Ομόνοια βράδυ Κυριακής.
Κρατώντας την ανάσα μου καιρό σαν κύμα υπόγειο
λαμπρό σκαλί κυλιόμενο μεταλλικό
πρόβαλα ξαφνικά στις έντεκα και τέταρτο
με το βουητό των αυλικών κυμάτων μου απ’ τα έγκατα.Γιάννης Βαρβέρης, Κυλιόμενος της Ομόνοιας
Τόπος έντασης που διασταυρώνονται στο βιαστικό πέρασμά τους τα σώματα των τουριστών και των μεταναστών, των μικροπωλητών και των ημι-παρανόμων, των μόνιμων και των περαστικών, η πλατεία Ομόνοιας, αυτός ο πυκνωτής της πολιτισμικής ποικιλομορφίας και καθρέφτης της κοινωνικής «αταξίας», η πολύπαθη πλατεία των πέντε δρόμων και των δύο γραμμών μετρό, αποτέλεσε για κάθε αρχιτέκτονα και πολεοδόμο, κατά αναλογία με το Βενιζελικό όραμα, τη Μεγάλη Ιδέα (Κιμπουρόπουλος 1994). Πράγματι, ξεκινώντας από τα οραματικά σχέδια των Κλεάνθη και Σάουμπερτ στις αρχές του 19ου αιώνα και τον Λύσανδρο Καυταντζόγλου που σχεδιάζει και οικοδομεί την πρώτη του κατοικία επάνω στην πλατεία την ίδια περίοδο, μέχρι και τον σύγχρονο Κωνσταντίνο Δοξιάδη, που οραματίστηκε την Ομόνοια ως ένα απόκεντρο πέρασμα για ταξιδιώτες και περαστικούς στο δρόμο για το λιμάνι, η κακότυχη αυτή πλατεία έχει περάσει αρχιτεκτονικά κυριολεκτικά «των παθών της τον τάραχο»: από τους Φοίνικες και τα αγάλματα των Μουσών στις αρχές του 20ου αιώνα έως τα σιντριβάνια και τον Δρομέα πριν λίγα χρόνια. Και τώρα πια, στις αρχές του 21ου αιώνα, έχει έρθει το τέλος της Ομόνοιας ως πλατεία και η καθολική μεταμόρφωσή της σε προέκταση των δρόμων που ενώνονται μαζί της (φωτ. 1-4).
Από κοσμοπολίτικος τόπος συνάντησης της μεσοαστικής Αθήνας μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με πολλά μεγάλα ξενοδοχεία που στέκουν να κοιτάζουν τις μεταλλάξεις και τις ανατροπές της μισοερειπωμένα μέχρι και σήμερα όπως ο Μέγας Αλέξανδρος και το Μπάγκειον, η πλατεία Ομόνοιας θα αποτελέσει τον καμβά για κάθε εκσυγχρονιστικό εγχείρημα που επιχειρούνταν σε κάθε αλλαγή σελίδας της ελληνικής ιστορίας. Αρχικά στο μεσοπόλεμο, όταν θεμελιώθηκε η γραμμή του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου μεταξύ Αθήνας και Πειραιά και εγκαινιάστηκε ο σταθμός της Ομόνοιας και, κυρίως μεταπολεμικά, στο τέλος της δεκαετίας του ’50, τότε που έτσι κι αλλιώς αλλάζει εντελώς όλη η Αθήνα. Από πλατεία θα μετατραπεί σε συγκοινωνιακό κόμβο και η προτεραιότητα θα δοθεί στη χρήση του ιδιωτικού αυτοκινήτου και στην αναζήτηση χώρων με οποιοδήποτε τίμημα (Σαρηγιάννης 1994). Είναι τότε που πάνω από το έδαφος τα ψηλά κτήρια έπαιρναν τη θέση τους το ένα δίπλα από το άλλο αλλάζοντας άρδην το τοπίο, ενώ κάτω από το έδαφος θα φτιαχτεί μια άλλη πλατεία για τους πεζούς, μια πλατεία με τράπεζες και καταστήματα. Οι κυλιόμενες σκάλες θα ενώσουν τις δυο πλατείες, η Ομόνοια θα αποτελέσει το πιο αναγνωρίσιμο σημείο της πόλης με το φαρμακείο του Μπακάκου στη γωνία της Αγίου Κωνσταντίνου να είναι ο τόπος συνάντησης των απανταχού επαρχιωτών που συρρέουν στην πρωτεύουσα για το Athens Dream της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Η Ομόνοια θα γίνει από πλατεία περιοχή (φωτ.5-7).
Μέρος και αυτή μιας άλλης τριλογίας κατά μήκος της οδού Σταδίου, αυτή των πλατειών Συντάγματος, Κλαυθμώνος και Ομόνοιας και γεωγραφικά ορισμένη σε σχέση με το απόλυτο σύμβολο της πόλης, την Ακρόπολη, θα αποτυπωθεί στη συλλογική συνείδηση ως ένα άλλο, διαφορετικό σύμβολο, αυτό του «ομφαλού» της πρωτεύουσας και θα εγγράψει τη δική της μυθολογία στο τετράδιο της πόλης: στέκι και ταυτόχρονα σταυροδρόμι, τόπος συνάντησης και διαφυγής, η πλατεία Ομόνοιας θα αποτελέσει μια σύγχρονη Βαβέλ, και εν τέλει ένα μνημείο. Κυρίως όμως το ιδανικότερο αστικό πεδίο συμπύκνωσης ενάρξεων και διελεύσεων για όλες τις κοινωνικές τάξεις, τις φυλές και τις ηλικίες. Ακριβώς αυτή η ετερογένειά της θα φανεί από τους ίδιους τους δρόμους που ξεκινούν από την πλατεία.
Από εδώ ξεκινά η «παρδαλή» και πολύχρωμη οδός Αθηνάς που συνδέει την πλατεία με το Μοναστηράκι και κατ’ επέκταση την Ακρόπολη, ο δρόμος της Βαρβακείου Αγοράς. Αλλά ταυτόχρονα και ο δρόμος με τα φτηνά παρηκμασμένα πια ξενοδοχεία της «ημιδιαμονής» εκεί όπου έβρισκαν, σε μεγαλύτερο βαθμό πριν λίγα χρόνια και πολύ λιγότερο σήμερα, «επαγγελματική στέγη» τα «σκορπισμένα» σώματα των κοριτσιών όταν έβρισκαν κάποιο «πελάτη». Αμέσως μετά, με κατεύθυνση προς την ανατολή, η οδός Σταδίου των Χαυτείων, που θα συνδέσει την πλατεία Ομόνοιας με τις άλλες δύο θρυλικές πλατείες που αναφέραμε και μετά η οδός Πανεπιστημίου, ο δρόμος της Αθηναϊκής Τριλογίας που συνδέει την πλατεία με τα παλιά Ανάκτορα. Άλλωστε, για τη θέση των Ανακτόρων προοριζόταν αρχικά και η ίδια. Έπειτα ο άχαρος και χωρίς ταυτότητα, με εξαίρεση την αρχοντική πλατεία Βικτωρίας, δρόμος της 3ης Σεπτεμβρίου (πώς άλλωστε να έχεις ταυτότητα όταν δίπλα σου έχεις τη «μεγάλη» Πατησίων;). Μόλις εκατό μέτρα από την πλατεία Ομόνοιας, και πάλι ξενοδοχεία «ημιδιαμονής» και αναζήτηση «πελατών» στην «ύποπτη» πλατεία Λαυρίου, αυτή τη φορά σε πλήρη λειτουργία. Αμέσως μετά, η οδός Αγ. Κωνσταντίνου, ο δρόμος του Εθνικού Θεάτρου που οδηγεί προς τις εθνικές οδούς και τέλος η οδός Πειραιώς, ο δρόμος των βιομηχανιών και της διαφυγής προς το λιμάνι.
Πέρα όμως από κόμβος των πέντε δρόμων, από τόπος συνάντησης και έλευσης ή μη-τόπος εν τέλει, από στέγη αστέγων και συναπάντημα περιθωριακών, πέρα από οικείο κινηματογραφικό πλάνο, λογοτεχνικό σκηνικό ή «ζώνη αναταραχής» (Σημαιοφορίδης 2005), η πλατεία Ομόνοιας έχει εγχαραχθεί σε αυτό που καταχρηστικά θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αστική (urban) συνείδηση του κοινωνικού σώματος ως ένα όριο. Δεν πρόκειται για μια διαλεκτική του «μέσα» και του «έξω» υπό το πρίσμα μιας Μπασελαρικής φαινομενολογίας του χώρου (Bachelard 2004) αλλά για ένα κατώφλι που διαχωρίζει το «πάνω» και το «κάτω», χωρίζοντας την πόλη στα δύο, κάτι ανάλογο που αφηγείται ο Γ. Θεοτοκάς στην Αργώ, σε μια ανάγλυφη περιγραφή κάποιας θλιβερής και φτωχικής γειτονιάς στην αρχή της οδού Λένορμαν, στον Κολωνό, την περίοδο του Μεσοπολέμου. Στο μυθιστόρημα αυτό, ο συγγραφέας, περιγράφοντας μια γειτονιά αποκομμένη από την υπόλοιπη πόλη, στην πραγματικότητα περιέγραφε μια πόλη κομμένη σε δυο διαφορετικά και εκ διαμέτρου αντίθετα κομμάτια αναφορικά με την κοινωνική τους σύνθεση και την πολιτισμική τους ταυτότητα: κάτω από τις γραμμές του τραίνου βασιλεύει η φτώχια και μιζέρια και επάνω από αυτές ο μεσοπολεμικός ευδαιμονισμός μιας νέας αθηναϊκής μπελ επόκ (Θεοτοκάς 2006). Έτσι και εδώ. «Κάτω» από την Ομόνοια βασιλεύει η «σκοτεινή πλευρά του άστεως» όπως την ονομάζει ο Walter Siebel (Λέφας κ.ά. 2003, 93) εκεί όπου ασκούνται παράνομες ή ημι-παράνομες δραστηριότητες, ανοίκειοι δρόμοι με παλιά εγκαταλειμμένα κτήρια που «φιλοξενούν» αστέγους, βοερά σοκάκια το πρωί και σκοτεινά το βράδυ, με μια ανασφάλεια η οποία, ασκώντας μια ιδιότυπη έλξη, θα μπορούσε να ερεθίσει την περιέργεια κάποιου ριψοκίνδυνου πλάνητα της νύχτας. Εδώ, η πάλαι ποτέ μεσοαστική και σήμερα εξαθλιωμένη πλατεία Βάθης, «σπίτι» των σύγχρονων «μοιραίων», των μεταναστών και των αποσυντεθημένων από τα ναρκωτικά σωμάτων και ψυχών, οι οίκοι ανοχής στις αρχές της Αχαρνών και της Λιοσίων. Κάτω από την Ομόνοια ο Κολωνός, ο Κεραμεικός, ο Βοτανικός και το Μεταξουργείο με τα συνεργεία αυτοκινήτων και τα δικά του «κόκκινα φανάρια» σε παλιά ετοιμόρροπα νεοκλασικά σπίτια, αλλά και κάποιοι σκόρπιοι, και εν πολλοίς «εναλλακτικοί» όπως θέλουν πλέον να ονομάζονται, θύλακες ψυχαγωγίας και διασκέδασης οι οποίοι θαρρεί κανείς πως «με το ζόρι» προσπαθούν να αλλάξουν την ταυτότητα των περιοχών αυτών. Από εδώ θα ξεκινήσουν οι δρόμοι για τη βιομηχανική περιοχή της Αθήνας και τα Δυτικά Προάστια (φωτ. 8-13).
Και «επάνω» από την Ομόνοια μια άλλη Αθήνα, με εντελώς διαφορετική πολιτιστική και κοινωνική φυσιογνωμία, ένα διαφορετικό γεωγραφικό τοπίο, με τις χωρικές δομές του αστικού χώρου να συγκροτούν μια διαφορετική παλέτα κοινωνικών γεγονότων και καταναλωτικής σημειολογίας από τα υποκείμενα της χρήσης του. Εδώ τα φώτα, οι στολισμοί και τα χρώματα, το ιστορικό κέντρο της Αθήνας, ο εμπορικός πυρήνας, η πλατεία Συντάγματος με τα πλουμιστά καταστήματα της Ερμού, το μεγαλοπρεπές βουλεβάρτο της Βασιλίσσης Σοφίας με τις πολυτελείς πολυκατοικίες, εδώ τα ευρωπαϊκά καφέ και τα ρεστοράν, τα μεσημεριανά στέκια της χαλάρωσης για το «stopover» μετά την εργασία, αλλά και για τους θαμώνες της ρέμβης, τα ακριβά κοσμηματοπωλεία, τα γνωστά θέατρα και οι κινηματογράφοι, οι δημόσιες υπηρεσίες, το Μέγαρο Μουσικής, τα ξενοδοχεία της Μεγάλης Βρετανίας και του Χίλτον και τα ψηλά κτήρια της πόλης. Εδώ οι καλές συνοικίες και γειτονιές όπως το Κολωνάκι, η Πλάκα και το Μετς, για να μην αναφερθούμε σε αυτές κατά μήκος της οδού Κηφισίας, ως αντίποδας των Δυτικών προαστίων. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι ο ανυποψίαστος περιπατητής στους δρόμους αυτούς μοιάζει να βρέθηκε ξαφνικά σε μιαν άλλη πρωτεύουσα, όπου μια επιτόπια ανάγνωση της καθημερινής «υφολογίας» των κατοίκων της φαίνεται να αποτυπώνει άγνοια για τη πόλη «κάτω» από την πλατεία (φωτ. 14-20).
Ακόμα και έτσι όμως, ακόμα και αν πρόκειται για κατώφλι δύο «κόσμων», πρέπει ταυτόχρονα να δούμε την πλατεία Ομόνοιας σαν ένα παντογνώστη αφηγητή της πόλης. Έναν αφηγητή που το πρωί γράφει αυτά που βλέπει τη νύχτα. Στις σκοτεινές γωνιές και στις βουβές στοές της, στους νοσηρούς δρόμους και στα θλιμμένα της κτήρια, στις «κυνηγημένες» σκιές που την κατοικούν και στις «κυλιόμενες» που περνούν από το ένα κομμάτι της πόλης στο άλλο, άλλοτε αφήνοντας κι άλλοτε σβήνοντας τα ίχνη τους επάνω στο πυκνό πια τσιμεντένιο δέρμα της, στη λαχανιασμένη άσφαλτο και στα «ηλεκτρισμένα» σπλάχνα της.
Ανδριόπουλος, Θ. (2015) Η πλατεία Ομόνοιας ως όριο και ως αφηγητής, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/πλατεία-ομόνοιας/ , DOI: 10.17902/20971.24
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία (Community Supported Agriculture) εισάγει την έννοια της αλληλέγγυας γεωργίας μέσω της συνεργασίας ενός παραγωγού (ή ομάδας παραγωγών μιας αγροτικής περιοχής) και μιας ομάδας καταναλωτών στην πόλη με αμοιβαίο όφελος. Οι παραγωγοί προμηθεύουν τους καταναλωτές εβδομαδιαίως με καλάθι φρέσκων βιολογικών λαχανικών (και ενίοτε και άλλων προϊόντων της γεωργικής εκμετάλλευσης, όπως φρούτα, αυγά, πουλερικά, γαλακτοκομικά, …) κατόπιν συμφωνίας στην αρχή της καλλιεργητικής σεζόν. Η συμφωνία προκαθορίζει την ποικιλία των προϊόντων του καλαθιού ανάλογα με την εποχή, καθώς και το κόστος του σε δίκαιες τιμές και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Οι καταναλωτές προπληρώνουν τα καλάθια της σεζόν υποστηρίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έμπρακτα τον παραγωγό (Cox et al. 2008).
