Ως κατασκευαστικές υποδομές εννοούμε τα τεχνικά έργα (σημειακά ή δικτυακά) ή κελύφη που αποσκοπούν στην υποστήριξη των ανθρώπινων οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων (π.χ. βιομηχανία, παιδεία, μεταφορές). Ως μεγάλα έργα υποδομών θεωρούνται αυτά των οποίων η επένδυση για τη δημιουργία τους ξεπερνάει το ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Αποτελεί διεθνή προβληματισμό η σχέση τέτοιων έργων με την ανάπτυξη, και ιδιαίτερα οι όροι με τους οποίους τέτοια έργα θα μπορούσαν να θεωρηθούν επιτυχημένα, καθώς η ισχύουσα αντίληψη είναι ότι η επιτυχία τους έγκειται στην ολοκλήρωσή τους εντός των ορίων του σιδηρού τριγώνου των χρονικών και χρηματικών ορίων καθώς και των προδιαγραφών που αρχικά είχαν καθοριστεί (Dimitriou 2014, Flyvbjerg, Bruzelius and Rothengatter 2003).
Στο πλαίσιο αυτό οφείλει κανείς να αναγνωρίσει ότι οι επενδύσεις σε υποδομές, οι οποίες παρά τους βραδείς ρυθμούς ανακύκλωσης του κεφαλαίου εφ’όσον είναι δυνατή η κερδοφορία, αποτελούν μια από τις επενδυτικές διεξόδους του κεφαλαίου, ιδιαίτερα όταν οι επενδύσεις στον βιομηχανικό τομέα, που εξασφαλίζει ταχύτερη ανακύκλωση του επενδεδυμένου κεφαλαίου και συνεπώς γρηγορότερο κέρδος, δεν είναι επαρκώς επικερδείς ή ασφαλείς (Harvey 1982).
Βέβαια, λόγω του μεγέθους τους (από πλευράς χρηματικής επένδυσης, φυσικής κλίμακας, χρονικής δέσμευσης, κλπ), οι υποδομές, και ιδιαίτερα οι μεγάλες, αφορούν σε όλη την κοινωνία, αποτελώντας έναν από τους υλικούς συνεκτικούς παράγοντές της. Κατά συνέπεια, η πολιτική για τις υποδομές αποτελεί σε πολύ μεγάλο βαθμό κρατική πολιτική στην οποία κρυσταλλώνονται και οι σχετικές αντικρουόμενες τάσεις και απόψεις (συμφέροντα) για τον προσανατολισμό και την εξέλιξη της ίδιας της κοινωνίας.
Τέτοιο παράδειγμα είναι η περίπτωση των μεγάλων υποδομών που δημιουργήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990 στην Ελλάδα, οι οποίες δρομολογήθηκαν κάτω από δύο καθοριστικές συνισταμένες δυνάμεων: Πρώτον, κάτω από την συνολική προγραμματισμένη εξέλιξη στο πλαίσιο των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης. Αυτό ενσωμάτωνε την επιρροή ή και ώθηση των κρίσεων και ευκαιριών του κατασκευαστικού τομέα (επιστροφή κατασκευαστικών εταιρειών από τη Μέση Ανατολή, προσπάθειες μετάβασης προς τα Βαλκάνια, απορρόφηση κονδυλίων μέσα από μια κεκτημένη ταχύτητα του ελληνικού καθεστώτος συσσώρευσης που κλίνει προς τις υποδομές, κλπ). Δεύτερον, κάτω από την επιταχυντική επιρροή των τότε επερχομένων Ολυμπιακών Αγώνων (Σκάγιαννης και Καπαρός 2013).
Οι σημαντικότερες των μεγάλων αυτών υποδομών ήταν η Αττική Οδός, ο αερολιμένας «Ελ. Βενιζέλος» και το Αττικό Μετρό στην Αθήνα, η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, τα τότε νεότερα τμήματα του αυτοκινητοδρόμου ΠΑΘΕ, και η Εγνατία Οδός.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η σχέση των υποδομών με την πόλη ή τις πόλεις και τον σχεδιασμό (τους) υπήρξε πολύ στενή. Δεν είναι μόνο η Αθήνα για την οποία είναι περίπου προφανής η σχέση της με την Αττική Οδό, τον νέο αερολιμένα και το Αττικό Μετρό, αλλά η Πάτρα με την προοπτική και κατεύθυνση ανάπτυξης που της δίνει η Γέφυρα (ιδιαίτερα σε συναρμογή με την Ιόνια Οδό) και η καρκινοβατούσα μεν αλλά σαφώς δρομολογημένη ένταξή της στον ΠΑΘΕ, όπως επίσης και οι επιπτώσεις που έχει η Εγνατία Οδός στις πόλεις του ευρύτερου άξονά της, όπως και η αναδιάρθρωση που προκαλεί στον περιφερειακό χώρο φέρνοντας σε μεγάλη εγγύτητα τις ομάδες διάφορων αστικών συστημάτων. Και όλα αυτά, ταυτόχρονα με την επίπτωση που έχει το σύνολο των έργων στην οικονομία της χώρας, μέσω της συνεκτικότητας που προάγουν (παράγοντας της ολοκλήρωσης) και των πολλαπλασιαστικών τους αποτελεσμάτων.
Σε μεγάλη έρευνα για την επιτυχία και τη σημασία των μεγάλων έργων που διεξήγαγαν 10 ανά τον κόσμο πανεπιστήμια υπό τον συντονισμό του University College London (Omega Centre, Bartlett School of Planning) (Dimitriou 2014), το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Εργαστήριο Υποδομών, Τεχνολογικής Πολιτικής και Ανάπτυξης) ασχολήθηκε με την Αττική Οδό, το Αττικό Μετρό και τη Γέφυρα Ρίου Αντιρρίου. Εδώ θα αναφερθούμε στα δύο πρώτα που χωροθετούνται στην μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας.
Το βασικό έργο του μετρό της Αθήνας συναποτελείται από 20 σταθμούς, διαδρομή 17,6 χιλιόμετρων στις γραμμές 2 και 3 που διατρέχουν το κέντρο της Αθήνας και συνδέονται με την προϋπάρχουσα γραμμή 1 (εικόνα 1). Το έργο έγινε με δημόσια χρηματοδότηση, και ανήκει στη δημόσια επιχείρηση Αττικό Μετρό ΑΕ η οποία και το διαχειρίζεται. Η σύλληψη για το βασικό έργο του Μετρό της Αθήνας χρονολογείται από τη δεκαετία του 1950 (Νάθενας, κ.ά. 2007). Μετέπειτα μια σειρά από μελέτες και σχεδια(σμοί) έγιναν σε διάφορες περιόδους (εικόνα 2) κατά τις οποίες το έργο ενσωματώθηκε στις αποφάσεις για τον κεντρικό σχεδιασμό της Αθήνας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, εν όψει μιας μεγαλύτερης διαθεσιμότητας κεφαλαίων (με τη μορφή ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και δανεισμού από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων) και ως αποτέλεσμα πολιτικής πίεσης για την επίλυση του ογκούμενου κυκλοφοριακού προβλήματος, το ΥΠΕΧΩΔΕ συμπεριέλαβε το έργο στο σχεδιασμό της Αθήνας (Σκάγιαννης και Καπαρός 2013, Kaparos, Skayannis and Pavleas 2010). Η δημοπράτηση του έργου έγινε με την μέθοδο Μελέτη-Κατασκευή με κατ’ αποκοπή τίμημα και τελείωσε το 1991, 4 χρόνια μετά την προκήρυξη του διαγωνισμού, με την κατακύρωση του έργου στην εταιρεία Ολυμπιακό Μετρό, μια κοινοπραξία με ηγέτη τις εταιρείες Siemens and Alstom (http://www.ametro.gr/). Το (βασικό) έργο τελείωσε το 2003 με κόστος περίπου €2,7 δις (Attiko Metro SA 2007), μετά από καθυστέρηση πέντε περίπου ετών και υπέρβαση προϋπολογισμού περίπου ενός δις € (Kaparos, Skayannis and Pavleas 2010). Αυτές οφείλονταν κυρίως σε επαναχάραξη γραμμών για λόγους προστασίας της αρχαιολογικής κληρονομιάς. Από την παράδοση του έργου το μετρό έχει τουλάχιστον τριπλασιαστεί σε μήκος, ενώ ήδη στις αρχές του 2015 ακόμη περισσότεροι σταθμοί και επεκτάσεις σχεδιάζονται και κατασκευάζονται.
Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις του ΥΠΕΧΩΔΕ (http://www.minenv.gr/#), οι κύριοι αρχικοί στόχοι του έργου ήταν ο εκσυγχρονισμός και η βελτίωση του δικτύου δημοσίων συγκοινωνιών της Αθήνας, και η μείωση της κυκλοφοριακής συμφόρησης, της ρύπανσης και της διάρκειας των μετακινήσεων. Το έργο αποσκοπούσε επίσης να λειτουργήσει ως καταλύτης για την αστική ανασυγκρότηση και να αυξήσει τις δυνατότητες απασχόλησης. Πρόσθετα σημαντικά αντικείμενα-στόχοι του έργου που συμπεριελήφθησαν αργότερα ήταν η διασύνδεση των δημοσίων μέσων μεταφορών και η συνεισφορά σε μια πολυκεντρική ανάπτυξη της μητροπολιτικής περιοχής (Λαλιώτης 2000).
Πηγή: www.ametro.gr
Πηγή: http://www.ametro.gr/files/maps/AM_Athens_Metro_map_Dec14_gr.pdf
Η Αττική Οδός (ΑΟ) είναι ένας κλειστός αυτοκινητόδρομος με διόδια, μήκους 65 χιλιομέτρων. Αποτελεί τον περιφερειακό αυτοκινητόδρομο της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας και τη ραχοκοκαλιά του οδικού δικτύου ολόκληρης της Αττικής συνδέοντας 30 δήμους της μητροπολιτικής περιοχής και τις σημαντικότερες οδικές, αεροπορικές, λιμενικές και σιδηροδρομικές υποδομές. Η ΑΟ συνδέει το νέο αεροδρόμιο (Ελ. Βενιζέλος) με την πόλη της Αθήνας, και αποτελεί επίσης μέρος του ΠΑΘΕ και του άξονα προτεραιότητας 7, Πάτρα-Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Σόφια-Βουδαπέστη, των Διευρωπαϊκών Δικτύων Μεταφορών (Trans European Networks – Transport) (εικόνα 3). Η ΑΟ συναποτελείται από δύο σχεδόν καθέτους μεταξύ τους αυτοκινητοδρόμους, τους: α) Ελεύθερη Λεωφόρος Ελευσίνας-Σταυρού-Σπάτων μήκους 52 χλμ, και β) Δυτική Περιφερειακή Λεωφόρος Υμηττού, μήκους 13 χλμ, και περιλαμβάνει 9,4 χλμ επεκτάσεις σε τρεις οδούς ταχείας κυκλοφορίας, για την διασύνδεσή τους με την ΑΟ (εικόνα 4) (http://www.aodos.gr/summary.asp?catid=19571).
Πηγή: http://ec.europa.eu/ten/transport/maps/doc/axes/pp07.pdf
Πηγή: http://media.feed.gr/pegasus/Multimedia/jpg/ATT_ODOS_id2320.jpg
Το έργο έγινε με σύμβαση παραχώρησης του τύπου Design – Build – Finance – Operation – Maintenance μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και της παραχωρησιούχου εταιρείας ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ ΑΕ και με δημόσια και ιδιωτική (συν)χρηματοδότηση. Η κατασκευή έγινε από την κατασκευαστική εταιρεία ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ, ενώ την Αττική Οδό ως προς τη λειτουργία και συντήρηση διαχειρίζεται η εταιρεία ΑΤΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΑΕ που ανήκει στις ΕGIS ROAD OPERATION και ATTIKA ΔΙΟΔΙΑ ΑΕ. Τα διόδια διαχειρίζεται η ΑΤΤΙΚΑ ΔΙΟΔΙΑ ΑΕ, με μετόχους τους ΑΚΤΩΡ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕΙΣ ΑΕ, J&P ΑΒΑΞ ΑΕ, ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ, ΕΤΕΘ ΑΕ (ανήκει στην J&P). Το έργο, μέχρι τη λήξη της σύμβασης παραχώρησης (2023) ανήκει στην εταιρεία ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ ΑΕ στης οποίας τη μετοχική σύνθεση σήμερα συμμετέχουν οι ΑΚΤΩΡ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕΙΣ, J&P ΑΒΑΞ ΑΕ, ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ, ΕΤΕΘ ΑΕ (ανήκει στην J&P), EGIS PROJECTS SA (TRANSROUTE INTERNATIONAL). (Αττικά Διόδια ΑΕ, 2014· http://www.aodos.gr/summary.asp?catid=19494· Αττική Οδός ΑΕ, 2014).
Η σύλληψη για την κατασκευή της Αττικής Οδού χρονολογείται από το σχέδιο Δοξιάδη του 1947, ενώ πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή με τη μελέτη Σμιθ του 1963.
Στη συνέχεια, μια σειρά από μελέτες και σχεδια(σμοί) (1972-1975, 1978, Ρυθμιστικό Σχέδιο Αττικής–Αθήνας [ΡΣΑ] 1985), έγιναν σε διάφορες περιόδους κατά τις οποίες το έργο ενσωματώθηκε στις αποφάσεις για τον κεντρικό σχεδιασμό της Αθήνας, κάτω από την πίεση των κυκλοφοριακών προβλημάτων της πόλης και με τις νέες δυνατότητες που έδιναν οι ευρωπαϊκοί πόροι. Κρίσιμος λόγος η χωροθέτηση του αεροδρομίου στα Σπάτα στη δεκαετία του ’80, και η σχετική υποχρέωση της αποπεράτωσης του τμήματος μεταξύ αεροδρομίου-ΠΑΘΕ κατά την έναρξη λειτουργίας του αεροδρομίου. Αυτά αποτυπώθηκαν οριστικά μετά την κατασκευή τους στο ΡΣΑ 2021 (εικόνες 5 & 6).
Πηγή: http://www.organismosathinas.gr/userfiles/file/nomosrsa/XARTES%20RSA/07_STATH%20TROXIAS.pdf
Πηγή: http://www.organismosathinas.gr/userfiles/file/nomosrsa/XARTES%20RSA/08_ODIKO%20DIKTUO.pdf
Η προκήρυξη του διαγωνισμού για την ανάληψη του έργου έγινε το 1992, ο διαγωνισμός διεξήχθη σε δύο φάσεις και εν τέλει το 1996 επικυρώθηκε από τη Βουλή η σύμβαση παραχώρησης (Ν. 2245/1996) στην εταιρεία Αττική Οδός ΑΕ. Το χρηματοδοτικό κλείσιμο επιτεύχθηκε με σημαντική καθυστέρηση το 2000.
Το έργο τελείωσε το 2003 με δαπάνη περίπου €1,249 δις (κατ’αποκοπήν δαπάνη για το βασικό έργο) (http://www.ametro.gr/), ενώ το σύνολο με αύξηση επιπρόσθετων συνδεδεμένων έργων, απαλλοτριώσεις (και με αύξηση τιμών τους), τροποποιήσεις σχεδιασμού, αρχαιολογικές εργασίες, πρόσθετα έξοδα μηχανικών, μεταφορά εγκαταστάσεων Κοινής Ωφελείας έφτασε τα €3,2 δις (Kaparos, Skayannis and Pavleas 2010). Τα περισσότερα τμήματα του έργου παραδόθηκαν πριν από τις προθεσμίες, ενώ η Δυτική Περιφερειακή Λεωφόρος Υμηττού παραδόθηκε 6 μήνες αργότερα (στις 30/08/2003) και το τμήμα Αιγάλεω-Μεταμόρφωση δέκα μήνες αργότερα (στις 3/08/04).
Σύμφωνα με τη σύμβαση παραχώρησης (1996), οι κύριοι αρχικοί στόχοι του έργου ήταν η αντιμετώπιση των συγκοινωνιακών προβλημάτων και της ρύπανσης που είχε επιφέρει το ακτινικό οδικό δίκτυο. Αυτό θα συνεπαγόταν τη μείωση των μετακινήσεων μέσω του κέντρου της πόλης και θα κατέληγε στην βελτίωση της ποιότητας ζωής και στην ισόρροπη και αειφόρο ανάπτυξη της Αθήνας. Άλλα πρόσθετα αντικείμενα-στόχοι που ετέθησαν από την κυβέρνηση το 2000 ήταν η εξυπηρέτηση των σχεδιαζομένων – αναβαθμιζομένων λιμενικών εγκαταστάσεων της Ανατολικής Αττικής (Ραφήνα – Λαύριο), η αντιπλημμυρική θωράκιση της Αττικής και ο στρατηγικός επανασχεδιασμός των δικτύων ενέργειας και επικοινωνιών της Αττικής (http://www.minenv.gr/#).
Από τα παραπάνω δύο μεγάλα έργα της Αθήνας, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η κατασκευή των μεγάλων τεχνικών υποδομών στην Ελλάδα είναι καθοριστικής σημασίας για τον σχεδιασμό, την πραγματικότητα και το μέλλον των μητροπολιτικών περιοχών. Ένα κεντρικό ζήτημα με τα μεγάλα έργα είναι ότι πολλές φορές σχεδιάζονται εκ των υστέρων παρακάμπτοντας τον πολεοδομικό-χωροταξικό σχεδιασμό της πόλης, με αποτέλεσμα η ένταξή τους να μην είναι επαρκώς ‘οργανική’ στον χώρο της πόλης. Αυτός, ανάμεσα σε μια σειρά παράγοντες όπως η έλλειψη επαρκούς και ουσιαστικής διαβούλευσης και οι ρεαλιστικές εκ των προτέρων εκτιμήσεις, είναι ένας από τους λόγους που τα έργα αυτά παρ’ότι λύνουν τεράστια ζητήματα λειτουργικότητας στην πόλη, δεν καταφέρνουν να της προσδώσουν τα οφέλη που προέβλεπε ο αρχικός σχεδιασμός τους. Ταυτόχρονα δημιουργούν νέες, συχνά απρόβλεπτες συνθήκες στην οργάνωση και λειτουργία της πόλης και αναπλαισιώνουν τον σχεδιασμό δίνοντας έμφαση και συνέχεια στα μεγάλα έργα/παρεμβάσεις. Προκύπτει συνεπώς, ένα πρόβλημα ανταγωνισμού ανάμεσα στον ρυθμό και τον δυναμισμό του σχεδιασμού και τον ρυθμό και τον δυναμισμό των μεγάλων έργων.
Καπαρός, Γ., Σκάγιαννης, Π. (2015) Τα μεγάλα έργα υποδομών, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/μεγάλες-υποδομές/ , DOI: 10.17902/20971.38
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Οι πολιτικές για τη μετανάστευση που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα τα τελευταία είκοσι χρόνια είχαν, στη μεγάλη τους πλειονότητα, κατασταλτικό χαρακτήρα. Αρχικά, στη δεκαετία του 1990, πολλοί Αλβανοί συνελήφθησαν και απελάθηκαν στο πλαίσιο της πολιτικής συγκυρίας και των «επιχειρήσεων-σκούπα» της εποχής, ενώ στη δεκαετία του 2000, μετανάστες από την Αφρική, την Εγγύς Ανατολή και την Ασία, που μπήκαν στη χώρα παράνομα, κρατήθηκαν μαζικά στα σύνορα. Πιο πρόσφατα, από το 2010 ως το 2012, οι περισσότερες συλλήψεις πραγματοποιήθηκαν κυρίως στα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, παρά στην ενδοχώρα, ενώ τα μέσα συνοριακού ελέγχου ενισχύθηκαν σημαντικά (Πίνακας 1).
