Η συστηματικά παρατηρούμενη μέχρι την κρίση απομάκρυνση των νέων από την πολιτική -με την έννοια του μειωμένου πολιτικού ενδιαφέροντος και της μικρότερης έμπρακτης συμμετοχής συγκριτικά με νέους/ες προηγούμενων περιόδων, αλλά και συγχρόνων τους μεσηλίκων-, μοιάζει με την κρίση να αναχαιτίζεται, ακόμη και να αναστρέφεται. Αν σε όλες τις εμπειρικές έρευνες από τη δεκαετία του 1990, τεκμηριώνεται, όπως ήδη είπαμε, η εικόνα της ελληνικής νεολαίας σε αρμονία με άλλους/ες Ευρωπαίους/ες της ίδιας γενιάς, ως πρωτίστως ατομοκεντρικής, με μειωμένες κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες και ενδιαφέρον για συμμετοχή σε πολιτικές συλλογικότητες, η κρίση, ως ισχυρότατος (ανα)κοινωνικοποιητικός παράγοντας, λειτούργησε και στο πεδίο αυτό καταλυτικά, αν και εν μέρει αντιφατικά. Ήδη όμως από το 2008 τα γεγονότα του Δεκεμβρίου προκάλεσαν έκπληξη και αποτέλεσαν κατά κάποιο τρόπο προάγγελο της επανάκαμψης των νέων στην πολιτική, με βασικούς σταθμούς τα γεγονότα του 2011, αλλά και την πολιτική παρουσία της νεολαίας στις εκλογές της κρίσης.
Αν η μελέτη των νέων επιτρέπει σε μια κοινωνία να διαμορφώσει υποθέσεις για το μέλλον της, η κρίση και κυρίως η διαχείριση που της επιφυλάχτηκε -η οποία δημιούργησε φτώχεια κι εξαθλίωση με τεράστια ποσοστά ανεργίας στη νεολαία πλήττοντας βάρβαρα την ιδιότητα του πολίτη και τη δημοκρατία-, αποτελούν ισχυρότατους (ανα)κοινωνικοποιητικούς παράγοντες. Με αυτή την έννοια, η κρίση όχι μόνο έχει συνέπειες πολύ ευρύτερες των οικονομικών, αλλά θα έχει και πολύ πιο μακροχρόνιες από αυτές, αν υποθέσουμε ότι η χειρότερη φάση της ύφεσης θα υποχωρήσει σε εύλογο χρονικό διάστημα. Τα πολιτισμικά φαινόμενα, οι στάσεις και οι αντιλήψεις έχουν πολύ μεγαλύτερες διάρκειες και οι ισχυρές κοινωνικοποιήτικές εμπειρίες, σαν αυτές που γεννά η παρούσα κρίση, πολύ πιο μακροχρόνιες συνέπειες από την ύφεση καθεαυτή, αφού διαμορφώνουν πολιτικές προδιαθέσεις (Παντελίδου Μαλούτα 1987, 2012). Παράλληλα, στην κρίση απαξιώθηκε de facto περαιτέρω η υπάρχουσα κοινωνικοπολιτική οργάνωση, αλλά και η ιδεολογική ηγεμονία του νεο-φιλελεύθερου ιδεολογήματος «εγώ να (θα) τα καταφέρω». Έτσι, ενδείξεις από πρόσφατα δημοσκοπικά δεδομένα προβάλλουν ως θεμιτή την υπόθεση ότι οι μη συμμετοχικοί/ές νέοι/ες, που θεωρούσαμε ότι ως γενιά ενδιαφέρονταν μόνο «για πάρτη τους», ωθούνται προς μια αναστοχαστική διαδικασία, η οποία έχει ως ενδεχόμενη απόληξη και την επιθυμία ριζικής αλλαγής στις συνθήκες κοινωνικής συμβίωσης, και μάλιστα ως ηθικά μη αποδεκτές. Ακόμη και ανεπεξέργαστες πολιτικές παρεμβάσεις, εξάλλου, με τη μορφή ξεσπάσματος οργής, μπορεί να συμβάλουν στη δόμηση ενός «εμείς» που θα μετεξελιχθεί σε συλλογικό όραμα αλλαγών.
Έγινε φανερό, κυρίως στα γεγονότα διαμαρτυρίας από το 2011 και μετά, ότι οι νέοι/ες επανακάμπτουν στην πολιτική και ενίοτε διεκδικούν άλλη λύση, στη βάση άλλης αντίληψης για τη συλλογική συμβίωση. Παρότι αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης ποιο είναι το «εμείς» που δομείται στις αυθόρμητες διαμαρτυρίες σε συνθήκες κρίσης και ιδιαίτερα στα συγκρουσιακά γεγονότα του 2011. Και ενώ συχνά είναι φανερή η ατομοκεντρική αφετηρία, ακόμη και το ότι πρόκειται για εκδηλώσεις συμμετοχής μη συμμετοχικών πολιτών και αυτές λειτουργούν κοινωνικοποιητικά: Το «εμείς» δομείται στην πράξη και ενδεχομένως μετεξελίσσεται προς μια κατεύθυνση που είναι εγγενής στη δημοκρατία: Δηλαδή αυτής του δημοσίου συμφέροντος, της αλληλεγγύης και της έμφασης στη συλλογική επίλυση προβλημάτων. Η ελληνική εμπειρία από την κρίση το 2010-11 πράγματι έδειξε ότι, όταν υπάρχει κρίση και στην αντιπροσώπευση, τότε, δίπλα στο σημαντικό ποσοστό πολιτών που είναι προσανατολισμένα στην αποχή, τη λευκή ή την άκυρη ψήφο [1], υπάρχει και ένα άλλο σημαντικό ποσοστό που εκφράζεται αδιαμεσολάβητα. Δηλαδή συμμετέχει, κινητοποιούμενο συχνά με τη βοήθεια της νέας τεχνολογίας, παρακάμπτοντας τους απαξιωμένους πολιτικούς θεσμούς, με οριζόντιες μορφές οργάνωσης, σε πλατείες, γειτονιές κλπ. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι είναι άλλοι οι φορείς της αποχής και άλλοι αυτοί που συμμετέχουν ως «αγανακτισμένοι», καταγγέλλοντας. Ενδεχομένως κάτι αντίστοιχο, αλλά με πιο περίπλοκες κοινωνιολογικές προεκτάσεις και εντονότερη τη σημασία της ηλικίας, να υποδήλωναν και τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008 [2]. Πάντως, γίνεται φανερό από τα στοιχεία έρευνας του ΕΚΚΕ του 1ου εξαμήνου του 2012 για την κρίση, ότι οι νεότερες ηλικίες είναι αυτές που συμμετείχαν μαζικότερα στις λαϊκές συνελεύσεις σε πλατείες και στις συγκεντρώσεις των «αγανακτισμένων» στην Αθήνα: Στο δείγμα της έρευνας, κατά 41,9%, έναντι μ.ο. 35%, δηλώνουν ότι συμμετείχαν νέοι/ες 18-24 ετών σε λαϊκές συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα ή σε γειτονιές, και κατά 50% έναντι 41,2% σε συγκεντρώσεις «αγανακτισμένων». Ενώ το 2011 καταγράφεται ήδη στους/ις νέους/ ες μια τάση πολυποίκιλης και πολύμορφης (επιθυμίας και έμπρακτης) συμμετοχής, με σχεδόν όλες τις μορφές δράσης να διαπλέκονται μεταξύ τους (Κακεπάκη 2013), οι εκλογές του 2012 θα ολοκληρώσουν την εικόνα της επανάκαμψης των νέων στην πολιτική διαδικασία, καθώς και της διαπλοκής και του πολυποίκιλου των διόδων συμμετοχής τους. Διότι αν, αναμφίβολα οι πλατείες και οι λαϊκές συνελεύσεις συνέβαλαν στη εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, η (μέχρι τότε αδιαμεσολάβητη) πολιτική παρέμβαση των νέων δεν έληξε με αυτήν. Αντίθετα, προστέθηκε σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν η αποδοχή, από την πλευρά τους, και της θεσμοθετημένης πολιτικής παρέμβασης.
Παράλληλα, φάνηκε στην κρίση ότι δεν έχει λήξει ούτε η υπόθεση του φεμινισμού. Τα αιτήματα για το φύλο συγκροτούν πάντα σημαντικό δημοκρατικό διακύβευμα όσο η γλώσσα προβάλει ακόμη βίαια σεξιστική, δηλαδή ανίκανη να προωθήσει και να αφομοιώσει αλλαγές στην κοινωνική συμβίωση, όσο ρόλοι και πρότυπα φύλου είναι έντονα διαφοροποιημένα, ιεραρχικά και επιβαρυντικά για τις γυναίκες. Κι αυτό, παρότι συχνά οι νέες γυναίκες θεωρούν ότι αυτή η ανισότητα τις αφορά λιγότερο. (Παντελίδου Μαλούτα 2010). Εάν δε η οπτική του φύλου μοιάζει να είναι κατά κανόνα απούσα από τις διεκδικήσεις και από τα γεγονότα διαμαρτυρίας που σημειώνονται σε πολλές χώρες με αφορμή την κρίση, ωστόσο, είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι, νέες γυναίκες είναι όλο και περισσότερο ορατές, παρούσες σε τέτοιες εκδηλώσεις, ακόμη και σε κοινωνίες με παραδοσιακότατο σύστημα έμφυλων σχέσεων, όπως στην Ελλάδα. Και αυτό, από μόνο του, είναι ίσως ισχυρότατη ένδειξη έμφυλης διεκδίκησης. Πράγματι, αν γενικά υστερούν στις καθιερωμένες μορφές πολιτικής συμμετοχής, η έρευνα του ΕΚΚΕ για την κρίση καταγράφει μια εικόνα υψηλής συμμετοχικότητας των νέων γυναικών σε όλες τις νέες διόδους συμμετοχής και τις εναλλακτικές μορφές κινητοποίησης, σε ποσοστά αντίστοιχα των νέων ανδρών (Κακεπάκη 2013).
Bλέπουμε επιπλέον τις νέες 15 με 29 ετών να επιλέγουν κατά 25%, έναντι 18,6% των νέων ανδρών, ως αιτία της συμμετοχή τους στα γεγονότα διαμαρτυρίας το ότι η συμμετοχή αυτή είναι «ένας τρόπος να ακουστεί η φωνή μου» (Κακεπάκη 2013, 57). Οι νέες δηλαδή υπερέχουν έναντι των νέων σε αυτόν τον τρόπο αιτιολόγησης της συμμετοχής τους, διατυπώνοντας μεγαλύτερη ανάγκη έκφρασης και επικοινωνίας, όπως εξάλλου υπερέχουν και σε άλλη μία από τις οκτώ κατηγορίες στις οποίες κωδικογραφούνται οι απαντήσεις που αφορούν στη σχετική αιτιολόγηση: Στην επιθυμία συνάντησης με άλλους «που μοιράζονται τις ανησυχίες μου». Αιτιολογήσεις στις οποίες υφέρπει μια συγκεκριμένη κριτική προς το πολιτικό σύστημα και ένα (εμβρυώδες έστω) αίτημα συμμετοχικής δημοκρατίας.
Ας σημειωθεί δε ότι, η πιο αριστερόστροφη ψήφος των νέων γυναικών απ’ ότι των νέων ανδρών, που είχε επισημανθεί και στο παρελθόν, όσον αφορά την ελληνική πολιτική κουλτούρα (Παντελίδου Μαλούτα 1992), αποτυπώνεται και με βάση τα exit poll της Αθήνας με σημείο αναφορά την ψήφο υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ: Βλέπουμε να υπερψηφίζει το κόμμα αυτό στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, το 28,3% των ανδρών 18-24 ετών, έναντι του 34,8% των γυναικών. Στις δε εκλογές Ιουνίου του 2012, το 20,5% των ανδρών 18-24 ετών ψήφισαν υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, έναντι 45,4% των νέων γυναικών [3], και τον Μάιο του 2012, 17,5% έναντι 26,3%. Αλλά βέβαια, γενικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε σταθερά «γυναικείο» κόμμα, όπως και η ΝΔ (χωρίς όμως να| παρατηρούνται έμφυλες διαφοροποιήσεις στους/ις νέους/ες το 2015), καθώς και το Ποτάμι. Το τελευταίο μάλιστα εντονότερα, με υπερψήφιση κατά 3,5% από τους πολύ νέους άνδρες έναντι 15% από τις πολύ νέες γυναίκες. Αντίστροφα, η πρωταρχικά «ανδρική» Χρυσή Αυγή παίρνει τον Ιανουάριο του 2015 11,6% στους άνδρες 18-24 και 7,4% στις αντίστοιχες γυναίκες.
Είναι φανερό ότι υπάρχει ιδιαίτερα αυξημένη ζήτηση διόδων συμμετοχής πέρα από τις καθιερωμένες, την περίοδο της κρίσης. Κάτι που σε άλλες κοινωνίες έχει παρατηρηθεί πολύ νωρίτερα. Γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία ότι, σε ορισμένες κοινωνίες ήδη από τη δεκαετία του 1970, παράλληλα με τη μείωση της κλασικής πολιτικής συμμετοχής σημειώνεται στην πράξη αυξημένη ζήτηση νέων διεξόδων συμμετοχής. Κι αυτό, ιδιαίτερα για νέους/ες σε ηλικία πολίτες, υψηλού μορφωτικού επιπέδου, φορείς μεταϋλιστικού συστήματος αξιών, οι οποίοι/ες τοποθετούνται στο κέντρο και αριστερότερα στον άξονα Αριστεράς/Δεξιάς- (Barnes, Kaase 1979, Kaase, Newton 1998). Στο πλαίσιο της ελληνική πολιτικής κουλτούρας στην κρίση, αυτή η αυξημένη ζήτηση και η ποικιλία στους τρόπους συμμετοχής δείχνει ότι οι νέοι/ες προβαίνουν πλέον στη θεμελιώδη διάκριση της απαξίωσης του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος, από την απαξίωση της πολιτικής γενικά, που συνήθως γεννά πολιτική αδιαφορία: Μάλιστα, όπως δείχνουν και τα εκλογικά δεδομένα του 2012 και του 2015, καθώς και οι εκδηλώσεις γύρω από τις εκλογές, οι νέοι και οι νέες μαζικά αποδέχονται επιπλέον έργω, και ότι χωρίς κεντρική πολιτική και χωρίς προσωπική εμπλοκή και σε αυτή, τίποτα δεν γίνεται. Συνεπώς, παρά τις όποιες περιπτώσεις απεχθούς πολιτικής έκφρασης πολιτισμικών χαρακτηριστικών που ελλοχεύουν στην ελληνική κοινωνία, τα οποία μοιάζει να αφορούν πρωτίστως νέους άνδρες (και είναι πλέον σε στασιμότητα), μπορούμε να πούμε ότι γενικά, «οι νέοι/ες της κρίσης», και λόγω της κρίσης είναι όλο και πιο πολιτικοποιημένοι/ες, οι δε ενδείξεις για τις επιλογές τους όλο και πιο αισιόδοξες για ένα μέλλον με περισσότερη και ουσιαστικότερη συμμετοχή και έτσι περισσότερη δημοκρατία.
Συνεπώς, δεν πρέπει να εκπλήσσει ότι εκδηλώσεις της κοινωνίας πολιτών στην Ελλάδα αμφισβητούν τελευταία όλο και περισσότερο το στερεότυπο, «υπερτροφικό κράτος-ατροφική κοινωνία πολιτών» (Βούλγαρης 2006, 7), ενώ παράλληλα επιτρέπουν τη διατύπωση της υπόθεσης ότι πλέον, τόσο αδιαμεσολάβητα, όσο και μέσω των παραδοσιακών διόδων μπορούν και εκφράζονται πολιτικά όλο και μαζικότερα, νέοι και νέες. Το τελευταίο δε είναι το απολύτως νέο στοιχείο, όσον αφορά την πολιτικότητα των νέων στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Αθήνα της κρίσης που μας ενδιαφέρει εδώ, όπου παρατηρούμε πώς αν επανέκαμψε η νεολαία στην πολιτική, αυτό έγινε πρώτα αδιαμεσολάβητα και στη συνέχεια μέσω παραδοσιακών διόδων αλλά, μετά από συγκλονιστικές ανακατατάξεις στο καθιερωμένο μεταπολιτευτικά πολιτικοκομματικό σύστημα. Η επανάκαμψη αυτή όμως, ιδιαίτερα ως προς το σκέλος που αναφέρεται στην καθιερωμένη διαδικασία της πολιτικής των κομμάτων, μοιάζει εύθραυστη και υπό όρους, όπως πιστοποιούν τα στοιχεία της χαμηλής κομματικής ταύτισης των νέων (βλ. παρακάτω).
Γενικότερα, οι διαγενεακές μεταβολές στην εκλογική συμπεριφορά, που αντανακλούν την κοινωνικοποιητική περίοδο της βασικής πολιτικής διαμόρφωσης διαφορετικών ηλικιακών κατηγοριών, θεωρούνται, όπως ήδη σημειώθηκε, από τους σημαντικότερους παράγοντες αλλαγής στα πολιτικά συστήματα. Είναι δε γεγονός ότι οι διπλές εκλογές του 2012 -που ενέτειναν σε τέτοιο βαθμό προϋπάρχουσες τάσεις, αλλά και αμφισβήτησαν βεβαιότητες, ώστε να δικαιολογείται απόλυτα ο χαρακτηρισμός τους ως «εκλογικού σεισμού» (Βούλγαρης, Νικολακόπουλος 2014)- πρόβαλαν ως ένα από τα σημαντικότερα σημεία τομής το ηλικιακό ρήγμα που εμφανίστηκε στον ΣΥΡΙΖΑ υπέρ των νεότερων. Θα πρέπει δε να υπενθυμίσουμε, όσον αφορά τις συγκλονιστικές αλλαγές που παρατηρήθηκαν στις εκλογές του 2012, ότι αφενός τον Μάιο το 60% των ψηφοφόρων μετέβαλαν την κομματική επιλογή τους από το 2009, ενώ το 19% των ψήφων πήγε υπέρ κόμματος που έμεινε εκτός Βουλής (Κουστένης 2014, 84-85), και αφετέρου, ότι η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στη δεύτερη θέση συνόδευσε την απόλυτη κατάρρευση του παραδοσιακού δικομματισμού. Στην ίδια εκλογική αναμέτρηση, στους/ις νέους/ες ψηφοφόρους (που ψήφισαν για πρώτη φορά), ο ΣΥΡΙΖΑ προπορεύεται σε ψήφους με 16%, ενώ δεύτερο κόμμα αναδεικνύεται η Χρυσή Αυγή με 14%. (Σταθόπουλος 2014, 67). Παράλληλα, είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι, η απόφαση του τι θα ψηφίσει κανείς μοιάζει να παίρνεται όλο και πιο κοντά στην κάλπη όσο μικρότερη είναι η ηλικία του/ης ψηφοφόρου (Σταθόπουλος 2014, 76), ενώ οι νεότεροι/ες (18-24 ετών) χαρακτηρίζονται από χαμηλότερη κομματική ταύτιση από τους μεγαλύτερους, με την παράμετρο αυτή να μεγαλώνει σταθερά με την ηλικία, και βεβαίως να σχετίζεται άμεσα με το υψηλό ποσοστό των όψιμα αναποφάσιστων. Συγχρόνως, η ελαφρώς μεγαλύτερη διάδοση της κομματικής ταύτισης από το Μάιο στον Ιούνιο του 2012 (40,3% και 45,7%), στους 18 με 24 ετών, εξακολουθεί να είναι η χαμηλότερη απ’ όλες τις άλλες ηλικιακές κατηγορίες [4], παρότι βλέπουμε ότι αύξηση υπάρχει και σ’ αυτούς/ές. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι, ενώ οι νεότεροι/ες (18-24 ετών) συγκροτούν τη μαζικότερη κατηγορία όσον αφορά την άρνηση τοποθέτησης στον άξονα Αριστεράς-Δεξιάς, κάτι που εναρμονίζεται με στοιχεία που παραδοσιακά βλέπουμε τις τελευταίες δεκαετίες, συγχρόνως, με βάση τα στοιχεία των exit polls, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, οι νεότεροι/ες δηλώνουν ελαφρώς μαζικότερα αριστερή ταυτότητα από τον μ.ο. (που είναι 17,1%), αλλά και σε σχέση με τους/ις λίγο μεγαλύτερούς/ές τους, και αυτό μέχρι την κατηγορία των 35-44 ετών: Οι 18-24 ετών δηλώνουν αριστεροί/ές κατά 18,5% με 17,6% για τους 25-34 και 15,5% για τους 35-44, οπότε και το ποσοστό αυξάνει στο 21,2% στους 45-54 ετών (Σταθόπουλος 2014, 79). Αυτά όσον αφορά την ιδεολογική ταυτότητα των νέων, όπου σίγουρα κάτι αλλάζει με την κρίση.
Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο όσον αφορά την ψήφο ότι, αν υπάρχει διαγενεακό χάσμα στην ψήφο, όπως υποστηρίζεται στη σχετική βιβλιογραφία για τις εκλογές του 2012, αυτό συνήθως τεκμηριώνεται με στοιχεία που χωρίζουν το δείγμα είτε στα 54, (δηλαδή ψηφοφόροι από 18-54 ετών και ψηφοφόροι άνω των 55), είτε στα 44 (18-44 ετών και 45 και άνω) [5]. Πράγματι, οι νεότεροι/ες ψηφοφόροι με βάση τις παραπάνω τομές ψήφισαν σαφώς μαζικότερα υπέρ της αλλαγής στο κομματικό τοπίο που υλοποιήθηκε με την αύξηση της ψήφου υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ οι μεγαλύτεροι/ες υπέρ παραδοσιακών κομμάτων και κυρίως υπέρ της Ν.Δ. Αλλά η τομή αυτή, που δείχνει συγκριτικά τάσεις νεότερων και γηραιότερων, δεν μας λέει πολλά για την εκλογική συμπεριφορά της νεολαίας, per se. Είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα μια αναλυτική απομόνωση της νεολαίας (18-34 ετών), ώστε να δούμε όχι τους/ις νεότερους/ες απλώς, αλλά τους/ις νέους/ες.
Πηγή: Κοινό exit poll συνεργαζόμενων εταιρειών. Στατιστική επεξεργασία Π. Κουστένης.
Στην περίπτωση αυτή παρατηρούμε ότι: Στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, Μάιου 2012, Ιούνιου 2012 και Ιανουαρίου 2015, αν χωρίσουμε το δείγμα στα τρία πάντα η μεσαία κατηγορία, 35-54 ετών, είναι αυτή που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ποσοστό υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίστοιχα, 23% (με μ.ο 21%), 36,7%, (με μ.ο. 30,8%) και 39,5% (με μ.ο. 36,9%). Όσο για τους/ις νέους/ες (18-34 ετών), αυτοί/ες υπερψηφίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ κατά 21,7% 32,2% και 33,2%. Οι μεσήλικες είναι, συνεπώς, αυτοί/ες που έδωσαν την νίκη στον ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα, και όχι οι νέοι/ες, που τον Ιανουάριο του 2015 υπερψήφισαν το κόμμα αυτό σε μικρότερο ποσοστό από τον μ.ο.), και μάλιστα με αξιοσημείωτες διαφορές ως προς το φύλο. Αντίστοιχα, και στις τρεις αυτές εκλογικές αναμετρήσεις η ΝΔ πήρε το μεγαλύτερο ποσοστό της στους/ις γηραιότερους/ες. Όσο για την εκλογική αποχή, η σχετικά χαμηλότερη κομματική ταύτιση των νέων και η άρνηση αυτοτοποθέτησης στον άξονα Αριστεράς/Δεξιάς που είναι μεγαλύτερη απ’ ότι στους/ις γηραιότερους/ες, προϊδεάζουν και για σχετικά αυξημένη αποχή της νεολαίας στις εκλογές.
Αν κοιτάξουμε τους/ις νέους/ες χωρισμένους/ες στα 18-24 και 25-34, με σημείο αναφοράς την ψήφο τους τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, παρατηρούμε ότι, στο εσωτερικό της ηλικιακής αυτής κατηγορίας, είναι οι λιγότερο νέοι/ες, οι 25-34 ετών δηλαδή, κυρίως στους άνδρες, αυτοί που υπερψηφίζουν μαζικότερα τον ΣΥΡΙΖΑ.
Πηγή: Κοινό exit poll συνεργαζόμενων εταιρειών. Στατιστική επεξεργασία Π. Κουστένης
Βλέπουμε επίσης ότι, σε όλες σχεδόν τις ηλικιακές κατηγορίες, οι γυναίκες υπερψηφίζουν μαζικότερα τον ΣΥΡΙΖΑ έναντι των ανδρών, με τις 18-24 ετών να έχουν μάλιστα προβάδισμα 6,5 μονάδες. Ο άλλος πόλος της Αριστεράς, το ΚΚΕ, επιλέγεται σε αντίστοιχο ποσοστό από γυναίκες και άνδρες γενικά, αλλά κερδίζει το μεγαλύτερο ποσοστό στους/ις 55+, ενώ παρουσιάζει απρόσμενη εικόνα (που δημιουργεί ερωτηματικά) ως προς το φύλο, με εκτίναξη του ποσοστού νέων γυναικών που το υπερψηφίζουν στο 9,7%, έναντι μόλις 1,8% για τους νέους άνδρες. Αξίζει να προσθέσουμε ότι, στις εκλογές αυτές, γύρω στους μισούς νέους άνδρες και στο 60% των νέων γυναικών αποφάσισαν τι θα ψηφίσουν την ημέρα των εκλογών ή την τελευταία εβδομάδα, με βάση στοιχεία από το κοινό exit poll των συνεργαζόμενων εταιρειών.
Όσον αφορά την επίδραση της ταξικής θέσης στην εκλογική επιλογή των νέων είναι δύσκολη η εξαγωγή συμπερασμάτων, λόγω του μικρού απόλυτου αριθμού του δείγματος στα πρόσφατα exit polls. Μπορούμε ωστόσο να πούμε πως, αν το 2007 η νεολαία από τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα (με βάση μια αδρή γεωγραφική κατάτμηση του τόπου κατοικίας), ψήφιζε υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ σε ελαφρώς χαμηλότερο ποσοστό από το σύνολο των κατοίκων των σχετικών περιοχών, αντίθετα, τόσο τον Ιούνιο του 2012 όσο και στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, νέες και νέοι από τα Βόρεια προάστια, το Ανατολικό τμήμα του Δήμου Αθηναίων και την Παραλιακή ζώνη, ψηφίζουν υπέρ του σαφώς μαζικότερα από τις άλλες ηλικιακές κατηγορίες της ίδιας περιοχής. Κάτι που αποτελεί ένδειξη αυξημένης ριζοσπαστικοποίησης όσον αφορά τους/ις νέους/ες μεσαίων και υψηλών κοινωνικών στρωμάτων. Στη Δυτική πλευρά της πόλης η ηλικιακή κατανομή της ψήφου υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει στις εκλογές του Ιουνίου του 2012 και του Ιανουαρίου 2015 μικρότερες διακυμάνσεις.
Όσο για το δημοψήφισμα, φαίνεται ότι η συμμετοχή των νέων στο «όχι» ήταν εξαιρετικά μεγάλη, γύρω στο 80% για τους 18-24 ετών και 70% στους 25-34 ετών. Υψηλότατα ποσοστά που συνδέονται με το ότι οι νέοι/ες, που ήδη έχουν μαζικά εμπλακεί σε αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες (λαϊκές συνελεύσεις στις πλατείες, αγανακτισμένοι, κ.ά), αισθάνθηκαν ότι η καθιερωμένη πολιτική διαδικασία, ίσως για πρώτη φορά, τους/ις λαμβάνει υπόψη. Κλήθηκαν να συμμετάσχουν σε μια πολιτική διαδικασία στην οποία εντολοδόχοι και λογοδοτούντες εκπρόσωποι (όχι κυβερνήτες ή αντιπρόσωποι που δρουν ανεξέλεγκτα), ζητούν άμεσα τη γνώμη τους. Στο αποτέλεσμα αυτό συνέβαλε βεβαίως και το εθνικό στοιχείο, η αίσθηση της προσβεβλημένης εθνικής κυριαρχίας και της παραγκωνισμένης λαϊκής. Πάντως απεδείχθη πως η πολιτική διαδικασία ξανακερδίζει και θα κρατήσει τη νεολαία μόνο όταν είναι, και φαίνεται, ουσιαστικά δημοκρατική.
Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι το μαζικότατο «όχι» των νέων με τη διαχείριση που του επιφυλάχθηκε δεν απογοήτευσε, ούτε απομάκρυνε τους/ις νέους/-ες, όπως έδειξαν οι εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Παρακάμπτοντας το ζήτημα της αποχής, για λόγους που σχετίζονται με την αδυναμία διαμόρφωσης ακριβούς εικόνας με βάση τους εκλογικούς καταλόγους, παρότι είναι σίγουρο ότι ήταν αισθητά αυξημένη το Σεπτέμβριο σε σχέση με τον Ιανουάριο, πρέπει να σημειώσουμε ότι στις εκλογές αυτές δεν παρατηρήθηκε η σημαντική απόκλιση υπέρ των 35-54 ετών (39,5%) στην ψήφο για το ΣΥΡΙΖΑ, που είχε παρατηρηθεί τον Ιανουάριο, σε σύγκριση με τους 18-34 (33,2%). Η σχετική τρίβαθμη κατάτμηση έδωσε αντίθετα 38,3% και 35,6%, αντίστοιχα στην Αττική (με βάση στοιχεία από το κοινό exit poll). Μάλιστα, αν προβούμε σε λεπτότερη κατάτμηση, βλέπουμε ότι για πρώτη φορά οι πολύ νέοι/-ες (18-24 ετών) ξεπερνούν το 43% υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ για πρώτη φορά, πάνω από τις μισές νέες γυναίκες (18-24 ετών) ψήφισαν υπέρ του (54,2%).
Πηγή: Κοινό exit poll συνεργαζόμενων εταιρειών. Στατιστική επεξεργασία Π. Κουστένης
Είναι εντυπωσιακό το προβάδισμα της νεότερης κατηγορίας ηλικιών έναντι όλων των άλλων στην ψήφο υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, στους άνδρες (με σκαμπανεβάσματα), αλλά πρωτίστως και μακράν, στις γυναίκες. Συνολικά στη νεολαία, είναι η πρώτη φορά που παρατηρείται ότι η κατηγορία των 18-24 ετών επιλέγει μαζικότερα το προπορευόμενο κόμμα από όλες τις άλλες ηλικιακές κατηγορίες, καταγράφοντας μια στροφή των νέων στην Αριστερά, που θυμίζει προηγούμενες δεκαετίες, δηλαδή, προηγούμενες γενιές [6]. Ας σημειωθεί δε ότι, η ίδια καμπύλη συσχέτισης ηλικίας και ψήφου προς το ΣΥΡΙΖΑ, με το υψηλότερο σημείο στη νεότερη κατηγορία ηλικιών που σημειώνεται στην Αττική, παρατηρείται αντίστοιχα και στο σύνολο της Επικράτειας. Και αυτό αποτελεί επίσης σημαντικό εύρημα για την επιστροφή της νεολαίας, κυρίως για την απάντηση στο ερώτημα «ποιας νεολαίας;» Δεν υπάρχει πλέον ουσιαστική διαφορά μεταξύ Αθήνας και Επικράτειας, με την απόκτηση του προβαδίσματος του ΣΥΡΙΖΑ και στον αγροτικό χώρο στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, ενώ όλες οι ενδείξεις υποστηρίζουν την υπόθεση της ριζοσπαστικοποίησης των νέων. Αν δούμε συνολικά την ψήφο στην Αριστερά, προκύπτει ότι στην Αττική, πάνω από το 50% των νέων προβαίνει σε σχετική εκλογική επιλογή, με τις νέες να ξεπερνούν το 60%. Τα δε ποσοστά στην Επικράτεια δεν εμφανίζονται πολύ σημαντικά χαμηλότερα. Παράλληλα, επιβεβαιώθηκε για άλλη μια φορά, ο ΣΥΡΙΖΑ ως πρωταρχικά «γυναικείο» κόμμα, ενώ, αν έχασε μέρος της εκλογικής του δύναμης το Σεπτέμβριο στους άνδρες (-3,2) κέρδισε στις γυναίκες (+1,9). Τέλος, παρά τις παρατηρήσεις μας περί ριζοσπαστικοποίησης των νέων από μεσαία και υψηλά κοινωνικά στρώματα, φαίνεται, ότι στο συνολικό εκλογικό σώμα εντάθηκε η κοινωνική πόλωση στο λεκανοπέδιο [7].
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως ενώ η κρίση ενέτεινε προϋπάρχουσες τάσεις στο πλαίσιο της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας ως προς πολλές παραμέτρους, φαίνεται ότι ως προς άλλες λειτουργεί ανασχετικά των τάσεων ή ακόμη και ανατρεπτικά. Όσον αφορά τη νεολαία, μοιάζει να εντείνεται η ανάσχεση της πολιτικής αδιαφορίας που ήδη, από το 2008 έμοιαζε να προσβάλλεται, με αποτέλεσμα να τεκμηριώνεται η επανάκαμψη των νέων στην πολιτική, στην Αθήνα της κρίσης. Και αν η προϋπάρχουσα διάβρωση των σχέσεων των πολιτών με τα κόμματα μοιάζει να χειροτερεύει στην κρίση και για πολλά από αυτά προβάλλει ως απόλυτη διάρρηξη, νέες κομματικές ταυτίσεις αναφύονται, διαφορετικής υφής ίσως, και σίγουρα με άλλες αξιακές συνδηλώσεις. Με τους νέους και τις νέες πλέον να παρεμβαίνουν στην πολιτική διαδικασία, όχι μόνο διαψεύδοντας το πρότυπο της α-πολιτικής νεολαίας, αλλά εμπλεκόμενοι/ες δυναμικά, τόσο μέσω νεωτερικών διόδων και αδιαμεσολάβητα, όσο πλέον και μέσω των παραδοσιακών πυλώνων της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού που είναι τα πολιτικά κόμματα, αλλά αυτά που αμφισβητούν τον καθιερωμένο δικομματισμό της Μεταπολίτευσης. Οι δε πολύ νέες και νέοι της Αθήνας, 18-24 ετών, είναι μαζικά παρόντες/ουσες, και μάλιστα πρωτοστατούν στην τάση αυτή. Η ανακοινωνικοποιητική διαδικασία έχει δυναμικά αρχίσει, και τα αποτελέσματά της είναι ήδη πολλαπλώς εμφανή, πρωταρχικά στην Αθήνα. Ωστόσο, τα όποια νέα δεδομένα δεν είναι καθόλου κεκτημένα. Αντίθετα, είναι εύθραυστα, υπό όρους και συνεχώς υπό αναδιαπραγμάτευση. Καθιστούν δε θεμιτό το ερώτημα αν πρόκειται όντως για μεταβολή, ποιοτική και ποσοτική στη συμμετοχικότητα των νέων, ή για επιμέρους, συγκυριακή έκφραση ενός διαφορετικού τρόπου να είναι κανείς/-μιά πολίτης, τον οποίο καταθέτουν, ήδη εδώ και χρόνια, νέοι και νέες. Συνυπολογίζοντας ότι πρόκειται για πολιτική γενιά εθισμένη πρωτίστως στην αυτοέκφραση και τη διατύπωση γνώμης για το τι της αρέσει και τι όχι, που θέλει εμπλοκή σε ότι την αφορά και επιδιώκει κυρίως ατομική αυτονομία, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, αν οι νέοι/ες συμμετέχουν και πάλι μαζικά στη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η τελευταία για να τους κρατήσει, πρέπει πρωτίστως να μην τους απογοητεύσει. Δηλαδή, να τους/ις πείθει συνεχώς και ποικιλοτρόπως ότι η συμμετοχή τους μετράει, και ότι, συνεπώς, η καθιερωμένη πολιτική διαδικασία «τους/ις αφορά».
[1] Γύρω στο 1/3 του συνόλου, βάσει εκτιμήσεων από δημοσκοπικά δεδομένα, σύμφωνα με τον Γ. Μαυρή, υπεύθυνο της Public Issue, σε συνέντευξη στην Αυγή, 10 Ιουλίου 2011.
[2] Βλ. για παράδειγμα, Vradis, Dalakoglou 2011, Kalyvas 2010, και Johnston, Seferiades 2012, για το Δεκέμβριο του 2008 στην Αθήνα.
[3] Το συγκεκριμένο ποσοστό μοιάζει υπερβολικό. Ελέγχθηκε πολλαπλά για την ορθότητά του, ωστόσο ο μικρός απόλυτος αριθμός επιβάλλει επιφυλάξεις, παρότι σίγουρα καταγράφει την τάση.
[4] Βλ. τα σχετικά στοιχεία στους πίνακες που παραθέτει ο Σταθόπουλος, 2014, 76, με βάση στοιχεία από τα δύο exit polls που διεξήχθησαν.
[5] Για την πρώτη περίπτωση, βλ. Βούλγαρης, Νικολακόπουλος 2014, 27 και για τη δεύτερη, Σταθόπουλος 2014, 72. Η πρώτη κατάτμηση μοιάζει πιο πρόσφορη για τον Μάιο και η δεύτερη για τον Ιούνιο του 2012.
[6] Προφανώς τα στοιχεία του παραπάνω πίνακα προσφέρουν έναν τεράστιο πλούτο, όπως και αυτά του Ιανουαρίου 2015, που μένει αναξιοποίητος εδώ, αφού χρησιμοποιούνται μόνο όσα χρειάζονται για τη στήριξη του κεντρικού επιχειρήματος.
[7] Με βάση υπολογισμούς του Νικολακόπουλου από τα επίσημα εκλογικά αποτελέσματα. Τα Νέα, 22.9.2015.
Παντελίδου Μαλούτα, Μ. (2015) Νεολαία και πολιτική: Η πολιτικότητα των νέων στην Αθήνα της κρίσης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/πολιτικότητα-των-νέων-της-κρίσης/ , DOI: 10.17902/20971.20
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Οι άστεγοι, ως διακριτή ομάδα του πληθυσμού, έκαναν την εμφάνισή τους στο κέντρο της Αθήνας στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Οι διαφορές τους από τους μέχρι τότε γνωστούς ως «άπορους», οι οποίοι κατά κανόνα ζητιάνευαν στο κέντρο της πόλης, είναι πολλές. Σε γενικές γραμμές πρόκειται για μη ομοιογενή πληθυσμιακή ομάδα που περιλαμβάνει όχι μόνο ηλικιωμένους άντρες, αλλά και νέους, γυναίκες, ακόμα και παιδιά, με μορφωτικό επίπεδο που ποικίλει και δεν περιορίζεται στα στενά περιθώρια των παραδοσιακά κοινωνικά αποκλεισμένων.
Το χαρακτηριστικό που τους ενώνει είναι το ότι βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας, έχοντας προηγουμένως ακολουθήσει διαφορετικές διαδρομές πριν φτάσουν σε κατάσταση αδυναμίας να εξασφαλίσουν πρόσβαση σε κανονική κατοικία. Ανάμεσα στα άλλα χαρακτηριστικά τους είναι, από την μία πλευρά, η προφανής δυσκολία στην εξασφάλιση σταθερής δουλειάς, από την άλλη δε, η απουσία επιθετικών διαθέσεων προς την πολιτεία ή τους άλλους κατοίκους της πόλης αναφορικά με την ιδιαιτερότητα της κατάστασής τους. Πολύ συχνά η έλλειψη στέγης συνοδεύεται από, χρόνια ή μη, προβλήματα υγείας, που ενισχύονται από την δυσκολία πρόσβασης του θιγόμενου πληθυσμού στις σχετικές κρατικές υπηρεσίας.
Στους άστεγους περιλαμβάνονται άνθρωποι που βρέθηκαν στην Αθήνα ψάχνοντας χωρίς επιτυχία για δουλειά, όπως επίσης και μετανάστες οι οποίοι αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα ιδίως κατά την αρχική περίοδο παραμονής/εγκατάστασής τους στη χώρα. Σημαντικό ποσοστό των αστέγων είναι πρώην και νυν χρήστες ουσιών που αντιμετωπίζουν δυσκολία στην εξασφάλιση σταθερής εργασίας, αλλά και αποφυλακισμένοι και εν γένει από-ιδρυματοποιημένοι άνθρωποι, ορισμένοι από τους οποίους –όπως οι νέοι που αναγκάζονται να φύγουν από ορφανοτροφεία λόγω ηλικίας– δεν ήταν ποτέ πλήρως ενταγμένοι από κοινωνική ή ακόμα και στεγαστική άποψη. Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που χάνουν την στέγη τους λόγω ανεργίας, αν και το συγκεκριμένο φαινόμενο δεν έχει ακόμα ερευνηθεί συστηματικά. Εν τούτοις, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα σε σχέση με τις διαστάσεις του φαινομένου των εξώσεων από πρώτη κατοικία την τελευταία πενταετία, δεν εντοπίζονται άστεγοι λόγω απώλειας στέγης ως συνέπεια της μη αποπληρωμής δανείων, ενώ αντίθετα ο αριθμός των εξωσθέντων από ενοικιαζόμενη κατοικία παρουσιάζει σημαντική άνοδο, παρότι έχει σαφή πτωτική τάση για το 2014.