Η Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία (ΚΥΓ) αποτελεί ένα εναλλακτικό πρότυπο οργάνωσης της γεωργικής παραγωγής και οργάνωσης της όλης αγροτροφικής αλυσίδας σε επίπεδο εδαφικής περιοχής, χωρίς ενδιάμεσους εμπόρους. Οι παραγωγοί έρχονται σε άμεση επαφή με τους καταναλωτές της ομάδας συζητώντας και συναποφασίζοντας για τις καλλιεργητικές πρακτικές, το περιεχόμενο του καλαθιού και τα πρακτικά ζητήματα σχετικά με τους τρόπους παράδοσης και πληρωμής. Πρόκειται εν ολίγοις για μια ακόμα μορφή «βραχείας αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμου» (short food supply chain), όπου αγρότες και καταναλωτές αναπτύσσουν στενούς δεσμούς στη βάση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στο πλαίσιο ενός διαμορφούμενου «δικτύου των πολιτών» (Renting et al. 2012). Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι ευθύνες, οι κίνδυνοι και οι ανταμοιβές της καλλιέργειας μοιράζονται από κοινού. Για τον παραγωγό, η συμμετοχή σε ένα δίκτυο ΚΥΓ προσφέρει χρηματοδοτική ασφάλεια χάρη στην εξασφαλισμένη αγορά, ακόμα και σε δύσκολες καλλιεργητικές περιόδους (φυσικοί και οικονομικοί κίνδυνοι). Στον καταναλωτή δίνεται η δυνατότητα να ακολουθήσει μια ισορροπημένη υγιεινή διατροφή, να ξαναβρεί τον δεσμό με την ύπαιθρο και να δράσει ως ενεργός πολίτης συμβάλλοντας στην διατήρηση του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας (βιοκαλλιέργεια, χρήση τοπικών σπόρων) καθώς και του κοινωνικό-παραγωγικού ιστού στις αγροτικές κοινότητες.
Ποικίλα τέτοια συστήματα που διευρύνουν τις τοπικές αγορές και τα μικρά δίκτυα διανομής είναι στην ουσία εθελοντικά διαβήματα ή συλλογικές πρωτοβουλίες (Allaire 2013) υπό την καθοδήγηση των αγροτών (όπως τα περίφημα AMAP στη Γαλλία – Ένωση για τη Διατήρηση της Τοπικής Γεωργίας) ή την καθοδήγηση των καταναλωτών (όπως οι Gruppi di Acquisto Solidale – Ομάδες Αγορών Αλληλεγγύης στην Ιταλία) ή ακόμα την καθοδήγηση των δικτύων διανομής (όπως το αλληλέγγυο εμπόριο). Σε κάθε περίπτωση, η ΚΥΓ υπερασπίζεται και ενισχύει τη μικρή οικογενειακή γεωργία και την οικιακή μεταποίηση, τα τοπικά προϊόντα ονομασίας προέλευσης και τις γευστικές ιδιοτυπίες, τις βιολογικές και βιοδυναμικές μεθόδους παραγωγής από παραγωγούς που ανησυχούν για το περιβάλλον, τη βιοποικιλότητα, τη δημόσια υγεία και την αστάθεια των τιμών και οι οποίοι απευθύνονται σε ενεργούς καταναλωτές της πόλης με κριτική στάση απέναντι στα μεγάλα διεθνικά δίκτυα διανομής και τα παγκόσμια τρόφιμα.
Η ΚΥΓ αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1960 στην Ευρώπη (ιδιαίτερα στην Ελβετία και Γερμανία) που βλέπει τις πόλεις της να εξαπλώνονται με ταχείς ρυθμούς, ενώ η γεωργία αποκόβεται από τους τόπους παραγωγής και τις αγροτικές κοινωνίες μέσα στη δίνη του αγροτικού εκσυγχρονισμού και της εκβιομηχάνισης. Το κίνημα της κοινοτικά υποστηριζόμενης γεωργίας ενισχύεται καθώς εντείνονται οι διατροφικοί κίνδυνοι και επιμηκύνεται η διαδρομή του τροφίμου από την γεωργική εκμετάλλευση μέχρι το τραπέζι του καταναλωτή. Σήμερα σχήματα ΚΥΓ υπάρχουν σε διαφορετικές μορφές σε όλο τον κόσμο. Μπορεί η κεντρική ιδέα να είναι η ίδια, ωστόσο διαφέρει η εφαρμογή, το όνομα, η δομή του δικτύου και ο βαθμός δέσμευσης (Schlicht et al. 2014).
Στην Ελλάδα η κοινοτικά στηριζόμενη γεωργία (ή Κοινοτικά Στηριζόμενη Αγροτική Παραγωγή -ΚΟΣΑΠ) εγκαινιάζεται σε πρωτόλεια μορφή μόλις το 2010-11 με την εθελοντική πρωτοβουλία των Αγροναυτών, που είναι το πρώτο δίκτυο αγροτών βιοκαλλιεργητών της Πελοποννήσου και καταναλωτών της Αθήνας. Οι πρώτες διανομές καλαθιών με λαχανικά ξεκινούν το 2011-12 με τρεις ομάδες καταναλωτών στο Χαλάνδρι, τα Βριλήσσια και το Παγκράτι και 20-30 καλάθια ανά ομάδα, ενώ στη συνέχεια επεκτείνονται στην Αγία Παρασκευή, την Κηφισιά, το Θησείο, τα Εξάρχεια, την Κυψέλη και αλλού. Συναγροναύτες παραγωγοί, πέρα από τους πρώτους συμμετέχοντες καλλιεργητές της Λακωνίας, της Αρκαδίας και της Κορινθίας, είναι δύο δυναμικοί βιοκαλλιεργητές από την Αττική, οι οποίοι αποτελούν και τους βασικούς προμηθευτές λαχανικών της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας. «Γνωρίστε τους αγρότες για να ξέρετε από πού προέρχεται η τροφή σας. Γίνετε μέρος μιας διατροφικής επανάστασης!» προτρέπουν στο δικτυακό τους τόπο οι Αγροναύτες (http://agronaftes.blogspot.gr/).
Από τις πρώτες και πιο δυναμικές ομάδες ΚΟΣΑΠ Αγροναυτών είναι αυτή του Χαλανδρίου που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2012 με αριθμό συμμετοχών που κυμαίνεται στα 15 με 25 εβδομαδιαία καλάθια σε απευθείας συνεργασία με βιοκαλλιεργητή από τα Κιούρκα, κοντά στη λίμνη Μαραθώνα. Οι καταναλωτές-μέλη του δικτύου επιβεβαιώνουν την προηγούμενη μέρα της παράδοσης μέσω e-mail ή sms την παραγγελία του καλαθιού τους στους δύο εθελοντές συντονιστές της ΚΟΣΑΠ, οι οποίοι «πέρα από το να κανονίζουν τις παραγγελίες, και να βελτιώνουν τη διαδικασία, είναι εκεί για να μιλούν με τους καταναλωτές και τον παραγωγό μας και να κτίζουμε περαιτέρω την συνεργασία μας» (Θωμάς Άνεμος, πρωτεργάτης Αγροναύτης). Το καλάθι (στην πραγματικότητα, μεγάλη λευκή οικολογική τσάντα που επιστρέφεται άδεια στην επόμενη παραλαβή) περιλαμβάνει περί τα δέκα κιλά από 7 έως 10 εποχικά λαχανικά, τα οποία κόβονται αυθημερόν, το πρωί της ημέρας παράδοσης. «Έχουμε καταναλωτές από όλα τα κοινωνικά στρώματα και ηλικίες… νέα ζευγάρια, άνθρωποι με μικρά παιδιά, ηλικιωμένοι, μεσαία εισοδήματα και φτωχοί, όχι όμως πλούσιους (…). Αξίζει τον κόπο γιατί πέρα από την ποιότητα έχεις την αγορά στα πόδια σου και είναι σχετικά φθηνά, πιο φρέσκα και πιο φθηνά από τα τυποποιημένα βιολογικά προϊόντα του σούπερ μάρκετ (…). Κάθε εβδομάδα διανέμουμε τουλάχιστον 250 καλάθια σε καμιά 25ριά σημεία παράδοσης» (Αθανασία, συντονίστρια παραγγελιών του βιοκαλλιεργητή).
Σε αυτή την πρώτη φάση λειτουργίας της ομάδας Χαλανδρίου, η πληρωμή του καλαθιού γίνεται με την παραλαβή του, ενώ η προώθηση και διάδοση της ΚΟΣΑΠ γίνεται από στόμα σε στόμα, μέσω του σχετικού δικτυακού τόπου καθώς και με τη διοργάνωση επισκέψεων και οικογιορτών στο κτήμα του βιοκαλλιεργητή στα Κιούρκα. «Καταναλώνω λαχανικά που πριν δεν τ’ αγόραζα, ραπανάκια για παράδειγμα… κάποια δεν τα ήξερα καν γιατί δεν τα βρίσκεις στην αγορά, όπως το φρέσκο σκόρδο… άσε που γλυτώνω τις ουρές στα σούπερ μάρκετ, το βρίσκω πολύ έξυπνο σύστημα, δεν καταλαβαίνω γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη απήχηση στον κόσμο. Για οικογένεια είναι πολύ βολικό και μαθαίνουν και τα παιδιά να τρώνε ποικιλία και υγιεινά (…). Τις προάλλες πήγαμε στο κτήμα, είναι μια ωραία εκπαιδευτική διαδικασία με τα παιδιά, μια ωραία σχέση με τον παραγωγό, τη γη, το χωράφι, έχει και την πλάκα του!» (Κώστας, Αγροναύτης).
Ανθοπούλου Θεοδοσία, Παρταλίδου Μαρία (2015) «Αγροναύτες» στην πόλη. Καλάθια λαχανικών στις γειτονιές της πόλης και Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/αγροναύτες-στην-πόλη/ , DOI: 10.17902/20971.28
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Πληροφορίες για την Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία και την Αλληλέγγυα οικονομία:
Πληροφορίες για τους Αγροναύτες:
Οι λαϊκές αγορές, πολύβουες και πολύχρωμες στις γειτονιές της πόλης, αποτελούν γνώριμη εικόνα της Αθήνας και των μεγάλων δήμων του λεκανοπεδίου. Αγρότες παραγωγοί και επαγγελματίες λιανοπωλητές διαγκωνίζονται στους πάγκους τους διαλαλώντας την ποιότητα και τη φθήνια των προϊόντων τους. «Πάρε- πάρε, εδώ η φθήνια», «καρπούζι με το μαχαίρι», «έλα πάρε, χωρίς ορμόνες για τα μωρά», συνιστούν οικείες προτροπές προς το αγοραστικό κοινό. Οι λαϊκές συγκροτούν εδώ και χρόνια παραδοσιακούς τόπους αγοραπωλησίας προϊόντων για τους Αθηναίους που τις επισκέπτονται ανεξαρτήτως ηλικίας και εισοδήματος.
Οι λαϊκές αγορές θεσμοθετήθηκαν το 1929 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα φαινόμενα κερδοσκοπίας και η απειλή της αισχροκέρδειας μπροστά στο φάσμα της οικονομικής κρίσης στο Μεσοπόλεμο. Αμέσως βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις έντονες διαμαρτυρίες των επαγγελματικών οργανώσεων, αλλά και τις απειλές των μεσαζόντων προς τους παραγωγούς πως θα διέκοπταν τη συνεργασία μαζί τους. Και τούτο γιατί, χονδρέμποροι και μεσάζοντες φοβήθηκαν πως θα πλήττονταν από τον καινοφανή αυτό θεσμό εμπορίας με την απευθείας πώληση γεωργικών προϊόντων από τους παραγωγούς στους καταναλωτές (Σκιαδάς 2014). Ωστόσο οι λαϊκές αγκαλιάστηκαν γρήγορα από τους Αθηναίους παραμένοντας εφεξής ένας σταθερός θεσμός που θα επηρέαζε την οργάνωση του οικογενειακού καλαθιού και την εμπορική λειτουργία στις γειτονιές της πόλης.
Η πρώτη λαϊκή λειτούργησε στο Θησείο με περιβολάρηδες από τον Άγιο Σάββα του Ελαιώνα, την Κολοκυνθού, το Μοσχάτο, τον Ρέντη, το Μαρούσι, το Χαλάνδρι, το Μενίδι, τα Μέγαρα κ.ά. Η γρήγορη επιτυχία οδηγεί στην ανάγκη καλύτερης οργάνωσης του θεσμού, οπότε ιδρύεται το 1932 το Ταμείο Λαϊκών Αγορών (Σκιαδάς 2014). Από τότε οι λαϊκές επέκτειναν τους πάγκους και την ποικιλία των προσφερόμενων ειδών, ενώ πλήθυναν οι γειτονιές της Αθήνας που τις φιλοξενούν. Σήμερα λειτουργούν 180 λαϊκές κάθε βδομάδα στη χωρική αρμοδιότητα της πρώην Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθήνας–Πειραιά (σήμερα Περιφέρεια Αττικής), από τις οποίες 44 χωροθετούνται στα όρια του Δήμου Αθηναίων (www.cityofathens.gr/). Η εύρυθμη λειτουργία και η εξυπηρέτηση εμπόρων και παραγωγών υπάγονται στην δικαιοδοσία του Οργανισμού Λαϊκών Αγορών Αθήνας –Πειραιά (ΟΛΑΑΠ, πρώην Ταμείο Λαϊκών Αγορών), που είναι αυτοχρηματοδοτούμενος οργανισμός με κοινωφελή χαρακτήρα και λειτουργεί ως ΝΠΔΔ (www.olaa.gr).
Με την πάροδο των χρόνων επεκτάθηκε και η ακτίνα προέλευσης των κηπευτικών και οπωρικών, αλλά και άλλων ειδών όπως όσπρια, μέλι, ελιές, αυγά, ψάρια, κ.ά. Συναντά κανείς παραγωγούς από την Εύβοια, τη Βοιωτία, την Κορινθία και την Αργολίδα, την Ηλεία, και βέβαια από τις κλασσικές περιαστικές περιοχές του Μαραθώνα, του Μενιδίου και των Μεγάρων. Σήμερα, χάρη στον εκσυγχρονισμό των αυτοκινητόδρομων και των μέσων μεταφοράς, καθώς στις τεχνολογίες συντήρησης και ψύξης των ευπαθών προϊόντων, καταφθάνουν στις λαϊκές της Αθήνας φρούτα από όλη την Ελλάδα, από μεγάλους αλλά και μικρότερους παραγωγούς και συνεταιρισμούς, όπως για παράδειγμα μήλα Αγιάς, ροδάκινα Νάουσας, κεράσια Βοδενών (Έδεσσας). Τα όσπρια, το ρύζι, οι ελιές, τα Μεσογείτικα κρασιά από τον παραγωγό –όλα με αναγραφόμενη ονομασία προέλευσης– έχουν επίσης την τιμητική τους για τους καταναλωτές που προτιμούν τα χύμα προϊόντα από τα τυποποιημένα των σούπερ μάρκετ. «Τα τυποποιημένα έχουν φάρμακα για να τα συντηρούν στο σακουλάκι. Εδώ ξέρω τι αγοράζω, από πού βαστά η σκούφια του», απαντούν ευαισθητοποιημένοι καταναλωτές.
Ο βασικός λόγος προτίμησης της λαϊκής σε σχέση με το σούπερ μάρκετ είναι η φρεσκάδα και η ποικιλία σε προϊόντα, ποιότητες και τιμές. «Μπαίνοντας στο σούπερ μάρκετ είναι μονόδρομος, ο καταναλωτής θα βρει δύο ποιότητες ντομάτες και τέρμα, και πολλά είναι έτοιμα πακεταρισμένα στο σελοφάν. Εδώ στη λαϊκή ο καταναλωτής θα βρει 20 πάγκους με ντομάτες, κάποια θα είναι από ελληνικό σπόρο, άλλη πιο σγουρή, άλλη πιο γυαλιστερή από το θερμοκήπιο,… αλλού κοιτάζει την ταμπέλα, σου λέει είναι από το Ναύπλιο, από τον τόπο του .…ενστικτωδώς αγοράζει, ρωτάει, δοκιμάζει, ενημερώνεται. Την άλλη εβδομάδα ξανάρχεται και δοκιμάζει κάτι άλλο με τον καιρό εκπαιδεύεται. Στο σούπερ μάρκετ θα ρωτήσεις ποτέ τον υπάλληλο;» (Βαγγέλης, παραγωγός από τα Μέγαρα).
