”, που με την πρώτη έκθεσή της το 1917 ήρθε σε ρήξη με το εικαστικό κατεστημένο της εποχής.
Πηγή: Εθνική Πινακοθήκη (http://www.nationalgallery.gr/)
Στο έργο του, το ποτισμένο από το διάχυτο φως των Ιμπρεσιονιστών, μπορεί να διακρίνει κανείς ίχνη και σκιές από τη μελαγχολία του ελληνικού Εξπρεσιονισμού, πράγμα που θα φανεί εντελώς φυσικό σε όποιον μελετήσει την άτυχη και τραγική ζωή αυτού του τόσο αδικημένου μεγάλου ζωγράφου. Στην αυτοβιογραφία του, ο στενός του φίλος ζωγράφος Περικλής Βυζάντιος αναφέρεται στον ομότεχνό του:
Αντίκρυ στον Άγιο Λουκά είναι ένας μικρός δρόμος που οδηγεί στο κενό, η οδός Κόντου. Άμα προχωρήσετε λίγα βήματα, η πολυθόρυβη οδός Πατησίων με τα μπούσια και τα τραμ εξαφανίζεται ολότελα και βρίσκεστε στην ήρεμη ατμόσφαιρα της εξοχής. Στο δεξί του δρόμου, μέσα σ ένα μικρό περιβολάκι όπου ανθίζουν την άνοιξη οι μενεξέδες, κάθεται ένας απαρατήρητος ανθρωπάκος, ο ζωγράφος Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης.
(ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ: Αυτοβιογραφικές σημειώσεις. Η ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ – ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ 1993). |
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘50, παρακολουθήσαμε με δέος, θαυμασμό και κάποια δόση ζήλιας, την ανέγερση της πρώτης “αντιπαροχικής” πολυκατοικίας στη γειτονιά, γωνία Κόντου και Δροσοπούλου. Στο ρετιρέ αυτής της πολυκατοικίας στο διαμέρισμα του φίλου μας του Αλέκου πρωτακούσαμε το εμβληματικό “Rock Around The Clock” σε σαρανταπεντάρι δισκάκι, που σηματοδοτούσε, μαζί με την καθιέρωση του θεσμού της αντιπαροχής, την έναρξη μιας καινούριας εποχής.
Στα τέλη της δεκαετίας, απέναντι από το σπίτι του Τριανταφυλλίδη υψώθηκε η δεύτερη πολυκατοικία της γειτονιάς. Εκεί έμεινε για ένα διάστημα η γνωστή πρωταγωνίστρια του θεάτρου, σκηνοθέτις, συγγραφέας, ενδυματολόγος και θιασάρχης Έλλη Βοζικιάδου (1932-2020). Οι παλιότεροι θα την θυμούνται από τις ερμηνείες της στο Εθνικό Θέατρο, τις συνεργασίες της με το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, καθώς και για την ίδρυση του δικού της θεάτρου: “ΘΥΜΕΛΗ – ΕΛΛΗΣ ΒΟΖΙΚΙΑΔΟΥ”.
Πηγή: https://www.naftemporiki.gr/
Από τον χώρο του θεάτρου και η εξαιρετική ηθοποιός και καλή φίλη Υβόνη Μαλτέζου, που πρόσφατα μου ανέφερε ότι για ένα διάστημα κατοικούσε και εκείνη στην οδό Κόντου. Τότε δεν την γνώριζα, την θαύμασα αργότερα στο “Τραμ το τελευταίο” στο Ελεύθερο Θέατρο, ως Κατερίνα στο πλευρό του Μικρού Ήρωα – Γιώργου Θαλάσση και του Σπίθα που τον ενσάρκωνε ο αξέχαστος Γιώργος Σαμπάνης. Τον Σαμπάνη, μερικά χρόνια μικρότερό μου, τον θυμάμαι να παίζει με την παρέα του στην οδό Δροσοπούλου.
Στη Δροσοπούλου επίσης μπορούσες να συναντήσεις τον Άλκη Ακύλα, μια περίεργη γεροντική φιγούρα με μαύρη μπέρτα, μπερέ και μακριά άσπρα μαλλιά. Το πραγματικό του όνομα: Αχιλλέας Μαδράς. Για πολλούς υπήρξε ο Γενάρχης του ελληνικού κινηματογράφου. Για κάποιους άλλους ήταν μορφή αμφιλεγόμενη και πολυσυζητημένη.
Πηγή: https://www.timesnews.gr
Συνεχίζοντας τον περίπατο προς τα πάνω, φτάνουμε στην οδό Νάξου.
Στη γωνία Κόντου και Νάξου, αριστερά, υπήρχε ένα Δημοτικό σχολείο. Στο διπλανό σπίτι μετά το σχολείο, επί της Νάξου, έμενε ο Παντελής, ένα συνομήλικό μου παιδί αδύνατο, ψηλό, με ευγενικά χαρακτηριστικά. Γνωριστήκαμε το 1952, γίναμε φίλοι και σύντομα ανακαλύψαμε τη μαγεία του κινηματογράφου, όντας τακτικοί θαμώνες στη θερινή ΗΛΕΚΤΡΑ στην οδό Πατησίων. Παράλληλα αρχίσαμε ν’ ακούμε με πάθος μουσική και να γνωρίζουμε τον Elvis, την jazz, τα ρεμπέτικα, τον Μάνο, τον Μίκη αλλά και τον Ρίτσο, τον Σεφέρη, τον Λειβαδίτη, τον Ελύτη, τον Εμπειρίκο.
Με το που τελειώσαμε το σχολείο, εγώ μπήκα στο Πολυτεχνείο, στην Αρχιτεκτονική, ενώ ο Παντελής Βούλγαρης, πιστός στην αγάπη του για τη μεγάλη οθόνη, σπούδασε στη σχολή Σταυράκου και δικαιώθηκε, όταν πια ως σκηνοθέτης έσπρωξε τον ελληνικό κινηματογράφο μπροστά, με ταινίες που αγαπήθηκαν όπως Το Προξενιό της Άννας, τα Πέτρινα Χρόνια, η Μικρά Αγγλία, Το Τελευταίο Σημείωμα. Ταινίες τίμιες, ντόμπρες, χωρίς φιοριτούρες και μεγαλοστομίες, με επίκεντρο πάντα τον άνθρωπο, ίσως επηρεασμένος από τον Ιταλικό Νεορεαλισμό αλλά και από τα διδάγματα των μεγάλων σκηνοθετών του καλού Αμερικανικού κινηματογράφου.
Πρόσφατα, έπειτα από εβδομήντα σχεδόν χρόνια φιλίας, ψάχνοντας στα αρχεία μου, βρήκα μια παλιά συνέντευξη του Παντελή:
Κουβεντιάζαμε με τον φίλο μου τον Κώστα Γκιζελή έναν αρχιτέκτονα, τις ταινίες εκείνης της εποχής όπως το Μπεν-Χουρ κλπ., και καθόμασταν στα σκαλιά του σπιτιού του στην οδό Κόντου κι όποιος πέρναγε τον μαρκάραμε και κάναμε μια χαρακτηρολογία πρόχειρη, αυτός είναι λογιστής, αυτός οικογενειάρχης κλπ.
(Από συνέντευξη του ΠΑΝΤΕΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ στο περιοδικό ΠΡΟΣΩΠΑ-Ιανουάριος 1986). |
Δίπλα από το δημοτικό σχολείο, ανεβαίνοντας την Κόντου αριστερά, σ’ ένα μονώροφο σπίτι με κήπο έμενε ένας ακόμα καλός φίλος, ο Γιάννης Μπανιάς (1939-2012), πολιτικός μηχανικός, άνθρωπος δραστήριος, με ξεχωριστό χιούμορ και σπάνιο ήθος, αγωνιστής, που πάλεψε σ’ όλη του τη ζωή για τα ιδανικά και την ανανέωση της ελληνικής Αριστεράς. Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ εσωτερικού από το 1982 έως το 1988, ίδρυσε το «ΚΚΕ εσωτερικού – Ανανεωτική Αριστερά», το οποίο μετονομάστηκε σε ΑΚΟΑ, και εξελέγη βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ το 2007.
Απέναντι ακριβώς από το σπίτι του Μπανιά, Κόντου 30, έβλεπες συχνά παρκαρισμένη μια Vespa.. Ήταν ίσως το πρώτο σκούτερ που έβλεπα τότε και με εντυπωσίαζε όσο και ο ιδιοκτήτης του. Άνθρωπος όμορφος, με φινέτσα και εξαιρετικό ντύσιμο, ο Φώτης Πολυμέρης (1920-2013), τραγουδιστής με σπάνια φωνή bellcanto, αλλά και συνθέτης πολλών τραγουδιών του, έγραψε ιστορία στο χώρο του λεγόμενου ελαφρού τραγουδιού. Μαζί με τον Γούναρη και τον Μαρούδα, την Δανάη Στρατηγοπούλου και την Βέμπο μας άφησαν ένα σωρό ανεπανάληπτες ερμηνείες σε πανέμορφα τραγούδια του Σουγιούλ, του Βέλλα, του Γιαννίδη, γεμάτα συγκίνηση και νοσταλγία.
Πηγή: http://fotispolimeris.gr
Πηγή: http://fotispolimeris.gr
Ο Φώτης Πολυμέρης θυμάται:
Το σπίτι το είχα αγοράσει με τις οικονομίες του πατέρα μου και τις δικές μου, στην οδό Κόντου, στον Άγιο Λουκά στα Πατήσια. Το σπίτι αυτό ήταν κτίσμα πενηντάχρονο αλλά γερό, με κήπο στο βάθος και ένα ωραίο δωμάτιο στην ταράτσα. Με προθάλαμο, σαλόνι μεγάλο και τρεις κρεβατοκάμαρες. Όταν κάποτε το επισκεύασα, τραγουδούσα τρία χρόνια να το ξεπληρώσω. Αυτό το αριστούργημα το πούλησε από πείσμα ο πατέρας μου για χίλιες λίρες.
(ΦΩΤΗΣ ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ: Των αναμνήσεων η λιτανεία – Εκδόσεις Άγκυρα). |
Αυτές ήταν μερικές από τις αναμνήσεις της καθημερινής μου ζωής σ’ έναν μικρό Αθηναϊκό δρόμο όπου έζησα εικοσιεφτά ολόκληρα χρόνια. Τον ζοφερό Απρίλη του ’67 μετακομίσαμε σε διαμέρισμα, σχετικά κοντά, στην ίδια πάντα περιοχή. Όμως ένα κομμάτι του εαυτού μου έμεινε για πάντα εκεί, στην παλιά μου γειτονιά, χωρίς να ξεχνώ ποτέ τους αγαπημένους παιδικούς μου φίλους, αυτούς που ζήσαμε τόσα χρόνια μαζί και δεν βρίσκονται πια κοντά μας.
Γκιζελής, Κ. (2021) Ενας μικρός δρόμος στα Πατήσια: αναμνήσεις από πρόσωπα και σπίτια της οδού Κόντου, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/οδός-κόντου-στην-κυψέλη/ , DOI: 10.17902/20971.105
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Στο άρθρο διερευνάται η σχέση του κέντρου της Αθήνας με την περιφέρειά του, τις γειτονιές της πόλης, και ο τρόπος που αυτή η σχέση αλλάζει από τα πρώτα χρόνια που η Αθήνα γίνεται πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους μέχρι τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Η σχέση αυτή προτείνεται ότι συνδέεται όχι μόνο με την ανάπτυξη της Αθήνας και τις δομές του χώρου, αλλά και με τις ταξικές σχέσεις, την ισχύ της αστικής τάξης, την πολιτισμική της ηγεμονία ή την εκτεταμένη αυτονομία των λαϊκών τάξεων. Οι διαδικασίες συγκέντρωσης και αποκέντρωσης μελετώνται μέσα από το παράδειγμα του εορτασμού του καρναβαλιού και του μετασχηματισμού του στο διάστημα ενός αιώνα. Οι αποκριάτικες εκδηλώσεις υφίστανται σημαντικές αλλαγές, και αλλάζει και ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνονται στον χώρο της πόλης.
Θεωρητικοί του χώρου, όπως ο Lefebvre (1977) και ο Castells (1979), έχουν προσδιορίσει την κεντρικότητα ως βασικό συστατικό στοιχείο της αστικής ζωής και έχουν αναπτύξει μια προβληματική για τα πολλαπλά επίπεδα κεντρικότητας (οικονομικής, πολιτικο-θεσμικής, ιδεολογικής-συμβολικής, σε σχέση με την κοινωνική διάδραση και την ψυχαγωγία κλπ) -τα οποία δεν είναι αναγκαίο να συμπίπτουν στον ίδιο χώρο. Ο τρόπος και η ένταση με την οποία συγκεντρώνονται δραστηριότητες σε περιοχές της πόλης και το σημείο της συγκέντρωσης προφανώς υπόκεινται σε αλλαγές. Σε αλλαγές υπόκειται γενικότερα η σχέση του κέντρου της πόλης με την περιφέρεια: μια σχέση υπαγωγής και ελέγχου, κατά τον Merriman (1991), που όμως βρίσκεται διαρκώς υπό αμφισβήτηση. Κρατικοί μηχανισμοί και ανώτερες τάξεις έχουν την έδρα τους στο κέντρο, και η περιφέρεια της πόλης, ακόμα κι όταν δεν κατοικείται από “επικίνδυνες τάξεις”, είναι ένας χώρος στον οποίο η εξουσία ασκεί πιο αδύναμο έλεγχο.
Στο κείμενο αυτό θα δούμε τις διαδικασίες συγκέντρωσης αλλά και αποκέντρωσης και τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στο κέντρο και τις γειτονιές της Αθήνας κατά τη διάρκεια ενός αιώνα, όπως εμφανίζονται στον εορτασμό της αποκριάς (Ποταμιάνος, 2020). Συνοπτικά, ο πόλος του κέντρου ενισχύεται διαρκώς μέχρι το γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα, οπότε και σημειώνεται η κορύφωση της συγκέντρωσης των δραστηριοτήτων∙ στη συνέχεια η τάση αυτή ανακόπτεται και οι γειτονιές της πόλης μοιάζουν να αποκτούν μια νέα αυτονομία.
Στη διάρκεια του αιώνα που πέρασε από όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα μέχρι τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, η έκταση και ο πληθυσμός της Αθήνας πολλαπλασιάζονται ραγδαία: από τις 30.000 κατοίκους του 1853 φτάνει το 1940 τους 500.000 σχεδόν κατοίκους (ο δήμος Αθηναίων) και τους 1.100.000 (το σύνολο της περιφέρειας Πρωτευούσης, του Πειραιά συμπεριλαμβανομένου). Προφανώς το κέντρο μετατοπίζεται και επαναπροσδιορίζεται συνεχώς όλη αυτή την περίοδο, για παράδειγμα με την Ομόνοια να βρίσκεται αρχικά στις παρυφές της πόλης και να γίνεται στη συνέχεια ο κατεξοχήν συγκοινωνιακός κόμβος της. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ δεν είναι να προσδιορίσουμε τον εκάστοτε χώρο που καταλαμβάνει το κέντρο αλλά να εξετάσουμε τη σχέση του με την υπόλοιπη πόλη. Αφενός η ανάγκη ενοποίησης και συντονισμού των αστικών δραστηριοτήτων αυξάνεται, καθώς η πόλη διογκώνεται· αφετέρου η ενίσχυση της αστικής τάξης και του κράτους συνεπάγεται, κι αυτή, την αύξηση της σημασίας του κέντρου της πόλης από πολιτική, διοικητική και συμβολική άποψη.
Κυριαρχεί, λοιπόν, στη λογοτεχνία και στον τύπο ο χαρακτήρας του κέντρου ως δημόσιου χώρου, φωτεινού, θορυβώδους, πολυπληθούς, στον οποίο κινούνται ιδίως άντρες και το οποίο ορίζεται από μεγάλα δημόσια κτίρια, πλατείες, αφετηρίες τραμ (και αργότερα λεωφορείων), υπερτοπικά κέντρα ψυχαγωγίας. Πρόκειται για έναν χώρο που σταδιακά απαλλάσσεται από τις πιο οχλούσες βιοτεχνικές δραστηριότητες, στον οποίο πρωτοεφαρμόζονται καινοτομίες στις αστικές υποδομές όπως ο ηλεκτροφωτισμός ή η ασφαλτόστρωση, και στον οποίο εμφανίζονται τα πρώτα ρήγματα στην κοινωνία της αλληλογνωριμίας καθώς η Αθήνα μεγαλώνει (Ποταμιάνος, 2015: 44). Παρ’ όλ’ αυτά, το κέντρο παραμένει χώρος κατοικίας καθ’ όλη την περίοδο, και μάλιστα κατοικίας της αστικής τάξης (Μπουρνόβα και Δημητροπούλου, 2015).
