Η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 προσέδωσε στην Αθήνα –έστω και πρόσκαιρα– μια νέα διεθνή απήχηση και ρόλο. Κάτω από τις έκτακτες συνθήκες πίεσης που διαμορφώθηκαν –για την έγκαιρη πραγματοποίηση των έργων, την οργάνωση και διαχείριση των αγώνων– δημιουργήθηκαν ειδικοί φορείς εκτός συμβατικού συστήματος με σκοπό την «απρόσκοπτη και αποτελεσματική διαχείριση» των μεγάλων σε κλίμακα, αλλά και πιεσμένων χρονικά, αναγκών. Επίσης, οι Ολυμπιακοί Αγώνες 2004 προκάλεσαν την έκτακτη μεταφορά πόρων από προϋπάρχουσες αναπτυξιακές επιλογές (ως προς την οικονομική, κοινωνική και γεωγραφική τους αναφορά) σε νέες και, κυρίως, από την περιφέρεια στην μητροπολιτική Αθήνα. Το συνολικό κόστος, που αφορούσε άμεσα στους αγώνες, ανήλθε στα 8,486 δισ. ευρώ σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που διαβιβάστηκαν στην Βουλή. Μερικά από τα βασικά επιχειρήματα που τροφοδότησαν την κοινή γνώμη υπέρ της διοργάνωσης ήταν «να μπει η Αθήνα στο διεθνή χάρτη», «η ευκαιρία κινηθούν κάπως τα πράγματα» σε ένα αδρανές και προβληματικό μητροπολιτικό περιβάλλον κ.ά. Μέσα σε αυτό το κλίμα, υποτιμήθηκαν ορθολογικότερες απόψεις που αναζητούσαν τρόπους ώστε να επωφεληθεί η πρωτεύουσα από τη διοργάνωση κατά τη μετα-ολυμπιακή περίοδο, έχοντας ως άξονα τη συγκρότηση ενός νέου μητροπολιτικού φορέα και τη διαμόρφωση στρατηγικού σχεδίου. Τίποτα βέβαια από τα δύο δεν πραγματοποιήθηκε, παρόλο που η Αθήνα γνώρισε έναν άνευ προηγουμένου αριθμό μεγάλων επενδυτικών έργων και πρωτοβουλιών, που άμεσα ή έμμεσα επηρέασαν την αναπτυξιακή της δυναμική.
Ο σχεδιασμός των Αγώνων στηρίχθηκε σε δύο βασικούς φορείς που δημιουργήθηκαν για αυτόν το σκοπό και κινήθηκαν παράλληλα και αυτόνομα ως προς τα υφιστάμενα κρατικά θεσμικά όργανα σε όλα τα επίπεδα διοίκησης. Ο Νόμος 2598/24-3-1998 θεσμοθέτησε δυο βασικούς ad hoc φορείς: Την Εθνική Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων και την Οργανωτική Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων (Αθήνα 2004 ΑΕ). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το 1999 ψηφίσθηκε ένας έκτακτου χαρακτήρα νόμος για τα Ολυμπιακά Έργα (Ν. 2730/25-6-1999), οποίος εισήγαγε ειδικές πολεοδομικές ρυθμίσεις για τις περιοχές και δήμους υποδοχείς Ολυμπιακών έργων, τις διαδικασίες απαλλοτρίωσης και απόκτησης ιδιωτικών/δημόσιων ακινήτων, καθώς και τις νέες οργανωτικές/διοικητικές ρυθμίσεις. Αναμφίβολα, η εν λόγω θεσμική παρέμβαση υποδήλωσε τη ρήξη με τις κανονικές διαδικασίες πολιτικής πρακτικής και σχεδιασμού. Ο νέος νόμος προτάσσει την αδιαμφισβήτητη βαρύτητα του συγκυριακού στόχου, ως προς τους πάγιους τρόπους εξυπηρέτησης του Δημόσιου Συμφέροντος. Αυτό και μόνο ήταν αρκετό ώστε να εισαχθούν εκτάκτως τροποποιήσεις στο Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας και να εκχωρηθούν δικαιοδοσίες στον (τότε) Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ για να καθιερώσει μια κοινή διαδικασία κατασκευαστικής αδειοδότησης για όλους τους Δήμους–υποδοχείς Ολυμπιακών Έργων και εγκαταστάσεων σε ολόκληρη την επικράτεια. Πρωταρχική πρόθεση στην προκειμένη περίπτωση ήταν η περιχαράκωση της διαδικασίας σε κεντρικό επίπεδο ώστε να επιτευχθεί ένα ενιαίο και συνολικό σύστημα αδειοδότησης, επιβολής προδιαγραφών ασφαλείας και εξασφάλισης του συντονισμού όλων των αναγκαίων δράσεων από όλα τα διοικητικά επίπεδα εντός των περιορισμένων χρονικών περιθωρίων.
Ως εκ τούτου, σε κάθε τοπική περιοχή–υποδοχέα Ολυμπιακών Έργων, τα Υπουργεία ΠΕΧΩΔΕ και Πολιτισμού, σε συνεργασία με τον Οργανισμό Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος της Αθήνας (ΟΡΣΑ) και τις τοπικές διοικήσεις, εκπονούσαν ένα Ενιαίο Ειδικό Σχέδιο, το οποίο στη συνέχεια θεσμοθετούνταν με Προεδρικό Διάταγμα. Το Ειδικό Σχέδιο περιελάμβανε όλες τις απαραίτητες πολεοδομικές, κατασκευαστικές και περιβαλλοντικές ρυθμίσεις για την ανάπτυξη των έργων. Tα σχέδια αυτά εκπονήθηκαν για να επιταχύνουν τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και εφαρμογής πολεοδομικών ή άλλων συναφών μέτρων. Ακόμα πιο ενδεικτικές του έκτακτου χαρακτήρα της Ολυμπιακής Νομοθεσίας ήταν οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις όσον αφορά τον κώδικα απαλλοτριώσεων για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Έργων. Άλλες ειδικές ρυθμίσεις αφορούσαν την προσωρινή χρήση ακινήτων και εγκαταστάσεων, τη μεταβίβαση αποθεμάτων και τη χρήση παράκτιων εκτάσεων. Λόγω δε των καθυστερήσεων που παρατηρήθηκαν μετά την εφαρμογή των σχετικών νόμων, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να ψηφίσει και νέο νόμο που απλοποιούσε περαιτέρω τον Κώδικα Απαλλοτριώσεων καθώς και τις διαδικασίες εφαρμογής (Ν. 228/9-10-2001).
Oι βασικές αρχές σχεδιασμού των Ολυμπιακών Αγώνων (ΟΑ) –με βάση τα δυο διαδοχικά σχέδια που εκπονήθηκαν για την υποψηφιότητα– παρέμειναν σε γενικές γραμμές αναλλοίωτες. Το σχέδιο που τελικά υιοθετήθηκε αναπαρήγαγε τις εν λόγω αρχές (χάρτες 1, 2), έχοντας ωστόσο υποστεί μια σειρά τροποποιήσεων. Η ενσωμάτωση των Ολυμπιακών έργων σε μια ευρύτερη στρατηγική για την μητροπολιτική συγκέντρωση, στηρίχθηκε αποκλειστικά στην μεταφορική και τεχνική υποδομή. Τα αναμενόμενα οφέλη που αναδείκνυαν οι σχετικές εκθέσεις (Committee for the Athens 2000 Candidacy 1996, Committee for the Athens 2004 Candidacy 1997) πρότασσαν κυρίως την ενδυνάμωση των τεχνικών και μεταφορικών υποδομών του Λεκανοπεδίου. Ειδική έρευνα πάντως που εκπονήθηκε ως μέρος των προκαταρκτικών εργασιών για τη διαμόρφωση του φακέλου υποψηφιότητας των ΟΑ 2004 (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας – ΟΡΣΑ 1998-1999) είχε θέσει για πρώτη φορά το ζήτημα της συγκρότησης ενιαίας στρατηγικής για το μητροπολιτικό συγκρότημα σε συνάρτηση με τους ΟΑ. Η έρευνα επικεντρώθηκε σε μάκρο-οικονομικές, αναπτυξιακές διαστάσεις (τουρισμός, δημόσιοι πόροι, καταναλωτικά πρότυπα, απασχόληση, δημόσια έργα και υποδομές) καθώς και στις επιπτώσεις των ΟΑ στη χώρα συνολικά. Ως τελικό αποτέλεσμα, υιοθετήθηκε πολιτική που ήταν κυρίως μια τεχνική-επιχειρηματική προσέγγιση, η οποία δεν συνδυάσθηκε με τις κοινωνικές-οικονομικές προτεραιότητες της πόλης και με την μετα-Ολυμπιακή αναπτυξιακή προοπτική.
Πηγή: Φάκελος Διεκδίκησης
Πηγή: Αθήνα 2004
Η στρατηγική στόχευσε στη δημιουργία τεσσάρων Ολυμπιακών πόλων/κόμβων, που συνδυάσθηκαν με έναν κεντρικό άξονα, ο οποίος διέτρεχε το Λεκανοπέδιο από την Πάρνηθα έως την παράκτια Φαληρική Ζώνη. Οι τέσσερις πόλοι ήταν οι εξής:
Πόλος 1: Το Ολυμπιακό Χωριό (Δήμος Αχαρνών) (χάρτης 2)
Πόλος 2: Το Ολυμπιακό Αθλητικό Συγκρότημα (ΟΑΚΑ) (Δήμος Αμαρουσίου) (εικόνα 1)
Πόλος 3: Το ιστορικό κέντρο της Αθήνας (Δήμος Αθηναίων)
Πόλος 4: Η Παράκτια Φαληρική Ζώνη (Δήμοι Παλαιού Φαλήρου, Καλλιθέας, Μοσχάτου, Πειραιά)
Οι κόμβοι συνδέονταν μεταξύ τους με τον Ολυμπιακό Δακτύλιο και κατ’ επέκταση με το περιφερειακό και εθνικό δίκτυο της χώρας (Οργανωτική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων 1999). Ο Ολυμπιακός Δακτύλιος παρείχε πρόσβαση σε όλες τις αθλητικές εγκαταστάσεις σε μια μέση χρονοαπόσταση 20’ (Χάρτης 2). Η τελική απόφαση χωροθέτησης-κατασκευής των εγκαταστάσεων αποτέλεσε αρμοδιότητα ειδικής διυπουργικής επιτροπής μετά από πρόταση του Υφυπουργού ΠΕΧΩΔΕ.
Η ανάπτυξη των εγκαταστάσεων δεν περιορίσθηκε τελικά στους τέσσερις πόλους, αλλά επεκτάθηκε σε μια ευρύτερη χωρική ενότητα: Το Ολυμπιακό Κέντρο (Άνω Λιόσια), το Κέντρο Άρσης Βαρών (Νίκαια), το Κέντρο Πυγμαχίας (Περιστέρι), οι Αθλητικές Εγκαταστάσεις στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού, το Ολυμπιακό Ιππικό Κέντρο και το Κέντρο Σκοποβολής (Μαρκόπουλο) το Κωπηλατικό Κέντρο (Σχοινιά–Μαραθώνα) κ.ά. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των αγώνων 10.000 εκπρόσωποι των μέσων ενημέρωσης στεγάσθηκαν σε επτά «Media Villages» που αναπτύχθηκαν για τον σκοπό αυτό σε ξεχωριστές περιοχές (ΣΕΛΕΤΕ, Ίλιδα–Μαρούσι, OTE–Παλλήνη, Άγιος Ανδρέας, Αμυγδαλέζα, ΕΜΠ, Πανεπιστήμιο Αθηνών).
Πηγή: ΟΕΚ 2001
Το πρόγραμμα των ΟΑ συμπεριέλαβε και μία άλλη παράμετρο, την βελτίωση της εικόνας της πόλης και του δημόσιου χώρου. Για το σκοπό αυτό εκπονήθηκε Στρατηγικό Σχέδιο (ΟΡΣΑ 2000-2003), αναφορικά με συμπληρωματικά έργα των ΟΑ, που αντανακλούσε μια προγραμματική λογική ανάπλασης ενσωματώνοντας μια σειρά από πρωτοβουλίες όπως:
Πολλά δε από τα έργα και εγκαταστάσεις ανατέθηκαν σε ξένους και Έλληνες αρχιτέκτονες (όπως το στέγαστρο του ΟΑΚΑ και η ανισόπεδη διάβαση της λεωφόρου Μεσογείων στον S. Calatrava) σε μία προσπάθεια να τονισθεί η διεθνής εικόνα της πόλης.
Πηγή: «Αθήνα 2004», 2003
Τέλος ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στις μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές –και κυρίως σε μεταφορικές υποδομές– που πραγματοποιήθηκαν και οι οποίες συνδέθηκαν και/η επιταχύνθηκαν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η Αττική δέχθηκε ένα άνευ προηγουμένου κύμα επενδύσεων σε υποδομές που αναδιάρθρωσαν πλήρως τις σχέσεις προσπελασιμότητας και τη γεωγραφία πολλών περιοχών. Οι επενδύσεις αυτές ήταν: το Αεροδρόμιο των Σπάτων, η επέκταση των γραμμών του Μετρό, ο Προαστιακός Σιδηρόδρομος, η Αττική Οδός, η Περιφερειακή Υμηττού, το Τραμ, η βελτίωση υποδομών του λιμένα Πειραιώς και ένας αναρίθμητος αριθμός βελτιώσεων οδικών αξόνων και συνδέσεων.
Τα βασικά εργαλεία για την εφαρμογή των έργων, αλλά και την προώθηση αναπτυξιακών πρωτοβουλιών, ήταν τα «Ειδικά Σχέδια» (που αναφέρθηκαν προηγουμένως) και οι «Συμβάσεις Συνεργασίας» μεταξύ του «Αθήνα 2004» και των θεσμικών φορέων-οργανώσεων που εμπλέκονταν στη διεξαγωγή των Αγώνων. Με άλλα λόγια ο «Αθήνα 2004» υπέγραφε μία σειρά προγραμματικών συμβάσεων, μνημονίων συνεργασίας και επιχειρηματικών συμβολαίων με Υπουργεία, τοπικές διοικήσεις, και φορείς που συμμετείχαν στη διαδικασία. Οι συμβάσεις σταδιακά επεκτάθηκαν και συμπεριέλαβαν επαγγελματικές ενώσεις και επιμελητήρια. Οι οικονομικές δυσκολίες, οι χρονικοί περιορισμοί και οι οργανωτικές πιέσεις, δεν επέτρεψαν την πραγματοποίηση πολλών από τις συμβάσεις αυτές. Ως εκ τούτου, άλλες παρέμειναν ανενεργές, σε άλλες περιορίσθηκε το εύρος και άλλες ακυρώθηκαν. Τα στοιχεία των συμβάσεων που αδράνησαν παντελώς αφορούσαν κυρίως σε συμφωνίες για τη μετα-ολυμπιακή περίοδο.
Οι επιπτώσεις των ΟΑ στο αστικό συγκρότημα, μετά από 12 χρόνια, δεν έχουν ακόμη μελετηθεί συστηματικά. Ιδανικά, οι επιπτώσεις θα έπρεπε να προσεγγισθούν σε συνάρτηση με τις φάσεις εξέλιξης της αναπτυξιακής διαδικασίας των ΟΑ. Οι φάσεις αυτές ήταν α) η προκαταρκτική και/ή φάση προετοιμασίας β) η φάση κατασκευής και οργάνωσης γ) η περίοδος των αγώνων (13-19 Αυγούστου 2004) και δ) η μετα-Ολυμπιακή φάση. Σημαντικά οφέλη αποτυπώθηκαν στην πρώτη φάση, με τη δημιουργία θέσεων εργασίας στον κατασκευαστικό κυρίως κλάδο και τις υπηρεσίες. Κατά την περίοδο των αγώνων οφέλη υπήρξαν στην πρόσκαιρη συμμετοχή απασχολουμένων στις δραστηριότητες–υπηρεσίες και η δραστηριοποίηση επιχειρήσεων σε διάφορα πεδία που σχετίζονταν άμεσα η έμμεσα με τους αγώνες. Η περίοδος, όμως, που άφησε τα μεγαλύτερα κενά και που στην ουσία απογυμνώθηκε από κάθε συγκροτημένη στρατηγική παρέμβαση (τόσο συνολικά στο Λεκανοπεδίου όσο και τοπικά) υπήρξε η μετα-Ολυμπιακή. Η μεγάλη παρακαταθήκη των ΟΑ –όπως επισημάνθηκε– για την μετα-Ολυμπιακή περίοδο ήταν η κατασκευή των μεγάλων νέων υποδομών και οι συνακόλουθες μεταβολές που επέφεραν στην προσπελασιμότητα. Παρέμεινε, όμως, ένα πρόβλημα προς επίλυση, ο τρόπος με τον οποίο οι υποδομές συνδέθηκαν με τις τοπικές περιοχές και επηρέασαν / επηρεάζουν την αστική δυναμική. Γνωρίζουμε ακόμη πολύ λίγα αναφορικά με το πώς οι μεγάλες αυτές υποδομές επιδρούν στις τοπικές κοινωνίες, οικονομίες, και κινητικότητα του πληθυσμού.
