Το project με τίτλο «Ανιχνεύοντας μεταιχμιακές καταστάσεις: Στα όρια αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας», αποτελεί εφαρμογή εθνογραφικών μεθόδων (συμμετοχική παρατήρηση, συνεντεύξεις, αρχειακό υλικό) και δημιουργικής φωτογραφίας για την παραγωγή καλλιτεχνικού έργου. Μολονότι η δημιουργική φωτογραφία δεν είναι επιστημονικό μέσο, η προσφορά της όταν συνδυάζεται με τις διεπιστημονικές εθνογραφικές μεθόδους είναι αναντικατάστατη και μοναδική, καθώς το αποτέλεσμα, μέσω της βιωμένης εμπειρίας που εμπεριέχει, μεταδίδει άρρητη γνώση. Στο επίκεντρο βρίσκονται οι «οριακοί» χώροι που εντοπίζονται μεταξύ των διαφορετικών χρονικοτήτων του αρχαιολογικού και του σύγχρονου, στους οριοθετημένους και προς εκμετάλλευση χώρους της αρχαιολογικής έρευνας και τα αδιάφορα περίχωρά τους, στην πόλη της Αθήνας. Μέσα από αρκετές μελέτες περιπτώσεων και αξιοποιώντας φωτογραφικές και εθνογραφικές μεθόδους εξετάζεται το πώς αυτές οι «συνοριακές» γραμμές-πεδία έρευνας εγκαθιδρύουν και (επανα)διαπραγματεύονται τον εαυτό τους. Απαθανατίζοντας σε τακτά χρονικά διαστήματα και για πέντε χρόνια τα ίχνη του υλικού πολιτισμού τους, και αποκωδικοποιώντας μια σειρά συνεντεύξεων από ανθρώπους που κατά καιρούς «κατοίκησαν» αυτούς τους χώρους, φανερώνεται μια φευγαλέα ανθρωπογεωγραφία μιας «μεταιχμιακής» κατάστασης. Τα μικρο-τοπία που φωτογραφήθηκαν, αποκομμένα από τα τόσο βαριά σημασιοδοτημένα περιβάλλοντά τους, αφηγούνται ιστορίες που αποκαλύπτουν συμπεριφορές, τακτικές και συνεπώς στοιχεία του σύγχρονου πολιτισμού, και μέσα σε αυτά και σημάδια που προαναγγέλουν την επερχόμενη «κρίση». Παρόλ’ αυτά, τα παραπάνω δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως τεκμήρια με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Αντ’ αυτού, μια τρίτη διάσταση πολλών «κατασκευασμένων ορατοτήτων» και νοητικών αναπαραστάσεων βιωμένης εμπειρίας ανοίγεται εδώ, καθώς συνδυάζεται με το δημιουργό της. Ένα νέο αποτέλεσμα -συνδυασμός λόγου και εικόνας- προκύπτει, το οποίο δεν είχε ιδωθεί πριν ή δεν είχαμε μπορέσει να συναισθανθούμε έως τώρα. Αναζητώντας το κατάλληλο σημείο παρατήρησης για αυτή την έρευνα πεδίου για την Αθήνα, κινήθηκα αρκετά και μέσα και έξω από τα όρια. Το κατάλληλο σημείο δεν θα μπορούσε να είναι μέσα στα ένδοξα, πολύτιμα, ιερά ερείπια, ούτε μέσα στην ίδια την σύγχρονη πόλη. Σίγουρα βρισκόταν κάπου πέρα από την «αισθητικοποιημένη νοσταλγία του κοινότυπου» [όρος που εισήγαγε ο αρχιτέκτονας Peter Eisenman (1988)]: στα όρια των αρχαιολογικών χώρων και της σύγχρονης πόλης. Εκεί, όπου η αρχαία και η νεώτερη πόλη συνυπάρχουν, η καθημερινή ζωή και οι δραστηριότητες των ανθρώπων έρχονται σε αντίθεση με την διαφορετική ατμόσφαιρα, την ιδρυματοποιημένη ησυχία των ανοιχτών αρχαιολογικών χώρων που λειτουργούν ως τουριστικές ατραξιόν. Το ενδιαφέρον του να κινείσαι στα όρια είναι ότι ακόμα και αν το επιθυμείς είναι σχεδόν αδύνατο για το βλέμμα να αποφύγει να αντιμετωπίσει τις αντιθέσεις… πολιτισμικές, πολιτιστικές, ιδεολογικές. Η σύνθεση των στοιχείων της ετερότητας στις ζώνες αυτές, μπορεί να βοηθήσει στη διερεύνηση της ταυτότητάς μας που βρίσκεται σε συνεχή αλλαγή, προκειμένου να μπορέσουμε να διακρίνουμε το όλο. Ερευνώντας την υβριδική κατάσταση της ταυτότητας του σήμερα, η καίρια ερώτηση δεν είναι «ποιός είμαι;» αλλά «πότε – πού – πώς είμαι;» όπως εύστοχα εντόπισε η εθνογράφος Trinh T. Minh-ha (1992). Συνεπώς δεν έχει κανένα νόημα να αυτοκαθοριζόμαστε απλώς δηλώνοντας το ποιοι είμαστε, αλλά προσδιορίζοντας συνεχώς το πότε-πού-πώς είμαστε. Αναζητώντας αυτό το πότε-πού-πώς είμαι, άρχισα να τραβάω φωτογραφίες κατά τακτά διαστήματα ακολουθώντας μια συγκεκριμένη διαδρομή στα συμβολικά και υπαρκτά όρια κάποιων αρχαιολογικών χώρων του κέντρου της Αθήνας. Οι φωτογραφίες, λειτουργούν ως ένα αρχείο μνήμης των αλλαγών και των ευρημάτων μου. Είχα μεγάλο ενδιαφέρον να ερευνήσω οπτικά το πώς οι χώροι αυτοί παρέμεναν περιορισμένοι μόνο για τους επισκέπτες και για το τι συνέβαινε στον δημόσιο χώρο -συνήθως πεζόδρομο- που τους περιβάλει.Στα όρια των αρχαιολογικών χώρων
Εικόνα 1: Βάσεις ομπρελών, οι σύγχρονες κολώνες
Όμως αυτά τα πρώτα ευρήματα δεν ήταν αρκετά. Συνέχισα να φωτογραφίζω για έξι χρόνια, σε τακτές περιόδους, συγκεντρωμένη περισσότερο σε ενός είδους οπτική μικροεθνογραφία. Καθώς η «εθνογραφία είναι η σπουδή τόσο της ρητής και σαφούς πολιτισμικής γνώσης όσο και της σιωπηρής, άρρητης πολιτισμικής γνώσης, αυτής που αφήνεται να υπονοηθεί» -όπως αναφέρει ο James Spradley (1980:8)-, με αυτή την έρευνα αναζητούσα και τις δύο. Η φανερή, ρητή, πολιτισμική γνώση ήταν η πρώτη ύλη μου, το θεωρητικό μου σημείο εκκίνησης. Η σιωπηλή γνώση που αφήνεται να υπονοηθεί, που παραμένει κατά μεγάλο ποσοστό έξω από την αντίληψη των ανθρώπων, που δεν εκφράζεται συνειδητά, και δεν συζητείται, ήταν το θέμα μου. Συναισθανόμενη αυτή τη σιωπηλή γνώση, διαμόρφωθηκε η ματιά μου, είτε ως ενός εσωτερικού, είτε ενός εξωτερικού παρατηρητή.
|
Τι ακριβώς σημαίνει το ότι μια πόλη αλλάζει; Τοποθετώντας την μία φωτογραφία δίπλα στην άλλη παρατήρησα ότι μερικές από τις «ιστορίες»/αφηγήσεις εξελίσσονταν με ένα πολύ καλύτερο τρόπο για την αισθητική μου, και πιο αποτελεσματικό για αυτό που ήθελα να αναδείξω. Άρχισα να βλέπω στις φωτογραφίες αλλαγές που δεν μπορούσα να εντοπίσω με γυμνό μάτι όταν βρισκόμουν επί τόπου για να φωτογραφίσω.
|
Αλλά φυσικά αυτή η διαδικασία είναι σαν μια ιεροτελεστία (Trinh T. Minh-ha, 1992) οπότε και βρίσκεται σε συνεχή αλλαγή:
|
Οι φωτογραφίες είναι αποκομμένες από το ευρύτερο αναλυτικό τους πλαίσιο και τα οπτικά περιβάλλοντα τους (αρχαιότητα, αρχαιολογία, μεγαλειώδες παρελθόν, πολιτιστική κληρονομιά κτλ.). Προσπαθούν να αγγίξουν τους «αναγνώστες» τους με την συμβολική αναπαράσταση της πραγματικότητας του Άλλου (ο Άλλος σε αυτή την περίπτωση είναι η νοοτροπία του σύγχρονου Νεοέλληνα). Με τον καιρό, θεματικές άρχισαν να φανερώνονται, και έτσι ξεκίνησα τις συνεντεύξεις. Εικοσιπέντε συνεντεύξεις, με ανθρώπους που έρχονται να κατοικήσουν αυτούς τους χώρους, μια φευγαλέα ανθρωπογεωγραφία των ορίων – συνοριακών περιοχών μπορεί να ειδωθεί στιγμιαία.
Οι απαντήσεις στις ερωτήσεις όμως, δεν ήταν το αντικείμενο της έρευνάς μου… «Τι γνώμη έχετε για το έργο της Ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων;»,«Τι είναι αυτό που συγκεντρώνει όλους αυτούς τους ετερόκλητους ανθρώπους εδώ πέρα;», «Τι γνώμη έχετε για τα τραπεζοκαθίσματα στο δημόσιο χώρο και τους πεζόδρομους;» «Πώς αισθάνεστε για τα graffiti πάνω και γύρω από τους αρχαιολογικούς χώρους;» «Γιατί τόσα πολλά ναρκωτικά στην περιοχή;» «Ποια η θέση του κράτους σε όλα αυτά»; Και τέλος, «Νομίζετε πως οι Νεοέλληνες έχουν καμιά ομοιότητα ή σχέση με τους αρχαίους;»… Η πραγματική ανακάλυψη, για μένα, ήρθε από άλλα πράγματα που μου «εξομολογήθηκαν» οι άνθρωποι αυτοί. Οι εικόνες των συνεντευξιαζόμενων ανθρώπων επανατοποθετήθηκαν στο μέρος που τους ανήκε. Το μέρος που -χωρίς να το ξέρουν- επιλέχτηκε για αυτούς όταν μου αφηγήθηκαν τις ιστορίες τους.
Η διαπίστωση ότι αυτό το απλό καρτοτηλέφωνο που φωτογράφιζα όλο αυτόν τον καιρό μπορούσε να παίξει έναν τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή ενός ανθρώπου ήταν κάτι πέρα που ξεπερνούσε την φαντασία μου. Ένας εξηνταπεντάχρονος Βέλγος άστεγος πήρε το λεωφορείο για να πάει σε ένα Πανεπιστήμιο τόσο μακριά από το κέντρο μόνο και μόνο για να είναι χρήσιμος και αξιόπιστος στους τουρίστες. Όλα τα στερεότυπα μου για τους άστεγους, “περιθωριακούς” ανθρώπους, έπεσαν.
«Τα λόγια που χρησιμοποιεί κανείς είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου», λέει η Mary Douglas (1999). «Οι αμοιβαίες κατανοήσεις που δεν εκφράζονται με λόγια είναι απαραίτητες. Πώς προσεγγίζουμε αυτό που υπονοείται; […] Ονομάστε το, το πρότζεκτ του να ανακαλύψουμε το νόημα. […] Η μέθοδός του είναι το να καθολικεύσουμε ξένες και παράξενες πεποιθήσεις αυτού που ενώ στην αρχή φάνταζε ως ανεξήγητο αφομοιώνεται σταδιακά από την διευρυμένη μας εμπειρία.» |
Οι συνεντεύξεις επέδωσαν ζωντάνια στις φωτογραφίες με τις υποκειμενικές τους αφηγήσεις, άλλοτε κυρίαρχες και άλλοτε περιθωριακές. Μια προσπάθεια για ένα εθνογραφικό ευρετήριο μερικών αληθειών, που εμπλουτίζεται συνεχώς αλλά ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι προσωπικές ιστορίες μπλέκονται με την συλλογική ιστορία. Η αφήγηση ενός ατόμου μπορεί να αποτελέσει το παλίμψηστο των ιστοριών και απόψεων πολλών άλλων καθημερινών ανθρώπων, επιτρέποντας αυτό που ο Stuart Hall αναφέρει ως την δημιουργία «μιας διαφορετικής οπτικής γλώσσας, που είναι ριζωμένη στην πραγματικότητα της βιωμένης εμπειρίας και ταυτόχρονα αποτελεί την πιο γλαφυρή άρθρωση αυτής της εμπειρίας» (Hall 1983:17 in Edwards 1999, 74).
Προξενώντας αυτό το συμβάν, το αποτέλεσμα είναι μια οπτική παράθεση (παράταξη) διιστάμενων χρονικοτήτων οι οποίες εμφανίζονται όλες μαζί στην ίδια φωτογραφία. Το τελικό οπτικό αποτέλεσμα αφηγείται μια διαφορετική και πιο πλήρη ιστορία από αυτήν που υποδηλώνει η κάθε φωτογραφία ή συνέντευξη χωριστά. Μια κατασκευασμένη ορατότητα, μια νοητική απεικόνιση που δεν είχαμε ποτέ πριν αντιμετωπίσει. Πρόκειται για μια προσπάθεια απεικόνισης όχι του τοπίου, αλλά των βιωμένων εμπειριών του τοπίου. Αυτό που συμβαίνει έξω από τους αρχαιολογικούς χώρους βρίσκεται αναπόφευκτα σε συνεχή διάλογο με το «ιδρυματοποιημένο», το απαγορευμένο, το σε πολλές περιπτώσεις ερμητικά κλειστό της ιστορικής γνώσης και κληρονομιάς του επίσημου κράτους.
«Μια συλλογή φωτογραφιών μας λέει την ιστορία του φωτογράφου», δηλώνει η καλλιτέχνης και συγγραφέας Desiree Navab (2009), «όμως αυτή είναι μόνο μία από τις ιστορίες. Υπάρχουν και οι ιστορίες των εικονιζόμενων ανθρώπων και των γεγονότων που βρίσκονται μέσα στην φωτογραφία καθώς και οι ιστορίες των θεατών της φωτογραφίας που βρίσκονται απέξω. Και μετά υπάρχει η ιστορία που χτίζεται γύρω από όλες αυτές τις ιστορίες. Από τις ιδιωτικές, και άγνωστες ιστορίες παίρνουμε δημόσιες και γνωστές. Από μεμονωμένες μνήμες και ιστορίες αναδύεται μια συλλογική μνήμη και ιστορία.» |
Μετά από αυτή την οπτική-εθνογραφική παρέμβαση τα πράγματα παύουν να είναι όπως ήταν πριν, τουλάχιστον για αυτούς που μοιράστηκαν την εμπειρία της ανάγνωσής της. Ιδού πώς η φωτογραφία μπορεί να γίνει μια συσκευή η οποία επικοινωνεί το ανείδωτο, τη σιωπηλή-άρρητη γνώση, τη γνώση που υπονοείται και να την μεταφράσει σε αυτό που ο W.J.T. Mitchell (2007) περιγράφει ως «κάτι που μοιάζει με τη φωτογραφία κάποιου πράγματος που δεν μπορούσαμε ποτέ πριν να δούμε» ή αυτό που ο Victor Burgin (1996:272) περιγράφει ως «μια πολιτισμική εμπειρία» η οποία μεταφράζει το ασυνείδητο σε συνειδητότητα.
Επιπλέον, αυτή η εργασία, είναι μια προσπάθεια αναζήτησης μιας αχτίδας φωτός σε ένα σκοτεινό κόσμο: σημεία ελπίδας και αντίστασης σε ό,τι μας απογοητεύει σε αυτήν την πόλη. Η σύγκρουση με την νεωτεριστική, εξιδανικευμένη εικόνα του παρελθόντος μας και η εναλλακτική -σχεδόν αναιδής ανάγνωση του πολύτιμου ιστορικού τοπίου θα μπορούσε να είναι το θεραπευτικό εργαλείο όπως προτείνει ο Edgar Moren (Le Goff, 1998). Ένα εργαλείο προσαρμογής στην αλλαγή, ένα εργαλείο εισόδου στην σημερινή πραγματικότητα που δίνει μια προοπτική ενός μέλλοντος. Ο απλός κόσμος περιγράφει τη σημερινή κατάσταση ως προβληματική, ως κρίση, ως ξεπεσμό. Στις φωτογραφίες, καθώς και στις αφηγήσεις του «Στα όρια», απεικονίζεται συχνά αυτή η «καταστροφή», το κενό, η αποδιάρθρωση, όμως όχι ως κάτι κατακριτέο ή καταγγελτικό, αλλά ως ένα δημιουργικό στάδιο, αφού τελικά σημασιοδοτεί την αλλαγή που υφέρπει. Απεικονίζεται ως μια σειρά από συμβολισμούς και υπαινιγμούς που αντηχούν το πώς βιώνεται η κοινωνική, πολιτιστική, πολιτική, οικονομική κατάσταση βαθιά μέσα μας. Το «πιάσαμε πάτο» μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο ανάδυσης στην επιφάνεια, αφορμή για γνώση του τι έφταιξε και του πώς θα μπορέσουμε να το ξεπεράσουμε, ως θεραπεία από τα λάθη που επαναλαμβάνουμε. Διαπερνώντας τα φαντασιακά όρια μεταξύ του αρχέγονου παρελθόντος και του παρόντος τόπου καταγωγής, χωρίς τα «πολωμένα αντιθετικά μοντέλα» του πνευματικού κόσμου, αποκτά κανείς την τόσο πολύτιμη συναίσθηση. Και πράγματι, η οικειότητα με τους ανθρώπους πρόσθεσε μια «αύρα αυθεντικότητας» που έκανε τις άσχημες αλήθειες πιο υποφερτές.
