Το κέντρο της πόλης βιώνει την πιο επώδυνη από τις διαρκείς μεταλλάξεις του από τότε που το εγκατέλειψαν εκείνες οι κοινωνικές ομάδες που κάποτε ανέδειξαν τον αστικό του χαρακτήρα, και εκείνες που ωφελήθηκαν από την άναρχη οικοδόμησή του αναζητώντας την ανάπτυξη. Η Αθήνα στην κρίση, και η χώρα συνολικά, βρέθηκαν χωρίς το πλέγμα ασφαλείας ενός ανεπτυγμένου κράτους πρόνοιας. Παρά το σχετικά χαμηλό επίπεδο ταξικού και εθνοτικού διαχωρισμού, το κέντρο αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα αρκετά πριν την εμφάνιση της κρίσης, μετά από μια μακρά περίοδο πολιτικών laisser-faire στον τομέα της στέγασης και την παραμέληση της αστικής υποδομής. Η σταδιακή μετατόπιση από τη δεκαετία του 1970 των ανώτερων και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων προς τα προάστια (Μαλούτας 2013), δημιούργησε το αίσθημα της παγίδευσης σε μια υποβαθμιζόμενη περιοχή, σε πολλούς που έμεναν πίσω. Οι εμπορικές υπηρεσίες επίσης μετακινήθηκαν προς την περιφέρεια, οι κρατικές υπηρεσίες αποκεντρώθηκαν και το λιγότερο ελκυστικό τμήμα του κτηριακού αποθέματος εγκαταλείφθηκε, εντείνοντας τη διεργασία υποβάθμισης που κατέστησε το κέντρο προσιτή επιλογή και προσέλκυσε μετανάστες στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Παρότι η παρουσία τους αναζωογόνησε τις δραστηριότητες και περιόρισε τις πληθυσμιακές απώλειες, οι μετανάστες έγιναν ο εύκολος στόχος και κατηγορήθηκαν για την υποβάθμιση που προκάλεσαν οι προϋπάρχουσες συνθήκες.
Η κρίση επιδείνωσε τα προβλήματα, ο πληθυσμός έγινε πιο ευάλωτος, οι τοπικοί πόροι περιορίστηκαν ή/και έπαψαν να χρησιμοποιούνται. Οι άστεγοι, η ανεργία, η διακοπή των δραστηριοτήτων, οι περιορισμένες και αναποτελεσματικές πολιτικές που έπρεπε να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα και τις συσσωρευμένες ελλείψεις στον αστικό χώρο, ήταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε το πρόγραμμα έρευνας και μελέτης ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ-101 ΙΔΕΕΣ (REACTIVATE ATHENS-101 IDEAS). Το πρόγραμμα εκπονήθηκε το 2013, μεσούσης της κρίσης, εστίασε σε μειονεκτικές περιοχές του κέντρου και διατύπωσε ενδεικτικές προτάσεις ενεργοποίησής τους στη βάση μιας άλλου τύπου, βιώσιμης λογικής. Στόχος ήταν η σύνταξη νέων μηχανισμών και εργαλείων παρέμβασης με προσέγγιση ενός μοντέλου που θα αναβαθμίζει την πόλη χωρίς εκδίωξη των ανθρώπων, αναδεικνύοντας τις ποικίλες τοπικές ταυτότητες, και αξιοποιώντας τις λανθάνουσες δυναμικές.
Το έργο Re-think Athens αποτέλεσε μια βασική παράμετρο για αυτή την πρωτοβουλία. Η ανασυγκρότηση της κινητικότητας σε μεγάλη κλίμακα στο κέντρο της πόλης, κινητοποιεί σημαντικές αλλαγές αναφορικά με την αναμόρφωση δραστηριοτήτων και την κοινωνική φυσιογνωμία των γειτονικών περιοχών. Οι αλλαγές αυτές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν συγκροτημένα από την πλευρά των κοινωνικών και οικονομικών τους επιπτώσεων, εάν θέλουμε να αποφύγουμε αυτό που συμβαίνει συχνά σε μεγάλες αστικές παρεμβάσεις (πχ. μετρό), δηλαδή την απορρόφηση των συνήθως θετικών αποτελεσμάτων τους από τους παρακείμενους ιδιοκτήτες ακινήτων, χωρίς αντιστάθμισμα για το γεγονός ότι επωφελούνται σημαντικά από μεγάλες κοινωνικές επενδύσεις.
Το πρόγραμμα χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Ωνάση και εκπονήθηκε από διεπιστημονική ομάδα ερευνητών και αρχιτεκτόνων μελετητών υπό τη διεύθυνση των Alfredo Brillembourg και Hubert Klumpner, διευθυντών του εργαστηρίου Urban-Think Tank (U-TT) το οποίο εξειδικεύεται στην προσέγγιση κοινωνικών προβλημάτων των σύγχρονων πόλεων, και καθηγητών Αρχιτεκτονικής και Αστικού Σχεδιασμού στο Πανεπιστήμιο ΕΤH της Ζυρίχης. Αναπτύχθηκε εντατικά για 10 περίπου μήνες σε συνεργασία με ομάδα Ελλήνων ειδικών, επιστημόνων και επαγγελματιών με κύριους συμβούλους τη Μαρία Καλτσά σε θέματα αρχιτεκτονικής και τον καθηγητή Θωμά Μαλούτα σε θέματα κοινωνιολογίας. Στο ευρύτερο πλαίσιο του προγράμματος αυτού εντάχθηκε και ο παρών Άτλας κοινωνικής γεωγραφίας της Αθήνας.
Κεντρικό στοιχείο της προσέγγισης ήταν η αναζήτηση ιδεών απευθείας από τους ενδιαφερόμενους. Η διαδικασία αυτή υπήρξε αρκετά περίπλοκη, ειδικά εφόσον θέλαμε να φθάσουμε σε αυτούς που κατά κανόνα αποκλείονται, ή και συχνά αυτο-αποκλείονται λόγω έλλειψης πληροφόρησης, αίσθησης αδυναμίας ή υπερβολικής επιβάρυνσης από την καθημερινή προσπάθεια επιβίωσης. Η πρωτοβουλία ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ δεν είχε τον απαιτούμενο χρόνο και τους λοιπούς απαραίτητους πόρους ώστε να καταστήσει λειτουργική την απαιτούμενη προσέγγιση, που βασίζεται στη συμμετοχή, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεδομένων των περιορισμών, η συγκέντρωση ιδεών από το ευρύ κοινό περιορίστηκε στη συμπλήρωση ερωτηματολογίων σε δημοφιλείς ιστοτόπους και σε περιοδικά, καθώς και σε προσωπικές συνεντεύξεις με ειδικούς, αλλά και με κατοίκους και περαστικούς από τα γραφεία του προγράμματος στην Ομόνοια ή κατά τις ειδικές επισκέψεις σε ορισμένες γειτονιές του κέντρου. Οι συμμετέχοντες δεν αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα των ατόμων που αφορά το πρόγραμμα, καθότι υπερεκπροσωπούνται νεώτερα άτομα, με κάποια επαφή και γνώση των υπό συζήτηση θεμάτων και με εξοικείωση/πρόσβαση στους τρόπους επικοινωνίας (διαδίκτυο, συγκεκριμένοι ιστότοποι, ειδικός τύπος κλπ.). Ωστόσο, η ανταπόκριση ήταν μαζική, πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι αναμενόταν. Σχεδόν 4.000 άτομα απήντησαν σε ειδικά ερωτηματολόγια μέσα σε δύο μήνες, και τούτο -αν μη τι άλλο- επιβεβαιώνει την ανάγκη που διατύπωσαν ευθέως πολλοί συμμετέχοντες: τη συμμετοχική διαχείριση των τοπικών θεμάτων.
Κατά τη διάρκεια του προγράμματος λειτούργησε στο ισόγειο του κτηρίου του ΗΣΑΠ στην Ομόνοια ανοιχτός χώρος, το εργαστήρι «RA Lab», ο οποίος προσφέρθηκε από τη ΣΤΑΣΥ και ανακατασκευάστηκε με δαπάνες του Ιδρύματος Ωνάση. Εκεί πραγματοποιήθηκαν εργαστήρια παραγωγής αρχιτεκτονικών προτάσεων, 200 συνεντεύξεις με ειδικούς και κατοίκους, συναντήσεις με ερευνητικές ομάδες, συλλογικότητες και εκπροσώπους ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στην Αθήνα, καθώς επίσης δράσεις, διαλέξεις και οκτώ εκδηλώσεις ενεργοποίησης με θέματα γύρω από την κοινωνία, την αρχιτεκτονική και την τέχνη τις οποίες παρακολούθησαν περίπου 1.000 άτομα. Οι θέσεις των συμμετεχόντων αποκάλυπταν συχνά απρόσμενες, εμπνευσμένες ή προκλητικές ιδέες τις οποίες επεξεργάζονταν οι αρχιτέκτονες-μελετητές, ώστε σε νέους συνδυασμούς να αποτελέσουν πρότυπα τρόπων διαβίωσης για το υποβαθμισμένο κέντρο. Επίσης, παρήχθησαν 30 γενικοί ή εξειδικευμένοι χάρτες υποπεριοχών, με αξιοποιήσιμες πληροφορίες και συγκροτήθηκε Συμβουλευτική Επιτροπή που παρείχε στις ομάδες εργασίας στήριξη και πληροφορίες.
Το πρόγραμμα ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ – 101 ΙΔΕΕΣ δεν επεδίωξε να υποκαταστήσει το σχεδιασμό ή τις τοπικές αντιπροσωπευτικές δομές, αλλά να καταθέσει μια εναλλακτική λογική επανα-προγραμματισμού της περιοχής μέσα από μια κριτική αντίληψη των προβλημάτων της. Η έρευνα προσέγγισε κριτικά τις προκλήσεις στην πόλη, τις αντιθέσεις που φιλοξενεί, τους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιείται, ενώ σημαντική υπήρξε η διάγνωση της καθημερινότητας των περιοχών και το πώς αυτές επηρεάζουν και επηρεάζονται από μια ενδεχόμενη τοπική αναγέννηση. Ουσιώδης θεώρηση ήταν το ότι για τη βελτίωση των περιοχών με πολλά προβλήματα είναι δύσκολο να επιτύχει βιώσιμα αποτελέσματα μια κλασσικού τύπου προσέγγιση. Διατυπώθηκαν προτάσεις έργων που αφυπνίζουν και προκαλούν τον τακτικό σχεδιασμό, οπτικοποιούν παραδειγματικά την προσέγγιση, και συνολικά συνιστούν έναν οδικό χάρτη για επόμενα βήματα. Κάποιες προτάσεις είναι οραματικές, άλλες αναγνωρίζουν και αναφέρονται στον ευρύ χώρο ανάμεσα στους θεσμούς και τις άτυπες εκφάνσεις της ζωής με αποδέκτη τις ποικίλες ομάδες που κατοικούν ή εργάζονται στις περιοχές, και βιώνουν καθημερινά την απόλυτη κρίση. Οι προτάσεις προβάλουν το πώς οι υπάρχουσες κοινωνικές δυναμικές μπορούν να αναπτύξουν νέες μορφές αστικότητας βασισμένες σε νέες δομές, οικοδομώντας τη νέα πόλη χωρίς εκτοπισμούς, πάνω και μέσα στην παλιά, με συνύπαρξη παραδοσιακών και σύγχρονων δραστηριοτήτων.
Το πρόβλημα των περιοχών έγκειται περισσότερο στα κενά κτήρια, την εγκατάλειψη των ιδιωτικών ιδιοκτησιών και την έλλειψη κοινωνικών πολιτικών ή παροχών, και λιγότερο στην ποιότητα του δημόσιου χώρου. Οι στρατηγικές του προγράμματος ακολούθησαν τη λογική “αναγνώριση, αντιμετώπιση, επανα-προγραμματισμός” και οι προτάσεις του συνδέουν τον κοινωνικό σχεδιασμό με τον φυσικό, ώστε να διαπλέκονται οι καθημερινότητες ανθρώπων που αναπτύσσουν δεσμούς στο χώρο και όχι παράλληλους βίους που δεν τέμνονται. Μερικές προτάσεις είναι οραματικές και, συνεπώς, οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους παραμένουν ζητούμενο, αλλά πολλές αφορούν άμεσες δυνατότητες παρέμβασης χαμηλού κόστους-υψηλής αποτελεσματικότητας. Κάποιες δεν εκφράζονται με αρχιτεκτονικές προβολές, και επιδιώκουν να συνδέσουν με πρακτικό τρόπο τους διατιθέμενους πόρους με τις ανάγκες των εμπλεκομένων, έτσι ώστε να μεγιστοποιείται η χρήση των πόρων και να ελαχιστοποιούνται οι μη καλυπτόμενες ανάγκες. Επίσης, πολλές από τις σχεδιαστικές λύσεις, στη λογική πάντοτε μιας περισσότερο παραγωγικής συνάρθρωσης αναγκών και πόρων, αφορούν αλλαγές στο στεγαστικό απόθεμα και τον δημόσιο χώρο.
Γενικά επιδιώχτηκαν λύσεις ευέλικτες και ανθεκτικές στο χρόνο, με δικτύωση των περιοχών και σύνδεση του εκ των άνω σχεδιασμού με πρωτοβουλίες από τα κάτω. Αυτές εγγράφονται σε ένα πλαίσιο με πνεύμα που προωθεί την κοινωνική δικαιοσύνη και την οικονομική αποτελεσματικότητα, θέτοντας τη δεύτερη στην υπηρεσία της πρώτης. Κύριοι στόχοι είναι:
Οι προτάσεις υιοθετούν την πρακτική της παροχής ανταποδοτικών υπηρεσιών για την κάλυψη αναγκών, στοχεύουν δε στη δημιουργία χώρων για παιδιά, κέντρων ανάπτυξης δεξιοτήτων και εκπαίδευσης για προαγωγή της μικρο-επιχειρηματικότητας, στην ενεργοποίηση του δημόσιου χώρου και συγκρότησή του ως καταλύτη για τη συνύπαρξη ατόμων με διαφορετικά χαρακτηριστικά, στην ανάπτυξη κοινωνικής οικονομίας με εξοικείωση των ατόμων με την προοπτική συμμετοχής στην ανάπτυξη τοπικών σχημάτων επιχειρηματικότητας, ενώ προτείνονται ιδέες με περιεχόμενο που είναι ταυτισμένο -ιστορικά- με την παραγωγή προϊόντων στο κέντρο της Αθήνας.
Ενώ πολλές παρεμβάσεις ή προτάσεις του προγράμματος ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ-101 ΙΔΕΕΣ μπορούν να υλοποιηθούν με σχετικά μικρό κόστος, η απουσία κατάλληλων θεσμών υλοποίησης αποτελεί εμπόδιο. Η ανάπτυξη κατάλληλων θεσμικών εργαλείων μπορεί να αναδείξει τις προοπτικές εφαρμογής τους, ενώ η τοπική αυτοδιοίκηση θα πρέπει να έχει καίριο ρόλο στο σχεδιασμό και στο συντονισμό της υλοποίησης των προτεινόμενων λύσεων. Η σχεδόν απόλυτη έλλειψη δομών διακυβέρνησης στις γειτονιές είναι ένας κρίσιμος κρίκος που απουσιάζει από την αλυσίδα της διαδικασίας υλοποίησης όλων των σημαντικών ιδεών τις οποίες εκφράζει αυτό ή οποιοδήποτε παρεμφερές πρόγραμμα. Επίσης, οι δομές τοπικής αυτοδιοίκησης, παραδοσιακά, είναι μάλλον ασθενείς και δεν μπορούν να ασκήσουν καθόλου πραγματικό έλεγχο σε θέματα όπως η στέγαση, η εκπαίδευση ή η παροχή υπηρεσιών υγείας. Στη διάρκεια της κρίσης πολλές τοπικές αρχές ενίσχυσαν τη δραστηριότητά τους στο πεδίο της κοινωνικής πρόνοιας, έπειτα από τη δραματική αύξηση των νοικοκυριών που αντιμετωπίζουν ακραίες δυσκολίες. Η έλλειψη όμως οικονομικών πόρων και χρηματοδοτήσεων επιβάλλει οι λύσεις να περιλαμβάνουν κάποιο βαθμό απο-εμπορευματοποίησης και, ταυτόχρονα, κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας από την άμεση οικονομική στήριξη του κράτους, η οποία υπήρξε παραδοσιακά ασθενής και μειώθηκε περαιτέρω υπό το βάρος της κρίσης.
Η συνολική θεώρηση των προτάσεων του προγράμματος καθιστούν αντιληπτό στους διαμορφωτές πολιτικών το ότι με εναλλακτικούς τρόπους μπορεί να ενδυναμωθεί η κοινωνική συνοχή και η οικονομική ανάπτυξη. Αυτό, βέβαια, συνεπάγεται ξεκάθαρους κανόνες σε σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις όλων των εμπλεκόμενων, ενοποιητική αλληλεγγύη αντί επιβολής πειθαρχίας, ουσιώδη συμμετοχή σε διάφορα επίπεδα διακυβέρνησης, ευρηματική απο-εμπορευματοποίηση εκεί όπου η αγορά δεν μπορεί να έχει, ή δεν έχει, θετικό αποτέλεσμα, κλπ. Είναι επιτακτικό να υπάρξει οργάνωση στο χαμηλότερο δυνατό χωρικό επίπεδο: οι προτεινόμενες λύσεις θα καταστούν βιώσιμες μόνον εφ’ όσον υιοθετηθούν ενεργά από τους τοπικούς παράγοντες και εφ’ όσον παρακολουθούνται διαμέσου τοπικών οργανωτικών πόρων.
Κομβικό σημείο αποτελεί το κτηριακό απόθεμα που μπορεί να δημιουργήσει περισσότερο προσιτές συνθήκες στέγασης, αλλά και κίνητρα για εγκατάσταση νέων επιχειρήσεων σε κενά καταστήματα και χώρους γραφείων. Οι ιδιοκτήτες, με κάποια κίνητρα, θα μπορούσαν να διαθέσουν την περιουσία τους για υπηρεσίες της κοινότητας (συσσίτια, ιατρεία, κλπ.). Οι άνεργοι ένοικοι θα μπορούσαν να προσφέρουν κοινωνική εργασία ανάλογα με τις δεξιότητές τους, απολαμβάνοντας στέγη και κοινωνικά οφέλη σε τοπικό επίπεδο. Η ορθά οργανωμένη και αποτελεσματική κοινοτική εργασία μπορεί να αποτελέσει το όργανο της ενσωμάτωσης ευάλωτων ομάδων και της προαγωγής της κοινωνικής συνοχής, σε συνδυασμό με την προώθηση του αισθήματος της ασφάλειας και του ανήκειν, για όλους. Εν τέλει, η πλέον ίσως σημαντική ιδέα της πρωτοβουλίας αυτής είναι πιθανότατα η επινόηση καινοτόμων μορφών συνεργατικής κοινωνικής στέγασης και κοινωνικής οικονομίας, με τη συνέργεια μεταξύ τοπικών πόρων και αναγκών και μέσα από την προσπάθεια να αναπτυχθούν αποδεκτές διευθετήσεις, για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
Θα ήταν θετικό να διασυνδεθούν οι «συνεταιρισμοί» των πολυκατοικιών σε μια κατάλληλη κλίμακα οργάνωσης και διαχείρισης αυτών των ανταλλακτικών διεργασιών σε επίπεδο οικοδομικών τετραγώνων (Ο.Τ.) ή γειτονιάς, και με τις αντίστοιχες υπηρεσίες σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης ή, σε κάποιες περιπτώσεις, κεντρικής κυβέρνησης. Οι ευρηματικές λύσεις προσφέρουν νέους τύπους κοινωνικής στέγασης, οι οποίοι δεν θα είναι επιρρεπείς σε γκετοποίηση και αποκλεισμό: οι λύσεις αυτές θα πρέπει να λειτουργούν ελκυστικά στους νέους ανθρώπους, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, και αυτό μέσα σε περιοχές οι οποίες είναι ήδη κοινωνικά και εθνοτικά ανάμικτες.
Οι σχέσεις μεταξύ των μεταναστών και των Ελλήνων, όσο και μεταξύ των διαφορετικών εθνοτικών ομάδων, χαρακτηρίζονται τόσο από αλληλεγγύη όσο και από ένταση, και ήταν οπωσδήποτε καλύτερες μέχρι το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000, όταν υπήρχαν περισσότερες δυνατότητες ομαλής ένταξης για τους μετανάστες, τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στην αγορά κατοικίας. Ζητούμενο είναι, κατά συνέπεια, να δοθούν λύσεις που θα τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα, με τρόπους που θα συμβάλουν επίσης στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και, ταυτόχρονα, οι λύσεις που θα επινοηθούν για τα κοινωνικά προβλήματα να ωφελήσουν την οικονομική βιωσιμότητα της περιοχής.
Στο κέντρο της πόλης υπάρχουν πολλές ομάδες και θεσμοί με επενδεδυμένα συμφέροντα σε αυτό, όσο και στο μέλλον του. Προφανώς, δεν μοιράζονται τα ίδια συμφέροντα, απόψεις και προτεραιότητες, και δεν έχουν την ίδια δύναμη για να επιβάλουν την ατζέντα τους ή να ακουστούν. Σημαντική δυσκολία στην προσπάθεια εξεύρεσης εφαρμόσιμων λύσεων στο ποικιλόμορφο αυτό πλέγμα εγκατεστημένων συμφερόντων, είναι η απουσία δομών και κουλτούρας διαπραγμάτευσης. Το πρόγραμμα ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ-101 ΙΔΕΕΣ στόχευε να φέρει κοντά τα επενδεδυμένα αυτά συμφέροντα, σε ένα πλαίσιο αμοιβαίας αναγνώρισης, με ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση των περισσότερο ευάλωτων συντελεστών στην προοπτική μιας διεργασίας διαπραγμάτευσης. Αυτό δεν μπορούσε να επιτευχθεί στο πλαίσιο ενός σύντομου προγράμματος με επιδεικτικό χαρακτήρα, έγινε, ωστόσο, προσπάθεια για ουσιαστική επαφή με ομάδες οι οποίες δεν συμμετέχουν συνήθως σε τέτοιες διεργασίες, όπως οι κοινότητες των μεταναστών.