Το στοιχείο, όμως, που αποτελεί την πλέον αρνητική παράμετρο του όλου εγχειρήματος, αφορά τη διαχείριση των Ολυμπιακών κτηρίων, εγκαταστάσεων και υποδομών κατά τη μετα-Ολυμπιακή περίοδο (ΥΠΠΟ-ΓΓΟΑ 2003). Η πόλη βρέθηκε αντιμέτωπη με υπερπροσφορά αποθεμάτων (κυρίως αθλητικών χρήσεων) για τα οποία δεν είχαν στρατηγικά παραγραμματιστεί οι δυνητικοί χρήστες, μισθωτές και/ή αγοραστές (Delladetsima 2003). Όπως αναφέρθηκε ήδη, η χωροθετική πολιτική και ανάπτυξη των Ολυμπιακών έργων δεν συνδυάσθηκε με τις γενικότερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της πόλης και, ακόμα περισσότερο, με τοπικές δυναμικές και ανάγκες. Ενδεικτικό στην προκειμένη περίπτωση είναι το γεγονός ότι οι μεγάλες κομβικές δράσεις αφορούσαν προνομιακές περιοχές του Λεκανοπεδίου (για παράδειγμα, Δήμος Αμαρουσίου). Αντίθετα, «υποβαθμισμένοι» Δήμοι υποδέχθηκαν μόνο μεμονωμένα κτήρια και εγκαταστάσεις (Νίκαια, Ίλιον). Εξαίρεση ίσως αποτελεί η περίπτωση του Ολυμπιακού Χωριού που σήμερα όμως μάλλον προσθέτει προβλήματα στο ήδη επιβαρυμένο περιβάλλον του Δήμου Αχαρνών. Το Ολυμπιακό πρόγραμμα δεν έδωσε έμφαση στη διαμόρφωση κοινών μετα-Ολυμπιακών στόχων και συμπληρωματικών δράσεων με τοπικές στρατηγικές ανάπτυξης. Δεν αναπτύχθηκε δηλαδή καμία συστηματική θεώρηση για την διαμόρφωση κοινών με τις τοπικές κοινότητες στόχων που συνδέονται με τις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις, τη δυνητική μετα-Ολυμπιακή τους χρήση, καθώς και με την ανάπτυξη μικτών χρηματοδοτικών σχημάτων. Τα Ολυμπιακά έργα, σε γενικές γραμμές, αποτέλεσαν αμιγώς τεχνική-κατασκευαστική δράση που δεν ενσωματώθηκε σε μια αστική στρατηγική, ούτε συνδέθηκε με προγραμματισμένες προτάσεις ιδιωτικοοικονομικής εκμετάλλευσης.
Ως αποτέλεσμα το όλο εγχείρημα οδηγήθηκε σε μια μετα-Ολυμπιακή αδράνεια, με σωρεία ad hoc αποφάσεων που μεταβίβαζαν εγκαταστάσεις-κτήρια σε δημόσιους φορείς και ομοσπονδίες ή τα παραχωρούσαν σε ιδιωτική εκμετάλλευση με μακροχρόνιες συμβάσεις. Το μεγαλύτερο όμως μέρος του κτηριακού αποθέματος παραμένει ακόμα σε εγκατάλειψη, αντιμετωπίζοντας αυξημένο κόστος συντήρησης. Ως προς το τελευταίο, χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του ΟΑΚΑ –που στην ουσία υπολειτουργεί– και της (πρώην) διεθνούς ζώνης του Ολυμπιακού Χωρίου –για την όποια ακόμα εκκρεμεί διαγωνισμός για τις ελεύθερες εκτάσεις, ενώ τα κτήρια παραμένουν σε πλήρη εγκατάλειψη. Επίσης, δύο από τις κομβικές εκτάσεις των ΟΑ, το Δέλτα Φαλήρου/Ιππόδρομος και το Ελληνικό αναπτύσσονται από διαφορετικούς φορείς (Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» και Lamda Development) και για διαφορετικές χρήσεις από αυτές που είχαν διατυπωθεί στα σχέδια των ΟΑ. Πιο συγκεκριμένα, η διαχείριση των Ολυμπιακών ακινήτων–εγκαταστάσεων βρίσκεται στην αρμοδιότητα της εταιρείας Ακινήτων Ελληνικού Δημοσίου (ΕΤΑΔ ΑΕ) –που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση των «Κτηματική Εταιρεία Δημοσίου ΑΕ», «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ» και «Ολυμπιακά Ακίνητα ΑΕ»– και, εν μέρει, του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ ΑΕ). Στη δικαιοδοσία του ΕΤΑΔ υπάγονται τα εξής Ολυμπιακά ακίνητα: Ολυμπιακός Πόλος Φαλήρου, Ολυμπιακό Κωπηλατοδρόμιο Σχοινιά, Ολυμπιακό Κέντρο Άνω Λιοσίων, Πανθεσσαλικό Στάδιο, Ολυμπιακό Ιππικό Κέντρο Μαρκοπούλου, Ολυμπιακό Συγκρότημα Γουδή, Ολυμπιακό Σκοπευτήριο Μαρκοπούλου, Ολυμπιακό Κέντρο Νίκαιας, Διεθνές Κέντρο Ραδιοτηλεόρασης (IBC), Κέντρο Γραπτού Τύπου, Ολυμπιακό Κέντρο Γαλατσίου, Παμπελοποννησιακό Στάδιο (παραχωρήθηκε στο Δήμο) και Παγκρήτιο Στάδιο (παραχωρήθηκε στο Δήμο).
Το Ολυμπιακό Συγκρότημα Γουδί- Badminton, έχει εκμισθωθεί σε ιδιωτική εταιρεία. Το πρώην Ραδιοτηλεοπτικό Κέντρο Τύπου (IBC) στο Μαρούσι έχει μεταβιβασθεί με χρονομίσθωση σε ιδιωτική εταιρεία (Lamda Development) και έχει μετατραπεί σε εμπορικό κέντρο (Golden Hall). Για το κτήριο του Tae Kwon Do, το οποίο λειτουργούσε προσωρινά ως χώρος εκδηλώσεων, βρίσκεται σε εξέλιξη διεθνής διαγωνισμός για την μετατροπή του σε Διεθνές Συνεδριακό Κέντρο από ιδιώτες επενδυτές. Οι εγκαταστάσεις του Beach Volley έχουν εκμισθωθεί σε εταιρεία. Στο Κέντρο Διεθνούς Τύπου (MPC) προβλέπεται να μεταφερθεί το Υπουργείο Υγείας, κάτι που ακόμη δεν έχει πραγματοποιηθεί. Το Κέντρο Άρσης Βαρών (Νίκαια) παραχωρήθηκε με χρονομίσθωση 40 ετών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Στο Κέντρο Άνω Λιοσίων από το 2010 έχουν μεταφερθεί αθλητικές ομοσπονδίες. Το Ολυμπιακό Κωπηλατοδρόμιο Σχοινιά, έχει παραχωρηθεί στην Ομοσπονδία Κωπηλασίας, ενώ το πάρκο αναψυχής παραμένει σε εγκατάλειψη. Το Ολυμπιακό Ιππικό Κέντρο Μαρκοπούλου έχει εκμισθωθεί στον Οργανισμό Διεξαγωγής Ιπποδρομιών Ελλάδας (ΟΔΙΕ). Το Ολυμπιακό Κέντρο Γαλατσίου παραχωρήθηκε με μακροχρόνια μίσθωση σε ιδιωτική εταιρεία. Υπάρχει, όμως, και σωρεία άλλων Ολυμπιακών Ακινήτων και εγκαταστάσεων που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν εδώ.
Δελλαδέτσιμας, Π. Μ. (2015) Ολυμπιακοί Αγώνες και Ολυμπιακές Εγκαταστάσεις, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ολυμπιακοί-αγώνες-και-ολυμπιακές-εγκ/ , DOI: 10.17902/20971.57
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το πρόβλημα της έλλειψης δημόσιων χώρων και κυρίως χώρων πρασίνου δεν είναι καινούργιο. Τα γνωστά προβλήματα της αθηναϊκής πολεοδομίας και του τρόπου ανάπτυξης της πόλης δεν επέτρεψαν τη διαμόρφωση μιας «ευρύχωρης» πόλης. Τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά αρνητικά για την ποιότητα ζωής και το αστικό περιβάλλον. Το 1997 η Αθήνα διέθετε περίπου 2,5 τ.μ. χώρων πρασίνου ανά κάτοικο έναντι 7 τ.μ. που είναι ο μέσος όρος των ευρωπαϊκών πόλεων (Gianniris 2013). Το θέμα ήρθε στη δημοσιότητα και έγινε πολιτικό μέσα από τη δράση δεκάδων οργανώσεων και συλλογικοτήτων της πόλης μόλις τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Σε αυτό το διάστημα ο χαρακτήρας του συνόλου σχεδόν των δημόσιων ή αδόμητων χώρων της πόλης βρέθηκε σε κίνδυνο, καθώς οι χώροι αυτοί εντάχθηκαν σε σχέδια «αξιοποίησης» από φορείς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Υπήρξε, ωστόσο, και ανάπτυξη συλλογικών δράσεων για την προάσπιση του δημόσιου χαρακτήρα, την αναβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος και τη δημιουργία κοινών χώρων, οι οποίες σημείωσαν αρκετές επιτυχίες. Στον χάρτη (υπο κατασκευή) αποτυπώνονται 154 περιοχές στις οποίες οι δημόσιοι και ελεύθεροι χώροι αποτέλεσαν επίκεντρο ανάπτυξης ποικίλων συλλογικών δράσεων τα τελευταία 15 χρόνια. Τα κινήματα της πόλης προέταξαν τις αξίες χρήσης έναντι των ανταλλακτικών αξιών, τη σημασία της ποιότητας ζωής έναντι μιας μη βιώσιμης ανάπτυξης και αποτέλεσαν κατά κάποιο τρόπο τους αγώνες για το «δικαίωμα στην πόλη». Σημαντικά ορόσημα στην εξέλιξη των δράσεων των κινημάτων της πόλης αποτέλεσαν αφενός οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 και αφετέρου η τρέχουσα διαχείριση της κρίσης.
Οι κινητοποιήσεις για την προστασία και τη διεκδίκηση δημόσιων χώρων πέρασαν από διάφορα στάδια τα οποία σχετίζονται αφενός με τη σύσταση, τη δράση, τη δικτύωση, τα αιτήματα και τις πρακτικές των ίδιων των κινημάτων της πόλης και αφετέρου με το πολιτικό περιβάλλον εντός του οποίου αναπτύσσεται η κάθε δράση. Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τέσσερις φάσεις ανάπτυξης των κινημάτων της πόλης για τους δημόσιους χώρους:
Στην πρώτη –πρώιμη– περίοδο ανάπτυξης των κινημάτων της πόλης έχουμε την ανάπτυξη δράσεων σε διάφορα σημεία της πόλης, με βασικά χαρακτηριστικά την αντίδραση απέναντι σε σχέδια ιδιωτικοποίησης δημόσιων χώρων και ανάπτυξης μεγάλων επενδύσεων ή την προστασία συγκεκριμένων χώρων, χωρίς ωστόσο να υπάρχει συνείδηση της ενότητας των αγώνων και ανάπτυξη μιας αντίστοιχης δικτύωσης και συντονισμού. Έτσι, οι αγώνες έχουν κατακερματισμένο και αποσπασματικό χαρακτήρα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 τα δεδομένα αλλάζουν ριζικά. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες έδωσαν στο κράτος την ευκαιρία για μια ευρεία καταπάτηση όλων των κανόνων και ρυθμίσεων που προστάτευαν τους δημόσιους χώρους (Τότσικας 2004). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι τοπικές ομάδες και οργανώσεις να συνειδητοποιήσουν ότι η προστασία των δημόσιων χώρων δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά το επίπεδο της γειτονίας, αλλά το σύνολο της πόλης και προχώρησαν στη δημιουργία δικτύων και οργάνων συντονισμού των κινηματικών οργανώσεων και στην ανάπτυξη κοινών δράσεων. Οι οργανώσεις που κινητοποιούνται είναι μοιρασμένες μεταξύ αυτών που έχουν άτυπη μορφή (επιτροπές ή πρωτοβουλίες κατοίκων) και αυτών που έχουν νομική υπόσταση (κυρίως σύλλογοι). Τα μέλη των οργανώσεων –και κυρίως τα οργανωτικά τους στελέχη– έχουν συχνά υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και σε αρκετές περιπτώσεις υψηλή γνώση σε θέματα πόλης (Καβουλάκος 2009). Τα αιτήματα αφορούν κυρίως την προστασία των υπάρχοντων δημόσιων και ελεύθερων χώρων και λιγότερο τη δημιουργία νέων. Η συχνότητα των συλλογικών δράσεων αυξάνει σταδιακά και κορυφώνεται το 2003 –ένα χρόνο πριν του Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι πιο συχνές δράσεις είναι οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, οι λαϊκές συνελεύσεις, οι πορείες και οι δημόσιες ομιλίες. Στην αποτελεσματικότητα των δράσεων συνέβαλαν σημαντικά οι προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), το οποίο είχε διαμορφώσει μια σχετική θετική νομολογία (Kαβουλάκος 2013). Στο τέλος της περιόδου αυτής τα κινήματα της πόλης είχαν επιτύχει, εκτός από τη διάσωση αρκετών δημόσιων και ελεύθερων χώρων, τη διεύρυνση της πολιτικής τους απήχησης. Στις δημοτικές εκλογές του 2006 το ζήτηματα των ελεύθερων χώρων αποκτά κεντρικό χαρακτήρα σε πολλά προγράμματα δημοτικών παρατάξεων, ενώ στην Αττική εκλέγονται κάποιοι δήμαρχοι που έχουν υιοθετήσει τις θέσεις των κινημάτων (Gianniris 2013).
Σταδιακά, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, νέες ομάδες και συλλογικότητες ξεκινούν να οργανώνουν δράσεις σχετικές με τους δημόσιους χώρους, ενώ το ρεπερτόριο δράσης εμπλουτίζεται με νέες δυναμικές και δημιουργικές μορφές, όπως οι καταλήψεις δημόσιων χώρων και η αυτοδιαχείρισή τους (Petropoulou 2010). Oι περισσότερες από τις νέες ομάδες και συλλογικότητες προέρχονται από τον ελευθεριακό χώρο. Πρόκειται για άτυπες ομάδες, οι οποίες λειτουργούν στη βάση της γειτονιάς, συχνά γύρω από κάποιο στέκι στο οποίο αναπτύσσονται πολλαπλές πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες και είναι άτυπα και χαλαρά δικτυωμένες μεταξύ τους. Τα μέλη τους προέρχονται κυρίως από την νεολαία. Οι ομάδες αυτές επιλέγουν συχνότερα αντισυμβατικές μορφές δράσης. Οι συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής γίνονται σχετικά συχνότερες, ενώ οι καταλήψεις και η δημιουργία αυτοδιαχειριζόμενων δημόσιων χώρων αποτελούν δράσεις που αλλάζουν, εδώ και τώρα, τη μορφή της πόλης και τη ζωή σε αυτή, χωρίς τη μεσολάβηση του τοπικού ή κεντρικού κράτους.
Η έλευση της κρίσης και η πολιτική των μνημονίων άλλαξε το τοπίο. Από τη μια, η κρίση χρισημοποιείται ως ευκαιρία για τις πολιτικές ελίτ και τους επιχειρηματίες. Με το πρόσχημα της επείγουσας ανάγκης για ιδιωτικές επενδύσεις, ο λόγος των κινημάτων απονομιμοποιείται και η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων χώρων παρουσιάζεται ως τρόπος αντιμετώπισης της ύφεσης και της ανεργίας. Από την άλλη, εμφανίζεται σημαντική μείωση της δράσης των κινημάτων για τους ελεύθερους χώρους (Gianniris 2013), η οποία σε ένα βαθμό μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι οργανώσεις των κινημάτων της πόλης στράφηκαν σε δράσεις που στόχευαν στην αντιμετώπιση της κρίσης, όπως η δημιουργία και λειτουργία εναλλακτικών χώρων: κοινωνικά φαρμακεία, παντοπωλεία, τράπεζες χρόνου, κοινωνικά φροντιστήρια, συλλογικές κουζίνες, δράσεις χωρίς μεσάζοντες κ.ά. Ταυτόχρονα, η δικτύωση των οργανώσεων που ασχολούνταν με το θέμα αδράνησε, ενώ αντίθετα ενισχύθηκε ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ που, στη διάρκεια της κρίσης, πολλαπλασίασε την εκλογική του δύναμη και έγινε διαδοχικά αξιωματική αντιπολίτευση και βασικός κυβερνητικός εταίρος.