Οι καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων, που εξελίσσονται παράλληλα με τις φαινομενικά ασήμαντες ιστορίες του υλικού κόσμου που περιβάλλει τους βαριά φορτισμένους ιστορικούς χώρους της Αθήνας -και που γι’ αυτό περνούν μάλλον απαρατήρητες- απεικονίζονται πλάι-πλάι. Τα αντικείμενα που απεικονίζονται μπορεί να είναι οι «παγίδες» που θα μας κάνουν να δώσουμε καινούργιο περιεχόμενο στο παλιό στερεότυπο που είχαμε για τους αρχαιολογικούς χώρους και θα τους κάνουν λιγότερο «επίσημους χώρους» και περισσότερο τόπους ανθρώπινους. Ενδεχομένως μερικές από αυτές τις φωτογραφίες θα μπορέσουν να προκαλέσουν τον κλαυσίγελο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας ως αντίδραση. Το συναίσθημα της κάθαρσης που έρχεται όταν τελικά βρεθούμε αντιμέτωποι με την «αλήθεια», που μας κάνει να κλαίμε και να γελάμε την ίδια στιγμή.
‘Εξι έργα –μέρος ενός συνόλου είκοσι πέντε έργων– διαστάσεων 70×100 εκ. το καθένα, όπου το πορτρέτο μαζί με την συνέντευξη του κάθε ατόμου αντιπαρατίθεται με το αποτέλεσμα της επαναφωτογράφησης ενός μικρο-τοπίου που βρίσκεται κοντά στον τόπο της συνέντευξης.
Καμινάρη, Μ. (2018) Ανιχνεύοντας μεταιχμιακές καταστάσεις: Στα όρια των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ανιχνεύοντας-μεταιχμιακές-καταστάσε/ , DOI: 10.17902/20971.78
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Έχει αναδειχθεί ο ρόλος της Αθήνας τον 19ο αιώνα ως «εθνικού κέντρου», με την έννοια τόσο της πρωτεύουσας του νέου ελληνικού κράτους, του πρώτου εθνικού κράτους στην ανατολική Μεσόγειο, όσο και του κέντρου με ακτινοβολία σε όλο τον ελληνισμό: εδώ για παράδειγμα βρισκόταν η έδρα του μοναδικού ελληνικού Πανεπιστημίου, στο οποίο συνέρρεαν ελληνόφωνοι ή ελληνίζοντες φοιτητές από τα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία.
Λιγότερο έχει προσεχτεί ο χαρακτήρας της Αθήνας ως πόλης ευρύτερα μεσογειακής, και από κάποιες απόψεις αρκετά κοσμοπολίτικης – χαρακτήρας στον οποίο βέβαια συνέβαλαν και οι ομογενείς και οι φοιτητές που εγκαθίσταντο στην πόλη. Φαίνεται ότι για τη διεθνική αυτή διάσταση της κοινωνίας της πόλης αδιαφόρησαν όχι μόνο οι ιστορικοί, αλλά και οι λογοτέχνες. Πριν βάλει στον μεσοπόλεμο ο Καραγάτσης στο επίκεντρο των πρώτων μυθιστορημάτων του τον εγκλιματισμό στα ελληνικά εδάφη αλλοδαπών, όπως ο Λιάπκιν ή ο Γιούγκερμαν, ελάχιστα είναι τα λογοτεχνικά έργα με ήρωες ευρωπαίους κάτοικους της Αθήνας που έχουμε υπόψη μας. Το κείμενο αυτό αποτελεί μια πρώτη προσέγγιση του ζητήματος της εγκατάστασης Eυρωπαίων στην Αθήνα του 19ου αιώνα -και του βαθμιαίου εξελληνισμού πολλών. Δεν θα θιγεί καθόλου το ζήτημα της προσωρινής ή μόνιμης εγκατάστασης αλλοδαπών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα βαλκανικά κράτη: θα εστιάσουμε στις κοινότητες Αθηναίων από τη δυτική και την κεντρική Ευρώπη.
Η Αθήνα ήδη από την Τουρκοκρατία φιλοξενούσε ορισμένους ευρωπαίους μόνιμους κατοίκους: αναφέρονται στα 1810 από τον Hobhouse 7-8 σπίτια «φράγκων», ιδίως Γάλλων. Τα αρχαία μνημεία της πόλης αποτελούσαν πόλο έλξης των ευρωπαίων περιηγητών, των οποίων ο αριθμός αυξανόταν διαρκώς από τα τέλη του 18ου αιώνα, τόσο που ο ντόπιος υπηρέτης του Hobhouse εκτιμούσε ότι «η Αθήνα σύντομα θα αποκτούσε και ταβέρνα» (Hobhouse 1813, τ.1, σ.302). Πολλές ταβέρνες μετά, στα τέλη του 19ου αιώνα, οι ευρωπαίοι επισκέπτες των αρχαιοτήτων συνιστούσαν πλέον ένα μικρό τουριστικό ρεύμα. Η εγκατάσταση ευρωπαίων αρχαιολόγων στην Αθήνα, πλάι σε ερασιτέχνες όπως ο Σλήμαν, συστηματοποιήθηκε με την ίδρυση της Γαλλικής αρχαιολογικής σχολής το 1846, και αργότερα της Γερμανικής το 1874, της Βρετανικής το 1885 κλπ.
Η μεγάλη τομή, ασφαλώς, ως προς την εγκατάσταση «ξένων» (Ελλήνων και αλλοδαπών) επήλθε όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους το 1834. Η Αυλή, τα υπουργεία και οι πρεσβείες λειτούργησαν ως μαγνήτης και στελεχώθηκαν κυρίως με αλλοδαπούς, παίζοντας κομβικό ρόλο για τη συγκρότηση των κοινοτήτων των Eυρωπαίων της Αθήνας. Στην πρωτεύουσα εγκαταστάθηκαν γραφειοκράτες και επιστήμονες, ιεραπόστολοι και τυχοδιώκτες, επιχειρηματίες και διπλωμάτες, καθώς και κάποιοι από τους Φιλέλληνες που είχαν έρθει να πολεμήσουν στην επανάσταση του 1821 και στη συνέχεια αποφάσισαν να παραμείνουν στην απελευθερωμένη χώρα. Γύρω από την Αυλή του βασιλιά (Βαυαρού το 1833-62, Δανού το 1864-1973) και τους ξένους διπλωμάτες δημιουργήθηκε μια κοσμοπολίτικη μικρο-κοινωνία αποτελούμενη σε μεγάλο βαθμό από «Φράγκους», Έλληνες με δυτικούς τρόπους και κουλτούρα (Φαναριώτες και ομογενείς) και μέλη της τοπικής ελίτ. Αναμνήσεις, ημερολόγια και αλληλογραφία κυριών της Αυλής όπως η Lyt ή η Plȕskow δίνουν μια ζωηρή εικόνα των συναναστροφών στους κοσμικούς αυτούς κύκλους της Αθήνας, και του βαθμού στον οποίο η κοινωνική ζωή των νεοφερμένων βασιζόταν στους συμπατριώτες τους ή άλλους αλλοδαπούς.
Η πιο μαζική εισροή πληθυσμού από τη δυτική Ευρώπη ήταν, ασφαλώς, οι χιλιάδες Βαυαροί και λοιποί Γερμανοί που ήρθαν στην Ελλάδα με τον Όθωνα από το 1833 κ.ε. Ζητούμενο ήταν η στελέχωση του νέου κράτους με μορφωμένο και έμπειρο προσωπικό, καθώς και η δημιουργία ενός τακτικού στρατού στον οποίο οι κυβερνώντες θα μπορούσαν να έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη. Επιπλέον, από τους 5.000 Βαυαρούς στρατιώτες που ήρθαν στη χώρα το 1834-38 πάνω από χίλιοι ήταν τεχνίτες με εξειδικευμένες γνώσεις στην οδοποιία, τις κατασκευές, την κηπευτική κλπ. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αυτού συγκεντρώθηκε στην Αθήνα, δουλεύοντας στην κεντρική διοίκηση αλλά και ιδρύοντας τυπογραφεία, βιβλιοπωλεία, πανδοχεία, εστιατόρια και φαρμακεία. Μετά το τέλος της «Βαυαροκρατίας» το 1843 οι Γερμανοί αξιωματούχοι, στρατιώτες και υπάλληλοι αποχώρησαν μαζικά από την Ελλάδα. Αρκετοί ωστόσο έμειναν πίσω, έχοντας παντρευτεί με Ελληνίδες ή έχοντας αποκατασταθεί επαγγελματικά στην Αθήνα ως τεχνίτες, έμποροι και επιστήμονες: το 1862 υπολογίζονταν σε 400 άτομα.
Ανάμεσά τους, όσοι είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στο Παλιό Ηράκλειο, χωριό δύο ώρες βόρεια της Αθήνας που ενώθηκε μαζί της μόνο τον μεσοπόλεμο. Το 1837 ο Όθωνας ίδρυσε εκεί τη «στρατιωτική αποικία Αράκλι», παραχωρώντας εθνική γη σε εξήντα απόμαχους Βαυαρούς στρατιώτες, οι οποίοι αναλάμβαναν και κάποιου είδους αστυνομικά καθήκοντα στην ύπαιθρο. Στην πορεία κάποιοι έφυγαν, ενώ εγκαταστάθηκαν και κάποιοι πιο «γνήσιοι» αγρότες από τη Γερμανία· ο πληθυσμός του Ηρακλείου πάντως δεν ξεπερνούσε τα 140 άτομα το 1912.
Ο Belle που το επισκέφτηκε γύρω στα 1870 εκτίμησε ότι «η αγροτική αποικία του Ηρακλείου δεν ευδοκίμησε» και «τα περισσότερα σπίτια εγκαταλείφθηκαν» (Belle 1994: 78-79). Είχε μεσολαβήσει η επανάσταση του 1862 κατά του Όθωνα, οπότε το Ηράκλειο λεηλατήθηκε και κόπηκαν τα δέντρα και τα αμπέλια του· σύμφωνα με τις αναμνήσεις ηλικιωμένης Βαυαρής το 1912, ένοπλοι «ήρθαν να μας πάρουν ό,τι βρουν». Παρόμοια επίθεση δεν αναφέρεται το 1843, ωστόσο κάηκε τότε η βιοτεχνία ψαρόκολλας που είχαν φτιάξει στους Αμπελόκηπους δύο Βαυαροί. Άλλωστε υπήρχαν προστριβές με τα γειτονικά χωριά: το Μενίδι, τις Κουκουβάουνες και ιδίως την Κηφισιά για τα νερά του Κεφαλαρίου.
Παρ’ όλ’ αυτά, το Παλιό Ηράκλειο επιβίωσε για χρόνια ως τόπος με ιδιαίτερο βαυαρικό χαρακτήρα, όσο κι αν αυτός νοθεύτηκε αφενός με επιγαμίες και εγκατάσταση καθολικών από την Ιταλία και από τις Κυκλάδες, αφετέρου με μια συνολικότερη αφομοίωση από το ελληνικό περιβάλλον. Στους επισκέπτες έκανε πάντα εντύπωση ο γοτθικός ναός του Αγίου Λουκά (1842-45), και το 1912 οι κάτοικοι του χωριού περιγράφονται από την εφημερίδα Πατρίς ως κατά βάση «ξανθοί, κατακόκκινοι και αιματώδεις, με γαλανά μάτια» και «περίεργα γερμανικά ονόματα», που χορεύουν βαλς και καντρίλιες πολύ καλύτερα από τον συρτό και διατηρούν τους δρόμους του χωριού «ξενικώτατους: είναι υπέρ το δέον καθαροί». Ωστόσο στο γλέντι τους έπιναν τραγουδώντας σε μεγάλα ποτήρια όχι μπίρα αλλά ρετσίνα, και γερμανικά μιλούσαν πια μόνο 2-3 γριές. Ήδη το 1887 ο Engle που επισκέφτηκε το Ηράκλειο διαπίστωσε ότι οι έφηβοι, όπως ο Γιώργης Κεγκελμάγερ, δεν ήξεραν γερμανικά. Πάντως ορθόδοξο νεκροταφείο στο χωριό δημιουργήθηκε μόλις το 1936: το Ηράκλειο παρέμεινε κέντρο των καθολικών της Αττικής, με το μοναδικό νεκροταφείο τους και με εγκαταστάσεις καθολικών μοναστηριών [1] .
Αναφερθήκαμε αρκετά στο Ηράκλειο Αττικής για να επισημάνουμε ότι οι κοινότητες των Eυρωπαίων της Αθήνας αποτελούνταν όχι μόνο από αστούς αλλά και από χειρώνακτες. Άλλοι αγρότες δεν πρέπει να υπήρχαν, βέβαια, αλλά οι μαρτυρίες είναι αρκετές για εργάτες και τεχνίτες, ιδίως από τη γειτονική Ιταλία και τη Μάλτα (Παρσάνογλου 2007, Ποταμιάνος 2011β). Ο About στα 1850 αναφέρει την ύπαρξη 1.500 Μαλτέζων βαστάζων, σκαφτιάδων και μεροκαματιάρηδων σε Αθήνα και Πειραιά (Αμπού χ.χ., σ.70).
Σ’ εκείνα τα χρόνια τοποθετείται και η έλευση αυτοεξόριστων επαναστατών από τις ηττημένες επαναστάσεις του 1848 στην Ευρώπη. Πολλοί ήταν τεχνίτες και βρήκαν συναφή απασχόληση· παραδειγματική η περίπτωση των Ιταλών μεταξουργών. Φαίνεται ότι η πλειοψηφία των Ιταλών δημοκρατικών και σοσιαλιστών εγκαταστάθηκε στην Πάτρα και την Κέρκυρα, όπου η παρουσία των ομοεθνών τους ήταν και παρέμεινε έντονη· αρκετοί όμως προτίμησαν την Αθήνα -όπου έζησαν για κάποια χρόνια και ορισμένοι άλλοι πολιτικοί πρόσφυγες της εποχής, Πολωνοί, Γάλλοι και Ιταλοί. Ανάμεσά τους ο Gustave Flourens, ένας από τους ηγέτες της Παρισινής Κομμούνας του 1871, και ο Amilcare Cipriani, αναρχικός που στην επανάσταση κατά του Όθωνα το 1862 σήκωσε οδοφράγματα και την κόκκινη σημαία στην περιοχή της Καπνικαρέας · και οι δύο συμμετείχαν στη συγκρότηση σωμάτων Γαριβαλδινών εθελοντών που πολέμησαν στην Κρητική επανάσταση του 1866-69 (Δημητρίου 1985, Χατζηιωάννου 1985 και 1991, Chatzijoannou 1986, Καλλιβρετάκης 1998).
Ο Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Ο αντίκτυπος του νου» παρουσιάζει σε συνοικιακή ταβέρνα να συχνάζει μια παρέα Ιταλών, με επαγγέλματα όπως σοβατζής, σφραγιδοποιός, αμαξοποιός και πλανόδιος μουσικός· η αθεΐα τους παραπέμπει ευθέως στους επαναστάτες που είχαν βρει καταφύγιο στην Ελλάδα. Σ’ ένα άλλο διήγημα του Παπαδιαμάντη («Το νάμι της») ο σύντροφος μιας σιδερώτριας σε λαϊκή γειτονιά ήταν Ιταλός και έλειπε στο Λαύριο ή στον Ισθμό: η αναφορά εδώ γίνεται στο επόμενο μεγάλο κύμα έλευσης ξένων εργατών στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μεγάλα έργα όπως η διάνοιξη της διώρυγας στον Ισθμό της Κορίνθου, στην κατασκευή των σιδηροδρόμων καθώς και στα ανά την χώρα μεταλλεία (Αγριαντώνη 1986, Παπαστεφανάκη 2017)· κάποιοι απ’ αυτούς θα πέρασαν ή θα κατέληξαν στην Αθήνα.
Η ύπαρξη φτωχών στις δυτικοευρωπαϊκές κοινότητες της Αθήνας μαρτυρείται έμμεσα και από τον χαρακτήρα των σωματείων που ιδρύουν. Στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύονται μόνο τα διατάγματα έγκρισης των καταστατικών των σωματείων και όχι τα καταστατικά, είναι όμως σαφές από τα ονόματά τους ότι η Γαλλική εταιρεία αγαθοεργίας και αλληλοβοηθειών εν Ελλάδι (1892), ο Γερμανικός σύλλογος Φιλαδέλφεια (1898 -γνωρίζουμε όμως ότι ο σύλλογος υφίσταται και οργανώνει ετήσιους χορούς τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1870), ο Αυστροουγγρικός ευεργετικός σύλλογος εν Αθήναις (1907) και η Ιταλική εταιρεία αλληλοβοηθείας εν Αττική (1910) ως κύριο στόχο έχουν την πρόνοια για τους συμπατριώτες τους που αρρωσταίνουν ή δυστυχούν· στόχος που απαντά αποκλειστικά στα εργατικά και μικροαστικά σωματεία μιας εποχής χωρίς κοινωνική ασφάλιση.