Η ενίσχυση της συγκεντρωτικότητας στις δομές της πόλης παίρνει τη μορφή όχι της συγκράτησης στο κέντρο του συνόλου των δραστηριοτήτων που υπήρχαν σ’ αυτό προηγουμένως (αυτό δεν συνέβη, για παράδειγμα, με τις εμπορικές λειτουργίες, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό διαχύθηκαν στις γειτονιές), αλλά της υπαγωγής συνοικιακών δραστηριοτήτων στο κέντρο και υπό τον έλεγχό του. Για παράδειγμα, τα συνοικιακά μανάβικα που προμηθεύονταν το εμπόρευμά τους από την κεντρική λαχαναγορά αντικαθιστούν σε μεγάλο βαθμό τόσο την κάθοδο στο κέντρο για αγορά φρούτων και λαχανικών όσο και τους πλανόδιους που γυρνούσαν στις γειτονιές πουλώντας προϊόντα των περιβολιών τους από τις περιαστικές εξοχές της Αθήνας και τα γύρω χωριά (Ποταμιάνος, 2018). Οι μορφές απευθείας επικοινωνίας μεταξύ των συνοικιών, λοιπόν, περιορίζονται και οι διαδρομές από το κέντρο προς τις γειτονιές και αντιστρόφως γίνονται όλο και πιο συχνές, κάτι που δεν οφείλεται μόνο στην αναπόφευκτα ακτινωτή δομή των αστικών συγκοινωνιών. Χαρακτηριστικά, οι προεκλογικές διαδηλώσεις, όταν εμφανίζονται στην Αθήνα πειραματίζονται αρχικά με διαδρομές διαμέσου των συνοικιών (Μη Χάνεσαι 1 και 2 Ιουλίου 1883, Ακρόπολις 5 Ιουλίου 1887), γρήγορα όμως τυποποιούν τη διαδρομή τους στις κεντρικές λεωφόρους.
Κατά τις απόκριες, στα μέσα του 19ου αιώνα αναφέρεται συγκέντρωση μασκαράδων και γενικότερα των διαφόρων εκδηλώσεων το απόγευμα της τελευταίας Κυριακής στη συμβολή της Ερμού με την Αιόλου· ωστόσο οι ίδιες περιγραφές δίνουν την εντύπωση μιας αρκετά διάχυτης στην πόλη δραστηριότητας (π.χ. Ευτέρπη 1 Μαρτίου 1849: 310-311). Καθώς η συγκέντρωση πλήθους αυξάνεται, η αστυνομία το 1872 απαγορεύει τη διέλευση αμαξών και κάρων από την Ερμού και την Αιόλου την τελευταία Κυριακή της αποκριάς για την αποφυγή ατυχημάτων (Μπουκλάκος, 1874: 341-2). Παράλληλα με τη συγκέντρωση, όμως, αναπτύσσονται και πολλές αποκεντρωμένες πρακτικές, όπως οι περιοδείες μασκαρατών και λαϊκών θεαμάτων στις συνοικίες. Είναι άλλωστε σ’ εκείνα τα χρόνια που θα πρέπει να τοποθετήσουμε και την ακμή μιας αποκριάτικης πρακτικής για την οποία μαθαίνουμε κυρίως εκ των υστέρων από τις «νεκρολογίες» της: της μαζικής ανταλλαγής επισκέψεων μασκαράδων “από συνοικίας εις συνοικίαν” (Εφημερίς των συντεχνιών 3 Μαρτίου 1891). Το 1876 ο Άγγελος Βλάχος έγραφε ότι «οι των κατωτέρων τάξεων μετημφιεσμένοι διατρέχουσι μέχρι βαθείας νυκτός την πόλιν από του Ψυρρή εις την Πλάκαν και από της Νεαπόλεως εις τους Αγίους Αποστόλους» (Εστία τ.1, 1876: 91-93∙ βλ. και Αθάνατος, 2001:52).
Η συγκέντρωση πλήθους στο κέντρο για το καρναβάλι θα ενταθεί από το 1887 ως το 1914, όταν οργανώνονται αποκριάτικες παρελάσεις από τα “κομιτάτα”, επιτροπές μεγαλοαστών με στόχο τον «εκπολιτισμό» του δημόσιου καρναβαλιού και την προσέλκυση επισκεπτών στην Αθήνα. Το επίκεντρο των εκδηλώσεων μετατοπίστηκε τότε περαιτέρω προς τη Σταδίου και την Πανεπιστημίου, αφήνοντας στην Ερμού έναν πιο περιφερειακό χαρακτήρα (π.χ. Σύλλογος 29 Φεβρουαρίου 1888). Το κυριότερο, όμως, είναι ότι το νέο επίκεντρο συγκεντρώνει μεγαλύτερα πλήθη κόσμου σύμφωνα με την εικόνα που δίνουν οι πηγές μας. Το 1900-1901 γίνεται λόγος για «ρυάκια κόσμου» που σχηματίζονταν από τις συνοικίες προς τη Σταδίου, και για αύξηση των κλοπών στις συνοικίες τις ώρες που οι κάτοικοί τους έλειπαν στο κέντρο για να δουν την παρέλαση (Εσπερινή Ακρόπολις 14 Φεβρουαρίου 1900, Σκριπ 7 Φεβρουαρίου 1901, Εστία 17 Φεβρουαρίου 1914). Ο Παπαδιαμάντης το 1899 τοποθετεί ένα από τα αθηναϊκά του διηγήματα, τις “Παραπονεμένες”, σε μια συνοικία κατά τη διάρκεια της αποκριάτικης παρέλασης, την «ώρα της μεγάλης συρροής εις τα κέντρα, της μεγάλης ερημίας εις τ’ απόκεντρα». Δεν είναι τυχαίο που η παρέα που είχε ξεμείνει στη γειτονιά είναι γυναικεία∙ ωστόσο ο μετασχηματισμός του δημόσιου καρναβαλιού που επήλθε με τις παρελάσεις στους κεντρικούς δρόμους ευνόησε την αύξηση της παρουσίας των γυναικών στο κέντρο στα επόμενα χρόνια και γενικότερα συνέβαλε στην κατάκτηση της πρόσβασής τους στον δημόσιο χώρο.
Στην αύξηση των επιπέδων συγκέντρωσης του εορτασμού της αποκριάς συνέβαλαν οπωσδήποτε εξελίξεις όπως η προϊούσα αποσύνδεση του καρναβαλιού από την κοινότητα και η επιτάχυνση της τάσης να μετατραπούν οι εκδηλώσεις του σε πιο απρόσωπα αστικά θεάματα, με επιτελεστές ανθρώπους που βιοπορίζονταν από αυτά και όχι συνδεδεμένους πρώτ’ απ’ όλα με τη γειτονιά, τη συντοπίτικη κοινότητα κλπ: αυτό συνέβη στο ευρύτερο πλαίσιο της ανόδου διεθνώς μιας μαζικής κουλτούρας «περισσότερο επικεντρωμένης στην ατομική κατανάλωση παρά στη συλλογική συμμετοχή» (Vigarello, 2004: 103 κ.ε.).
Επιπλέον, όμως, η πρωτοβουλία των κομιτάτων και η σημασία της καθιστά εμφανή τη σχέση ανάμεσα στην ενίσχυση του ρόλου του κέντρου της πόλης και στην ενίσχυση (δημογραφική, οικονομική, κοινωνική και πολιτική) της αστικής τάξης της Αθήνας. Οι αστοί κατοικούσαν στο κέντρο τόσο κυριολεκτικά όσο και συμβολικά: στο κέντρο ως τόπο λήψης πολιτικών και οικονομικών αποφάσεων και ως τόπο εκπομπής των αξιών και των συμβόλων της εξουσίας. Η αύξηση της βαρύτητας των αστών (και ιδίως της πιο εξευρωπαϊσμένης και «εκσυγχρονιστικής» μερίδας τους), και η επιχείρηση εμβάθυνσης της ηγεμονίας τους σε επίπεδα που ανταποκρίνονταν στη νέα ισχύ τους, απέκτησε και μια χωρική έκφραση: «ανακατάληψη» του κέντρου της Αθήνας (δηλαδή των δρόμων των περιοχών όπου κατοικούσαν) και κατάλληλη διαμόρφωσή του κατά τις απόκριες, αύξηση της συγκέντρωσης στο επίπεδο τόσο του κράτους όσο και της πόλης. Εδώ μπορούμε να θυμηθούμε τον ορισμό του Gruppi (1977: 84) για την ηγεμονία ως ικανότητα ενοποίησης ενός ανομοιογενούς κοινωνικού συνόλου, και να τον μεταφέρουμε από το επίπεδο της ιδεολογίας σε αυτό της πόλης.
Φαίνεται, επιπλέον, ότι στις αρχές του 20ού αιώνα έχει γίνει εντονότερη η χωρική διάσταση της αντίθεσης ανάμεσα σε αστική και λαϊκή κουλτούρα. Εντυπωσιάζει το ρεπορτάζ της εφημερίδας Εστία το καλοκαίρι του 1901 από την πλατεία του Θησείου, όπου βρισκόταν μια ακμάζουσα πιάτσα λαϊκών κέντρων διασκέδασης: κάθε λίγο έφταναν με το τραμ «όμιλοι περιηγητών από τας μάλλον εξευρωπαϊσθείσας συνοικίας, οι οποίοι έρχονται να περιεργασθούν τα γλέντια του λαού» (Χατζηπανταζής, 1986: 154). Δεν εντοπίσαμε κάποια παρόμοια αποστολή εξερεύνησης για την περίοδο του καρναβαλιού, ωστόσο τη χωρική-κοινωνική διάσταση μιας έντονης πολιτισμικής διαφοράς έρχονταν να τονίσουν κάποιες διαμαρτυρίες των εφημερίδων για ανάρμοστες συμπεριφορές κατά τις απόκριες στους κεντρικούς δρόμους. Το 1905 γράφεται ότι τα «χοντρά αστεία» των σοκακιών του Ψυρρή είχαν μεταφερθεί στη Σταδίου, «το μέγα υπαίθριον σαλόνι των ευγενών πειραγμάτων» (Σκριπ 1 Μαρτίου 1905 -βλ. και Σπυροπούλου 2010, 129 για την παρομοίωση της Σταδίου με αστικό σαλόνι από τον μυθιστοριογράφο Σπανδωνή το 1893). Το 1920 γίνεται λόγος για «βάναυση επιδρομή ομάδων μόρτηδων εις τους κεντρικούς δρόμους» (Καιροί 19 Ιανουαρίου 1920). Το 1915 ένας δημοσιογράφος καλεί την αστυνομία να μαζέψει τους «σιχαμερούς όμιλους μετημφιεσμένων» που ζητάνε λεφτά για το θέαμα που προσφέρουν με την καμήλα, το γαϊτανάκι, τις παληάτσικες τούμπες και «λοιπές αηδίες», ή έστω «να τους περιορίση εις τας πλέον αποκέντρους συνοικίας των Αθηνών, δια να γλιτώση ο κόσμος των κέντρων απ’ αυτήν την αισθητικήν ναυτίαν» (Ακρόπολις 22 Ιανουαρίου 1915). Οι «απόκεντρες συνοικίες», λοιπόν, αναγνωρίζονται ως το φυσικό περιβάλλον αυτών των θεαμάτων, το οποίο βρίσκεται μακριά από το κέντρο, τη «βιτρίνα» της πόλης αλλά κυρίως χώρο όπου ζουν άνθρωποι με πιο εκλεπτυσμένη κουλτούρα.
Ο βαθμός συγκέντρωσης των αποκριάτικων εκδηλώσεων σημείωσε μια κορύφωση στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα, και μετά μειώθηκε. Ο κρίσιμος παράγοντας, εδώ, ήταν οι γενικότεροι μετασχηματισμοί που επήλθαν στην αποκριάτικη διασκέδαση, με τον περιορισμό του βάρους του δημόσιου εορτασμού και των θεαμάτων και τη στροφή στον χορό (Ποταμιάνος, 2020: 263-267). Φυσικά τα κέντρα διασκέδασης του κέντρου της Αθήνας συγκέντρωναν πολύ κόσμο, ενώ οι αποκριάτικοι χοροί των διαφόρων σωματείων επίσης έτειναν να οργανώνονται σε χώρους του κέντρου. Παραμένει γεγονός, όμως ότι οι γειτονιές ήταν σε καλύτερη θέση για να συναγωνιστούν το κέντρο της πόλης στην προσέλκυση του κόσμου όσον αφορά τα κέντρα διασκέδασης απ’ όσο ήταν όσον αφορά τα αστικά θεάματα. Επιπλέον, οι κατακτήσεις των γυναικών όσον αφορά τη δυνατότητά τους να κινούνται σε δημόσιο χώρο (Ποταμιάνος, 2020: 232-234), καθιστούσαν μικρότερη τη σημασία της δημιουργίας ενός “πολιτισμένου χώρου” στο κέντρο της πόλης στον οποίο οι παρενοχλήσεις ήταν οι λιγότερες δυνατές∙ και από αυτή την άποψη, λοιπόν, μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι ήταν πια μικρότερη η ανάγκη συγκέντρωσης.
Βεβαίως, μετά την τελευταία παρέλαση που οργανώθηκε από κομιτάτο το 1920, κεντρικά οργανωμένες εκδηλώσεις και παρελάσεις θα επαναληφθούν τη δεκαετία του 1930 στην Πλάκα, με τις “Απόκριες της παλιάς Αθήνας” που οργάνωνε ο ΕΟΤ, ο δήμος και επιτροπή κατοίκων (Βλάχος, 2016: 189, Ελεύθερον Βήμα 2 Μαρτίου 1932, Αθηναϊκά Νέα 26 Ιανουαρίου 1934 κλπ). Η πρωτοβουλία αυτή κατέστησε την Πλάκα επίκεντρο του (αποδυναμωμένου) καρναβαλιού στην Αθήνα τις επόμενες δεκαετίες (π.χ. Μπρούσαλης 1963), και φαίνεται ότι συνέβαλε γενικότερα στην καθιέρωση της Πλάκας ως κέντρου υπερτοπικής ψυχαγωγίας με τις ταβέρνες της, αργότερα τις μπουάτ κλπ. Είναι σαφές, όμως, ότι πλέον επρόκειτο για μια περιορισμένων διαστάσεων αποκριάτικη παρέλαση, με πολύ μικρότερη συγκέντρωση κόσμου.
Η υπόθεσή μας είναι ότι η μείωση της συγκέντρωσης οδήγησε σε μια αύξηση της αυτονομίας της λαϊκής κουλτούρας και της λαϊκής γειτονιάς. Η περαιτέρω εξάπλωση της Αθήνας στον χώρο, με τον διπλασιασμό του πληθυσμού της στις δεκαετίες του 1910 και 1920, εκ των πραγμάτων θα ενίσχυσε διάφορα επιμέρους συνοικιακά και δια-συνοικιακά κέντρα, όπως και μια πιο αυτόνομη ζωή των “απόκεντρων” συνοικιών. Ήδη το 1916 ένα χρονογράφημα περιέγραφε τις «μικρογειτονιές» ως αυτάρκεις, αυτοτελείς ενότητες: «υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι, εκτός ενός βραδινού περιπάτου μέχρι της πλατείας Συντάγματος, δεν συγκοινωνούν ουδαμώς με τα λεγόμενα κέντρα. Ανήκουν εις την συνοικίαν. Το καφενείον της, το πεζοδρόμιό της, το κοριτσόπουλόν της, το μικρό της θέατρο, η κίνησίς της γίνονται από ημέρας εις ημέραν πράγματα αρκετά δια να ικανοποιούν κάθε τους ενδιαφέρον» (Πατρίς 30 Ιουνίου 1916). Το κλασικό θεατρικό έργο «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν (1921) μοιάζει να εκφράζει μια τέτοια συνείδηση, τοποθετώντας την πλοκή του σε μια σμικρυμένη εκδοχή της λαϊκής γειτονιάς, την «αυλή», και παρουσιάζοντάς την ως έναν ολοκληρωμένο κόσμο στα όρια του οποίου εξελίσσεται η ζωή των ενοίκων των δωματίων-σπιτιών γύρω από την κοινή αυλή. Ασφαλώς δεν είναι ορθό να αντιλαμβανόμαστε τη γειτονιά ως έναν χώρο περίκλειστο, φαίνεται όμως ότι κατά τον μεσοπόλεμο γίνεται πιο αυτάρκης και αυτοτελής· χαρακτηριστική αυτής της εξέλιξης είναι και η έκδοση συνοικιακών εφημερίδων όπως η Φωνή του Παγκρατίου το 1930. Μια αίσθηση μεγαλύτερης απομόνωσης και αυτάρκειας προκαλούνταν οπωσδήποτε και από το γεγονός των περιορισμένων αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στους γηγενείς και στους πρόσφυγες του 1922 που εγκαταστάθηκαν σε συνοικισμούς γύρω από την Αθήνα.