Καβουλάκος, K. I. (2015) Δημόσιος χώρος και κινήματα της πόλης: εύρος, περιεχόμενο και πρακτικές, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/δημόσιος-χώρος-και-κινήματα-της-πόλης/ , DOI: 10.17902/20971.5
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Στην Ελλάδα και ειδικά στην Αθήνα βρισκόμαστε σε φάση ραγδαίας ανάπτυξης εναλλακτικών κοινωνικών και οικονομικών πρακτικών που αφορούν σχεδόν το σύνολο των βασικών κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων: την υγεία, την παιδεία, την τροφή, την πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή, τις υπηρεσίες και τις ανταλλαγές. Στον χάρτη (υπο κατασκευή) αποτυπώνονται κοινωνικά ιατρεία και φαρμακεία, κοινωνικά παντοπωλεία, δράσεις χωρίς μεσάζοντες, συλλογικές κουζίνες, κοινωνικοί εκπαιδευτικοί χώροι (φροντιστήρια, μαθήματα διαφόρων ειδών, ωδεία), ανταλλακτικά δίκτυα (τράπεζες χρόνου, νομίσματα, ανταλλακτικά παζάρια), αστικοί λαχανόκηποι, οικοκοινότητες, συνεταιρισμοί, κολλεκτίβες και κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις που στην πλειονότητά τους έχουν γεννηθεί τα τελευταία χρόνια από πρωτοβουλίες πολιτών και όχι από επίσημους φορείς, όπως τους δήμους και την εκκλησία.
Τα αίτια αυτής της «έκρηξης» μπορούν να ανιχνευθούν σε πολλά επίπεδα, με προεξάρχον αυτό της οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης. Σημαίνει αυτό ότι πρόκειται απλώς για στρατηγικές επιβίωσης στις δύσκολες συνθήκες της κρίσης ή ότι οι στρατηγικές επιβίωσης συνυπάρχουν και συνδυάζονται με ευρύτερες κοινωνικές, οικονομικές ή και πολιτικές στοχεύσεις;
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες η θεωρητική συζήτηση και η εμπειρική έρευνα σχετικά με τους εναλλακτικούς κοινωνικούς και πολιτικούς χώρους έχει γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη. Στο πλαίσιο της συζήτησης αυτής το ερώτημα της κοινωνικής και πολιτικής σημασίας των εναλλακτικών χώρων έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τη διεθνή βιβλιογραφία, δίνοντας μια μεγάλη ποικιλία απαντήσεων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το βαθμό «αισιοδοξίας» σχετικά με τις δυνατότητες των εναλλακτικών χώρων να συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας διαφορετικής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας.
Οι πιο απαισιόδοξες προσεγγίσεις τείνουν να θεωρούν τους εναλλακτικούς χώρους άλλοτε ως περιθωριακά φαινόμενα, άλλοτε ως εφήμερες δράσεις και άλλοτε ως συμπληρωματικά στηρίγματα του συστήματος, τα οποία είναι αδύνατο να απειλήσουν την κυριαρχία του καπιταλισμού. Για παράδειγμα, οι Schreven, Spoelstra και Svensson (2008) ισχυρίζονται ότι ο εναλλακτικός χαρακτήρας αυτών των χώρων ή, με άλλα λόγια, η προσπάθεια για απόρριψη του κατεστημένου τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας, της οικονομίας και της πολιτικής έχει έναν μάλλον εφήμερο χαρακτήρα. Στη συνέχεια, τα εναλλακτικά εγχειρήματα τείνουν να ενσωματωθούν στο κυρίαρχο σύστημα. Στο ίδιο μήκος κύματος οι Amin, Cameron και Hudson (2003) εγείρουν ερωτήματα σχετικά με την ενσωμάτωση των εναλλακτικών εγχειρημάτων, υποστηρίζοντας ότι οι εναλλακτικοί χώροι μπορούν να θεωρηθούν ως στοιχεία που συμπληρώνουν το κοινωνικό κράτος και με αυτό τον τρόπο συμβάλλουν περισσότερο στη σταθερότητα παρά στην αμφισβήτηση του καπιταλισμού.
Σε μια πιο εκλεπτυσμένη προσέγγιση, οι Jonas (2010 και 2013) και Fuller και Jonas (2003) θεωρούν ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε τους εναλλακτικούς χώρους πέρα από μια απλουστευτική διπολική θεώρηση (εναλλακτικός/κυρίαρχος). Επικεντρώνοντας στον λόγο και στις πρακτικές των συμμετεχόντων στους εναλλακτικούς χώρους, θεωρούν ότι δεν είναι δυνατόν να τους μελετάμε ανεξάρτητα από το βαθμό στον οποίον μετασχηματίζουν τους κυρίαρχους χώρους, τις κοινωνικές σχέσεις και τις γεωγραφικές φαντασίες προς όφελος της βελτίωσης της ατομικής και κοινωνικής ευημερίας, καθώς και του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνουν την έννοια της ετερότητας (alterity) που αντανακλά αυτή την ανάγκη μέτρησης της δύναμης μετασχηματισμού και επιτρέπει την ανάλογη κατηγοριοποίηση των εναλλακτικών χώρων. Ειδικότερα, ανάλογα με το βαθμό ετερότητας κατηγοριοποίησαν τους εναλλακτικούς χώρους σε τρεις βασικές κατηγορίες: τους αντιτιθέμενους, τους υποκατάστατους και τους επιπρόσθετους. Αντιτιθέμενοι είναι οι εναλλακτικοί χώροι στους οποίους οι συμμετέχοντες είναι ενεργά και συνειδητά εναλλακτικοί, ενσωματώνοντας τη διαφορετικότητα τόσο στο επίπεδο της λειτουργίας, όσο και σε αυτό των αξιών, ενώ ταυτόχρονα απορρίπτουν το κυρίαρχο σύστημα. Υποκατάστατοι μπορούν να θεωρηθούν οι εναλλακτικοί χώροι που με τη λειτουργία τους υποκαθιστούν θεσμούς που για κάποιους λόγους έπαψαν να υφίστανται ή να λειτουργούν αποτελεσματικά. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτές των μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων, αυτοί οι χώροι αποτελούν τη μόνη λύση επιβίωσης. Τέλος, επιπρόσθετοι είναι οι χώροι που προσφέρουν απλώς μια πρόσθετη επιλογή σε ήδη υπάρχουσες, χωρίς να υιοθετούν αξίες και πρακτικές που εναντιώνονται ή απορρίπτουν τις αντίστοιχες κυρίαρχες κρατικές ή αγοραίες.
Μεταξύ των κατηγοριών αυτών συναντούμε διαφορετικούς τρόπους μέτρησης της αξίας των αγαθών, κυκλοφορίας των αγαθών, πραγματοποίησης των ανταλλαγών και διάθεσης του πλεονάσματος, διαφορετικές μορφές οργάνωσης και ρύθμισης της εργασίας, και διαφορετικές αντιλήψεις και ταυτότητες. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο βαθμός ετερότητας είναι δυναμικός, παραπέμποντας στην παρατηρούμενη αλλαγή πολλών εναλλακτικών χώρων προϊόντος του χρόνου. Επίσης, ο βαθμός ετερότητας σχετίζεται με τις ήδη υπάρχουσες υλικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, οι οποίες είναι χωρικά διαφοροποιημένες.
Η προσέγγιση της Gibson-Graham (1996 και 2006) εντάσσει τον προβληματισμό σχετικά με τους εναλλακτικούς χώρους σε μια ευρύτερη προσέγγιση για τις ποικίλες οικονομίες (diverse economies). Οι ποικίλες οικονομίες αποτελούν μια θεωρητική πρόταση με βάση την οποία οι οικονομίες είναι εγγενώς ετερογενείς χώροι που συντίθενται από διαφορετικές «ταξικές διαδικασίες» (τρόπους παραγωγής, ιδιοποίησης και διανομής του πλεονάσματος κατά την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών), μηχανισμούς ανταλλαγής, μορφές εργασίας και αμοιβής της, καθώς και μορφές χρηματοδότησης και ιδιοκτησίας. Η προσέγγιση θεωρεί τον καπιταλισμό ως μια μόνο μορφή οικονομικών σχέσεων που περιλαμβάνει την καπιταλιστική επιχείρηση μέσα στην οποία η υπεραξία παράγεται, ιδιοποιείται και διανέμεται στη βάση της μισθωτής εργασίας, της ατομικής ιδιοκτησίας, της παραγωγής για την αγορά και της χρηματοδότησης με τόκο. Κεντρικό στοιχείο της προσέγγισης αυτής αποτελεί η χρήση της έννοιας της επιτελεστικότητας (performativity) με βάση την οποία ο λόγος συμμετέχει στη διαμόρφωση της πραγματικότητας την οποία υποτίθεται ότι επιχειρεί μόνο να παρουσιάσει. Εδώ, η παρουσίαση της οικονομίας ως ποικίλης και όχι ως απόλυτα κυριαρχούμενης από το κεφάλαιο και τις καπιταλιστικές σχέσεις –όπως συμβαίνει στις κλασικές στρουκτουραλιστικές μαρξιστικές προσεγγίσεις– στοχεύει στη δημιουργία ελπίδας, με άλλα λόγια στην ενθάρρυνση, την ενίσχυση και τον πολλαπλασιασμό των μη καπιταλιστικών–εναλλακτικών χώρων.
Στόχος λοιπόν του έργου της Gibson-Graham –και συνολικότερα της κοινότητας των ερευνητών που διαμορφώθηκε γύρω από το έργο της– δεν είναι μόνο η ανάλυση των εναλλακτικών χώρων, αλλά η ενεργή υποστήριξη της ανάδυσης και εξάπλωσής τους. Στο πλαίσιο αυτό, αρνείται κάθε είδους εκ των προτέρων αξιολόγηση των εναλλακτικών χώρων. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι εναλλακτικοί χώροι έχουν την ίδια αξία. Αντίθετα, ρητός στόχος της είναι η διαμόρφωση αυτού που ονομάζει «οικονομίες της κοινότητας». Για το σκοπό αυτό ανέπτυξε συγκεκριμένα εργαλεία για την έρευνα δράσης που προτείνει. Στην προσέγγιση αυτή οι δυσκολίες, τα προβλήματα και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν οι εναλλακτικοί χώροι δεν έχουν ανυπέρβλητο χαρακτήρα και δεν οδηγούν αυτόματα στην ενσωμάτωση ή τη διάλυσή τους, αλλά αποτελούν προκλήσεις για αγώνα εκ μέρους των συμμετεχόντων, αλλά και των ερευνητών.
Γριτζάς, Γ., Καβουλάκος, Κ. Ι. (2015) Εναλλακτικοί οικονομικοί και πολιτικοί χώροι: Αντιμετωπίζοντας την κρίση ή δημιουργώντας μια νέα κοινωνία;, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/εναλλακτικοί-χώροι/ , DOI: 10.17902/20971.15
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Σε παλαιότερη δημοσίευση για τα Αναφιώτικα έχω υποστηρίξει πως ορισμένα μη- κειμενικά μέσα αναπαράστασης του χώρου, όπως είναι οι χάρτες και οι ταξιδιωτικοί οδηγοί, αρθρώνουν λόγο εξουσίας ο οποίος συντάσσεται με εκείνον των κειμένων, στιγματίζοντας και περιθωριοποιώντας τον εν λόγω οικισμό (Καυταντζόγλου 2001, 139-146). Οι αναπαραστάσεις αυτές ‘παρερμηνεύουν’ έναν υπαρκτό και κατοικημένο τόπο, αφαιρώντας το ζωτικό συστατικό στοιχείο της μακρόχρονης παρουσίας κατοίκων και τις σημασίες με τις οποίες εκείνοι επενδύουν τον τόπο ζωής τους. Μπορούν επομένως να εξεταστούν ως προϊόντα και ταυτόχρονα ‘εργαλεία’ της ηγεμονικής ‘μνημειακής’ αντίληψης του συγκεκριμένου τοπίου, όπως και τα κείμενα. η παράλληλη δε προσέγγισή τους αποκαλύπτει ενδιαφέρουσες αναλογίες.
Το παρόν κείμενο επικεντρώνεται σε ένα διαφορετικό σώμα οπτικών αναπαραστάσεων του οικισμού των Αναφιώτικων, προσεγγίζοντας την οικειοποίηση και κατανάλωσή τους από τους κατοίκους του ως πρακτικές που υποστηρίζουν μιαν αντίπαλη ανάγνωση και αντίληψη τοπίου, την οποία μπορούμε να χαρακτηρίσουμε –ελλείψει καλύτερου όρου– «λαϊκή» ή «καθημερινή» (vernacular) [1]. Πρόκειται για απεικονίσεις του οικισμού και του τοπίου, η «δράση» (agency) των οποίων υποστηρίζει την ιδιότητα του οικισμού ως βιωμένου τόπου και θεματοφύλακα τοπικής εμπειρίας και μνήμης. Θεωρώ ότι η χρήση αυτών των εικόνων μπορεί να ιδωθεί ως μια πρακτική, παράλληλη με την αφηγηματική, που εκδιπλώνουν οι κάτοικοι των Αναφιώτικων υπερασπιζόμενοι την προστασία του οικισμού και, βέβαια, το δικαίωμα παραμονής τους εκεί.
Τι περιλαμβάνει το σώμα αυτό του οπτικού υλικού; Εικονικές αναπαραστάσεις διαφόρων τεχνοτροπιών και υλικών: έργα ζωγραφικής, λιθογραφίες, φωτογραφίες, κ.ά. Εικόνες λοιπόν, αλλά και «πράγματα» που αγοράστηκαν, κληρονομήθηκαν, δωρήθηκαν, και τοποθετήθηκαν στο εσωτερικό του ιδιωτικού, οικιακού χώρου των κατοίκων. Έτσι, αποτελούν μέρος αυτού που περιγράφει ο Miller (2001, 1) ως «το συνονθύλευμα αντικειμένων στο χώρο του σπιτιού το οποίο αντικατοπτρίζει τη δράση (agency) των ατόμων και ενίοτε την αδυναμία τους» …(μέρος) «του υλικού πολιτισμού του εσωτερικού του σπιτιού ο οποίος εμφανίζεται ως οικειοποίηση του ευρύτερου κόσμου και ως αναπαράστασή του στον ιδιωτικό μας χώρο, συγκροτώντας ταυτότητες και διαμεσολαβώντας κοινωνικές διαδικασίες». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εισηγούμαι πως οι εικόνες αυτές διαμεσολαβούν την παρατεταμένη συγκρουσιακή σχέση αρχών και κατοίκων του οικισμού, προτάσσοντας μια θεμελιακά διαφορετική πρόσληψη του τοπίου και του τόπου.
Αντικείμενα που κρέμονται στους τοίχους, τοποθετούνται σε τραπεζάκια ή πάνω στην τηλεόραση, οι εικόνες αυτές αποτέλεσαν θέμα συζήτησης και συχνά μου επιδείχθηκαν ως μαρτυρίες [2]. Η εξιστόρηση του τρόπου απόκτησης και χρήσης (κατανάλωσής τους) απηχεί ό,τι περιγράφει ο Miller (1987, 189–193) ως διαδικασία επεξεργασίας και αναπλαισίωσης του αποκτηθέντος αντικειμένου, η οποία επιφέρει το μετασχηματισμό του από το καθεστώς του αλλοτριώσιμου, με χρηματική τιμή, σε εκείνο του αναλλοτρίωτου, μέσω ενδόμυχης σύνδεσής του με συγκεκριμένο/α υποκείμενο/α. Το έργο της κατανάλωσης αλλοιώνει ριζικά την κοινωνική φύση του αντικειμένου, μόλο που η υλική μορφή του παραμένει σταθερή.
Οι αφηγήσεις απόκτησης των αντικειμένων αυτών από τρεις κατοίκους των Αναφιώτικων, καθώς και οι ‘διαδρομές’ τους στο χώρο, έχουν ιδιαίτερη σημασία. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ορισμένες από αυτές τις εικόνες βρίσκονται και στα σπίτια άλλων κατοίκων. Το σπίτι του Ν. κοσμούν δυο φωτογραφίες του οικισμού τραβηγμένες από τη φωτογράφο Nelly’s, δυο πίνακες με ακρυλικό χρώμα, ένα σκίτσο με μελάνι και μια μικρή υδατογραφία του οικισμού. Η ιστορία των πινάκων του ζωγράφου Άλεξ (σύνδεσμος) είναι διαφωτιστική: ο Ν. τον συνάντησε κοντά στο σπίτι του ενώ φιλοτεχνούσε μιαν άποψη του οικισμού. Του παράγγειλε δυο πίνακες που απεικονίζουν το εξωτερικό του σπιτιού του και τη θέα από το παράθυρο του. Όταν ο Γ., γείτονας του Ν., είδε τους πίνακες του Άλεξ, παράγγειλε κι εκείνος στο ζωγράφο άλλους δυο με όψεις του οικισμού, τους οποίους τοποθέτησε στο καθιστικό του σπιτιού του.
Στο σπίτι της Ε., υαλικά, πορσελάνες, αγάλματα και πίνακες πολλών ειδών και τεχνοτροπιών γειτνιάζουν με το πρωτότυπο του σκίτσου του οποίου αντίγραφα έχουν τόσο ο Ν. όσο και ο Γ., με αναπαραγωγές έργων του 19ου που απεικονίζουν σπίτια του οικισμού, με φωτογραφίες και άλλες (λιγότερο ή περισσότερο ρεαλιστικές) εικόνες του.