Σημαντικός πόρος των περιοχών είναι η κεντρική τους θέση που δυνητικά μπορεί να προσελκύσει οικιστικές, εμπορικές χρήσεις, και δημόσιες υπηρεσίες. Ανεξάρτητα από τα τοπικά προβλήματα, οι περιοχές αυτές (ή τμήματά τους) δεν αποτελούν «γκρίζα ζώνη». Στο ευρύ κέντρο υπάρχουν άνθρωποι και δραστηριότητες, και το θέμα δεν είναι το πώς θα αντικατασταθούν από άλλους ανθρώπους και δραστηριότητες, αλλά το πώς τα υφιστάμενα ζητήματα θα αντιμετωπιστούν με κοινωνικά συνεκτικούς τρόπους, και αναζητώντας την ενεργό συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων μερών. Το διαθέσιμο κτηριακό απόθεμα είναι ένας ακόμη σημαντικός πόρος που απαιτεί την επινόηση νέων, περισσότερο παραγωγικών διευθετήσεων. Οι δημόσιοι χώροι και οι αχρησιμοποίητοι ιδιωτικοί ακάλυπτοι χώροι αποτελούν, επίσης, δυνητικούς πόρους. Σε ό,τι αφορά στους ανθρώπινους πόρους (άνεργοι ή/και περιθωριοποιημένα άτομα, Έλληνες και μετανάστες) μπορούν να τους δοθούν κίνητρα για επιχειρηματικές πρωτοβουλίες ή/και εθελοντική κοινωνική εργασία. Στο ίδιο πλαίσιο, ένας περαιτέρω πόρος –η κοινωνικά διάσπαρτη κουλτούρα των μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων και οι πρακτικές δεξιότητες της οικογενειακής αλληλεγγύης– πρέπει να υποστηριχθεί ώστε να λειτουργήσουν προς όφελος της ευρύτερης κοινωνίας.
Το πρόγραμμα ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ-101 ΙΔΕΕΣ συγκέντρωσε πλούτο στοιχείων που αποτελούν σημαντική καταγραφή απόψεων, σκέψεων και αντιλήψεων για την πόλη σήμερα. Οι ιδέες που κατατέθηκαν καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, από το φαντασιακό πεδίο (οραματικές, με προβολή του Αθηναϊκού ιδεώδους) μέχρι τις βιούμενες σκληρές πραγματικότητες των ευάλωτων ομάδων στις προβληματικές περιοχές, θέτοντας βασικά αιτήματα και διεκδικώντας αναβάθμιση της ποιότητας ζωής.
Το πρόγραμμα έθιξε ζητήματα πολιτικής που αφορούν στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου της πόλης που βρίσκεται υπό πίεση, προτείνοντας ιδέες οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αναζωογόνηση των γειτονιών της. Η κοινωνική διάστασή του συνοψίζεται στους στόχους:
Οι προτάσεις που διατυπώθηκαν αφορούν παρεμβάσεις στο χώρο σε συνδυασμό με παρεμβάσεις στις σχέσεις των ανθρώπων που ζουν ή δρουν σε αυτόν. Αναζητήθηκαν λύσεις εκτός των πεπατημένων ορίων και σχημάτων, οι οποίες καθιστούν σαφές ότι χρειάζονται πλέον νέες πολιτικές και τρόποι διακυβέρνησης ώστε να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα προβλήματα. Κάθε μία από τις 101 ιδέες αποτελεί καταλύτη ώστε όλοι οι εμπλεκόμενοι, μετά από κατάλληλες διεργασίες, και η πολιτεία, με θεσμικές διευκολύνσεις, να στηρίξουν την προαγωγή νέων μοντέλων αστικότητας που γεννώνται από μη συμβατικές προσεγγίσεις. Οι προτάσεις οπτικοποιούνται ενδεικτικά, προκαλούν το ενδιαφέρον και καθιστούν σαφές ότι απαιτείται συναίνεση και συμμετοχή για την επίτευξη των μεγαλύτερων και πιο κρίσιμων στόχων που δίνουν το κοινωνικό στίγμα του προγράμματος.
Ο Δήμος της Αθήνας, παραλήπτης των παραδοτέων, αποτελεί τον ισχυρό θεσμικό φορέα που μπορεί να αξιοποιήσει τις ιδέες για τη ζωοδότηση νέων πολιτικών που θα τις καταστήσουν εφαρμόσιμες για την ενεργοποίηση των περιοχών στη βάση της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτό θα συμβάλλει στη στέρεα και υγιή αναγέννηση και ανάπτυξη του αισθήματος ότι η πόλη ανήκει σε όλους τους κατοίκους της, νοιάζεται γι’ αυτούς και παρέχει το πλαίσιο για την ενεργό συμμετοχή τους στην ενεργοποίηση αυτή.
Η τελική συγκρότηση των ιδεών συνδύασε τη διεθνή εμπειρία της ομάδας του Πολυτεχνείου ETH, τη δουλειά πεδίου και την επίγνωση του συγκεκριμένου περιβάλλοντος από την τοπική ομάδα και την εύστοχη ανταπόκριση του κόσμου στην πρόσκληση για ιδέες, στο πλαίσιο του προγράμματος. Η φιλοσοφία του Urban Think Tank εστιάζεται στην ανάγκη επιλεκτικού ανασχεδιασμού του αστικού ιστού, και στην εξεύρεση αποτελεσματικών λύσεων για την κοινωνική επανοικειοποίησή του. Η προσέγγιση, ενδεδειγμένη τόσο για πόλεις σε αναπτυξιακά ώριμες όσο και σε αναπτυσσόμενες χώρες, δικαιολογεί τη συμμετοχή του στην αναζήτηση και γένεση ιδεών για την Αθήνα, η οποία υπό τις παρούσες κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές συνθήκες πρέπει να συνδυάσει το κτηριακό της απόθεμα και άλλους πόρους της με την ικανότητα του πληθυσμού της να τους κινητοποιεί, ώστε να εξασφαλίσει τη συμβολή τους στην ικανοποίηση των αναγκών του. Φιλοδοξία ήταν να τεθούν ενδιαφέρουσες ιδέες προς συζήτηση και, αν είναι δυνατόν στην ημερήσια διάταξη, ακολουθώντας συγκεκριμένη αντίληψη αναφορικά με τα προσδοκώμενα κοινωνικά αποτελέσματα. Με την έννοια αυτή, πιστεύουμε ότι το πρόγραμμα άφησε ένα θετικό στίγμα.
Καλτσά, Μ., Μαλούτας, Θ. (2015) Το πρόγραμμα “Reactivate Athens – 101 ideas”. Η Αθήνα στην κρίση και η κοινωνική διάσταση του σχεδιασμού, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/το-πρόγραμμα-reactivate-athens/ , DOI: 10.17902/20971.37
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Από το τέλος ήδη του 2009 το νέο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής (YΠEKA) με τις υπηρεσίες και εποπτευόμενους Οργανισμούς του, εκπόνησε εντατικά ένα πρώτο, συνεκτικό πλαίσιο για την προσέγγιση και αντιμετώπιση κρίσιμων θεμάτων σε κλίμακα πόλης και μητροπολιτικής περιοχής. Πρόκειται για το «Πρόγραμμα ΑΘΗΝΑ-ATTIKH 2014», το οποίο εκδόθηκε σε τεύχος (φωτογραφία 1) και παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 2010. Ο τίτλος δεν αποτελούσε ορόσημο ολοκλήρωσης, αλλά συμβολισμό για μια ευκαιρία που χάθηκε σε επίπεδο πόλης: μια 10ετία μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες, ήταν αναγκαία η χωροταξική, αναπτυξιακή και περιβαλλοντική αλλαγή που δεν αποτολμήθηκε μετά το πέρας τους.
Στο Πρόγραμμα αποτυπώθηκε η συνάντηση οραμάτων και πλέγματος προβλεπόμενων στρατηγικών δράσεων για την Αθήνα και την Αττική. Σημαντικά έργα εντάχθηκαν σε αυτό: η παρέμβαση στο Κέντρο με άξονα την οδό Πανεπιστημίου ως κύρια στρατηγική αποφόρτισής του από το αυτοκίνητο και επανα-προγραμματισμού του, η -με αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση των διαδικασιών- δημιουργία του Μητροπολιτικού Πάρκου στον Φαληρικό Όρμο και η ανάπλαση της Λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας (φωτογραφία 2) που ολοκληρώνει τον μεγάλο αρχαιολογικό περίπατο.
Στην αρχή της κρίσης, αναζητήθηκε η προσαρμογή της πόλης σε έναν κόσμο που αλλάζει, ενώ ο ρόλος και παραδοχές του σχεδιασμού διατυπώθηκαν λαμβάνοντας υπόψη νέου τύπου συνέργειες και διαδικασίες. Στόχοι ήταν η ανάπτυξη με παραγωγική και οικολογική ισορροπία, η προαγωγή συνείδησης σχετικά με το πώς κινούμαστε και αντιλαμβανόμαστε την πόλη, η ανάταξη του υποβαθμισμένου δομημένου περιβάλλοντος, η αναζήτηση της εικόνας της μητρόπολης με σύγχρονους όρους και διατήρηση του φυσικού και πολιτιστικού της πλούτου. Η δομή της εργασίας παραθέτει τις προτεραιότητες, τη μεθοδολογία, τους μηχανισμούς και αποκαλύπτει τις προθέσεις του νέου Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας-Αττικής.
Η διάρθρωση των τεσσάρων κεφαλαίων της φανερώνει μια νέα λογική που διέπει το εγχείρημα. Στο 1ο κεφάλαιο Βελτίωση της Λειτουργίας και της Εικόνας της Πόλης καταγράφονται εμβληματικά αλλά και μικρά έργα, πολλά από τα οποία δρομολογήθηκαν. Πολλά θέματα, όπως η διερεύνηση αναβάθμισης της Οδού Πειραιώς, εντάχθηκαν σε ευρύ ερευνητικό έργο που ανατέθηκε στο ΕΜΠ και απετέλεσε επίσης τη βάση για τον διαγωνισμό της παρέμβασης με άξονα την οδό Πανεπιστημίου. Στο ερευνητικό πρόγραμμα αναλύεται και ο δυναμικός συσχετισμός του δίπολου των κέντρων Αθήνας-Πειραιά, ο οποίος μπορεί να αποτελέσει κορμό της μητρόπολης και να λειτουργήσει κατά της διάχυσής της. Μετά από χρόνια το ίδιο το Υπουργείο εκπόνησε διά της ΔΕΕΑΠ μελέτες, όπως για τις πλατείες Αγ. Παντελεήμονα-οδό Αγορακρίτου (φωτογραφία 3), Αττικής και Αγ. Νικολάου και ολοκλήρωσε την προκαταρκτική Μελέτη Ανάπλασης Καισαριανής στην περιοχή Προσφυγικών Πολυκατοικιών. Στο ίδιο κεφάλαιο περιλαμβάνεται η αναβάθμιση ή ανασυγκρότηση περιοχών της πόλης μέσα από νέα μοντέλα προσέγγισης, και σε αυτό το πνεύμα εντάχθηκε πιλοτική μελέτη που εκπονήθηκε από την ομάδα SARCHA για την περιοχή Γεράνι του υποβαθμισμένου Κέντρου. Καταγράφονται, επίσης, οι μεγάλες μητροπολιτικές παρεμβάσεις ανάπλασης του Φαληρικού Όρμου, του Ελληνικού με έμφαση στη δημιουργία Μητροπολιτικού Πάρκου, της Λιμενοβιομηχανικής Ζώνης Δραπετσώνας-Κερατσινίου, του Ελαιώνα, των Μητροπολιτικών Πάρκων Γουδή και «Α. Τρίτση». Τέλος, για την υλοποίησή τους επισημαίνεται η αναγκαιότητα νομικών-θεσμικών ρυθμίσεων, πολιτικών και χρηματοδοτικών εργαλείων.
Στο 2ο κεφάλαιο Βιώσιμη Αστική Κινητικότητα στην Αττική, τίθεται επιτακτικά το θέμα αλλαγής νοοτροπίας σχετικά με το πώς κινούμαστε και αντιλαμβανόμαστε την πόλη με νέους όρους (φωτογραφία 4). Στο 3ο κεφάλαιο Προστασία και βιώσιμη διαχείριση της υπαίθρου και των ορεινών όγκων της Αττικής, δηλώνεται η ανάγκη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος (φωτογραφία 5) και περιορισμού της διάχυσης στις εκτός σχεδίου περιοχές, κάτι το οποίο επιβεβαίωσε η μετέπειτα πρόταση του νέου Ρυθμιστικού Σχεδίου. Τέλος, στο 4ο κεφάλαιο Βιώσιμη διαχείριση της παράκτιας ζώνης της Αττικής, δίνεται προτεραιότητα στο άνοιγμα της πόλης προς τον Σαρωνικό και τον λοιπό παράκτιο χώρο της. Η έλλειψη πρασίνου στην Αθήνα αποκαθίσταται με τις ακτές μέσα στον αστικό ιστό της, που αποτελούν ένα ισοζύγιο ελεύθερων χώρων. Παρατίθενται προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση των αυθαιρεσιών, των διαχειριστικών και ιδιοκτησιακών προβλημάτων, και το Πρόγραμμα ολοκληρώνεται με κατάλογο βασικών δράσεων, πολλές από τις οποίες πραγματοποιήθηκαν ή ολοκληρώθηκαν ως προς τον σχεδιασμό, αλλά δεν εφαρμόστηκαν.
Η επένδυση στο νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας-Αττικής (ΡΣΑ) ήταν μεγάλη, με στροφή προς μια χωρική ανάπτυξη με έμφαση στο περιβάλλον και προώθηση ολοκληρωμένων πολιτικών ανασυγκρότησης του υφιστάμενου αστικού ιστού (φωτογραφία 6). Το νέο ΡΣΑ θα επεδίωκε ανάσχεση της οικιστικής εξάπλωσης στον εξωαστικό χώρο – ιδιαίτερα στη Βόρεια και Ανατολική Αττική, δυνατότητες μετεγκατάστασης παραγωγικών δραστηριοτήτων με όχληση σε οργανωμένους υφιστάμενους και νέους πυρήνες, και ένα βιώσιμο σύστημα μετακινήσεων επιβατών και εμπορευμάτων με προτεραιότητα στα ΜΜΜ σταθερής τροχιάς, το περπάτημα και το ποδήλατο.
Σήμερα, η χρονική απόσταση από τη δημοσιοποίηση του Προγράμματος επιτρέπει αξιολογήσεις των αρετών και τυχόν αδυναμιών του. Συγκρίνοντάς το με επίκαιρες τωρινές πρακτικές προσέγγισης ίδιων προβλημάτων, μπορεί κανείς να το αντιληφθεί ως διεισδυτικό, οραματικό και τολμηρό απέναντι στην πραγματικότητα που είχε να αντιμετωπίσει. Ειδικά το νέο ΡΣΑ στόχευε να αποτελέσει βασικό εργαλείο ανασχεδιασμού για τη μακροπρόθεσμη βιώσιμη ανάπτυξη του ευρύτερου χώρου της Αττικής. Όσον αφορά δε στα σύνθετα θέματα του Κέντρου, το Πρόγραμμα θεώρησε εξ’ αρχής ότι η κακή εικόνα του δημόσιου χώρου και η ιδιοποίησή του επιδρούν αρνητικά στις κοινωνικές συμπεριφορές και διαμορφώνουν πρότυπα που απαξιώνουν τη συλλογική συμβίωση. Επεσήμανε την ανάγκη κοινωνικής και πολιτισμικής ανάμιξης και αναβάθμισης περιοχών με φαινόμενα περιθωριοποίησης και ήταν κατανοητό ότι η αναστροφή της εγκατάλειψης του Κέντρου, που συνδέθηκε με την ανοχή για διαβίωση μεγάλου αριθμού μεταναστών υπό απαράδεκτες συνθήκες εξαθλίωσης, απαιτούσε τη θετική διαχείρισή τους ως προϋπόθεση για τη συνεκτική κοινωνική και οικονομική λειτουργία του. Επισημάνθηκε από τότε η ανάγκη σύμπραξης των αρμόδιων κρατικών φορέων με την τοπική αυτοδιοίκηση και την κοινωνία των πολιτών, για την αντιμετώπιση σύνθετων προβλημάτων που σχετίζονται με την ποικιλομορφία και τον αποκλεισμό ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού (φωτογραφία 7).
Σήμερα, πέντε χρόνια μετά, η με ανθρώπινες συνθήκες αντιμετώπιση των ποικίλων ομάδων μεταναστών στην πόλη παραμένει ζητούμενο, ενώ μπορούν να συνεισφέρουν στην κάλυψη προνοιακών υπηρεσιών που ελλείπουν και να δώσουν περιθώρια επιβίωσης σε πολλές μικρές επιχειρήσεις.
Η Πανεπιστημίου, κορμός των παρεμβάσεων για το Κέντρο, επελέγη ως o πλέον σημαντικός άξονας που άξιζε να δοθεί στον πεζό και την πόλη λόγω θέσης, γεωμετρίας, αρχιτεκτονικής, ιστορίας, πολεοδομικής και οικονομικής σημασίας, σημασίας για τη δημόσια συγκοινωνία και το δίκτυο τραμ, και επιδιώκεται η υλοποίησή της. Ατυχώς, παρά τη θεσμική διεύρυνση του αντικειμένου της σε εταιρεία αστικών αναπλάσεων, η μετέπειτα κατάργηση -αντί αναβάθμισης- της ΕΑΧΑ Α.Ε. αποστερεί τη δυνατότητα αποτελεσματικής υλοποίησης δράσεων του προγράμματος με ιστορικό, αισθητικό και λειτουργικό χαρακτήρα.
Το Πρόγραμμα ΑΘΗΝΑ-ATTIKH 2014 γέννησε έναν αριθμό αρχιτεκτονικών διαγωνισμών που διεξήχθησαν με νέο θεσμικό πλαίσιο, και προήγαγαν τη συζήτηση γύρω από την Αρχιτεκτονική και τον πολιτισμό της αστικότητας. Πέραν του διαγωνισμού για την Πανεπιστημίου πρόκειται για τους διαγωνισμούς ανάπλασης που ανέλαβε η ΕΑΧΑ Α.Ε. για την Πλατεία Θεάτρου και ΑΘΗΝΑ Χ 4 (ανάκτησης και απόδοσης χαμένου δημόσιου χώρου, αναβαθμίζοντας την εικόνα και το ισοζύγιο πρασίνου) και το τοπόσημο της προβλήτας στο μητροπολιτικό πάρκο του Φαλήρου (από τη ΔΕΕΑΠ). Τέλος, με ανάθεση στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και διαγωνισμό, υλοποιήθηκαν τρεις εμβληματικές τοιχογραφίες σε τυφλές όψεις κτιρίων, προκαλώντας αναπάντεχες συναντήσεις της τέχνης με τους κατοίκους της πόλης σε μια εποχή που ο πολίτης ήταν αδρανοποιημένος, ο δημόσιος χώρος συρρικνωμένος ή εμπορευματοποιημένος και ο ρόλος της τέχνης κρίσιμος (φωτογραφία 8).
Καλτσά, Μ. (2015) Το πρόγραμμα “Αθήνα-Αττική 2014”, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/το-πρόγραμμα-αθήνα-αττική-2014/ , DOI: 10.17902/20971.36
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
To κείμενο αυτό αφορά τη συνύπαρξη διαφορετικών κοινωνικών / πολιτισμικών ομάδων στον Κεραμεικό και το Γκάζι και τον τρόπο με τον οποίο οι μεταξύ τους σχέσεις εγγράφονται στον αστικό χώρο, αλλά και διαμορφώνονται από αυτόν (Soja 1989). Τα δεδομένα στα οποία στηρίζεται προέρχονται από εθνογραφική έρευνα που πραγματοποιώ από το 2006 (Γιαννακόπουλος 2010).
Οι γειτονιές αυτές θεωρούνταν υποβαθμισμένες λόγω της εγκατάλειψής τους από παλιότερους κατοίκους και της εγκατάστασης μεταναστών. Ωστόσο, τα τελευταία δέκα χρόνια μεσοαστοί, κυρίως επιστήμονες και καλλιτέχνες, επιλέγουν την περιοχή ως τόπο κατοικίας. Ανακαινίζουν παλιές μονοκατοικίες ή διαμερίσματα σε παλιές πολυκατοικίες, αλλά και εγκαθίστανται σε μοντέρνες, πολυτελείς πολυκατοικίες που ανεγείρονται από κατασκευαστικές εταιρίες οι οποίες είχαν αγοράσει οικόπεδα προβλέποντας και προκαλώντας τη μελλοντική εγκατάσταση μεσοαστών στην περιοχή.
Παράλληλα, η περιοχή έχει γίνει τόπος εγκατάστασης μπαρ, εστιατορίων και καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων, «εναλλακτικών» αλλά και πιο «εμπορικών». Το Γκάζι αποκαλείται και gay village / γκέι χωριό, αφού τα περισσότερα γκέι μπαρ της Αθήνας έχουν μεταφερθεί εκεί. Υπάρχει μια διάκριση, ως προς τον χαρακτήρα της περιοχής, ανάμεσα στο Γκάζι –δηλαδή τη γειτονιά που εκτείνεται μετά την Ιερά Οδό όπως έρχεται κανείς από την Ομόνοια– και τον Κεραμεικό –που χωροθετείται πριν από την Ιερά Οδό: Το Γκάζι θεωρείται περισσότερο τόπος εγκατάστασης μπαρ και κέντρων διασκέδασης, ενώ ο Κεραμεικός περισσότερο τόπος κατοικίας.