Στους Δυτικοευρωπαίους της Αθήνας που ανήκαν στις κατώτερες τάξεις θα πρέπει να κατατάξουμε, με βάση τα δεδομένα της εποχής, και τους περισσότερους καλλιτέχνες που πέρναγαν απ’ αυτήν και έμεναν για κάποιο διάστημα: ασφαλώς τους Ιταλούς που έπαιζαν κουκλοθέατρο και συνέβαλαν στη μεταφύτευση του Φασουλή στην Ελλάδα, αλλά και τις Γερμανίδες και Ιταλίδες τραγουδίστριες και χορεύτριες και τους μουσικούς των «καφέ σαντάν». Στο Ληξιαρχείο της Αθήνας έχει καταγραφεί ο γάμος το 1903 ενός τριανταπεντάχρονου Ιταλού «θαυματοποιού».
Παράλληλα με τους εργάτες από τις γειτονικές χώρες, τους διεθνείς επαναστάτες και τις αρτίστες, η «μετανάστευση της ελίτ» συνέχιζε να πυκνώνει τις τάξεις των Ευρωπαίων της Αθήνας και στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Στην πρωτεύουσα εγκαταστάθηκαν αρχιτέκτονες όπως ο Ziller αλλά και λιγότερο διάσημοι συνάδελφοί του· μηχανικοί που στελέχωσαν τα εργοστάσια, μεταλλεία και ατμόπλοια της Ελλάδας· γιατροί, φαρμακοποιοί και χημικοί· καθηγητές στο Πανεπιστήμιο και στο Πολυτεχνείο· γεωπόνοι όπως ο Heldreich, διευθυντής του Βοτανικού κήπου του Πανεπιστημίου. Κάποιοι απ’ αυτούς ανέπτυξαν και σημαντικές επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπως ο μεταλλειολόγος Grohmann. Ο πιο γνωστός, βέβαια, ξένος επιχειρηματίας που δραστηριοποιήθηκε στις μεταλλευτικές εργασίες ήταν ο Serpieri, ο οποίος αναβίωσε τα μεταλλεία του Λαυρίου.
Υπάρχει, τέλος, και μια ενδιάμεση κοινωνική κατηγορία, οι μαγαζάτορες και βιοτέχνες, συχνά επιτυχημένοι και εύποροι επαγγελματίες, που έφεραν στην ελληνική πρωτεύουσα καινοτομίες επιχειρηματικές και τεχνολογικές που αναπτύχθηκαν στις ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό είχε συμβεί κατεξοχήν στη δεκαετία του 1830: το πρώτο σύγχρονο ξενοδοχείο της πόλης ιδρύθηκε από έναν Ιταλό και μια Αυστριακή, ενώ Ιταλός ήταν κι ο ιδρυτής του καφενείου «Ωραία Ελλάς», επίκεντρου της αθηναϊκής ζωής μέχρι και τη δεκαετία του 1870. Δυτικοευρωπαίοι ήταν οι φραγκοράπτες και οι έμποροι υφασμάτων που ίδρυσαν μαγαζιά στη νέα πόλη, έξω από την περιοχή της παλιάς αγοράς (Ποταμιάνος 2011α). Τη δεκαετία του 1860 η έλευση Γάλλων κομμωτών στους οποίους μαθήτευσαν πολλοί Έλληνες συνέβαλε στην εκλέπτυνση της τέχνης του μπαρμπέρη και στη δημιουργία κομμωτηρίων (Ακρόπολις 25 Ιανουαρίου 1912). Στις αρχές του εικοστού αιώνα οι «νεωτερισμοί» στην ένδυση συνδέονταν συχνά με τη δυτικοευρωπαϊκή καταγωγή αυτού που τους εισήγαγε: στους εμπορικούς οδηγούς του Μακρίδη το 1899 και του Ιγγλέση το 1905 τα περισσότερα ξενικά ονόματα τα συναντά κανείς στα πιλοπωλεία και στις μοδίστρες. Ένα συνηθισμένο μοντέλο ήταν οι ευρωπαϊκής καταγωγής καταστηματάρχες να απευθύνονται σε καταναλωτές της ελίτ, με γούστο και καταναλωτικά πρότυπα διαμορφωμένα από την επαφή τους με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες· συχνά τέτοιοι καταστηματάρχες διαφήμιζαν ότι ήταν «προμηθευτές της βασιλικής αυλής», όπως το «γερμανικό αρτοποιείο» του Schick στη Σταδίου.
Η εικόνα που περιγράψαμε ως τώρα επιβεβαιώνεται σε μεγάλο βαθμό από ένα μικρό δείγμα 21 γάμων που καταγράφηκαν στα βιβλία γάμων του Ληξιαρχείου της Αθήνας το 1885-1888, στους οποίους ο γαμπρός ή η νύφη προέρχονταν από άλλες ευρωπαϊκές χώρες πλην των Βαλκανίων (Πίνακας 1). Κυριαρχούν οι Ιταλοί: σε κάποιο βαθμό αυτό θα οφείλεται και στη συγκυρία εκείνων των χρόνων (εργασία στα μεγάλα έργα), καθώς στα βιβλία γάμων των ετών 1902-1903 και 1911-1912 η εθνική ποικιλία είναι μεγαλύτερη και υπερισχύουν ελαφρά οι Γάλλοι (Γάλλοι καταγράφονται ιδίως και στον οδηγό του Ιγγλέση το 1910: Μπουρνόβα 2016, σ.88). Αξιοσημείωτο είναι ότι οι Ιταλοί προτιμούν να παντρεύονται με συμπατριώτισσές τους, ενώ οι υπόλοιποι ξένοι που παντρεύονται στην Αθήνα παντρεύτηκαν Ελληνίδες -και μάλιστα Αθηναίες ή από κοντινές περιοχές. Οι επιλογές αυτές μπορεί να υπαγορεύονται από υπολογισμούς για το μόνιμο ή μη της εγκατάστασής τους στη χώρα, ή να καθορίζονται από την ύπαρξη ή μη γυναικών ομοεθνών στην Ελλάδα· ίσως εδώ ρόλο παίζει για τους Ιταλούς και η εγγύτητα που καθιστά εύκολη την αναζήτηση νύφης στην πατρίδα. Όσο για τα επαγγέλματα των αντρών (δυστυχώς για τις γυναίκες δεν αναγράφεται επάγγελμα), επικρατέστερα είναι αυτά του μηχανικού και του ιδιωτικού υπάλληλου (πιθανότατα στο εμπόριο). Υπάρχουν ακόμα επιστήμονες, έμποροι και βιοτέχνες. Στο δείγμα μας υποεκπροσωπούνται οι εργάτες, διαπιστώσαμε όμως ότι αυτό συμβαίνει γενικότερα με τις δηλώσεις των γάμων στο Ληξιαρχείο.
Δεν διαθέτουμε ποσοτικά στοιχεία για τους αλλοδαπούς κατοίκους στο επίπεδο του δήμου Αθηναίων πριν την απογραφή του 1920, δηλαδή λίγο μετά το τέλος της περιόδου που εξετάζουμε (Πίνακας 2). Πάνω από δύο τρίτα των αλλοδαπών προέρχονται από την Τουρκία και τα Βαλκάνια, και το μεγαλύτερο μέρος τους ασφαλώς είναι ομογενείς, πρόσφυγες της πολεμικής δεκαετίας ή απλά εγκατεστημένοι στην Αθήνα προς αναζήτηση καλύτερης τύχης, πολλοί από αρκετά παλιότερα. Από το 30% όσων ήταν υπήκοοι μίας από τις άλλες χώρες της Ευρώπης, το ένα τρίτο ήταν Ιταλοί (ανάμεσά τους και Δωδεκανήσιοι). Υψηλό ήταν και το ποσοστό των Βρετανών υπηκόων, εκ των οποίων σίγουρα πολλοί ήταν Κύπριοι, καθώς και Μαλτέζοι. Το αρκετά υψηλό ποσοστό Ρώσων οφείλεται σίγουρα στη συγκυρία της Ρώσικης επανάστασης. Το παζλ των ξένων κατοίκων της πόλης συμπληρώνουν στις αδρές του γραμμές οι Γάλλοι, καθώς και οι Γερμανοί, Αυστριακοί και Ελβετοί. Οι συγκεκριμένες εθνότητες παρουσιάζουν ποσοστά 10-25% γεννημένων στην Ελλάδα, με την εξαίρεση των Ρώσων οι οποίοι είναι πρόσφατοι εμιγκρέδες σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Ενδιαφέρον, τέλος, έχει η σύνθεση των κοινοτήτων κατά φύλο: οι Γάλλοι, Γερμανοί, Αυστριακοί και Ελβετοί υπήκοοι είναι σε ποσοστά 55-63% γυναίκες, τη στιγμή που στο σύνολο του πληθυσμού της πόλης οι γυναίκες αποτελούν μόλις το 44%. Είναι πιθανό ότι εδώ καταγράφονται, περισσότερο από τις μοδίστρες και τις καπελούδες που είδαμε, πολλές εργαζόμενες σε γυναικεία επαγγέλματα λιγότερο εμφανή στις πηγές που χρησιμοποιήσαμε, όπως γκουβερνάντες, υπηρέτριες ή νοσοκόμες (καθώς και καλλιτέχνιδες). Οι Ιταλίδες βρίσκονται λίγο πιο πάνω από τον μέσο όρο και οι Βρετανίδες υπήκοοι λίγο πιο κάτω, ενώ η μικρή παρουσία γυναικών στη Ρωσική κοινότητα πρέπει επίσης σ’ έναν βαθμό να οφείλεται στα χαρακτηριστικά της μετανάστευσης κατά τον εμφύλιο πόλεμο στη Ρωσία.
Θα κλείσουμε παρουσιάζοντας τις διαδρομές μερικών από τους ανθρώπους στους οποίους αναφερθήκαμε σ’ αυτό το κείμενο. Προτιμήσαμε ορισμένους επιτυχημένους επαγγελματίες για τους οποίους διαθέτουμε κάποιες πληροφορίες, παραμένουν όμως πιο αφανείς από την εκκεντρική Δούκισσα της Πλακεντίας ή τον πρωτοπόρο βιομήχανο ζυθοποιίας Κάρολο Φιξ.
Ο επιπλοποιός Βαλεντίνος Στάγγεσερ (Steingässer, 1844-1917) γεννήθηκε στη Γερμανία· ασφαλώς ήταν συγγενής του Βαυαρού τεχνίτη Στάινγκάσερ που ήρθε στην Αθήνα με τον Όθωνα: άλλωστε ανέφερε ως έτος ίδρυσης του καταστήματός του το 1836. Το 1880 αγόρασε ένα ακίνητο κοντά στη Χρυσοσπηλιώτισσα, όπου και εγκατέστησε τόσο το εργαστήριο όσο και την κατοικία του. Απολάμβανε μεγάλο κύρος μεταξύ των ομοτέχνων του, εκλεγόμενος για 15 χρόνια συνεχώς στο διοικητικό συμβούλιο του σωματείου ξυλουργών και διατελώντας πρόεδρός του το 1893. Στο ΔΣ του σωματείου εκλέχτηκε αργότερα και ο γιος του Αντώνιος, που τον διαδέχτηκε στην επιχείρηση. Οι «Στάγγεσερ και Υιός» είχαν δημιουργήσει μια αξιόλογη επιχείρηση: διαφήμιζαν ότι ήταν οι «επιπλοποιοί της Βασιλίσσης και του Διαδόχου», και απασχολούσαν 20 εργάτες [2].
Μία άλλη δυναστεία επιπλοποιών που έφτασε τις τρεις τουλάχιστον γενιές στο επάγγελμα ήταν οι Ιταλοί Δενόγια. Ο γενάρχης Ραφαήλ μνημονεύεται ως «άριστος παλιός επιπλοποιός και ξυλογλύπτης» που «δίδαξε πολλές γενιές τεχνιτών», ανάμεσά τους και τον γιο και διάδοχο Αντώνιο, ο οποίος επιπλέον «τελειοποιήθηκε στη Ρώμη επί τριετίαν». Το 1899 το επιπλοποιείο «Ραφαήλ Δε Νόϊα και Υιών» βρισκόταν στη Σόλωνος· ο Αντώνιος το μετακίνησε στο Κολωνάκι, όπου ίδρυσε και ξυλουργείο -το οποίο μεταβίβασε στον γιο του Ραφαήλ τον μεσοπόλεμο. Ο Αντώνιος συνεργαζόταν για το ντύσιμο των επίπλων του με ύφασμα με τον Ροδόλφο Βάβεκ, γιο Βαυαρού ζυθοποιού που είχε έρθει επί Όθωνα, κάτοικο Κολωνακίου και παντρεμένο με Ελληνίδα. Ο Βάβεκ ήταν μάλλον ο πρώτος διακοσμητής στην Ελλάδα: αναλάμβανε «την επίπλωσιν και την διακόσμησιν ενός μεγάρου ολοκλήρου»· ο όρος που χρησιμοποιούσε για να περιγράψει τη δουλειά του ήταν «θαλαμοστολιστής» -έτσι τού μετέφρασε το «decorateur» κάποιος καθηγητής του Πανεπιστημίου [3].
Ο Ιταλός Φραγκίσκος Ρώσσης από την Μπολόνια ήταν ο πρώτος που «εσυστηματοποίησε την αμαξοποιία εν Ελλάδι», σύμφωνα με τις αναμνήσεις γηραιού το 1912 τεχνίτη. Σε μια πρώτη φάση εργάστηκε στο «αμαξοστάσιο» του Γερμανού Φέδερ, κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα, και το 1861 ξεκίνησε τη δικιά του βιοτεχνία. Χάρη στην υποστήριξη του συμπατριώτη του Serpieri το αμαξοποιείο του Ρώσση στο Μεταξουργείο εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη επιχείρηση του κλάδου (60 εργάτες το 1912). Τον Φραγκίσκο τον διαδέχτηκαν το 1890 οι τρεις ανιψιοί του, άνθρωποι της τέχνης κι αυτοί: ο Ιωακείμ, ο Παύλος και ο Ραφαήλ, με επικεφαλής τον τελευταίο. Όταν ο Ραφαήλ παντρεύτηκε το 1888 μία Ιταλίδα (κατά πάσα πιθανότητα φέρνοντάς την από την Ιταλία, παρά γνωρίζοντάς την στην Αθήνα), είχε μάθει πια να γράφει ελληνικά [4].
Το όνομα Rossi είναι, βεβαίως, κοινό, οπότε συναντάμε διάφορους τεχνίτες με αυτό το όνομα: τον Λουδοβίκο Ρώσση που κέρδισε βραβείο στα Ολύμπια του 1875 για ένα τραπέζι που κατασκεύασε, [5] ή τον ξυλουργό Σπύρο Ρώσση που ήρθε στην Αθήνα από την Κέρκυρα τη δεκαετία του 1890 στα 20-25 του, παντρεύτηκε και δούλευε εργάτης σε ξυλουργεία [6].
Ο πιο γνωστός Ρώσσης στην Αθήνα του 1900, πάντως, ήταν ο Ραϋνόλδος: Ιταλός με ελληνίδα μητέρα και γαλλική υπηκοότητα, κατέφυγε στην Αθήνα τη δεκαετία του 1890, καταδιωκόμενος από τη γαλλική κυβέρνηση για την πολιτική του δραστηριότητα. Το 1896 ήταν ομιλητής σ’ ένα από τα συλλαλητήρια υπέρ της Κρητικής επανάστασης· θα διαπρέψει ως ριζοσπάστης ρήτορας στα χρόνια του κινήματος στο Γουδί, καλώντας το καλοκαίρι του 1910 σε «λαϊκή δικτατορία» -για να συλληφθεί από την αστυνομία. Θα συλληφθεί και το 1921, όταν αγορεύοντας στο Ζάππειο υπέρ του σοσιαλισμού κατέληξε με το «κάτω ο πόλεμος». Ο Ελευθέριος Σταυρίδης, πάντως, τον θυμάται ως «ανισόρροπο γέρο» που σύχναζε στα γραφεία του Ριζοσπάστη το 1923 και ισχυριζόταν ψευδώς ότι ήταν ανταποκριτής ξένων εφημερίδων. Πέτυχε μάλιστα να τον δεχτεί μ’ αυτή την ιδιότητα ο Πλαστήρας, ο οποίος ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να δικαιολογήσει στο εξωτερικό την εκτέλεση των Έξι· έμεινε όμως ενεός όταν ο ξένος «δημοσιογράφος» προχώρησε πέρα από την επιδοκιμασία της εκτέλεσης των αντιβενιζελικών πολιτικών, για να του συστήσει να τουφεκίσει και τον Βενιζέλο (Σταυρίδης 1953:136).
[1] Γεωργίου Μαλτέζου, Το χρονικόν του Ηρακλείου Αττικής, Αθήνα 1970, σ.57-64 και 109-111.