Η λαϊκή γειτονιά, στις νέες αυτές συνθήκες αυξημένης αυτοτέλειας, υπήρξε ο χώρος στον οποίο αναπτύχθηκε ένας νέος λαϊκός πολιτισμός τον μεσοπόλεμο, με εμβληματική την κουλτούρα του ρεμπέτικου. Από τα στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει, ωστόσο, δεν προκύπτει κάποιος ιδιαίτερος δυναμισμός στο πεδίο της αποκριάτικης κουλτούρας. Παλιότερα λαϊκά θεάματα όπως η καμήλα ή το γαϊτανάκι δεν ξαναβρήκαν τις παλιές τους δόξες (στην παρακμή τους αναφέρονται το Έθνος 5 Μαρτίου 1924, η Πρωία 3 Μαρτίου 1929 κλπ), ούτε αναβίωσαν οι σατιρικές μασκαράτες. Οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, με την εξαίρεση ίσως της πρακτικής του πετάγματος χαρταετών την Καθαρά Δευτέρα (χρωστάω την επισήμανση στην Κλειώ Γκουγκουλή), δεν έβαλαν τη σφραγίδα τους στην αποκριάτικη κουλτούρα, όπως το έκαναν σε πεδία όπως η μουσική ή η μαγειρική. Ενδεχομένως αντιπροσωπευτική είναι μία περιγραφή της συνοικιακής αποκριάτικης ζωής όπως αυτή που δημοσιεύτηκε το 1924 ως ανταπόκριση από την Αγία Τριάδα: «Δεν είδαμε την κίνηση που βλέπαμε άλλοτε, την γκαμήλα, το γαϊτανάκι και τον Φασουλή, αλλά δεν είδαμε και μασκαράδες. Είδαμε όμως μια άλλη κίνηση, από γλεντζέδες που ανεβασμένοι σε αμάξια τραγουδούσαν διάφορα αποκριάτικα τραγούδια, ενώ σε πολλά ζυθοπωλεία άλλοι χόρευαν». Γιορτές με χορούς ευρωπαϊκούς και ελληνικούς έγιναν και στα σπίτια, «διαδίδεται δε ότι τις τελευταίες μέρες της αποκριάς θα δοθούν χοροί εις όλα τα ζυθοπωλεία της συνοικίας, μικρά και μεγάλα, τα οποία θα μετατραπούν προσωρινώς σε χορευτικά κέντρα όπου, λένε, η είσοδος θα επιτραπεί μόνο εις μασκαρεμένους» (Εύα 23 Φεβρουαρίου 1924).
Οπωσδήποτε μια ζωηρότερη κίνηση στους δρόμους πρέπει να χαρακτήριζε το καρναβάλι στις λαϊκές γειτονιές, δεδομένης και της στενότητας χώρου στα σπίτια των φτωχότερων. Σύμφωνα με τον Παπαζαχαρίου (1980: 205-206), όμως, πλέον αυτή η κίνηση σε περιορισμένο μόνο βαθμό διαχεόταν έξω από τη συνοικία: οι μασκαράδες του μεσοπολέμου παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό στις γειτονιές τους χωρίς να εξέρχονται και να συναντιούνται στο κέντρο. Επρόκειτο για μια αντιστροφή της τάσης προς τη συγκέντρωση που είχε παρατηρηθεί στην προηγούμενη περίοδο, που ίσως δεν είναι εντελώς αυθαίρετο να συσχετίσουμε με τον κλονισμό της αστικής ηγεμονίας κατά τον μεσοπόλεμο, ο οποίος στο πολιτικό επίπεδο εκφράστηκε με μια σειρά από στρατιωτικά πραξικοπήματα (δηλαδή με την αύξηση της προσφυγής στη βία και την υποχώρηση της θεσμοποίησης της πολιτικής αντιπαράθεσης: Κωστής 2013). Η τάση αυτή των λαϊκών γειτονιών να αυτονομηθούν θα φτάσει σε ακραία επίπεδα στις συνθήκες της Κατοχής, και θα ολοκληρωθεί με την απόπειρα κατάληψης του κέντρου της Αθήνας κατά τα Δεκεμβριανά από μια κομμουνιστική αριστερά που ως βάση της είχε την περιφέρεια της πόλης.
Ποταμιάνος, Ν. (2021) Το καρναβάλι, η Αθήνα, το κέντρο και οι γειτονιές της 1834-1944, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/the-carnival-in-athens-1834-1944/ , DOI: 10.17902/20971.117
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Από το 2009, όταν η διεθνής οικονομική κρίση «μεταφέρθηκε» στη χώρα μας και ήρθαν στην επιφάνεια οι αδυναμίες της εγχώριας οικονομίας, η αγορά ακινήτων άρχισε να «παγώνει». Σε όλο το κέντρο της Αθήνας τα καταστήματα έκλειναν το ένα μετά το άλλο και οι συνθήκες διαβίωσης επιδεινώνονταν ραγδαία. Ταυτόχρονα, τα πρώτα χρόνια της κρίσης, το κέντρο έγινε πεδίο διαδηλώσεων, διαμαρτυριών, βίαιων συγκρούσεων.
Στα Εξάρχεια το κλίμα ήταν ήδη βαρύ, καθώς είχε προηγηθεί ένα κομβικό γεγονός: η δολοφονία Γρηγορόπουλου τον Δεκέμβριο του 2008. Οι συνεχείς συγκρούσεις του αντιεξουσιαστικού χώρου με την αστυνομία και οι καταστροφές, παράλληλα με το πρόβλημα των ναρκωτικών, θα «χαρακτηρίσουν» στη δημόσια σφαίρα την περιοχή (συχνά και εκτός Ελλάδας) για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας της κρίσης.
Λίγα χρόνια μετά την αφετηρία της κρίσης, όμως, το αστικό τοπίο άρχισε να μεταβάλλεται, επηρεαζόμενο από τρεις αλληλένδετες εξελίξεις: την άνοδο από το 2014 του τουριστικού ρεύματος προς την Αθήνα, η οποία μετατρεπόταν ταχύτατα σε προορισμό city break. Την επέλαση του Airbnb, που «σάρωσε» όλο το κέντρο της Αθήνας (στην εικόνα προστέθηκε στην πορεία και η Golden Visa, αν και με σαφώς μικρότερη επίδραση στην αγορά ακινήτων). Τέλος την ανάδυση της Αθήνας διεθνώς ως «επενδυτική ευκαιρία» στην αγορά ακινήτων, κυρίως εξαιτίας των πολύ χαμηλών τιμών (λόγω της βαθιάς οικονομικής κρίσης). Οι εξελίξεις άρχισαν διστακτικά να φαίνονται και στα Εξάρχεια από το 2015 και εμφανώς από το 2017-2018, οπότε και το εγχώριο και διεθνές επενδυτικό κεφάλαιο έκανε εμφανή την παρουσία του στο κέντρο της Αθήνας.
Η έρευνα
Για να διερευνηθεί η επίδραση όλων αυτών των παραγόντων, επελέγη ως περιοχή μελέτης η ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων. Με δεδομένο ότι τα διοικητικά όρια μιας περιοχής (πόσο μάλλον εντός του ίδιου δήμου) δεν περιορίζουν στην πράξη την εξέλιξη αστικών διεργασιών, επελέγη ένα «νοητό» buffer zone γύρω από την -ορισθείσα διοικητικώς- γειτονιά των Εξαρχείων, που περιλαμβάνει 227 οικοδομικά τετράγωνα και (εκτός από τα Εξάρχεια) ολόκληρες τις γειτονιές του Μουσείου, του λόφου Στρέφη, ένα τμήμα της Νεάπολης και μικρό τμήμα του ιστορικού κέντρου. Η περιοχή ορίστηκε από την οδό Πατησίων (28ης Οκτωβρίου), την οδό Πανεπιστημίου (Ελ. Βενιζέλου), τη λεωφόρο Αλεξάνδρας και την οδό Ιπποκράτους (χάρτης 1).
Ακολούθησε πρωτογενής έρευνα στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών το καλοκαίρι του 2019, με βάση την οποία μελετήθηκαν όλες (3.132) οι αγορές ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων που έγιναν το 2009-2018 στην εν λόγω περιοχή. Από το υποθηκοφυλακείο συλλέχθηκαν στοιχεία για την ταυτότητα του κάθε ακινήτου (εμβαδόν, χρήση, όροφος), τον αγοραστή του (φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εθνικότητα φυσικών προσώπων) και βέβαια το έτος αγοράς. Συνολικά κατεγράφησαν 3.132 ιδιοκτησιακά δικαιώματα (μέρος ή το όλον ενός ακινήτου) από 2.121 διαφορετικούς ιδιοκτήτες.
Όπως προκύπτει, η κρίση στην αγορά ακινήτων της ευρύτερης περιοχής των Εξαρχείων ξεκίνησε να γίνεται αισθητή το 2010 (-23,6% σε σχέση με το 2009). Το 2012 και το 2013 οι αγοραπωλησίες στην περιοχή μελέτης ήταν πια ελάχιστες (το 2013 -73% σε σχέση με το 2009). Το 2014 αρχίζει να διαφαίνεται μια ελαφρά ανοδική πορεία, ενώ ουσιαστική διαφορά φαίνεται το 2017 (+43,1% σε σχέση με το 2016) και 2018 (+44,1%) σε σχέση με το 2017), οπότε οι αγοραπωλησίες φτάνουν και ξεπερνούν τα επίπεδα του 2009 (γράφημα 1, χάρτης 2).
Οι αγοραπωλησίες είχαν πολύ μεγάλη διασπορά στην περιοχή μελέτης. Αγορές εντοπίζονται σχεδόν στο σύνολο των οδών της εξεταζόμενης περιοχής. Το αγοραστικό ενδιαφέρον είναι εντονότερο στις κεντρικές οδούς, εκεί όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός κτιρίων γραφείων (συνήθως των 10-30 τμ έκαστο) αλλά δεν περιορίζεται εκεί:
-στην οδό Ακαδημίας (227 καταγραφές, ή 7,25% του συνόλου)
-στην οδό Χαριλάου Τρικούπη (219 καταγραφές, ή 6,99% του συνόλου)
-στην οδό Μαυρομιχάλη (135 καταγραφές, ή 4,31% του συνόλου)
-στην οδό Ιπποκράτους (133 καταγραφές, ή 4,25% του συνόλου)
-στη οδό Ζωοδόχου Πηγής (102 καταγραφές ή 3,26%).
Σημαντικός αριθμός αγοραπωλησιών ακινήτων έγινε και στις οδούς Εμμ. Μπενάκη, Κωλέττη, Νικηταρά, Σολωμού και Σόλωνος. Να σημειωθεί ωστόσο ότι οι αγοραπωλησίες στα εξεταζόμενα τμήματα της λεωφόρου Αλεξάνδρας, της οδού Πανεπιστημίου (Ελ. Βενιζέλου) και της οδού Πατησίων (28ης Οκτωβρίου) ήταν πολύ λιγότερες από ότι σε μικρές οδούς της ευρύτερης περιοχής (χάρτης 3).
Μόνο στις μισές περιπτώσεις (1.809 από 3.132, ήτοι 57,9%) τα ακίνητα που αγοράστηκαν την περίοδο 2009-2018 ήταν κατοικίες. Τα 727 ήταν ακίνητα με χρήση γραφείου (ποσοστό 23,2% του συνόλου), τα 193 ήταν αποθήκες (6,1% του συνόλου), τα 180 ήταν εμπορικοί χώροι (καταστήματα, 5,7% του συνόλου), τα 68 ήταν θέσεις στάθμευσης (2,1% του συνόλου), τα 57 δηλώθηκαν ως επαγγελματικοί χώροι (υπηρεσίες), οι 46 ως χώροι εκπαίδευσης και οι υπόλοιποι άλλες κατηγορίες. Όπως παρατηρείται, το ενδιαφέρον για κατοικίες στην περιοχή μελέτης εκτινάσσεται το 2017 (+48,2% σε σχέση με το 2016) και το 2018 (+35,3% σε σχέση με το 2017), με τις πωλήσεις κατοικιών να ξεπερνούν ήδη από το 2017 τις αντίστοιχες του 2009. Αντίθετα για τα γραφεία, που αντιπροσωπεύουν τη δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα ακινήτων που πωλήθηκαν την περίοδο μελέτης, οι πωλήσεις τους ακόμα και το 2017 και 2018 παραμένουν πολύ χαμηλότερες από εκείνες του 2009. Τέλος, στους εμπορικούς χώρους (καταστήματα), οι πωλήσεις σχεδόν εκμηδενίζονται το 2012 (μόλις 5) για να επανέλθουν σταδιακά το 2017 και 2018 στα ίδια επίπεδα με το 2009. Οι ελάχιστες πωλήσεις καταστημάτων στην καρδιά της οικονομικής κρίσης απηχούν και το γενικότερο κλίμα, καθώς πλήθος καταστημάτων είχαν κλείσει εκείνη την περίοδο και στα Εξάρχεια (πίνακας 1, χάρτες 4-8).
Την εξεταζόμενη περίοδο στην περιοχή μελέτης πωλήθηκαν ακίνητα συνολικού εμβαδού 90.088 τμ. Τα ακίνητα που πουλήθηκαν τη δεκαετία της κρίσης είχαν κατά μέσο όρο εμβαδόν 53,67 τμ. Η κατανομή του μέσου όρου κάθε έτους δείχνει ότι δεν υπάρχουν ιδιαίτερες αυξομοιώσεις, προφανώς ελλείψει πολλών μεγάλων ακινήτων στην περιοχή, επομένως αντανακλά την «ταυτότητά» της (πίνακας 2).
Όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων (πίνακας 3), από τις 3.132 αγοραπωλησίες, οι 2.158 (68,9% του συνόλου) αφορούσαν το 100% μιας ιδιοκτησίας (δηλαδή ένα ολόκληρο ακίνητο). Ακόμα 691 (22,1% του συνόλου) αφορούσαν το 50% μιας ιδιοκτησίας. Συνήθως οι αγορές αυτές γίνονται ταυτόχρονα από δύο φυσικά πρόσωπα. Επομένως το 91,0% των αγοραπωλησιών αφορούσαν την απόκτηση του 50% ή 100% μιας ιδιοκτησίας, άρα αυτό είναι το κυρίαρχο “μοτίβο”.
Οι υπόλοιπες αφορούν διάφορα ποσοστά ιδιοκτησίας, που ξεκινούν ακόμα και από 1% (προφανώς στις περιπτώσεις αυτές η αγορά έγινε συνδυαστικά με άλλους ανθρώπους/ εταιρίες). Υπάρχουν περιπτώσεις που την περίοδο μελέτης εμφανίζεται να έχει πωληθεί μόνο ένα μέρος κάποιας ιδιοκτησίας και όχι το σύνολό της. Στην περίπτωση αυτή το πιο πιθανό είναι να εξαγοράστηκε το μερίδιο κάποιου/κάποιων προκειμένου να ξεκαθαριστεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς ενός ακινήτου.
Ως προς την κατηγορία των αγοραστών, τη δεκαετία 2009-2018 έγιναν 3.132 αγορές ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων από 2.121 διαφορετικούς ιδιοκτήτες (φυσικά ή νομικά πρόσωπα). Από αυτές, οι 2.680 έγιναν από 1.994 φυσικά πρόσωπα:
-1.658 Έλληνες απέκτησαν 2.221 ιδιοκτησιακά δικαιώματα (ποσοστό 70,9% του συνόλου των αγορών)
-336 αλλοδαποί απέκτησαν 459 ιδιοκτησιακά δικαιώματα (ποσοστό 14,6% του συνόλου των αγορών).
Οι υπόλοιπες 452 αγορές ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων έγιναν από 127 νομικά πρόσωπα (ποσοστό 14,5% του συνόλου των αγορών).