Πηγή: Στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας, http://www.astynomia.gr
Τη δεκαετία του 1990 δημιουργείται συνοριακή αστυνομία και τοποθετούνται αστυνομικά τμήματα με υποδομές κράτησης στο Νομό Έβρου, στα μέσα της δεκαετίας του 2000 κατασκευάζεται κέντρο κράτησης στη Σάμο και στη Χίο, από το 2007 η Frontex συντονίζει την επιχείρηση «Ποσειδών» στο Αιγαίο και το 2011 πραγματοποιείται η επιχείρηση «Rabbit» στα χερσαία σύνορα στη Θράκη. Από το 2010, η Δυτική Θράκη μετατρέπεται στον κατεξοχήν τόπο συνοριακού ελέγχου, σε έναν τόπο εμβληματικό, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για το «πρόβλημα» της διέλευσης των συνόρων προς την Ελλάδα, με μαζικές συλλήψεις. Όμως, η κατάσταση αυτή αλλάζει ριζικά μετά το 2012, για δύο βασικούς λόγους: την εφαρμογή του νόμου 3907/2011 και τις επιχειρήσεις «Ξένιος Δίας».
Η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Οδηγίας σχετικά με την «επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών» προβλέπει την καθιέρωση νέων μέσων και δομών για τον συνοριακό έλεγχο. Συγκεκριμένα, θεσμοθετεί μία διαδικασία ελέγχου της μετανάστευσης που φιλοδοξεί να απλοποιήσει και να συστηματοποιήσει την αναγνώριση και τη συλλογή δεδομένων για όσους περνούν τα σύνορα. Και πράγματι, από το πρώτο κιόλας εξάμηνο του 2012, η εφαρμογή του νόμου οδηγεί σε σαφή επιτάχυνση των διαδικασιών συνοριακού ελέγχου των μεταναστών [1]. Στα κέντρα κράτησης φυλάσσονται μόνο οι προς απέλαση μετανάστες, στις Φέρες, στη Βέννα, στο Φυλάκιο, στο Τυχερό και στο Σουφλί. Παράλληλα με την εφαρμογή του νέου τρόπου ελέγχου στα χερσαία σύνορα Ελλάδας και Τουρκίας, η κυβέρνηση ενεργοποιεί τον Αύγουστο του 2012 και την επιχείρηση «Ξένιος Δίας», όχι σε συνοριακές περιοχές, αλλά στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Οι γενικευμένοι έλεγχοι αφορούν πρωτίστως την πόλη της Αθήνας, στοχεύουν κυρίως στους μετανάστες χωρίς νόμιμα έγγραφα και οδηγούν σε χιλιάδες συλλήψεις και κρατήσεις [2]. Μετά από τον έλεγχο και τη σύλληψή τους, οι μετανάστες οδηγούνται στα αστυνομικά τμήματα της Αθήνας για ταυτοποίηση των στοιχείων τους. Σε περίπτωση που δεν έχουν νόμιμη άδεια παραμονής ή κατέχουν πλαστά έγγραφα ταυτότητας, κρατούνται συστηματικά στα αστυνομικά τμήματα της πόλης ή μεταφέρονται σε κέντρα κράτησης στην Αθήνα (στο προαναχωρησιακό κέντρο κράτησης της Αμυγδαλέζας), στην Ξάνθη, στην Κομοτηνή, στο Παρανέστι και στην Κόρινθο. Η χωρητικότητα των νέων αυτών εγκαταστάσεων κράτησης, που εγκαινιάστηκαν το 2012, ξεπερνάει εντυπωσιακά αυτήν των κέντρων κράτησης στα σύνορα. Σε πολλές περιπτώσεις, μπορούν να χωρέσουν μέχρι και 1.000 άτομα.
Ο ακριβής προσδιορισμός του αριθμού των μεταναστών που συνελήφθησαν και κρατήθηκαν απαιτεί μία ιδιαίτερη μέθοδο υπολογισμού. Οι αριθμοί που εμφανίζονται στον Πίνακα 2 προκύπτουν έπειτα από πρόσθεση των δεδομένων που δίνονται στις ημερήσιες αναφορές της Ελληνικής Αστυνομίας και δημοσιεύονται στην επίσημη ιστοσελίδα της. Οι αριθμοί αυτοί αντιστοιχούν σε συλλήψεις μεταναστών για έλεγχο των εγγράφων τους και περιλαμβάνουν έλεγχο στο αστυνομικό τμήμα και κράτηση για «παραβίαση της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με τη διαμονή στη χώρα».
Η βασικότερη κοινωνική επίδραση των επιχειρήσεων «Ξένιος Δίας» προκύπτει από το χαρακτήρα της κράτησης των μεταναστών μετά τη σύλληψή τους. Η διάρκεια της κράτησης δεν είναι ποτέ γνωστή στον κρατούμενο και μπορεί να φτάσει νόμιμα τους 18 μήνες, με βάση τις τροποποιήσεις που έγιναν από το νόμο 3907/2011. Επιπλέον, λόγω της πρόσφατης θεσμοθέτησής τους, τα προαναχωρησιακά κέντρα κράτησης συνδέονται ελάχιστα με τα δίκτυα υποστήριξης των μεταναστών, τα οποία παρέχουν νομικές ή/και ορισμένες φορές ιατρικές υπηρεσίες. Με άλλα λόγια, η επαφή με το «έξω» σπανίζει, ενώ ορισμένοι μετανάστες κρατούμενοι μεταφέρονται και κρατούνται για μήνες σε κεντρικά αστυνομικά τμήματα της Αθήνας (Χάρτης 1).
Μια άλλη βασική επίδραση των επιχειρήσεων ελέγχου, στο πλαίσιο της εφαρμογής του νόμου 3907/2011, είναι η «εξάπλωση» της πρακτικής της κράτησης από τις συνοριακές περιοχές προς την ενδοχώρα. Η γεωγραφική «εξάπλωση» των κρατήσεων προς τα αστικά κέντρα συνοδεύτηκε και από έναν απροκάλυπτο λόγο των αρχών περί καταστολής των μεταναστευτικών ρευμάτων και των μεταναστών που ζουν στις πόλεις, κυρίως στην Αθήνα. Έτσι, οι επιχειρήσεις «Ξένιος Δίας» είχαν ως βασικό αποτέλεσμα τη μείωση των συλλήψεων στα σύνορα και την αύξηση των συλλήψεων στα μεγάλα αστικά κέντρα. Μέσα στις πόλεις πια, και όχι σε κάποια μακρινά κι αθέατα σύνορα, οι επιχειρήσεις «Ξένιος Δίας» αύξησαν την «ορατότητα» των συλλήψεων και αξιοποίησαν επικοινωνιακά την καταστολή κατά των μεταναστών. Ειδικά στην Αθήνα, στην πόλη που συγκεντρώνεται περισσότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας, η «ορατότητα» των συλλήψεων είχε μία ιδιαίτερη επικοινωνιακή δύναμη (Χάρτης 2).
Πέρα από τα οφέλη που πρόσφεραν οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις στην πολιτική εξουσία, μπροστά σε μια κοινή γνώμη εχθρική προς την παρουσία των ξένων –στο οποίο συνηγορεί και η αυξημένη εκλογική δύναμη του νεο-ναζιστικού κόμματος «Χρυσή Αυγή»– η «ορατότητα» των συλλήψεων προκάλεσε και στους ίδιους τους μετανάστες έναν γενικό φόβο απέναντι στις ελληνικές Αρχές. Σ’ αυτόν προστίθεται, την ίδια περίοδο, και ο αυξανόμενος κίνδυνος εκδήλωσης ρατσιστικών επιθέσεων εναντίον τους, κυρίως στις μεγάλες πόλεις. Με έμμεσο τρόπο, όλα αυτά επέδρασαν αποτρεπτικά για όσους σκόπευαν να περάσουν τα σύνορα από την Τουρκία προς την Ελλάδα, γεγονός που εξηγεί και τη ραγδαία μείωση των συλλήψεων στα σύνορα των δύο χωρών από τον Αύγουστο του 2012 και μετά.
Υπό το φως των παραπάνω παρατηρήσεων, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις είχαν σημαντικά αρνητικές επιδράσεις για τους μετανάστες στην Ελλάδα, μέσω της πρόδηλης στρατηγικής εκφοβισμού και αποτροπής που ασκούν οι Αρχές εις βάρος των μεταναστών που ζουν στην Αθήνα ή που επιθυμούν να παραμείνουν στη χώρα παρότι δεν διαθέτουν τα νόμιμα έγγραφα. Στις νέες στρατηγικές ελέγχου έχει σημασία να συνυπολογίζουμε τον διαδεδομένο πια χαρακτήρα της πρακτικής της κράτησης, όχι μόνο σε «αόρατες» συνοριακές περιοχές, αλλά και στην καρδιά της Αθήνας και άλλων μεγάλων πόλεων, καθώς επίσης τους πολλαπλούς σταθμούς στις «διαδρομές» ελέγχου και κράτησης των μεταναστών ανάμεσα σε κέντρα κράτησης και αστυνομικά τμήματα, ανάμεσα σε συνοριακές περιοχές και στην καρδιά των πόλεων.
[1] Η επιτάχυνση των διαδικασιών συνοριακού ελέγχου διαπιστώθηκε μέσω επιτόπιας έρευνας στο Νομό Έβρου, από τον Μάιο μέχρι τον Αύγουστο του 2012, στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής της συγγραφέως.
[2] Η επιχείρηση «Ξένιος Δίας» στοχεύει σε ένα ευρύ δείγμα ανθρώπων, που δεν ανταποκρίνονται στα καθιερωμένα κοινωνικά πρότυπα, δηλαδή σε ανθρώπους του περιθωρίου, μετανάστες χωρίς νόμιμα έγγραφα, αστέγους, εκδιδόμενες γυναίκες, διακινητές πλαστών εγγράφων, εμπόρους παράνομων τυχερών παιγνίων κ.ά.
Pillant, L. (2015) Επιχείρηση «Ξένιος Δίας»: Στρατηγική αποτροπής της μετανάστευσης μέσω της κράτησης, του εκφοβισμού και της καταπάτησης των δικαιωμάτων των μεταναστών, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/επιχείρηση-ξένιος-δίας/ , DOI: 10.17902/20971.17
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η Κυψέλη, μια από τις παλαιότερες γειτονιές του Δήμου Αθηναίων, είναι σήμερα μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες και πολυεθνικές γειτονιές και ένα παράδειγμα συνύπαρξης ντόπιων και μεταναστών, μιας συνύπαρξης που μεταλλάσσεται στο χρόνο σε συνάρτηση με γενικότερες εξελίξεις στη πόλη και πέρα από αυτήν.
Πηγή: greekscapes
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Κυψέλη είναι ακόμη μια περιοχή όπου υπάρχουν κυρίως αγροκτήματα και διάσπαρτες αγροτικές κατοικίες, ενώ αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες επαύλεις. Ως το Μεσοπόλεμο εξακολουθεί να είναι αραιοκατοικημένη, αλλά η συρροή πληθυσμού από την ύπαιθρο στην πρωτεύουσα οδηγεί στις απαρχές της μετατροπής της σε αστική συνοικία, με μονοκατοικίες και διπλοκατοικίες. Με τις επεκτάσεις του ρυμοτομικού σχεδίου του 1930 αποκτά περίπου τη σημερινή της έκταση και κτίζονται οι πρώτες πολυκατοικίες για εύπορα κυρίως νοικοκυριά (εικόνα 2). Το 1937 σχεδιάζεται από τον αρχιτέκτονα Βασίλειο Τσαγρή η διευθέτηση του ρέματος Λεβίδη (σημερινή Φωκίωνος Νέγρη) σε γραμμικό κήπο, με δέντρα, θάμνους, πίδακες νερού, γλυπτά και χώρους παιχνιδιού (εικόνα 3). Την ίδια περίοδο κατασκευάζεται και η Δημοτική Αγορά.
Πηγή: Μ. Βασενχόβεν 2003
Πηγή: greekscapes
Η εντατική οικοδόμηση της περιοχής ξεκινάει μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως σε πολλές άλλες περιοχές της Αθήνας, με το σύστημα της αντιπαροχής, και συνεχίζεται εντατικά έως και τη δεκαετία του 1970. Έτσι, ολοκληρώνεται σταδιακά η σημερινή εικόνα της γειτονιάς που, σύμφωνα με όλες τις πολεοδομικές μελέτες, είναι μια από τις πιο προβληματικές του Δήμου Αθηναίων, με υψηλές πυκνότητες, ρύπανση, προβλήματα κυκλοφορίας και στάθμευσης, ελάχιστους ελεύθερους χώρους και ανεπαρκείς υποδομές. Οι νέες πολυκατοικίες αντικαθιστούν τις μονοκατοικίες, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει μια περίοδος ακμής της Κυψέλης που γίνεται διάσημη για τη νυχτερινή ζωή της με θέατρα, κινηματογράφους, ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 εντοπίζεται μια μετακίνηση κυρίως νέων νοικοκυριών προς τα βορειοανατολικά και νοτιοανατολικά προάστια. Παραμένουν όμως στην περιοχή οι πιο ηλικιωμένοι κάτοικοι, ιδιαίτερα στους ανώτερους ορόφους και τα μεγαλύτερα διαμερίσματα των πολυκατοικιών.
Η δεκαετία 1990 είναι μια τομή για την Κυψέλη, καθώς η μαζική εγκατάσταση μεταναστών αναστρέφει τις τάσεις μείωσης τόσο του πληθυσμού, όσο και του μέσου μεγέθους νοικοκυριού και της πυραμίδας ηλικιών. Η «φυγή» των παλαιών κατοίκων αρχίζει να αντισταθμίζεται από την εγκατάσταση πολυμελών και ηλικιακά νέων νοικοκυριών μεταναστών. Τα ίδια περίπου χαρακτηριστικά της γειτονιάς, που για τους παλιούς κατοίκους συνιστούσαν υποβάθμιση, λειτουργούν διαφορετικά για τους μετανάστες. Τα διαμερίσματα, συνήθως υπόγεια ή ισόγεια, αλλά ακόμη και πλυσταριά στις ταράτσες, που οι παλιοί κάτοικοι θεωρούν μικρά και κακοφτιαγμένα ή ανεπαρκή σε χώρο, ενοικιάζονται γρήγορα από μετανάστες, οι οποίοι τα επισκευάζουν με προσωπική εργασία και επιτυγχάνουν πιο φτηνά ενοίκια κατοικώντας πολλοί μαζί. Ξαναμπαίνει έτσι στην αγορά ακινήτων ένα μεγάλο μέρος του κτηριακού αποθέματος που παρέμενε για μεγάλο διάστημα απαξιωμένο ή/και κενό.
Ταυτόχρονα, η γεωγραφική θέση της Κυψέλης, που οι παλιοί κάτοικοι εγκαταλείπουν εξ αιτίας του θορύβου, της ρύπανσης, της έλλειψης πράσινου και χώρων στάθμευσης, προσφέρει στους μετανάστες προσπελασιμότητα, καλές συγκοινωνίες, κοντινά σχολεία και τη σημαντική δυνατότητα να συνδυαστεί σχετικά εύκολα με την εργασία σε άλλες περιοχές της πόλης και με τη φροντίδα του σπιτιού και των παιδιών.
Από τα στοιχεία της Απογραφής Πληθυσμού 2001, μετανάστες/ριες κυρίως από την Αλβανία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Ουκρανία αλλά και τη Μολδαβία, τη Ρωσική Ομοσπονδία, τη Γεωργία, τη Γιουγκοσλαβία, την Αρμενία, τη Νιγηρία, την Αιθιοπία, τη Γκάνα, τη Νότια Αφρική, την Αίγυπτο, τις Φιλιππίνες, το Μπαγκλαντές, την Ινδία, το Πακιστάν, το Ιράκ, το Ιράν, την Τουρκία, και τη Συρία συνθέτουν, με διαφορετικές δυναμικές και μεγέθη, το μωσαϊκό των «νέων» κατοίκων της Κυψέλης. Πέρα από τις ποικίλες προελεύσεις, αξίζει να σημειωθεί το σχετικά υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης (ιδιαίτερα μεταναστριών που προέρχονται από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης) και το υψηλό ποσοστό οικονομικά ενεργού πληθυσμού, τόσο στην επίσημη οικονομία όσο και στον άτυπο τομέα (χάρτης 1).
Η Κυψέλη, παρά τις μεταλλαγές που έχουν συμβεί κατά τη διαδρομή της στο χρόνο, διατηρεί ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως η μεγάλη ποικιλία και μίξη χρήσεων γης με έμφαση στην κατοικία, την αναψυχή και το εμπόριο, καθώς και έναν πυκνοδομημένο και πυκνοκατοικημένο αστικό ιστό, με πυκνότητες που υπερβαίνουν τους 350 κατοίκους/Ηa. Η παρουσία πολυάριθμων μεταναστών, εγκατεστημένων από το 1990, συνέτεινε στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων και υπηρεσιών προσανατολισμένων προς τον «νέο» πληθυσμό, αλλά και στην αναζωογόνηση παλαιών χρήσεων. Η κατανομή των λειτουργιών, όπως και του πληθυσμού, δεν είναι προφανώς ομοιογενής. Η Φωκίωνος Νέγρη, παραδοσιακός υπερτοπικός πόλος αναψυχής, συγκεντρώνει δημόσιες υπηρεσίες και τράπεζες, τα πιο ακριβά εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία και καφετέριες, μερικά από τα οποία λειτουργούν συνεχώς από τη δεκαετία 1960, καθώς και την πιο ακριβή κατοικία (εξ ου και δεν καταγράφεται κατά μήκος της κατοικία μεταναστών). Στα περιφερειακά οικοδομικά τετράγωνα υπάρχουν συνοικιακά καφενεία, καταστήματα μεταναστών και τοπικές υπηρεσίες (φούρνοι, μπακάλικα, κομμωτήρια, καθαριστήρια, τηλεφωνικά κέντρα, money transfer, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, εργαστήρια φασόν κλπ).
Η Δημοτική Αγορά της Κυψέλης κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1930, με μια τυπολογία κτηρίου συνηθισμένη την περίοδο εκείνη, και λειτούργησε ως αγορά τροφίμων ως το 2003. Στη συνέχεια κινδύνεψε να μετατραπεί σε πολυώροφο εμπορικό κέντρο και γκαράζ και, με ενέργειες της δημοτικής παράταξης Ανοιχτή Πόλη, κηρύχτηκε διατηρητέα το 2005. Στο τέλος του 2006 το κλειστό μέχρι τότε κτήριο καταλήφθηκε από ομάδα κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι την επισκεύασαν με προσωπική εργασία και πόρους. Με τη συμβολική αυτή κίνηση, η «Ανοιχτή Κατάληψη Δημοτικής Αγοράς» συνέβαλε στην επαναδραστηριοποίηση του χώρου και την ένταξή του στην καθημερινότητα της γειτονιάς μέσω πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Η ιδέα της εναλλακτικής λειτουργίας και η πυκνότητα των δράσεων διαμορφώθηκε σταδιακά, καθώς διάφορες ομάδες κατοίκων πήραν πρωτοβουλίες και διατήρησαν το χώρο ζωντανό. Στα έξι χρόνια της λειτουργίας της πραγματοποιήθηκε εκεί πληθώρα δράσεων, μεταξύ των οποίων ξεχώρισαν το Σχολείο Μεταναστών, όπου, με τη συμβολή εθελοντών, προσφέρονταν δωρεάν μαθήματα ελληνικής γλώσσας σε μετανάστες από τη γειτονιά κι όχι μόνο, η αγορά βιοκαλλιεργητών, οι λογοτεχνικές και κινηματογραφικές βραδιές, συναυλίες, πολιτιστικές και πολιτικές εκδηλώσεις, συλλογικές πολυεθνικές κουζίνες, λαϊκές συνελεύσεις, δανειστική βιβλιοθήκη, εκθέσεις, κ.ά. Οι δράσεις αυτές έκαναν την Αγορά έναν κατ’ εξοχήν δημόσιο χώρο της γειτονιάς, πόλο έλξης και χώρο συνάντησης για κατοίκους και επισκέπτες, ντόπιους και μετανάστες, άνδρες και γυναίκες (εικόνες 4 και 5).