[2] Αρχείο συντεχνίας επιπλοποιών: Πρακτικά ΔΣ 1890-1907 και 18 Ιουλίου 1917, φάκελος 1904 (αιτήσεις), Βιβλίο Μητρώου 1905-1912∙ Ιστορικό αρχείο Εθνικής Τράπεζας: Α 1 Σ 10 Υ 81 φάκελος 321∙ Αρχείο Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθήνας: Βιβλίο Μητρώου 1925∙ Γιώργος Παρμενίδης και Ευφροσύνη Ρούπα, Το αστικό έπιπλο στην Ελλάδα 1830-1940, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2003, σ.81, 176 και 189∙ Εμπρός 24 Νοεμβρίου 1908, Ακρόπολις 7 Φεβρουαρίου 1912.
[3] Αρχείο συντεχνίας επιπλοποιών: φάκελος 1904 (αιτήσεις), Βιβλίο Μητρώου 1905-1912∙ Παρμενίδης και Ρούπα, Το αστικό έπιπλο, ό.π., σ.81, 129, 265 και 377∙ Ακρόπολις 7 και 18 Φεβρουαρίου 1912.
[4] Ληξιαρχείο δήμου Αθηναίων, Βιβλίο γάμων 1888∙ Νέα Εφημερίς 2 Μαΐου 1890∙ Ακρόπολις 8-12 Μαρτίου 1912.
[5] Παρμενίδης και Ρούπα, Το αστικό έπιπλο, ό.π., σ.126.
[6] Αρχείο συντεχνίας επιπλοποιών: Λογοδοσία ΔΣ 1899-1900, φάκελος 1904 (αιτήσεις), Βιβλίο Μητρώου 1905-1912.
Ποταμιάνος, Ν. (2017) Η κοσμοπολίτικη Αθήνα: οι παροικίες Δυτικοευρωπαίων τον 19ο αιώνα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κοσμοπολίτικη-αθήνα/ , DOI: 10.17902/20971.79
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Τα Σύγχρονα Ασκληπιακά Πάρκα (ΣΑΠ) αποσκοπούν στη διαμόρφωση καταλλήλου περιβάλλοντος, όπου υγεία και πολιτισμός θεραπεύονται (κατά την αρχαία έννοια της λέξεως) παράλληλα και αρμονικά, κατά το πρότυπο των Ασκληπιείων της αρχαιότητας. Ένα ΣΑΠ πρέπει να διαμορφώνει τις κατάλληλες συνθήκες για την κάλυψη των αναγκών σωματικής υγείας και πνευματικής καλλιέργειας, ώστε η υγεία να εντάσσεται στο πλαίσιο του πολιτισμού.
Η ιδέα της δημιουργίας του Ασκληπιείου Πάρκου Αθηνών (ΑΠΑ) ξεκίνησε από τον Αναπληρωτή Καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτριο Σωτηρίου και τον Καθηγητή Πλαστικής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, γλύπτη Θόδωρο Παπαδημητρίου.
Προκειμένου να προωθηθεί η αρχική ιδέα και να διαμορφωθεί θετικό κλίμα για την υλοποίηση του Προγράμματος Συγχρόνων Ασκληπιακών Πάρκων, ιδρύθηκε σωματείο με την επωνυμία “Φίλοι Ασκληπιείου Πάρκου Αθηνών”. Το σωματείο αναγνωρίστηκε με απόφαση (αρ. 16990 / 1994) του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η περιοχή που προτείνεται να λάβει τη μορφή ενός Σύγχρονου Ασκληπιακού Πάρκου, του «Ασκληπιείου Πάρκου Αθηνών» βρίσκεται μεταξύ των δήμων Αθηναίων, Ζωγράφου και Χολαργού-Παπάγου και περικλείεται από τους δρόμους Μεσογείων, Κύπρου, Πίνδου, Κοκκινοπούλου, Θηβών, Μικράς Ασίας, Αγίου Θωμά, Τετραπόλεως και Λειβαδιάς και είναι γνωστή και ως Μητροπολιτικό Πάρκο Γουδή (με μικρές αποκλείσεις).
Η εν λόγω περιοχή έχει έκταση 2.200 αστραμμάτων περίπου, μέγιστο μήκος 2.500 μέτρα και πλάτος 1500 μέτρα περίπου. Προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα του 1978 ως Β’ Ζώνη Υμηττού και έχει την ιδιομορφία ότι εντός της λειτουργούν τα μεγάλα Νοσοκομεία – Λαϊκό, Αγία Σοφία, Αγλαΐα Κυριακού, Ογκολογικό Νοσοκομείο Μαριάννα Βαρδινογιάννη, 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, 251 Νοσοκομείο Αεροπορίας, Σωτηρία και Γεώργιος Γεννηματάς.
Υπάρχουν και άλλες χρήσεις δημοσίου και κοινωφελούς χαρακτήρα, αλλά κατά το πλείστον η περιοχή είναι ελεύθερη. Ο χώρος παραμένει σε μεγάλο βαθμό αδιαμόρφωτος, κατακερματισμένος, δυσπρόσιτος έως απρόσιτος στους πολίτες, ευάλωτος σε παρεμβάσεις και συνεχώς περιοριζόμενος εξ αιτίας της έλλειψης πολεοδομικού και κτηριολογικού προγραμματισμού. Μεγάλες εκτάσεις του εγκαταλείπονται στην «αυθαίρετη» κάλυψη και χρήση, χωρίς προοπτική, χωρίς κατάλληλες υποδομές, χωρίς αισθητική και χωρίς προβλέψεις διασύνδεσης με χώρους όπου αναπτύσσονται δραστηριότητες υγείας και πολιτισμού.
Το ΑΠΑ στα αρχικά του στάδια πρέπει να εκληφθεί ως ένα μεγάλο και φιλόδοξο ερευνητικό πρόγραμμα, με ευρεία κοινωνική συμμετοχή και εφαρμογές ορισμένου χρόνου, ώστε να δίνεται η δυνατότητα εναλλαγής δραστηριοτήτων και αντικατάστασης από νέες εφαρμογές ανάλογα με τις εξελίξεις και τις καινοτομίες στους σχετικούς τομείς. Στο πνεύμα αυτό, οι όποιες εγκαταστάσεις κατασκευάζονται θα πρέπει κατά κανόνα να μην είναι μόνιμες, με εξαίρεση τις υποδομές για την ομαλή λειτουργία και ασφάλεια. Παράλληλα, η όλη λειτουργία ενός σύγχρονου ΑΠΑ στηρίζεται σε προηγμένα τηλεματικά δίκυα και άλλες εφαρμογές υψηλής τεχνολογίας.
Έμφαση δίνεται, επίσης, στο σχεδιασμό υποδομών έκτακτης ανάγκης για περιπτώσεις μεγάλων καταστροφών, όπως σεισμοί και πυρκαγιές, για τους κατοίκους γύρω από το πάρκο και τους ασθενείς στα οκτώ μεγάλα νοσοκομεία του Πάρκου.
Το Πρόγραμμα Ασκληπιακών Πάρκων στόχευε στη δημιουργία προτύπων χώρων πολλαπλών χρήσεων, που θα κάλυπταν άμεσες ανάγκες, αλλά και θα αποτελούσαν καινοτόμο προσέγγιση ταυτόχρονης λειτουργίας μονάδων φροντίδας υγείας και πρόνοιας, με παράλληλες δραστηριότητες πολιτισμού (περιλαμβανομένης και της άθλησης), περιβάλλοντος και κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Σε πλήρη συνέργεια με τα προγράμματα Υγιών Πόλεων και άλλες σχετικές διεθνείς πρωτοβουλίες, των οποίων είχε προηγηθεί.
10% των πολιτών ανά πάσα στιγμή έχουν ανάγκη ιατρικών υπηρεσιών και βρίσκονται στα χέρια ιατρών και άλλων ειδικών που παρέχουν πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια ιατρική φροντίδα. Άλλο ένα 10% έχουν χρόνια προβλήματα υγείας, αλλά είναι σε θέση να έχουν σχεδόν φυσιολογική ζωή εργαζόμενοι και μετέχοντες σε όλες τις δραστηριότητές της ζωής. Το υπόλοιπο 80% έχει καλή κατάσταση υγείας χωρίς ανάγκη ιατρικών υπηρεσιών. Είναι όμως υποχρεωμένοι να φροντίζουν τη υγεία τους, να διάγουν υγιεινή ζωή και να είναι επαρκώς πληροφορημένοι για τις λειτουργίες του σώματος τους και τις υπηρεσίες στις οποίες μπορούν να καταφύγουν όταν παραστεί ανάγκη.
Συνεπώς 90% των πολιτών ανά πάσα στιγμή έχουν ανάγκη υπηρεσιών φροντίδας υγείας. Η προσέγγιση αυτή είναι εντελώς διαφορετική από τη σημερινή πραγματικότητα, όπου σχεδόν αποκλειστική προσοχή δίδεται στην ιατρική και όχι την υγεία συνολικά, παρά τις σχετικές διακηρύξεις. Με βάση τον ορισμό του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας «υγεία είναι η πλήρης σωματική, ψυχική και κοινωνική ευεξία του ατόμου και όχι η απουσία ασθένειας».
Μείζον θέμα στο τομέα του πολιτισμού είναι η ίδια συμμετοχή των πολιτών και η προβολή νέων και καινοτόμων ιδεών. Η σχέση των πολιτιστικών εκδηλώσεων με τις δραστηριότητες υγείας είναι μάλλον ασθενής και παραμελημένη. Πολιτισμός και υγεία αντιμετωπίζονται συνήθως αυτόνομα και αποσπασματικά, αν όχι ανταγωνιστικά.
Τα Ασκληπιακά Πάρκα, με περιβάλλοντα χώρο υψηλών προδιαγραφών, μπορούν να προσφέρουν ιδιαίτερα καλές συνθήκες άθλησης, είτε αυτές γίνονται στο πλαίσιο της απαραίτητης άσκησης για τη διατήρηση καλής υγείας, είτε στο πλαίσιο άθλησης προς αποκατάσταση της υγείας κατόπιν ιατρικής συμβουλής, ιδιαίτερα μετά από θεραπεία.
Η άθληση μέσα στις πόλεις αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα. Δεν είναι καθόλου σπάνιο το φαινόμενο της άθλησης μέσα στους δρόμους και τις δραστηριότητες των πόλεων. Μια κατάσταση που εγκυμονεί κινδύνους για την ασφάλεια των αθλουμένων, ενώ παράλληλα αποτελεί απολύτως μη ενδεδειγμένη δραστηριότητα λόγω της υψηλής συγκεντρώσεως αερίων ρύπων.
Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι υγεία και πολιτισμός δεν αντιμετωπίζονται σε ενιαίο πλαίσιο, δυσκολεύει την επεξεργασία, προβολή και πραγματοποίηση σύνθετων προτάσεων που ξεφεύγουν από τα κυρίαρχα πρότυπα πολιτισμού, όπως η πρόταση για το Ασκληπιείο Πάρκο Αθηνών.
Θέατρο, μουσική, χορός, λόγος, εκπαίδευση, κινηματογράφος, εκθέσεις τέχνης, αθλητισμός είναι δραστηριότητες που μπορούν να πραγματοποιούνται υπό προϋποθέσεις σε ένα Ασκληπιακό Πάρκο. Επίσης, οι ίδιες οι αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις και οι διαμορφώσεις του τοπίου, σε συνδυασμό με εικαστικές παρεμβάσεις αποτελούν στοιχεία πολιτισμού στο χώρο.
Το υγιεινό περιβάλλον εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Εξαρτάται επίσης από τις πρόνοιες που λαμβάνονται για την αποτροπή δυσμενών ή αρνητικών αποτελεσμάτων.
Η δημιουργία ανοικτών δημόσιων χώρων και ιδιαίτερα χώρων πρασίνου, στις σύγχρονες πόλεις δεν είναι πλέον μόνο ανάγκη και αίτημα αισθητικού χαρακτήρα.
Κεντρικό στοιχείο ενός Συγχρόνου Ασκληπιείου αποτελεί η συνύπαρξη υπηρεσιών Υγείας και πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Πρόκειται στην ουσία για αποκατάσταση της θεμελιώδους πολιτιστικής διάστασης που έχει η ίδια η έννοια της φροντίδας υγείας.
Παράλληλα, τα Σύγχρονα Ασκληπιακά Πάρκα σχεδιάζονται με τρόπο που να καλύπτουν και τις ανάγκες των πολιτών για αλληλεπίδραση με άλλους πολίτες, σε περιβαλλοντικά ευχάριστους χώρους όπου μπορούν να αναπτύξουν όποιες άλλες ικανότητες, δεξιότητες και δραστηριότητες επιθυμούν.
Το «Ασκληπιείο Πάρκο Αθηνών» αποτελεί την πρώτη πιλοτική εφαρμογή της ιδέας των Συγχρόνων Ασκληπιακών Πάρκων. Η ιδιαιτερότητα του χώρου, η ύπαρξη των οκτώ μεγάλων νοσοκομειακών μονάδων και το νομοθετικό πλέγμα που υφίσταται, ευνοούν την άμεση έναρξη των δραστηριοτήτων που θα οδηγούσαν στη μεταμόρφωση του χώρου.
Η ταχύτατη υλοποίησή του, θα αποτελούσε παράδειγμα και οδηγό για τη δημιουργία παρομοίων μονάδων σε άλλες περιοχές της Αθήνας και σε άλλες πόλεις.
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η διαμόρφωση μιας ουσιαστικής στρατηγικής για την υλοποίηση του Ασκληπιείου Πάρκου Αθηνών σε εύλογο χρονικό διάστημα και με αποτελέσματα που θα έχουν έντονα καινοτόμο χαρακτήρα και θα προσφέρουν ουσιαστικές λύσεις στα σύνθετα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι της πόλης.
Τα ειδικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει μια τέτοια στρατηγική είναι η μη εξοικείωση του πληθυσμού με καινοτόμα διατομεακά προγράμματα, η περιορισμένη ανάπτυξη μη κυβερνητικών φορέων και δράσεων, η συχνά προβληματική αντιμετώπιση περιβαλλοντικών θεμάτων, η δυσπιστία όσον αφορά την ορθότητα των χειρισμών του κράτους και την αυστηρή τήρηση επιστημονικών κριτηρίων από την πλευρά του επιστημονικού κόσμου.
Το πρόβλημα της αποδεκτής ποιότητας των ιατρικών υπηρεσιών του Εθνικού Συστήματος Υγείας, η μάλλον υποβαθμισμένη φροντίδα υγείας σε σχέση με τις αμιγώς ιατρικές υπηρεσίες, η ανάγκη άμεσης και συστηματικής πληροφόρησης και ενημέρωσης για τα θέματα υγείας με επιστημονικό τρόπο, η ανάδειξη των θεμάτων της υγείας ως μέρους του πολιτισμού και αντίστροφα, αποτελούν βασικές παραμέτρους που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ευνοϊκό κλίμα για την προώθηση της πρότασης για το Ασκληπιείο Πάρκο Αθηνών.
Σωτηρίου, Δ. (2017) Ασκληπιείο Πάρκο Αθηνών: Μια πρόταση, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ασκληπιείο-πάρκο-αθηνών/ , DOI: 10.17902/20971.76
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η Αθήνα, στον αιώνα που πέρασε από τα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι την έλευση των προσφύγων και τον μεσοπόλεμο, άλλαξε ριζικά. Μια μεσαία πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με κοντά στις 10.000 κατοίκους, έγινε η πρωτεύουσα ενός νέου έθνους κράτους και μεγάλωσε μαζί του, φτάνοντας τις 300.000 πληθυσμού, αποκτώντας πολλαπλάσια έκταση και πλήθος νέων γειτονιών. Η νέα πρωτεύουσα αναβαθμίστηκε συμβολικά, προικίστηκε με σημαντικά νεοκλασικά κτήρια, έγινε έδρα του πρώτου πανεπιστήμιου στην ανατολική Μεσόγειο και πνευματικό κέντρο του ευρύτερου ελληνισμού. Εκτός από διοικητικό, γρήγορα έγινε και εμπορικό κέντρο, με τα μαγαζιά της να τροφοδοτούν την επαρχία με καταναλωτικά αγαθά. Τέλος, η Αθήνα μετά το 1870 μπήκε κι αυτή στην εποχή της βιομηχανίας μέχρι ενός σημείου -αλλά οι παραγωγικές δραστηριότητες στην πόλη συνέχισαν να είναι κατά κύριο λόγο υπόθεση μικρών βιοτεχνικών μονάδων (Αγριαντώνη 1995: 163).