Σύμφωνα με τον λειτουργικό ορισμό του αστέγου που δίνει η FEANTSA (Fédération Européenne des Associations Nationales Travaillant avec les Sans-Abri), άστεγος δεν θεωρείται μόνο εκείνος που διαβιώνει αποκλειστικά στον δρόμο, καθώς στην έλλειψη στέγης ενυπάρχουν τέσσερα διακριτά διαφορετικά στοιχεία: η πλήρης έλλειψη έστω και στοιχειώδους καταλύματος (φυσική αδυναμία κατοίκησης), η αδυναμία κοινωνικής ζωής (κοινωνική αδυναμία κατοίκησης), οι επισφαλείς συνθήκες στέγασης από νομική άποψη (νομική αδυναμία κατοίκησης) και οι επισφαλείς συνθήκες στέγασης για τεχνικούς λόγους (τεχνική αδυναμία κατοίκησης). Στην δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονται οι κάθε είδους συλλογικές κατοικίες, στέγες γερόντων, ξενώνες κακοποιημένων γυναικών κλπ, ενώ στις δύο τελευταίες ανήκουν πολλά μέλη των κοινοτήτων Ρομά που κατοικούν σε χώρο που δεν τους ανήκει ή/και σε πρόχειρα παραπήγματα.
Οι άστεγοι τείνουν να συγκεντρώνονται και να κυκλοφορούν στον δημόσιο χώρο που βρίσκεται στις παρυφές του κέντρου και μάλιστα προς τις φτωχές συνοικίες του. Εκεί υπάρχουν εγκαταλελειμμένα κτίσματα που μπορεί να τα χρησιμοποιήσουν για κατάλυμα, αλλά και η δυνατότητα για ευκαιριακό μεροκάματο. Στη ζώνη αυτή υπάρχουν και οι σχετικές υπηρεσίες της κεντρικής ή τοπικής διοίκησης. Οι σημαντικότερες υπηρεσίες που χρησιμοποιούν οι άστεγοι είναι κατά κύριο λόγο οι ξενώνες του Υπουργείου και του Δήμου, τα ιατρεία, τα κέντρα διημέρευσης –όπως αυτό του ΚΥΑΔΑ (Κέντρου Υποδοχής Αστέγων του Δήμου Αθηναίων) στην οδό Πειραιώς– καθώς και άλλοι χώροι όπου παρέχονται συσσίτια. Λιγότερη σημασία, ως πόλοι έλξης αστέγων, δείχνουν να έχουν οι οργανωμένοι χώροι στους οποίους μπορεί κανείς να βρει δουλειά. Η τάση αυτή ενισχύει την συγκέντρωση των αστέγων σε περιοχές όπως η Πλατεία Κουμουνδούρου, ο Βοτανικός, το Μεταξουργείο κλπ. Σε ό,τι αφορά το είδος του δημόσιου χώρου που προτιμούν να οικειοποιούνται οι άστεγοι, υπάρχει ανάγκη να καλύπτονται αρκετά κριτήρια, όπως της ησυχίας, της ασφάλειας, της ζεστασιάς για τον χειμώνα, της γειτνίασης με μέσα μαζικής μεταφοράς, της ανάγκης για εξασφάλιση των λιγοστών υπαρχόντων κατά την διάρκεια της ημέρας κλπ. Για τον λόγο αυτό, πρώτη προτεραιότητα έχουν τα παγκάκια ή ακόμα και το γκαζόν στα πάρκα ή τις νησίδες, τα πλατιά πεζοδρόμια και ιδίως οι εσοχές στις προσόψεις των κτηρίων ή τις διαμορφώσεις πρασίνου. Επισημαίνεται ότι με πρωτοβουλία της Περιφέρειας Αττικής τον χειμώνα 2014-15 δημοσιοποιήθηκε για πρώτη φορά η πληροφορία όσον αφορά τους θερμαινόμενους χώρους στην Αττική που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως καταφύγιο για τους αστέγους της περιοχής.
Όπως προαναφέρθηκε, η σημερινή οικονομική κρίση έχει αυξήσει τα ποσοστά ανεργίας διογκώνοντας το φαινόμενο της απώλειας στέγης με αποτέλεσμα την εμφάνιση περισσότερων αστέγων στους κοινόχρηστους χώρους της πόλης. Η συνολική αρνητική εικόνα εντείνεται λόγω της απουσίας ικανοποιητικού πλέγματος πολιτικών σε σχέση με την ομαλή εργασιακή, στεγαστική και γενικότερα κοινωνική ένταξη των μεταναστών. Κατά συνέπεια παρουσιάζεται εντονότατη ανάγκη για επεξεργασία και υλοποίηση στοχευμένων πολιτικών αναφορικά όχι μόνο με την πρόληψη του φαινομένου της έλλειψης στέγης, αλλά και την στήριξη του θιγόμενου πληθυσμού.
Σαπουνάκης, Ά. (2015) Οι άστεγοι: Ιστορικό μιας ευάλωτης ομάδας και της διόγκωσής της, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ιστορικό-της-έλλειψης-στέγης/ , DOI: 10.17902/20971.3
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Ιστορικά η Αττική αποτελεί μια από τις πιο εκτεθειμένες σε φυσικούς κινδύνους περιφέρειες της Χώρας, κυρίως σεισμούς, πλημμύρες, καύσωνες και δασικές πυρκαγιές. Η υψηλή έκθεση της Αττικής και του λεκανοπεδίου της Πρωτεύουσας ειδικότερα, οφείλεται στην υψηλή συγκέντρωση πληθυσμού, δραστηριοτήτων, υποδομών και αποθεμάτων υψηλής αξίας σε μια περιορισμένη έκταση, που αποτελεί ταυτόχρονα ζώνη υψηλών επικινδυνοτήτων.
Η Αττική συγκαταλέγεται στις ελληνικές περιφέρειες με τις υψηλότερες μακροσεισμικές εντάσεις για τα τελευταία 50 χρόνια (Papanastasiou et al. 2008). Η έκθεση της Αττικής στη σεισμική επικινδυνότητα επανεκτιμήθηκε μετά το σεισμό της Πάρνηθας 1999 (με μέγεθος 5,9 R και επίκεντρο 18 χλμ ΒΔ του κέντρου της Αθήνας) που προκάλεσε περισσότερες από 140 απώλειες ζωής και ζημιές 3 δις ευρώ (χάρτης 1). Υπήρξε ο φονικότερος σεισμός των τελευταίων 50 ετών στην Ελλάδα (εικόνα 1) και οδήγησε στην αλλαγή του χάρτη σεισμικής επικινδυνότητας της χώρας. Ο νέος χάρτης, που αποτελεί τη βάση του Ελληνικού Κτηριοδομικού Αντισεισμικού Κανονισμού του 2000, καταχώρησε σημαντικό μέρος της Αττικής και τους βορειότερους Δήμους της πρωτεύουσας στη Ζώνη ΙΙ μέσης σεισμικότητας. Η δημόσια πολιτική πρόληψης του σεισμικού κινδύνου βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αντισεισμικότητα των κατασκευών. Έτσι, το κτηριακό απόθεμα των αυθαιρέτων της Αττικής παραμένει εκτεθειμένο. Μετά το σεισμό του 1999, η περιορισμένη δημόσια οικονομική στήριξη της αποκατάστασης και ανασυγκρότησης κάλυψε μόνο τους ιδιοκτήτες κτηρίων (όχι τους ενοικιαστές) και κυρίως την κατοικία (όχι τις παραγωγικές δραστηριότητες). Κατά συνέπεια, η μετασεισμική ανασυγκρότηση δεν οδήγησε σε ουσιαστική μείωση της έκθεσης και τρωτότητας των πληγεισών περιοχών στον σεισμικό κίνδυνο. Μάλλον το αντίθετο συνέβη.
Πηγή: Π. Δελλαδέτσιμας, 1999
Η Αθήνα ταλαιπωρείται, επίσης, συχνά από πλημμύρες, παρά το γεγονός ότι η ανατολική πλευρά της Χώρας χαρακτηρίζεται από χαμηλή μέση ετήσια βροχόπτωση (~ 300mm). Οι καταιγίδες στην Αθήνα είναι σχεδόν τόσο συχνές όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η επιρρέπειά της σε πλημμύρες οφείλεται –εκτός από κλιματικούς και γεωμορφολογικούς– κυρίως σε παράγοντες σχετικούς με ανθρώπινες παρεμβάσεις (Koutsoyannis 2002). Λόγω της ραγδαίας αστικοποίησης και της αυθαίρετης ανάπτυξης, η πόλη σταδιακά απογυμνώθηκε από τη φυσική αντιπλημμυρική της προστασία καθώς το δίκτυο ρεμάτων της καλύφθηκε σε σημαντικό μήκος του (χάρτης 2) και οι φυτο-καλυμμένες επιφάνειες ελαχιστοποιήθηκαν. Παράλληλα, οι επανειλημμένες δασικές πυρκαγιές στους ορεινούς όγκους του λεκανοπεδίου αύξησαν την έκθεση των περιφερειακών ιδιαίτερα δήμων σε πλημμύρες. Το ιστορικό κέντρο της πόλης, με το μικτό αποχετευτικό δίκτυο, είναι περισσότερο θωρακισμένο από τους Δήμους που αναπτύχθηκαν αργότερα, και κυρίως αυτούς κατά μήκος της ακτής του Σαρωνικού.
Η Αττική συγκαταλέγεται στις περισσότερο πληγείσες από τους καύσωνες περιοχές της χώρας. Παρά το μεσογειακό, ήπιο κλίμα της, σημειώνονται σημαντικές θερμοκρασιακές διαφορές μεταξύ των εποχών. Θερμοκρασίες καύσωνα (380C και άνω) δεν είναι σπάνιες τους θερινούς μήνες και η θερμοκρασία 490C που καταγράφηκε στην Αθήνα το 1977 αποτελεί την υψηλότερη μέχρι σήμερα θερμοκρασία της Ευρώπης (WMO 2011). Ταυτόχρονα υφίσταται τις συνέπειες της λεγόμενης αστικής θερμικής νησίδας που συμβάλλει σε και ενισχύει θερμοκρασίες καυσώνων. Οι υψηλότερες θερμοκρασίες εδάφους στην Αττική κατά το θέρος παρουσιάζονται σε Ελευσίνα–Ασπρόπυργο, Μέγαρα, το κέντρο της Αθήνας (λόγω αστικής θερμικής νησίδας) και τα Μεσόγεια (χάρτης 3). Η δημόσια διαχείριση των καυσώνων περιορίζεται σε μέτρα ετοιμότητας / έκτακτης ανάγκης.
*Με τους αριθμούς 1 έως 4 καταδεικνύονται οι τέσσερεις θέσεις-περιοχές των υψηλότερων κατά κανόνα θερμοκρασιών, τα Μέγαρα (1), Ελευσίνα-Ασπρόπυργος (2), Μεσόγεια (3) και το κέντρο της Αθήνας (4)
Πηγή: Keramitsoglou et al. (2011)
Με κριτήριο την αναλογία της καμένης δασικής έκτασης προς τη συνολική δασική κάλυψη, η Αττική είναι η περισσότερο πυρόπληκτη περιφέρεια της Χώρας την περίοδο 1991-2004 (26%). Πρωτογενώς εκτεθειμένοι στις δασικές πυρκαγιές είναι βέβαια οι παραθεριστικοί και άλλοι «δορυφορικοί» οικισμοί της Αθήνας και οι αυθαίρετες (ή μη) οικοδομικές αναπτύξεις σε δάση και δασικές εκτάσεις. Ωστόσο, όπως δείχνει η δραματική καταστροφή του εθνικού δρυμού Πάρνηθας το 2007 (από πυρκαγιά τα αίτια της οποίας επίσημα αποδίδονται σε βραχυκύκλωμα πυλώνα της ΔΕΗ) οι δευτερογενείς και μακροπρόθεσμες συνέπειες πλήττουν τους ίδιους τους κατοίκους της πρωτεύουσας. Η αποτέφρωση της τελευταίας μεγάλης δασικής έκτασης κοντά στην Αθήνα σημαίνει αλλαγή μικροκλίματος, θερμότερα καλοκαίρια, παρατεταμένους καύσωνες και πλημμύρες το χειμώνα. Η χειρότερη πτυχή του προβλήματος των δασικών πυρκαγιών είναι ότι η συντριπτική πλειονότητα των αιτίων τους (περίπου 70%) καταγράφονται ως άγνωστα (γράφημα 1), γεγονός που περιορίζει δραστικά τη δυνατότητα ουσιαστικής πολιτικής πρόληψης.
Πηγή: Καούκης 2009
Οι μορφές έκθεσης που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή (καύσωνες, πλημμύρες, δασικές πυρκαγιές) αναμένεται να αυξηθούν στο μέλλον. Σύμφωνα με μελέτη του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (Akylas et al. 2005) η Ελλάδα τη δεκαετία του ’90 παρουσίασε τριπλάσια αύξηση των καυσώνων σε σχέση με την τριακονταετή περίοδο που προηγήθηκε.
Το δυναμικό των απωλειών όσων εκτίθενται στις επικινδυνότητες εξαρτάται από την τρωτότητα τους, ή αλλιώς την προδιάθεση τους για την εκδήλωση βλαβών. Η τρωτότητα είναι πολύπλευρη: ανθρώπινη, κοινωνική, οικονομική, θεσμική, πολεοδομική, οικολογική … Η ανθρώπινη και κοινωνική τρωτότητα εξαρτάται από παράγοντες όπως η έλλειψη κοινωνικής συνοχής και η κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού, η φτώχεια, το φύλο και η ηλικία, η σύνθεση του νοικοκυριού, η ανεργία, το επίπεδο εκπαίδευσης, η κατάσταση υγείας, οι συνθήκες στέγασης, ο βαθμός πρόσβασης στην πολιτική εξουσία, σε πόρους και δικαιώματα, η κουλτούρα αντιμετώπισης του κινδύνου, τα εμπόδια πρόσβασης στην πληροφορία για τους κινδύνους.
Προγενέστερες της κρίσης αναλύσεις των χωρο-κοινωνικών ανισοτήτων στην Αθήνα, από κοινωνικούς γεωγράφους και πολεοδόμους (Maloutas 2004 και Emmanuel 2004) επιτρέπουν τη χαρτογράφηση επίσης των ανισοτήτων της προ-κρίσης χωρο-κοινωνικής τρωτότητας. Ο χάρτης 4 απεικονίζει την προ-κρίσης διαβάθμιση των δήμων της Πρωτεύουσας σχετικά με τη σωρρευτική χωρο-κοινωνική τους τρωτότητα λόγω φτώχειας, αναλφαβητισμού, γήρανσης και πληθυσμιακής πυκνότητας. Ασφαλώς οι τέσσερεις αυτοί δείκτες δεν είναι οι μοναδικοί κρίσιμοι, προσδιορίζουν όμως πολλούς άλλους (για παράδειγμα, η φτώχεια συνεπάγεται συνήθως προβληματικές συνθήκες κατοικίας). Οι ανισότητες σε σχέση με αυτή την «σωρρευτική» τρωτότητα είναι προάγγελος εντονότερων σχετικών ανισοτήτων μετά την κρίση.
Πράγματι, με την οικονομική κρίση, όλοι σχεδόν οι κρίσιμοι παράγοντες για την ανθρώπινη και κοινωνική τρωτότητα έναντι φυσικών κινδύνων επιδεινώθηκαν: ο κοινωνικός αποκλεισμός, η φτώχεια, η ανεργία, η ενεργειακή φτώχεια, η διατροφική ασφάλεια, η πρόσβαση σε ιατρικές υπηρεσίες και φροντίδας ηλικιωμένων. Η χειρότερη πλευρά αυτής της εξέλιξης είναι ότι οι κοινωνικές ομάδες και περιοχές που επιβαρύνθηκαν ταυτόχρονα με πολλαπλές πρόσθετες αντιξοότητες και συνθήκες τρωτότητας (για παράδειγμα, ηλικιωμένοι που ταυτόχρονα περιέπεσαν σε καθεστώς φτώχειας και έχασαν την πρόσβασή σε υπηρεσίες φροντίδας) αυξήθηκαν ή επεκτάθηκαν ραγδαία. Αυτές οι ομάδες και περιοχές θα είναι ασφαλώς τα πρώτα θύματα σε μελλοντική φυσική καταστροφή.
Οι απώλειες από ενδεχόμενη φυσική καταστροφή αναμένεται να ενταθούν από την αύξηση της θεσμικής τρωτότητας λόγω κρίσης. Πράγματι, κρίσιμοι οργανισμοί και θεσμοί για την πολιτική προστασία και πρόληψη κινδύνων παρακμάζουν καθώς χάνουν προσωπικό, χρηματοδοτική στήριξη, τεχνικά μέσα και δεξιότητες. Πρόκειται για το αποτέλεσμα συγχωνεύσεων, περικοπών χρηματοδότησης ή κατάργησης δημοσίων οργανισμών που προηγουμένως διαδραμάτιζαν κρίσιμο ρόλο στην προληπτική προστασία, τη διαχείριση κρίσεων, τη μετακαταστροφική ανασυγκρότηση. Για παράδειγμα, οι αρμόδιοι φορείς δασοπροστασίας –που προηγουμένως κάλυπταν την πρόσληψη εποχιακών δασοπυροσβεστών, προμήθεια και συντήρηση πυροσβεστικού εξοπλισμού, τον καθαρισμό δασών και τη διάνοιξη δασικού δικτύου– υφίστανται περικοπές χρηματοδοτήσεων. Πάντως, ο μεγάλος χαμένος από την οικονομική κρίση θα είναι η πρόληψη φυσικών κινδύνων/καταστροφών γιατί «…τα οφέλη από την πρόληψη δεν είναι άμεσα αισθητά αφού στην ουσία πρόκειται για καταστροφές που δεν συνέβησαν ποτέ…» (Annan 1999).
Δελλαδέτσιμας, Π. Μ., Σαπουντζάκη, Κ., Χαλκιάς, Χ. (2015) Φυσικοί κίνδυνοι και κίνδυνοι από την κλιματική αλλαγή στην Αθήνα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/φυσικοί-κίνδυνοι-κλιματική-αλλαγή/ , DOI: 10.17902/20971.16
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η κρίση δημοσίου χρέους και η μακροχρόνια ύφεση στη χώρα έχουν επιφέρει κοινωνικές, οικονομικές, δημογραφικές και περιβαλλοντικές αλλαγές που αυξάνουν την ανθρώπινη και κοινωνική τρωτότητα στους φυσικούς, τους περιβαλλοντικούς, αλλά και άλλους νέους κοινωνικούς κινδύνους ή ξεχασμένους που επανεμφανίζονται (όπως η ενεργειακή φτώχεια, ο υποσιτισμός, το πρόβλημα των άστεγων). Επιπλέον, η ανθρώπινη και κοινωνική τρωτότητα εντείνονται περισσότερο λόγω αύξησης της θεσμικής, της καταρρέουσας δηλαδή ικανότητας των θεσμών του κράτους πρόνοιας να ανταποκριθούν στις κρίσεις και τις πιεστικές ανάγκες που ανακύπτουν (Sapountzaki and Chalkias 2014).
Πώς δρομολογήθηκαν αυτές οι εξελίξεις; Από την αρχή της δημοσιονομικής κρίσης το 2010 η προσαρμοστικότητα (resilience) των ελληνικών κυβερνήσεων στη δημοσιονομική κρίση έλαβε τη μορφή της αποφυγής αθέτησης κρατικών οικονομικών υποχρεώσεων στο πλαίσιο μιας αμιγούς δημοσιονομικής και μακροοικονομικής θεώρησης. Ωστόσο, η εν λόγω προσαρμογή επιτεύχθηκε με περικοπές στους μισθούς και τις συντάξεις, αύξηση άμεσων και έμμεσων φόρων, απολύσεις, συρρίκνωση των δημοσίων παροχών του κράτους πρόνοιας και άλλες πολιτικές δημοσιονομικής εξυγίανσης. Πρόκειται για πολιτικές και μέτρα λιτότητας που –όπως προαναφέρθηκε– ενεργοποίησαν νέους χρόνιους κοινωνικούς κινδύνους (ή επανέφεραν παλαιότερους) με μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας να εκτίθεται άμεσα σε αυτούς, ιδιαίτερα τα διευρυμένα, σε σχέση με την προ-κρίσης περίοδο, ευάλωτα κοινωνικά στρώματα. Πλήθος νοικοκυριών στην Αθήνα αιφνιδιάστηκαν από την απότομη και απρόβλεπτη έκθεσή τους σε κινδύνους ανεργίας, φτώχειας, ενεργειακής φτώχειας, υποσιτισμού, ψυχολογικής κατάθλιψης, νοσηρότητας, πρόωρου θανάτου, έξωσης, αναγκαστικής μετανάστευσης. Με άλλα λόγια, πρόκειται για «μετάλλαξη» της κρατικής και μακρο-οικονομικής τρωτότητας σε ανθρώπινη και κοινωνική, καθώς και τη μετακύλιση της στα άμεσα εξαρτώμενα από το κράτος πρόνοιας κοινωνικά στρώματα.