Οι πίνακες του Άλεξ είναι φανερό πως θα είχαν πολύ διαφορετικές σημασίες εάν ήταν εκτεθειμένες προς πώληση σε μαγαζί τουριστικών ειδών, σε κάποιο κορνιζάδικο αλλού στην πόλη, ή εάν κατέληγαν στα χέρια αγοραστών χωρίς ιδιαίτερη σχέση με τον οικισμό. Ωστόσο, η επιλογή, απόκτηση και τοποθέτηση στα σπίτια τους από τους συνομιλητές μου, πράγματι φαίνεται να επιφέρει τη μεταφορά των έργων αυτών από τη συνθήκη του αλλοτριώσιμου σε εκείνη του αναλλοτρίωτου (και τούτο μάλιστα παρά το γεγονός ότι πρόκειται για αντίγραφα και παραλλαγές ενός κοινού θέματος). Εισηγούμαι, επιπλέον, ότι έχουν υποστεί έναν ακόμη μετασχηματισμό/μεταφορά: ως αντικείμενα που κυκλοφόρησαν και διανεμήθηκαν σε διάφορα σπίτια του οικισμού, συγκροτούν πλέον ένα σώμα κοινών συμβολικών αγαθών τα οποία ενδυναμώνουν και επαναβεβαιώνουν την εκ μέρους των κατοίκων συλλογική υπεράσπιση του τόπου. Έτσι, αν και η απόκτηση τους συνδέεται με την επιθυμία διακόσμησης του ιδιωτικού/οικιακού χώρου, μπορεί να υποστηριχθεί πως η παρουσία τους καθιστά το χώρο αυτόν ‘πομπό’ μιας ‘προς τα έξω’ δήλωσης, επικοινωνώντας σε τρίτους αισθήματα, εμπειρίες και δεσμούς με τον τόπο, υπενθυμίζοντας την ιστορία του οικισμού και τη δύσκολη σχέση του με το μνημειακό τοπίο. Τη δράση (agency) των έργων αυτών ενισχύει άλλωστε περαιτέρω το γεγονός ότι αποτελούν δημιουργήματα «ξένων» που έχουν αντιληφθεί και εκτιμήσει την αισθητική και ιστορική αξία του οικισμού, σε αντίθεση με τους «άλλους» που τον έχουν υποτιμήσει και περιθωριοποιήσει.
Στο πλαίσιο των φορτισμένων σχέσεων του οικισμού με τις αρχές διαχείρισης του αρχαιολογικού τοπίου, δυο σύνολα εικονικών αναπαραστάσεων μπορούν να προσεγγισθούν παράλληλα με τις κειμενικές και αφηγηματικές στρατηγικές των δυο αντίπαλων πλευρών. Η οπτική που εξετάζει τους διαφορετικούς τρόπους απεικόνισης-αναπαράστασης του οικισμού εντοπίζει τις μεταξύ τους αναλογίες: εάν λ.χ., η κατηγορηματική καταδίκη του οικισμού ως ‘παράγκες που παραμορφώνουν τον περίγυρο της Ακρόπολης’ του Δημητρίου Βικέλα (1897) ή των κατοίκων του ως «επήλυδων» ξένων προς την ιστορική Αθήνα (Καμπούρογλου 1920, 1922) μπορούν να θεωρηθούν ανάλογα των χαρτών, φωτογραφιών και πανοραμάτων που τείνουν προς την εξαφάνιση (αποκλεισμό) των Αναφιώτικων, τα ζωηρόχρωμα έργα που αναπαριστούν εξιδανικευμένες ανθισμένες αυλές και ασβεστωμένα σπίτια του οικισμού αποτελούν οπτικό ανάλογο των κειμένων λογίων που επαίνεσαν τη γραφικότητα του ταπεινού οικισμού όπως εκείνα του Καρκαβίτσα (1889) και του Παπαδιαμάντη (1896). Ένας τουριστικός χάρτης που περιέχει και ονοματίζει τον οικισμό αλλά τον θέτει, μέσω τεχνικών αναπαράστασης, εκτός ιστορίας της πόλης (Caftanzoglou 2010), μπορεί να θεωρηθεί ως ανάλογο κειμένων που διέπονται από αμφισημία, όπως εκείνα του Μπίρη (1948, 1966 [1995]), τα οποία εξαίρουν το αισθητικό και ιστορικό ενδιαφέρον των Αναφιώτικων, χωρίς όμως να αποδέχονται το δικαίωμα παραμονής τους στη συγκεκριμένη τοποθεσία.
Περαιτέρω αναλογία μπορεί να εντοπισθεί στην επιλεκτική οικειοποίηση και αναπαράσταση, θεμελιακό στοιχείο τεχνικής και των δυο λόγων: οι χάρτες προωθούν τα μνημεία της κλασσικής αρχαιότητας καθιστώντας μη ορατά τα «βέβηλα» χωρικά στοιχεία, ενώ οι αναπαραστάσεις του οικισμού εστιάζουν στη γραφικότητα του οικισμού, αποκρύβοντας τις όψεις παρακμής και αποσύνθεσης του. Η κειμενική ρητορική των πολέμιων του οικισμού παραβλέπει την ιστορική και αρχιτεκτονική αξία του, επιμένοντας στον χαρακτηρισμό τους ως «εκτός θέσης». εκείνη των κατοίκων αναδεικνύει το παράδειγμα της κοινοτικής αρμονίας και των ιστορικών δεσμών με έναν τόπο ιδιαίτερης αισθητικής που εκείνοι έχουν δημιουργήσει και φροντίζουν, αμυνόμενη ενάντια στην απαξίωση του ως «εκτός θέσης» σώματος, την αυστηρή εποπτεία της καθημερινότητάς τους και τις κατά καιρούς παρεμβάσεις στο χώρο τους.
Η παραγωγή και κατανάλωση των διαφορετικών αυτών σωμάτων οπτικού υλικού απηχεί τις ιδεολογικές και αισθητικές επιλογές των συλλογικών υποκειμένων που εμπλέκονται στη διαπάλη με επίκεντρο τη σημασία του τόπου. Διερευνώντας τις αντιτιθέμενες αυτές εικονικές αναπαραστάσεις του συγκεκριμένου τοπίου στο πλαίσιο των μακρόχρονων διαπραγματεύσεων της σημασίας του, αντιλαμβανόμαστε τα πολλαπλά επίπεδα στα οποία διεξάγεται η σύγκρουση μεταξύ του «μνημειακού» και του «καθημερινού» και τους επίσης πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους αυτή καθίσταται ορατή.
[1] Για εκτενέστερη ανάλυση, βλέπε Caftanzoglou (2010).
[2] Η χρήση του όρου «ντοκουμέντα» κατά τη συζήτηση των έργων με τους ιδιοκτήτες τους απηχεί επιθυμία ανύψωσης τους στο στάτους του «σκληρού» επιστημονικού αποδεικτικού υλικού.
Καυταντζόγλου, Ρ. (2015) Καταναλώνοντας εικόνες: η υπεράσπιση ενός τόπου, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/αναφιώτικα/ , DOI: 10.17902/20971.49
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Θεμελιωμένη στην παραδοχή του χώρου ως ενεργά εμπλεκόμενου στην παραγωγή κοινωνικών σχέσεων και αντιλήψεων, η έρευνα –που συνοπτικά παρουσιάζεται στη συνέχεια– αποπειράθηκε να «χαρτογραφήσει» την οδό Ιπποκράτους, και να διερευνήσει τις αντιλήψεις των καταστηματαρχών του δρόμου αυτού για το χώρο που «ενοικούν». Η οπτική παρατήρηση της καθημερινότητας του δρόμου, ο σχεδιασμός «χαρτών» ανά τετράγωνο, και η καταγραφή των εμπορικών καταστημάτων που τότε λειτουργούσαν (συνολικά 250) συνδυάστηκαν με τη διεξαγωγή ερωτηματολογίου και τη διενέργεια ανοικτών συνεντεύξεων με αριθμό καταστηματαρχών. Η επιλογή της συγκεκριμένης κατηγορίας χρηστών του δρόμου θεμελιώθηκε στην παραδοχή ότι η πολύωρη παραμονή των επιχειρηματιών στον τόπο εργασίας τους, παράγει σημαντικές και σημαίνουσες σχέσεις με τον περιβάλλοντα χώρο.
Το παρόν κείμενο βασίζεται σε έρευνα πεδίου που πραγματοποιήθηκε το 2007-8 στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος Τάσεις κοινωνικού μετασχηματισμού στον αστικό χώρο: κοινωνική αναπαραγωγή, κοινωνικές ανισότητες και κοινωνική συνοχή στην Αθήνα του 21ου αιώνα του Ινστιτούτου Αστικής και Αγροτικής Κοινωνιολογίας του ΕΚΚΕ.
Η οδός Ιπποκράτους, μήκους σχεδόν 2 χλμ, ξεκινά από την λεωφόρο Αλεξάνδρας και καταλήγει στην λεωφόρο Πανεπιστημίου. Στο μεγαλύτερο μέρος της κυριαρχεί η μικτή χρήση, όπου συνυπάρχουν η κατοικία με εμπορικές χρήσεις στα ισόγεια και τις επαγγελματικές χρήσεις στους ορόφους των πολυκατοικιών. Το φάσμα των εμπορικών καταστημάτων είναι εξαιρετικά ευρύ, καλύπτοντας κάθε είδους καταναλωτική ανάγκη. Ωστόσο, ήδη από την εποχή της έρευνας, δηλαδή πριν την οικονομική κρίση, το τοπίο των συνεχόμενων εμπορικών επιχειρήσεων κατά μήκος του δρόμου διέκοπταν κλειστά και εγκαταλειμμένα καταστήματα.
Η οπτική παρατήρηση οδήγησε στη διάκριση τριών τμημάτων με κριτήριο τις ανάγκες που εξυπηρετούν τα καταστήματα: στο εγγύτερο στη λεωφόρο Αλεξάνδρας τμήμα κυριαρχούν χαρακτηριστικά τοπικής γειτονιάς (κατοικίας και εμπορικών τα οποία εξυπηρετούν τις ανάγκες της), το επόμενο όπου εμπορικά πιο «υπερτοπικού» είδους συνυπάρχουν με επιχειρήσεις τεχνιτών που εξυπηρετούν τοπικούς κατοίκους αλλά και περαστικούς και, τέλος, το τρίτο τμήμα που καταλήγει στην Πανεπιστημίου και διαφοροποιείται σαφώς ως περιοχή υπερτοπικού χαρακτήρα.
Το ερωτηματολόγιο συγκέντρωσε δεδομένα για τα χαρακτηριστικά των καταστημάτων (τοποθεσία, ηλικία, είδος εμπορεύματος, καθεστώς επαγγελματικής στέγης, προηγούμενη χρήση του καταστήματος, γεωγραφική κινητικότητα της επιχείρησης, τόπος κατοικίας του καταστηματάρχη). Τα βασικά ευρήματα απεικονίζονται στα παρακάτω γραφήματα. Εκτενέστερη παρουσίαση και σχολιασμός των ευρημάτων στο Καυταντζόγλου (2013).
Σε ότι αφορά τη διερεύνηση της αντίληψης των καταστηματαρχών για το περιβάλλον εργασίας τους, μια πρώτη εικόνα εξάγεται από τις απαντήσεις στην ερώτηση ‘υπάρχει γειτονιά εδώ; [1] και τη συσχέτισή τους με τα άλλα ευρήματα. Το γράφημα 4 αποτυπώνει τα ευρήματα στο σύνολο των ερωτηθέντων και ανά βασικά χαρακτηριστικά -είδος καταστήματος, χρόνια λειτουργίας και χωροθέτηση.
Στο σύνολο των ερωτηθέντων προκύπτει σχετική υπεροχή του χαρακτηρισμού του περιβάλλοντος εργασίας ως ‘γειτονιάς’. Ωστόσο, η συσχέτισή του με το είδος, την ηλικία και την τοποθεσία των καταστημάτων αποκαλύπτει μεικτή εικόνα: υψηλά ποσοστά θετικών απαντήσεων στα καταστήματα που καλύπτουν ανάγκες τοπικών κατοίκων συνυπάρχουν με υψηλά ποσοστά αρνητικών απαντήσεων στο τμήμα με τη σημαντικότερη τοπική πελατεία (κατοίκων), καθώς και στα παλαιότερα καταστήματα. Αντίστροφα, υψηλό ποσοστό (64%) θετικών απαντήσεων συγκεντρώνεται στο δεύτερο τμήμα που χαρακτηρίζεται από υψηλά ποσοστά κινητικότητας (αλλαγή είδους και χρήσης [2]), καθώς και στο ‘υπερτοπικό’ και χωρίς κατοικία, 3ο τμήμα του δρόμου (60%).
Η ‘αίσθηση της γειτονιάς’ δείχνει επομένως να μη συνδέεται αποκλειστικά με τους πλέον αναμενόμενους παράγοντες. Τούτο οδηγεί στην υπόθεση ευρύτερου φάσματος σημασιοδοτήσεων της έννοιας, και ποικιλίας ‘υλικών’ κατασκευής της, και στην ανάγκη ποιοτικής προσέγγισης με εργαλείο τις ανοικτές συνεντεύξεις [3]
Ο κύριος Α., «τρίτη γενεά στο ίδιο επάγγελμα και στο ίδιο κατάστημα», διατηρεί με τη σύζυγό του, κρεοπωλείο στο πρώτο τμήμα της Ιπποκράτους όπου ένα μικρό σύνολο εμπορικών ειδών διατροφής ευνοεί τη διατήρηση καθημερινών συναλλαγών και διαπροσωπικών σχέσεων:
«…ναι, γειτονιά είναι… έχει διατηρηθεί, κι ας είναι κεντρικός δρόμος… Εγώ πιστεύω ότι από τη στιγμή που ο κόσμος θα ‘ρθεί για κρέας, έχει το τυρί δίπλα του ακριβώς, του αρέσει η ποιότητα … ε, θα το πάρει από ‘δω… υπάρχει πολύς κόσμος ο οποίος δε θέλει να πάει στο σουπερμάρκετ … γιατί όλα τα μαγαζιά στην Ιπποκράτους τουλάχιστον αυτά που ξέρω εγώ, τα δουλεύουν τα αφεντικά τους… είναι μεγάλη υπόθεση αυτή…
Εδώ το μεγαλύτερο ποσοστό είναι κάτοικοι, μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής… κάποιοι περαστικοί λόγω της κεντρικότητας του δρόμου, αλλά ως επί το πλείστον, οι κάτοικοι… … από το ‘85 μέχρι το ’95.. υπήρξε μια κάμψη.. έφευγε ο κόσμος… από το 2000-2002 και μετά άρχισαν να γυρνάνε πίσω.. λοιπόν, μ’ αυτόν τον κόσμο δουλεύουμε εμείς…»
Στην περίπτωση του κ. Α., η θέση, το είδος του εμπορεύματος και η ηλικία της επιχείρησης του συνιστούν καθοριστικά στοιχεία διαμόρφωσης θετικής πρόσληψης του περιβάλλοντος: η τακτική τοπική πελατεία και η πολύχρονη γνωριμία με τους εγγύτερους σε εκείνον εμπόρους εμφανίζονται ως παράγοντες που ενισχύουν την αίσθηση της οικειότητας και της αντίληψης του άμεσου περιβάλλοντός ως «γειτονιάς».
Άλλοι καταστηματάρχες του τμήματος αυτού της Ιπποκράτους, κυρίως στα πρώτα τετράγωνα, μοιράζονται την αντίληψή του σχετικά με την ύπαρξη γειτονιάς, επισημαίνοντας παράλληλα τις αλλαγές που έχουν επέλθει (υποχώρηση του εμπορικού χαρακτήρα του δρόμου, στασιμότητα στο τοπικό εμπόριο)
«… όλη η ιστορία ήταν από τη Λ. Αλεξάνδρας μέχρι τη Φαναριωτών, ένα δυο τετράγωνα, από κει και κάτω είχε λίγα πράγματα, δεν είχε, δεν είχε εμπορική δραστηριότητα. Τώρα, ανέβηκε σιγά-σιγά η Γκύζη, γινήκανε καλά μαγαζιά και κατέβηκε η Ιπποκράτους… η Ιπποκράτους δεν έχει την κίνηση που είχε παλιά…» (έμπορος εσωρούχων, λίγο πριν τη σύνταξη)
Στο «μεσαίο» τμήμα της Ιπποκράτους, όπου εντοπίστηκαν τα περισσότερα κλειστά καταστήματα, θετικές απόψεις συνυπάρχουν με ανησυχίες για τη βιωσιμότητα της Ιπποκράτους ως εμπορικού δρόμου.