Το μοντέλο χωροθέτησης των εμπορικών και παραγωγικών δραστηριοτήτων άλλαξε κι αυτό. Η έξοδός τους από το παζάρι και η διάχυση των καταστημάτων στην πόλη συνοδεύτηκε από νέες μορφές συγκέντρωσης, διαφορετικές ανά κατηγορία επαγγελμάτων. Θα εξετάσουμε ξεχωριστά τις εξελίξεις στη βιοτεχνία, το λιανικό εμπόριο τροφίμων και το λιανικό εμπόριο ειδών όχι καθημερινής χρήσης, ενώ θα παραθέσουμε τα ευρήματά μας από την ποσοτική επεξεργασία δεδομένων για δύο επαγγέλματα, τους ξυλουργούς/επιπλοποιούς και τους κουρείς. Πριν προχωρήσουμε, δύο διευκρινίσεις. Πρώτον, η ανάλυσή μας θα περιοριστεί στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Έχουμε, πάντως, μια γενική εικόνα για τις μεγάλες στις αρχές του εικοστού αιώνα: όσον αφορά το λιανικό εμπόριο, πολυκαταστήματα και σούπερ μάρκετ δεν υπήρχαν ακόμα· τα μεγάλα μαγαζιά της εποχής ήταν έντονα συγκεντρωμένα στο κέντρο της πόλης, όπως και οι τράπεζες· φαίνεται ότι το ίδιο ίσχυε για το χονδρεμπόριο, ενώ οι βιομηχανίες, από το πιλοποιείο του Πουλόπουλου στα Πετράλωνα μέχρι το εργοστάσιο φανελών του Πυρρή στους Αμπελόκηπους, γενικά βρίσκονταν στις παρυφές της πόλης, περιοχές εργατικής κατοικίας όπου η γη ήταν πιο φτηνή και οι οχλούσες χρήσεις οχλούσαν λιγότερο. Δεύτερον, αγαθά και υπηρεσίες προσφέρονταν όχι μόνο από καταστήματα αλλά και από πλανόδιους, οι οποίοι απέσπασαν κι αυτοί ένα μερίδιο από την αύξηση της κατανάλωσης που σήμαινε η αύξηση του πληθυσμού. Οι “στάσιμοι”, που πλήθυναν πολύ μετά την έλευση των προσφύγων, έστηναν τον πάγκο τους στον δρόμο, στο ίδιο πάντως μέρος, συνήθως στο κέντρο της πόλης. Οι καθαυτό “πλανόδιοι” εξυπηρετούσαν ιδίως τις πιο απομακρυσμένες λαϊκές γειτονιές, όπου το δίκτυο των καταστημάτων ήταν λιγότερο πυκνό.
Σημείο αφετηρίας μας, το παζάρι. Στην προνεωτερική πόλη, τόσο στην οθωμανική Ανατολή όσο και στη δυτική Ευρώπη, τα εργαστήρια και τα μαγαζιά γενικά ήταν συγκεντρωμένα στον ίδιο χώρο και διαχωρισμένα από τις ζώνες κατοικίας (εννοείται ότι ο κανόνας γνώριζε αρκετές αποκλίσεις και εξαιρέσεις – Faroqhi 1994: 586-587). Η συγκέντρωση αυτή αποσκοπούσε ιδίως στον καλύτερο έλεγχο των τιμών, της ποιότητας των προϊόντων και της εφαρμογής των διαφόρων άλλων ρυθμίσεων από τις αρχές της πόλης αλλά και από τις συντεχνίες. Σύμφωνα με τον McGowan (1994: 696), από τον 18ο αι. κ.ε. οι μάστορες επεδίωκαν τη συγκέντρωση στον χώρο, σε μια στρατηγική διατήρησης των μονοπωλιακών τους δικαιωμάτων που απειλούνταν καθώς το συντεχνιακό σύστημα διαβρωνόταν. Η τάση αυτή συγκέντρωσης κάθε επαγγέλματος σε ιδιαίτερο χώρο χαλάρωσε με την παρακμή των συντεχνιών –κι απ’ ό,τι φαίνεται όχι μόνο εκεί όπου το θεσμικό καθεστώς άλλαξε ριζικά, όπως στην Ελλάδα, αλλά και στην Οθωμανική αυτοκρατορία (για τη Θεσσαλονίκη βλ. Χεκίμογλου 1998). Στην Αθήνα η διασπορά των εμπορικών δραστηριοτήτων στον ιστό της πόλης είχε ξεκινήσει ήδη από το τέλος της τουρκοκρατίας (Καρύδης 2000 : 143).
Ωστόσο, παράλληλα με την τάση διάχυσης στην πόλη, συγκεντρώσεις συνέχισαν να παράγονται: λόγω των οικονομικών χωροθετικών πιέσεων συγκέντρωσης σε πιάτσες, σε διάφορους κλάδους· λόγω αδρανειών και του βάρους των διευθετήσεων του παρελθόντος· αλλά και επειδή και στο νέο θεσμικό πλαίσιο του ελληνικού κράτους ορισμένα καταστήματα πώλησης τροφίμων συνέχισαν να υπόκεινται σε ελέγχους από τις αρχές, οι οποίες επιδίωξαν την αναπαραγωγή του μοντέλου του παζαριού γι’ αυτά. Η αστυνομία μπορούσε να επιβάλει στους μαγαζάτορες μια συγκεκριμένη τοποθεσία, ενώ οι δήμοι φρόντιζαν να κατασκευάζουν κλειστές αγορές και να νοικιάζουν τα μαγαζιά τους με συμφέρουσες τιμές σε καταστηματάρχες συγκεκριμένων επαγγελμάτων, επιτυγχάνοντας έτσι τη διατήρηση μιας πιάτσας που μπορούσε να επιτηρείται εύκολα όσον αφορά πχ την τήρηση κανόνων υγιεινής. Μεγάλες σκεπαστές αγορές χτίζονται τον 19ο αιώνα από τον Πύργο μέχρι την Ερμούπολη, ενώ το μοντέλο αυτό εμφανίζεται ακόμα και στον μεσοπόλεμο (στην Αθήνα με την Αγορά της Κυψέλης) [1].
Ας ξεκινήσουμε από τα “εμπορικά”, τα μαγαζιά που πουλούσαν υφάσματα, ρούχα, παπούτσια, γυαλικά κλπ. Την αρχή της εξόδου από το παζάρι φαίνεται ότι έκαναν κάποιοι ευρωπαίοι έμποροι και ακολούθησαν οι ντόπιοι, με πρωτοπόρους όσους είχαν καταστήματα που απευθύνονταν σε αστικό κοινό (Καιροφύλας 1999). Η σύνδεση των νέων καταναλωτικών προτύπων με τα μαγαζιά που άνοιγαν στη νέα πόλη, στην Ερμού, την Αιόλου και τα γύρω στενά (Χατζημιχαήλ 2011: 76) οδήγησε στη σταδιακή παρακμή των μαγαζιών της παλιάς αγοράς και της περιφέρειάς της: μέχρι τα 1880 τα “αμπατζήδικα” και τα τσαρουχάδικα είχαν παρακμάσει οριστικά. Κύματα ίδρυσης μαγαζιών στο σημερινό εμπορικό κέντρο σημειώθηκαν τις δεκαετίες του 1860 και του 1890 (Λώζος 1984), ενώ η ίδρυση πιο εξειδικευμένων “καταστημάτων πολυτελείας”, όπως μυροπωλεία και ανθοπωλεία, αύξανε τη λάμψη του νέου εμπορικού κέντρου· βιτρίνες και φώτα έδιναν στην Αθήνα όψη μεγαλούπολης (Ακρόπολις 11 Οκτωβρίου 1888).
Η εικόνα που σχηματίζει κανείς από τους εμπορικούς οδηγούς που εκδίδονται από το 1875 ως το 1925 συνίσταται αφενός στην ύπαρξη των περισσότερων ειδών καταστημάτων σε όλες τις γειτονιές, αφετέρου στις ισχυρές τάσεις συγκέντρωσης ομοειδών καταστημάτων σε περιοχές του κέντρου -το οποίο συνδεόταν κατεξοχήν με τα καταστήματα που δεν πουλούσαν είδη «καθημερινής χρήσης» και είχαν ανάγκη από μια δεξαμενή πελατών μεγαλύτερη από τη συνοικιακή (Ball 2001). Με μια πρόχειρη ματιά εμφανίζονται πιάτσες σε διάφορα σημεία του εμπορικού τριγώνου: π.χ. όλα τα μαγαζιά ανδρικών καπέλων που καταγράφηκαν στον οδηγό του 1875 βρίσκονταν στην Αιόλου και των γυναικείων στην Ερμού –καταμερισμός που άλλαξε όταν μπήκε και η Σταδίου στον χάρτη, με τα γυναικεία είδη το 1898 να παραμένουν στην Ερμού αλλά τα ανδρικά να μετακομίζουν στη Σταδίου, και την Αιόλου να είναι γεμάτη μαγαζιά αλλά κατώτερης κατηγορίας πλέον (Ακρόπολις 27 Οκτωβρίου 1898). Η συγκέντρωση των καταστημάτων που απευθύνονταν σ’ ένα λαϊκότερο κοινό στη δυτική πλευρά του εμπορικού κέντρου, ως προέκταση της παλιάς αγοράς, επαληθεύεται και από τον οδηγό του 1899, όπου π.χ. όλα σχεδόν τα μαγαζιά με «έτοιμα ενδύματα» που καταγράφηκαν βρίσκονταν στην Αθηνάς και την πλατεία Δημοπρατηρίου.
Μια δεύτερη κατηγορία είναι τα μαγαζιά τροφίμων. Τα αρτοποιεία και τα παντοπωλεία από νωρίς διεσπάρησαν σε κάθε γωνιά της Αθήνας, όμως στα κρεοπωλεία, τα ιχθυοπωλεία και τα μανάβικα η εξέλιξη ήταν διαφορετική, καθώς για τη χωροθέτηση της αγοράς νωπών τροφίμων υπήρξε δημόσια μέριμνα. Ως το 1884 παρέμεναν συγκεντρωμένα σε υψηλό βαθμό στην Παλιά Αγορά, της οποίας τα ξύλινα παραπήγματα νοίκιαζε ο δήμος στους εμπόρους, καθώς και σε πρόχειρες συνοικιακές αγορές στου Ψυρρή και στη Νεάπολη [2]. Ειδικά όσον αφορά τα κρεοπωλεία και τα ιχθυοπωλεία οι λόγοι υγιεινής ήταν επιτακτικότεροι και οι ρυθμίσεις πιο αυστηρές, με την αστυνομία να απαγορεύει τη λειτουργία τους έξω από συγκεκριμένα μέρη (π.χ. Μπουκλάκος 1874: 415-416). Σε κάθε περίπτωση, οι άδειες από τον δήμο για τη λειτουργία κρεοπωλείων και μανάβικων έξω από τις αγορές δίνονταν με μεγάλη φειδώ πριν τη δεκαετία του 1880 (Ποταμιάνος 2011: 100). Η πολιτική αυτή άλλαξε τόσο λόγω της διόγκωσης της πόλης και της ανάγκης εξυπηρέτησης των νέων γειτονιών όσο και λόγω των δυσκολιών που προκάλεσε η καταστροφή της Παλιάς Αγοράς από πυρκαγιά το 1884. Το μοντέλο της κεντρικής αγοράς αποδυναμώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα αλλά δεν εγκαταλείφθηκε. Η Βαρβάκειος αγορά, της οποίας η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1886 (Μπίρης 1999: 169), συνέχισε να συγκεντρώνει το σύνολο των ιχθυοπωλείων και το 40% των κρεοπωλείων (Άστυ 14 Μαρτίου 1894). Τέλος, η διασπορά των μανάβικων στην πόλη συμβάδισε με τη δημιουργία κλειστής λαχαναγοράς το 1901 στην Πειραιώς, σε χώρο που εξυπηρετούσε τη μεταφορά των οπωροκηπευτικών της Κολοκυνθούς και του Ρέντη και τη χονδρική τους πώληση.
Η τελευταία διακριτή κατηγορία καταστημάτων είναι τα βιοτεχνικά. Τα εργαστήρια ήταν τα πρώτα καταστήματα που διαχύθηκαν στην πόλη, μολονότι στη δεκαετία του 1830 συνέχισαν να παρουσιάζουν υψηλές συγκεντρώσεις στην περιοχή δυτικά της Ερμού (Χατζημιχαήλ 2011: 75). Και επί τουρκοκρατίας πολλά εργαστήρια βρίσκονταν έξω από την Αγορά, επειδή χρειάζονταν χώρο ή νερό (Τραυλός 1993: 218-219). Φυσικά πολλές βιοτεχνίες συνέχισαν να χωροθετούνται (πλειοψηφικά αλλά όχι αποκλειστικά) στη βάση της λογικής της πιάτσας. Παραδειγματική εδώ είναι η μελέτη της Αγριαντώνη 1995 για το Μεταξουργείο και τη διαδικασία συγκέντρωσης σ’ αυτό “βαριών” δραστηριοτήτων (μεταλλουργεία, ξυλουργεία κλπ): ενίοτε η θέση της πιάτσας καθοριζόταν από παλιότερες λειτουργίες της πόλης που έχουν εγγραφεί στις δομές της, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα των αμαξοποιείων στον παλιό συγκοινωνιακό κόμβο προς το τέλος της Ερμού.
Οι βιοτεχνίες βρίσκονταν διάχυτες τόσο σε περιοχές του κέντρου (ιδίως οι μη-οχλούσες δραστηριότητες κατασκευής ρούχων και παπουτσιών) όσο και στις λαϊκές γειτονιές. Το θεσμικό πλαίσιο δημόσιας ρύθμισης γενικά το επέτρεπε: το σχετικό διάταγμα του 1835 προέβλεπε ότι για την ίδρυση ορισμένων βιοτεχνιών με «βλαβεράν επιρροήν» απαιτούνταν η άδεια της αστυνομίας και η συγκατάθεση των γειτόνων, ενώ «τα λοιπά εργαστήρια, οσμήν δυσώδη ή βαρείαν απόζοντα ή θόρυβον προξενούντα, τοπίζονται εις αποκέντρους συνοικίας (μαχαλέδες) της πόλεως» (ΦΕΚ 19, 15 Μαΐου 1835). Το κατά πόσο εφαρμοζόταν αυστηρά το διάταγμα είναι ένα ερώτημα, και σίγουρα η επέκταση της Αθήνας άλλαζε τα δεδομένα ως προς το ποια περιοχή είναι “απόκεντρη”: έτσι, συναντά κανείς στον τύπο διαμαρτυρίες περιοίκων και αιτήματα απομάκρυνσης βιοτεχνιών από τη γειτονιά τους (Ποταμιάνος 2011: 96). Η μοναδική περίπτωση που εντοπίσαμε απόπειρα του κράτους να οριοθετήσει επακριβώς τον χώρο ενός βιοτεχνικού κλάδου αφορά τον πιο οχληρό: τα σιδεράδικα. Αστυνομική διαταγή του 1874 (Μπουκλάκος 1874: 360) τα περιόριζε στις οδούς και Αδριανού μετά το Μοναστηράκι (δηλαδή στα “Γύφτικα”, όπου βρίσκονταν από παλιά: Χατζημιχαήλ 2011: 79) και στη συνοικία του Μεταξουργείου, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1890 συζητιόταν η μεταστέγασή τους συντεταγμένα στην Ιερά οδό (Άστυ 26 και 31 Ιανουαρίου, 31 Μαρτίου, 9 και 30 Απριλίου 1894). Οι αντιδράσεις των σιδεράδων απέτρεψαν την υλοποίηση αυτών των σχεδίων (Παπαδιαμάντης 1896), και το 1928 η Ηφαίστου παρέμενε η κατεξοχήν πιάτσα των σιδηρουργείων (Αθάνατος 2001: 38-46).
Συνολικά και στην Αθήνα εκδηλώθηκε η διεθνής τάση προς την έξοδο της μεταποίησης από το ευρύτερο κέντρο και τη μονοπώλησή του από το λιανικό εμπόριο και τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, έστω ασθενώς και με κάποια χρονική καθυστέρηση. Αυτό γίνεται εμφανές από την ποσοτική επεξεργασία των στοιχείων για τα διάφορα επαγγέλματα κατεργασίας του ξύλου που συγκεντρώσαμε από τους εμπορικούς οδηγούς και από τα μητρώα του επαγγελματικού και βιοτεχνικού επιμελητηρίου για την περίοδο 1875-1925 (Πίνακες 1 και 2). Τα στοιχεία βεβαίως είναι άνισα, καθώς προέρχονται από εμπορικούς οδηγούς διαφορετικής αξιοπιστίας ο καθένας -ενώ οι εμπορικοί οδηγοί γενικότερα τείνουν να υποκαταγράφουν τα συνοικιακά καταστήματα. Για παράδειγμα ο οδηγός του 1919 έτεινε να συμπεριλαμβάνει περισσότερο τα κεντρικά καταστήματα, ενώ τα στοιχεία από τα μητρώα του επιμελητηρίου για το 1925 είναι πολύ πληρέστερα, κι ο συνδυασμός τους παράγει μια εικόνα απότομης εξόδου από το κέντρο που δεν πρέπει να είναι αληθινή. Η τάση προς την έξοδο της βιοτεχνίας από το κέντρο της Αθήνας επιβεβαιώνεται αν συγκρίνουμε τη μείωση απόλυτου αριθμού και ποσοστών των κεντρικών ξυλουργείων κλπ από το 1910 ως το 1925 με την αντίστοιχη των κουρείων του κέντρου στα ίδια χρόνια (Πίνακες 3 και 4).