Πηγή: αρχείο Ο. Λαφαζάνη
Πηγή: αρχείο Ο. Λαφαζάνη
Τον Αύγουστο του 2012, παρουσία εισαγγελέα και αστυνομικών δυνάμεων, ο Δήμος Αθηναίων «ανακατέλαβε» την Αγορά, προκειμένου να την αποδώσει στους (σε κάποιους άλλους;) δημότες. Από τότε χρησιμοποιείται ένα πολύ μικρό μέρος της ως Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών.
Εδώ και τρείς δεκαετίες, η συνύπαρξη ντόπιων και μεταναστών μεταλλάσσεται στο χρόνο διαμορφώνοντας, παράλληλα, και τον χώρο της γειτονιάς. Μετανάστες/ριες που είναι εγκατεστημένοι εδώ και σχεδόν τρείς δεκαετίες έχουν αποκτήσει ζωτικούς δεσμούς με τη γειτονιά, ενώ κάποιοι «ξανά»μεταναστεύουν λόγω της οικονομικής κρίσης. Παιδιά μεταναστών/ριών που έχουν γεννηθεί στη Κυψέλη είναι πια ντόπιοι –είτε έχουν είτε δεν έχουν θεσμικά την ελληνική υπηκοότητα. Νεοαφιχθέντες προσπαθούν να στήσουν μια καθημερινότητα στην Αθήνα ή επιχειρούν να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς άλλους προορισμούς. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και πάντα σε σχέση με τις γενικότερες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες συντίθεται σταδιακά ένα σύνθετο πλέγμα σχέσεων που διέπεται συχνά από αμφιθυμία, καχυποψία, αμηχανία αλλά και καλή διάθεση, αλληλοβοήθεια, συνεργασία και αλληλεγγύη, καθιστώντας την Κυψέλη ένα ιδιαίτερο παράδειγμα συγκατοίκησης.
Στην Κυψέλη φαίνεται να λειτουργούν άτυπα δίκτυα αλληλοβοήθειας, τα οποία συχνά υποκαθιστούν το έλλειμμα των επίσημων πολιτικών ένταξης και αφορούν στην εύρεση σπιτιών, εργασίας αλλά και στήριξης σε καθημερινό επίπεδο. Η στήριξη είναι αμφίδρομη μεταξύ ντόπιων και μεταναστών/τριών και αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην περίοδο της κρίσης και των δραματικών περικοπών εισοδημάτων και υπηρεσιών, καθώς νοηματοδοτεί με διαφορετικούς τρόπους την έννοια της γειτονιάς και της γειτονίας. Σημαντικό ρόλο εδώ φαίνεται να έχει η κοινωνική ζωή των μεταναστριών, η αίσθηση της συντροφικότητας και της αποδοχής από τις ντόπιες, καθώς και οι καθημερινές πρακτικές τους που συμβάλλουν στην οικειοποίηση των χώρων της γειτονιάς και της πόλης. Οι συναντήσεις με φίλες στις πλατείες και άλλους δημόσιους χώρους, η συνοδεία των παιδιών στο σχολείο και στο παιχνίδι, τα καθημερινά ψώνια και οι διαδρομές που απαιτεί η φροντίδα της οικογένειας, διαμορφώνουν πεδία και χώρους γνωριμίας, συνεύρεσης και όσμωσης με άλλους κατοίκους της γειτονιάς, «ντόπιους» ή «ξένους» (εικόνα 6).
Πηγή: αρχείο Ντ. Βαΐου
Η Ανοιχτή Κατάληψη της Δημοτικής Αγοράς και η πληθώρα των δράσεών της δεν υπάρχει πια. Όμως, εκτός από τα άτυπα δίκτυα, εμφανίζονται και συγκροτημένες συλλογικές πρωτοβουλίες αλληλοβοήθειας και στήριξης, οι οποίες εμπλέκουν ντόπιους και μετανάστες, άνδρες και γυναίκες. Το «Μυρμήγκι», μεταξύ άλλων πρωτοβουλιών, αποτελεί ένα Δίκτυο Αλληλεγγύης στη γειτονιά που παίζει πολύ σημαντικό ρόλο για τους κατοίκους που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες. Εικοσιπέντε χρόνια μετά την αρχική εγκατάσταση μεταναστών/τριών στην Κυψέλη, οι λόγοι που τη συγκροτούν ως τόπο ιδιαίτερο και οικείο φαίνεται να είναι κοινοί για τους μετανάστες και τις μετανάστριες, όσο και για τους παλιότερους κατοίκους. Η δημιουργία τόπων οικείων, με τους οποίους παλιοί και νέοι κάτοικοι δένονται με πολλαπλούς τρόπους και καταλήγουν να τους θεωρούν δικούς τους, (μπορεί να) οδηγεί σε επαναξιολογήσεις του ποιος ανήκει στη γειτονιά, ποιος γίνεται δεκτός ως μέλος μιας καθημερινής κοινότητας, πώς το ανήκειν υλοποιείται τοπικά.
Οι μετανάστες στην Κυψέλη εξακολουθούν να ζουν στα μικρά τους διαμερίσματα των χαμηλών ορόφων και να προσθέτουν τα δικά τους χρώματα στην εικόνα της γειτονιάς (γράφημα 1). Ταυτόχρονα, μέσα από την εξοικείωση με τη γειτονιά και την πόλη, δεν είναι πια τόσο «ξένοι», ακόμη και όταν το ακανθώδες ζήτημα της νομιμοποίησης παραμένει άλυτο. Οι εναπομένοντες ντόπιοι παραμένουν στα άνετα ρετιρέ και ανακαλύπτουν με αντιφατικούς τρόπους τις αρετές της αμοιβαίας ανοχής, αν όχι της ενεργητικής συνύπαρξης. Η συνύπαρξη από μόνη της δεν αποτελεί βέβαια εγγύηση για την αποδοχή του «άλλου», όπως πολλά πρόσφατα περιστατικά και στην Κυψέλη υπενθυμίζουν. Όμως, καθώς οι μετανάστες και οι μετανάστριες παύουν να αποτελούν ένα ομοιογενές σύνολο ανθρώπων «ξένων»/«άλλων» και αποκτούν όνομα, εθνικότητα, φύλο, ηλικία, ιστορία, πολιτισμικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά και φωνή, γίνεται ένα βασικό βήμα στην καταπολέμηση των στερεοτύπων, στην ανοχή του «άλλου», στην οικοδόμηση σχέσεων γειτονίας – από όπου δεν λείπουν βέβαια οι εντάσεις, ούτε οι σχέσεις δύναμης.
Πηγή: Βαΐου κ.ά. 2007, 76
Οι σχέσεις που χτίζονται στην καθημερινή ζωή των κατοίκων μιας γειτονιάς, όπως η Κυψέλη, αποτελούν «αντιπαράδειγμα» απέναντι σε έναν όλο και ισχυρότερο δημόσιο λόγο που ποινικοποιεί τους μετανάστες/ριες και τους συνδέει –άμεσα ή έμμεσα– με την υποβάθμιση των γειτονιών του κέντρου, την εγκληματικότητα και την ανασφάλεια. Έτσι, σε αντίθεση με έναν λόγο που περιγράφει ως «γκέτο» το κέντρο της Αθήνας, η εμβάθυνση στη μελέτη διαδικασιών και σχέσεων που αναπτύσσονται στην καθημερινότητα αναδεικνύει τις δυσκολίες, τα προβλήματα αλλά και τις σχέσεις αλληλεγγύης, αμοιβαιότητας και συνύπαρξης που αναπτύσσονται, θέτοντας ουσιαστικά επίδικα σε σχέση με τις γενικότερες κοινωνικές πρακτικές, τις πολιτικές για την πόλη και τους θεσμούς.
Βαΐου, Ν., Λαφαζάνη, Ό. (2015) Η Kυψέλη και η Αγορά της: σύγκρουση και συνύπαρξη στις γειτονιές του κέντρου, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κυψέλη/ , DOI: 10.17902/20971.33
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Στο παρόν κείμενο [1] παρουσιάζουμε δεδομένα από πρωτογενή έρευνα (Arapoglou & Gounis 2014) [2] που διενεργήθηκε το 2013-14 με στόχο να χαρτογραφήσει διαφορετικές μορφές έλλειψης στέγης στην Αθήνα και να επικαιροποιήσει τα δεδομένα από τις απόπειρες καταγραφής αστέγων που πραγματοποιήθηκαν προ κρίσης (FEANTSA 2012, Sapounakis 2006). Είκοσι πέντε φορείς ανταποκρίθηκαν στα ερωτηματολόγια της έρευνας και καταγράφηκαν 77 δράσεις εφαρμογής για την άμεση αντιμετώπιση των αναγκών περισσότερων από 115.000 ατόμων που βιώνουν οξείες μορφές φτώχειας και έλλειψης στέγης. Η έρευνα περιλαμβάνει τους μεγαλύτερους φορείς που διαχειρίζονται υπνωτήρια και ξενώνες, καθώς και μια σειρά από μικρότερες οργανώσεις. Η πλειονότητα των φορέων που ανταποκρίθηκαν είναι ΜΚΟ, αλλά συμπεριλήφθηκαν και οι πιο σημαντικές δημόσιες υπηρεσίες υπό την εποπτεία του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθώς και οι ξενώνες των δύο μεγαλύτερων δήμων (Αθηναίων και Πειραιώς).
Τα ευρήματα παρουσιάζονται χρησιμοποιώντας την ταξινόμηση των καταλυμάτων αστέγων του Hopper (1991) προσαρμοσμένη στις συνθήκες που διαπιστώσαμε στην Αθηναϊκή πραγματικότητα. Η ταξινόμηση του Hopper έχει σημαντικά πλεονεκτήματα προκειμένου να αποτυπωθούν διαφορετικές μορφές επισφαλούς ή ακατάλληλης κατοικίας, ο οποίες προκύπτουν από δυο κυρίως συνθήκες. Πρώτον, η ανεργία και η μείωση του εισοδήματος από εργασία έχει άμεσες επιπτώσεις στις δυνατότητες επιβίωσης των νοικοκυριών και της πρόσβασής τους σε κατοικία. Δεύτερον, η κρίση χρέους μετασχηματίστηκε σε κρίση του κράτους πρόνοιας, το οποίο μέσω εξουθενωτικών πολιτικών λιτότητας συρρικνώθηκε κατά δραματικό τρόπο. Η συρρίκνωση αφορά τόσο τις εισοδηματικές μεταβιβάσεις του κράτους προς τα νοικοκυριά όσο και τις παροχές σε υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής φροντίδας που ιδιωτικοποιούνται. Η συρρίκνωση των δημόσιων υπηρεσιών και η αντικατάσταση τους από εθελοντικές ή φιλανθρωπικές δράσεις με έμφαση στην πρόσκαιρη ανακούφιση των φτωχών και των αστέγων αποτελεί το μείζον στοιχείο των αλλαγών που συντελέστηκαν κατά την περίοδο 2010-2013. Το πλέγμα των φορέων της κοινωνίας των πολιτών που αναλαμβάνει την φροντίδα των πλέον ευάλωτων πληθυσμών έχει διεθνώς αποδοθεί με τον όρο «σκιώδες κράτος» (Wolch 1989). Το σκιώδες κράτος έχει αντιφατικές όψεις, καθώς επιμέρους φορείς άλλοτε προσαρμόζουν τις πρακτικές τους στις νεοφιλελεύθερες επιλογές και άλλοτε τις αμφισβητούν (Cloke, May & Johnsen 2010, Keel 2009, Peck 2012) όπως επιχειρούμε να αποτυπώσουμε στη συνέχεια του κειμένου. Αφενός ενισχύονται οι πρακτικές κοινωνικής αλληλεγγύης και αλλαγής των γραφειοκρατικών ή κλειστών ιδρυματικών δομών, αφετέρου όμως τα θύματα της κρατικής αμέλειας και καταστολής δεν βρίσκουν σταθερή φροντίδα και ωφελούνται εκείνοι οι φορείς που προσαρμόζονται στις απαιτήσεις του κράτους ή μεγάλων χορηγών.
Το Σχήμα 1 παρουσιάζει εκτιμήσεις σχετικά με διάφορες κατηγορίες των αστέγων και τις συνθήκες διαβίωσής τους το 2013 στην ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας. Οι εκτιμήσεις προέκυψαν από τη δική μας πρωτογενή έρευνα, αλλά και από δευτερογενείς πηγές.
Πηγή: πρωτογενής έρευνα των συγγραφέων και επεξεργασία δευτερογενών πηγών
Αφορά τα νοικοκυριά που δεν ιδιοκατοικούν και υφίστανται συνθήκες φτώχειας και αποκλεισμού σύμφωνα με τον ορισμό της Eurostat. Δηλαδή νοικοκυριά που δεν έχουν ιδιόκτητη κατοικία και είτε το εισόδημα τους είναι χαμηλότερο από το όριο φτώχειας, είτε το σύνολο των ενηλίκων μελών είναι άνεργα ή υποαπασχολούνται, είτε αντιμετωπίζουν συνθήκες στεγαστικής αποστέρησης. Συνολικά εκτιμούμε ότι το 13-14% του πληθυσμού στην Αττική διαβιώνει σήμερα σε τέτοιες συνθήκες, δηλαδή περίπου 514.000 άτομα, εκ των οποίων 305.000 έχουν ελληνική και 209.000 αλλοδαπή ιθαγένεια. Η εκτίμηση αυτή είναι ανάλογη των ορισμών που στις ΗΠΑ αφορούν τη «χειρότερη στεγαστική συνθήκη» και χρησιμοποιούνται για να δοθεί προτεραιότητα στη χορήγηση επιδομάτων και στη διαμόρφωση πολιτικών πρόληψης. Ο αριθμός αναφέρεται σε εκείνους που αντιμετωπίζουν εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες, οι οποίες αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο να βρεθούν στο δρόμο αν ενεργοποιηθεί κάποιος επιπλέον επιβαρυντικός παράγοντας (π.χ. σημαντικό πρόβλημα υγείας, έξωση, αδυναμία φιλοξενίας από φίλους, απώλεια προσώπων στήριξης, διάρρηξη συγγενικών ή διαπροσωπικών δεσμών, κ.ο.κ.).
Επισημαίνεται ότι το μέγεθος της αθέατης και άτυπης έλλειψης στέγης παρουσιάζει δραματική αύξηση. Εκτιμούμε ότι από την έναρξη της κρίσης μέχρι σήμερα ο πληθυσμός που διαβιεί σε τέτοιες συνθήκες στην Αθήνα έχει διπλασιαστεί. Η αύξηση αυτή οφείλεται στη ραγδαία άνοδο της φτώχειας και της ανεργίας καθώς και στις ειδικές συνθήκες στεγαστικής επισφάλειας και αποστέρησης στα πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα της χώρας, όπως είναι η αδυναμία των νοικοκυριών να καλύψουν τα έξοδα στέγασης, ιδίως τα ενοίκια, ο συνωστισμός σε μικρής επιφάνειας κατοικίες, και η ακαταλληλότητα των κατοικιών. Ενδεικτικά για το 2013, σύμφωνα με την on-line βάση δεδομένων για τον πληθυσμό και τις συνθήκες διαβίωσης της Eurostat: το στεγαστικό κόστος των φτωχών νοικοκυριών αντιστοιχούσε στο 71% του διαθέσιμου εισοδήματος τους, 69% των φτωχών νοικοκυριών καθυστερούσε την πληρωμή ενοικίων, λογαριασμών ύδρευσης ή ηλεκτροδότησης, 45% των φτωχών νοικοκυριών διαβιούσαν σε συνθήκες συνωστισμού. Επιπλέον οι κίνδυνοι φτώχειας, ανεργίας και έλλειψης στέγης είναι άνισα κατανεμημένοι μεταξύ των Ελλήνων πολιτών και ξένων υπηκόων. Για παράδειγμα το ποσοστό φτώχειας και αποκλεισμού το 2013 ανέρχονταν στο 32,6% για τους Έλληνες και σε 68% για τους αλλοδαπούς.
Περιλαμβάνεται η χρήση ακατάλληλων καταλυμάτων σε δημόσια ιδρύματα περίθαλψης και φροντίδας (νοσοκομεία, ψυχιατρικά ιδρύματα, άσυλα, ιδρύματα παιδικής προστασίας, γηροκομεία) ή σωφρονισμού (κέντρα κράτησης, φυλακές) σε παρέκκλιση από τον πρωταρχικό σκοπό τους ή με αναιτιολόγητη παράταση της παραμονής ή με εξιτήριο χωρίς να έχει διασφαλιστεί σταθερή κατοικία. Αξιοποιώντας ποικιλία δευτερογενών πηγών και σημαντικές πρωτογενείς πληροφορίες, εκτιμήσαμε ότι σε τέτοιες συνθήκες βρίσκονται 9000 άτομα στην Αττική. Οι πληροφορητές μας ανέφεραν τον καταχρηστικό χαρακτήρα των προσαγωγών κατά τις εκτεταμένες αστυνομικές επιχειρήσεις ΞΕΝΙΟΣ ΔΙΑΣ και τις απαράδεκτες συνθήκες στα κέντρα κράτησης αλλοδαπών, την υπερπληρότητα στις στεγαστικές μονάδες ψυχιατρικής αποκατάστασης, την αιφνίδια συγχώνευση ψυχιατρικών νοσοκομείων και την απρογραμμάτιστη μεταφορά ασθενών σε ιδιωτικές μονάδες με επιβάρυνση των οικογενειών τους, την αύξηση αιτημάτων φιλοξενίας σε παιδικές στέγες και μονάδες ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης λόγω οικονομικής αδυναμίας.
Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν σοβαρά εμπόδια στην ανάπτυξη κοινοτικών δομών ψυχικής υγείας και εκτρέπουν την πορεία της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στην κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης και της επανιδρυματοποίησης σε τοπική κλίμακα. Αγνοείται έτσι η σημαντική εμπειρία των φορέων που στην προηγούμενη δεκαετία πρωτοστάτησαν στην ανάπτυξη στεγαστικών δομών ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και κοινοτικής φροντίδας. Επιπλέον, η μεταφορά και «εγκλεισμός» αλλοδαπών σε κρατητήρια και κέντρα κράτησης υπονομεύουν τις προσπάθειες στεγαστικής αρωγής αιτούντων άσυλο και προσφύγων που πρωτοεμφανίστηκαν στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 2000 υπό την πίεση ανθρωπιστικών οργανώσεων.
Κατά την προηγούμενη δεκαετία η στεγαστική αρωγή των αστέγων περιορίζονταν σε ξενώνες βραχυχρόνιας παραμονής τους οποίους ως επί το πλείστον διαχειρίζονταν η αυτοδιοίκηση ή δημόσιοι κρατικοί φορείς πρόνοιας. Σήμερα έχουν αναδυθεί δύο νέα είδη παρεμβάσεων, διαφορετικής μεταξύ τους φιλοσοφίας όπου οι ΜΚΟ έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι τοπικές αρχές, παρά την πολιτική ρητορική, παίζουν δευτερεύοντα ρόλο. Οι υπηρεσίες και τα καταφύγια στέγης από τις δημόσιες υπηρεσίες είναι πια ελάχιστες. Ιδιωτικές επιχειρήσεις και φιλανθρωπικά ιδρύματα. αποτελούν την πιο ζωτικής σημασίας πηγή χρηματοδότησης για τις ΜΚΟ, αλλά και τις δημοτικές αρχές. Ο μέσος όρος της ιδιωτικής χρηματοδότησης των έργων που καταγράψαμε ανέρχεται σε 49% και ο συνολικός αριθμός όσων έλαβαν οποιουδήποτε είδους στεγαστική συνδρομή ήταν σχεδόν 6.400 άτομα.