«… τώρα ως προς τη γειτονιά, εδώ γύρω-γύρω στο ύψος που είμαι εγώ, είναι πολύ ήσυχη γειτονιά, δεν υπάρχουν προβλήματα, … εγώ πιστεύω ότι είμαι πολύ καλά εδώ και μου αρέσει ο χώρος και η Ιπποκράτους μ’ αρέσει…». (ιδιοκτήτης καταστήματος δίσκων βινυλίου στο μεσαίο τμήμα που είχε απαντήσει θετικά ως προς την ύπαρξη γειτονιάς)
«…εγώ λυπάμαι γιατί εδώ μεγάλωσα, βλέπω βρωμιά, σκουπίδια, ροχάλες, δεν είναι ο κόσμος… κι αν βγεις εδώ σε πληροφορώ εδώ στην Ιπποκράτους, θα δεις ότι στους δέκα οι εφτά δεν είναι ούτε Έλληνες…» Απέναντι, ο Νίκος, τα στρώματα, Αλβανός…, πιο πάνω ψιλικατζίδικο… Αλβανός πιο πάνω, Αλβανός πιο κάτω. …» (Έμπορος στο «μεσαίο τμήμα» που είχε απαντήσει αρνητικά)
«…έτσι ήρθα σ’ αυτή τη γειτονιά, βέβαια δεν ήταν η Ιπποκράτους αυτό που είναι τώρα, ήταν ένας πολύ ωραίος δρόμος, ωραίος δρόμος, όχι μονάχα εμπορικός αλλά και ανθρώπινος δρόμος… πάντως δεν είναι οι παλιοί καλοί καιροί όχι μόνο για το εμπόριο μονάχα αλλά και γενικότερα για την ποιότητα όλης της ζωής, γιατί δεν είναι η δουλειά μόνο, παράλληλα είναι η ζωή σου κι ο άνθρωπος…». (ιδιοκτήτης κορνιζάδικου στο μεσαίο τμήμα, θετική απάντηση)
«…βέβαια στην Ιπποκράτους συνδέομαι, γιατί τόσα χρόνια συνεχώς… την αγαπώ πάρα πολύ, και τους ανθρώπους βέβαια, και τους ανθρώπους, δηλαδή έκαμα φίλους… είχαμε επικοινωνία, άμεση επικοινωνία, σας λέω… ωραία έχω ζήσει εδώ και παλιά και σήμερα… άλλαξαν τα πράγματα, μαγαζιά οπωσδήποτε πολλά κλείσανε, άλλα έμειναν, άλλα ήρθαν κι ανοίξανε, άμα όμως την έχεις την επικοινωνία, μια με το πελάτη που θα σου φέρει και το παλικάρι του, μια με τον απέναντι που κι αυτός έχει χρόνια εδώ…. (ιδιοκτήτης κουρείου από το 1972)
Ο κ. Κ., που άνοιξε πριν είκοσι χρόνια το πρώτο μαγαζί με είδη μοντελισμού στην Ιπποκράτους δεν θεωρεί πως υφίσταται «γειτονιά». Η πελατεία του είναι «υπερτοπική» και έρχεται μόνο για το συγκεκριμένο εμπόρευμα.
«….έτσι λοιπόν βρεθήκαμε σε μια Ιπποκράτους πολύ υποτονική, παρηκμασμένη… παραμένουν πολλά κλειστά, πολλά άκτιστα και τα λοιπά,… τα μαγαζιά που μπορούν να ‘χουνε έσοδα δε θ’ ανοίξουν ποτέ στην Ιπποκράτους»… Οι κάτοικοι έχουν αραιώσει… όλοι ηλικιωμένοι, δε βλέπουμε νέο κόσμο, νέες οικογένειες αν είναι, είναι μετανάστες, οι ελληνικές που κληρονομήσανε το σπίτι του πατέρα, φεύγουν μακριά…»
Στο ‘υπερτοπικό’, τελευταίο τμήμα της Ιπποκράτους, αρκετοί καταστηματάρχες θεωρούσαν ότι εργάζονται σε περιοχή που «είναι γειτονιά».
«…Γειτονιά; Αν θες, πες το έτσι, κέντρο διερχομένων και γειτονιά μαζί, αυτό, γιατί τόσα χρόνια στο σημείο αυτό, ε δε μπορεί, γίνεται γειτονιά σου. Είμαστε και μαζί, με τον απέναντι, με τις παντόφλες, αυτόν τον εβρήκα όταν πρωτοήρθα, ήταν πιο πέρα ο κύριος Σούλης με τις σφραγίδες θεός σχωρέστον, μ’ αυτόν πίναμε καφεδάκι το πρωί με το που ανοίγαμε, πολλά χρόνια…, πώς να μην υπάρξει μια κουβέντα… έχουμε μια ζωή εδώ, … εδώ διατηρήθηκαν μαγαζιά έτσι όπως τα βρήκα, άνοιξαν βέβαια καινούργια….». (ιδιοκτήτης καταστήματος ψιλικών και ΠροΠο στο τελευταίο τετράγωνο της Ιπποκράτους, μεταξύ Ακαδημίας και Πανεπιστημίου)
«μια ζωή εδώ στο ίδιο μέρος… μπορώ να σου πω ότι καλύτερα ξέρω τον εδώ κόσμο παρά στο σπίτι μου γύρω. Γειτονιά υπάρχει μεταξύ μας, γνωριζόμαστε… βέβαια, άλλοι έχουν πεθάνει, κάποιοι βγήκαν στη σύνταξη, ήρθαν καινούργιοι, αλλά αν με ρωτήσεις θα σου πω ότι μεταξύ μας υπάρχει γειτονιά, μη βλέπεις που δεν υπάρχουν σπίτια εδώ τριγύρω… με την έννοια αυτή, της παλιάς γειτονιάς, ίσως να ‘χει πιο πάνω, εμείς εδώ είμαστε επαγγελματίες…». (Ιδιοκτήτρια καταστήματος παπουτσιών στο τελευταίο οικοδομικό τετράγωνο).
«…παραδίπλα είναι τράπεζα, από την άλλη θέατρο. Τι γειτονιά να είναι εδώ θα μου πείτε; Όμως και μέσα σε μια τέτοια κατάσταση εδώ είναι γειτονιά, τα παλιά μαγαζιά γνωριζόμαστε. … δε ξέρω πως θα εξελιχθούν τα πράγματα, άμα ανοίξουν μεγάλα βιβλιοπωλεία, εκδότες… οπωσδήποτε πιστεύω θα εκλείψει αυτό το… πώς να το πω, η αίσθηση πως γνωριζόμαστε…». (ιδιοκτήτης βιβλιοπωλείου, τρίτο τμήμα της Ιπποκράτους)
Η μελέτη της οδού Ιπποκράτους αποκαλύπτει χαρακτηριστικές όψεις ενός αστικού περιβάλλοντος του κέντρου που φιλοξενεί μεικτές χρήσεις και λειτουργίες και παρουσιάζει στην χωρική ανάπτυξή του αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις. Ταυτόχρονα, αναδεικνύει πολλαπλούς τρόπους σημασιοδότησης της έννοιας της ‘γειτονιάς’. Παράγοντες όπως είναι η παρουσία κατοίκων, η τοπική πελατεία, και η πολυετής παραμονή στο δρόμο λειτουργούν κατά αναμενόμενο τρόπο, ενισχύοντας την ‘αίσθηση της γειτονιάς’, χωρίς ωστόσο να αποτελούν απαραίτητες και μοναδικές συνθήκες. Τα ποικίλα ‘υλικά κατασκευής’ σχέσεων οικειότητας και κοινωνικής συνοχής δείχνουν να ανθίστανται στην υποβάθμιση του υλικού περιβάλλοντος του δρόμου, τη μείωση των κατοίκων, και τη προβληματική επιβίωση των μικρών επιχειρήσεων.
[1] Οι αλλαγές αφορούσαν πρωτίστως καταστήματα διατροφής τα οποία είχαν κλείσει οριστικά στο πρώτο τμήμα της Ιπποκράτους (κυρίως στο μεσαίο τμήμα του δρόμου), χρωματοπωλεία, μαγαζιά υδραυλικών, ηλεκτρολόγων, και άλλων τεχνιτών, κάτι που υποδεικνύει το μετασχηματισμό του χαρακτήρα του δρόμου.
[2] 27 ανοικτές συνεντεύξεις, διάρκειας περίπου μιας ώρας, με στόχο την αποτύπωση προσλήψεων του «υλικού» και «ανθρώπινου» περιβάλλοντος εργασίας τους.
[3] Σχετικά με την επιλογή του όρου ‘γειτονιά’ και τη συζήτηση γύρω από τις ποικίλες σημασιοδοτήσεις και συνδηλώσεις του, παραπέμπω και πάλι στο Καυταντζόγλου (2013, 218-220).
Καυταντζόγλου, Ρ. (2015) Οδός Ιπποκράτους, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/οδός-ιπποκράτους/ , DOI: 10.17902/20971.1
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Ομόνοια βράδυ Κυριακής.
Κρατώντας την ανάσα μου καιρό σαν κύμα υπόγειο
λαμπρό σκαλί κυλιόμενο μεταλλικό
πρόβαλα ξαφνικά στις έντεκα και τέταρτο
με το βουητό των αυλικών κυμάτων μου απ’ τα έγκατα.Γιάννης Βαρβέρης, Κυλιόμενος της Ομόνοιας
Τόπος έντασης που διασταυρώνονται στο βιαστικό πέρασμά τους τα σώματα των τουριστών και των μεταναστών, των μικροπωλητών και των ημι-παρανόμων, των μόνιμων και των περαστικών, η πλατεία Ομόνοιας, αυτός ο πυκνωτής της πολιτισμικής ποικιλομορφίας και καθρέφτης της κοινωνικής «αταξίας», η πολύπαθη πλατεία των πέντε δρόμων και των δύο γραμμών μετρό, αποτέλεσε για κάθε αρχιτέκτονα και πολεοδόμο, κατά αναλογία με το Βενιζελικό όραμα, τη Μεγάλη Ιδέα (Κιμπουρόπουλος 1994). Πράγματι, ξεκινώντας από τα οραματικά σχέδια των Κλεάνθη και Σάουμπερτ στις αρχές του 19ου αιώνα και τον Λύσανδρο Καυταντζόγλου που σχεδιάζει και οικοδομεί την πρώτη του κατοικία επάνω στην πλατεία την ίδια περίοδο, μέχρι και τον σύγχρονο Κωνσταντίνο Δοξιάδη, που οραματίστηκε την Ομόνοια ως ένα απόκεντρο πέρασμα για ταξιδιώτες και περαστικούς στο δρόμο για το λιμάνι, η κακότυχη αυτή πλατεία έχει περάσει αρχιτεκτονικά κυριολεκτικά «των παθών της τον τάραχο»: από τους Φοίνικες και τα αγάλματα των Μουσών στις αρχές του 20ου αιώνα έως τα σιντριβάνια και τον Δρομέα πριν λίγα χρόνια. Και τώρα πια, στις αρχές του 21ου αιώνα, έχει έρθει το τέλος της Ομόνοιας ως πλατεία και η καθολική μεταμόρφωσή της σε προέκταση των δρόμων που ενώνονται μαζί της (φωτ. 1-4).
Από κοσμοπολίτικος τόπος συνάντησης της μεσοαστικής Αθήνας μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με πολλά μεγάλα ξενοδοχεία που στέκουν να κοιτάζουν τις μεταλλάξεις και τις ανατροπές της μισοερειπωμένα μέχρι και σήμερα όπως ο Μέγας Αλέξανδρος και το Μπάγκειον, η πλατεία Ομόνοιας θα αποτελέσει τον καμβά για κάθε εκσυγχρονιστικό εγχείρημα που επιχειρούνταν σε κάθε αλλαγή σελίδας της ελληνικής ιστορίας. Αρχικά στο μεσοπόλεμο, όταν θεμελιώθηκε η γραμμή του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου μεταξύ Αθήνας και Πειραιά και εγκαινιάστηκε ο σταθμός της Ομόνοιας και, κυρίως μεταπολεμικά, στο τέλος της δεκαετίας του ’50, τότε που έτσι κι αλλιώς αλλάζει εντελώς όλη η Αθήνα. Από πλατεία θα μετατραπεί σε συγκοινωνιακό κόμβο και η προτεραιότητα θα δοθεί στη χρήση του ιδιωτικού αυτοκινήτου και στην αναζήτηση χώρων με οποιοδήποτε τίμημα (Σαρηγιάννης 1994). Είναι τότε που πάνω από το έδαφος τα ψηλά κτήρια έπαιρναν τη θέση τους το ένα δίπλα από το άλλο αλλάζοντας άρδην το τοπίο, ενώ κάτω από το έδαφος θα φτιαχτεί μια άλλη πλατεία για τους πεζούς, μια πλατεία με τράπεζες και καταστήματα. Οι κυλιόμενες σκάλες θα ενώσουν τις δυο πλατείες, η Ομόνοια θα αποτελέσει το πιο αναγνωρίσιμο σημείο της πόλης με το φαρμακείο του Μπακάκου στη γωνία της Αγίου Κωνσταντίνου να είναι ο τόπος συνάντησης των απανταχού επαρχιωτών που συρρέουν στην πρωτεύουσα για το Athens Dream της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Η Ομόνοια θα γίνει από πλατεία περιοχή (φωτ.5-7).
Μέρος και αυτή μιας άλλης τριλογίας κατά μήκος της οδού Σταδίου, αυτή των πλατειών Συντάγματος, Κλαυθμώνος και Ομόνοιας και γεωγραφικά ορισμένη σε σχέση με το απόλυτο σύμβολο της πόλης, την Ακρόπολη, θα αποτυπωθεί στη συλλογική συνείδηση ως ένα άλλο, διαφορετικό σύμβολο, αυτό του «ομφαλού» της πρωτεύουσας και θα εγγράψει τη δική της μυθολογία στο τετράδιο της πόλης: στέκι και ταυτόχρονα σταυροδρόμι, τόπος συνάντησης και διαφυγής, η πλατεία Ομόνοιας θα αποτελέσει μια σύγχρονη Βαβέλ, και εν τέλει ένα μνημείο. Κυρίως όμως το ιδανικότερο αστικό πεδίο συμπύκνωσης ενάρξεων και διελεύσεων για όλες τις κοινωνικές τάξεις, τις φυλές και τις ηλικίες. Ακριβώς αυτή η ετερογένειά της θα φανεί από τους ίδιους τους δρόμους που ξεκινούν από την πλατεία.
Από εδώ ξεκινά η «παρδαλή» και πολύχρωμη οδός Αθηνάς που συνδέει την πλατεία με το Μοναστηράκι και κατ’ επέκταση την Ακρόπολη, ο δρόμος της Βαρβακείου Αγοράς. Αλλά ταυτόχρονα και ο δρόμος με τα φτηνά παρηκμασμένα πια ξενοδοχεία της «ημιδιαμονής» εκεί όπου έβρισκαν, σε μεγαλύτερο βαθμό πριν λίγα χρόνια και πολύ λιγότερο σήμερα, «επαγγελματική στέγη» τα «σκορπισμένα» σώματα των κοριτσιών όταν έβρισκαν κάποιο «πελάτη». Αμέσως μετά, με κατεύθυνση προς την ανατολή, η οδός Σταδίου των Χαυτείων, που θα συνδέσει την πλατεία Ομόνοιας με τις άλλες δύο θρυλικές πλατείες που αναφέραμε και μετά η οδός Πανεπιστημίου, ο δρόμος της Αθηναϊκής Τριλογίας που συνδέει την πλατεία με τα παλιά Ανάκτορα. Άλλωστε, για τη θέση των Ανακτόρων προοριζόταν αρχικά και η ίδια. Έπειτα ο άχαρος και χωρίς ταυτότητα, με εξαίρεση την αρχοντική πλατεία Βικτωρίας, δρόμος της 3ης Σεπτεμβρίου (πώς άλλωστε να έχεις ταυτότητα όταν δίπλα σου έχεις τη «μεγάλη» Πατησίων;). Μόλις εκατό μέτρα από την πλατεία Ομόνοιας, και πάλι ξενοδοχεία «ημιδιαμονής» και αναζήτηση «πελατών» στην «ύποπτη» πλατεία Λαυρίου, αυτή τη φορά σε πλήρη λειτουργία. Αμέσως μετά, η οδός Αγ. Κωνσταντίνου, ο δρόμος του Εθνικού Θεάτρου που οδηγεί προς τις εθνικές οδούς και τέλος η οδός Πειραιώς, ο δρόμος των βιομηχανιών και της διαφυγής προς το λιμάνι.
