« Κατέβην χθές εις Πειραιά μετά Γλαύκωνος του Αρίστωνος… »
Πλάτων, Πολιτεία, Βιβλίον Α [327a] |
Ποιος επισκέπτης της Ελλάδας στους περασμένους αιώνες δεν περιηγήθηκε το χώρο ανάμεσα στο λιμάνι του Πειραιά και την Ακρόπολη; Από τα αρχαία χρόνια ως τις μέρες μας η τοποθεσία έχει πολύ λίγο αλλάξει: από τις πλαγιές της Ακρόπολης βλέπει κανείς απευθείας τη θάλασσα, αποφεύγοντας παράλληλα τον βρόμικο αέρα της ακτογραμμής, και κατεβαίνει απαλά το λεκανοπέδιο που περικλείεται από τα όρη Υμηττό και Αιγάλεω, μέχρι τους όρμους του Πειραιά. Σε αυτή την άρθρωση της ενδοχώρας με τον θαλάσσιο χώρο αναπτύχθηκε ο οικονομικός χώρος της αρχαίας Αθήνας που έχτισε τα Μακρά Τείχη, της βαυαρικής πόλης που ξαναβρήκε τα ίχνη της αρχαίας διαδρομής, κατασκευάζοντας δρόμο ήδη το 1836 και κατόπιν σιδηρόδρομο το 1869, και τέλος της σημερινής μητρόπολης.
Μετά την ανεξαρτησία της χώρας, ο Όθωνας ανέθεσε, το 1834, στον Σταμάτη Κλεάνθη και τον Eduard Schaubert, το έργο της χάραξης του δρόμου, ως μέρος ενός μεγάλου πολεοδομικού σχεδίου. Το έργο τελικά, λιγότερο φιλόδοξο, ανατέθηκε στον Γερμανό αρχιτέκτονα Leopold von Klenze, απεσταλμένο του Βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας, που ανέλαβε την αναμόρφωση του πολεοδομικού σχεδίου του οποίου η υλοποίηση είχε προκαλέσει πολλές αντιδράσεις. Ο δρόμος κατασκευάστηκε σε δύο χρόνια και λειτούργησε το 1836, πετροστρωμένος. Ο Ηλεκτρικός εγκαινιάστηκε το 1869, ο Σταθμός Πελοποννήσου το 1884, ο Σταθμός Λαρίσης το 1904. Η γραμμή του ΟΣΕ έκλεισε το 2005 και αντικαταστάθηκε από τον Προαστιακό.
Ο παραπάνω χάρτης (Χάρτης 1) είναι μια προσαρμογή του Karten von Attika, 1882, επιμ. J. A. Kaupert, και δείχνει τη χαμηλή χρήση γης εκείνη την περίοδο. Η παραπάνω ακουαρέλα (Εικόνα 1) είναι του Ludwig Köllnberger, που βρίσκεται στο λεύκωμα του Ιωάννη Μελετόπουλου, Τα πρώτα έτη της οθωνικής εποχής εις τας υδατογραφίας του Köllnberger, έκδοση της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, στην Αθήνα, το 1976.
Κατηφορίζοντας τα οχτώ χιλιόμετρα που χωρίζουν την πλατεία Ομονοίας από το λόφο του Πειραιά, μπορούμε να έχουμε μια πρώτη αίσθηση, φευγαλέα αναμφίβολα αλλά ήδη χαρακτηριστική αυτού του χωροχρόνου της ελληνικής οικονομίας. Η οδός Πειραιώς ήταν ο κύριος άξονας ανάπτυξης μέχρι τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολεμικής περιόδου, καταλαμβάνοντας σταδιακά τη γη ανάμεσα στην πόλη και το λιμάνι της. Η ιστορία της [1] είναι συνδεδεμένη με την ιστορία της πρωτεύουσας και την οικονομική ανάπτυξη, ιδιαίτερα τη βιομηχανική, ολόκληρης της χώρας.
Τα στοιχεία που έχουμε μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε τη μεταμόρφωση του δρόμου από τον Μεσοπόλεμο μέχρι τις μέρες μας, κάνοντας τρεις ιστορικές τομές: α) στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου (με βάση τον Εμπορικό Οδηγό του Νικολάου Ιγγλέση το 1939), β) αμέσως μετά τον Πόλεμο (με βάση τους Οδηγούς του ιδίου των ετών 1947-48 και του 1957, τον Κατάλογο των τηλεφωνικών συνδρομητών του 1948, τη Μελέτη του Σιδέρη του 1948 [2] και τους Χάρτες της Διαμαντοπούλου του 1955 [3]), γ) στα έτη 2014-2020 με επιτόπια έρευνα.
Η σημερινή οδός Πειραιώς είναι φαρδιά, με τέσσερις λωρίδες που χωρίζονται από κεντρική νησίδα. Οριοθετείται από δύο σιδηροδρομικές γραμμές, αριστερά τον Ηλεκτρικό και δεξιά τον ΟΣΕ Πειραιά-Αθήνα-Λάρισα [4]. Η ροή της κυκλοφορίας είναι καλή και οι επιχειρήσεις εξυπηρετούνται καλά.
Η οδός Πειραιώς διασχίζει την κοιλάδα του Ελαιώνα, που στα αρχαία χρόνια ήταν κατάφυτη από ελαιόδεντρα, και ποτιζόταν από τον Κηφισό και τον παραπόταμό του το ρέμα Προφήτη Δανιήλ, καθώς και από τον Ιλισό, που αρχικά διοχετευόταν από τον Ηριδανό που κατέβαινε από τον Λυκαβηττό. Αυτή η τεράστια λεκάνη (Λεκανοπέδιο) παρέμεινε αγροτική και αραιοκατοικημένη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήταν κυρίως κήποι που προμήθευαν με φρούτα και λαχανικά την ταχέως αναπτυσσόμενη αγορά της πρωτεύουσας. Η Λαχαναγορά (που απομακρύνθηκε από την παλιά της θέση, στη γωνία που σχηματίζουν η Ιερά Οδός και η Πειραιώς και που σήμερα είναι το πάρκο Μίκης Θεοδωράκης) εγκαταστάθηκε το 1955 στη βόρεια πλευρά της Πειραιώς, λίγο πριν από τον Κηφισό, και τα Σφαγεία μετακόμισαν το 1920 από τη Χαμοστέρνα στον Ταύρο, πριν παραδοθούν σε ιδιώτη. Η λεκάνη ανοίγει στον κόλπο του Φαλήρου, όπου σε μικρή απόσταση καταλήγουν ο Κηφισός και ο Ιλισός.
Το πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε καθώς ξεκινούμε την παρατήρηση της οδού Πειραιώς είναι η αρίθμησή της. Η οδός διασχίζει δήμους που έχουν αποφασίσει καθένας χωριστά για την ονοματοδοσία και την αρίθμηση των κτιρίων που συνορεύουν με αυτήν.
Εμπίπτει λοιπόν η οδός Πειραιώς σε πέντε διαφορετικούς δήμους, αποτέλεσμα ενός περίπλοκου διαχωρισμού [5]: στον Δήμο της Αθήνας και του Πειραιά και, μεταξύ των δύο, στους δήμους που δημιουργήθηκαν την εποχή της εισροής των Μικρασιατών προσφύγων, τον Ταύρο, το Μοσχάτο και τον Άγιο Ιωάννη Ρέντη. Οι Δήμοι Ταύρου και Μοσχάτου δημιουργήθηκαν το 1925 και το 1934 αντίστοιχα, πριν ενωθούν κατά τη μεταρρύθμιση του Καλλικράτη το 2011, και ο Δήμος του Αγίου Ιωάννη Ρέντη δημιουργήθηκε το 1925 και ενώθηκε το 2011 με τον Δήμο Νίκαιας. Ο υπό μελέτη δρόμος, λοιπόν, ονομάζεται «Παναγή Τσαλδάρη» στον Δήμο της Αθήνας, «Πειραιώς» στον Δήμο Ταύρου-Μοσχάτου και στον Δήμο Αγίου Ιωάννη Ρέντη, και τέλος «Αθηνών-Πειραιώς» στον Δήμο Πειραιά.
Η αρίθμηση των κτιρίων αντικατοπτρίζει αυτόν τον διοικητικό μαίανδρο. Η αριθμητική σειρά είναι αύξουσα κατεβαίνοντας την οδό Πειραιώς, από την πλατεία Ομονοίας μέχρι τον Δήμο Ταύρου-Μοσχάτου και μέχρι την οδό Σικιαρίδη: ζυγοί αριθμοί δεξιά και μονοί στα αριστερά. Όμως, οι δήμοι του Αγίου Ιωάννη Ρέντη και του Πειραιά προτίμησαν, καθένας χωριστά, φθίνουσα αρίθμηση, μονοί στα δεξιά και ζυγοί αριστερά! Επιπλέον, ενώ τα νέα κτίρια προσαρμόζονται στην πρόσφατη αρίθμηση, τα παλιά έχουν συχνά διατηρήσει στη σήμανση την προηγούμενη αρίθμηση.
Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι η ταυτοποίηση των κτιρίων. Η εκχώρηση επωνυμίας, ημερομηνίας ίδρυσης και οικονομικής δραστηριότητας στις εγκαταστάσεις που βρίσκονται στην οδό Πειραιώς είναι άσκηση επίπονη και ατελής, που απαιτεί συστηματική εξερεύνηση. Το όνομα της εταιρείας δεν είναι πάντα προφανές. Οι Έλληνες βιομήχανοι αποφεύγουν τις επιγραφές σήμανσης, ξεφεύγουν από την έρευνα. Στην πραγματικότητα, ένας άγνωστος στην είσοδο του κτιρίου, με το σημειωματάριο στο χέρι, προκαλεί αμέσως δυσπιστία πριν δηλώσει την ταυτότητά του και εκθέσει τη δραστηριότητά του. Στη συνέχεια, όμως, είναι μάλλον εύκολο να αποκτήσει τις επιθυμητές λεπτομέρειες. Ευτυχώς, έχουμε πολλά στοιχεία τεκμηρίωσης των δραστηριοτήτων, και όχι μόνο όσα συγκεντρώθηκαν από την επιτόπια έρευνα: τη λίστα με τα ογδόντα οκτώ διατηρητέα κτίρια από το 1997 [6], τους εμπορικούς οδηγούς και τον κατάλογο συνδρομητών του ΟΤΕ, που αναφέρονται παραπάνω, αλλά και διάφορες μελέτες που βιβλιογραφούνται στην παρούσα εργασία.
Οι εγκαταστάσεις έχουν άλλοτε κεντρική είσοδο στην οδό Πειραιώς, άλλοτε στους κάθετους ή παράλληλους δρόμους. Γεγονός παραμένει ότι ο δρόμος είναι διάσπαρτος με μεγάλο αριθμό χώρων μη αξιοποιήσιμων, συνήθως κενών. Η διαδικασία μετασχηματισμού του δρόμου επιβραδύνθηκε από διοικητικές διαδικασίες και από την κρίση των ετών 2009-2019. Ορισμένες εκτάσεις είναι δεσμευμένες από αρχαιολογικές ανασκαφές. Χαρακτηριστικό είναι το χαμηλό ποσοστό των κατοικιών στο σύνολο, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων λιανικής πώλησης, που συνάδει με τον χαμηλό αριθμό τηλεφωνικών γραμμών.
Τα αρχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη μελέτη των δεκαετιών 1930 και 1940 –Εμπορικοί Οδηγοί του Νικ. Ιγγλέση από το 1939 έως το 1957 και ο Τηλεφωνικός Κατάλογος του ΟΤΕ του 1948– δεν μας επιτρέπουν να ερευνήσουμε όλους τους κατοίκους της οδού Πειραιώς τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Φυσικά, ο Τηλεφωνικός Κατάλογος μας επιτρέπει να εντοπίζουμε μόνο τους κατοίκους που είχαν τηλεφωνική σύνδεση, άρα πρωτίστως καταστήματα και επιχειρήσεις, παρά κατοικίες. Όμως οι διαθέσιμοι χάρτες επιβεβαιώνουν ότι το τμήμα του δρόμου που ξεκινά από την πλατεία Ομονοίας και καταλήγει στο Γκάζι είχε πολλά σπίτια.
Οι πιο συνηθισμένες επιχειρήσεις το 1939 ήταν τα καφενεία: υπήρχαν είκοσι έξι, εκ των οποίων μόνο τέσσερα είχαν τηλεφωνική γραμμή το 1948. Εννιά χρόνια αργότερα, το 1948, υπήρχαν μόνο έξι καφενεία με τηλεφωνική γραμμή, γεγονός που εξηγείται από τα υψηλά τέλη συνδρομής, που οι μικρές αυτές επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά. Ακόμη και το 1957, δεκαοχτώ καφενεία στην Πειραιώς δεν είχαν τηλέφωνο. Έτσι, αν οι πηγές μας είναι σωστές, η μεγαλύτερη αλλαγή στο δρόμο μεταξύ 1939 και 1957 φαίνεται να είναι η ισχυρή ανάπτυξη των βιομηχανικών εγκαταστάσεων και η μείωση των ελεύθερων επαγγελμάτων, που μετακινήθηκαν σε άλλους δρόμους: παρέμειναν μόνο δεκατέσσερις γιατροί, λόγω του Δημοτικού Βρεφοκομείου, και οχτώ οδοντίατροι. Οι δέκα δικηγόροι του 1939 απομακρύνθηκαν εντωμεταξύ, και αυτό συνιστά μια ακόμη ένδειξη της αλλαγής του χαρακτήρα του δρόμου.
Πηγή : Εμπορικοί οδηγοί Ν. Ιγγλέση 1939, 1948 και 1957
Λιγότεροι από τους μισούς επαγγελματίες είχαν τηλεφωνική σύνδεση (Γράφημα 1). Αν και το ποσοστό αυξήθηκε από το 25% στο 45% την πρώτη δεκαετία μετά τον Πόλεμο, στη συνέχεια έπεσε σε κάτι λιγότερο από 40%. Ο συνολικός αριθμός των τηλεφωνικών γραμμών αυξήθηκε από 152 σε 202 από το 1939 έως το 1957, αλλά παρ’ όλα αυτά ο ρυθμός αύξησης παρέμενε πολύ χαμηλότερος από εκείνον της πρωτεύουσας, όπου το σύνολο των συνδέσεων αυξήθηκε από 28.000 πριν από τον Πόλεμο σε 75.000 το 1956. Η διαπίστωση αυτή μαρτυρεί και πάλι τη χαμηλή πυκνότητα του πληθυσμού της οδού Πειραιώς
Πηγή : Kατάλογος τηλεφωνικών συνδρομητών 1948
Μάλιστα, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η Πειραιώς αποτέλεσε την επιτομή των βιομηχανικών οδών της Αθήνας. Μετά τα λιγοστά νεοκλασικά κτίρια στην περιοχή της Ομόνοιας, ξεκινά η περιοχή Γκάζι. Συνεχίζοντας την κάθοδο προς το λιμάνι, συναντάμε πληθώρα εργοστασίων (Γράφημα 2 & 3).
Τα 152 εργοστάσια που καταμετρήθηκαν το 1939, σχεδόν διπλασιάζονται το 1957, αφού καταγράφονται 272· αυτή η ισχυρή ανάπτυξη σηματοδότησε τη βιομηχανική ακμή στην αρχή της μεταπολεμικής περιόδου. Πίσω από τους αριθμούς, πρέπει να ανακαλύψουμε, βήμα προς βήμα, την πραγματικότητα των δραστηριοτήτων, σε έξι στάδια που αντιστοιχούν σε σχετικά συνεκτικά σύνολα.
Πηγή : Εμπορικοί οδηγοί Ν. Ιγγλέση 1939, 1948 και 1957
1η ζώνη: Από την Ομόνοια έως τη διασταύρωση Ιεράς Οδού-Ερμού
Οι δύο αυτές θέσεις αντιστοιχούν σε δύο από τις τρεις κορυφές του τριγώνου Κλεάνθη-Schaubert (το σχήμα των κυρίων αξόνων της πολεοδομικής πρότασης των δύο αρχιτεκτόνων για το Νέο Σχέδιο της Πόλεως των Αθηνών το 1832 ήταν ένα ισοσκελές τρίγωνο με κορυφή τη σημερινή πλατεία Ομονοίας, σκέλη τις οδούς Πειραιώς και Σταδίου, και βάση την οδό Ερμού). Μία κορυφή η πλατεία Ανακτόρων (σημερινή πλ. Ομονοίας) και δεύτερη κορυφή η πλατεία Κέκροπος (στη θέση της Τεχνόπολης, στο Γκάζι).
Σύμφωνα με τον οδηγό του Νικ. Ιγγλέση του 1939, η αρχή της οδού βρισκόταν στην Πολυκλινική Αθηνών στον αριθμό 3. Ακολουθούσαν και άλλα δημόσια κτίρια: το Δημοτικό Ωδείο στον αριθμό 35, το Δημοτικό Βρεφοκομείο που ανεγέρθηκε το 1859 στον αριθμό 51, το Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα που γκρεμίστηκε το 1963 –υπάρχει μέχρι σήμερα ο ναός του Αγίου Γεωργίου που είχε χτιστεί στον περίβολο του ορφανοτροφείου το 1900–, το Νοσοκομείο του Πανελλήνιου Συνδέσμου κατά της φυματίωσης που υπήρχε προπολεμικά στον αριθμό 77. Στο ενδιάμεσο, συναντούσε κανείς πολλούς εκπροσώπους του ιατρικού σώματος: στον αριθμό 24Α υπήρχε το Θεραπευτήριο του Αντωνίου Σπίρλα, και μεταξύ των αριθμών 7 και 71 είκοσι πέντε γιατροί, πέντε οδοντίατροι και οχτώ φαρμακοποιοί, μεταξύ των οποίων και ο οφθαλμίατρος Α. N. Αναστόπουλος που φαίνεται να είχε κλινική στον αριθμό 50 της οδού Πειραιώς. Επίσης, στο τμήμα αυτό υπήρχαν πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες (δέκα δικηγόροι), τρεις τράπεζες (Εμπορική, Λαϊκή και Αγροτική, κοντά στη Λαχαναγορά), τρία μεσιτικά γραφεία και γραφεία εξυπηρέτησης, οχτώ ξενοδοχεία, δεκαπέντε ράφτες, πολυάριθμα κουρεία και κομμωτήρια, πολλά καφέ και γαλακτοκομεία. Και λόγω της αύξησης των αυτοκινήτων, υπήρχαν δέκα γκαράζ, καταστήματα με αξεσουάρ αυτοκινήτων και βενζινάδικα. Η Λαχαναγορά ήταν από το 1901 στον αριθμό 100 της οδού Πειραιώς, στη γωνία με την Ιερά Οδό, πριν μεταφερθεί το 1959 στον Ρέντη.
Επιπλέον, πάντα στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, 260 βιομηχανικές κυρίως, εγκαταστάσεις, βρίσκονταν στο συγκεκριμένο τμήμα του δρόμου. Αυτές αναπτύσσονταν επίσης και στις κάθετες ή παράλληλες με την Πειραιώς οδούς, συγκροτώντας το Μεταξουργείο [7], συνοικία με σαφή μηχανολογική εξειδίκευση. Στον αριθμό 84 της οδού Πειραιώς υπήρχε το ελατηρίων αυτοκινήτων των αδελφών Περδίου (ιδρύθηκε το 1935) και το συνεργείο μηχανημάτων ζύγισης των Αφών Μοσχουντή (ιδρύθηκε το 1900). Η εταιρεία Μουσχουντή διέθετε τη δεκαετία του 1940 ήδη τρεις μηχανολογικές εγκαταστάσεις: στην οδό Μενάνδρου 3, στην οδό Πειραιώς 40 στο Μοσχάτο, και στην οδό Δημοφώντος 36 στα Κάτω Πετράλωνα. Ο βιομηχανικός χαρακτήρας της περιοχής διατηρήθηκε και στη δεκαετία του 1950, όπως δείχνουν οι Οδηγοί του Νικ. Ιγγλέση.
Συγχρόνως, εκτός από την Πολυκλινική Αθηνών, συναντούσε κανείς τον λαουτιέρη Ευάγγελο Τσαμπουρζή στον αριθμό 29, γιατρούς και οδοντιάτρους –ενώ εξακολουθούσε να λειτουργεί τη δεκαετία του 1950 η οφθαλμολογική κλινική του Α. Ν. Αναστασόπουλου–, ξενοδοχεία, συμβολαιογράφο, επτά φαρμακεία, έξι κτηματομεσίτες, την έδρα έξι εφημερίδων, επτά κοσμηματοπωλεία-ωρολογοποιεία. Όμως, οι ράφτες και τα κουρεία είχαν μειωθεί πολύ, γεγονός που υποδηλώνει ότι είχε μειωθεί και ο αριθμός των κατοίκων. Ο αριθμός των καταγεγραμμένων καφενείων είχε συρρικνωθεί, αλλά το ότι δεν είναι εγγεγραμμένα δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι δεν υπήρχαν, αφού στον Οδηγό αυτό (που είναι και ο τελευταίος που εκδόθηκε), ο συντάκτης του περιορίζει τον αριθμό των καταστημάτων και επαγγελματιών που σημειώνει (π.χ. δεν περιλαμβάνει ούτε κουρεία ούτε καπνοπωλεία).
Πηγή: Κ. Διαμαντοπούλου, 1955
Η επέκταση του κέντρου της Αθήνας μετέβαλε σταδιακά την οικονομική χρήση αυτού του τμήματος του δρόμου. Οι βιομηχανικές επιχειρήσεις εξαφανίστηκαν, όπως ο Πέρδιος, ή μετακόμισαν, όπως οι Αφοί Μοσχουντή, στη Μάνδρα. Στη θέση τους ανεγέρθηκαν ξενοδοχεία, πολιτιστικά ιδρύματα (Δημοτική Πινακοθήκη, το Ελληνικό Τμήμα του ICOMOS, το Ίδρυμα Γ. Παπανδρέου) ή χώροι αναψυχής (συνοικία Ψυρρή, καφεθέατρο Bios, το οποίο εγκαταστάθηκε το 2002 στο όμορφο κτίριο του Πέρδιου). Στο συγκεκριμένο τμήμα της οδού Πειραιώς, χάρη στη γειτνίασή του με το κέντρο της πόλης, προωθήθηκε ο σταδιακός «εξευγενισμός», και μάλιστα αφού χαμηλά και γραφικά σπίτια εξακολουθούν να αφθονούν στους παράπλευρους δρόμους. Αλλά τα συχνά εγκαταλελειμμένα και κακώς εξοπλισμένα σπίτια απέκτησαν ως ενοικιαστές μόνο πρόσφατους μετανάστες, και η οικονομική κρίση της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα δεν άλλαξε τα πράγματα. Η παρουσία τους είναι ιδιαίτερα ορατή κοντά στο Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων (ΚΥΑΔΑ).
2η ζώνη: Από την Ιερά Οδό προς την Πέτρου Ράλλη
Οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις αγκάλιαζαν τουλάχιστον μέχρι το τρίτο τέταρτο του 20ού αιώνα, το βράχο των Πετραλώνων στα αριστερά, και ξεχείλιζαν στα δεξιά της Πειραιώς, στη συνοικία Ρουφ, που φέρει το όνομα του πλούσιου Βαυαρού ιδιοκτήτη του τόπου, προς το Βοτανικό. Η συνοικία αυτή, πιο μακριά από το ιστορικό κέντρο, φιλοξενούσε στα δεξιά, γύρω από το Γκάζι, μηχανολογικά εργαστήρια (χυτήρια, μεταλλουργεία), το αμαξοστάσιο του ΗΛΠΑΠ (Ηλεκτροκίνητα Λεωφορεία Περιοχής Αθηνών Πειραιώς) και αριστερά βιομηχανίες πολυτελών ειδών (σοκολατοποιία Παυλίδη και Ατσάρου, πιλοποιείο Πουλόπουλου, νήματα Μέντη, Χαρτιά Περράκη, φανέλες-εσώρουχα Palco).
Πηγή: Κ. Διαμαντοπούλου, 1955
Περίπου εξήντα εταιρείες βρίσκονταν σε αυτό το τμήμα του δρόμου το 1939 – πιο γνωστή ήταν η σοκολατοποιία Παυλίδη στον αριθμό 145· δεν καταγράφονται ανώτερα ελεύθερα επαγγέλματα, εκτός από δύο πολιτικούς μηχανικούς που εργάζονταν στη δική τους εταιρεία, τον Δ. Παυλίδη (σοκολατοποιία) και τον Δ. Σακελλαριάδη (εταιρεία χρωμάτων, στον αριθμό 123), καθώς και ένα φαρμακείο. Καταγράφονται όμως εταιρείες μηχανικών, χημικών και ειδών διατροφής και γύρω στα δώδεκα καφενεία. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1957, ο Νικ. Ιγγλέσης σημειώνει έναν μόνο γιατρό, ανάμεσα σε εβδομήντα εταιρείες, μηχανολογικά εργαστήρια (γκαράζ), βιομηχανίες τροφίμων, κατασκευαστικές εταιρείες.
Σήμερα, η ενεργή πολιτική ανακαίνισης που εφαρμόζεται σε έναν χώρο που εξυπηρετείται καλά από τα μέσα μαζικής μεταφοράς έχει αλλάξει τον χαρακτήρα της περιοχής. Η επιτυχημένη μετατροπή του παλιού εργοστασίου φωταερίου σε βιομηχανικό μουσείο έχει προσελκύσει πολλά κέντρα αναψυχής (νυχτερινά κέντρα, γυμναστήρια) και πολιτιστικά ιδρύματα (μουσεία, θέατρα, κινηματογράφο). Εκεί έχουν εγκατασταθεί διοικητικές υπηρεσίες είτε για βιομηχανίες (η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας [ΡΑΕ], η εταιρεία τηλεπικοινωνιών Cosmote) είτε για εκδηλώσεις (The Hub Events ΑΕ, το Μεταλλουργείο). Η κατασκευή πολυτελών κατοικιών βιομηχανικού στιλ (τύπου loft) συνοδεύει την αλλαγή πληθυσμού: η προσπάθεια «αστικού εξευγενισμού» προχωρά με ταχείς ρυθμούς.
3η ζώνη: Από την Πέτρου Ράλλη προς τη Χαμοστέρνα
Ποικιλία βαρύτερων βιομηχανιών αναπτύχθηκε στην περιοχή πριν και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, επωφελούμενες από τις μεγαλύτερες ελεύθερες εκτάσεις. Το 1939 υπήρχαν περίπου τριάντα βιομηχανίες: μηχανουργίες, σωληνουργίες, εργοστάσια παραγωγής χρωμάτων και ρητινών, επιπλοποιεία, εργοστάσια παραγωγής ασφάλτου, αλλά και πιο παραδοσιακές βιοτεχνίες, όπως εργαστήρια κατασκευής πετάλων, βυρσοδεψίες κατά μήκος του Ιλισού, βιοτεχνίες δερμάτινων ειδών και σελοποιεία, αλλά και εταιρείες εμπορίας σανού. Τα τότε σφαγεία δεν απείχαν πολύ. Όπως και στην προηγούμενη ενότητα, η περιοχή ήταν καθαρά βιομηχανική και υπήρχε μόνο ένα καφενείο, ένας ζαχαροπλάστης και τρία ζυθεστιατόρια.
Πηγή: Κ. Διαμαντοπούλου, 1955
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο βιομηχανικός χαρακτήρας ενισχύθηκε: μηχανουργίες (ΣΠΑΠ), μεταλλουργίες (Χαλυβουργική, Ελληνικά Συρματουργεία), ηλεκτρικά προϊόντα (OSRAM-Lux, ΕΛΒΗΜΑ), φαρμακοβιομηχανία (Κόπερ ΑΕ), Εργοληπτικές τεχνικές εταιρείες (ΕΔΟΚ, ΕΤΕΡ, Τέκτων), χρώματα και ρητίνες (Χρωτέξ), πλαστικά (Plastina), γκαράζ (Ford), ξυλουργείο. Υπήρχαν και κάποιες βιομηχανίες κλωστοϋφαντουργίας. Επίσης δεν έλειπαν μαρμαράδικα και αποθήκες ξυλείας, που απαιτούσαν χώρο και εγγύτητα στο κέντρο της πόλης.
Σήμερα στη συνοικία κυριαρχούν μεγάλοι λιανοπωλητές (η Praktiker Hellas, το Athens Heart Mall, που ανακατασκευάζεται προκειμένου ως το 2024 να έχει μετατραπεί σε κτίριο γραφείων υψηλών βιοκλιματικών προδιαγραφών, ο Σκλαβενίτης) και διοικήσεις (ΕΛ.ΑΣ., Φαρμακείο Ενόπλων Δυνάμεων, ΣΔΟΕ και ΚΕΔΕ στο 166, το οποίο θα αντικατασταθεί από νέο κτίριο που προορίζεται για τη Γενική Γραμματεία Υποδομών). Εμφανίζονται υπηρεσίες στη βιομηχανία (η Vodaphone, η έδρα του ομίλου Ελληνική Πρωτεΐνη) ή σε επιχειρήσεις ηλεκτρονικών προϊόντων (η Topelectronics Components ΑΕ, η AEG), που μαρτυρούν την εξέλιξη των αναγκών. Τέλος, η γειτνίαση ακόμα με το κέντρο εξηγεί την παρουσία χώρων αναψυχής, που δεν είναι πια μόνο θέατρα ή νυχτερινά κέντρα, αλλά και αθλητικοί χώροι, όπως το Σεράφειο συγκρότημα του Δήμου Αθηναίων, ένα σύγχρονο κέντρο αθλητισμού και πολιτισμού.
4η & 5η ζώνη: Ταύρος-Μοσχάτο-Ρέντη
Οι πρώτες κατοικίες, τα «προσφυγικά», χτίστηκαν στον Ταύρο μεταξύ των αριθμών 209 και 211 της οδού Πειραιώς, στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη εκατέρωθεν του Κηφισού, και στη συνέχεια στο Μοσχάτο και στο Νέο Φάληρο. Η σημερινή κατάσταση αυτών των κατοικιών διαφέρει –έγιναν μεταγενέστερες τροποποιήσεις και επεκτάσεις–, αλλά τις περισσότερες φορές είναι κατοικίες ευχάριστες, που εκπέμπουν αίσθημα του «μεταξύ μας», προσαρμοσμένες στις επιθυμίες των ενοίκων τους. Εξάλλου οι ένοικοί τους είναι ιδιοκτήτες αυτών των κατοικιών [8].
Στον Ταύρο, ανάμεσα στη Χαμοστέρνα και την τοποθεσία «Στροφή», οι χώροι καλύφθηκαν σταδιακά, από το 1920 έως το 1950, από ρυπογόνες βιομηχανίες, όπως είναι οι μεταλλουργίες (Βιοχάλκο, Βιοσώλ, ΕΒΜΕ Τσαούσογλου, Σωληνουργία Elso), τα εργοστάσια κατασκευής πλαστικών και καουτσούκ (Πετζετάκης, Βουλκάνια ΑΕ), τα βυρσοδεψεία και τα βαφεία κοντά στα σφαγεία και το ποτάμι (Μηγιάκης, Γεωργαλάς & Κέπετζης, Μουμούρης, Πορφύρα), το εργοστάσιο που κατασκεύαζε τα καζανάκια Νιαγάρας, τα υφαντουργεία (Σικιαρίδης, Τζιροπίδης, Αθηναϊκά Στριπτήρια Ρόκα, που αγόρασε η Βιοκαρπέτ). Γύρω από τα Παλαιά Σφαγεία στον Ταύρο και τους αχυρώνες της Ζωαγοράς αναπτύχθηκαν αγροδιατροφικές βιομηχανίες, όπως τα ψυκτήρια Καλυψώ και Βέρμιον, το παγοποιείο Μπογιατζίδη. Σε αυτό το βιομηχανικό περιβάλλον της Πειραιώς, εγκαταστάθηκε η Σιβιτανίδειος Δημόσια Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων, που ιδρύθηκε το 1927 και βρίσκεται απέναντι από το σταθμό της Καλλιθέας, και η Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, που από το 1997 στεγάζεται στον αριθμό 256 της οδού Πειραιώς, στους χώρους της παλιάς βιομηχανίας των Ελληνικών Υφαντηρίων, γνωστής και με το όνομα του ιδιοκτήτη «Σικιαρίδειος».
Σταδιακά, οι ρυπογόνες βιομηχανίες έκλεισαν ή μετακινήθηκαν, και η εγκατάσταση στη θέση τους πολιτιστικών φορέων (Ίδρυμα Κακογιάννη, Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, Ελληνικός Κόσμος) ή διοικητικών ιδρυμάτων (Δημαρχείο Ταύρου, Εθνικό Κέντρο Δημόσιας και Τοπικής Διοίκησης, έδρες συστημάτων υπολογιστών) έφεραν την αναζωογόνηση της οδού Πειραιώς. Η βιομηχανία περιορίστηκε στα αγροδιατροφικά είδη (Κρέων, Αίνος), στα δερμάτινα είδη και τον οικιακό εξοπλισμό (Hunter, Viopros, Vioper, Κωνσταντουράκης) και σε πολύ εξειδικευμένες κατασκευές και τεχνολογίες αιχμής, όπως η επιχείρηση κατασκευής βιδών ΒΙΔΟ FERRO, η εταιρεία μεταλλικών κατασκευών Γρηγόριος Τζαβίδας, το εργοστάσιο υποδημάτων Olympic Engineering (Shoe Manufacturing Machinery). Τέλος, η εγκατάσταση το 2008 στον Ταύρο της Teleperformance (γαλλικής πολυεθνικής εταιρείας διαχείρισης πελατειακής εμπειρίας) και η μεγάλη ανάπτυξή της (απασχολεί σχεδόν 6.000 άτομα κατανεμημένα σε έξι τοποθεσίες στην Αττική) χαρακτηρίζει την επιτυχημένη στροφή του δευτερογενούς τομέα στην υποστήριξη βιομηχανιών μέσω της παροχής υπηρεσιών πληροφορικής και επικοινωνιών, αλλά και αναδεικνύει την ικανότητα της οδού Πειραιώς να ανανεώνεται, χρησιμοποιώντας και τοπικό εργατικό δυναμικό. Ανάλογα παραδείγματα είναι η εταιρεία σχεδίασης λογισμικού CPI (Computer Peripherals International), εισηγμένη στο χρηματιστήριο, η εταιρεία ηλεκτρονικών εκτυπώσεων Image Works, ή το ΕΛΚΕΜΕ (Ελληνικό Κέντρο Έρευνας Μετάλλων ΑΕ), το ερευνητικό κέντρο της Βιοχάλκο.
Πηγή: Κ. Διαμαντοπούλου, 1955
Στο Μοσχάτο, μεταξύ της τοποθεσίας «Στροφής» και της οδού Κηφισού, η Αγορά του Ρέντη προσανατόλισε τον τοπικό βιομηχανικό ιστό προς τον κλάδο των τροφίμων και τις συναφείς επιχειρήσεις: ελαιουργίες (η Ολίβα ΑΕ, η Μάνος ΑΕ, η ΕΒΓΛΟ ΑΕ, η Μινέρβα ΑΕ κ.λπ.), εταιρείες βιομηχανικής ψύξης (Όλυμπος), σοκολατοποιία (Αστήρ). Η απόσταση από το κέντρο της Αθήνας, η διαθεσιμότητα γης και η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, ευνόησαν επίσης την εγκατάσταση εταιρειών πετροχημικών προϊόντων, όπως η Ελληνική Βιομηχανία Υπολειμμάτων Νάφθης (ΕΛΒΥΝ), εταιρειών χρωμάτων και καλλυντικών (η Adelco ΑΕ, η Rolco ΒΙΑΝΙΛ ΑΕ, οι Αφοί Γιαννίδη ΑΕ, η Ερμής-Vitex, η Vechro), εταιρειών πλαστικών (η Άπκο), χάρτου, φαρμακευτικών προϊόντων, και μια μόνο επιχείρηση κλωστοϋφαντουργίας (η Perfil Σ. Προυσάλογλου & Υιός). Σημαντική δραστηριότητα εκεί παραμένει η επεξεργασία δέρματος με τη βυρσοδεψία (εταιρείες Στέφ. Καλουτάς & Υιοί ΑΒΕ, καθώς και Μιχάλης & Γεώργιος Σίμος), κοντά στο Κηφισό.
Η αγροδιατροφή κυριαρχεί ακόμη και σήμερα: κρέατα (η Φλωρίδης ΑΕΒΕΚ, τα Κρέατα Αττικής Βουδούρης-Κώνστας ΑΕ και η Μποζιονέλος), εταιρείες εκτύπωσης και συσκευασίας (η Τσιμής ΑΕ και η Στυλ. Σ. Κοσκινίδης ΑΒΕΕ). Παραμένει η μηχανολογική βιομηχανία, αλλά εξειδικευμένη, όπως η εταιρεία Ε. & Γ. Μαλιδάκης & ΣΙΑ ΟΕ (κοπή με λέιζερ) και η εταιρεία ανελκυστήρων Polylift ΑΕ (Στέφανος Παπαδόπουλος). Σημειώνουμε τον ειδικευμένο στον εξοπλισμό για δίκτυα Χρυσαφίδη ΑΕ, και την εταιρεία παραγωγής ασβέστη Κρίνος ΑΕ. Η μαζική διανομή αντιπροσωπεύεται από την εταιρεία Βερούκας-ΑΛΠΙΚΟ ΑΕ και τη Metro ΑΕΒΕ, αλλά υπάρχουν και εταιρείες διανομής με εξειδίκευση στο ρουχισμό (η εταιρεία Λητώ), στα υαλουργικά προϊόντα (οι Αφοί Βαλαβάνης-GLASSWORKS ΑΕ) και στα έπιπλα (οι εταιρείες Entos, Sato, Spider). Ανάμεσα στις υπηρεσίες, βρίσκουμε τα νέα κεντρικά γραφεία της Νέας Δημοκρατίας, το ιδιωτικό εκπαιδευτήριο IST και μία από τις εγκαταστάσεις της Teleperformance, στο κτιριακό συγκρότημα Ena.
Πηγή: Κ. Διαμαντοπούλου, 1955
6η ζώνη: Στον Πειραιά, το Μάντσεστερ της Ελλάδος…
Από τα τέλη του 19ου αιώνα, τα περίχωρα του Πειραιά έγιναν το επίκεντρο της ελληνικής εκβιομηχάνισης, με πλήθος επιχειρήσεις που αναπτύχθηκαν γύρω από τις μεγάλες κλωστοϋφαντουργίες, τις χημικές βιομηχανίες και τις αλευροποιίες, εκμεταλλευόμενες τις δυνατότητες εισαγωγής πρώτων υλών. Έτσι, γύρω στη δεκαετία του 1950, δραστηριοποιήθηκαν το εργοστάσιο σχοινιών κάνναβης Μάγγου, η βιομηχανία ελαστικών Ινδιάνα και οι κλωστοϋφαντουργίες-μεταξουργίες: Βάμβαξ, Βελλής, Μανούσος, Αιγαίον, Βέλκα, Δημητριάδης, καθώς επίσης και το εργοστάσιο Γαβριήλ (σημερινό Factory Outlet), δίπλα στο Γήπεδο Καραϊσκάκη, εργοστάσιο που είχε ανεγερθεί στη θέση του «Μεταξοϋφαντουργείου Η Χρυσαλίς», το οποίο λειτουργούσε ως τα μέσα της δεκαετίας του 1920. Εκεί, στο εγκαταλελειμμένο πια κτίριο, δεσπόζει ακόμη το σήμα «Γαβριήλ». Ενώ τα παραπάνω βρίσκονταν μεταξύ του γηπέδου Καραϊσκάκη και των οδών Σοφιανόπουλου και Επονιτών, στην άλλη πλευρά του Ηλεκτρικού ήταν ένα από τα τέσσερα εργοστάσια των αδερφών Ρετσίνα και το κλωστήριο Ελπίς. Η ΣΚΥΠ, δηλαδή η Πανελλήνια Σχολή Κλωστικής-Υφαντικής και Πλεκτικής (επαγγελματικής κατάρτισης για εργάτες κλωστοϋφαντουργίας), είναι ακόμα ορατή. Η χημική βιομηχανία εκπροσωπούνταν από τις εταιρείες Χρωπεί, Rolco-Βιανίλ ΑΕ και την AΒΕΕ Χημικών και Φαρμακευτικών προϊόντων Sanitas. Υπήρχαν πολλοί αλευρόμυλοι (Ευτυχία, Ευρώτας, Σπάρτη, Κυλινδρόμυλοι Αττικής ΑΕ), ελαιουργίες [9] (Ελαΐς, Έλμα ΑΕ), αμυλουργίες (Βιαμύλ, ΑΖΕΛ Ανώνυμος Βιομηχανική Εταιρεία Παραγωγής Αμύλου & Ζυμών, ΑΒΕ Ζαχαρωδών και Αμυλωδών προϊόντων, και Ταΰγετος), οι ποτοποιίες Ήβη-Φινόπουλου και Αφοί Μπαρμπαρέσου, το εργοστάσιο τσιγάρων του Κεράνη και, στη συνοικία Απόλλωνα, το ομώνυμο εργοστάσιο κεριών και οι Ελληνικοί Ορυζόμυλοι. Λόγω της ύπαρξης των παραπάνω, δημιουργήθηκαν εργοστάσια συσκευασίας, όπως οι χαρτοβιομηχανίες ΒΙΣ, Πάπυρος και Ερμής. Σημειώνουμε επίσης αυτή την περίοδο το εργοστάσιο πορσελάνης Κεραμεικός, το κασσιτερουργείο ΕΛΣΑ και τον ατμοηλεκτρικό σταθμό (ΑΗΣ).
Πηγή: Κ. Διαμαντοπούλου, 1955
Στις μέρες μας οι υφαντουργίες εγκαταλείφθηκαν· απέμειναν μόνο ερείπια. Λειτουργούν ακόμα η σοκολατοποιία Ίον, η ελαιουργία Ελαΐς και η βιομηχανία αλλαντικών Dianik AE. Στον τομέα των απορρυπαντικών μπορούμε να αναφέρουμε τα κεντρικά της Colgate-Palmolive στα Καμίνια.