Όπως προκύπτει (πίνακας 4, γράφημα 2), οι Έλληνες (φυσικά πρόσωπα) κυριαρχούν στις αγορές ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων καθ’όλη την εξεταζόμενη δεκαετία, φθάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδό τους το 2014 και επιστρέφοντας το 2018 στα επίπεδα του 2011. Οι αγορές ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων από αλλοδαπούς αντιπροσώπευαν αρχικά ένα πολύ μικρό ποσοστό των συνολικών αγορών από φυσικά πρόσωπα το 2009-2013 (ενδεικτικά, 2009: 5,2%). Από το 2014 όμως άρχισαν να αντιπροσωπεύουν ολοένα και πιο σημαντικό κομμάτι. Ξεκινούν από 16,4% το 2014, ανεβαίνουν στο 21,3% το 2015, 17,2% το 2016 και 24,9% το 2017. Αίφνης το 2018 ανεβαίνουν στο 42,5% των αγορών από φυσικά πρόσωπα. Είναι εντυπωσιακό ότι το 2018 οι αγορές ακινήτων από αλλοδαπούς (φυσικά πρόσωπα) αντιπροσωπεύουν 34,7% του συνόλου των αγορών εκείνης της χρονιάς (από φυσικά πρόσωπα ή εταιρείες) και το 42% των αγορών από αλλοδαπούς καθόλη την δεκαετία της οικονομικής κρίσης. Αντίστοιχα οι αγορές από νομικά πρόσωπα (γράφημα 1), ενώ το 2009 αντιπροσωπεύουν το 21,6% των συνολικών αγορών εκείνης της χρονιάς, πέφτουν στο 6,6% το 2013, σημάδι της ανισορροπίας που επικρατούσε εκείνη την περίοδο στην αγορά. Ξαφνικά το 2014 ανεβαίνουν στο 31,1% του συνόλου και μετα ακολουθούν πάλι καθοδική πορεία: πέφτουν στο 14,5% το 2015 (χρονιά αλλαγής εξουσίας), στο 12,6% το 2016 και στο 5,7% το 2017. Για να ανέβουν πάλι στο 18,5% το 2018. Τη δεκαετία μελέτης, 127 νομικά πρόσωπα απέκτησαν 452 ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Τα περισσότερα νομικά πρόσωπα (τα 73 από τα 127) αγόρασαν από ένα ακίνητο μόνο, καθ’όλη τη διάρκεια της κρίσης (οι αγορές τους αντιπροσωπεύουν το 16,15% του συνόλου των αγορών από νομικά πρόσωπα). Από δύο ακίνητα αγόρασαν 22 νομικά πρόσωπα (9,73% των αγορών από νομικά πρόσωπα), ενώ από τρία ακίνητα 11 νομικά πρόσωπα (7,3% των αγορών). Επομένως, το 33,18% των αγορών από νομικά πρόσωπα πραγματοποιήθηκαν από εκείνα που αγόρασαν από ένα έως τρία ακίνητα (πίνακας 5). Αντίθετα, υπήρξαν οκτώ νομικά πρόσωπα που απέκτησαν μεγάλο αριθμός ακινήτων (πάνω από δέκα). Σωρευτικά, αγόρασαν σχεδόν τα μισά (49,55%) ιδιοκτησιακά δικαιώματα στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων από όσα απέκτησε το σύνολο των νομικών προσώπων κατά τη δεκαετία της κρίσης στην ίδια περιοχή. Χαρακτηριστικό είναι ότι η αγορά από μια μόνο εταιρεία 73 ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων αντιπροσωπεύει μόνη της το 16,67% των αγορών από νομικά πρόσωπα το 2009-2018. Όλες οι αγορές άνω των πέντε ακινήτων αναλύονται στη συνέχεια. Όσον αφορά το ποσοστό της ιδιοκτησίας που αγοράστηκε από νομικά πρόσωπα, τα 407, δηλαδή το 90% του συνόλου, ήταν ολόκληρα (100% μιας ιδιοκτησίας) και το υπόλοιπο 10% αφορούσε αγορά ενός ποσοστού μιας ιδιοκτησίας. Υπήρχε μια περίπτωση εταιρείας η οποία αγόρασε το 15% σε 32 ακίνητα στο ίδιο κτίριο. Τα νομικά πρόσωπα έχουν διάφορες μορφές: οι περισσότερες (33) είναι ανώνυμες εταιρίες κάποιας μορφής. Ακολουθούν οι μονοπρόσωπες ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρίες (10), οι Limited Companies-LTD (10), οι ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες- ΙΚΕ (8), οι μονοπρόσωπες εταιρείες περιορισμένης ευθύνης-ΜΕΠΕ (6), οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης-ΕΠΕ (5) και οι υπόλοιπες είναι άλλης μορφής. Ως προς τον τομέα λειτουργίας τους, πρόκειται κυρίως για επενδυτικές εταιρείες, εταιρείες real estate, εταιρείες χρηματοδοτικών μισθώσεων, τεχνικές εταιρείες. Να σημειωθεί ότι δεν είναι εταιρείες όλα τα νομικά πρόσωπα. Ανάμεσά τους υπάρχουν ασφαλιστικά ταμεία, επιμελητήρια, ενώσεις, εθνοτοπικοί σύλλογοι, οργανώσεις, θρησκευτικοί φορείς. Λίγα από αυτά βρίσκονται στις πρώτες θέσεις ως προς το πλήθος των αγορών τους, καθώς τα περισσότερα όμως απέκτησαν μόλις ένα ακίνητο. Όσον αφορά στις χωρικές προτιμήσεις των νομικών προσώπων, σχεδόν το ένα τρίτο (28%) των αγορών έχουν γίνει σε ακίνητα επί της οδού Ακαδημίας. Το ενδιαφέρον των νομικών προσώπων συγκέντρωσαν και οι οδοί Κωλέττη, Ιπποκράτους και Ζωοδόχου Πηγής. Όπως προαναφέρθηκε, από τις 3.132 αγορές ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων σε ακίνητα κατά τη δεκαετίας της οικονομικής κρίσης στην περιοχή μελέτης, οι 2.221 έγιναν από 1.658 Έλληνες και οι 459 από 336 αλλοδαπούς. Αυτό που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον στην κατανομή των αγορών ανά έτος (γράφημα 2) είναι ότι ενώ στο ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης οι αγορές από αλλοδαπούς είναι πολύ περιορισμένες (ενδεικτικά, 2009 5,2% των αγορών εκείνης της χρονιάς από φυσικά πρόσωπα, 2010 το 3,3%), σταδιακά στα μέσα της οικονομικής κρίσης ξεκινούν να αυξάνονται και στο τέλος της εξεταζόμενης δεκαετίας να αντιπροσωπεύουν σχεδόν τις μισές αγορές: το 2015 το 21,3%, το 2016 το 17,2%, το 2017 το 24,9% και ξαφνικά το 2018 το 42,5% των αγορών από φυσικά πρόσωπα (Έλληνες ή ξένους) εκείνη τη χρονιά. Αυτό υποδεικνύει πως τη στιγμή που η οικονομική δύναμη των ημεδαπών είχε συρρικνωθεί δραματικά, ξεκινά (όπως και με τις εταιρείες) μια είσοδος αλλοδαπών μικρο- ή μεγαλο- επενδυτών, που αναζητούν ευκαιρίες στην υποσχόμενη (καταρρακωμένη;) αγορά ακινήτων. Όσον αφορά το πλήθος των αγορών (πίνακας 6), η πλειονότητα (61,6%) των φυσικών προσώπων αγόρασε μόνο ένα ακίνητο (συνολικά 1.660 ιδιοκτησιακά δικαιώματα). Από δύο ακίνητα αγόρασε το 15,9% των φυσικών προσώπων (δηλαδή 215 άτομα απέκτησαν 430 ιδιοκτησιακά δικαιώματα), από τρία το 6,5% (59 άτομα απέκτησαν 177 ακίνητα), από τέσσερα το 4,4% (30 άτομα απέκτησαν 120 ακίνητα) και από πέντε το 1,3% (7 άτομα αγόρασαν 35 ακίνητα). Συνολικά, το 84,1% των ακινήτων που αγοράστηκαν από φυσικά πρόσωπα ήταν περιπτώσεις ατόμων που αγόρασαν 1-3 ακίνητα. Συνολικά, αγορές στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων το 2009-2018 αγόρασαν ακίνητα άνθρωποι από 42 διαφορετικές εθνικότητες (πίνακας 7). Υπενθυμίζεται ότι ως αλλοδαποί έχουν καταγραφεί άτομα με εθνικότητα άλλη από την ελληνική – ο τόπος κατοικίας επέλεξα να μην εξεταστεί, καθώς στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον δεν έχει αποφασιστική σημασία. Έτσι ανάμεσα στους καταχωρημένους ως αλλοδαπούς βρίσκονται και άτομα με ελληνικά ονοματεπώνυμα, που είναι όμως υπήκοοι άλλων χωρών. Η ανάλυση των στοιχείων των αγορών εκείνης της περιόδου ανά εθνικότητα (πίνακας 7) δείχνει να επιβεβαιώνει εν μέρει τη γενική πεποίθηση της περιόδου, ότι Κινέζοι (τελικά λιγότερο) και Ισραηλινοί (τελικά περισσότερο) ήταν ανάμεσα στις εθνικότητες που πραγματοποίησαν σημαντικό αριθμό πράξεων. Ωστόσο η δεύτερη μετά τους Ισραηλινούς μεγαλύτερη ομάδα αγοραστών δεν είναι τόσο αναμενόμενη: οι Αλβανοί. Μεγάλος αριθμός αγοραστών ήταν επίσης από τη Γαλλία και την Κύπρο. Συνολικά σχεδόν οι μισοί αγοραστές (48,8%) είναι υπήκοοι μόλις τεσσάρων χωρών (Ισραήλ, Αλβανία, Γαλλία, Κύπρος).Πίνακας 4: Αγορές ακινήτων από Έλληνες και αλλοδαπούς ανά έτος (φυσικά πρόσωπα)
Γράφημα 2: Ποσοστό αγορών ακινήτων από Έλληνες και αλλοδαπούς ανά έτος (φυσικά πρόσωπα)
Τα νομικά πρόσωπα
Πίνακας 5: Αγορές ακινήτων από νομικά πρόσωπα ανά έτος
Τα φυσικά πρόσωπα
Πίνακας 6: Αγορές ακινήτων από φυσικά πρόσωπα ανά έτος
Εθνικότητες
Πίνακας 7: Αγορές από αλλοδαπούς και πλήθος αλλοδαπών αγοραστών ανά εθνικότητα (2009-2018)
Ως προς το πλήθος των αγορών, που είναι το πιο ουσιαστικό (πίνακας 6), οι Ισραηλινοί παραμένουν στην κορυφή της λίστας, καθώς υπήκοοι της χώρας αυτής αγόρασαν στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων το 2009-2018 74 ακίνητα (το 16,2% του συνόλου των αγορών από αλλοδαπούς). Στη δεύτερη θέση όμως βρίσκεται η Κίνα, από κοινού με την Κύπρο, υπήκοοι των οποίων αγόρασαν 52 ακίνητα (οι αγορές από υπηκόους της κάθε χώρας αντιπροσωπεύουν έκαστη 11,3% του συνόλου). Οι υπήκοοι Αλβανίας βρίσκονται στην επόμενη θέση με 42 ακίνητα (9,1%) και ακολουθούν οι Γάλλοι με 39 ακίνητα (8,5%) και οι Τούρκοι με 29 ακίνητα (6,3%). Σωρευτικά, περίπου τα μισά (47,9%) ακίνητα που αγοράστηκαν από αλλοδαπούς, είναι από υπηκόους τεσσάρων χωρών (Ισραήλ, Κύπρος, Κίνα, Αλβανία).
Από την ανάλυση των στοιχείων αποδεικνύεται ότι μεγάλο μέρος των ακινήτων που αγοράστηκε, ιδίως μετά το 2015 έπαψε να ενοικιάζεται μακροπρόθεσμα και οδηγήθηκε σε βραχυχρόνια μίσθωση. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει και έμμεσα (από τον πολύ μεγάλο αριθμό καταχωρήσεων στο airbnb και τα στοιχεία για την άνοδο των ενοικίων έως 30-35% το 2018), αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και άμεσα, καθώς η έρευνα εντόπισε είτε ολόκληρα κτίρια που μετατράπηκαν σε εγκαταστάσεις φιλοξενίας είτε την απόκτηση διαμερισμάτων από επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στο χώρο αυτό. Επίσης στα καταστατικά πολλών από τις εταιρείες που αγόρασαν ακίνητα στα Εξάρχεια προκύπτει ότι ο σκοπός τους είναι η διαχείριση ακινήτων και, ξεκάθαρα, η βραχυχρόνια μίσθωσή τους.
Η εικόνα που υπήρχε καθ’όλη τη δεκαετία της κρίσης στη δημόσια σφαίρα για τα Εξάρχεια φαίνεται ότι τελικά υποβοήθησε, αν όχι ενίσχυσε την κερδοσκοπία στο χώρο των ακινήτων. Τα συνεχή επεισόδια με την αστυνομία, οι καταστροφές και το εμπόριο ναρκωτικών, όλα αυτά συγκρότησαν μια εικόνα παρακμής για την περιοχή στη δημόσια σφαίρα, που κατ’αρχήν αποθάρρυνε την είσοδο νέων κατοίκων. Παράλληλα ως πραγματικά γεγονότα, λειτούργησαν αρνητικά για μερίδα των κατοίκων της περιοχής, που αναζήτησε αλλού κατοικία ενδεχομένως μην αντέχοντας την υποβάθμισή της και την παραβατικότητα. Η πτώση των τιμών των ακινήτων ενθάρρυνε σταδιακά τις αγορές και τα Εξάρχεια, λόγω του νεανικού και “επαναστατικού” τους χαρακτήρα (που συχνά παρουσιαζόταν ως “εμπειρία” από αυτούς που δραστηριοποιούνταν στο χώρο της βραχυχρόνιας μίσθωσης), αλλά και της εγγύτητάς τους με το ιστορικό κέντρο μετατράπηκαν το 2017-2018 σε πεδίο επενδυτικής ευκαιρίας. Το αν αυτή η εικόνα (δηλαδή η παρουσίαση στη δημόσια σφαίρα των Εξαρχείων ως άβατο αναρχίας και ναρκωτικών) “μεγεθύνθηκε” με πολιτική/οικονομική σκοπιμότητα, προκειμένου να πέσουν οι τιμές των ακινήτων και να “αλωθεί” (ώστε να “κανονικοποιηθεί”) η περιοχή μέσω του real estate είναι κάτι που εύκολα μπορεί κανείς να ισχυριστεί αλλά προφανώς δεν μπορεί να αποδειχθεί. Αποδεικνύεται όμως ότι το επενδυτικό κεφάλαιο προσβλέπει στην «κανονικοποίηση» αυτή, πιθανότατα στο βαθμό που δεν αλλοιώνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ως “brand”, επενδύοντας σε ακίνητα και στη βραχυχρόνια μίσθωσή τους. Είναι πάντως εξαιρετικά ενδιαφέρον – μια περιοχή, η οποία παρουσιάζεται συστηματικά στη δημόσια σφαίρα ως “βασίλειο της ανομίας” να μπαίνει τόσο ευθέως στο στόχαστρο του επενδυτικού κεφαλαίου (εγχώριου ή ξένου), σε σημείο που να παρουσιάσει σημάδια εξευγενισμού (gentrification).