Το πρώτο είδος παρεμβάσεων, το οποίο επικρατεί, υπακούει απόλυτα στη λογική της «έκτακτης ανάγκης» και, επιπρόσθετα των ξενώνων βραχυχρόνιας παραμονής, περιλαμβάνει υπνωτήρια για αστέγους, ξενώνες για ασυνόδευτους ανήλικους και γυναίκες, κέντρα υποδοχής αιτούντων άσυλο και προσφύγων. Ο αριθμός των φιλοξενούμενων σε δομές βραχείας διαμονής ανέρχεται για το 2013 σε περίπου 1.700 άτομα (σχεδόν ισάριθμοι Έλληνες και αλλοδαποί). Από την πρωτογενή έρευνα καταγράφηκε αύξηση των φιλοξενούμενων σε υπνωτήρια και ξενώνες από το 2010, η οποία φτάνει το 40%. Η μέση αύξηση της ζήτησης για στεγαστική συνδρομή από το 2010 μέχρι το 2013 προσεγγίζει το 60%.
Το δεύτερο είδος αφορά μορφές υποστηριζόμενης κατοικίας και στοχευμένης πρόληψης στην κοινότητα μέσω διάθεσης διαμερισμάτων και χορήγησης στεγαστικών επιδομάτων σε ευάλωτες ομάδες. Ωστόσο, η ασταθής ιδιωτική χρηματοδότηση, οι αυστηρές προϋποθέσεις και η χρονική διάρκεια της υποστήριξης μειώνουν την αποτελεσματικότητα και, κυρίως, υποβαθμίζουν τον προληπτικό και κοινοτικό χαρακτήρα των σχετικών παρεμβάσεων. Ο αριθμός των ωφελούμενων για το 2013 ανέρχονταν σε 4.700 άτομα (3.600 έλληνες και 1.100 αλλοδαποί).
Tα υπνωτήρια και οι δομές «έκτακτων αναγκών» δημιουργήθηκαν μέσω έργων (projects) με Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση κατόπιν σχεδιασμού του υπουργείου Εργασίας. Τα υπνωτήρια, τα κέντρα ημέρας, οι τράπεζες τροφίμων, τα κοινωνικά φαρμακεία και παντοπωλεία έχουν καθιερωθεί στο πλαίσιο αυτού του σχεδιασμού. Τα υπνωτήρια προσφέρουν προσωρινή λύση για πολλούς αστέγους που απορρίπτονται από ξενώνες βραχυχρόνιας παραμονής, εξαιτίας αυστηρών προϋποθέσεων εισαγωγής, αλλά δεν αποτρέπουν την στεγαστική αστάθεια.
Πηγή: Κώστας Γκούνης 2014
Τα διάφορα projects συχνά εφαρμόζονται στον ίδιο χώρο και εξυπηρετούν ποικιλία ατόμων ανάλογα με το φύλο, την εθνικότητα ή την ηλικία τους, αναπαράγοντας συχνά σε ένα μόνο κτήριο το πολυπολιτισμικό τοπίο των κεντρικών περιοχών της Αθήνας ( Χάρτης 1 και Φωτογραφία 1). Σημαντική πτυχή της λειτουργίας των Κέντρων Ημέρας είναι ότι δεν προσελκύουν μόνο τους «άστεγους του δρόμου», αλλά μεγάλο φάσμα από το πληθυσμό των αθέατων φτωχών στο κέντρο της πόλης και διευκολύνουν την πλοήγησή τους σε υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης. Οι ΜΚΟ στην έρευνά μας και μόνο εξυπηρετούν περισσότερους από 110.000 άπορους και ανασφάλιστους στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας. Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία της Εκκλησίας της Ελλάδας και του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, ο αριθμός αυτός θα πρέπει να είναι περίπου 200.000 άνθρωποι. Από τη μία πλευρά, η δημογραφική και εθνοτική ποικιλομορφία αποτελεί πλεονέκτημα για τις ΜΚΟ και σχετίζεται με το ρόλο τους στην προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Από την άλλη, όμως, ο πρόσκαιρος χαρακτήρας της βοήθειας, η έλλειψη συντονισμού, πόρων και εξειδίκευσης δημιουργούν ιδιότυπες πρακτικές περιφοράς των εξυπηρετούμενων που έχουν στερηθεί τα δικαιώματα τους.
Πηγή: Έρευνα των συγγραφέων, συνεντεύξεις και έρευνα γραφείου
Ο αριθμός των ατόμων που διανυκτερεύουν σε υπαίθριους χώρους μπορεί να μετρηθεί μόνο με ειδικές μεθόδους προσέγγισης και καταμέτρησης. Ως εκ τούτου, η εκτίμησή μας για 1.200-2.360 άτομα προκύπτει από αναφορές των street workers και των μητρώων των κέντρων ημέρας που λειτουργούν στην Αθήνα και τον Πειραιά. Ο αριθμός μπορεί να αυξηθεί αν συνυπολογιστεί η περιστασιακή διανυκτέρευση σε δημόσιους χώρους από τους χρήστες ουσιών. Αύξηση του αριθμού των αστέγων αναφέρθηκε από τους street workers για τα έτη 2011 και 2012. Ωστόσο, τρεις οργανώσεις συμφωνούν ότι στις κεντρικές περιοχές της Αθήνας, ο αριθμός των αστέγων δεν αυξήθηκε κατά τη διάρκεια του 2013, λόγω της λειτουργίας νέων υπνωτηρίων και της εντατικοποίησης της αστυνόμευσης. Είναι αξιοσημείωτο ότι σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία οι δράσεις προσπέλασης στο δρόμο έχουν αυξηθεί και έχουν υιοθετηθεί από φορείς που στο παρελθόν απλώς υποδέχονταν τους αστέγους. Στον Χάρτη 1 αποτυπώνονται προσφιλή σημεία street work στην Αθήνα που βρίσκονται σε εγγύτητα με νέο-ιδρυθέντα κέντρα ημέρας (πχ. Φωτογραφία 1) αλλά κυρίως σε υψηλής ορατότητας και συμβολικής σημασίας σημεία. Προφανώς, οι επιχειρήσεις «εκκαθάρισης» των δημόσιων χώρων και βοήθειας στο δρόμο συνιστούν αντιθετικές πρακτικές.
Καταλήγοντας μπορούμε να επισημάνουμε ότι η σημαντική αύξηση στον ορατό πληθυσμό των αστέγων λόγω της κρίσης βρήκε προσωρινή ανακούφιση σε διάφορα καταφύγια και υπηρεσίες άμεσης κοινωνικής βοήθειας. Φαίνεται ότι οι ροές από επισφαλείς συνθήκες στέγασης στο δρόμο δεν είναι τόσο εκτεταμένες, όπως εκτιμάται από το ευρύ κοινό, είτε εξαιτίας της ενίσχυσης άτυπων μορφών αλληλεγγύης είτε εξαιτίας των εκκαθαρίσεων των δημόσιων χώρων. Ωστόσο, η αύξηση των αναγκών που εκφράζονται από τον αόρατο φτωχό πληθυσμό είναι πρωτοφανής για τα ευρωπαϊκά δεδομένα και δημιουργεί ζήτηση για ολοκληρωμένη υποστήριξη στην οποία το σύστημα φροντίδας ανταποκρίνεται με ανεπαρκή και αποσπασματικό τρόπο μεταφέροντας ευθύνες, χωρίς πόρους, στην κοινωνία των πολιτών.
[1] Την επεξεργασία και χαρτογράφηση των δεδομένων έκανε η Δήμητρα Σιατίτσα, διδάκτορας ΕΜΠ.
[2] H έρευνα πραγματοποιήθηκε με τη συνδρομή του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του LSE και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Οι τοποθετήσεις των συγγραφέων του παρόντος κειμένου δεν εκφράζουν απαραίτητα και τις απόψεις των φορέων χρηματοδότησης της έρευνας. (Arapoglou V., Gounis K., Siatitsa D., 2015, Revisiting the concept of shelterisation: insights from Athens Greece. European Journal of Homelessness Volume 9.2, pages 137-57. http://www.feantsaresearch.org/IMG/pdf/arapoglou-gounisejh2-2015article6.pdf)
[3] H πολλαπλή αποστέρηση των αθέατων φτωχών έχει αποτυπωθεί για το Δήμο της Αθήνας με χρήση στοιχείων του Urban Audit της Eurostat για το 2005.
Αράπογλου, Β., Γκούνης, Κ. (2015) Το σκιώδες κράτος: ορατή και αθέατη έλλειψη στέγης στην Αθήνα το 2013, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/έλλειψη-στέγης-άστεγοι-σκιώδες-κράτο/ , DOI: 10.17902/20971.29
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Μετά το 1990, η έλευση και εγκατάσταση σημαντικού αριθμού μεταναστών στην Περιφέρεια Αττικής και, κυρίως, στον Δήμο της Αθήνας λαμβάνουν χώρα σε ένα ήδη μεταβαλλόμενο αστικό περιβάλλον. Η δεκαετία του 1980 υπήρξε δεκαετία έντονων κοινωνικο-δημογραφικών μεταβολών, τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια, καθώς επίσης σημαντικών μετασχηματισμών του λειτουργικού χαρακτήρα της πόλης.
Συγκεκριμένα, κατά τη δεκαετία του 1980, η Αττική παρουσίασε περιορισμένη πληθυσμιακή αύξηση, αλλά και μεγάλη γεωγραφική ανακατανομή του πληθυσμού της, με κυρίαρχη τάση τη μετακίνηση προς τα προάστια. Οι πληθυσμιακές απώλειες στις κεντρικές περιοχές κατοικίας και οι αυξήσεις στις περιφερειακές περιοχές υπήρξαν εντονότερες για τις μεσαίες έως υψηλές κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες, ενώ τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή μεταβολή εμφάνισαν τα λεγόμενα «καλά προάστια» στα βόρεια και στα νοτιο-ανατολικά του ΠΣΠ (Μαλούτας κ.ά., 2006) [1]. Σε διάστημα δέκα μόλις χρόνων, ο πληθυσμός του Δήμου Αθηναίων μειώνεται από 885.737 το 1981 σε 772.072 το 1991, ενώ σύμφωνα με τα αποτελέσματα της τελευταίας απογραφής του 2011, φτάνει σήμερα μόλις τους 664.046 κατοίκους, συμπεριλαμβανομένου μάλιστα του σημαντικού αριθμού μεταναστών που προστέθηκαν στον συνολικό πληθυσμό τις δύο τελευταίες δεκαετίες [2].Η διαρκής αυτή πληθυσμιακή μείωση καθώς και η κοινωνικά ασύμμετρη «φυγή» προς τα προάστια, που σημειώνονται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, δημιούργησαν στις κεντρικές περιοχές του Δήμου Αθηναίων ένα μεγάλο κενό οικιστικό απόθεμα, παλαιωμένο, απαξιωμένο και φθηνό.
Την ίδια περίοδο, παρόμοιες τάσεις προαστιοποίησης εμφάνισε και η γεωγραφία του μικρού και μεσαίου λιανικού εμπορίου. Ενώ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Δήμος της Αθήνας συγκεντρώνει το 41 % των εμπορικών δραστηριοτήτων της Περιφέρειας Αττικής, σταδιακά χάνει τη δυναμική του και το 2011 συγκεντρώνει μόλις το 34 % (ΓΕΩΒΑΣΗ ΑΤΤΙΚΗΣ 2012). Τόσο η είσοδος διεθνικών αλυσίδων και εμπορικών κέντρων στην εγχώρια αγορά, όσο και η χωροθέτηση νέων εμπορικών συγκεντρώσεων σε νεόδμητες περιοχές κατοικίας στα προάστια, εντείνουν την αποδυνάμωση των εμπορικών δραστηριοτήτων στις κεντρικές γειτονιές της πόλης. Σήμερα, με επιπλέον βασικό παράγοντα την οικονομική κρίση, το ποσοστό των κλειστών καταστημάτων υπερβαίνει το 30 % σε κεντρικούς δρόμους της πόλης (ΕΣΕΕ-ΙΝΕΜΥ, 20/9/2012).
Μετά από μία δεκαετία έντονων αστικών μετασχηματισμών, όπως περιγράφηκαν προηγουμένως, οι μετανάστες που αρχίζουν να φτάνουν μαζικά στην Ελλάδα συγκεντρώνονται κατά κύριο λόγο στην Περιφέρεια Αττικής, ενώ από αυτούς περίπου οι μισοί εγκαθίστανται στον Δήμο Αθηναίων (Βαΐου κ.ά. 2007). Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 2011, στον Κεντρικό Τομέα Περιφέρειας Αττικής, ο αριθμός των μεταναστών υπολογίζεται σε 17,7 % του συνολικού πληθυσμού.
Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι να αναδείξουμε τη σημασία της παρουσίας του μεταναστευτικού πληθυσμού στον Δήμο Αθηναίων, ως προς την αναχαίτιση των διαχρονικών πλέον φαινομένων εγκατάλειψης και υποβάθμισης, τόσο του οικιστικού αποθέματος, όσο και των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο κέντρο της πόλης.
Για το σκοπό αυτό, αντικείμενο μελέτης αποτέλεσε ο βαθμός και ο τρόπος συμμετοχής των μεταναστών στον τομέα της κατοικίας και του εμπορίου, σε δύο κεντρικές γειτονιές του Δήμου, την Κυψέλη και το Μεταξουργείο. Ως προς την κατοικία, καταγράφηκε η αναλογία και η γεωγραφική κατανομή των ενοίκων, Ελλήνων και μεταναστών, με βάση τα ονόματα που αναγράφονται στα θυροτηλέφωνα αντιπροσωπευτικού αριθμού πολυκατοικιών [3].
Ως προς τις επιχειρηματικές δραστηριότητες, καταγράφηκε ο αριθμός και η θέση των ανοιχτών και κλειστών καταστημάτων και υπηρεσιών των μεταναστών καθώς επίσης και ορισμένα χαρακτηριστικά τους, όπως ο τύπος της εμπορικής δραστηριότητας, η περιοχή προέλευσης του μετανάστη καταστηματάρχη και η πελατεία. Συμπληρωματικά, σε τρεις χαρακτηριστικούς κεντρικούς δρόμους κάθε περιοχής, καταγράφηκε το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, μεταναστών και Ελλήνων, προκειμένου να προσδιοριστεί η μεταξύ τους αναλογία [4].
Σύμφωνα με τις επιτόπιες καταγραφές στην Κυψέλη και στο Μεταξουργείο, 15 % και 16,5 % των διαμερισμάτων αντίστοιχα κατοικείται από μετανάστες ενώ ένα άλλο 15 % και 21,5 % του οικιστικού αποθέματος της κάθε περιοχής παραμένει κενό.
Στην Κυψέλη, η οριζόντια γεωγραφική κατανομή των μεταναστών κατοίκων είναι σχετικά ομοιόμορφη, με εξαίρεση τη μειωμένη παρουσία τους κατά μήκος του άξονα της Φωκίωνος Νέγρη (όπου τα ενοίκια παραμένουν υψηλά) και την ελαφρώς αυξημένη συγκέντρωσή τους στα βορειο-δυτικά, όπου κατοικούν διαχρονικά νοικοκυριά χαμηλότερων εισοδημάτων. Συγκρίνοντας την οριζόντια κατανομή των μεταναστών κατοίκων με αυτήν των Ελλήνων, τα πρότυπα εγκατάστασης είναι παρόμοια, γεγονός που δηλώνει μία γενικώς ισορροπημένη εθνοτική στεγαστική ανάμειξη (Χάρτης 1α, 1β). Παρομοίως, στο Μεταξουργείο, οι μετανάστες κάτοικοι διαχέονται σχετικά ομοιόμορφα στο σύνολο της περιοχής, με εξαίρεση την ελαφρώς αυξημένη συγκέντρωσή τους στα βορειο-ανατολικά, κοντά στην πλατεία Ομόνοιας (Χάρτης 2α, 2β).
Η εθνοτική στεγαστική ανάμειξη επιβεβαιώνεται όχι μόνο οριζοντίως (σε επίπεδο γειτονιάς) αλλά και καθέτως (σε επίπεδο κτηρίου), αφού οι μετανάστες, όπως και οι Έλληνες κάτοικοι, δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένους μόνο ορόφους των πολυκατοικιών. Στην Κυψέλη, περίπου οι μισοί μετανάστες κάτοικοι εντοπίζονται ανάμεσα στο υπόγειο και τον ημι-όροφο και σχεδόν οι υπόλοιποι μισοί κατοικούν μεταξύ του πρώτου και του τέταρτου ορόφου, ενώ ελάχιστοι έχουν πρόσβαση σε ψηλότερους ορόφους. Στο Μεταξουργείο, όπου η δόμηση είναι πολύ χαμηλότερη και οι μονοκατοικίες περισσότερες από ότι στην Κυψέλη, η πλειονότητα των μεταναστών κατοικεί μεταξύ πρώτου και τρίτου ορόφου.
Η παρουσία των μεταναστών στην Κυψέλη και στο Μεταξουργείο ως εμπόρων καλύπτει αντίστοιχα 10 % και 44 % του συνόλου της εμπορικής δραστηριότητας. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο περιοχών είναι σημαντικές και σχετίζονται τόσο με τα χωροκοινωνικά χαρακτηριστικά τους, όσο και με τις ιδιαίτερες μεταναστευτικές συγκεντρώσεις που εμφανίζει κάθε περιοχή.
Στην Κυψέλη, καταγράφονται 133 ανοιχτά και 48 κλειστά καταστήματα μεταναστών, τα οποία κατανέμονται σχεδόν ομοιόμορφα στη γειτονιά (Χάρτης 3). Στη μεγάλη πλειονότητά τους, πρόκειται για καταστήματα ειδών διατροφής, τηλεφωνικών υπηρεσιών, καταστήματα γενικού εμπορίου και κομμωτήρια. Οι κύριες περιοχές προέλευσης των μεταναστών καταστηματαρχών είναι η Αφρική, η Ασία, το πρώην Σοβιετικό Μπλοκ, η Κίνα και η Εγγύς Ανατολή (Πίνακας 1). Σε πολλές περιπτώσεις, το είδος της εμπορικής δραστηριότητας συνδέεται με τις περιοχές προέλευσης των μεταναστών. Επίσης, η εθνοτική εμπορική δραστηριότητα στην Κυψέλη απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε μια μεικτή πελατεία. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις καταγραφές, 56 % των επιχειρήσεων απευθύνονται πρωτίστως σε μετανάστες, κυρίως τα κομμωτήρια και οι τηλεφωνικές υπηρεσίες, και 44 % σε μεικτή πελατεία, κυρίως τα καταστήματα ειδών διατροφής και γενικού εμπορίου.
Στο Μεταξουργείο, καταγράφονται 260 ανοιχτά και 28 κλειστά καταστήματα μεταναστών, τα οποία κατανέμονται κυρίως στο ανατολικό τμήμα της περιοχής, στο ύψος της πλατείας Κουμουνδούρου και στο βόρειο τμήμα της περιοχής, σε γειτνίαση με την πλατεία Ομόνοιας (Χάρτης 4). Στη γειτονιά αυτή, υπερτερεί το χονδρικό εμπόριο έτοιμου ενδύματος και ακολουθούν τα καταστήματα γενικού εμπορίου, ειδών διατροφής και εστίασης. Οι περιοχές προέλευσης των μεταναστών καταστηματαρχών είναι, και στην περιοχή του Μεταξουργείου, άμεσα συνδεδεμένες με τους τύπους εμπορικής δραστηριότητας: υπερτερούν οι Κινέζοι μετανάστες και ακολουθούν οι υπήκοοι χωρών του πρώην Σοβιετικού Μπλοκ και της Ασίας (Πίνακας 2). Τέλος, 67 % των καταστημάτων απευθύνονται σε μεικτή και 32 % σε μεταναστευτική πελατεία.