Μορφωτικά και πολιτιστικά ιδρύματα που στεγάζονται στην περιοχή είναι η θεατρική σχολή της Ειρήνης Παππά (στο κτίριο της εταιρείας Sanitas), το Ράλλειο Γυμνάσιο Θηλέων, το Δημόσιο ΙΕΚ Πειραιά, η Σχολή Μηχανικών Προμηθεύς, η σχολή χορού Art Factory Creative Group – Γ. Γαβριήλ & Σία ΕΕ, ο Πολιτιστικός Πολυχώρος Απόλλων και το Κέντρο Επιμόρφωσης Στελεχών Εμπορικού Ναυτικού (ΚΕΣΕΝ). Επίσης στη γωνία Πειραιώς και Επονιτών στο Νέο Φάληρο, βρίσκεται η Ελληνική Στατιστική Αρχή.
Τα σούπερ μάρκετ βρήκαν τον άφθονο χώρο που χρειάζονται: Leroy Merlin, Σκλαβενίτης, Carrefour, Factory Outlet, Jumbo, JSK, Pet Services· και η κίνηση εντείνεται με την κατασκευή ενός πάρκου λιανικής από τον όμιλο Ten Brinke στη μεγάλη έκταση που βρίσκεται μεταξύ του Κηφισού και του παλιού ατμοηλεκτρικού Σταθμού της ΔΕΗ.
Στην πορεία αστικοποίησης του δρόμου, δηλαδή από την εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων (προσφυγικά, εργατικές κατοικίες), ως την οικονομική ανάπτυξη, την οργάνωση των οικονομικών δραστηριοτήτων ανά οικισμό, και τη συνεχή μεταμόρφωση του βιομηχανικού ιστού παρατηρούμε τα εξής τρία «φυσικά» φαινόμενα:
Α) Μια ανθρωπογεωγραφία σε κίνηση.
Η οδός Πειραιώς είναι αραιοκατοικημένη –εκτός από το πρώτο της τμήμα, από την Ομόνοια έως το Γκάζι– και αυτή η αραιοκατοίκηση διαρκεί πολλές δεκαετίες, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τα μέσα του 20ού αιώνα (αεροφωτογραφίες και σχέδια της Κικής Διαμαντοπούλου το 1955 επιβεβαιώνουν τη θέση των περιβολιών και των κήπων που τροφοδοτούσαν την πρωτεύουσα). Η εκβιομηχάνιση και η Μικρασιατική Καταστροφή οδήγησαν στον εποικισμό της περιοχής και στη σταδιακή ανέγερση προσφυγικών κατοικιών. Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες αποτέλεσαν το εργατικό δυναμικό στο οποίο στηρίχθηκε η βιομηχανική ανάπτυξη του Μεσοπολέμου, η οποία επιταχύνθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, εξαιτίας της αγροτικής εξόδου, που συνοδεύτηκε από την ανέγερση εργατικών κατοικιών.
Αν κρατήσουμε την ιδέα ότι η οικονομική ανάπτυξη δημιουργεί μια ορισμένη κοινωνική και γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού, και ότι η γεωγραφική σταθερότητα μπορεί να συμπέσει με τις κοινωνικές εξελίξεις, τότε αναμφίβολα μπορούμε να πούμε ότι οι εργατικές συνοικίες των Πετραλώνων, του Ταύρου, του Μοσχάτου, του Αγίου Ιωάννη Ρέντη και του Απόλλωνα σταδιακά έγιναν γειτονιές μικροαστικές και δήμοι, ταυτόχρονα με την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας του περιβάλλοντός τους. Το 2018 στο βιβλίο του Κοινωνική Γεωγραφία της Αθήνας, ο Θωμάς Μαλούτας εξέθεσε με σαφήνεια την εξέλιξη του πληθυσμού στις διάφορες συνοικίες, ιδιαίτερα αυτές που μας ενδιαφέρουν. Η υπόθεση εδώ είναι ότι η διατήρηση μιας ήπιας βιομηχανικής δραστηριότητας (αγροδιατροφή ή φαρμακευτικά-καλλυντικά προϊόντα) και η μετάβαση σε τριτογενή δραστηριότητα (υπηρεσίες στη βιομηχανία, πολιτισμός, δημόσιες υπηρεσίες, μεγάλες εμπορικές αναπτύξεις, μεταφορές) έχουν ευνοήσει αυτήν την κοινωνική εξέλιξη. Από την άλλη, η κρίση της δεκαετίας του 2010, με την τεράστια μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας, διέκοψε τη γεωγραφική κινητικότητα.
Αντιθέτως, πιο πρόσφατα, πληθυσμοί μεταναστών εγκαταστάθηκαν στην κάτω πλευρά της οδού Τσαλδάρη. Ο μέτριος εξοπλισμός των υφιστάμενων κατοικιών, η μη ανέγερση νέων, και τα χαμηλά ενοίκια, εξηγούν αυτή την εισροή. Η διαδικασία του «gentrification» έχει μπλοκαριστεί.
Β) Ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες συγκεντρώνονται σε ορισμένα μέρη σε ορισμένες χρονικές στιγμές.
Στις εξωτερικές επιδράσεις που συνδέονται με την τοποθεσία (η Πειραιώς προσφέρει τα πλεονεκτήματα μιας συγκεντρωμένης αγοράς και της ευκολίας μετακίνησης) προστίθενται στην πραγματικότητα οι εξωτερικές επιδράσεις που συνδέονται με την εξειδίκευση (εργασία, υπεργολαβία, ευκολία πρόσβασης για τους προμηθευτές) [10].
Οι πιο γνωστές συγκεντρώσεις βιομηχανιών ήταν οι κλωστοϋφαντουργίες και οι αλευροποιίες που χαρακτήριζαν το λιμάνι του Πειραιά στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Μπορούν να εξηγηθούν από την ευκολία πρόσβασης σε πρώτες ύλες και ενεργειακούς πόρους, που συνδέεται με το άνοιγμα της Μαύρης Θάλασσας στο ρωσικό σιτάρι ή στον αγγλικό άνθρακα.
Οι χημικές βιομηχανίες απαιτούσαν επίσης πρόσβαση σε οικονομική πηγή ενέργειας. Ρυπογόνες καθώς ήταν, έπρεπε να μείνουν μακριά από τα σπίτια. Βρήκαν άφθονη γη μεταξύ Ταύρου και Μοσχάτου. Περιλάμβαναν τόσο την επεξεργασία πρώτων υλών, όπως άμυλο, γλυκόζη, λάδι για την παραγωγή ζυμαρικών, ειδών ζαχαροπλαστικής και σαπουνιού, όσο και την παραγωγή αμιγώς βιομηχανικών προϊόντων, όπως ρητίνες, χρώματα και βερνίκια, ναφθαλίνη, βιομηχανικά λάδια με βάση τη νάφθα, αλλά και φαρμακευτικά και καλλυντικά προϊόντα.
Οι βιομηχανίες επεξεργασίας μετάλλων, επίσης εξαιρετικά ρυπογόνες, βρήκαν την ίδια διαθεσιμότητα γης: μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα στο Γκάζι λειτουργούσαν μηχανολογικά εργαστήρια της ίδιας ειδικότητας, εξοπλισμού ζύγισης και χυτήρια. Αργότερα, μετά τον πόλεμο, κατεβαίνοντας την οδό Πειραιώς, πριν από την τοποθεσία «Στροφή» (τη συνδεδεμένη με τη γραμμή του Σιδηρόδρομου Πειραιώς- Αθηνών-Πελοποννήσου), αναπτύχθηκαν αρκετά εργαστήρια σύρματος ή σωλήνων, επεξεργασίας χαλκού, σιδήρου και αλουμινίου. Σήμερα υπάρχουν αρκετοί διανομείς εξοπλισμού κουζίνας στη διασταύρωση με την Ιερά Οδό.
Ένα άλλο στοιχείο της συγκέντρωσης βιομηχανιών συνδέεται με την παρουσία της Αγοράς Ρέντη και των σφαγείων. Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο τα βυρσοδεψεία [11] ακολουθούσαν την πορεία της κοίτης των δύο ποταμών, του Ιλισού και του Κηφισού, και τη μεταφορά των σφαγείων, ενώ τρεις εταιρείες χάρτινης συσκευασίας διαδέχονταν η μία την άλλη μετά τη γέφυρα του Κηφισού. Σήμερα, 350 εταιρείες συσκευάζουν ή/και διανέμουν διάφορα τρόφιμα, κρέατα, φρούτα και λαχανικά και λάδια. Προφανώς, χρειάζονται ψυκτικές αποθήκες, κατασκευαστές συσκευασιών (πλαστικές μεμβράνες ή βαρέλια, ξύλινα ή χαρτόκουτα), εκτυπωτές, για να μην αναφέρουμε εισαγωγείς μηχανημάτων που προορίζονται για αυτόν τον κλάδο.
Γ) Το βιομηχανικό τοπίο μεταμορφώνεται εκεί με ιδιαίτερα ενεργητικό ρυθμό μιας Schumpeterian διαδικασίας «δημιουργικής καταστροφής» .
Καταστροφή του παρελθόντος
Απομεινάρια του παρελθόντος είναι οι χερσαίες εκτάσεις που περιμένουν επανάχρησή τους ή αύξηση της τιμής της γης. Απομεινάρια και αυτά τα παλιά κτίρια, εγκαταλελειμμένα στην τύχη τους, που είτε παρουσιάζουν αισθητικό ενδιαφέρον (Σικιαρίδης, Νικολετόπουλος, Φινόπουλος) είτε όχι (Spider, Βιοχάλκο). Αυτά τα βιομηχανικά ερείπια φανερώνουν τις κοινωνικές μεταβολές, την αποβιομηχάνιση. Αναμφίβολα τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, τα ρούχα και η επεξεργασία δέρματος έχουν νικηθεί, όπως είναι η τάση σε όλη την Ευρώπη, από τον ασιατικό ανταγωνισμό.
Αλλά αυτή η εικόνα δεν είναι ακριβής και έχει πολλές αποχρώσεις: πολλές από τις εταιρείες που κάποτε ιδρύθηκαν στην οδό Πειραιώς είναι στην πραγματικότητα ακόμα ζωντανές και ακμάζουσες. Απλώς μετακινήθηκαν στα σύνορα της Αττικής, στα Οινόφυτα και στο Σχηματάρι από τη μια, στους Αγίους Θεοδώρους από την άλλη. Αυτό συνέβη για τη Βιοχάλκο (μεταλλουργία), την Κάλας (αλάτι), τη Βιοσώλ (ηλιακοί θερμοσίφωνες), τη Μινέρβα (τομέας τροφίμων), τη ΒΙΣ (χάρτινες συσκευασίες), τις Vitex, Χρωτέξ και Vechro (βαφές). Επιπλέον, έχουν γίνει συγχωνεύσεις και εξαγορές στην αλευροποιία ή τη μεταλλουργία. Αυτές οι αλλαγές ενθαρρύνθηκαν από τη σταθερή αύξηση των τιμών της γης, από περιβαλλοντικές ανησυχίες και από τα μέτρα που θεσπίστηκαν για την προώθηση της αποκέντρωσης των δραστηριοτήτων.
Ωστόσο, μερικές εταιρείες ευημερούν ακόμη στον τόπο της ίδρυσής τους: η ελαιουργία Ελαΐς, τα δύο εργοστάσια σοκολάτας Ίον και Παυλίδης, οι βιομηχανίες φαρμάκων και καλλυντικών Adelco και Κόπερ. Έχουν μάλιστα εκσυγχρονιστεί και επεκταθεί. Πρόκειται για βιομηχανίες χαμηλής ρύπανσης κοντά στην καταναλωτική αγορά τους.
Δημιουργία νέων δραστηριοτήτων
Ο μετασχηματισμός της Πειραιώς πραγματοποιείται τόσο μέσω της ανακαίνισης βιομηχανικών κτιρίων με σκοπό τη μετατροπή της λειτουργίας τους σε πολιτιστικές δράσεις, όσο και μέσω της ανάπτυξης νέων βιομηχανικών ή τριτογενών δραστηριοτήτων.
Η ανακαίνιση των κτιρίων πήρε πολλές μορφές. Το εργοστάσιο Φωταερίου μετατράπηκε σε Τεχνόπολη που φιλοξενεί πλήθος πολιτιστικές εκδηλώσεις και το Σικιαρίδειο εργοστάσιο υφαντουργίας μεταμορφώθηκε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Το ελαιοτριβείο Πουλόπουλου αποκαταστάθηκε από το ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη, ο πολυχώρος Απόλλων λειτουργεί στο κτίριο των Ελληνικών Ορυζόμυλων, μετά την αποκατάσταση και αναστήλωση και τις αναγκαίες λειτουργικές επεμβάσεις του παλαιού εργοστασίου, η Ελαΐς αναπαλαίωσε τον παλιό Κεραμεικό με όμορφα πήλινα πλακάκια. Κάποιες φορές το αρχικό κτίριο αντικαταστάθηκε από μια σύγχρονη κατασκευή (το Ίδρυμα Κακογιάννη βρίσκεται στη θέση που κάποτε ήταν τα βαφεία Πορφύρα, το Κέντρο Μείζονος Ελληνισμού χτίστηκε στη θέση της Βιοσώλ), ή δέχτηκε προσθήκες, όπως η υφαντουργία Γαβριήλ που στεγάζει πια το Factory Outlet.
Η δημιουργία νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στα ερείπια των παλιών είναι μια άλλη πτυχή αυτής της διαδικασίας. Οι νέες βιομηχανίες είναι κυρίως αγροδιατροφικές, με επίκεντρο την Αγορά του Ρέντη. Αφορούν, όπως είδαμε, τη συσκευασία κρέατος, φρούτων και λαχανικών, τους βιομηχανικούς φούρνους, το catering. Ταυτόχρονα εξελίχθηκαν και οι προμηθευτές τους, και προστέθηκαν επιχειρήσεις ψυγείων, συσκευασίας και μια δυναμική βιομηχανία εκτύπωσης.
Η μηχανουργία, η οποία μαζί με την κλωστοϋφαντουργία επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την παγκοσμιοποίηση, χαρακτηρίζεται συγχρόνως από την εμφάνιση πολλών εταιρειών υψηλής εξειδίκευσης, όπως η Olympic Engineering (Shoe Manufacturing Machinery), η Χρυσαφίδης, η ΒΙΔΟ FERRO, η Μαλιδάκης, η Γρηγόριος Τζαβίδας, η Polylift, η Inox Mare Hellas, οι Αφοί Σίμου.
Πάνω απ’ όλα, η οδός Πειραιώς είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της τάσης για εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών στη βιομηχανία, αντικατοπτρίζοντας έτσι τη γενική εξέλιξη των οικονομικών δομών: βιομηχανική έρευνα, όπως το Ελληνικό Κέντρο Έρευνας Μετάλλων (ΕΛΚΕΜΕ), υπηρεσίες σε κλάδους επικοινωνίας, ενέργειας, λογισμικού υπολογιστών, όπως η Cosmote, η Vodaphone, η ΡΑΕ (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας), η Easy Mail, η Teleperformance, η CPI (Computer Peripherals International). Επιπλέον, επιτυχημένες εταιρείες δημιούργησαν ένα εκθεσιακό κέντρο καθώς και κέντρο διανομής, όπως η εταιρεία Kyriazis που κατασκευάζει ηλιακά πάρκα στην Αλεξάνδρεια ή η εταιρεία Βαλαβάνης που κατασκευάζει μπουκάλια και άλλα γυάλινα αντικείμενα στη Λάρισα. Πολλοί διανομείς μηχανημάτων και εξοπλισμού έχουν εγκατασταθεί στην οδό Πειραιώς, όπως η εταιρεία Rigas, ή η ειδική στα βιομηχανικά συγκολλητικά Bostik, η Marco στις αντλίες, και όλοι οι προμηθευτές εξοπλισμού κουζίνας. Τέλος, οι ανοιχτοί χώροι έχουν προσελκύσει κεντρικά γραφεία εταιρειών όπως η Colgate-Palmolive ή o όμιλος Ελληνική Πρωτεΐνη. Και βεβαίως, πληθαίνουν οι μεταφορικές εταιρείες κοντά στο λιμάνι.
Για αρκετά χρόνια, η οδός Πειραιώς ταυτίστηκε με το βιομηχανικό τοπίο. Τώρα πια οι καμινάδες του Πειραιά, του ελληνικού Μάντσεστερ, δεσπόζουν σαν αρχαίες κολώνες που αναμένουν να αναστηλωθούν.
Αλλά η εικόνα, όπως είδαμε, είναι εύκολα παραπλανητική και η πραγματικότητα πιο σύνθετη, καθώς τα τελευταία χρόνια, φαίνεται να διαμορφώνονται συνθήκες αναζωογόνησης της περιοχής. Αν και η κρίση διέκοψε πολλές εργασίες μετασχηματισμού ή αποκατάστασης, η οδός Πειραιώς παραμένει βασικός άξονας ανάπτυξης της Αθήνας και η αλλαγή των δραστηριοτήτων της σηματοδοτεί την προσαρμογή του βιομηχανικού ιστού –και όχι την εξαφάνισή του– και την εξέλιξή του προς τον τριτογενή τομέα που τρέφει μια μεγάλη πρωτεύουσα.
Η αξιοποίηση πολλών χέρσων εκτάσεων, η αποκατάσταση κτιρίων, η εκπληκτική περίπτωση της Teleperformance και η εγκατάσταση εταιρειών όπως αυτές που προαναφέρθηκαν, αναδιαμορφώνουν έναν ιστορικό δρόμο της ελληνικής πρωτεύουσας και μαρτυρούν την εξέλιξη της πόλης.
Η ομάδα του Κοινωνικού Άτλαντα της Αθήνα ευχαριστεί θερμά τον Κωνσταντίνο Λεφάκη για την τεχνική υποστήριξη, και τις πολύτιμες γνώσεις του, κατά την παραγωγή των Δυναμικών Χαρτών που συνοδεύουν αυτό το λήμμα
[1] Νικος Μπελαβίλας, Οδός Πειραιώς,
[2] Σιδέρης Νικολάος Γ., Η Ελληνική Βιομηχανία: βιομηχανική παραγωγή και αξία αυτής: κατά τα έτη 1945 – 1946 – 1947 εν συγκρίσει προς το έτος 1939, Αθήνα 1948.
[3] Η Κική Διαμαντοπούλου συνέταξε, κατά πάσα πιθανότητα το 1955, μια σειρά από χάρτες της Αττικής στο 5000ο, στους οποίους σημείωνε τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Αρχειοθετούνται στο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Αθηναίων (Ημικτηματολογικό Χάρτη του Λεκανοπεδίου Αττικής).
[4] Πρώην ΗΣΑΠ Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι Αθηνών Πειραιώς για την πρώτη περίπτωση (Σταθμοί Μοναστηράκι, Θησείο, Πετράλωνα, Ταύρος, Καλλιθέα, Μοσχάτο, Νέο Φάληρο και Πειραιάς,) και ΣΠΑΠ (Σιδηρόδρομοι Πειραιώς Αθηνών Πελοποννήσου) για την δεύτερη (Σταθμοί : Σταθμός Λαρίσης, Ρουφ, Ταύρος, Ρέντης, Λεύκας και Πειραιάς και σταθμοί διαλογής Λαρίσης-Πελοποννήσου και Ρέντη-Πειραιά)
[6] Υπουργική Διάταξη ΥΑ 7863/1383/30-1-1997 – ΦΕΚ 267/Δ/7-4-1997
[7] Από το όνομα του μεταξουργείου της οικογένειας Δουρούτη, που δημιουργήθηκε το 1834, το οποίο στεγάζει σήμερα την Πινακοθηκη της Αθήνας. Βλ. Χρ. Αγριαντώνη στο επιμέλεια Χριστίνα Αγριαντώνη- Μαρία-Χριστίνα Χατζηιωάννου « Το Μεταξουργείο της Αθήνας », Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα, 1995. Το 1930, η συγγραφέας απαριθμεί 257 «βαριά» (μεταλλουργία, ξυλουργική, γραφικές τέχνες) και «ελαφριά» (παπούτσια, έπιπλα, αρτοποιείο, γκαράζ, υφάσματα) εργαστήρια, εκ των οποίων περισσότερα από τα μισά ήταν συγκεντρωμένα μεταξύ των οδών Κολωνού και Σαλαμίνος, κάθετα την Πειραιώς.
[8] Η παρουσίαση της Ελίζας Παπαδοπούλου και του Γιώργου Σαρηγιάννη για τα προσφυγικά στον κάμπο της Αθήνας (ΕΜΠ 2006) είναι μια πολύτιμη απογραφή των εγκαταστάσεων. Αναφέρουν, λοιπόν, στον Ταύρο τους οικισμούς Άνω Νέα Σφαγεία, Γερμανικά και Παναγίτσα, στο Μοσχάτο τους οικισμούς κάτω από τη Μινέρβα και στην άλλη πλευρά του Ηλεκτρικού, μεταξύ του Κηφισού και της οδού Κωνσταντινουπόλεως και μεταξύ Κανάρη και Μεταμορφώσεως, στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη η συνοικία Απόλλωνας, οι πολυκατοικίες Φλέμινγκ και ο συνοικισμός Σταματάκη, στο Νέο Φάληρο οι συνοικισμοί που βρίσκονται μεταξύ Επονιτών και Κατσουλάκου, Κανελλοπούλου και Χρυσοστόμου Σμύρνης.
[9] Τα ελαιουργεία ταξινομούνται στη χημεία από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. μέχρι τη δεκαετία του 1960.
[10] Αναφερόμαστε στις θεωρητικές πτυχές των Alfred Marshall (Principles of Economics, 1890), Giacomo Beccatini σχετικά με τα Industrial Districts στο “The Third Italy: Model or Myth?” Ekistics 58, no. 350/351 (1991): 336–45. http://www.jstor.org/stable/43646779, 1991) και Jean-François Eck et Michel Lescure (dir.) Villes et districts industriels en Europe Occidentale, XVII e-. XX e siècles, Tours, publication de l’université François Rabelais, 2007.
[11] Η βυρσοδεψία εντοπίζεται σε 17 εταιρείες στο Ρέντη, 10 στον Ταύρο, 2 στο Μοσχάτο και 4 στα Καμίνια στο Νίκος Βελαβίλας , Το τέλος των γιγάντων. Βιομηχανική κληρονομία και μετασχηματισμοί των πόλεων. Βόλος 2007 .
xii Τσοκόπουλος, Βάσιας, Πειραιάς 1835-1870. Εισαγωγή στην ιστορία του ελληνικού Μάντσεστερ, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1984.
Gouzi Vincent, Μπουρνόβα Ευγενία (2023) Μεταμορφώσεις ενός δρόμου-μάρτυρα της βιομηχανικής Ελλάδας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/οδός-πειραιώς-ένας-δρόμος-μάρτυρας-τη/ , DOI: 10.17902/20971.112
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Στο άρθρο εξετάζονται τα ζητήματα χωρικών πολιτικών και αστικής διακυβέρνησης στην Αθήνα την περίοδο 2009-2015, εστιάζοντας στις νέες σχέσεις και στα δεδομένα που προκύπτουν από τη μετάβαση της μετα-ολυμπιακής πόλης σε αυτή της λιτότητας και της ύφεσης. Σε αυτή την πολύ σημαντική και κρίσιμη περίοδο, οι χωρικές πολιτικές εξελίσσονται μέσα από τη δράση πολλαπλών δρώντων υποκειμένων και θεσμών. Το κείμενο παρουσιάζει αυτούς τους μετασχηματισμούς μέσα από την διερεύνηση των θεσμικών τομών, των απόψεων και θέσεων ειδικών αλλά και στελεχών της δημόσιας διοίκησης, που είχαν σημαντικό ρόλο εκείνη την περίοδο καθώς και την επισκόπηση της βιβλιογραφίας. Το άρθρο εστιάζει στον Δήμο Αθηναίων, η περίπτωση του οποίου υποστηρίζουμε ότι είναι ενδεικτική για την παρουσίαση των ως άνω μετασχηματισμών που έλαβαν χώρα σε τοπικό επίπεδο και του αναβαθμισμένου ρόλου που απέκτησαν οι Δήμοι μέσα στο περιβάλλον της κρίσης. Η περίοδος, μετά το 2004, εκκινεί με τη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας το Μάρτιο του 2004 (2004-2009), η οποία ανέλαβε τη διακυβέρνηση μετά από μια δεκαετία που την ασκούσε το ΠΑΣΟΚ (1993-2004). Ο διάλογος γύρω από την πόλη, την περίοδο εκείνη, επικεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό γύρω από το ζήτημα της διαχείρισης και αξιοποίησης της ολυμπιακής κληρονομιάς. Όμως οι συνθήκες είχαν αλλάξει. Η ολοκλήρωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 έφερε ένα τέλος στο σύστημα «έκτακτης-ανάγκης» που είχε δημιουργηθεί κατά την προετοιμασία και την υλοποίηση της διοργάνωσης, ενώ η κυβερνητική αλλαγή επηρέασε σε επίπεδο προσώπων και στελεχών και τη σύνθεση της δημόσιας διοίκησης (Beriatos and Gospodini 2004; Serraos et.al 2009; Παγώνης 2005; Pagonis 2013). Αυτό το στοιχείο ήταν σημαντικό καθώς το νέο κυβερνητικό σχήμα φαίνεται να μην ήταν προετοιμασμένο (Ζέικου 2015.12.29) και «δεν ήθελε να ακούει για τους Ολυμπιακούς Αγώνες» (Πυργιώτης 2019.7.24), γεγονός που είχε αντίκτυπο στην αξιοποίηση των υποδομών και την γενικότερη στρατηγική της πόλης. Συνεπώς, τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας ήταν ιδιαίτερα φτωχά. Μέχρι το 2010, από τις 19 εγκαταστάσεις, οι πέντε βρίσκονταν υπό τη διαχείριση της εταιρείας Ολυμπιακά Ακίνητα, τρεις είχαν παραχωρηθεί για χρήση σε φορείς του δημοσίου, πέντε σε αθλητικές ομοσπονδίες και μόνο έξι σε ιδιώτες. Οι χρήσεις σχετίζονταν κυρίως με την αναψυχή, το πολιτισμό και το εμπόριο (ΙΟΒΕ 2015; Souliotis, Sayas, and Maloutas 2014; Παγώνης 2005). Παράλληλα, η έλλειψη στρατηγικής αξιοποίησης, και η διαχείριση των ακινήτων ως «φιλέτα» από τα οποία το κράτος θα έπαιρνε πόρους, μεγιστοποιώντας τις συνθήκες κερδοφορίας των ιδιωτών, ενίσχυσε σημαντικά τις ιδιωτικές κατασκευαστικές εταιρείες (Souliotis, Sayas, and Maloutas 2014), συγκροτώντας ένα πλαίσιο κερδοσκοπίας και ειδικών όρων γύρω από την αξιοποίηση των ακινήτων (Ευαγγελίδου 2006; Πορτάλιου 2006). Υπό αυτή την έννοια ο αρχικός ενθουσιασμός γύρω από τους Αγώνες και τη δυνατότητα τους να μετασχηματίσουν την πόλη εγκαταλείφθηκε αρκετά γρήγορα, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, ήταν κοινή διαπίστωση ότι η ευκαιρία των αγώνων χάθηκε για την Αθήνα, με τις υποδομές τους να κινδυνεύουν λόγω της εγκατάλειψης (Λιάλιος 2008). Η διαχείριση της μετα-ολυμπιακής πόλης ανέδειξε για πολλούς τις παθογένειες του συστήματος σχεδιασμού και διακυβέρνησης συνολικότερα: έλλειψη προετοιμασίας, ασυνέχεια, απουσία θεσμών και στρατηγικής (Pagonis 2013; Ζέικου 2015; Κλαμπατσέα 2011; Κλουτσινιώτη 2016; Μαρμαράς 2003; Μπελαβίλας 2005; Παγώνης 2005; Πούλιος 2021) [1]. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την αύξηση των χωροκοινωνικών ανισοτήτων την ίδια περίοδο (Arapoglou 2012; Arapoglou and Sayas 2009) δημιούργησαν ένα κλίμα πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης, γεγονός που θα αποτυπωθεί στο διάλογο για το κέντρο της πόλης (Μαλούτας 2013; Samarinis et.al 2011; Καλαντζοπούλου et.al 2011). Το κέντρο της Αθήνας άλλωστε συνιστά το χώρο όπου θα αποτυπωθούν με πιο έντονο τρόπο γενικότεροι οι δημογραφικοί μετασχηματισμοί και οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης. Άλλωστε, η ελληνική οικονομία είχε μπει σε ύφεση ήδη από το 2008. Η εκλογή του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση το 2009 εγκαινίασε μια περίοδο έντονου διαλόγου και λήψης σημαντικών πρωτοβουλιών στο πεδίο των αστικών πολιτικών, με επίκεντρο και τον Αθηναϊκό χώρο. Οι μετασχηματισμοί σε επίπεδο πολιτικών αφορούσαν θέματα αστικής διακυβέρνησης, στρατηγικών για την Αθήνα και το δημόσιο χώρο της. Σημαντικό τμήμα των πολιτικών αφορούσε την Μητροπολιτική Αθήνα καθώς και πολιτικές αναβάθμισης και βελτίωσης της εικόνας του κέντρου της πόλης. Η περίοδος ξεκίνησε με μια πολύ σημαντική θεσμική τομή: την αναδιάταξη των αρμοδιοτήτων του Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, το οποίο θα μετονομαστεί σε Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ), το φθινόπωρο του 2009. Η συγκρότηση ενός νέου φορέα με αρμοδιότητες χωρικού σχεδιασμού και ενέργειας, ο οποίος αναλάμβανε μια δέσμευση για την περιβαλλοντική διάσταση του σχεδιασμού–αποσπασμένου από το πεδίο των υποδομών – δημιούργησε ένα κύμα αισιοδοξίας ανάμεσα στην επιστημονική κοινότητα για τις προοπτικές του σχεδιασμού τόσο στη χώρα όσο και την Αθήνα (Pagonis 2013; Πολύζος 2019.11.22). Οι σημαντικότερες πρωτοβουλίες ελήφθησαν στο επίπεδο του Μητροπολιτικού Σχεδιασμού με την εκκίνηση των διαδικασιών για την αναθεώρηση του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας – Αθήνα Αττική 2014 (ΡΣΑ). Η στρατηγική του ΡΣΑ θα διαμορφωθεί μέσα από «10+1» άξονες προτεραιοτήτων που παρουσιάστηκαν από το ΥΠΕΚΑ τον Ιούλιο του 2011 (ΟΡΣΑ 2011) [2]. Η περιβαλλοντική διάσταση του σχεδιασμού, τα θέματα προστασίας του περιβάλλοντος, περιορισμού της αστικής διάχυσης, της βιώσιμης ανάπτυξης και κινητικότητας βρίσκονταν στον πυρήνα της λογικής των προτάσεων [3]. Η νέα κατάσταση όμως που διαμορφώθηκε από την κρίση άλλαξε τις προτεραιότητες, κάτι που γίνεται ορατό μετά το 2011, γεγονός που εν τέλη επηρέασε και το ίδιο το ΡΣΑ. Οι δράσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του κέντρου της Αθήνας ήταν ένας βασικός άξονας του προγράμματος «Αθήνα-Αττική 2014», αλλά και γενικότερα των δημόσιων πολιτικών που σχεδιάζονται για την Αθήνα την περίοδο 2010-2011 (Καλτσά 2015; 2019.7.11; Πολύζος 2019.11.22). Τις πολιτικές γύρω από το κέντρο της πόλης οφείλουμε να τις δούμε και στο πλαίσιο του ΡΣΑ που είχε μακρόπνοους στόχους αλλά και μια συγκεκριμένη στοχοθεσία για τις κεντρικές περιοχές της πόλης (Πολύζος 2019.11.22). Επί της ουσίας, αποτελούσε ένα σύνολο δράσεων: μελέτες, νομοθετικές πρωτοβουλίες, προτάσεις έργων κ.α. με στόχο τη συνολικότερη αναβάθμιση του κέντρου της πόλης (Πίνακας 1). Η επιτυχία των παραπάνω πολιτικών ήταν σχετικά περιορισμένη. Η εμβάθυνση της κρίσης και της ύφεσης, η έλλειψη χρηματοδοτήσεων και πόρων αλλά και η αλλαγή κατεύθυνσης σε επίπεδο αστικών πολιτικών λόγω των πολιτικών λιτότητας και του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής άλλαξε συνολικότερα τις κατευθύνσεις και τις προτεραιότητες [4].Εισαγωγή: Από την Μετα-ολυμπιακή πόλη στην Ύφεση
Πολιτικές της Περιόδου 2009-2011: Προσπάθειες επανεκκίνησης της πόλης σε μια περίοδο ύφεσης
Εικόνα 1: Ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός ιδεών «Αθήνα Χ4» ήταν από τις πρώτες προσπάθειες που επικεντρώθηκαν σε λύσεις για την ανασυγκρότηση του δημόσιου χώρου στο κέντρο της Αθήνας (Πηγή: ΕΑΧΑ.ΑΕ)
Πίνακας 1: Πολιτικές για το κέντρο της Αθήνας 2009-2011 (Πηγή: ιδία επεξεργασία)
Η επόμενη περίοδος χαρακτηρίστηκε από την ένταση της ύφεσης και των κοινωνικών επιπτώσεων της. Στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής σκηνής ήταν μια περίοδος αστάθειας, εναλλαγής κυβερνήσεων και πρωθυπουργών. Οι χωρικές πολιτικές άρχισαν να προσαρμόζονται στα δεδομένα της ύφεσης και του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι πρωτοβουλίες και οι δράσεις την ελληνικών κυβερνήσεων για την Αθήνα αυτή την περίοδο εξαρτόνταν σε μεγάλο βαθμό από τις δεσμεύσεις που προέκτυπταν από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που είχε κεντρικό άξονα την ενίσχυση-προσέλκυση επενδύσεων, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις περικοπές δαπανών στο δημόσιο τομέα. Σε θεσμικό επίπεδο καταγράφονται πολλαπλές αλλαγές οι οποίες αναλύονται στον Πίνακα 2.
Ενδεικτικά αναφέρουμε: την κατάργηση δημόσιων οργανισμών υπεύθυνων για το στρατηγικό σχεδιασμό στην Αθήνας (ΟΡΣΑ) και τις αναπλάσεις στο κέντρο της πόλεις (ΕΑΧΑ.ΑΕ) [5]. Την ψήφιση σειράς νομοσχεδίων για την διευκόλυνση και προσέλκυση επενδύσεων [6] . Την ίδρυση του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) με το ν.3986/2011. Ειδικά, το ΤΑΙΠΕΔ, μια ανώνυμη εταιρεία ειδικού σκοπού, αποτέλεσε τον κεντρικό θεσμό υπό τον οποίο οργανώθηκε όλο το πλαίσιο των αποκρατικοποιήσεων, και η προώθηση μεγάλων παρεμβάσεων στην Ελλάδα. Οι παραπάνω διαδικασίες ενισχύθηκαν και με ένα ειδικό σύστημα χωρικού σχεδιασμού το οποίο συμπυκνώθηκε μέσα από την ψήφιση του ν.4269/2014 «Χωροταξική και πολεοδομική μεταρρύθμιση – Βιώσιμη ανάπτυξη». Η βασική τομή της μεταρρύθμισης αυτής έγκειται στη θεσμοθέτηση του πολεοδομικού εργαλείου των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων (ΕΧΣ) (Γιαννακούρου 2019.6.25; Κλαμπατσέα 2019.10.18; Οικονόμου 2017.9.14; Ζήφου 2018.3.28), που περιγράφονται στο άρθρο 8 του ν.4447/2016. Τα ΕΧΣ συγκροτούν μία νέα μεθοδολογία σχεδιασμού, κατάλληλη για προσέλκυση επενδύσεων και παράλληλη με το συμβατικό πολεοδομικό σχεδιασμό.
Η κριτική στις συγκεκριμένες πρωτοβουλίες ήταν πολύ έντονη. Νέοι θεσμοί όπως το ΤΑΙΠΕΔ και οι υπερεξουσίες που απέκτησε έφεραν σημαντικές αντιδράσεις και θεωρήθηκαν από αρκετούς ειδικούς ως μηχανισμός εκποίησης και ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας με αμφίβολα οφέλη. Το νέο σύστημα χωρικού σχεδιασμού με το πλήθος ειδικών εργαλείων, δεν έφερε μια ενιαία στρατηγική παρεμβάσεων και παράλληλα ευνόησε τις ασυνέχειες στο σχεδιασμό. Το αποτέλεσμα ήταν η ενίσχυση του κατακερματισμού, η δημιουργία «παράλληλων» συστημάτων, οι συγκρούσεις ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα και τελικά η απουσία μιας ενιαίας στρατηγικής για την πόλη.
Μια άλλη πτυχή των πολιτικών επικεντρώθηκε σε θέματα εγκληματικότητας και ασφάλειας, ιδιαίτερα απέναντι στους μετανάστες που άρχισε να γίνεται αισθητή η παρουσία τους στο κέντρο της πόλης ήδη από την μετα-ολυμπιακή περίοδο. Αν και αιτήματα σχετικά με την «ασφάλεια» προερχόταν αρχικά από περιθωριακές ακροδεξιές ομάδες, σύντομα -όσο εξελισσόταν η κρίση- πέρασαν στην κεντρική πολιτική ατζέντα (Souliotis and Kandylis 2013). Αυτή η μετατόπιση γίνεται ορατή με επιχειρήσεις του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολιτή, όπως ο «Ξένιος Ζέυς» τον Αύγουστο του 2012, μια επιχείρηση καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης που οδήγησε σε μια ογκώδη κινητοποίηση της αστυνομίας στο κέντρο της Αθήνας και τις συλλήψεις 7.000 μεταναστών.
Παράλληλα, η περίοδος της ύφεσης έφερε συνολικά τους Δήμους και την Τοπική Αυτοδιοίκηση αντιμέτωπους με μια σειρά νέων προκλήσεων. Η κρίση και οι επιπτώσεις της, οι αλλαγές σε θέματα ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων καθώς και οι διεθνείς τάσεις σε θέματα τουρισμού, ήταν κάποιοι από τους παράγοντες που οδήγησαν στον μετασχηματισμό του ρόλου των Δήμων και αναβάθμισαν τα πεδία δράσης τους. Χαρακτηριστική για την νέα κατάσταση που διαμορφώνονταν είναι η περίπτωση του Δήμου Αθηναίων. Το 2011, μετά από σχεδόν 25 χρόνια διακυβέρνησης του Δήμου από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, τις εκλογές κέρδισε ένας συνδυασμός που προέρχονταν από τον προοδευτικό χώρο, [7] με επικεφαλής τον πρώην Συνήγορο του Πολίτη, Γιώργο Καμίνη, ο οποίος επανεξελέγη και δεύτερη φορά το 2015.
Το 2011, η κρίση είχε ήδη κάνει εμφανή τα σημάδια της και ο Δήμος ήρθε αντιμέτωπος με μια συνθήκη όπου «οι κοινωνικές ανάγκες μετατρέπονται πλέον από έκτακτες σε επιτακτικές και διαρκείας» (Δήμος Αθηναίων 2015: 9). Έτσι, η καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας, η αντιμετώπιση της έλλειψης στέγης, οι πολιτικές ένταξης στην αγορά εργασίας, θέματα υγείας και φροντίδας βρέθηκαν στο επίκεντρο των πολιτικών του [8]. Αυτό επιτεύχθηκε μέσα από μια σειρά δράσεων και πρωτοβουλιών όπως το μοίρασμα γευμάτων στα δημοτικά σχολεία και τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, την ανάπτυξη θεσμών όπως τα κοινωνικά ιατρεία, τον εμπλουτισμό των κοινωνικών δομών όπως ο Κόμβος Αλληλοβοήθειας στην περιοχή του σταθμού Λαρίσης κ.α. (Ευμολπίδης 2018.01.18; Καμίνης 2019.11.11). Οι πρωτοβουλίες και δράσεις αυτές αναπτύχθηκαν σε ένα πολύ ασφυκτικό πλαίσιο με νέους περιορισμούς σε πόρους και ανθρώπινο δυναμικό, απότοκα των πολιτικών λιτότητας. Η ένταση των προβλημάτων, η έλλειψη οικονομικών πόρων και οι θεσμικοί περιορισμοί οδήγησαν το Δήμο να στραφεί σε προγράμματα ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων και να αναπτύξει συνεργασίες με διάφορους φορείς μεταξύ των οποίων κινήσεις αλληλεγγύης, ΜΚΟ μέχρι και επιχειρήσεις [9]. Ο Δήμος προχώρησε στη σύμπραξη «Αθήνα-Πρωτεύουσα Αλληλεγγύης» [10] για τη συμμετοχή σε δράσεις του Ταμείου Ευρωπαϊκής Βοήθειας Απόρων (ΤΕΒΑ), ενώ σημαντική ήταν η δράση των ΜΚΟ σχεδόν σε όλα τα πεδία της κοινωνικής πολιτικής του Δήμου.
Ταυτόχρονα η αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων του, συνιστούσε διαρκές ζητούμενο, με το έλλειμα του προϋπολογισμού να φτάνει το 2010 στα 46 εκατ. €. Η ανάγκη περαιτέρω περιορισμού των εξόδων και οι πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής είχαν οδηγήσει σε σημαντική μείωση του προσωπικού του Δήμου [11]. Το κενό αυτό σε επίπεδο ίδιων πόρων καλύφθηκε από Ευρωπαϊκά κονδύλια, που έδωσαν σημαντική ώθηση. Ο Δήμος από νωρίς ανέλαβε πρωτοβουλίες για να εκμεταλλευτεί τους νέους όρους που έθετε η Ε.Ε για τις χρηματοδοτήσεις μέσω των Ολοκληρωμένων Χωρικών Επενδύσεων (ΟΧΕ), συγκροτώντας και νέους θεσμούς για την διαχείριση των πόρων αυτών. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΑΤΑ (Εταιρεία Ανάπτυξης και Τουριστικής Προβολής Αθηνών), ορίζεται με τον ν.4071/2012 «Ενδιάμεσος Φορέας Διαχείρισης» (ΕΦΔ,) υπεύθυνος για δράσεις του ΠΕΠ Αττικής που υλοποιούνταν στα διοικητικά όρια του Δήμου Αθηναίων. Με το δικό του ΕΔΦ ο Δήμος προχώρησε μετά το 2012 στο «Έργο Αθήνα» του ΕΣΠΑ 2007-2013, λαμβάνοντας πρωτοβουλίες και για την επόμενη προγραμματική περίοδο.