Νέες συγκεντρώσεις παράγονται σε ομοειδή καταστήματα, και μετά την έξοδο της βιοτεχνίας από το κέντρο (Πίνακες 1 και 2). Από νωρίς έχει υπάρξει μια συγκέντρωση ξυλουργείων κλπ στη Νεάπολη, κι άλλη μία βορειοδυτικά στην περιοχή της Βάθης και στο Μεταξουργείο (η οποία το 1925 προεκτείνεται στον Άγιο Παντελεήμονα και τον Κολωνό)· ένας καινούριος πόλος εμφανίζεται στις καινούριες νοτιοανατολικές γειτονιές (Μακρυγιάννη-Νέος Κόσμος-Παγκράτι). Ωστόσο οι νέες υπερτοπικές πιάτσες που δημιουργούνται δεν έχουν την ισχύ των παλιών. Όσον αφορά την κατανομή των καταστημάτων στο κέντρο, αξιοσημείωτη είναι η σταθερότητα της περιοχής γύρω από την παλιά αγορά, στην οποία οι βιοτεχνικές δραστηριότητες πλαισιώνονταν από μαγαζιά που πουλούσαν φτηνά έπιπλα (ενώ τα ακριβά επιπλοπωλεία βρίσκονταν κυρίως στην περιοχή του Συντάγματος και των λεωφόρων που το ένωναν με την Ομόνοια).
Ας κλείσουμε σχολιάζοντας τις διαφορές στη χωροθέτηση των κουρείων (Πίνακες 3 και 4) από τα ξυλουργεία αλλά και τα “εμπορικά” και τα καταστήματα νωπών τροφίμων. Σε μιαν εποχή όπου τα ξυραφάκια ακόμα δεν είχαν εισαχθεί μαζικά και στα πρόσωπα των αντρών κυριαρχούσαν τα μουστάκια, η επίσκεψη στον κουρέα για ξύρισμα γινόταν συχνά και καθιστούσε το κουρείο ένα από τα πιο πολυάριθμα καταστήματα. Η διασπορά των κουρείων στην πόλη πρέπει να προσομοιάζει σ’ αυτή των αρτοποιείων και των παντοπωλείων, καθώς και των καφενείων και οινοπωλείων: γενικά είναι πιο ομοιόμορφα κατανεμημένα, και με μεγαλύτερη παρουσία στις μακρινές συνοικίες· τα χαρακτηριστικά αυτά εμφανίζονται ενισχυμένα στα μητρώα του επιμελητηρίου. Τα κουρεία αποτελούσαν ένα διάχυτο στις γειτονιές είδος καταστήματος, και οι πυκνώσεις τους πρέπει να εξαρτώνται περισσότερο από τον πληθυσμό κάθε γειτονιάς. Εμφανίζεται βεβαίως και στα κουρεία ένα μοντέλο υψηλότερων ποσοστών συγκέντρωσης στο κέντρο -το οποίο όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι συνέχιζε να αποτελεί περιοχή κατοικίας, ιδίως των ανώτερων τάξεων (Dimitropoulou 2008: 232-239). Κι εδώ η περιοχή του Συντάγματος, της Σταδίου κλπ συγκεντρώνει τα πιο πολυτελή καταστήματα (όσα προσδιορίζονται στις πηγές μας ως “κομμωτήρια” και όσα συγχρόνως πουλάνε και αρώματα (Ποταμιάνος 2015: 68 και 70). Τα αξιοσημείωτα ποσοστά της περιοχής γύρω από την Ομόνοια, τέλος, μας υπενθυμίζουν ένα άλλο χαρακτηριστικό των κουρείων ως καταστήματος: αποτελούσαν παραδοσιακά χώρο ανδρικής κοινωνικότητας -και φαίνεται εύλογη η συγκέντρωσή τους σε μια περιοχή που, μεταξύ άλλων, αποτελούσε πόλο υπερτοπικής ψυχαγωγίας (με καφενεία, ζαχαροπλαστεία και άλλα κέντρα διασκέδασης).
[1] Δεν επρόκειτο για ελληνική ιδιαιτερότητα: για το Λονδίνο και το Μάντσεστερ στα 1850 βλ. Alexander 1970: 85 και Scola 1992: 231.
[2] Για τις τακτικές, ως το τέλος του 19ου αιώνα, συζητήσεις στο δημοτικό συμβούλιο για την ανέγερση μικρών τοπικών αγορών προς κάλυψη των αναγκών των συνοικιών βλ. Παρασκευόπουλος 1907.
Ποταμιάνος, Ν. (2017) Η χωροθέτηση του λιανικού εμπορίου και της βιοτεχνίας στην Αθήνα 1830-1925, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/εμπόριο-και-βιοτεχνία-1830-1925/ , DOI: 10.17902/20971.77
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένα έντονο κύμα μετανάστευσης Ελλήνων [1] στο εξωτερικό, πολλοί από τους οποίους είναι νέοι σε ηλικία και με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Το ζήτημα αυτό απασχολεί έντονα τόσο την επιστημονική κοινότητα όσο και την Ελληνική κοινωνία γενικότερα, δεδομένης της έκτασης που έχει λάβει, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια (Γράφημα 1).
Όμως, παράλληλα με τον σημαντικό αριθμό Ελλήνων που μεταναστεύει [2] στο εξωτερικό, παρατηρείται και επιστροφή με σκοπό τη μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα ενός μικρότερου αριθμού Ελλήνων που βρίσκονταν στο εξωτερικό. Πολλοί από αυτούς που επιστρέφουν αποφασίζουν να εγκατασταθούν μόνιμα στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Απογραφής Πληθυσμού του 2011, την περίοδο 2006 – 2011, δηλαδή την τελευταία πενταετία πριν την απογραφή, εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα συνολικά από το εξωτερικό 329.556 άτομα [3]. Από αυτά, 128.434 είχαν ελληνική ή ελληνική και άλλη υπηκοότητα [4] και τα 42.671 εξ αυτών διέμεναν το 2011 μόνιμα στην Περιφέρεια Αττικής (ΕΛΣΤΑΤ, 2015a) (Χάρτης 1).
Πηγή: Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Από τα άτομα αυτά, πολλά ήταν νέα σε ηλικία (20-39 ετών) κάτοχοι πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και απασχολούμενοι στον τριτογενή τομέα (Γράφηματα 2, 3, 4 και 5).
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ (2015b και 2015c)
Πηγή: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Πηγή: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Πηγή: ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Εκείνοι που επέστρεψαν από το εξωτερικό στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας [5] κατά την εν λόγω περίοδο, επέλεξαν κυρίως ως τόπο διαμονής είτε τις ακριβές περιοχές του κέντρου της πόλης, είτε τα λεγόμενα «καλά προάστια», περιοχές δηλαδή που αποτελούν τόπο διαμονής ευκατάστατων νοικοκυριών που ανήκουν στα υψηλά κοινωνικά στρώματα [6] (Χάρτης 2).
Πηγή: Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Έτσι, Δήμοι όπως αυτοί της Φιλοθέης-Ψυχικού και Κηφισιάς, εμφανίζονται στην Απογραφή Πληθυσμού του 2011 να αποτελούν τόπο διαμονής σημαντικού αριθμού Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν εκεί από το εξωτερικό την περίοδο 2006-2011, σε σχέση με τον συνολικό τους πληθυσμό (Πίνακας 1).
Αυτή η παρατήρηση επιβεβαιώνει τη διαπίστωση του Λαμπριανίδη (2013, 331) ότι «όταν οι γονείς είναι σε καλύτερη κοινωνικο-οικονομική κατάσταση, τα παιδιά τους τείνουν περισσότερο να επιστρέφουν στην Ελλάδα» –η οποία προέκυψε μετά από σχετική έρευνά του σε μεγάλο αριθμό Ελλήνων που εργάστηκαν στο εξωτερικό και στη συνέχεια επέστρεψαν.
Πηγή: Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Πηγή: Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Συγκρίνοντας το 2001 και το 2011 (χάρτες 4 & 5, πίνακας 1) βλέπουμε ότι Δήμοι με υψηλή κοινωνικο-εισοδηματική φυσιογνωμία, όπως αυτοί της Κηφισιάς και της Γλυφάδας, αποτελούσαν και κατά το παρελθόν [8] δημοφιλείς προορισμούς για εγκατάσταση Ελλήνων που επέστρεφαν από το εξωτερικό. Στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, αξιοσημείωτη είναι η αύξηση των ατόμων αυτών, αλλά και του ποσοστού τους στον πληθυσμό των δήμων στα βορειοανατολικά και τα νοτιοανατολικά προάστια της Αθήνας, ενώ η αύξηση ήταν σημαντικά χαμηλότερη στις εργατικές, δυτικές περιοχές της πόλης.
Πηγή: Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Κατά την τελευταία περίοδο για την οποία υπάρχουν επαρκή δεδομένα (2010 – 2011) όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των ατόμων που επέστρεψαν από το εξωτερικό, καταγράφηκαν συνολικά 33.751 επιστροφές ατόμων με ελληνική υπηκοότητα από τους οποίους το 30% περίπου επέλεξε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Περιφέρεια Αττικής (ΕΛΣΤΑΤ, 2015c).
Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι παρά το γεγονός ότι την περίοδο εκείνη η ελληνική οικονομία βρισκόταν ήδη σε ύφεση –το ποσοστό ανεργίας το Α’ τρίμηνο του 2011 για τους νέους ηλικίας 15-29 βρισκόταν στο 31% (σε επίπεδο χώρας) και το ποσοστό ανεργίας για την Περιφέρεια Αττικής στο 14,7% (ΕΛΣΤΑΤ, 2011)– 3.643 νέοι με ελληνική υπηκοότητα, ηλικίας 20 έως 29 ετών, επέστρεψαν στη χώρα και εγκαταστάθηκαν στην Περιφέρεια Αττικής (ΕΛΣΤΑΤ, 2015c). Συνεπώς, παρά το γεγονός ότι την εποχή της κρίσης χαρακτηρίζει η φυγή Ελλήνων προς το εξωτερικό, εξακολουθεί να παρατηρείται και επιστροφή Ελλήνων, η οποία δεν είναι ασήμαντη.
Για την περίοδο μετά το 2011, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία σχετικά με τα χαρακτηριστικά των ατόμων που επιστρέφουν κάθε χρόνο στην Ελλάδα, παρά μόνο ορισμένες εκτιμήσεις. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των Ελλήνων που επιστρέφουν από το εξωτερικό παρουσιάζει μικρή αύξηση μετά το 2012 (Εurostat, 2016b), κάτι που συνδέεται λογικά και με την αύξηση των εκροών (Γράφημα 6 ).
Πηγή δεδομένων: Εurostat (2016b)
Σήμερα, παρ’ ότι αρκετοί από τους μετανάστες που είχαν φύγει από την Ελλάδα στο παρελθόν έχουν επιστρέψει [9], υπάρχει σημαντικός αριθμός Ελλήνων που ζουν μονίμως στο εξωτερικό. Την περίοδο 2010/2011 υπολογίζεται ότι διέμεναν στο εξωτερικό περίπου 680.000 άτομα [10] γεννημένα στην Ελλάδα (άνω των 15 ετών). Από αυτά, οι 144.000 υπολογίστηκε ότι είχαν υψηλή εξειδίκευση (Arslan et al. 2014, 60). Από πρόσφατες έρευνες (Κωνσταντέλλος 2015, Ηλιοπούλου 2016) προκύπτει ότι ένα μεγάλο ποσοστό Ελλήνων που βρίσκεται σήμερα στο εξωτερικό, θα ήταν διατεθειμένο να επιστρέψει στην Ελλάδα υπό προϋποθέσεις.
Την περίοδο 2006-2011 επέστρεψαν στη χώρα 22.037 άτομα άνω των 60 ετών με Ελληνική υπηκοότητα. , Τα 3.671 (16,7%) διέμεναν μόνιμα στην Περιφέρεια Αττικής σύμφωνα με την Απογραφή Πληθυσμού του 2011.
Γενικά, το γεγονός ότι αρκετοί από όσους επιστρέφουν κάθε χρόνο στη χώρα είναι μεγάλης ηλικίας συνδέεται σε σημαντικό βαθμό με το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα που σημειώθηκε μεταπολεμικά από την Ελλάδα με κατεύθυνση κυρίως χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστραλία, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς. Ειδικότερα, την περίοδο 1955-1977, περίπου 1,2 εκατομμύρια Έλληνες [11] έφυγαν μόνιμα [12] από τη χώρα (Γράφημα 7), στην πλειονότητά τους, νέοι 15-44 ετών. Υπολογίζεται ότι μόνο το 1965 από την τότε Περιφέρεια Πρωτευούσης, μετανάστευσαν 16.994 άτομα (ΕΣΥΕ 1967, 293).
Πηγή: : Επεξεργασία στοιχείων από ΕΣΥΕ (1970, 1981)
Αν και πολλοί ήταν οι Έλληνες που μετανάστευσαν στο παρελθόν στο εξωτερικό για οικονομικούς λόγους, κάποιοι άλλοι έφυγαν και για λόγους πολιτικούς (στρατιωτική δικτατορία), εκπαιδευτικούς ή προσωπικούς.
Εκτιμάται, για παράδειγμα, ότι τη δεκαετία του ’60 η Ελλάδα έχασε ένα σημαντικό τμήμα του επιστημονικού της δυναμικού, πολλοί εκ ων οποίων ήταν πτυχιούχοι πολυτεχνικών σχολών, φυσικών επιστημών και ιατρικών σχολών [13] (ΕΣΥΕ 1968, 170, αναφέρεται στο Kourvetaris 1973, Zobanakis 1980). Από την άλλη πλευρά, υπολογίζεται ότι 8.717 Έλληνες φοιτητές σπούδαζαν το 1960 στο εξωτερικό, σύμφωνα με στοιχεία της UNESCO, και έφτασαν τους 14.147 το 1970 (Kyprianos 1995, 606, αναφέρεται στο Pelliccia, 2012).
Για αυτόν το λόγο στην απογραφή του 2011 καταγράφεται, από τη μια, ένα πολύ σημαντικό ποσοστό ατόμων άνω των 65 ετών που επέστρεψαν στην Ελλάδα την περίοδο 2006-2011 να είναι απόφοιτοι πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και, από την άλλη, περίπου το 30% να είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (Γράφημα 8).
Πηγή: Επεξεργασία δεδομένων από ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Ακριβώς αντίθετη είναι η εικόνα, αν δει κανείς το επίπεδο εκπαίδευσης όσων νέων ηλικίας 15 έως 34 ετών επιστρέψαν από το εξωτερικό στην Ελλάδα την ίδια περίοδο. Το 70% περίπου των νέων ενηλίκων που επέστρεψαν στην Ελλάδα την περίοδο 2006-2011, και σύμφωνα με την Απογραφή Πληθυσμού του 2011 διέμεναν μόνιμα στην Περιφέρεια Αττικής, ήταν απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Πολλοί μάλιστα εξ αυτών ήταν και κάτοχοι μεταπτυχιακών ή διδακτορικών τίτλων.
Πηγή:Επεξεργασία δεδομένων από ΕΚΚΕ-ΕΛΣΤΑΤ (2015)
Αν προσπαθούσαμε να ομαδοποιήσουμε τις κυριότερες αιτίες για τις οποίες οι νέοι σε ηλικία Έλληνες εμφανίζονται να μεταναστεύουν στο εξωτερικό, και ιδίως όσοι μεταναστεύουν από την ευρύτερη περιοχή της Πρωτ εύουσας, θα μπορούσαμε να τις εντάξουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: η πρώτη σχετίζεται με την εκπαίδευση π.χ. σπουδές, κατάρτιση ή ειδίκευση κ.ά., η δεύτερη αφορά επαγγελματικούς λόγους, π.χ. αναζήτηση εργασίας, επιχειρείν στο εξωτερικό ή απόσπαση στο εξωτερικό, και η τρίτη αφορά προσωπικούς λόγους. Είναι μάλιστα αρκετά σύνηθες να συντρέχουν περισσότεροι από ένας λόγοι ταυτοχρόνως.
Ειδικότερα, υπολογίστηκε ότι μόνο το 2012, περίπου 37.000 Έλληνες φοιτούσαν σε κάποια χώρα-μέλος της ΕΕ για την απόκτηση πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (βασικός τίτλος σπουδών, μεταπτυχιακό ή διδακτορικό). Χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία, η Ιταλία και η Κύπρος, εξακολουθούν να αποτελούν βασικούς προορισμούς των Ελλήνων για σπουδές στην Ευρώπη (Εurostat, 2016c).
Όσον αφορά δε την επιθυμία των Ελλήνων που φοιτούν σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα του εξωτερικού να επιστρέψουν πίσω στην Ελλάδα, ενδεικτικά αναφέρεται ότι σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη το 2011 σε δείγμα Ελλήνων φοιτητών που σπούδαζαν την περίοδο εκείνη στην Ιταλία (Pelliccia, 2013), το 63% δήλωσε ότι θα επιθυμούσε την επιστροφή του στην Ελλάδα, με τους μισούς περίπου εξ’ αυτών να εκτιμούν ότι αυτό θα γίνει αμέσως μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους.
Πάντως, αν προσπαθούσαμε σήμερα να ομαδοποιήσουμε τους βασικότερους λόγους για τους οποίους οι νέοι σε ηλικία Έλληνες εμφανίζονται να επιλέγουν ή να σκέφτονται να επιστρέψουν στην Ελλάδα, θα μπορούσαν να αναφερθούν: η νοσταλγία για την Ελλάδα (κλίμα, τρόπος ζωής), το γεγονός ότι το οικογενειακό και φιλικό τους περιβάλλον βρίσκεται μακριά, η ανεύρεση εργασίας στην Ελλάδα (έχοντας θέσει συνήθως συγκεκριμένα κριτήρια) καθώς και προσωπικοί και οικογενειακοί λόγοι. Ως ανασταλτικοί παράγοντες θα μπορούσαν να αναφερθούν κυρίως οι αρνητικές συνθήκες που σχετίζονυαι με την κρίση και ό,τι άλλο θεωρείται παθογένεια που χαρακτηρίζει τις συνθήκες στην Ελλάδα [13].