Η εγκατάσταση «νεοαστών» κατοίκων και τόπων μιας κυρίως νεανικής διασκέδασης είναι χαρακτηριστική μιας διαδικασίας ανάπλασης, «εξευγενισμού» (gentrification) υποβαθμισμένων περιοχών του κέντρου πολλών δυτικών και άλλων μεγαλουπόλεων. Ο «εξευγενισμός» στις εν λόγω περιοχές δεν έχει ολοκληρωθεί εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα να εξακολουθούν να κατοικούνται και από μετανάστες και, εν γένει, από έναν ετερογενή πληθυσμό. Πρόσφατα, ωστόσο, επενδυτές όπως η εταιρία Οliaros με επικεφαλής τον επιχειρηματία στον χώρο του real-estate Ιάσονα Τσάκωνα, επιχειρούν την ολοκλήρωση του εξευγενισμού με την υποστήριξη του υπουργείου Ανάπτυξης και του Δήμου Αθηναίων.
Η νέα αυτή κίνηση ανάπλασης, ή αστικής αναζωογόνησης όπως έχει χαρακτηριστεί από τον δήμο και το υπουργείο, έχει αναζωπυρώσει τις παλιές διαμάχες μεταξύ διαφόρων κοινωνικών, πολιτιστικών και πολιτικών ομάδων οι οποίες είναι εγκατεστημένες ή δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Σε γενικές γραμμές, οι απόψεις για την ανάπλαση μπορούν να διαχωριστούν σε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη υποστηρίζει την ανάπλαση ως μέσο αναβάθμισης της περιοχής που μαστίζεται από την «ανομία», δηλαδή το εμπόριο και τη χρήση ναρκωτικών, την πορνεία και τη μικρή εγκληματικότητα (κλοπές κλπ.). Σύμφωνα με την δεύτερη, το νέο στάδιο της ανάπλασης αποτελεί την αφορμή για μια επιχείρηση αστυνόμευσης και τελικά εκδίωξης των μεταναστών και των περιθωριοποιημένων ομάδων / ατόμων από τις γειτονιές αυτές του κέντρου της Αθήνας. Οι υπερασπιστές της πρώτης κατεύθυνσης απόψεων είναι κυρίως μεσοαστοί νέοι κάτοικοι, αλλά και πολλοί από τους εναπομείναντες παλιότερους Έλληνες κατοίκους, ενώ της δεύτερης είναι κάτοικοι ή και συχνοί επισκέπτες της περιοχής που ανήκουν στην αριστερά και τον αντιεξουσιαστικό / αναρχικό χώρο.
Στη συνέχεια θα αναδείξουμε την πρώτη ομάδα απόψεων, όπως κυρίως εκφράζεται από τους μεσοαστούς νέους κατοίκους της περιοχής οι οποίοι αποτελούν και τον κύριο φορέα του «εξευγενισμού». Ωστόσο, και οι υπερασπιστές της δεύτερης ομάδας απόψεων, παρά την αντίθεσή τους στην «ανάπλαση», συμβάλλουν έστω και άθελά τους στον «εξευγενισμό» μέσα από την παρουσία τους και μόνο, ως κάτοικοι ή θαμώνες. Όπως συνάγεται από τις συνεντεύξεις που πήρα από νέους κατοίκους, ένας από τους κυριότερους λόγους για τον οποίο εγκαταστάθηκαν στην περιοχή είναι η έλξη, η γοητεία που τους ασκεί το κέντρο της Αθήνας. Χαρακτηριστικά, οι «εναλλακτικοί» αυτοί μεσοαστοί αυτοπροσδιορίζονται ως «παιδιά του κέντρου», διακρίνοντας τους εαυτούς τους από τους μεσοαστούς των προαστίων. Η έλξη και ο αυτοπροσδιορισμός αυτός συγκροτείται με βάση επιλεκτικές, αποσπασματικές εικόνες της περιοχής, όπως η ύπαρξη «εναλλακτικών» μπαρ, πολιτιστικών κέντρων ή και πεζόδρομων που θυμίζουν παλιές γραφικές αθηναϊκές γειτονιές.
Η γραφικότητα της περιοχής, ο «λαϊκοπαραδοσιακός» χαρακτήρας της, αλλά και η «πολυπολιτισμικότητά» της –δηλαδή η ύπαρξη των μεταναστών που «δίνουν χρώμα στη γειτονιά»– αποτελούν συστατικά στοιχεία της απόφασης των μεσοαστών αυτών να την επιλέξουν ως τόπο κατοικίας. Η γοητεία της γραφικότητας και της πολυπολιτισμικότητας συνδέεται άμεσα με την απόρριψη από τους συνομιλητές μου των κυρίαρχων ξενοφοβικών αντιλήψεων, οι οποίες τους διακρίνουν από τους κλασσικούς μεσοαστούς, αλλά και από τους παλιότερους Έλληνες κατοίκους της περιοχής. Με άλλα λόγια, παρατηρούμε εδώ μιαν αντίληψη σύμφωνα με την οποία αναζητούνται τρόποι συνύπαρξης, συγκατοίκησης διαφορετικών κοινωνικών / πολιτισμικών ομάδων, η οποία φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να αντιπαρατίθεται με την αντίληψη των μεσοαστών εκείνων που επιλέγουν να κατοικήσουν σε περίκλειστες (gated) κοινότητες μεγαλουπόλεων, δυτικών και άλλων. Ωστόσο, η υπεράσπιση της πολυπολιτισμικότητας έρχεται αντιμέτωπη με την σύγχρονη πραγματικότητα του κέντρου της Αθήνας, έστω και αν στην ελληνική πρωτεύουσα ίσως είναι υπερβολή να μιλήσουμε για κοινωνική έρημο που έχει προκαλέσει η εγκατάλειψη των downtown των μεγαλουπόλεων σύμφωνα με τον Davis (2008). Με άλλα λόγια, το ζήτημα που τίθεται στους «εναλλακτικούς» αυτούς μεσοαστούς είναι το πώς θα συνδυάσουν την απόρριψη της ομοιογένειας των «πληκτικών» βορείων προαστίων και την συνακόλουθη υπεράσπιση, τουλάχιστον στα λόγια, της «πολυπολιτισμικότητας» με τους «κινδύνους» της συνύπαρξης με διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Και κατά προέκταση: πώς εννοιολογείται η συνύπαρξη διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και, τελικά, η διαφορά (diversity) σε συνδυασμό με τον «εξευγενισμό» της γειτονιάς;
Όπως δείχνουν οι παρεμβάσεις τους στο χώρο, η λύση που επιλέγουν στα παραπάνω ερωτήματα οι μεσοαστοί πρωτοπόροι της «επανακατοίκησης» του ιστορικού κέντρου της Αθήνας είναι ο εξευγενισμός, ο εξωραϊσμός της περιοχής: πράσινες παρεμβάσεις, ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων και διατηρητέων ακινήτων, καθαρισμός. Ωστόσο, οι προσπάθειές τους αυτές συχνά προσκρούουν ή και ακυρώνονται από την σύγχρονη πραγματικότητα της πόλης.
Οι χωρικές αυτές παρεμβάσεις αναλαμβάνονται συνήθως από ιδιώτες ή ενώσεις πολιτών, αλλά μερικές φορές συνεπικουρούνται από τον Δήμο Αθηναίων.
Χαρακτηριστική είναι η προσπάθεια ανάδειξης της αρχιτεκτονικής αξίας των κτηρίων, η αποκατάσταση των παρτεριών, η δενδροφύτευση και ο άπλετος σύγχρονος φωτισμός στην οδό Ιάσονος.
Η ανάπλαση στην Ιάσονος συνδέεται με το γεγονός ότι στο δρόμο αυτό λειτουργούν είκοσι οίκοι ανοχής και συνέπεσε χρονικά με την απαίτηση του επενδυτή Ι. Τσάκωνα για την εκδίωξη των οίκων ανοχής από τον Κεραμεικό. Με άλλα λόγια, η «εξωραϊστική» αυτή δραστηριότητα των μεσοαστών νέων κατοίκων αποσκοπεί στην προσαρμογή, ενσωμάτωση της γειτονιάς στις δικές τους αντιλήψεις και πρότυπα για τον χώρο, αλλά και την πολυπολιτισμικότητα. Η γειτνίαση, η συνύπαρξη με τον Άλλον –κυρίως τους μετανάστες– είναι εκείνη της διακριτικής ιεραρχικής απόστασης, μιας φιλικής προς την ετερότητα, φολκλορικής, αλλά σαφώς ιεραρχικής διαφοροποίησης.
Η διαφοροποίηση αυτή αποτυπώνεται στο χώρο, αλλά ταυτόχρονα συγκροτείται και με όρους χώρου. Παραθέτω ενδεικτικά τα λόγια της πολιτικού μηχανικού της κατασκευαστικής εταιρίας της πολυτελούς –λεγόμενης εναλλακτικής– πολυκατοικίας στην οδό Μυλλέρου για το πώς συγκροτείται αρχιτεκτονικά μια αποσπασματική, αποστασιοποιημένη, αφ’ υψηλού “φωτογραφική θέαση” (Σταυρίδης 2002) του Άλλου: «το κτήριο είναι inviting προς τη γειτονιά, δηλαδή το κτήριο δεν στρέφει την πλάτη του προς τη γειτονιά και να πει: α! εμείς έχουμε ένα ωραίο κτήριο και δεν θέλουμε να σας βλέπουμε γιατί είστε πιο άθλιοι από μας (…) Έχει κάτι μεταλλικά πλέγματα που είναι διάφανα και βλέπεις όλες αυτές τις μπουγάδες σαν μέσα από ομίχλη, λίγο φλουταρισμένες». Ο Άλλος, όταν είναι διαφορετικός και φτωχός γίνεται αποδεκτός ως αισθητικοποιημένη σκηνογραφία.
Γιαννακόπουλος, Κ. (2015) Μεταξουργείο / Κεραμεικός και Γκάζι: «εξευγενισμός» και πολυπολιτισμικότητα στο λόγο των νέων κατοίκων, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ο-λόγος-των-εξευγενιστών/ , DOI: 10.17902/20971.8
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Tο 1930 ιδρύθηκε o ΟΛΠ (Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς) με τη μορφή ΝΠΔΔ (Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου). Η τοπογεωγραφική εξέλιξη των τερματικών του ΟΛΠ μετά τη δεκαετία του ’70 άλλαξε τα δεδομένα της σχέσης πόλη – λιμάνι, αλληλεπιδρώντας και με άλλους παραθαλάσσιους αστικούς δήμους, εκτός από τον Πειραιά. Τα λιμενικά τερματικά του ΟΛΠ, λειτουργούν πλέον σε πολλές και διαφορετικές τοποθεσίες. Στο Πέραμα με τον σταθμό εμπορευματοκιβωτίων (ΣΕΜΠΟ) και τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, στο Κερατσίνι-Δραπετσώνα με το Car-terminal, στον Πειραιά με το επιβατικό λιμάνι. Μετά το 1999, αυτός ο οικονομικός οργανισμός λειτουργεί ως ΝΠΙΔ (Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου) και από το 2003 είναι εισηγμένη εταιρεία στο χρηματιστήριο με διασπορά του 25% περίπου των μετοχών στην χρηματαγορά. Το 2005 η κυβέρνηση επέλεξε την συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στη παραγωγή λιμενικών υπηρεσιών σε τερματικούς σταθμούς εμπορευματοκιβωτίων στον ΟΛΠ και τον ΟΛΘ (Θεσσαλονίκη). Το 2008 προκηρύχθηκαν διεθνείς διαγωνισμοί για την παραχώρηση για 35+5 χρόνια του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων (ΣΕΜΠΟ) του ΟΛΠ και συγκεκριμένα του μοναδικού υφιστάμενου Προβλήτα ΙΙ στη περιοχή του Περάματος.
Τον Απρίλιο του 2009 πέρασε από τη Βουλή ο νόμος 3755/09 που επικύρωσε τη Σύμβαση των δύο εταιριών ΟΛΠ-ΣΕΠ (Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά ΑΕ) που παραχώρησε ολοκληρωμένο και σε πλήρη λειτουργία τον Προβλήτα ΙΙ του ΣΕΜΠΟ του λιμανιού του Πειραιά, με όλον τον μηχανολογικό του εξοπλισμό και τη κατασκευή του Ανατολικού τμήματος του Προβλήτα ΙΙΙ για 35+5 χρόνια, με διμερή διακρατική συμφωνία.
Ο ΟΛΠ από ένα περιφερειακό λιμάνι έχει γίνει κεντρικό λιμάνι της Ευρωπαϊκής Ένωσης (6ος πλέον σε κατάταξη). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Εθνικής Τράπεζας, το 2015 θα μπορούν να διακινούνται από τον Πειραιά 4,7 εκ. εμπορευματοκιβώτια (TEUs) από 3 εκ. το 2012, προσφέροντας στην ελληνική οικονομία έσοδα της τάξης των 900 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχούν σε προστιθέμενη αξία της τάξης του 0,4% του ΑΕΠ, ενώ θα δημιουργηθούν περίπου 9.000 νέες θέσεις εργασίας. Οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας επισημαίνουν ότι, εκτός από το άμεσο όφελος της αυξημένης διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων, σημαντική αναμένεται να είναι η μακροπρόθεσμη επίδραση στην ανάπτυξη δικτύου επιχειρήσεων γύρω από το λιμάνι του Πειραιά. «Εκτιμάμε ότι μέχρι το 2018 η προστιθέμενη αξία θα αυξηθεί κατά 1,1 δισ. ευρώ για τις επιχειρήσεις που είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη ναυτιλία και κατά 2,1 δισ. για το ευρύτερο δίκτυο επιχειρήσεων –κυρίως αποθήκευσης (logistics) και βιομηχανικών– που συγκεντρώνονται στην περιοχή λόγω της αυξημένης δραστηριότητας». Παράλληλα, αναμένεται έμμεση επίδραση της τάξης των 1,9 δισ. ευρώ λόγω αυξημένης παραγωγής των κλάδων εκτός του συγκεκριμένου δικτύου –αφορά κυρίως προμηθευτές. Συνυπολογίζοντας τις παραπάνω επιδράσεις από την επέκταση του δικτύου επιχειρήσεων γύρω από την ευρύτερη περιφέρεια των λιμενικών τερματικών του ΟΛΠ, η συνολική αύξηση στην προστιθέμενη αξία αγγίζει τα 5,1 δισ. ευρώ μέχρι το 2018 ή 2,5% του ΑΕΠ δημιουργώντας περίπου 125.000 νέες θέσεις εργασίας.
Ο ΟΛΠ είναι ένας οργανισμός «δημόσιας εξουσίας και επιχειρηματικής δραστηριότητας». Λειτουργεί αυτόνομα και μέσα από ένα σύστημα 322 συμβάσεων παραχώρησης με ιδιωτικούς φορείς, πιο σημαντική των οποίων είναι η Σύμβαση Παραχώρησης Σταθμών Εμπορευματοκιβωτίων προς τη ΣΕΠ ΑΕ, θυγατρική της Cosco Pacific Ltd, ΚΠΑ ύψους 678 εκ. ευρώ. Ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη και νέα επιχειρηματική συμφωνία ύψους 230 εκ. ευρώ, με την ίδια εταιρεία. Ο ΟΛΠ ΑΕ εκτελεί επενδυτικά έργα με κοινοτικές χρηματοδοτήσεις ύψους 150 εκ. ευρώ. Στον Νόμο 4150/2013 προβλέπεται η δημιουργία της εταιρείας holding «Αττικό Λιμενικό Σύστημα», με την ενσωμάτωση στον ΟΛΠ ΑΕ τριών άλλων λιμένων ΑΕ, της Ραφήνας, του Λαυρίου και της Ελευσίνας. Αποτελεί πλέον τμήμα των Διευρωπαϊκών Δικτύων (ΤΕΝ-Τ) και επομένως δυνητικού αποδέκτη ποσών εκ του Ταμείου «Συνδέοντας την Ευρώπη», το οποίο έχει προϋπολογισμό 23 δισ. ευρώ.
Τα χρόνια των μνημονίων, οι κυβερνήσεις επέλεξαν την διαδικασία του διεθνούς διαγωνισμού για την παραχώρηση του 67% των μετοχών του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς. Με το άνοιγμα των προσφορών, την Τρίτη 12 Ιανουαρίου του 2015, γίνονται γνωστές και οι αποτιμήσεις για την αξία του ΟΛΠ των δυο εκτιμητών που όρισε το ΤΑΙΠΕΔ.
Η διαδικασία παραχώρησης των μετοχών αυτών, γίνεται με τη δέσμευση, από τον οποιονδήποτε πιθανό αγοραστή, ανεξάρτητα από το ύψος της τιμής προσφοράς, για επενδύσεις 340 εκατ. ευρώ στο λιμάνι του Πειραιά, οι κυριότερες εκ των οποίων αφορούν της ανάπτυξη της κρουαζιέρας με λιμενικά έργα, νέες δεξαμενές για τις επισκευές των πλοίων και καινούργιες υποδομές στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη
Ο ΟΛΠ ΑΕ είναι η μεγαλύτερη επιχείρηση της λιμενικής βιομηχανίας της χώρας και ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Ευρώπης. Είναι ένα λιμάνι πολλαπλών δραστηριοτήτων, που οι λιμενικές χερσαίες εγκαταστάσεις του (κρηπιδώματα) καλύπτουν μία έκταση 37,7 χλμ και υπηρετεί τους παρακάτω βασικούς τομείς δραστηριοτήτων μιας λιμενικής αγοράς:
Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι ο ΟΛΠ δεν εξαρτάται από τις διακυμάνσεις ενός κλάδου, όπως άλλα λιμάνια και σταθμοί. Δεν είναι μόνο λιμάνι ΣΕΜΠΟ, ή μόνο λιμάνι κρουαζιέρας, ή μόνο λιμάνι car-terminal, ή μόνο λιμάνι ακτοπλοΐας. Είναι όλα αυτά μαζί και αυτό αποτελεί πλεονέκτημα, αλλά και στρατηγική ανάπτυξης απέναντι στις ενδεχόμενες επιμέρους κρίσεις. Οι όποιες εξωτερικότητες από τις επιμέρους αυτές δραστηριότητες επιδρούν θετικά στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, στο πολεοδομικό συγκρότημα, αλλά και στο σύνολο της οικονομίας.
Χλωμούδης, Κ. (2015) Η εξέλιξη του λιμένος Πειραιώς και η COSCO, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/το-λιμάνι-και-η-cosco/ , DOI: 10.17902/20971.47
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Κατά τα πρώτα σαράντα περίπου μεταπολεμικά χρόνια, το κέντρο της Αθήνας, άκμασε, πύκνωσε, άλλαξε αισθητικά και λειτουργικά, αποτελώντας όμως πάντοτε τον ομφαλό της οικονομικής και πολιτιστικής ζωής της μητρόπολης. Την ακμή του ακολούθησε μια περίοδος παρακμής, με αυξανόμενη ένταση κατά τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια. Η υψηλή πυκνότητα του κέντρου σε συνδυασμό με την αύξηση της αυτοκίνησης και την έλλειψη αποτελεσματικών δικτύων μέσων μαζικής μεταφοράς, ιδιαίτερα πριν από την κατασκευή του μετρό, καθώς και η εντεινόμενη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, δημιούργησαν συνθήκες εξόδου του πληθυσμού και απομάκρυνσης πολλών δραστηριοτήτων από αυτό. Η αυξανόμενη οικονομική ευμάρεια και η υιοθέτηση νέων τρόπων ζωής και καταναλωτικών προτύπων, οδήγησαν ένα μέρος του πληθυσμού της Αθήνας στην αναζήτηση νέων σκηνών, στην περιφέρεια της πόλης, όπου θα εκτυλίσσονταν πλέον το θέατρο της καθημερινής του ζωής, και θα εξέφραζαν καλύτερα τις νέες αξίες και πρότυπα της κοινωνίας. Η αναπόφευκτη, αλλά ίσως υπερβολική και απρογραμμάτιστη επέκταση του μητροπολιτικού συγκροτήματος, συνοδεύτηκε και από τη δημιουργία περιφερειακών εμπορικών αγορών και εμπορικών κέντρων, που αποδυνάμωσαν το παραδοσιακό εμπορικό κέντρο της Αθήνας. Ο πληθυσμός της, πρόσφατα αστικοποιημένος, δεν διέθετε συλλογική μνήμη, αξίες και συνείδηση αστικού πολιτισμού, και πιθανότατα δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει έναν ενεργητικό διάλογο με το παρελθόν της πόλης. Ποτέ ίσως δεν υπήρξε σοβαρό κοινωνικό αίτημα για την ανάληψη δράσεων από το κράτος για την αναστροφή της πορείας υποβάθμισης του κέντρου της Αθήνας.
Τα δικαιώματα οικοδομικής αξιοποίησης που είχαν αποδοθεί στην έγγεια ιδιοκτησία κατά την περίοδο ισχυρής ανάπτυξης του κέντρου της πόλης, ευνόησαν την εντατική εκμετάλλευσή της και την παραγωγή υψηλής γαιοπροσόδου. Ιδιαίτερα με την αμφιλεγόμενη μέθοδο της αντιπαροχής, δόθηκε κάποια λύση στο πρόβλημα στέγασης του ταχέως αυξανόμενου πληθυσμού, και των αναπτυσσόμενων δραστηριοτήτων. Τη θέση των παλαιών, χαμηλού ύψους κτηρίων, κατέλαβαν προοδευτικά νέες, υπερσύγχρονες για την εποχή τους πολυώροφες οικοδομές, που εκμεταλλεύτηκαν τον ιδιωτικό χώρο κατά το μέγιστο δυνατό, τόσο κάθετα όσο και οριζόντια. Ορθώθηκαν υπερσύγχρονες για την εποχή τους πολυκατοικίες και πολυτελή μέγαρα γραφείων και καταστημάτων, που σε σχέση με το παρελθόν, στέγασαν πολλαπλάσιο πληθυσμό και δραστηριότητες. Δημιουργήθηκε έτσι ένα κτηριακό απόθεμα από πολυσύχναστες κυψέλες, που συχνά επικοινωνούν μεταξύ τους με γοητευτικές στοές που δίδουν διέξοδο προς το δημόσιο χώρο. Συχνά κομψά, αλλά συνηθέστερα επιβλητικά, κάποια από αυτά τα κτήρια αποτελούν σήμερα μέρος της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της πόλης, ακόμη και εάν δεν έχουν χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα, όπως – δικαιωματικά σχεδόν – κάποια παλαιότερα κτήρια που επέζησαν και μετά από την εποχή της αντιπαροχής.