Σε επίπεδο χωρικών πολιτικών και έργων τα αποτελέσματα ήταν περιορισμένα. Σημαντικότερη πρωτοβουλία ήταν η εκπόνηση του Σχέδιο Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης (ΣΟΑΠ) το 2015, αλλά και η ωρίμανση μιας σειράς έργων στο πλαίσιο του προγράμματος «Έργο Αθήνα».
Η εκπόνηση του ΣΟΑΠ, για το εμπορικό και ιστορικό κέντρο της Αθήνας, εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια διαμόρφωσης στρατηγικής και προγραμματισμού έργων. Το ΣΟΑΠ αποτέλεσε ένα εργαλείο-σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων κεντρικών περιοχών του Δήμου Αθηναίων, τα οποία είχαν ενταθεί ιδιαίτερα μετά και την κρίση του 2008. Τα προβλήματα αυτά είναι κοινωνικά, πολεοδομικά, αναπτυξιακά και περιβαλλοντικά [12]. Το ΣΟΑΠ της Αθήνας ήταν το πρώτο το οποίο εγκρίθηκε και αφορούσε δράσεις και στόχους για την περίοδο 2014-2020. Βάσει της ανάλυσης που έκανε, της αναγνώρισης προβλημάτων και δυνατοτήτων που κατέγραφε το ΣΟΑΠ καθορίστηκε μια ευρεία ζώνη στο κέντρο του Δήμου και προβλέφθηκαν μια σειρά ενεργειών, δράσεων και έργων [13]. Η σημασία του ΣΟΑΠ έγκειται στο γεγονός ότι πάνω σε αυτό στηρίχθηκε όλη η στρατηγική για την προσέλκυση ευρωπαϊκών πόρων τα επόμενα χρόνια.
Οι προσπάθειες ανασυγκρότησης και επαναπροσδιορισμού των κατευθύνσεων σε τοπικό επίπεδο δεν έγιναν σε ένα πεδίο όπου έλλειπε η κριτική ή δεν υπήρχαν συγκρούσεις. Στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο. Το «άνοιγμα» του Δήμου Αθηναίων για παράδειγμα σε κινήσεις πολιτών, στο πλαίσιο μιας νέας στρατηγικής αντιμετώπισης της κρίσης και των επιπτώσεών της, περιορίζονταν μόνο στο τμήμα ενός τεράστιου δικτύου αλληλεγγύης που δεν είχε αρκετά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά (Triantafyllopoulou and Sayas 2012; Poulios, Triantafyllopoulou, and Sayas 2013). Η πολιτική των Δήμων γενικότερα απέναντι σε τέτοια ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα ήταν κατά κανόνα εχθρική και αρκετές φορές έφτανε στο σημείο της σύγκρουσης, όπως στις περιπτώσεις των αυτοδιαχειριζόμενων και κατειλημμένων χώρων στο Δήμο (Αυτοδιαχειριζόμενη Αγορά Κυψέλης, Βίλα Αμαλίας, Κίνημα Πλατειών).
Η κριτική εστιαζόταν σε θέματα στρατηγικής και αναπτυξιακών επιλογών. Οι πολιτικές ενίσχυσης της ελκυστικότητας του Δήμου Αθηναίων και της ανταγωνιστικότητάς του ως τουριστικού προορισμού αμφισβητήθηκαν έντονα, ιδιαίτερα μετά το 2017 όπου η εξάπλωση του Airbnb και η σημαντική αύξηση των ενοικίων στο κέντρο της πόλης ανέδειξε σημαντικά προβλήματα σε σχέση με την πρόσβαση στην κατοικία (Balampanidis et al. 2019). Η διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος και η σύμπλευση με πολιτικές ενίσχυσης της ασφάλειας που ακολουθούσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις αποτέλεσε επίσης στοιχείο κριτικής. Ταυτόχρονα, ο ενισχυμένος ρόλος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε θέματα αστικών παρεμβάσεων και η διαπλοκή των Δήμων με τοπικά επιχειρηματικά συμφέροντα αποτέλεσε; πεδίο έντονης κριτικής σε αρκετές περιπτώσεις (Μαλούτας κet al. 2013; Καλαντζοπούλου et al. 2011; Samarinis et al. 2011).
Οι κομβικές αλλαγές της περιόδου 2009-2015 καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τα χρόνια που ακολούθησαν. Πάρα την κυβερνητική αλλαγή την περίοδο 2015-2019, ο βασικός κορμός των μεταρρυθμίσεων στο επίπεδο του χωρικού σχεδιασμού δεν άλλαξε, ενώ οι δράσεις για την Αθήνα σε κεντρικό επίπεδο ήταν περιορισμένες [14]. Από τη μεριά του Δήμου Αθηναίων υπήρξε μεγαλύτερη κινητικότητα και υλοποίηση μιας σειράς έργων και πρωτοβουλιών [15]. Έντονη ήταν επίσης και η δράση ιδιωτών (επενδυτών, ιδρυμάτων) που στηρίχθηκαν στο ευνοϊκό κλίμα που είχε δημιουργηθεί καθώς και στις πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων και της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου.
Η νεοφιλελεύθερη στροφή των πολιτικών ήταν η βασική κληρονομιά της περιόδου γεγονός που αποτυπώθηκε σε επίπεδο θεσμών, νομοθετικού έργου αλλά και στα χαρακτηριστικά των αστικών παρεμβάσεων. (Hadjimichalis 2017; Poulios and Andritsos 2016; Velegrakis, Andritsos, and Poulios 2015; Μαλούτας 2011) Τα ειδικά εργαλεία για την προσέλκυση επενδύσεων παγιώθηκαν ενισχύοντας τη λογική ad hoc παρεμβάσεων στον αστικό ιστό της πόλης. Όλα αυτά συνδυάστηκαν με την υποχώρηση του ρόλου του κράτους στο επίπεδο χάραξης στρατηγικής γύρω από την πόλη της Αθήνας.
Παράλληλα, η περίοδος της ύφεσης οδήγησε σε σημαντικές τομές σε θέματα διακυβέρνησης της πόλης, με την υιοθέτηση πιο ιεραρχικών μοντέλων (top-down) και την αναδιάταξη των σχέσεων ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα διακυβέρνησης (υπερεθνικό-εθνικό-περιφερειακό-τοπικό). Τέλος, ενεργοποίησε με διαφορετικό τρόπο δρώντα πολιτικά υποκείμενα, με την ιδιωτική πρωτοβουλία να έχει έναν αναβαθμισμένο ρόλο.
[1] Ενδεικτικά αναφέρεται η ακύρωση στην πράξη της μελέτης – αποτέλεσμα διεθνούς διαγωνισμού το 2003 – για την αξιοποίηση του πρώην Αεροδρομίου του Ελληνικού και η απόφαση μεταφοράς της Λυρικής Σκηνής στο Φάληρο (εκτός του κέντρου της πόλης) στο πλαίσιο της επένδυσης του Ιδρύματος Νιάρχος, που δείχνουν σύμφωνα με την πολεοδόμο Ράνια Κλουτσινιώτη ότι «αποφασίζει ο οποιοσδήποτε» (Κλουτσινιώτη 2016).
[3] Σημαντικό ρόλο έπαιξε σύμφωνα με τους εμπλεκόμενους και η ίδια η Υπουργός Περιβάλλοντος, Τίνα Μπιρμπίλη, που ως περιβαλλοντολόγος είχε ξεκάθαρη στόχευση με άξονα την προστασία και την ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος και στήριξε πολιτικά μια ευρύτερη ομάδα που δούλευε γύρω από το Ρυθμιστικό.
[4] Το πρόγραμμα Rethink Athens για παράδειγμα, παρά την σημαντική προβολή που είχε, πάγωσε λόγω αδυναμίας ένταξης του έργου σε κάποιο ευρωπαϊκό πρόγραμμα χρηματοδότησης. Γενικότερα οι πολιτικές αναπλάσεων και αναβάθμισης του δημόσιου χώρου δε προχώρησαν λόγω της έλλειψης πόρων. Μόνο οι πολιτικές ασφάλειας διατήρησαν τη δυναμική τους τα επόμενα χρόνια σε συνδυασμό με πολιτικές αντιμετώπισης του μεταναστευτικού που ήταν αρκετά δημοφιλείς την περίοδο 2012-2014 (Douzinas 2013; Κανδύλης 2013; Souliotis and Kandylis 2013).
[5] Το υφιστάμενο σύστημα Μητροπολιτικής διακυβέρνησης, με τις περιορισμένες δυνατότητες που είχε, τροποποιήθηκε στο πλαίσιο μεταρρύθμισης που στόχο είχε τη γενικότερη αναδιοργάνωση οργανισμών του δημοσίου. Με το ν. 4250/2014 καταργήθηκε ο Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας και η ΕΑΧΑ. ΑΕ και οι αρμοδιότητές τους πέρασαν σε διευθύνσεις του ΥΠ.ΕΝ, δημιουργώντας ένα μεγάλο κενό σε θέματα στρατηγικού σχεδιασμού για την Αθήνα.
[6] Το πρώτο βήμα έγινε με το ν. 3894/2010 για την «Επιτάχυνση και διαφάνεια υλοποίησης Στρατηγικών Επενδύσεων». Με το συγκεκριμένο νόμο θεσπίστηκαν μια σειρά κανόνων, ειδικών ρυθμίσεων και παρεκκλίσεων με στόχο τη διευκόλυνση μεγάλων επενδύσεων στην Ελλάδα. Ακολούθησαν και άλλες θεσμικές πρωτοβουλίες: ν. 4072/2012 «Βελτίωση Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος ‐Νέα Εταιρική Μορφή‐Σήματα‐Μεσίτες Ακινήτων‐Ρύθμιση Θεμάτων Ναυτιλίας, Λιμένων και Αλιείας και άλλες διατάξεις», ν. 4146/2013 «Διαμόρφωση Φιλικού Αναπτυξιακού Περιβάλλοντος για τις Στρατηγικές και Ιδιωτικές Επενδύσεις και άλλες διατάξεις», ν.4242/2014 «Ενιαίος Φορέας Εξωστρέφειας και άλλες διατάξεις», ν.4262/2014 «Απλούστευση της αδειοδότησης για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και άλλες διατάξεις»
[7] Ο συνδυασμός «Δικαίωμα στη Πόλη» ήταν μια συμμαχία του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗΜΑΡ και των Οικολόγων Πράσινων.
[8] Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι από τη Μεταρρύθμιση του Καλλικράτη το 2010, στους Δήμους έχει μεταφερθεί ένα σημαντικό κομμάτι αρμοδιοτήτων σε ό,τι αφορά την κοινωνική πολιτική.
[9] Στα πλαίσια δωρεών και προγραμμάτων κοινωνικής ευθύνης
[10] Η Σύμπραξη αποτελούταν από τους φορείς: ΚΥΑΔΑ, ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΒΡΕΦΟΚΟΜΕΙΟ, ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ, και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις «Νόστος», «ΑΡΣΙΣ», Ελληνικό Φόρουμ Προσφύγων, ΑΜΚΕ Equal Society, «Διοτίμα», PRAKSIS, Θρυαλλίδα, ΚΕΘΕΑ MOSAIC, «Το Μυρμήγκι», ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ, Παιδικά Χωριά SOS, ΚΑΡΙΤΑΣ, Prolespis, ΕΛΙΞ, Δίκτυο για τα δικαιώματα του παιδιού, ΕΑΔΑΠ, Γιατροί του Κόσμου (Δήμος Αθηναίων 2015).
[11] Ο προϋπολογισμός την περίοδο 2010-2017 μειώθηκε κατά 20% και το μόνιμο προσωπικό πάνω από 30%. Σε αυτές τις συνθήκες λήφθηκε η πολιτική απόφαση για εξυγίανση των οικονομικών, αποπληρωμή των χρεών και περιορισμό των δαπανών. Το γεγονός αυτό θα έχει σημαντική επίπτωση στο τεχνικό πρόγραμμα, το οποίο περιορίστηκε στα 10 εκατ. € (από 60 εκατ. € το 2018) (Ευμολπίδης 2018)
[12] Τα ΣΟΑΠ προβλέπονται και προδιαγράφονται από την 18150/2012 απόφαση του ΥΠΕΚΑ και από το ν.2742/1999, αλλά το εργαλείο μέχρι και τη χρήση του στην περίπτωση του Δήμου Αθηναίων δεν θα έχει εφαρμογή.
[13] Οι στόχοι για την περιοχή παρέμβασης είναι:
Η υλοποίηση της παραπάνω στοχοθεσίας επιδιώκονταν με τη διαμόρφωση 64 δράσεων, ομαδοποιημένων σε 18 άξονες
[14] Σε κεντρικό επίπεδο πάρθηκαν μια σειρά πρωτοβουλιών με περιορισμένη όμως εφαρμογή. Το Μάρτιο το 2017 ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση το σχέδιο «Νέα Αθήνα», ένα πρόγραμμα πέντε μεγάλων παρεμβάσεων στην πόλη που περιλάμβανε : Την ανάπλαση της περιοχής των Προσφυγικών και Κουντουριωτικών, την αναβάθμιση της περιοχής του Βοτανικού, το Γουδί, τη δημιουργία νέου γηπέδου του ΠΑΟ, την ανάπλαση του ιστορικού-εμπορικού τριγώνου της Αθήνας, καθώς και την παροχή κινήτρων για την ανάπτυξη επαγγελματικών χρήσεων. Από τις παραπάνω δράσεις η μόνη που είχε μια σχετική εφαρμογή αφορούσε το κέντρο της Αθήνας και συγκεκριμένα το πρόγραμμα αξιοποίησης ακινήτων φορέων του Δημοσίου.
Η σημαντικότερη πρωτοβουλία ήρθε ένα χρόνο μετά, με την ίδρυση της εταιρείας «Ανάπλαση Αθήνας Α.Ε.». Η νέα εταιρεία ειδικού σκοπού ήρθε να καλύψει το κενό που άφησε πίσω η διάλυση οργανισμών όπως ο ΟΡΣΑ και η ΕΑΧΑ Α.Ε. και έχει ως στόχο να προχωρήσει σε μεγάλες παρεμβάσεις στο Δήμο Αθηναίων (Μπελαβίλας 2019). Από την πρώτη στιγμή οι αντιδράσεις από τη μεριά του Δήμου Αθηναίων ήταν σφοδρές ενώ η διοικητική υπαγωγή και εποπτεία της εταιρείας στο Υπουργείο Επικρατείας και το Υπουργείο Υποδομών, καθώς και ο περιορισμένος ρόλος του ΥΠ.ΕΝ (Κλαμπατσέα 2018; Καμίνης 2019), δημιούργησαν ασάφειες για το ρόλο και το σκοπό του νέου οργανισμού, ο οποίος πράγματι περιόριζε τις δράσεις του στα όρια του Δήμου Αθηναίων. Η αποτελεσματικότητα του νέου οργανισμού ήταν επίσης περιορισμένη καθώς το έργο που ανακοίνωσε έμεινε περισσότερο στο επίπεδο των προθέσεων και προτάσεων με την εκπόνηση ενός αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για το κέντρο της Αθήνας.
[15] Σε τοπικό επίπεδο ο Δήμος Αθηναίων προχώρησε σε μια σειρά έργων και πρωτοβουλιών όπως η υλοποίηση μια σειράς έργων αναπλάσεων που είχαν προγραμματιστεί τα προηγούμενα χρόνια μέσω του «Έργου Αθήνα» και την οικονομική υποστήριξη μέσω ευρωπαϊκών κονδυλίων. Παράλληλα μέσω ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων και χορηγιών υλοποιήθηκαν μια σειρά προγραμμάτων όπως το πρόγραμμα αναβάθμισης του εμπορικού τριγώνου της Αθήνας (Athens Trigono), το πρόγραμμα ανάπλασης του Λυκαβηττού, αλλά και η ανάπτυξη της Στρατηγικής Ανθεκτικότητας του Δήμου.
Πούλιος, Δ. (2023) Αστική διακυβέρνηση και χωρικές πολιτικές στην Αθήνα την περίοδο της κρίσης (2009-2015): Προσπάθειες ανασυγκρότησης της πόλης, θεσμικές τομές και ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/αστική-διακυβέρνηση-και-χωρικές-πολι/ , DOI: 10.17902/20971.111
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Τα καταστήματα και οι υπηρεσίες επιχειρηματιών μεταναστευτικής προέλευσης αποτελούν ένα από τα βασικά συστατικά του εμπορικού ιστού της Αθήνας και μια από τις πλέον ορατές όψεις της εθνοτικής ποικιλομορφίας της πόλης. Το παρόν κείμενο μελετάει την επιχειρηματικότητα των πολιτών τρίτων χωρών μέσω δύο μεθοδολογικών εργαλείων: τη χαρτογράφηση των καταγεγραμμένων επιχειρήσεων στο μητρώο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ), καθώς και τη διεξαγωγή έρευνας πεδίου σε επιλεγμένους δρόμους του κέντρου της Αθήνας. Η έρευνα πεδίου συμπεριέλαβε την επιτόπια καταγραφή επιχειρήσεων στην κλίμακα του δρόμου, καθώς και τη διεξαγωγή ημι-δομημένων συνεντεύξεων με εργαζομένους και ιδιοκτήτες των εν λόγω επιχειρήσεων. Μέσω των διακριτών αυτών εργαλείων προκύπτει μεν ο γνωστός χωροκοινωνικός διαχωρισμός μεταξύ ανατολικού και δυτικού κέντρου πόλης, συνάμα όμως αναδεικνύεται η συνύπαρξη επιχειρήσεων διαφορετικών εθνικοτήτων στην μικρο-κλίμακα του δρόμου, επιχειρήσεις οι οποίες εν τέλει συμβάλλουν στη διατήρηση της εμπορικής ζωτικότητας των υπό μελέτη κεντρικών περιοχών. Τα καταστήματα και οι υπηρεσίες επιχειρηματιών μεταναστευτικής προέλευσης αποτελούν ένα από τα βασικά συστατικά του εμπορικού ιστού της Αθήνας και μια από τις πλέον ορατές όψεις της εθνοτικής ποικιλομορφίας της πόλης. Καταστηματάρχες από την Κίνα, το Πακιστάν ή το Μπαγκλαντές κάνουν την παρουσία τους στους δρόμους της πόλης ορατή μέσα από τις συγκεκριμένες χωρικές και εμπορικές πρακτικές που ακολουθούν. Τα καταστήματα αυτά αποτελούν ένα προνομιακό σημείο μελέτης του μεταναστευτικού φαινομένου στην πόλη καθώς προκαλούν κρίσιμους συσχετισμούς μεταξύ των τόπων κατοικίας, εργασίας και καθημερινότητας του μεταναστευτικού πληθυσμού. Επιτρέπουν, ακόμα, τη μελέτη των παραπάνω κρίσιμων συσχετισμών σε διαφορετικές χωρικές κλίμακες: από την κλίμακα της πόλης σε αυτήν του δρόμου και αντίστροφα. Καθώς η επιχειρηματικότητα των μεταναστών κινητοποιεί και βασίζεται στη δια-εθνική κινητικότητα ανθρώπων, προϊόντων και πρακτικών, μπορεί επιπρόσθετα να υποστηριχθεί ότι το υπό μελέτη ζήτημα αναδεικνύει τις πολλαπλές διασυνδέσεις μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου ή, αλλιώς, φέρνει στο προσκήνιο την «παγκοσμιότητα του τοπικού», όπως την περιγράφει η Doreen Massey (1994:120). Το κείμενο αναλύει τη χωροθέτηση του εμπορίου των μεταναστών στην Αθήνα μέσω δύο βασικών πηγών δεδομένων. Πρώτον, εστιάζει στο επίπεδο του δήμου Αθήνας μέσω των στοιχείων του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας για το 2015. Δεύτερον, εστιάζει στη μελέτη περίπτωσης συγκειμένων δρόμων του κέντρου-πόλης, που χωροθετούνται από το ύψος της πλατείας Βάθης μέχρι τον Άγιο Παντελεήμονα, μέσω πρωτογενών δεδομένων που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια επιτόπιων καταγραφών της εμπορικής δραστηριότητας, για την ίδια χρονιά [1].Εισαγωγή
Εικόνες 1 & 2: Επιχειρήσεις στην περιοχή μελέτης
Πηγή: Έρευνα πεδίου, Ερευνητικό Πρόγραμμα «Γεωγραφίες εθνοτικού εμπορίου», Ι. Πολύζου, Γαλλική Σχολή Αθηνών, 2015-2017
Μεθοδολογικά, οι δύο αυτές πηγές δεδομένων θα χαρτογραφήσουν υφιστάμενες διαφοροποιήσεις στην κλίμακα του δήμου, ενώ παράλληλα θα αναδείξουν την εθνοτική ποικιλομορφία του κέντρου πόλης στην κλίμακα του δρόμου. Η συγκεκριμένη μεθοδολογική προσέγγιση που εστιάζει στη μικρή χωρική κλίμακα (γειτονιές, οικοδομικά τετράγωνα, εστίαση σε συγκεκριμένους δρόμους), επιτρέπει την ανάλυση των συσχετισμών μεταξύ του χώρου, των πρακτικών εγκατάστασης των μεταναστών, καθώς και των ευρύτερων χωρικών δυναμικών που αναπτύσσονται στον εμπορικό ιστό της πόλης (Hall, 2013).
Τα στοιχεία για τις 2.057 εγγεγραμμένες επιχειρήσεις του μητρώου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών για το 2015 επιτρέπουν την ανάλυση της χωροθέτησης των επιχειρήσεων των αλλοδαπών ανά εθνικότητα και είδος δραστηριότητας. Ενώ το 55% του δείγματος αφορά επιχειρηματική δραστηριότητα υπηκόων ΕΕ και Β. Αμερικής, 40% των επιχειρήσεων ανήκουν σε εμπόρους τρίτων χωρών.
Ειδικότερα, από την επεξεργασία και χαρτογράφηση των δεδομένων προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις των υπηκόων ΕΕ και Βόρειας Αμερικής συγκεντρώνονται στις περιοχές Κολωνάκι, Ευαγγελισμός, Παγκράτι, Ιλίσια, εκατέρωθεν των αξόνων Βασιλίσσης Σοφίας, Πανεπιστημίου, Ακαδημίας και Σταδίου. Οι επιχειρήσεις των υπηκόων βαλκανικών χωρών και χωρών πρώην ΕΣΔΔ συγκεντρώνονται γύρω από την περιοχή της Ομόνοιας, με έμφαση στις πλατείες Καραΐσκάκη, Βάθης και Αττικής. Οι επιχειρήσεις των υπηκόων Κίνας, Πακιστάν, Μπανγκλαντές και άλλων ασιατικών χωρών χωροθετούνται στην περιοχή Ομόνοια – Γεράνι, σε ένα τμήμα της περιοχής του Μεταξουργείου, καθώς και διάχυτα στις περιοχές που βρίσκονται δυτικά της Πατησίων. Οι επιχειρήσεις των μεταναστών από χώρες της Μέσης Ανατολής (Αφγανιστάν, Ιράν, Ιράκ, Τουρκία, Συρία, Λίβανος, κλπ) εντοπίζονται στο κέντρο πόλης και δυτικά της Πατησίων. Όσον αφορά τους επιχειρηματίες από αφρικανικές χώρες προκύπτει μια μεγαλύτερη συγκέντρωση στην περιοχή της Κυψέλης και της πλατείας Αμερικής.
Πηγή: Επεξεργασία μητρώου ΕΒΕΑ, 2015, Έρευνα πεδίου, Ερευνητικό Πρόγραμμα «Γεωγραφίες εθνοτικού εμπορίου», Ι. Πολύζου, Γαλλική Σχολή Αθηνών, 2015-2017
Πηγή: Επεξεργασία Μητρώου ΕΒΕΑ, 2015, Έρευνα πεδίου, Ερευνητικό Πρόγραμμα «Γεωγραφίες εθνοτικού εμπορίου», Ι. Πολύζου, Γαλλική Σχολή Αθηνών, 2015-2017
Από την κατανομή των επιχειρήσεων στις δύο ευρύτερες κατηγορίες (Χάρτης 2) – υπήκοοι τρίτων χωρών και υπήκοοι ΕΕ και Β. Αμερικής – φαίνεται να προκύπτει ο γνωστός χωρο-κοινωνικός διαχωρισμός μεταξύ της δυτικής και της ανατολικής Αθήνας: οι επιχειρήσεις μεταναστών βρίσκονται διάχυτες, αλλά εμφανώς χωροθετημένες στα δυτικά της πόλης. Αντίθετα, οι λοιπές επιχειρήσεις χωροθετούνται, σύμφωνα πάντα με τα συγκεκριμένα στοιχεία, στην ανατολική Αθήνα.
Πηγή: Επεξεργασία Μητρώου ΕΒΕΑ, 2015, Έρευνα πεδίου, Ερευνητικό Πρόγραμμα «Γεωγραφίες εθνοτικού εμπορίου», Ι. Πολύζου, Γαλλική Σχολή Αθηνών, 2015-2017
Αναφορικά με την επιχειρηματική εξειδίκευση ανά τύπο δραστηριότητας (ΣΤΑΚΟΔ), οι υπήκοοι ΕΕ και Β. Αμερικής υπερτερούν στους εξειδικευμένους κλάδους των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων, των εταιρειών παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και Φ.Α., της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, καθώς και στον κλάδο των επιστημονικών ή τεχνικών δραστηριοτήτων. Οι υπήκοοι τρίτων χωρών παρουσιάζουν υψηλότερη συγκέντρωση στον κλάδο του χονδρικού και λιανικού εμπορίου, ενώ – αναλογικά με τον συνολικό αριθμό τους – υπερτερούν ελαφρώς στον κλάδο των κατασκευών.
Πηγή: Επεξεργασία Μητρώου ΕΒΕΑ, 2015, Έρευνα πεδίου, Ερευνητικό Πρόγραμμα «Γεωγραφίες εθνοτικού εμπορίου», Ι. Πολύζου, Γαλλική Σχολή Αθηνών, 2015-2017
Προκειμένου να αναδειχθεί η συσχέτιση μεταξύ των χωρικών δυναμικών και των επιχειρηματικών συγκεντρώσεων, διενεργήθηκε έρευνα πεδίου στο ευρύτερο κέντρο πόλης κατά το χρονικό διάστημα 2015-2017. Για το συγκεκριμένο άρθρο, μεταξύ των 28 δρόμων που μελετήθηκαν από το ερευνητικό πρόγραμμα, επελέγη η περιοχή που εκτείνεται από την πλατεία Βάθης μέχρι και τον Άγιο Παντελεήμονα, με κύριο άξονα την οδό Αχαρνών [3] . Η περιοχή συγκεντρώνει έντονη πυκνότητα επιχειρήσεων διαφορετικών εθνικοτήτων, καθώς και μια πληθώρα επιχειρήσεων διαφορετικών κλάδων δραστηριότητας. Πρόκειται για μια κατεξοχήν περιοχή κατοικίας μεταναστών του κέντρου πόλης, με αποτέλεσμα τη συνεπακόλουθή ανάπτυξη επιχειρήσεων προσανατολισμένων σε μια τοπική πελατεία (μίνι μάρκετ, υπηρεσίες αποστολής χρημάτων, κ.α.). Ακόμα, το συγκεκριμένο τμήμα της πόλης, από την έναρξη της προσφυγικής κρίσης του 2015, διαμορφώθηκε ως ένα από τα κεντρικά σημεία αναφοράς και διέλευσης των νεοαφιχθέτων και μετακινούμενων προσφύγων ή αιτούντων άσυλο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη στήριξη των υφιστάμενων επιχειρήσεων, τη διεύρυνση της πελατείας και την ανάπτυξη νέων πρακτικών (βλ. πώληση είδη προσωρινής διαμονής, εργασία Σύρων προσφύγων ως πωλητών, κ.α.). Επιπλέον, στη συγκεκριμένη αυτή περιοχή εντοπίζεται έντονη κινητικότητα τόσο λόγω της καλής συνδεσιμότητας που προσφέρει η στάση του ηλεκτρικού της πλατείας Βικτωρίας, όσο και λόγω της ύπαρξης συλλογικοτήτων, δομών υποστήριξης και μη κυβερνητικών οργανώσεων που ενισχύθηκαν από το 2015.
Η καταγραφή 905 επιχειρήσεων εγκατεστημένων στα ισόγεια των πολυκατοικιών αυτού του τμήματος της πόλης το 2015 έδειξε ότι συνυπάρχουν επιχειρήσεις εμπόρων δεκαεπτά εθνικοτήτων, στις οποίες προστίθενται και ορισμένες εθνοτικά μεικτές επιχειρήσεις.
Πηγή: Έρευνα πεδίου, Ερευνητικό Πρόγραμμα «Γεωγραφίες εθνοτικού εμπορίου», Ι. Πολύζου, Γαλλική Σχολή Αθηνών, 2015-2017
Πηγή: Έρευνα πεδίου, Ερευνητικό Πρόγραμμα «Γεωγραφίες εθνοτικού εμπορίου», Ι. Πολύζου, Γαλλική Σχολή Αθηνών, 2015-2017
Η σημαντική εθνοτική ποικιλομορφία που παρατηρείται αντανακλά τις διαφορετικές φάσεις εξέλιξης του μεταναστευτικού φαινομένου προς την Αθήνα, ενώ έχει ενδιαφέρον ο εντοπισμός μικρο-συγκεντρώσεων διαφορετικών εθνικοτήτων εντός της περιοχής μελέτης. Ειδικότερα, ενώ στο πρώτο τμήμα της περιοχής, και κυρίως στην πλατεία Καραϊσκάκη και στην αρχή της Μιχαήλ Βόδα, εντοπίζεται δραστηριοποίηση μεταναστών από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη (Πολωνία, Βουλγαρία, Ρουμανία), από το ύψος της πλατείας Βικτωρίας και έπειτα οι εθνικότητες διευρύνονται. Κυριαρχεί αριθμητικά το εμπόριο Πακιστανών, Μπαγκλαντεσιανών και Αφγανών μεταναστών. Το εμπόριο μεταναστών από χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, εντοπίζεται τόσο στο πρώτο τμήμα, κυρίως με επιχειρήσεις εστίασης εγκατεστημένες ήδη πριν το 2015-2016 (Αίγυπτος, Συρία), όσο και σε μικρότερες πυκνότητες στο ύψος της πλατείας Βικτωρίας, όπου εντοπίζονται επιχειρήσεις λιανικής πώλησης, όπως μίνι μάρκετ εμπόρων από το Αφγανιστάν και τη Συρία.
Πηγή: Έρευνα πεδίου, Ερευνητικό Πρόγραμμα «Γεωγραφίες εθνοτικού εμπορίου», Ι. Πολύζου, Γαλλική Σχολή Αθηνών, 2015-2017
Προκειμένου να μελετηθούν εις βάθος οι παραπάνω γεωγραφικές μικρο-συγκεντρώσεις, διενεργήθηκαν συνεντεύξεις με τους εγκατεστημένους επιχειρηματίες, καθώς και με εργαζομένους στις επιχειρήσεις της περιοχής μελέτης. Οι συνεντεύξεις ανέδειξαν τα πολλαπλά προβλήματα που αντιμετωπίζει το μικρό εμπόριο λόγω της κρίσης του κέντρου πόλης (Αρανίτου 2021), προβλήματα τα οποία μάλιστα εντείνονται λόγω της μεταναστευτικής προέλευσης μιας μερίδας εμπόρων (Πολύζου 2021). Εντούτοις, το υλικό των συνεντεύξεων ανέδειξε παράλληλα τη διαμόρφωση πολλαπλών πρακτικών αντιμετώπισης των υφιστάμενων εμποδίων, καθώς και πρακτικών προσαρμογής στις ιδιαίτερες χωρικές και οικονομικές συνθήκες του πλαισίου εγκατάστασης.
Μια πρώτη θεματική σχετίζεται με τις πρακτικές που στοχεύουν στη διεύρυνση της πελατειακής βάσης των επιχειρήσεων μέσω της εργασίας υπαλλήλων διαφορετικών εθνικοτήτων. Ειδικότερα, κομμωτήριο επί της Αχαρνών, ιδιοκτησίας επιχειρηματία από το Πακιστάν, απασχολεί μια εργαζόμενη με καταγωγή από την Βουλγαρία, καθώς και έναν εργαζόμενο με καταγωγή από το Μπαγκλαντές. Στην πρόσοψη του καταστήματος τα ωράρια και οι τιμές των υπηρεσιών είναι γραμμένες στις δύο αυτές γλώσσες και στα ελληνικά. Η εργαζόμενη με καταγωγή από την Βουλγαρία, η οποία δουλεύει περιστασιακά και μόνο συγκεκριμένες ώρες στο κομμωτήριο, εξυπηρετεί γυναικεία πελατεία από Βαλκανικές χώρες και χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ ο Μπαγκλαντεσιανός εργαζόμενος, ο οποίος «κρατάει» την επιχείρηση ανοιχτή σχεδόν όλη την ημέρα, εξυπηρετεί άνδρες, κυρίως από το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές. Η εθνοτική αυτή διεύρυνση του προφίλ των εργαζομένων αντανακλά σαφώς μια πρακτική προσέλκυσης διευρυμένης πελατείας, εθνοτικά αλλά και με βάση το φύλο, ενώ από τη συνέντευξη προέκυψε ότι η πελατεία της επιχείρησης δεν κατοικεί αμιγώς στην περιοχή, αλλά την επιλέγει λόγω της εγγύτητας της με το ευρύτερο κέντρο πόλης.
Μια επόμενη θεματική αφορά τις ποικίλες «διασυνδέσεις» μεταξύ της τοπικής και της παγκόσμιας κλίμακας, οι οποίες συμμετέχουν στη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση από τα κάτω» (Portes 1999; Choplin, Pliez 2015). Η λειτουργία αυτών των επιχειρήσεων, η οποία εν πολλοίς βασίζεται σε διαεθνικά κοινωνικά και οικονομικά δίκτυα, φέρνει στο προσκήνιο αυτό που η Doreen Massey ονομάζει ως την «πολλαπλότητα του τοπικού» (1994:280) για να περιγράψει καταστάσεις συνύπαρξης και ποικιλομορφίας στις πόλεις και στις μεταναστευτικές γειτονιές τους. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση ιδιοκτήτη καταστήματος τροφίμων με καταγωγή από το Μπαγκλαντές, ο οποίος προκειμένου να απαντήσει στις ανάγκες της διευρυμένης πελατείας του και συνάμα να μειώσει τα λειτουργικά έξοδα της επιχείρησής του, βασίζεται σε διαφορετικά δίκτυα προμήθειας εντός και εκτός της χώρας. Προμηθεύεται προϊόντα, όπως ρύζι και καρυκεύματα, με εισαγωγή προϊόντων από το Ντουμπάι, χαρτικά και είδη υγιεινής από επιχείρηση χονδρικής πώλησης στην Αττική–η οποία με τη σειρά της προμηθεύεται προϊόντα από διεθνείς αλυσίδες υπεραγορών– και, τέλος, φρέσκα φρούτα και λαχανικά από καλλιεργητή μπαγκλαντεσιανής καταγωγής που δραστηριοποιείται στην Αττική.
Μια τρίτη θεματική που προέκυψε κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων σχετίζεται με την προσαρμοστικότητα της επιχειρηματικότητας στο ευρύτερο κοινωνικό-οικονομικό πλαίσιο της χώρας εγκατάστασης, καθώς και στις εκάστοτε συνθήκες που διαμορφώνονται στην κλίμακα του τόπου εγκατάστασης (Hiebert, Rath, Vertovec 2014; Χατζηπροκοπίου, Φραγκόπουλος, 2015). Χωρίς αυτό το χαρακτηριστικό της προσαρμοστικότητας να αφορά αποκλειστικά την επιχειρηματικότητα των μεταναστών, οι συνεντεύξεις έδειξαν ότι η κρίση επηρέασε με ποικίλους τρόπους τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα. Η κρίση λειτούργησε είτε ως αφορμή για την αναπροσαρμογή της μεταναστευτικής διαδρομής (π.χ. από την εξαρτημένη εργασία στην ανεξάρτητη), είτε ως αφορμή για επιμέρους ανακατατάξεις ως προς τα εμπορεύματα, τα ωράρια λειτουργίας, την επιθυμητή πελατεία και άλλα (Polyzou 2019). Στην υπάρχουσα βιβλιογραφία οι συνέπειες της κρίσης ερμηνεύονται με δύο τρόπους: αφενός υπογραμμίζεται η κρίση ως παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά και αποτελεί εμπόδιο για την εξέλιξη της επιχειρηματικότητας των μεταναστών στην Αθήνα και αφετέρου ως παράγοντας που έστρεψε τους μετανάστες προς την έναρξη επιχείρησης με σκοπό την αντιμετώπιση της ανεργίας στην αγορά εργασίας.
Είμαστε 8 χρόνια στο ίδιο μαγαζί. Τώρα αλλάξαμε προϊόντα. Πριν είχαμε κινητά τηλέφωνα, ρολόγια και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές. Τώρα πουλάμε πιο φτηνά προϊόντα για τους πρόσφυγες. Αυτοί αγοράζουν υπνόσακους, σκηνές, περίπου 15 ευρώ. Οι Έλληνες αγοράζουν κυρίως ανεμιστήρες.
(Απόσπασμα συνέντευξης, 2015, Νουρ, Μπανγκλαντές, οδός Χέϋδεν, κατάστημα λιανικής πώλησης). |
Το καλοκαίρι πέρυσι, ήταν πολύ καλά για εμάς, κάθε μέρα είχες πολλά παιδιά που έρχονταν να κουρευτούν. Πέρναγαν από εδώ και μετά προχωρούσαν προς… Όσο είχε η Γερμανία ανοιχτά σύνορα, ήταν πολύ καλά εδώ για εμάς.
(Απόσπασμα συνέντευξης, 2017, Αχμέντ, Πακιστάν, οδός Αχαρνών, κομμωτήριο). |
Ο Σάμι, με καταγωγή από την Αίγυπτο, εργάστηκε ως ελαιοχρωματιστής μέχρι το 2011. Στην αρχή με εργολάβους και στη συνέχεια μόνος του. Έπειτα προχώρησε σε έναρξη επαγγέλματος. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, από το 2011, η κρίση επηρέασε τη δουλειά του και έτσι αποφάσισε να δαπανήσει ό,τι είχε για να ανοίξει ένα κατάστημα μίνι μάρκετ μαζί με τη σύζυγό του: «Είχαμε κόσμο καθημερινά, κυρίως υπήρχε πελατεία λόγω της Εφορίας στην οδό Ηπείρου. Καθημερινά πωλούσαμε αναψυκτικά, τσιγάρα, κάναμε και φωτοτυπίες. Μπορεί να ήταν λίγα τα λεφτά, 1 ευρώ, 3 ευρώ, αλλά υπήρχε πελατεία κάθε μέρα. Από την ημέρα που έφυγε η Εφορία, η επιχείρηση δεν πάει καλά… ζημίες. Αναγκαζόμαστε να πετάμε προϊόντα».
Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή του κειμένου, η παρούσα έρευνα για την επιχειρηματικότητα των μεταναστών αρθρώθηκε από την κλίμακα του δήμου μέχρι την κλίμακα της γειτονιάς και του δρόμου εγκατάστασης. Σκοπός αυτής της μεθοδολογικής προσέγγισης είναι η διερεύνηση δύο βασικών ζητημάτων: από τη μία πλευρά, η ύπαρξη εθνοτικών διαχωρισμών στο επίπεδο του δήμου και, από την άλλη, οι μικρο-γεωγραφίες και πρακτικές εγκατάστασης που σχετίζονται με την έναρξη και τη λειτουργία μιας επιχείρησης σε συγκεκριμένους εμπορικούς δρόμους του κέντρου-πόλης.
Παρά τη χαρτογράφηση των δεδομένων των εμπορικών επιμελητηρίων που μαρτυρούν διακριτές γεωγραφίες εγκατάστασης ανάλογα με την εθνικότητα των επιχειρηματιών, η μελέτη πεδίου έδειξε ότι οι δρόμοι του κέντρου χαρακτηρίζονται από εθνοτική ποικιλομορφία, μέσω της συνύπαρξης εμπόρων διαφορετικών προελεύσεων, η οποία λειτουργεί προς όφελος των επιχειρήσεων, επιτρέπει τη διεύρυνση της πελατειακής τους βάσης και φέρνει στο προσκήνιο εμπορικές πρακτικές που βασίζονται μεν σε τοπικά δίκτυα, κινητοποιούν όμως παράλληλα υπερτοπικές διασυνδέσεις για την προσφορά εμπορευμάτων, εξεύρεσης κεφαλαίου, κ.α. Αναφορικά με το ζήτημα της κρίσης του μικρού και μεσαίου λιανικού εμπορίου στην Αθήνα, η έρευνα επισήμανε τη σημασία των δραστηριοτήτων των μεταναστών ως συστατικό στοιχείο του εμπορικού ιστού της πόλης. Όπως προέκυψε από τις επιτόπιες καταγραφές στην περιοχή μελέτης, τα καταστήματα και οι επιχειρήσεις των μεταναστών αποτελούν περίπου 10% της συνολικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, συμβάλλοντας έτσι στην άμβλυνση του φαινομένου των κλειστών καταστημάτων. Ακόμη, συμμετέχουν στη διατήρηση και την αναζωογόνηση αρκετών επαγγελματικών χώρων που διαφορετικά θα παρέμεναν κλειστοί. Σημαντική ακόμη παράμετρος της παρουσίας αυτών των επιχειρήσεων είναι το εισόδημα που προκύπτει μέσω των, συχνά υψηλών, ενοικίων που οι εν λόγω έμποροι αποδίδουν στους, κατά κύριο λόγο, Έλληνες ιδιοκτήτες τους.
[1] Το κείμενο βασίζεται σε ερευνητικό πρόγραμμα που διενεργήθηκε στην Γαλλική Σχολή Αθηνών (École française d’Athènes) το χρονικό διάστημα 2015-2018. Υλοποιήθηκε από τετραμελή ερευνητική ομάδα που αποτελείται από τους Σέμια Σαμάρα, Δρ. Παν/μίου Nanterre, Δημήτρη Μπαλαμπανίδη Δρ. Χαροκoπείου Παν/μίου, Σταύρο Σπυρέλλη, Ερευνητή ΕΚΚΕ και Λουκά Τριάντη, Δρ. ΕΜΠ. Ο σχεδιασμός και ο συντονισμός του ερευνητικού προγράμματος πραγματοποιήθηκε από τη συγγραφέα του λήμματος.