Οι λαϊκές απευθύνονται σε όλες τις κοινωνικές ομάδες και βαλάντια. Το πρωί, με τα προϊόντα πρώτης διαλογής στους πάγκους, συναντά κανείς εκείνους κυρίως τους καταναλωτές που τους ενδιαφέρει η ποιότητα ανεξαρτήτως τιμής. Είναι γενικά παραδεκτό ότι η σχέση ποιότητας-τιμής υπερτερεί στη λαϊκή αγορά σε σχέση με τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Καθώς η ώρα προχωρά, και οι τιμές πέφτουν στο ξεπούλημα της μέρας, συγκεντρώνονται κυρίως τα φτωχότερα εισοδηματικά στρώματα. «Τώρα με την κρίση, στις φτωχές συνοικίες ο περισσότερος κόσμος μαζεύεται το μεσημέρι ενώ όλο το πρωί καθόμαστε (…) βοηθάμε και μεις όσο μπορούμε, το βλέπουμε κάποιοι ζορίζονται, δεν τους βγαίνει ο λογαριασμός, ε… θα βάλουμε και κάτι παραπάνω στη σακούλα» (Νίκος, επαγγελματίας λιανοπωλητής).
Από την άλλη, ο καταναλωτής κτίζει σχέσεις εμπιστοσύνης με τον μανάβη του στη λαϊκή αγορά, καθώς συζητά, ενημερώνεται για τις ποικιλίες των οπωροκηπευτικών, τον τόπο προέλευσής τους, όπως και για τρόπους συντήρησης και μαγειρέματος. Κάποιοι πωλητές φέρνουν στον πάγκο τους μικρές παραγωγές ντόπιων ποικιλιών από αγρότες της περιοχής τους: φιρίκια Πηλίου, λεμόνια Πόρου, κοντούλες από την ορεινή Κορινθία κ.ά. Με αυτόν τον τρόπο συμβάλλουν, όχι μόνο στην επιβίωση μικρών οικογενειακών εκμεταλλεύσεων, αλλά και στη διατήρηση και διάδοση στο νεαρότερο καταναλωτικό κοινό παραδοσιακών, ντόπιων (και ελληνικών γενικότερα) ποικιλιών έναντι των εισαγόμενων και των υβριδικών. «Μυρώνια, καυκαλίθρες, αζούματα, πριν λίγα χρόνια δεν τα ήξεραν οι καταναλωτές. Τους έλεγα πάρτε βρε και βάλτε στις πίτες και θα με θυμηθείτε, στα χωριά αυτά μας έζησαν. Δειλά-δειλά κάποιοι αγόραζαν και τώρα δεν τους προλαβαίνω. Ειδικά οι νέες νοικοκυρές δεν τα ήξεραν γιατί έχουν χάσει το δέσιμο με το χωριό. Σιγά-σιγά μαθαίνουν και έρχονται πιο κοντά στη φύση» (Χρίστος, παραγωγός από τη Βοιωτία). Δεν υφίσταται όμως μόνο η «εκπαίδευση» του καταναλωτή από τον παραγωγό, αλλά και το αντίστροφο, αναδεικνύοντας την κοινωνική δυναμική αυτής της «ζωντανής» σχέσης αλληλεπίδρασης. Ο Χρίστος συνεχίζει: «Ορισμένες νοικοκυρές διάλεγαν… τις ντομάτες για παράδειγμα, όσες είχαν ακανόνιστο σχήμα, δεν τις έπαιρναν ενώ διάλεγαν τις ολοστρόγγυλες και τις καθαρές. Ψώνιζαν δηλαδή με το μάτι. Σκέφτηκα λοιπόν να αναζητήσω, μήπως υπάρχουν συγκεκριμένοι σπόροι που να δίνουν στον καρπό μια ομοιομορφία. Μίλησα με γεωπόνους, διάβασα, πειραματίστηκα με διάφορους σπόρους και τ’ αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά, στο βαθμό που να τα ξεπουλάω όλα. Ταίριαξα, την επιστημονική γνώση, με την εμπειρία της λαϊκής. Η έκθεση στον κόσμο ήταν αυτή που με έκανε να αναζητήσω. Κατά μια έννοια έγινα ένας μικρός εμπορικός αντιπρόσωπος μεταξύ λαϊκής και χωραφιού».
Σε κάθε περίπτωση η πληθώρα πωλητών, προϊόντων και ποικιλιών φαίνεται ότι κρατούν τον ανταγωνισμό σε όφελος του καταναλωτή. «Εδώ έχει πολλούς πάγκους και πολλούς τόνους αραδιασμένα προϊόντα, από έναν τόνο καρπούζι ο καταναλωτής θα επιλέξει αυτό που του αρέσει. Αισθάνεται πλούσιος να πάρει αυτό που τον ικανοποιεί με το μάτι, με το ένστικτο. Σ’ ένα σούπερ μάρκετ δεν συμβαίνει αυτό…. Η μεγάλη αλυσίδα θα κάνει μια συμφωνία μ’ έναν μεγάλο παραγωγό για μια συγκεκριμένη ποιότητα προϊόντος με βάση το κέρδος του» (Βαγγέλης, παραγωγός από τα Μέγαρα).
Για τους αγρότες παραγωγούς, η λαϊκή δίνει τη δυνατότητα να πωλούν απευθείας στους καταναλωτές αποφεύγοντας τους χονδρέμπορους και τα μεγάλα δίκτυα διανομής, ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την προστιθέμενη αξία της παραγωγής τους. «Πρώτα έδινα στην κεντρική λαχαναγορά και ακόμα μου χρωστούν οι έμποροι. Εδώ πληρώνομαι ζεστό χρήμα, στο τέλος θα ξεπουλήσω έστω και μισοτιμής και δεν έχω και φύρα, και πάλι κερδισμένη βγαίνω. Ο έμπορος παίρνει μόνο τον αφρό, σου πετάει τα μισά ότι δεν του κάνουν και σε πληρώνει όποτε θέλει. Τις ζουλιγμένες ντομάτες για παράδειγμα εγώ θα τις πουλήσω για σάλτσα» (Μαριέττα, παραγωγός από Θήβα).
Η λαϊκή αποτελεί ένα ζωντανό τόπο συνεύρεσης ατόμων, ετερόκλητων με μια πρώτη ματιά, που προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες: συγκάτοικοι της γειτονιάς που καλημερίζονται, πηγαδάκια αργόσχολων συνταξιούχων, βιαστικοί εργαζόμενοι, νοικοκυρές με στοχευμένο καλάθι για τον εβδομαδιαίο εφοδιασμό της οικογένειας, μοναχικοί ηλικιωμένοι που αγοράζουν τα απαραίτητα της λιτής τους δίαιτας, χαμηλο-εισοδηματίες και ευπορότεροι, γηγενείς και μετανάστες. Συνεκτικό στοιχείο η αναζήτηση φρέσκων, ποιοτικών και σε προσιτή τιμή τροφίμων, η κουβέντα με τον γείτονα, η σχέση με τον έμπορο, η «πολιτισμική εγγύτητα» – έστω και φαντασιακή – με τον τόπο παραγωγής και τον παραγωγό. Αντικατοπτρίζοντας ένα γνώριμο σημείο αναφοράς στις γειτονιές της πόλης, οι λαϊκές λειτουργούν επίσης – ιδιαίτερα τώρα την περίοδο της κρίσης – ως πεδίο πολιτικής έκφρασης των πολιτών, εκδήλωσης της «λαϊκής αγανάκτησης» και ενίοτε διακωμώδησης της πολιτικής σκηνής, αν όχι ως ένα ανέξοδο πολιτικό βαρόμετρο για τα ΜΜΕ, με αφορμή την ακρίβεια, τις περικοπές εισοδημάτων, τα κακώς κείμενα των πολιτικών, τη δύσκολη καθημερινότητα.
Πέτρου, Μ. (2015) Λαϊκές αγορές στις γειτονιές της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/λαϊκές-αγορές/ , DOI: 10.17902/20971.52
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Πληροφορίες για τις λαϊκές αγορές στην Αττική
Το καλοκαίρι του 2011 στο χώρο της Φυσιολατρικής Κίνησης Βριλησσού – δραστήρια συλλογικότητα που λειτουργεί από το 2001 οργανώνοντας πλήθος πεζοπορικών, ορειβατικών και εκπαιδευτικών εξορμήσεων στην ελληνική φύση – συζητείται για πρώτη φορά η ιδέα των αστικών καλλιεργειών. Όπως τα ίδια τα μέλη σημειώνουν «με το βάθεμα της οικονομικής κρίσης, η ιδέα ωριμάζει γρήγορα, όπως ο καρπός στη ζέστη». Η προσφορά κτήματος στα Σπάτα από την Ειρήνη δίνει το έναυσμα ώστε το κοινό όραμα να γίνει πραγματικότητα. Τον Οκτώβριο του 2011 με την πρώτη επίσκεψη στο κτήμα, που περιλαμβάνει αγρό και αμπελώνα, γεννιούνται οι «Αγρόσχολοι Βριλησσού».
Το ξεκίνημα έγινε με την καλλιέργεια 100 τμ. «… τόπος σκληρός και ακαλλιέργητος για χρόνια. Έπρεπε να δαμαστεί… από κάμποσους ονειροπαρμένους αστούς των Βριλησσίων. Εμείς τον ενθαρρύνουμε με κάθε τρόπο που μας υποδεικνύει ο γεωπόνος σύντροφος μας, ο Ανδρέας… Και ναι, λίγο-λίγο, έγινε. Σε αυτό το χώρο φυτευτήκαν 30 χειμερινά είδη: σπανάκι, σέσκουλο, καυκαλήθρα, ραδίκι, παντζάρια, καρότα, ραπανάκια, λάχανα, μαρούλια, μπρόκολα, πατάτες… Χρησιμοποιήθηκαν μόνο φυσικές μέθοδοι στην ανάπτυξή τους… Το πρώτο μας μάθημα έγινε! Και μας έδωσε απέραντη ευχαρίστηση, και η επαφή με τη γη και τον αέρα και η δυναμική της συλλογικότητας και η δημιουργικότητα σε μια χρονική στιγμή της πατρίδας, που θαρρεί κανείς ότι τίποτα δεν μπορεί να καρπίσει … ».
Η ομάδα ξεκίνησε με έναν σταθερό πυρήνα 20 ατόμων που συνεχώς διευρύνεται. Λειτουργεί όπως όλες οι συλλογικότητες στη βάση της αυτό-οργάνωσης, του εθελοντισμού, της αλληλεγγύης και του χρόνου που ο καθένας μπορεί να διαθέσει. Πενταμελής συντονιστική επιτροπή που εναλλάσσεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα μεριμνά για τον προγραμματισμό των δράσεων και την ομαλή λειτουργία του αγρού. Η τεχνική υποστήριξη γίνεται από γεωπόνο και βιοκαλλιεργητή βασικό μέλος των Αγρόσχολων. Ο γενικότερος συντονισμός και η ενημέρωση των μελών για τις δράσεις και τις γεωργικές εργασίες γίνονται – όπως σε όλες τις ακτιβιστικές συλλογικότητες – μέσω διαδικτύου με e-mails, sms και ιστολόγια.
Οι Αγρόσχολοι αυτοπροσδιορίζονται ως φυσιολάτρες που διεκδικούν τον δημόσιο ανοικτό χώρο για παραγωγικές κοινωνικές δράσεις. Σκοπός τους είναι η συλλογική καλλιέργεια της γης με βάση τις αρχές της βιολογικής καλλιέργειας και άλλων οικολογικών μεθόδων για την παραγωγή υγιεινών και θρεπτικών τροφών. Στόχος δεν είναι η άμεση μαζική παραγωγή για την κάλυψη διατροφικών αναγκών των μελών, αλλά η διαπαιδαγώγηση στις λειτουργίες και στους βιολογικούς κύκλους της φύσης, η επιστροφή στη γη και τα περιβόλια μαζί με τις αξίες της συλλογικότητας, που τόσο έχουν λείψει από τις σύγχρονες αστικές κοινωνίες.
Μετά την πρώτη πετυχημένη χειμερινή συγκομιδή στα Σπάτα, ο Σύλλογος αποφασίζει την Άνοιξη του 2012 να ζητήσει από το Δημοτικό Συμβούλιο Βριλησσίων ένα κομμάτι γης στην πρώην Ναυτική Βάση – το σημερινό πάρκο Μαρία Κάλλας 52 στρεμμάτων – με σκοπό την αστική καλλιέργεια και την προπόνηση ορειβασίας. Το ΔΣ μετά από θετική εισήγηση, παραχωρεί έκταση δύο στρεμμάτων στη θέση Όρυγμα.
Η γη είναι ιδιαίτερα άγονη καθώς βρίσκεται σε τεχνητό λόφο που ήταν όρυγμα του Πολεμικού Ναυτικού. Το χώμα είναι ιδιαίτερα κακής ποιότητας (μπάζα και αδρανή υλικά) και χρειάστηκε εμπλουτισμός με κομπόστ ιδίας παραγωγής και φυσικά λιπάσματα, αφού πρώτα έγινε εδαφολογικός έλεγχος από το Ινστιτούτο Εδαφολογίας. Χρειάστηκε μεγάλο κόπο και επιμονή για να γίνει καλλιεργήσιμος (απομάκρυνση βράχων και πετρών, σκάψιμο, τοποθέτηση ποτιστικού συστήματος). Καταρτίζεται τοπογραφικό σχέδιο που περιλαμβάνει βοτανικό κήπο και λαχανόκηπο, και αργότερα οπωροφόρα δένδρα, ελιές και αμπέλι… Έτσι γεννιέται το «Περιβόλι του Βριλησσού» στα Άνω Βριλήσσια, ένας ακόμα κοινοτικός λαχανόκηπος στην πόλη. Έχει κυρίως επιδεικτικό χαρακτήρα για ενδιαφερόμενους στην τέχνη της αστικής γεωργίας και είναι επισκέψιμος από τα σχολεία. Χρησιμοποιούνται τοπικοί σπόροι από τον «Πελίτι», από το οικολογικό Κτήμα Αρβανίτη στα Κιούρκα και από άλλους βιοκαλλιεργητές.
Η πρώτη θερινή συγκομιδή στο Περιβόλι, το 2012, δεν πήγε καθόλου καλά, γιατί το έδαφος ήθελε ακόμα δουλειά και ο καύσωνας έβλαψε τα φυτά. Όμως οι Αγρόσχολοι δεν απογοητεύτηκαν: «έχουμε την υπομονή να παρακολουθούμε τα φύση, θέλει τους ρυθμούς της. Από κρανίου τόπος η γη ξαναβρίσκει τη βιοποικιλότητά της» (Ανδρέας, Αγρόσχολος, γεωπόνος). Σήμερα το περιβόλι έχει επεκταθεί, έχει πολλαπλασιάσει τα καλλιεργούμενα φυτά και έχει ενισχύσει τον επιδεικτικό του χαρακτήρα.
Εν μέσω κρίσης, εμπλουτίζουν τις δράσεις τους με τη δημιουργία ταμείου αλληλεγγύης, συλλογικές κουζίνες και οικογιορτές, επισκέψεις και δικτύωση με άλλες πρωτοβουλίες συλλογικών βιοαγρών, ενώ στα άμεσα σχέδια περιλαμβάνονται δημιουργία μετεωρολογικού σταθμού, πίστας αναρρίχησης, κ.ά. «Είμαστε σε συνεχή συνομιλία με την Αττική φύση, ανακαλύπτουμε τις αναλογίες που μας ήταν άγνωστες… Με τα δύσκολα και τα εύκολα, συλλογικά με τους συντρόφους μας. Γιατί αν ήμασταν μόνοι, τίποτα δεν θα είχαμε χαρεί απ΄όλα αυτά!».