Η κατάσταση του κτηριακού αποθέματος του κέντρου της Αθήνας είναι σήμερα ιδιαίτερα προβληματική, όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία που προέκυψαν από πρόσφατες έρευνες του Τμήματος Μηχανικών Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας σε ένα ευρύ τμήμα του κέντρου που περιλαμβάνει 1650 κτίρια και παρουσιάζονται στις επόμενες ενότητες του κειμένου.
To κτηριακό απόθεμα στο κέντρο της Αθήνας χαρακτηρίζεται σήμερα ως απαξιωμένο. Περισσότερα από τα μισά κτήρια (55%) σε ευρεία περιοχή του που μελετήθηκε, κατασκευάστηκαν προ πεντηκονταετίας, ενώ περίπου το 20% από αυτά είναι αρκετά παλαιότερα. Κατά την εικοσαετία 1970-1990, κατασκευάστηκε το 15% των κτηρίων, ενώ ελάχιστα κτήρια (αντιπροσωπεύουν περίπου το 7% του συνόλου) κατασκευάστηκαν από το 1990 μέχρι τις μέρες μας (Χάρτης 1). Εντούτοις, η παλαιότητα του κτηριακού αποθέματος δε θα αποτελούσε πρόβλημα για την πόλη, εάν τα κτήρια ήταν επαρκώς συντηρημένα και ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις των σύγχρονων χρηστών τους, καθώς επίσης, εάν ορισμένα από αυτά διέθεταν κάποια αρχιτεκτονική ευπρέπεια. Σχεδόν το σύνολο των κτηρίων χρίζουν σήμερα κοστοβόρων παρεμβάσεων για την αποκατάσταση, εκσυγχρονισμό και βελτίωση της ενεργειακής τους απόδοσης (Χάρτης 2). Για πάνω από το 60% των κτηρίων, το κόστος αποκατάστασης και εκσυγχρονισμού τους υπερβαίνει τη σημερινή (2015) αγοραία αξία τους.
Πηγή στοιχείων: ιδία έρευνα πεδίου, Q3 2013
Πηγές στοιχείων: ιδία έρευνα δομημένων επιφανειών Q3 2013, στοιχεία ιδιοκτησιών από την Κτηματολόγιο Α.Ε., Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο Δ. Αθηναίων. Ιδία επεξεργασία στοιχείων.
Στο χάρτη απεικονίζονται τα κτήρια των οποίων η δομημένη επιφάνεια υπερβαίνει ή υπολείπεται των δυνατοτήτων δόμησης που επιτρέπεται με βάση τους ισχύοντες σήμερα συντελεστές δόμησης, μετά τη μείωσή τους κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Με κόκκινη παλέτα χρωμάτων απεικονίζεται η ένταση της υπέρβασης του ισχύοντος συντελεστή δόμησης. Με πράσινη παλέτα υποδεικνύεται η υπολειπόμενη δυνατότητα δόμησης. |
Το σύνολο σχεδόν των οικοπέδων έχει οικοδομηθεί με υψηλούς συντελεστές δόμησης. Η θεσμοθέτηση μειωμένων συντελεστών κατά τις τρεις περίπου τελευταίες δεκαετίες, είχε μάλλον περιορισμένα αποτελέσματα (Χάρτης 3, σε συνδυασμό με τον Χάρτη 1). Η σημαντική υπέρβαση της δομημένης επιφάνειας πολλών κτηρίων σε σχέση με τους ισχύοντες σήμερα συντελεστές δόμησης, καθιστά ανεφάρμοστες ή ακόμη και ουτοπικές, κάποιες προτάσεις για την κατεδάφιση κτηρίων με σκοπό τη δημιουργία νέων ή για τη δημιουργία ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων. Κα αυτό συμβαίνει όταν δε λαμβάνονται επαρκώς υπόψη το ύψος των αποζημιώσεων των ιδιοκτητών ακινήτων, υπό συνθήκες σχεδόν απόλυτης έλλειψης οικονομικών πόρων, ή την αναποτελεσματικότητα πολεοδομικο-οικονομικών μηχανισμών, όπως της Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης. Αν και οι μεγάλες καλύψεις και πυκνότητες των οικοδομικών τετραγώνων καθιστούν μάλλον δύσκολη την εφαρμογή των αρχών του βιοκλιματικού σχεδιασμού σε περιπτώσεις αποκατάστασης και εκσυγχρονισμού των παλαιών κτηρίων, ταυτόχρονα, η υψηλή πυκνότητα της πόλης θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει ένα από τα πλεονεκτήματά της, τουλάχιστον σε ότι αφορά την εξοικονόμηση ενέργειας, υπό προϋποθέσεις.
Πηγή στοιχείων: Ιδία έρευνα – αυτοψίες κτηρίων, Q3 2013. Ιδία επεξεργασία.
Στο χάρτη απεικονίζεται το κόστος αποκατάστασης του κτηριακού αποθέματος σε κατάσταση καινούριου με το επιπλέον κόστος ενεργειακής αναβάθμισης, χωρίς περαιτέρω εσωτερικές ή εξωτερικές παρεμβάσεις.
Τα στοιχεία της κατάστασης συντήρησης κάθε κτηρίου συλλέχθηκαν με αυτοψία. Η επεξεργασία τους έγινε με εξελιγμένο αλγόριθμο. |
Στα χρόνια της κρίσης καταγράφονται πολύ υψηλά ποσοστά κενών ιδιοκτησιών, τόσο σε ισόγεια καταστήματα (Χάρτης 4), όσο και σε χώρους κάθε χρήσης, στους ορόφους των κτηρίων (Χάρτης 5). Τα ποσοστά κενών φθάνουν σε ορισμένες περιοχές του κέντρου της πόλης το 40% της συνολικής δομημένης επιφάνειας καταστημάτων, και περίπου στο 37% των χώρων σε ορόφους. Εξολοκλήρου κενά είναι το 18% των κτηρίων, πολλά εκ των οποίων είναι διατηρητέα. Τα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά κενών χώρων αποτελούν τη χαρακτηριστικότερη έκφανση της γενικευμένης κρίσης που βιώνει η πόλη. Πέρα από την υποβάθμιση της εικόνας της πόλης, πλήττονται βαριά οι κοινωνικές και οικονομικές της λειτουργίες.
Πηγή στοιχείων: ιδία έρευνα και επεξεργασία Q3 2013
Στο χάρτη απεικονίζεται το ποσοστό επιφανείας των κενών ισόγειων εμπορικών χώρων κάθε κτηρίου, επί του συνόλου του εμβαδού του ισογείου του. |
Πηγή στοιχείων: ιδία έρευνα και επεξεργασία Q3 2013
Στο χάρτη απεικονίζεται το ποσοστό επιφανείας κενών χώρων κάθε κτηρίου, επί του συνόλου του εμβαδού του, εκτός ισογείου και υπόγειων χώρων. |
Δύο από τα κύρια δομικά χαρακτηριστικά του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των υφιστάμενων κτηρίων στην περιοχή του κέντρου της πόλης, είναι η μικρο-ιδιοκτησία και η πολύ-ιδιοκτησία. Τα χαρακτηριστικά αυτά οφείλονται κατ’αρχήν στη μικροϊδιοκτησία της γης, αφού πάνω από το 80% των οικοπέδων έχουν εμβαδό μικρότερο των 500 τ.μ. Στα μικρά οικόπεδα οικοδομήθηκαν κτήρια με πολύ υψηλά ποσοστά συνιδιοκτησίας. Στο σύνολο των 1650 κτηρίων που εξετάσθηκαν, ο μέσος αριθμός συνιδιοκτητών ανέρχεται σε 32 άτομα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της επεξεργασίας πρωτογενών δεδομένων από την Κτηματολόγιο Α.Ε. Περίπου το 50% των κτηρίων ανήκουν σε πάνω από 75 ιδιοκτήτες. Εντοπίσθηκαν αρκετά κτήρια, σημαντικής επιφανείας, με πάνω από 300 συνιδιοκτήτες. Η πολύ-ιδιοκτησία είναι περισσότερο έντονη στα κτήρια γραφείων, και συνέβαλε αδιαμφισβήτητα στην απαξίωσή τους, κυρίως λόγω των δυσκολιών διαχείρισης και συντήρησής τους.
Τα υψηλά ποσοστά συνιδιοκτησίας των κτηρίων και η μικρο-ιδιοκτησία, υποδηλώνουν την περιορισμένη παρουσία πραγματικά μεγάλου κεφαλαίου στο κέντρο της Αθήνας, και τεκμηριώνουν την έντονη κοινωνική διασπορά της ιδιοκτησίας. Κατά συνέπεια, η υποβάθμιση και απαξίωση του κτηριακού αποθέματος, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, αποτελεί πλέον ένα φαινόμενο με σημαντικές κοινωνικές επιπτώσεις, αφού έχει απαξιωθεί η περιουσία μεγάλου αριθμού μικροϊδιοκτητών, για τους οποίους η επένδυση των αποταμιεύσεών τους σε ακίνητα του κέντρου της πόλης αποτελούσε κατά το παρελθόν σημαντική επιλογή του κύκλου ζωής τους.
Τα κτήρια του κέντρου της Αθήνας είναι στη μεγάλη πλειοψηφία τους σε κακή κατάσταση συντήρησης, ενεργοβόρα, με υψηλά ποσοστά κενών, και φιλοξενούν χρήσεις χαμηλής προστιθέμενης αξίας για μητροπολιτικό κέντρο. Στα πεπαλαιωμένα και απαξιωμένα κτηριακά κελύφη, δεν μπορούν να στεγασθούν πλέον εκείνες οι κεντρικές λειτουργίες που κατά κανόνα συγκεντρώνονται στο κέντρο μιας σύγχρονης μητρόπολης. Λόγω των υψηλού κόστους των έργων αποκατάστασης και εκσυγχρονισμού τους, του υψηλού βαθμού συνιδιοκτησίας και των χαμηλών μισθωμάτων, συνεχώς απαξιώνονται, και σταδιακά εγκαταλείπονται. Εξαιτίας της μεγάλης κλίμακας του προβλήματος της εγκατάλειψης των κτηρίων, έχει δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος: το αστικό περιβάλλον υποβαθμίζεται λόγω των εγκαταλελειμμένων κτηρίων, και τα κτήρια εγκαταλείπονται λόγω της υποβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος. Το φαινόμενο εξαπλώνεται σταδιακά σχεδόν σε ολόκληρη την έκταση της πόλης της, με πολλαπλές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Για το φαινόμενο αυτό, δεν είναι αποκλειστικά υπεύθυνη η παρούσα βαθειά και μακροχρόνια οικονομική κρίση, αλλά κυρίως, οι ανεπάρκειες της πολιτείας στο σχεδιασμό και τη διαχείριση του χώρου. Επιπλέον, το ισχύον θεσμικό πλαίσιο καθιστά κάθε παρέμβαση σε κτήρια πολύ-ιδιοκτησίας, σχεδόν αδύνατη.
Σχεδόν το σύνολο των ιδιοκτητών κενών ακινήτων, και ιδιαίτερα κενών οριζόντιων ιδιοκτησιών εντός εγκαταλελειμμένων ή ημι-εγκατατελελλειμένων κτηρίων βρίσκεται σήμερα στην εξαιρετικά δυσμενή θέση να καταβάλλει υψηλούς φόρους, χωρίς πραγματική προοπτική επανάχρησης ή πώλησής τους. Η αναβάθμιση μεμονωμένων οριζόντιων ιδιοκτησιών δεν θα προσέδιδαν σε αυτές, αλλά ούτε και σε ολόκληρα τα κτήρια προστιθέμενη αξία, είτε με όρους αγοραίων τιμών είτε αισθητικούς ή λειτουργικούς, όταν οι κοινόχρηστοι χώροι και ο εξοπλισμός τους είναι πεπαλαιωμένοι, ιδιαίτερα υπό τις επικρατούσες συνθήκες μεγάλης προσφοράς ακινήτων και σχεδόν ανύπαρκτης ζήτησης.
Το οικιστικό απόθεμα του κέντρου, ιδιαίτερα κατά την τελευταία δεκαετία, έχει τεθεί προοδευτικά εκτός των διαδικασιών που στηρίζουν την οικονομική μεγέθυνση και την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη. Ένας τεράστιος πλούτος απομειώνεται διαρκώς εδώ και δεκαετίες, με ανυπολόγιστες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, δεδομένης της εξαιρετικά υψηλής πληθυσμιακής διασποράς της ιδιοκτησίας. Για το χρηματοπιστωτικό σύστημα το κτηριακό απόθεμα του κέντρου δεν αποτελεί πλέον σοβαρό αντικείμενο ενδιαφέροντος, όχι μόνο λόγω της χαμηλής αγοραίας αξίας του, αλλά κυρίως, λόγω του υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου που ενέχει η χρηματοδότηση επενδύσεων σε αυτό. Η αδυναμία αξιοποίησης των ακινήτων ως εμπράγματη εγγύηση για την παροχή δανείων, στερεί από την αγορά πολύτιμους πόρους για τη χρηματοδότηση παραγωγικών δραστηριοτήτων. Με δεδομένα την υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος και την οικονομική κρίση, κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της συντριπτικής πλειοψηφίας των κτηρίων καθίσταται ασύμφορη με όρους αγοράς, και άρα ουσιαστικά ανέφικτη, όπως κατέδειξε ένας σημαντικός αριθμός μελετών σκοπιμότητας για την αποκατάσταση κτηρίων που εκπονήθηκαν στα πλαίσια των ερευνητικών προγραμμάτων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Τα παραπάνω δικαιολογούν σε μεγάλο βαθμό και την παντελή έλλειψη κινητικότητας της αγοράς ακινήτων στο κέντρο της πόλης, είτε για οριζόντιες ιδιοκτησίες, είτε για αυτοτελή κτήρια προβολής.
Η δυσμενής αυτή κατάσταση φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να βελτιωθεί χωρίς την άσκηση έντονων δημόσιων πολιτικών και μέτρων, με στόχο τόσο για τη βελτίωση του δημόσιου χώρου, όσο και του κτηριακού αποθέματος. Διαφορετικά, ακόμη και όταν η οικονομική κρίση ξεπεραστεί, πιθανότατα όπως και στο παρελθόν, οι δυνητικοί χρήστες κεντρικών θέσεων της πόλης θα αναγκαστούν να αναζητήσουν έκκεντρες θέσεις για την εγκατάστασή τους. Με δεδομένη την ευρεία κοινωνική διασπορά της ιδιοκτησίας, το σημαντικότερο θέμα που τίθεται δεν είναι ίσως εκείνο ενός δυσδιάκριτου θέματος πιθανού εξευγενισμού κάποιων τμημάτων της πόλης, αλλά εκείνο της απονομής κοινωνικής δικαιοσύνης από την πολιτεία στους ανθρώπους που επένδυσαν για δεκαετίες τους κόπους τους στο κέντρο της πόλης, και αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να διακόψουν τη λειτουργία των επιχειρήσεών τους λόγω της υποβάθμισης του κέντρου της πόλης.
Τριανταφυλλόπουλος, Ν. (2015) Το κτηριακό απόθεμα του κέντρου της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κτηριακό-απόθεμα/ , DOI: 10.17902/20971.21
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η πληθυσμιακή πυκνότητα σε όλη την περίοδο παραμένει αρκετά χαμηλή: 172 άτομα ανά εκτάριο το 1879 και μόλις 91 άτομα ανά εκτάριο το 1907. Η χαμηλή πυκνότητα το 1907 οφείλεται στο γεγονός ότι η έκταση της πόλης πενταπλασιάζεται με την ένταξη σε αυτήν αραιοκατοικημένων «αγροτικών» περιοχών. Στις παραμονές του πολέμου, η πληθυσμιακή πυκνότητα αυξάνεται αλλά παραμένει πολύ χαμηλή, μόλις 127 άτομα το εκτάριο το 1940.
Πηγή: Απογραφές πληθυσμού των αντίστοιχων ετών
Πηγή: Ληξιαρχικές πράξεις θανάτου του Δήμου Αθηναίων των ετών 1859-1868, 1879-1884 και 1899-1902 και Οδηγός Ν. Ιγγλέση του 1910.
Η Αθήνα του δεύτερου μισού του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα είναι η πόλη των τεχνιτών, της μικρής βιοτεχνίας και του μικρού εμπορίου: η εικόνα αυτή αναδύεται με σαφήνεια χάρη στην αποδελτίωση των ληξιαρχικών πράξεων θανάτου του Δήμου Αθηναίων. Αλλά και η κατανομή που προκύπτει από τον εμπορικό Οδηγό του Ν. Ιγγλέση του 1910 [1] –που καταγράφει πόρτα– πόρτα τους επαγγελματίες της Αθήνας, παρότι δεν συμπεριλαμβάνει σημαντικό τμήμα των λαϊκών στρωμάτων, όπως τους μεροκαματιάρηδες– επιβεβαιώνει τον σημαντικό ρόλο των εμπόρων, τεχνιτών και βιοτεχνών.
Στην επόμενη περίοδο και μέχρι το 1940 έχουν προστεθεί περί τους 150.000 πρόσφυγες στον Δήμο, που σίγουρα διόγκωσαν τα λαϊκά στρώματα της πρωτεύουσας. Ωστόσο, η κοινωνική–επαγγελματική σύνθεση του πληθυσμού στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν είναι γνωστή, αφού τα μόνα στοιχεία που διαθέτουμε είναι τα αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού του 1928. Ο εμπορικός Οδηγός του Ν.Ιγγλέση του 1939, που πλέον έχει περιοριστεί σε όσους διαθέτουν επαγγελματική στέγη (άρα δεν καταγράφονται οι μισθωτοί, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι και οι εργάτες), μας προσφέρει μια εικόνα της πόλης με διογκωμένα μεσαία στρώματα, κυρίως με καταστηματάρχες εμπορικών ειδών, εστιάτορες, κτηματομεσίτες, ξενοδόχους, εργολάβους, ασφαλιστές και βιοτέχνες, αλλά και με σημαντική παρουσία των ανώτερων ελεύθερων επαγγελμάτων.
Πηγή: Οδηγός Ν. Ιγγλέση 1939
Για το 19ο αιώνα, αλλά και για το πρώτο μισό του 20ού, οι πηγές καταδεικνύουν έναν αδύναμο κοινωνικό διαχωρισμό. Το φαινόμενο της συνύπαρξης οφείλεται στη σχετικά περιορισμένη έκταση της πρωτεύουσας, όπου οι χρήσεις του εδάφους δεν έχουν ακόμα διαφοροποιηθεί. Έτσι, τα λαϊκά στρώματα δεν αποκλείονται από το κέντρο της πόλης, όπου η ελίτ επιλέγει να μένει και όπου είναι συγκεντρωμένες όλες οι διοικητικές, οικονομικές και πολιτιστικές δραστηριότητες.
Τη δεκαετία του 1860 [2], τα λαϊκά στρώματα κατοικούν κυρίως στα όρια της νέας πόλης (Χάρτης 1): στη συνοικία των Εξαρχείων (ενορία Ζ. Πηγής) αλλά και σε ένα τμήμα της συνοικίας του Ψυρρή, κυρίως στην ενορία του Αγίου Δημητρίου, αλλά και στην ενορία των Αγίων Αναργύρων. Σημαντική συγκέντρωση καταγράφουν και σε άλλες 7 περιοχές, όλες τμήμα του αρχικού πυρήνα της πρωτεύουσας. Οι 5 από αυτές μάλιστα είναι περιοχές που αποτελούσαν τα όρια της παλιάς πόλης, ενώ οι 2 βρίσκονται στους πρόποδες της Ακρόπολης. Πρόκειται για τις ενορίες: Καρύτση, Άγιος Φίλιππος, Μεταμόρφωση Σωτήρος, Αγία Αικατερίνη και Άγιοι Απόστολοι. Οι άλλες δύο ενορίες είναι αυτές της Ρόμβης και το Μοναστηράκι.
Τα εύπορα στρώματα (Χάρτης 2), κατοικούν κυρίως στην ενορία του Αγίου Γεωργίου Καρύτση, στην ενορία της Μεταμόρφωσης Σωτήρος, αλλά και στα Εξάρχεια. Η πρώτη βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με το Πανεπιστήμιο, το Πρωτοδικείο, την Εθνική Τράπεζα και έχει ως όριό της ανατολικά το βουλεβάριο της πόλης, την οδό Πανεπιστημίου. Η δεύτερη είναι πολύ κοντά στα Ανάκτορα, το Βασιλικό Κήπο και την πλατεία Συντάγματος. Σημαντική παρουσία της ελίτ υπάρχει και σε άλλα σημεία της παλιάς πόλης, στην ενορία της Ρόμβης, δίπλα στη Μητρόπολη και σε άμεση γειτνίαση με τρία υπουργεία: Στο νούμερο 11 της οδού Ερμού στεγαζόταν το υπουργείο Δικαιοσύνης και στο νούμερο 81 το υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, ενώ στη διασταύρωση των οδών Μητροπόλεως και Νίκης βρισκόταν το υπουργείο Εξωτερικών. Επίσης, συγκεντρώσεις της ελίτ εμφανίζονται στην ενορία των Αγίων Θεοδώρων (την περιοχή που περικλείει τα πρώτα Ανάκτορα, την Εθνική Τράπεζα και άλλα ιδρύματα της εποχής, και που ορίζεται από δύο μεγάλους δρόμους, την οδό Πανεπιστημίου και την οδό Αθηνάς, αλλά και την πλατεία Ομονοίας) καθώς και στην εμπορική συνοικία του Ψυρρή (Άγιοι Ανάργυροι και Άγιος Δημήτριος).
Ο διαχωρισμός των κοινωνικών στρωμάτων δεν είναι έντονος και τα κοινωνικά στρώματα που συγκροτούν την ελίτ συνυπάρχουν με τα λαϊκά. Ωστόσο, οι ενορίες που βρίσκονται εκατέρωθεν της οδού Ερμού, στο δυτικό μέρος, και εκείνες που βρίσκονται στους πρόποδες της Ακρόπολης κατοικούνται αποκλειστικά από τα φτωχότερα στρώματα.