[2] Για λόγους χαρτογραφικής απεικόνισης, οι επιμέρους χώρες προέλευσης των εμπόρων ομαδοποιήθηκαν σε ευρύτερες γεωγραφικές κατηγορίες, ενώ οι επιχειρήσεις των υπηκόων Βουλγαρίας και Ρουμανίας αποτέλεσαν μια ξεχωριστή κατηγορία λόγω του σημαντικού αριθμού τους.
[3] Από την πλατεία Βάθης μέχρι το ύψος του Αγίου Παντελεήμονα, κατεγράφησαν οι επιχειρήσεις στους εξής δρόμους: Ακομινάτου, Αριστοτέλους, Αχαρνών, Μιχαήλ Βόδα, Ηπείρου, Ιουλιανού, Κεφαλληνίας, Λιοσίων, Μάγερ, Παιωνίου, Σωνιέρου, Χέϋδεν.
Το κείμενο εξετάζει τις προσπάθειες ρύθμισης του χώρου στην Αθήνα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, εστιάζοντας στις χωρικές πολιτικές την περίοδο 1978-1985. Η έρευνα επικεντρώνεται σε θέματα πολιτικών και διακυβέρνησης υπό ένα τριπλό πρίσμα: Μελετά αρχικά το «δομικό πλαίσιο» (structural context) δηλαδή τους ευρύτερους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες που επηρεάζουν τα συστήματα διακυβέρνησης. Κατά δεύτερον, το πολιτιστικό πλαίσιο (cultural context), δηλαδή τις «εθνικές» ιδιαιτερότητες και θεσμικές παραδόσεις που εμπεριέχονται στα συστήματα διακυβέρνησης και τα διαμορφώνουν. Τέλος, εξετάζει το ρόλο της πολιτικής (political actors), των πολιτικών κομμάτων, των τοπικών ομάδων πίεσης και κινημάτων [1]. Στην ανάλυση που ακολουθεί, υποστηρίζουμε ότι η σχέση και η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους τρεις παραπάνω τομείς διαμορφώνουν όλο το πλαίσιο της διακυβέρνησης και κατ’ επέκταση τις χωρικές πολιτικές στην Αθήνα.
Τα ερωτήματα που τίθενται είναι τα ακόλουθα: Ποιοι ήταν οι παράγοντες που καθόρισαν τις «επιτυχίες και τις αποτυχίες» των χωρικών πολιτικών στην Αθήνα; Πώς αυτοί σχετίζονται με το γενικότερο σύστημα διακυβέρνησης της πόλης; Ποιος ο ρόλος των πολιτικών υποκειμένων; Και πώς επηρεάζουν τις αστικές πολιτικές;
Η Αθήνα θα μπει στη δεκαετία του 1970 κουβαλώντας όλη την κληρονομιά του μοντέλου της μεταπολεμικής αστικοποίησης, η οποία θα ολοκληρωθεί την περίοδο της επταετίας. Ουσιαστικά, η Χούντα θα συνεχίσει και θα ενισχύσει την ίδια πολιτική μεγέθυνσης και ενίσχυσης της οικοδομικής δραστηριότητας (Πρεβελάκης, 2001; Παπαγιάννης, 2019; Οικονόμου, 2002; Φιλιππίδης, 1990) [2]. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 το λεκανοπέδιο της Αθήνας θα έχει σχεδόν πλήρως αστικοποιηθεί, με μια ιδιαίτερη πύκνωση της δόμησης στο κέντρο της πόλης (Αβδελίδη, 2010). Η διόγκωση των κεντρικών περιοχών σταδιακά οδηγεί στον κορεσμό και την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Παράλληλα, γενικεύεται η χρήση του ΙΧ, δημιουργώντας έντονα προβλήματα συμφόρησης και ενισχύοντας την ατμοσφαιρική ρύπανση (Ρωμανός, 2004; Πρεβελάκης, 2001). Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η Αθήνα αρχίζει να χάνει την ελκυστικότητά της και έτσι ξεκινάει η πρώτη «έξοδος» προς τα προάστια της πόλης και τις, μέχρι τότε, περιοχές παραθερισμού. Οι τάσεις αυτές θα υποστηριχθούν και από το θεσμικό πλαίσιο την περίοδο της Χούντας. Με τον Αναγκαστικό Νόμο 395/68 θα αυξηθούν οι συντελεστές κατά 30%, γεγονός που θα δώσει το πράσινο φως, όπως αναφέρει ο Γιώργος Σαρηγιάννης, για την αστικοποίηση των προαστίων και των παράκτιων περιοχών της Αττικής, μετά και από πιέσεις κύκλων εργολάβων και ιδιοκτητών γης (Σαρηγιάννης, 2000) [3]. Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί με το συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης στην Αθήνα και στις άλλες ελληνικές πόλεις ήταν πλέον ευδιάκριτα. Η ατμοσφαιρική ρύπανση, το κυκλοφοριακό και γενικότερα το πολεοδομικό ζήτημα αρχίζει να παίρνει κεντρική θέση στο δημόσιο διάλογο (Πρεβελάκης, 1984) [4], ενώ μια σειρά φυσικών καταστροφών, όπως οι πλημμύρες του 1977, θα εντείνουν τις πολιτικές πιέσεις για λήψη μέτρων [5]. Ήταν βέβαια αμφίβολο για πολλούς εκείνη την περίοδο, αν η Νέα Δημοκρατία ήταν διατεθειμένη να αναλάβει το πολιτικό κόστος τέτοιων πρωτοβουλιών (Παπαγιάννης, 2019.04.08; ΑΝΤΙ, 1980). Κατά την περίοδο 1978-1980, ο Στέφανος Μάνος διαδέχεται τον Κυπριανό Μπίρη στη θέση του Υφυπουργού Δημοσίων Έργων. Τη δεκαετία του 1980, επί διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ο Αντώνης Τρίτσης διετέλεσε Υπουργός Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΧΟΠ).
Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες σε επίπεδο πολιτικής γης που έγιναν στις δύο αυτές, διαφορετικές όσο αφορά στη διακυβέρνηση της χώρας περιόδους, του Στέφανου Μάνου και του Αντώνη Τρίτση αντίστοιχα, είναι εξίσου σημαντικές. Η μελέτη των μεταρρυθμίσεων που εισήγαγε κάθε υφυπουργός, καθώς και των αιτιών που οδήγησαν στην αποτυχία τους, θα μας οδηγήσουν σε σημαντικά συμπεράσματα όσο αφορά στο σύστημα διακυβέρνησης, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται οι αστικές πολιτικές στην Αθήνα (Πούλιος, 2021).
Όταν ανέλαβε υφυπουργός ο Στέφανος Μάνος, τον Ιανουάριο του 1977, οι πολιτικές για την ρύθμιση του χώρου στην Αθήνα διαμορφώνονταν κυρίως σε κεντρικό επίπεδο, μέσω του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Το συγκεντρωτικό αυτό σύστημα είχε θεσμοθετηθεί και από το Σύνταγμα του 1974 όπου δίνονταν αρμοδιότητες σε θέματα πολεοδομικού και χωρικού σχεδιασμού στην κεντρική κυβέρνηση. Η δουλειά του Υπουργείου μέχρι και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο Πρεβελάκης (2001:53), ήταν «σχεδόν απόλυτα αποσχυσχετισμένη από την πρακτική» που ρυθμιζόταν από τις δυνάμεις της αγοράς και τα οποιαδήποτε μικρά και μεγάλα συμφέροντα (Σαρηγιάννης, 2000; Φιλιππίδης, 1990; Βοϊβόνδα κ.α., 1977). Όπως ο ίδιος ο Μάνος σχολιάζει, η δουλειά του υφυπουργού ήταν να «μετακινεί δρόμους» και να τροποποιεί το ρυμοτομικό σχέδιο (Μάνος 2018.03.10).
Η πολιτική που ακολούθησε, επικουρούμενος από μια ομάδα νέων συμβούλων που είχαν επιστρέψει από το εξωτερικό, είχε έντονα τα στοιχεία του νεωτερισμού και του εκσυγχρονισμού [6]: Ολοκλήρωσε το Ρυθμιστικό της Αθήνας, που ήταν σε εκκρεμότητα από το 1972. Περιέλαβε Σχέδια Δράσης που στόχευαν στην αναβάθμιση επιμέρους περιοχών. Τέλος, και ίσως το πιο σημαντικό, νομοθέτησε μια νέα πολιτική γης που θα περιόριζε την κερδοσκοπία και θα προστάτευε την αρχιτεκτονική κληρονομιά, θέτοντας ταυτόχρονα νέους όρους για τον σχεδιασμό (Ρωμανός, 2004; Πρεβελάκης, 2001; 1984; Μάνος 2018.03.10).
Το Ρυθμιστικό της Αθήνας θα συνταχτεί από το Υπουργείο ΧΟΠ κατά την περίοδο που εξετάζουμε. Το Σχέδιο-Πλαίσιο «Πρωτεύουσα 2000» ήταν ένα σχέδιο κατευθύνσεων, στα πλαίσια της εθνικής χωροταξικής πολιτικής, η οποία είχε ως βασικό της στόχο την αποσυμφόρηση της Αθήνας και δευτερευόντως της Θεσσαλονίκης, όπως είχε διατυπωθεί από το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας και Περιβάλλοντος το 1979 (Ρωμανός 2004). Πέρα από αυτή τη βασική αρχή, το Σχέδιο «Πρωτεύουσα 2000», σύμφωνα με τον Πρεβελάκη (2001), δεν παρουσίαζε κάποιον ιδιαίτερο βαθμό πρωτοτυπίας. Έθετε όμως κάποιες σημαντικές κατευθύνσεις σε θέματα συγκοινωνιακών υποδομών όπως το Μετρό, νέους συγκοινωνιακούς άξονες και το αεροδρόμιο στα Σπάτα.
Πηγή: Πρεβελάκης, 2001
Τα Σχέδια Δράσης για την αναβάθμιση επιμέρους περιοχών αποτελούσαν παρεμβάσεις αστικών αναπλάσεων που ξεκίνησαν να εφαρμόζονται εκείνη την περίοδο, όπως για παράδειγμα πεζοδρομήσεις. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η πεζοδρόμηση της Βουκουρεστίου, και κυρίως η συνολική ανάπλαση της Πλάκας, διαδικασία που θα ολοκληρωθεί το 1986.
Οι πιο σημαντικές πρωτοβουλίες σε επίπεδο αστικών πολιτικών πάρθηκαν στον τομέα της μεταρρύθμισης του χωρικού σχεδιασμού, γεγονός που είχε άμεσες επιπτώσεις στην Αθήνα. Συγκεκριμένα, το 1979 υλοποιείται η απόφαση για μείωση των συντελεστών δόμησης, σε μερικές περιπτώσεις της τάξης του 30% (Μάνος 2018.03.10), και υιοθετείται η υποχρέωση δημιουργίας χώρων στάθμευσης στα υπόγεια των πολυκατοικιών (Πρεβελάκης, 1984). Βέβαια ο πιο καθοριστικός νόμος της περιόδου ήταν ο ν.947/79 «Περί οικιστικών περιοχών». Ο νόμος προσπαθούσε να ρυθμίσει ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του ελληνικού συστήματος χωρικού σχεδιασμού: τον τρόπο με τον οποίο οικιστικές περιοχές εντάσσονταν στο σχέδιο πόλης. Σε αντίθεση με το παρελθόν, όπου η διαδικασία αυτή γινόταν με ένα μεγάλο βαθμό αυθαιρεσίας και υπό τις πιέσεις διάφορων συμφερόντων, ο νόμος περιγράφει ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο. Σύμφωνα με το νόμο, θα έπρεπε να υπάρχει συγκεκριμένη μελέτη που να δικαιολογεί την επέκταση, ενώ οι ανάγκες σε υποδομές θα καλύπτονταν από την εισφορά σε γη και σε χρήμα των ίδιων των ιδιοκτητών. Οι αντιδράσεις για το νόμο ήταν ραγδαίες, από διάφορα δίκτυα ιδιοκτητών, κατασκευαστών κ.α., με αποτέλεσμα ο ίδιος ο Στέφανος Μάνος να αναγκαστεί σε παραίτηση και η εφαρμογή του νόμου να παγώσει από την κυβέρνηση και τον νέο Υπουργό ΧΟΠ. Ενώ η επόμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ άρχισε να επεξεργάζεται ένα νέο Ρυθμιστικό.
Πηγή: Πρεβελάκης, 2001
Το ΠΑΣΟΚ θα έρθει στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1981, ενισχύοντας τις δημοκρατικές τομές που λάμβαναν ήδη χώρα και την πολιτική ενίσχυσης των εισοδημάτων, στηριζόμενο σε μια σοσιαλιστικού τύπου στρατηγική και ένα εναλλακτικό οικονομικό σχέδιο σε σχέση με αυτό της Νέας Δημοκρατίας (Καζάκος, 2007; Close, 2006).
Κεντρικό στοιχείο αυτής της στρατηγικής ήταν η ενίσχυση της επαρχίας μέσω πολιτικών αποκέντρωσης και η αποσυμφόρηση της Αθήνας (Souliotis 2013). Η πολιτική αυτή, που τη βλέπουμε να είναι κυρίαρχη ήδη από την περίοδο του Μάνου, συνδέεται με μια «διάχυτη εχθρότητα σε σχέση με την Αθήνα» (Πυργιώτης, 2019.07.24). Την άποψη αυτή την υιοθετούσαν σχεδόν το σύνολο των Ελλήνων πολεοδόμων εκείνη την περίοδο (Πρεβελάκης, 2001) και ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στα κόμματα της Αριστεράς. Ιδιαίτερα για την Αριστερά (ΠΑΣΟΚ και τα δύο κομμουνιστικά κόμματα) το φαινόμενο της «αστυφιλίας» – της μεγέθυνσης της Αθήνας – συνδεόταν πάντα με τις πολιτικές ελέγχου του μετεμφυλιακού κράτους και της δεξιάς στην Ελλάδα, καθώς και με τη διαμόρφωση των ιδιαίτερων οικονομικών συμφερόντων γύρω από την κτηματαγορά (Σαρηγιάννης, 2000; Βαϊου και Χατζημιχάλης, 2012).
Έτσι, το ΠΑΣΟΚ θα υιοθετήσει μια σειρά πολιτικών και μια σειρά κατευθύνσεων που στόχο έχουν την καταπολέμηση του «υδροκεφαλισμού» της πρωτεύουσας. Αυτό σήμαινε λιγότερες υποδομές για την πόλη και περιορισμός των οικονομικών δραστηριοτήτων. Έτσι με τον ν. 2601/1984 θα απαγορευτεί η χωροθέτηση βιομηχανιών εντός της Αττικής (Coccossis et al., 2003). Ενώ το νέο Ρυθμιστικό δε θα συμπεριλάβει μεγάλες υποδομές όπως το αεροδρόμιο των Σπάτων και το Μετρό (Hastaoglou et al. 1987; Souliotis et al., 2014). Γενικότερα, θα ακολουθήσει μια λογική συγκράτησης της ανάπτυξης της πόλης (Ρωμανός, 2004). Οι συγκεκριμένες απόψεις αποτελούσαν και θέσεις του Αντώνη Τρίτση, πολεοδόμου, βουλευτή του ΠΑΣΟΚ και κεντρικής προσωπικότητας που καθόρισε τη χάραξη χωρικών πολιτικών κατά την διάρκεια της πρώτης κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου. Η περίοδος του Τρίτση θα χαρακτηριστεί από τη γενίκευση των μεταρρυθμίσεων και την προσπάθεια ρύθμισης του χώρου σε όλη την επικράτεια. Οι σημαντικότερες τομές της περιόδου ήταν η ψήφιση του νέου οικιστικού νόμου ν. 1337/1983, το Ρυθμιστικό της Αθήνας 1515/85 και η ίδρυση του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας (ΟΡΣΑ).
Πηγή: Γραφείο Παπαγιάννη
Βασική διαφορά του οικιστικού νόμου του 1983 σε σχέση με αυτόν του Μάνου (947/79) είναι η εισαγωγή κοινωνικών κριτηρίων στον τρόπο απόδοσης της εισφοράς γης, γεγονός που ευνοούσε τις μικρότερες ιδιοκτησίες. Κύριο όμως στοιχείο και αντικείμενο του νόμου είναι η Επιχείρηση Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης (ΕΠΑ), σύμφωνα με την οποία θα πραγματοποιούνταν 428 Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΓΠΣ) σε οικισμούς σε όλη τη χώρα. Παράλληλα ο νόμος περιλαμβάνει διατάξεις που στοχεύουν στην ανάσχεση και ρύθμιση της αυθαίρετης δόμησης [7]. Το φιλόδοξο αυτό σχέδιο, αν και έτυχε αποδοχής την εποχή εκείνη (Ζέικου, 2015.12.19; Ρωμανός, 2018.1.19), βρήκε σημαντικά εμπόδια στην εφαρμογή του. Αρχικά λόγω των ανεπαρκειών του ίδιου του συστήματος χωρικού σχεδιασμού που δε μπόρεσε γρήγορα να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες που προέκυψαν (Πυργιώτης, 2019.7.24; Ζέικου, 2015.12.19) λόγω της έλλειψης τεχνογνωσίας, της άγνοιας της υφιστάμενης κατάστασης στις περιοχές που αντιμετώπιζαν τα περισσότερα προβλήματα κ.α. Κυρίως όμως, τα εμπόδια ήταν πολιτικά και προέκυψαν από τις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών και ιδιοκτητών γης πάνω σε θέματα σχεδιασμού και εισφορών (Παπαγιάννης, 2019.4.8). Οι αντιδράσεις ήταν τόσο σφοδρές, ώστε στον ανασχηματισμό του 1984 ο Τρίτσης απομακρύνθηκε από τη θέση του Υπουργού.
Πηγή: ΕΜΠ
Ωστόσο, η αλλαγή ηγεσίας στο Υπουργείο δεν εμπόδισε την θεσμοθέτηση του Ρυθμιστικού Σχεδίου της Αθήνας το 1985. Η ψήφιση του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας (ΡΣΑ) το 1985 και η συγκρότηση του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας (ΟΡΣΑ) με τον ν.1515/1985 ήταν αδιαμφισβήτητα μια σημαντική θεσμική στιγμή για την πόλη, καθώς κατοχύρωνε για πρώτη φορά ένα πλαίσιο για τη μελλοντική της ανάπτυξη (Pagonis, 2013; Οικονόμου, 2000; Τριάντης, 2017). Όμως, όπως αποδείχθηκε στην πράξη, τα προβλήματα στην εφαρμογή του ΡΣΑ και της λειτουργίας του ΟΡΣΑ ήταν πολλά (Ψυχογιός, 2019.3.7; Ζέικου, 2015.12.19; Οικονόμου, 2000; Ρωμανός, 2004), σε τέτοιο βαθμό που ο Αριστείδης Ρωμανός θα υποστηρίξει ότι είναι αμφίβολο «αν υπάρχει άλλος νόμος που ακυρώθηκε σε τέτοιο βαθμό, τόσο από τα πράγματα όσο και από τη διοικητική αδυναμία να δράσει» (Ρωμανός, 2004: 154). Τα βασικά ζητήματα μπορούν να συμπυκνωθούν στα ακόλουθα:
Σε πολύ σύντομο διάστημα το σχέδιο θα αρχίσει να αναιρείται και να τροποποιείται.
Η απομάκρυνση του Τρίτση το 1984, καθώς και η παραίτηση του Μάνου το 1980, είναι ενδείξεις της γενικότερης αποτυχίας εφαρμογής οποιασδήποτε μεταρρυθμιστικής προσπάθειας σε επίπεδο πολιτικής γης, αναγκαία προϋπόθεση για τη χάραξη πολιτικής στην Αθήνα, όσο και σε όλη τη χώρα. Η αδυναμία εφαρμογής των εγκεκριμένων σχεδίων και νόμων το επόμενο διάστημα συνηγορεί σε αυτή την κατεύθυνση.
Αρχικά, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι μια σειρά εξωγενών παραγόντων, όπως η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970 και οι προσπάθειες ενοποίησης με την υπόλοιπη Ευρώπη, αποτέλεσαν τη βάση και τους μηχανισμούς πίεσης για τη μεταφορά πολιτικών και ιδεών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Όμως, η εφαρμογή των πολιτικών αυτών επηρεάστηκε από τις τοπικές συνθήκες και ιδιαιτερότητες. Αυτή η «Αθηναϊκή εξαίρεση» (Παγώνης, 2005; Πούλιος, 2021), δημιουργήθηκε ακριβώς από τον συνδυασμό των τοπικών παραγόντων και υποκειμένων (local actors) και των συνθήκων (τοπικών και διεθνών) κάτω από τις οποίες αυτά έδρασαν. Ιδιαίτερα για την Αθήνα, υποστηρίζουμε ότι ο ρόλος των τοπικών δρώντων υποκειμένων ήταν κομβικός στη χάραξη πολιτικών και στον τρόπο λήψης αποφάσεων (agency centered). Αυτό αποτελεί μια παρενέργεια του συγκεντρωτισμού, που τη βλέπουμε και σε άλλες περιπτώσεις χωρών (Andreotti et al. 2001), όπου οι προσπάθειες συνολικού ελέγχου οδηγούν τόσο στην ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων και τη διαπλοκή με τον ιδιωτικό τομέα, όσο και στη συγκρότηση αντίστοιχα ισχυρών δικτυώσεων και τοπικιστικών τάσεων.
Ποια όμως ήταν αυτά τα τοπικά δίκτυα και υποκείμενα (actors); Διακρίνουμε δύο βασικά επίπεδα:
Σε πρώτο επίπεδο θα πρέπει να αναφέρουμε τους μηχανισμούς και τα δίκτυα της κεντρικής κυβέρνησης, τα αρμόδια υπουργεία και κυρίως το τότε ΥΠΕΧΩΔΕ. Όλο το σύστημα αποφάσεων καθοριζόταν από τον εκάστοτε Υπουργό και το υπουργικό γραφείο, δηλαδή τις ομάδες συμβούλων που συγκροτούνταν γύρω από τον Υπουργό (Ζέικου, 2015.12.19; Παπαγιάννης, 2019.8.4; Κλουτσινιώτη, 2016.8.1; Ψυχογιός, 2019.3.7; Πυργιώτης, 2019.7.24; Ρωμανός, 2018.1.19 ) [9].
Σε δεύτερο επίπεδο έχουμε ένα μεγάλο αριθμό ετερόκλητων ομάδων συμφερόντων: σωματεία, επαγγελματικές και επιχειρηματικές οργανώσεις, επιστημονικοί φορείς, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, καθώς και κυρίως ιδιωτικές επιχειρήσεις και όμιλοι, οι οποίες λειτουργούσαν ως ομάδες πίεσης και δραστηριοποιούνταν σε εθνικό επίπεδο (ΤΕΕ, ΣΕΒ, ΣΕΤΕ κ.α.) αλλά ήταν κυρίαρχοι και σε τοπικό επίπεδο.
Ανάλογα με την περίπτωση, τα δίκτυα αυτά λειτουργούσαν και ως σύμμαχοι σε πολιτικά κόμματα, και βέβαια εξελίσσονταν βάσει των ευρύτερων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών. Επί της ουσίας, μέσω της τοπικής κλίμακας, αναδιαρθρώθηκε το δίκτυο των πελατειακών σχέσεων των κομμάτων στη Μεταπολίτευση (Chorianopoulos, 2012; Lyberaki and Tsakalotos, 2002) [10]. Αυτό ήταν καθοριστικό, καθώς η δυνατότητα πρόσβασης των συγκεκριμένων δικτύων στην κεντρική εξουσία, είτε προωθώντας είτε υπονομεύοντας πολιτικές, ήταν κομβική για την υλοποίηση των τελευταίων. Έτσι, όλη η περίοδος 1974-1985 καθορίζεται από τις εξαρτήσεις και τις συγκρούσεις ανάμεσα στα παραπάνω επίπεδα. Είναι μέσα σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο, όπου διαμορφώνεται και η εκάστοτε πολιτική.
H εξέλιξη των πολιτικών συνδέθηκε με την αδυναμία ελέγχου των οργανωμένων συμφερόντων και πελατειακών δικτύων που δραστηριοποιούνταν κυρίως γύρω από την κτηματαγορά, τόσο από την Νέα Δημοκρατία όσο και από το ΠΑΣΟΚ (Παπαγιάννης, 2019.8.4; Πρεβελάκης, 1984). Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι για το συγκεκριμένο σύστημα, ο χρόνος και ο τρόπος ένταξης των ιδιοκτησιών στο Σχέδιο Πόλης ήταν καθοριστικής σημασίας, γι’ αυτό το λόγο οι σχετικοί νόμοι, τόσο ο ν. 947/79 όσο και ο ν. 1337/83, ήταν στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Η ανθεκτικότητα των μηχανισμών αυτών φάνηκε μέσα από τις αντιδράσεις την περίοδο του Μάνου, αλλά και του Τρίτση [11]. Οι αντιδράσεις αναδεικνύουν τόσο την απροθυμία μεγάλων τμημάτων του κοινωνικού συνόλου να αποδεχτούν αλλαγές που θα κλόνιζαν τις μέχρι τότε καθιερωμένες πρακτικές που συνδέονται με την μικρο-ιδιοκτησία και τα διαφορετικά συμφέροντα γύρω από την ακίνητη περιουσία [12], όσο και την αδυναμία εκσυγχρονισμού του κλάδου των κατασκευών. Επίσης οι αντιδράσεις αυτές μπορούν να θεωρηθούν ως τα πρώτα στάδια της «μεταπολιτευτικής» συναίνεσης από τη μεριά των κομμάτων εξουσίας (Γιαννακούρου και Καυκαλάς, 2014; Γιαννακούρου, 2019.6.25; Λυγερός, 2011).
Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη και μια σειρά άλλων παραγόντων που σχετίζονται με το γενικότερο σύστημα διακυβέρνησης της Αθήνας. Ο πρώτος ήταν ότι υπήρχε αδυναμία κατανόησης από τους ειδικούς της εποχής των πραγματικών τάσεων εξέλιξης της Αθήνας και γενικότερα της πορείας του μεταπολεμικού μοντέλου αστικοποίησης (Πρεβελάκης, 2001; Hastaoglou et al., 1987). Οι εκτιμήσεις για την αύξηση του πληθυσμού στην πρωτεύουσα ήταν λανθασμένες καθώς υπήρξε τη δεκαετία του 1980 μια σαφής σταθεροποίηση. Η κρίση της δεκαετίας του 1970 κλόνισε και το μοντέλο κοινωνικής κινητικότητας των προηγούμενων δεκαετιών (Μαλούτας 2018). Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν η αστική διάχυση της Αθήνας και άλλων μεγάλων αστικών κέντρων της επαρχίας που θεσμοθετούνταν μέσα από τις «γενναιόδωρες» επεκτάσεις των σχεδίων πόλης. Δεύτερον, υπήρχε αδυναμία ανταπόκρισης του ίδιου του κρατικού μηχανισμού στις απαιτήσεις του σχεδιασμού και τις τεχνικές ανάγκες που προέκυπταν (Ζέικου, 2015.12.19; Πυργιώτης, 2019.7.24) [13]. Έτσι αρχίζουν τη δεκαετία του 1980 να παγιώνονται τα βασικά χαρακτηριστικά για το σύστημα-καθεστώς διακυβέρνησης της Αθήνας που θα επικρατήσει όλη την επόμενη περίοδο: ο ισχυρός ρόλος του ιδιωτικού τομέα στην παραγωγή του χώρου, η αδυναμία συγκρότησης θεσμών ελέγχου και χάραξης πολιτικής και η πολιτική «απροθυμία» ενός ιδιαίτερα συγκεντρωτικού μοντέλου διακυβέρνησης της πόλης.
[1] Η συγκεκριμένη μεθοδολογία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε νέο-θεσμικές προσεγγίσεις στη μελέτη των αστικών πολιτικών (Peters 2005; 1998; Pierre 1999; 2005; Lowndes 2009; Pierre 1998) και σχήματα σκέψης που έχουν στον επίκεντρο το ρόλο της πολιτικής και των πολιτικών υποκειμένων στη διαμόρφωση των πολιτικών (P. Kantor, Savitch, and Haddock, 1997; Paul Kantor and Savitch, 2005; Sellers, 2002; DiGaetano and Strom, 2003).
[2] Η συμβολή του συγκεκριμένου τομέα ήταν άλλωστε καθοριστική για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας όλη τη δεκαετία του 1960. Την περίοδο 1965-1969 οι επενδύσεις στην κατοικία καταλαμβάνουν περίπου το 40% του συνόλου των ιδιωτικών επενδύσεων και αποτελούν το 9 με 10% του συνόλου του ΑΕΠ (Τριανταφυλλίδης, 1972). Ενώ το 1971 η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως στην κατασκευή νέων κατοικιών ανά 1000 άτομα (Hastaoglou et al., 1987).
[3] Βέβαια η συνθήκη αυτή άρχισε να γίνεται εμφανής αρκετά αργότερα, στο τέλος της δεκαετίας του 1980.
[4] Τον Μάϊο του 1976 η Καθημερινή θα γράψει ότι «τα προβλήματα της πολεοδομίας, του αστικού περιβάλλοντος, της καθημερινής ζωής στις πόλεις κοντεύουν να φθάσουν στο όριο της κρίσεως». Το περιοδικό ΑΝΤΙ θα κάνει το 1980 ειδικό αφιέρωμα στην Αθήνα όπου αναφέρει πως «Η Αθήνα είναι μια πόλη α-χαρακτήριστη. Η ποιότητα της ζωής, καθημερινά υποβαθμισμένη, έχει γίνει επικίνδυνα προβληματική». (ΑΝΤΙ 1980)
[5] Οι προκλήσεις βέβαια ήταν μεγάλες. Το βασικό πρόβλημα, όπως αναφέρει ο Κώστας Σοφούλης, ήταν η τιθάσευση από τη μία μεριά του «τέρατος της κατασκευαστικής βιομηχανίας», και όλων των οικονομικών κυκλωμάτων που είχαν στηθεί γύρω της, και από την άλλη η ανατροπή των αντιλήψεων σε πλατιά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας ότι «λεφτά γίνονται στα οικόπεδα» (Σοφούλης, 1976).
[6] Στην πραγματικότητα οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού του πλαισίου είχαν ξεκινήσει από το 1974 με πρωτοβουλία του Κυπριανού Μπίρη (Σαρηγιάννης, 2000)
[7] Οι διατάξεις του ν. 1337/1983 για την αυθαίρετη δόμηση περιλάμβανε σειρά διατάξεων συνδυάζοντας μια σειρά εργαλείων για την αντιμετώπιση της αυθαίρετης δόμησης, από κατεδαφίσεις, απαλλοτριώσεις, καθώς και ένα πλαίσιο νομιμοποίησης. Υπολογίζεται ότι το σχέδιο του Υπουργείο προέβλεπε την κατεδάφιση πάνω από 3.000 αυθαιρέτων κτισμάτων, γεγονός όμως που δεν υλοποιήθηκε.
[8] Αυτό έγινε ξεκάθαρο κυρίως στο επίπεδο των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων όπου υπήρχε αδυναμία εύρεσης πόρων για τις απαραίτητες απαλλοτριώσεις και τη διαμόρφωση της κοινωνικής υποδομής .
[9] Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει σε αυτές τις ομάδες και δίκτυα τεχνικών συμβούλων, προερχόμενα κυρίως από τον ιδιωτικό αλλά και από το δημόσιο τομέα. Αναφερόμαστε σε μελετητές, πανεπιστημιακούς και γενικότερα “knowledge holders” (Giannakourou, 2011) που συμβούλευαν με πολλαπλούς τρόπους τη δημόσια διοίκηση.
[10] Οι Δήμοι συγκεκριμένα ήταν ιδιαίτερα ευάλωτοι σε πιέσεις, γεγονός που οδηγούσε σε αρκετές περιπτώσεις σε καταστρατήγηση και του νομοθετικού πλαισίου (Γιαννακούρου, 2019).
[11] Ο ίδιος ο Τρίτσης θα αποδώσει την αποτυχία των μέτρων του ΥΧΟΠ στα οργανωμένα συμφέροντα. Η «σύγχυση» θα υποστηρίξει: «έχει προκληθεί κυρίως από την παραπληροφόρηση του κόσμου από συμφέροντα που είχαν και θεωρούν ακόμη ιδιωτική τους υπόθεση την κατοικία, και το περιβάλλον, δηλαδή μεγαλοκατασκευαστές, ιδιοκτήτες γης, καταπατητές γης, οικοδομικούς συνεταιρισμούς, ομάδες εργολάβων κατασκευής αυθαιρέτων κ.α.» (Καθημερινή 1984)».
[12] Τα αποτελέσματα των πιέσεων αυτών θα φανούν με τη ραγδαία πτώση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ στην Αθήνα όπου θα πέσει από το 47% στο 37.1% (Hastaoglou et al., 1987)
[13] Όπως αναφέρει η Ζέικου (2015.12.29), πρώην Διευθύντρια Χωροταξίας του ΥΠΕΚΑ «χρόνος χάθηκε από την έλλειψη τεχνικής υποδομής (κτηματολόγιο, υπόβαθρα) […] πολύς χρόνος και χρήμα χάθηκε σε αυτή την κατεύθυνση ενημέρωσης των υποβάθρων. Η δεκαετία εκείνη χάνεται σε αυτά.»