Τέλος, σημαντική κρίνεται η παλιννόστηση για τους τόπους καταγωγής εκείνων που επιστρέφουν από το εξωτερικό, καθώς συνδέεται όχι μόνο με την αύξηση του συνολικού πληθυσμού τους, αλλά και με την ανανέωσή του. Όπως είδαμε και παραπάνω, η Αττική αποτελεί προορισμό για έναν σημαντικό αριθμό νέων ατόμων, ικανό και πρόθυμο για εργασία. Πολλοί από αυτούς έχουν εκπαιδευτεί ή εργαστεί στο εξωτερικό και επιστρέφοντας φέρνουν «στις αποσκευές τους», γνώσεις, εμπειρίες, νέες δεξιότητες, ακόμα και αποταμιεύσεις που μπορούν να συμβάλλουν στην επιτάχυνση της ανάπτυξης της περιοχής.
[1] Ως μετανάστευση νοείται «η ενέργεια με την οποία ένα άτομο αλλάζει τόπο συνήθους (μόνιμης) διαμονής» (ΕΛΣΤΑΤ, 2014a). Η μετανάστευση αποτελεί μία από τις βασικές δημογραφικές διαδικασίες που επιδρούν στον πληθυσμό μιας περιοχής και διακρίνεται σε δύο βασικές κατηγορίες: στην εσωτερική και στη διεθνή μετανάστευση. Στην πρώτη αναφερόμαστε στην κίνηση από έναν οικισμό σε έναν άλλο, μέσα στα όρια όμως του ιδίου κράτους, ενώ στην δεύτερη, στην κίνηση από ένα κράτος σε ένα άλλο (Τσαούσης 1991, 20,121). Στο παρόν άρθρο γίνεται λόγος για τη διεθνή ή αλλιώς εξωτερική μετανάστευση.
[2] Με ελληνική ή με ελληνική και άλλη υπηκοότητα.
[3] Στην Απογραφή Πληθυσμού, η οποία διενεργήθηκε από την ΕΛΣΤΑΤ τον Μάιο του 2011, στο Δελτίο Απογραφής Κατοικιών – Πληθυσμού υπήρχε η ακόλουθη ερώτηση: «είχατε ποτέ διαμείνει σε χώρα του εξωτερικού;». H μετακίνηση αυτή αφορούσε τόσο τους ξένους μετανάστες που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, όσο και τους Έλληνες που επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Στο ερώτημα αυτό καταγραφόταν αναλυτικότερα η εξής πληροφορία: η ημερομηνία που εγκαταστάθηκε το άτομο μόνιμα στην Ελλάδα, η χώρα της αμέσως προηγούμενης διαμονής και ο κυριότερος λόγος για τον οποίο το άτομο εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα (ΕΛΣΤΑΤ 2011).
[4] Οι κυριότερες χώρες προέλευσής τους ήταν: η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ, η Κύπρος και η Ιταλία (ΕΛΣΤΑΤ, 2014b).
[5] Στην ευρύτερη περιοχή της Πρωτεύουσας περιλαμβάνονται όλες οι Περιφερειακές Ενότητες της Περιφέρειας Αττικής πλην της Περιφερειακής Ενότητας Νήσων (Δήμοι Σαλαμίνος, Ύδρας, Αγκιστρίου, Αίγινας, Κυθήρων, Πόρου, Σπετσών, Τροιζηνίας).
[6] Ενδεικτικά αναφέρονται οι περιοχές: Λυκαβηττός-Κολωνάκι-Εξάρχεια, Ρηγίλλης-Σύνταγμα-Πλάκα-Μοναστηράκι, Ακρόπολη-Φιλοπάππου, Μετς, Παγκράτι-Χίλτον-Ιλίσια-Ζωγράφου στον Κεντρικό Τομέα Αθηνών. Νέα Ερυθραία, Κηφισιά, Εκάλη, Φιλοθέη, Ψυχικό, Παπάγος στον Βόρειο Τομέα Αθηνών. Γλυφάδα στο Νότιο Τομέα Αθηνών καθώς και Εκάλη-Διόνυσος, Ντράφι, Βούλα-Βουλιαγμένη στον Ανατολικής Αττικής.
[7] ΜΟΧΑΠ: Μονάδες χωρικής ανάλυσης πόλεων. Αντιστοιχούν στο επίπεδο των Απογραφικών Τομέων (ΑΤ) της ΕΛΣΤΑΤ με τη διαφορά ότι στους ΜΟΧΑΠ έχουν ενοποιηθεί οι μικροί ΑΤ ώστε να μην υπάρχει χωρική μονάδα με πληθυσμό μικρότερο των 900 κατοίκων. Οι συνενώσεις αυτές έγιναν ώστε να αποφευχθούν ζητήματα εμπιστευτικότητας. Η Αττική χωρίζεται σε 3.000 ΜΟΧΑΠ με μέσο πληθυσμό 1.250 ατόμων.
[8] Ενδεικτικά αναφέρεται ότι π.χ. το 1973 επέστρεψαν από το εξωτερικό περίπου 22.000 άτομα, με το 23% εξ αυτών να δηλώνει ως τόπο εγκατάστασής του την ευρύτερη περιοχή της Πρωτεύουσας (ΕΣΥΕ 1975, 93). Μεταναστευτικές ροές από χώρες του εξωτερικού προς την Ελλάδα εξακολούθησαν να παρατηρούνται και τις δεκαετίες που ακολούθησαν, καθώς όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των Απογραφών Πληθυσμού του 1991 και 2001, υπολογίζεται ότι μόνο την περίοδο 1985-1999, μετανάστευσαν περίπου 450.000 άτομα με Ελληνική υπηκοότητα από κάποια χώρα του εξωτερικού στην Ελλάδα (European Statistical System, 2016).
[9] Στη Γερμανία, για παράδειγμα, εκτιμάται ότι διέμεναν το 2011 περίπου 201 χιλ. άτομα τα οποία είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα, στις ΗΠΑ 134 χιλ., στην Αυστραλία 121 χιλ., στον Καναδά 66 χιλ. και στο Ηνωμένο Βασίλειο 33 χιλ. (OECD, 2016).
[10] Υπολογίζεται ότι μόνο το 1965 κατευθύνθηκαν από την Ελλάδα στη Γερμανία (Δυτική και Ανατολική) 80.569 άτομα, 18.551 στην Αυστραλία και 3.006 στις ΗΠΑ (ΕΣΥΕ 1967, 395). Από το 1977, σταμάτησαν να συγκεντρώνονται στοιχεία για την εισερχόμενη και εξερχόμενη μετανάστευση των Ελλήνων πολιτών λόγω της σημαντικής μείωσης των σχετικών ροών (ΕΣΥΕ 1981, 51).
[11] Ως «μονίμως μεταναστεύοντες» λογίζονταν όσοι Έλληνες, οι οποίοι είχαν ως μόνιμη κατοικία τους την Ελλάδα, κατευθύνονταν προς μία χώρα του εξωτερικού με σκοπό την εγκατάστασή τους εκεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους (ΕΣΥΕ 1981, 14).
[12] Υποστηρίζεται, ότι την περίοδο 1961-1965, το 34,6% των πτυχιούχων μηχανικών, αρχιτεκτόνων και άλλων παρεμφερών ειδικοτήτων, το 27,3% των πτυχιούχων στις φυσικές επιστήμες π.χ. φυσικοί, χημικοί, γεωλόγοι, βιολόγοι, γεωπόνοι κτλ. και το 25,2% των πτυχιούχων στις επιστήμες υγείας όπως γιατροί, οδοντίατροι κ.ά. εγκατέλειψε τη χώρα μόνιμα (ΕΣΥΕ 1968, 170, αναφέρεται στο Kourvetaris 1973).
[13] Τα συμπεράσματα αυτά βασίζονται σε ευρήματα ποιοτικής έρευνας που διεξάγεται από τις αρχές του 2016 από το Στυλιανό Κ. Σταυριανάκη, στο πλαίσιο της εκπόνησης της Διδακτορικής του Διατριβής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο με τίτλο: «Οι επιπτώσεις στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας από τη φυγή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό», με δείγμα νέους σε ηλικία επιστήμονες (με ελληνική υπηκοότητα) που μετανάστευσαν στο εξωτερικό από την ευρύτερη περιοχή της Πρωτεύουσας μετά το 2009 και νέους σε ηλικία επιστήμονες (με ελληνική υπηκοότητα) που επέστρεψαν στην Ελλάδα από το εξωτερικό μετά το 2009 και επέλεξαν ως τόπο εγκατάστασής τους την ευρύτερη περιοχή της Πρωτεύουσας.
Σταυριανάκης, Σ. (2017) Εκείνοι που επιστρέφουν από το εξωτερικό, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/επιστρoφή-από-το-εξωτερικό/ , DOI: 10.17902/20971.75
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Ο διαχωρισμός στα σχολεία, αφορά την άνιση κατανομή συγκεκριμένων κοινωνικών ή εθνικών / μειονοτικών ομάδων στις σχολικές μονάδες, σε σχέση με τον ντόπιο πληθυσμό σε μια συγκεκριμένη περιοχή (Massey and Denton, 1993, 283). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα συγκεκριμένες ομάδες να συγκεντρώνονται σε ορισμένα σχολεία και ταυτόχρονα να υποεκπροσωπούνται σε άλλα. Ο στεγαστικός διαχωρισμός καθώς και ο σχολικός διαχωρισμός αφορούν την ανάλυση δύο διαφορετικών πεδίων: τον αστικό χώρο και τη σχολική εκπαίδευση. Παρόλα αυτά, συνδέονται μεταξύ τους μέσα από την άνιση κατανομή της σχολικής εκπαίδευσης στον αστικό χώρο και την άνιση επίσης χωρική κατανομή των κοινωνικών ομάδων που καθορίζει την κοινωνική σύνθεση των σχολείων, όταν η άντληση των μαθητών γίνεται από την περιοχή κατοικίας. Ο σχολικός διαχωρισμός αντανακλά τοπικές ή εθνικές κοινωνικές διαφοροποιήσεις που μπορεί να συμβάλλουν στην παραγωγή μεγαλύτερης χωρικής και κοινωνικής ανισότητας, δημιουργώντας κοινωνικά και χωρικά όρια, όχι μόνο μεταξύ των σχολείων αλλά και μεταξύ περιοχών, περιθωριοποιώντας συνήθως τις κοινωνικά ευάλωτες ομάδες.
Επομένως, είναι σημαντική η διερεύνηση του ρόλου και των επιλογών στη σχολική εκπαίδευση, ως μηχανισμός «κλειδί» στην παραγωγή νέων μορφών διαχωρισμού και κατακερματισμού του αστικού χώρου. Οι υψηλότερες και μεσαίες κοινωνικές τάξεις υιοθετούν πολλές φορές στρατηγικές απόστασης ή εγγύτητας με άλλες κοινωνικές ομάδες, προκειμένου να ελέγξουν και να επιλέξουν τη φύση και την ένταση των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Αυτές οι στρατηγικές της «αποχώρησης», «κυριαρχίας» ή «μερικής εξόδου» (Atkinson 2006, Andreotti κ.ά., 2013) επιδρούν στη συνύπαρξη ή στο διαχωρισμό από άλλες κοινωνικές ομάδες και επίσης εντείνουν την εκπαιδευτική επιλεκτικότητα στο σχολικό σύστημα. Η θετική επίδραση της γειτονιάς και η κοινωνικοποίηση των παιδιών «μεταξύ ομοίων» αποτελεί βασικό παράγοντα προσέλκυσης των γονέων των μεσαίων, κυρίως, στρωμάτων σε σχολικά περιβάλλοντα με υψηλές επιδόσεις.
Η εκπαίδευση παίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνική κινητικότητα και επιδρά στη διατήρηση του κοινωνικού επιπέδου και την εξασφάλιση καλύτερης κοινωνικο-επαγγελματικής θέσης. Αναλύοντας τις εκπαιδευτικές στρατηγικές των μεσαίων στρωμάτων, μας ενδιαφέρει να διερευνήσουμε αν οι κοινωνικές και χωρικές διαφοροποιήσεις, μέσα από την επιλογή σχολείου αναπαράγονται στην εκπαίδευση και κατά πόσο το σχολικό σύστημα είναι επιλεκτικό σε βάρος των μειονεκτουσών κοινωνικών ομάδων. Στην Ελλάδα, η χωρική κατανομή των μαθητών στα σχολεία ακολουθεί κατά κανόνα τον τόπο κατοικίας και επομένως, το σύστημα των σχολικών περιοχών αντανακλά και αναπαράγει τις τοπικές κοινωνικές διαφοροποιήσεις (Μαλούτας, 2006). Ο Δήμος Αχαρνών, όπου πραγματοποιήθηκε η παρούσα έρευνα, χαρακτηρίζεται από ανομοιογένεια και αυξημένη παρουσία εθνικών και πολιτισμικών ομάδων (παλιννοστούντες, μετανάστες, Ρομά -Χάρτης 1) γεγονός που βοηθάει στην εξήγηση των διαφορετικών εκπαιδευτικών στρατηγικών των κοινωνικών στρωμάτων, καθώς και των διαφορετικών εκπαιδευτικών επιδόσεων των σχολείων. Επίσης, θα πρέπει να τονιστεί ότι η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο Δήμο Αχαρνών (Μενίδι), ο οποίος βρίσκεται στη Βόρειο-Δυτική πλευρά του Νομού Αττικής και ανήκει διοικητικά στην Νομαρχία Ανατολικής Αττικής. Παρόλα αυτά, παρουσιάζει κοινά οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά με τους γειτονικούς Δήμους της Δυτικής Αττικής (Άνω Λιόσια, Ζεφύρι, Καματερό, Ίλιον, Ασπρόπυργος) . Στο κείμενο αυτό τα μεσαία στρώματα προσδιορίζονται σύμφωνα με το βεμπεριανό μοντέλο κατηγοριοποίησης “ευρωπαϊκές κοινωνικο-οικονομικές τάξεις” (ESeC) (Maloutas, 2007) και αναφέρονται ως υψηλά και μεσαία στρώματα.
Πηγή: Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Η συγκεκριμένη έρευνα περιλάμβανε συνεντεύξεις σε βάθος, με ημιδομημένο ερωτηματολόγιο και δειγματοληπτική ανάλυση των μητρώων των μαθητών τεσσάρων Γυμνασίων στο Δήμο Αχαρνών. Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από τα μητρώα 1094 μαθητών (Α΄και Β΄ τάξης Γυμνασίου), ενώ έγιναν 55 συνεντεύξεις με γονείς, καθηγητές και φορείς της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Χρησιμοποιήθηκαν, επίσης, στοιχεία από τα απογραφικά δεδομένα του 1991-2001 (βάση δεδομένων Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΛΣΤΑΤ-ΕΚΚΕ, 2015). Το κοινωνικό προφίλ των νοικοκυριών προσδιορίστηκε με βάση το επάγγελμα (Χάρτες 2, 3, 4).
Πηγή:Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Πηγή:Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Πηγή:Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Η έρευνα έδειξε ότι υπάρχουν διαφορετικές κατηγορίες γονέων οι οποίοι, επιλέγουν την παραμονή των παιδιών τους στο τοπικό σχολείο ή την αποχώρηση για άλλο σχολείο (δημόσιο ή ιδιωτικό):
Ποιοι είναι όμως οι παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή σχολείου από τους γονείς των μεσαίων στρωμάτων; Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας:
Η φήμη του σχολείου είναι ιδιαίτερα σημαντική όσον αφορά την προσέλκυση μαθητών από υψηλότερα και μεσαία στρώματα. Η προσέλκυση τέτοιων μαθητών διατηρεί το «καλό» επίπεδο του σχολείου, την «καλή» εικόνα και ενισχύει την επιλογή του από τις τοπικές ελίτ. Τα σχολεία προκειμένου να προσελκύσουν μαθητές από τα υψηλότερα και μεσαία στρώματα, υιοθετούν στρατηγικές ακαδημαϊκής επιλεκτικότητας, όπως οι καλοί βαθμοί καθώς και ελαστικά διοικητικά μέτρα για μετεγγραφές σε άλλα σχολεία. Επίσης, χρησιμοποιούν τακτικές όπως την αποβολή ή διαγραφή μαθητών με προβλήματα συμπεριφοράς, την έμμεση παρέμβαση στους γονείς προβληματικών μαθητών για μετεγγραφή τους σε άλλο σχολείο, κ.λπ. που αφορούν συνήθως παιδιά που προέρχονται από μειονεκτούσες ομάδες (χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, μετανάστες, τσιγγάνους ή και πρόσφατα πολιτογραφημένους ομογενείς).