Ανθοπούλου, Θ. (2015) Αγρόσχολοι Βριλησσού: Φυσιολάτρες και επίμονοι κηπουροί της πόλης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/αγρόσχολοι-βριλησού/ , DOI: 10.17902/20971.35
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Πληροφορίες για τον κοινοτικό λαχανόκηπο των Αγρόσχολων Βριλησσού
Στις αρχές του 1970, η Liz Christy και ομάδα «πράσινων ανταρτών» βλέποντας την συνεχή υποβάθμιση της πόλης αποφασίζουν να ρίξουν σπόρους σε άδεια οικόπεδα, να τοποθετήσουν ζαρντινιέρες σε εγκαταλειμμένα κτήρια και να φυτέψουν ηλίανθους στους πολυσύχναστους δρόμους της Νέας Υόρκης. Στη συμβολή των οδών Bowery και Houston στο Μανχάταν, μια μεγάλη εγκαταλειμμένη αλάνα μετατράπηκε στον πρώτο Κοινοτικό Λαχανόκηπο της ιστορίας του πράσινου αντάρτικου, τον Bowery Houston Community Farm and Garden (http://www.lizchristygarden.us/). Σήμερα πάνω από 600 Κοινοτικοί Λαχανόκηποι (Community Gardens) στη Νέα Υόρκη, και ένα τεράστιο κίνημα ενεργών πολιτών σε όλο τον κόσμο, συσπειρώνουν δημότες–καλλιεργητές που διεκδικούν την (επαν)οικειοποίηση της αστικής γης και των κοινόχρηστων χώρων θεωρώντας ότι η συλλογικότητα επιλύει τα προβλήματα σε γειτονιές και πόλεις (www.greenguerillas.org).
Η αντάρτικη κηπουρική (guerrilla gardening) υποδηλοί τις έννοιες της υπέρβασης, του ακτιβισμού και της χωρικής παρέμβασης. Ομάδες πολιτών δρουν αυθόρμητα, ανώνυμα και εθελοντικά, σπέρνοντας και φυτεύοντας σε ξεχασμένους ανοικτούς χώρους της πόλης (εγκαταλειμμένα οικόπεδα, παραμελημένες πρασιές και παρτέρια δένδρων στα πεζοδρόμια), χωρίς θεσμική άδεια στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κριτικής του αστικού καπιταλιστικού συστήματος (Crane 2011). Είναι η εποχή όπου στο πνεύμα της αμφισβήτησης του αστικού τρόπου ζωής, όπως εκφράζεται από τις μαζικές εξεγέρσεις και τα κινήματα πολιτών (Μάης του 1968 και φοιτητικές εξεγέρσεις, αντιπολεμικά και αντιρατσιστικά κινήματα, οικολογικό κίνημα, κ.ά.) διαμορφώνεται μια διαφορετική ιδεολογία και κουλτούρα αναφορικά με το αστικό τοπίο, τα κοινωνικά δικαιώματα, τον κοινοτισμό, τους διατροφικούς κινδύνους της βιομηχανοποιημένης γεωργίας και το αίτημα για «καθαρή τροφή», κλπ. Η αντάρτικη κηπουρική εντάσσεται στα κινήματα πόλης που υπερασπίζονται τους δημόσιους χώρους και το δικαίωμα στην πόλη, αμφισβητώντας τους κυρίαρχους τρόπους παραγωγής και αναπαραγωγής του αστικού χώρου, διεκδικώντας τη συμμετοχή στο σχεδιασμό (Zanneti 2010, Eizenberg 2013).
Στην πιο ριζοσπαστική της μορφή, ως κινηματική δράση που κινείται εκτός θεσμικού και ενίοτε νομικού πλαισίου (π.χ. κατάληψη ελεύθερων χώρων) διαθέτει σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά και αιτήματα που σχετίζονται άμεσα με το ζήτημα της θεσμικής εξουσίας και της αστικής διακυβέρνησης στο πλαίσιο των χρήσεων της δημόσιας γης. Προωθεί την αυτοοργάνωση, τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, την ισότητα και την ενεργό συμμετοχή για την από κοινού διεκδίκηση και διαχείριση του δημόσιου χώρου μέσω του οικολογικού ακτιβισμού και της δημιουργίας κοινοτικών αγρόκηπων. Ενώ τα μαζικά μέσα ενημέρωσης ασχολούνται πολύ όψιμα με το κίνημα της αντάρτικης κηπουρικής –και συνήθως αναφέρονται σε αυτήν ως μια καινοτόμα αισθητική παρέμβαση στο αστικό περιβάλλον– τα εναλλακτικά έντυπα, οι διαδικτυακοί τόποι και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν τους βασικούς κόμβους που συσπειρώνουν, ενημερώνουν και πολλαπλασιάζουν τα κινήματα της αντάρτικης κηπουρικής σε όλον τον κόσμο (Tracey 2007).
Στην Ελλάδα, στον δια-δικτυακό τόπο συνάντησης ομάδων αστικών αγρών «Συν-καλλιεργούμε», διακηρύσσεται ότι «όσο υπάρχουν τέτοιες πρωτοβουλίες, αυτοδιαχειριζόμενων συλλογικών κήπων με βάση την οικολογική γεωργία, τόσο πιο έντονα εκφράζεται η απαίτηση για έναν άλλο τρόπο ζωής: από την εξάρτηση στο ισχύον κοινωνικοοικονομικό σύστημα στην αυτοδιαχείριση, από την παθητική κατανάλωση στην παραγωγή, από την απομόνωση του ατόμου στην ομάδα. Όλοι μαζί δίνουμε μικρά–μικρά, αλλά απτά, παραδείγματα μιας άλλης πόλης. Επαναστατούμε, ρίχνοντας πράσινες βόμβες στον άγονο τσιμεντότοπο».
Ο «Αυτοδιαχειριζόμενος Αγρός στο Ελληνικό» είναι αυτόνομη συλλογικότητα πολιτών που ιδρύθηκε στις αρχές του 2011. Από τότε καλλιεργεί έκταση 2,5 στρεμμάτων στο χώρο της πρώην Αμερικάνικης Βάσης του Ελληνικού προσπαθώντας να απαντήσει στην κοινωνική, οικονομική και περιβαλλοντική κρίση που πλήττει την κοινωνία. Οι στόχοι του αυτοδιαχειριζόμενου αγρού εντάσσονται στις πρωτοβουλίες κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και συνδέονται με τους αγώνες για την αποτροπή της ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης του πρώην αεροδρομίου Ελληνικού. Η συλλογικότητα ενστερνίζεται το αίτημα για τη δημιουργία ενός Μητροπολιτικού Πάρκου υψηλού πρασίνου για την ανάπτυξη κοινωφελών, αθλητικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Το Μητροπολιτικό Πάρκο εκπονήθηκε με τη μεταφορά του διεθνούς αεροδρομίου στα Σπάτα, την περίοδο των μεγάλων ολυμπιακών έργων (2003), για να ναυαγήσει στη συνέχεια με αφορμή την οικονομική κρίση. Το σχέδιο τελικά ακυρώθηκε με την παραχώρηση του ακίνητου του Ελληνικού από το ΤΑΙΠΕΔ σε ιδιώτες επενδυτές για οικιστική και επιχειρηματική ανάπτυξη.
Βασική αρχή που διέπει τους «συναγρότες» και τους φίλους του Αγρού είναι ότι «ο άνθρωπος και η φύση είναι πάνω από τα κέρδη, όπου η ζωή, ο πλουραλισμός, η αυτοδιαχείριση, η περιβαλλοντική και κοινωνική δικαιοσύνη ορίζουν μια αλληλέγγυα οικονομία διαφοροποιημένη από το μοντέλο της σημερινής πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο χαρακτηρίζεται από την απληστία, τον ανταγωνισμό, τον ατομικισμό και τη βία κατά των προσώπων» (http://agroselliniko.blogspot.com)
Ο Αγρός του Ελληνικού είναι ένας οικολογικά διαχειριζόμενος λαχανόκηπος κοινωνικού σκοπού σε χώρο που παραχωρήθηκε με τη σύμφωνη γνώμη του τότε Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ελληνικού–Αργυρούπολης. Βασικοί στόχοι του Αγρού είναι η διάδοση της βιολογικής καλλιέργειας μέσα στον ιστό των πόλεων, η διάσωση και ανάδειξη παραδοσιακών σπόρων από όλη την Ελλάδα, η ανταλλαγή γνώσεων με άλλους βιοκαλλιεργητές, η συνδρομή κοινωνικών ομάδων που έχουν ανάγκη, η ενίσχυση κοινωνικών δράσεων, η επέκταση της καλλιέργειας και σε άλλους ελεύθερους χώρους. Οι παραδοσιακοί σπόροι προέρχονται από την κοινότητα «Πελίτι», άλλους βιοκαλλιεργητές αλλά και φίλους του Αγρού που τους φέρνουν από τα χωριά τους. Παράλληλα λειτουργεί Τράπεζα σπόρων με πλήθος ποικιλιών, πολλές από τις οποίες κινδυνεύουν να εξαφανιστούν. Για τις ανάγκες των φυτών σε λιπαντικά στοιχεία και φυτοπροστασία, χρησιμοποιούνται φυσικές μέθοδοι (κοπριά και φυσική κομπόστα ιδίας παραγωγής, χρήση στάχτης, τσουκνιδόζουμου και άλλων φυσικά παραγόμενων ζωμών, αλλά και κατάλληλες συγκαλλιέργειες και αμειψισπορά [εναλλαγή καλλιεργειών]). Ο βασικός πυρήνας συναγροτών που εργάζεται συστηματικά για την φροντίδα του Αγρού είναι περί τα είκοσι άτομα σε σύνολο 100 περίπου φίλων εθελοντών. Οι αποφάσεις στον Αγρό λαμβάνονται μέσω τακτικών ανοικτών συνελεύσεων σύμφωνα με τις αρχές της αμεσοδημοκρατίας, της ισοτιμίας και της αυτό-οργάνωσης.
Τα παραγόμενα λαχανικά (ντομάτες, μαρούλια, μελιτζάνες, πιπεριές, λαχανίδες, κ.ά.) διατίθενται κατά προτεραιότητα στην κοινωνική υπηρεσία του Δήμου Ελληνικού-Αργυρούπολης προκειμένου να διατεθούν σε άπορους δημότες, σε κοινωφελή ιδρύματα που παρέχουν συσσίτια, στο Κοινωνικό Παντοπωλείο, σε συλλογικές κουζίνες. Όμως η παραγωγή δεν είναι αυτοσκοπός. Ο χαρακτήρας του Αγρού είναι κυρίως επιδεικτικός και εκπαιδευτικός. «Δεν μας ενδιαφέρει αυτή η ίδια η Ιθάκη, αλλά το ταξίδι των εμπειριών και της γνώσης» (Παναγιώτα Μαλτέζου, γεωπόνος του Αγρού και συναγρότισσα).
Σήμερα, σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια λειτουργίας, ο αυτοδιαχειριζόμενος Αγρός του Ελληνικού, μέσα από τον επιδεικτικό του χαρακτήρα, υποδέχεται και επιμορφώνει μαθητές από σχολεία όλων των βαθμίδων, συμβάλει με τη συσσωρευμένη γνώση του στη δημιουργία σχολικών λαχανόκηπων, μοιράζει δωρεάν ντόπιους παραδοσιακούς σπόρους σε ενδιαφερόμενους, ενημερώνει ευαισθητοποιημένους πολίτες σε θέματα αγροοικολογίας, συμμετείχε ενεργά στην δημιουργία ελαιώνα σε παρακείμενη έκταση.
Η συλλογικότητα του Αγρού στο Ελληνικό προτάσσει τις παραγωγικές χρήσεις στον αστικό χώρο έναντι των καταναλωτικών και την αποτροπή της περαιτέρω δόμησης των υφιστάμενων ελεύθερων χώρων. Για τους συμμετέχοντες «συναγρότες» αποτελεί τόπο συνάντησης, κοινωνικοποίησης και πολιτικής έκφρασης. Βασικά κίνητρα συμμετοχής σύμφωνα με τους ίδιους αποτελούν η ενασχόληση με τη βιολογική καλλιέργεια ταυτόχρονα με την πολιτική και κοινωνική δράση του Αγρού. «Εμένα κυρίως μου αρέσει να ασχολούμαι με τη γη. Από παιδί πήγαινα στο χωράφι του πατέρα μου… μετά το πουλήσαμε, αλλά μου έμεινε το απωθημένο. Τώρα είναι κάτι που με ευχαριστεί, με ξεκουράζει ψυχικά. Εξάλλου συμφωνώ και με το λόγο που φτιάχτηκε ο Αγρός… κρίμα να πάει χαμένη δική μας γη και να θέλουν να την πουλήσουν σε ιδιώτες» (Γιώργος, συναγρότης).
Ανθοπούλου, Θ., Κολοκούρης, Ο., Κουσουλέντη, Χ. (2015) Αντάρτικη κηπουρική στην πόλη: Ο Αυτοδιαχειριζόμενος Αγρός του Ελληνικού, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/αντάρτικη-κηπουρική/ , DOI: 10.17902/20971.31
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Πληροφορίες για τους Κοινοτικούς Λαχανόκηπους και την Αντάρτικη Κηπουρική
Πληροφορίες για την αντάρτικη κηπουρική στην Ελλάδα και τον Αγρό του Ελληνικού
Η αστική γεωργία δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη παράδοση στην Ελλάδα, ενώ ο όρος ήταν εντελώς άγνωστος μέχρι πολύ πρόσφατα, ακόμα και ανάμεσα σε ειδικούς του αστικού σχεδιασμού. Μόλις μετά το 2010, με το βάθεμα της κρίσης, τα κινήματα διαμαρτυρίας των πολιτών στις πλατείες και με τις κινήσεις αλληλεγγύης στις γειτονιές να αποκτούν δυναμική, οι αστικές καλλιέργειες αρχίζουν ουσιαστικά να εξαπλώνονται ως ιδέα σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού και να απασχολούν ολοένα και περισσότερες ομάδες πολιτών και τοπικές κοινότητες. Βασικά ζητήματα τα οποία αναδεικνύονται είναι αυτά του βιοπορισμού, της ποιότητας ζωής, της αγρο-περιβαλλοντικής εκπαίδευσης αλλά και του επισιτιστικού εφοδιασμού των πόλεων, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης.
Οι δημοτικοί λαχανόκηποι αποτελούν την πιο διαδεδομένη μορφή συλλογικών λαχανόκηπων στην Ελλάδα. Εγκαινιάζονται μόλις το 2012 και στη συνέχεια πολλαπλασιάζονται γοργά σε ολόκληρη τη χώρα. Φαίνεται ότι τα εντεινόμενα φαινόμενα κοινωνικής και οικονομικής αποστέρησης, η αποξένωση και η γενικότερη υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος οδήγησαν αρκετούς Δήμους της χώρας στην ανάληψη τέτοιων πρωτοβουλιών στο πλαίσιο άσκησης της κοινωνικής τους πολιτικής. Στον κυρίαρχο λόγο των δημοτικών αρχών προβάλλονται η ανακούφιση των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού (άνεργοι, συνταξιούχοι, χαμηλο-εισοδηματίες, μονογονεϊκές και πολύτεκνες οικογένειες, κ.ά.), η ενίσχυση της κοινωνικής αλληλεγγύης και η ψυχική υγεία. Ο εξωραϊσμός και η περιβαλλοντική διαχείριση (πρασίνισμα της πόλης, κομποστοποίηση οργανικών απορριμμάτων, κλπ) κατέχουν επίσης τη θέση τους ανάμεσα στις κοινωνικές ωφέλειες από τους αστικούς λαχανόκηπους.
Ο τρόπος οργάνωσης των δημοτικών λαχανόκηπων αναπαράγεται παντού σχεδόν πανομοιότυπα. Ο Δήμος διανέμει δωρεάν προς χρήση το αγροκήπιο σε περιφραγμένη δημοτική / κοινοτική έκταση (urban allotment gardens), όπου έχει φροντίσει για τη βελτίωση του εδάφους και την παροχή νερού. Επιτρέπεται μόνο η βιολογική καλλιέργεια ενώ, στις περισσότερες περιπτώσεις, μέρος της παραγωγής (10-15%) διατίθεται στο κοινωνικό παντοπωλείο του Δήμου.