[1] Kεντρική εικόνα: Εφημερίδα Η Αυγή, Μπλε Πολυκατοικία: η ιστορία και ο μύθος της, 11/12/2013
Λιάλιος, Γ. (2021) Μεταλλαγές στην ιδιοκτησία ακινήτων στο κέντρο της Αθήνας τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης (2009-2018). Η περίπτωση των Εξαρχείων, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/μεταλλαγές-στην-ιδιοκτησία-ακινήτων/ , DOI: 10.17902/20971.103
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Για την οικονομική κρίση και τις συνέπειές της στην αγορά ακινήτων και την κατοικία
Για το Airbnb και την golden visa
Για τα Εξάρχεια
Στο κείμενο αυτό επιχειρούμε να προσδιορίσουμε τις περιοχές της πόλης που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως περιοχές πολλαπλής αποστέρησης (multiple deprivation areas). Ανάλογες μελέτες έχουν γίνει σε διάφορες χώρες (το ΗΒ είναι μεταξύ εκείνων με τις περισσότερες) και βασίζονται σε μεταβλητές που αφορούν σημαντικές πλευρές της ποιότητας ζωής και της καθημερινότητας. Οι επεξεργασίες που περιλαμβάνονται στο παρόν κείμενο συνοψίζουν δημοσιεύσεις μας για τις περιοχές αποστέρησης στην Αττική (Arapogou et al., 2021; Karadimitriou et al., 2021; Karadimitriou et al. 2017). Η μέθοδος που ακολουθήθηκε στην προκειμένη περίπτωση είναι απλή, αλλά καινοτόμος όσον αφορά τη μελέτη της αποστέρησης στις Ελλαδικές πόλεις: Χρησιμοποιήθηκαν μεταβλητές διαθέσιμες από την Απογραφή Πληθυσμού του 2011, οι οποίες όταν έχουν είτε πολύ υψηλές, είτε πολύ χαμηλές τιμές σηματοδοτούν πιθανώς ανησυχητικά φαινόμενα . Οι μεταβλητές αυτές αφορούν τρεις διαφορετικούς τομείς: Απασχόληση, εκπαίδευση και κατοικία. Για κάθε έναν από τους τομείς αυτούς υπολογίστηκε ένας ενιαίος δείκτης. Το άθροισμα των τριών αυτών δεικτών αποτελεί και τον Συνολικό Δείκτη Πολλαπλής Αποστέρησης (ΣΔΠΑ). Για κάθε έναν τομέα από τους τρεις χρησιμοποιήθηκε διαφορετικός αριθμός μεταβλητών, ενώ στο εσωτερικό των τομέων δημιουργήθηκαν υποτομείς στους οποίους εντάχθηκαν οι επιλεγμένες μεταβλητές (πίνακας 1). Το ειδικό βάρος κάθε υποτομέα ήταν ενιαίο στο πλαίσιο του κάθε τομέα, κάτι που σημαίνει ότι το άθροισμα των δεικτών των μεταβλητών που εντάχθηκαν στον κάθε υποτομέα διαιρέθηκε διά του πλήθους των δεικτών. Αναλογικά, το ίδιο έγινε και για τους τομείς ώστε ο καθένας να συμβάλει ισοβαρώς στο συνολικό δείκτη. Για κάθε μεταβλητή αποδόθηκαν σε κάθε περιοχή (ΜΟΧΑΠ: μονάδες χωρικής ανάλυσης πόλεων που περιλαμβάνουν πληθυσμό 1.200 ατόμων κατά μέσο όρο) δείκτες αποστέρησης από 1 έως 7 με βάση το μέσο όρο (μο) και την τυπική απόκλιση (τα) της μεταβλητής κατά τον ακόλουθο τρόπο: χ = τιμή της μεταβλητής «ν» στη ΜΟΧΑΠ «ι» 1-7 = τιμές δεικτών αποστέρησης 1: χ < μο ν 2: μο ν < χ < μο ν+0,5τα ν 3: μο ν+0,5τα < χ < μο ν+1τα ν 4: μο ν+1τα < χ < μο ν+2τα ν 5: μο ν+2τα < χ < μο ν+3τα ν 7: μο ν+3τα ν < χ Οι πολύ υψηλές τιμές (μο ν+3τα) ενισχύθηκαν με μία επιπλέον μονάδα δείκτη ώστε να γίνει πιο ευδιάκριτη η ομάδα των περιοχών όπου συγκεντρώνονται ταυτόχρονα πολλές δυσμενείς παράμετροι. Στους χάρτες 1-3 εμφανίζονται οι περιοχές με βάση τον Συνολικό Δείκτη Πολλαπλής Αποστέρησης (ΣΔΠΑ) για τα έτη 1991, 2001 και 2011. Από τη συγκριτική παρατήρηση των τριών αυτών χαρτών προκύπτει ότι οι περισσότερες συγκεντρώσεις των περιοχών αποστέρησης είναι σταθερές στην περιφέρεια της πόλης (Ασπρόπυργος-Ελευσίνα, Σαλαμίνα, Καματερό-Ζεφύρι-Άνω Λιόσια, Μαραθώνας και ορισμένες περιοχές εκτός χάρτη, όπως το Λαύριο) και στο κέντρο της Αθήνας (Βοτανικός-Ταύρος-Ρέντης). Η μεγάλη αλλαγή που εμφανίζεται καθαρά το 2011 είναι η σημαντική συγκέντρωση αρνητικών δεικτών στο κέντρο του Δήμου Αθηναίων και ειδικά στις περιοχές βόρεια της πλατείας Ομονοίας και γύρω από τους άξονες των λεωφόρων Πατησίων και Αχαρνών.Πίνακας 1: Μεταβλητές που περιελήφθησαν στον υπολογισμό των δεικτών αποστέρησης
Το περιεχόμενο των ομαδοποιημένων περιοχών κατοικίας σε σχέση με τον συνολικό δείκτη αποστέρησης παρουσιάζεται στον πίνακα 2. Οι τιμές του πίνακα είναι συντελεστές χωροθέτησης (location quotients), δηλαδή πολλαπλάσια ή υποπολλαπλάσια του μέσου όρου της κάθε μεταβλητής σε σχέση με το σύνολο της πόλης. Για παράδειγμα, η τιμή 0,69 για την ανεργία στην ομάδα 1 του 1991 σημαίνει ότι το ποσοστό των ανέργων στις περιοχές της ομάδας αυτής με το χαμηλότερο δείκτη αποστέρησης το 1991 ήταν το 0,69 του μέσου όρου ανεργίας, ενώ σε εκείνες με τον υψηλότερο δείκτη αποστέρησης (ομάδα 6) ήταν 1,75 φορές μεγαλύτερο του μέσου όρου.
Από τους πίνακες 2-4 προκύπτει ότι οι μεταβλητές που δείχνουν συνθήκες που βρίσκονται πολύ χαμηλότερα από το μέσο όρο της πόλης στις περιοχές έντονης αποστέρησης είναι κοινές σε ορισμένες περιπτώσεις για τις τρεις χρονολογίες (1991, 2001 και 2011). Το υψηλό ποσοστό των ανειδίκευτων εργατών στον ενεργό πληθυσμό, η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου στις ηλικίες 15-18 και η απουσία συστήματος θέρμανσης είναι μεταβλητές με τιμές υψηλότερες από το 130% του μέσου όρου (με εξαίρεση την περιοχή του κέντρου για το 2011 όπου τα συστήματα θέρμανσης υπήρχαν έστω και αν είχαν αρχίσει να μη λειτουργούν). Όσον αφορά τις υπόλοιπες μεταβλητές με υψηλές τιμές, το 2011 παρατηρείται σημαντική αύξηση των τιμών των μεταβλητών που αφορούν κυρίως το υψηλό ποσοστό συγκέντρωσης ευπαθών ομάδων (άνεργοι, ενοικιαστές, ανειδίκευτοι εργάτες) σε συνθήκες περιορισμένου διαθέσιμου χώρου κατοικίας (<20τμ/κεφαλήν). Στις περιοχές αυτές υπερεκπροσωπούνται και οι μετανάστες από αναπτυσσόμενες χώρες—και κυρίως εκείνοι από την Ινδική υποήπειρο—όμως η μεταβλητή αυτή δεν είχε περιληφθεί στον υπολογισμό του δείκτη αποστέρησης.
Στον Χάρτη 4 αποτυπώνεται η δυναμική εξέλιξη των περιοχών αποστέρησης στην Αττική μεταξύ 1991 και 2011. Ο χάρτης αυτός δείχνει τις περίπου 3.000 περιοχές κατοικίας στην Αττική (ΜΟΧΑΠ: Μονάδες Χωρικής Ανάλυσης Πόλεων) ανάλογα με την κατηγορία στην οποία εντάσσονταν το 1991 και εκείνη στην οποία κατέληξαν το 2011. Κάθε ΜΟΧΑΠ έχει περίπου 1.200 κατοίκους κατά μέσο όρο. Με βαθύ γαλάζιο χρώμα αποτυπώνονται οι περιοχές όπου η αποστέρηση ήταν περιορισμένη το 1991 και παρέμεινε περιορισμένη το 2011, όπως αυτό περιγράφεται στον Πίνακα 2. Με ελαφρύ γαλάζιο αποτυπώνονται οι περιοχές όπου υπήρχε κάποιος βαθμός αποστέρησης το 1991, αλλά κατατάχθηκαν στις ομάδες περιοχών με τη χαμηλότερη αποστέρηση το 2011. Με βαθύ ή ελαφρύ πράσινο αποτυπώνονται οι περιοχές όπου το επίπεδο αποστέρησης παρέμεινε ενδιάμεσο ή μεταβλήθηκε σε ενδιάμεσο αντίστοιχα κατά την εν λόγω περίοδο. Τέλος, με βαθύ κόκκινο αποτυπώνονται οι περιοχές που παρέμειναν και με ελαφρύ κόκκινο εκείνες που υποβαθμίστηκαν σε περιοχές υψηλής αποστέρησης. Από τον Χάρτη 4 προκύπτουν τρεις βασικές παρατηρήσεις για τη χωροθέτηση της πολλαπλής κοινωνικής αποστέρησης την περίοδο 1991-2011:
(1) Η πολλαπλή αποστέρηση σε περιφερειακούς θύλακες , ιδιαίτερα στη δυτική πλευρά της Αττικής, παραμένει σταθερή όσον αφορά στη χωροθέτησή της.
(2) Οι θύλακες στο εσωτερικό του λεκανοπεδίου, όπου η πολλαπλή αποστέρηση παραμένει αμετάβλητη, περιορίζονται σε λίγες περιοχές στο κέντρο του Δήμου Αθηναίων και στις παρυφές του Δήμου Πειραιά, ενώ στο μεγαλύτερο τμήμα του Δυτικού Τομέα η πολλαπλή αποστέρηση έχει μειωθεί και υπερτερεί το μεσαίο επίπεδο.
(3) Στο κέντρο του Δήμου Αθηναίων, βόρεια της Πλατείας Ομονοίας, εμφανίζεται σημαντική και συμπαγής περιοχή υψηλής πολλαπλής αποστέρησης. Στην περιοχή αυτή, η αποστέρηση ήταν ενδιάμεση ή χαμηλή το 1991.
Το κείμενο αυτό και οι δημοσιεύσεις που περιλαμβάνονται στις βιβλιογραφικές αναφορές είναι η τελευταία δουλειά που πραγματοποιήσαμε μαζί με τον αγαπημένο μας συνάδελφο και φίλο Ιωάννη Σαγιά, που από τις 15/07/2020 δεν είναι πλέον μαζί μας.
Αράπογλου, Β., Καραδημητρίου, Ν., Μαλούτας, Θ., Σαγιάς, Ι. (2021) Περιοχές αποστέρησης στην Αττική, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/περιοχές-αποστέρησης-στην-αττική/ , DOI: 10.17902/20971.102
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η συνηθέστερη μορφή παροχής κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα ήταν η ανέγερση συγκροτημάτων κοινωνικής κατοικίας όπως συνέβαινε στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Αυτά τα συγκροτήματα ανεγέρθηκαν την περίοδο του μεσοπολέμου έως το 2004 από διάφορους φορείς αλλά και το κεντρικό κράτος (Υπουργείο Πρόνοιας) για τη στέγαση των προσφύγων, των εσωτερικών μεταναστών, των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα και των κατοίκων των παλαιών συγκροτημάτων του Υπουργείου Πρόνοιας.
Στο κείμενο αυτό αναδεικνύεται το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η κοινωνική κατοικία στην Αθήνα, η εξέλιξή της και η ανάλυση των αιτίων που οδήγησαν στην παρακμή της. Μέσω της μελέτης της αθηναϊκής περίπτωσης το κύριο ερώτημα είναι οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει σήμερα το κράτος όσον αφορά τα συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας [1];
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει επίσημος ορισμός για την κοινωνική κατοικία (Dimitrakopoulos 2003). Η έννοια αυτή ιστορικά διαμορφωνόταν ανάλογα με τις ανάγκες και τους σκοπούς που θα εξυπηρετούσε καθώς και τις ομάδες ωφελούμενων στις οποίες απευθυνόταν. Έτσι, αναφέρονται η προσφυγική, η λαϊκή ή η εργατική κατοικία. Στο άρθρο αυτό χρησιμοποιείται ο πιο γενικός όρος «κοινωνική κατοικία» που περιλαμβάνει όλους τους προαναφερθέντες τύπους.
Το μοντέλο κοινωνικής κατοικίας στην Ελλάδα ήταν πάντα το υπολειμματικό (residual). Απευθυνόταν σε συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, όπως πρόσφυγες, εσωτερικοί μετανάστες, μισθωτοί και κάτοικοι των παλαιών συγκροτημάτων του Υπουργείου Πρόνοιας. Μέρος των προγραμμάτων αυτών συνδέονταν άμεσα με προγράμματα εκκαθάρισης παραγκουπόλεων και κατασκευής συγκροτημάτων κοινωνικής κατοικίας. Επίσης, υπήρχαν περιπτώσεις όπου τα συγκροτήματα ανεγείρονταν σε εκτάσεις τις οποίες αποκτούσε το δημόσιο ύστερα από απαλλοτρίωση. Τα διαμερίσματα στα συγκροτήματα αυτά δίνονταν απευθείας στους δικαιούχους για ιδιοκατοίκηση και όχι για ενοικίαση (Kandylis et al. 2018). Η Ελλάδα παραμένει η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου απουσιάζει πλήρως ο τομέας της κοινωνικής ενοικίασης (Pittini and Laino 2011).
Η ιστορική επισκόπηση που ακολουθεί αφορά τις περιόδους 1922–1939, 1950–1974 και 1975–2012. Οι περίοδοι αυτές σχετίζονται στενά με σημαντικά γεγονότα, όπως η ανταλλαγή πληθυσμών της δεκαετίας του 1920, οι πόλεμοι της δεκαετίας του 1940, οι εσωτερικές και εξωτερικές μεταναστευτικές εισροές στη μεταπολεμική περίοδο και από το 1990 και μετά κ.λπ., που άλλαξαν την πληθυσμιακή και την κοινωνική σύνθεση της Αθήνας και έκαναν εντονότερη την ανάγκη για κοινωνική κατοικία.
Ο τομέας της κοινωνικής κατοικίας αναπτύχθηκε για πρώτη φορά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανάγκη στέγασης του μεγάλου αριθμού προσφύγων από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και τον Πόντο που εισέρρευσε στη χώρα απόρροια της ήττας των Ελλήνων στην Μικρασιατική Εκστρατεία το 1922 και της συνακόλουθης υπογραφής τον Ιούλιο του 1923 της Συνθήκης της Λοζάνης (Λοϊζος 1994). Η στέγαση τους ήταν δύσκολο να ολοκληρωθεί από ένα κράτος που δεν είχε προηγούμενη εμπειρία, δεν διέθετε ανεπτυγμένο πρόγραμμα παροχής κρατικής στέγασης και επιπλέον οι οικονομικοί του πόροι ήταν περιορισμένοι λόγω της ήττας στη Μικρασιατική Εκστρατεία αλλά και των πολεμικών συρράξεων που είχαν προηγηθεί (Γκιζελή, 1984).
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, το Ταμείο Περιθάλψεως των Προσφύγων (ΤΠΠ) και η Επιτροπή Αποκατάστασης των Προσφύγων (ΕΑΠ) ήταν οι δύο φορείς που έδρασαν στο πεδίο της στέγασης μέσω της οικοδόμησης κατοικιών και της ανέγερσης συνοικισμών. Το ΤΠΠ ξεκίνησε την οικοδόμηση νέων συνοικισμών στην περιφέρεια της Αθήνας και του Πειραιά και υπήρξε ο φορέας που έβαλε τα θεμέλια για τη δημιουργία του τομέα της κοινωνικής κατοικίας, αφού στέγασε χιλιάδες πρόσφυγες (Γκιζελή, 1984). Η ΕΑΠ συνέχισε το έργο της στεγαστικής αποκατάστασης των προσφύγων μέχρι το 1930 (Λεοντίδου, 2001). Για παράδειγμα το Ταμείο ξεκίνησε την οικοδόμηση των συνοικισμών του Βύρωνα, της Νέας Ιωνίας, της Καισαριανής και της Νέας Κοκκινιάς (Νίκαια) που ολοκλήρωσε η ΕΑΠ (Βασιλείου, 1944). Επιπλέον, η Επιτροπή κατασκεύασε κατοικίες για τους πρόσφυγες στους συνοικισμούς Νέα Φιλαδέλφεια, Καλλιθέα, Ρέντη, Κοκκινιά κ.ά. (Παπαϊωάννου, 1975).
Ανεξάρτητα από τη δράση των δημόσιων φορέων, όσοι παρέμεναν άστεγοι εγκαθίσταντο σε κενές εκτάσεις και δημιουργούσαν με πρόχειρα μέσα συνοικισμούς από παραπήγματα (Leontidou, 1990). Πιο συγκεκριμένα στην Αθήνα, οι πρόσφυγες αυτοστεγάστηκαν είτε σε κοντινή απόσταση από τους ήδη υπάρχοντες προσφυγικούς συνοικισμούς που είχαν κατασκευαστεί από το κράτος, είτε οπουδήποτε έβρισκαν κενό-ελεύθερο χώρο δημιουργώντας νέους συνοικισμούς (Παπαϊωάννου, 1975).
Συνολικά, για το έργο της αποκατάστασης των προσφύγων στην Αθήνα και στον Πειραιά την περίοδο του μεσοπολέμου, δημιουργήθηκαν 12 κύριοι και 34 μικρότεροι προσφυγικοί οικισμοί έξω από τον υφιστάμενο αστικό ιστό. Οι συνοικισμοί αυτοί δημιουργήθηκαν στις παρυφές των δύο πόλεων σε περιοχές που ήταν ακατοίκητες πριν το 1922 (χάρτης 1) (Παπαϊωάννου, 1975).