Πέρα όμως από κόμβος των πέντε δρόμων, από τόπος συνάντησης και έλευσης ή μη-τόπος εν τέλει, από στέγη αστέγων και συναπάντημα περιθωριακών, πέρα από οικείο κινηματογραφικό πλάνο, λογοτεχνικό σκηνικό ή «ζώνη αναταραχής» (Σημαιοφορίδης 2005), η πλατεία Ομόνοιας έχει εγχαραχθεί σε αυτό που καταχρηστικά θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αστική (urban) συνείδηση του κοινωνικού σώματος ως ένα όριο. Δεν πρόκειται για μια διαλεκτική του «μέσα» και του «έξω» υπό το πρίσμα μιας Μπασελαρικής φαινομενολογίας του χώρου (Bachelard 2004) αλλά για ένα κατώφλι που διαχωρίζει το «πάνω» και το «κάτω», χωρίζοντας την πόλη στα δύο, κάτι ανάλογο που αφηγείται ο Γ. Θεοτοκάς στην Αργώ, σε μια ανάγλυφη περιγραφή κάποιας θλιβερής και φτωχικής γειτονιάς στην αρχή της οδού Λένορμαν, στον Κολωνό, την περίοδο του Μεσοπολέμου. Στο μυθιστόρημα αυτό, ο συγγραφέας, περιγράφοντας μια γειτονιά αποκομμένη από την υπόλοιπη πόλη, στην πραγματικότητα περιέγραφε μια πόλη κομμένη σε δυο διαφορετικά και εκ διαμέτρου αντίθετα κομμάτια αναφορικά με την κοινωνική τους σύνθεση και την πολιτισμική τους ταυτότητα: κάτω από τις γραμμές του τραίνου βασιλεύει η φτώχια και μιζέρια και επάνω από αυτές ο μεσοπολεμικός ευδαιμονισμός μιας νέας αθηναϊκής μπελ επόκ (Θεοτοκάς 2006). Έτσι και εδώ. «Κάτω» από την Ομόνοια βασιλεύει η «σκοτεινή πλευρά του άστεως» όπως την ονομάζει ο Walter Siebel (Λέφας κ.ά. 2003, 93) εκεί όπου ασκούνται παράνομες ή ημι-παράνομες δραστηριότητες, ανοίκειοι δρόμοι με παλιά εγκαταλειμμένα κτήρια που «φιλοξενούν» αστέγους, βοερά σοκάκια το πρωί και σκοτεινά το βράδυ, με μια ανασφάλεια η οποία, ασκώντας μια ιδιότυπη έλξη, θα μπορούσε να ερεθίσει την περιέργεια κάποιου ριψοκίνδυνου πλάνητα της νύχτας. Εδώ, η πάλαι ποτέ μεσοαστική και σήμερα εξαθλιωμένη πλατεία Βάθης, «σπίτι» των σύγχρονων «μοιραίων», των μεταναστών και των αποσυντεθημένων από τα ναρκωτικά σωμάτων και ψυχών, οι οίκοι ανοχής στις αρχές της Αχαρνών και της Λιοσίων. Κάτω από την Ομόνοια ο Κολωνός, ο Κεραμεικός, ο Βοτανικός και το Μεταξουργείο με τα συνεργεία αυτοκινήτων και τα δικά του «κόκκινα φανάρια» σε παλιά ετοιμόρροπα νεοκλασικά σπίτια, αλλά και κάποιοι σκόρπιοι, και εν πολλοίς «εναλλακτικοί» όπως θέλουν πλέον να ονομάζονται, θύλακες ψυχαγωγίας και διασκέδασης οι οποίοι θαρρεί κανείς πως «με το ζόρι» προσπαθούν να αλλάξουν την ταυτότητα των περιοχών αυτών. Από εδώ θα ξεκινήσουν οι δρόμοι για τη βιομηχανική περιοχή της Αθήνας και τα Δυτικά Προάστια (φωτ. 8-13).
Και «επάνω» από την Ομόνοια μια άλλη Αθήνα, με εντελώς διαφορετική πολιτιστική και κοινωνική φυσιογνωμία, ένα διαφορετικό γεωγραφικό τοπίο, με τις χωρικές δομές του αστικού χώρου να συγκροτούν μια διαφορετική παλέτα κοινωνικών γεγονότων και καταναλωτικής σημειολογίας από τα υποκείμενα της χρήσης του. Εδώ τα φώτα, οι στολισμοί και τα χρώματα, το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, ο εμπορικός πυρήνας, η πλατεία Συντάγματος με τα πλουμιστά καταστήματα της Ερμού, το μεγαλοπρεπές βουλεβάρτο της Βασιλίσσης Σοφίας με τις πολυτελείς πολυκατοικίες, εδώ τα ευρωπαϊκά καφέ και τα ρεστοράν, τα μεσημεριανά στέκια της χαλάρωσης για το «stopover» μετά την εργασία, αλλά και για τους θαμώνες της ρέμβης, τα ακριβά κοσμηματοπωλεία, τα γνωστά θέατρα και οι κινηματογράφοι, οι δημόσιες υπηρεσίες, το Μέγαρο Μουσικής, τα ξενοδοχεία της Μεγάλης Βρετανίας και του Χίλτον και τα ψηλά κτήρια της πόλης. Εδώ οι καλές συνοικίες και γειτονιές όπως το Κολωνάκι, η Πλάκα και το Μετς, για να μην αναφερθούμε σε αυτές κατά μήκος της οδού Κηφισίας, ως αντίποδας των Δυτικών προαστίων. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι ο ανυποψίαστος περιπατητής στους δρόμους αυτούς μοιάζει να βρέθηκε ξαφνικά σε μιαν άλλη πρωτεύουσα, όπου μια επιτόπια ανάγνωση της καθημερινής «υφολογίας» των κατοίκων της φαίνεται να αποτυπώνει άγνοια για τη πόλη «κάτω» από την πλατεία (φωτ. 14-20).
Ακόμα και έτσι όμως, ακόμα και αν πρόκειται για κατώφλι δύο «κόσμων», πρέπει ταυτόχρονα να δούμε την πλατεία Ομόνοιας σαν ένα παντογνώστη αφηγητή της πόλης. Έναν αφηγητή που το πρωί γράφει αυτά που βλέπει τη νύχτα. Στις σκοτεινές γωνιές και στις βουβές στοές της, στους νοσηρούς δρόμους και στα θλιμμένα της κτήρια, στις «κυνηγημένες» σκιές που την κατοικούν και στις «κυλιόμενες» που περνούν από το ένα κομμάτι της πόλης στο άλλο, άλλοτε αφήνοντας κι άλλοτε σβήνοντας τα ίχνη τους επάνω στο πυκνό πια τσιμεντένιο δέρμα της, στη λαχανιασμένη άσφαλτο και στα «ηλεκτρισμένα» σπλάχνα της.
Ανδριόπουλος, Θ. (2015) Η πλατεία Ομόνοιας ως όριο και ως αφηγητής, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/πλατεία-ομόνοιας/ , DOI: 10.17902/20971.24
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία (Community Supported Agriculture) εισάγει την έννοια της αλληλέγγυας γεωργίας μέσω της συνεργασίας ενός παραγωγού (ή ομάδας παραγωγών μιας αγροτικής περιοχής) και μιας ομάδας καταναλωτών στην πόλη με αμοιβαίο όφελος. Οι παραγωγοί προμηθεύουν τους καταναλωτές εβδομαδιαίως με καλάθι φρέσκων βιολογικών λαχανικών (και ενίοτε και άλλων προϊόντων της γεωργικής εκμετάλλευσης, όπως φρούτα, αυγά, πουλερικά, γαλακτοκομικά, …) κατόπιν συμφωνίας στην αρχή της καλλιεργητικής σεζόν. Η συμφωνία προκαθορίζει την ποικιλία των προϊόντων του καλαθιού ανάλογα με την εποχή, καθώς και το κόστος του σε δίκαιες τιμές και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Οι καταναλωτές προπληρώνουν τα καλάθια της σεζόν υποστηρίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έμπρακτα τον παραγωγό (Cox et al. 2008).
Η Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία (ΚΥΓ) αποτελεί ένα εναλλακτικό πρότυπο οργάνωσης της γεωργικής παραγωγής και οργάνωσης της όλης αγροτροφικής αλυσίδας σε επίπεδο εδαφικής περιοχής, χωρίς ενδιάμεσους εμπόρους. Οι παραγωγοί έρχονται σε άμεση επαφή με τους καταναλωτές της ομάδας συζητώντας και συναποφασίζοντας για τις καλλιεργητικές πρακτικές, το περιεχόμενο του καλαθιού και τα πρακτικά ζητήματα σχετικά με τους τρόπους παράδοσης και πληρωμής. Πρόκειται εν ολίγοις για μια ακόμα μορφή «βραχείας αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμου» (short food supply chain), όπου αγρότες και καταναλωτές αναπτύσσουν στενούς δεσμούς στη βάση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στο πλαίσιο ενός διαμορφούμενου «δικτύου των πολιτών» (Renting et al. 2012). Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι ευθύνες, οι κίνδυνοι και οι ανταμοιβές της καλλιέργειας μοιράζονται από κοινού. Για τον παραγωγό, η συμμετοχή σε ένα δίκτυο ΚΥΓ προσφέρει χρηματοδοτική ασφάλεια χάρη στην εξασφαλισμένη αγορά, ακόμα και σε δύσκολες καλλιεργητικές περιόδους (φυσικοί και οικονομικοί κίνδυνοι). Στον καταναλωτή δίνεται η δυνατότητα να ακολουθήσει μια ισορροπημένη υγιεινή διατροφή, να ξαναβρεί τον δεσμό με την ύπαιθρο και να δράσει ως ενεργός πολίτης συμβάλλοντας στην διατήρηση του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας (βιοκαλλιέργεια, χρήση τοπικών σπόρων) καθώς και του κοινωνικό-παραγωγικού ιστού στις αγροτικές κοινότητες.
Ποικίλα τέτοια συστήματα που διευρύνουν τις τοπικές αγορές και τα μικρά δίκτυα διανομής είναι στην ουσία εθελοντικά διαβήματα ή συλλογικές πρωτοβουλίες (Allaire 2013) υπό την καθοδήγηση των αγροτών (όπως τα περίφημα AMAP στη Γαλλία – Ένωση για τη Διατήρηση της Τοπικής Γεωργίας) ή την καθοδήγηση των καταναλωτών (όπως οι Gruppi di Acquisto Solidale – Ομάδες Αγορών Αλληλεγγύης στην Ιταλία) ή ακόμα την καθοδήγηση των δικτύων διανομής (όπως το αλληλέγγυο εμπόριο). Σε κάθε περίπτωση, η ΚΥΓ υπερασπίζεται και ενισχύει τη μικρή οικογενειακή γεωργία και την οικιακή μεταποίηση, τα τοπικά προϊόντα ονομασίας προέλευσης και τις γευστικές ιδιοτυπίες, τις βιολογικές και βιοδυναμικές μεθόδους παραγωγής από παραγωγούς που ανησυχούν για το περιβάλλον, τη βιοποικιλότητα, τη δημόσια υγεία και την αστάθεια των τιμών και οι οποίοι απευθύνονται σε ενεργούς καταναλωτές της πόλης με κριτική στάση απέναντι στα μεγάλα διεθνικά δίκτυα διανομής και τα παγκόσμια τρόφιμα.
Η ΚΥΓ αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1960 στην Ευρώπη (ιδιαίτερα στην Ελβετία και Γερμανία) που βλέπει τις πόλεις της να εξαπλώνονται με ταχείς ρυθμούς, ενώ η γεωργία αποκόβεται από τους τόπους παραγωγής και τις αγροτικές κοινωνίες μέσα στη δίνη του αγροτικού εκσυγχρονισμού και της εκβιομηχάνισης. Το κίνημα της κοινοτικά υποστηριζόμενης γεωργίας ενισχύεται καθώς εντείνονται οι διατροφικοί κίνδυνοι και επιμηκύνεται η διαδρομή του τροφίμου από την γεωργική εκμετάλλευση μέχρι το τραπέζι του καταναλωτή. Σήμερα σχήματα ΚΥΓ υπάρχουν σε διαφορετικές μορφές σε όλο τον κόσμο. Μπορεί η κεντρική ιδέα να είναι η ίδια, ωστόσο διαφέρει η εφαρμογή, το όνομα, η δομή του δικτύου και ο βαθμός δέσμευσης (Schlicht et al. 2014).
Στην Ελλάδα η κοινοτικά στηριζόμενη γεωργία (ή Κοινοτικά Στηριζόμενη Αγροτική Παραγωγή -ΚΟΣΑΠ) εγκαινιάζεται σε πρωτόλεια μορφή μόλις το 2010-11 με την εθελοντική πρωτοβουλία των Αγροναυτών, που είναι το πρώτο δίκτυο αγροτών βιοκαλλιεργητών της Πελοποννήσου και καταναλωτών της Αθήνας. Οι πρώτες διανομές καλαθιών με λαχανικά ξεκινούν το 2011-12 με τρεις ομάδες καταναλωτών στο Χαλάνδρι, τα Βριλήσσια και το Παγκράτι και 20-30 καλάθια ανά ομάδα, ενώ στη συνέχεια επεκτείνονται στην Αγία Παρασκευή, την Κηφισιά, το Θησείο, τα Εξάρχεια, την Κυψέλη και αλλού. Συναγροναύτες παραγωγοί, πέρα από τους πρώτους συμμετέχοντες καλλιεργητές της Λακωνίας, της Αρκαδίας και της Κορινθίας, είναι δύο δυναμικοί βιοκαλλιεργητές από την Αττική, οι οποίοι αποτελούν και τους βασικούς προμηθευτές λαχανικών της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας. «Γνωρίστε τους αγρότες για να ξέρετε από πού προέρχεται η τροφή σας. Γίνετε μέρος μιας διατροφικής επανάστασης!» προτρέπουν στο δικτυακό τους τόπο οι Αγροναύτες (http://agronaftes.blogspot.gr/).
Από τις πρώτες και πιο δυναμικές ομάδες ΚΟΣΑΠ Αγροναυτών είναι αυτή του Χαλανδρίου που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2012 με αριθμό συμμετοχών που κυμαίνεται στα 15 με 25 εβδομαδιαία καλάθια σε απευθείας συνεργασία με βιοκαλλιεργητή από τα Κιούρκα, κοντά στη λίμνη Μαραθώνα. Οι καταναλωτές-μέλη του δικτύου επιβεβαιώνουν την προηγούμενη μέρα της παράδοσης μέσω e-mail ή sms την παραγγελία του καλαθιού τους στους δύο εθελοντές συντονιστές της ΚΟΣΑΠ, οι οποίοι «πέρα από το να κανονίζουν τις παραγγελίες, και να βελτιώνουν τη διαδικασία, είναι εκεί για να μιλούν με τους καταναλωτές και τον παραγωγό μας και να κτίζουμε περαιτέρω την συνεργασία μας» (Θωμάς Άνεμος, πρωτεργάτης Αγροναύτης). Το καλάθι (στην πραγματικότητα, μεγάλη λευκή οικολογική τσάντα που επιστρέφεται άδεια στην επόμενη παραλαβή) περιλαμβάνει περί τα δέκα κιλά από 7 έως 10 εποχικά λαχανικά, τα οποία κόβονται αυθημερόν, το πρωί της ημέρας παράδοσης. «Έχουμε καταναλωτές από όλα τα κοινωνικά στρώματα και ηλικίες… νέα ζευγάρια, άνθρωποι με μικρά παιδιά, ηλικιωμένοι, μεσαία εισοδήματα και φτωχοί, όχι όμως πλούσιους (…). Αξίζει τον κόπο γιατί πέρα από την ποιότητα έχεις την αγορά στα πόδια σου και είναι σχετικά φθηνά, πιο φρέσκα και πιο φθηνά από τα τυποποιημένα βιολογικά προϊόντα του σούπερ μάρκετ (…). Κάθε εβδομάδα διανέμουμε τουλάχιστον 250 καλάθια σε καμιά 25ριά σημεία παράδοσης» (Αθανασία, συντονίστρια παραγγελιών του βιοκαλλιεργητή).
Σε αυτή την πρώτη φάση λειτουργίας της ομάδας Χαλανδρίου, η πληρωμή του καλαθιού γίνεται με την παραλαβή του, ενώ η προώθηση και διάδοση της ΚΟΣΑΠ γίνεται από στόμα σε στόμα, μέσω του σχετικού δικτυακού τόπου καθώς και με τη διοργάνωση επισκέψεων και οικογιορτών στο κτήμα του βιοκαλλιεργητή στα Κιούρκα. «Καταναλώνω λαχανικά που πριν δεν τ’ αγόραζα, ραπανάκια για παράδειγμα… κάποια δεν τα ήξερα καν γιατί δεν τα βρίσκεις στην αγορά, όπως το φρέσκο σκόρδο… άσε που γλυτώνω τις ουρές στα σούπερ μάρκετ, το βρίσκω πολύ έξυπνο σύστημα, δεν καταλαβαίνω γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη απήχηση στον κόσμο. Για οικογένεια είναι πολύ βολικό και μαθαίνουν και τα παιδιά να τρώνε ποικιλία και υγιεινά (…). Τις προάλλες πήγαμε στο κτήμα, είναι μια ωραία εκπαιδευτική διαδικασία με τα παιδιά, μια ωραία σχέση με τον παραγωγό, τη γη, το χωράφι, έχει και την πλάκα του!» (Κώστας, Αγροναύτης).
Ανθοπούλου Θεοδοσία, Παρταλίδου Μαρία (2015) «Αγροναύτες» στην πόλη. Καλάθια λαχανικών στις γειτονιές της πόλης και Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/αγροναύτες-στην-πόλη/ , DOI: 10.17902/20971.28
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Πληροφορίες για την Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία και την Αλληλέγγυα οικονομία:
Πληροφορίες για τους Αγροναύτες:
Οι λαϊκές αγορές, πολύβουες και πολύχρωμες στις γειτονιές της πόλης, αποτελούν γνώριμη εικόνα της Αθήνας και των μεγάλων δήμων του λεκανοπεδίου. Αγρότες παραγωγοί και επαγγελματίες λιανοπωλητές διαγκωνίζονται στους πάγκους τους διαλαλώντας την ποιότητα και τη φθήνια των προϊόντων τους. «Πάρε- πάρε, εδώ η φθήνια», «καρπούζι με το μαχαίρι», «έλα πάρε, χωρίς ορμόνες για τα μωρά», συνιστούν οικείες προτροπές προς το αγοραστικό κοινό. Οι λαϊκές συγκροτούν εδώ και χρόνια παραδοσιακούς τόπους αγοραπωλησίας προϊόντων για τους Αθηναίους που τις επισκέπτονται ανεξαρτήτως ηλικίας και εισοδήματος.