Τα κίνητρα των καλλιεργητών να αιτηθούν τεμάχιο σε δημοτικό λαχανόκηπο, έτσι όπως κατέγραψε επιτόπια έρευνα στη βόρεια Ελλάδα (Ανθοπούλου κ.ά. 2013), είναι καταρχήν η ιδία παραγωγή τροφίμων, δηλαδή η ανάγκη εξασφάλισης φρέσκων, βιολογικών, υγιεινών τροφίμων ή με άλλα λόγια «για να ξέρω τι τρώω». Στη συνέχεια, σημαντική παρακίνηση είναι η ανάγκη ελάφρυνσης του οικογενειακού προϋπολογισμού σε δαπάνες για τρόφιμα, και αφορά κυρίως τα νοικοκυριά με τα χαμηλότερα εισοδήματα. Για κάποιους είναι, επίσης, η επανασύνδεση με τη γη, η νοσταλγία για το χωριό, τα βιώματα της παιδικής ηλικίας. Οι πρώτες συγκομιδές μετά την εγκατάσταση στον λαχανόκηπο φέρνουν συχνά πρωτόγνωρες εμπειρίες και απρόσμενα συναισθήματα στους καλλιεργητές, όπως οι ίδιοι δηλώνουν: η χαρά της δημιουργικότητας μέσα στην ανία και την κατάθλιψη που γεννά η κρίση, η συντροφικότητα και οι νέες «σχέσεις γειτονίας» μέσα στον αγρό, η ψυχαγωγία με τις μικρές γιορτές και τις συλλογικές κουζίνες, η ψυχοθεραπεία και η ενδυνάμωση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Τα συναισθήματα αυτά αφορούν όλες τις ομάδες του πληθυσμού, κατεξοχήν βέβαια τους συνταξιούχους, αλλά και τις νεότερες γενιές που μπροστά στο φάσμα της ανεργίας και των ψυχολογικών επιπτώσεών της βρίσκουν μια δημιουργική διέξοδο και ένα δίχτυ κοινωνικής αλληλο-υποστήριξης. «Ο βασικός λόγος ν’ ασχοληθώ με τη γη ήταν να μάθω πέντε πράγματα, να κινητοποιηθώ λίγο γιατί για ένα διάστημα ήμουν άνεργη, ήθελα κάτι να με κρατά… εργασιοθεραπεία που λέμε, αλλιώς τι να έκανα; τηλεόραση όλη μέρα και σε καμιά καφετέρια με τις φίλες μου (…). Και αν βρω δουλειά, δεν θα τον αφήσω τον λαχανόκηπο. Περνάω το χρόνο μου ευχάριστα, κάνω παρέες, βλέπω ότι δημιουργώ ότι… ότι τα καταφέρνω τέλος πάντων» (Σοφία, Δημοτικός Βιοαγρός Αλεξανδρούπολης).
Σε αυτό το πλαίσιο, και όσο η κρίση έχει ατονήσει το επενδυτικό ενδιαφέρον στον κατασκευαστικό κλάδο και την κτηματομεσιτική αγορά, οι πρωτοβουλίες δημοτικών λαχανόκηπων πολλαπλασιάζονται και καταλαμβάνουν αναξιοποίητα τμήματα του αστικού ιστού των μεγάλων πόλεων. Η τάση αυτή αποκτά βαρύνουσα σημασία στην περίπτωση του λεκανοπεδίου, όπου η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και η σημαντική εξάντληση αποθεμάτων υπαίθριων ελεύθερων χώρων καθιστούν εντονότερη την ανάγκη επανάκτησης της επαφής των κατοίκων με τη φύση και το αγροτικό περιβάλλον. Με δεδομένη τη γενικευμένη μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας στη μητροπολιτική περιοχή Αθηνών, προσφέρεται η ευκαιρία για ορισμένες ασχεδίαστες περιοχές της πόλης, κενά οικόπεδα και δημοτικές εκτάσεις που βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση να μετατραπούν σε δημοτικούς λαχανόκηπους, αποτελώντας νησίδες πρασίνου και κοινωνικής δραστηριοποίησης για την ευρύτερη περιοχή.
Η περίπτωση του δημοτικού λαχανόκηπου Αμαρουσίου, που εγκαινιάστηκε το 2012, στην περιοχή Νέο Τέρμα–Παλαιό Ψαλίδι, αποτελεί ενδιαφέρον παράδειγμα αξιοποίησης δημοτικής έκτασης για κοινωνικό και παραγωγικό σκοπό. Στο Μαρούσι των έντονων μετασχηματισμών, της οικοδομικής έξαρσης της δεκαετίας 1990 και εντεύθεν, των μεγάλων χωροθετήσεων και των τεράστιων εμπορικών κέντρων της περιόδου των Ολυμπιακών έργων «Αθήνα 2004», ένα εγκαταλειμμένο οικόπεδο, η οικοδόμηση του οποίου δεν ευνοείτο πλέον λόγω κρίσης, ενσωματώνεται ξανά στην γειτονιά. Ο στόχος από την πλευρά της δημοτικής αρχής ήταν διπλός: «αφενός, η αξιοποίηση ανεκμετάλλευτων και εγκαταλελειμμένων ελεύθερων χώρων, οι οποίοι αναδιαμορφώνονται σε λαχανόκηπους πρασινίζοντας και ομορφαίνοντας τις γειτονιές και αφετέρου λειτουργούν ως μέσο κοινωνικοποίησης, ενεργοποίησης, δημιουργικής διεξόδου, κοινωνικής μέριμνας και αλληλεγγύης για τους κατοίκους της πόλης, σε περίοδο κρίσης» (http://www.econews.gr/2012/04/01/dimotikos-laxanokipos-marousi/).
Το οικόπεδο είναι έκτασης 1.500 τ.μ. και αποκτήθηκε από τον Δήμο από κληροδότημα. Αν και είναι ενταγμένο στο σχέδιο πόλης από το 1936, ουδέποτε εκδόθηκε άδεια δόμησης σύμφωνα με την πολεοδομική υπηρεσία του Δήμου, ούτε προχώρησε το σχέδιο κατασκευής Πολύκεντρου κατά την προ-Ολυμπιακών έργων περίοδο, χάρη στην κινητοποίηση των περίοικων, όπως οι ίδιοι δηλώνουν. Για χρόνια σε αχρηστία, είχε άτυπα μεταβληθεί σε χώρο εναπόθεσης απορριμμάτων και οικοδομικών υλικών. Η επαναχρησιμοποίηση από τους κατοίκους μετέτρεψε έναν υποβαθμισμένο ελεύθερο χώρο σε ζωντανό υγιές οργανικό τμήμα της πόλης, ενώ του προσέδωσε ένα νέο ενεργό ρόλο, μια νέα κοινωνική ταυτότητα συμβάλλοντας στην επανασύσταση της γειτονιάς και στο πρασίνισμα του αστικού περιβάλλοντος.
Ο λαχανόκηπος είναι κατατμημένος σε 40 τεμάχια των 25 τ.μ. Η διανομή σε καλλιεργητές δημότες έγινε με βάση τη ζήτηση και κοινωνικά κριτήρια. Ο Δήμος μερίμνησε για τον καθαρισμό του οικοπέδου, την απόθεση φερτού χώματος και τις βασικές υποδομές για τη λειτουργία του λαχανόκηπου (περίφραξη, παροχή νερού με δεξαμενή ύδατος). Η καλλιέργεια επιτρέπεται να γίνεται με βιολογικές μόνο μεθόδους, που θέλει ιδιαίτερες γνώσεις σε σχέση με τις συμβατικές. «Οι γεωπόνοι που να τα ξέρουν αυτά; τώρα γίναμε όλοι γεωργοί του ιντερνέτ (…). Το ψάχνω συνέχεια και πειραματίζομαι, αλλά θέλει επιμονή και μεράκι. Όσο ασχολείσαι μαθαίνεις» (Παναγιώτης, συνταξιούχος).
Στα σημαντικότερα οφέλη από την ενασχόληση των δημοτών με τον λαχανόκηπο κατατάσσεται πρωτίστως η ανάγκη για συντροφιά, η ψυχαγωγία και η ψυχοθεραπεία μέσα από την κηπουρική. «Έχει γίνει πια καθημερινή ανάγκη η επαφή με τον λαχανόκηπο, έχω σκάψει, έχω ιδρώσει εδώ μέσα… διαφορετικά τι να έκανα τα πρωινά; Να πήγαινα για καφέ με τις φίλες μου;» (Ελένη, νοικοκυρά). Δευτερευόντως, αναφέρεται η ανάγκη για αυτάρκεια του νοικοκυριού σε φρέσκα και βιολογικά κηπευτικά προϊόντα και η οικονομική ελάφρυνση. Για κάποιους καλλιεργητές ο λαχανόκηπος ξαναζωντανεύει παιδικές μνήμες και γεύσεις του οικογενειακού τραπεζιού. «Παλιά στο Μαρούσι καλλιεργούσαμε στις αυλές, υπήρχαν περιβόλια, πολλά νερά… από την Κηφισίας μέχρι κάτω στην Κύμης, εκεί που είναι σήμερα το Ολυμπιακό Στάδιο. Άνοιγαν οι αμπολές και πότιζαν μέχρι κάτω τα χωράφια, τα θυμάμαι τη δεκαετία του 1960, ήμουν παιδί και φτιάχναμε χάρτινα καραβάκια και τα βρίσκαμε εκεί κάτω (…). Η μάνα μου μόνο της εποχής έβαζε στο τραπέζι, ντομάτες μόνο το καλοκαίρι τρώγαμε και μοσχοβολούσανε τότε (…)» (Παναγιώτης, συνταξιούχος). Για άλλους είναι απλά η ευεργετική επαφή με τη γη. «Ερχόμαστε εδώ κάθε μέρα με τη γυναίκα μου. Είναι ευχαρίστηση, φυσική άσκηση, διέξοδος. Παρά τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζουμε, μια με την υγεία μας, μια με τα οικογενειακά μας, τον κήπο δεν τον αφήνουμε (…). Μικρός στο χωριό βοηθούσα όπως όλα τα παιδιά τότε τους γονείς στα χωράφια… μου αρέσει να ασχολούμαι και σήμερα, είναι μεράκι (…). Οικονομικά όχι, δεν είναι ελάφρυνση, να μη σου πω ότι μπαίνω και μέσα, όμως τρώω το αγνό, δίνω στα παιδιά μου και στα εγγόνια μου, σε κανέναν γείτονα άμα μου ζητήσει, η γυναίκα μου ξέρει και κόσμο από την Εκκλησία στην ενορία μας, τι να την κάνουμε τόση παραγωγή δύο άτομα;» (Γιώργος, συνταξιούχος).
Παρά τη θετική απόκριση των δημοτών σε όλη την Ελλάδα, όπως στον εν λόγω λαχανόκηπο του Αμαρουσίου, δεν υπάρχει θεσμική κατοχύρωση για γεωργική χρήση μόνιμου χαρακτήρα στα αστικά αγροκήπια, ούτε είναι δεδομένος και ο χρονικός ορίζοντας λειτουργίας τους, γεγονός που τα καθιστά ευάλωτα απέναντι σε περισσότερο ανταγωνιστικές χρήσεις. Οι δημοτικοί λαχανόκηποι παραμένουν μια συγκυριακή δράση στο πλαίσιο της κοινωνικής μέριμνας προϊούσης της οικονομικής κρίσης και όχι μια θεσμοθετημένη χρήση γης στο πλαίσιο του αστικού σχεδιασμού των πόλεων που τους φιλοξενούν. Προς το παρόν φαίνεται να είναι η απουσία επενδυτικού ενδιαφέροντος που εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα των δημοτικών λαχανόκηπων έναντι περισσότερο επικερδών χρήσεων γης για όσο διάστημα διαρκεί η κρίση.
Ανθοπούλου, Θ., Νικολαΐδου, Σ. (2015) Οι καλλιεργητές της πόλης: Ο Δημοτικός αστικός λαχανόκηπος του Αμαρουσίου, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/οι-καλλιεργητές-της-πόλης/ , DOI: 10.17902/20971.30
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Πληροφορίες για τον δημοτικό λαχανόκηπο Αμαρουσίου:
Η αστική γεωργία μοιάζει να είναι ένας παράδοξος συνδυασμός καθώς συνταιριάζει δύο ετερόκλητους κόσμους, τον αστικό και τον αγροτικό. Και όμως, ιστορικά η πόλη και η γεωργία ήταν ανέκαθεν αλληλένδετες. Μόλις τον 20ο αιώνα και ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την πλήρη εκβιομηχάνιση της γεωργικής παραγωγής και τη διεθνοποίηση των αγορών, η σχέση αυτή διερράγη γεωγραφικά και λειτουργικά. Το πέρασμα από την παραδοσιακή στην αποκαλούμενη παραγωγιστική γεωργία ήταν τόσο εντυπωσιακό, με τις αποδόσεις των παραγωγών να εκτινάσσονται στα ύψη, ώστε ενισχύθηκε η αντίληψη ότι «η πόλη είναι πόλη και η ύπαιθρος είναι ύπαιθρος και δεν μπορούν να συναντηθούν παρά μόνο στους διαδρόμους των σούπερ μάρκετ» (Fox 2011).
Η αστική γεωργία μπορεί σύντομα να ορισθεί ως η καλλιέργεια φυτών ή ακόμα και η μικρή εκτροφή ζώων μέσα στον αστικό ιστό και στις παρυφές της πόλης (FAO 1999). Αυτό που διαφοροποιεί την αστική γεωργία, από την γεωργία των ανοικτών αγρών είναι ότι η πρώτη είναι ενσωματωμένη και αλληλεπιδρά με το οικολογικό σύστημα της πόλης και την αστική οικονομία: (επανα)χρησιμοποιεί ανθρώπινους και υλικούς πόρους, προϊόντα και υπηρεσίες της πόλης ενώ η παραγωγή της προορίζεται κυρίως για την κατανάλωση φρέσκων προϊόντων των αστικών νοικοκυριών (Mougeot 2005, Pothukuchi and Kaufman 1999). Διαθέτοντας ήδη μακρά παράδοση στις βιομηχανικές πόλεις του δυτικού κόσμου, η αστική γεωργία αποκτά νέα κοινωνικοπολιτικά ερείσματα τη δεκαετία του 1970, μέσα στην όλη δυναμική των κοινωνικών κινημάτων που αμφισβητούν τον καταναλωτισμό ως αξιακό πρότυπο του καπιταλισμού και προτάσσουν ένα εναλλακτικό μοντέλο παραγωγής και ανάπτυξης με σεβασμό στη φύση και τους ρυθμούς της, στα δικαιώματα των εργαζομένων, στις τοπικές κοινωνίες και τους πόρους της. Καθώς ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός της γεωργίας και η διεθνοποίηση της αγροβιομηχανίας έχει αποκόψει τους καταναλωτές από την οικογενειακή γεωργία και τους τόπους παραγωγής, αυξάνεται η ανάγκη να επανακτήσουμε την σχέση μας με την τροφή και τη γη, να γνωρίζουμε από πού έρχονται τα τρόφιμα και πώς έχουν παραχθεί και να ξαναβρούμε τις χαμένες γεύσεις μέσα από τα τοπικά προϊόντα και τους γηγενείς σπόρους.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η οικονομική κρίση διεθνώς με τις αλλεπάλληλες ανατιμήσεις και διακυμάνσεις των τιμών σε βασικά είδη διατροφής και τα αυξανόμενα φαινόμενα αστικής φτώχειας –συμπεριλαμβανομένων και των δυτικών μητροπόλεων – ξαναφέρνει στο δημόσιο λόγο το διατροφικό ζήτημα στις πόλεις. Ζητούμενο είναι η απρόσκοπτη πρόσβαση σε φρέσκα και θρεπτικά τρόφιμα για όλες τις κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού στο πλαίσιο του τροφικού σχεδιασμού των πόλεων και της διατροφικής δικαιοσύνης (FAO 2010, Gotlieb and Joshi 2013). Από τους διάσημους λαχανόκηπους της Νέας Υόρκης, του Ντιτρόιτ και του Βανκούβερ έως το Βερολίνο, το Παρίσι και τη Λισσαβόνα, η αστική γεωργία θεωρείται ότι απαντά στη γενικευμένη αστική κρίση, όχι μόνο ως πλαίσιο ζωής που υποβαθμίζεται, αλλά και ως ποιότητα της καθημερινής δίαιτας που υποβαθμίζεται, ιδιαίτερα για τα φτωχότερα στρώματα του αστικού πληθυσμού προϊούσης της οικονομικής κρίσης.