Από τους χρόνιους κινδύνους που επανεμφανίστηκαν με την κρίση, οι πιο σοβαροί σχετίζονται με την υγεία. Η βιβλιογραφία προσφέρει ήδη ισχυρές ενδείξεις για τη σχέση μεταξύ επιπέδου εισοδήματος και δεικτών υγείας, όπως η νοσηρότητα, η θνησιμότητα, το προσδόκιμο ζωής και η πρόσβαση σε υπηρεσίες περίθαλψης (εικόνα 1). Η ανεργία, η μερική απασχόληση, η ανασφάλεια στην εργασία και η απώλεια στέγης οδηγούν ολοένα ευρύτερα στρώματα στον κοινωνικό αποκλεισμό και προκαλούν ψυχικές διαταραχές. Οι άνεργοι και τα μέλη των νοικοκυριών τους είναι εκτεθειμένοι σε μεγαλύτερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου, χρόνιων ασθενειών και αναπηρίας. Μακροπρόθεσμα η ανεργία αυξάνει τον κίνδυνο αυτοκτονιών και συνδέεται, επίσης, με την αύξηση της κατανάλωσης αλκοόλ με προφανείς μακροπρόθεσμες συνέπειες για την υγεία (Μαλιαρού και Σαράφης 2012). Δημοσιεύσεις στο ιατρικό περιοδικό The Lancet (Economou et al. 2011) επιβεβαιώνουν την αύξηση αυτοκτονιών στην Αθήνα καθώς και των περιστατικών λοιμωδών ασθενειών (εικόνα 2).
Η αυξημένη θεσμική τρωτότητα του συστήματος περίθαλψης (και πάλι λόγω της κρίσης) ενισχύει περαιτέρω τους κινδύνους υγείας. Σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης, τα δημόσια κέντρα περίθαλψης πάσχουν από προβλήματα υποχρηματοδότησης λόγω περικοπής των σχετικών δημοσίων δαπανών. Το δημόσιο έλλειμμα και η ανεργία συμπιέζουν τα κονδύλια ασφαλιστικής κάλυψης και προκαλούν προβλήματα ρευστότητας και στα ιδιωτικά νοσοκομεία και κέντρα υγείας. Την ώρα που η ζήτηση για ιατρικές υπηρεσίες και μάλιστα δημόσιες αυξάνεται (λόγω απώλειας εισοδήματος και αύξησης περιστατικών ασθένειας) το ίδιο το σύστημα περίθαλψης νοσεί από μια προϊούσα συνθήκη τρωτότητας (Μαλιαρού και Σαράφης 2012).
Από την πλευρά τους, οι τρωτές ομάδες, οι τοπικοί θεσμοί και οι κοινωνικές οργανώσεις αντιδρούν συχνά με καινοτόμες προσαρμογές για να διαχειριστούν τους κινδύνους της καθημερινότητας και την ενισχυμένη τρωτότητα τους (Sapountzaki 2012). Παραδείγματα ατομικής ή κοινωνικής προσαρμοστικότητας που είναι επωφελής και για το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον σήμερα και στο μέλλον είναι η στροφή των κατοίκων της Αθήνας στις δημόσιες μεταφορές για την αποφυγή του κόστους κατανάλωσης καυσίμων σε μετακινήσεις με ΙΧ, ο περιορισμός των οικιακών απορριμμάτων, η εξοικονόμηση ενέργειας στην κατοικία για την αποφυγή ακριβών λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος (γράφημα 1), η δημιουργία κοινωνικών δομών καταπολέμησης της φτώχειας και της ακρίβειας (για παράδειγμα, κινήματα για την αποφυγή των μεσαζόντων, κοινωνικά παντοπωλεία, ιατρεία και φαρμακεία, δημοτικοί λαχανόκηποι (εικόνα 3), κέντρα σίτισης απόρων (εικόνα 4) κλπ). Αυτές οι δομές πετυχαίνουν μετακύλιση της τρωτότητας από τους περισσότερο στους λιγότερο τρωτούς. Για παράδειγμα, τα κοινωνικά παντοπωλεία την ώρα που προσφέρουν δωρεάν αγαθά πρώτης ανάγκης σε εκείνους που τα χρειάζονται, προσελκύουν ταυτόχρονα μέρος της πελατείας των υπεραγορών πουλώντας στο γενικό κοινό σε τιμές ίσες ή και χαμηλότερες.
Υπάρχουν όμως και πολλά παραδείγματα ατομικής και κοινωνικής προσαρμοστικότητας που αποδεικνύονται επιζήμιες σε μακροχρόνια βάση για άλλα κοινωνικά στρώματα, το περιβάλλον, το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον. Ενδεικτικές περιπτώσεις είναι η χρήση ξυλοκαύσιμου για θέρμανση, η καταφυγή σε φθηνά αλλά ακατάλληλα για κατοίκηση καταλύματα, η στροφή προς φθηνά πρόχειρα γεύματα και υλικά διατροφής αμφιλεγόμενης ποιότητας και ασφάλειας, η περικοπή δαπανών συντήρησης στους τομείς της μεταποίησης, των μεταφορών, των κατασκευών κ.ά., η χαλάρωση του κανονιστικού πλαισίου χωρικής ανάπτυξης και προστασίας περιβάλλοντος για την προσέλκυση επενδύσεων κλπ. Αυτές οι πρακτικές έχουν ήδη οδηγήσει ή θα οδηγήσουν στο μέλλον σε νέες απειλές ή μορφές έκθεσης σε επικινδυνότητες που επανακάμπτουν: ατμοσφαιρική ρύπανση (εικόνα 5), τεχνολογικά ατυχήματα, αστικές πυρκαγιές, κίνδυνοι υγείας και νοσηρότητα … Οι προσαρμογές ατόμων και ομάδων είναι δυνατόν να αυξήσουν ακόμη και τη θεσμική τρωτότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μείωση του πληθυσμού των εθελοντών δασο-πυροσβεστών καθώς πολλοί εγκαταλείπουν τον εθελοντισμό χάριν δεύτερης δουλειάς μερικής απασχόλησης.
Οι προσαρμογές στους κινδύνους της κρίσης προέρχονται από όλους όσους έχουν πρόσβαση στους σχετικούς πόρους (όχι μόνο οικονομικούς) και μπορούν να αναπτύξουν τους παράγοντες που ενισχύουν την προσαρμοστικότητα (ευελιξία, εφεδρικότητα, ανατροφοδότηση, αποδοτικότητα, καινοτομία, δικτύωση, αυτό-οργάνωση, ικανότητα εκμάθησης, εμπειρία-γνώση-μνήμη, δια-δραστικότητα σε διάφορες κλίμακες του χώρου και του χρόνου). Για παράδειγμα:
Ωστόσο, ορισμένες από τις παραπάνω προσαρμογές, ως ενσυνείδητες ή και αυθόρμητες αντιδράσεις στην κρίση, εμπεριέχουν σε λανθάνουσα μορφή την έκθεση σε κινδύνους. Με αυτή την έννοια είναι υπεύθυνες για την εμφάνιση νέων απειλών και την άδικη μεταφορά πρόσθετης τρωτότητας σε ήδη ευάλωτες ομάδες. Τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας αυτορρύθμισης της τρωτότητας έναντι της κρίσης στην Αθήνα από πολλαπλά κοινωνικά υποκείμενα (ως αποτέλεσμα προσαρμογών σε διάφορες κλίμακες του χώρου) είναι ακόμη απρόβλεπτα. Σύμφωνα με την Κυβερνητική ρητορική προτεραιότητα εξακολουθεί να είναι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών και η μακροοικονομική ευρωστία της χώρας στα πλαίσια της Ευρωζώνης. Ωστόσο, οι προσαρμογές της κοινωνίας σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο θα δείξουν αν οι προτεραιότητες αυτές υιοθετούνται και από την ελληνική κοινωνία.
Δελλαδέτσιμας, Π. M., Σαπουντζάκη, Κ., Χαλκιάς, Χ. (2015) Προσαρμογές στην οικονομική κρίση: ανακατανομή της τρωτότητας και παραγωγή νέων χρονίων κινδύνων, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/φυσική-και-κοινωνική-τρωτότητα/ , DOI: 10.17902/20971.39
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η δημόσια εκπαίδευση, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, αποτελεί την κυρίαρχη επιλογή των οικογενειών για την εκπαίδευση των παιδιών τους, στο σύνολο σχεδόν των χωρών του ΟΟΣΑ. Με εξαίρεση ορισμένες χώρες όπως η Αυστραλία, το Μεξικό και η Χιλή όπου η συμβολή των οικογενειών στις ιδιωτικές δαπάνες εκπαίδευσης, κατά κύριο λόγο με τη μορφή διδάκτρων, είναι ιδιαίτερα υψηλή, στις υπόλοιπες χώρες αυτές οι δαπάνες δεν ξεπερνούν το 10% (OECD 2013). Στην Ελλάδα μάλιστα λόγω της οικονομικής κρίσης παρατηρείται μείωση του αριθμού των μαθητών στα ιδιωτικά σχολεία, με αποτέλεσμα το ποσοστό των εγγεγραμμένων μαθητών σε αυτά να κυμαίνεται γύρω στο 6%. Το ποσοστό αυτό είναι σχετικά υψηλότερο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και κυρίως στο νηπιαγωγείο ενώ βαίνει μειούμενο σταδιακά στο επίπεδο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΕΛΣΤΑΤ 2012). Οι αριθμοί αυτοί αντιπροσωπεύουν την υφιστάμενη κατάσταση της ιδιωτικής εκπαίδευσης στην περιοχή της Αθήνας και του ευρύτερου Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Πρωτεύουσας, καθώς στη χώρα ο τομέας αυτός της εκπαίδευσης διακρίνεται για την συγκέντρωση του στα μεγάλα αστικά κέντρα, με το 80% περίπου των μαθητών ιδιωτικών σχολείων να βρίσκονται στην Αττική και τη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα, σήμερα στην Αττική συγκεντρώνεται άνω του 50% του συνόλου του μαθητικού πληθυσμού των ιδιωτικών σχολείων και των αντίστοιχων σχολικών μονάδων (ΥΠΕΠΘ 2012).
Παρά το μικρό σχετικά μέγεθος της στο σύνολο του εκπαιδευτικού συστήματος, η ιδιωτική εκπαίδευση αποτελεί προνομιακό χώρο μελέτης της κοινωνικής συγκρότησης των εκπαιδευτικών στρατηγικών την περίοδο της μεταπολίτευσης, όπως αυτές εμφανίζονται και ενεργοποιούνται στην επιλογή σχολείου. Αν και τα εμπειρικά δεδομένα για την ιδιωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι περιορισμένα, φαίνεται ότι ορισμένα τμήματά της λειτουργούν ως κοινωνικοί χώροι διαμεσολάβησης των διαδικασιών κοινωνικής αναπαραγωγής των αστικών και μεσοαστικών στρωμάτων (αλλά και κοινωνικής κινητικότητας για τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων). Η ανάδειξη της μελέτης της ιδιωτικής εκπαίδευσης ως κοινωνικού χώρου, σύμφωνα με την έννοια του πεδίου του Pierre Bourdieu (1995), μας παρέχει το προνόμιο μας κοινωνιολογικής ματιάς στο εσωτερικό των διαφοροποιήσεων και των ιεραρχήσεων των θεσμών ιδιωτικής εκπαίδευσης, με πρώτη διάκριση αυτή ανάμεσα στην δημόσια και την ιδιωτική εκπαίδευση.
Έτσι, δίνοντας έμφαση στο επίπεδο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, φαίνεται ότι οι οικογένειες οι οποίες επιλέγουν για την εκπαίδευση των παιδιών τους τούς ιδιωτικούς θεσμούς εκπαίδευσης διακρίνονται σημαντικά από αυτές που ακολουθούν το δημόσιο σύστημα, καθώς κατέχουν προνομιακή θέση εντός του κοινωνικού κόσμου και διακρίνονται για σημαντική συσσώρευση διαφορετικών μορφών κεφαλαίου (οικονομικού και πολιτισμικού). Πρόκειται για οικογένειες όπου οι γονείς είναι, κατά κύριο λόγο, ελεύθεροι επαγγελματίες, άτομα που ασκούν επιστημονικά επαγγέλματα και επαγγέλματα διοίκησης, διαθέτουν υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, υψηλό εισόδημα, το οποίο για κάποιες από αυτές έχει και τα χαρακτηριστικά ιδιαίτερου πλούτου (π.χ. ακίνητα, μετοχές, ομόλογα) και οι οποίες καταναλώνουν ένα σημαντικό μέρος των εισοδημάτων τους σε πολιτισμικά αγαθά (π.χ. κινηματογράφος, θέατρο, μουσεία και βιβλία) (Valassi 2009).
Στην παραπάνω διάκριση, έρχεται να προστεθεί μια ακόμη, εκείνη που διαχωρίζει τα ελίτ ιδιωτικά σχολεία από τα υπόλοιπα ιδιωτικά (και φυσικά τα δημόσια σχολεία) καθιερώνοντας με τον τρόπο αυτό ένα σαφές κοινωνικό σύνορο. Στα σχολεία αυτά υπερ-αντιπροσωπεύονται επαγγελματικές κατηγορίες οι οποίες εκπροσωπούνται λιγότερο στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της Αθήνας και οι οποίες βρίσκονται στο ανώτερο τμήμα της επαγγελματικής ιεραρχίας όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες (αρχιτέκτονες, μηχανικοί, δικηγόροι, γιατροί), οι βιομήχανοι και οι επιχειρηματίες, τα ανώτερα στελέχη του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, οι πανεπιστημιακοί και οι πολιτικοί. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό των γονιών που διαθέτουν ιδιαίτερα υψηλό εκπαιδευτικό κεφάλαιο (το ποσοστό αποφοίτων πανεπιστημίου φτάνει το 80%) (Βαλάση 2012).
Η μελέτη των κοινωνικο-οικονομικών παραγόντων των οικογενειών που στέλνουν τα παιδιά τους στα συγκεκριμένα ιδιωτικά σχολεία κάνει σαφή την κοινωνική υπεροχή των οικογενειών αυτών και των εκπαιδευτικών και κοινωνικών δικτύων στα οποία εντάσσονται εξασφαλίζοντας την κοινωνική αναπαραγωγή τους μέσω ενός συνεχούς κοινωνικού συγχρωτισμού που περιλαμβάνει και την χωρική εγγύτητα. Ενδιαφέρουσα παράμετρος αυτού είναι η περιοχή κατοικίας η οποία αποτελεί ένδειξη κοινωνικού status ενώ παράλληλα μας δίνει έμμεσες πληροφορίες για το εισόδημα και τον τρόπο ζωής (lifestyle) των οικογενειών αυτών. Έτσι, το 51% των οικογενειών των μαθητών των ελίτ ιδιωτικών σχολείων της Αθήνας κατοικεί σε περιοχές των παραδοσιακών ανώτερων και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, όπως το Παλαιό Ψυχικό, η Φιλοθέη, το Κολωνάκι, η Εκάλη, η Κηφισιά, η Βούλα – Βουλιαγμένη, το Μαρούσι. Τέλος, ένα 8% των μαθητών κατοικεί στις περιοχές της νέας μεσαίας τάξης (Παλλήνη, Γέρακας, Κορωπί) (Βαλάση 2012).
Πηγή: Βαλάση Δ. (2012), «Προνομιακή μάθηση ή εκμάθηση του προνομίου: ο κοινωνικός χώρος της ελιτ δευτεροβάθμιας ιδιωτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα», Κοινωνικές Επιστήμες. Ετήσια Τρίγλωσση Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τ. 1, σσ. 95 – 123, σ. 115. Σχετικά με την τυπολογία που χρησιμοποιήθηκε αναλυτικά βλ. Maloutas Τ. (2007), “Middle class education strategies and residential segregation in Athens”, Journal of Education Policy, 22, pp. 49-68
Όμως και εντός του πεδίου της ελίτ ιδιωτικής εκπαίδευσης παρατηρείται μια ακόμη διάκριση, αυτή ανάμεσα στα σχολεία της αριστοκρατίας και στα λιγότερο διάσημα και εκλεκτικά σχολεία (Βαλάση 2012), με τα πρώτα να διακρίνονται για τη συστηματική εγχάραξη στους μαθητές τους μιας διεθνούς κουλτούρας (Valassi2012). Η διαδικασία αυτή επιτυγχάνεται μέσα από σειρά περισχολικών δραστηριοτήτων με διεθνή προσανατολισμό αλλά και της πολιτισμικής ταυτότητας των ίδιων των σχολείων (καθολικά γαλλικά σχολεία, σχολεία με ρίζες στο αμερικανικό ιεραποστολικό κίνημα στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, γερμανικά σχολεία κ.ο.κ.) όλα με σημαντική ιστορία και παράδοση στον ελληνικό χώρο.
Μια σημαντική εξέλιξη την τελευταία εικοσαετία η οποία εγκαινίασε μια ακόμη διάκριση εντός του συστήματος των ελίτ ιδιωτικών σχολείων και θεσμοποίησε σε υψηλότερο βαθμό αυτή τη διαδικασία ένταξης των μαθητών στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον ήταν η ενσωμάτωση διεθνών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, όπως του International Baccalaureate (I.B.) (Βαλάση 2008). Το I.B. είναι απολυτήριο Λυκείου για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και αποτελεί ουσιαστικά αποκεντρωμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, υπό την έννοια ότι δεν υπάγεται σε κάποιο κράτος ή διεθνή οργανισμό, αλλά σε έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό, τον International Baccalaureate Organization (Ι.Β.Ο). Το αναλυτικό του πρόγραμμα και το περιεχόμενο εκπαίδευσης είναι κοινό σε όποια χώρα και αν εφαρμόζεται, ενώ η κύρια γλώσσα εκπαίδευσης είναι η Αγγλική (και ακολουθούν τα Ισπανικά). Σήμερα, 13 σχολεία της Αθήνας (και της Θεσσαλονίκης) προσφέρουν το International Baccalaureate, δίνοντας τη δυνατότητα στους αποφοίτους τους να εισαχθούν με βάση τη βαθμολογία τους στα πανεπιστήμια του εξωτερικού, κατά κύριο λόγο της Αγγλίας και των Η.Π.Α. Το 1984 η Σχολή Μωραΐτη ήταν το πρώτο ιδιωτικό σχολείο που πρόσφερε στους έλληνες μαθητές τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν το International Baccalaureate. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ι.Β.Ο., μια δεκαετία νωρίτερα, το 1976, το American Community School (A.C.S.) ήταν το πρώτο διεθνές σχολείο στην Ελλάδα που γινόταν μέλος της παγκόσμιας κοινότητας των σχολείων (IB World Schools) που πρόσφεραν το I.B..
Η διαδικασία της πριμοδότησης των μαθητών, τόσο μέσω των οικογενειών τους όσο και μέσω των ίδιων των ελίτ ιδιωτικών σχολείων με ένα είδος διεθνούς κεφαλαίου (international capital) και μιας κοσμοπολίτικης όσμωσης αποτελεί, μαζί με τις σπουδές στο εξωτερικό (Panayotopoulos1998), κυρίαρχη στρατηγική των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων της αθηναϊκής κοινωνίας και αποτελεί μια από τις προνομιούχες οδούς πρόσβασης στο πεδίο εξουσίας στην Ελλάδα (Panayotopoulos 2000) εξασφαλίζοντας παράλληλα την μελλοντική συμμετοχή των μαθητών σε μια παγκοσμιοποιημένη εκπαιδευτική και επαγγελματική αγορά.
Βαλάση, Δ. (2015) Ο κοινωνικός χώρος της ιδιωτικής εκπαίδευσης στην Αθήνα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ιδιωτική-εκπαίδευση/ , DOI: 10.17902/20971.18
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Ως κατασκευαστικές υποδομές εννοούμε τα τεχνικά έργα (σημειακά ή δικτυακά) ή κελύφη που αποσκοπούν στην υποστήριξη των ανθρώπινων οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων (π.χ. βιομηχανία, παιδεία, μεταφορές). Ως μεγάλα έργα υποδομών θεωρούνται αυτά των οποίων η επένδυση για τη δημιουργία τους ξεπερνάει το ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Αποτελεί διεθνή προβληματισμό η σχέση τέτοιων έργων με την ανάπτυξη, και ιδιαίτερα οι όροι με τους οποίους τέτοια έργα θα μπορούσαν να θεωρηθούν επιτυχημένα, καθώς η ισχύουσα αντίληψη είναι ότι η επιτυχία τους έγκειται στην ολοκλήρωσή τους εντός των ορίων του σιδηρού τριγώνου των χρονικών και χρηματικών ορίων καθώς και των προδιαγραφών που αρχικά είχαν καθοριστεί (Dimitriou 2014, Flyvbjerg, Bruzelius and Rothengatter 2003).