Οι λαϊκές αγορές θεσμοθετήθηκαν το 1929 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα φαινόμενα κερδοσκοπίας και η απειλή της αισχροκέρδειας μπροστά στο φάσμα της οικονομικής κρίσης στο Μεσοπόλεμο. Αμέσως βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις έντονες διαμαρτυρίες των επαγγελματικών οργανώσεων, αλλά και τις απειλές των μεσαζόντων προς τους παραγωγούς πως θα διέκοπταν τη συνεργασία μαζί τους. Και τούτο γιατί, χονδρέμποροι και μεσάζοντες φοβήθηκαν πως θα πλήττονταν από τον καινοφανή αυτό θεσμό εμπορίας με την απευθείας πώληση γεωργικών προϊόντων από τους παραγωγούς στους καταναλωτές (Σκιαδάς 2014). Ωστόσο οι λαϊκές αγκαλιάστηκαν γρήγορα από τους Αθηναίους παραμένοντας εφεξής ένας σταθερός θεσμός που θα επηρέαζε την οργάνωση του οικογενειακού καλαθιού και την εμπορική λειτουργία στις γειτονιές της πόλης.
Η πρώτη λαϊκή λειτούργησε στο Θησείο με περιβολάρηδες από τον Άγιο Σάββα του Ελαιώνα, την Κολοκυνθού, το Μοσχάτο, τον Ρέντη, το Μαρούσι, το Χαλάνδρι, το Μενίδι, τα Μέγαρα κ.ά. Η γρήγορη επιτυχία οδηγεί στην ανάγκη καλύτερης οργάνωσης του θεσμού, οπότε ιδρύεται το 1932 το Ταμείο Λαϊκών Αγορών (Σκιαδάς 2014). Από τότε οι λαϊκές επέκτειναν τους πάγκους και την ποικιλία των προσφερόμενων ειδών, ενώ πλήθυναν οι γειτονιές της Αθήνας που τις φιλοξενούν. Σήμερα λειτουργούν 180 λαϊκές κάθε βδομάδα στη χωρική αρμοδιότητα της πρώην Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθήνας–Πειραιά (σήμερα Περιφέρεια Αττικής), από τις οποίες 44 χωροθετούνται στα όρια του Δήμου Αθηναίων (www.cityofathens.gr/). Η εύρυθμη λειτουργία και η εξυπηρέτηση εμπόρων και παραγωγών υπάγονται στην δικαιοδοσία του Οργανισμού Λαϊκών Αγορών Αθήνας –Πειραιά (ΟΛΑΑΠ, πρώην Ταμείο Λαϊκών Αγορών), που είναι αυτοχρηματοδοτούμενος οργανισμός με κοινωφελή χαρακτήρα και λειτουργεί ως ΝΠΔΔ (www.olaa.gr).
Με την πάροδο των χρόνων επεκτάθηκε και η ακτίνα προέλευσης των κηπευτικών και οπωρικών, αλλά και άλλων ειδών όπως όσπρια, μέλι, ελιές, αυγά, ψάρια, κ.ά. Συναντά κανείς παραγωγούς από την Εύβοια, τη Βοιωτία, την Κορινθία και την Αργολίδα, την Ηλεία, και βέβαια από τις κλασσικές περιαστικές περιοχές του Μαραθώνα, του Μενιδίου και των Μεγάρων. Σήμερα, χάρη στον εκσυγχρονισμό των αυτοκινητόδρομων και των μέσων μεταφοράς, καθώς στις τεχνολογίες συντήρησης και ψύξης των ευπαθών προϊόντων, καταφθάνουν στις λαϊκές της Αθήνας φρούτα από όλη την Ελλάδα, από μεγάλους αλλά και μικρότερους παραγωγούς και συνεταιρισμούς, όπως για παράδειγμα μήλα Αγιάς, ροδάκινα Νάουσας, κεράσια Βοδενών (Έδεσσας). Τα όσπρια, το ρύζι, οι ελιές, τα Μεσογείτικα κρασιά από τον παραγωγό –όλα με αναγραφόμενη ονομασία προέλευσης– έχουν επίσης την τιμητική τους για τους καταναλωτές που προτιμούν τα χύμα προϊόντα από τα τυποποιημένα των σούπερ μάρκετ. «Τα τυποποιημένα έχουν φάρμακα για να τα συντηρούν στο σακουλάκι. Εδώ ξέρω τι αγοράζω, από πού βαστά η σκούφια του», απαντούν ευαισθητοποιημένοι καταναλωτές.
Ο βασικός λόγος προτίμησης της λαϊκής σε σχέση με το σούπερ μάρκετ είναι η φρεσκάδα και η ποικιλία σε προϊόντα, ποιότητες και τιμές. «Μπαίνοντας στο σούπερ μάρκετ είναι μονόδρομος, ο καταναλωτής θα βρει δύο ποιότητες ντομάτες και τέρμα, και πολλά είναι έτοιμα πακεταρισμένα στο σελοφάν. Εδώ στη λαϊκή ο καταναλωτής θα βρει 20 πάγκους με ντομάτες, κάποια θα είναι από ελληνικό σπόρο, άλλη πιο σγουρή, άλλη πιο γυαλιστερή από το θερμοκήπιο,… αλλού κοιτάζει την ταμπέλα, σου λέει είναι από το Ναύπλιο, από τον τόπο του .…ενστικτωδώς αγοράζει, ρωτάει, δοκιμάζει, ενημερώνεται. Την άλλη εβδομάδα ξανάρχεται και δοκιμάζει κάτι άλλο με τον καιρό εκπαιδεύεται. Στο σούπερ μάρκετ θα ρωτήσεις ποτέ τον υπάλληλο;» (Βαγγέλης, παραγωγός από τα Μέγαρα).
Οι λαϊκές απευθύνονται σε όλες τις κοινωνικές ομάδες και βαλάντια. Το πρωί, με τα προϊόντα πρώτης διαλογής στους πάγκους, συναντά κανείς εκείνους κυρίως τους καταναλωτές που τους ενδιαφέρει η ποιότητα ανεξαρτήτως τιμής. Είναι γενικά παραδεκτό ότι η σχέση ποιότητας-τιμής υπερτερεί στη λαϊκή αγορά σε σχέση με τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Καθώς η ώρα προχωρά, και οι τιμές πέφτουν στο ξεπούλημα της μέρας, συγκεντρώνονται κυρίως τα φτωχότερα εισοδηματικά στρώματα. «Τώρα με την κρίση, στις φτωχές συνοικίες ο περισσότερος κόσμος μαζεύεται το μεσημέρι ενώ όλο το πρωί καθόμαστε (…) βοηθάμε και μεις όσο μπορούμε, το βλέπουμε κάποιοι ζορίζονται, δεν τους βγαίνει ο λογαριασμός, ε… θα βάλουμε και κάτι παραπάνω στη σακούλα» (Νίκος, επαγγελματίας λιανοπωλητής).
Από την άλλη, ο καταναλωτής κτίζει σχέσεις εμπιστοσύνης με τον μανάβη του στη λαϊκή αγορά, καθώς συζητά, ενημερώνεται για τις ποικιλίες των οπωροκηπευτικών, τον τόπο προέλευσής τους, όπως και για τρόπους συντήρησης και μαγειρέματος. Κάποιοι πωλητές φέρνουν στον πάγκο τους μικρές παραγωγές ντόπιων ποικιλιών από αγρότες της περιοχής τους: φιρίκια Πηλίου, λεμόνια Πόρου, κοντούλες από την ορεινή Κορινθία κ.ά. Με αυτόν τον τρόπο συμβάλλουν, όχι μόνο στην επιβίωση μικρών οικογενειακών εκμεταλλεύσεων, αλλά και στη διατήρηση και διάδοση στο νεαρότερο καταναλωτικό κοινό παραδοσιακών, ντόπιων (και ελληνικών γενικότερα) ποικιλιών έναντι των εισαγόμενων και των υβριδικών. «Μυρώνια, καυκαλίθρες, αζούματα, πριν λίγα χρόνια δεν τα ήξεραν οι καταναλωτές. Τους έλεγα πάρτε βρε και βάλτε στις πίτες και θα με θυμηθείτε, στα χωριά αυτά μας έζησαν. Δειλά-δειλά κάποιοι αγόραζαν και τώρα δεν τους προλαβαίνω. Ειδικά οι νέες νοικοκυρές δεν τα ήξεραν γιατί έχουν χάσει το δέσιμο με το χωριό. Σιγά-σιγά μαθαίνουν και έρχονται πιο κοντά στη φύση» (Χρίστος, παραγωγός από τη Βοιωτία). Δεν υφίσταται όμως μόνο η «εκπαίδευση» του καταναλωτή από τον παραγωγό, αλλά και το αντίστροφο, αναδεικνύοντας την κοινωνική δυναμική αυτής της «ζωντανής» σχέσης αλληλεπίδρασης. Ο Χρίστος συνεχίζει: «Ορισμένες νοικοκυρές διάλεγαν… τις ντομάτες για παράδειγμα, όσες είχαν ακανόνιστο σχήμα, δεν τις έπαιρναν ενώ διάλεγαν τις ολοστρόγγυλες και τις καθαρές. Ψώνιζαν δηλαδή με το μάτι. Σκέφτηκα λοιπόν να αναζητήσω, μήπως υπάρχουν συγκεκριμένοι σπόροι που να δίνουν στον καρπό μια ομοιομορφία. Μίλησα με γεωπόνους, διάβασα, πειραματίστηκα με διάφορους σπόρους και τ’ αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά, στο βαθμό που να τα ξεπουλάω όλα. Ταίριαξα, την επιστημονική γνώση, με την εμπειρία της λαϊκής. Η έκθεση στον κόσμο ήταν αυτή που με έκανε να αναζητήσω. Κατά μια έννοια έγινα ένας μικρός εμπορικός αντιπρόσωπος μεταξύ λαϊκής και χωραφιού».
Σε κάθε περίπτωση η πληθώρα πωλητών, προϊόντων και ποικιλιών φαίνεται ότι κρατούν τον ανταγωνισμό σε όφελος του καταναλωτή. «Εδώ έχει πολλούς πάγκους και πολλούς τόνους αραδιασμένα προϊόντα, από έναν τόνο καρπούζι ο καταναλωτής θα επιλέξει αυτό που του αρέσει. Αισθάνεται πλούσιος να πάρει αυτό που τον ικανοποιεί με το μάτι, με το ένστικτο. Σ’ ένα σούπερ μάρκετ δεν συμβαίνει αυτό…. Η μεγάλη αλυσίδα θα κάνει μια συμφωνία μ’ έναν μεγάλο παραγωγό για μια συγκεκριμένη ποιότητα προϊόντος με βάση το κέρδος του» (Βαγγέλης, παραγωγός από τα Μέγαρα).
Για τους αγρότες παραγωγούς, η λαϊκή δίνει τη δυνατότητα να πωλούν απευθείας στους καταναλωτές αποφεύγοντας τους χονδρέμπορους και τα μεγάλα δίκτυα διανομής, ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την προστιθέμενη αξία της παραγωγής τους. «Πρώτα έδινα στην κεντρική λαχαναγορά και ακόμα μου χρωστούν οι έμποροι. Εδώ πληρώνομαι ζεστό χρήμα, στο τέλος θα ξεπουλήσω έστω και μισοτιμής και δεν έχω και φύρα, και πάλι κερδισμένη βγαίνω. Ο έμπορος παίρνει μόνο τον αφρό, σου πετάει τα μισά ότι δεν του κάνουν και σε πληρώνει όποτε θέλει. Τις ζουλιγμένες ντομάτες για παράδειγμα εγώ θα τις πουλήσω για σάλτσα» (Μαριέττα, παραγωγός από Θήβα).
Η λαϊκή αποτελεί ένα ζωντανό τόπο συνεύρεσης ατόμων, ετερόκλητων με μια πρώτη ματιά, που προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες: συγκάτοικοι της γειτονιάς που καλημερίζονται, πηγαδάκια αργόσχολων συνταξιούχων, βιαστικοί εργαζόμενοι, νοικοκυρές με στοχευμένο καλάθι για τον εβδομαδιαίο εφοδιασμό της οικογένειας, μοναχικοί ηλικιωμένοι που αγοράζουν τα απαραίτητα της λιτής τους δίαιτας, χαμηλο-εισοδηματίες και ευπορότεροι, γηγενείς και μετανάστες. Συνεκτικό στοιχείο η αναζήτηση φρέσκων, ποιοτικών και σε προσιτή τιμή τροφίμων, η κουβέντα με τον γείτονα, η σχέση με τον έμπορο, η «πολιτισμική εγγύτητα» – έστω και φαντασιακή – με τον τόπο παραγωγής και τον παραγωγό. Αντικατοπτρίζοντας ένα γνώριμο σημείο αναφοράς στις γειτονιές της πόλης, οι λαϊκές λειτουργούν επίσης – ιδιαίτερα τώρα την περίοδο της κρίσης – ως πεδίο πολιτικής έκφρασης των πολιτών, εκδήλωσης της «λαϊκής αγανάκτησης» και ενίοτε διακωμώδησης της πολιτικής σκηνής, αν όχι ως ένα ανέξοδο πολιτικό βαρόμετρο για τα ΜΜΕ, με αφορμή την ακρίβεια, τις περικοπές εισοδημάτων, τα κακώς κείμενα των πολιτικών, τη δύσκολη καθημερινότητα.
Πέτρου, Μ. (2015) Λαϊκές αγορές στις γειτονιές της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/λαϊκές-αγορές/ , DOI: 10.17902/20971.52
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Πληροφορίες για τις λαϊκές αγορές στην Αττική
Το καλοκαίρι του 2011 στο χώρο της Φυσιολατρικής Κίνησης Βριλησσού – δραστήρια συλλογικότητα που λειτουργεί από το 2001 οργανώνοντας πλήθος πεζοπορικών, ορειβατικών και εκπαιδευτικών εξορμήσεων στην ελληνική φύση – συζητείται για πρώτη φορά η ιδέα των αστικών καλλιεργειών. Όπως τα ίδια τα μέλη σημειώνουν «με το βάθεμα της οικονομικής κρίσης, η ιδέα ωριμάζει γρήγορα, όπως ο καρπός στη ζέστη». Η προσφορά κτήματος στα Σπάτα από την Ειρήνη δίνει το έναυσμα ώστε το κοινό όραμα να γίνει πραγματικότητα. Τον Οκτώβριο του 2011 με την πρώτη επίσκεψη στο κτήμα, που περιλαμβάνει αγρό και αμπελώνα, γεννιούνται οι «Αγρόσχολοι Βριλησσού».
Το ξεκίνημα έγινε με την καλλιέργεια 100 τμ. «… τόπος σκληρός και ακαλλιέργητος για χρόνια. Έπρεπε να δαμαστεί… από κάμποσους ονειροπαρμένους αστούς των Βριλησσίων. Εμείς τον ενθαρρύνουμε με κάθε τρόπο που μας υποδεικνύει ο γεωπόνος σύντροφος μας, ο Ανδρέας… Και ναι, λίγο-λίγο, έγινε. Σε αυτό το χώρο φυτευτήκαν 30 χειμερινά είδη: σπανάκι, σέσκουλο, καυκαλήθρα, ραδίκι, παντζάρια, καρότα, ραπανάκια, λάχανα, μαρούλια, μπρόκολα, πατάτες… Χρησιμοποιήθηκαν μόνο φυσικές μέθοδοι στην ανάπτυξή τους… Το πρώτο μας μάθημα έγινε! Και μας έδωσε απέραντη ευχαρίστηση, και η επαφή με τη γη και τον αέρα και η δυναμική της συλλογικότητας και η δημιουργικότητα σε μια χρονική στιγμή της πατρίδας, που θαρρεί κανείς ότι τίποτα δεν μπορεί να καρπίσει … ».
Η ομάδα ξεκίνησε με έναν σταθερό πυρήνα 20 ατόμων που συνεχώς διευρύνεται. Λειτουργεί όπως όλες οι συλλογικότητες στη βάση της αυτό-οργάνωσης, του εθελοντισμού, της αλληλεγγύης και του χρόνου που ο καθένας μπορεί να διαθέσει. Πενταμελής συντονιστική επιτροπή που εναλλάσσεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα μεριμνά για τον προγραμματισμό των δράσεων και την ομαλή λειτουργία του αγρού. Η τεχνική υποστήριξη γίνεται από γεωπόνο και βιοκαλλιεργητή βασικό μέλος των Αγρόσχολων. Ο γενικότερος συντονισμός και η ενημέρωση των μελών για τις δράσεις και τις γεωργικές εργασίες γίνονται – όπως σε όλες τις ακτιβιστικές συλλογικότητες – μέσω διαδικτύου με e-mails, sms και ιστολόγια.
Οι Αγρόσχολοι αυτοπροσδιορίζονται ως φυσιολάτρες που διεκδικούν τον δημόσιο ανοικτό χώρο για παραγωγικές κοινωνικές δράσεις. Σκοπός τους είναι η συλλογική καλλιέργεια της γης με βάση τις αρχές της βιολογικής καλλιέργειας και άλλων οικολογικών μεθόδων για την παραγωγή υγιεινών και θρεπτικών τροφών. Στόχος δεν είναι η άμεση μαζική παραγωγή για την κάλυψη διατροφικών αναγκών των μελών, αλλά η διαπαιδαγώγηση στις λειτουργίες και στους βιολογικούς κύκλους της φύσης, η επιστροφή στη γη και τα περιβόλια μαζί με τις αξίες της συλλογικότητας, που τόσο έχουν λείψει από τις σύγχρονες αστικές κοινωνίες.