Η άνθιση μικρών οικογενειακών λαχανόκηπων σε αυλές, μπαλκόνια και ταράτσες και οι συλλογικές αστικές καλλιέργειες ως πρωτοβουλίες ενεργών πολιτών και κινημάτων πόλης σε εγκαταλειμμένους, αχρησιμοποίητους ή άλλους ελεύθερους ανοικτούς χώρους εκφράζει ακριβώς την αναγκαιότητα (επανα)τοπικοποίησης των συστημάτων αγροτικής παραγωγής. Αναδεικνύονται οι πολλαπλές ευεργετικές λειτουργίες της αστικής γεωργίας, όπως η ιδιοπαραγωγή φρέσκων τροφίμων και η ελάφρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού, το πρασίνισμα της πόλης και η περιβαλλοντική διαχείριση (π.χ. κομποστοποίηση οικιακών οργανικών απορριμμάτων, η συμβολή στη μείωση της θερμότητας των πόλεων), η επανασύσταση του κοινωνικού δεσμού στις γειτονιές, η ψυχική υγεία και η δημιουργία ευκαιριών για αναψυχή, άσκηση, εκπαίδευση, κ.ά. Με άλλα λόγια, πέρα από τα τρόφιμα, η αστική γεωργία συμβάλλει στην παραγωγή δημόσιων αγαθών στην πόλη και συνεπώς η προστιθέμενη αξία της είναι πολλαπλάσια της αξίας των παραγόμενων γεωργικών προϊόντων (Dubbeling et al. 2010), ώστε να της αξίζει μια θέση στον σχεδιασμό των πόλεων (Halweil and Nierenberg 2007).
Παράλληλα, βλέπουμε να αναδύονται τελευταία σε Ευρώπη και βόρεια Αμερική νέες εναλλακτικές μορφές αγοράς. Πρόκειται για μικρές αλυσίδες διακίνησης τροφίμων και αλληλέγγυα δίκτυα παραγωγών – καταναλωτών που βασίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, τη δικαιοσύνη και την κριτική κατανάλωση με κοινωνικά κριτήρια απέναντι στα προϊόντα, τις εμπορικές στρατηγικές και τα καταναλωτικά πρότυπα που προτάσσουν τα μεγάλα δίκτυα διανομής (Renting et al. 2012). Τα δίκτυα αυτά φέρνουν σε άμεση επαφή τους καταναλωτές της πόλης με τους αγρότες παραγωγούς και την κουλτούρα τους. Μέσα από την ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης ενισχύονται οι μικροί παραγωγοί, η βιωσιμότητα των τοπικών οικονομιών, η φυσική και πολιτισμική ποικιλότητα καθώς και το δίκαιο εμπόριο προς όφελος όχι μόνο των παραγωγών (δίκαιες τιμές, χωρίς μεσάζοντες) αλλά και των καταναλωτών της πόλης που μπορούν να απολαύσουν φρέσκια, υγιεινή και θρεπτική τροφή σε προσιτή τιμή σε σχέση με τα ομοειδή τυποποιημένα στα σελοφάν προϊόντα του σούπερ-μάρκετ.
Οι αστικοί λαχανόκηποι και βιοαγροί, σε ατομική, συλλογική είτε κινηματική βάση από ομάδες πολιτών που διεκδικούν «το δικαίωμα στην πόλη», τα καλάθια φρέσκων λαχανικών που διανέμονται από τους παραγωγούς σε κοινότητες ενεργών καταναλωτών σε γειτονιές της πόλης, τα δίκτυα «χωρίς μεσάζοντες», όπου αγρότες προμηθεύουν απευθείας την παραγωγή τους σε οργανωμένους ανοικτούς χώρους και σημεία πώλησης, οι αγροτικές υπαίθριες αγορές, οι οικο-γιορτές και τα φεστιβάλ εναλλακτικού και αλληλέγγυου εμπορίου επαναπροσδιορίζουν τις σχέσεις μεταξύ αστικού και αγροτικού συμβάλλοντας στο ζωντάνεμα της γειτονιάς, στην ανασύσταση του κοινωνικού δεσμού και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής στην πόλη.
Στην Ελλάδα τόσο η αστική γεωργία όσο και τα αλληλέγγυα δίκτυα αγοράς εμφανίζονται και οργανώνονται συστηματικά πολύ όψιμα, υπό την πίεση της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, η οποία πλήττει με δραματικότερο τρόπο τα αστικά νοικοκυριά. Με το βάθεμα της κρίσης, πολλαπλασιάζονται οι δημοτικοί αστικοί λαχανόκηποι σε όλο τον ελλαδικό χώρο, καθώς και άλλες αξιόλογες συλλογικότητες και κινήσεις πολιτών που διεκδικούν τον δημόσιο χώρο για παραγωγικούς κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς μέσω της εισαγωγής της βιοκαλλιέργειας, της δημιουργίας τράπεζας σπόρων, της συλλογικής κουζίνας και της κοινωνικής προσφοράς. Παράλληλα, πολλαπλασιάζονται τα «καλάθια λαχανικών» που διακινούνται στις γειτονιές της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής των Αθηνών στο πλαίσιο της «κοινοτικά υποστηριζόμενης γεωργίας», όπως και άλλα αλληλέγγυα δίκτυα παραγωγών – καταναλωτών και «κινήματα χωρίς μεσάζοντες» μετά την απήχηση που είχε στους καταναλωτές το «κίνημα της πατάτας» (2012). Σε κάθε περίπτωση, αστικές καλλιέργειες μέσα και έξω από τον ιστό της Αθηναϊκής μητρόπολης και δίκτυα καταναλωτών με μικρούς παραγωγούς αντικατοπτρίζουν –πέρα από το κοινωνικό αίτημα για διατροφική ασφάλεια και πρόσβαση σε φρέσκια θρεπτική τροφή σε προσιτό κόστος για όλες τις κοινωνικές ομάδες– την ανάγκη επανασύνδεσης των κατοίκων με τη γειτονιά τους, την πόλη και την κοντινή τους ύπαιθρο μέσω συμμετοχικών διαδικασιών και κοινωνικά διαχειριζόμενων δράσεων, δίνοντας νόημα στο όραμα της βιώσιμης πόλης.
Ανθοπούλου, Θ. (2015) Το χωράφι στην πόλη: Αστική γεωργία και αλληλέγγυα δίκτυα παραγωγών-καταναλωτών σε γειτονιές της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/το-χωράφι-στην-πόλη/ , DOI: 10.17902/20971.32
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
«Τα πάντα εδώ συνυπάρχουν σε απόσταση αναπνοής»
Βασίλης Καραποστόλης, Χειροποίητη Πόλη
Ως «πυκνωτής» μιας πρόσφατα διαμορφωμένης πληθυσμιακής ετερογένειας, η αθηναϊκή πολυκατοικία της αντιπαροχής γίνεται μια εντοπισμένη περίπτωση «αυθόρμητης» κοινωνικής ανάμειξης μεταξύ ελλήνων και αλλοδαπών κατοίκων. Τα προηγουμένως άδεια, απαξιωμένα διαμερίσματα των χαμηλότερων ορόφων αντικατέστησαν την έλλειψη κοινωνικής κατοικίας στεγάζοντας μετανάστες και μετανάστριες που σταδιακά εγκαταστάθηκαν στις κεντρικές γειτονιές της πόλης από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μαζί με τους έλληνες κατοίκους των ψηλότερων πατωμάτων, συνυπάρχουν στα ίδια κτήρια, φαινόμενο που έχει περιγραφεί ως κάθετη κοινωνική διαφοροποίηση (Maloutas & Karadimitriou 2001). Η εθνοτική και ταξική ποικιλότητα της κοινωνίας της πρωτεύουσας εκφράζονται σε αυτήν την κάθετη, ιεραρχημένη συνύπαρξη ντόπιων και μεταναστών ως μία εναλλακτική, στρωματοποιημένη ανθρωπογεωγραφία απόλυτης γειτνίασης στην κλίμακα του κτηρίου.
Η χωρική απόσταση μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων (π.χ. κοινωνικών τάξεων ή εθνοτήτων μιας πόλης) φέρει παραδοσιακά αρνητικό φορτίο, ως δηλωτική κοινωνικών ανισοτήτων και αποκλεισμού. Όμως, αυτή η εξίσωση χωρικής και κοινωνικής απόστασης αμφισβητείται αφού η χωρική εγγύτητα ενδέχεται να δρα παραπλανητικά, αποκρύπτοντας μορφές περιθωριοποίησης και ασθενούς ένταξης (Chamboredon et Lemaire 1970, Kokkali 2007). Σε ένα άλλο επίπεδο, ο Bourdieu (1985) ερμηνεύει την κοινωνία ως χώρο εντός του οποίου άτομα και ομάδες καταλαμβάνουν σχεσιακές θέσεις. Αυτή η κοινωνική χωροθέτηση αποδίδεται σε σχέσεις ιεραρχίας που πηγάζουν από τη συγκέντρωση κεφαλαίου (υλικού και συμβολικού) και εκφράζονται σε συμβολικές αποστάσεις και γειτνιάσεις. Αν λοιπόν η αθηναϊκή πολυκατοικία με την περιεχόμενη κοινωνική της διαφοροποίηση μπορεί να ιδωθεί ως κοινωνικός χώρος με καθέτως εκφρασμένες σχέσεις, οι κοινωνικές – και όχι οι χωρικές- αποστάσεις είναι εκείνες που πρέπει να ερευνηθούν στις διάφορες εκφράσεις τους.
Συνδυάζοντας κοινωνιολογική και γεωγραφική φαντασία, το παρόν κείμενο επικεντρώνεται στην καθέτως διαφοροποιημένη πολυκατοικία της Αθήνας με σκοπό να αναδείξει το ρόλο της μικροκλίμακας στην έκφραση του στεγαστικού διαχωρισμού. Θεωρώντας ότι δεν υπάρχουν a priori καθορισμένες χωρικές υποδιαιρέσεις (Preteceille 2007), επιχειρείται μια ερμηνεία του χωρο-κοινωνικού διαχωρισμού διαφορετική από εκείνη της γενικής εικόνας χαρτών και ποσοτικών δεικτών, εργαλεία που συχνά συσκοτίζουν την πολυπλοκότητα μιας αστικής πραγματικότητας «ιδωμένης από ψηλά». Περιγράφοντας μια περίπτωση πολυκατοικίας, αναδεικνύονται οι κοινωνικές αποστάσεις που μπορούν να εμφανιστούν σε περιπτώσεις χωρικής εγγύτητας, ο δυναμισμός της μικροκλίμακας και οι πιθανοί συμβολισμοί του φαινομένου.
Ένα κτήριο στην οδό Αρκτίνου, στο Παγκράτι, αποτελεί την υπό εξέταση περίπτωση [1]. Η καθέτως εκδηλωμένη κοινωνική ποικιλότητα της πολυκατοικίας την καθιστά πιθανώς παραδειγματική: ο όροφος κατοικίας βρίσκεται σε συνάρτηση με την εθνικότητα, τα χρόνια παρουσίας στην πόλη και το καθεστώς ιδιοκτησίας. Τα αποτελέσματα της έρευνας των Maloutas & Karadimitriou (2001) επιβεβαιώνουν τον παραπάνω συσχετισμό σε μια πιο διευρυμένη κλίμακα. Στην παρούσα έρευνα πραγματοποιήθηκε καταγραφή της κατανομής εθνικοτήτων και των οικιστικών χαρακτηριστικών ανά όροφο. Έπειτα, ιστορίες συλλέχθηκαν από «γηγενείς» κατοίκους και πραγματοποιήθηκε παρατήρηση στους ισόγειους κοινόχρηστους χώρους. Τα αποτελέσματα δίνονται συνοπτικά και συνθετικά μέσω της παρουσίασης της πολυκατοικίας ως κάθετου, βιωμένου “εθνογραφικού τόπου” (Pink 2009), στοχεύοντας στην κατά το δυνατόν καλύτερη μεταφορά της εμπειρίας του ερευνητή μέσω του κειμένου.
Στην είσοδο, διάλογοι ακούγονται σε ξένη γλώσσα, οι πόρτες των διαμερισμάτων είναι ανοιχτές, κάτοικοι διασχίζουν περνώντας από το ένα στο άλλο· «μιλάνε δυνατά», σχολιάζει μια ελληνίδα κάτοικος. Τρία νοικοκυριά Μπαγκλαντεσιανών κι ένα Ελλήνων βρίσκονται στο ημιυπόγειο και το ισόγειο, σε συνθήκες περιορισμένου ηλιασμού κι αερισμού, εμφανούς υγρασίας στους τοίχους και σε άμεση γειτνίαση με τον θορυβώδη δρόμο. Το φυσικό φως δε φτάνει στον προθάλαμο του υπογείου, όπου εντοπίζονται δυο διαμερίσματα. Στον πρώτο όροφο μια οικογένεια από τις Φιλιππίνες: «ήταν οι πρώτοι που ήρθαν εδώ» λέει ο διαχειριστής —«ακόμη και πριν τους Αλβανούς» αναφέρει άλλη κάτοικος— και είχαν αρχικά εγκατασταθεί στο υπόγειο· με τα χρόνια «αναρριχήθηκαν» ψηλότερα. Τη σειρά τους σε κείνες τις πρώτες θέσεις παίρνουν τώρα οι προσφάτως αφιχθέντες γείτονες από το Μπαγκλαντές. Είναι εκείνοι που διακρίνονται στις ιστορίες ως «αυτοί από το υπόγειο», οι «σκούροι» και οι «ξένοι». Το δεύτερο πάτωμα μοιράζεται μεταξύ ενός νοικοκυριού Ελλήνων κι ενός Φιλιππινέζων. Τρίτος, τέταρτος και πέμπτος όροφος στεγάζουν αποκλειστικά Έλληνες κι Ελληνίδες.
Όλοι οι «γηγενείς» κάτοικοι διαβιούν σε ιδιόκτητα διαμερίσματα. Είναι αυτοί, οι ιδιοκτήτες, που θεωρούνται «ένα είδος κοινότητας» μέσα στο κτήριο, αποκλείοντας τους ενοικιαστές· οι τελευταίοι αποτελούνται αποκλειστικά από μετανάστες/ριες. Σχετικά με τον διαθέσιμο οικιστικό χώρο, σημαντικές διαφοροποιήσεις διαπιστώθηκαν: 37τ.μ., 15τ.μ. και 8τ.μ. ανά άτομο υπολογίστηκαν για τους έλληνες, φιλιππινέζους και μπαγκλαντεσιανούς κατοίκους αντίστοιχα. Ωστόσο, πέραν του μεγέθους των διαμερισμάτων, κεντρικό ρόλο παίζει και η μορφή των νοικοκυριών: Μπαγκλαντεσιανοί διαβιούν συλλογικά, Φιλιππινέζοι σχηματίζουν πυρηνικές οικογένειες ενώ μονομελή νοικοκυριά Ελλήνων/ίδων έχουν σημαντική παρουσία στα ψηλότερα πατώματα. Με μια νοητή τομή του κτηρίου (γράφημα 1) οπτικοποιούνται η κατανομή των κατοίκων και τα ποσοτικά δεδομένα της έρευνας.