Πούλιος, Δ. (2022) Η ατελής μεταρρύθμιση: Ρύθμιση του χώρου στην Αθήνα της Μεταπολίτευσης 1978-1985, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-ατελής-μεταρρύθμιση-στην-αθήνα-της-μ/ , DOI: 10.17902/20971.110
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το κείμενο παρουσιάζει μια παραγνωρισμένη πτυχή του παρελθόντος της πόλης της Αθήνας. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια απόπειρα να εξηγήσω μια νέα κατηγορία ιστορικού τόπου: εκείνη του τόπου υγείας. Για να αναλύσω την ιδιαιτερότητα και τα ιστορικά χαρακτηριστικά που συνηγορούν υπέρ των ιστορικών τόπων, θα αναφερθώ συνοπτικά στην ιστορία ίδρυσης σανατορίων στις παρυφές της Πεντέλης και στη θεωρία της ιατρικής κλιματολογίας που υπέδειξε συγκεκριμένους τόπους ως λιγότερο ή περισσότερο κατάλληλους για την ίαση των φυματικών. Από τα τέλη του 19ου αι. ως τον Μεσοπόλεμο ευκατάστατοι φυματικοί παραθέριζαν στο εξοχικό Μαρούσι σε μία προσπάθεια να θεραπευτούν από το ευεργετικό φυσικό περιβάλλον. Αργότερα, αυτή η πρακτική θα επισύρει το ενδιαφέρον μεμονωμένων γιατρών, ευεργετών και επενδυτικών σχημάτων. Όλοι αποσκοπούσαν στη δημιουργία μεγάλων νοσοκομειακών υποδομών στο καταπράσινο βουνό της Πεντέλης. Πολλά από αυτά τα σανατόρια μετατράπηκαν σε γενικά κρατικά νοσοκομεία στα μεταπολεμικά χρόνια, έχοντας απεκδυθεί πλήρως την ιστορική ταυτότητά τους. Σήμερα ελάχιστοι κάτοικοι του Αμαρουσίου και των Μελισσίων θυμούνται ακόμη αυτές τις ιστορίες. Στόχος του λήμματος είναι να συζητήσει μια νέα περίπτωση διατήρησης της μνήμης μέσα στον αστικό χώρο −μέσω της διαδικασίας της αποκατάστασης ιστορικών κτηρίων− και επομένως αποφυγής της λήθης για τα κτήρια αυτά. Επίσης, στόχος είναι να κατατεθούν μερικές προτάσεις διατήρησης της μνήμης με αφορμή την ανάδειξη ενός νοσοκομειακού συγκροτήματος στη Βαρκελώνη και την αποκατάσταση ενός σανατορίου στο Βέλγιο. Η ανάδειξη της ιστορικής διαδρομής αυτών των μεγάλων συγκροτημάτων μπορεί να μεταβάλλει ριζικά τη σχέση των Αθηναίων και των κατοίκων της Πεντέλης με το δασικό περιβάλλον, το οποίο βιαστικά χαρακτηρίζεται ως μη ιστορικό. Ακόμη οι ιστορίες φωτίζουν το παρελθόν μιας αστικής περιοχής, η οποία περιγράφεται ως σύγχρονο και ανιστορικό προάστιο. Τέλος, στόχος του κειμένου είναι να δείξει πως η μελέτη των αρχειακών τεκμηρίων μπορεί να αποκαλύψει λησμονημένους τόπους και ιστορίες που διαφεύγουν της ματιάς των ιστορικών, όπως εκείνες της περίθαλψης των ασθενών. Η πρόσληψη των βιομηχανικών εγκαταστάσεων ως τμημάτων της αρχιτεκτονικής και ιστορικής κληρονομιάς των νεότερων κοινωνιών υπήρξε αποτέλεσμα των επιστημονικών διεργασιών και συζητήσεων, που ενσωμάτωσε μεταπολεμικά η βιομηχανική αρχαιολογία. Πρόκειται για ένα πεδίο καταγραφής, μελέτης και διατήρησης των καταλοίπων των παραγωγικών δραστηριοτήτων παλαιών και νεότερων κοινωνιών. Η ανάγκη για έρευνα και κατανόηση των μικρών και μεγάλων οικονομικών διαδικασιών οδήγησε στο αίτημα για τη διατήρηση των υλικών καταλοίπων και αργότερα των άυλων αποτυπώσεων στα αποθετήρια μνήμης. Αυτή τη διεύρυνση των ερωτημάτων πέρα από τα στενά όρια της τεχνικής εξέλιξης αποτύπωσε ο ορισμός του Jacques Pinard το 1985: «Η βιομηχανική αρχαιολογία επιδιώκει να δημιουργήσει λοιπόν κάτι περισσότερο από μια ιστορία των επιστημών και των τεχνικών, θέλοντας να αναπλάσει, με αφετηρία συγκεκριμένα στοιχεία, όλο εκείνον τον υλικό και ανθρώπινο χώρο που περιβάλλει μια κοινωνία» (Pinard, 1991:11). Αυτό το νέο πεδίο συζήτησης υπήρξε η αφορμή για να εμφανιστεί στην Ελλάδα στο τέλος της δεκαετίας του 1980 η τάση της διατήρησης αρκετών βιομηχανικών εγκαταστάσεων και της ανάδειξης τους μέσω διαφορετικών προγραμμάτων αποκατάστασης. Αυτό το κείμενο δεν θα ασχοληθεί με τη βιομηχανική κληρονομιά. Μέσω αυτού του παραδείγματος αναζητώ απαντήσεις στο ερώτημα γιατί οι εγκαταστάσεις που αφορούν τη δημόσια υγεία και την περίθαλψη των πολιτών διαφεύγουν της ένταξης στα μνημεία νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Μολονότι οι αρχιτέκτονες αναφέρονται σε αυτά και μελετούν τους δημιουργούς τους, η αδιάλειπτη λειτουργία μέσα στα ίδια κελύφη οδηγεί σε ακούσια μάλλον αποσιώπηση του παρελθόντος τους και τελικά σε συλλογική λήθη. Λίγοι πολίτες μπορούν να αναφερθούν σε γεγονότα ή πρόσωπα που συνδέθηκαν με τα ελληνικά νοσοκομεία και τις δομές περίθαλψης. Με την αναφορά μου στη βιομηχανική αρχαιολογία θέλησα να υπενθυμίσω ότι σε άλλες περιπτώσεις τα επίμονα ερωτήματα της επιστημονικής κοινότητας συνέβαλαν στην ένταξη μιας κατηγορίας χρηστικών κατασκευών στη σφαίρα των νεότερων ιστορικών μνημείων. Οι λιγοστές μελέτες για τις ιστορικές διαδρομές των ελληνικών νοσοκομείων, η απουσία συγκροτημένων αρχειακών συνόλων με διοικητικές, οικονομικές, και λειτουργικές πληροφορίες οδήγησαν σε μια μακρά λήθη τα προηγούμενα χρόνια. Αγνοούμε δηλαδή σε πολλές περιπτώσεις τις ειδικές συνθήκες, τα κρατικά προγράμματα δημόσιας υγείας, τις κοινωνικές ανάγκες μέσα από τις οποίες γεννήθηκαν αυτοί οι οργανισμοί περίθαλψης. Μέσα από τη μελέτη ενός τέτοιου ιστορικού παραδείγματος, θα προσπαθήσω να αναδείξω μια ιδιαίτερη περίπτωση όχι ιστορικών νοσοκομειακών ιδρυμάτων αλλά περισσότερο ενός ευρύτερου λησμονημένου τόπου υγείας. Στη διδακτορική διατριβή μου χρησιμοποίησα τον όρο ‘θεραπευτικοί τόποι’ για να εξηγήσω την ιατρική πρακτική του 19ου αι., σύμφωνα με την οποία το κλίμα διάφορων οικισμών ανά την υφήλιο χαρακτηριζόταν ως ιαματικό για ορισμένες παθήσεις (Στογιαννίδης, 2016: 50-73). Στις αρχές του 19ου αι. οι γιατροί στα Βρετανικά Νησιά αναζητούσαν θεραπεία για μια διαδεδομένη νόσο μεταξύ των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η φυματίωση πρόσβαλε τους νεαρούς φοιτητές, καλλιτέχνες και συγγραφείς. Εφόσον οι εύποροι αστοί μπορούσαν να καταβάλλουν τα έξοδα της ιατρικής επίσκεψης και περίθαλψης, οι γιατροί αναζήτησαν θεραπευτικά μέσα προσαρμοσμένα στις οικονομικές δυνατότητες αυτών των κοινωνικών ομάδων. Οι πρώτες ιδέες περιλάμβαναν την αποστολή νεαρών φυματικών στην εύκρατη Μεσόγειο (κεντρική Ιταλία, νότια Γαλλία, Επτάνησα). Αποτύπωναν τις σκέψεις τους σε πραγματείες, στις οποίες περιέγραφαν το φυσικό περιβάλλον (χλωρίδα, πανίδα, κλίμα) αυτών των περιοχών (Clark, 1820; Clark, 1829; Fisk, 1907; Johnson, 1890; Matthews, 1835; Weber & Weber, 1907) Σύντομα, παρατήρησαν ότι ο συνδυασμός της πλούσιας διατροφής με τις κλιματικές συνθήκες του ευρωπαϊκού νότου οδηγούσαν σε πρόσκαιρη ανάκαμψη της υγείας των ασθενών. Καθώς οι γιατροί συγκέντρωναν περισσότερα ενθαρρυντικά δεδομένα για τα μεσογειακά κλίματα οδηγήθηκαν σε μια επιστημονική θεωρία, η οποία έμεινε γνωστή ως ιατρική κλιματολογία. Ισχυρίζονταν δηλαδή ότι ειδικές κλιματικές συνθήκες μπορούσαν να καταπολεμήσουν τη νόσο της φυματίωσης και να παρατείνουν τον βίο των φορέων. Η θεωρία διαδόθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε ορισμένοι γιατροί να ισχυρίζονται ότι οι κλιματικές συνθήκες της Μεσογείου μπορούν να διαμορφωθούν τεχνητά σε διάφορα γεωγραφικά σημεία της υφηλίου. Έτσι, άρχισαν να προτείνουν τρόπους για να μειώσουν την εσωτερική υγρασία και να αυξήσουν τη φωτεινότητα των κτισμάτων, στα οποία θα περιέθαλπαν τους φυματικούς. Ένας από τους πιο γνωστούς υπερασπιστές αυτών των ιδεών υπήρξε ο Τζέιμς Κλαρκ (James Clark), ο μετέπειτα βασιλικός γιατρός της Βικτώριας της Αγγλίας (Clark, 1829). Ο Κλαρκ είδε από την πρώτη στιγμή ότι οι προτάσεις για μετεγκατάσταση των εύπορων φυματικών στη Μεσόγειο προκαλούσαν διαφυγόντα κέρδη στην εγχώρια οικονομία. Μετά από αρκετές καταγραφές των κλιματικών συνθηκών σε διαμορφωμένα και μη θέρετρα της Αγγλίας, δημιούργησε έναν κατάλογο με τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής που την καθιστούσαν κατάλληλη για να περιθάλπει φυματικούς και όσους έπασχαν από νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος (Στογιαννίδης, 2016:44-46). Ουσιαστικά, σε αυτό το σημείο είχε γεννηθεί ήδη η ιδέα του σανατορίου ως χώρου περίθαλψης των φυματικών. Όπως όλες οι ιδέες, χρειάστηκαν μερικές δεκαετίες και ορισμένοι πιονέροι γιατροί για να εμφανιστεί στις Άλπεις μεταξύ 1850-1860 ως νέα κατηγορία ιδρύματος περίθαλψης (Στογιαννίδης, 2016: 51-53). Μέχρι τα τέλη του 19ου αι. είχε καθιερωθεί στην κεντρική Ευρώπη ως τύπος ειδικού νοσοκομείου και χώρου απομόνωσης των φορέων μετάδοσης των μικροβίων (βακίλων). Η ιδέα της ανέγερσης ειδικών νοσοκομείων για την απομόνωση και την περίθαλψη των φυματικών διαδόθηκε συστηματικά σε όλη την ήπειρο και πέρα από τα γεωγραφικά της όρια μετά την εργαστηριακή τεκμηρίωση (1882) της μεταδοτικής φύσης της φυματίωσης από τον Ρόμπερτ Κοχ. Η αποκάλυψη της μεταδοτικότητας των μικροβίων οδήγησε στην ανάγκη περιορισμού των φορέων, ώστε να προστατευθεί το υγιές τμήμα της κοινωνίας. Ακολουθώντας τις ιδέες γιατρών όπως ο Κλαρκ, οι Έλληνες γιατροί στις αρχές του εικοστού αιώνα αναζητούσαν τόπο για την ανέγερση σανατορίων. Ήδη από τα τέλη του 19ου αι., οι φυματικοί Αθηναίοι κατέφευγαν στα δάση και τις εξοχές του Αμαρουσίου για να ανακουφιστούν από τη διαδεδομένη νόσο των πόλεων (Στογιαννίδης, 2016: 367-368). Είναι βέβαιο ότι πρόκειται για πρακτική που είχε ήδη διαδοθεί, αφού στον Τύπο δημοσιεύονταν σύντομα διηγήματα για φυματικούς που παραθέριζαν κάτω από τα δέντρα και δίπλα στα νερά της Πεντέλης (Η φθισική, 1888). Αυτά τα δημοσιεύματα μαζί με πιθανόν άλλα δεδομένα από την παρατήρηση του αττικού κλίματος οδήγησαν τους γιατρούς και προασπιστές της υγιεινολογίας Κωνσταντίνο Σάββα και Βασίλειο Πατρίκιο την άνοιξη του 1902 σε επιτόπια επίσκεψη στην Πεντέλη. Την ίδια περίοδο το Μέγαρο της Δούκισσας της Πλακεντίας είχε περιέλθει στην κατοχή του ελληνικού δημοσίου. Έτσι, οι δυο γιατροί και εκπρόσωποι του Πανελλήνιου Συνδέσμου κατά της Φυματιώσεως πρότειναν να λειτουργήσει το Μέγαρο στο εξής ως σανατόριο (Σκριπ, 23.04.1902; Στογιαννίδης, 2016: 258-259). Το ζήτημα της μετατροπής του Μεγάρου μεταφέρθηκε στο Κοινοβούλιο χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα. Ιδέες αξιοποίησής του κατατέθηκαν ξανά το 1919, όταν ο Κώστας Κιτσίκης ανέλαβε τη μελέτη μετατροπής του σε ξενοδοχείο-υδροθεραπευτήριο (Φεσσά-Εμμανουήλ & Μαρμαράς, 2005). Η Επιτροπή δεν κατέληξε αναφορικά με την επιλογή της Πεντέλης και τα ηνία πήρε η Σοφία Σλήμαν, η οποία προχώρησε στην οικοδόμηση ενός μικρού κτίσματος στην αγροτική περιοχή των Αμπελοκήπων. Η απόφαση της Σλήμαν και της επιτροπής να κτιστεί ένα λαϊκό σανατόριο το οποίο θα περιέθαλπε κατά προτεραιότητα τους φτωχούς φυματικούς σε αυτή τη θέση είχε κοινωνικό στίγμα. Τα βασικά κριτήρια ήταν η αναζήτηση μιας περιοχής που διέθετε δασικό περιβάλλον αλλά και η σχετικά κοντινή απόσταση από το κέντρο της πόλης. Αυτός ο τύπος των σανατορίων πόλης εφαρμόστηκε με επιτυχία στις αμερικανικές πόλεις. Η ανέγερση του ΣΩΤΗΡΙΑ ήταν η λύση που εν τέλει δόθηκε για την περίθαλψη των άπορων ή μεροκαματιάρηδων φυματικών, οι οποίοι ήθελαν να νοσηλεύονται σε ένα οικείο περιβάλλον και σε μικρή απόσταση από την οικογενειακή εστία τους. Η διοικητική διαδρομή του ΣΩΤΗΡΙΑ υπήρξε ανάλογη με τις κοινωνικές συνθήκες που διαμόρφωσε ο δεκαετής πόλεμος (Βαλκανικοί, Μικρασία). Φυματικοί πρόσφυγες και στρατιώτες συνέρρεαν στις πύλες του μικρού σανατορίου. Οι χορηγίες εύπορων πολιτών (Άμπετ, Οικονομίδης, Κυριαζίδης) επέτρεψαν στη διοίκηση να ανοικοδομήσει μικρές κλινικές, ώστε με μικρά βήματα να αυξηθεί η δυναμικότητα του σανατορίου σε κλίνες. Μετά την άφιξη των πολυάριθμων μικρασιατών στο λιμάνι του Πειραιά το ΣΩΤΗΡΙΑ δέχτηκε περισσότερα αιτήματα εισαγωγής από όσα μπορούσε να ανταποκριθεί με αποτέλεσμα να απορρίπτει αρκετούς ασθενείς. Οι φυματικοί που δεν γίνονταν δεκτοί κατασκήνωναν στα άλση που περιέβαλαν τις κλινικές. (Στογιαννίδης, 2016: 286-332) Η πίεση που ασκούσαν οι υπαίθριες κατασκηνώσεις των ασθενών σε ακατάλληλες και επιβαρυντικές για την υγεία τους συνθήκες προκάλεσε νέες πρωτοβουλίες. Η ανέγερση ιδιωτικών σανατορίων για την περίθαλψη ευκατάστατων φυματικών ήταν μια ιδέα που απασχόλησε Έλληνες επιχειρηματίες και πολιτικούς ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα. Μάλιστα, αρκετοί προσπάθησαν να συνεργαστούν με γιατρούς της Κεντρικής Ευρώπης, ώστε να δημιουργήσουν ένα δίκτυο εισαγωγής ασθενών από αυτές τις χώρες (Στογιαννίδης, 2016: 169-175). Σύμφωνα με τον Arnold η προτίμηση στα θέρετρα της Μεσογείου είχε προκύψει ως συνέχεια των πολύμηνων ταξιδιών των ευρωπαίων καλλιτεχνών και διανοούμενων στη νότια Ευρώπη (Arnold, 2012: 16-18). Τα περισσότερα εγχειρήματα ήταν μάλλον ανώριμα ή αρκετά μεγαλεπήβολα για την ανώριμη ελληνική οικονομία. Φαίνεται ότι ο χώρος της δημόσιας υγείας δεν ήταν ακόμη προετοιμασμένος για μεγάλους ιδιωτικούς οργανισμούς περίθαλψης. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι τοπικές κοινωνίες απώθησαν αυτούς τους σχεδιασμούς φοβούμενες τη μετάδοση των μολυσματικών μικροβίων. Μολονότι η ιδιωτική δραστηριότητα στον χώρο της υγείας συνδέεται με το οικονομικό κέρδος, το αδιέξοδο των πρώτων εγχειρημάτων για ιδιωτικά σανατόρια επιβεβαιώνει ότι οι περιρρέουσες κοινωνικές συνθήκες επηρεάζουν αυτές τις πρωτοβουλίες. Μερικές δεκαετίες αργότερα η διοικητική και οικονομική κατάρρευση του ΣΩΤΗΡΙΑ έκανε επιτακτική την ίδρυση άλλων οργανισμών που θα αναλάμβαναν την περίθαλψη των φυματικών πολιτών. Τα υπάρχοντα σανατόρια στα Χάνια, στη Θεσσαλονίκη και το μικρό σανατόριο της Πάρνηθας αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στα εκατοντάδες αιτήματα. Δεκάδες φυματικοί επέλεγαν να κατασκηνώσουν στα περίχωρα της Πεντέλης και στη Λυκόβρυση (Μαγκουφάνα), αναζητώντας τις ευεργετικές ιδιότητες του ήλιου και του καθαρού αέρα. Η ενισχυμένη παρουσία αυτών των ασθενών στη δασική ύπαιθρο, τα αιτήματα των Μαρουσιωτών για την απομάκρυνσή τους και το σταθερό ενδιαφέρον των γιατρών να εργαστούν σε μεγάλα νοσοκομεία, που θα εφάρμοζαν τα ευρωπαϊκά πρότυπα ενθάρρυναν ένα κύμα ανοικοδόμησης σανατορίων. Μολονότι το βουνό της Πεντέλης δεν είχε επιλεγεί στις αρχές του αιώνα, τη δεκαετία του 1930 έμοιαζε η ιδανική λύση για τη δημιουργία του ελληνικού Νταβός. Τα σανατόρια που κτίστηκαν στην Πεντέλη πλησίαζαν αρκετά στο μοντέλο των ιδιωτικών κεντροευρωπαϊκών σανατορίων και αποτέλεσαν μια απόπειρα απορρόφησης του συναλλάγματος που διέρρε έως τότε στα σανατόρια των χωρών αυτών. Πρόκειται για μεγάλα νοσοκομεία, τα οποία υιοθέτησαν τις μεσοπολεμικές αρχιτεκτονικές τάσεις και στόχευαν από την πρώτη ημέρα λειτουργίας τους να εξυπηρετήσουν εκείνους τους φυματικούς, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν να εισαχθούν στα κρατικά σανατόρια. Αυτό το εκτεταμένο εγχείρημα ανέγερσης σανατορίων φαίνεται ότι πέτυχε διότι πέρα από τα διαθέσιμα κεφάλαια είχε διατυπωθεί με αρκετή σαφήνεια το αίτημα περίθαλψης και απομάκρυνσης από τον δημόσιο χώρο των χιλιάδων φυματικών (Στογιαννίδης, 2017: 36-38; Στογιαννίδης, 2016: 221-253). Τα νέα σανατόρια της Πεντέλης ανανέωσαν σημαντικά τον αρχιτεκτονικό πλούτο της περιοχής και μετέτρεψαν στο τέλος της δεκαετίας του 1930 τις πλαγιές του βουνού σε ένα φυσικό πάρκο με θεραπευτικές ιδιότητες. Ανάμεσα στα πεύκα ξεπρόβαλλαν εντυπωσιακά συγκροτήματα που ενέπνεαν εμπιστοσύνη και ελπίδα για το μεσοπολεμικό πρόγραμμα περίθαλψης. Τα σανατόρια Παπαδημητρίου και Τσαγκάρη ανήκουν στην κατηγορία των μεγάλων σανατορίων (Εικόνας 1 & 2, Χάρτης 1). Μάλιστα, η περίπτωση Τσαγκάρη είναι μια περίπτωση μεγάλου επενδυτικού εγχειρήματος, αφού συμμετείχαν στην ανέγερση του Έλληνες επιχειρηματίες, βιομήχανοι, πολιτικοί και γιατροί (Εικόνες 3-4, Χάρτης 1).Οι θεραπευτικοί τόποι
Ιστορική αναδρομή στην περίθαλψη των απόρων και ευπόρων φυματικών στην Αθήνα
Εικόνες 1-4: Τα σανατόρια Παπαδημητρίου και Τσαγκάρη
Τα ιδιωτικά νοσοκομεία δεν απέβλεπαν όλα στην αύξηση του αρχικού κεφαλαίου. Το Σισμανόγλειο Φυματιολογικό Ινστιτούτο εντασσόταν στο ιδεολόγημα, που θεωρούσε την ευεργετική πολιτική συνώνυμο της αστικής κουλτούρας (Εικόνες 5-7). Το Σανατόριο Απόρων Φυματικών (αργότερα Φυματικών Δημοσίων Υπαλλήλων) ακολουθούσε το μοντέλο του ΣΩΤΗΡΙΑ, καθώς κτίστηκε από μια ομάδα φιλάνθρωπων αστών που θέλησαν να βοηθήσουν εκείνους τους φυματικούς που δυσκολεύονταν να επιβιώσουν (Εικόνες 8 & 9). Το Νοσηλευτικό Ίδρυμα Εργατών Θαλάσσης υπήρξε μια ιδιωτική πρωτοβουλία, της οποίας ηγήθηκε ένα οικονομικά ισχυρό επαγγελματικό σωματείο (Εικόνες 10 & 11). Το μεγάλο σανατόριο του Οίκου Ναύτου είναι ένα τεκμήριο των κοινωνικών διεκδικήσεων και διαμαρτυριών των μεσοπολεμικών επαγγελματικών σωματείων και βρίσκει αντιστοιχίες με το διεθνώς γνωστό σανατόριο των Ολλανδών εργατών αδαμαντωρυχείων (Zonnestraal).Εικόνες 5-11: Το Σισμανόγλειο Φυματικό Ινστιτούτο, το Σανατόριο Απόρων Φυματικών και το Νοσηλευτικό Ίδρυμα Εργατών Θαλάσσης.
Μέσα σε μια δεκαετία το βουνό της Πεντέλης μετατράπηκε από τόπος αυτοσχέδιων αντίσκηνων φυματικών παραθεριστών σε ελληνικό ‘Μαγικό Βουνό’. Η διαδρομή για αυτά τα σύγχρονα νοσοκομεία δεν ήταν εύκολη. Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα περισσότερα καταλήφθηκαν από τις δυνάμεις Κατοχής και στις μεταπολεμικές δεκαετίες εντάχθηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Εικόνες 12-15). Μετά την τελευταία οικονομική κρίση αρκετά από αυτά έχουν διακόψει ή περιορίσει τη λειτουργία τους. Ως εγκαταλελειμμένα κελύφη αδυνατούν να τεκμηριώσουν το παρελθόν τους, τον λόγο ίδρυσής τους και τελικά να συνδεθούν με τη μνήμη των σημερινών κατοίκων της Πεντέλης και των Μελισσίων. Κανένα από τα παλιά σανατόρια δεν φέρει οποιαδήποτε σήμανση για την εποχή της μεγάλης μετάδοσης της φυματίωσης, για τις αιτίες που οδήγησαν στην οικοδόμηση και στην εγκατάλειψή τους. Η αρχική αναφορά στη βιομηχανική αρχαιολογία αποσκοπούσε σε αυτό το κοινό χαρακτηριστικό. Όπως αρκετά ιστορικά πλέον βιομηχανικά συγκροτήματα παραμένουν εγκαταλελειμμένα μέσα στον αστικό ιστό, αυτά τα σανατόρια χάνονται πλέον μέσα στα πεύκα αποστερημένα οποιασδήποτε μνήμης και ιστορικού πλαισίου. Οι Alfrey και Putnam υποστηρίζουν ότι η διατήρηση των μνημείων αποκτά νόημα μόνο όταν επιτυγχάνει να θυμίζει το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά δημιουργήθηκαν και να εμπλέκει διαφορετικές ομάδες κοινού μέσα από προγράμματα δημόσιας ιστορίας (Alfrey & Putnam, 1996: 179-183).
Τα παραδείγματα επιτυχούς διαχείρισης ιστορικών νοσοκομείων παρουσιάζουν αρκετές διαφορές. Στη Βαρκελώνη το ιστορικό νοσοκομείο Sant Pau γέννημα του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού έχει διατηρηθεί πλήρως και σήμερα λειτουργεί ως μουσείο, το οποίο αναδεικνύει την πρότερη χρήση του κτηρίου (Εικόνες 16-18). Ο επισκέπτης γνωρίζει όλες εκείνες τις τεχνολογικές καινοτομίες στις οποίες οδηγήθηκαν οι αρχιτέκτονες για να βελτιώσουν τις συνθήκες περίθαλψης των ασθενών και τις εντυπωσιακές αισθητικές διακοσμήσεις, που σχεδιάστηκαν για να ανακουφίσουν την απόγνωση των ασθενών και να υπογραμμίσουν την ευρωστία της αστικής τάξης. Το συγκεκριμένο συγκρότημα νοσκομειακών κτιρίων διαθέτει ιστορικό αρχείο της λειτουργίας του, το οποίο επέτρεψε μια συνεπή αρχιτεκτονική αποκατάσταση και δίνει τη δυνατότητα έρευνας και κατανόησης του παρελθόντος του. Η αποκατάσταση ξεκίνησε το 2009, όταν το νοσοκομείο μεταφέρθηκε σε νέες εγκαταστάσεις. Το πρόγραμμα αποκατάστασης χρηματοδότησαν έως τώρα ο Δήμος Βαρκελώνης, η Περιφέρεια της Βαρκελώνης, η Γενική Διοίκηση της Καταλονίας, η Ισπανική Κυβέρνηση και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης. Το πρόγραμμα δεν έχει ολοκληρωθεί, καθώς απομένουν 4 από τις 12 πτέρυγες του νοσοκομείου μαζί με τα βοηθητικά κτίσματα. Κάθε οικοδόμημα του συγκροτήματος εντάσσεται στο πρόγραμμα αποκατάστασης μόνο όταν κατατεθεί ένα βιώσιμο πλάνο λειτουργίας του (Conejo da Pena, Villatoro, Nebot, & Fugueras, 2014).
Αντίστοιχα, η αποκατάσταση του εντυπωσιακού σανατορίου Joseph Lemaire στο Βέλγιο ξεκίνησε μόλις το 2008 μετά από δεκαετίες εγκατάλειψης για να αποκτήσει νέα χρήση ως χώρος φιλοξενίας ηλικιωμένων. Πρόκειται για ένα σανατόριο που σχεδίασε με βάση τις επιταγές του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού ο Βέλγος αρχιτέκτονας Maxime Brunfaut (1909-2003), ο οποίος ήταν ουτοπιστής και οραματιζόταν μια αταξική κοινωνία με ευκαιρίες και παροχές για όλους (Putzolu, 2017). Η αποκατάσταση δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Ο κεντρικός άξονας αυτού του προγράμματος επανάχρησης είναι να διατηρήσει το συγκρότημα τον παλαιό άξονα λειτουργίας του ως χώρος περίθαλψης και να επιστρέψει στις τοπικές κοινότητες ένα υλικό αποτύπωμα του παρελθόντος με βιώσιμες προοπτικές. Τη χρηματοδότηση του έργου ανέλαβε το Υπουργείο Πολιτισμού της χώρας μετά από τις πιέσεις που άσκησε η διεθνής οργάνωση για την προστασία της κληρονομιάς του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού (DOCOMOMO).
Τα εγκαταλελειμμένα σανατόρια δεν είναι μόνο χώροι περίθαλψης σωμάτων. Πρόκειται για ιστορικούς τόπους κοινωνικής μνήμης, αφού γεννήθηκαν μέσα από ειδικές κοινωνικές συνθήκες, άλλοτε ως επίμονο αίτημα επαγγελματικών ενώσεων και για αρκετά χρόνια περιέθαλψαν μεγάλους αριθμούς Ελλήνων πολιτών. Τα κελύφη τους εξακολουθούν να τεκμηριώνουν την αρχιτεκτονική σκέψη και το όραμα προηγούμενων εποχών. Η επανάχρησή τους θα διατηρήσει αυτή την αρχιτεκτονική σύνθεση, ενώ μπορεί να δώσει νέα πνοή στη σχέση της αρχιτεκτονικής με το φυσικό περιβάλλον. Όλες οι μεγάλες εγκαταστάσεις δεν μπορούν να μετατραπούν σε ιστορικά μουσεία. Εναλλακτική πρόταση, όπως η μετατροπή των παλαιών σανατορίων σε ένα συγκρότημα γηροκομείων ή άλλων χρήσεων ανάλογα με τις ανάγκες των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής θα μπορούσε να αποδειχθεί σωτήρια λύση και να λειτουργήσει ως παράδειγμα αξιοποίησης της ιστορικής κληρονομιάς. Η δημιουργία χώρων ιστορίας ή μνήμης μέσα σε ενεργά νοσοκομεία θα μπορούσε να λειτουργήσει ενισχυτικά για την ψυχική κατάσταση των νοσηλευόμενων και των συγγενών τους, ειδικά αν αναδείκνυε όλες τις ιστορικές διαδρομές και τις κοινωνικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες προέκυψαν αυτοί οι οργανισμοί.
Μέχρι πρόσφατα ένα μέσο προστασίας των νεότερων μνημείων ήταν ο χαρακτηρισμός τους ως διατηρητέων από τις υπηρεσίες κυρίως του Υπουργείου Πολιτισμού και άλλοτε του πρώην Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Σήμερα η ελληνική κοινωνία έχει εξοικειωθεί με την πολιτιστική αξία αυτών των μνημείων μέσα από τα πολλά παραδείγματα και προγράμματα εκπαίδευσης, ώστε τη θέση των χαρακτηρισμών θα μπορούσαν να πάρουν ολοκληρωμένα σχέδια ανάδειξης και αξιοποίησης αυτών των συγκροτημάτων. Αν η επανάχρηση των βιομηχανικών κτιρίων συχνά ανακόπτεται από τις δυσκολίες που παρουσιάζει η διαρρύθμιση των εσωτερικών χώρων τους, στα μεγάλα νοσοκομειακά συγκροτήματα απουσιάζουν αυτές οι τεχνικές δυσκολίες. Τα περισσότερα κτήρια είχαν ικανά ανοίγματα που επέτρεπαν στο ηλιακό φως να μπει στους θαλάμους των ασθενών.
Η διατήρηση και επανένταξη αυτών των κτιρίων στον ιστό της πόλης θα σημάνει την ανάκτηση μιας λησμονημένης εμπειρίας που δεν συνδέεται μόνο με μια μεταδοτική ασθένεια αλλά και με τα προγράμματα αντιμετώπισής της. Ίχνη όσων προηγήθηκαν της ανοικοδόμησης των σανατορίων και των χρόνων που λειτούργησαν εντοπίζουμε μόνο στα αρχεία των τραπεζών, σε ιατρικά και αρχιτεκτονικά περιοδικά και στον Τύπο της εποχής. Πρόκειται για μια ιστορία που διαφεύγει των μεγάλων αφηγημάτων και της οποίας την επιβίωση εξασφαλίζει μόνο η διατήρηση των υλικών τεκμηρίων (κατασκευές, αρχεία). Το πείραμα του κράτους πρόνοιας δεν υπήρξε μια στιγμιαία σύλληψη αλλά προϊόν κοινωνικών διεργασιών και μακροχρόνιων ωσμώσεων. Η διατήρηση της μνήμης σε συνάρτηση με τον αστικό χώρο είναι μια υποχρεώση, την οποία δεν μπορούμε να αποποιηθούμε ως ενεργοί πολίτες και συλλογικότητες. Η ειδική θέση και χωροταξία των σανατορίων δημιουργούν έναν νέο διάλογο με το δασικό περιβάλλον και είναι ένας πρόσθετος λόγος για την επανένταξή τους στους τόπους μνήμης.
Στογιαννίδης, Γ. (2022) Ανασύροντας τη ‘χαμένη’ πόλη των φυματικών μέσα από τα αρχεία. Τα σανατόρια της Πεντέλης, μια ευκαιρία για την ιστορία των νοσοκομείων, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/τα-σανατόρια-της-πεντέλης/ , DOI: 10.17902/20971.109
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η πρωτεύουσα είχε παραδοσιακά γυρισμένη την πλάτη στη θάλασσα και ο Πειραιάς, που λειτουργούσε πάντα ως ξεχωριστή ενότητα, χρησιμοποιούσε τη θάλασσα πρωτίστως για μεταφορές και εμπόριο. Το παραλιακό μέτωπο δεν ήταν ποτέ επίκεντρο έντονης οικιστικής ανάπτυξης για την πρωτεύουσα. Η περιοχή από το Ελληνικό μέχρι τη Βάρκιζα, δηλαδή το κεντρικό τμήμα της λεγόμενης «Αθηναϊκής Ριβιέρας» (όρος στη λογική του μεσιτικού place branding), ήταν αραιοκατοικημένη μέχρι τη δεκαετία του 1980 και πολλοί πυρήνες των οικισμών της δεν ήταν πάνω στο κύμα. Αντίθετα, σε κεντρικά σημεία του παραλιακού μετώπου βρίσκονταν επί πολλές δεκαετίες αθλητικές και άλλες εγκαταστάσεις μεγάλης έκτασης –όπως το παλιό αεροδρόμιο και ο Ιππόδρομος που μετακινήθηκαν στα Σπάτα και στο Μαρκόπουλο αντίστοιχα, αλλά και το γήπεδο Καραϊσκάκη και το στάδιο Ειρήνης και Φιλίας που παραμένουν. Οι πιο κεντρικοί οικισμοί της παραλίας (Νέο Φάληρο, Μοσχάτο, Καλλιθέα), επίσης δεν είχαν το κέντρο τους στο παραλιακό μέτωπο. Ακόμη και στο Παλαιό Φάληρο, που αποτελούσε περιοχή αναψυχής με κεντρικό στοιχείο τη θάλασσα, η δυναμική της οικιστικής του ανάπτυξης τροφοδοτήθηκε από την επιθυμία των ξεριζωμένων Κωνσταντινοπουλιτών της δεκαετίας του 1950 να έχουν την επαφή με τη θάλασσα που είχαν συνηθίσει.
Πηγή: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου δημιουργήθηκαν εξοχικοί συνοικισμοί στα πρότυπα των προαστείων-κηπουπόλεων, με συγκεκριμένα πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά πρότυπα, στα προάστεια της Αθήνας από ιδιώτες επιχειρηματίες. Για την ανάπτυξη του παραλιακού μετώπου σημαντικό ρόλο έπαιξε η ανάπτυξη των υποδομών, του οδικού δικτύου από το Φάληρο μέχρι τη Βουλιαγμένη, που κατασκευάστηκε εκείνη την περίοδο. Το 1922 έγινε το πρώτο σχέδιο για την περιοχή της Ευρυάλης (Γλυφάδα) που επεκτάθηκε το 1925, ενώ το 1926 εγκρίθηκε το σχέδιο και ο οικοδομικός κανονισμός για τον συνοικισμό του Αλίμου (Καλαμάκι), τον συνοικισμό «Τράχωνες» (σημερινή Αργυρούπολη), και τη Βούλα. Εξαίρεση αποτελεί το Παλαιό Φάληρο το οποίο σχεδιάστηκε από την αρχή (1880) ως θέρετρο. Κατά την δεκαετία του 1930 στη ευρύτερη περιοχή ιδρύθηκαν και οικοδομικοί συνεταιρισμοί, όπως στις περιοχές της Βούλας και της Βάρκιζας (βλ. Καυκούλα, 1990).
Παράλληλα, το παραλιακό μέτωπο δεν ήταν ποτέ τόπος μαζικής προαστιακής συγκέντρωσης των υψηλών κοινωνικοεπαγγελματικών ομάδων της Αθήνας, όπως το Ψυχικό, η Φιλοθέη, η Κηφισιά και η Εκάλη. Υπήρξε τόπος παραθερισμού με σχετικώς διαταξικό χαρακτήρα, που σταδιακά μετατράπηκε σε περιοχή μόνιμης κατοικίας. Στην κοινωνική του φυσιογνωμία κυριαρχούσαν τα μεσαία στρώματα, χωρίς έντονη παρουσία εργατικών κατηγοριών και με λίγες και χωρικά εντοπισμένες συγκεντρώσεις μεγαλοαστικών ομάδων.
Η δημογραφική και κοινωνική εξέλιξη του παραλιακού μετώπου, σε σύγκριση με ορισμένες άλλες περιοχές της αθηναϊκής μητρόπολης, συνοψίζεται στον Πίνακα 1. Πληθυσμιακά το τμήμα από το Φάληρο μέχρι τη Βάρη-Βούλα-Βουλιαγμένη παρουσιάζει σημαντική αύξηση πληθυσμού (+26%) την περίοδο 1991-2021, όταν η αύξηση στο σύνολο της πόλης ήταν 3,8% και στο τμήμα του μετώπου από τον Πειραιά μέχρι την Καλλιθέα ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 19% και στο κέντρο της Αθήνας κατά 23%. Όσον αφορά την κοινωνική φυσιογνωμία, το παραλιακό μέτωπο από το Παλαιό Φάληρο μέχρι τη Βουλιαγμένη παρουσιάζει σημαντική άνοδο της κοινωνικής φυσιογνωμίας την περίοδο 1991-2011, όπως αυτή καταγράφεται από το ποσοστό των υψηλών επαγγελματικών κατηγοριών –διευθυντικών στελεχών και επιστημονικών και ελεύθερων επαγγελματιών– σε σχέση με το ποσοστό των ίδιων κατηγοριών στο σύνολο της πόλης. Η αλλαγή αυτή της κοινωνικής φυσιογνωμίας είναι αντίθετη με αυτή που καταγράφεται σε όλες τις υπόλοιπες περιοχές της πόλης που αναφέρονται στον Πίνακα 1. Ο Δήμος Αθηναίων παρουσιάζει σημαντική μείωση των υψηλών επαγγελματικών κατηγοριών, με το ποσοστό τους να μειώνεται από 1,21 φορές το μέσο ποσοστό της πόλης το 1991 σε 0,92 φορές το 2011. Ακόμη και οι περιοχές με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση των κατηγοριών αυτών –όπως ο Δήμος Φιλοθέης-Ψυχικού– καταγράφουν σχετική μείωση κατά την ίδια περίοδο. Συνολικά, καταγράφεται μια σύγκλιση της κοινωνικής φυσιογνωμίας του παραλιακού μετώπου (Φάληρο-Βουλιαγμένη) με εκείνη των περιοχών συγκέντρωσης των υψηλών και ιδίως των υψηλών-μεσαίων επαγγελματικών κατηγοριών στα βορειοανατολικά προάστια της πόλης.
Πηγή: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015) για 1991 και 2011 και ΕΛΣΤΑΤ (2022)
Πηγή: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015) για 1991 και 2011 και ΕΛΣΤΑΤ (2022)
Η Βουλιαγμένη, που θεωρείται σήμερα περιοχή κατοικίας υψηλών κοινωνικοπεγγαλματικών ομάδων, παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της. Το κέντρο του οικισμού της –στη δυτική πλαγιά του λόφου που τη χωρίζει από τη Βάρκιζα (Εικόνα 1)– ήταν παλιά διάσπαρτο από ξύλινες μονώροφες παραθεριστικές παράγκες που σταδιακά αντικαταστάθηκαν από σύγχρονες κατασκευές. Αυτό το τμήμα του οικισμού αλλοιώθηκε σημαντικά επί δικτατορίας, οπότε και κατασκευάστηκαν πολυώροφες πολυκατοικίες, πολλές φορές χαμηλής ποιότητας (Εικόνες 2-3), με ώθηση από τη μεγάλη αύξηση του συντελεστή δόμησης (Εικόνες 4-5).
Οι γύρω περιοχές που εποικίστηκαν αργότερα, δηλαδή τα χαμηλότερα σημεία στις δύο πλευρές του λόφου που χωρίζει τη Βουλιαγμένη από τη Βάρη και τη Βούλα (Εικόνες 6-7), προσέλκυσαν νεότερα υψηλά-μεσαία στρώματα σε μονάδες τύπου μεζονέτας ή μικρής πολυκατοικίας, καθώς οι συντελεστές δόμησης είχαν εν τω μεταξύ μειωθεί και ο στεγαστικός δανεισμός για τέτοια ακίνητα ήταν απρόσιτος για ομάδες χαμηλότερου εισοδήματος. Οι μεγαλοαστικές ομάδες στην περιοχή συγκεντρώνονται, εδώ και πολλές δεκαετίες, στην άκρη της χερσονήσου στο Καβούρι (Εικόνα 8) και, πιο πρόσφατα, γύρω από την είσοδο του ερευνητικού κέντρου «Αλέξανδρος Φλέμιγκ», πάνω στο μικρό δρόμο που ενώνει τη Βουλιαγμένη με τη Βάρη (Εικόνα 9).
Μεγάλο διακύβευμα για το μέλλον της ευρύτερης περιοχής είναι η προνομιακή και αδόμητη, μέχρι σήμερα, περιοχή της Φασκομηλιάς, κατά μήκος του παραλιακού δρόμου που συνδέει τη Βουλιαγμένη με τη Βάρκιζα (Εικόνα 10). Τα σχέδια αξιοποίησης της περιοχής από την ιδιοκτήτρια Εκκλησία της Ελλάδος έχουν εμποδιστεί κατά καιρούς από τις δημοτικές αρχές και από προστατευτικές διατάξεις σε κεντρικότερο επίπεδο. Η μεταφορά, ωστόσο, της αξιοποίησης της «Αθηναϊκής Ριβιέρας» στο ΤΑΙΠΕΔ (Χατζηγεωργίου 2022) και ο επιθετικός επενδυτικός προσανατολισμός της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας για την παραλιακή ζώνη «Πειραιάς-Σούνιο», δημιουργούν σοβαρές ανησυχίες για το περιβαλλοντικό και κοινωνικό μέλλον αυτού του κομματιού του παραλιακού μετώπου της Αττικής.
Αν το μέλλον της αδόμητης Φασκομηλιάς εξακολουθεί να αποτελεί διακύβευμα, υπάρχουν πολλές άλλες εξελίξεις τα τελευταία χρόνια που δείχνουν καθαρά την κατεύθυνση που έχουν πάρει τα πράγματα.
Η οικοδομική δραστηριότητα, που είχε περιοριστεί επί πολλά χρόνια, έχει έντονα αναζωογονηθεί τελευταία. Αυτό αφορά νέες οικοδομές στην περιφέρεια των οικισμών, αλλά κυρίως την ανέγερση πολυτελών πολυκατοικιών (συχνά με ιδιωτική πισίνα ανά διαμέρισμα) στη θέση παραθεριστικών μονοκατοικιών και μικρών πολυκατοικιών παλαιάς κατασκευής. Πρόκειται για δραστηριότητα που παρατηρείται πολύ στη Βουλιαγμένη, τη Βούλα, τη Γλυφάδα, τη Βάρκιζα (Εικόνες 11-22). Σε ένα μικρό δρόμο στη Βουλιαγμένη, δεύτερο παράλληλο από την παραλιακή λεωφόρο όπου η οικοδομική δραστηριότητα ήταν μηδενική επί πολλά χρόνια, ανεγείρονται ταυτόχρονα τρεις νέες οικοδομές παράλληλα με ακόμη περισσότερες ανακαινίσεις σε μήκος πέντε οικοδομικών τετραγώνων.
Οι νέες κατασκευές δίνουν την εντύπωση μιας περιβαλλοντικά ευαίσθητης αρχιτεκτονικής –κάτι που δεν ισχύει κατ’ανάγκη– η οποία ακολουθεί ένα πρότυπο κατασκευών του παντού και του πουθενά, απρόσωπων και ρευστών, χωρίς αναφορές στο συγκείμενο που τις περιβάλλει. Παράλληλα, οι κατασκευές αυτές δομούν με σαφήνεια την απομόνωση των οικιστών από τον φυσικό και κοινωνικό περίγυρό τους. Ο χώρος της κατοικίας απομονώνεται οπτικά και οχυρώνεται «αμυντικά» από το δρόμο με ψηλούς μαντρότοιχους και φυσικά εμπόδια για την ασφάλεια προσώπων και περιουσίας, ενώ απομακρύνεται και από τη θάλασσα, η οποία είναι μεν κοντά αλλά λειτουργεί ως σκηνικό, αντικαθιστάμενη λειτουργικά από την ιδιωτική πισίνα. Χτίζονται έτσι αυτοαναφορικές νησίδες οικιστικής πολυτέλειας [1] για όσους μπορούν να τις αποκτήσουν (Εικόνες 23-28).
Πηγή: AIRDNA.co, 5/08/2022
Η αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα σχετίζεται προφανώς με την αυξημένη ζήτηση. Αυτή αφορά εγχώρια ζήτηση ευκατάστατων νοικοκυριών που επιλέγουν να μετακινηθούν προς την παραλία –πρόσφατα και ως απότοκο της πανδημίας– αλλά κυρίως αφορά ζήτηση από το εξωτερικό. Η τελευταία περιλαμβάνει τη ζήτηση για τουριστική βραχυχρόνια μίσθωση, καθώς και για πιο μακροπρόθεσμη μίσθωση (αυτή των ψηφιακών νομάδων, για παράδειγμα) ή για επένδυση με στόχο την εκμετάλλευση της γενικώς αυξημένης ζήτησης για καταλύματα στην περιοχή. Η αυξημένη ζήτηση στο παραλιακό μέτωπο αντικατοπτρίζεται στο χάρτη των αγγελιών για βραχυχρόνια μίσθωση (χάρτης 10), και στην μικροτερη μείωση της ζήτησης στην παραλία σε σύγκριση με την υπόλοιπη μητροπολιτική περιοχή (Ρουσάνογλου 2022). Συγχρόνως, η παρουσία ζήτησης από το εξωτερικό αναδεικνύεται και μέσα από πολλές μικροϊστορίες: σε μικρή οικογενειακή πολυκατοικία με πέντε διαμερίσματα κατασκευασμένη το 1966, σε κεντρικό δρόμο στη Βουλιαγμένη, πωλήθηκαν από τον αρχικό ιδιοκτήτη δύο διαμερίσματα (το πρώτο τη δεκαετία του 1970 και το δεύτερο τη δεκαετία του 2000) στον ίδιο Έλληνα αγοραστή, που τα χρησιμοποίησε για παραθεριστική κατοικία της οικογένειάς του και μακροπρόθεσμη επένδυση.
Μετά από 50 χρόνια σταθερών ιδιοκτησιακών σχέσεων και ιδιόχρησης, η μικρή αυτή πολυκατοικία έχει αποκτήσει αυξημένη κινητικότητα στις μεταβιβάσεις, τους χρήστες και την εθνοτική φυσιογνωμία. Ο κληρονόμος του αγοραστή των δύο διαμερισμάτων, τα πούλησε το 2017: το ένα σε νεαρή Αιγύπτια, κάτοικο Λονδίνου και κάτοχο χρυσής βίζας, η οποία προσπαθεί να το νοικιάσει στην αγορά της βραχυχρόνιας ή/και της σταθερής μίσθωσης και το άλλο σε Λιβανέζο επενδυτή, ο οποίος με τη σειρά του το πούλησε σε Κινέζο επενδυτή που προσπαθεί να το αξιοποιήσει μέσω Κυπριακής εταιρείας διαχείρισης ακινήτων. Τα υπόλοιπα τρία ανήκουν στην οικογένεια της κληρονόμου των αρχικών ιδιοκτητών, με το μεγάλο οροφοδιαμέρισμα του επάνω ορόφου να κατοικείται εδώ και 45 χρόνια από την ίδια και το σύζυγό της, το ισόγειο να λειτουργεί ως αποθήκη και εκείνο του πρώτου ορόφου να κατοικείται από το 2021 από Γερμανίδα δημοσιογράφο εγκατεστημένη μόνιμα στην Ελλάδα. Το διαμέρισμα αυτό ανακαινίστηκε το 2018, αρκετά χρόνια μετά το θάνατο των γονιών της ιδιοκτήτριας που ζούσαν εκεί και μετά από μια σύντομη απόπειρα εκμετάλλευσής του με βραχυχρόνια μίσθωση. Ανάλογες ιστορίες μπορεί κανείς να βρει σε πολλά κτήρια της περιοχής που πλέον μπαίνουν στο νέο ρυθμό της αγοράς, έστω και αν δεν μοιάζουν να πληρούν τις προϋποθέσεις (Εικόνες 29-30).Εικόνες 29-30: Παλιές κατασκευές στο σημερινό ρυθμό της αγοράς ακινήτων στη Βουλιαγμένη
Το οικιστικό απόθεμα στο παραλιακό μέτωπο της Αθήνας βρισκόταν στα χέρια μεσαίων στρωμάτων της πόλης, με διακυμάνσεις στην κοινωνική φυσιογνωμία ανά περιοχή. Αφορούσε ιδιόκτητη παραθεριστική κατοικία που προοδευτικά μετατράπηκε σε μόνιμη, παραμένοντας ωστόσο –αν όχι στους ίδιους κατόχους και χρήστες– κοινωνικά στην ίδια πελατεία. Η παρουσία των υψηλότερων κοινωνικών κατηγοριών ήταν σημειακή και σχετικώς διακριτική, με την έννοια ότι αποκτούσαν προνομιακά μεν ακίνητα, αλλά με βασικό στόχο την ιδιόχρηση και όχι την εμπορική εκμετάλλευσή τους. Ακόμη και οι μεγάλες ξενοδοχειακές επενδύσεις στην περιοχή –όπως ο Αστέρας Βουλιαγμένης– είχαν, παρά την ελιτίστικη φυσιογνωμία τους, ένα δημόσιο χαρακτήρα που δεν δημιουργούσε πολλαπλασιαστικές συνέπειες κοινωνικού αποκλεισμού στις γύρω περιοχές.