Με βάση τις παραπάνω καταγραφές, προκύπτει ότι η μαζική έλευση και εγκατάσταση των μεταναστών στον Δήμο της Αθήνας αποτελεί σημαντική συμβολή στην αναχαίτιση των τάσεων εγκατάλειψης ορισμένων κεντρικών γειτονιών, απαξίωσης του οικιστικού αποθέματος και αποδυνάμωσης ζωτικών για την πόλη λειτουργιών, όπως η κατοικία και οι επιχειρηματικές δραστηριότητες. Με άλλα λόγια, η παρουσία των μεταναστών σε αυτούς τους δύο τομείς κάλυψε τη «φυγή» προς τα προάστια των προηγούμενων χρόνων και συγκράτησε την ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα στις δύο κεντρικές υπό μελέτη γειτονιές. Συνέβαλε ακόμα στην αναθέρμανση της τοπικής οικονομίας μέσω της (επαν)ενεργοποίησης της αγοράς ενοικιαζόμενων κατοικιών και επαγγελματικών χώρων. Και τέλος, με προσωπικά έξοδα και κόπο, μέσα από εργασίες συντήρησης, βελτιώσεων και μετατροπών, οι μετανάστες συνέβαλαν στην αναβάθμιση του κτηριακού αποθέματος καθώς και του περιβάλλοντα δημόσιου χώρου. Συνολικά, η παρουσία των μεταναστών στο κέντρο της πόλης φαίνεται να αποτρέπει την περαιτέρω πληθυσμιακή και λειτουργική απαξίωσή του και να ενδυναμώνει τον ιστορικά πολυλειτουργικό χαρακτήρα του.
[1] Η μείωση του πληθυσμού στον Δήμο Αθηναίων και η αύξηση σε μικρούς προαστιακούς δήμους και κοινότητες συνεχίσθηκε και στη δεκαετία του 1990 με μικρότερη όμως ένταση (Μαλούτας κ.ά. 2006, 279).
[2] Για τα στοιχεία του πληθυσμού, βλέπε ΕΣΥΕ, Πραγματικός πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφή της 5 Απριλίου 1981, Αθήνα, 1982, ΦΕΚ 882, Πίνακας πραγματικού πληθυσμού κατά την απογραφή της 17ης Μαρτίου 1991, 6 Δεκεμβρίου 1993, ΕΛΣΤΑΤ, Πίνακας αποτελεσμάτων Μόνιμου Πληθυσμού – Απογραφής 2011, http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/PAGE-census2011.
[3] Η συγκεκριμένη μέθοδος συλλογής δεδομένων θέτει ορισμένους σοβαρούς περιορισμούς. Τα αναγραφόμενα ονόματα των ενοίκων στα θυροτηλέφωνα των πολυκατοικιών συχνά δεν είναι ενημερωμένα ή «αποκρύπτουν» πληροφορίες, στην περίπτωση που κάποιοι ένοικοι δεν επιθυμούν να είναι «ορατοί» (Βαΐου κ.ά. 2007, 82). Ωστόσο, θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη μέθοδος μπορεί να προσφέρει, όχι μία απολύτως ακριβή καταγραφή, αλλά μία ικανοποιητική εκτίμηση του αριθμού των μεταναστών ενοίκων στη μικρή κλίμακα της πολυκατοικίας.
[4] Οι επιτόπιες καταγραφές στο σύνολο των δύο υπό μελέτη περιοχών πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα μεταξύ Ιουνίου 2012 και Φεβρουαρίου 2013. Οι τρεις χαρακτηριστικοί κεντρικοί δρόμοι των περιοχών είναι οι οδοί Δροσοπούλου, Αγίας Ζώνης και Κύπρου στην Κυψέλη, και οι οδοί Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αγησιλάου και Κολοκυνθούς στο Μεταξουργείο.
Μπαλαμπανίδης, Δ., Πολύζου, Ί. (2015) Αναχαιτίζοντας τάσεις εγκατάλειψης του αθηναϊκού κέντρου: η παρουσία των μεταναστών στην κατοικία και στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/μετανάστες-κατοικία-και-επιχειρήσει/ , DOI: 10.17902/20971.48
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 προσέδωσε στην Αθήνα –έστω και πρόσκαιρα– μια νέα διεθνή απήχηση και ρόλο. Κάτω από τις έκτακτες συνθήκες πίεσης που διαμορφώθηκαν –για την έγκαιρη πραγματοποίηση των έργων, την οργάνωση και διαχείριση των αγώνων– δημιουργήθηκαν ειδικοί φορείς εκτός συμβατικού συστήματος με σκοπό την «απρόσκοπτη και αποτελεσματική διαχείριση» των μεγάλων σε κλίμακα, αλλά και πιεσμένων χρονικά, αναγκών. Επίσης, οι Ολυμπιακοί Αγώνες 2004 προκάλεσαν την έκτακτη μεταφορά πόρων από προϋπάρχουσες αναπτυξιακές επιλογές (ως προς την οικονομική, κοινωνική και γεωγραφική τους αναφορά) σε νέες και, κυρίως, από την περιφέρεια στην μητροπολιτική Αθήνα. Το συνολικό κόστος, που αφορούσε άμεσα στους αγώνες, ανήλθε στα 8,486 δισ. ευρώ σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που διαβιβάστηκαν στην Βουλή. Μερικά από τα βασικά επιχειρήματα που τροφοδότησαν την κοινή γνώμη υπέρ της διοργάνωσης ήταν «να μπει η Αθήνα στο διεθνή χάρτη», «η ευκαιρία κινηθούν κάπως τα πράγματα» σε ένα αδρανές και προβληματικό μητροπολιτικό περιβάλλον κ.ά. Μέσα σε αυτό το κλίμα, υποτιμήθηκαν ορθολογικότερες απόψεις που αναζητούσαν τρόπους ώστε να επωφεληθεί η πρωτεύουσα από τη διοργάνωση κατά τη μετα-ολυμπιακή περίοδο, έχοντας ως άξονα τη συγκρότηση ενός νέου μητροπολιτικού φορέα και τη διαμόρφωση στρατηγικού σχεδίου. Τίποτα βέβαια από τα δύο δεν πραγματοποιήθηκε, παρόλο που η Αθήνα γνώρισε έναν άνευ προηγουμένου αριθμό μεγάλων επενδυτικών έργων και πρωτοβουλιών, που άμεσα ή έμμεσα επηρέασαν την αναπτυξιακή της δυναμική.
Ο σχεδιασμός των Αγώνων στηρίχθηκε σε δύο βασικούς φορείς που δημιουργήθηκαν για αυτόν το σκοπό και κινήθηκαν παράλληλα και αυτόνομα ως προς τα υφιστάμενα κρατικά θεσμικά όργανα σε όλα τα επίπεδα διοίκησης. Ο Νόμος 2598/24-3-1998 θεσμοθέτησε δυο βασικούς ad hoc φορείς: Την Εθνική Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων και την Οργανωτική Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων (Αθήνα 2004 ΑΕ). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το 1999 ψηφίσθηκε ένας έκτακτου χαρακτήρα νόμος για τα Ολυμπιακά Έργα (Ν. 2730/25-6-1999), οποίος εισήγαγε ειδικές πολεοδομικές ρυθμίσεις για τις περιοχές και δήμους υποδοχείς Ολυμπιακών έργων, τις διαδικασίες απαλλοτρίωσης και απόκτησης ιδιωτικών/δημόσιων ακινήτων, καθώς και τις νέες οργανωτικές/διοικητικές ρυθμίσεις. Αναμφίβολα, η εν λόγω θεσμική παρέμβαση υποδήλωσε τη ρήξη με τις κανονικές διαδικασίες πολιτικής πρακτικής και σχεδιασμού. Ο νέος νόμος προτάσσει την αδιαμφισβήτητη βαρύτητα του συγκυριακού στόχου, ως προς τους πάγιους τρόπους εξυπηρέτησης του Δημόσιου Συμφέροντος. Αυτό και μόνο ήταν αρκετό ώστε να εισαχθούν εκτάκτως τροποποιήσεις στο Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας και να εκχωρηθούν δικαιοδοσίες στον (τότε) Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ για να καθιερώσει μια κοινή διαδικασία κατασκευαστικής αδειοδότησης για όλους τους Δήμους–υποδοχείς Ολυμπιακών Έργων και εγκαταστάσεων σε ολόκληρη την επικράτεια. Πρωταρχική πρόθεση στην προκειμένη περίπτωση ήταν η περιχαράκωση της διαδικασίας σε κεντρικό επίπεδο ώστε να επιτευχθεί ένα ενιαίο και συνολικό σύστημα αδειοδότησης, επιβολής προδιαγραφών ασφαλείας και εξασφάλισης του συντονισμού όλων των αναγκαίων δράσεων από όλα τα διοικητικά επίπεδα εντός των περιορισμένων χρονικών περιθωρίων.
Ως εκ τούτου, σε κάθε τοπική περιοχή–υποδοχέα Ολυμπιακών Έργων, τα Υπουργεία ΠΕΧΩΔΕ και Πολιτισμού, σε συνεργασία με τον Οργανισμό Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος της Αθήνας (ΟΡΣΑ) και τις τοπικές διοικήσεις, εκπονούσαν ένα Ενιαίο Ειδικό Σχέδιο, το οποίο στη συνέχεια θεσμοθετούνταν με Προεδρικό Διάταγμα. Το Ειδικό Σχέδιο περιελάμβανε όλες τις απαραίτητες πολεοδομικές, κατασκευαστικές και περιβαλλοντικές ρυθμίσεις για την ανάπτυξη των έργων. Tα σχέδια αυτά εκπονήθηκαν για να επιταχύνουν τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και εφαρμογής πολεοδομικών ή άλλων συναφών μέτρων. Ακόμα πιο ενδεικτικές του έκτακτου χαρακτήρα της Ολυμπιακής Νομοθεσίας ήταν οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις όσον αφορά τον κώδικα απαλλοτριώσεων για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Έργων. Άλλες ειδικές ρυθμίσεις αφορούσαν την προσωρινή χρήση ακινήτων και εγκαταστάσεων, τη μεταβίβαση αποθεμάτων και τη χρήση παράκτιων εκτάσεων. Λόγω δε των καθυστερήσεων που παρατηρήθηκαν μετά την εφαρμογή των σχετικών νόμων, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να ψηφίσει και νέο νόμο που απλοποιούσε περαιτέρω τον Κώδικα Απαλλοτριώσεων καθώς και τις διαδικασίες εφαρμογής (Ν. 228/9-10-2001).
Oι βασικές αρχές σχεδιασμού των Ολυμπιακών Αγώνων (ΟΑ) –με βάση τα δυο διαδοχικά σχέδια που εκπονήθηκαν για την υποψηφιότητα– παρέμειναν σε γενικές γραμμές αναλλοίωτες. Το σχέδιο που τελικά υιοθετήθηκε αναπαρήγαγε τις εν λόγω αρχές (χάρτες 1, 2), έχοντας ωστόσο υποστεί μια σειρά τροποποιήσεων. Η ενσωμάτωση των Ολυμπιακών έργων σε μια ευρύτερη στρατηγική για την μητροπολιτική συγκέντρωση, στηρίχθηκε αποκλειστικά στην μεταφορική και τεχνική υποδομή. Τα αναμενόμενα οφέλη που αναδείκνυαν οι σχετικές εκθέσεις (Committee for the Athens 2000 Candidacy 1996, Committee for the Athens 2004 Candidacy 1997) πρότασσαν κυρίως την ενδυνάμωση των τεχνικών και μεταφορικών υποδομών του Λεκανοπεδίου. Ειδική έρευνα πάντως που εκπονήθηκε ως μέρος των προκαταρκτικών εργασιών για τη διαμόρφωση του φακέλου υποψηφιότητας των ΟΑ 2004 (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας – ΟΡΣΑ 1998-1999) είχε θέσει για πρώτη φορά το ζήτημα της συγκρότησης ενιαίας στρατηγικής για το μητροπολιτικό συγκρότημα σε συνάρτηση με τους ΟΑ. Η έρευνα επικεντρώθηκε σε μάκρο-οικονομικές, αναπτυξιακές διαστάσεις (τουρισμός, δημόσιοι πόροι, καταναλωτικά πρότυπα, απασχόληση, δημόσια έργα και υποδομές) καθώς και στις επιπτώσεις των ΟΑ στη χώρα συνολικά. Ως τελικό αποτέλεσμα, υιοθετήθηκε πολιτική που ήταν κυρίως μια τεχνική-επιχειρηματική προσέγγιση, η οποία δεν συνδυάσθηκε με τις κοινωνικές-οικονομικές προτεραιότητες της πόλης και με την μετα-Ολυμπιακή αναπτυξιακή προοπτική.
Πηγή: Φάκελος Διεκδίκησης
Πηγή: Αθήνα 2004
Η στρατηγική στόχευσε στη δημιουργία τεσσάρων Ολυμπιακών πόλων/κόμβων, που συνδυάσθηκαν με έναν κεντρικό άξονα, ο οποίος διέτρεχε το Λεκανοπέδιο από την Πάρνηθα έως την παράκτια Φαληρική Ζώνη. Οι τέσσερις πόλοι ήταν οι εξής:
Πόλος 1: Το Ολυμπιακό Χωριό (Δήμος Αχαρνών) (χάρτης 2)
Πόλος 2: Το Ολυμπιακό Αθλητικό Συγκρότημα (ΟΑΚΑ) (Δήμος Αμαρουσίου) (εικόνα 1)
Πόλος 3: Το ιστορικό κέντρο της Αθήνας (Δήμος Αθηναίων)
Πόλος 4: Η Παράκτια Φαληρική Ζώνη (Δήμοι Παλαιού Φαλήρου, Καλλιθέας, Μοσχάτου, Πειραιά)
Οι κόμβοι συνδέονταν μεταξύ τους με τον Ολυμπιακό Δακτύλιο και κατ’ επέκταση με το περιφερειακό και εθνικό δίκτυο της χώρας (Οργανωτική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων 1999). Ο Ολυμπιακός Δακτύλιος παρείχε πρόσβαση σε όλες τις αθλητικές εγκαταστάσεις σε μια μέση χρονοαπόσταση 20’ (Χάρτης 2). Η τελική απόφαση χωροθέτησης-κατασκευής των εγκαταστάσεων αποτέλεσε αρμοδιότητα ειδικής διυπουργικής επιτροπής μετά από πρόταση του Υφυπουργού ΠΕΧΩΔΕ.
Η ανάπτυξη των εγκαταστάσεων δεν περιορίσθηκε τελικά στους τέσσερις πόλους, αλλά επεκτάθηκε σε μια ευρύτερη χωρική ενότητα: Το Ολυμπιακό Κέντρο (Άνω Λιόσια), το Κέντρο Άρσης Βαρών (Νίκαια), το Κέντρο Πυγμαχίας (Περιστέρι), οι Αθλητικές Εγκαταστάσεις στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού, το Ολυμπιακό Ιππικό Κέντρο και το Κέντρο Σκοποβολής (Μαρκόπουλο) το Κωπηλατικό Κέντρο (Σχοινιά–Μαραθώνα) κ.ά. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των αγώνων 10.000 εκπρόσωποι των μέσων ενημέρωσης στεγάσθηκαν σε επτά «Media Villages» που αναπτύχθηκαν για τον σκοπό αυτό σε ξεχωριστές περιοχές (ΣΕΛΕΤΕ, Ίλιδα–Μαρούσι, OTE–Παλλήνη, Άγιος Ανδρέας, Αμυγδαλέζα, ΕΜΠ, Πανεπιστήμιο Αθηνών).
Πηγή: ΟΕΚ 2001
Το πρόγραμμα των ΟΑ συμπεριέλαβε και μία άλλη παράμετρο, την βελτίωση της εικόνας της πόλης και του δημόσιου χώρου. Για το σκοπό αυτό εκπονήθηκε Στρατηγικό Σχέδιο (ΟΡΣΑ 2000-2003), αναφορικά με συμπληρωματικά έργα των ΟΑ, που αντανακλούσε μια προγραμματική λογική ανάπλασης ενσωματώνοντας μια σειρά από πρωτοβουλίες όπως:
Πολλά δε από τα έργα και εγκαταστάσεις ανατέθηκαν σε ξένους και Έλληνες αρχιτέκτονες (όπως το στέγαστρο του ΟΑΚΑ και η ανισόπεδη διάβαση της λεωφόρου Μεσογείων στον S. Calatrava) σε μία προσπάθεια να τονισθεί η διεθνής εικόνα της πόλης.
Πηγή: «Αθήνα 2004», 2003
Τέλος ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στις μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές –και κυρίως σε μεταφορικές υποδομές– που πραγματοποιήθηκαν και οι οποίες συνδέθηκαν και/η επιταχύνθηκαν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η Αττική δέχθηκε ένα άνευ προηγουμένου κύμα επενδύσεων σε υποδομές που αναδιάρθρωσαν πλήρως τις σχέσεις προσπελασιμότητας και τη γεωγραφία πολλών περιοχών. Οι επενδύσεις αυτές ήταν: το Αεροδρόμιο των Σπάτων, η επέκταση των γραμμών του Μετρό, ο Προαστιακός Σιδηρόδρομος, η Αττική Οδός, η Περιφερειακή Υμηττού, το Τραμ, η βελτίωση υποδομών του λιμένα Πειραιώς και ένας αναρίθμητος αριθμός βελτιώσεων οδικών αξόνων και συνδέσεων.
Τα βασικά εργαλεία για την εφαρμογή των έργων, αλλά και την προώθηση αναπτυξιακών πρωτοβουλιών, ήταν τα «Ειδικά Σχέδια» (που αναφέρθηκαν προηγουμένως) και οι «Συμβάσεις Συνεργασίας» μεταξύ του «Αθήνα 2004» και των θεσμικών φορέων-οργανώσεων που εμπλέκονταν στη διεξαγωγή των Αγώνων. Με άλλα λόγια ο «Αθήνα 2004» υπέγραφε μία σειρά προγραμματικών συμβάσεων, μνημονίων συνεργασίας και επιχειρηματικών συμβολαίων με Υπουργεία, τοπικές διοικήσεις, και φορείς που συμμετείχαν στη διαδικασία. Οι συμβάσεις σταδιακά επεκτάθηκαν και συμπεριέλαβαν επαγγελματικές ενώσεις και επιμελητήρια. Οι οικονομικές δυσκολίες, οι χρονικοί περιορισμοί και οι οργανωτικές πιέσεις, δεν επέτρεψαν την πραγματοποίηση πολλών από τις συμβάσεις αυτές. Ως εκ τούτου, άλλες παρέμειναν ανενεργές, σε άλλες περιορίσθηκε το εύρος και άλλες ακυρώθηκαν. Τα στοιχεία των συμβάσεων που αδράνησαν παντελώς αφορούσαν κυρίως σε συμφωνίες για τη μετα-ολυμπιακή περίοδο.
Οι επιπτώσεις των ΟΑ στο αστικό συγκρότημα, μετά από 12 χρόνια, δεν έχουν ακόμη μελετηθεί συστηματικά. Ιδανικά, οι επιπτώσεις θα έπρεπε να προσεγγισθούν σε συνάρτηση με τις φάσεις εξέλιξης της αναπτυξιακής διαδικασίας των ΟΑ. Οι φάσεις αυτές ήταν α) η προκαταρκτική και/ή φάση προετοιμασίας β) η φάση κατασκευής και οργάνωσης γ) η περίοδος των αγώνων (13-19 Αυγούστου 2004) και δ) η μετα-Ολυμπιακή φάση. Σημαντικά οφέλη αποτυπώθηκαν στην πρώτη φάση, με τη δημιουργία θέσεων εργασίας στον κατασκευαστικό κυρίως κλάδο και τις υπηρεσίες. Κατά την περίοδο των αγώνων οφέλη υπήρξαν στην πρόσκαιρη συμμετοχή απασχολουμένων στις δραστηριότητες–υπηρεσίες και η δραστηριοποίηση επιχειρήσεων σε διάφορα πεδία που σχετίζονταν άμεσα η έμμεσα με τους αγώνες. Η περίοδος, όμως, που άφησε τα μεγαλύτερα κενά και που στην ουσία απογυμνώθηκε από κάθε συγκροτημένη στρατηγική παρέμβαση (τόσο συνολικά στο Λεκανοπεδίου όσο και τοπικά) υπήρξε η μετα-Ολυμπιακή. Η μεγάλη παρακαταθήκη των ΟΑ –όπως επισημάνθηκε– για την μετα-Ολυμπιακή περίοδο ήταν η κατασκευή των μεγάλων νέων υποδομών και οι συνακόλουθες μεταβολές που επέφεραν στην προσπελασιμότητα. Παρέμεινε, όμως, ένα πρόβλημα προς επίλυση, ο τρόπος με τον οποίο οι υποδομές συνδέθηκαν με τις τοπικές περιοχές και επηρέασαν / επηρεάζουν την αστική δυναμική. Γνωρίζουμε ακόμη πολύ λίγα αναφορικά με το πώς οι μεγάλες αυτές υποδομές επιδρούν στις τοπικές κοινωνίες, οικονομίες, και κινητικότητα του πληθυσμού.