Στο πλαίσιο αυτό οφείλει κανείς να αναγνωρίσει ότι οι επενδύσεις σε υποδομές, οι οποίες παρά τους βραδείς ρυθμούς ανακύκλωσης του κεφαλαίου εφ’όσον είναι δυνατή η κερδοφορία, αποτελούν μια από τις επενδυτικές διεξόδους του κεφαλαίου, ιδιαίτερα όταν οι επενδύσεις στον βιομηχανικό τομέα, που εξασφαλίζει ταχύτερη ανακύκλωση του επενδεδυμένου κεφαλαίου και συνεπώς γρηγορότερο κέρδος, δεν είναι επαρκώς επικερδείς ή ασφαλείς (Harvey 1982).
Βέβαια, λόγω του μεγέθους τους (από πλευράς χρηματικής επένδυσης, φυσικής κλίμακας, χρονικής δέσμευσης, κλπ), οι υποδομές, και ιδιαίτερα οι μεγάλες, αφορούν σε όλη την κοινωνία, αποτελώντας έναν από τους υλικούς συνεκτικούς παράγοντές της. Κατά συνέπεια, η πολιτική για τις υποδομές αποτελεί σε πολύ μεγάλο βαθμό κρατική πολιτική στην οποία κρυσταλλώνονται και οι σχετικές αντικρουόμενες τάσεις και απόψεις (συμφέροντα) για τον προσανατολισμό και την εξέλιξη της ίδιας της κοινωνίας.
Τέτοιο παράδειγμα είναι η περίπτωση των μεγάλων υποδομών που δημιουργήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990 στην Ελλάδα, οι οποίες δρομολογήθηκαν κάτω από δύο καθοριστικές συνισταμένες δυνάμεων: Πρώτον, κάτω από την συνολική προγραμματισμένη εξέλιξη στο πλαίσιο των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης. Αυτό ενσωμάτωνε την επιρροή ή και ώθηση των κρίσεων και ευκαιριών του κατασκευαστικού τομέα (επιστροφή κατασκευαστικών εταιρειών από τη Μέση Ανατολή, προσπάθειες μετάβασης προς τα Βαλκάνια, απορρόφηση κονδυλίων μέσα από μια κεκτημένη ταχύτητα του ελληνικού καθεστώτος συσσώρευσης που κλίνει προς τις υποδομές, κλπ). Δεύτερον, κάτω από την επιταχυντική επιρροή των τότε επερχομένων Ολυμπιακών Αγώνων (Σκάγιαννης και Καπαρός 2013).
Οι σημαντικότερες των μεγάλων αυτών υποδομών ήταν η Αττική Οδός, ο αερολιμένας «Ελ. Βενιζέλος» και το Αττικό Μετρό στην Αθήνα, η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, τα τότε νεότερα τμήματα του αυτοκινητοδρόμου ΠΑΘΕ, και η Εγνατία Οδός.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η σχέση των υποδομών με την πόλη ή τις πόλεις και τον σχεδιασμό (τους) υπήρξε πολύ στενή. Δεν είναι μόνο η Αθήνα για την οποία είναι περίπου προφανής η σχέση της με την Αττική Οδό, τον νέο αερολιμένα και το Αττικό Μετρό, αλλά η Πάτρα με την προοπτική και κατεύθυνση ανάπτυξης που της δίνει η Γέφυρα (ιδιαίτερα σε συναρμογή με την Ιόνια Οδό) και η καρκινοβατούσα μεν αλλά σαφώς δρομολογημένη ένταξή της στον ΠΑΘΕ, όπως επίσης και οι επιπτώσεις που έχει η Εγνατία Οδός στις πόλεις του ευρύτερου άξονά της, όπως και η αναδιάρθρωση που προκαλεί στον περιφερειακό χώρο φέρνοντας σε μεγάλη εγγύτητα τις ομάδες διάφορων αστικών συστημάτων. Και όλα αυτά, ταυτόχρονα με την επίπτωση που έχει το σύνολο των έργων στην οικονομία της χώρας, μέσω της συνεκτικότητας που προάγουν (παράγοντας της ολοκλήρωσης) και των πολλαπλασιαστικών τους αποτελεσμάτων.
Σε μεγάλη έρευνα για την επιτυχία και τη σημασία των μεγάλων έργων που διεξήγαγαν 10 ανά τον κόσμο πανεπιστήμια υπό τον συντονισμό του University College London (Omega Centre, Bartlett School of Planning) (Dimitriou 2014), το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Εργαστήριο Υποδομών, Τεχνολογικής Πολιτικής και Ανάπτυξης) ασχολήθηκε με την Αττική Οδό, το Αττικό Μετρό και τη Γέφυρα Ρίου Αντιρρίου. Εδώ θα αναφερθούμε στα δύο πρώτα που χωροθετούνται στην μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας.
Το βασικό έργο του μετρό της Αθήνας συναποτελείται από 20 σταθμούς, διαδρομή 17,6 χιλιόμετρων στις γραμμές 2 και 3 που διατρέχουν το κέντρο της Αθήνας και συνδέονται με την προϋπάρχουσα γραμμή 1 (εικόνα 1). Το έργο έγινε με δημόσια χρηματοδότηση, και ανήκει στη δημόσια επιχείρηση Αττικό Μετρό ΑΕ η οποία και το διαχειρίζεται. Η σύλληψη για το βασικό έργο του Μετρό της Αθήνας χρονολογείται από τη δεκαετία του 1950 (Νάθενας, κ.ά. 2007). Μετέπειτα μια σειρά από μελέτες και σχεδια(σμοί) έγιναν σε διάφορες περιόδους (εικόνα 2) κατά τις οποίες το έργο ενσωματώθηκε στις αποφάσεις για τον κεντρικό σχεδιασμό της Αθήνας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, εν όψει μιας μεγαλύτερης διαθεσιμότητας κεφαλαίων (με τη μορφή ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και δανεισμού από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων) και ως αποτέλεσμα πολιτικής πίεσης για την επίλυση του ογκούμενου κυκλοφοριακού προβλήματος, το ΥΠΕΧΩΔΕ συμπεριέλαβε το έργο στο σχεδιασμό της Αθήνας (Σκάγιαννης και Καπαρός 2013, Kaparos, Skayannis and Pavleas 2010). Η δημοπράτηση του έργου έγινε με την μέθοδο Μελέτη-Κατασκευή με κατ’ αποκοπή τίμημα και τελείωσε το 1991, 4 χρόνια μετά την προκήρυξη του διαγωνισμού, με την κατακύρωση του έργου στην εταιρεία Ολυμπιακό Μετρό, μια κοινοπραξία με ηγέτη τις εταιρείες Siemens and Alstom (http://www.ametro.gr/). Το (βασικό) έργο τελείωσε το 2003 με κόστος περίπου €2,7 δις (Attiko Metro SA 2007), μετά από καθυστέρηση πέντε περίπου ετών και υπέρβαση προϋπολογισμού περίπου ενός δις € (Kaparos, Skayannis and Pavleas 2010). Αυτές οφείλονταν κυρίως σε επαναχάραξη γραμμών για λόγους προστασίας της αρχαιολογικής κληρονομιάς. Από την παράδοση του έργου το μετρό έχει τουλάχιστον τριπλασιαστεί σε μήκος, ενώ ήδη στις αρχές του 2015 ακόμη περισσότεροι σταθμοί και επεκτάσεις σχεδιάζονται και κατασκευάζονται.
Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις του ΥΠΕΧΩΔΕ (http://www.minenv.gr/#), οι κύριοι αρχικοί στόχοι του έργου ήταν ο εκσυγχρονισμός και η βελτίωση του δικτύου δημοσίων συγκοινωνιών της Αθήνας, και η μείωση της κυκλοφοριακής συμφόρησης, της ρύπανσης και της διάρκειας των μετακινήσεων. Το έργο αποσκοπούσε επίσης να λειτουργήσει ως καταλύτης για την αστική ανασυγκρότηση και να αυξήσει τις δυνατότητες απασχόλησης. Πρόσθετα σημαντικά αντικείμενα-στόχοι του έργου που συμπεριελήφθησαν αργότερα ήταν η διασύνδεση των δημοσίων μέσων μεταφορών και η συνεισφορά σε μια πολυκεντρική ανάπτυξη της μητροπολιτικής περιοχής (Λαλιώτης 2000).
Πηγή: www.ametro.gr
Πηγή: http://www.ametro.gr/files/maps/AM_Athens_Metro_map_Dec14_gr.pdf
Η Αττική Οδός (ΑΟ) είναι ένας κλειστός αυτοκινητόδρομος με διόδια, μήκους 65 χιλιομέτρων. Αποτελεί τον περιφερειακό αυτοκινητόδρομο της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας και τη ραχοκοκαλιά του οδικού δικτύου ολόκληρης της Αττικής συνδέοντας 30 δήμους της μητροπολιτικής περιοχής και τις σημαντικότερες οδικές, αεροπορικές, λιμενικές και σιδηροδρομικές υποδομές. Η ΑΟ συνδέει το νέο αεροδρόμιο (Ελ. Βενιζέλος) με την πόλη της Αθήνας, και αποτελεί επίσης μέρος του ΠΑΘΕ και του άξονα προτεραιότητας 7, Πάτρα-Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Σόφια-Βουδαπέστη, των Διευρωπαϊκών Δικτύων Μεταφορών (Trans European Networks – Transport) (εικόνα 3). Η ΑΟ συναποτελείται από δύο σχεδόν καθέτους μεταξύ τους αυτοκινητοδρόμους, τους: α) Ελεύθερη Λεωφόρος Ελευσίνας-Σταυρού-Σπάτων μήκους 52 χλμ, και β) Δυτική Περιφερειακή Λεωφόρος Υμηττού, μήκους 13 χλμ, και περιλαμβάνει 9,4 χλμ επεκτάσεις σε τρεις οδούς ταχείας κυκλοφορίας, για την διασύνδεσή τους με την ΑΟ (εικόνα 4) (http://www.aodos.gr/summary.asp?catid=19571).
Πηγή: http://ec.europa.eu/ten/transport/maps/doc/axes/pp07.pdf
Πηγή: http://media.feed.gr/pegasus/Multimedia/jpg/ATT_ODOS_id2320.jpg
Το έργο έγινε με σύμβαση παραχώρησης του τύπου Design – Build – Finance – Operation – Maintenance μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και της παραχωρησιούχου εταιρείας ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ ΑΕ και με δημόσια και ιδιωτική (συν)χρηματοδότηση. Η κατασκευή έγινε από την κατασκευαστική εταιρεία ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ, ενώ την Αττική Οδό ως προς τη λειτουργία και συντήρηση διαχειρίζεται η εταιρεία ΑΤΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΑΕ που ανήκει στις ΕGIS ROAD OPERATION και ATTIKA ΔΙΟΔΙΑ ΑΕ. Τα διόδια διαχειρίζεται η ΑΤΤΙΚΑ ΔΙΟΔΙΑ ΑΕ, με μετόχους τους ΑΚΤΩΡ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕΙΣ ΑΕ, J&P ΑΒΑΞ ΑΕ, ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ, ΕΤΕΘ ΑΕ (ανήκει στην J&P). Το έργο, μέχρι τη λήξη της σύμβασης παραχώρησης (2023) ανήκει στην εταιρεία ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ ΑΕ στης οποίας τη μετοχική σύνθεση σήμερα συμμετέχουν οι ΑΚΤΩΡ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕΙΣ, J&P ΑΒΑΞ ΑΕ, ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ, ΕΤΕΘ ΑΕ (ανήκει στην J&P), EGIS PROJECTS SA (TRANSROUTE INTERNATIONAL). (Αττικά Διόδια ΑΕ, 2014· http://www.aodos.gr/summary.asp?catid=19494· Αττική Οδός ΑΕ, 2014).
Η σύλληψη για την κατασκευή της Αττικής Οδού χρονολογείται από το σχέδιο Δοξιάδη του 1947, ενώ πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή με τη μελέτη Σμιθ του 1963.
Στη συνέχεια, μια σειρά από μελέτες και σχεδια(σμοί) (1972-1975, 1978, Ρυθμιστικό Σχέδιο Αττικής–Αθήνας [ΡΣΑ] 1985), έγιναν σε διάφορες περιόδους κατά τις οποίες το έργο ενσωματώθηκε στις αποφάσεις για τον κεντρικό σχεδιασμό της Αθήνας, κάτω από την πίεση των κυκλοφοριακών προβλημάτων της πόλης και με τις νέες δυνατότητες που έδιναν οι ευρωπαϊκοί πόροι. Κρίσιμος λόγος η χωροθέτηση του αεροδρομίου στα Σπάτα στη δεκαετία του ’80, και η σχετική υποχρέωση της αποπεράτωσης του τμήματος μεταξύ αεροδρομίου-ΠΑΘΕ κατά την έναρξη λειτουργίας του αεροδρομίου. Αυτά αποτυπώθηκαν οριστικά μετά την κατασκευή τους στο ΡΣΑ 2021 (εικόνες 5 & 6).
Πηγή: http://www.organismosathinas.gr/userfiles/file/nomosrsa/XARTES%20RSA/07_STATH%20TROXIAS.pdf
Πηγή: http://www.organismosathinas.gr/userfiles/file/nomosrsa/XARTES%20RSA/08_ODIKO%20DIKTUO.pdf
Η προκήρυξη του διαγωνισμού για την ανάληψη του έργου έγινε το 1992, ο διαγωνισμός διεξήχθη σε δύο φάσεις και εν τέλει το 1996 επικυρώθηκε από τη Βουλή η σύμβαση παραχώρησης (Ν. 2245/1996) στην εταιρεία Αττική Οδός ΑΕ. Το χρηματοδοτικό κλείσιμο επιτεύχθηκε με σημαντική καθυστέρηση το 2000.
Το έργο τελείωσε το 2003 με δαπάνη περίπου €1,249 δις (κατ’αποκοπήν δαπάνη για το βασικό έργο) (http://www.ametro.gr/), ενώ το σύνολο με αύξηση επιπρόσθετων συνδεδεμένων έργων, απαλλοτριώσεις (και με αύξηση τιμών τους), τροποποιήσεις σχεδιασμού, αρχαιολογικές εργασίες, πρόσθετα έξοδα μηχανικών, μεταφορά εγκαταστάσεων Κοινής Ωφελείας έφτασε τα €3,2 δις (Kaparos, Skayannis and Pavleas 2010). Τα περισσότερα τμήματα του έργου παραδόθηκαν πριν από τις προθεσμίες, ενώ η Δυτική Περιφερειακή Λεωφόρος Υμηττού παραδόθηκε 6 μήνες αργότερα (στις 30/08/2003) και το τμήμα Αιγάλεω-Μεταμόρφωση δέκα μήνες αργότερα (στις 3/08/04).
Σύμφωνα με τη σύμβαση παραχώρησης (1996), οι κύριοι αρχικοί στόχοι του έργου ήταν η αντιμετώπιση των συγκοινωνιακών προβλημάτων και της ρύπανσης που είχε επιφέρει το ακτινικό οδικό δίκτυο. Αυτό θα συνεπαγόταν τη μείωση των μετακινήσεων μέσω του κέντρου της πόλης και θα κατέληγε στην βελτίωση της ποιότητας ζωής και στην ισόρροπη και αειφόρο ανάπτυξη της Αθήνας. Άλλα πρόσθετα αντικείμενα-στόχοι που ετέθησαν από την κυβέρνηση το 2000 ήταν η εξυπηρέτηση των σχεδιαζομένων – αναβαθμιζομένων λιμενικών εγκαταστάσεων της Ανατολικής Αττικής (Ραφήνα – Λαύριο), η αντιπλημμυρική θωράκιση της Αττικής και ο στρατηγικός επανασχεδιασμός των δικτύων ενέργειας και επικοινωνιών της Αττικής (http://www.minenv.gr/#).
Από τα παραπάνω δύο μεγάλα έργα της Αθήνας, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η κατασκευή των μεγάλων τεχνικών υποδομών στην Ελλάδα είναι καθοριστικής σημασίας για τον σχεδιασμό, την πραγματικότητα και το μέλλον των μητροπολιτικών περιοχών. Ένα κεντρικό ζήτημα με τα μεγάλα έργα είναι ότι πολλές φορές σχεδιάζονται εκ των υστέρων παρακάμπτοντας τον πολεοδομικό-χωροταξικό σχεδιασμό της πόλης, με αποτέλεσμα η ένταξή τους να μην είναι επαρκώς ‘οργανική’ στον χώρο της πόλης. Αυτός, ανάμεσα σε μια σειρά παράγοντες όπως η έλλειψη επαρκούς και ουσιαστικής διαβούλευσης και οι ρεαλιστικές εκ των προτέρων εκτιμήσεις, είναι ένας από τους λόγους που τα έργα αυτά παρ’ότι λύνουν τεράστια ζητήματα λειτουργικότητας στην πόλη, δεν καταφέρνουν να της προσδώσουν τα οφέλη που προέβλεπε ο αρχικός σχεδιασμός τους. Ταυτόχρονα δημιουργούν νέες, συχνά απρόβλεπτες συνθήκες στην οργάνωση και λειτουργία της πόλης και αναπλαισιώνουν τον σχεδιασμό δίνοντας έμφαση και συνέχεια στα μεγάλα έργα/παρεμβάσεις. Προκύπτει συνεπώς, ένα πρόβλημα ανταγωνισμού ανάμεσα στον ρυθμό και τον δυναμισμό του σχεδιασμού και τον ρυθμό και τον δυναμισμό των μεγάλων έργων.
Καπαρός, Γ., Σκάγιαννης, Π. (2015) Τα μεγάλα έργα υποδομών, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/μεγάλες-υποδομές/ , DOI: 10.17902/20971.38
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Οι πολιτικές για τη μετανάστευση που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα τα τελευταία είκοσι χρόνια είχαν, στη μεγάλη τους πλειονότητα, κατασταλτικό χαρακτήρα. Αρχικά, στη δεκαετία του 1990, πολλοί Αλβανοί συνελήφθησαν και απελάθηκαν στο πλαίσιο της πολιτικής συγκυρίας και των «επιχειρήσεων-σκούπα» της εποχής, ενώ στη δεκαετία του 2000, μετανάστες από την Αφρική, την Εγγύς Ανατολή και την Ασία, που μπήκαν στη χώρα παράνομα, κρατήθηκαν μαζικά στα σύνορα. Πιο πρόσφατα, από το 2010 ως το 2012, οι περισσότερες συλλήψεις πραγματοποιήθηκαν κυρίως στα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, παρά στην ενδοχώρα, ενώ τα μέσα συνοριακού ελέγχου ενισχύθηκαν σημαντικά (Πίνακας 1).
Πηγή: Στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας, http://www.astynomia.gr
Τη δεκαετία του 1990 δημιουργείται συνοριακή αστυνομία και τοποθετούνται αστυνομικά τμήματα με υποδομές κράτησης στο Νομό Έβρου, στα μέσα της δεκαετίας του 2000 κατασκευάζεται κέντρο κράτησης στη Σάμο και στη Χίο, από το 2007 η Frontex συντονίζει την επιχείρηση «Ποσειδών» στο Αιγαίο και το 2011 πραγματοποιείται η επιχείρηση «Rabbit» στα χερσαία σύνορα στη Θράκη. Από το 2010, η Δυτική Θράκη μετατρέπεται στον κατεξοχήν τόπο συνοριακού ελέγχου, σε έναν τόπο εμβληματικό, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για το «πρόβλημα» της διέλευσης των συνόρων προς την Ελλάδα, με μαζικές συλλήψεις. Όμως, η κατάσταση αυτή αλλάζει ριζικά μετά το 2012, για δύο βασικούς λόγους: την εφαρμογή του νόμου 3907/2011 και τις επιχειρήσεις «Ξένιος Δίας».