Τα τελευταία χρόνια, κυρίως από το 2016-17 και μετά, η κατάσταση άλλαξε σημαντικά με τα ακίνητα να μετατρέπονται από (κυρίως) αξίες χρήσης σε επενδυτικά προϊόντα γρήγορης απόσβεσης και εύκολου κέρδους. Αυτό αύξησε την κινητικότητα στην αγορά κατοικίας, με τις αλλαγές της τελευταίας περιόδου να εντείνουν τους διαχωρισμούς που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1990 με το στεγαστικό δανεισμό. Ο δανεισμός εκείνης της περιόδου αύξησε τις τιμές των ακινήτων και οδήγησε στον σταδιακό αποκλεισμό των χαμηλότερων και χαμηλών-μεσαίων στρωμάτων από την πρόσβαση στην ιδιοκατοίκηση σε όλο και περισσότερες περιοχές της πόλης. Αυτό που έχει προκύψει –και που αναμένεται να ενταθεί πολύ περισσότερο τα επόμενα χρόνια– είναι η αλλαγή της κοινωνικής φυσιογνωμίας του παραλιακού μετώπου, με χαρακτηριστικό τον αυξανόμενο κοινωνικό αποκλεισμό όχι μόνο από την κατοικία, αλλά και από δημόσια αγαθά και υπηρεσίες.
Η αυξημένη ζήτηση για το παραλιακό μέτωπο φαίνεται και από την αυξημένη προσέλευση νέων ανθρώπων για δραστηριότητες στη θάλασσα. Η εξοικείωση του γενικού πληθυσμού της Ελλάδας με τη θάλασσα ως πόλου έλξης για δραστηριότητες και αναψυχή άργησε και ήταν ξενόφερτη, παρά τη γεωμορφολογία της χώρας και τη ναυτοσύνη πολλών Ελλήνων, που αφορούσε όμως συγκεκριμένους τόπους, δημιουργούσε επαγγελματική σχέση με τη θάλασσα και δεν ήταν μεταδοτική. Σήμερα, όταν φυσάει δυνατός νότιος άνεμος και σηκώνει κύμα στον κόλπο της Βουλιαγμένης, εμφανίζονται πολλές δεκάδες νέων με πλήρη εξάρτηση –μαύρες ισοθερμικές στολές, ιστιοσανίδες, σανίδες surf και αετούς ρυμούλκησης– ανεξάρτητα από την εποχή (Εικόνα 31). Η ελεύθερη πρόσβασή τους στη θάλασσα περιορίζεται πλέον σε ένα μικρό κομμάτι ακτής ανάμεσα στην κεντρική πλαζ και στο Ναυτικό Όμιλο Βουλιαγμένης, με τη στάθμευση πολύ προβληματική και με το μισό αυτού του ελεύθερου κομματιού να έχει παραχωρηθεί σε ιδιώτη που νοικιάζει ξαπλώστρες (Εικόνες 32-33).
Η ελεύθερη πρόσβαση στη θάλασσα κοντεύει πλέον να εξαφανιστεί. Ελάχιστα σημεία στον κόλπο της Βουλιαγμένης μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς αντίτιμο και η πρόσβαση σε αυτά είναι αδύνατη για άτομα με κινητικά προβλήματα, ενώ και η στάθμευση έχει γίνει πολύ δύσκολη, καθώς κοντά στην παραλία όλες οι θέσεις έχουν μετατραπεί σε ιδιωτικά πάρκινγκ των κέντρων και των παραχωρημένων ακτών που βρίσκονται κοντά τους. Τα Σαββατοκύριακα είναι σχεδόν αδύνατο κανείς να βρει τραπέζι χωρίς κράτηση στα παραλιακά κέντρα και να μη χρησιμοποιήσει την ομάδα των παρακαδόρων του κάθε κέντρου, πρακτική που θυμίζει την ανεξέλεγκτη ιδιωτική οργάνωση της εστίασης στο Ortaköy της Κωνσταντινούπολης. Τα περισσότερα κέντρα πάνω στην παραλία είναι ακριβά (το κιλό φρέσκου ψαριού κυμαίνεται από € 65 ως € 120) αλλά δεν συναγωνίζονται τα πολύ ακριβότερα μέσα και δίπλα στον Αστέρα Βουλιαγμένης. Φθηνότερες εκδοχές εστίασης υπάρχουν στον παράδρομο της λεωφόρου και δίπλα από την κεντρική Πλατεία της Βουλιαγμένης , με πιο προσιτή επιλογή γνωστό σουβλατζίδικο και μια πιο μοντέρνα εκδοχή του. Ανάμεσά τους παλιό ζαχαροπλαστείο-εστιατόριο που άνοιξε με κέρδη από το Προ-Πο τη δεκαετία του 1970 και σήμερα απευθύνεται σε μεγάλες ηλικίες ακολουθώντας πρότυπα προηγούμενης εποχής. Στην ίδια περιοχή ανταγωνίζονται καινούρια μαγαζιά για brunch που προβάλει το Lifo, απρόσωπα all day bars, οικογενειακά παγωτατζίδικα και μια παλιά ταβέρνα από τη δεκαετία του 1960 που προσπαθεί να επιβιώσει χωρίς να αλλάξει ριζικά (Χάρτης 11). Ο χώρος των υπηρεσιών αναψυχής είναι διεκδικούμενος σε αυτό το επίπεδο –όπως φαίνεται και από την περιορισμένη διάρκεια ζωής πολλών μονάδων– ενώ ο ανταγωνισμός είναι σχεδόν ανύπαρκτος για τις υπηρεσίες που απευθύνονται στο πολύ υψηλό επίπεδο κατανάλωσης.
Πηγή: Επιτόπια καταγραφή
Η νέα επένδυση στον Αστέρα Βουλιαγμένης με κεφάλαια από το Κουβέιτ, το Αμπού Ντάμπι και την Τουρκία έχει δώσει μια μεσανατολική χροιά στις υπηρεσίες που προσφέρει (Εικόνα 34) αλλά αυτό είναι απλώς το επίχρισμα. Η ουσία βρίσκεται στα νέα προϊόντα και στον τρόπο που τα προσφέρει. Βάση για την επένδυση αποτελεί τόσο η φυσική ομορφιά της περιοχής, όσο και η ιστορία συνεχούς εξυπηρέτησης της αθηναϊκής, αλλά και της διεθνούς, ελίτ από το τέλος της δεκαετίας του 1950 (Νένες 2021). Σε σχέση με το παρελθόν που ο κοινωνικός αποκλεισμός από τις υπηρεσίες του Αστέρα επιτελούνταν περισσότερο στη βάση κοινωνικών και πολιτισμικών προτύπων, ο νέος αποκλεισμός οικοδομείται με τα απροσπέλαστα οικονομικά όρια. Το κόστος διανυκτέρευσης στα φθηνότερα δωμάτια των δύο ξενοδοχείων που ανακαίνισε η κοινοπραξία είναι πολύ υψηλότερο από το βασικό μισθό και είναι στο ίδιο περίπου επίπεδο με το μηνιαίο ενοίκιο ενός ανακαινισμένου διαμερίσματος 80τμ στην κεντρική Βουλιαγμένη. Στην περιοχή της προκυμαίας που βλέπει τον Σαρωνικό, όπου κατεδαφίστηκε το τρίτο ξενοδοχείο του συγκροτήματος, η κοινοπραξία φτιάχνει 13 βίλες που αποτιμώνται σε € 50 εκατομμύρια η καθεμία και αποτελούν κεντρικό πυλώνα της επένδυσης στην αγορά ακινήτων της περιοχής (Εικόνα 35). Στην άλλη πλευρά της χερσονήσου, που βλέπει τον κόλπο της Βουλιαγμένης, η κοινοπραξία αναδιαμορφώνει και διευρύνει τη μαρίνα επεκτείνοντας τον λιμενοβραχίονα και βαθαίνοντας τον πυθμένα της για να φιλοξενεί περισσότερα και μεγαλύτερα σκάφη (Εικόνες 36-37), παρά τις αντιρρήσεις τοπικών παραγόντων και περιβαλλοντικών οργανώσεων όσον αφορά τις επιπτώσεις στη βιωσιμότητα του κόλπου.
Το είδος της επένδυσης έχει δώσει συγκεκριμένη φυσιογνωμία και στις υπόλοιπες υπηρεσίες του συγκροτήματος. Τα εστιατόρια του Αστέρα απευθύνονται σε μια ζήτηση που δεν αφορά, σε πολύ μεγάλο βαθμό, τους κατοίκους της πόλης. Στο «Πέλαγος» το μενού γευσιγνωσίας με εννέα πιάτα κοστίζει 260 ευρώ, με τα ποτά. Στο γιαπωνέζικο Mathuhisa, τα περισσότερα ζεστά πιάτα κοστίζουν γύρω στα € 50, εκτός αν αφορούν αστακό ή ειδικό φιλέτο που η τιμή είναι διπλάσια. Η είσοδος στην πλαζ του Λαιμού –που ποτέ δεν ήταν φθηνή και είχε πολλαπλάσιο κόστος από την είσοδο στη «λαϊκή» πλαζ της Βουλιαγμένης– είναι σήμερα απαγορευτική για τον περισσότερο κόσμο: € 80-100 τις καθημερινές για μια ομπρέλα με δύο ξαπλώστρες και διπλάσιο ποσό τα Σαββατοκύριακα, ενώ η είσοδος για κάθε παιδί προσθέτει € 15 τις καθημερινές και € 25 τα Σαββατοκύριακα. Μέσα στην πλαζ γίνεται και διαβάθμιση του πού κάθεται κανείς με βάση αυτό που πληρώνει (Εικόνα 38) –διδάσκοντας έτσι και τις νεότερες γενιές για το πώς (πρέπει να) είναι η ζωή.
Η λίμνη της Βουλιαγμένης, με θερμοκρασία νερού που επιτρέπει και σε μη χειμερινούς κολυμβητές το κολύμπι όλο το χρόνο, είναι επίσης ακριβή για εκείνους που θα ήθελαν να την επισκέπτονται συχνά (€ 15 τις καθημερινές και € 18 τα Σαββατοκύριακα και αργίες, ενώ στην προνομιακή πλευρά της [wooden edge] το ημερήσιο εισιτήριο για δυο άτομα είναι € 60 τις καθημερινές και € 80 τα Σαββατοκύριακα). Πλέον, η είσοδος και στη «λαϊκή» πλαζ δεν είναι φθηνή για μια οικογένεια με χαμηλό εισόδημα (€ 10 τις καθημερινές και € 15 τα Σαββατοκύριακα και πακέτο € 35 για τετραμελή οικογένεια με δύο παιδιά μέχρι 15 ετών). Η δημοτική αρχή προτείνει χαμηλότερες τιμές (€ 7,5 αντί για € 10) αλλά η διαχειρίστρια εταιρεία (ΕΤΑΔ ΑΕ) επιμένει ότι εκείνη καθορίζει την τιμολογιακή πολιτική με βάση το καταστατικό και τις κατευθύνσεις του μετόχου της. Η είσοδος στην πλαζ της Βούλας είναι λίγο φθηνότερη (€ 7 τις καθημερινές και € 8,5 τα Σαββατοκύριακα) ενώ η χρήση ομπρέλας και ξαπλώστρας έχει πρόσθετο κόστος και στις δύο. Ανάλογες τιμές εισόδου έχει η πλαζ της Βάρκιζας, ενώ λίγο φθηνότερες επιλογές υπάρχουν στις πλαζ του Αλίμου. Οι πολύ υψηλές τιμές πάντως αφορούν πολλά σημεία σε όλο το μήκος του παραλιακού μετώπου (όπως το Λαγονήσι), ενώ τα beach bars που σέρνουν το χορό της ακριβής παραλίας εξαπλώνονται όλο και περισσότερο (https://www.nou-pou.gr/paralia/poso-stixizei-fetos-i-eisodos-noties-paralies/).
Η επένδυση στον Αστέρα της Βουλιαγμένης έχει έμμεσες επιπτώσεις, λόγω γειτονίας, στη γύρω κοινότητα, όπως για παράδειγμα οι πολύ υψηλές τιμές μικρών ξενοδοχείων στην περιοχή που οφείλονται πολύ περισσότερο στη θέση και όχι κατ’ανάγκη σε αυτά που προσφέρουν (Εικόνα 39). Η κοινοπραξία του Αστέρα παρεμβαίνει όμως και άμεσα, χρηματοδοτώντας, για παράδειγμα, την ανάπλαση της κεντρικής πλατείας της δημοτικής κοινότητας (Εικόνα 40). Με τον τρόπο αυτό σηματοδοτεί το ενδιαφέρον για τον περίγυρο της επένδυσης και για τη δημιουργία θετικού κλίματος με τη δημοτική αρχή για τα επίμαχα σχέδιά της, όπως η επέκταση της μαρίνας.
Η επένδυση στο Ελληνικό προμηνύει πολύ μεγαλύτερης έκτασης μεταβολές, σε ανάλογη κατεύθυνση, για το παραλιακό μέτωπο, έστω και αν ακόμη δεν έχει υλοποιηθεί σχεδόν τίποτα. Τα στεγαστικά σχέδια της Lamda Development μαζί με το καζίνο, τα εμπορικά κέντρα, τις μαρίνες, τα θεματικά πάρκα και όλα τα παρακολουθήματα –όπως τα σχέδια του Κολλεγίου Αθηνών να ιδρύσει παράρτημα στο Ελληνικό– σκιαγραφούν το συνολικότερο αποτέλεσμα που επιδιώκουν τέτοιες επενδύσεις. Η επιδίωξη δεν περιορίζεται στην κερδοφορία, αλλά στη δημιουργία ενός αστικού περιβάλλοντος όπου η κατανάλωσή του (εκείνων που μπορούν να την έχουν) γίνεται αυτοσκοπός που αποσυνδέεται από το αντικείμενο της κατανάλωσης αυτό καθαυτό. Γίνεται μια ευχάριστη εμπειρία και ένας απενοχοποιημένος τρόπος ζωής, μακριά από εκείνους που δεν μπορούν να την έχουν. Η πρόσφατη διαφήμιση της Lamda για το πράσινο ομολογιακό δάνειο, από το οποίο άντλησε € 230 εκατομμύρια, πρόβαλε μια νέα γενιά που μεγαλώνει και ζει τις σημαντικές στιγμές της ενηλικίωσής της μέσα στον ασφαλή και αποστειρωμένο κόσμο των εμπορικών κέντρων, των ιδιωτικών κολλεγίων και του περιβαλλοντικά ευαίσθητου και τεχνολογικά προηγμένου χώρου κατοικίας, που είναι ουσιαστικά ένα περιβάλλον κοινωνικής τυφλότητας.
Πηγή: Google maps
Έτσι, ενώ οι επιπτώσεις από την επένδυση στο Ελληνικό δεν έχουν αποτυπωθεί, η αίσθηση της κατεύθυνσής τους είναι ήδη παρούσα. Οι επενδύσεις που έχουν γίνει ήδη στην περιοχή –μικρότερες αλλά στην ίδια κατεύθυνση– αλλάζουν τον κοινωνικό ιστό. Τα σχολεία στη Βουλιαγμένη –ειδικά το Γυμνάσιο και Λύκειο– ήταν παλαιότερα μάλλον στο περιθώριο, κάτι που φαινόταν και στις σχετικώς χαμηλές επιδόσεις στις εισαγωγικές εξετάσεις των αποφοίτων στα ΑΕΙ το 2005 (Χάρτης 13) [2]. Τα πιο εύπορα νοικοκυριά της περιοχής έστελναν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία, ακόμη και πολύ μακριά από την περιοχή κατοικίας τους. Σήμερα, ο πληθυσμός έχει πολλαπλασιαστεί καθώς και η ζήτηση για τα τοπικά σχολεία, ενώ έχει αλλάξει και η κοινωνική τους φυσιογνωμία, όπως φαίνεται και από τα αυτοκίνητα των γονέων που περιμένουν κάθε μεσημέρι να παραλάβουν μαθητές και μαθήτριες. Τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στη Βουλιαγμένη έχουν αλλάξει, με αποτέλεσμα η παρουσία μιας Bentley ή μιας Aston Martin να μην ξαφνιάζει. Ακόμη και τα τραγικά δυστυχήματα στην περιοχή γίνονται με οχήματα που δεν είναι συνηθισμένα. Μέσα στη χρονιά που πέρασε συγγενής πολιτικού σκοτώθηκε με Ferrari στα σύνορα με τη Βούλα και δημοφιλής ράπερ με Porsche στο κέντρο της Βουλιαγμένης.
Πηγή: Maloutas et al (2019)
Τα μεσαία στρώματα που κυριαρχούσαν στο παραλιακό μέτωπο και οι απόγονοί τους γίνονται, όλο και περισσότερο, θεατές στην επενδυτική αναβάθμιση του περίγυρού τους με δραστηριότητες και υπηρεσίες που δεν αποκλείουν πλέον μόνο τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, αλλά και τους ίδιους. Ορισμένοι από αυτούς, με μεγαλύτερες περιουσίες σε ακίνητα, μπορούν να αντέξουν και, ενδεχομένως, να επωφεληθούν από αυτές τις αλλαγές. Για πολλούς, όμως, είναι μια διαδικασία που τους αποξενώνει σταδιακά από τις γειτονιές τους, οι οποίες δεν τους προσφέρουν πλέον ούτε το είδος των υπηρεσιών που θέλουν, ούτε το επίπεδο τιμών στο οποίο μπορούν να ανταποκριθούν. Ο «εξευγενισμός» (gentrification) δεν αφορά μόνο τον εκτοπισμό/αποκλεισμό ομάδων χαμηλού εισοδήματος. Μπορεί να λειτουργήσει σε διαφορετικά κοινωνικά επίπεδα και οι ομάδες που είναι θύτες σε κάποιες περιοχές γίνονται θύματα σε κάποιες άλλες.
Η αρρύθμιστη αγορά ακινήτων ανάγει σε επενδυτικά προϊόντα τα ακίνητα σε κομμάτια της πόλης που προσελκύουν τη μεγαλύτερη ζήτηση, με επιπτώσεις που υπερβαίνουν την εμβάθυνση του κοινωνικού διαχωρισμού και τον εκτοπισμό των παλαιών κατοίκων από τις περιοχές τους. Οι περιοχές της πόλης με την εντονότερη ζήτηση μετατρέπονται σε θεματικά πάρκα όπου εκμηδενίζεται η ουσιαστική λειτουργική ανάμιξη (δηλαδή η ανάμιξη διαφορετικών δραστηριοτήτων) και η κοινωνική ανάμιξη. Η επιδίωξη της διπλής αυτής ανάμιξης αποτελεί θεμέλιο του σύγχρονου πολεοδομικού σχεδιασμού, στη βάση της διεθνούς εμπειρίας περασμένων δεκαετιών και των αδιεξόδων στις λειτουργικά μονοδιάστατες και κοινωνικά αμιγείς περιοχές. Η αρρύθμιστη αγορά είναι προφανές ότι δεν προσφέρει λύσεις κοινωνικά συνεκτικές και περιβαλλοντικά βιώσιμες. Δίνει όμως υπερκέρδη στους λίγους που μπορούν να επωφεληθούν από τις επιχειρηματικές ευκαιρίες που προσφέρει η αυξημένη ζήτηση και, παράλληλα, τονώνει την ιδεολογική προσήλωση στον οικονομικό φιλελευθερισμό των ίδιων και των πολιτικών τους υποστηρικτών.
[1] : Στο άρθρο των Carlucci et al. (2020) χρησιμοποιούνται οι ιδιωτικές πισίνες ως στοιχείο μέτρησης του κοινωνικού διαχωρισμού μεταξύ περιοχών κατοικίας στην Αθήνα.
[2] : Με βάση τα αναλυτικά δεδομένα για τις επιδόσεις των αποφοίτων της χρονιάς 2004-05 στις Πανελλαδικές εξετάσεις, το Λύκειο της Βουλιαγμένης βρισκόταν σε χαμηλή θέση μεταξύ των Λυκείων της Αττικής (Maloutas et al, 2019).
Μαλούτας, Θ., Σπυρέλλης, Σ. (2022) Η Αθηναϊκή Ριβιέρα: Κοινωνική φυσιογνωμία και αγορά ακινήτων στο παράκτιο μέτωπο της πόλης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-αθηναϊκή-ριβιέρα/ , DOI: 10.17902/20971.108
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η μεταποιητική παραγωγή με τη μορφή της διάχυτης εκβιομηχάνισης, συνέβαλε ιστορικά και καθοριστικά στη δημιουργία και ανάπτυξη αστικών παραγωγικών συστημάτων και βιομηχανικών συγκεντρώσεων στην Αθήνα. Το μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ευνόησε τη δημιουργία και λειτουργία ενός αρχιπελάγους μικρών επιχειρήσεων ως μέρος του μεγαλύτερου τομέα της εγχώριας μεταποιητικής δραστηριότητας. Η αστική ανάπτυξη της Αθήνας εξελίχθηκε σε σχέση με τη διασπορά των παραγωγικών δραστηριοτήτων στον αστικό ιστό (μικρές/μεσαίες επιχειρήσεις, βιοτεχνίες, άτυπες δραστηριότητες), όπου επικράτησαν οι μικτές χρήσεις γης, ενώ η ελληνική μεταποίηση διαμορφώθηκε από μια παραγωγική δομή στην οποία διακλαδικές συγκεντρώσεις συνυπάρχουν και επηρεάζουν τα συστήματα παραγωγής και αναπαραγωγής. Οι συγκεντρώσεις αυτές αποτελούνται από τοπικές βιομηχανίες εξειδικευμένων οικονομιών με μεγάλη συνήθως ιστορική παρουσία, οι οποίες εκτός της ικανότητας τους να προσαρμόζονται στις αλλαγές της αγοράς, συμβάλλουν σημαντικά στην οικονομική και κοινωνική αναζωογόνηση ολόκληρων περιοχών, εντός και πέρα των φυσικών τους ορίων.
Η οργάνωση της ελληνικής μεταποίησης έχει σχετικά κοινά χαρακτηριστικά με αλλά τοπικά παραγωγικά συστήματα της Νότιας Ευρώπης καθώς και με τις λεγόμενες βιομηχανικές περιοχές Industrial Districts (ID’s), ορισμός που δόθηκε στα Ιταλικά παραγωγικά συστήματα της Τρίτης Ιταλίας. Η αποκεντρωμένη δομή των συστημάτων της Νότιας Ευρώπης προσφέρει ένα τυπολογικό εύρος διάρθρωσης της αγοράς εργασίας (Lewis and Williams 1987; Mingione 1995) που αντιπροσωπεύει κοινές κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις και έχει συγκεκριμένα πολιτιστικά και άλλα χαρακτηριστικά (Hadjimichalis 1987; Garofoli 1992). Οι σχέσεις αυτές, ορίζουν συγκεκριμένα πρότυπα τοπικής και περιφερειακής δυναμικής και ένα ευρύ φάσμα αναπτυξιακών και τοπικών χαρακτηριστικών, αντί για ένα ενιαίο μοντέλο ανάπτυξης μέσα στους διαφορετικούς “κόσμους παραγωγής” (Storper 1997) [1]. Αυτά τα πρότυπα δεν αποτελούν ένδειξη υπανάπτυξης και περιθωριοποίησης, αντιθέτως, αντιπροσωπεύουν ένα διαφορετικό μοντέλο βιομηχανικής παραγωγής και ανάπτυξης από το κυρίαρχο δυτικοευρωπαϊκό.
Το κείμενο εξετάζει τη σχέση της μεταποιητικής δραστηριότητας με τον αστικό χώρο μέσα από τη διερεύνηση της παρουσίας και λειτουργίας των τοπικών παραγωγικών συστημάτων στην τοπική και περιφερειακή οικονομία της Αθήνας. Εστιάζει στην οργάνωση της μεταποιητικής δραστηριότητας σε δύο διαφορετικές χωρικές κλίμακες. Στο πρώτο μέρος, χαρτογραφείται και αναλύεται η ποσοτική εικόνα της βιομηχανικής θέσης στην Περιφέρεια Αττικής. Στη συνέχεια, αναλύεται, μέσω εμπειρικής έρευνας, η λειτουργία ενός τοπικού παραγωγικού συστήματος, η βιομηχανική πιάτσα Τσαλαβούτα, η οποία βρίσκεται στην θεσμοθετημένη ζώνη του Ελαιώνα και ανήκει στον Δήμο Περιστερίου. Η περιοχή αποτελεί τυπικό παράδειγμα της ελληνικής εκδοχής της αστικής διάχυτης εκβιομηχάνισης και ανήκει στην ιστορικά παραγωγική ζώνη στο δυτικό τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας. Η πιάτσα αποτελείται από βιομηχανικά σύνολα κυρίως μικρών/μεσαίων πολυκλαδικών επιχειρήσεων και λίγων μεγάλων και πολύ μεγάλων επιχειρήσεων [2] Όμοια με άλλα παραδείγματα τοπικών παραγωγικών συστημάτων αυτού του είδους, η περιοχή διαμορφώνεται από μια κοινότητα ανθρώπων και επιχειρήσεων που ασχολούνται με την τοπική παραγωγή, η οποία προοδεύει διαδοχικά τον χωρικό καταμερισμό εργασίας αξιοποιώντας την επίδραση της εξωτερικής αγοράς. Ενώ η πλειονότητα των επιχειρήσεων είναι ανώνυμες, όχι ιδιαίτερα «δυναμικές», η ζωτικότητα και η αναπαραγωγή τους εξαρτώνται από την προσαρμογή και ανανέωση του παραγωγικού μηχανισμού και την ανανέωση δημιουργικών πρακτικών η οποία επιτυγχάνεται χάρη στη λειτουργία των – εσωτερικών στην πιάτσα- κοινωνικοοικονομικών διεργασιών. Οι διεργασίες αυτές, στηρίζονται στην αμοιβαία υποστήριξη και συνεργασία, τις κοινές αξίες και τους σιωπηρούς κανόνες της πιάτσας, του περιβάλλοντος εκείνου στο οποίο κυκλοφορεί η παραγωγική γνώση, τονώνεται η επιχειρηματικότητα και διαδίδεται η αμοιβαία συνεργασία.
Η ελληνική κρίση επέφερε αλλαγές που δοκίμασαν την λειτουργία του συστήματος, το οποίο ανέπτυξε αμυντικούς και πιο δυναμικούς μηχανισμούς και τακτικές προσαρμογής μέσα από τη διάχυση της εξειδίκευσης, της ευελιξίας και της συνεργασίας. Ταυτόχρονα, η χωροθέτηση του παραγωγικού συστήματος εντός του αστικού ιστού, σε εγγύτητα με άλλες τοπικές αγορές, κρίνεται σημαντική καθώς δίνει πλεονεκτήματα θέσης και διευκολύνει την συνεργασία με τα- εκτός της πιάτσας- διαφορετικά δίκτυα.
Από το 2009, η κρίση επηρέασε δραματικά την περιφέρεια Αττικής. Eνώ συναφείς χωρικές μελέτες από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά, αναγνωρίζουν όλες τις περιόδους ως «περιόδους κρίσης» για τον τομέα της μεταποίησης, τα επεξεργασμένα σημερινά στοιχεία δείχνουν την άνευ προηγουμένου μείωση του μεγαλύτερου μέρους της απασχόλησης, καθώς και μεγάλη συρρίκνωση στο πλήθος των παραγωγικών μονάδων. Σε απόλυτους αριθμούς, το 2011 σημειώθηκε σχεδόν το 1/2 των απωλειών θέσεων εργασίας σε σχέση με το 2001. Ο δείκτης απασχόλησης στη μεταποίηση στο σύνολο του εργατικού δυναμικού της Περιφέρειας μειώθηκε κατά 3,76% μεταξύ 2011 και 2001 και κατά 2,88% μεταξύ 2001 και 1991 και παρόλο που η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται μεταξύ του 2011 και του 2001, η μείωση κατά την προηγούμενη δεκαετία (περίοδος ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας) είναι ιδιαίτερα αυξημένη [3].
Πηγές: ΕΛΣΤΑΤ 1991, 2001, 201. Ιδία επεξεργασία στοιχείων
Συνολικά, το ποσοστό της μεταποίησης στο συνολικό εργατικό δυναμικό της Περιφέρειας Αττικής, ακολούθησε μια συνεχή πτωτική τάση, φτάνοντας από το 16,22% στο 13,34 και στο 9,58% μεταξύ των ετών 1991, 2001 και 2011 αντίστοιχα. Τα συμπεράσματα της ανάλυσης ενισχύουν την υπόθεση της έρευνας ότι η πτωτική τάση της μεταποίησης δεν είναι ένα νέο φαινόμενο και ενώ η κρίση οδήγησε σε μαζική καταστροφή του παραγωγικού τομέα ως αποτέλεσμα της μεγάλης ύφεσης και στασιμότητας, εμφανίζεται ως η συνέχεια του μοντέλου οικονομικής και περιφερειακής αναδιάρθρωσης που είχε προηγουμένως οδηγήσει στη χρηματιστικοποίηση, την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και την χωρική αναδιοργάνωση της εργασίας σε παγκόσμια, εθνική και τοπική κλίμακα.
Σε ότι αφορά στη θέση των βιομηχανικών μονάδων, η έρευνα προχώρησε στην επεξεργασία του συνόλου των διευθύνσεων των μεταποιητικών μονάδων, το οποίο γεωκωδικοποιήθηκε για το σύνολο των 15525 επιχειρήσεων ανά βιομηχανικό κλάδο, στο σύνολο των 24 κλάδων της βιομηχανίας ανά Δήμο και Ταχυδρομικό Κώδικα [4].
Πηγές: Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) 2016. Ιδία επεξεργασία στοιχείων
Με αυτόν τον τρόπο αποτυπώθηκε η ποσοτική εικόνα της χωρικής διασποράς της μεταποιητικής δραστηριότητας καθώς και η τοπική εξειδίκευση μέσω της κλαδικής ανάλυσης τοπικά και περιφερειακά. Ήδη από το 1995, παρατηρούμε μια σταδιακή μείωση στο συνολικό αριθμό των μονάδων. Ωστόσο, τη περίοδο μεταξύ 2010 και 2015 καταγράφεται σημαντική μείωση στον συνολικό αριθμό των επιχειρήσεων (- 32,11%) στη συντριπτική πλειονότητα των μεταποιητικών κλάδων. Τα στοιχεία δείχνουν ότι μέσα σε μια δεκαετία (2005 – 2015), ο αριθμός των βιομηχανιών που εδρεύουν στην Αττική μειώθηκε στο μισό. Και εδώ τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι μεταβολές στο οικονομικό περιβάλλον που προκλήθηκαν από την ύφεση έχουν επηρεάσει δραματικά την παρουσία της παραγωγής τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Εντούτοις, καταδεικνύουν την σημαντική μείωση στον αριθμό των επιχειρήσεων και κατά την περίοδο της οικονομικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας την δεκαετία του 2000 όταν καταγράφεται μείωση -10% την περίοδο μεταξύ των ετών 2005-2008 και -19% πριν και κατά το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης μεταξύ 2008 και 2010.
Από τη συνολική κλαδική συγκέντρωση καθώς και την γεωγραφική απεικόνιση των επιχειρήσεων, η οποία δίνει την ποσοτική εικόνα σε σχέση με τις τοπικές συγκεντρώσεις, βλέπουμε ότι η Μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας χαρακτηρίζεται έντονα από την διάσπαρτη εκβιομηχάνιση δια της οποίας πυκνές συγκεντρώσεις μονάδων εντοπίζονται σε αστικές περιοχές. Αυτή η πολυκλαδική διασπορά, εντοπίζεται στην πλειοψηφία των δήμων, αρθρώνεται όμως βασικά στο βόρειο – νότιο τμήμα στα δυτικά της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας, κατά μήκος του παραδοσιακού παραγωγικού άξονα.
Όσο αφορά στη μητροπολιτική περιφέρεια, έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά τόσο μεταξύ των χωριστών εδαφικών και διοικητικών της μονάδων (Ανατολική και Δυτική Αττική) όσο και της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας. Τα πολυδιάστατα πλέγματα παραγωγικών και όχι μόνο δραστηριοτήτων οικονομικού χαρακτήρα σε περιοχές της Ανατολικής Αττικής τις τελευταίες δεκαετίες αποτελούν οικισμούς όπου η βιομηχανία, η γεωργική γη, το χονδρικό εμπόριο, οι μεταφορές και οι μεγάλες αλυσίδες λιανικής πώλησης διαμορφώνουν ζώνες ανάπτυξης.
Η εμφανής μείωση του παραγωγικού τομέα και η αναδιάρθρωση που σημειώθηκε στον αστικό χώρο, αν και τραυμάτισε τη μεταποιητική δραστηριότητα σε περιφερειακό επίπεδο, δεν περιόρισε τη λειτουργία ενός μεγάλου αριθμού παραδοσιακών και δυναμικών κλάδων. Η κλαδική σύνθεση της μεταποίησης στις αστικές περιοχές δείχνει την παρουσία πολλών αλληλένδετων επιχειρήσεων και κλάδων σε έναν τόπο, στα σημεία διασταύρωσης με άλλες χρήσεις, και συνεπάγεται την αλληλεπίδραση πολλών διαφορετικών παραγόντων. Λαμβανομένου υπόψη όμως του συνολικού πλήθους συγκέντρωσης της βιομηχανίας, παρατηρείται ότι μεταξύ των κυριότερων χαρακτηριστικών της Περιφέρειας Αττικής είναι η συγκέντρωση των περισσότερων βιομηχανιών στα αστικά κέντρα της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας. Στα όρια του Δήμου Αθηναίων βρίσκεται σχεδόν το 1/3 του συνολικού πληθυσμού των επιχειρήσεων της περιφέρειας, ενώ το Περιστέρι – η περιοχή που επιλέχθηκε ως περιοχή μελέτης – και ο Πειραιάς, κατατάσσονται πρώτοι μεταξύ των Δήμων με τη μεγαλύτερη γεωγραφική συγκέντρωση βιομηχανικών μονάδων.
Η μελέτη εστίασε μέσω εμπειρικής έρευνας [5] στον παραγωγικό θύλακα, την λεγόμενη βιομηχανική πιάτσα Τσαλαβούτα, η οποία βρίσκεται στην παρακηφίσια ζώνη του Δήμου Περιστερίου και συμπεριλαμβάνεται στην αναπτυξιακή ζώνη του Ελαιώνα. Μετά το μεγάλο κύμα αστικοποίησης στη δεκαετία του 1950, η περιοχή ενσωματώνεται στη βιομηχανική ζώνη της Αθήνας στα νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά φυσικά όρια του ποταμού Κηφισού, με τον Ελαιώνα να μετατρέπεται σε δυναμικό πόλο βιομηχανικής δραστηριότητας. Ενώ η κοινωνική κινητικότητα των τελευταίων δεκαετιών έχει οδηγήσει στη μετατροπή της γειτονιάς της εργατικής τάξης της μεταπολεμικής περιόδου σε μια περισσότερο ή λιγότερο μικρο-αστική γειτονιά και η τριτοποίηση έχει εισχωρήσει μαζικά σε βάρος του παλιού, πολύ ισχυρού μεταποιητικού τομέα, η περιοχή διατηρεί την ποικιλομορφία της και την έντονη πληθώρα διαφορετικών χρήσεων με τις παραγωγικές μονάδες να είναι διάσπαρτες μέσα στον ιστό της.
Πηγή: Επιτόπια έρευνα, Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.)
Στο πλαίσιο αυτού του τύπου αστικής-βιομηχανικής ανάπτυξης, ο χώρος αναπαράγεται κοινωνικά μέσω ενός μείγματος πολύπλευρων και αντιφατικών δραστηριοτήτων, από μικρές/μεσαίες επιχειρήσεις, βιοτεχνίες, άτυπες δραστηριότητες και την κατοικία. Η μίξη καταδεικνύει «ανεκτικότητα» αν όχι «κοινό τρόπο ζωής» μεταξύ των κατοίκων και των βιομηχανικών χρήσεων. Οι παραγωγικές μονάδες αλλά και ο τρόπος που αυτές είναι ενταγμένες στον χώρο, αποτελούν μέρος της συγκρότησης της τοπικής κοινωνίας και αντιστρόφως. Συνεπώς, οι παραγωγικές μονάδες, δεν μπορούν να κάνουν χωρίς τα συγκεκριμένα κοινωνικοχωρικά χαρακτηριστικά και οι περιοχές αυτές δεν θα είναι οι ίδιες, χωρίς το περιεχόμενο με το οποίο έχουν εξελιχθεί και από το οποίο ανανεώνονται.
Η αναπτυξιακή δυναμική χτίζεται πάνω στις οικονομικές, κοινωνικές αλλά και θεσμικές ιδιαιτερότητες του γεωγραφικού χώρου. Τοπικά παραγωγικά συστήματα όπως η Τσαλαβούτα, αναπτύχθηκαν μέσα σε πολιτικοθεσμικά πλαίσια που έχουν διαμορφωθεί από διαδοχικές κανονιστικές ρυθμίσεις, θεσμοθετημένες πολιτικές και adhoc πρακτικές, συγκυριακές επιλογές και κοινωνικούς συμβιβασμούς. Το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο [6] ορίζει την υπό όρους λειτουργία της βιομηχανίας στην περιοχή για τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις. Αυτό συνήθως σημαίνει την διατήρηση, τουλάχιστον τυπικά, των βιοτεχνικών μονάδων για όσο διαρκεί ο κύκλος ζωής της επιχείρησης (του ιδιοκτήτη ή της δραστηριότητας), όμως συχνά οι άδειες λειτουργίας μεταβιβάζονται σε νέες επιχειρήσεις του κλάδου, ή διαφορετικών κλάδων, των οποίων η δραστηριότητα που αναγράφεται στην άδεια δεν συμπίπτει με την πραγματική δραστηριότητα της επιχείρησης. Σύμφωνα με τους επιχειρηματίες των παραγωγικών μονάδων με τους οποίους διενεργήθηκαν οι συνεντεύξεις, παρατηρείται μια επίμονη τάση και σχετικά αυξημένη κινητικότητα στο πλήθος των επιχειρήσεων στην περιοχή σήμερα.
Στον αντίποδα, όλη αυτή τη συνθετότητα της παραγωγικής δραστηριότητας μέσα στο χώρο, στην κοινωνική και ιστορική της διάσταση, φαίνεται να μην αξιολογείται ως σημαντική από την Δημοτική Αρχή.
Το Περιστέρι είναι το υπαίθριο εμπορικό κέντρο της Αθήνας- διαθέτει μεγάλη εμπορική αγορά, εκατοντάδες εστιατόρια, ιδανική προσβασιμότητα και είναι ο μόνος αποκεντρωμένος Δήμος με τρεις σταθμούς μετρό. Μέσω της τροποποίησης του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου, εισήχθησαν και άλλες χρήσεις, όπως πολιτισμός, ιδιωτική υγεία και εκπαίδευση, ξενοδοχεία και αναψυχή. Σκοπός της Δημοτικής Αρχής είναι η αναζωογόνηση της περιοχής μέσω της αλλαγής των χρήσεων γης που σήμερα προστατεύονται υπερβολικά[…]Εκτός από λίγες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, η μεγάλης κλίμακας βιομηχανία έχει εγκαταλείψει την περιοχή. Νομίζω ότι η αλλαγή είναι αναπόφευκτη. Προσωπικά υποστηρίζω την αποκέντρωση της μεταποιητικής δραστηριότητας και τη μετατροπή της περιοχής σε κόμβο νεοφυών επιχειρήσεων με τη ζώνη του Κηφισού να είναι πλήρως τριτογενοποιημένη.
Δήμαρχος Περιστερίου |
Συχνά, η ρητορική για την αναδιάρθρωση των πόλεων, συνοδεύεται από προσπάθειες για την “έκπτωση του περιεχομένου” “de- contextualization”, την απονοηματοδότηση μιας περιοχής. Η διατύπωση αυτή είναι ενδεικτυκή της προσπάθειας απομοίωσης του νοήματος και της αξίας που δημιουργεί η τοπική οικονομία. Σύμφωνα με τον Δήμαρχο Περιστερίου, το επιθυμητό όραμα για την αστική αναγέννηση της περιοχής εκφράζεται με όρους εκτεταμένης τριτογεννοποίησης, οι οποίοι απέχουν τόσο από τον υπάρχοντα χαρακτήρα της περιοχής όσο και από την πραγματικότητα της τοπικής και περιφερειακής αγοράς.
Ένα από τα κεντρικά συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι η βιομηχανική θέση, η χωροθέτηση δηλαδή, εξακολουθεί να είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες για τη βιομηχανική εγκατάσταση, παρέχοντας συγκριτικά πλεονεκτήματα σε αστικές περιοχές ενσωματωμένες σε ένα ευρύτερο χωρικό σύστημα από τοπικές αγορές εργασίας, όπου προμηθευτές, αντιπρόσωποι, πολυάριθμες υπεργολαβικές επιχειρήσεις και βοηθητικές υπηρεσίες συνυπάρχουν. Αφενός η κεντρική θέση της πιάτσας Τσαλαβούτα στο δυτικό παραδοσιακό βιομηχανικό σύμπλεγμα της Αθήνας εξακολουθεί να αποτελεί ελκυστικό παράγοντα για την άμεση πρόσβαση ή εγγύτητα στις αγορές, αφετέρου το οδικό δίκτυο διευκολύνει τους επιχειρηματίες και τους εργαζόμενους να μετακινούνται γρήγορα και να μειώνουν το κόστος μετακίνησης. Ακόμη και για τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, οι οποίες ενσωματώνουν εταιρικές ή έχουν υιοθετήσει αποκεντρωμένες στρατηγικές, η παγκοσμιοποίηση δεν μείωσε την ανάγκη για εγγύτητα και μείωση του κόστους σε επιλεγμένες τοποθεσίες της βιομηχανικής πιάτσας.