Πηγή: Παπαϊωάννου 1975:15
Η δράση της κεντρικής κυβέρνησης μέσω του Υπουργείου Πρόνοιας ξεκίνησε παράλληλα με τη δράση των δύο φορέων του ΤΠΠ και της ΕΑΠ. Ωστόσο, από το 1930, το Υπουργείο συνέχισε, ως ο αποκλειστικός φορέας, τη στέγαση των προσφύγων σε μόνιμες κατοικίες (Λεοντίδου, 2001). Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1930-1940, το Υπουργείο ανήγειρε συγκροτήματα σε παραγκουπόλεις, μετά από την κατεδάφιση των παραπηγμάτων, ή κοντά σε αυτές τις περιοχές (Βασιλείου, 1944). Το Υπουργείο Πρόνοιας κατασκεύασε συγκροτήματα πολυκατοικιών στους προσφυγικούς συνοικισμούς με βάση τις αρχές του μοντέρνου κινήματος που επηρεάστηκε από τη διδασκαλία της Σχολής Μπαουχάους και από τις θέσεις-απόψεις του Λε Κορμπυζιέ (Κολώνας, 2003). Τα διαμερίσματα στις προσφυγικές πολυκατοικίες δόθηκαν στους δικαιούχους Μικρασιάτες πρόσφυγες οι οποίοι ήταν κάτοικοι των παραπηγμάτων. Συγκεκριμένα, από τα οκτώ συγκροτήματα τα τέσσερα βρίσκονται στην Αθήνα, ένα στον Πειραιά ενώ τα υπόλοιπα στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά. Οι πολυκατοικίες αυτές χτίστηκαν σε δύο χρονικές περιόδους, 1933-1936 και 1936-1939, και δόθηκαν στους δικαιούχους αποκλειστικά για ιδιοκατοίκηση και όχι για ενοικίαση (Γεωργακοπούλου 2003, Βασιλείου 1944).
Η διανομή των διαμερισμάτων στους δικαιούχους γινόταν με κλήρωση λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των μελών της κάθε οικογένειας και υπό τον όρο ότι οι οικογένειες των δικαιούχων δεν διέθεταν ιδιόκτητη κατοικία ή οικόπεδο στο όνομά τους (Βασιλείου 1944). Τα διαμερίσματα αυτά τελικά δεν παραχωρήθηκαν δωρεάν στους δικαιούχους, όπως οι ίδιοι οι πρόσφυγες ανέμεναν εξαιτίας των ανταλλάξιμων περιουσίων, αλλά καταβλήθηκε το ανάλογο αντίτιμο στο Υπουργείο Πρόνοιας (Σταυρίδης κ.ά., 2009). Το Υπουργείο Πρόνοιας τα παραχωρούσε με διευκολύνσεις, όπως την δυνατότητα αποπληρωμής εντός 15 χρόνων του 70% της τιμής που δαπανήθηκε για το οικόπεδο και την κατασκευή της κατοικίας (Βασιλείου, 1944).
Η επίδραση του κρατικού έργου για τη στέγαση των προσφύγων στο γενικότερο ζήτημα της κοινωνικής κατοικίας είναι αναμφισβήτητη. Με αφορμή τη στέγαση των προσφύγων αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο τομέας της κοινωνικής κατοικίας και μπήκαν τα θεμέλια για τη δημιουργία ευρύτερης κοινωνικής πολιτικής για την κατοικία. Όμως, ενώ το γιγαντιαίο σε έκταση έργο προχωρούσε και χιλιάδες πρόσφυγες στεγάζονταν δεν συνέβαινε το ίδιο με τα γηγενή, φτωχά, στρώματα του πληθυσμού (Λυγίζος, 1974) . Ο προσδιορισμός της κοινωνικής κατοικίας ως αυστηρά προσφυγικής παρέμενε (Γκιζελή, 1984).
Τελικά, όμως, και η ίδια η πολιτική στέγασης για τους πρόσφυγες απώλεσε τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Τόσο η ΕΑΠ όσο και το Υπουργείο Πρόνοιας προωθούσαν την ιδιοκατοίκηση αφού πωλούσαν τις κατοικίες στους πρόσφυγες, τερματίζοντας με αυτό τον τρόπο κάθε περαιτέρω διαδικασία στήριξής τους (Γκιζελή, 1984).
Οι ανάγκες για στέγη με το τέλος του Β΄ΠΠ ήταν και πάλι πιεστικές. Τη δεκαετία του 1950, υπήρχαν πρόσφυγες για τους οποίους το ζήτημα της στέγασης παράμενε άλυτο. Η μείωση του οικιστικού αποθέματος λόγω των πολεμικών καταστροφών, καθώς και η μαζική εισροή στις πόλεις εσωτερικών μεταναστών από αγροτικές περιοχές ενέτειναν το φαινόμενο της στεγαστικής ανεπάρκειας. Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου τα περισσότερα έργα κοινωνικής κατοικίας τα ανέλαβε το Υπουργείο Πρόνοιας. Αυτά τα συγκροτήματα ανεγέρθηκαν με στόχο την αποκατάσταση των Μικρασιατών προσφυγών αλλά και των γηγενών που ζούσαν σε παραπήγματα (Βασιλικιώτη, 1975α).
Οι ωφελούμενοι από διαμερίσματα στα συγκροτήματα ήταν νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος που στεγάζονταν σε ακατάλληλα καταλύματα και δεν ήταν ιδιοκτήτες κατοικίας ή ιδιοκτήτες γης σε κάποια άλλη περιοχή. Η διανομή των διαμερισμάτων στους δικαιούχους γινόταν με κλήρωση, όπως και την προηγούμενη περίοδο, με βάση όμως τον αριθμό των μελών κάθε οικογένειας. Οι δικαιούχοι δεν είχαν τη δυνατότητα επιλογής διαμερίσματος, όπως και την περίοδο του μεσοπολέμου, με αποτέλεσμα το διαμέρισμα το οποίο τελικά τους παραχωρούνταν να μην ανταποκρινόταν πάντα στις ανάγκες τους (Βασιλικιώτη, 1975α).
Επίσης, οι δικαιούχοι έπρεπε να αποπληρώσουν ένα μικρό ποσό, με κάποιες διευκολύνσεις, για να τους δοθεί το τελικό παραχωρητήριο και επομένως να έχουν το δικαίωμα μεταβίβασης ή πώλησης της κατοικίας τους. Η πλειονότητα όμως των Μικρασιατών προσφύγων και των απογόνων τους θεωρούσαν ότι για εκείνους δεν έπρεπε να τίθεται θέμα πληρωμής των διαμερισμάτων που τους δόθηκαν, με το επιχείρημα ότι το ελληνικό κράτος είχε ήδη πληρωθεί από τις ανταλλάξιμες περιουσίες (Σταυρίδης κ.ά., 2009). Αντιθέτως, οι εσωτερικοί μετανάστες πλήρωσαν για τα διαμερίσματα το αντίστοιχο ποσό.
Κατά την περίοδο της κατεδάφισης των παραπηγμάτων και της ανέγερσης των νέων συγκροτημάτων, παρεχόταν επιδότηση ενοικίου στους δικαιούχους. Σε αρκετές περιπτώσεις, τα νοικοκυριά ενός συνοικισμού μετεγκαταστάθηκαν σε διαφορετικές γειτονιές (Βασιλικιώτη 1975α). Αυτές οι μετεγκαταστάσεις, παρόλο που οδήγησαν σε καλύτερες συνθήκες στέγασης, επέφεραν σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική συνοχή των γειτονιών και στις σχέσεις μεταξύ των κατοίκων.
Εκτός από το Υπουργείο Πρόνοιας, τη μεταπολεμική περίοδο ξεκίνησε και η δράση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ). Ο ΟΕΚ ιδρύθηκε το 1954 και ανήκε στο Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Μέχρι το 1975, τα έσοδα του Οργανισμού προέρχονταν κυρίως από τις εισφορές των εργαζομένων υπέρ ΟΕΚ (Κοτζαμάνης και Μαλούτας, 1985). Αυτός ο οργανισμός παρείχε κατοικία σε μισθωτούς υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι δεν διέθεταν ιδιόκτητη κατοικία και δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν. Ο ΟΕΚ ήταν ο πρώτος οργανισμός που παρείχε μια πιο ολοκληρωμένη στεγαστική πολιτική, σε αντίθεση με την μέχρι τότε ασκούμενη πολιτική από το κράτος, όπου προτεραιότητα είχε η στέγαση των προσφύγων, όσων κατοικούσαν σε παραπήγματα και των θεομηνιόπληκτων. Ωστόσο, οι πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες -όπως οι άστεγοι και οι άνεργοι- αποκλείονταν από την στεγαστική πολιτική του ΟΕΚ (Σαπουνάκης, 2013).
Στους δικαιούχους είτε δίνονταν δάνεια για αυτοστέγαση ή για αγορά κατοικίας είτε παρεχόταν επιδότηση ενοικίου ή παραχωρούνταν έτοιμη κατοικία στα οικιστικά συγκροτήματα που ανεγείρονταν. Ο ΟΕΚ ως επί το πλείστον πωλούσε τις κατοικίες του στους δικαιούχους, όπως και οι άλλοι κρατικοί φορείς οι οποίοι παρείχαν κοινωνική κατοικία από το 1922. Οι δικαιούχοι έπρεπε να πληρώσουν ένα μικρό ποσό προκειμένου να γίνουν ιδιοκτήτες του διαμερίσματος. Οι κατοικίες δίνονταν στους δικαιούχους ύστερα από κλήρωση. Σε αντίθεση με την αντίστοιχη διαδικασία του Υπουργείο Πρόνοιας, στην περίπτωση του ΟΕΚ η κλήρωση γινόταν με βάση κάποια κριτήρια, κοινωνικά και εντοπιότητας (Σταυρίδης κ.ά., 2009). Για παράδειγμα, όσον αφορά το κριτήριο της εντοπιότητας, στους κατοίκους του νομού Αττικής τα διαμερίσματα κληρώνονταν στην περιοχή που διέμεναν ήδη, με αποτέλεσμα οι δικαιούχοι του Οργανισμού να μην απομακρύνονται από τον τόπο που ζούσαν μέχρι πρότινος (Σταυρίδης κ.ά., 2009).
Οι τύποι κτηρίων που κατασκευάστηκαν ήταν διώροφες μονοκατοικίες και πολυκατοικίες τριών, τεσσάρων, οκτώ και δώδεκα ορόφων. Όσον αφορά το σχεδιασμό των συγκροτημάτων από τον ΟΕΚ υπήρχε πρόβλεψη για πράσινο και ελεύθερους χώρους. Η διάταξη των πολυκατοικιών γινόταν σε στοίχους, καθώς και η απόσταση μεταξύ των κτηρίων είχε υπολογιστεί να είναι τόση που να επιτρέπει τον επαρκή φωτισμό και αερισμό των διαμερισμάτων (Σταυρίδης κ.ά., 2009).
Εν κατακλείδι, το Υπουργείο Πρόνοιας αντιμετώπισε κυρίως καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στεγάζοντας ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, ενώ τα προγράμματα του ΟΕΚ απευθύνονταν σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες με σταθερή απασχόληση, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι άστεγοι ή οι ανεπαρκώς στεγασμένοι και οι άνεργοι (Leontidou,1990). Συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες ο αριθμός των κατοικιών που κατασκευάστηκαν από τους δύο φορείς ήταν μικρός. Πιο συγκεκριμένα, το Υπουργείο Πρόνοιας και ο ΟΕΚ κατασκεύασαν 31 συγκροτήματα, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, με περίπου 11.930 κατοικίες, ενώ, ενδεικτικά, στα προάστια της Στοκχόλμης, κατασκευάστηκαν 34 συγκροτήματα με 83.796 κατοικίες από το 1951 έως το 1970 (Andersson and Brama, 2018: 368).
Μετά το 1975, η τάση σε παγκόσμιο επίπεδο για την πολιτική κοινωνικής κατοικίας, ήταν να αντικατασταθεί το μοντέλο της ανέγερσης συγκροτημάτων από ένα νέο. Το νέο μοντέλο παρείχε οικονομική βοήθεια για την κατασκευή ή την αγορά κατοικίας που παράγεται μέσω της ιδιωτικής αγοράς (Bourne, 1998). Αυτή η αλλαγή, καθώς και η συρρίκνωση των προγραμμάτων του Υπουργείου Πρόνοιας, επηρέασαν τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε η πολιτική για την κοινωνική κατοικία στην Ελλάδα (Βασιλικιώτη, 1975α).
Ο ΟΕΚ ήταν ο κύριος δημόσιος φορέας παροχής κοινωνικής κατοικίας από το 1975 έως το 2011. Εκτός από την κατασκευή συγκροτημάτων ο ΟΕΚ δανειοδοτούσε ιδιώτες για την απόκτηση κατοικίας και επιδοτούσε το ενοίκιο ωφελούμενων που πληρούσαν συγκεκριμένα κριτήρια (Βαταβάλη και Σιατίτσα 2011). Η δραστηριότητα του Οργανισμού στην Αθήνα, αναφορικά με την κατασκευή νέων συγκροτημάτων, σε αντίθεση με τις μεσαίου μεγέθους ελληνικές πόλεις, ήταν περιορισμένη. Έτσι, στο σύνολο των συγκροτημάτων που δημιουργήθηκαν από τον ΟΕΚ την περίοδο από το 1955 έως το 2012 μόνο το 10% αντιστοιχεί στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας (Kandylis et al. 2018). Ο ΟΕΚ κατασκεύασε τα συγκροτήματα αυτά στο βορειοδυτικό τμήμα της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας, που αποτελεί τόπο κατοικίας εργατικών στρωμάτων (ενδεικτικά στους Δήμους Αχαρνών, Νέων Λιοσίων, Ιλίου), στα βόρεια προάστια (Δήμοι Αμαρουσίου και Πεύκης—Ηλιακό Χωριό), καθώς και στην Ανατολική Αττική στο Δήμο Παλλήνης (Kandylis et al. 2018).
Το Ολυμπιακό Χωριό, είναι το τελευταίο συγκρότημα που κατασκεύασε ο ΟΕΚ στην Αθήνα. Το συγκεκριμένο συγκρότημα σχεδιάστηκε με στόχο να εξυπηρετήσει σε πρώτη φάση τις προσωρινές ανάγκες σε στέγαση των αθλητών κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών και των Παραολυμπιακών Αγώνων που διοργανώθηκαν στην Αθήνα το 2004, και σε δεύτερη φάση να εξυπηρετήσει τις άμεσες και επείγουσες στεγαστικές ανάγκες των δικαιούχων του ΟΕΚ (Αραβαντινός, 2007).
Το 1976 συστάθηκε ένας νέος φορέας, η ΔΕΠΟΣ που βρισκόταν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Kandylis et al. 2018). Στόχος ήταν η παροχή προσιτής στέγης στα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα. Η κύρια δραστηριότητα της ΔΕΠΟΣ ήταν οι αναπλάσεις μικρής κλίμακας σε περιοχές με παλαιό οικιστικό απόθεμα. Αυτά τα έργα αφορούσαν την ανάπλαση των παλαιών συγκροτημάτων που κατασκευάστηκαν από το Υπουργείο Πρόνοιας κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου στη Νέα Φιλαδέλφεια, την Καισαριανή και τον Ταύρο (Νικολαϊδου, 1991). Τα προγράμματα ανάπλασης υλοποιήθηκαν σε περιοχές με έντονα προβλήματα υποβάθμισης του κτηριακού αποθέματος -λόγω παλαιότητας και εγκατάλειψης – και αδυναμίας των κατοίκων να ανταποκριθούν οικονομικά στα απαιτούμενα έργα αναβάθμισης των κατοικιών τους και των κοινόχρηστων χώρων. Επομένως, η παρέμβαση του κράτους ήταν επιβεβλημένη.
Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους φορείς, η δράση της ΔΕΠΟΣ δεν ξεκινούσε εάν οι ίδιοι οι κάτοικοι δεν ζητούσαν τη συνδρομή της. Με πρωτοβουλία των κατοίκων ξεκινούσαν τα έργα ανάπλασης, τα οποία υλοποιούνταν σε συνεργασία με τους αντίστοιχους δήμους, με πλήρη συμμετοχικό σχεδιασμό και δημοκρατικές διαδικασίες. Επιπλέον, το διάστημα μέχρι την υλοποίηση του έργου και την παραχώρηση των διαμερισμάτων στους δικαιούχους, οι κάτοικοι είχαν τη δυνατότητα ενοικίασης κατοικίας με επιδότηση (Στεφάνου κ.ά. 1995). Η δράση της ΔΕΠΟΣ αποτέλεσε την εξαίρεση στην ακολοθούμενη κοινωνική πολιτική για την κατοικία από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όπου πλέον ο στόχος δεν ήταν η δημιουργία συγκροτημάτων πολυκατοικιών και η παραχώρηση διαμερισμάτων στους δικαιούχους. Για το λόγο αυτό «συνάντησε πολλές αντιδράσεις από τα ιδιωτικά και επαγγελματικά συμφέροντα, και τελικώς περιορίστηκε σε ασήμαντη δραστηριότητα» (Εμμανουήλ, 2006: 12) μέχρι που το 2010 έπαψε να λειτουργεί ως ανταπόκριση της ελληνικής κυβέρνησης στις μνημονιακές απαιτήσεις. Όμως, όπως διαφαίνεται και από τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε η δράση της, είχε ήδη σταματήσει να προσφέρει κοινωνική κατοικία μετά το τέλος της ανάπλασης των παλαιών προσφυγικών του Ταύρου.