Κοινωνικές αποστάσεις εκφράζονται στις ιστορίες των κατοίκων. Μυρωδιές κουζίνας φτάνουν στο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου κατά τη διάρκεια της συζήτησης το μεσημέρι· «το φαγητό τους [των αλλοδαπών] βρωμάει» δηλώνεται με ενόχληση. Ενώ κάποιος αναφέρει πως «δεν [του] αρέσουν οι μετανάστες που μένουν εδώ», ένας άλλος, στο ηλιόλουστο ρετιρέ των 65τ.μ., υποστηρίζει πως θα δεχόταν μια εργασιακή σχέση με Φιλιππινέζους, «ως κηπουρούς [του]» για παράδειγμα. Ωστόσο, πέρα από τις αναφορές στους αλλοεθνείς γείτονες, φανερώνεται ένας γενικότερος προβληματισμός για τις αδύναμες κοινωνικές επαφές σήμερα: «όλοι ζούμε μόνοι μας, δεν περνάμε χρόνο μαζί» και «δεν υπάρχουν οικογένειες». Σχετικά με τη διάδραση μεταξύ κατοίκων, μια πιθανής «πόλωση» εμφανίζεται στις καθημερινές επαφές: τα ελληνικά νοικοκυριά τείνουν να αλληλεπιδρούν αυστηρά μεταξύ τους μη αναπτύσσοντας επαφές με τα αντίστοιχα αλλοεθνή. Στον αντίποδα, οι μπαγκλαντεσιανοί κάτοικοι διαμορφώνουν τη δική τους «συγκέντρωση», αλληλεπιδρώντας μόνο με μέλη της κοινότητάς τους (γράφημα 2) «ζωντανεύοντας» τους κοινόχρηστους χώρους. Βγαίνοντας πια από την πολυκατοικία, μια τελευταία ματιά εντοπίζει μια ελληνική σημαία ψηλά, στη βεράντα του ρετιρέ· σαν μια εμπράγματη δήλωση του ποιοί/ές εδράζουν «επάνω».
Σε τούτον τον ιεραρχημένο κοινωνικό χώρο, Έλληνες κι Ελληνίδες εντοπίζονται στην κορυφή του, που μεταφράζεται σε διαμερίσματα υψηλών ορόφων, βελτιωμένες συνθήκες διαβίωσης και στην ισχύ να διαφοροποιούνται μέσω του λόγου τους από το «άλλο», το «ξένο». Τις λιγότερο προνομιακές θέσεις της ιεραρχίας καταλαμβάνουν νοικοκυριά μεταναστών στα πρώτα πατώματα, με περιορισμένα οικιστικά και κοινωνικά προνόμια, όπως η μη-ιδιόκτητη κατοικία —πιθανής ένδειξη του βαθμού ένταξης στην νεοελληνική κοινωνία— και το ανήκειν σε χαμηλές επαγγελματικές κατηγορίες. Ωστόσο, διακυμάνσεις παρατηρήθηκαν και μεταξύ των αλλοδαπών νοικοκυριών αναφορικά με την ποιότητα της κατοικίας και τον τύπο νοικοκυριού ως άλλους δείκτες ένταξης. Η ανά όροφο χωροθέτηση είναι συνάρτηση, και μαζί έκφραση, του χρόνου παραμονής στην πόλη και, κατά προέκταση, του αντίστοιχου, ομαδικά ή ατομικά συγκεντρωμένου, κοινωνικού κεφαλαίου.
Ένας κοινωνικός χώρος δε μπορεί όμως παρά να γίνει αντιληπτός μέσω των συμβολισμών που φέρει και αναπαράγει. Μέσω μιας «κοινωνικής χωροποίησης» (βλ. Shields 1991), κυρίαρχες ομάδες νοηματοδοτούν τον πραγματικό χώρο με τέτοιον τρόπο ώστε να παγιώνονται συγκεκριμένες αντιλήψεις μέσα σε ένα σύστημα κοινωνικών ιεραρχιών· είναι το ίδιο σύστημα μέσω του οποίου ο κόσμος θα γίνει έπειτα αντιληπτός. Η κάθετη κοινωνική διαφοροποίηση και η πραγματικότητά της ίσως να σημαίνουν περισσότερα από την απλή συνύπαρξη «γηγενών» και αλλοδαπών στα ίδια κτήρια. Είναι που η ίδια η κοινωνία γίνεται αντιληπτή καθέτως. Η διαστρωμάτωσή της υπαγορεύει συγκεκριμένο λεξιλόγιο και συγκεκριμένη εικονοποίηση ιεραρχίας: κάποιοι βρίσκονται «επάνω», κάποιοι βρίσκονται «κάτω». Ανάλογα, η «καθετότητα» των πόλεων γίνεται μια αλληγορία των κοινωνικών σχέσεων ισχύος (Hewitt & Graham 2015). Σαν σε μια αθηναϊκή εκδοχή αναπαραστάσεων επιστημονικής φαντασίας (όπως της ταινίας «Metropolis» του Lang, 1927), στις ιστορίες της οδού Αρκτίνου το «άλλο» των Ελλήνων κι Ελληνίδων των υψηλών πατωμάτων δεν είναι μόνον άλλου χρώματος ή εθνικότητας· είναι το «από κάτω», «του υπογείου». Και το ιδιόκτητο διαμέρισμα συσπειρώνει —πραγματικά στους ορόφους, και συμβολικά στις σχέσεις— περαιτέρω τους «γηγενείς» κατοίκους. Κάπως έτσι μια νοητή ελληνική επικράτεια σχηματίζεται στο άνω μέρος του κτηρίου, επικράτεια που βρίσκεται «πάνω από» αλλοεθνείς κι ενοικιαστές και που εκφράζει συνιστώσες κοινωνικού στάτους.
Συνοψίζοντας, είναι ποικίλες οι «ηθικές γεωγραφίες» (βλ. Cresswell 2005) που ενδέχεται να εκκολάπτονται μέσα στον κάθετο διαχωρισμό της αθηναϊκής πολυκατοικίας, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ένα φαινόμενο κυρίαρχο στις κεντρικές γειτονιές της πόλης. Έχοντας ως αφετηρία τον πραγματικό χώρο και τις περιεχόμενες σχέσεις και ανισότητες, η «καθετότητα» της συμβίωσης ελλήνων κι αλλοδαπών κατοίκων υπόκειται σε συγκεκριμένες νοηματοδοτήσεις. Στον λόγο ελλήνων κατοίκων, κάποιοι φαίνεται να «ανήκουν» στα χαμηλά και κάποιοι στα υψηλά πατώματα, άποψη που μπορεί να συνδιαμορφώνει οπτικές για το «ποιοί ανήκουν που» στην κάθετη κοινωνική ιεραρχία· άλλωστε, ζώντας ψηλά δύναται να αναπτύξει κανείς ένα εκ-των-άνωθεν-βλέμμα (Hewitt & Graham 2015), υποδηλώνοντας μια θέση ισχύος. Είναι εκείνο το «ανήκειν» στον υλικό χώρο της πολυκατοικίας που πρέπει να δούμε πώς συνδέεται με το «ανήκειν» στην άυλη κοινωνική κλίμακα. Γιατί το ενδιάμεσο της μεταξύ τους σύνδεσης παγιώνει και αναπαράγει ιδεολογίες κι αντιλήψεις που τέμνουν την πόλη καθέτως· πάντα στο ενδιάμεσο αλληγορίας και πραγματικότητας.
[1] Η έρευνα πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2013 κατά την εκπόνηση της μεταπτυχιακής διατριβής του γράφοντος για το πανεπιστήμιο της Βιέννης, υπό την επίβλεψη του Jesus Leal (Universidad Complutense de Madrid).
Μπουρλέσσας, Π. (2015) Χωρική εγγύτητα και κοινωνικές αποστάσεις: η κάθετη κοινωνική διαφοροποίηση σε μια πολυκατοικία της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-πολυκατοικία/ , DOI: 10.17902/20971.2
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η κρίση δημόσιου χρέους στην Ελλάδα από το 2009-2010 έχει συμβάλει καθοριστικά στην ενίσχυση των τάσεων για υφαρπαγή της δημόσιας γης. Το καθεστώς χρέους συμβάλλει στην πολιτική αποδυνάμωση του κράτους-οφειλέτη και στη φτωχοποίηση του πληθυσμού και της κυβέρνησης. Οι όροι που επέβαλε η Τρόικα στην Ελλάδα για την αποπληρωμή του, αγνοούν τις εθνικές κοινωνικές ανάγκες και καθορίζουν τους τρόπους που θα αποπληρωθεί, μεταξύ των οποίων δεσπόζουσα θέση έχει η πώληση εθνικών περιουσιακών στοιχείων καταλύοντας την έννομη, συνταγματική τάξη.
Τα δύο βασικότερα οχήματα για την υφαρπαγή της δημόσιας γης μετά το 2010 είναι το Ταμείο Ανάπτυξης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ), γνωστό και ως «Ταμείο Ξεπουλήματος της Ελλάδας» και οι ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων φορέων, υποδομών και ΝΠΔΔ, οι οποίοι είναι κάτοχοι μεγάλων εκτάσεων γης (ΔΕΗ, ΟΣΕ, λιμάνια, αεροδρόμια κλπ). Στο ΤΑΙΠΕΔ μεταβιβάστηκαν αναγκαστικά και χωρίς αντάλλαγμα όλες οι μορφές ακίνητης ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου και των εποπτευόμενων οργανισμών με μεγάλη ακίνητη περιουσία, χωρίς να μπορούν στο μέλλον να αναμεταβιβαστούν στο ελληνικό δημόσιο.
Κορωνίδα του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων που υλοποιεί το ΤΑΙΠΕΔ στην Αττική είναι η έκταση των 6.200 στρεμμάτων (620 ha) η οποία περιλαμβάνει το πρώην αεροδρόμιο Ελληνικού και την παραλία του Αγίου Κοσμά, στο παράκτιο μέτωπο της Αττικής (εικόνα 1). Παρά το δελεαστικά χαμηλό τίμημα που ζητούσε το δημόσιο, τα πολλά σχέδια αξιοποίησης και τη μονοπωλιακή θέση της μεγάλης αυτής έκτασης, το Ελληνικό προσέλκυσε ελάχιστους επενδυτές. Ένας από αυτούς, η Lamda Development της εφοπλιστικής οικογένειας Λάτση, έδωσε προσφορά 75 ευρώ/τ.μ., την οποία αποδέχτηκε το ΤΑΙΠΕΔ, αν και όμορα οικόπεδα έχουν αντικειμενική αξία 1.110 ευρώ/τ.μ. Oι γειτονικοί δήμοι, δεκάδες οργανώσεις, πρωτοβουλίες πολιτών και η Αριστερά αντιστέκονται και κινητοποιούνται δυναμικά ενάντια στην ιδιωτικοποίηση και την αποκοπή της ελεύθερης πρόσβασης στην ακτή από τους μελλοντικούς «επενδυτές». Το Ελεγκτικό Συνέδριο πάγωσε πρόσφατα την πώληση (Πράξη 197/2014), θεωρώντας ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της διαφάνειας, της ίσης μεταχείρισης και του ανταγωνισμού, στοιχεία που είχαν τονίσει στη Βουλή τα κόμματα της τότε αντιπολίτευσης.
Πηγή:
Η συγκρότηση του ΤΑΙΠΕΔ, ο τρόπος μεταβίβασης σ’ αυτό της δημόσιας περιουσίας και οι διαδικασίες που ακολουθεί έχουν κατηγορηθεί ως παράνομες και αντισυνταγματικές (Ιδρυμα Μαραγκοπούλου 2014, Κασιμάτης 2014, Χατζημιχάλης 2014) και δεν πρόκειται εδώ να περιγραφούν συστηματικά. Στον πίνακα που ακολουθεί και στον χάρτη 1 παρουσιάζονται σε κατηγορίες τα ακίνητα προς πώληση του ΤΑΙΠΕΔ στην Αττική, στα οποία δεν περιλαμβάνονται υποδομές (αεροδρόμια, λιμάνια, ΟΣΕ). Εκτός από το πρώην αεροδρόμιο Ελληνικού και 48 κτήρια, δεν έχει πωληθεί τίποτα άλλο.
Πηγή: ΤΑΙΠΕΔ, ακίνητα που έχουν αναρτηθεί στους πίνακες μέχρι και τον Οκτώβριο 2014, δική μου επεξεργασία
Ωστόσο, η υφαρπαγή δημόσιας γης στην Αττική δεν άρχισε το 2010 με τα Μνημόνια. Στη σύντομη περίοδο 2010-2015 οι δημόσιες εκτάσεις που υφαρπάζονται είναι μεγαλύτερες, με υψηλή γαιοπρόσοδο, περιλαμβάνουν μοναδικές φυσικές και οικολογικές ενότητες και συνοδεύονται από δραματικές αλλαγές στο πολεοδομικό θεσμικό πλαίσιο υπέρ του κεφαλαίου. Ωστόσο, η υφαρπαγή δημόσιας γης αρχίζει με τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους και αποτελεί διαχρονικό χαρακτηριστικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, με τις χιλιάδες καταπατήσεις από ιδιώτες, επιχειρηματίες, μοναστήρια, την εκκλησία και δήμους μέσω των πάσης φύσεως αυθαιρέτων, την επίκληση ανύπαρκτων τίτλων και του διαχρονικά ελλιπέστατου ενδιαφέροντος για κατοχύρωση του δημοσίου συμφέροντος στη δημόσια περιουσία. Οι υφαρπαγές δημόσιας γης και δημόσιου χώρου συμβαίνουν σε πολλαπλές κλίμακες: από τις μεγάλες εκτάσεις για εξορύξεις και παράνομα λατομεία, το τουριστικό real estate με γήπεδα γκολφ και τις καταπατήσεις του αιγιαλού μέχρι τις παράνομες εκχερσώσεις δασικών εκτάσεων για καλλιέργειες, τις χιλιάδες αυθαίρετες οικοπεδοποιήσεις, την κατάληψη πλατειών και πεζοδρόμων από τραπεζοκαθίσματα ή τις ξαπλώστρες στις παραλίες.
Κύρια αιτία για τις καταπατήσεις και τις παρανομίες σχετικά με τη γη, αλλά και για τις καθυστερήσεις των ιδιωτικοποιήσεων και του ξεπουλήματος του ΤΑΙΠΕΔ, είναι η έλλειψη εθνικού κτηματολογίου. Το δημόσιο ουσιαστικά δεν ξέρει μέχρι σήμερα την έκταση και τη θέση της ακίνητης περιουσίας του, αποτέλεσμα πολλών παραγόντων από τους οποίους οι σημαντικότεροι είναι, εκτός από το κτηματολόγιο, η πολυδιάσπαση των δημοσίων υπηρεσιών που ασχολούνται με τη δημόσια γη, οι αδυναμίες ή και αδιαφορία των δημοσίων υπαλλήλων και ο συνδυασμός πολιτικών σκοπιμοτήτων και διαφθοράς.
Η δημόσια γη στην Αττική υπήρξε το θύμα της ανάπτυξης της πρωτεύουσας, άλλοτε με μίκρο-υφαρπαγές γης για ιδιόχρηση (εικόνα 2) και μικροεμπορευματική αξιοποίηση από όλες τις κοινωνικές τάξεις και τις κοινωνικές μερίδες. και άλλοτε με κερδοσκοπικές μάκρο-υφαρπαγές γης, οι οποίες εμφανίζονται σποραδικά από τον 19ο αιώνα και μαζικά/επιθετικά πολύ αργότερα, τη δεκαετία του 1990, πριν και μετά την ολυμπιακή προετοιμασία και, κυρίως, με τα Μνημόνια από το 2010 μέσω των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων.