Η απόσταση έχει καταστεί πολύ πιο σημαντική κατά τη διάρκεια της κρίσης, καθώς συνεπάγεται κόστος. Ειδικά για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, το κόστος των καυσίμων και η επένδυση σε εταιρικά οχήματα για τη μεταφορά των εργαζομένων δεν είναι μια προσιτή στρατηγική. Οι επιχειρηματίες με τους οποίους διενεργήθηκαν οι συνεντεύξεις προτιμούν να επενδύουν σε κεφάλαια κίνησης ή σε τεχνολογικό εξοπλισμό και όχι σε μία καινούρια, αποκεντρωμένη μονάδα στον εξω- αστικό χώρο της Αττικής.
Το χωρικό περιεχόμενο που αναφέρεται στις παραδοσιακές διασυνδέσεις της περιοχής με τους χώρους εργασίας δημιουργεί δύο ταυτόσημα αποτελέσματα σε αυτά τα συστήματα. Το ένα αφορά στην σχέση που προκύπτει από την ενσωμάτωση του συστήματος μέσα στον αστικό ιστό. Η ποικιλομορφία (αστικοποίηση) ενθαρρύνει την ανάπτυξη και επίσης τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων (Jacobs 1960; Rosenthal Strange 2004), τις διαπροσωπικές και διακλαδικές συναλλαγές και τις οικονομίες αστικοποίησης που προέρχονται από την παρουσία δημόσιων αγαθών, υπηρεσιών και υποδομών. Η ίδια η πόλη λειτουργεί ως ένα ευρύτερο γεωγραφικό σύστημα οικονομιών συσσώρευσης (agglomeration economies) αλλά και ως διασύνδεση μέσα σε διαφοροποιημένα δίκτυα μεγάλων αποστάσεων -φυσικά δίκτυα, δίκτυα επικοινωνίας, πολιτιστικά δίκτυα και δίκτυα ενέργειας (Camagni 2001; Scott & Storper 2014).
Το δεύτερο αποτέλεσμα προκύπτει από την λειτουργία της πιάτσας ως τόπος όπου ασκείται ένα ολόκληρο σύστημα αλληλένδετων πρακτικών με κοινωνικά και θεσμικά χαρακτηριστικά (αξίες, σιωπηροί κανόνες συμπεριφοράς, δράση δημόσιων και ιδιωτικών συλλογικών φορέων). Το περιβάλλον που δημιουργείται εντός της πιάτσας από την κοινότητα των ανθρώπων που συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία και τις επιχειρήσεις στην οποία αυτές είναι ενταγμένες – district milieu– παράγει δυνατότητες αξιοποίησης της δημιουργικότητας, της παραγώμενης γνώσης και της κοινωνικο- πολιτισμικικής καινοτομίας (Camagni 1995; Belussi & Pilotti 2002; Rémy 2000) και είναι γνωστό για τη συνύπαρξη κλίματος ισχυρού ανταγωνισμού και, ταυτόχρονα, εκτεταμένης συνεργασίας (Becattini & Musotti 2003).
Η συνεργασία μεταξύ των μονάδων παράγει υψηλού επιπέδου διάχυτη εξειδίκευση, τοπική τεχνογνωσία και δημιουργικές τεχνικές. Ο καταμερισμός της εργασίας είναι εγγενής στο εργαστήριο, τις φάσεις και τις λειτουργίες μεταξύ των επιχειρήσεων, διαμορφώνοντας «την αγορά της κοινότητας» (Dei Ottati 1994; 2017) και επεκτείνεται περαιτέρω στην παγκόσμια αγορά. Η ευελιξία δεν περιλαμβάνει μόνο την τεχνολογία. Η πιάτσα, λειτουργεί ως αυτοτελές εργαστήριο όπου διάφορες εξειδικεύσεις μπορούν να «ικανοποιήσουν» την τελική ζήτηση στο σύνολό της. Ο πελάτης (τελική ζήτηση), μπορεί να αλλάζει επιχειρήσεις (ίδιων ή αλληλοσυνδεόμενων κλάδων) σε διαφορετικές φάσεις της παραγωγής για να πάρει το τελικό προϊόν. Η διαίρεση της εργασίας που αναπτύσσεται σε όλες τις χωρικές κλίμακες και το πλέγμα που συνδέει τα διαφορετικά δίκτυα (παραγωγοί, προμηθευτές, πελάτες, εμπορικοί αντιπρόσωποι, υπεργολάβοι) φέρνουν πίσω αυξανόμενες αποδόσεις στις επιχειρήσεις της πιάτσας. Ακόμη και οι μεγάλες και πολύ μεγάλες επιχειρήσεις με καθετοποιημένη παραγωγή επωφελούνται από λειτουργίες και υπηρεσίες που παρέχουν οι μικρότερες επιχειρήσεις ως μέρη της λειτουργίας της πιάτσας (συσκευασία, υπηρεσίες εκτύπωσης κ.λπ.).
Πηγή στοιχείων: Εμπειρική έρευνα, Ο. Μπαλαούρα
Πηγή στοιχείων: Εμπειρική έρευνα, Ο. Μπαλαούρα
Η αλληλεπίδραση μεταξύ επιχειρήσεων σημαίνει αμοιβαία εμπιστοσύνη και κοινό πλαίσιο αξιών με αναφορά στην περιοχή και συνεπώς όλες οι επιχειρήσεις ακολουθούν τους νόμους της πιάτσας. Στην ουσία, εφαρμόζεται ένα σύστημα εσωτερικής διακυβέρνησης με αναφορά στην κοινότητα, το οποίο διαμορφώνουν οι επιχειρήσεις. Η πιάτσα για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων αποτελεί μια δεξαμενή εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού την οποία εμπιστεύονται και προτιμούν. Στο συγκεκριμένο περιβάλλον η εργασία είναι διαπραγματεύσιμη ανάλογα με τις δεξιότητες των εργαζομένων και την προσωπική δέσμευση τους στην αποτελεσματικότητα της επιχείρησης, η οποία σχεδόν πάντα προϋποθέτει ευέλικτες/ άτυπες εργασιακές πρακτικές. Με αυτόν τον τρόπο, η αποτελεσματικότητα της εργασίας γίνεται τόσο εσωτερική υπόθεση για την επιχείρηση, όσο και συλλογική υπόθεση για την πιάτσα. Εγγενές κομμάτι του νόμου της πιάτσας εξακολουθεί να είναι η «ατυπία», μια σειρά άτυπων πρακτικών οι οποίες ειδικά στην περίοδο της κρίσης επιδεινώθηκαν, καθώς ευελιξία και επισφάλεια απέκτησαν σε μεγάλο βαθμό και θεσμικό χαρακτήρα. Η ατυπία εντοπίζεται τόσο στις εργασιακές σχέσεις με μεγαλύτερη ένταση στην έμφυλη- εις βάρος των γυναικών και φυλετική εις βάρος των μεταναστών/ στριών- διάσταση, στην ανεπάρκεια των όρων υγειϊνής και προστασίας μέσα στους χώρους δουλειάς και στις ελλιπείς ιδιωτικές και δημόσιες υποδομές του ευρύτερου χωρικού περιβάλλοντος της πιάτσας.
Πηγή στοιχείων: Εμπειρική έρευνα, Ο. Μπαλαούρα
Ένα άλλο κρίσιμο συμπέρασμα, το οποίο είναι απαραίτητο σε αυτο του τύπου τις βιομηχανικές συγκεντρώσεις, είναι η λεγόμενη «επίδραση της περιοχής» – district effect- (Signorini 1994; Becattini & Dei Ottati 2006) η οποία δημιουργείται από την ισχυρή παρουσία και συνεργασία ενός πληθυσμού ΜμΕ με ποικίλα διακλαδικά χαρακτηριστικά και διακλαδικές παραλλαγές που περιλαμβάνουν διαφορετικές φάσεις παραγωγής. Οι αλληλένδετες οικονομίες που δημιουργούνται εντός της περιοχής οδηγούν σε «εξωτερικές οικονομιες κλίμακας» (Asheim 1994; Amin & Cohendet 2000), εξωτερικές δηλαδή της επιχείρησης και εσωτερικές της περιοχής, παρέχοντας ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και αυξάνοντας τις αποδόσεις της πιάτσας [7]. Ωστόσο, η τοπική δημιουργικότητα και η ευελιξία δεν συνιστούν ανεξάντλητο πόρο επιβίωσης και αειφορίας των συστημάτων αυτών, ειδικά σε συνθήκες εκτεταμένων κρίσεων και παγκόσμιου ανταγωνισμού. Παρόλο που οι επιχειρήσεις στην Τσαλαβούτα έχουν κάνει μια σειρά από νέες προσαρμογές στις μεταβαλλόμενες συνθήκες του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένου του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού σε αντίθεση με το παρελθόν, εξακολουθούν να έχουν σημαντικούς περιορισμούς λαμβάνοντας υπόψη τις συνεχείς αλλαγές στην παγκόσμια γεωγραφία της παραγωγής και την τεχνολογική μεταβολή. Αυτό δεν ισχύει βέβαια για τις μεγάλες και πολύ μεγάλες εταιρείες του δείγματος, οι οποίες έχουν τόσο το κεφάλαιο όσο και το μέγεθος για να υποστηρίξουν την υιοθέτηση της τελευταίας τεχνολογίας μαζί με άλλες διοικητικού τύπου εταιρικές πρακτικές. Η τεχνολογία και η καινοτομία ήταν πάντοτε ιδιωτικό προσόν, ιδία επένδυση και επιχειρηματική ανησυχία. Στην Ελλάδα δεν συμπεριλήφθησαν τεχνολογικές και επιστημονικές θεσμικές δομές που θα προσέφεραν εγγυήσεις για την αύξηση του αναπτυξιακού δυναμισμού της παραγωγής σε σχέση με άλλες περιπτώσεις τοπικών παραγωγικών συστημάτων χωρών της Μεσογείου (βλ. Vazquez Barquero 1987; Courlet & Pecqueur 1992; Garofolli 2002), όπου η δημόσια πολιτική αλληλεπιδρά με ιδιωτικούς φορείς, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, χρηματοδοτικούς και άλλους μηχανισμούς για την ανάπτυξη έργων που τονώνουν την τοπική οικονομία.
Η παγκοσμιοποίηση και ιδιαίτερα η ελληνική κρίση ήρθαν να ενισχύσουν αυτές τις ελλείψεις και να θέσουν περαιτέρω εμπόδια στις μονάδες που επιχειρούν να εισέλθουν στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Παρά τις εξελίξεις αυτές και λαμβάνοντας υπόψη ότι επενδύσεις στην τεχνολογία πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια περιόδων οικονομικής ανάπτυξης, ένα ευρύ φάσμα επιχειρήσεων στην περιοχή κατάφερε – ειδικά κατά τη διάρκεια της κρίσης – να αναπτυχθεί και να προσεγγίσει τις παγκόσμιες αγορές μέσω των εξαγωγών.
Πολλές μικρές επιχειρήσεις του δείγματος είναι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις με κυρίαρχη οικογενειακή δομή. Το παραπάνω χαρακτηριστικό τις καθιστά περισσότερο αποτελέσματα ενός σχεδίου ζωής, παρά μια οικονομική επιχείρηση. Το γεγονός αυτό τους επιτρέπει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια σύντομων κρίσεων, επειδή οι εν λόγω επιχειρηματίες προβάλλουν μια πρόσθετη αντίσταση στις οικονομικές δυσκολίες, κινητοποιώντας τους δικούς τους πόρους και εκείνους των συγγενών και των φίλων, για να ξεπεράσουν την ύφεση. Κατά την διάρκεια της ελληνικής κρίσης, πολλές επιχειρήσεις επιβίωσαν με ιδιωτικούς πόρους, λόγω της περιορισμένης πρόσβασης σε τραπεζικά δάνεια, πιστώσεις και χρηματοδοτικούς πόρους και αναπτυξιακές ενισχύσεις.
Τέλος, μια άλλη σημαντική παρατήρηση είναι ότι ένας μεγάλος αριθμός των παιδιών των επιχειρηματιών εμπλέκεται στη διαδικασία παραγωγής. Έρευνες των τελευταίων δεκαετιών (βλ. Mingione 1995; Maloutas 2007), παρατήρησαν την εκτεταμένη αδιαφορία των νεότερων μελών για τη συνέχιση της οικογενειακής επιχείρησης κυρίως λόγω της κοινωνικής κινητικότητας που οδήγησε στην αναβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου και την επιλογή επαγγελμάτων στον τριτογεννή τομέα, από μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Σε αντίθεση με τα πορίσματα των παραπάνω ερευνών, κατά τη διάρκεια της κρίσης, και λόγω των επιπτώσεων που είχε αυτή στην ανεργία και την εκτεταμένη ανασφάλεια, παρατηρείται μια έντονη τάση επιστροφής μελών της νέας γενιάς στις επιχειρήσεις της οικογένειας τους. Εισήλθε έτσι μια νέα, υψηλού επιπέδου κατάρτισης γενιά η οποία κερδίζει στρατηγικές θέσεις στις επιχειρήσεις και τις ανανεώνει με επιτυχία, στο σχεδιαστικό προϊόν και την τεχνολογική και οργανωτική τεχνογνωσία.
[1] Αυτό το τυπολογικό εύρος παραγωγικών προτύπων της Νότιας Ευρώπης παρόλο που έχει κοινά χαρακτηριστικά, δεν ακολούθησε και δεν ακολουθεί κοινούς αναπτυξιακούς δρόμους. Στις περιοχές στις οποίες ο Φορντισμός δεν ήταν ποτέ ηγεμονικός, η ανάπτυξη κατευθύνθηκε από ευέλικτα βιομηχανικά παραγωγικά σύνολα μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Μετά τη δεκαετία του 1970, κάποιες από αυτές τις περιοχές σε Ευρώπη και Aμερική, έγιναν σύμβολα της επιτυχίας του «ευέλικτου καπιταλισμού μικρής κλίμακας», ενώ άλλες αποτελούμενες από αυτές που η βιβλιογραφία αναφέρει ως “ordinary” (συνηθισμένες- καθημερινές) μικρομεσαίες επιχειρήσεις αγνοήθηκαν τόσο από τη πλευρά της οικονομικής θεωρίας, όσο και της πολιτικής για την περιφερειακή ανάπτυξη (Για μια αναλυτική περιγραφή βλ. Amin & Robins 1990; Hadjimichalis 2011)
[2] Κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας, εντοπίστηκαν συνολικά 150 διευθύνσεις βιομηχανικών μονάδων. Σύμφωνα με την κλαδική ιεραρχία, ο κλάδος των μεταλλικών προϊόντων συγκεντρώνει την πλειονότητα των μονάδων. Η κλωστοϋφαντουργία, η ένδυση και τα δερμάτινα υποδήματα ως κλαδικό σύστημα και η παραγωγή επίπλων αντιπροσωπεύονται έντονα, ενώ ακολουθούν η παραγωγή τροφίμων και η κατασκευή μηχανημάτων και εξοπλισμού. Αξιοσημείωτης σημασίας είναι οι τομείς των πλαστικών προϊόντων και των υλικών εκτύπωσης
[3] Η ανάλυση σε περιφερειακή κλίμακα περιέλαβε την επεξεργασία των στοιχείων της δημογραφικής απογραφής και της απογραφής απασχόλησης της ΕΛΣΤΑΤ για τις τρεις τελευταίες απογραφές πληθυσμού (1991, 2001, 2011)
[4] Η ανάλυση και χαρτογράφηση της γεωγραφικής διασποράς του συνόλου των μεταποιητικών μονάδων στη Περιφέρεια Αττικής, βασίστηκε σε αρχείο με το σύνολο δεδομένων του μητρώου επιχειρήσεων από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) και αφορά στην κλαδική εξειδίκευση που ορίζεται στη NACE Rev.2 για τους 24 διαφορετικούς τομείς της μεταποίησης, τις διευθύνσεις και τους ταχυδρομικούς κώδικες των επιχειρήσεων για τα έτη 2015-2016
[5] Η μέθοδος περιέλαβε εμπειρική έρευνα μέσω επιτόπιας χαρτογράφησης και συνεντεύξεων με επιχειρηματίες και εργαζόμενους των βιομηχανικών μονάδων καθώς και σημαντικούς πληροφοριοδότες της περιοχής (εκπροσώπους της δημοτικής αρχής, κατοίκους, μέλη του βιοτεχνικού επιμελητηρίου κ.α)
[6] Προεδρικό Διάταγμα Ελαιώνα (ΦΕΚ 1049/Δ/1995), Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Περιστερίου ν.1337/1983, ν.2508/1997
[7] Για τις εννοιολογικές πτυχές της “επίδρασης της περιοχής”, βλέπε Becattini & Musotti 2003; Becattini 2004; Dei Ottati 1994; Signorini 2000; Becattini & Dei Ottati 2006; Becattini et al. 2009
Το κείμενο βασίζεται σε έρευνα που πραγματοποίησε η συγγραφέας στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής (Μπαλαούρα, 2018) στο Università Iuav di Venezia, με επιβλέπουσες καθηγήτριες τις Paola Viganò και Ντίνα Βαΐου. Τις Ευχαριστώ θερμά και τις δύο
Μπαλαούρα, Ό. (2022) Η γεωγραφία της μεταποιητικής δραστηριότητας στην Αθήνα της κρίσης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-μεταποίηση-στην-αθήνα/ , DOI: 10.17902/20971.107
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το Μαρούσι αποτελεί οικισμό της Αττικής με ιστορία που ξεκινά από το αρχαίο Άθμονον (Μουρουγκλού 2010). Από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, μέχρι και τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Μαρούσι αποτελούσε έναν πολεοδομικά ανεξάρτητο οικισμό στο βόρειο τμήμα του λεκανοπεδίου της Αττικής, όπως φαίνεται και στο χάρτη 1 [1] . Όπως προκύπτει από τον ίδιο χάρτη, το Μαρούσι ενσωματώθηκε σταδιακά στον πολεοδομικό ιστό της πόλης, ιδίως από τη δεκαετία του 1970 και μετά.
Πηγή: Αβδελίδη (2000: 30)
Η εξέλιξη της κοινωνικής φυσιογνωμίας του Μαρουσιού ακολούθησε τη γενική πορεία της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, που χαρακτήρισε το σύνολο της πόλης και η οποία παρουσίασε ιδιαίτερο δυναμισμό κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Η ανοδική πορεία για τον πληθυσμό στο Μαρούσι, ωστόσο, φαίνεται ότι ήταν πιο έντονη από εκείνη του συνόλου της πόλης, όπως φαίνεται και από τη συγκριτική του θέση στους χάρτες 2 και 3. Στον χάρτη 2, όπου παρουσιάζονται οι δήμοι του λεκανοπεδίου ανάλογα με το ποσοστό των αναλφάβητων κατοίκων τους το 1961, το Μαρούσι βρίσκεται στην ενδιάμεση κατηγορία, ανάμεσα στο κέντρο και τις γύρω περιοχές του με τους πιο μορφωμένους κατοίκους και στις περιοχές της περιφέρειας του λεκανοπεδίου—ιδίως της δυτικής—όπου το ποσοστό αναλφαβητισμού ήταν το υψηλότερο. Η εικόνα αυτή αλλάζει πλήρως το 2011 σύμφωνα με τον χάρτη 3 και τον πίνακα 1, όπου παρουσιάζονται οι δήμοι της Αττικής ανάλογα με το ποσοστό των ενήλικων κατοίκων τους με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης (μέχρι και εννεαετή [υποχρεωτική]). Το Μαρούσι βρίσκεται πλέον μεταξύ των περιοχών με τη χαμηλότερη συγκέντρωση κατοίκων με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης.
Πηγή: Μαλούτας (2018: 103)
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Η ηλικιακή δομή στο σύνολο της Περιφέρειας Αττικής, αλλά και στο σύνολο της χώρας, άλλαξε σημαντικά την περίοδο 1991 – 2011. Βασικό στοιχείο αυτής της αλλαγής ήταν η μείωση του ποσοστού των παιδιών (0 έως 14 ετών) και η αύξηση των ηλικιωμένων (65 ετών και άνω). Στο Μαρούσι, σε σχέση με το σύνολο της Περιφέρειας, το αυξημένο ποσοστό των παιδιών μειώθηκε και πλησίασε εκείνο της Περιφέρειας και, παράλληλα, το ποσοστό των ηλικιωμένων, που ήταν χαμηλότερο, ξεπέρασε τον μέσο όρο της Περιφέρειας (Πίνακας 2).
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Στα δύο ακόλουθα διαγράμματα (1 και 2) παρουσιάζεται η εξέλιξη της ηλικιακής φυσιογνωμίας ορισμένων ενδεικτικών δήμων της Περιφέρειας Αττικής, σε σχέση με το σύνολο της Περιφέρειας. Στα διαγράμματα αυτά αναφέρεται ο συντελεστής χωροθέτησης (ΣΧ), ο οποίος είναι το κλάσμα του ποσοστού της ηλικιακής κατηγορίας αναφοράς στον κάθε δήμο διά του αντίστοιχου κλάσματος στο σύνολο της Περιφέρειας. Έτσι, για παράδειγμα, ένας ΣΧ με τιμή 1,2 για τους 0-14 ετών στο δήμο Χ σημαίνει ότι στον δήμο Χ το ποσοστό των 0-14 ετών είναι 1,2 φορές μεγαλύτερο του ποσοστού της κατηγορίας αυτής στο σύνολο της Περιφέρειας. Από το Διάγραμμα 1 προκύπτει ότι την περίοδο 1991 – 2011 στο Δήμο Αμαρουσίου—όπως και σε άλλους όμορους με αυτόν δήμους, αλλά και σε ορισμένους δήμους στη δυτική πλευρά της πόλης—το ποσοστό των παιδιών μειώθηκε και πλησίασε το μέσο όρο της Περιφέρειας Αττικής. Αντίθετα, το ποσοστό των παιδιών αυξήθηκε σε δήμους που τοποθετούνται στα άκρα με βάση την ταξική φυσιογνωμία των κατοίκων τους (Φιλοθέη-Ψυχικό και Κηφισιά από τη μια πλευρά και Ασπρόπυργος από την άλλη). Από το Διάγραμμα 2 προκύπτει ότι η γήρανση είναι γενικό χαρακτηριστικό για τους περισσότερους δήμους της Περιφέρειας, εκτός του Δήμου Αθηναίων—λόγω της σημαντικής εισροής νέων μεταναστών και της εκροής μεσηλίκων και ηλικιωμένων—και ορισμένων δήμων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως ο Ασπρόπυργος.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Η ηλικιακή φυσιογνωμία μιας περιοχής δεν αφορά κατ΄ ανάγκη το σύνολό της. Στο Μαρούσι, οι νεότερες ηλικίες (0-14 ετών) συγκεντρώνονται κυρίως στις νεόδμητες περιοχές στο νότιο τμήμα του δήμου και δευτερευόντως στην ανατολική πλευρά (προς Μελίσσια και Βριλήσσια), ενώ οι ηλικιωμένοι εμφανίζουν σαφή συγκέντρωση στον παραδοσιακό πυρήνα στη βόρεια πλευρά του οικισμού που συνορεύει με την Κηφισιά και την Πεύκη (Χάρτες 5-6 και 7-8).
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Όπως φάνηκε από την εξέλιξη του επιπέδου εκπαίδευσης των κατοίκων μεταξύ 1961 και 2011, η οποία αναφέρθηκε στην αρχή αυτού του κειμένου, το Μαρούσι μετατοπίστηκε από το μέσο της κοινωνικής ιεραρχίας των δήμων της Αττικής, όπου βρισκόταν το 1961, προς τις υψηλότερες θέσεις το 1991 και, ακόμη περισσότερο, το 2011. Αυτή η μετατόπιση γίνεται πιο σαφής αν εξετασθούν οι μεταβολές στην κοινωνικοεπαγγελματική φυσιογνωμία των κατοίκων του.
Αν εστιάσουμε στις μεγάλες ακραίες κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες—επαγγελματίες (όπως γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί) και στελέχη διοίκησης, από τη μια πλευρά, και εργατικά επαγγέλματα, από την άλλη—γνωρίζουμε ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε στην Αθήνα σημαντική διεύρυνση του ανώτερου κοινωνικοεπαγγελματικού πόλου και συρρίκνωση του κατώτερου (Μαλούτας 2018, 80). Το Μαρούσι είναι από τις περιοχές της πόλης όπου αυτές οι αλλαγές ήταν ιδιαίτερα έντονες, τόσο όσον αφορά τη μεγέθυνση του ανώτερου πόλου, όσο και τη συρρίκνωση του κατώτερου (Διαγράμματα 3 και 4).
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Οι μεταβολές μεταξύ 1971 και 2011 ήταν ιδιαίτερα μεγάλες. Οι επαγγελματίες και τα στελέχη διοίκησης, στο σύνολο της Περιφέρειας Αττικής υπερτριπλασιάστηκαν (από 11% σε 37%). Για το Μαρούσι, όμως, η αύξηση αυτή ήταν πολύ μεγαλύτερη: από 10,6% σε 55,4%. Ανάλογη πορεία είχαν και όμοροι δήμοι με αντίστοιχη κοινωνική φυσιογνωμία, όπως η Αγία Παρασκευή και το Χαλάνδρι. Οι δήμοι όπου οι κατηγορίες αυτές παραδοσιακά εμφάνιζαν τα υψηλότερα ποσοστά—όπως το Ψυχικό και η Φιλοθέη—έφτασαν σε ακόμη υψηλότερα ποσοστά το 2011 (70% περίπου) έχοντας όμως ξεκινήσει από υψηλά ποσοστά ήδη από το 1971 (35% περίπου). Συνεπώς, την περίοδο αυτή υπάρχει σύγκλιση του Μαρουσιού με τους παραδοσιακούς πόλους συγκέντρωσης των υψηλότερων κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών.
Όσον αφορά τα εργατικά επαγγέλματα, το Μαρούσι—και άλλοι όμοροι δήμοι με ανάλογη κοινωνική φυσιογνωμία και εξέλιξη—έχασε περίπου τα 4/5 σε ποσοστό μεταξύ 1971 και 2011 (από 49% σε 14,4%). Η σύγκλιση με τα παραδοσιακά προάστια συγκέντρωσης των υψηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, όσον αφορά αυτόν τον κοινωνικοεπαγγελματικό πόλο, είναι ακόμη μεγαλύτερη από ότι για τον ανώτερο πόλο, καθώς το 2011 το ποσοστό των εργατικών επαγγελμάτων σχεδόν ταυτίζεται (περίπου 15%). Η σύγκλιση αυτή είναι αποτέλεσμα της μεγάλης μείωσης του ποσοστού των εργατικών επαγγελμάτων στο Μαρούσι (και στους όμορους δήμους με παρόμοια φυσιογνωμία) και, παράλληλα, της αύξησής του στα προάστια παραδοσιακής συγκέντρωσης των ανώτερων κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών μεταξύ 1971 και 2011. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για τη ραγδαία αύξηση του ποσοστού των μεσαίων και υψηλών-μεσαίων στρωμάτων σε κοινωνικά ανάμικτες προαστιακές περιοχές, ενώ στη δεύτερη για τη διατήρηση του πλέον αμιγούς ταξικού χαρακτήρα περιοχών έντονης συγκέντρωσης υψηλών κοινωνικών κατηγοριών, όπου η αύξηση των εργατικών επαγγελμάτων οφείλεται κυρίως στην αυξημένη ζήτηση για ανειδίκευτο δυναμικό—συχνά μετανάστες—που απασχολείται σε υπηρεσίες οικιακής βοήθειας.
Η ανοδική πορεία του Μαρουσιού στην κοινωνική ιεραρχία των περιοχών κατοικίας της αθηναϊκής μητρόπολης δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα της ελκυστικότητάς του ως περιοχής κατοικίας για υψηλά-μεσαία κοινωνικά στρώματα, αλλά και του ρόλου του ως τόπου εργασίας. Η γραμμική επέκταση του αθηναϊκού κέντρου επηρέασε τους δήμους που βρίσκονται στους μεγάλους οδικούς άξονες, όπως οι λεωφόροι Κηφισίας και Συγγρού. Το Μαρούσι επηρεάστηκε μάλλον περισσότερο από όλους τους εμπλεκόμενους δήμους, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Ποσοτικά επειδή το 2011 είχε πλέον γίνει ο δήμος με την τρίτη μεγαλύτερη αγορά εργασίας στην Αττική, μετά τους Δήμους Αθηναίων και Πειραιά (Πίνακας 3).
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Όσον αφορά την ποιοτική διάσταση, η αγορά εργασίας στο Μαρούσι αποτελεί πλέον τόπο απασχόλησης των υψηλότερων θέσεων εργασίας στην Περιφέρεια Αττικής, ο οποίος περιβάλλεται και από έναν ευρύτερο κύκλο όμορων δήμων στους οποίους επεκτείνεται αυτή η αγορά εργασίας. Στον Πίνακα 4 αναφέρονται οι αγορές εργασίας της Αττικής με τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα (ποσοστό) σε υψηλές κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες (επαγγελματίες και στελέχη διοίκησης). Στον πίνακα αυτόν, το Μαρούσι κατέχει την πρώτη θέση, ακολουθούμενο από πέντε όμορους δήμους (Χαλάνδρι, Πεντέλη, Αγία Παρασκευή, Βριλήσσια και Φιλοθέη-Ψυχικό) όπου εκτείνεται πλέον μια ευρύτερη αγορά εργασίας με ανάλογα χαρακτηριστικά, για την οποία κέντρο αποτελεί το Μαρούσι.
Πηγή δεδομένων: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Ένα ακόμη ποιοτικό χαρακτηριστικό της αγοράς εργασίας στο Μαρούσι είναι το πολύ χαμηλό ποσοστό των εργατικών επαγγελμάτων (30,6%), το οποίο είναι και το χαμηλότερο μεταξύ όλων των δήμων της Περιφέρειας Αττικής.
Οι εξελίξεις της κοινωνικής φυσιογνωμίας του Μαρουσιού που περιεγράφηκαν συνοπτικά πιο πάνω, αποτυπώνονται στους χάρτες 9 και 10, όπου παρουσιάζεται η κοινωνική τυπολογία των περιοχών κατοικίας στην Αττική με βάση την κοινωνικοεπαγγελματική σύνθεση των κατοίκων τους (Μαλούτας 2018, 120-121). Κατά την εικοσαετία 1991-2011, το Μαρούσι και οι γύρω περιοχές μοιάζει να περνούν στην ‘κυριαρχία’ των μεσαίων και, κυρίως, των υψηλών-μεσαίων στρωμάτων, με την έννοια της υπερεκπροσώπησής τους μεταξύ των κατοίκων τους. Στο Μαρούσι εξαλείφθηκαν οι λίγες περιοχές όπου υπερεκπροσωπούνταν τα εργατικά στρώματα, ενώ ανάλογη εξέλιξη παρατηρείται και σε όμορους και κοντινούς δήμους στα δυτικά (Πεύκη, Ηράκλειο και Λυκόβρυση).
Πηγή: Μαλούτας (2018: 121)
Πηγή: Μαλούτας (2018: 120)
Συμπερασματικά, κατά τις τελευταίες δεκαετίες το Μαρούσι άλλαξε τόσο ως προς την ηλικιακή δομή, όσο και την κοινωνική φυσιογνωμία. Όσον αφορά τις ηλικίες, το Μαρούσι ακολούθησε τη γενική πορεία της Περιφέρειας Αττικής με τη μείωση του ποσοστού των παιδιών (0-14 ετών) και την αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων (65 ετών και άνω). Την πορεία αυτή, όμως, την ακολούθησε με πιο ταχείς ρυθμούς όσον αφορά και τις δύο αυτές ηλικιακές ομάδες. Η αλλαγή όσον αφορά την κοινωνική φυσιογνωμία του δήμου ήταν ιδιαιτέρως έντονη κατά την ίδια περίοδο. Το Μαρούσι ανέβηκε πολλές θέσεις στην κοινωνική ιεραρχία των περιοχών κατοικίας της Αττικής και πλησίασε σημαντικά το άνω άκρο της ιεραρχίας με τα παραδοσιακά προάστια υπερσυγκέντρωσης των υψηλότερων κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών. Η εξέλιξη αυτή για το Μαρούσι οφείλεται σε τρεις βασικούς λόγους: (1) Στην τροφοδότηση από τη σημαντική μετακίνηση μεσαίων και υψηλών-μεσαίων στρωμάτων από το κέντρο προς τα προάστια από το τέλος της δεκαετίας του 1970. (2) Στο γεγονός ότι αποτελούσε μια σχετικώς αραιοκατοικημένη περιοχή (μαζί με σημαντικά τμήματα των δήμων στην ανατολική και δυτική του πλευρά) όπου μπορούσαν να επεκταθούν οι σχετικώς κορεσμένες και πολύ ακριβές περιοχές παραδοσιακής συγκέντρωσης των υψηλών στρωμάτων με τις οποίες γειτονεύει άμεσα στο νότο (Φιλοθέη-Ψυχικό) και στο βορά (Κηφισιά). (3) Στη ραγδαία ανάπτυξη της τοπικής αγοράς εργασίας και στην κοινωνική φυσιογνωμία των θέσεων απασχόλησης την οποία προσφέρει, που ενίσχυσαν την ελκυστικότητα του Μαρουσιού ως τόπου κατοικίας για το εργασιακό δυναμικό υψηλών προσόντων και αποδοχών το οποίο απασχολείται στην ευρύτερη περιοχή.
[1] Ο χάρτης αυτός κατασκευάστηκε από την Καλλισθένη Αβδελίδη (2000) και αποτυπώνει τη σταδιακή επέκταση του πολεοδομικού ιστού στην Αττική με βάση έντυπους χάρτες του δομημένου χώρου της Αττικής σε διάφορες εποχές από το 1875 μέχρι το 1995.
[2] Μονάδα Χωρικής Ανάλυσης Πόλεων. Αποτελεί χωρική μονάδα διαίρεσης του ιστού των μεγάλων ελληνικών πόλεων η οποία έχει συγκροτηθεί με βάση τους Απογραφικούς Τομείς της ΕΛΣΤΑΤ. Οι ΜΟΧΑΠ αποτελούν χωρικές ενότητες με πληθυσμό της τάξης των 1.200 ατόμων.
Μαλούτας, Θ. (2022) Μαρούσι. Η εξέλιξη της κοινωνικής και δημογραφικής του φυσιογνωμίας τις τελευταίες δεκαετίες, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/μαρούσι/ , DOI: 10.17902/20971.106
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Την 1η Φεβρουαρίου 2017, μετά από δύο πιλοτικά προγράμματα, το 2014-2015 και το 2016, εφαρμόστηκε στην Ελλάδα το μέτρο του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, γνωστό και ως Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ) [1] Τα ελάχιστα εγγυημένα εισοδήματα είναι προνοιακά προγράμματα που περιλαμβάνουν τακτικές, μη ανταποδοτικές χρηματικές παροχές προς νοικοκυριά που χαρακτηρίζονται ως φτωχά κατόπιν εισοδηματικού ελέγχου. Το ΚΕΑ αποτελούσε επιτακτική ανάγκη σε μια χώρα με ιδιαίτερα εξασθενημένο αναδιανεμητικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, το οποίο κάλυπτε επιλεκτικά τις ανάγκες κάποιων κατηγοριών του πληθυσμού, ενώ τις ελλείψεις και τα κενά της κοινωνικής πολιτικής κάλυψαν η οικογένεια, τα δίκτυα αλληλεγγύης και οι μικρές επιχειρήσεις (Lyberaki and Prontzas, 2015; Petmesidou and Mossialos, 2006). Επιπλέον, το κατακερματισμένο και άδικο αυτό σύστημα δεν είχε σχεδιαστεί για να ανακουφίσει τις τεράστιες κοινωνικές συνέπειες που επέφεραν οι οικονομικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών, πόσο μάλλον να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματα της «εσωτερικής υποτίμησης» της δεκαετίας του 2010 (περικοπές μισθών, αυξήσεις φόρων, περικοπές στις δημόσιες παροχές, απορρύθμιση της αγοράς εργασίας κλπ.), δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι η χώρα που επλήγη περισσότερο από την ύφεση που προκλήθηκε από την οικονομική κρίση του 2008 και από τα τρία προγράμματα δομικής αναδιάρθρωσης (2010, 2012, 2015) που της επιβλήθηκαν, οδηγώντας σε παρατεταμένη οικονομική και κοινωνική ύφεση. Το Γράφημα 1 αναδεικνύει το μέγεθος της μείωσης του ΑΕΠ από το 2008 και μετά, φαινόμενο σπάνιο σε συνθήκες ειρήνης.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η δραματική αύξηση των ποσοστών της φτώχειας, τόσο της σχετικής όσο και της απόλυτης [2]. Το τμήμα του πληθυσμού που ζει στα όρια της φτώχειας και κινδυνεύει με κοινωνικό αποκλεισμό αυξήθηκε από 20% το 2008 σε 48% το 2015 και παραμένει πάνω από το 40% το 2019 -με το 2008 να αποτελεί τη βάση σύγκρισης (Γράφημα 2). Μελέτες υποδεικνύουν ότι το 2015 και το 2017 περίπου 15% των Ελλήνων ζούσαν σε ακραία φτώχεια -το αντίστοιχο ποσοστό για το 2009 ήταν 2,2% (Matsaganis et al., 2016; World Bank [WB] 2019).
Η παρούσα έρευνα παρουσιάζει ορισμένα από τα αποτελέσματα μιας μελέτης περίπτωσης που πραγματοποιήθηκε την περίοδο 2017-2019 στην περιφερειακή ενότητα Πειραιά [3]. Διερευνήσαμε την εφαρμογή του ΚΕΑ σε δύο δήμους που έχουν πληγεί βαριά, πρώτα από μια μακρά περίοδο αποβιομηχάνισης και, κατόπιν, από την παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του 2010. Η έρευνα επικεντρώθηκε στη διαχείριση του προγράμματος, στις εκτιμήσεις των δικαιούχων για την παρεχόμενη ενίσχυση και στη συνεπακόλουθη βελτίωση ή μη της καθημερινής τους ζωής. Τα στοιχεία σχετικά με το ΚΕΑ συλλέχθηκαν μέσω επαναλαμβανόμενης επιτόπιας παρατήρησης στις αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες, καθώς και μέσω 43 ημι-δομημένων συνεντεύξεων (κάποιες επαναλαμβανόμενες) με δημάρχους και δημοτικό προσωπικό, εργαζόμενους σε ΜΚΟ, κοινωνικούς ακτιβιστές και τοπικούς παράγοντες που δραστηριοποιούνται σε δομές αλληλεγγύης (όπως η διανομή τροφίμων και η προστασία υπερχρεωμένων ατόμων), καθώς και με κρατικούς παράγοντες. Επίσης, μιλήσαμε ανεπίσημα (χωρίς να μαγνητοφωνηθεί η συνομιλία) με δικαιούχους κατά τη διάρκεια της αναμονής τους στα σημεία παροχής κοινωνικών υπηρεσιών και πήραμε συνεντεύξεις από επισφαλώς απασχολούμενους (εντοπίστηκαν με τη μέθοδο της χιονοστιβάδας). Οι συνεντεύξεις διενεργήθηκαν συνήθως πρόσωπο με πρόσωπο, κατά κύριο λόγο από τις δύο ερευνήτριες. Η μελέτη βασίστηκε επίσης σε έναν συστηματικό έλεγχο των εκθέσεων Διεθνών Οργανισμών, σε πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές και σε μακροστατιστικούς δείκτες.
Ερμηνεύσαμε τα δεδομένα μας χρησιμοποιώντας τη διευρυμένη περιπτωσιολογική μέθοδο (Burawoy, 1998), με σκοπό να αναδείξουμε τη συσχέτιση μεταξύ των εξωτερικών κοινωνικών δυνάμεων (στην περίπτωση αυτή το ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο) και των κοινωνικών εξελίξεων στους δύο δήμους, καθώς το ελληνικό ΚΕΑ αποτελεί μέρος του παγκόσμιου και ευρωπαϊκού πλαισίου για την (ανα)συγκρότηση των πολιτικών κοινωνικής προστασίας έπειτα από τις καταστροφικές συνέπειες των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής στον Νότο (όπως η Χαμένη Δεκαετία στη Λατινική Αμερική) και την εμφάνιση νέων κινδύνων και αναγκών που προκύπτουν από τη γήρανση του πληθυσμού και τις ριζικές αλλαγές στην αγορά εργασίας. Αυτό το νέο μοντέλο ανάπτυξης «υπέρ των φτωχών» έγινε δημοφιλές τη δεκαετία του 2000 μεταξύ των διεθνών και υπερεθνικών οργανισμών και χαρακτηρίστηκε ως δραστική μεταστροφή (Hemerijck, 2018) από τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση που επικεντρωνόταν αποκλειστικά στις δυνάμεις της αγοράς και τη μείωση των δημόσιων δαπανών, ενώ χάρη στην αυξανόμενη συμμετοχή και επιρροή της Παγκόσμιας Τράπεζας στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής (Deacon, 2007), εξαπλώθηκε γρήγορα τόσο στον Νότο όσο και στον Βορρά. Το μοντέλο αυτό βασίζεται στην έννοια της κοινωνικής επένδυσης [4] και στοχεύει στην πρόληψη ή την ανακούφιση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, μειώνοντας τα κενά κάλυψης μεταξύ των ατόμων που βρίσκονται εντός και εκτός του συστήματος, ενώ ταυτόχρονα επιβεβαιώνει (και επανεφευρίσκει) την αρχή της καθολικότητας της κοινωνικής προστασίας [5].