Στην αυγή του 20ού αιώνα, η έκταση της πόλης έχει επταπλασιαστεί, ενώ ο πληθυσμός της είναι 4 φορές μεγαλύτερος σε σχέση με το 1860. Σύμφωνα με τις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου των ετών 1899-1902 [3] τα λαϊκά στρώματα (Χάρτης 3) φαίνεται ότι αρχίζουν να εγκαταλείπουν το ιστορικό κέντρο της πόλης, απλώνονται προς όλες τις κατευθύνσεις και προτιμούν περιοχές που βρίσκονται έξω από τα όρια της παλιάς πόλης. Όλες οι περιοχές στις οποίες τα λαϊκά στρώματα καταγράφουν τα υψηλότερα ποσοστά το 1900, δεν εμφανίζονταν στο χάρτη της προηγούμενης περιόδου. Η μόνη ενορία την οποία συνεχίζουν με ένταση να κατοικούν είναι η ενορία της Αγίας Αικατερίνης, όπου κατοικούν αρκετοί αμαξηλάτες και τροχιοδρομικοί υπάλληλοι. Άλλωστε, από τη λεωφόρο Αμαλίας με την οποία και συνορεύει η ενορία αυτή περνούσαν οι γραμμές του τραμ με κατεύθυνση το Φάληρο, αλλά σε πολύ κοντινή απόσταση βρισκόταν και το Ζάππειο, όπου έκαναν τέρμα τα τραμ από την Ομόνοια.
Τα λαϊκά στρώματα κυριαρχούν στην απομακρυσμένη ενορία του Αγίου Σπυρίδωνα, στο σημερινό Παγκράτι, που απέκτησε το πρώτο του σχέδιο το 1886. Η περιοχή είναι σαφώς ξεκομμένη από την υπόλοιπη πόλη, αφού μεσολαβεί ο κήπος του Παλατιού και το Ζάππειο, έχοντας ως φυσικό όριό της τον ποταμό Ιλισσό. Ένας δεύτερος πόλος έλξης των λαϊκών στρωμάτων είναι στο δυτικό τμήμα της πόλης. Πρόκειται, αφενός, για την περιοχή του Κεραμεικού (βρίσκεται ανάμεσα στον τερματικό, τότε, σταθμό του Θησείου και την οδό Πειραιώς στο ύψος του εργοστασίου του Γκαζιού) και αφετέρου την αγροτική περιοχή του Προφήτη Δανιήλ. Ο τρίτος πόλος έλξης είναι στα βόρεια της πόλης με τις περιοχές του Αγίου Παύλου και του Αγίου Κωνσταντίνου –Βάθη–, που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με το Μεταξουργείο, παραγωγική ζώνη της πρωτεύουσας με σημαντικά εργαστήρια. Ακόμα, πιο βόρεια, η αγροτική περιοχή των Πατησίων συγκεντρώνει αρκετούς κηπουρούς και εργατικούς.
Αξίζει, τέλος, να σημειώσουμε την παρουσία λαϊκών στρωμάτων (σε μικρό ποσοστό) στη συνοικία της Νεάπολης, όπου, σύμφωνα με ανώνυμο αρθρογράφο της Οικονομικής Επιθεώρησης, το 1873 έχει ήδη δημιουργηθεί ένας πυρήνας λαϊκών κατοικιών: «Οι εργάται έχουσι φυλετικήν την τάσιν προς απόκτησιν ακινήτου ιδιοκτησίας, οικονομικόν φαινόμενον ικανώς ανεπτυγμένον εν τη Ελληνική χώρα, καθ’ α προχείρως μαρτυρούσιν αι πέριξ των Αθηνών παρά τον Ιλισσόν και μεταξύ του Λυκαβηττού και Πινακωτών εργατικαί το πλείστον οικίαι» [4].
Παρότι η συνύπαρξη των λαϊκών με τα ανώτερα στρώματα συνεχίζεται, φαίνεται ότι η ελίτ επίσης απομακρύνεται από το εμπορικό κέντρο της πρωτεύουσας με σαφή κατεύθυνση προς τα βόρεια και βορειοανατολικά, παραμένοντας, ωστόσο, μέσα στα όρια της πόλης (Χάρτης 4). Η αθηναϊκή ελίτ μένει πρωτίστως στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου –Βάθη–, μια περιοχή που όπως είδαμε συγκεντρώνει και υψηλό ποσοστό φτωχών στρωμάτων. Ως δεύτερη επιλογή εμφανίζεται η γειτονική συνοικία των Εξαρχείων. Πρόκειται για δύο νέες περιοχές, σε άμεση γειτνίαση με την πλατεία Ομονοίας και το Πολυτεχνείο, αλλά και με το οικονομικό και διοικητικό κέντρο της πρωτεύουσας. Επίσης, η ελίτ συγκεντρώνεται στο Κολωνάκι –που τις επόμενες δεκαετίες θα εξελιχτεί σε beau quartier της πρωτεύουσας– αλλά και στη Νεάπολη.
Η απομάκρυνση των φτωχών στρωμάτων από το κέντρο της Αθήνας είναι σαφώς μαζικότερη από την απομάκρυνση της ελίτ. Η αθηναϊκή ελίτ, όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, επιλέγει να παραμείνει στο κέντρο της πόλης όπου είναι συγκεντρωμένες όλες οι οικονομικές και διοικητικές δραστηριότητες. Άλλωστε, το πρώτο προάστιο στα πρότυπα των αγγλικών garden cities, το Ψυχικό, στα βόρεια της Αθήνας αλλά σε πολύ κοντινή απόσταση από το κέντρο, δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1930.
Η χαρτογράφηση των δεδομένων του εμπορικού Οδηγού του Ν. Ιγγλέση του 1910 [5] επιβεβαιώνει αφενός τη σαφή τοποθέτηση της ελίτ στο κέντρο της πόλης, αλλά με προτίμηση στην ανατολική πλευρά του κατακόρυφου νοητού άξονα, αφετέρου την επέκτασή της προς Βορρά. Τα ανώτερα στρώματα περικυκλώνουν πλέον τον Εθνικό Κήπο, εκτεινόμενα μέχρι το Λυκαβηττό μέσω Κολωνακίου, αλλά και βορείως της πλατείας Ομονοίας, όπως και στον προηγούμενο αιώνα, ενώ δημιουργούν μια νέα μικρή εστία στην Κυψέλη. Από τους 740 δικηγόρους του 1910 που είναι διάσπαρτοι σε όλο το κέντρο προτιμούνται τόσο οι οδοί Ιπποκράτους, Ζωοδόχου Πηγής και Σόλωνος, που είναι κοντά στα δικαστήρια (εδρεύουν Σταδίου και Σανταρόζα, αλλά και στην οδό Ευπολίδος, στην Ομόνοια) όσο και η Πειραιώς, η Μενάνδρου, η Δεληγιώργη ή/και η Σοφοκλέους, δίπλα στις τράπεζες ή το χρηματιστήριο. Οι 12 εφοπλιστές είναι εγκατεστημένοι κυρίως γύρω από τα Ανάκτορα και το Σύνταγμα, αλλά και στην αρχή της Πατησίων. Τους 470 γιατρούς της πόλης τους βρίσκουμε σε όλους σχεδόν τους δρόμους του κέντρου, τόσο γύρω από το Σύνταγμα όσο και γύρω από την Ομόνοια, όπου έχουν τα ιατρεία τους ή τις «ιδιωτικές κλινικές» της εποχής. Οι 45 οδοντίατροι είναι περισσότερο συγκεντρωμένοι γύρω από το Σύνταγμα σε μικρή απόσταση από την Οδοντιατρική Σχολή, που βρίσκεται στην οδό Μητροπόλεως 35. Οι πανεπιστημιακοί καθηγητές διέμεναν στους κοντινούς γύρω από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο δρόμους, ενώ οι καθηγητές του Πολυτεχνείου, γύρω από αυτό. Οι 230 μηχανικοί φαίνεται να έχουν τη μεγαλύτερη διασπορά, αφού δεν προκύπτει ιδιαίτερη προτίμηση σε κάποιους δρόμους ή συνοικίες. Οι 40 συμβολαιογράφοι της Αθήνας είναι επίσης στο κέντρο της πόλης, δηλαδή γύρω από την Πλάκα, το Δημαρχείο και την Ομόνοια, καθώς και τη συνοικία Αγίου Κωνσταντίνου-Κυκλοβόρου. Οι περίπου 70 βουλευτές κατοικούν κυρίως κοντά στη Βουλή, δηλαδή στο Κολωνάκι, στο Σύνταγμα και στην Ομόνοια.
Από την άλλη μεριά, τα λαϊκά στρώματα (παρότι δεν διαθέτουμε το σύνολο των ανδρών που ανήκουν σε αυτά, λόγω της μερικής καταγραφής στον εμπορικό Οδηγό των ανειδίκευτων μεροκαματιάρηδων εργατών ή και των ιδιωτικών υπαλλήλων) εξαπλώνονται σε όλη την πρωτεύουσα και συνυπάρχουν με τα ανώτερα, αλλά η πυκνότητά τους είναι πολύ μεγαλύτερη στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας. Βεβαίως έχουμε κατατάξει στα λαϊκά στρώματα τα 1.048 ραφεία ανδρών, τα 947 καφενεία «άνευ τηλεφώνου» και τα 628 καταστήματα με ψιλικά, που είναι μεν διάσπαρτα σε όλη την πόλη για την κάλυψη των αναγκών των κατοίκων σε όλες τις γειτονιές, αλλά στο κέντρο της πόλης είναι πάντα συγκεντρωμένα περισσότερα.
Στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου φαίνεται να παγιώνεται μια κατάσταση που δείχνει τις απαρχές ενός διαχωρισμού στο χώρο. Υπάρχει μια γενικότερη τάση συγκέντρωσης προς τα δυτικά για τα λαϊκά στρώματα και ανατολικά και βόρεια για την ελίτ. Ωστόσο, στις αστικές επεκτάσεις της εποχής, στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της πόλης, οι οποίες εντάχθηκαν στο σχέδιο πόλεως μετά το 1920, εμφανίζεται συγκέντρωση τόσο των ανώτερων οικονομικών ομάδων της ελίτ, όσο και των λαϊκών στρωμάτων και τα, έως τότε, αγροτικά Πατήσια αστικοποιούνται.
Ειδικότερα, το 1940, οι δικηγόροι, οι μηχανικοί και οι γιατροί, μαζί με τους εφοπλιστές, τραπεζίτες και άλλους εκπροσώπους της κοινωνικής και οικονομικής ελίτ, προτιμούν, εκτός από το Κολωνάκι και το Μουσείο, τις ανατολικές περιοχές της κεντρικής ζώνης της πρωτεύουσας (το Παγκράτι αποκτά πλέον τον αστικό του χαρακτήρα) και τα εξοχικά Πατήσια, διογκώνοντας έτσι τα ποσοστά της εγκαταστημένης ελίτ στα βόρεια της πόλης: 4 μηχανικοί το 1939, που φέρουν το επίθετο Γεωργόπουλος, καταγράφονται στην ίδια διεύθυνση, Πατησίων 236, μάλλον ως συστεγαζόμενα μέλη της ίδιας οικογένειας. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η παρουσία της ελίτ στην περιοχή νοτίως της Ακρόπολης, συγκεκριμένα πέριξ της Διονυσίου Αρεοπαγίτου.
Οι πολεμικές συγκρούσεις που ακολούθησαν και οι όποιες κοινωνικές ανακατατάξεις προέκυψαν μεταπολεμικά, δεν ανέτρεψαν την τάση αυτή.
[1] Οι Οδηγοί του Ιγγλέση φυλάσσονται στη Βιβλιοθήκη του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών. Εκδίδονταν από το 1905 έως το 1957.
[2] Για την περίοδο 1859-1868, τα δεδομένα για τα λαϊκά και τα ανώτερα στρώματα βασίζονται σε 485 και 112 ληξιαρχικές πράξεις θανάτου αντίστοιχα του Δήμου Αθηναίων.
[3] Για την περίοδο 1899-1902, τα αποτελέσματα βασίζονται σε 1197 ληξιαρχικές πράξεις θανάτου του Δήμου Αθηναίων για τα λαϊκά στρώματα και σε 288 πράξεις για τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα.
[4] «Εργατικοί συνοικισμοί», Οικονομική Επιθεώρησις, Έτος Α΄, Φύλλο Ζ΄, Σεπτέμβριος 1873.
[5] Παρά το γεγονός ότι ο συντάκτης του Οδηγού δεν ακολουθεί συγκεκριμένη μεθοδολογία, πιθανότατα βασίζεται στα απογραφικά δελτία της απογραφής του 1907. Έτσι καταγράφεται ένα σημαντικό κομμάτι του ανδρικού ενεργού πληθυσμού, μεγαλύτερο από 26%: σε σύνολο 94.000 ανδρών που απογράφηκαν το 1907 στην πρωτεύουσα, οι 67.500 ήταν μεγαλύτεροι από 15 ετών, και στον Οδηγό καταγράφονται 17.640 άνδρες με κάποιο επάγγελμα ή και συνταξιούχοι. Φαίνεται ότι οι ανειδίκευτοι εργάτες δεν έγιναν αντικείμενο καταγραφής παρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Οι γυναίκες καταγράφονται μόνο εφόσον ασκούν κάποιο επάγγελμα, παρότι μερικές φορές καταγράφονται και κάποιες χήρες ή και κυρίες χωρίς αναφορά επαγγέλματος. Για επιμέρους μελέτες που αφορούν την οικονομική και κοινωνική ιστορία της Αθήνας της περιόδου 1860 – 1960 βλ. http://www.social-history-of-modern-athens.gr/el/».
Δημητροπούλου, Μ., Μπουρνόβα, Ε. (2015) Κοινωνική-επαγγελματική διαστρωμάτωση της πρωτεύουσας, 1860-1940, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κοινωνικοεπαγγελματική-γεωγραφία-1860-1940/ , DOI: 10.17902/20971.53
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το τέλος της Επανάστασης βρήκε την Αθήνα βαριά πληγωμένη, έχοντας υποστεί σοβαρότατες καταστροφές. Ωστόσο, αν και η τουρκική φρουρά αποχώρησε από την Ακρόπολη μόλις τον Μάρτιο του 1833, ήδη από το 1830 είχε ξεκινήσει η βαθμιαία αναγέννηση της πόλης.
Τον Νοέμβριο του 1831 οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Eduard Schaubert, μαθητές του σημαντικότερου ίσως Γερμανού νεοκλασικού αρχιτέκτονα Karl Friedrich Schinkel, εγκαθίστανται στην Αθήνα, ξεκινώντας την συστηματική τοπογράφησή της, ενώ στη συνέχεια συντάσσουν την πολεοδομική τους πρόταση, εν όψει της πιθανής εγκατάστασης εκεί της πρωτεύουσας της απελευθερωμένης Ελλάδας. Πράγματι, τον Μάιο του 1832, η μετακαποδιστριακή Προσωρινή Κυβέρνηση τους αναθέτει την εκπόνηση του Νέου Σχεδίου της Πόλεως των Αθηνών, το οποίο τον Ιούλιο του 1833 εγκρίνεται από την Αντιβασιλεία, που είχε εν τω μεταξύ αναλάβει τα ηνία του Κράτους.
Ας δούμε τι προέβλεπε σε γενικές γραμμές το αρχικό εκείνο σχέδιο. Η Νέα Πόλη περιελάμβανε το ήμισυ περίπου της Παλαιάς, ενώ εκτεινόταν και προς τα δυτικά, βόρεια και ανατολικά αυτής. Το υπόλοιπο ήμισυ της Παλαιάς Πόλης, το οριζόμενο από τις οδούς Ηφαίστου, Πανδρόσου και Αδριανού, προβλεπόταν να απαλλοτριωθεί χάριν αρχαιολογικών ανασκαφών. Αλλά και το διατηρούμενο τμήμα της Παλαιάς Πόλης διετηρείτο μόνον ως γεωγραφική περιοχή, και όχι ως δομημένος χώρος, αφού προβλεπόταν στο μεγαλύτερο μέρος του να τμηθεί από νέες οδούς και να χωριστεί σε κανονικά οικοδομικά τετράγωνα. Το σχήμα των κυρίων αξόνων ήταν ένα ισοσκελές τρίγωνο με κορυφή τη σημερινή πλατεία Ομονοίας, σκέλη τις οδούς Πειραιώς και Σταδίου, και βάση την οδό Ερμού. Ο όλος προσανατολισμός είχε ως στόχους τον Πειραιά, το Στάδιο και, κυρίως, την Ακρόπολη, στα πόδια της οποίας η πόλη απλωνόταν σαν μια ανοικτή αγκαλιά. Στην κορυφή του τριγώνου προβλεπόταν η ανέγερση των Ανακτόρων: Η γεωμετρική κορυφή και η κορυφή της κρατικής εξουσίας σε μια συμβολική σύμπτωση. Ο προσανατολισμός των σκελών δεν ήταν τυχαίος: «Συναντώνται», όπως σημειώνουν οι Κλεάνθης και Schaubert στο υπόμνημά τους, «κατά τοιούτον τρόπον ώστε ο εξώστης των Βασιλικών ανακτόρων να απολαμβάνει ταυτοχρόνως του γραφικού Λυκαβηττού, του Παναθηναϊκού Σταδίου, της πλούσιας εις υπερηφάνους αναμνήσεις Ακροπόλεως, και των πολεμικών και εμπορικών πλοίων του Πειραιώς». Οι οδοί Πειραιώς και Σταδίου διακόπτονταν συμμετρικά από τις αντίστοιχες πλατείες Μπόρσας (Χρηματιστηρίου) και Θεάτρου. Πρόκειται για τις σημερινές πλατείες Κουμουνδούρου και Κλαυθμώνος, οι οποίες πράγματι είναι συμμετρικές, κάτι που δεν το συνειδητοποιεί κανείς εύκολα μέσα στο σημερινό χάος της Αθήνας.
Το οδικό δίκτυο αναπτυσσόταν εν μέρει ακτινωτά, με κέντρα τις κυκλικές πλατείες, και εν μέρει παράλληλα και κάθετα προς τους βασικούς άξονες, πάντοτε με απόλυτη κανονικότητα. Προβλέπονταν με ακρίβεια οι θέσεις όλων των δημοσίων κτιρίων και γενικότερα οι περιοχές όλων των λειτουργιών της Πόλης: Υπουργεία, Δικαστήρια, Στρατώνες, Αστυνομία, Ταχυδρομείο, Νομισματοκοπείο, Μητρόπολη, Πάρκα, κλπ. Το σύνολο ήταν προγραμματισμένο να φιλοξενήσει όλες τις λειτουργίες μιας πρωτεύουσας και έναν πληθυσμό που προβλεπόταν να φθάσει το όριο των 40.000 κατοίκων.
Ο γεωμετρικός σχεδιασμός που διατρέχει τόσο το σχέδιο Κλεάνθη-Schaubert, όσο και εκείνο του Klenze, που θα δούμε στη συνέχεια, αποτελεί συστατικό στοιχείο της νεοκλασικής-ρομαντικής πολεοδομίας, όπως αυτή μορφοποιήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, η οποία χαρακτηρίζεται επίσης από τον λειτουργικό προγραμματισμό και την ορθολογιστική χρήση του χώρου, μια σύλληψη άρρηκτα συνδεδεμένη με τη νέα αστική συνείδηση, που βρίσκει τη συμβολική της έκφραση ακριβώς στο Άστυ, τη Νέα Πόλη.
Ώς το τέλος του 1833 είχε αρχίσει η εφαρμογή του σχεδίου. Μόλις όμως έγιναν αντιληπτές οι εκτάσεις που θα απαλλοτριώνονταν για την ανέγερση των δημοσίων κτηρίων, τη διαμόρφωση των πάρκων και του οδικού δικτύου, καθώς και για τις αρχαιολογικές ανασκαφές, ξέσπασε κύμα διαμαρτυριών, με αποτέλεσμα η Αντιβασιλεία να διατάξει την αναστολή της εφαρμογής του, τον Ιούνιο του 1834.
Στη συνέχεια μετακλήθηκε ο διάσημος Βαυαρός αρχιτέκτονας Leo von Klenze, ο οποίος εκπόνησε τον Σεπτέμβριο του 1834 ένα αναθεωρημένο σχέδιο, με κύρια χαρακτηριστικά την μείωση της συνολικής έκτασης της πόλης και του χώρου των ανασκαφών, τον περιορισμό του πλάτους των δρόμων και της επιφάνειας των πλατειών, καθώς και την περιστολή της κατάτμησης της Παλαιάς Πόλης. Προέβλεπε, τέλος, τη μεταφορά των Ανακτόρων και συνεπώς όλου του διοικητικού κέντρου βάρους της πόλης από την πλατεία Ομονοίας στα υψώματα του Κεραμεικού.
Οι τροποποιήσεις του Klenze περιόρισαν τις δυσχέρειες, χωρίς όμως και να τις εξαλείψουν. Η έναρξη των κατεδαφίσεων για τη διάνοιξη, καταρχάς, των νέων οδών Αιόλου, Ερμού και Αθηνάς, προσέκρουσε στις αντιδράσεις των κατοίκων, προς τους οποίους η Κυβέρνηση δεν είχε παραχωρήσει νέα οικόπεδα, κατά τα συμφωνημένα. Προ της αδυναμίας να στηριχθούν οικονομικά οι προβλεπόμενες απαλλοτριώσεις αποφασίστηκε το 1836, νέα μείωση του αρχαιολογικού χώρου, γνωστή ως τροποποίηση Hansen-Schaubert. Άλλες τροποποιήσεις μικρότερης κλίμακας ακολούθησαν σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Παράλληλα, παρέμενε εκκρεμές το ζήτημα των Ανακτόρων. Τελικώς μετακλήθηκε ο διαπρεπής Βαυαρός αρχιτέκτονας Friedrich von Gaertner, ο οποίος κατέληξε στην επιλογή του αυχένος μεταξύ Λυκαβηττού και Ακροπόλεως, έξω από τη Μεσογαία Πύλη του τείχους και συνέταξε τα σχετικά σχέδια για την ανέγερση των Ανακτόρων, εκεί όπου και τελικώς κτίστηκαν (σημερινή Βουλή). Περιορισμένες ρυμοτομικές μεταρρυθμίσεις στην περιοχή των Ανακτόρων επήλθαν και το 1837, με το λεγόμενο σχέδιο Hoch.