Από το 2012, έπαψε να λειτουργεί ο ΟΕΚ—στο πλαίσιο και αυτός των ακολουθούμενων πολιτικών λιτότητας λόγω της κρίσης χρέους—ο μοναδικός φορέας κοινωνικής κατοικίας που λειτουργούσε μέχρι τότε (Ζαμάνη και Γρηγοριάδης, 2013). Έτσι, ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει φορέας που να ασκεί κοινωνική πολιτική για την κατοικία, ενώ οι ανάγκες που προκύπτουν επιλύονται με έκτακτες λύσεις και όχι με συγκροτημένη στεγαστική πολιτική.
Συνολικά, οι τρεις φορείς -Υπουργείο Πρόνοιας, ΟΕΚ και ΔΕΠΟΣ- από την περίοδο του μεσοπολέμου έως το 2004 κατασκεύασαν 19,299 κατοικίες στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας για τη στεγαστική αποκατάσταση των ακόλουθων τριών ομάδων: 1) παραπηγματούχοι (πρόσφυγες και εσωτερικοί μετανάστες), 2) υπάλληλοι του ιδιωτικού τομέα και 3) κάτοικοι που ζούσαν στα παλαιά συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας. Σήμερα, το πληθυσμιακό βάρος του συνόλου των συγκροτημάτων κοινωνικής κατοικίας είναι πολύ μικρό. Με βάση την απογραφή του 2011, περίπου το 1,6% του πληθυσμού ζει σε συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας (Kandylis et al. 2018). Το ποσοστό αυτό είναι εξαιρετικά χαμηλό σε σύγκριση με το 7,4% του συνολικού πληθυσμού των Βρυξελών που με βάση δεδομένα της απογραφής του 2011 κατοικεί σε συγκροτήματα που κατασκευάστηκαν την περίοδο 1946-1990, το 15,2% του πληθυσμού της Στοκχόλμης που κατοικεί στα 49 συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας (δεδομένα 2014) και το 19% του συνολικού πληθυσμού του Ελσίνκι που κατοικεί στα 48 συγκροτήματα της περιοχής (δεδομένα 2014) (Hess et al., 2018).
Πηγή δεδομένων: Βασιλικιώτη 1975β; Παπαδοπούλου και Σαρηγιάννης, 2006; Σταυρίδης κ.ά., 2009; Google Earth και τοπικές επισκέψεις.
Τα συγκροτήματα αυτά καταλαμβάνουν πολύ μικρή έκταση όπως φαίνεται από τον χάρτη 2 και επιπλέον ο πληθυσμός τους μειώνεται. Είναι ως επί το πλείστον μικρές πληθυσμιακά περιοχές (στον χάρτη 3 με αναλογικά σύμβολα απεικονίζεται ο αριθμός των κατοίκων στα συγκροτήματα του Υπουργείου Πρόνοιας ή της ΕΑΠ, με κίτρινο χρώμα, ενώ με κόκκινο του ΟΕΚ ή της ΔΕΠΟΣ). Μόνο τέσσερα από τα συγκροτήματα αυτά έχουν πληθυσμό άνω των 3.000 κατοίκων (Ολυμπιακό Χωριό και Αχαρναί που ανεγέρθηκαν πρόσφατα και η Νέα Φιλαδέλφεια και ο Ταύρος που αποτελούν παλαιότερα συγκροτήματα στα δυτικά προάστια της εργατικής τάξης) (Kandylis et al. 2018).
Πηγή δεδομένων: Βασιλικιώτη 1975β; Παπαδοπούλου και Σαρηγιάννης, 2006; Σταυρίδης κ.ά., 2009; Google Earth και τοπικές επισκέψεις.
Το γεγονός ότι στην Ελλάδα τα συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας δόθηκαν απευθείας για ιδιοκατοίκηση είχε ως αποτέλεσμα, οι αλλαγές όσον αφορά την κοινωνική φυσιογνωμία των περιοχών αυτών να είναι αργές και λιγότερο έντονες τα χρόνια που ακολούθησαν (από τη στιγμή που τα διαμερίσματα παραδόθηκαν στους δικαιούχους μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990). Η ομοιογένεια αυτή άρχισε να διαταράσσεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 με την εισροή νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος από άλλες χώρες που οδηγήθηκαν στα συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας (κυρίως της δεκαετίας του 1930 που είχαν υποστεί τις περισσότερες φθορές λόγω παλαιότητας) για εγκατάσταση λόγω των χαμηλών ενοικίων (Kandylis et al., 2018).
Επίσης, η πώληση των διαμερισμάτων στους δικαιούχους σήμαινε ότι η μορφή αυτή παροχής κατοικίας έχανε σταδιακά τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Οι περιοχές στις οποίες ανήκαν τα συγκροτήματα θα έπαυαν να διαφέρουν από τις ευρύτερες περιοχές τους (όσον αφορά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά τους και την αγορά κατοικίας) από τη στιγμή που θα ακολουθούσαν το κυρίαρχο μοντέλο στέγασης, δηλαδή την ιδιοκατοίκηση (Kandylis et al., 2018). Επίσης, το κράτος και οι φορείς -που κατασκεύασαν τα συγκροτήματα αυτά- από τη στιγμή της πώλησης των κατοικιών στους δικαιούχους έπαυαν πλέον να τα διαχειρίζονται, ενώ η ευθύνη μετατοπιζόταν στους ιδιοκτήτες. Ωστόσο, κάποιοι από τους ιδιοκτήτες δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αντεπεξέλθουν οικονομικά στα απαιτούμενα έργα αναβάθμισης των κατοικιών και των κοινόχρηστων χώρων με αποτέλεσμα τη σταδιακή υποβάθμιση των συγκροτημάτων κοινωνικής κατοικίας. Η εγκατάλειψη των διαμερισμάτων (ιδιαίτερα στα παλαιά συγκροτήματα του Υπουργείου Πρόνοιας) ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 επέτεινε αυτή την εικόνα υποβάθμισης.
Επομένως, μέσα από την ιστορική αναδρομή στην πολιτική για την κοινωνική κατοικία στην Αθήνα διαφάνηκε ότι η ακολουθούμενη πολιτική της πώλησης των διαμερισμάτων στους δικαιούχους οδήγησε σε ένα ανεπαρκές μοντέλο παροχής κοινωνικής κατοικίας. Και αυτό επειδή, ενώ το κράτος κατασκεύασε κοινωνική κατοικία για την κάλυψη των αναγκών συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν στέγη με δικά τους μέσα, από τη στιγμή της παραχώρησης των διαμερισμάτων στους δικαιούχους το κράτος δεν είχε πλέον περιθώρια παρέμβασης. Ο λόγος ήταν ότι τα απαιτούμενα έργα αναβάθμισης των κατοικιών και εν γένει η διαχείριση των συγκροτημάτων αυτών ήταν ευθύνη των ιδιοκτητών και η υλοποίησή τους ήταν άμεσα εξαρτημένη από την οικονομική τους δυνατότητα.
Οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει το κράτος σήμερα αφορούν την αναβάθμιση του αποθέματος των συγκροτημάτων αυτών. Η ανάπλαση των πολυκατοικιών αυτών θα βοηθούσε προς την κατεύθυνση της επιστροφής των ιδιοκτητών στα συγκροτήματα (κυρίως εκείνων που έχουν εγκαταλείψει τα διαμερίσματα λόγω της υποβάθμισής τους). Άλλωστε, αυτό αποτελεί και πάγιο αίτημα των ιδιοκτητών στις περιοχές αυτές. Ως εκ τούτου, η αναδιάρθρωση ενός δημόσιου φορέα που θα μπορούσε να αναλάβει την ανάπλαση των συγκροτημάτων κοινωνικής κατοικίας είναι καίριας σημασίας. Επίσης, τα κενά διαμερίσματα ή εκείνα σε περιορισμένη χρήση μπορούν να χρησιμοποιηθούν ξανά ως κοινωνική κατοικία, με τη συγκατάθεση των ιδιοκτητών τους φυσικά, για τη στέγαση όσων αδυνατούν να στεγαστούν με δικά τους μέσα.
[1] Το άρθρο αυτό βασίζεται στην βιβλιογραφική επισκόπηση στο πλαίσιο της διδακτορικής μου διατριβής με τίτλο, «Η κοινωνική κατοικία στην Αθήνα. Μελέτη των προσφυγικών συνοικισμών Δουργουτίου και Ταύρου από το 1922 έως σήμερα» στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου. Μέρος αυτού του άρθρου παρουσιάστηκε στο συνέδριο Development Days 2020 της Φινλανδικής Εταιρείας για την Ανάπτυξη της Έρευνας με τίτλο ‘Inequality Revisited: In Search of Novel Perspectives on an Enduring Problem’, Helsinki: House of Science and Letters, 26–28 February 2020.
Μυωφά, Ν. (2021) Συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας στη Αθήνα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/συγκροτήματα-κοινωνικής-κατοικίας-σ/ , DOI: 10.17902/20971.101
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η γειτονιά του Δουργουτίου [1], ακόμα και σήμερα, αποτελεί ένα διακριτό και σαφώς ορισμένο πολεοδομικό συγκρότημα και κοινωνικό περιβάλλον στον αστικό ιστό της σύγχρονης Αθήνας. Οι σημερινοί «ανεπιθύμητοι» μετανάστες, όπως ήταν και οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής, οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, ξαναζωντανεύουν αυτά τα «ανεπιθύμητα» κτήρια, κοινωνικοποιούνται στο δημόσιο χώρο της γειτονιάς και επαναπροσδιορίζουν τις συνθήκες κατοίκησής της. Με βάση τις αρχές τις ετεροτοπίας του Φουκώ, επιχειρώ εδώ να διερευνήσω περαιτέρω τα χαρακτηριστικά της γειτονιάς αυτής, όχι μόνο ως προς τη φυσιογνωμία της εσωτερικά, αλλά και ως προς την εξωτερική σχέση-αλληλεπίδρασή της με την πόλη. Η κουλτούρα, οι συνήθειες, τα κοινωνικά πρότυπα, ο κεκτημένος τρόπος κατοίκησης αποτελούν στοιχεία που μαζί με την ατομικότητα, την συλλογικότητα και την μνήμη δημιούργησαν το σημερινό τοπίο αυτής της γειτονιάς και το αφήγημά της.
Ίσως, στο παρελθόν να προσδιορίζαμε ως γειτονιά την κοινότητα, όχι μόνο με γεωγραφικά όρια αλλά, και με ορισμένες κοινόχρηστες λειτουργίες και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των κατοίκων της. Σήμερα, στην περίπτωση μας, ίσως οριζόταν ως το τυχαίο προϊόν επιλογής πολλών ατόμων και ενδεχομένως πολλών ταυτοτήτων. Το τοπίο αυτό, των πολλαπλών ταυτοτήτων που αναδύεται στη γειτονιά του Νέου Κόσμου μας προσφέρει μια νέα μέθοδο διαχείρισης της «πολυπολιτισμικής» πραγματικότητας της Αθήνας, μια ευκαιρία θεώρησης του αστικού χώρου γενικότερα από άλλη οπτική γωνία και τελικά μια πρόκληση επανεξέτασης της πόλης που θέλουμε. Κατανοώντας τον τρόπο που δομούνται και λειτουργούν μεταναστευτικές γειτονιές σαν αυτή, θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό της Αθήνας νέες και διαφορετικές προσεγγίσεις.
«Υπάρχουν είδη τόπων που βρίσκονται έξω από όλους τους τόπους, ακόμη και αν είναι εύκολο να προσδιοριστεί η τοποθεσία τους. Επειδή οι τόποι αυτοί, είναι τελείως διαφορετικοί από όλες τις άλλες θέσεις τις οποίες αντανακλούν και στις οποίες αναφέρονται, θα τους αποκαλώ, σε αντίθεση με τις ουτοπίες, ετεροτοπίες » (Foucault 2012: 260) (Εικόνα 1). |
Η γειτονιά του Δουργουτίου, ακόμα και σήμερα, αποτελεί ένα διακριτό και σαφώς ορισμένο πολεοδομικό συγκρότημα και κοινωνικό περιβάλλον στον αστικό ιστό της σύγχρονης Αθήνας. Οι σημερινοί «ανεπιθύμητοι» μετανάστες, όπως ήταν και οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής, οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, ξαναζωντανεύουν αυτά τα «ανεπιθύμητα» κτήρια, κοινωνικοποιούνται στο δημόσιο χώρο της γειτονιάς και επαναπροσδιορίζουν τις συνθήκες κατοίκησής της. Η γειτονιά του Δουργουτίου, λοιπόν, αποτελεί καταρχάς ένα οικιστικό συγκρότημα οριοθετημένο από τις λεωφόρους Συγγρού και Ηλία Ηλιού, δύο «σκληρά» όρια της γειτονιάς που την αποκόπτουν από τη γύρω περιοχή όπου κυριαρχεί η πολυκατοικία της αντιπαροχής. Παράλληλα, η γειτονιά του Δουργουτίου, αποτελεί και ένα διακριτό κοινωνικό περιβάλλον, με το οικιστικό απόθεμα των προσφυγικών και «λαϊκών» πολυκατοικιών να προσελκύει, λόγω παλαιότητας και χαμηλών ενοικίων, κυρίως οικονομικούς μετανάστες, που φτάνουν στην Ελλάδα αναζητώντας εργασία. Δεν πρόκειται, βέβαια, για απόλυτο κανόνα, αφού ακόμα κατοικούν εκεί και πολλοί απόγονοι Μικρασιατών προσφύγων και εσωτερικών μεταναστών 2ης, 3ης και 4ης γενιάς. Παρατηρείται δηλαδή, με το πέρασμα του χρόνου, πως η περιοχή διατηρεί μία συγκεκριμένη κοινωνική δομή, διακριτή από εκείνη της γύρω περιοχής (Βαΐου Ντ. 2007, Μυωφά & Παπαδιάς 2016).
Πηγή: Προσωπικό αρχείο
Η συνύπαρξη των «γηγενών» κατοίκων της γειτονιάς με τους «νεο-μετανάστες» δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα, παρά την συνύπαρξη δύο διαφορετικών πολιτισμών και ταυτοτήτων. Ίσως επειδή, διαχρονικά, ήταν έντονη εκεί η παρουσία των προσφυγικών και των μεταναστευτικών πληθυσμών, ειδικά των Αρμένιων.
Με βάση τις αρχές της ετεροτοπίας, επιχειρώ εδώ να διερευνήσω περαιτέρω τα χαρακτηριστικά της γειτονιάς αυτής, όχι μόνο ως προς τη φυσιογνωμία της εσωτερικά, αλλά και ως προς την εξωτερική σχέση-αλληλεπίδρασή της με την πόλη. Με βάση την πρώτη αρχή, πιθανόν, δεν υπάρχει κοινωνία και πολιτισμός στον κόσμο που να μην δημιουργεί ετεροτοπίες. Αυτό αποτελεί σταθερή παράδοση κάθε ανθρώπινης ομάδας (Foucault 2012: 261). Έτσι, στην περίπτωσή μας, «η λύση στο πρόβλημα της στέγασης», τόσο κατά την περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής και των εσωτερικών μεταναστεύσεων στη χώρα, όσο και κατά τη σύγχρονη μετανάστευση, έθεσε τους πρόσφυγες και τους μετανάστες ως άτομα διακριτά από την υπόλοιπη κοινωνία και τον πολιτισμό της. Με συνέπεια, αυτές οι κοινωνικές ομάδες να κατοικήσουν σε ξεχωριστά κομμάτια γης. Χώρους-θύλακες για εκείνους που εξαιρούνται. Χώρους για όσους έχουν διαφορετική ταυτότητα και, λόγω αυτής, κρίθηκε ότι «πρέπει» να κατοικούν «εκεί».