Στη βάση αυτής της νέας αρχιτεκτονικής βρίσκονται τα Κατώτατα Όρια Κοινωνικής Προστασίας (ILO, 2012) ή αντίστοιχα για την Ευρώπη, ο Ευρωπαϊκός Πυλώνας Κοινωνικών Δικαιωμάτων του 2017[6] που εγγυώνται κατώτατα επιδόματα για τους φτωχούς, με τα επιδόματα αλληλεγγύης όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα και τα προγράμματα ενεργοποίησης της αγοράς εργασίας να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο. Η Παγκόσμια Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Ένωση βλέπουν τα Κατώτατα Όρια ως το θεμέλιο των συστημάτων Καθολικής Κοινωνικής Προστασίας (ΚΚΠ), στα οποία ποικίλα δημόσια, ιδιωτικά και κοινωνικά προγράμματα προστατεύουν διάφορες κοινωνικές ομάδες από συγκεκριμένους κινδύνους που παρουσιάζονται στην πορεία της ζωής τους (ILO and WB, 2015). Έτσι επιτυγχάνεται ο περιορισμός και ο εξορθολογισμός των δημοσίων δαπανών, η μείωση κοινωνικών δαπανών που κρίνονται μη παραγωγικές και η ανακατεύθυνση της ροής πόρων προς τις κατηγορίες του πληθυσμού που έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να επηρεάσουν θετικά τη μελλοντική οικονομική ανάπτυξη: τα παιδιά, ώστε να σπάσει ο κύκλος της φτώχειας, τις γυναίκες και, πέραν αυτών, τα περιθωριοποιημένα τμήματα του πληθυσμού που δε διαθέτουν τα μέσα να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και τους «νέους κινδύνους». Η «επένδυση» αυτή υποτίθεται ότι λειτουργεί ως εφαλτήριο, δίνοντας στους φτωχούς την ευκαιρία να «ρισκάρουν» στην αγορά και να συμβάλουν έτσι στην οικονομική ανάπτυξη (WB, 2001).
Σύμφωνα με τη θεσμική βιβλιογραφία, τα Κατώτατα Όρια και ο Πυλώνας έχουν φιλόδοξους κανονιστικούς στόχους, όπως η ενδυνάμωση και η βελτίωση των δυνατοτήτων των φτωχών, η προώθηση μια καλύτερης και υγιέστερης ζωής με αξιοπρέπεια για όλους και η ανοικοδόμηση ισχυρών κοινωνιών με μεγαλύτερη συνοχή και μεγαλύτερη αντοχή σε κρίσεις. Ωστόσο, κατά πόσο επιτυγχάνουν ή, έστω, προσεγγίζουν τα προγράμματα εφαρμογής αυτής της πολιτικής τους επιθυμητούς στόχους; Το θεμελιώδες αυτό ζήτημα αποτελεί τη βάση της παρούσας έρευνας.
Το ελληνικό πρόγραμμα Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος είναι οργανωμένο γύρω από τρεις άξονες: 1) ένα κλιμακωτό επίδομα που δεν υπερβαίνει τα 200 ευρώ ανά άτομο, 100 ευρώ για κάθε επιπλέον ενήλικο άτομο και 50 ευρώ για κάθε ανήλικο παιδί, 2) κοινωνικές παροχές σε είδος (διανομή φαγητού, εκπτώσεις σε λογαριασμούς ρεύματος, πρόσβαση στη δημόσια υγεία) και 3) παροχή βοήθειας στην εύρεση εργασίας. Οι αιτήσεις για το ΚΕΑ πραγματοποιούνται είτε από τις κοινωνικές υπηρεσίες και τα Κέντρα Κοινότητας των δήμων είτε απευθείας από τους αιτούντες. Τις αιτήσεις επεξεργάζεται ένα λογισμικό διασταύρωσης διαδικτυακών στοιχείων, το οποίο επαληθεύει και επιβεβαιώνει πληροφορίες από διάφορες ηλεκτρονικές πλατφόρμες και αναγνωρίζει τον αιτούντα μέσω του πληροφοριακού συστήματος φορολογίας. Η πλατφόρμα ανανεώνεται συνεχώς προκειμένου να ενσωματώσει νέες πληροφορίες (άλλα στοιχεία από το διαδίκτυο, λάθη ή αστοχίες που εντοπίζονται μέσω τακτικών ελέγχων, πληροφορίες από τους δήμους, αξιολογήσεις, σεμινάρια, κλπ.).
Τα κριτήρια ένταξης στο πρόγραμμα ποικίλουν ανάλογα με το μέγεθος του νοικοκυριού. Το ατομικό εισόδημα για τους έξι μήνες που προηγούνται της αίτησης δεν πρέπει να ξεπερνά το ποσό του επιδόματος επί έξι (π.χ. 1.200 ευρώ για ένα άτομο). Τα περιουσιακά κριτήρια περιλαμβάνουν τη φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας, την αντικειμενική αξία των ιδιωτικών οχημάτων όλων των ειδών, καθώς και το σύνολο των τραπεζικών καταθέσεων (που δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 4.800 ευρώ για ένα άτομο). Αυτά τα ιδιαίτερα περιοριστικά κριτήρια καλύπτουν περίπου το 7% από το 15% των ατόμων που ζουν σε ακραία φτώχεια (World Bank, 2019. Πιο αναλυτικά, δες μεταξύ άλλων Lalioti, 2017. Dimoulas, 2018. Sakellaropoulos et al. 2018, 2019).
Από καθαρά διαχειριστική σκοπιά, το πρόγραμμα είναι πρωτοποριακό, καθώς εξορθολογίζει την κοινωνική προστασία χρησιμοποιώντας τεχνολογία που δεν υπήρχε πιο πριν στην Ελλάδα, στοχεύει στους φτωχούς που σε μεγάλο βαθμό μέχρι τώρα στερούνταν κοινωνικής προστασίας και τους παρέχει μια μικρή ανακούφιση μέσω μετρητών και παροχών σε είδος. Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση «Η Κυβέρνηση με Μια Ματιά 2021» του ΟΟΣΑ (Γράφημα 3), οι κρατικές δαπάνες για την κοινωνική προστασία μειώθηκαν 13,3% από το 2011 ως το 2019 (από 41,846 δις ευρώ σε 36,267 δις ευρώ), εξαιρουμένων των δαπανών για το πρόγραμμα ΚΕΑ (501 εκατ. Ευρώ το 2019). Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει κατά πόσο ο οικονομικός εξορθολογισμός και συγκεκριμένα η ανακατεύθυνση των δαπανών κοινωνικής προστασίας προς τους ακραία φτωχούς βελτιώνει ποιοτικά τις συνθήκες ζωής τους.
Για τους ανθρώπους στους οποίους στοχεύει το πρόγραμμα διακυβεύονται πολλά. Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν αξιόπιστα στατιστικά για τις συνθήκες ζωής, την επισφαλή απασχόληση και τη φτώχεια στους δήμους του Δυτικού Πειραιά, καθώς η τρέχουσα απογραφή πληθυσμού (2021) δεν έχει ολοκληρωθεί ώστε να συγκριθεί με την προηγούμενη (2011). Ωστόσο, υπάρχει πρόσφατη σημαντική ανθρωπολογική έρευνα (Spyridakis, 2013, 2018; Bithymitris, 2016) που εξερευνά τις πορείες που ακολουθούν και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πληθυσμοί που βασίζονται για το εισόδημά τους στην Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Πειραιά και περιγράφει κοινωνικές καταστάσεις που και εμείς οι ίδιες παρατηρήσαμε ή που μας μεταφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, η εξαφάνιση των δραστηριοτήτων που άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται με τα ναυπηγεία, καθώς και η διάλυση άλλων δραστηριοτήτων στην περιοχή του Πειραιά (όπως καπνά, υφάσματα, λιπάσματα, μεταλλουργία, αλευρόμυλοι κλπ.), σε συνδυασμό με τις πολιτικές διαρθρωτικής προσαρμογής από το 2010 και μετά, έχουν αποσυνθέσει το οικονομικό, επαγγελματικό, κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον των εργατών και εμπόρων αυτής της περιοχής, όπου υπάρχει υπερ-προσφορά εργατικού δυναμικού, ενώ η ζήτηση είναι πλέον πολύ περιορισμένη. Οι ιδιοκτήτες μικρομάγαζων προλεταριοποιούνται, νοικοκυριά από διάφορες κοινωνικές τάξεις υπερχρεώνονται και οικογένειες διαλύονται.
Η βελτίωση των συνθηκών ζωής εγείρει ένα πρώτο σημαντικό ζήτημα: αντιμετωπίζονται δίκαια οι πολίτες που έχουν ανάγκη «αποκλειστικά με βάση την οικονομική τους κατάσταση και χωρίς αποκλεισμούς» (World Bank, 2019a); Από κανονιστική σκοπιά, το ερώτημα αυτό αφορά έναν από τους κεντρικούς άξονες της Καθολικής Κοινωνικής Προστασίας: την προσβασιμότητα του. Μεταξύ άλλων προαπαιτούμενων, η αρχή της προσβασιμότητας υπαγορεύει ότι τα προγράμματα πρέπει να βασίζονται στις αρχές της μη διάκρισης και της ίσης μεταχείρισης. Καθώς τα πιο περιθωριοποιημένα τμήματα της κοινωνίας συνήθως παραγκωνίζονται και μένουν εκτός αυτών των προγραμμάτων, αξίζει να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις για τις πιο συμβατικές κατηγορίες ευάλωτων πολιτών που απευθύνθηκαν στις κοινωνικές υπηρεσίες κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας.
Τα προγράμματα με εισοδηματικά κριτήρια είναι τεχνολογίες εξατομικευμένης μαζικής διαχείρισης: οι «φτωχές μάζες» (μια γενική κατηγορία) γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας με βάση την ατομική τους κατάσταση. Ο συνδυασμός του συγκεκριμένου με το καθολικό αποτελεί δύσκολο εννοιολογικό πρόβλημα. Παρατηρήσαμε και μάθαμε για περιπτώσεις αναντιστοιχίας μεταξύ των αφηγήσεων των αιτούντων και των διαδικτυακών στοιχείων. Οι αιτίες αυτών των αποκλίσεων ποικίλουν, αλλά μία είναι το μεγάλο εύρος του περιθωρίου λάθους στον καθορισμό των δικαιούχων από το πληροφοριακό σύστημα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η πρότερη εμπειρία των υπαλλήλων στον τομέα της κοινωνικής εργασίας παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς διαθέτουν σημαντική διακριτική ευχέρεια στην επεξεργασία των αιτήσεων, ενώ η επιμόρφωση τους ήταν συνοπτική και αφορούσε μόνο τη χρήση του λογισμικού (πολλοί δεν γνωρίζουν πώς να αντλούν πληροφορίες από φορολογικές δηλώσεις, αν και αποτελούν τα βασικά έγγραφα στη διαχείριση των αιτήσεων).
Ως αποτέλεσμα, οι πρακτικές ποικίλουν, καθώς εφαρμόζονται από ένα φάσμα υπαλλήλων, από τους άπειρους και ελλιπώς καταρτισμένους που απλά ακολουθούν τις οδηγίες στις οθόνες τους ως αυτούς που ερευνούν σε βάθος. Επιπλέον, οι μηχανισμοί στόχευσης εισάγουν αυθαίρετες διαφοροποιήσεις μεταξύ των δικαιούχων. Για παράδειγμα, γιατί το αναπηρικό επίδομα όταν καταβάλλεται από το κράτος συμψηφίζεται με το ΚΕΑ, ενώ το ίδιο επίδομα όταν καταβάλλεται από το ασφαλιστικό ταμείο δεν συμψηφίζεται; Γιατί το επίδομα ανήλικου τέκνου (€70) αφαιρείται από τα επιδόματα ΚΕΑ, τη στιγμή που η Καθολική Κοινωνική Προστασία είναι σχεδιασμένη ώστε να επενδύει πρωταρχικά στα παιδιά; Η αξιολόγηση της ατομικής κατάστασης των αιτούντων είναι τόσο περίπλοκη που οι αρχές, για να εντοπίσουν πιθανές περιπτώσεις απάτης, εισήγαγαν μέχρι και αμφιλεγόμενα κριτήρια όπως τα εμφανή σημάδια πλούτου (κληροδοτήματα, ίσως, ενός πιο εύρωστου παρελθόντος). Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι οι πολιτικές σκοπιμότητες που υπαγορεύουν την κατηγοριοποίηση των κοινωνικών ομάδων, καθώς και τα εγγενή προβλήματα των τεχνολογιών εισοδηματικού ελέγχου έχουν ως αποτέλεσμα την καταστρατήγηση των αρχών της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης.
Δύο άλλοι βασικοί άξονες της Καθολικής Κοινωνικής Προστασίας –η διαθεσιμότητα βιώσιμων μηχανισμών κοινωνικής προστασίας και η επάρκεια των βασικών δικαιωμάτων κοινωνικής πρόνοιας («τόσο σε ποσό όσο και σε διάρκεια, ώστε όλοι να έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματά τους») – οδηγούν σε μια συζήτηση γύρω από το ύψος των χρηματικών παροχών και την εργασία.
Οι περισσότεροι ερευνητές και ειδικοί, καθώς και οι κρατικοί αξιωματούχοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί που συμμετείχαν στην έρευνα, σημειώνουν ότι οι χρηματικές παροχές είναι τόσο πενιχρές που οι περισσότεροι αποδέκτες ΚΕΑ δεν «θα καταφέρουν να ανέβουν πάνω από το όριο της (σχετικής) φτώχειας» (WB, 2019a). Επισήμαναν, επίσης, ότι ο Πυλώνας 3 (η ενεργοποίηση των δικαιούχων στην αγορά εργασίας) παρουσιάζει ελλείψεις. Είναι, πράγματι, αμφίβολο αν κατώτατα επιδόματα όπως αυτά που προσφέρονται από το ΚΕΑ, είτε σε χρήμα είτε σε είδος, είναι πιθανό να ενδυναμώσουν τους φτωχούς και να βελτιώσουν τις δυνατότητές τους. Με αυτά τα δεδομένα, η συζήτηση κατόπιν περιστρέφεται γύρω από τρία βασικά θέματα: την αδήλωτη εργασία, την ανάγκη ενίσχυσης του ΟΑΕΔ και την αδυναμία αύξησης των χρηματικών ενισχύσεων, τόσο για δημοσιονομικούς λόγους, όσο και γιατί τα επιδόματα οφείλουν να είναι χαμηλότερα του κατώτερου μισθού, καθιστώντας έτσι, θεωρητικά, την εργασία πιο ελκυστική.
Η συζήτηση αυτή αποδεικνύεται άγονη για διάφορους λόγους. Πρώτον, οι δημοσιονομικοί λόγοι που προβάλλονται από τις αρχές είναι αδιαμφισβήτητοι λόγω της ασυμμετρίας των διεθνών συσχετισμών δυνάμεων. Η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα υπό καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας και δεν διαθέτει περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών. Το μνημόνιο του 2015 επέβαλε ένα «δημοσιονομικά ουδέτερο» σύστημα κοινωνικής προστασίας, υπονοώντας ότι η χρηματοδότηση του συστήματος μπορεί να προέρχεται μόνο από τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα επιτυγχάνονταν μέσω της περικοπής δαπανών και της αύξησης φόρων. Το ΔΝΤ και η ΕΕ δεν επιτρέπουν μια πιο ουσιαστική αναδιανομή πόρων, όπως για παράδειγμα τη μεταφορά τους από τον προϋπολογισμό για την άμυνα στην κοινωνική προστασία. Η αδυναμία, λοιπόν, του παρεχόμενου επιδόματος αλληλεγγύης να ενισχύσει τις δυνατότητες ανθρώπινης ανάπτυξης καθιστά απαραίτητη τη διερεύνηση της πιθανότητας δημιουργίας ενός Παγκόσμιου (ή έστω Ευρωπαϊκού) Ταμείου κοινωνικής προστασίας που να μπορεί να χρηματοδοτήσει τα Κατώτατα Όρια στις φτωχότερες χώρες (de Schutter and Sepúlveda, 2012). Δεύτερον, όπως αναφέρθηκε επανειλημμένα κατά τη διάρκεια της έρευνας, «όλοι ξέρουν ότι όλοι δουλεύουν μαύρα». Η αδήλωτη εργασία (και ευρύτερα η «μαύρη οικονομία», είτε πρόκειται για υψηλά είτε για χαμηλά εισοδήματα) είναι δομικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας. Θα μπορούσε, επίσης, να θεωρηθεί και δομικό χαρακτηριστικό του προγράμματος ΚΕΑ, αφού από μόνο του το επίδομα δεν επαρκεί για την επιβίωση των φτωχότερων ατόμων.
Τρίτον, οι αρχές κάνουν ό, τι μπορούν για να ενισχύσουν τον Πυλώνα 3 χρησιμοποιώντας τα καθιερωμένα εργαλεία δημόσιας πολιτικής, όπως η εγγραφή στον ΟΑΕΔ και τα προγράμματα δημόσιας απασχόλησης. Αυτά περιλαμβάνουν μη ανανεώσιμες συμβάσεις ορισμένου χρόνου για 6 ως 8 μήνες, με μηνιαίο μισθό περίπου €500 για την πλήρη απασχόληση και €250 για τη μερική απασχόληση. Τα ποσά αυτά αντικατοπτρίζουν τους χαμηλούς μισθούς που επικρατούν στην αγορά και δεν δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για μια σημαντική βελτίωση στη ζωή των ανθρώπων. Επιπλέον, τα προγράμματα επιστροφής στην εργασία, τα οποία υποτίθεται ότι βελτιώνουν τις πιθανότητες πρόσληψης των ανέργων, δεν είναι πανάκεια. Πιο συγκεκριμένα, οι εργαζόμενοι της Ζώνης του Πειραιά, ειδικά όσοι είναι άνω των 40, είναι εξοικειωμένοι με τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες μιας δομικά ελαστικής αγοράς εργασίας που προσφέρει περιστασιακή και επισφαλή απασχόληση. Έχουν παλέψει για να βρουν μεροκάματα και ξέρουν πώς να ψάξουν για δουλειά και πώς να μπαίνουν στην αγορά εργασίας όταν προκύπτουν ευκαιρίες. Ποιο το νόημα, λοιπόν, να εξυμνούμε την ανωτερότητα των πολιτικών επαγγελματικής ενεργοποίησης με παροχή κινήτρων;
Η Παγκόσμια Τράπεζα έχει την απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Η βασική της ιδέα, την οποία συμμερίζεται και η ΕΕ όπως αποδεικνύεται στην πράξη, είναι ότι οι φτωχοί αποτελούν παραγωγικό παράγοντα που οφείλει να συνεισφέρει στην οικονομική ανάπτυξη, ασχέτως αν πρόκειται για την ανεπίσημη οικονομία, όπως ορίζεται η εργασία και οι επιχειρήσεις που δεν είναι ορατές στις νομισματικές, ρυθμιστικές και θεσμικές αρχές. Η Τράπεζα βλέπει τώρα αυτόν τον τομέα ως «μοχλό ανάπτυξης» (WB, 2019b). Εφόσον επικρατεί αυτή η θεώρηση, η ανεπίσημη απασχόληση μετατρέπεται σε ένα σχετικά αποδεκτό συμπλήρωμα επίσημων μηχανισμών όπως τα προγράμματα δημόσιας απασχόλησης, τα οποία αποτελούν το βασικό εναλλακτικό μοντέλο στην άνευ προϋποθέσεων χρηματική ενίσχυση των φτωχών.
Απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την αξιολόγηση του πώς η παραοικονομία ωθείται από, αλλά και ωθεί, την κοινωνική ευπάθεια. Αν, όπως συχνά μας είπαν οι δικαιούχοι του ΚΕΑ, το επίδομα «είναι τουλάχιστον κάτι», τότε απλά ενθαρρύνει την προσαρμογή στις παρούσες υποβαθμισμένες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες παρά συμβάλει στη μεταβολή τους. Στην Ελλάδα, δεν δίνεται η δυνατότητα σε μεγάλα, αλλά ετερογενή, στρώματα ευάλωτων πληθυσμών να ζήσουν με ποιότητα και αξιοπρέπεια, καθώς οι χρηματικές παροχές και οι λοιποί μηχανισμοί στήριξης σχεδιάζονται με άλλους σκοπούς.
[1] Αν και από τον Ιανουάριο του 2021 το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης μετονομάστηκε σε Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, τα αρχικά ΚΕΑ παραμένουν σε παράλληλη χρήση.
[2] Ο όρος σχετική φτώχεια αναφέρεται σε ετήσιο εισόδημα κάτω του 60% του μέσου εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος. Στην περίπτωση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, ως ακραία φτώχεια χαρακτηρίζονται εισοδήματα κάτω του 40% αντίστοιχα, δηλαδή ετήσια εισοδήματα που δεν ξεπερνούν τα €2,880 το 2017 (WB, 2019a).
[3] Η παρούσα έρευνα πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της Γαλλικής Σχολής Αθηνών.
[4] Υπάρχει σημαντικός όγκος βιβλιογραφίας στο θέμα της κοινωνικής επένδυσης. Δες για παράδειγμα Jenson (2010) και Jenson and Saint-Martin (2003). Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι η έννοια αυτή έχει γίνει πλέον μέρος της δημόσιας συζήτησης και στην Ελλάδα (Matsaganis, 2021).
[5] ILO and WB (2015). Πιο αναλυτικά, δες Burgi and Kyramargiou, 2021.
[6] Δες https://ec.europa.eu/info/strategy/priorities-2019-2024/economy-works-people/jobs-growth-and-investment/european-pillar-social-rights/european-pillar-social-rights-20-principles_el
Burgi, N., Κυραμαργιού, Ε. (2021) Ελέγχοντας τους φτωχούς: Το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα στην Ελλάδα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ελέγχοντας-τους-φτωχούς/ , DOI: 10.17902/20971.104
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Γεννήθηκα σ’ ένα σπίτι στην οδό Κόντου, στον Άγιο Λουκά στα Πατήσια, το σωτήριον έτος 1940 μ.Χ., μήνα Σεπτέμβρη. Οι τρείς, κρίσιμες για την ιστορία του τόπου, δεκαετίες που έζησα εκεί σημάδεψαν τη ζωή μου και ασφαλώς διαμόρφωσαν ως ένα σημείο τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά μου. Η οδός Κόντου οριζόταν δυτικά από τη δεξιά πλευρά της οδού Πατησίων και ανατολικά από τις δυτικές παρυφές των Τουρκοβουνίων (τα Νταμάρια όπως τα αποκαλούσαμε τότε). Σήμερα εκτείνεται προς τα ανατολικά ως την οδό Ταϋγέτου, όπου και το σχολικό συγκρότημα της Γκράβας. Οι αναμνήσεις από την πρώτη δεκαετία του ‘40 όπως είναι φυσικό έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν. Θυμάμαι, αποσπασματικά και ανακατεμένα, εικόνες γκρίζες ή ασπρόμαυρες, τελείως αμοντάριστες και ήχους όπως το ντελάλημα του πλανόδιου γιαουρτά, τη φωνή του παγωτατζή, αλλά και τον ρυθμικό ήχο από τις Γερμανικές μπότες μιας διμοιρίας της Wehrmacht που κατηφόριζε την οδό Κόντου, ένα απόγευμα που στεκόμουν και χάζευα σε ένα από τα δύο μικρά μπαλκονάκια της πρόσοψης του σπιτιού μας. Θυμάμαι ακόμα τα Δεκεμβριανά οδοφράγματα στη γωνία Κόντου και Δροσοπούλου, ήχους από σφαίρες που σφύριζαν, το «Προσοχή, προσοχή ομιλεί το χωνί», καθώς και τους τρείς Άγγλους στρατιώτες, όπως ακριβώς τους είδαμε αργότερα στον “Θίασο” του Αγγελόπουλου, που μας επισκέφτηκαν ένα πρωί ψάχνοντας για όπλα. (“Το πουλί του Σκόμπυ είναι κόμποι-κόμποι”). Όλα αυτά που συνέβαιναν τότε, μπορώ να πω ότι δεν μου προξενούσαν κανένα φόβο ή περιέργεια και τα αντιμετώπιζα σαν την πιο συνηθισμένη καθημερινή κανονικότητα. Το δρόμο αλλά και την ευρύτερη περιοχή στα Πατήσια, μια από τις καλύτερες συνοικίες της Αθήνας εκείνη την εποχή, χαρακτήριζαν οι μονοκατοικίες, μονώροφες ή διώροφες, δείγματα της αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου με φανερές τις επιρροές των νεωτεριστικών κινημάτων, του απλοποιημένου εκλεκτικισμού, της Art Déco αλλά και του Ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Τα ενδιαφέροντα αυτά σπίτια σύντομα ακολούθησαν τη μοίρα των παλαιότερων νεοκλασικών και έδωσαν τη θέση τους στις πρώτες πολυκατοικίες της αντιπαροχής στις αρχές της δεκαετίας του ‘50. Μέχρι και τη δεκαετία του ‘40, o μικρός αυτός δρόμος παραδόξως ήταν ασφαλτοστρωμένος, σε αντίθεση με τους γειτονικούς του χωματόδρομους, Γαλβάνη και Γρηγοροβίου, αλλά και με τους πολύ μεγαλύτερους, Δροσοπούλου, Νάξου και Πίνδου, που επίσης βρίσκονταν σε κατάσταση πρωτόγονη, χωρίς άσφαλτο, γεμάτοι λακκούβες, πέτρες και σκόνη. Αυτός ήταν και ο λόγος που σπάνια περνούσαν από κει αυτοκίνητα, δίνοντας την ευχέρεια στους πιτσιρικάδες να ξεσαλώνουν στο κυνηγητό, στο κρυφτό, στο ποδόσφαιρο, ακόμα και στο ευγενές άθλημα του πετροπόλεμου, που είχε ως αποτέλεσμα γάζες, αίμα και ανοιγμένα κεφάλια. Πολύ δημοφιλές στα αγόρια και το “κλέφτες κι αστυνόμοι” όπου στο παιγνίδι οι αστυνομικοί κυνηγούσαν τους κλέφτες, ενώ στην πραγματικότητα κυνηγούσαν τους κομμουνιστές. Κι άλλα παιγνίδια της εποχής συντελούσαν στην κοινωνικοποίηση των παιδιών της γειτονιάς και στην ανάπτυξη ισχυρών φιλικών δεσμών μεταξύ τους. Οι επιζώντες συνομήλικοί μου θα θυμούνται ασφαλώς πολλά από εκείνα τα “υπαίθρια” παιγνίδια με τα παράξενα ονόματα: “Στα-καμάν”, “Μπιζ”, “Μπερλίνα”, “Πινακωτή-Πινακωτή” καθώς και τα “Αγάλματα”, το “Άναψε μου το κεράκι” και τα παιγνίδια με τους χωμάτινους βόλους ή τα ακριβότερα γυάλινα γκαζάκια. Όσα παιδιά είχαν γαλότσες έβρισκαν διασκεδαστικό το να τσαλαβουτούν κατά τις βροχερές μέρες στις λασπωμένες λακκούβες που γέμιζαν νερό, ενώ άλλα έπαιζαν με τις λεγόμενες “Χάπα-Χούπες” τα δημοφιλή χαρτονάκια που απεικόνιζαν τους ήρωες του ποδοσφαίρου αυτούς τους κυριακάτικους ήρωες που έπαιζαν «για τη φανέλα» τότε που τα γήπεδα δεν είχαν γκαζόν. Ανηφορίζοντας στην οδό Κόντου, καθώς μπαίναμε από την οδό Πατησίων, θυμάμαι στα δεξιά το πρώτο γωνιακό κτίριο, με το ζαχαροπλαστείο του Μιλάνου στο ισόγειο, και στη συνέχεια δύο τρία επιβλητικά διώροφα, με πανέμορφες όψεις. Σ’ ένα από αυτά κατοικούσε η οικογένεια Βιντζηλαίου, της περίφημης δυναστείας των πρώτων μεγάλων λουλουδάδων της Αθήνας.Χάρτης 1: Ο οδός Κ. Κόντου και οι γύρω δρόμοι
Εικόνα 1: Στον κήπο του σπιτιού μου στα μαύρα χρόνια της κατοχής
Εικόνα 2: Κόντου και Πατησίων
Εικόνες 3α & 3β: Επιβλητικά διώροφα σπίτια, με πανέμορφες όψεις
Αφότου διασχίζαμε την οδό Δροσοπούλου, το δεύτερο σπίτι δεξιά ήταν το πατρικό μου, μια λιτή αστική μονοκατοικία από τις χαρακτηριστικές του μεσοπολέμου, που σώζεται ευτυχώς ακόμα, ανάμεσα σε μεταγενέστερες πολυκατοικίες, χάρη στην επιμονή της αρχιτεκτόνισσας αδερφής μου, ως ένα από τα ελάχιστα δείγματα μίας ξεχασμένης μακρινής εποχής.
Ίσως ένας από τους λόγους για τους οποίους οι γονείς μου επέλεξαν το συγκεκριμένο σπίτι να ήταν η θέση του. Στην περιοχή αυτή κατοικούσαν άνθρωποι της μεσαίας τάξης, πολλοί διανοούμενοι, καλλιτέχνες, εκπαιδευτικοί ακόμα και επιτυχημένοι επιχειρηματίες. Ο πατέρας μου εκπαιδευτικός, δίδαξε στη Μαράσλειο Παιδαγωγική ακαδημία, υπήρξε αντιπρόεδρος του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και Γενικός διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας.
Στα “πέτρινα” χρόνια, το διπλανό μας σπίτι με τον αριθμό 16, μοντερνιστικό, διώροφο και φωτεινό, φιλοξενούσε ένα σκοτεινό πρόσωπο της Ελληνικής ιστορίας. Μαύρο παλτό, μαύρο καπέλο, μαύρο αυτοκίνητο, μαύρη ψυχή. Το όνομά του: Αναστάσιος Ταβουλάρης (1882-1945). Ιδιότητά του: υπουργός Ασφαλείας, δεξί χέρι του Walter Schimana διοικητή των SS, αρχηγού της Γερμανικής Αστυνομίας και στρατιωτικού διοικητή της χώρας μας από τον Οκτώβριο του 1943 έως τον Οκτώβριο του 1944. Οι ενδιαφερόμενοι για την πλούσια δράση του εν λόγω γείτονα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ας ανατρέξουν στη σχετική βιβλιογραφία. Μετά την απελευθέρωση το σπίτι αυτό κατοικήθηκε από την οικογένεια Μούγερ, γνωστή για την παραγωγή των όμορφων παιδικών παπουτσιών.
Δύο σπίτια πιο πάνω, στο νούμερο 20, έμενε ο συμπαθητικός γεράκος με τον μπερέ στο κεφάλι και την ξεθωριασμένη καπαρντίνα, που τον θυμάμαι να ανηφορίζει το σούρουπο, επιστρέφοντας στο σπίτι του, κρατώντας το κεσεδάκι με το γιαούρτι για το λιτό βραδινό του δείπνο. Μόνο αυτή την εικόνα θυμάμαι από τον Παπαδιαμάντη της Ελληνικής ζωγραφικής
Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε για να μάθω ότι ο Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης (1881–1955), απόφοιτος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, μαθητής του Γ. Ιακωβίδη, αφού συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο μέχρι το 1910, μετακομίζει στο Παρίσι όπου και έρχεται σε επαφή με τα νεωτεριστικά ρεύματα της σύγχρονης ζωγραφικής, εγκαταλείποντας οριστικά τον ακαδημαϊκό ρεαλισμό της Σχολής του Μονάχου. Με την επιστροφή του στην Αθήνα μαζί με τον Κωνσταντίνο Μαλέα, τον Νικόλαο Λύτρα και άλλους, ιδρύει την ομάδα “Τέχνη”, που με την πρώτη έκθεσή της το 1917 ήρθε σε ρήξη με το εικαστικό κατεστημένο της εποχής.
Πηγή: Εθνική Πινακοθήκη (http://www.nationalgallery.gr/)
Στο έργο του, το ποτισμένο από το διάχυτο φως των Ιμπρεσιονιστών, μπορεί να διακρίνει κανείς ίχνη και σκιές από τη μελαγχολία του ελληνικού Εξπρεσιονισμού, πράγμα που θα φανεί εντελώς φυσικό σε όποιον μελετήσει την άτυχη και τραγική ζωή αυτού του τόσο αδικημένου μεγάλου ζωγράφου. Στην αυτοβιογραφία του, ο στενός του φίλος ζωγράφος Περικλής Βυζάντιος αναφέρεται στον ομότεχνό του:
Αντίκρυ στον Άγιο Λουκά είναι ένας μικρός δρόμος που οδηγεί στο κενό, η οδός Κόντου. Άμα προχωρήσετε λίγα βήματα, η πολυθόρυβη οδός Πατησίων με τα μπούσια και τα τραμ εξαφανίζεται ολότελα και βρίσκεστε στην ήρεμη ατμόσφαιρα της εξοχής. Στο δεξί του δρόμου, μέσα σ ένα μικρό περιβολάκι όπου ανθίζουν την άνοιξη οι μενεξέδες, κάθεται ένας απαρατήρητος ανθρωπάκος, ο ζωγράφος Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης.
(ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ: Αυτοβιογραφικές σημειώσεις. Η ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ – ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ 1993). |
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘50, παρακολουθήσαμε με δέος, θαυμασμό και κάποια δόση ζήλιας, την ανέγερση της πρώτης “αντιπαροχικής” πολυκατοικίας στη γειτονιά, γωνία Κόντου και Δροσοπούλου. Στο ρετιρέ αυτής της πολυκατοικίας στο διαμέρισμα του φίλου μας του Αλέκου πρωτακούσαμε το εμβληματικό “Rock Around The Clock” σε σαρανταπεντάρι δισκάκι, που σηματοδοτούσε, μαζί με την καθιέρωση του θεσμού της αντιπαροχής, την έναρξη μιας καινούριας εποχής.
Στα τέλη της δεκαετίας, απέναντι από το σπίτι του Τριανταφυλλίδη υψώθηκε η δεύτερη πολυκατοικία της γειτονιάς. Εκεί έμεινε για ένα διάστημα η γνωστή πρωταγωνίστρια του θεάτρου, σκηνοθέτις, συγγραφέας, ενδυματολόγος και θιασάρχης Έλλη Βοζικιάδου (1932-2020). Οι παλιότεροι θα την θυμούνται από τις ερμηνείες της στο Εθνικό Θέατρο, τις συνεργασίες της με το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, καθώς και για την ίδρυση του δικού της θεάτρου: “ΘΥΜΕΛΗ – ΕΛΛΗΣ ΒΟΖΙΚΙΑΔΟΥ”.
Πηγή: https://www.naftemporiki.gr/
Από τον χώρο του θεάτρου και η εξαιρετική ηθοποιός και καλή φίλη Υβόνη Μαλτέζου, που πρόσφατα μου ανέφερε ότι για ένα διάστημα κατοικούσε και εκείνη στην οδό Κόντου. Τότε δεν την γνώριζα, την θαύμασα αργότερα στο “Τραμ το τελευταίο” στο Ελεύθερο Θέατρο, ως Κατερίνα στο πλευρό του Μικρού Ήρωα – Γιώργου Θαλάσση και του Σπίθα που τον ενσάρκωνε ο αξέχαστος Γιώργος Σαμπάνης. Τον Σαμπάνη, μερικά χρόνια μικρότερό μου, τον θυμάμαι να παίζει με την παρέα του στην οδό Δροσοπούλου.
Στη Δροσοπούλου επίσης μπορούσες να συναντήσεις τον Άλκη Ακύλα, μια περίεργη γεροντική φιγούρα με μαύρη μπέρτα, μπερέ και μακριά άσπρα μαλλιά. Το πραγματικό του όνομα: Αχιλλέας Μαδράς. Για πολλούς υπήρξε ο Γενάρχης του ελληνικού κινηματογράφου. Για κάποιους άλλους ήταν μορφή αμφιλεγόμενη και πολυσυζητημένη.
Πηγή: https://www.timesnews.gr
Συνεχίζοντας τον περίπατο προς τα πάνω, φτάνουμε στην οδό Νάξου.
Στη γωνία Κόντου και Νάξου, αριστερά, υπήρχε ένα Δημοτικό σχολείο. Στο διπλανό σπίτι μετά το σχολείο, επί της Νάξου, έμενε ο Παντελής, ένα συνομήλικό μου παιδί αδύνατο, ψηλό, με ευγενικά χαρακτηριστικά. Γνωριστήκαμε το 1952, γίναμε φίλοι και σύντομα ανακαλύψαμε τη μαγεία του κινηματογράφου, όντας τακτικοί θαμώνες στη θερινή ΗΛΕΚΤΡΑ στην οδό Πατησίων. Παράλληλα αρχίσαμε ν’ ακούμε με πάθος μουσική και να γνωρίζουμε τον Elvis, την jazz, τα ρεμπέτικα, τον Μάνο, τον Μίκη αλλά και τον Ρίτσο, τον Σεφέρη, τον Λειβαδίτη, τον Ελύτη, τον Εμπειρίκο.
Με το που τελειώσαμε το σχολείο, εγώ μπήκα στο Πολυτεχνείο, στην Αρχιτεκτονική, ενώ ο Παντελής Βούλγαρης, πιστός στην αγάπη του για τη μεγάλη οθόνη, σπούδασε στη σχολή Σταυράκου και δικαιώθηκε, όταν πια ως σκηνοθέτης έσπρωξε τον ελληνικό κινηματογράφο μπροστά, με ταινίες που αγαπήθηκαν όπως Το Προξενιό της Άννας, τα Πέτρινα Χρόνια, η Μικρά Αγγλία, Το Τελευταίο Σημείωμα. Ταινίες τίμιες, ντόμπρες, χωρίς φιοριτούρες και μεγαλοστομίες, με επίκεντρο πάντα τον άνθρωπο, ίσως επηρεασμένος από τον Ιταλικό Νεορεαλισμό αλλά και από τα διδάγματα των μεγάλων σκηνοθετών του καλού Αμερικανικού κινηματογράφου.
Πρόσφατα, έπειτα από εβδομήντα σχεδόν χρόνια φιλίας, ψάχνοντας στα αρχεία μου, βρήκα μια παλιά συνέντευξη του Παντελή:
Κουβεντιάζαμε με τον φίλο μου τον Κώστα Γκιζελή έναν αρχιτέκτονα, τις ταινίες εκείνης της εποχής όπως το Μπεν-Χουρ κλπ., και καθόμασταν στα σκαλιά του σπιτιού του στην οδό Κόντου κι όποιος πέρναγε τον μαρκάραμε και κάναμε μια χαρακτηρολογία πρόχειρη, αυτός είναι λογιστής, αυτός οικογενειάρχης κλπ.
(Από συνέντευξη του ΠΑΝΤΕΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ στο περιοδικό ΠΡΟΣΩΠΑ-Ιανουάριος 1986). |
Δίπλα από το δημοτικό σχολείο, ανεβαίνοντας την Κόντου αριστερά, σ’ ένα μονώροφο σπίτι με κήπο έμενε ένας ακόμα καλός φίλος, ο Γιάννης Μπανιάς (1939-2012), πολιτικός μηχανικός, άνθρωπος δραστήριος, με ξεχωριστό χιούμορ και σπάνιο ήθος, αγωνιστής, που πάλεψε σ’ όλη του τη ζωή για τα ιδανικά και την ανανέωση της ελληνικής Αριστεράς. Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ εσωτερικού από το 1982 έως το 1988, ίδρυσε το «ΚΚΕ εσωτερικού – Ανανεωτική Αριστερά», το οποίο μετονομάστηκε σε ΑΚΟΑ, και εξελέγη βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ το 2007.
Απέναντι ακριβώς από το σπίτι του Μπανιά, Κόντου 30, έβλεπες συχνά παρκαρισμένη μια Vespa.. Ήταν ίσως το πρώτο σκούτερ που έβλεπα τότε και με εντυπωσίαζε όσο και ο ιδιοκτήτης του. Άνθρωπος όμορφος, με φινέτσα και εξαιρετικό ντύσιμο, ο Φώτης Πολυμέρης (1920-2013), τραγουδιστής με σπάνια φωνή bellcanto, αλλά και συνθέτης πολλών τραγουδιών του, έγραψε ιστορία στο χώρο του λεγόμενου ελαφρού τραγουδιού. Μαζί με τον Γούναρη και τον Μαρούδα, την Δανάη Στρατηγοπούλου και την Βέμπο μας άφησαν ένα σωρό ανεπανάληπτες ερμηνείες σε πανέμορφα τραγούδια του Σουγιούλ, του Βέλλα, του Γιαννίδη, γεμάτα συγκίνηση και νοσταλγία.
Πηγή: http://fotispolimeris.gr
Πηγή: http://fotispolimeris.gr
Ο Φώτης Πολυμέρης θυμάται:
Το σπίτι το είχα αγοράσει με τις οικονομίες του πατέρα μου και τις δικές μου, στην οδό Κόντου, στον Άγιο Λουκά στα Πατήσια. Το σπίτι αυτό ήταν κτίσμα πενηντάχρονο αλλά γερό, με κήπο στο βάθος και ένα ωραίο δωμάτιο στην ταράτσα. Με προθάλαμο, σαλόνι μεγάλο και τρεις κρεβατοκάμαρες. Όταν κάποτε το επισκεύασα, τραγουδούσα τρία χρόνια να το ξεπληρώσω. Αυτό το αριστούργημα το πούλησε από πείσμα ο πατέρας μου για χίλιες λίρες.
(ΦΩΤΗΣ ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ: Των αναμνήσεων η λιτανεία – Εκδόσεις Άγκυρα). |
Αυτές ήταν μερικές από τις αναμνήσεις της καθημερινής μου ζωής σ’ έναν μικρό Αθηναϊκό δρόμο όπου έζησα εικοσιεφτά ολόκληρα χρόνια. Τον ζοφερό Απρίλη του ’67 μετακομίσαμε σε διαμέρισμα, σχετικά κοντά, στην ίδια πάντα περιοχή. Όμως ένα κομμάτι του εαυτού μου έμεινε για πάντα εκεί, στην παλιά μου γειτονιά, χωρίς να ξεχνώ ποτέ τους αγαπημένους παιδικούς μου φίλους, αυτούς που ζήσαμε τόσα χρόνια μαζί και δεν βρίσκονται πια κοντά μας.
Γκιζελής, Κ. (2021) Ενας μικρός δρόμος στα Πατήσια: αναμνήσεις από πρόσωπα και σπίτια της οδού Κόντου, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/οδός-κόντου-στην-κυψέλη/ , DOI: 10.17902/20971.105
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9