Οι αλλεπάλληλες αυτές αλλαγές οδήγησαν αφενός στη διατήρηση μεγάλου τμήματος της Παλαιάς Πόλης και αφετέρου στον αναπροσανατολισμό της Νέας Πόλης προς το τελικό σημείο ανέγερσης των Ανακτόρων, με αξιοδότηση συνεπώς του προς ανατολάς του άξονος της οδού Αθηνάς τμήματος. Η αξιοδότηση αυτή εκφράζεται, λόγου χάριν, με την δυσανάλογη ανάπτυξη της Σταδίου (και στη συνέχεια της Πανεπιστήμιου) εν σχέσει προς την Πειραιώς, της πλατείας Κλαυθμώνος εν σχέσει προς την πλατεία Κουμουνδούρου, κ.ο.κ.
Η Αθήνα άργησε να επεκταθεί στο σύνολο της προβλεπόμενης από τα σχέδια έκτασης. Πράγματι, επί δεκαετίες τα όρια της παρέμεναν ουσιαστικά εκείνα της παλιάς πόλης. Είναι ενδιαφέρον να συνειδητοποιήσουμε ότι περιοχές που είναι σήμερα το κέντρο της πόλης, όπως η ίδια η Ομόνοια και όλη η βόρεια πλευρά της Πειραιώς, παρέμειναν σχεδόν έρημες ώς τα 1870-1880, ενώ η Μονή Πετράκη, στο σημερινό Κολωνάκι, παρέμενε ακόμα τότε ένα εξοχικό Μοναστήρι. Η περιοχή του Στρέφη βρισκόταν ώς τις αρχές σχεδόν του 20ού αιώνα στο όριο της πόλης, η κατοπινή λεωφόρος Αλεξάνδρας ήταν μια ακατοίκητη ρεματιά μεταξύ των Τουρκοβουνίων και του Λυκαβηττού, και η Κυψέλη είχε κάποιες μετρημένες στα δάχτυλα μακρινές αγροικίες, και μερικές εξοχικές βίλες, όπου οι Αθηναίοι πήγαιναν εκδρομή.
Η εξέλιξη αυτή συνδυάζεται με τον ρυθμό αύξησης του πληθυσμού της Αθήνας. Είναι αυτονόητο ότι η εγκαθίδρυση της πρωτεύουσας προκάλεσε μεγάλη συρροή νέων κατοίκων. Από 12.000 περίπου στα 1834, ο αριθμός τους διπλασιάστηκε μέσα στην επόμενη δεκαετία. Εντούτοις, η πρόβλεψη των Κλεάνθη-Schaubert για 40.000 κατοίκους δεν πραγματοποιήθηκε πριν από τη δεκαετία του 1860, και το ορόσημο των 100.000 δεν ξεπεράστηκε πριν από τα τέλη της δεκαετίας του 1880. Δεν θα επεκταθούμε στα αίτια αυτού του ρυθμού ανάπτυξης, που πάντως έχει να κάνει με την ίδια τη λειτουργία της Πόλης επί μακρόν, ως Διοικητικού κατά κύριο λόγο, και όχι ως Βιομηχανικού Κέντρου, στο βαθμό άλλωστε που μια άλλη κοντινή πόλη είχε κυρίως αναλάβει αυτό τον ρόλο: ο Πειραιάς.
Καλλιβρετάκης, Λ. (2015) Σχεδιάζοντας την Αθήνα τον 19ο αιώνα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/σχεδιάζοντας-την-αθήνα-τον-19ο-αιώνα/ , DOI: 10.17902/20971.65
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Ήταν οι καλύτερες μέρες, ήταν οι χειρότερες μέρες (…)
κοντολογίς, η περίοδος εκείνη έμοιαζε τόσο με τη σημερινή, ώστε πολλοί από
τους πιο ευθαρσείς μελετητές της επέμεναν πως δεν μπορούσε παρά να γίνεται
σύγκριση στον υπερθετικό και μόνο βαθμόCharles Dickens , 1859
Ιστορία δύο πόλεων [1]
Δεν είμαι σίγουρος αν πρέπει (και γω) να προσποιηθώ πως δεν ξέρω τίποτα για την Ομόνοια. Υποθέτω για αρχή πως, ως λέξη -όνομα κοινό– η ομόνοια σίγουρα κάθεται στριμωγμένη ανάμεσα σε άλλες λέξεις, στις σελίδες των λεξικών και εκεί βρίσκει το νόημά της ξανά και ξανά κάθε που μιλιέται ή γράφεται (πίνακας 1). Αντίστοιχα, ως κύριο όνομα, όνομα πλατείας πιο συγκεκριμένα, γνωρίζω με σιγουριά πως υπάρχει σε καταλόγους, σε χάρτες πόλεων και σε πινακίδες στις γωνίες κτηρίων, σημειώνοντας ειδικά τον τόπο που ορίζει (εικόνα 1) –σε υπόμνηση (ίσως) κάποιας αρχαίας θεότητας (πίνακας 1). Κατ’ επέκταση, η πλατεία Ομόνοιας στην Αθήνα και η Place de la Concorde στο Παρίσι, αν και δύο διαφορετικοί τόποι, μοιράζονται, εκτός από το ίδιο όνομα, και το πρόθεμα ‘πλατεία’ που περιγράφει με τη σειρά του μία θέση στην πόλη (πίνακας 2). Η πλατεία Ομόνοιας συνεπώς, εμφανίζεται να παλινδρομεί ανάμεσα στη συνθετική ερμηνεία των δύο αυτών λέξεων, υποστηρίζοντας κατ’ αρχάς μία συλλογική ταυτότητα κοινή, και στην καθημερινή εμπειρία της που αναπόφευκτα διαφεύγει διαρκώς υπερβαίνοντας κάθε υπόθεση σημειολογικής ταύτισης, ή περίπου. Από αυτή τη σκοπιά οι δύο αυτές πλατείες είναι ως σημεία ομόλογα. Μεταπηδούν χωριστά από λέξη σε χώρο και τόπο αλλά και αντίστροφα, όπως θα έλεγε ο Σερτώ, και ενώ ταυτίζονται λεξιλογικά, ταυτόχρονα αποκλίνουν καθώς γράφουν αδιάκοπα διαφορετικούς μετασχηματισμούς της πόλης πάνω τους. Είναι δύο δημόσιοι ανοιχτοί χώροι για τη συνάθροιση ατόμων που συναινούν ή που συναίνεσαν κάποτε σε κάτι με σύμφωνο νου. Πλατεία Ομονοίας · κύριο όνομα ‘όνομα και πράμα’.
concorde/ομόνοια
· 1798, Γαλλία concorde, s. f. Union de coeurs et de volontés, bonne intelligence entre des personnes. Μτφρ.: Ένωση των καρδιών και των επιθυμιών, κατανόηση μεταξύ των ατόμων. · 1835, Ελλάδα ομόνοια, η. (ομόνους) Ομοιότης, συμφωνία κατά τον νουν, τα φρονήματα […]έτι δε και ως Θεά τις […]
ετυμολογία · Ελληνικά ομόνοια […] < επίθ. ομόνο(ος)/-νο(υς) […] · Λατινικά concorde adv. [cf. CONCORS] concors [CON- +COR]: meaning influenced by false etym. from chorda […]Conjuring in feeling and opinion, agreeing, like-minded: (of a body of people) mutually agreeing […] Μτφρ.: επιρ. [δες CONCORS] concors [CON- +COR]: σημασία επηρεασμένη από λαθεμένη ετυμολογία από το καρδιά […]συναινώ σε αίσθημα και γνώμη, με ίδια γνώμη: (για ένα σώμα ατόμων) που συναινούν σε συμφωνία. Λεξικά · Dictionnaire de L’Académie française 5e edition (1798) · Γαζής, Α. (1835), Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Βιέννη: Α. Μπένκου · Grimm, J. & Grimm W. (1854), Deutsches Wörterbuch, Leipzig: Birzel · Glare, P.G.W. (1968) Oxford Latin Dictionary, Oxford: Oxford University Press · Μπαμπινιώτης, Γ. (2010), Ετυμολογικό Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσης, Κ. Λεξ.: Αθήνα |
platz/place/πλατεία
· 1854, Γερμανία platz, […] entlehnt aus dem gleichbedeutenden franz. Place […] das zurückgeht auf lat. platea (gr. πλατεῖα, nämlich ὁδός breiter weg) […] 2c) öffentlicher platz eines ortes zu zusammenkünften, märkten: gmeiner platz und ort, da man sich versamlet. Μτφρ.: […] δανεισμένο από την ίδιας σημασίας γαλλική Place […] πίσω στο λατ. Platea (ελ. πλατεῖα, ήτοι ὁδός ευρύς δρόμος) […] 2γ) ένας ανοιχτός στο κοινό χώρος σε ένα τόπο για συναθροίσεις, αγορές: κοινός χώρος και τόπος, όπου κανείς συγκεντρώνεται μαζί με άλλους. · 1798, Γαλλία place, signifie aussi un lieu public découvert, et environné de bâtimens, soit pour l’ embellissement d’une ville, soit pour la commodité du commerce […] Μτφρ.: σημαίνει επίσης ένα δημόσιο χώρο ανοιχτό, που περιβάλλεται από κτίρια, είτε για την ωραιοποίηση μίας πόλης είτε για την εξυπηρέτηση του εμπορίου […] · 1835, Ελλάδα πλατεία, η, προσυπαι· οδός Λεωφόρος, πλατύς δρόμος (στράτα μεγάλη και πλατεία) Λεξικά (βλ. πιν.1) |
Η πλατεία Ομόνοιας στην Αθήνα βρίσκεται στη συμβολή των οδών Σταδίου, Αθηνάς, Πειραιώς, Αγίου Κωνσταντίνου, Γ’ Σεπτεμβρίου και Πανεπιστημίου και έχει για χρόνια αυτό το όνομα. Ακατοίκητη και εκτός των τειχών της παλιάς πόλης διαβάζοντας το σχέδιο του Fauvel περί το 1780, αγρός ακόμη στο τοπογραφικό σχέδιο που συντάσσεται το 1832 (Κλεάνθης & Schaubert), η περιοχή αυτή βρέθηκε απρόσμενα, μετά την ίδρυση της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, πάνω στην ‘ορθή’ γωνία του τριγώνου που μορφοποίησε γεωμετρικά την πολεοδομική ανάπτυξη της πόλης και αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά του πρώτου σχεδίου της που εκπονήθηκε από τους αρχιτέκτονες Κλεάνθη και Schaubert το 1833. Οι δύο αρχιτέκτονες στο σημείο αυτό τοποθέτησαν το διοικητικό κέντρο του κράτους, τα υπουργεία και το παλάτι που προορριζόταν να στεγάσει τους νεαρούς βασιλιάδες Όθωνα και Αμαλία. Το σχέδιο πολύ σύντομα τροποποιείται. Το ανάκτορο μετακινείται, πρώτα δυτικά και τελικά ανατολικά, αφήνοντας όμως πίσω του μία ισχυρή τοπιακή νοηματοδότηση ως βάση για τη θέση αυτή: τη θέα προς νότο στην ακρόπολη της κλασσικής εποχής μέσα από τα μάτια της νεοαφιχθείσας δύσης και τη σχεδιασμένη θέση του κενού από κτίσματα πλέον σημείου ως απόληξη μίας ευθείας που θα έβγαζε εκ νέου το λιμάνι του Πειραιά στην ενδοχώρα.
Οι πρώτες νοηματικές μετατοπίσεις του βορινού αυτού άκρου εκκινούν με το διορθωτικό πλάνο του αρχιτέκτονα Klenze το 1834. Στο σχέδιο αυτό το πλάτωμα φέρει πάνω του την υπόσχεση ανέγερσης του Ναού του Σωτήρος που θα εκπλήρωνε το προεπαναστατικό Τάμα του Έθνους (ΦΕΚ 29.1.1834) και η ρυμοτομία του αλλάζει από ορθογωνική σε κυκλική. Ο ναός δεν ανεγείρεται, η γεωμετρία μένει και η πλατεία από πλατεία ανακτόρων μετονομάζεται σε πλατεία Όθωνος (Otto Platz). Οι όροι δόμησης των κτισμάτων που πρόκειται να κτιστούν γύρω της μελλοντικά, προβλέπονται με διάταγμα το 1836 (ΦΕΚ 15.5.1836), ψηλαφώντας με αυτό τον τρόπο για πρώτη φορά την μορφολογική εξέλιξη του αστικού τοπίου εκεί, αν όχι και των ροών που θα το διέσχιζαν καθημερινά στα επόμενα χρόνια. Στα τοπογραφικά σχέδια της Αθήνας που δημοσιεύονται από το 1837 (τοπογραφικό σχέδιο Aldenhoven) μέχρι και το 1852 (τοπογραφικό σχέδιο της γαλλικής στρατιωτικής χαρτογραφικής αποστολής) η εγγύτερη στην πλατεία περιοχή αναπαριστάται ως άκτιστη, ενώ η πλατεία φαίνεται πως αποτελεί άκρο κινήσεων καθώς η μελλοντική Γ’ Σεπτεμβρίου διανοίγεται αρκετά αργότερα. Η ρυμοτομία του πλατώματος από κυκλική ορίζεται με διάταγμα του 1851 (ΦΕΚ 18.1.1851) να επανέλθει σε ορθογωνικό σχήμα, ενώ κτίσματα γύρω από την πλατεία καταγράφονται για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1860, τόσο στο σχέδιο του Εμμανουήλ Καλλέργη (εικ. 2α, β, γ, δ) όσο και στο φωτογραφικό πανόραμα του Paul Baron des Granges (εικ.3) και αποτελούν δείγμα της οικοδομικής δραστηριότητας τα κοντινά χρόνια που προηγήθηκαν. Πρόσθετα και ίσως το περισσότερο σημαντικό στοιχείο σχετικά με το αντικείμενο μας, είναι πως στο σχέδιο του Καλλέργη σημειώνεται αντίστοιχα, για πρώτη φορά σε τοπογραφικό διάγραμμα της Αθήνας, η πρότερη πλατεία Όθωνος ως ‘πλατεία Ομόνοιας – Place de la Concorde’ και η πλατεία ανατολικά των ανακτόρων μπροστά από τον ‘κήπο των Μουσών’ ως ‘πλατεία του συντάγματος’ [2].
Πιο συγκεκριμένα, η λέξη ομόνοια, αρχίζει να μπλέκεται με τον συγκεκριμένο αυτό τόπο το 1862 καθώς αναδύεται μέσα από τις διασταυρώσεις αποφασιστικών πολιτικών κινήσεων που τελικά της απονέμουν – πιθανά ως άλλο ξενικό δάνειο- τον τίτλο της Ομόνοιας. Η εκθρόνιση του βασιλιά Όθωνα στις 10 Οκτωβρίου του ίδιου έτους αποτέλεσε το λόγο της μετονομασίας της, κουβαλώντας πάνω της την υπόσχεση της τότε Συντακτικής συνέλευσης για αλλαγή του πολιτεύματος σε συνταγματική μοναρχία χωρίς περιορισμούς, συγκρότηση εθνοσυνέλευσης για ορισμό νέου βασιλιά και ψήφιση νέου συντάγματος [3]. Ως εκ τούτου, η διπλή σημείωση στον χάρτη Καλλέργη αποτελεί χειρονομία που φανερώνει για το χώρο μία μεταβολή πολιτικής τάξης μετατοπίζοντας νοηματικά τα δύο σημεία του καταστατικού τριγώνου της Αθήνας σε κάτι νέο [4]. Ο Βασιλιάς καθαιρέθηκε (ή σχεδόν) και μαζί του κάθε ‘εθνικό κατάστημα, μέρος και πλοίο που έφερε το όνομα του βασιλικού ζεύγους παύθηκε’ (Παλιγγενεσία 23.10.1862) και αφού η πλατεία Συντάγματος αποκαλούνταν έτσι από τις αρχές της δεκαετίας του 1850 [5], έμενε πλέον να μετονομαστεί μαζί με την πλατεία Ομόνοιας, το Πανεπιστήμιο από Όθωνος σε Ελληνικό και η πλατεία επί της Πειραιώς κοντά στο Μεταξουργείο, από Λουδοβίκου σε Ελευθερίας. Η νέα πολιτική κατάσταση και το νέο όνομα της πλατείας Όθωνος εγκαινιάζονται δημόσια με πανηγυρική δοξολογία εκεί, στις 12 Οκτωβρίου, και ανακοινώνονται στην προσφώνηση του προέδρου της προσωρινής κυβέρνησης Δημητρίου Βούλγαρη.
Η εφημερίδα Η Νέα Γενεά (13.10.1862) σημειώνει:
«Χθές την Τετάρτη ώραν εψάλη εν τη Πλατεία, τη πρώην μεν φέρουση το όνομα του καθαιρεθέντος Βαυαρού, κατά δε την τελετήν ταύτην εις Πλατείαν της Ομόνοιας μετονομασθείσαν (…)»
και η στήλη ‘Πράξεις Κυβερνητικαί’ της εφημερίδας Τηλέγραφος στο φύλλο της 19ης Οκτωβρίου 1862 φιλοξενεί τη σχετική προσφώνηση με τίτλο:
«Προσφώνησις
προς τον λαό της πρωτευούσης
Γινομένη υπό του προέδρου της προσωρινής κυβερνήσεως
κατά την εν τη πλατεία ΟΜΟΝΟΙΑΣ τελεσθείσαν
τη 12 Οκτωβρίου 1862»
όπου μεταξύ άλλων διαβάζουμε:
«Συμπολίται! Αι ευχαί και οι πόθοι του έθνους εξεπληρώθησαν· η εθνική κυριαρχία ανέστη (…) η πρώην καθεστώσα τάξη έπεσε ανεπιστρεπτί, και νέα τάξις διεδέχθη αυτήν (…) σας συνιστώ την αμοιβαίαν αγάπην, την αμοιβαίαν πίστιν, την ομόνοιαν, την αδελφότητα, και εν γένει την τήρησιν της τάξεως, δι ων τα έθνη ευδαιμονούν. (…) ας ορκισθώμεν επί της πλατείας ταύτης, της λαβούσης ήδη το ωραίον της Ομόνοιας όνομα, και ας είπη έκαστος ημών Όρκίζομαι πίστιν εις την πατρίδα και υπακοή εις τας εθνικάς αποφάσεις»
Τις επόμενες μέρες μετά την εκθρόνιση του βασιλιά η ομόνοια περιφέρεται στα άρθρα των εφημερίδων πότε με μικρό και πότε με κεφαλαίο γράμμα. Χαρακτηριστικοί είναι οι τίτλοι τριών άρθρων διαδοχικών φύλλων της εφημερίδας Εθνοφύλαξ: ‘Προτροπές προς ομόνοια’ (16.10.1862), ‘Η τάξις και η ομόνοια’ (18.10.1962), ‘Ομόνοιας ανάγκη έχομεν’ (20.10.1862) (εικόνα 4). Το 1861 η Αθήνα είχε πληθυσμό 41,258 κατοίκους και 4.212 κτισμένες οικοδομές (ΕΤΒΑ 1991) κάποιες λίγες από τις οποίες περιτριγύριζαν και την Ομόνοια (εικόνα 3). Έκτοτε, η ‘μετεπαναστατική’ πλέον πλατεία θα φέρει πάνω της, στο όνομα της ομόνοιας, το απαύγασμα δύο (τουλάχιστον) ανήσυχων πολιτικά δεκαετιών που έμελλε να ολοκληρώσουν την επανάσταση του Σεπτέμβρη του 1843, αναμένοντας τις μέρες που θα ΄ρχονταν· καλύτερες ή χειρότερες.
Και ενώ στην Αθήνα η επανάσταση του Οκτώβρη πέτυχε την αναίμακτη καθαίρεση του ονόματος του βασιλιά από την πλατεία, η μετονομασία της πλατείας του Λουδοβίκου του 15ου (Place Louis XV) στο Παρίσι σε πλατεία της Ομόνοιας (Place de la Concorde), έγινε σταδιακά και στοίχισε στο βασιλικό ζεύγος κάτι περισσότερο από το θρόνο. Μερικούς μόλις μήνες μετά την παύση του βασιλιά και την ίδρυση της Γαλλικής Δημοκρατίας το Σεπτέμβριο του 1792, ο βασιλιάς κρίθηκε ‘ένοχος συνομωσίας εναντίον της δημόσιας ελευθερίας και επιβουλής της εθνικής ασφάλειας’ από τη Συμβατική κυβέρνηση Ορεινών και Γιρονδίνων που ψήφισε την καταδίκη του σε θάνατο. Ο Λουδοβίκος Καπέτος και η Μαρία Αντουανέτα (και όχι μόνο) αποκεφαλίστηκαν το 1793 στη μετονομασμένη πλέον από τη δεύτερη Επανάσταση πλατεία της Επαναστάσεως, που λίγο πριν είχε γκρεμίσει και αντικαταστήσει το άγαλμα του προκατόχου 15ου με λαιμητόμους [6]. Το όνομα Ομόνοια δίνεται πρώτη φορά στην πλατεία με την παύση του Διευθυντηρίου και την έλευση του Ναπολέοντα και της Υπατείας το 1799 που διεκδικούσε να αφήσει πίσω της ‘οριστικά’ τη βασιλεία και να προχωρήσει στην ψήφιση νέου Συντάγματος [7]. Το 1814 ή το 1818, η πλατεία μετονομάζεται πάλι σε Place Louis XV, το 1826 σε Louis XVI και τελικά σταθεροποιείται σε Place de la Concorde οριστικά το 1830 [8] με την Ιουλιανή επανάσταση που οδήγησε τη Γαλλία σε φιλελεύθερη συνταγματική μοναρχία και το βασιλιά Κάρολο Ι’ σε αποχώρηση.