Το στοιχείο, όμως, που αποτελεί την πλέον αρνητική παράμετρο του όλου εγχειρήματος, αφορά τη διαχείριση των Ολυμπιακών κτηρίων, εγκαταστάσεων και υποδομών κατά τη μετα-Ολυμπιακή περίοδο (ΥΠΠΟ-ΓΓΟΑ 2003). Η πόλη βρέθηκε αντιμέτωπη με υπερπροσφορά αποθεμάτων (κυρίως αθλητικών χρήσεων) για τα οποία δεν είχαν στρατηγικά παραγραμματιστεί οι δυνητικοί χρήστες, μισθωτές και/ή αγοραστές (Delladetsima 2003). Όπως αναφέρθηκε ήδη, η χωροθετική πολιτική και ανάπτυξη των Ολυμπιακών έργων δεν συνδυάσθηκε με τις γενικότερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της πόλης και, ακόμα περισσότερο, με τοπικές δυναμικές και ανάγκες. Ενδεικτικό στην προκειμένη περίπτωση είναι το γεγονός ότι οι μεγάλες κομβικές δράσεις αφορούσαν προνομιακές περιοχές του Λεκανοπεδίου (για παράδειγμα, Δήμος Αμαρουσίου). Αντίθετα, «υποβαθμισμένοι» Δήμοι υποδέχθηκαν μόνο μεμονωμένα κτήρια και εγκαταστάσεις (Νίκαια, Ίλιον). Εξαίρεση ίσως αποτελεί η περίπτωση του Ολυμπιακού Χωριού που σήμερα όμως μάλλον προσθέτει προβλήματα στο ήδη επιβαρυμένο περιβάλλον του Δήμου Αχαρνών. Το Ολυμπιακό πρόγραμμα δεν έδωσε έμφαση στη διαμόρφωση κοινών μετα-Ολυμπιακών στόχων και συμπληρωματικών δράσεων με τοπικές στρατηγικές ανάπτυξης. Δεν αναπτύχθηκε δηλαδή καμία συστηματική θεώρηση για την διαμόρφωση κοινών με τις τοπικές κοινότητες στόχων που συνδέονται με τις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις, τη δυνητική μετα-Ολυμπιακή τους χρήση, καθώς και με την ανάπτυξη μικτών χρηματοδοτικών σχημάτων. Τα Ολυμπιακά έργα, σε γενικές γραμμές, αποτέλεσαν αμιγώς τεχνική-κατασκευαστική δράση που δεν ενσωματώθηκε σε μια αστική στρατηγική, ούτε συνδέθηκε με προγραμματισμένες προτάσεις ιδιωτικοοικονομικής εκμετάλλευσης.
Ως αποτέλεσμα το όλο εγχείρημα οδηγήθηκε σε μια μετα-Ολυμπιακή αδράνεια, με σωρεία ad hoc αποφάσεων που μεταβίβαζαν εγκαταστάσεις-κτήρια σε δημόσιους φορείς και ομοσπονδίες ή τα παραχωρούσαν σε ιδιωτική εκμετάλλευση με μακροχρόνιες συμβάσεις. Το μεγαλύτερο όμως μέρος του κτηριακού αποθέματος παραμένει ακόμα σε εγκατάλειψη, αντιμετωπίζοντας αυξημένο κόστος συντήρησης. Ως προς το τελευταίο, χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του ΟΑΚΑ –που στην ουσία υπολειτουργεί– και της (πρώην) διεθνούς ζώνης του Ολυμπιακού Χωρίου –για την όποια ακόμα εκκρεμεί διαγωνισμός για τις ελεύθερες εκτάσεις, ενώ τα κτήρια παραμένουν σε πλήρη εγκατάλειψη. Επίσης, δύο από τις κομβικές εκτάσεις των ΟΑ, το Δέλτα Φαλήρου/Ιππόδρομος και το Ελληνικό αναπτύσσονται από διαφορετικούς φορείς (Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» και Lamda Development) και για διαφορετικές χρήσεις από αυτές που είχαν διατυπωθεί στα σχέδια των ΟΑ. Πιο συγκεκριμένα, η διαχείριση των Ολυμπιακών ακινήτων–εγκαταστάσεων βρίσκεται στην αρμοδιότητα της εταιρείας Ακινήτων Ελληνικού Δημοσίου (ΕΤΑΔ ΑΕ) –που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση των «Κτηματική Εταιρεία Δημοσίου ΑΕ», «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ» και «Ολυμπιακά Ακίνητα ΑΕ»– και, εν μέρει, του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ ΑΕ). Στη δικαιοδοσία του ΕΤΑΔ υπάγονται τα εξής Ολυμπιακά ακίνητα: Ολυμπιακός Πόλος Φαλήρου, Ολυμπιακό Κωπηλατοδρόμιο Σχοινιά, Ολυμπιακό Κέντρο Άνω Λιοσίων, Πανθεσσαλικό Στάδιο, Ολυμπιακό Ιππικό Κέντρο Μαρκοπούλου, Ολυμπιακό Συγκρότημα Γουδή, Ολυμπιακό Σκοπευτήριο Μαρκοπούλου, Ολυμπιακό Κέντρο Νίκαιας, Διεθνές Κέντρο Ραδιοτηλεόρασης (IBC), Κέντρο Γραπτού Τύπου, Ολυμπιακό Κέντρο Γαλατσίου, Παμπελοποννησιακό Στάδιο (παραχωρήθηκε στο Δήμο) και Παγκρήτιο Στάδιο (παραχωρήθηκε στο Δήμο).
Το Ολυμπιακό Συγκρότημα Γουδί- Badminton, έχει εκμισθωθεί σε ιδιωτική εταιρεία. Το πρώην Ραδιοτηλεοπτικό Κέντρο Τύπου (IBC) στο Μαρούσι έχει μεταβιβασθεί με χρονομίσθωση σε ιδιωτική εταιρεία (Lamda Development) και έχει μετατραπεί σε εμπορικό κέντρο (Golden Hall). Για το κτήριο του Tae Kwon Do, το οποίο λειτουργούσε προσωρινά ως χώρος εκδηλώσεων, βρίσκεται σε εξέλιξη διεθνής διαγωνισμός για την μετατροπή του σε Διεθνές Συνεδριακό Κέντρο από ιδιώτες επενδυτές. Οι εγκαταστάσεις του Beach Volley έχουν εκμισθωθεί σε εταιρεία. Στο Κέντρο Διεθνούς Τύπου (MPC) προβλέπεται να μεταφερθεί το Υπουργείο Υγείας, κάτι που ακόμη δεν έχει πραγματοποιηθεί. Το Κέντρο Άρσης Βαρών (Νίκαια) παραχωρήθηκε με χρονομίσθωση 40 ετών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Στο Κέντρο Άνω Λιοσίων από το 2010 έχουν μεταφερθεί αθλητικές ομοσπονδίες. Το Ολυμπιακό Κωπηλατοδρόμιο Σχοινιά, έχει παραχωρηθεί στην Ομοσπονδία Κωπηλασίας, ενώ το πάρκο αναψυχής παραμένει σε εγκατάλειψη. Το Ολυμπιακό Ιππικό Κέντρο Μαρκοπούλου έχει εκμισθωθεί στον Οργανισμό Διεξαγωγής Ιπποδρομιών Ελλάδας (ΟΔΙΕ). Το Ολυμπιακό Κέντρο Γαλατσίου παραχωρήθηκε με μακροχρόνια μίσθωση σε ιδιωτική εταιρεία. Υπάρχει, όμως, και σωρεία άλλων Ολυμπιακών Ακινήτων και εγκαταστάσεων που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν εδώ.
Δελλαδέτσιμας, Π. Μ. (2015) Ολυμπιακοί Αγώνες και Ολυμπιακές Εγκαταστάσεις, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ολυμπιακοί-αγώνες-και-ολυμπιακές-εγκ/ , DOI: 10.17902/20971.57
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το πρόβλημα της έλλειψης δημόσιων χώρων και κυρίως χώρων πρασίνου δεν είναι καινούργιο. Τα γνωστά προβλήματα της αθηναϊκής πολεοδομίας και του τρόπου ανάπτυξης της πόλης δεν επέτρεψαν τη διαμόρφωση μιας «ευρύχωρης» πόλης. Τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά αρνητικά για την ποιότητα ζωής και το αστικό περιβάλλον. Το 1997 η Αθήνα διέθετε περίπου 2,5 τ.μ. χώρων πρασίνου ανά κάτοικο έναντι 7 τ.μ. που είναι ο μέσος όρος των ευρωπαϊκών πόλεων (Gianniris 2013). Το θέμα ήρθε στη δημοσιότητα και έγινε πολιτικό μέσα από τη δράση δεκάδων οργανώσεων και συλλογικοτήτων της πόλης μόλις τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Σε αυτό το διάστημα ο χαρακτήρας του συνόλου σχεδόν των δημόσιων ή αδόμητων χώρων της πόλης βρέθηκε σε κίνδυνο, καθώς οι χώροι αυτοί εντάχθηκαν σε σχέδια «αξιοποίησης» από φορείς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Υπήρξε, ωστόσο, και ανάπτυξη συλλογικών δράσεων για την προάσπιση του δημόσιου χαρακτήρα, την αναβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος και τη δημιουργία κοινών χώρων, οι οποίες σημείωσαν αρκετές επιτυχίες. Στον χάρτη (υπο κατασκευή) αποτυπώνονται 154 περιοχές στις οποίες οι δημόσιοι και ελεύθεροι χώροι αποτέλεσαν επίκεντρο ανάπτυξης ποικίλων συλλογικών δράσεων τα τελευταία 15 χρόνια. Τα κινήματα της πόλης προέταξαν τις αξίες χρήσης έναντι των ανταλλακτικών αξιών, τη σημασία της ποιότητας ζωής έναντι μιας μη βιώσιμης ανάπτυξης και αποτέλεσαν κατά κάποιο τρόπο τους αγώνες για το «δικαίωμα στην πόλη». Σημαντικά ορόσημα στην εξέλιξη των δράσεων των κινημάτων της πόλης αποτέλεσαν αφενός οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 και αφετέρου η τρέχουσα διαχείριση της κρίσης.
Οι κινητοποιήσεις για την προστασία και τη διεκδίκηση δημόσιων χώρων πέρασαν από διάφορα στάδια τα οποία σχετίζονται αφενός με τη σύσταση, τη δράση, τη δικτύωση, τα αιτήματα και τις πρακτικές των ίδιων των κινημάτων της πόλης και αφετέρου με το πολιτικό περιβάλλον εντός του οποίου αναπτύσσεται η κάθε δράση. Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τέσσερις φάσεις ανάπτυξης των κινημάτων της πόλης για τους δημόσιους χώρους:
Στην πρώτη –πρώιμη– περίοδο ανάπτυξης των κινημάτων της πόλης έχουμε την ανάπτυξη δράσεων σε διάφορα σημεία της πόλης, με βασικά χαρακτηριστικά την αντίδραση απέναντι σε σχέδια ιδιωτικοποίησης δημόσιων χώρων και ανάπτυξης μεγάλων επενδύσεων ή την προστασία συγκεκριμένων χώρων, χωρίς ωστόσο να υπάρχει συνείδηση της ενότητας των αγώνων και ανάπτυξη μιας αντίστοιχης δικτύωσης και συντονισμού. Έτσι, οι αγώνες έχουν κατακερματισμένο και αποσπασματικό χαρακτήρα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 τα δεδομένα αλλάζουν ριζικά. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες έδωσαν στο κράτος την ευκαιρία για μια ευρεία καταπάτηση όλων των κανόνων και ρυθμίσεων που προστάτευαν τους δημόσιους χώρους (Τότσικας 2004). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι τοπικές ομάδες και οργανώσεις να συνειδητοποιήσουν ότι η προστασία των δημόσιων χώρων δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά το επίπεδο της γειτονίας, αλλά το σύνολο της πόλης και προχώρησαν στη δημιουργία δικτύων και οργάνων συντονισμού των κινηματικών οργανώσεων και στην ανάπτυξη κοινών δράσεων. Οι οργανώσεις που κινητοποιούνται είναι μοιρασμένες μεταξύ αυτών που έχουν άτυπη μορφή (επιτροπές ή πρωτοβουλίες κατοίκων) και αυτών που έχουν νομική υπόσταση (κυρίως σύλλογοι). Τα μέλη των οργανώσεων –και κυρίως τα οργανωτικά τους στελέχη– έχουν συχνά υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και σε αρκετές περιπτώσεις υψηλή γνώση σε θέματα πόλης (Καβουλάκος 2009). Τα αιτήματα αφορούν κυρίως την προστασία των υπάρχοντων δημόσιων και ελεύθερων χώρων και λιγότερο τη δημιουργία νέων. Η συχνότητα των συλλογικών δράσεων αυξάνει σταδιακά και κορυφώνεται το 2003 –ένα χρόνο πριν του Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι πιο συχνές δράσεις είναι οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, οι λαϊκές συνελεύσεις, οι πορείες και οι δημόσιες ομιλίες. Στην αποτελεσματικότητα των δράσεων συνέβαλαν σημαντικά οι προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), το οποίο είχε διαμορφώσει μια σχετική θετική νομολογία (Kαβουλάκος 2013). Στο τέλος της περιόδου αυτής τα κινήματα της πόλης είχαν επιτύχει, εκτός από τη διάσωση αρκετών δημόσιων και ελεύθερων χώρων, τη διεύρυνση της πολιτικής τους απήχησης. Στις δημοτικές εκλογές του 2006 το ζήτηματα των ελεύθερων χώρων αποκτά κεντρικό χαρακτήρα σε πολλά προγράμματα δημοτικών παρατάξεων, ενώ στην Αττική εκλέγονται κάποιοι δήμαρχοι που έχουν υιοθετήσει τις θέσεις των κινημάτων (Gianniris 2013).
Σταδιακά, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, νέες ομάδες και συλλογικότητες ξεκινούν να οργανώνουν δράσεις σχετικές με τους δημόσιους χώρους, ενώ το ρεπερτόριο δράσης εμπλουτίζεται με νέες δυναμικές και δημιουργικές μορφές, όπως οι καταλήψεις δημόσιων χώρων και η αυτοδιαχείρισή τους (Petropoulou 2010). Oι περισσότερες από τις νέες ομάδες και συλλογικότητες προέρχονται από τον ελευθεριακό χώρο. Πρόκειται για άτυπες ομάδες, οι οποίες λειτουργούν στη βάση της γειτονιάς, συχνά γύρω από κάποιο στέκι στο οποίο αναπτύσσονται πολλαπλές πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες και είναι άτυπα και χαλαρά δικτυωμένες μεταξύ τους. Τα μέλη τους προέρχονται κυρίως από την νεολαία. Οι ομάδες αυτές επιλέγουν συχνότερα αντισυμβατικές μορφές δράσης. Οι συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής γίνονται σχετικά συχνότερες, ενώ οι καταλήψεις και η δημιουργία αυτοδιαχειριζόμενων δημόσιων χώρων αποτελούν δράσεις που αλλάζουν, εδώ και τώρα, τη μορφή της πόλης και τη ζωή σε αυτή, χωρίς τη μεσολάβηση του τοπικού ή κεντρικού κράτους.
Η έλευση της κρίσης και η πολιτική των μνημονίων άλλαξε το τοπίο. Από τη μια, η κρίση χρισημοποιείται ως ευκαιρία για τις πολιτικές ελίτ και τους επιχειρηματίες. Με το πρόσχημα της επείγουσας ανάγκης για ιδιωτικές επενδύσεις, ο λόγος των κινημάτων απονομιμοποιείται και η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων χώρων παρουσιάζεται ως τρόπος αντιμετώπισης της ύφεσης και της ανεργίας. Από την άλλη, εμφανίζεται σημαντική μείωση της δράσης των κινημάτων για τους ελεύθερους χώρους (Gianniris 2013), η οποία σε ένα βαθμό μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι οργανώσεις των κινημάτων της πόλης στράφηκαν σε δράσεις που στόχευαν στην αντιμετώπιση της κρίσης, όπως η δημιουργία και λειτουργία εναλλακτικών χώρων: κοινωνικά φαρμακεία, παντοπωλεία, τράπεζες χρόνου, κοινωνικά φροντιστήρια, συλλογικές κουζίνες, δράσεις χωρίς μεσάζοντες κ.ά. Ταυτόχρονα, η δικτύωση των οργανώσεων που ασχολούνταν με το θέμα αδράνησε, ενώ αντίθετα ενισχύθηκε ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ που, στη διάρκεια της κρίσης, πολλαπλασίασε την εκλογική του δύναμη και έγινε διαδοχικά αξιωματική αντιπολίτευση και βασικός κυβερνητικός εταίρος.
Καβουλάκος, K. I. (2015) Δημόσιος χώρος και κινήματα της πόλης: εύρος, περιεχόμενο και πρακτικές, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/δημόσιος-χώρος-και-κινήματα-της-πόλης/ , DOI: 10.17902/20971.5
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Στην Ελλάδα και ειδικά στην Αθήνα βρισκόμαστε σε φάση ραγδαίας ανάπτυξης εναλλακτικών κοινωνικών και οικονομικών πρακτικών που αφορούν σχεδόν το σύνολο των βασικών κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων: την υγεία, την παιδεία, την τροφή, την πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή, τις υπηρεσίες και τις ανταλλαγές. Στον χάρτη (υπο κατασκευή) αποτυπώνονται κοινωνικά ιατρεία και φαρμακεία, κοινωνικά παντοπωλεία, δράσεις χωρίς μεσάζοντες, συλλογικές κουζίνες, κοινωνικοί εκπαιδευτικοί χώροι (φροντιστήρια, μαθήματα διαφόρων ειδών, ωδεία), ανταλλακτικά δίκτυα (τράπεζες χρόνου, νομίσματα, ανταλλακτικά παζάρια), αστικοί λαχανόκηποι, οικοκοινότητες, συνεταιρισμοί, κολλεκτίβες και κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις που στην πλειονότητά τους έχουν γεννηθεί τα τελευταία χρόνια από πρωτοβουλίες πολιτών και όχι από επίσημους φορείς, όπως τους δήμους και την εκκλησία.
Τα αίτια αυτής της «έκρηξης» μπορούν να ανιχνευθούν σε πολλά επίπεδα, με προεξάρχον αυτό της οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης. Σημαίνει αυτό ότι πρόκειται απλώς για στρατηγικές επιβίωσης στις δύσκολες συνθήκες της κρίσης ή ότι οι στρατηγικές επιβίωσης συνυπάρχουν και συνδυάζονται με ευρύτερες κοινωνικές, οικονομικές ή και πολιτικές στοχεύσεις;
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες η θεωρητική συζήτηση και η εμπειρική έρευνα σχετικά με τους εναλλακτικούς κοινωνικούς και πολιτικούς χώρους έχει γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη. Στο πλαίσιο της συζήτησης αυτής το ερώτημα της κοινωνικής και πολιτικής σημασίας των εναλλακτικών χώρων έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τη διεθνή βιβλιογραφία, δίνοντας μια μεγάλη ποικιλία απαντήσεων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το βαθμό «αισιοδοξίας» σχετικά με τις δυνατότητες των εναλλακτικών χώρων να συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας διαφορετικής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας.