Η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Οδηγίας σχετικά με την «επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών» προβλέπει την καθιέρωση νέων μέσων και δομών για τον συνοριακό έλεγχο. Συγκεκριμένα, θεσμοθετεί μία διαδικασία ελέγχου της μετανάστευσης που φιλοδοξεί να απλοποιήσει και να συστηματοποιήσει την αναγνώριση και τη συλλογή δεδομένων για όσους περνούν τα σύνορα. Και πράγματι, από το πρώτο κιόλας εξάμηνο του 2012, η εφαρμογή του νόμου οδηγεί σε σαφή επιτάχυνση των διαδικασιών συνοριακού ελέγχου των μεταναστών [1]. Στα κέντρα κράτησης φυλάσσονται μόνο οι προς απέλαση μετανάστες, στις Φέρες, στη Βέννα, στο Φυλάκιο, στο Τυχερό και στο Σουφλί. Παράλληλα με την εφαρμογή του νέου τρόπου ελέγχου στα χερσαία σύνορα Ελλάδας και Τουρκίας, η κυβέρνηση ενεργοποιεί τον Αύγουστο του 2012 και την επιχείρηση «Ξένιος Δίας», όχι σε συνοριακές περιοχές, αλλά στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Οι γενικευμένοι έλεγχοι αφορούν πρωτίστως την πόλη της Αθήνας, στοχεύουν κυρίως στους μετανάστες χωρίς νόμιμα έγγραφα και οδηγούν σε χιλιάδες συλλήψεις και κρατήσεις [2]. Μετά από τον έλεγχο και τη σύλληψή τους, οι μετανάστες οδηγούνται στα αστυνομικά τμήματα της Αθήνας για ταυτοποίηση των στοιχείων τους. Σε περίπτωση που δεν έχουν νόμιμη άδεια παραμονής ή κατέχουν πλαστά έγγραφα ταυτότητας, κρατούνται συστηματικά στα αστυνομικά τμήματα της πόλης ή μεταφέρονται σε κέντρα κράτησης στην Αθήνα (στο προαναχωρησιακό κέντρο κράτησης της Αμυγδαλέζας), στην Ξάνθη, στην Κομοτηνή, στο Παρανέστι και στην Κόρινθο. Η χωρητικότητα των νέων αυτών εγκαταστάσεων κράτησης, που εγκαινιάστηκαν το 2012, ξεπερνάει εντυπωσιακά αυτήν των κέντρων κράτησης στα σύνορα. Σε πολλές περιπτώσεις, μπορούν να χωρέσουν μέχρι και 1.000 άτομα.
Ο ακριβής προσδιορισμός του αριθμού των μεταναστών που συνελήφθησαν και κρατήθηκαν απαιτεί μία ιδιαίτερη μέθοδο υπολογισμού. Οι αριθμοί που εμφανίζονται στον Πίνακα 2 προκύπτουν έπειτα από πρόσθεση των δεδομένων που δίνονται στις ημερήσιες αναφορές της Ελληνικής Αστυνομίας και δημοσιεύονται στην επίσημη ιστοσελίδα της. Οι αριθμοί αυτοί αντιστοιχούν σε συλλήψεις μεταναστών για έλεγχο των εγγράφων τους και περιλαμβάνουν έλεγχο στο αστυνομικό τμήμα και κράτηση για «παραβίαση της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με τη διαμονή στη χώρα».
Η βασικότερη κοινωνική επίδραση των επιχειρήσεων «Ξένιος Δίας» προκύπτει από το χαρακτήρα της κράτησης των μεταναστών μετά τη σύλληψή τους. Η διάρκεια της κράτησης δεν είναι ποτέ γνωστή στον κρατούμενο και μπορεί να φτάσει νόμιμα τους 18 μήνες, με βάση τις τροποποιήσεις που έγιναν από το νόμο 3907/2011. Επιπλέον, λόγω της πρόσφατης θεσμοθέτησής τους, τα προαναχωρησιακά κέντρα κράτησης συνδέονται ελάχιστα με τα δίκτυα υποστήριξης των μεταναστών, τα οποία παρέχουν νομικές ή/και ορισμένες φορές ιατρικές υπηρεσίες. Με άλλα λόγια, η επαφή με το «έξω» σπανίζει, ενώ ορισμένοι μετανάστες κρατούμενοι μεταφέρονται και κρατούνται για μήνες σε κεντρικά αστυνομικά τμήματα της Αθήνας (Χάρτης 1).
Μια άλλη βασική επίδραση των επιχειρήσεων ελέγχου, στο πλαίσιο της εφαρμογής του νόμου 3907/2011, είναι η «εξάπλωση» της πρακτικής της κράτησης από τις συνοριακές περιοχές προς την ενδοχώρα. Η γεωγραφική «εξάπλωση» των κρατήσεων προς τα αστικά κέντρα συνοδεύτηκε και από έναν απροκάλυπτο λόγο των αρχών περί καταστολής των μεταναστευτικών ρευμάτων και των μεταναστών που ζουν στις πόλεις, κυρίως στην Αθήνα. Έτσι, οι επιχειρήσεις «Ξένιος Δίας» είχαν ως βασικό αποτέλεσμα τη μείωση των συλλήψεων στα σύνορα και την αύξηση των συλλήψεων στα μεγάλα αστικά κέντρα. Μέσα στις πόλεις πια, και όχι σε κάποια μακρινά κι αθέατα σύνορα, οι επιχειρήσεις «Ξένιος Δίας» αύξησαν την «ορατότητα» των συλλήψεων και αξιοποίησαν επικοινωνιακά την καταστολή κατά των μεταναστών. Ειδικά στην Αθήνα, στην πόλη που συγκεντρώνεται περισσότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας, η «ορατότητα» των συλλήψεων είχε μία ιδιαίτερη επικοινωνιακή δύναμη (Χάρτης 2).
Πέρα από τα οφέλη που πρόσφεραν οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις στην πολιτική εξουσία, μπροστά σε μια κοινή γνώμη εχθρική προς την παρουσία των ξένων –στο οποίο συνηγορεί και η αυξημένη εκλογική δύναμη του νεο-ναζιστικού κόμματος «Χρυσή Αυγή»– η «ορατότητα» των συλλήψεων προκάλεσε και στους ίδιους τους μετανάστες έναν γενικό φόβο απέναντι στις ελληνικές Αρχές. Σ’ αυτόν προστίθεται, την ίδια περίοδο, και ο αυξανόμενος κίνδυνος εκδήλωσης ρατσιστικών επιθέσεων εναντίον τους, κυρίως στις μεγάλες πόλεις. Με έμμεσο τρόπο, όλα αυτά επέδρασαν αποτρεπτικά για όσους σκόπευαν να περάσουν τα σύνορα από την Τουρκία προς την Ελλάδα, γεγονός που εξηγεί και τη ραγδαία μείωση των συλλήψεων στα σύνορα των δύο χωρών από τον Αύγουστο του 2012 και μετά.
Υπό το φως των παραπάνω παρατηρήσεων, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις είχαν σημαντικά αρνητικές επιδράσεις για τους μετανάστες στην Ελλάδα, μέσω της πρόδηλης στρατηγικής εκφοβισμού και αποτροπής που ασκούν οι Αρχές εις βάρος των μεταναστών που ζουν στην Αθήνα ή που επιθυμούν να παραμείνουν στη χώρα παρότι δεν διαθέτουν τα νόμιμα έγγραφα. Στις νέες στρατηγικές ελέγχου έχει σημασία να συνυπολογίζουμε τον διαδεδομένο πια χαρακτήρα της πρακτικής της κράτησης, όχι μόνο σε «αόρατες» συνοριακές περιοχές, αλλά και στην καρδιά της Αθήνας και άλλων μεγάλων πόλεων, καθώς επίσης τους πολλαπλούς σταθμούς στις «διαδρομές» ελέγχου και κράτησης των μεταναστών ανάμεσα σε κέντρα κράτησης και αστυνομικά τμήματα, ανάμεσα σε συνοριακές περιοχές και στην καρδιά των πόλεων.
[1] Η επιτάχυνση των διαδικασιών συνοριακού ελέγχου διαπιστώθηκε μέσω επιτόπιας έρευνας στο Νομό Έβρου, από τον Μάιο μέχρι τον Αύγουστο του 2012, στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής της συγγραφέως.
[2] Η επιχείρηση «Ξένιος Δίας» στοχεύει σε ένα ευρύ δείγμα ανθρώπων, που δεν ανταποκρίνονται στα καθιερωμένα κοινωνικά πρότυπα, δηλαδή σε ανθρώπους του περιθωρίου, μετανάστες χωρίς νόμιμα έγγραφα, αστέγους, εκδιδόμενες γυναίκες, διακινητές πλαστών εγγράφων, εμπόρους παράνομων τυχερών παιγνίων κ.ά.
Pillant, L. (2015) Επιχείρηση «Ξένιος Δίας»: Στρατηγική αποτροπής της μετανάστευσης μέσω της κράτησης, του εκφοβισμού και της καταπάτησης των δικαιωμάτων των μεταναστών, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/επιχείρηση-ξένιος-δίας/ , DOI: 10.17902/20971.17
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η Κυψέλη, μια από τις παλαιότερες γειτονιές του Δήμου Αθηναίων, είναι σήμερα μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες και πολυεθνικές γειτονιές και ένα παράδειγμα συνύπαρξης ντόπιων και μεταναστών, μιας συνύπαρξης που μεταλλάσσεται στο χρόνο σε συνάρτηση με γενικότερες εξελίξεις στη πόλη και πέρα από αυτήν.
Πηγή: greekscapes
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Κυψέλη είναι ακόμη μια περιοχή όπου υπάρχουν κυρίως αγροκτήματα και διάσπαρτες αγροτικές κατοικίες, ενώ αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες επαύλεις. Ως το Μεσοπόλεμο εξακολουθεί να είναι αραιοκατοικημένη, αλλά η συρροή πληθυσμού από την ύπαιθρο στην πρωτεύουσα οδηγεί στις απαρχές της μετατροπής της σε αστική συνοικία, με μονοκατοικίες και διπλοκατοικίες. Με τις επεκτάσεις του ρυμοτομικού σχεδίου του 1930 αποκτά περίπου τη σημερινή της έκταση και κτίζονται οι πρώτες πολυκατοικίες για εύπορα κυρίως νοικοκυριά (εικόνα 2). Το 1937 σχεδιάζεται από τον αρχιτέκτονα Βασίλειο Τσαγρή η διευθέτηση του ρέματος Λεβίδη (σημερινή Φωκίωνος Νέγρη) σε γραμμικό κήπο, με δέντρα, θάμνους, πίδακες νερού, γλυπτά και χώρους παιχνιδιού (εικόνα 3). Την ίδια περίοδο κατασκευάζεται και η Δημοτική Αγορά.
Πηγή: Μ. Βασενχόβεν 2003
Πηγή: greekscapes
Η εντατική οικοδόμηση της περιοχής ξεκινάει μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως σε πολλές άλλες περιοχές της Αθήνας, με το σύστημα της αντιπαροχής, και συνεχίζεται εντατικά έως και τη δεκαετία του 1970. Έτσι, ολοκληρώνεται σταδιακά η σημερινή εικόνα της γειτονιάς που, σύμφωνα με όλες τις πολεοδομικές μελέτες, είναι μια από τις πιο προβληματικές του Δήμου Αθηναίων, με υψηλές πυκνότητες, ρύπανση, προβλήματα κυκλοφορίας και στάθμευσης, ελάχιστους ελεύθερους χώρους και ανεπαρκείς υποδομές. Οι νέες πολυκατοικίες αντικαθιστούν τις μονοκατοικίες, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει μια περίοδος ακμής της Κυψέλης που γίνεται διάσημη για τη νυχτερινή ζωή της με θέατρα, κινηματογράφους, ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 εντοπίζεται μια μετακίνηση κυρίως νέων νοικοκυριών προς τα βορειοανατολικά και νοτιοανατολικά προάστια. Παραμένουν όμως στην περιοχή οι πιο ηλικιωμένοι κάτοικοι, ιδιαίτερα στους ανώτερους ορόφους και τα μεγαλύτερα διαμερίσματα των πολυκατοικιών.
Η δεκαετία 1990 είναι μια τομή για την Κυψέλη, καθώς η μαζική εγκατάσταση μεταναστών αναστρέφει τις τάσεις μείωσης τόσο του πληθυσμού, όσο και του μέσου μεγέθους νοικοκυριού και της πυραμίδας ηλικιών. Η «φυγή» των παλαιών κατοίκων αρχίζει να αντισταθμίζεται από την εγκατάσταση πολυμελών και ηλικιακά νέων νοικοκυριών μεταναστών. Τα ίδια περίπου χαρακτηριστικά της γειτονιάς, που για τους παλιούς κατοίκους συνιστούσαν υποβάθμιση, λειτουργούν διαφορετικά για τους μετανάστες. Τα διαμερίσματα, συνήθως υπόγεια ή ισόγεια, αλλά ακόμη και πλυσταριά στις ταράτσες, που οι παλιοί κάτοικοι θεωρούν μικρά και κακοφτιαγμένα ή ανεπαρκή σε χώρο, ενοικιάζονται γρήγορα από μετανάστες, οι οποίοι τα επισκευάζουν με προσωπική εργασία και επιτυγχάνουν πιο φτηνά ενοίκια κατοικώντας πολλοί μαζί. Ξαναμπαίνει έτσι στην αγορά ακινήτων ένα μεγάλο μέρος του κτηριακού αποθέματος που παρέμενε για μεγάλο διάστημα απαξιωμένο ή/και κενό.
Ταυτόχρονα, η γεωγραφική θέση της Κυψέλης, που οι παλιοί κάτοικοι εγκαταλείπουν εξ αιτίας του θορύβου, της ρύπανσης, της έλλειψης πράσινου και χώρων στάθμευσης, προσφέρει στους μετανάστες προσπελασιμότητα, καλές συγκοινωνίες, κοντινά σχολεία και τη σημαντική δυνατότητα να συνδυαστεί σχετικά εύκολα με την εργασία σε άλλες περιοχές της πόλης και με τη φροντίδα του σπιτιού και των παιδιών.
Από τα στοιχεία της Απογραφής Πληθυσμού 2001, μετανάστες/ριες κυρίως από την Αλβανία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Ουκρανία αλλά και τη Μολδαβία, τη Ρωσική Ομοσπονδία, τη Γεωργία, τη Γιουγκοσλαβία, την Αρμενία, τη Νιγηρία, την Αιθιοπία, τη Γκάνα, τη Νότια Αφρική, την Αίγυπτο, τις Φιλιππίνες, το Μπαγκλαντές, την Ινδία, το Πακιστάν, το Ιράκ, το Ιράν, την Τουρκία, και τη Συρία συνθέτουν, με διαφορετικές δυναμικές και μεγέθη, το μωσαϊκό των «νέων» κατοίκων της Κυψέλης. Πέρα από τις ποικίλες προελεύσεις, αξίζει να σημειωθεί το σχετικά υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης (ιδιαίτερα μεταναστριών που προέρχονται από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης) και το υψηλό ποσοστό οικονομικά ενεργού πληθυσμού, τόσο στην επίσημη οικονομία όσο και στον άτυπο τομέα (χάρτης 1).
Η Κυψέλη, παρά τις μεταλλαγές που έχουν συμβεί κατά τη διαδρομή της στο χρόνο, διατηρεί ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως η μεγάλη ποικιλία και μίξη χρήσεων γης με έμφαση στην κατοικία, την αναψυχή και το εμπόριο, καθώς και έναν πυκνοδομημένο και πυκνοκατοικημένο αστικό ιστό, με πυκνότητες που υπερβαίνουν τους 350 κατοίκους/Ηa. Η παρουσία πολυάριθμων μεταναστών, εγκατεστημένων από το 1990, συνέτεινε στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων και υπηρεσιών προσανατολισμένων προς τον «νέο» πληθυσμό, αλλά και στην αναζωογόνηση παλαιών χρήσεων. Η κατανομή των λειτουργιών, όπως και του πληθυσμού, δεν είναι προφανώς ομοιογενής. Η Φωκίωνος Νέγρη, παραδοσιακός υπερτοπικός πόλος αναψυχής, συγκεντρώνει δημόσιες υπηρεσίες και τράπεζες, τα πιο ακριβά εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία και καφετέριες, μερικά από τα οποία λειτουργούν συνεχώς από τη δεκαετία 1960, καθώς και την πιο ακριβή κατοικία (εξ ου και δεν καταγράφεται κατά μήκος της κατοικία μεταναστών). Στα περιφερειακά οικοδομικά τετράγωνα υπάρχουν συνοικιακά καφενεία, καταστήματα μεταναστών και τοπικές υπηρεσίες (φούρνοι, μπακάλικα, κομμωτήρια, καθαριστήρια, τηλεφωνικά κέντρα, money transfer, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, εργαστήρια φασόν κλπ).
Η Δημοτική Αγορά της Κυψέλης κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1930, με μια τυπολογία κτηρίου συνηθισμένη την περίοδο εκείνη, και λειτούργησε ως αγορά τροφίμων ως το 2003. Στη συνέχεια κινδύνεψε να μετατραπεί σε πολυώροφο εμπορικό κέντρο και γκαράζ και, με ενέργειες της δημοτικής παράταξης Ανοιχτή Πόλη, κηρύχτηκε διατηρητέα το 2005. Στο τέλος του 2006 το κλειστό μέχρι τότε κτήριο καταλήφθηκε από ομάδα κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι την επισκεύασαν με προσωπική εργασία και πόρους. Με τη συμβολική αυτή κίνηση, η «Ανοιχτή Κατάληψη Δημοτικής Αγοράς» συνέβαλε στην επαναδραστηριοποίηση του χώρου και την ένταξή του στην καθημερινότητα της γειτονιάς μέσω πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Η ιδέα της εναλλακτικής λειτουργίας και η πυκνότητα των δράσεων διαμορφώθηκε σταδιακά, καθώς διάφορες ομάδες κατοίκων πήραν πρωτοβουλίες και διατήρησαν το χώρο ζωντανό. Στα έξι χρόνια της λειτουργίας της πραγματοποιήθηκε εκεί πληθώρα δράσεων, μεταξύ των οποίων ξεχώρισαν το Σχολείο Μεταναστών, όπου, με τη συμβολή εθελοντών, προσφέρονταν δωρεάν μαθήματα ελληνικής γλώσσας σε μετανάστες από τη γειτονιά κι όχι μόνο, η αγορά βιοκαλλιεργητών, οι λογοτεχνικές και κινηματογραφικές βραδιές, συναυλίες, πολιτιστικές και πολιτικές εκδηλώσεις, συλλογικές πολυεθνικές κουζίνες, λαϊκές συνελεύσεις, δανειστική βιβλιοθήκη, εκθέσεις, κ.ά. Οι δράσεις αυτές έκαναν την Αγορά έναν κατ’ εξοχήν δημόσιο χώρο της γειτονιάς, πόλο έλξης και χώρο συνάντησης για κατοίκους και επισκέπτες, ντόπιους και μετανάστες, άνδρες και γυναίκες (εικόνες 4 και 5).
Πηγή: αρχείο Ο. Λαφαζάνη
Πηγή: αρχείο Ο. Λαφαζάνη
Τον Αύγουστο του 2012, παρουσία εισαγγελέα και αστυνομικών δυνάμεων, ο Δήμος Αθηναίων «ανακατέλαβε» την Αγορά, προκειμένου να την αποδώσει στους (σε κάποιους άλλους;) δημότες. Από τότε χρησιμοποιείται ένα πολύ μικρό μέρος της ως Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών.
Εδώ και τρείς δεκαετίες, η συνύπαρξη ντόπιων και μεταναστών μεταλλάσσεται στο χρόνο διαμορφώνοντας, παράλληλα, και τον χώρο της γειτονιάς. Μετανάστες/ριες που είναι εγκατεστημένοι εδώ και σχεδόν τρείς δεκαετίες έχουν αποκτήσει ζωτικούς δεσμούς με τη γειτονιά, ενώ κάποιοι «ξανά»μεταναστεύουν λόγω της οικονομικής κρίσης. Παιδιά μεταναστών/ριών που έχουν γεννηθεί στη Κυψέλη είναι πια ντόπιοι –είτε έχουν είτε δεν έχουν θεσμικά την ελληνική υπηκοότητα. Νεοαφιχθέντες προσπαθούν να στήσουν μια καθημερινότητα στην Αθήνα ή επιχειρούν να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς άλλους προορισμούς. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και πάντα σε σχέση με τις γενικότερες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες συντίθεται σταδιακά ένα σύνθετο πλέγμα σχέσεων που διέπεται συχνά από αμφιθυμία, καχυποψία, αμηχανία αλλά και καλή διάθεση, αλληλοβοήθεια, συνεργασία και αλληλεγγύη, καθιστώντας την Κυψέλη ένα ιδιαίτερο παράδειγμα συγκατοίκησης.