Αντίστοιχα, η Αθηναϊκή πλατεία Ομόνοιας, αν και το όνομα της δεν παλινδρομεί και παραμένει σταθερό μετά το 1862, βρέθηκε εξίσου στο κέντρο σημειολογικών -και όχι μόνο- εντάσεων, υποθετικών ή πραγματικών. Ο ανδριάντας του βασιλιά, που με ψήφισμα του 1859 προοριζόταν να ανεγερθεί στην πλατεία και πιθανά θα γκρεμιζόταν από το επαναστατικό πλήθος, δεν στήθηκε ποτέ (ΑΙΩΝ 17.10.1862) όμως αυτό δεν εμπόδισε τον Βασ. Γεώργιο Α’ δια χειρός Ziller να σχεδιάσει εκεί, με αφορμή την 50η επέτειο της επανάστασης του 1821, μία τετράπλευρη στήλη που θα έφερε στη μία της πλευρά χαραγμένη την απόβαση του Όθωνα στην Ελλάδα (Παλιγγενεσία, 26.3.1870), ούτε και αργότερα τον Hoffmann το 1908, στο πλαίσιο ευρύτερης πολεοδομικής πρότασης, να προτείνει για την Ομόνοια έναν οβελίσκο με την προτομή του βασιλιά Γεωργίου στη βάση του (ο oβελίσκος του Λούξορ υπάρχει στην Place de la Concorde στο Παρίσι ήδη εκείνη την περίοδο).
Και επίσης, τα πράγματα ίσως είχαν δρομολογηθεί διαφορετικά αν ο νεαρός Δόσιος είχε πετύχει να δολοφονήσει τη βασίλισσα Αμαλία το 1861 στο ίδιο αυτό πλάτωμα (ΑΘΗΝΑ 15.12.1863) και ίσως η πλατεία τότε είχε πάρει το όνομα της επανάστασης. Ή ακόμη αν το Φλεβάρη του 1863, λίγους μήνες μετά την εκθρόνιση του βασιλιά, οι Έλληνες Ορεινοί και Πεδινοί στο δρόμο για τη Β’ Εθνοσυνέλευση δεν έκλειναν τη στρατιωτική σύρραξη του Φεβρουαρίου με νέο όρκο ομόνοιας στην ίδια πλατεία (τουλάχιστον μέχρι τον Ιούνη). Και αν μετά την ψήφιση του νέου συντάγματος υπό τον Βασιλιά Γεώργιο, το 1864 [9], η νέα κυβέρνηση είχε επαναφέρει τις ονομαστικές τιμές στον κατά πολλούς ‘φιλέλληνα’ Όθωνα… Αν. Τελικά, με ψήφισμα του δήμου το 1884 (ΠΔΣ 266) που επιχειρεί να τακτοποιήσει την ονοματοθεσία των οδών και των πλατειών της Αθήνας, το όνομα της πλατείας Ομόνοιας κατοχυρώνεται και εγγράφως και μαζί με αυτό και όλες οι προηγούμενες μετονομασίες πλατειών και οδών. Διακύβευμα του ίδιου ψηφίσματος, μεταξύ άλλων, είναι και η μετονομασία της επέκτασης της οδού Αθηνάς πέραν της πλατείας Ομονοίας, που μετά την πλήρη διάνοιξη της παρέμενε απλά ως Αθηνάς (π.χ. σχέδιο Masson). Υποψήφια ονόματα εμφανίζονται τότε αυτό του βασιλιά Όθωνα και αυτό της Γ’ Σεπτεμβρίου. Το τελευταίο τελικά θα επικρατήσει, αν και οριακά, με ψήφους 8 προς 7 [10]. Το όνομα του Όθωνα δεν κρίθηκε σκόπιμο να εφάπτεται με την πλατεία που κατοχυρώθηκε και εγγράφως ως Ομόνοιας.
Το 1884 κλείνει λοιπόν, από μία οπτική, ο πρώτος σημειολογικός κύκλος της σχεδιασμένης αν και σχεδόν άκτιστης περιοχής της Ομόνοιας και ανοίγει ένας επόμενος. Περισσότερο δαιδαλώδης και πολυεπίπεδος, αφανής ή φανερός, στερεωμένος στην σύγχρονη τοπιακή πραγματικότητα του κτισμένου και των κινήσεων της πόλης γύρω του, ο χώρος του πολεοδομικού αυτού πυρήνα αναζήτησε την ταυτότητα του στο αποτύπωμα των κατοίκων του καθώς απομακρυνόταν από την πρώτη νοηματοδότησή του. Η πλατεία-Ομόνοιας έγινε κύριο όνομα, διπλό. Έγινε, όπως συχνά διατυπώνεται, η πλατεία ‘όλων’ καθώς σταδιακά μετατράπηκε σε γενική πύλη εισόδου στο κέντρο, στην πρωτεύουσα, στη χώρα. Ατμοκίνητα και ηλεκτρικά βαγόνια ήρθαν και φύγαν, απέκτησε κοντά της σταθμό τρένου υπόγειο ασκεπή και μετά υπόγειο στεγασμένο, αποτέλεσε απόληξη του λιμανιού και του σιδηροδρομικού δικτύου της πόλης, είχε γύρω της ΚΤΕΛ, λεωφορεία και κάποτε τραμ. Έγινε περιοχή αναψυχής, πολυσύχναστων καφενείων και διασκεδάσεων και ενίοτε εμπορίου, πυρήνας φιλοξενίας στα ξενοδοχεία που την περιέβαλαν για περισσότερο από ένα αιώνα και πεδίο κάθε τύπου συναντήσεων, κοινωνικών, πολιτικών, με τα κτίρια γύρω της υπερπλήρη. Στάθηκε χώρος αιματηρών συμπλοκών, καταστολής, ελέγχου, πεδίο διαδηλώσεων και πανηγυρισμών· ακόμα είναι. Βρέθηκε σε ποιήματα, σε νουάρ και έγινε πλατώ για ταινίες με νέον φόντο ή χωρίς. Η πλατεία Ομόνοιας μετατράπηκε γρήγορα σε συνώνυμο της Αθήνας στο κέντρο, και εκεί, καθώς οι λέξεις βρέθηκαν γαντζωμένες στις ροές του πλήθους πάνω της προτάσσοντας τη συμπαρουσία ατόμων στον ανοιχτό δημόσιο χώρο, αυτή έμεινε περίεργα σιωπηλή και συχνά επιλεκτικά αφιλόξενη· πεδίο κάθε τύπου φυγόκεντρων κινήσεων. Τα λεξικά ξαναγράφτηκαν.
[1] Dickens Ch., (1859 ) Ιστορία δύο πόλεων, μτφρ. Αγαπητού Α., Τράπαλη Β., (1989), Εξάντας:Αθήνα
[2] Το δυτικό τμήμα της πλατείας, που στις μέρες μας ονομάζεται πλατεία Συντάγματος ονομαζόταν για χρόνια ‘κήπος των Μουσών’. Το όνομα πλατεία Συντάγματος αναφερόταν στο ανατολικό κομμάτι της (ενδ. βλ. Γεωργιάδη Αθ. Σ., 1923 – Β’ έκδοση, Σχέδιο Αθηνών, Δ.Σ. Αθηναίων)
[3] Σχ. με την περίοδο αυτή και τους πολιτικούς πρωταγωνιστές βλ. ΙτΕΕ, Τόμος ΙΓ, κεφ. : Το Ελληνικό κράτος από το 1862 έως το 1881, 218- 253.
[4] Το σχέδιο αυτό γενικότερα σημειώνεται με ημερομηνία 1860 [π.χ. Μπίρης, Κ. Η. (1966), Αι Αθήναι, (5η 2005, σ.112)]. Από την έως τώρα έρευνά μας καταλήγουμε ημερομηνία κυκλοφορίας του σχεδίου είναι το 1863 σύμφωνα με την ετήσια έκδοση του Royal Institute of British Architects/ RIBA το 1864 (Papers – Session 1863-1864, London: RIBA, σ.25) με τη σημείωση ως ‘ο πιο πρόσφατος χάρτης της Αθήνας από φρέσκια (sic) τοπογραφική αποτύπωση’. Ο Εμμανουήλ Καλλέργης είναι υιός του Δημητρίου Καλλέργη πρωτεργάτη της επανάστασης του 1843 και τότε πρέσβη στη Γαλλία. Η σχέση αυτή ίσως αφήνει χώρο και για άλλες υποθέσεις κατά περίπτωση.
[5] Η εφημερίδα ΑΙΩΝ στις 5.9.1851 αποκαλεί διστακτικά για πρώτη φορά την πλατεία μπροστά από τα ανάκτορα ως ‘την λεγόμενη του Συντάγματος πλατεία’. Σε προηγούμενα φύλλα αναφέρεται ως ‘πλατεία των Ανακτόρων’. Σε αυτό υποθέτουμε τη σταδιακή καθιέρωση και αποδοχή του νέου ονόματος.
[6] Σχ. με τη Γαλλική Επανάσταση και την ίδρυση της Γαλλικής Δημοκρατίας ειδικότερα βλ. Lefebvre, G. (2003 Βιβλία 3-5)
[7] Η ναπολεόντια Μηνύτορα της 24ης Μπρυμαίρ (14.11.1799) αναφέρει: ‘Η Γαλλία θέλει κάτι το μεγάλο και το διαρκές. Η αστάθεια την οδήγησε στο χαμό· αυτό που ζητά είναι η σταθερότητα. Δεν επιθυμεί τη βασιλεία· αυτή έχει προγραφεί’. Lefebvre, G. (2003, 596).
[8] Σχετικά με τις μετονομασίες της Place de la Concorde βλ. Pugin, A. & Heath, C. (1831, 9) και στο Baedecker, K., (1878, 154-155).
[9] Σχ. βλ. ΙτΕΕ, Τόμος ΙΓ’, σ. 224. Ο Κυριακίδης, στην Ιστορία του, ανακεφαλαιώνοντας τα γεγονότα της περιόδου αυτής σχολιάζει ως ‘παιδαριώδεις’ τις μιμητικές αυτές τάσεις προς την Γαλλική επανάσταση σημειώνοντας πρόσθετα και εμφατικά το προφανές ονοματολογικό δάνειο των δύο πολιτικών φατριών· Ορεινών και Πεδινών. Κυριακίδης, Ε.Κ. (1892, 221). Πεδιάδα ή Βάλτο αποκαλούσαν οι ορεινοί τους βουλευτές της Συμβατικής που αρνούνταν να στρατεύονται σε ένα κόμμα. Lefebvre, G. (2003, 858).
[10] Δήμος Αθηναίων, Ιστορικό Αρχείο Δήμου ΑΘηναίων, Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου, Συνεδρίαση 29η/17-01-1884, υπ. αρ. 266 Πράξη Δημοτικού Συμβουλίου.
Καφαντάρης, Φ. (2015) Πλατεία Ομόνοιας: από τον χώρο στις λέξεις, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ομόνοια-concorde/ , DOI: 10.17902/20971.19
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Στην συλλογή των αυτοκρατορικών διαταγών του Οθωμανικού Αρχείου της Πρωθυπουργίας στην Κωνσταντινούπολη, βρίσκεται ένας έγχρωμος χειρόγραφος χάρτης της Αθήνας. Είναι ταξινομημένος υπό τον τίτλο «Σχέδιο του Κάστρου και της Πόλης της Αθήνας» (Atina kalesiyle varoşunun krokisi) και αποτελεί τον μοναδικό οθωμανικό χάρτη που γνωρίζουμε για την πόλη.
Οι διαστάσεις του είναι 141,5 x 112 εκ, αλλά παρέμεινε διπλωμένος για χρόνια με αποτέλεσμα να υπάρχουν ορατά σημάδια υγρασίας και αλλοίωση των χρωμάτων. Όλες οι ενδείξεις και τα ονόματα του χάρτη είναι γραμμένα στην οθωμανική γλώσσα, συμπεριλαμβανομένων των επιγραφών στα δύο ορθογώνια πλαίσια δεξιά και αριστερά στο πάνω μέρος. Ο χαρτογράφος παραμένει ανώνυμος.
Ο χάρτης έχει κατεύθυνση ΒΑ-ΝΔ και η εικονιζόμενη περιοχή είναι η πόλη της Αθήνας εντός των τειχών. Πρόκειται για το λεγόμενο «τείχος του Χασεκή», βοεβόδα της Αθήνας κατά τα έτη 1774-1795. Η κατασκευή του έγινε με καταναγκαστική εργασία πολλών Αθηναίων το 1778 μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα (τα χρονικά μιλούν για μία περίοδο από 70 ως 108 μέρες). Ο χαρτογράφος έχει επισημάνει όλους τους πύργους κατά μήκος του τείχους, καθώς και έξι πύλες. Είναι αξιοσημείωτο ότι, παρότι στις πηγές υπάρχουν καταγεγραμμένα ποικίλα ονόματα στα ελληνικά και τουρκικά για καθεμία από τις επτά πύλες του τείχους της Αθήνας (για παράδειγμα η πύλη εισόδου στον βράχο της Ακρόπολης ονομαζόταν Πόρτα του Κάστρου, των Μνημάτων ή Καραμπαμπά), ο χαρτογράφος φαίνεται να μην τα γνωρίζει καθόλου. Αντίθετα, οι ονομασίες που συναντάμε στον χάρτη είναι εντελώς νέες, κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον για την τοπογραφία και τοπωνυμιογραφία της Αθήνας, και φυσικά ένα στοιχείο για την σχέση του χαρτογράφου με την πόλη.
Το οδικό δίκτυο εντός των τειχών και πλησίον αυτών χαρτογραφείται ικανοποιητικά, με την λέξη tarik (δρόμος) να εμφανίζεται συχνά δίπλα στις παχιές γραμμές που δηλώνουν τους δρόμους. Στα νοτιοανατολικά, μία διάστικτη γραμμή υποδηλώνει τον Ιλισσό Ποταμό, που ονομάζεται εδώ Kuru Dere (Ξηροπόταμος). Το γεωγραφικό ανάγλυφο δηλώνεται γύρω από τον βράχο της Ακρόπολης, την Πνύκα και τον λόφο των Μουσών στο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης. Ο χαρτογράφος χρησιμοποίησε παχιές μαύρες γραμμές για να σχεδιάσει τους βραχώδεις λόφους που στέγαζαν πολλές στρατιωτικές εγκαταστάσεις και προμαχώνες.
Ομάδες απλών τελειών και κοφτών γραμμών γύρω από τα τείχη της πόλης υποδηλώνουν την βλάστηση, ενώ, εντός των τειχών, ο χάρτης γίνεται πιο ακριβής, με έγχρωμα σχέδια οικιών με σκεπές και κήπων. Όλη η πόλη έχει σχεδιαστεί χωρίς ίχνος τρισδιάστατης προοπτικής, ακολουθώντας την παράδοση της δυτικής χαρτογραφίας των μέσων του 18ου αιώνα, όταν τα σχέδια πόλεων με προσεκτικά οριοθετημένες οδούς και κτήρια σε περίγραμμα, αποτελούσαν τον κυρίαρχο τρόπο προβολής της πόλης. Στον οθωμανικό χάρτη της Αθήνας βλέπουμε στέγες, κήπους, δέντρα και θόλους ως κυκλικά και ορθογώνια σχήματα. Μία μόνο είναι η εξαίρεση, οι μιναρέδες των τζαμιών, που έχουν σχεδιαστεί με όλες τις αρχιτεκτονικές τους λεπτομέρειες και εμφανίζονται ακριβώς δίπλα στα τζαμιά.
Παρότι το περίγραμμα των σπιτιών είναι σημειωμένο με μαύρο χρώμα, τα μη οικιστικά κτήρια, τα οποία αναφέρονται ως τζαμιά, εκκλησίες, λουτρά κ.ά. έχουν κόκκινο περίγραμμα. Συγκεκριμένα, τα οθωμανικού ενδιαφέροντος κτήρια (τζαμιά και λουτρά) έχουν κόκκινο περίγραμμα και κανένα γέμισμα, ενώ οι εκκλησίες και οι ναοί έχουν κόκκινο περίγραμμα με γκρι φόντο. Μία από τις ενδιαφέρουσες πτυχές αυτού του χάρτη είναι ότι δεν προσφέρει τα ονόματα των κτηρίων που επισημαίνει. Παρότι υπάρχουν σχεδιαστικές λεπτομέρειες που διαφοροποιούν τα κτήρια ανάλογα με το αν αυτά έχουν θόλους ή απλές σκεπές, οι εκκλησίες δηλώνονται όλες ως μοναστήρια (manastır) και τα τζαμιά απλά ως ιερά τζαμιά (cami-i şerif).
Στο κεντρικό σημείο του χάρτη, όπου απεικονίζεται η Ακρόπολη, αυτή η έλλειψη ταύτισης των κτηρίων και η αδιαφορία για την μνημειακή αρχιτεκτονική είναι ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτη: ο βράχος της Ακρόπολης ονομάζεται απλά «Το Κάστρο της Αθήνας». Η κάτοψη του Παρθενώνα δίνεται απλά, χωρίς φροντίδα για λεπτομέρειες, ενώ η κατεύθυνσή του είναι λανθασμένη (ο άξονάς του έχει στραφεί προς τα ΒΑ-ΝΔ). Επιπλέον, η μόνη επιγραφή που προσφέρεται είναι για το μουσουλμανικό τέμενος που είχε χτιστεί στο εσωτερικό του Παρθενώνα, αλλά κι αυτό χωρίς κάποια ξεχωριστή ονομασία: είναι άλλο ένα ιερό τζαμί.
Εκτός του Παρθενώνα, πάνω στον βράχο της Ακρόπολης σημειώνονται πολλά μικρά σπίτια, η ύπαρξη των οποίων καταγράφεται και από τα κείμενα και τα σχέδια των περιηγητών της εποχής. Η Ακρόπολη αποτελούσε ένα μικρό χωριό, όπου διέμεναν οι στρατιώτες της οθωμανικής φρουράς και οι οικογένειές τους.
Ο σχεδιαστής αυτού του χάρτη έδωσε περισσότερη έμφαση σε κτήρια και δομές που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα για στρατιωτικούς σκοπούς. Επομένως, όλες οι δεξαμενές νερού επισημαίνονται σχολαστικά, καθώς και οι πύργοι-αποθήκες πυρομαχικών, οι προμαχώνες, οι υπόγειες αποθήκες και οι πόρτες. Ενδείξεις για σημεία στρατιωτικού ενδιαφέροντος έχουμε και σε περιοχές εκτός της Ακρόπολης: προμαχώνες με κανόνια, προστατευτικά τείχη αντίκρυ της εισόδου στο κάστρο, μακρά χαρακώματα για τουφεκιοφόρους και πολλές αντίστοιχες στρατιωτικές υποδομές στους λόφους της Πνύκας και Φιλοπάππου.
Στην επάνω δεξιά γωνία του χάρτη υπάρχει ένα ορθογώνιο πλαίσιο με ένα πλευρικό σχέδιο σε καφέ και κόκκινο χρώμα της οχύρωσης της Ακρόπολης, μαζί με μία κλίμακα μέτρησης. Η επιγραφή δηλώνει ότι πρόκειται για το σχέδιο του Κάστρου της Αθήνας με τις δυο του πλευρές – αυτή των προμαχώνων προς την πλευρά του προστατευτικού τείχους και η πίσω πλευρά προς την πόλη – καθώς και των οχυρώσεών της, της δεξαμενής και των υπογείων δωματίων που βρίσκονται εκεί.
Η κυρίως επιγραφή του χάρτη είναι αυτή στην επάνω αριστερή γωνία. Εδώ διαβάζουμε την περιγραφή: πρόκειται για έναν «Χάρτη του Κάστρου της Αθήνας μαζί με την πόλη και το προστατευτικό τείχος, η κατάκτηση της οποίας επιτεύχθηκε με την βοήθεια του μεγαλοδύναμου Θεού». Ακολουθεί η ημερομηνία 11 Zilkade 1242 έτος Εγίρας, που αντιστοιχεί στις 6 Ιουνίου 1827.
Η Αθήνα παραδόθηκε στους Οθωμανούς και τον επικεφαλής τους Κιουταχή (Reşid Mehmed Paşa) στις 25 Μαΐου 1827, μετά την δεύτερη και αποφασιστική πολιορκία κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Ο οθωμανικός αυτός χάρτης, που είναι καθαρά στρατιωτικού τύπου, πιθανότατα δημιουργήθηκε κατά την διάρκεια της πολιορκίας, ίσως βασιζόμενος και σε άλλους, δυτικής προέλευσης χάρτες, ως χρήσιμο εργαλείο για τη μάχη και αργότερα, μετά την κατάκτηση, στάλθηκε και προσφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη ανακοινώνοντας τη νίκη.
Η Αθήνα, όπως προβάλλεται μέσα στα πλαίσιά του, είναι μια μικρή πόλη με κεραμοσκέπαστες οικίες, πράσινους κήπους, πλήθος εκκλησιών, λίγα οθωμανικά κτήρια συγκεντρωμένα σε μικρή ακτίνα, ένα κάστρο με άρτια οχύρωση και ένα τείχος που την περικλείει ερμητικά, αλλά και της ανοίγει πόρτες προς μεσόγειους ή παράκτιους προορισμούς.