Πηγή:
Στην Ηλιούπολη, η οικογένεια Νάστου από το 1920 έχει καταπατήσει σταδιακά περίπου 10.000 στρέμματα και δασική έκταση στον Υμηττό, ενώ είχε τίτλους μόνο για 300-400 στρέμματα και οι αντιδικίες με τον δήμο και το κράτος συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Αντίστοιχα, οι φερόμενοι ως «κληρονόμοι Βεΐκου» καταπάτησαν από τα τέλη του 19ου αιώνα έκταση 15.000 στρεμμάτων στα όρια μεταξύ του σημερινού Γαλατσίου και της Ν. Ιωνίας στην Αττική. Μετά τη δεκαετία του 1960 η αυθαίρετη οικοπεδοποίηση και δόμηση, μαζί με τη δόμηση σε δασικές εκτάσεις, μετά από πυρκαγιές με δόλο, υφάρπαξε εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δημόσιας γης. Ενδεικτικά, στο Δήμο Κερατέας το 2001 οι παράνομες κατοικίες ήταν 6.000 έναντι 8.500 νόμιμων κατοικιών. Στις εικόνες 3-5 φαίνεται η επέκταση της αυθαίρετης οικοπεδοποίησης και δόμησης από το 1950 μέχρι το 2009. Εκτός από την αυθαίρετη οικοπεδοποίηση, μεγάλες εκτάσεις δημόσιας γης υφαρπάζουν ορισμένοι οικοδομικοί συνεταιρισμοί και λατομεία οικοδομικών υλικών. Συνολικά στην Αττική υφίστανται 220 συνεταιρισμοί (καταλαμβάνουν περίπου 100.000 στρέμματα) εκ των οποίων μόνο 78 έχουν καθαρές ιδιοκτησίες (π.χ. δεν είναι δασικές, έχουν νόμιμους τίτλους κ.λπ.). Από τους υπόλοιπους 142, οι 82 έχουν θέματα με δασικές ή προστατευόμενες εκτάσεις και ήδη 12 έχουν αρνητικές γνωμοδοτήσεις από το ΣτΕ.
Πηγή:
Το 2000 εισαγγελική έρευνα αποκάλυψε ότι στο διάστημα 1960-1990 εκποιήθηκαν παράνομα 20.000 στρέμματα, ενώ τεράστια έκταση 217.000 στρεμμάτων σώθηκε στο παρά πέντε. Στο οργανωμένο κύκλωμα το οποίο είχε οργανώσει την απάτη συμμετείχαν συμβολαιογράφοι, δικηγόροι, μηχανικοί, ο δασάρχης Πεντέλης, επιχειρηματίες και ιδιώτες, επτά από τους οποίους είναι ήδη στη φυλακή. Η απάτη εντοπίστηκε όταν η παραπάνω μεγάλη έκταση των 217.000 στρεμμάτων στην περιοχή της Βάρης (η μισή ήταν αναδασωτέα από τις πυρκαγιές, αλλά ο δασάρχης την είχε αποχαρακτηρίσει) βγήκε στην αγορά το 1999 προς πώληση, ενδιαφέρθηκε ως αγοραστής μεγάλη εταιρία real estate, αλλά όταν ήταν να «πέσουν» οι υπογραφές, μια άλλη εταιρία εμφανίστηκε να αγοράζει από άλλο ιδιοκτήτη το μεγαλύτερο τμήμα της παραπάνω έκτασης. Τη χαριστική βολή στα δάση της Αττικής προς όφελος των συνεταιρισμών και άλλων ασύμβατων χρήσεων έδωσε το καλοκαίρι του 2014 ο νέος δασικός νόμος 4282/14.
Στην υφαρπαγή της δημόσιας γης ενεργοποιείται και η εκκλησία και τα μοναστήρια, κυρίως η Ιερά Μονή Πεντέλης. Ο Ιερός Ναός Λαμίας «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» διεκδικεί 7.500 στρέμματα με αμφισβητήσιμους τίτλους στο Ποικίλο Όρος της Αττικής. Στηρίζει τη διεκδίκησή του σε μια διαθήκη του 1916, με την οποία έγινε κληρονόμος μεγάλου μέρους του λεγόμενου «κτήματος Βέρδη». Από το 2011 η νέα εταιρεία real estate για την εκκλησιαστική περιουσία έχει ειδικές φορολογικές απαλλαγές, μπορεί να διαχειρίζεται ακίνητα τρίτων (π.χ. μονών) και διατηρεί τη διοίκηση και εκμετάλλευση ακινήτων τα οποία τυχόν στην πορεία αποδειχτεί ότι δεν της ανήκουν. Η πρώτη πώληση αφορά έκταση 83 στρεμμάτων στον Λαιμό της Βουλιαγμένης και έπονται άλλες ακριβές εκτάσεις στο Καβούρι, στο Κολωνάκι, και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Από την επέλαση στη γη της Αττικής δεν μπορεί να εξαιρεθεί το παράκτιο μέτωπο, το οποίο ανέλαβε να «αξιοποιήσει» η Παράκτιο Αττικό Μέτωπο ΑΕ, που ίδρυσε η κυβέρνηση το 2012 με φιλοδοξία να μετατρέψει τις ακτές από το ΣΕΦ μέχρι το Σούνιο σε «ελληνική Ριβιέρα». Στην εταιρεία μεταβιβάστηκαν περιοχές με μεγάλη εμπορική αξία και μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται 58,6 στρέμματα στη Ανάβυσσο και 670 στην Αλυκή Αναβύσσου, 327 στο Λαγονήσι, 156 στη Βάρκιζα, 500 στο Μικρό Καβούρι και στην Ακτή Βούλας η πλαζ, το κάμπινγκ και το νυκτερινό κέντρο έκτασης 360 στρεμμάτων, κ.ά. Επιπλέον, υπάρχουν διάσπαρτες δημόσιες και δημοτικές εκτάσεις, περίπου 100.000 στρεμμάτων, οι οποίες έχουν επίσης μεταβιβαστεί στην εταιρεία. Οι εσωτερικές έριδες στη κυβέρνηση και κυρίως οι κινητοποιήσεις των δήμων και των πολιτών έχουν προς το παρόν αδρανοποιήσει την υφαρπαγή, αλλά η μεγάλη αξία της γης σε αυτές τις περιοχές αποτελεί δελεαστικό στόχο για τους κερδοσκόπους.
(Με τις υπ’ αριθμ.: 143/43399 ΚΥΑ (ΦΕΚ 2424 τεύχος Β’ 11/9/2014) και 148/43856 ΚΥΑ (ΦΕΚ 2429 Τεύχος Β’ 12/9/2014) που υπέγραψαν οι υπουργοί Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης, Τουρισμού Ολγα Κεφαλογιάννη και ο υφυπουργός Ανάπτυξης Νότης Μηταράκης)
Σημείωση : Με βάση αυτή την ανακοίνωση η ΑΑΑ έχει ήδη ζητήσει να συζητηθεί το θέμα σε προσεχές Περιφερειακό Συμβούλιο Αττικής
Χατζημιχάλης, Κ. (2015) Η υφαρπαγή της δημόσιας γης στην Αττική, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/υφαρπαγή-δημόσιας-γης/ , DOI: 10.17902/20971.44
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Δεν πιστευτώ στην φιλανθρωπία. Πιστεύω στην αλληλεγγύη.
Η φιλανθρωπία είναι κατακόρυφη. Πηγαίνει από πάνω προς τα κάτω.
Η αλληλεγγύη είναι οριζόντια. Σέβεται τον άλλον.
Έχω πολλά να μάθω από άλλους ανθρώπους.Εντουάρντο Γκαλεάνο
Με αφορμή την παγκόσμια κρίση, οι πολιτικές λιτότητας, δημοσιονομικής ‘εξυγίανσης’ και οι δραστικές μειώσεις σε δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας αποτελούν τα κύρια εργαλεία άσκησης πολιτικής στην ‘ατζέντα’ των κυβερνήσεων των χωρών της Ευρώπης. Οι πολιτικές λιτότητας, η εφαρμογή και η έκβαση τους στην Ελλάδα δείχνουν ότι η μεταβίβαση του οικονομικού φορτίου με τη μορφή του χρέους προς τους ασθενέστερους αποτελεί μια στρατηγικού τύπου μετατόπιση της ευθύνης, «εξαναγκάζοντας άλλους (και όχι τους υπευθύνους) να πληρώσουν το τίμημα της δημοσιονομικής πολιτικής» που ασκείται τα τελευταία χρόνια (Peck 2012). Οι ‘αλυσιδωτές’ επιβαρύνσεις που έχουν υποστεί κυρίως τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, εργαζόμενοι και μεσαία τάξη, ως αποτέλεσμα των εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών λιτότητας είναι πλέον ορατές σε αρκετές πόλεις της Ευρώπης, όπως και στην Αθήνα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αστικές πολιτικές λιτότητας, μέσω των ριζικών περικοπών σε δημόσιες υπηρεσίες και υποδομές, οι επιχειρηματικές και αναπτυξιακές πολιτικές και ιδιωτικοποιήσεις, καθώς και τα αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας και το πρόβλημα των αστέγων, καθιστούν την Αθήνα ένα «καθ’ υπόδειγμα έδαφος δημοσιονομικού ρεβανσισμού» (Peck 2012).
Οι σκληρές επιπτώσεις των παραπάνω σε ζητήματα κοινωνικής αναπαραγωγής ‘ευαίσθητων’ και επισφαλών κοινωνικών ομάδων είναι ορατές στον όλο και αυξανόμενο πληθυσμό, ανέργων, αστέγων και προσφάτως περιθωριοποιημένων ως αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας. Η κατάρρευση της κοινωνικής πρόνοιας, των δημοσίων υποδομών και των εθνικών συστημάτων υγείας και εκπαίδευσης έχουν επισπεύσει κινητοποιήσεις εντός της κοινωνίας των πολιτών, που αφορούν κυρίως πρακτικές βοήθειας και εκπλήρωσης αμέσων αναγκών, όπως συλλογή και διανομή τροφίμων, ιατρικών και φαρμακευτικών ειδών και άλλων αγαθών, συσσίτια, οργάνωση κοινωνικών εκδηλώσεων για την συγκέντρωση χρημάτων και ανταλλαγή υπηρεσιών και αγαθών χωρίς χρήμα. Αν και συχνά αυτές οι πρακτικές ερμηνεύονται μέσα από το πρίσμα από-πολιτικοποιημένων κανονιστικών ρητορικών περί φιλανθρωπίας, ως μέσο μιας καθολικής ανθρωπιστικής προσέγγισης των ‘αναξιοπαθούντων’, θέλω εδώ να προσεγγίσω κριτικά αυτές τις πρακτικές, εξετάζοντάς τες στην πολιτική τους βάση.
Ως εκ τούτου, είναι επιτακτική η εννοιολογική διαφοροποίηση μεταξύ της ‘φιλανθρωπίας’ και της ‘αλληλεγγύης’ έτσι ώστε να γίνουν ευδιάκριτες οι λογικές πίσω από, αφενός, τα συσσίτια «μόνο για Έλληνες» που διοργανώνει η Χρυσή Αυγή και τις διανομές τροφίμων από εταιρικούς ομίλους και μέσα μαζικής ενημέρωσης και, αφετέρου, πρωτοβουλίες και δομές αλληλεγγύης ‘από τα κάτω’. Ενώ η φιλανθρωπία σηματοδοτεί μια ‘άυλη παροχή φροντίδας από απόσταση’ και υποστήριξη προς ‘κάποιους μακρινούς άλλους’, η αλληλεγγύη αποτελεί μια «σχέση που έμπρακτα αμφισβητεί μορφές καταπίεσης» (Featherstone 2012). Η εννοιολογική διαφοροποίηση έγκειται στους τρόπους με τους οποίους οι συμμετέχοντες εμπλέκονται σε αυτές τις πρακτικές. Αφενός, οι φιλανθρωπικές πρακτικές αντικειμενοποιούν τους παθητικούς αποδέκτες της βοήθειας και με αυτόν τον τρόπο διαιωνίζουν ανισότητες, σχέσεις εξουσίας και μορφές καταπίεσης. Αφετέρου, η αλληλεγγύη ως σχέση συνιστά μια κοινή εμπειρία, η οποία αποτελεί τη βάση για την ενεργητική συνεργασία των συμμετεχόντων. Αυτού του τύπου η σύμπραξη, με τη σειρά της, ενέχει την εν δυνάμει κοινωνική χειραφέτηση διαμέσου του πολιτικού αγώνα, χωρίς αυτή η διαδικασία να είναι γραμμική.
Σχετικά με την ‘από τα κάτω’ οργάνωση της αλληλεγγύης, υπάρχουν επίσης διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε πρωτοβουλίες και ομάδες που δραστηριοποιούνται στην Αθήνα, καθώς και σε όλη την Ελλάδα, οι οποίες αφορούν σε ομάδες που απευθύνονται στην ικανοποίηση, κατά το δυνατό, βασικών καθημερινών αναγκών φτωχοποιημένων κοινωνικών ομάδων, καθώς και σε ομάδες που πειραματίζονται με εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης της λιτότητας. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται τοπικές πρωτοβουλίες, οι οποίες συγκεντρώνουν και διανέμουν τρόφιμα, ρουχισμό και είδη πρώτης ανάγκης, όπως επίσης και κοινωνικά ιατρεία και φαρμακεία, τα οποία παρέχουν πρωτοβάθμια περίθαλψη σε ανέργους, ανασφάλιστους και μετανάστες. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει πειραματισμούς με εναλλακτικές οικονομίες, όπως ανταλλακτικά παζάρια και τράπεζες χρόνου, συναλλαγές βάσει εναλλακτικών νομισμάτων, αγορές ‘χωρίς μεσάζοντες’ και συνεταιρισμούς. Αυτές οι ομάδες κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, καθώς και οι συνεταιρισμοί, χρησιμοποιούν μορφές οικονομικής δραστηριότητας και οργάνωσης, όπως για παράδειγμα την παραγωγή και διανομή αγαθών και την προσφορά υπηρεσιών, οι οποίες αναπτύσσονται, συντηρούνται και ελέγχονται από τους ίδιους τους συμμετέχοντες. Επομένως, όσον αφορά αυτού του τύπου την οικονομική δραστηριότητα και οργάνωση, ένα καθοριστικό στοιχείο διαφοροποίησής της από το κυρίαρχο καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής και διάθεσης αγαθών και υπηρεσιών, αποτελεί η προτεραιότητα του συλλογικού συμφέροντος των εμπλεκομένων, έναντι της άντλησης υπεραξίας και της αποκομιδής κερδών. Ακόμη, η συμμετοχική προσέγγιση και η ανάληψη συλλογικής ευθύνης στην λήψη αποφάσεων εντός των ομάδων προάγουν ένα οριζόντιο παράδειγμα οργάνωσης των σχέσεων εργασίας (Wright 2010).
Ως εκ τούτου, αυτές οι πρακτικές αλληλεγγύης αναπτύσσονται βάσει ενός εναλλακτικού παραδείγματος οργάνωσης μιας αλληλέγγυας οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν ‘εκπαιδευτικά εργαστήρια’ για τους συμμετέχοντες, δρώντας ως ‘μετασχηματιστικές σχέσεις’ και ‘δυνάμεις παραγωγής’ πολιτικών σχέσεων και χώρων (Featherstone 2012). Οι πρωτοβουλίες και οι δομές αλληλεγγύης που αναδύονται στην Αθήνα και στην Ελλάδα βρίσκονται ακόμα σε αρχικό στάδιο, οπότε και μένει να εξελιχθούν σε ισχυρούς κοινωνικούς φορείς της ‘από τα κάτω’ σύγκρουσης με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας. Αν και πολύ συχνά αυτές οι πρωτοβουλίες και οι δομές έρχονται αντιμέτωπες με πρακτικά εμπόδια και εσωτερικές αντιθέσεις, ο έως τώρα ρόλος τους στην ενεργοποίηση και κινητοποίηση των συμμετεχόντων σε συλλογικές δράσεις και πρακτικές αλληλοβοήθειας συνιστά μια κρίσιμη αντιπαράθεση με τον διάχυτο φόβο που κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο και τις τακτικές αναζήτησης ‘εξιλαστήριων θυμάτων’, την ξενοφοβία και τις φασιστικού τύπου πρακτικές εναντίον επισφαλών και περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων.
Αραμπατζή, Α. (2015) Αμφισβητώντας την κρίση: Συνεργατική / κοινωνική οικονομία και αλληλεγγύη ή φιλανθρωπία;, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/αλληλεγγύη-ή-φιλανθρωπία/ , DOI: 10.17902/20971.27
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9