Με βάση τη δεύτερη αρχή της ετεροτοπίας, κατά την ιστορική της εξέλιξη, μία κοινωνία μπορεί να κάνει μία ήδη υπάρχουσα ετεροτοπία, η οποία δεν εξαφανίστηκε ποτέ, να λειτουργήσει κατά τρόπο τελείως διαφορετικό (Foucault 2012: 263). Πράγματι, στην υπό μελέτη περιοχή, η γενική χρήση ήταν πάντα η ίδια, αυτή της κατοικίας για πρόσφυγες και μετανάστες. Για την «έξω» σύγχρονη κοινωνία, σε κάθε διαφορετική χρονική περίοδο, η περιοχή φαντάζει ίδια, μια περιοχή στην οποία κατοικούν πρόσφυγες και μετανάστες, προηγουμένως Αρμένιοι και Μικρασιάτες, τώρα απόγονοι αυτών και μετανάστες τρίτων χωρών. Εν τω μεταξύ, όμως, το Δουργούτι εξελίχθηκε από παραγκούπολη σε μία γειτονιά με συγκροτήματα προσφυγικών και αργότερα «λαϊκών» πολυκατοικιών του Υπουργείου Πρόνοιας, διατηρώντας τη γενική χρήση του χώρου, χρήση κατοικίας, με διαφορετική μορφή και κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Σήμερα, παρά τη διατήρηση της ίδιας γενικής χρήσης, η γειτονιά λειτουργεί με διαφορετικούς μηχανισμούς. Μέσα στα «σκληρά» όριά της, αναπτύσσονται διαφορετικές κουλτούρες και διαμορφώνονται νέοι κανόνες, όροι και σχέσεις συνύπαρξης.
Η τρίτη αρχή πως η ετεροτοπία έχει τη δυνατότητα να αντιπαραθέσει σε έναν πραγματικό τόπο πολλούς χώρους και θέσεις οι οποίες μεταξύ τους είναι ασύμβατες (Foucault 2012: 264), γίνεται αντιληπτή στο παράδειγμά μας με τις σημερινές χωροθεσίες των κατοίκων. Παρατηρούμε ξεχωριστούς χώρους κατοικίας των παλιών και νέων μεταναστών, χώρους που μπορεί να γειτνιάζουν αλλά είναι ξένοι και διαφορετικοί μεταξύ τους. Οι νέοι μετανάστες κατοικούν κυρίως στα πρώτα προσφυγικά κτίσματα του 1935 και του 1940, ενώ οι παλιοί μετανάστες στις «λαϊκές πολυκατοικίες» του 1969 (Χάρτης 1).
Πηγή: Προσωπικό αρχείο, Επίσκεψη Πρόνοια 8/3/2019
Οι ετεροτοπίες συνδέονται πολύ συχνά με τμήματα του χρόνου. Οι ετεροχρονισμοί αποτελούν την τέταρτη αρχή (Foucault 2012: 265). Η γειτονιά του Δουργουτίου θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία ετεροτοπία του χρόνου, όπου συσσωρεύεται «η μορφή» του προσφυγικού στοιχείου. Κτίσματα που με την παρουσία τους αποτελούν ένα «μνημείο» που προσδιορίζει μορφές μαζικής κατοίκησης με βάση το μοντέρνο κίνημα και τον δυτικό πολιτισμό του 20ου αιώνα. Δύο μορφές της νεωτερικότητας στον σύγχρονο ιστό της Αθήνας.
Οι ετεροτοπίες προϋποθέτουν πάντοτε την ύπαρξη ενός συστήματος ανοίγματος και κλεισίματος, το οποίο τις απομονώνει και συγχρόνως τις καθιστά προσπελάσιμες. Εν γένει, ένας ετεροτοπικός τόπος δεν είναι τόσο ελεύθερα προσβάσιμος (Foucault 2012: 267). Με την πέμπτη αρχή γίνεται σαφές ότι ένας τέτοιος τόπος έχει όρια. Οι δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας που ορίζουν την περιοχή μπορούν να θεωρηθούν σκληρά υλικά όρια και μια ζώνη ελέγχου, σε συνδυασμό με τον μεταλλικό τοίχο (Eικόνα 2) που χρησιμοποιήθηκε ως στήριγμα για να τοποθετηθεί ένα διαφημιστικό πανί των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα. Μια χειρονομία που, για κάποιους κατοίκους, έγινε στο σημείο αυτό για να κρύψει τη γειτονιά πιθανώς από εκείνους που κινούνται στη λεωφόρο Συγγρού (Αυγέα 2014). Όρια που δεν αποτελούν απλά ένα αποτύπωμα στο χάρτη, αλλά και τα νοητά όρια της περιοχής, τον θύλακα που την κάνουν να ξεχωρίζει από την γύρω περιοχή της αντιπαροχής.
Πηγή: Προσωπικό αρχείο
Έτσι, η περιοχή καθίσταται θύλακας προστασίας, προστατεύει εκείνους που είναι μέσα, αλλά και εκείνους που βρίσκονται έξω από αυτή. Αποτελεί, λοιπόν, είτε προνόμιο, είτε δικαίωμα υπό όρους, είτε καταδίκη, είτε μοίρα, ο θύλακας νομιμοποιεί μέσω της εξαίρεσης την υπέρτατη εγγύηση της ασφάλειας (Σταυρίδης 2010: 23).
Το έκτο και τελευταίο χαρακτηριστικό των ετεροτοπιών είναι ότι διαθέτουν μία λειτουργία, σε σχέση με τον υπόλοιπο χώρο. Παίζοντας το ρόλο μιας «επίγειας οργάνωσης» (Foucault 2012: 268) όπως στην περίπτωση των αποικιών. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η περιοχή να γίνεται τόπος κατοικίας για διάφορους μετανάστες που την κατοικούν με βάση τα εκάστοτε πρότυπα και τις συνήθειες του πολιτισμού τους, αλλά μέσα σε μία αυστηρή διάταξη που τους έχει επιβληθεί. Εκείνη που σχεδίασε το μοντέρνο κίνημα και έθεσε συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων σε συγκεκριμένους χώρους, ξεχνώντας ότι πέρα από την αφομοίωση που επιθυμούσαν οι κάτοικοι αυτοί από την κοινωνία ήθελαν και το δικαίωμα τους στην ελεύθερη επιλογή. Μια επιθυμία που μπορεί να μην μελετήθηκε σχεδιαστικά, αλλά την υλοποίησαν οι ίδιοι οι κάτοικοι με τον τρόπο τους. Στα προκατασκευασμένα σπίτια των Γερμανικά της Κοκκινιάς του 1927, η έλλειψη χώρου ήταν φανερή, γεγονός που αντιμετωπίστηκε από τους κατοίκους τόσο με τις προσθήκες και τις επεκτάσεις στον ακάλυπτο χώρο όσο και με τις γρίλιες εξαερισμού που φανέρωναν την ύπαρξη υπόγειων δωματίων, καθιστικών και κουζινών (Hirschon 2004: 125-140). Μια κατάσταση που θα ίσχυε σε ένα μεγάλο βαθμό και στην παραγκούπολη του Δουργουτίου. Στα προσφυγικά κτίσματα του ’40, οι νέοι μετανάστες των τρίτων χωρών διατηρούν στο εσωτερικό τους είτε ένα πιο κοινόβιο σύστημα κατοίκησης είτε την τυπική διάταξη των μοντέρνων διαμερισμάτων, εντάσσοντας σε κάθε περίπτωση και στοιχεία της εκάστοτε πολιτισμικής τους κουλτούρας, κυρίως χαλιά, έπιπλα και μαγειρικά σκεύη, καμπύλες, αραβικά σχέδια και χρώματα. Στη περίπτωση των εργατικών «λαϊκών» πολυκατοικιών, οι σημερινοί κάτοικοι, πάλι λόγω έλλειψης χώρου, έχουν κάνει προσθήκες και επεκτάσεις των διαμερισμάτων ενώ στο εσωτερικό στην πλειονότητά τους είναι ανακαινισμένα με λιγοστά αντικείμενα των προγόνων τους, κυρίως φωτογραφίες. Σε κάθε χρονική περίοδο, οι κάτοικοι μετατρέπουν τα κτίσματα ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες τους και κομμάτια του παρελθόντος ζουν σε αυτά τα σπίτια, όχι μόνο ως φυσικά αντικείμενα, αλλά και ως αφήγηση της μνήμης. Δεν αρκεί, λοιπόν, μόνο η ελευθερία επιλογής στο τρόπο κατοίκησης, αλλά είναι αναγκαία και η ελευθερία έκφρασης μέσα και έξω από αυτήν, όπως διαφαίνεται και με τις δραστηριότητες των κατοίκων στο δημόσιο χώρο, σε μια προσπάθεια, όχι μόνο ανάδειξης της ταυτότητάς τους, αλλά και επικοινωνίας με την κοινωνία στην οποία επιθυμούν να ενταχθούν. Κινήσεις και πράξεις ως αντίδραση στη δεδομένη περιθωριοποίηση.
Ίσως, λοιπόν, στο παρελθόν να προσδιορίζαμε ως γειτονιά την κοινότητα, όχι μόνο με γεωγραφικά όρια, αλλά και με ορισμένες κοινόχρηστες λειτουργίες και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των κατοίκων της. Σήμερα, στην περίπτωση μας, ίσως οριζόταν ως το τυχαίο προϊόν επιλογής πολλών ατόμων και ενδεχομένως πολλών ταυτοτήτων. Το τοπίο αυτό των πολλαπλών ταυτοτήτων, που αναδύεται στη γειτονιά του Νέου Κόσμου, μας προσφέρει μια νέα μέθοδο διαχείρισης της «πολυπολιτισμικής» πραγματικότητας της Αθήνας, μια ευκαιρία θεώρησης του αστικού χώρου γενικότερα από άλλη οπτική γωνία και τελικά μια πρόκληση επανεξέτασης της πόλης που θέλουμε. Κατανοώντας τον τρόπο που δομούνται και λειτουργούν μεταναστευτικές γειτονιές σαν αυτή, θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό της Αθήνας νέες και διαφορετικές προσεγγίσεις (Στεφάνου 2010: 15).
«Και το πρόβλημα της ανθρώπινης θέσης, δεν είναι απλά το ερώτημα εάν θα υπάρξει αρκετός χώρος για την ανθρωπότητα στον πλανήτη, πρόβλημα ούτως ή άλλως αρκετά σημαντικό, αλλά παράλληλα το πρόβλημα των σχέσεων γειτνίασης, του είδους της αποθήκευσης, κυκλοφορίας , σηματοδότησης , κατηγοριοποίησης των ανθρώπινων στοιχείων που πρέπει να υιοθετηθούν σε δεδομένες καταστάσεις προκειμένου να επιτευχθεί ο ένας ή ο άλλος στόχος. Βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου ο χώρος λαμβάνει τη μορφή σχέσεων θέσης» (Foucault 2012: 257). |
«Με άλλα λόγια, δεν ζούμε σε ένα κενό, στο οποίο μπορεί κανείς να τοποθετήσει άτομα και πράγματα. Δεν ζούμε μέσα σε ένα κενό, που μπορεί να χρωματιστεί με διάφορες αποχρώσεις, αλλά σε ένα σύνολο από σχέσεις που προσδιορίζουν θέσεις απαράβατες και σε καμία περίπτωση υπερκείμενες μεταξύ τους» (Foucault 2012: 259). |
Το γεγονός ότι τα συγκροτήματα προσφυγικών και «λαϊκών» πολυκατοικιών του Δουργουτίου αποτελούν σπάνιες μορφές μαζικής έκφρασης του μοντέρνου κινήματος δύο διαφορετικών περιόδων της δεκαετίας του 1940 και του 1970 αντίστοιχα, για τον ελλαδικό χώρο (Eικόνα 3), κομμάτι της ιστορίας, τόπους μνήμης και, ως εκ τούτου, κτίσματα που χρήζουν προστασίας, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Παράλληλα όμως με την διατήρηση και προστασία τους ως αρχιτεκτονική, σπουδαία σημασία έχει και η μέριμνα για τις ανθρώπινες σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα και έξω από αυτά.
Πηγή: Προσωπικό αρχείο
Παρατηρούμε ότι, στην περίπτωση των προσφύγων του ’22, τόσο οι ίδιοι πρόσφυγες όσο και το κράτος, επιθυμούν και οι δύο την ένταξή τους μέσω της στεγαστικής και επαγγελματικής αποκατάστασης τους. Παρόλα αυτά, οι ίδιοι έχουν διαμορφώσει μια δική τους ταυτότητα για την οποία είναι περήφανοι, την συντηρούν και την επαναπροσδιορίζουν στους νέους τόπους, έχοντας ως βασικές αρχές το σπίτι, την οικογένεια και την κοινότητα. Μεταφέρουν τις αξίες τους ακόμα και σε αντικείμενα (Eικόνα 4) που μπορεί να μην τα έφεραν από τον τόπο τους, όμως έδωσαν στα νέα αυτά αντικείμενα την σημασία που τους προσέδιδαν στον πολιτισμό τους. Καθιστώντας τα πέρα από λειτουργικά και ως φορέα ιδεών στο νέο τόπο κατοικίας τους. Κατά τη δεκαετία του 1980 εξακολουθούν να μεταδίδονται καθημερινά από το ραδιόφωνο εκκλήσεις για τον εντοπισμό ανθρώπων που είχαν χαθεί στη δεκαετία του 1920 (Hirschon 2004:250). Ενώ, ιδιαίτερα οι νεαροί πρόσφυγες ακολουθούν παράλληλα τις τρέχουσες παραδοχές για τη ζωή στην πόλη και τον μοντέρνο χαρακτήρα της (Hirschon 2004: 404). Με το πέρασμα του χρόνου, εκσυγχρονίζονται, γίνονται «μοντέρνοι», όμως δεν ξεχνούν.
Πηγή: https://www.lifo.gr/
Οι σύγχρονοι πρόσφυγες, αντίθετα, δεν έχουν αντιμετωπιστεί μάλλον με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο από το κράτος. Είναι «πιο προσωρινοί κάτοικοι» και βρίσκουν μόνοι τους στέγη και εργασία με τη βοήθεια συμπατριωτών τους. Διατηρούν και αυτοί την πολιτισμική τους ταυτότητα που την εκφράζουν ίσως πιο έντονα στο χώρο προσδίδοντας και χρήσεις σε αυτό. Δημιουργούν και αυτοί με τη σειρά τους νέους τρόπους κατοίκησης με βάση τις συνθήκες κατοίκησης της πατρίδας τους, αλλά και τα δυτικά πρότυπα. Χρησιμοποιούν αντικείμενα καθημερινά που θυμίζουν τον τόπο τους αλλά ταυτόχρονα, χαίρονται και τα τεχνολογικά επιτεύγματα προκειμένου να ενημερώνονται για αυτόν.
Μέσα από τις περιγραφές, παρατηρούμε ότι «οι σκέψεις για τον άνθρωπο και τη ζωή του ανάμεσα σε κτήρια και τα βιώματα του, αποδίδουν την ιστορία και το ψυχογράφημα των ανθρώπων της εποχής. Μια εποχή που ένα κομμάτι της ίσως ζει ακόμα γύρω μας» (Benjamin 2004: 162). Μια περιπλάνηση που ίχνη της και ευρήματά της συνυπάρχουν, δίνοντας νόημα για μας στο τώρα και δημιουργώντας ένα αφήγημα αποσπασμάτων με έμφαση στη συλλογική μνήμη των προσφύγων του ‘22 και τις πολλές ατομικές μνήμες στη περίπτωση των «νεο-μεταναστών».
Πηγή: Προσωπικό αρχείο
Παρά την μοντέρνα μορφή και τους κανόνες που την συνοδεύουν, αυτές οι μονάδες διαμερισμάτων κατοικούνται με βάση τα πρότυπα των μεταναστών, των αναγκών και των θέλω τους. Τα αντικείμενα (Eικόνα 5) που στολίζουν ένα χώρο και θεωρούνται περιττά σε ένα τυποποιημένο μοντέρνο διαμέρισμα, εδώ θεωρούνται αναγκαία, κομμάτια της μνήμης και καθιστούν το χώρο αυτό ως ένα άτοπο χώρο. Ένα χώρο που ζει κλεισμένος στον εαυτό του και είναι, συγχρόνως παραδομένος στο πυκνό ιστό της πόλης. Μια συνηθισμένη και αυστηρή μορφή μαζικής έκφρασης μέσα της κρύβει χρονικά πολλές ταυτότητες και ιδέες που μπορεί οι αρχιτέκτονες της εποχής να μην το περίμεναν και να μην σχεδίαζαν κάτι τέτοιο, όμως η ανάγκη των κατοίκων για τη μνήμη του παρελθόντος και τις συνήθειες κατοίκησης του πολιτισμού τους έδωσε σε εκείνα αυτή την ετερότητα.
[1] Το λήμμα είναι αποτέλεσμα εργασίας που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της Διάλεξης 9ου εξαμήνου της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ, Ιούνιος 2018-2019. Επιβλέπων: Κώστας Τσιαμπάος
Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον επιβλέποντα κ. Κώστα Τσιαμπάο
Σαραντοπούλου, Ε. (2020) Ετεροτοπία Δουργούτι: Η χωρική και κοινωνική μεταβολή ενός τόπου από τη μικρασιατική καταστροφή στη σύγχρονη μετανάστευση, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ετεροτοπία-δουργούτι/ , DOI: 10.17902/20971.100
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9