Οι πιο απαισιόδοξες προσεγγίσεις τείνουν να θεωρούν τους εναλλακτικούς χώρους άλλοτε ως περιθωριακά φαινόμενα, άλλοτε ως εφήμερες δράσεις και άλλοτε ως συμπληρωματικά στηρίγματα του συστήματος, τα οποία είναι αδύνατο να απειλήσουν την κυριαρχία του καπιταλισμού. Για παράδειγμα, οι Schreven, Spoelstra και Svensson (2008) ισχυρίζονται ότι ο εναλλακτικός χαρακτήρας αυτών των χώρων ή, με άλλα λόγια, η προσπάθεια για απόρριψη του κατεστημένου τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας, της οικονομίας και της πολιτικής έχει έναν μάλλον εφήμερο χαρακτήρα. Στη συνέχεια, τα εναλλακτικά εγχειρήματα τείνουν να ενσωματωθούν στο κυρίαρχο σύστημα. Στο ίδιο μήκος κύματος οι Amin, Cameron και Hudson (2003) εγείρουν ερωτήματα σχετικά με την ενσωμάτωση των εναλλακτικών εγχειρημάτων, υποστηρίζοντας ότι οι εναλλακτικοί χώροι μπορούν να θεωρηθούν ως στοιχεία που συμπληρώνουν το κοινωνικό κράτος και με αυτό τον τρόπο συμβάλλουν περισσότερο στη σταθερότητα παρά στην αμφισβήτηση του καπιταλισμού.
Σε μια πιο εκλεπτυσμένη προσέγγιση, οι Jonas (2010 και 2013) και Fuller και Jonas (2003) θεωρούν ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε τους εναλλακτικούς χώρους πέρα από μια απλουστευτική διπολική θεώρηση (εναλλακτικός/κυρίαρχος). Επικεντρώνοντας στον λόγο και στις πρακτικές των συμμετεχόντων στους εναλλακτικούς χώρους, θεωρούν ότι δεν είναι δυνατόν να τους μελετάμε ανεξάρτητα από το βαθμό στον οποίον μετασχηματίζουν τους κυρίαρχους χώρους, τις κοινωνικές σχέσεις και τις γεωγραφικές φαντασίες προς όφελος της βελτίωσης της ατομικής και κοινωνικής ευημερίας, καθώς και του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνουν την έννοια της ετερότητας (alterity) που αντανακλά αυτή την ανάγκη μέτρησης της δύναμης μετασχηματισμού και επιτρέπει την ανάλογη κατηγοριοποίηση των εναλλακτικών χώρων. Ειδικότερα, ανάλογα με το βαθμό ετερότητας κατηγοριοποίησαν τους εναλλακτικούς χώρους σε τρεις βασικές κατηγορίες: τους αντιτιθέμενους, τους υποκατάστατους και τους επιπρόσθετους. Αντιτιθέμενοι είναι οι εναλλακτικοί χώροι στους οποίους οι συμμετέχοντες είναι ενεργά και συνειδητά εναλλακτικοί, ενσωματώνοντας τη διαφορετικότητα τόσο στο επίπεδο της λειτουργίας, όσο και σε αυτό των αξιών, ενώ ταυτόχρονα απορρίπτουν το κυρίαρχο σύστημα. Υποκατάστατοι μπορούν να θεωρηθούν οι εναλλακτικοί χώροι που με τη λειτουργία τους υποκαθιστούν θεσμούς που για κάποιους λόγους έπαψαν να υφίστανται ή να λειτουργούν αποτελεσματικά. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτές των μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων, αυτοί οι χώροι αποτελούν τη μόνη λύση επιβίωσης. Τέλος, επιπρόσθετοι είναι οι χώροι που προσφέρουν απλώς μια πρόσθετη επιλογή σε ήδη υπάρχουσες, χωρίς να υιοθετούν αξίες και πρακτικές που εναντιώνονται ή απορρίπτουν τις αντίστοιχες κυρίαρχες κρατικές ή αγοραίες.
Μεταξύ των κατηγοριών αυτών συναντούμε διαφορετικούς τρόπους μέτρησης της αξίας των αγαθών, κυκλοφορίας των αγαθών, πραγματοποίησης των ανταλλαγών και διάθεσης του πλεονάσματος, διαφορετικές μορφές οργάνωσης και ρύθμισης της εργασίας, και διαφορετικές αντιλήψεις και ταυτότητες. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο βαθμός ετερότητας είναι δυναμικός, παραπέμποντας στην παρατηρούμενη αλλαγή πολλών εναλλακτικών χώρων προϊόντος του χρόνου. Επίσης, ο βαθμός ετερότητας σχετίζεται με τις ήδη υπάρχουσες υλικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, οι οποίες είναι χωρικά διαφοροποιημένες.
Η προσέγγιση της Gibson-Graham (1996 και 2006) εντάσσει τον προβληματισμό σχετικά με τους εναλλακτικούς χώρους σε μια ευρύτερη προσέγγιση για τις ποικίλες οικονομίες (diverse economies). Οι ποικίλες οικονομίες αποτελούν μια θεωρητική πρόταση με βάση την οποία οι οικονομίες είναι εγγενώς ετερογενείς χώροι που συντίθενται από διαφορετικές «ταξικές διαδικασίες» (τρόπους παραγωγής, ιδιοποίησης και διανομής του πλεονάσματος κατά την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών), μηχανισμούς ανταλλαγής, μορφές εργασίας και αμοιβής της, καθώς και μορφές χρηματοδότησης και ιδιοκτησίας. Η προσέγγιση θεωρεί τον καπιταλισμό ως μια μόνο μορφή οικονομικών σχέσεων που περιλαμβάνει την καπιταλιστική επιχείρηση μέσα στην οποία η υπεραξία παράγεται, ιδιοποιείται και διανέμεται στη βάση της μισθωτής εργασίας, της ατομικής ιδιοκτησίας, της παραγωγής για την αγορά και της χρηματοδότησης με τόκο. Κεντρικό στοιχείο της προσέγγισης αυτής αποτελεί η χρήση της έννοιας της επιτελεστικότητας (performativity) με βάση την οποία ο λόγος συμμετέχει στη διαμόρφωση της πραγματικότητας την οποία υποτίθεται ότι επιχειρεί μόνο να παρουσιάσει. Εδώ, η παρουσίαση της οικονομίας ως ποικίλης και όχι ως απόλυτα κυριαρχούμενης από το κεφάλαιο και τις καπιταλιστικές σχέσεις –όπως συμβαίνει στις κλασικές στρουκτουραλιστικές μαρξιστικές προσεγγίσεις– στοχεύει στη δημιουργία ελπίδας, με άλλα λόγια στην ενθάρρυνση, την ενίσχυση και τον πολλαπλασιασμό των μη καπιταλιστικών–εναλλακτικών χώρων.
Στόχος λοιπόν του έργου της Gibson-Graham –και συνολικότερα της κοινότητας των ερευνητών που διαμορφώθηκε γύρω από το έργο της– δεν είναι μόνο η ανάλυση των εναλλακτικών χώρων, αλλά η ενεργή υποστήριξη της ανάδυσης και εξάπλωσής τους. Στο πλαίσιο αυτό, αρνείται κάθε είδους εκ των προτέρων αξιολόγηση των εναλλακτικών χώρων. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι εναλλακτικοί χώροι έχουν την ίδια αξία. Αντίθετα, ρητός στόχος της είναι η διαμόρφωση αυτού που ονομάζει «οικονομίες της κοινότητας». Για το σκοπό αυτό ανέπτυξε συγκεκριμένα εργαλεία για την έρευνα δράσης που προτείνει. Στην προσέγγιση αυτή οι δυσκολίες, τα προβλήματα και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν οι εναλλακτικοί χώροι δεν έχουν ανυπέρβλητο χαρακτήρα και δεν οδηγούν αυτόματα στην ενσωμάτωση ή τη διάλυσή τους, αλλά αποτελούν προκλήσεις για αγώνα εκ μέρους των συμμετεχόντων, αλλά και των ερευνητών.
Γριτζάς, Γ., Καβουλάκος, Κ. Ι. (2015) Εναλλακτικοί οικονομικοί και πολιτικοί χώροι: Αντιμετωπίζοντας την κρίση ή δημιουργώντας μια νέα κοινωνία;, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/εναλλακτικοί-χώροι/ , DOI: 10.17902/20971.15
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Σε παλαιότερη δημοσίευση για τα Αναφιώτικα έχω υποστηρίξει πως ορισμένα μη- κειμενικά μέσα αναπαράστασης του χώρου, όπως είναι οι χάρτες και οι ταξιδιωτικοί οδηγοί, αρθρώνουν λόγο εξουσίας ο οποίος συντάσσεται με εκείνον των κειμένων, στιγματίζοντας και περιθωριοποιώντας τον εν λόγω οικισμό (Καυταντζόγλου 2001, 139-146). Οι αναπαραστάσεις αυτές ‘παρερμηνεύουν’ έναν υπαρκτό και κατοικημένο τόπο, αφαιρώντας το ζωτικό συστατικό στοιχείο της μακρόχρονης παρουσίας κατοίκων και τις σημασίες με τις οποίες εκείνοι επενδύουν τον τόπο ζωής τους. Μπορούν επομένως να εξεταστούν ως προϊόντα και ταυτόχρονα ‘εργαλεία’ της ηγεμονικής ‘μνημειακής’ αντίληψης του συγκεκριμένου τοπίου, όπως και τα κείμενα. η παράλληλη δε προσέγγισή τους αποκαλύπτει ενδιαφέρουσες αναλογίες.
Το παρόν κείμενο επικεντρώνεται σε ένα διαφορετικό σώμα οπτικών αναπαραστάσεων του οικισμού των Αναφιώτικων, προσεγγίζοντας την οικειοποίηση και κατανάλωσή τους από τους κατοίκους του ως πρακτικές που υποστηρίζουν μιαν αντίπαλη ανάγνωση και αντίληψη τοπίου, την οποία μπορούμε να χαρακτηρίσουμε –ελλείψει καλύτερου όρου– «λαϊκή» ή «καθημερινή» (vernacular) [1]. Πρόκειται για απεικονίσεις του οικισμού και του τοπίου, η «δράση» (agency) των οποίων υποστηρίζει την ιδιότητα του οικισμού ως βιωμένου τόπου και θεματοφύλακα τοπικής εμπειρίας και μνήμης. Θεωρώ ότι η χρήση αυτών των εικόνων μπορεί να ιδωθεί ως μια πρακτική, παράλληλη με την αφηγηματική, που εκδιπλώνουν οι κάτοικοι των Αναφιώτικων υπερασπιζόμενοι την προστασία του οικισμού και, βέβαια, το δικαίωμα παραμονής τους εκεί.
Τι περιλαμβάνει το σώμα αυτό του οπτικού υλικού; Εικονικές αναπαραστάσεις διαφόρων τεχνοτροπιών και υλικών: έργα ζωγραφικής, λιθογραφίες, φωτογραφίες, κ.ά. Εικόνες λοιπόν, αλλά και «πράγματα» που αγοράστηκαν, κληρονομήθηκαν, δωρήθηκαν, και τοποθετήθηκαν στο εσωτερικό του ιδιωτικού, οικιακού χώρου των κατοίκων. Έτσι, αποτελούν μέρος αυτού που περιγράφει ο Miller (2001, 1) ως «το συνονθύλευμα αντικειμένων στο χώρο του σπιτιού το οποίο αντικατοπτρίζει τη δράση (agency) των ατόμων και ενίοτε την αδυναμία τους» …(μέρος) «του υλικού πολιτισμού του εσωτερικού του σπιτιού ο οποίος εμφανίζεται ως οικειοποίηση του ευρύτερου κόσμου και ως αναπαράστασή του στον ιδιωτικό μας χώρο, συγκροτώντας ταυτότητες και διαμεσολαβώντας κοινωνικές διαδικασίες». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εισηγούμαι πως οι εικόνες αυτές διαμεσολαβούν την παρατεταμένη συγκρουσιακή σχέση αρχών και κατοίκων του οικισμού, προτάσσοντας μια θεμελιακά διαφορετική πρόσληψη του τοπίου και του τόπου.
Αντικείμενα που κρέμονται στους τοίχους, τοποθετούνται σε τραπεζάκια ή πάνω στην τηλεόραση, οι εικόνες αυτές αποτέλεσαν θέμα συζήτησης και συχνά μου επιδείχθηκαν ως μαρτυρίες [2]. Η εξιστόρηση του τρόπου απόκτησης και χρήσης (κατανάλωσής τους) απηχεί ό,τι περιγράφει ο Miller (1987, 189–193) ως διαδικασία επεξεργασίας και αναπλαισίωσης του αποκτηθέντος αντικειμένου, η οποία επιφέρει το μετασχηματισμό του από το καθεστώς του αλλοτριώσιμου, με χρηματική τιμή, σε εκείνο του αναλλοτρίωτου, μέσω ενδόμυχης σύνδεσής του με συγκεκριμένο/α υποκείμενο/α. Το έργο της κατανάλωσης αλλοιώνει ριζικά την κοινωνική φύση του αντικειμένου, μόλο που η υλική μορφή του παραμένει σταθερή.
Οι αφηγήσεις απόκτησης των αντικειμένων αυτών από τρεις κατοίκους των Αναφιώτικων, καθώς και οι ‘διαδρομές’ τους στο χώρο, έχουν ιδιαίτερη σημασία. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ορισμένες από αυτές τις εικόνες βρίσκονται και στα σπίτια άλλων κατοίκων. Το σπίτι του Ν. κοσμούν δυο φωτογραφίες του οικισμού τραβηγμένες από τη φωτογράφο Nelly’s, δυο πίνακες με ακρυλικό χρώμα, ένα σκίτσο με μελάνι και μια μικρή υδατογραφία του οικισμού. Η ιστορία των πινάκων του ζωγράφου Άλεξ (σύνδεσμος) είναι διαφωτιστική: ο Ν. τον συνάντησε κοντά στο σπίτι του ενώ φιλοτεχνούσε μιαν άποψη του οικισμού. Του παράγγειλε δυο πίνακες που απεικονίζουν το εξωτερικό του σπιτιού του και τη θέα από το παράθυρο του. Όταν ο Γ., γείτονας του Ν., είδε τους πίνακες του Άλεξ, παράγγειλε κι εκείνος στο ζωγράφο άλλους δυο με όψεις του οικισμού, τους οποίους τοποθέτησε στο καθιστικό του σπιτιού του.
Στο σπίτι της Ε., υαλικά, πορσελάνες, αγάλματα και πίνακες πολλών ειδών και τεχνοτροπιών γειτνιάζουν με το πρωτότυπο του σκίτσου του οποίου αντίγραφα έχουν τόσο ο Ν. όσο και ο Γ., με αναπαραγωγές έργων του 19ου που απεικονίζουν σπίτια του οικισμού, με φωτογραφίες και άλλες (λιγότερο ή περισσότερο ρεαλιστικές) εικόνες του.
Οι πίνακες του Άλεξ είναι φανερό πως θα είχαν πολύ διαφορετικές σημασίες εάν ήταν εκτεθειμένες προς πώληση σε μαγαζί τουριστικών ειδών, σε κάποιο κορνιζάδικο αλλού στην πόλη, ή εάν κατέληγαν στα χέρια αγοραστών χωρίς ιδιαίτερη σχέση με τον οικισμό. Ωστόσο, η επιλογή, απόκτηση και τοποθέτηση στα σπίτια τους από τους συνομιλητές μου, πράγματι φαίνεται να επιφέρει τη μεταφορά των έργων αυτών από τη συνθήκη του αλλοτριώσιμου σε εκείνη του αναλλοτρίωτου (και τούτο μάλιστα παρά το γεγονός ότι πρόκειται για αντίγραφα και παραλλαγές ενός κοινού θέματος). Εισηγούμαι, επιπλέον, ότι έχουν υποστεί έναν ακόμη μετασχηματισμό/μεταφορά: ως αντικείμενα που κυκλοφόρησαν και διανεμήθηκαν σε διάφορα σπίτια του οικισμού, συγκροτούν πλέον ένα σώμα κοινών συμβολικών αγαθών τα οποία ενδυναμώνουν και επαναβεβαιώνουν την εκ μέρους των κατοίκων συλλογική υπεράσπιση του τόπου. Έτσι, αν και η απόκτηση τους συνδέεται με την επιθυμία διακόσμησης του ιδιωτικού/οικιακού χώρου, μπορεί να υποστηριχθεί πως η παρουσία τους καθιστά το χώρο αυτόν ‘πομπό’ μιας ‘προς τα έξω’ δήλωσης, επικοινωνώντας σε τρίτους αισθήματα, εμπειρίες και δεσμούς με τον τόπο, υπενθυμίζοντας την ιστορία του οικισμού και τη δύσκολη σχέση του με το μνημειακό τοπίο. Τη δράση (agency) των έργων αυτών ενισχύει άλλωστε περαιτέρω το γεγονός ότι αποτελούν δημιουργήματα «ξένων» που έχουν αντιληφθεί και εκτιμήσει την αισθητική και ιστορική αξία του οικισμού, σε αντίθεση με τους «άλλους» που τον έχουν υποτιμήσει και περιθωριοποιήσει.
Στο πλαίσιο των φορτισμένων σχέσεων του οικισμού με τις αρχές διαχείρισης του αρχαιολογικού τοπίου, δυο σύνολα εικονικών αναπαραστάσεων μπορούν να προσεγγισθούν παράλληλα με τις κειμενικές και αφηγηματικές στρατηγικές των δυο αντίπαλων πλευρών. Η οπτική που εξετάζει τους διαφορετικούς τρόπους απεικόνισης-αναπαράστασης του οικισμού εντοπίζει τις μεταξύ τους αναλογίες: εάν λ.χ., η κατηγορηματική καταδίκη του οικισμού ως ‘παράγκες που παραμορφώνουν τον περίγυρο της Ακρόπολης’ του Δημητρίου Βικέλα (1897) ή των κατοίκων του ως «επήλυδων» ξένων προς την ιστορική Αθήνα (Καμπούρογλου 1920, 1922) μπορούν να θεωρηθούν ανάλογα των χαρτών, φωτογραφιών και πανοραμάτων που τείνουν προς την εξαφάνιση (αποκλεισμό) των Αναφιώτικων, τα ζωηρόχρωμα έργα που αναπαριστούν εξιδανικευμένες ανθισμένες αυλές και ασβεστωμένα σπίτια του οικισμού αποτελούν οπτικό ανάλογο των κειμένων λογίων που επαίνεσαν τη γραφικότητα του ταπεινού οικισμού όπως εκείνα του Καρκαβίτσα (1889) και του Παπαδιαμάντη (1896). Ένας τουριστικός χάρτης που περιέχει και ονοματίζει τον οικισμό αλλά τον θέτει, μέσω τεχνικών αναπαράστασης, εκτός ιστορίας της πόλης (Caftanzoglou 2010), μπορεί να θεωρηθεί ως ανάλογο κειμένων που διέπονται από αμφισημία, όπως εκείνα του Μπίρη (1948, 1966 [1995]), τα οποία εξαίρουν το αισθητικό και ιστορικό ενδιαφέρον των Αναφιώτικων, χωρίς όμως να αποδέχονται το δικαίωμα παραμονής τους στη συγκεκριμένη τοποθεσία.
Περαιτέρω αναλογία μπορεί να εντοπισθεί στην επιλεκτική οικειοποίηση και αναπαράσταση, θεμελιακό στοιχείο τεχνικής και των δυο λόγων: οι χάρτες προωθούν τα μνημεία της κλασσικής αρχαιότητας καθιστώντας μη ορατά τα «βέβηλα» χωρικά στοιχεία, ενώ οι αναπαραστάσεις του οικισμού εστιάζουν στη γραφικότητα του οικισμού, αποκρύβοντας τις όψεις παρακμής και αποσύνθεσης του. Η κειμενική ρητορική των πολέμιων του οικισμού παραβλέπει την ιστορική και αρχιτεκτονική αξία του, επιμένοντας στον χαρακτηρισμό τους ως «εκτός θέσης». εκείνη των κατοίκων αναδεικνύει το παράδειγμα της κοινοτικής αρμονίας και των ιστορικών δεσμών με έναν τόπο ιδιαίτερης αισθητικής που εκείνοι έχουν δημιουργήσει και φροντίζουν, αμυνόμενη ενάντια στην απαξίωση του ως «εκτός θέσης» σώματος, την αυστηρή εποπτεία της καθημερινότητάς τους και τις κατά καιρούς παρεμβάσεις στο χώρο τους.