Στην Κυψέλη φαίνεται να λειτουργούν άτυπα δίκτυα αλληλοβοήθειας, τα οποία συχνά υποκαθιστούν το έλλειμμα των επίσημων πολιτικών ένταξης και αφορούν στην εύρεση σπιτιών, εργασίας αλλά και στήριξης σε καθημερινό επίπεδο. Η στήριξη είναι αμφίδρομη μεταξύ ντόπιων και μεταναστών/τριών και αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην περίοδο της κρίσης και των δραματικών περικοπών εισοδημάτων και υπηρεσιών, καθώς νοηματοδοτεί με διαφορετικούς τρόπους την έννοια της γειτονιάς και της γειτονίας. Σημαντικό ρόλο εδώ φαίνεται να έχει η κοινωνική ζωή των μεταναστριών, η αίσθηση της συντροφικότητας και της αποδοχής από τις ντόπιες, καθώς και οι καθημερινές πρακτικές τους που συμβάλλουν στην οικειοποίηση των χώρων της γειτονιάς και της πόλης. Οι συναντήσεις με φίλες στις πλατείες και άλλους δημόσιους χώρους, η συνοδεία των παιδιών στο σχολείο και στο παιχνίδι, τα καθημερινά ψώνια και οι διαδρομές που απαιτεί η φροντίδα της οικογένειας, διαμορφώνουν πεδία και χώρους γνωριμίας, συνεύρεσης και όσμωσης με άλλους κατοίκους της γειτονιάς, «ντόπιους» ή «ξένους» (εικόνα 6).
Πηγή: αρχείο Ντ. Βαΐου
Η Ανοιχτή Κατάληψη της Δημοτικής Αγοράς και η πληθώρα των δράσεών της δεν υπάρχει πια. Όμως, εκτός από τα άτυπα δίκτυα, εμφανίζονται και συγκροτημένες συλλογικές πρωτοβουλίες αλληλοβοήθειας και στήριξης, οι οποίες εμπλέκουν ντόπιους και μετανάστες, άνδρες και γυναίκες. Το «Μυρμήγκι», μεταξύ άλλων πρωτοβουλιών, αποτελεί ένα Δίκτυο Αλληλεγγύης στη γειτονιά που παίζει πολύ σημαντικό ρόλο για τους κατοίκους που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες. Εικοσιπέντε χρόνια μετά την αρχική εγκατάσταση μεταναστών/τριών στην Κυψέλη, οι λόγοι που τη συγκροτούν ως τόπο ιδιαίτερο και οικείο φαίνεται να είναι κοινοί για τους μετανάστες και τις μετανάστριες, όσο και για τους παλιότερους κατοίκους. Η δημιουργία τόπων οικείων, με τους οποίους παλιοί και νέοι κάτοικοι δένονται με πολλαπλούς τρόπους και καταλήγουν να τους θεωρούν δικούς τους, (μπορεί να) οδηγεί σε επαναξιολογήσεις του ποιος ανήκει στη γειτονιά, ποιος γίνεται δεκτός ως μέλος μιας καθημερινής κοινότητας, πώς το ανήκειν υλοποιείται τοπικά.
Οι μετανάστες στην Κυψέλη εξακολουθούν να ζουν στα μικρά τους διαμερίσματα των χαμηλών ορόφων και να προσθέτουν τα δικά τους χρώματα στην εικόνα της γειτονιάς (γράφημα 1). Ταυτόχρονα, μέσα από την εξοικείωση με τη γειτονιά και την πόλη, δεν είναι πια τόσο «ξένοι», ακόμη και όταν το ακανθώδες ζήτημα της νομιμοποίησης παραμένει άλυτο. Οι εναπομένοντες ντόπιοι παραμένουν στα άνετα ρετιρέ και ανακαλύπτουν με αντιφατικούς τρόπους τις αρετές της αμοιβαίας ανοχής, αν όχι της ενεργητικής συνύπαρξης. Η συνύπαρξη από μόνη της δεν αποτελεί βέβαια εγγύηση για την αποδοχή του «άλλου», όπως πολλά πρόσφατα περιστατικά και στην Κυψέλη υπενθυμίζουν. Όμως, καθώς οι μετανάστες και οι μετανάστριες παύουν να αποτελούν ένα ομοιογενές σύνολο ανθρώπων «ξένων»/«άλλων» και αποκτούν όνομα, εθνικότητα, φύλο, ηλικία, ιστορία, πολιτισμικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά και φωνή, γίνεται ένα βασικό βήμα στην καταπολέμηση των στερεοτύπων, στην ανοχή του «άλλου», στην οικοδόμηση σχέσεων γειτονίας – από όπου δεν λείπουν βέβαια οι εντάσεις, ούτε οι σχέσεις δύναμης.
Πηγή: Βαΐου κ.ά. 2007, 76
Οι σχέσεις που χτίζονται στην καθημερινή ζωή των κατοίκων μιας γειτονιάς, όπως η Κυψέλη, αποτελούν «αντιπαράδειγμα» απέναντι σε έναν όλο και ισχυρότερο δημόσιο λόγο που ποινικοποιεί τους μετανάστες/ριες και τους συνδέει –άμεσα ή έμμεσα– με την υποβάθμιση των γειτονιών του κέντρου, την εγκληματικότητα και την ανασφάλεια. Έτσι, σε αντίθεση με έναν λόγο που περιγράφει ως «γκέτο» το κέντρο της Αθήνας, η εμβάθυνση στη μελέτη διαδικασιών και σχέσεων που αναπτύσσονται στην καθημερινότητα αναδεικνύει τις δυσκολίες, τα προβλήματα αλλά και τις σχέσεις αλληλεγγύης, αμοιβαιότητας και συνύπαρξης που αναπτύσσονται, θέτοντας ουσιαστικά επίδικα σε σχέση με τις γενικότερες κοινωνικές πρακτικές, τις πολιτικές για την πόλη και τους θεσμούς.
Βαΐου, Ν., Λαφαζάνη, Ό. (2015) Η Kυψέλη και η Αγορά της: σύγκρουση και συνύπαρξη στις γειτονιές του κέντρου, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κυψέλη/ , DOI: 10.17902/20971.33
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Στο παρόν κείμενο [1] παρουσιάζουμε δεδομένα από πρωτογενή έρευνα (Arapoglou & Gounis 2014) [2] που διενεργήθηκε το 2013-14 με στόχο να χαρτογραφήσει διαφορετικές μορφές έλλειψης στέγης στην Αθήνα και να επικαιροποιήσει τα δεδομένα από τις απόπειρες καταγραφής αστέγων που πραγματοποιήθηκαν προ κρίσης (FEANTSA 2012, Sapounakis 2006). Είκοσι πέντε φορείς ανταποκρίθηκαν στα ερωτηματολόγια της έρευνας και καταγράφηκαν 77 δράσεις εφαρμογής για την άμεση αντιμετώπιση των αναγκών περισσότερων από 115.000 ατόμων που βιώνουν οξείες μορφές φτώχειας και έλλειψης στέγης. Η έρευνα περιλαμβάνει τους μεγαλύτερους φορείς που διαχειρίζονται υπνωτήρια και ξενώνες, καθώς και μια σειρά από μικρότερες οργανώσεις. Η πλειονότητα των φορέων που ανταποκρίθηκαν είναι ΜΚΟ, αλλά συμπεριλήφθηκαν και οι πιο σημαντικές δημόσιες υπηρεσίες υπό την εποπτεία του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθώς και οι ξενώνες των δύο μεγαλύτερων δήμων (Αθηναίων και Πειραιώς).
Τα ευρήματα παρουσιάζονται χρησιμοποιώντας την ταξινόμηση των καταλυμάτων αστέγων του Hopper (1991) προσαρμοσμένη στις συνθήκες που διαπιστώσαμε στην Αθηναϊκή πραγματικότητα. Η ταξινόμηση του Hopper έχει σημαντικά πλεονεκτήματα προκειμένου να αποτυπωθούν διαφορετικές μορφές επισφαλούς ή ακατάλληλης κατοικίας, ο οποίες προκύπτουν από δυο κυρίως συνθήκες. Πρώτον, η ανεργία και η μείωση του εισοδήματος από εργασία έχει άμεσες επιπτώσεις στις δυνατότητες επιβίωσης των νοικοκυριών και της πρόσβασής τους σε κατοικία. Δεύτερον, η κρίση χρέους μετασχηματίστηκε σε κρίση του κράτους πρόνοιας, το οποίο μέσω εξουθενωτικών πολιτικών λιτότητας συρρικνώθηκε κατά δραματικό τρόπο. Η συρρίκνωση αφορά τόσο τις εισοδηματικές μεταβιβάσεις του κράτους προς τα νοικοκυριά όσο και τις παροχές σε υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής φροντίδας που ιδιωτικοποιούνται. Η συρρίκνωση των δημόσιων υπηρεσιών και η αντικατάσταση τους από εθελοντικές ή φιλανθρωπικές δράσεις με έμφαση στην πρόσκαιρη ανακούφιση των φτωχών και των αστέγων αποτελεί το μείζον στοιχείο των αλλαγών που συντελέστηκαν κατά την περίοδο 2010-2013. Το πλέγμα των φορέων της κοινωνίας των πολιτών που αναλαμβάνει την φροντίδα των πλέον ευάλωτων πληθυσμών έχει διεθνώς αποδοθεί με τον όρο «σκιώδες κράτος» (Wolch 1989). Το σκιώδες κράτος έχει αντιφατικές όψεις, καθώς επιμέρους φορείς άλλοτε προσαρμόζουν τις πρακτικές τους στις νεοφιλελεύθερες επιλογές και άλλοτε τις αμφισβητούν (Cloke, May & Johnsen 2010, Keel 2009, Peck 2012) όπως επιχειρούμε να αποτυπώσουμε στη συνέχεια του κειμένου. Αφενός ενισχύονται οι πρακτικές κοινωνικής αλληλεγγύης και αλλαγής των γραφειοκρατικών ή κλειστών ιδρυματικών δομών, αφετέρου όμως τα θύματα της κρατικής αμέλειας και καταστολής δεν βρίσκουν σταθερή φροντίδα και ωφελούνται εκείνοι οι φορείς που προσαρμόζονται στις απαιτήσεις του κράτους ή μεγάλων χορηγών.
Το Σχήμα 1 παρουσιάζει εκτιμήσεις σχετικά με διάφορες κατηγορίες των αστέγων και τις συνθήκες διαβίωσής τους το 2013 στην ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας. Οι εκτιμήσεις προέκυψαν από τη δική μας πρωτογενή έρευνα, αλλά και από δευτερογενείς πηγές.
Πηγή: πρωτογενής έρευνα των συγγραφέων και επεξεργασία δευτερογενών πηγών
Αφορά τα νοικοκυριά που δεν ιδιοκατοικούν και υφίστανται συνθήκες φτώχειας και αποκλεισμού σύμφωνα με τον ορισμό της Eurostat. Δηλαδή νοικοκυριά που δεν έχουν ιδιόκτητη κατοικία και είτε το εισόδημα τους είναι χαμηλότερο από το όριο φτώχειας, είτε το σύνολο των ενηλίκων μελών είναι άνεργα ή υποαπασχολούνται, είτε αντιμετωπίζουν συνθήκες στεγαστικής αποστέρησης. Συνολικά εκτιμούμε ότι το 13-14% του πληθυσμού στην Αττική διαβιώνει σήμερα σε τέτοιες συνθήκες, δηλαδή περίπου 514.000 άτομα, εκ των οποίων 305.000 έχουν ελληνική και 209.000 αλλοδαπή ιθαγένεια. Η εκτίμηση αυτή είναι ανάλογη των ορισμών που στις ΗΠΑ αφορούν τη «χειρότερη στεγαστική συνθήκη» και χρησιμοποιούνται για να δοθεί προτεραιότητα στη χορήγηση επιδομάτων και στη διαμόρφωση πολιτικών πρόληψης. Ο αριθμός αναφέρεται σε εκείνους που αντιμετωπίζουν εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες, οι οποίες αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο να βρεθούν στο δρόμο αν ενεργοποιηθεί κάποιος επιπλέον επιβαρυντικός παράγοντας (π.χ. σημαντικό πρόβλημα υγείας, έξωση, αδυναμία φιλοξενίας από φίλους, απώλεια προσώπων στήριξης, διάρρηξη συγγενικών ή διαπροσωπικών δεσμών, κ.ο.κ.).
Επισημαίνεται ότι το μέγεθος της αθέατης και άτυπης έλλειψης στέγης παρουσιάζει δραματική αύξηση. Εκτιμούμε ότι από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα ο πληθυσμός που διαβιεί σε τέτοιες συνθήκες στην Αθήνα έχει διπλασιαστεί. Η αύξηση αυτή οφείλεται στη ραγδαία άνοδο της φτώχειας και της ανεργίας καθώς και στις ειδικές συνθήκες στεγαστικής επισφάλειας και αποστέρησης στα πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα της χώρας, όπως είναι η αδυναμία των νοικοκυριών να καλύψουν τα έξοδα στέγασης, ιδίως τα ενοίκια, ο συνωστισμός σε μικρής επιφάνειας κατοικίες, και η ακαταλληλότητα των κατοικιών. Ενδεικτικά για το 2013, σύμφωνα με την on-line βάση δεδομένων για τον πληθυσμό και τις συνθήκες διαβίωσης της Eurostat: το στεγαστικό κόστος των φτωχών νοικοκυριών αντιστοιχούσε στο 71% του διαθέσιμου εισοδήματος τους, 69% των φτωχών νοικοκυριών καθυστερούσε την πληρωμή ενοικίων, λογαριασμών ύδρευσης ή ηλεκτροδότησης, 45% των φτωχών νοικοκυριών διαβιούσαν σε συνθήκες συνωστισμού. Επιπλέον οι κίνδυνοι φτώχειας, ανεργίας και έλλειψης στέγης είναι άνισα κατανεμημένοι μεταξύ των Ελλήνων πολιτών και ξένων υπηκόων. Για παράδειγμα το ποσοστό φτώχειας και αποκλεισμού το 2013 ανέρχονταν στο 32,6% για τους Έλληνες και σε 68% για τους αλλοδαπούς.
Περιλαμβάνεται η χρήση ακατάλληλων καταλυμάτων σε δημόσια ιδρύματα περίθαλψης και φροντίδας (νοσοκομεία, ψυχιατρικά ιδρύματα, άσυλα, ιδρύματα παιδικής προστασίας, γηροκομεία) ή σωφρονισμού (κέντρα κράτησης, φυλακές) σε παρέκκλιση από τον πρωταρχικό σκοπό τους ή με αναιτιολόγητη παράταση της παραμονής ή με εξιτήριο χωρίς να έχει διασφαλιστεί σταθερή κατοικία. Αξιοποιώντας ποικιλία δευτερογενών πηγών και σημαντικές πρωτογενείς πληροφορίες, εκτιμήσαμε ότι σε τέτοιες συνθήκες βρίσκονται 9000 άτομα στην Αττική. Οι πληροφορητές μας ανέφεραν τον καταχρηστικό χαρακτήρα των προσαγωγών κατά τις εκτεταμένες αστυνομικές επιχειρήσεις ΞΕΝΙΟΣ ΔΙΑΣ και τις απαράδεκτες συνθήκες στα κέντρα κράτησης αλλοδαπών, την υπερπληρότητα στις στεγαστικές μονάδες ψυχιατρικής αποκατάστασης, την αιφνίδια συγχώνευση ψυχιατρικών νοσοκομείων και την απρογραμμάτιστη μεταφορά ασθενών σε ιδιωτικές μονάδες με επιβάρυνση των οικογενειών τους, την αύξηση αιτημάτων φιλοξενίας σε παιδικές στέγες και μονάδες ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης λόγω οικονομικής αδυναμίας.
Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν σοβαρά εμπόδια στην ανάπτυξη κοινοτικών δομών ψυχικής υγείας και εκτρέπουν την πορεία της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στην κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης και της επανιδρυματοποίησης σε τοπική κλίμακα. Αγνοείται έτσι η σημαντική εμπειρία των φορέων που στην προηγούμενη δεκαετία πρωτοστάτησαν στην ανάπτυξη στεγαστικών δομών ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και κοινοτικής φροντίδας. Επιπλέον, η μεταφορά και «εγκλεισμός» αλλοδαπών σε κρατητήρια και κέντρα κράτησης υπονομεύουν τις προσπάθειες στεγαστικής αρωγής αιτούντων άσυλο και προσφύγων που πρωτοεμφανίστηκαν στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 2000 υπό την πίεση ανθρωπιστικών οργανώσεων.
Κατά την προηγούμενη δεκαετία η στεγαστική αρωγή των αστέγων περιορίζονταν σε ξενώνες βραχυχρόνιας παραμονής τους οποίους ως επί το πλείστον διαχειρίζονταν η αυτοδιοίκηση ή δημόσιοι κρατικοί φορείς πρόνοιας. Σήμερα έχουν αναδυθεί δύο νέα είδη παρεμβάσεων, διαφορετικής μεταξύ τους φιλοσοφίας όπου οι ΜΚΟ έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι τοπικές αρχές, παρά την πολιτική ρητορική, παίζουν δευτερεύοντα ρόλο. Οι υπηρεσίες και τα καταφύγια στέγης από τις δημόσιες υπηρεσίες είναι πια ελάχιστες. Ιδιωτικές επιχειρήσεις και φιλανθρωπικά ιδρύματα. αποτελούν την πιο ζωτικής σημασίας πηγή χρηματοδότησης για τις ΜΚΟ, αλλά και τις δημοτικές αρχές. Ο μέσος όρος της ιδιωτικής χρηματοδότησης των έργων που καταγράψαμε ανέρχεται σε 49% και ο συνολικός αριθμός όσων έλαβαν οποιουδήποτε είδους στεγαστική συνδρομή ήταν σχεδόν 6.400 άτομα.
Το πρώτο είδος παρεμβάσεων, το οποίο επικρατεί, υπακούει απόλυτα στη λογική της «έκτακτης ανάγκης» και, επιπρόσθετα των ξενώνων βραχυχρόνιας παραμονής, περιλαμβάνει υπνωτήρια για αστέγους, ξενώνες για ασυνόδευτους ανήλικους και γυναίκες, κέντρα υποδοχής αιτούντων άσυλο και προσφύγων. Ο αριθμός των φιλοξενούμενων σε δομές βραχείας διαμονής ανέρχεται για το 2013 σε περίπου 1.700 άτομα (σχεδόν ισάριθμοι Έλληνες και αλλοδαποί). Από την πρωτογενή έρευνα καταγράφηκε αύξηση των φιλοξενούμενων σε υπνωτήρια και ξενώνες από το 2010, η οποία φτάνει το 40%. Η μέση αύξηση της ζήτησης για στεγαστική συνδρομή από το 2010 μέχρι το 2013 προσεγγίζει το 60%.
Το δεύτερο είδος αφορά μορφές υποστηριζόμενης κατοικίας και στοχευμένης πρόληψης στην κοινότητα μέσω διάθεσης διαμερισμάτων και χορήγησης στεγαστικών επιδομάτων σε ευάλωτες ομάδες. Ωστόσο, η ασταθής ιδιωτική χρηματοδότηση, οι αυστηρές προϋποθέσεις και η χρονική διάρκεια της υποστήριξης μειώνουν την αποτελεσματικότητα και, κυρίως, υποβαθμίζουν τον προληπτικό και κοινοτικό χαρακτήρα των σχετικών παρεμβάσεων. Ο αριθμός των ωφελούμενων για το 2013 ανέρχονταν σε 4.700 άτομα (3.600 έλληνες και 1.100 αλλοδαποί).
Tα υπνωτήρια και οι δομές «έκτακτων αναγκών» δημιουργήθηκαν μέσω έργων (projects) με Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση κατόπιν σχεδιασμού του υπουργείου Εργασίας. Τα υπνωτήρια, τα κέντρα ημέρας, οι τράπεζες τροφίμων, τα κοινωνικά φαρμακεία και παντοπωλεία έχουν καθιερωθεί στο πλαίσιο αυτού του σχεδιασμού. Τα υπνωτήρια προσφέρουν προσωρινή λύση για πολλούς αστέγους που απορρίπτονται από ξενώνες βραχυχρόνιας παραμονής, εξαιτίας αυστηρών προϋποθέσεων εισαγωγής, αλλά δεν αποτρέπουν την στεγαστική αστάθεια.