Μετά την πρώτη πετυχημένη χειμερινή συγκομιδή στα Σπάτα, ο Σύλλογος αποφασίζει την Άνοιξη του 2012 να ζητήσει από το Δημοτικό Συμβούλιο Βριλησσίων ένα κομμάτι γης στην πρώην Ναυτική Βάση – το σημερινό πάρκο Μαρία Κάλλας 52 στρεμμάτων – με σκοπό την αστική καλλιέργεια και την προπόνηση ορειβασίας. Το ΔΣ μετά από θετική εισήγηση, παραχωρεί έκταση δύο στρεμμάτων στη θέση Όρυγμα.
Η γη είναι ιδιαίτερα άγονη καθώς βρίσκεται σε τεχνητό λόφο που ήταν όρυγμα του Πολεμικού Ναυτικού. Το χώμα είναι ιδιαίτερα κακής ποιότητας (μπάζα και αδρανή υλικά) και χρειάστηκε εμπλουτισμός με κομπόστ ιδίας παραγωγής και φυσικά λιπάσματα, αφού πρώτα έγινε εδαφολογικός έλεγχος από το Ινστιτούτο Εδαφολογίας. Χρειάστηκε μεγάλο κόπο και επιμονή για να γίνει καλλιεργήσιμος (απομάκρυνση βράχων και πετρών, σκάψιμο, τοποθέτηση ποτιστικού συστήματος). Καταρτίζεται τοπογραφικό σχέδιο που περιλαμβάνει βοτανικό κήπο και λαχανόκηπο, και αργότερα οπωροφόρα δένδρα, ελιές και αμπέλι… Έτσι γεννιέται το «Περιβόλι του Βριλησσού» στα Άνω Βριλήσσια, ένας ακόμα κοινοτικός λαχανόκηπος στην πόλη. Έχει κυρίως επιδεικτικό χαρακτήρα για ενδιαφερόμενους στην τέχνη της αστικής γεωργίας και είναι επισκέψιμος από τα σχολεία. Χρησιμοποιούνται τοπικοί σπόροι από τον «Πελίτι», από το οικολογικό Κτήμα Αρβανίτη στα Κιούρκα και από άλλους βιοκαλλιεργητές.
Η πρώτη θερινή συγκομιδή στο Περιβόλι, το 2012, δεν πήγε καθόλου καλά, γιατί το έδαφος ήθελε ακόμα δουλειά και ο καύσωνας έβλαψε τα φυτά. Όμως οι Αγρόσχολοι δεν απογοητεύτηκαν: «έχουμε την υπομονή να παρακολουθούμε τα φύση, θέλει τους ρυθμούς της. Από κρανίου τόπος η γη ξαναβρίσκει τη βιοποικιλότητά της» (Ανδρέας, Αγρόσχολος, γεωπόνος). Σήμερα το περιβόλι έχει επεκταθεί, έχει πολλαπλασιάσει τα καλλιεργούμενα φυτά και έχει ενισχύσει τον επιδεικτικό του χαρακτήρα.
Εν μέσω κρίσης, εμπλουτίζουν τις δράσεις τους με τη δημιουργία ταμείου αλληλεγγύης, συλλογικές κουζίνες και οικογιορτές, επισκέψεις και δικτύωση με άλλες πρωτοβουλίες συλλογικών βιοαγρών, ενώ στα άμεσα σχέδια περιλαμβάνονται δημιουργία μετεωρολογικού σταθμού, πίστας αναρρίχησης, κ.ά. «Είμαστε σε συνεχή συνομιλία με την Αττική φύση, ανακαλύπτουμε τις αναλογίες που μας ήταν άγνωστες… Με τα δύσκολα και τα εύκολα, συλλογικά με τους συντρόφους μας. Γιατί αν ήμασταν μόνοι, τίποτα δεν θα είχαμε χαρεί απ΄όλα αυτά!».
Ανθοπούλου, Θ. (2015) Αγρόσχολοι Βριλησσού: Φυσιολάτρες και επίμονοι κηπουροί της πόλης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/αγρόσχολοι-βριλησού/ , DOI: 10.17902/20971.35
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Πληροφορίες για τον κοινοτικό λαχανόκηπο των Αγρόσχολων Βριλησσού
Στις αρχές του 1970, η Liz Christy και ομάδα «πράσινων ανταρτών» βλέποντας την συνεχή υποβάθμιση της πόλης αποφασίζουν να ρίξουν σπόρους σε άδεια οικόπεδα, να τοποθετήσουν ζαρντινιέρες σε εγκαταλειμμένα κτήρια και να φυτέψουν ηλίανθους στους πολυσύχναστους δρόμους της Νέας Υόρκης. Στη συμβολή των οδών Bowery και Houston στο Μανχάταν, μια μεγάλη εγκαταλειμμένη αλάνα μετατράπηκε στον πρώτο Κοινοτικό Λαχανόκηπο της ιστορίας του πράσινου αντάρτικου, τον Bowery Houston Community Farm and Garden (http://www.lizchristygarden.us/). Σήμερα πάνω από 600 Κοινοτικοί Λαχανόκηποι (Community Gardens) στη Νέα Υόρκη, και ένα τεράστιο κίνημα ενεργών πολιτών σε όλο τον κόσμο, συσπειρώνουν δημότες–καλλιεργητές που διεκδικούν την (επαν)οικειοποίηση της αστικής γης και των κοινόχρηστων χώρων θεωρώντας ότι η συλλογικότητα επιλύει τα προβλήματα σε γειτονιές και πόλεις (www.greenguerillas.org).
Η αντάρτικη κηπουρική (guerrilla gardening) υποδηλοί τις έννοιες της υπέρβασης, του ακτιβισμού και της χωρικής παρέμβασης. Ομάδες πολιτών δρουν αυθόρμητα, ανώνυμα και εθελοντικά, σπέρνοντας και φυτεύοντας σε ξεχασμένους ανοικτούς χώρους της πόλης (εγκαταλειμμένα οικόπεδα, παραμελημένες πρασιές και παρτέρια δένδρων στα πεζοδρόμια), χωρίς θεσμική άδεια στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κριτικής του αστικού καπιταλιστικού συστήματος (Crane 2011). Είναι η εποχή όπου στο πνεύμα της αμφισβήτησης του αστικού τρόπου ζωής, όπως εκφράζεται από τις μαζικές εξεγέρσεις και τα κινήματα πολιτών (Μάης του 1968 και φοιτητικές εξεγέρσεις, αντιπολεμικά και αντιρατσιστικά κινήματα, οικολογικό κίνημα, κ.ά.) διαμορφώνεται μια διαφορετική ιδεολογία και κουλτούρα αναφορικά με το αστικό τοπίο, τα κοινωνικά δικαιώματα, τον κοινοτισμό, τους διατροφικούς κινδύνους της βιομηχανοποιημένης γεωργίας και το αίτημα για «καθαρή τροφή», κλπ. Η αντάρτικη κηπουρική εντάσσεται στα κινήματα πόλης που υπερασπίζονται τους δημόσιους χώρους και το δικαίωμα στην πόλη, αμφισβητώντας τους κυρίαρχους τρόπους παραγωγής και αναπαραγωγής του αστικού χώρου, διεκδικώντας τη συμμετοχή στο σχεδιασμό (Zanneti 2010, Eizenberg 2013).
Στην πιο ριζοσπαστική της μορφή, ως κινηματική δράση που κινείται εκτός θεσμικού και ενίοτε νομικού πλαισίου (π.χ. κατάληψη ελεύθερων χώρων) διαθέτει σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά και αιτήματα που σχετίζονται άμεσα με το ζήτημα της θεσμικής εξουσίας και της αστικής διακυβέρνησης στο πλαίσιο των χρήσεων της δημόσιας γης. Προωθεί την αυτοοργάνωση, τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, την ισότητα και την ενεργό συμμετοχή για την από κοινού διεκδίκηση και διαχείριση του δημόσιου χώρου μέσω του οικολογικού ακτιβισμού και της δημιουργίας κοινοτικών αγρόκηπων. Ενώ τα μαζικά μέσα ενημέρωσης ασχολούνται πολύ όψιμα με το κίνημα της αντάρτικης κηπουρικής –και συνήθως αναφέρονται σε αυτήν ως μια καινοτόμα αισθητική παρέμβαση στο αστικό περιβάλλον– τα εναλλακτικά έντυπα, οι διαδικτυακοί τόποι και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν τους βασικούς κόμβους που συσπειρώνουν, ενημερώνουν και πολλαπλασιάζουν τα κινήματα της αντάρτικης κηπουρικής σε όλον τον κόσμο (Tracey 2007).
Στην Ελλάδα, στον δια-δικτυακό τόπο συνάντησης ομάδων αστικών αγρών «Συν-καλλιεργούμε», διακηρύσσεται ότι «όσο υπάρχουν τέτοιες πρωτοβουλίες, αυτοδιαχειριζόμενων συλλογικών κήπων με βάση την οικολογική γεωργία, τόσο πιο έντονα εκφράζεται η απαίτηση για έναν άλλο τρόπο ζωής: από την εξάρτηση στο ισχύον κοινωνικοοικονομικό σύστημα στην αυτοδιαχείριση, από την παθητική κατανάλωση στην παραγωγή, από την απομόνωση του ατόμου στην ομάδα. Όλοι μαζί δίνουμε μικρά–μικρά, αλλά απτά, παραδείγματα μιας άλλης πόλης. Επαναστατούμε, ρίχνοντας πράσινες βόμβες στον άγονο τσιμεντότοπο».
Ο «Αυτοδιαχειριζόμενος Αγρός στο Ελληνικό» είναι αυτόνομη συλλογικότητα πολιτών που ιδρύθηκε στις αρχές του 2011. Από τότε καλλιεργεί έκταση 2,5 στρεμμάτων στο χώρο της πρώην Αμερικάνικης Βάσης του Ελληνικού προσπαθώντας να απαντήσει στην κοινωνική, οικονομική και περιβαλλοντική κρίση που πλήττει την κοινωνία. Οι στόχοι του αυτοδιαχειριζόμενου αγρού εντάσσονται στις πρωτοβουλίες κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και συνδέονται με τους αγώνες για την αποτροπή της ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης του πρώην αεροδρομίου Ελληνικού. Η συλλογικότητα ενστερνίζεται το αίτημα για τη δημιουργία ενός Μητροπολιτικού Πάρκου υψηλού πρασίνου για την ανάπτυξη κοινωφελών, αθλητικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Το Μητροπολιτικό Πάρκο εκπονήθηκε με τη μεταφορά του διεθνούς αεροδρομίου στα Σπάτα, την περίοδο των μεγάλων ολυμπιακών έργων (2003), για να ναυαγήσει στη συνέχεια με αφορμή την οικονομική κρίση. Το σχέδιο τελικά ακυρώθηκε με την παραχώρηση του ακίνητου του Ελληνικού από το ΤΑΙΠΕΔ σε ιδιώτες επενδυτές για οικιστική και επιχειρηματική ανάπτυξη.
Βασική αρχή που διέπει τους «συναγρότες» και τους φίλους του Αγρού είναι ότι «ο άνθρωπος και η φύση είναι πάνω από τα κέρδη, όπου η ζωή, ο πλουραλισμός, η αυτοδιαχείριση, η περιβαλλοντική και κοινωνική δικαιοσύνη ορίζουν μια αλληλέγγυα οικονομία διαφοροποιημένη από το μοντέλο της σημερινής πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο χαρακτηρίζεται από την απληστία, τον ανταγωνισμό, τον ατομικισμό και τη βία κατά των προσώπων» (http://agroselliniko.blogspot.com)
Ο Αγρός του Ελληνικού είναι ένας οικολογικά διαχειριζόμενος λαχανόκηπος κοινωνικού σκοπού σε χώρο που παραχωρήθηκε με τη σύμφωνη γνώμη του τότε Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ελληνικού–Αργυρούπολης. Βασικοί στόχοι του Αγρού είναι η διάδοση της βιολογικής καλλιέργειας μέσα στον ιστό των πόλεων, η διάσωση και ανάδειξη παραδοσιακών σπόρων από όλη την Ελλάδα, η ανταλλαγή γνώσεων με άλλους βιοκαλλιεργητές, η συνδρομή κοινωνικών ομάδων που έχουν ανάγκη, η ενίσχυση κοινωνικών δράσεων, η επέκταση της καλλιέργειας και σε άλλους ελεύθερους χώρους. Οι παραδοσιακοί σπόροι προέρχονται από την κοινότητα «Πελίτι», άλλους βιοκαλλιεργητές αλλά και φίλους του Αγρού που τους φέρνουν από τα χωριά τους. Παράλληλα λειτουργεί Τράπεζα σπόρων με πλήθος ποικιλιών, πολλές από τις οποίες κινδυνεύουν να εξαφανιστούν. Για τις ανάγκες των φυτών σε λιπαντικά στοιχεία και φυτοπροστασία, χρησιμοποιούνται φυσικές μέθοδοι (κοπριά και φυσική κομπόστα ιδίας παραγωγής, χρήση στάχτης, τσουκνιδόζουμου και άλλων φυσικά παραγόμενων ζωμών, αλλά και κατάλληλες συγκαλλιέργειες και αμειψισπορά [εναλλαγή καλλιεργειών]). Ο βασικός πυρήνας συναγροτών που εργάζεται συστηματικά για την φροντίδα του Αγρού είναι περί τα είκοσι άτομα σε σύνολο 100 περίπου φίλων εθελοντών. Οι αποφάσεις στον Αγρό λαμβάνονται μέσω τακτικών ανοικτών συνελεύσεων σύμφωνα με τις αρχές της αμεσοδημοκρατίας, της ισοτιμίας και της αυτό-οργάνωσης.
Τα παραγόμενα λαχανικά (ντομάτες, μαρούλια, μελιτζάνες, πιπεριές, λαχανίδες, κ.ά.) διατίθενται κατά προτεραιότητα στην κοινωνική υπηρεσία του Δήμου Ελληνικού-Αργυρούπολης προκειμένου να διατεθούν σε άπορους δημότες, σε κοινωφελή ιδρύματα που παρέχουν συσσίτια, στο Κοινωνικό Παντοπωλείο, σε συλλογικές κουζίνες. Όμως η παραγωγή δεν είναι αυτοσκοπός. Ο χαρακτήρας του Αγρού είναι κυρίως επιδεικτικός και εκπαιδευτικός. «Δεν μας ενδιαφέρει αυτή η ίδια η Ιθάκη, αλλά το ταξίδι των εμπειριών και της γνώσης» (Παναγιώτα Μαλτέζου, γεωπόνος του Αγρού και συναγρότισσα).
Σήμερα, σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια λειτουργίας, ο αυτοδιαχειριζόμενος Αγρός του Ελληνικού, μέσα από τον επιδεικτικό του χαρακτήρα, υποδέχεται και επιμορφώνει μαθητές από σχολεία όλων των βαθμίδων, συμβάλει με τη συσσωρευμένη γνώση του στη δημιουργία σχολικών λαχανόκηπων, μοιράζει δωρεάν ντόπιους παραδοσιακούς σπόρους σε ενδιαφερόμενους, ενημερώνει ευαισθητοποιημένους πολίτες σε θέματα αγροοικολογίας, συμμετείχε ενεργά στην δημιουργία ελαιώνα σε παρακείμενη έκταση.
Η συλλογικότητα του Αγρού στο Ελληνικό προτάσσει τις παραγωγικές χρήσεις στον αστικό χώρο έναντι των καταναλωτικών και την αποτροπή της περαιτέρω δόμησης των υφιστάμενων ελεύθερων χώρων. Για τους συμμετέχοντες «συναγρότες» αποτελεί τόπο συνάντησης, κοινωνικοποίησης και πολιτικής έκφρασης. Βασικά κίνητρα συμμετοχής σύμφωνα με τους ίδιους αποτελούν η ενασχόληση με τη βιολογική καλλιέργεια ταυτόχρονα με την πολιτική και κοινωνική δράση του Αγρού. «Εμένα κυρίως μου αρέσει να ασχολούμαι με τη γη. Από παιδί πήγαινα στο χωράφι του πατέρα μου… μετά το πουλήσαμε, αλλά μου έμεινε το απωθημένο. Τώρα είναι κάτι που με ευχαριστεί, με ξεκουράζει ψυχικά. Εξάλλου συμφωνώ και με το λόγο που φτιάχτηκε ο Αγρός… κρίμα να πάει χαμένη δική μας γη και να θέλουν να την πουλήσουν σε ιδιώτες» (Γιώργος, συναγρότης).
Ανθοπούλου, Θ., Κολοκούρης, Ο., Κουσουλέντη, Χ. (2015) Αντάρτικη κηπουρική στην πόλη: Ο Αυτοδιαχειριζόμενος Αγρός του Ελληνικού, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/αντάρτικη-κηπουρική/ , DOI: 10.17902/20971.31
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Πληροφορίες για τους Κοινοτικούς Λαχανόκηπους και την Αντάρτικη Κηπουρική
Πληροφορίες για την αντάρτικη κηπουρική στην Ελλάδα και τον Αγρό του Ελληνικού