Η παραγωγή και κατανάλωση των διαφορετικών αυτών σωμάτων οπτικού υλικού απηχεί τις ιδεολογικές και αισθητικές επιλογές των συλλογικών υποκειμένων που εμπλέκονται στη διαπάλη με επίκεντρο τη σημασία του τόπου. Διερευνώντας τις αντιτιθέμενες αυτές εικονικές αναπαραστάσεις του συγκεκριμένου τοπίου στο πλαίσιο των μακρόχρονων διαπραγματεύσεων της σημασίας του, αντιλαμβανόμαστε τα πολλαπλά επίπεδα στα οποία διεξάγεται η σύγκρουση μεταξύ του «μνημειακού» και του «καθημερινού» και τους επίσης πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους αυτή καθίσταται ορατή.
[1] Για εκτενέστερη ανάλυση, βλέπε Caftanzoglou (2010).
[2] Η χρήση του όρου «ντοκουμέντα» κατά τη συζήτηση των έργων με τους ιδιοκτήτες τους απηχεί επιθυμία ανύψωσης τους στο στάτους του «σκληρού» επιστημονικού αποδεικτικού υλικού.
Καυταντζόγλου, Ρ. (2015) Καταναλώνοντας εικόνες: η υπεράσπιση ενός τόπου, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/αναφιώτικα/ , DOI: 10.17902/20971.49
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Θεμελιωμένη στην παραδοχή του χώρου ως ενεργά εμπλεκόμενου στην παραγωγή κοινωνικών σχέσεων και αντιλήψεων, η έρευνα –που συνοπτικά παρουσιάζεται στη συνέχεια– αποπειράθηκε να «χαρτογραφήσει» την οδό Ιπποκράτους, και να διερευνήσει τις αντιλήψεις των καταστηματαρχών του δρόμου αυτού για το χώρο που «ενοικούν». Η οπτική παρατήρηση της καθημερινότητας του δρόμου, ο σχεδιασμός «χαρτών» ανά τετράγωνο, και η καταγραφή των εμπορικών καταστημάτων που τότε λειτουργούσαν (συνολικά 250) συνδυάστηκαν με τη διεξαγωγή ερωτηματολογίου και τη διενέργεια ανοικτών συνεντεύξεων με αριθμό καταστηματαρχών. Η επιλογή της συγκεκριμένης κατηγορίας χρηστών του δρόμου θεμελιώθηκε στην παραδοχή ότι η πολύωρη παραμονή των επιχειρηματιών στον τόπο εργασίας τους, παράγει σημαντικές και σημαίνουσες σχέσεις με τον περιβάλλοντα χώρο.
Το παρόν κείμενο βασίζεται σε έρευνα πεδίου που πραγματοποιήθηκε το 2007-8 στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος Τάσεις κοινωνικού μετασχηματισμού στον αστικό χώρο: κοινωνική αναπαραγωγή, κοινωνικές ανισότητες και κοινωνική συνοχή στην Αθήνα του 21ου αιώνα του Ινστιτούτου Αστικής και Αγροτικής Κοινωνιολογίας του ΕΚΚΕ.
Η οδός Ιπποκράτους, μήκους σχεδόν 2 χλμ, ξεκινά από την λεωφόρο Αλεξάνδρας και καταλήγει στην λεωφόρο Πανεπιστημίου. Στο μεγαλύτερο μέρος της κυριαρχεί η μικτή χρήση, όπου συνυπάρχουν η κατοικία με εμπορικές χρήσεις στα ισόγεια και τις επαγγελματικές χρήσεις στους ορόφους των πολυκατοικιών. Το φάσμα των εμπορικών καταστημάτων είναι εξαιρετικά ευρύ, καλύπτοντας κάθε είδους καταναλωτική ανάγκη. Ωστόσο, ήδη από την εποχή της έρευνας, δηλαδή πριν την οικονομική κρίση, το τοπίο των συνεχόμενων εμπορικών επιχειρήσεων κατά μήκος του δρόμου διέκοπταν κλειστά και εγκαταλειμμένα καταστήματα.
Η οπτική παρατήρηση οδήγησε στη διάκριση τριών τμημάτων με κριτήριο τις ανάγκες που εξυπηρετούν τα καταστήματα: στο εγγύτερο στη λεωφόρο Αλεξάνδρας τμήμα κυριαρχούν χαρακτηριστικά τοπικής γειτονιάς (κατοικίας και εμπορικών τα οποία εξυπηρετούν τις ανάγκες της), το επόμενο όπου εμπορικά πιο «υπερτοπικού» είδους συνυπάρχουν με επιχειρήσεις τεχνιτών που εξυπηρετούν τοπικούς κατοίκους αλλά και περαστικούς και, τέλος, το τρίτο τμήμα που καταλήγει στην Πανεπιστημίου και διαφοροποιείται σαφώς ως περιοχή υπερτοπικού χαρακτήρα.
Το ερωτηματολόγιο συγκέντρωσε δεδομένα για τα χαρακτηριστικά των καταστημάτων (τοποθεσία, ηλικία, είδος εμπορεύματος, καθεστώς επαγγελματικής στέγης, προηγούμενη χρήση του καταστήματος, γεωγραφική κινητικότητα της επιχείρησης, τόπος κατοικίας του καταστηματάρχη). Τα βασικά ευρήματα απεικονίζονται στα παρακάτω γραφήματα. Εκτενέστερη παρουσίαση και σχολιασμός των ευρημάτων στο Καυταντζόγλου (2013).
Σε ότι αφορά τη διερεύνηση της αντίληψης των καταστηματαρχών για το περιβάλλον εργασίας τους, μια πρώτη εικόνα εξάγεται από τις απαντήσεις στην ερώτηση ‘υπάρχει γειτονιά εδώ; [1] και τη συσχέτισή τους με τα άλλα ευρήματα. Το γράφημα 4 αποτυπώνει τα ευρήματα στο σύνολο των ερωτηθέντων και ανά βασικά χαρακτηριστικά -είδος καταστήματος, χρόνια λειτουργίας και χωροθέτηση.
Στο σύνολο των ερωτηθέντων προκύπτει σχετική υπεροχή του χαρακτηρισμού του περιβάλλοντος εργασίας ως ‘γειτονιάς’. Ωστόσο, η συσχέτισή του με το είδος, την ηλικία και την τοποθεσία των καταστημάτων αποκαλύπτει μεικτή εικόνα: υψηλά ποσοστά θετικών απαντήσεων στα καταστήματα που καλύπτουν ανάγκες τοπικών κατοίκων συνυπάρχουν με υψηλά ποσοστά αρνητικών απαντήσεων στο τμήμα με τη σημαντικότερη τοπική πελατεία (κατοίκων), καθώς και στα παλαιότερα καταστήματα. Αντίστροφα, υψηλό ποσοστό (64%) θετικών απαντήσεων συγκεντρώνεται στο δεύτερο τμήμα που χαρακτηρίζεται από υψηλά ποσοστά κινητικότητας (αλλαγή είδους και χρήσης [2]), καθώς και στο ‘υπερτοπικό’ και χωρίς κατοικία, 3ο τμήμα του δρόμου (60%).
Η ‘αίσθηση της γειτονιάς’ δείχνει επομένως να μη συνδέεται αποκλειστικά με τους πλέον αναμενόμενους παράγοντες. Τούτο οδηγεί στην υπόθεση ευρύτερου φάσματος σημασιοδοτήσεων της έννοιας, και ποικιλίας ‘υλικών’ κατασκευής της, και στην ανάγκη ποιοτικής προσέγγισης με εργαλείο τις ανοικτές συνεντεύξεις [3]
Ο κύριος Α., «τρίτη γενεά στο ίδιο επάγγελμα και στο ίδιο κατάστημα», διατηρεί με τη σύζυγό του, κρεοπωλείο στο πρώτο τμήμα της Ιπποκράτους όπου ένα μικρό σύνολο εμπορικών ειδών διατροφής ευνοεί τη διατήρηση καθημερινών συναλλαγών και διαπροσωπικών σχέσεων:
«…ναι, γειτονιά είναι… έχει διατηρηθεί, κι ας είναι κεντρικός δρόμος… Εγώ πιστεύω ότι από τη στιγμή που ο κόσμος θα ‘ρθεί για κρέας, έχει το τυρί δίπλα του ακριβώς, του αρέσει η ποιότητα … ε, θα το πάρει από ‘δω… υπάρχει πολύς κόσμος ο οποίος δε θέλει να πάει στο σουπερμάρκετ … γιατί όλα τα μαγαζιά στην Ιπποκράτους τουλάχιστον αυτά που ξέρω εγώ, τα δουλεύουν τα αφεντικά τους… είναι μεγάλη υπόθεση αυτή…
Εδώ το μεγαλύτερο ποσοστό είναι κάτοικοι, μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής… κάποιοι περαστικοί λόγω της κεντρικότητας του δρόμου, αλλά ως επί το πλείστον, οι κάτοικοι… … από το ‘85 μέχρι το ’95.. υπήρξε μια κάμψη.. έφευγε ο κόσμος… από το 2000-2002 και μετά άρχισαν να γυρνάνε πίσω.. λοιπόν, μ’ αυτόν τον κόσμο δουλεύουμε εμείς…»
Στην περίπτωση του κ. Α., η θέση, το είδος του εμπορεύματος και η ηλικία της επιχείρησης του συνιστούν καθοριστικά στοιχεία διαμόρφωσης θετικής πρόσληψης του περιβάλλοντος: η τακτική τοπική πελατεία και η πολύχρονη γνωριμία με τους εγγύτερους σε εκείνον εμπόρους εμφανίζονται ως παράγοντες που ενισχύουν την αίσθηση της οικειότητας και της αντίληψης του άμεσου περιβάλλοντός ως «γειτονιάς».
Άλλοι καταστηματάρχες του τμήματος αυτού της Ιπποκράτους, κυρίως στα πρώτα τετράγωνα, μοιράζονται την αντίληψή του σχετικά με την ύπαρξη γειτονιάς, επισημαίνοντας παράλληλα τις αλλαγές που έχουν επέλθει (υποχώρηση του εμπορικού χαρακτήρα του δρόμου, στασιμότητα στο τοπικό εμπόριο)
«… όλη η ιστορία ήταν από τη Λ. Αλεξάνδρας μέχρι τη Φαναριωτών, ένα δυο τετράγωνα, από κει και κάτω είχε λίγα πράγματα, δεν είχε, δεν είχε εμπορική δραστηριότητα. Τώρα, ανέβηκε σιγά-σιγά η Γκύζη, γινήκανε καλά μαγαζιά και κατέβηκε η Ιπποκράτους… η Ιπποκράτους δεν έχει την κίνηση που είχε παλιά…» (έμπορος εσωρούχων, λίγο πριν τη σύνταξη)
Στο «μεσαίο» τμήμα της Ιπποκράτους, όπου εντοπίστηκαν τα περισσότερα κλειστά καταστήματα, θετικές απόψεις συνυπάρχουν με ανησυχίες για τη βιωσιμότητα της Ιπποκράτους ως εμπορικού δρόμου.
«… τώρα ως προς τη γειτονιά, εδώ γύρω-γύρω στο ύψος που είμαι εγώ, είναι πολύ ήσυχη γειτονιά, δεν υπάρχουν προβλήματα, … εγώ πιστεύω ότι είμαι πολύ καλά εδώ και μου αρέσει ο χώρος και η Ιπποκράτους μ’ αρέσει…». (ιδιοκτήτης καταστήματος δίσκων βινυλίου στο μεσαίο τμήμα που είχε απαντήσει θετικά ως προς την ύπαρξη γειτονιάς)
«…εγώ λυπάμαι γιατί εδώ μεγάλωσα, βλέπω βρωμιά, σκουπίδια, ροχάλες, δεν είναι ο κόσμος… κι αν βγεις εδώ σε πληροφορώ εδώ στην Ιπποκράτους, θα δεις ότι στους δέκα οι εφτά δεν είναι ούτε Έλληνες…» Απέναντι, ο Νίκος, τα στρώματα, Αλβανός…, πιο πάνω ψιλικατζίδικο… Αλβανός πιο πάνω, Αλβανός πιο κάτω. …» (Έμπορος στο «μεσαίο τμήμα» που είχε απαντήσει αρνητικά)
«…έτσι ήρθα σ’ αυτή τη γειτονιά, βέβαια δεν ήταν η Ιπποκράτους αυτό που είναι τώρα, ήταν ένας πολύ ωραίος δρόμος, ωραίος δρόμος, όχι μονάχα εμπορικός αλλά και ανθρώπινος δρόμος… πάντως δεν είναι οι παλιοί καλοί καιροί όχι μόνο για το εμπόριο μονάχα αλλά και γενικότερα για την ποιότητα όλης της ζωής, γιατί δεν είναι η δουλειά μόνο, παράλληλα είναι η ζωή σου κι ο άνθρωπος…». (ιδιοκτήτης κορνιζάδικου στο μεσαίο τμήμα, θετική απάντηση)
«…βέβαια στην Ιπποκράτους συνδέομαι, γιατί τόσα χρόνια συνεχώς… την αγαπώ πάρα πολύ, και τους ανθρώπους βέβαια, και τους ανθρώπους, δηλαδή έκαμα φίλους… είχαμε επικοινωνία, άμεση επικοινωνία, σας λέω… ωραία έχω ζήσει εδώ και παλιά και σήμερα… άλλαξαν τα πράγματα, μαγαζιά οπωσδήποτε πολλά κλείσανε, άλλα έμειναν, άλλα ήρθαν κι ανοίξανε, άμα όμως την έχεις την επικοινωνία, μια με το πελάτη που θα σου φέρει και το παλικάρι του, μια με τον απέναντι που κι αυτός έχει χρόνια εδώ…. (ιδιοκτήτης κουρείου από το 1972)
Ο κ. Κ., που άνοιξε πριν είκοσι χρόνια το πρώτο μαγαζί με είδη μοντελισμού στην Ιπποκράτους δεν θεωρεί πως υφίσταται «γειτονιά». Η πελατεία του είναι «υπερτοπική» και έρχεται μόνο για το συγκεκριμένο εμπόρευμα.
«….έτσι λοιπόν βρεθήκαμε σε μια Ιπποκράτους πολύ υποτονική, παρηκμασμένη… παραμένουν πολλά κλειστά, πολλά άκτιστα και τα λοιπά,… τα μαγαζιά που μπορούν να ‘χουνε έσοδα δε θ’ ανοίξουν ποτέ στην Ιπποκράτους»… Οι κάτοικοι έχουν αραιώσει… όλοι ηλικιωμένοι, δε βλέπουμε νέο κόσμο, νέες οικογένειες αν είναι, είναι μετανάστες, οι ελληνικές που κληρονομήσανε το σπίτι του πατέρα, φεύγουν μακριά…»
Στο ‘υπερτοπικό’, τελευταίο τμήμα της Ιπποκράτους, αρκετοί καταστηματάρχες θεωρούσαν ότι εργάζονται σε περιοχή που «είναι γειτονιά».
«…Γειτονιά; Αν θες, πες το έτσι, κέντρο διερχομένων και γειτονιά μαζί, αυτό, γιατί τόσα χρόνια στο σημείο αυτό, ε δε μπορεί, γίνεται γειτονιά σου. Είμαστε και μαζί, με τον απέναντι, με τις παντόφλες, αυτόν τον εβρήκα όταν πρωτοήρθα, ήταν πιο πέρα ο κύριος Σούλης με τις σφραγίδες θεός σχωρέστον, μ’ αυτόν πίναμε καφεδάκι το πρωί με το που ανοίγαμε, πολλά χρόνια…, πώς να μην υπάρξει μια κουβέντα… έχουμε μια ζωή εδώ, … εδώ διατηρήθηκαν μαγαζιά έτσι όπως τα βρήκα, άνοιξαν βέβαια καινούργια….». (ιδιοκτήτης καταστήματος ψιλικών και ΠροΠο στο τελευταίο τετράγωνο της Ιπποκράτους, μεταξύ Ακαδημίας και Πανεπιστημίου)
«μια ζωή εδώ στο ίδιο μέρος… μπορώ να σου πω ότι καλύτερα ξέρω τον εδώ κόσμο παρά στο σπίτι μου γύρω. Γειτονιά υπάρχει μεταξύ μας, γνωριζόμαστε… βέβαια, άλλοι έχουν πεθάνει, κάποιοι βγήκαν στη σύνταξη, ήρθαν καινούργιοι, αλλά αν με ρωτήσεις θα σου πω ότι μεταξύ μας υπάρχει γειτονιά, μη βλέπεις που δεν υπάρχουν σπίτια εδώ τριγύρω… με την έννοια αυτή, της παλιάς γειτονιάς, ίσως να ‘χει πιο πάνω, εμείς εδώ είμαστε επαγγελματίες…». (Ιδιοκτήτρια καταστήματος παπουτσιών στο τελευταίο οικοδομικό τετράγωνο).
«…παραδίπλα είναι τράπεζα, από την άλλη θέατρο. Τι γειτονιά να είναι εδώ θα μου πείτε; Όμως και μέσα σε μια τέτοια κατάσταση εδώ είναι γειτονιά, τα παλιά μαγαζιά γνωριζόμαστε. … δε ξέρω πως θα εξελιχθούν τα πράγματα, άμα ανοίξουν μεγάλα βιβλιοπωλεία, εκδότες… οπωσδήποτε πιστεύω θα εκλείψει αυτό το… πώς να το πω, η αίσθηση πως γνωριζόμαστε…». (ιδιοκτήτης βιβλιοπωλείου, τρίτο τμήμα της Ιπποκράτους)
Η μελέτη της οδού Ιπποκράτους αποκαλύπτει χαρακτηριστικές όψεις ενός αστικού περιβάλλοντος του κέντρου που φιλοξενεί μεικτές χρήσεις και λειτουργίες και παρουσιάζει στην χωρική ανάπτυξή του αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις. Ταυτόχρονα, αναδεικνύει πολλαπλούς τρόπους σημασιοδότησης της έννοιας της ‘γειτονιάς’. Παράγοντες όπως είναι η παρουσία κατοίκων, η τοπική πελατεία, και η πολυετής παραμονή στο δρόμο λειτουργούν κατά αναμενόμενο τρόπο, ενισχύοντας την ‘αίσθηση της γειτονιάς’, χωρίς ωστόσο να αποτελούν απαραίτητες και μοναδικές συνθήκες. Τα ποικίλα ‘υλικά κατασκευής’ σχέσεων οικειότητας και κοινωνικής συνοχής δείχνουν να ανθίστανται στην υποβάθμιση του υλικού περιβάλλοντος του δρόμου, τη μείωση των κατοίκων, και τη προβληματική επιβίωση των μικρών επιχειρήσεων.
[1] Οι αλλαγές αφορούσαν πρωτίστως καταστήματα διατροφής τα οποία είχαν κλείσει οριστικά στο πρώτο τμήμα της Ιπποκράτους (κυρίως στο μεσαίο τμήμα του δρόμου), χρωματοπωλεία, μαγαζιά υδραυλικών, ηλεκτρολόγων, και άλλων τεχνιτών, κάτι που υποδεικνύει το μετασχηματισμό του χαρακτήρα του δρόμου.
[2] 27 ανοικτές συνεντεύξεις, διάρκειας περίπου μιας ώρας, με στόχο την αποτύπωση προσλήψεων του «υλικού» και «ανθρώπινου» περιβάλλοντος εργασίας τους.
[3] Σχετικά με την επιλογή του όρου ‘γειτονιά’ και τη συζήτηση γύρω από τις ποικίλες σημασιοδοτήσεις και συνδηλώσεις του, παραπέμπω και πάλι στο Καυταντζόγλου (2013, 218-220).
Καυταντζόγλου, Ρ. (2015) Οδός Ιπποκράτους, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/οδός-ιπποκράτους/ , DOI: 10.17902/20971.1
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9