Πηγή: Κώστας Γκούνης 2014
Τα διάφορα projects συχνά εφαρμόζονται στον ίδιο χώρο και εξυπηρετούν ποικιλία ατόμων ανάλογα με το φύλο, την εθνικότητα ή την ηλικία τους, αναπαράγοντας συχνά σε ένα μόνο κτήριο το πολυπολιτισμικό τοπίο των κεντρικών περιοχών της Αθήνας ( Χάρτης 1 και Φωτογραφία 1). Σημαντική πτυχή της λειτουργίας των Κέντρων Ημέρας είναι ότι δεν προσελκύουν μόνο τους «άστεγους του δρόμου», αλλά μεγάλο φάσμα από το πληθυσμό των αθέατων φτωχών στο κέντρο της πόλης και διευκολύνουν την πλοήγησή τους σε υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης. Οι ΜΚΟ στην έρευνά μας και μόνο εξυπηρετούν περισσότερους από 110.000 άπορους και ανασφάλιστους στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας. Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία της Εκκλησίας της Ελλάδας και του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, ο αριθμός αυτός θα πρέπει να είναι περίπου 200.000 άνθρωποι. Από τη μία πλευρά, η δημογραφική και εθνοτική ποικιλομορφία αποτελεί πλεονέκτημα για τις ΜΚΟ και σχετίζεται με το ρόλο τους στην προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Από την άλλη, όμως, ο πρόσκαιρος χαρακτήρας της βοήθειας, η έλλειψη συντονισμού, πόρων και εξειδίκευσης δημιουργούν ιδιότυπες πρακτικές περιφοράς των εξυπηρετούμενων που έχουν στερηθεί τα δικαιώματα τους.
Πηγή: Έρευνα των συγγραφέων, συνεντεύξεις και έρευνα γραφείου
Ο αριθμός των ατόμων που διανυκτερεύουν σε υπαίθριους χώρους μπορεί να μετρηθεί μόνο με ειδικές μεθόδους προσέγγισης και καταμέτρησης. Ως εκ τούτου, η εκτίμησή μας για 1.200-2.360 άτομα προκύπτει από αναφορές των street workers και των μητρώων των κέντρων ημέρας που λειτουργούν στην Αθήνα και τον Πειραιά. Ο αριθμός μπορεί να αυξηθεί αν συνυπολογιστεί η περιστασιακή διανυκτέρευση σε δημόσιους χώρους από τους χρήστες ουσιών. Αύξηση του αριθμού των αστέγων αναφέρθηκε από τους street workers για τα έτη 2011 και 2012. Ωστόσο, τρεις οργανώσεις συμφωνούν ότι στις κεντρικές περιοχές της Αθήνας, ο αριθμός των αστέγων δεν αυξήθηκε κατά τη διάρκεια του 2013, λόγω της λειτουργίας νέων υπνωτηρίων και της εντατικοποίησης της αστυνόμευσης. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία οι δράσεις προσπέλασης στο δρόμο έχουν αυξηθεί και έχουν υιοθετηθεί από φορείς που στο παρελθόν απλώς υποδέχονταν τους αστέγους. Στον Χάρτη 1 αποτυπώνονται προσφιλή σημεία street work στην Αθήνα που βρίσκονται σε εγγύτητα με νέο-ιδρυθέντα κέντρα ημέρας (πχ. Φωτογραφία 1) αλλά κυρίως σε υψηλής ορατότητας και συμβολικής σημασίας σημεία. Προφανώς, οι επιχειρήσεις «εκκαθάρισης» των δημόσιων χώρων και βοήθειας στο δρόμο συνιστούν αντιθετικές πρακτικές.
Καταλήγοντας μπορούμε να επισημάνουμε ότι η σημαντική αύξηση στον ορατό πληθυσμό των αστέγων λόγω της κρίσης βρήκε προσωρινή ανακούφιση σε διάφορα καταφύγια και υπηρεσίες άμεσης κοινωνικής βοήθειας. Φαίνεται ότι οι ροές από επισφαλείς συνθήκες στέγασης στο δρόμο δεν είναι τόσο εκτεταμένες, όπως εκτιμάται από το ευρύ κοινό, είτε εξαιτίας της ενίσχυσης άτυπων μορφών αλληλεγγύης είτε εξαιτίας των εκκαθαρίσεων των δημόσιων χώρων. Ωστόσο, η αύξηση των αναγκών που εκφράζονται από τον αόρατο φτωχό πληθυσμό είναι πρωτοφανής για τα ευρωπαϊκά δεδομένα και δημιουργεί ζήτηση για ολοκληρωμένη υποστήριξη στην οποία το σύστημα φροντίδας ανταποκρίνεται με ανεπαρκή και αποσπασματικό τρόπο μεταφέροντας ευθύνες, χωρίς πόρους, στην κοινωνία των πολιτών.
[1] Την επεξεργασία και χαρτογράφηση των δεδομένων έκανε η Δήμητρα Σιατίτσα, διδάκτορας ΕΜΠ.
[2] H έρευνα πραγματοποιήθηκε με τη συνδρομή του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του LSE και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Οι τοποθετήσεις των συγγραφέων του παρόντος κειμένου δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των φορέων χρηματοδότησης της έρευνας. (Arapoglou V., Gounis K., Siatitsa D., 2015, Revisiting the concept of shelterisation: insights from Athens Greece. European Journal of Homelessness Volume 9.2, pages 137-57. http://www.feantsaresearch.org/IMG/pdf/arapoglou-gounisejh2-2015article6.pdf)
[3] H πολλαπλή αποστέρηση των αθέατων φτωχών έχει αποτυπωθεί για το Δήμο της Αθήνας με χρήση στοιχείων του Urban Audit της Eurostat για το 2005.
Αράπογλου, Β., Γκούνης, Κ. (2015) Το σκιώδες κράτος: ορατή και αθέατη έλλειψη στέγης στην Αθήνα το 2013, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/έλλειψη-στέγης-άστεγοι-σκιώδες-κράτο/ , DOI: 10.17902/20971.29
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Μετά το 1990, η έλευση και εγκατάσταση σημαντικού αριθμού μεταναστών στην Περιφέρεια Αττικής και, κυρίως, στον Δήμο της Αθήνας λαμβάνουν χώρα σε ένα ήδη μεταβαλλόμενο αστικό περιβάλλον. Η δεκαετία του 1980 υπήρξε δεκαετία έντονων κοινωνικο-δημογραφικών μεταβολών, τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια, καθώς επίσης σημαντικών μετασχηματισμών του λειτουργικού χαρακτήρα της πόλης.
Συγκεκριμένα, κατά τη δεκαετία του 1980, η Αττική παρουσίασε περιορισμένη πληθυσμιακή αύξηση, αλλά και μεγάλη γεωγραφική ανακατανομή του πληθυσμού της, με κυρίαρχη τάση τη μετακίνηση προς τα προάστια. Οι πληθυσμιακές απώλειες στις κεντρικές περιοχές κατοικίας και οι αυξήσεις στις περιφερειακές περιοχές υπήρξαν εντονότερες για τις μεσαίες έως υψηλές κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες, ενώ τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή μεταβολή εμφάνισαν τα λεγόμενα «καλά προάστια» στα βόρεια και στα νοτιο-ανατολικά του ΠΣΠ (Μαλούτας κ.ά., 2006) [1]. Σε διάστημα δέκα μόλις χρόνων, ο πληθυσμός του Δήμου Αθηναίων μειώνεται από 885.737 το 1981 σε 772.072 το 1991, ενώ σύμφωνα με τα αποτελέσματα της τελευταίας απογραφής του 2011, φτάνει σήμερα μόλις τους 664.046 κατοίκους, συμπεριλαμβανομένου μάλιστα του σημαντικού αριθμού μεταναστών που προστέθηκαν στον συνολικό πληθυσμό τις δύο τελευταίες δεκαετίες [2].Η διαρκής αυτή πληθυσμιακή μείωση καθώς και η κοινωνικά ασύμμετρη «φυγή» προς τα προάστια, που σημειώνονται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, δημιούργησαν στις κεντρικές περιοχές του Δήμου Αθηναίων ένα μεγάλο κενό οικιστικό απόθεμα, παλαιωμένο, απαξιωμένο και φθηνό.
Την ίδια περίοδο, παρόμοιες τάσεις προαστιοποίησης εμφάνισε και η γεωγραφία του μικρού και μεσαίου λιανικού εμπορίου. Ενώ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Δήμος της Αθήνας συγκεντρώνει το 41 % των εμπορικών δραστηριοτήτων της Περιφέρειας Αττικής, σταδιακά χάνει τη δυναμική του και το 2011 συγκεντρώνει μόλις το 34 % (ΓΕΩΒΑΣΗ ΑΤΤΙΚΗΣ 2012). Τόσο η είσοδος διεθνικών αλυσίδων και εμπορικών κέντρων στην εγχώρια αγορά, όσο και η χωροθέτηση νέων εμπορικών συγκεντρώσεων σε νεόδμητες περιοχές κατοικίας στα προάστια, εντείνουν την αποδυνάμωση των εμπορικών δραστηριοτήτων στις κεντρικές γειτονιές της πόλης. Σήμερα, με επιπλέον βασικό παράγοντα την οικονομική κρίση, το ποσοστό των κλειστών καταστημάτων υπερβαίνει το 30 % σε κεντρικούς δρόμους της πόλης (ΕΣΕΕ-ΙΝΕΜΥ, 20/9/2012).
Μετά από μία δεκαετία έντονων αστικών μετασχηματισμών, όπως περιγράφηκαν προηγουμένως, οι μετανάστες που αρχίζουν να φτάνουν μαζικά στην Ελλάδα συγκεντρώνονται κατά κύριο λόγο στην Περιφέρεια Αττικής, ενώ από αυτούς περίπου οι μισοί εγκαθίστανται στον Δήμο Αθηναίων (Βαΐου κ.ά. 2007). Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 2011, στον Κεντρικό Τομέα Περιφέρειας Αττικής, ο αριθμός των μεταναστών υπολογίζεται σε 17,7 % του συνολικού πληθυσμού.
Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι να αναδείξουμε τη σημασία της παρουσίας του μεταναστευτικού πληθυσμού στον Δήμο Αθηναίων, ως προς την αναχαίτιση των διαχρονικών πλέον φαινομένων εγκατάλειψης και υποβάθμισης, τόσο του οικιστικού αποθέματος, όσο και των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο κέντρο της πόλης.
Για το σκοπό αυτό, αντικείμενο μελέτης αποτέλεσε ο βαθμός και ο τρόπος συμμετοχής των μεταναστών στον τομέα της κατοικίας και του εμπορίου, σε δύο κεντρικές γειτονιές του Δήμου, την Κυψέλη και το Μεταξουργείο. Ως προς την κατοικία, καταγράφηκε η αναλογία και η γεωγραφική κατανομή των ενοίκων, Ελλήνων και μεταναστών, με βάση τα ονόματα που αναγράφονται στα θυροτηλέφωνα αντιπροσωπευτικού αριθμού πολυκατοικιών [3].
Ως προς τις επιχειρηματικές δραστηριότητες, καταγράφηκε ο αριθμός και η θέση των ανοιχτών και κλειστών καταστημάτων και υπηρεσιών των μεταναστών καθώς επίσης και ορισμένα χαρακτηριστικά τους, όπως ο τύπος της εμπορικής δραστηριότητας, η περιοχή προέλευσης του μετανάστη καταστηματάρχη και η πελατεία. Συμπληρωματικά, σε τρεις χαρακτηριστικούς κεντρικούς δρόμους κάθε περιοχής, καταγράφηκε το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, μεταναστών και Ελλήνων, προκειμένου να προσδιοριστεί η μεταξύ τους αναλογία [4].
Σύμφωνα με τις επιτόπιες καταγραφές στην Κυψέλη και στο Μεταξουργείο, 15 % και 16,5 % των διαμερισμάτων αντίστοιχα κατοικείται από μετανάστες ενώ ένα άλλο 15 % και 21,5 % του οικιστικού αποθέματος της κάθε περιοχής παραμένει κενό.
Στην Κυψέλη, η οριζόντια γεωγραφική κατανομή των μεταναστών κατοίκων είναι σχετικά ομοιόμορφη, με εξαίρεση τη μειωμένη παρουσία τους κατά μήκος του άξονα της Φωκίωνος Νέγρη (όπου τα ενοίκια παραμένουν υψηλά) και την ελαφρώς αυξημένη συγκέντρωσή τους στα βορειο-δυτικά, όπου κατοικούν διαχρονικά νοικοκυριά χαμηλότερων εισοδημάτων. Συγκρίνοντας την οριζόντια κατανομή των μεταναστών κατοίκων με αυτήν των Ελλήνων, τα πρότυπα εγκατάστασης είναι παρόμοια, γεγονός που δηλώνει μία γενικώς ισορροπημένη εθνοτική στεγαστική ανάμειξη (Χάρτης 1α, 1β). Παρομοίως, στο Μεταξουργείο, οι μετανάστες κάτοικοι διαχέονται σχετικά ομοιόμορφα στο σύνολο της περιοχής, με εξαίρεση την ελαφρώς αυξημένη συγκέντρωσή τους στα βορειο-ανατολικά, κοντά στην πλατεία Ομόνοιας (Χάρτης 2α, 2β).
Η εθνοτική στεγαστική ανάμειξη επιβεβαιώνεται όχι μόνο οριζοντίως (σε επίπεδο γειτονιάς) αλλά και καθέτως (σε επίπεδο κτηρίου), αφού οι μετανάστες, όπως και οι Έλληνες κάτοικοι, δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένους μόνο ορόφους των πολυκατοικιών. Στην Κυψέλη, περίπου οι μισοί μετανάστες κάτοικοι εντοπίζονται ανάμεσα στο υπόγειο και τον ημι-όροφο και σχεδόν οι υπόλοιποι μισοί κατοικούν μεταξύ του πρώτου και του τέταρτου ορόφου, ενώ ελάχιστοι έχουν πρόσβαση σε ψηλότερους ορόφους. Στο Μεταξουργείο, όπου η δόμηση είναι πολύ χαμηλότερη και οι μονοκατοικίες περισσότερες από ότι στην Κυψέλη, η πλειονότητα των μεταναστών κατοικεί μεταξύ πρώτου και τρίτου ορόφου.
Η παρουσία των μεταναστών στην Κυψέλη και στο Μεταξουργείο ως εμπόρων καλύπτει αντίστοιχα 10 % και 44 % του συνόλου της εμπορικής δραστηριότητας. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο περιοχών είναι σημαντικές και σχετίζονται τόσο με τα χωροκοινωνικά χαρακτηριστικά τους, όσο και με τις ιδιαίτερες μεταναστευτικές συγκεντρώσεις που εμφανίζει κάθε περιοχή.
Στην Κυψέλη, καταγράφονται 133 ανοιχτά και 48 κλειστά καταστήματα μεταναστών, τα οποία κατανέμονται σχεδόν ομοιόμορφα στη γειτονιά (Χάρτης 3). Στη μεγάλη πλειονότητά τους, πρόκειται για καταστήματα ειδών διατροφής, τηλεφωνικών υπηρεσιών, καταστήματα γενικού εμπορίου και κομμωτήρια. Οι κύριες περιοχές προέλευσης των μεταναστών καταστηματαρχών είναι η Αφρική, η Ασία, το πρώην Σοβιετικό Μπλοκ, η Κίνα και η Εγγύς Ανατολή (Πίνακας 1). Σε πολλές περιπτώσεις, το είδος της εμπορικής δραστηριότητας συνδέεται με τις περιοχές προέλευσης των μεταναστών. Επίσης, η εθνοτική εμπορική δραστηριότητα στην Κυψέλη απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε μια μεικτή πελατεία. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις καταγραφές, 56 % των επιχειρήσεων απευθύνονται πρωτίστως σε μετανάστες, κυρίως τα κομμωτήρια και οι τηλεφωνικές υπηρεσίες, και 44 % σε μεικτή πελατεία, κυρίως τα καταστήματα ειδών διατροφής και γενικού εμπορίου.
Στο Μεταξουργείο, καταγράφονται 260 ανοιχτά και 28 κλειστά καταστήματα μεταναστών, τα οποία κατανέμονται κυρίως στο ανατολικό τμήμα της περιοχής, στο ύψος της πλατείας Κουμουνδούρου και στο βόρειο τμήμα της περιοχής, σε γειτνίαση με την πλατεία Ομόνοιας (Χάρτης 4). Στη γειτονιά αυτή, υπερτερεί το χονδρικό εμπόριο έτοιμου ενδύματος και ακολουθούν τα καταστήματα γενικού εμπορίου, ειδών διατροφής και εστίασης. Οι περιοχές προέλευσης των μεταναστών καταστηματαρχών είναι, και στην περιοχή του Μεταξουργείου, άμεσα συνδεδεμένες με τους τύπους εμπορικής δραστηριότητας: υπερτερούν οι Κινέζοι μετανάστες και ακολουθούν οι υπήκοοι χωρών του πρώην Σοβιετικού Μπλοκ και της Ασίας (Πίνακας 2). Τέλος, 67 % των καταστημάτων απευθύνονται σε μεικτή και 32 % σε μεταναστευτική πελατεία.
Με βάση τις παραπάνω καταγραφές, προκύπτει ότι η μαζική έλευση και εγκατάσταση των μεταναστών στον Δήμο της Αθήνας αποτελεί σημαντική συμβολή στην αναχαίτιση των τάσεων εγκατάλειψης ορισμένων κεντρικών γειτονιών, απαξίωσης του οικιστικού αποθέματος και αποδυνάμωσης ζωτικών για την πόλη λειτουργιών, όπως η κατοικία και οι επιχειρηματικές δραστηριότητες. Με άλλα λόγια, η παρουσία των μεταναστών σε αυτούς τους δύο τομείς κάλυψε τη «φυγή» προς τα προάστια των προηγούμενων χρόνων και συγκράτησε την ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα στις δύο κεντρικές υπό μελέτη γειτονιές. Συνέβαλε ακόμα στην αναθέρμανση της τοπικής οικονομίας μέσω της (επαν)ενεργοποίησης της αγοράς ενοικιαζόμενων κατοικιών και επαγγελματικών χώρων. Και τέλος, με προσωπικά έξοδα και κόπο, μέσα από εργασίες συντήρησης, βελτιώσεων και μετατροπών, οι μετανάστες συνέβαλαν στην αναβάθμιση του κτηριακού αποθέματος καθώς και του περιβάλλοντα δημόσιου χώρου. Συνολικά, η παρουσία των μεταναστών στο κέντρο της πόλης φαίνεται να αποτρέπει την περαιτέρω πληθυσμιακή και λειτουργική απαξίωσή του και να ενδυναμώνει τον ιστορικά πολυλειτουργικό χαρακτήρα του.
[1] Η μείωση του πληθυσμού στον Δήμο Αθηναίων και η αύξηση σε μικρούς προαστιακούς δήμους και κοινότητες συνεχίσθηκε και στη δεκαετία του 1990 με μικρότερη όμως ένταση (Μαλούτας κ.ά. 2006, 279).
[2] Για τα στοιχεία του πληθυσμού, βλέπε ΕΣΥΕ, Πραγματικός πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφή της 5 Απριλίου 1981, Αθήνα, 1982, ΦΕΚ 882, Πίνακας πραγματικού πληθυσμού κατά την απογραφή της 17ης Μαρτίου 1991, 6 Δεκεμβρίου 1993, ΕΛΣΤΑΤ, Πίνακας αποτελεσμάτων Μόνιμου Πληθυσμού – Απογραφής 2011, http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/PAGE-census2011.
[3] Η συγκεκριμένη μέθοδος συλλογής δεδομένων θέτει ορισμένους σοβαρούς περιορισμούς. Τα αναγραφόμενα ονόματα των ενοίκων στα θυροτηλέφωνα των πολυκατοικιών συχνά δεν είναι ενημερωμένα ή «αποκρύπτουν» πληροφορίες, στην περίπτωση που κάποιοι ένοικοι δεν επιθυμούν να είναι «ορατοί» (Βαΐου κ.ά. 2007, 82). Ωστόσο, θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη μέθοδος μπορεί να προσφέρει, όχι μία απολύτως ακριβή καταγραφή, αλλά μία ικανοποιητική εκτίμηση του αριθμού των μεταναστών ενοίκων στη μικρή κλίμακα της πολυκατοικίας.
[4] Οι επιτόπιες καταγραφές στο σύνολο των δύο υπό μελέτη περιοχών πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα μεταξύ Ιουνίου 2012 και Φεβρουαρίου 2013. Οι τρεις χαρακτηριστικοί κεντρικοί δρόμοι των περιοχών είναι οι οδοί Δροσοπούλου, Αγίας Ζώνης και Κύπρου στην Κυψέλη, και οι οδοί Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αγησιλάου και Κολοκυνθούς στο Μεταξουργείο.
Μπαλαμπανίδης, Δ., Πολύζου, Ί. (2015) Αναχαιτίζοντας τάσεις εγκατάλειψης του αθηναϊκού κέντρου: η παρουσία των μεταναστών στην κατοικία και στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/μετανάστες-κατοικία-και-επιχειρήσει/ , DOI: 10.17902/20971.48
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9