*οι εικόνες είναι λεπτομέρειες από τον χάρτη
Στάθη, Κ. (2015) Η Αθήνα στον οθωμανικό χάρτη του 1827, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/οθωμανικός-χάρτης-του-1827/ , DOI: 10.17902/20971.34
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Από τη δεκαετία του 1990 και μέχρι την κρίση παρατηρείται συστηματικά στο πλαίσιο της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς. Παράλληλα σημειώνεται αυξανόμενη απομάκρυνση από την πολιτική, ιδιαίτερα των νέων, με την έννοια του μειωμένου πολιτικού ενδιαφέροντος και της μικρότερης έμπρακτης συμμετοχής, τόσο σε σύγκριση με νέους/ες προηγούμενων περιόδων, όσο και με σύγχρονούς τους μεσήλικες. Σε όλες τις εμπειρικές έρευνες της περιόδου τεκμηριώνεται η εικόνα της ελληνικής νεολαίας, σε αρμονία με άλλους/ες Ευρωπαίους/ες της ίδιας γενιάς, ως πρωτίστως ατομοκεντρικής, με μειωμένες κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες και μειωμένο ενδιαφέρον και συμμετοχή σε πολιτικές συλλογικότητες. Παράλληλα, κυνισμός και αίσθηση ματαιότητας ως προς την αποτελεσματικότητα της ενδεχόμενης πολιτικής παρέμβασης μοιάζουν να αυξάνονται. Το ευρύτερο κοινωνικοποπολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον καθόριζε ένα «κλίμα περιόδου» εφησυχασμού και άφεσης, με τη νεολαία να διοχετεύει πρωταρχικά τα ενδιαφέροντα και τον δυναμισμό της προς άλλες κατευθύνσεις, σε σαφή αντίθεση με τη γενιά των γονιών της. Η κρίση, ισχυρότατος (ανα)κοινωνικοποιητικός παράγοντας, λειτούργησε και στο πεδίο αυτό καταλυτικά, όπως θα δούμε. Ωστόσο, ήδη από το 2008 τα γεγονότα του Δεκεμβρίου προκάλεσαν έκπληξη, ακριβώς διότι δεν εναρμονίζονταν με τη συλλογική φυσιογνωμία που ήταν καθιερωμένο να αποδίδεται στους/ις νέους/ες στην ελληνική πολιτική κουλτούρα της εποχής. Κάτι είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει.
Παρότι η νεολαία δεν αποτελεί ενιαία κοινωνική κατηγορία, μας επιτρέπεται να μιλάμε γενικευτικά για τους/ις νέους/ες ως φορείς πολιτικής δράσης, στο βαθμό που υπάρχει ένας ουσιώδης ομοιογενοποιητικός παράγοντας εντοπίσιμος στις πολιτικές εκφράσεις της. Παράγοντας ο οποίος ανάγεται στην ιστορική στιγμή κατά την οποία ως γενιά η συγκεκριμένη ηλικιακή κατηγορία διήλθε/διέρχεται σημαντικές φάσεις της κοινωνικοποίησής της, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες στην πολιτική κοσμοαντίληψη πρωτίστως, αλλά και στην πολιτική συμπεριφορά των ατόμων που συνθέτουν μια συγκεκριμένη γενιά [1]. Επιπλέον, με βάση τη θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων (Moscovici 1984), υποθέτουμε ότι τα μέλη της ίδιας γενιάς μοιράζονται κοινές αναπαραστάσεις του κόσμου και λόγω της δόμησής τους ως γενιάς μέσω των ΜΜΕ. Η κοινότητα αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική διότι συγκροτεί σε ομάδα τα μέλη που κατατάσσονται στην ίδια ηλικιακή κατηγορία, αφού αποκτούν ιδιαίτερους κώδικες επικοινωνίας και κοινούς τρόπους αξιολόγησης και κατανόησης. (Potter 2005, 205).
Οι διαδοχικές σειρές νέων των τελευταίων δεκαετιών κοινωνικοποιήθηκαν κατά την παιδική και εφηβική ηλικία σε περιβάλλον απαξίωσης της πολιτικής και του συλλογικού, σε περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ωθούσε προς την ιδιώτευση και την ατομικότητα και σε συγκεκριμένο μιντιακό πλαίσιο που προβάλλει/ευνοεί συγκεκριμένα lifestyle πρότυπα κοινωνικότητας και πολιτικότητας. Αυτό αποτυπώθηκε συστηματικά στα συγκριτικά χαμηλά ποσοστά πολιτικής συμμετοχής των νέων, φαινόμενο που δεν αφορά μόνο στην ελληνική πολιτική κουλτούρα, παρά τις όποιες ιδιοσυστασιακές παραμέτρους του. Πανευρωπαϊκά, είναι πολλαπλά τεκμηριωμένη η μεταβολή στην πολιτική φυσιογνωμία των εκλογικών σωμάτων, είτε το συνδέσουμε αυτό με την μεταπολεμική ανάδυση μεταϋλιστικών προτύπων, που εμφανίζονται ιδιαίτερα διαδεδομένα στους/ις νέους/ες (Inglehart 1977, 1997), είτε με την σταδιακή εμπέδωση μετανεωτερικών τάσεων που σχετίζονται με νέες ταυτίσεις μέσω των οποίων εκφράζεται η σημερινή νεολαία (Gibbins 1989) λόγω της παγκοσμιοποίησης και της συγκεκριμένης φάσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η μείωση σε όλες τις παραδοσιακές μορφές πολιτικής συμμετοχής, με παράλληλη μείωση στην κομματική ταύτιση, συγκροτούν την κυρίαρχη τάση, ενώ παρατηρείται μειωμένη σημασία της ταξικότητας της ψήφου καθώς και της εξηγητικής βαρύτητας της ιδεολογικής αυτοτοποθέτησης για την εκλογική συμπεριφορά. Τα παραπάνω είναι κατά κανόνα εμφανέστερα στους/ις νεότερους/ες, με την «αντικατάσταση των γενεών» να ανάγεται τελικά σε κεντρική κινητήρια δύναμη των πολιτικών αλλαγών. (Hooghe 2004). Εξού και το αυξημένο πολιτολογικό ενδιαφέρον για τη μελέτη της πολιτικής φυσιογνωμίας των νέων.
Θα πρέπει επιπλέον να σημειώσουμε ότι, όταν αναφερόμαστε στη σχέση «νεολαία και πολιτική» υπονοούμε τελικά την ύπαρξη επίδρασης της ηλικίας στην πολιτική συμπεριφορά και ειδικότερα στην πολιτική συμμετοχή, κάτι που είναι πολλαπλά τεκμηριωμένο στην πολιτολογική βιβλιογραφία. Θα πρέπει όμως να συμπεριλάβουμε στην προβληματική μας δύο, τουλάχιστον, παραμέτρους της μεταβλητής αυτής, που συνθέτουν κοινωνιολογικές διαστάσεις της ηλικίας, οι οποίες επιδρούν στον προσδιορισμό της πολιτικής συμπεριφοράς: α) την ηλικία ως έκφραση της πολιτικής γενιάς στην οποία ανήκει το κάθε υποκείμενο· και β) την ηλικία ως θέση στον «κύκλο της ζωής», η οποία συνεπάγεται διαφορετικούς ρόλους. (Παντελίδου Μαλούτα 2012). Ενώ κατά κανόνα (και αυτό κάνουμε εδώ), επικεντρωνόμαστε στη νεολαία από την άποψη των επιρροών που δέχεται ως γενιά, δεν πρέπει να αγνοούμε και την επίδραση της θέσης στον κύκλο της ζωής, που διαφοροποιείται τόσο ανάλογα με τις οικονομικές εξελίξεις της συγκεκριμένης κοινωνίας, όσο και ανάλογα με την ταξική θέση και το φύλο των φορέων πολιτικής δράσης, ίδιας ηλικίας. (Για παράδειγμα, η ανεργία οδηγεί πολλούς/ές νέους/ες πίσω στο οικογενειακό σπίτι, μετατρέποντας μια συνθήκη που επιδρά στην κοσμοαντίληψη, ενώ γενικότερα τα κορίτσια φεύγουν από την οικογένεια αργότερα από τα αγόρια κ.λπ).
Σε κάθε περίπτωση είναι έκδηλο ότι οι νέοι/ες, παρεμβαίνουν στην πολιτική διαδικασία όταν αισθανθούν ότι τους/ις αφορούν τα πολιτικά διακυβεύματα. Με βασική διαφοροποίηση από τη μια γενιά νέων στην άλλη να αποτελεί πάντα το τι είναι αυτό που θεωρούν ότι τους/ις αφορά. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι ενώ ο άξονας Αριστερά-Δεξιά δομούσε την εκλογική συμπεριφορά σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες μέχρι τη δεκαετία του 1990 (Van der Eijk, Franklin 1996), η σημασία του μειώθηκε στη συνέχεια, παράλληλα με τη μείωση στην ταξικότητα της ψήφου (Franklin, κ.ά 1992). Κάτι που είναι ιδιαίτερα έκδηλο στους/ις νεότερους/ες εκλογείς. Αντίστοιχα, η ανάπτυξη της αποκαλούμενης «θεματικής ψήφου» που υποκατέστησε τις παραπάνω διαιρετικές τομές (Rose, Mc Allister 1986), μοιάζει να αφορά τελικά πρωτίστως τη νεολαία. Υποστηρίζεται δε, με βάση εμπειρικά πολιτολογικά πορίσματα, ότι δομικοί παράγοντες καθορίζουν μαζικότερα την κατεύθυνση της ψήφου σε εκλογείς που κοινωνικοποιήθηκαν πριν από το 1960, η αυτοτοποθέτηση στον άξονα Αριστεράς–Δεξιάς σε όσους/ες κοινωνικοποιήθηκαν μέχρι το 1990 (Van de Brug 2010), ενώ υπάρχουν ενδείξεις και από την ελληνική πολιτική κουλτούρα ότι η θεματική ψήφος παραπέμπει περισσότερο σε (νέους/ες) εκλογείς που κοινωνικοποιήθηκαν στην εφηβεία μετά το 2000.
Ενώ η σημασία των κοινωνικοποιητικών μηνυμάτων της περιόδου και των πρώιμων/διαμορφωτικών εμπειριών της κάθε πολιτικής γενιάς είναι καθοριστική για το πώς η γενιά αυτή διαχειρίζεται μετέπειτα ερεθίσματα, είναι πολλαπλά τεκμηριωμένη η πρωταρχικά ατομοκεντρική και lifestyle κατεύθυνση του «με αφορά» της νεολαίας μετά το 1990. σε αντίθεση με την περισσότερο κοινωνιοκεντρική των νέων τους οποίους συγκροτούσε η γενιά των γονιών τους. (Παντελίδου Μαλούτα 2012). Όλα τα διαθέσιμα στοιχεία που αναφέρονται στην ηλικία επικεντρώνονταν, μέχρι πρόσφατα, στις ουσιώδεις αλλαγές στα βασικά κοινωνικοποιητικά μηνύματα που χαρακτηρίζουν τις διαφορετικές γενιές στην ελληνική πολιτική κουλτούρα, λόγω των αλλαγών που παρατηρούνται στο εγχώριο και διεθνές κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον ως απόρροια της παγκοσμιοποίησης και της ενσωμάτωσης της ελληνικής κοινωνίας σε υπερεθνικές δομές. Έτσι δημιουργήθηκαν ριζικά διαφοροποιημένα και συχνά αντιφατικά πεδία κοινωνικοποιητικών μηνυμάτων, που εκδηλώνονται μάλιστα πολύ πέρα από τις μεταβολές της πολιτικής συμπεριφοράς.
Πράγματι, εντοπίζονται ερευνητικά σημαντικές αλλαγές στην κοινωνικοπολιτική φυσιογνωμία των νέων στις αρχές του 2000, σε σύγκριση με παλαιότερες γενιές νέων, αλλαγές τόσο ποσοτικές (μικρότερο πολιτικό ενδιαφέρον και περιορισμένη πολιτική εμπλοκή), όσο και ιδεολογικές (πολύ μικρότερη διάδοση αριστερής ταυτότητας), οι οποίες μάλιστα συνδέονται με αξιακές παραμέτρους. Σε έρευνα του 2006, όπου αντιπαρατίθενται στοιχεία του 1988, προβάλλει καθαρά μια εικόνα συγκριτικά δεξιόστροφης νεολαίας (μείωση της αριστερής ταυτότητας στους 18-29 ετών από 37,1% το 1988, σε 9,8% το 2006), πιο κυνικής και απορριπτικής προς το πολιτικό σύστημα («όποιος έρθει στην εξουσία κοιτάζει πάντα τα δικά του συμφέροντα», 49% το 1988, 70,6%, το 2006), με αυξημένη δήλωση απόλυτης πολιτικής αδιαφορίας (15,9% το 1988, 39,5% το 2006), και σαφώς λιγότερο συμμετοχικής, με βάση όλους τους σχετικούς καθιερωμένους δείκτες [2]. Μάλιστα, όπως βλέπουμε παρακάτω στον Πίνακα 2, οι νέοι/ες εμφανίζονται όχι μόνο σαφώς πιο κυνικοί/ές απ’ ό,τι η αντίστοιχη κατηγορία ηλικιών στο παρελθόν, αλλά πλέον και πιο κυνικοί/ές από τους/τις μεγαλύτερους/ες, προβάλλοντας μια εικόνα αναστροφής της καμπύλης.
Πηγή: Πολιτική Συμπεριφορά των Γυναικών, ΕΚΚΕ 1988· Έρευνα Πολιτικών Προτύπων και Πολιτικής Συμπεριφοράς, ΕΚΠΑ 2006
Πηγή: Πολιτική Συμπεριφορά των Γυναικών, ΕΚΚΕ 1988· Έρευνα Πολιτικών Προτύπων και Πολιτικής Συμπεριφοράς, ΕΚΠΑ 2006
Πηγή: Πολιτική Συμπεριφορά των Γυναικών, ΕΚΚΕ 1988· Έρευνα Πολιτικών Προτύπων και Πολιτικής Συμπεριφοράς, ΕΚΠΑ 2006
Πηγή: Πολιτική Συμπεριφορά των Γυναικών, ΕΚΚΕ 1988· Έρευνα Πολιτικών Προτύπων και Πολιτικής Συμπεριφοράς, ΕΚΠΑ 2006
Η μεγάλη μείωση στη διάδοση της αριστερής ταυτότητας (σχεδόν στο ¼ στους/ις νέους/ες), η σημαντική αύξηση στην απαξίωση της διάκρισης Αριστερά/Δεξιά, που διπλασιάστηκε στη νεολαία το 2006, καθώς και η σαφής μεταβολή στην ηλικιακή καμπύλη διάδοσης της αριστερής, αλλά, από άλλη άποψη, και της δεξιάς ταυτότητας, αποτελούν τα πλέον αξιοσημείωτα ιδεολογικά στοιχεία του τελευταίου πίνακα, γιατί είναι ενδεικτικά και πολλών άλλων παραμέτρων που περιγράφουν τη φυσιογνωμία των νέων στην ελληνική πολιτική κουλτούρα λίγο πριν από την κρίση.
Αν ακολουθήσουμε την παράδοση των μελετών πολιτικής κοινωνικοποίησης που επικεντρώνονται στην εφηβεία, «προδικάζοντας» κατά κάποιο τρόπο την εξέλιξη της συνολικής πολιτικής κουλτούρας, παρατηρούμε ότι Αθηναίοι/ες έφηβοι/ες (12-15 ετών) του 1990, σε σύγκριση με αυτούς/ές του 1982 χαρακτηρίζονταν ήδη από σαφώς πιο δεξιόστροφη πολιτική κοσμοαντίληψη, ήταν πολύ πιο εξοικειωμένοι/ες με την πολιτική διαδικασία την οποία αποδραματοποίησαν και στην οποία όμως δεν επένδυαν συναισθηματικά [3]. Παρότι σαφώς λιγότερο συμμετοχικοί/ές από τους/ις εφήβους της δεκαετίας του 1980 -που είχαν περάσει την πρώιμη φάση της κοινωνικοποίησής τους στο κλίμα ευφορίας της Μεταπολίτευσης- όταν αισθάνθηκαν ότι τους/ις αφορούν τα πολιτικά διακυβεύματα, παρενέβησαν δυναμικά στην πολιτική διαδικασία. Κάτι που φάνηκε στο μαζικότατο κίνημα καταλήψεων στα σχολεία, που σημειώθηκε το Νοέμβριο του 1990 (Παντελίδου Μαλούτα 1991), πυροδοτούμενο από τα Προεδρικά Διατάγματα που ρύθμιζαν τη σχολική καθημερινότητα. Κεντρική διαφοροποιητική παράμετρος από την προηγούμενη γενιά εφήβων όμως, υπήρξε το τι ήταν αυτό που θεωρούσαν ότι τους αφορά, και το οποίο ήταν πιο ατομοκεντρικό, σε αντίθεση με τις κοινωνιοκεντρικές ανησυχίες των (αριστερόστροφων) νέων στους/ις οποίους/ες μετεξελίχθηκαν οι «έφηβοι της Μεταπολίτευσης». (Παντελίδου Μαλούτα 1991).
Πηγή: «Διαστάσεις της πολιτικής κοινωνικοποίησης εφήβων: εμπειρίες από την Αττική στις τρεις τελευταίες δεκαετίες» ΕΚΠΑ, 2010
Την «απομακρυσμένη από την πολιτική» γενιά των εφήβων της δεκαετίας του 1990 διαδέχτηκαν άλλοι/ες που ουσιαστικά συνέχισαν και παγίωσαν τις ατομοκεντρικές τάσεις και την απαξίωση της πολιτικής, αλλά σταδιακά απώλεσαν την υψηλή αίσθηση αποτελεσματικότητας των πρώτων. Οι δε έφηβοι του τέλους της πρώτης δεκαετίας του 2000 διαμορφώνουν σημαντικές παραμέτρους της κοσμοαντίληψής τους σε συνθήκες ανασφάλειας, απαισιοδοξίας και αίσθησης αδιεξόδου, με παράλληλη γενικευμένη απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών. Χαρακτηρίζονται από τη συνέχιση της τάσης που σημειώθηκε στους εφήβους το 1991, (Παντελίδου Μαλούτα 1991. Βλ. και Δεμερτζής, Σταυρακάκης 2008), αλλά με ακόμη μεγαλύτερη πολιτική αποξένωση και απαξίωση των πολιτικών και της πολιτικής, μεγαλύτερη μείωση στη συμμετοχική προδιάθεση, στη δήλωση πολιτικού ενδιαφέροντος και στην ύπαρξη ιδεολογικής ταυτότητας, καθώς και στην απόδοση βαρύτητας στο συλλογικό και το δημόσιο προς όφελος του ιδιωτικού και του ατομικού (Παντελίδου Μαλούτα 2011).
Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι η διαδήλωση ως τρόπος αντίδρασης κερδίζει σε αποδοχή το 2010 έναντι του 1991, πλησιάζοντας τα ποσοστά της δεκαετίας του 1980. Συγχρόνως, και αυτό ενδεχομένως δεν είναι άσχετο με το παραπάνω, είναι πολύ μεγάλο το ποσοστό εφήβων που δυο χρόνια αργότερα έχουν σαφή ανάμνηση των γεγονότων του Δεκεμβρίου του 2008 (53,2%), ενώ με βάση απαντήσεις σε ανοικτή ερώτηση ελέγχεται η ορθότητα στο σύνολο των θετικών απαντήσεων (Παντελίδου Μαλούτα 2011). Αξίζει να παρατηρήσουμε και τη συγκριτική αποδοχή της διαδήλωσης σε αριστερούς/ες και δεξιούς/ες εφήβους το 1982 και το 2010. (Πίνακας 6).
Πηγή: «Διαστάσεις της πολιτικής κοινωνικοποίησης εφήβων: εμπειρίες από την Αττική στις τρεις τελευταίες δεκαετίες» ΕΚΠΑ, 2010
Η επίδραση της ηλικίας στη διαμόρφωση πολιτικών στάσεων και συμπεριφοράς δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί, στο μέτρο που έχει τεκμηριωθεί σε πολλές εμπειρικές έρευνες η βαρύνουσα σημασία της ως πολιτολογικής παράμετρου. Κι αυτό αφού έχουν ελεγχθεί οι παράμετροι που αναφέρονται στην κοινωνική προέλευση και στο φύλο. Το ερώτημα που δημιουργείται, και που βρίσκει διαφορετικές απαντήσεις, αφορά στο αν οι διαφορές αυτές οφείλονται στην ηλικία, με την έννοια της θέσης στον κύκλο της ζωής –άρα έχουν εγγενή τάση μεταβολής–, ή οφείλονται στην επίδραση της γενιάς, με την έννοια των ισχυρών κοινωνικοποιητικών εμπειριών σε κρίσιμες ηλικιακές φάσεις. Στη δεύτερη περίπτωση (θα) έχουν σοβαρότερες συνέπειες στο πολιτικό σύστημα, αφού μπορεί να δημιουργήσουν «ασυνέχειες», όταν η νέα γενιά συμμετάσχει στην πολιτική ως μέλος του εκλογικού σώματος. Στις κατηγορίες ηλικιών που συγκρίναμε εδώ είναι προφανής η βαρύτητα της γενιάς, με τις κοινωνικοποιητικές επιδράσεις της στο πλαίσιο της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας να εναρμονίζονται (με μικρή χρονική υστέρηση), με τις ευρωπαϊκές τάσεις, καταδεικνύοντας τόσο την σημασία του ευρύτερου «κλίματος περιόδου», όσο και τις ειδικότερες ελληνικές εμπειρίες. Με βάση τις τελευταίες, υπάρχουν ενδείξεις ότι, προς το τέλος της προ κρίσεως εποχής, μια ανακοινωνικοποιητική διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει. Αλλά είναι η κρίση αυτή που θα λειτουργήσει όπως φαίνεται καταλυτικά προς την κατεύθυνση της αναστροφής της τάσης της πολιτικής αποξένωσης των νέων.
[1] Για το θέμα της διαδοχής των γενεών κλασική παραμένει η μελέτη του Mannheim που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1929. Βλ. Mannheim 1968, 276-322. Για τις πολιτικές γενιές, βλ. Percheron, Remond 1991, Crête, Favre 1989. Βλ. και Παντελίδου Μαλούτα 1987, 2012.
[2] Βλ. Παντελίδου Μαλούτα 2012, 219-222, όπου υπάρχει αναλυτική αναφορά στα δύο ερευνητικά προγράμματα που αποτελούν πηγή των στοιχείων, και όπου δημοσιεύονται οι πίνακες που ακολουθούν.
[3] Για αναλυτική συγκριτική παρουσίαση των δύο αυτών γενιών, το δείγμα και τη μεθοδολογία των σχετικών ερευνών, βλ. Παντελίδου Μαλούτα 1991, 41-69. Η ίδια έρευνα επαναλήφθηκε το 2010. Βλ. Παντελίδου Μαλούτα 2011.
Παντελίδου Μαλούτα, Μ. (2015) Νεολαία και πολιτική: Τάσεις της πολιτικότητας των νέων μέχρι την κρίση, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/νεολαία-και-πολιτική-μέχρι-την-κρίση/ , DOI: 10.17902/20971.50
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9