Η ταξική διαφοροποίηση είναι πρωταρχική στην ανάπτυξη διαχωριστικών τάσεων, ενώ η παρουσία μειονοτικών ομάδων με διαφορετική εθνοτική καταγωγή και η απουσία εκπαιδευτικών πολιτικών επιδρά αυξητικά στον κοινωνικό διαχωρισμό. Σε περιοχές κοντά σε οικισμούς Ρομά, οι γονείς των μεσαίων στρωμάτων θεωρούν αρνητική την παρουσία των μαθητών Ρομά στο σχολείο και επιθυμούν συνήθως τον διαχωρισμό. Επιπλεόν, διαπιστώθηκε ότι οι γονείς αυτοί θεωρούν ως αρνητική παρουσία στο σχολείο και την ύπαρξη μαθητών από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, όπου συχνά εντάσσουν και τις οικογένειες των μεταναστών. Θεωρούν ότι οι μαθητές αυτοί υποβαθμίζουν το επίπεδο του σχολείου, αποτελούν «κακά παραδείγματα» για τα δικά τους παιδιά και δημιουργούν προβλήματα στο σχολείο.
Η χωροθέτηση ορισμένων σχολείων κυρίως περικεντρικά του Δήμου Αχαρνών και η παρουσίασή τους ως χώρων παθογένειας καθώς και ο στιγματισμός παιδιών που διαφοροποιούνται λόγω εθνοπολιτισμικών και κοινωνικο-οικονομικών διαφορών, αποτελούν παράγοντες που επιτείνουν την πόλωση μεταξύ σχολείων και αυξάνουν τον διαχωρισμό στον τοπικό χώρο. Παράλληλα, η κακή εικόνα της γειτονιάς, επιδρά στη ζωή των παιδιών και τα εμποδίζει να νιώσουν ικανά να προχωρήσουν εκπαιδευτικά. Η αδυναμία για κοινωνική και χωρική κινητικότητα αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό των κοινωνικά αποκλεισμένων γειτονιών.
Προκειμένου να εντοπίσουμε τα παιδιά που εγκαταλείπουν την εκπαίδευση, χρησιμοποιήσαμε και πάλι την εφαρμογή «Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011» (ΕΛΣΤΑΤ/ΕΚΚΕ). Ξεχωρίσαμε τις ηλικίες 10-13 ετών και αναζητήσαμε την κύρια ασχολία, στο πλαίσιο της οποίας εμφανίζεται και η μαθητική ιδιότητα. Διαπιστώσαμε ότι υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός παιδιών αυτής της ηλικίας που δεν εμφανίζουν την μαθητική ιδιότητα, δηλαδή δεν πηγαίνουν σχολείο. Ορισμένες από τις περιοχές στις οποίες το σχετικό ποσοστό είναι μεγάλο, ταυτίζονται με τις περιοχές των τσιγγάνων, όπως στους Δήμους Ασπροπύργου, Άνω Λιοσίων και Αχαρνών. Αυτή η ομάδα πληθυσμού περιθωριοποιείται, ενώ έχει σαφή κοινωνικά χαρακτηριστικά και χωρικά όρια. Είναι συγκεντρωμένη σε υποβαθμισμένες γειτονιές όπου υπάρχει έντονη παρουσία μειονεκτουσών κοινωνικών ομάδων (Χάρτης 5)[3]. Το ποσοστό εγκατάλειψης του σχολείου είναι υψηλό στα παιδιά των Ρομά, ενώ οι δυσκολίες ξεκινούν από την πρωτοβάθμια και συνεχίζονται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με υψηλό ποσοστό εγκατάλειψης από την πρώτη τάξη του Γυμνασίου.
Πηγή: Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Οι γονείς θεωρούν ότι τα παιδιά με εθνοπολιτισμικές διαφορές πρέπει να έχουν ίση μεταχείριση. Παρόλα αυτά, θεωρούν επίσης ότι η παρουσία τους γίνεται απειλή για την πνευματική πρόοδο και την ακαδημαϊκή επίδοση των άλλων παιδιών. Θεωρούν ότι οι δάσκαλοι θα προσαρμόσουν το πρόγραμμα της διδασκαλίας τους, τις μεθόδους και την αξιολόγηση στο επίπεδό τους και ότι θα δώσουν μεγαλύτερη προσοχή σε αυτά. Η εικόνα ορισμένων σχολείων ως χώρων κοινωνικής παθογένειας ενισχύεται από την απόφαση κάποιων γονέων να τα αποφύγουν, γεγονός που επιτείνει την πόλωση και το διαχωρισμό τόσο στα σχολεία όσο στην περιοχή όπου αυτά εντάσσονται. Η αδυναμία για κοινωνική κινητικότητα στις περιοχές αυτές σε συνδυασμό με την έλλειψη εκπαιδευτικής φροντίδας, δημιουργεί συνθήκες υποβάθμισης και γειτονιές αποκλεισμού. Οι γειτονιές αυτές συγκεντρώνουν συνήθως χαμηλότερα εργατικά στρώματα και εθνοτικές και μειονοτικές ομάδες, οι οποίες ωστόσο αναπτύσσουν έντονο το αίσθημα της κοινότητας και βασίζονται σε ενεργά κοινωνικά δίκτυα.
Ως βασικό ερώτημα τέθηκε το ζήτημα αν οι νέες διαχωριστικές τάσεις των μεσαίων στρωμάτων οδηγούν σε μεγαλύτερη κοινωνική πόλωση και στεγαστικό διαχωρισμό, δηλαδή συγκέντρωση υψηλότερων κοινωνικών στρωμάτων σε συγκεκριμένες περιοχές και ταυτόχρονα δημιουργία θυλάκων φτώχειας σε άλλες περιοχές. Ο ρόλος των μεσαίων στρωμάτων στην κοινωνική ανάμειξη στις μεικτές γειτονιές είναι σημαντικός, όσον αφορά την αλληλεπίδραση με τις άλλες κοινωνικές ομάδες. Σημαντική παράμετρος είναι η γειτονιά, ο τρόπος σχηματισμού και η ανάπτυξή της.
Η αποκοπή από την τοπική κοινωνία ή τη γειτονιά δεν πραγματοποιείται μέσα από την αύξηση των τιμών των ακινήτων, που θα απέκλειε την πρόσβαση σε οικονομικά ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες, αλλά μέσα από την οικειοποίηση και κοινωνική ομογενοποίηση των τοπικών δημόσιων σχολείων. Μάλιστα, οι εκπαιδευτικές στρατηγικές κοινωνικής αποκοπής γίνονται περισσότερο έκδηλες λόγω της υποχρεωτικής επιλογής του τοπικού σχολείου μέσω του συστήματος των σχολικών περιοχών. με αυτόν τον τρόπο, η αύξηση της κοινωνικής απόστασης μεταξύ σχολείων αυξάνει την πιθανότητα δημιουργίας «θυλάκων» κοινωνικής υποβάθμισης. Παρόλα αυτά, η έρευνα έδειξε ότι παρά τη διαφοροποίηση στις στρατηγικές των γονέων σε σχέση με την επιλογή σχολελιου, ο σχολικός διαχωρισμός δεν οδηγεί υποχρεωτικά και σε στεγαστικό διαχωρισμό, εφόσον δεν συνδυάζεται με στεγαστική κινητικότητα, δηλαδή με μεταστέγαση στην περιοχή του σχλείου που τελικώς επιλέγεται, αλλά κυρίως εντείνει τις κοινωνικές αποστάσεις στο τοπικό επίπεδο και την εκπαιδευτική ανισότητα.
Στην περιοχή μελέτης δεν παρατηρήθηκε κάποια τάση μεταστέγασης των μεσοστρωματικών νοικοκυριών με παιδιά σχολικής ηλίκίας σε περιοχές κοντά σε σχολεία της επιλογής τους. Αντίθετα, παρατηρήθηκε απόσυρση από τα δημόσια σχολεία της γειτονιάς τους ή οικειοποίηση του δημόσιου σχολείου με στρατηγικές που στοχεύουν στο διαχωρισμό από άλλες κοινωνικές ομάδες.
Το εκπαιδευτικό σύστημα, ως θεσμική λειτουργία, δεν μένει αμέτοχο σε αυτήές τις διαδικασίες. Αντίθετα, ενισχύει την ακαδημαϊκή επιλεκτικότητα υιοθετώντας στρατηγικές διαχωρισμού και επιλογής του μαθητικού πληθυσμού. Η επιλεκτική αυτή χρήση των δομών/θεσμών, δημόσιου χώρου και η διαχείριση των επαφών μέσω των κοινωνικών δικτύων, ενισχύει τα νοικοκυριά των μεσαίων τάξεων που κρατούν σε απόσταση από την καθημερινή τους ζωή τις «προβληματικές» κοινωνικές ομάδες και τα κοινωνικά περιβάλλοντα που θεωρούν ότι αποτελούν κακή επιρροή. Αυτή η αποσύνδεση από τον κοινωνικό ιστό, μερικώς τονίζεται και ενισχύεται δομικά μέσα από την αλλαγή των ορίων των σχολικών περιοχών, όπως παρατηρήθηκε στην περιοχή μελέτης.
Τα σχολεία δεν μπορούν να διαχωριστούν από την κοινότητα και την ενσωμάτωση των αδύναμων κοινωνικών ομάδων. Χωρίς τη συνεργασία σχολείων και κοινότητας, οι κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές για τους αδύναμους κατοίκους δεν μπορούν να έχουν επιτυχία και επομένως είναι σημαντικό να υπάρξει διαμεσολάβηση μεταξύ κοινότητας και σχολείου.
Σύμφωνα με την έρευνα διαπιστώθηκε ότι οι Ρομά υφίστανται τη μεγαλύτερη διάκριση και διαχωρισμό στην εκπαίδευση σε σχέση με άλλες εθνοτικές ομάδες ή μειονότητες. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που επιδρούν στην ενσωμάτωσή τους στο εκπαιδευτικό σύστημα και αυτοί σχετίζονται λιγότερο με πολιτισμικές διαφορές και περισσότερο με τη διαρκή κοινωνική τους περιθωριοποίηση.
[1] ΜΟΧΑΠ: Μονάδες χωρικής ανάλυσης πόλεων. Αντιστοιχούν στο επίπεδο των Απογραφικών Τομέων (ΑΤ) της ΕΛΣΤΑΤ με τη διαφορά ότι στους ΜΟΧΑΠ έχουν ενοποιηθεί οι μικροί ΑΤ ώστε να μην υπάρχει χωρική μονάδα με πληθυσμό μικρότερο των 900 κατοίκων. Οι συνενώσεις αυτές έγιναν ώστε να αποφευχθούν ζητήματα εμπιστευτικότητας. Η Αττική χωρίζεται σε 3.000 ΜΟΧΑΠ με μέσο πληθυσμό 1.250 ατόμων.
Βέργου, Π. (2017) Κοινωνικός διαχωρισμός, εκπαίδευση και πόλη: Εκπαιδευτικές στρατηγικές των μεσαίων στρωμάτων στη Δυτική Αττική, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/διαχωρισμός-εκπαίδευση-και-πόλη/ , DOI: 10.17902/20971.74
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η σταδιακή διαμόρφωση των μεγάλων αστικών κέντρων θεωρήθηκε εμπόδιο στην ανάπτυξη της θρησκευτικής πίστης με αποτέλεσμα να χαρακτηριστούν ως τόποι όπου κυριαρχούσε η απιστία, αλλά και ως θρησκευτικές έρημοι (MacLeod 2005, 7-8). Παρά την εκκοσμίκευση που έλαβε χώρα στις δυτικές (μητρο-) πόλεις, και παρά ή ίσως εξ αιτίας της παγκοσμιοποίησης, η θρησκεία κατάφερε να διατηρήσει την παρουσία της στον δημόσιο χώρο, αν και αποδυναμωμένη ως προς την πολιτική ισχύ της. Μπορεί ο Χριστιανισμός, αφού αναφερόμαστε στη Δύση, να απώλεσε τον κυρίαρχο χαρακτήρα του, αναδύθηκαν, όμως, άλλες θρησκείες και νέα θρησκευτικά κινήματα, ιδίως από τη δεκαετία του 1960 και εξής, που μετέβαλαν τον θρησκευτικό χαρακτήρα των δυτικών πόλεων με συνέπεια σήμερα δύσκολα να εντοπίζει κανείς δυτικές κοινωνίες, όπου μία μόνο θρησκεία να κυριαρχεί στον δημόσιο χώρο [1]. Ανεξαρτήτως αν μιλάμε για κοσμικές ή μετα-κοσμικές (Beaumont & Baker 2011) πόλεις, η θρησκεία διατηρήθηκε στον δημόσιο χώρο ακόμα και υπό «κεκρυμμένες μορφές» (π.χ. οι άτυποι χώροι προσευχής των Μουσουλμάνων στην Αθήνα) (Sakellariou 2011). Με αφορμή τη δυναμική άφιξη και παρουσία του Ισλάμ στη Δύση, αναζωπυρώθηκε η συζήτηση περί επιστροφής ή νέας ορατότητας της θρησκείας (Hjelm 2015), αλλά και περί της θέσης της στον δημόσιο χώρο με κύριο διακύβευμα την ανέγερση τζαμιών, τα οποία προκάλεσαν πολλές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις (Allievi 2009), όπως άλλωστε συνέβη και στην Αθήνα. Η θρησκεία πλέον και λόγω της έντονης μετανάστευσης θεωρείται ότι βρίσκεται σε κίνηση (Oosterbaan 2014, 593) και αλλάζει και η ίδια με συνέπεια να επανέρχεται στον δημόσιο χώρο με ποικίλους τρόπους, βγαίνοντας συχνά από τις εκκλησίες και τους ναούς (Becci, Burchardt, Casanova 2013, 8) (π.χ. η διανομή βιβλίων και φυλλαδίων από τους Μορμόνους και τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στο κέντρο της Αθήνας ή οι προσευχές των Μουσουλμάνων σε ανοιχτούς χώρους-εικόνα 1). Πηγή: Α.Σακελλαρίου Η Αθήνα, ως ευρωπαϊκή μητρόπολη, διακρίνεται για την πολυθρησκευτικότητά της, ακόμα και αν αυτή δεν είναι ιδιαίτερα εμφανής. Σκοπός αυτού του λήμματος είναι να παρουσιάσει μέσω των διαθέσιμων δεδομένων – παρά την έλλειψη ποσοτικών στοιχείων – αυτή τη θρησκευτική διαφορετικότητα, η οποία δεν είναι κάτι το καινοφανές, καθώς ποικίλες θρησκευτικές κοινότητες (π.χ. Διαμαρτυρόμενοι, Εβραίοι, Καθολικοί, Μουσουλμάνοι) υπήρχαν ιστορικά εδώ και αιώνες στην ελληνική πρωτεύουσα παρά την κυριαρχία του Ορθοδόξου στοιχείου. Ακόμα και εκείνος που δεν γνωρίζει την ελληνική πραγματικότητα αντιλαμβάνεται εύκολα ότι ο αστικός χώρος της Αθήνας κυριαρχείται από εκκλησίες, μεγαλύτερες ή μικρότερες, του Ορθόδοξου δόγματος (χάρτης 2). Το Ορθόδοξο στοιχείο σε όλες τις εκφάνσεις του (ελληνική, ρωσική, αρμένικη) (εικόνες 2, 3, 4) βρίσκεται ενσωματωμένο στον αστικό ιστό με πολλαπλούς τρόπους και αποτελεί την κυρίαρχη θρησκευτική μορφή, ορατή στον οποιονδήποτε.Εικόνα 1: Δημόσια προσευχή Μουσουλμάνων, Κάτω Πατήσια, 2013
Χάρτης 1: Χωροθέτηση ναών διαφορετικών δογμάτων και θρησκειών στο κέντρο της Αθήνας
Η Ορθόδοξη κυριαρχία
Χάρτης 2: Χωροθέτηση ναών στον δήμο Αθηνάιων
Εικόνες 2, 3 και 4: Η Μητρόπολη της Αθήνας, Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και η Ορθόδοξη Αρμένικη Εκκλησία στον Ν.Κόσμο
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Σύμφωνα με την Αρχιεπισκοπή Αθηνών στην περιοχή της Αθήνας υπάρχουν 145 ενορίες μοιρασμένες σε 21 περιφέρειες (χάρτες 3 & 4) οι οποίες αποτυπώνονται αναλυτικά με στοιχεία επικοινωνίας και σήμανση σε χάρτη [2]. Εκτός από τους ενοριακούς ναούς, μικρότερα εκκλησάκια, όπως για παράδειγμα της Αγίας Δύναμης κάτω από το πρώην Υπουργείο Παιδείας στην οδό Μητροπόλεως, είναι διάσπαρτα σε πολλά σημεία της πόλης. Στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών ανήκουν και επτά μονές και Ιερά Ησυχαστήρια ορισμένα από τα οποία βρίσκονται εντός των ορίων του Δήμου της Αθήνας, κατασκευάζοντας κατ’ αυτον τον τρόπο μία μορφή εγκόσμιου ασκητισμού. Πρόκειται για γεγονός αρκετά ενδιαφέρον αν αναλογιστεί κανείς ότι η λογική των μονών και των ησυχαστηρίων ήταν να βρίσκονται εκτός των μεγάλων πόλεων.
Μέσα στον αστικό ιστό της Αθήνας πολλές εκκλησίες ιστορικού χαρακτήρα της Βυζαντινής ή της Οθωμανικής περίοδου βρίσκονται ενταγμένες ανάμεσα σε πολύβοους και εμπορικούς δρόμους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Καπνικαρέα ή όπως είναι το επίσημο όνομά της, «Τα εισόδια της Θεοτόκου», μία εκκλησία με παλαιοχριστιανικούς κίονες, η αρχική κατασκευή της οποίας αναφέρεται στον 11ο αιώνα (πάνω σε προηγούμενη εκκλησία του 5ου αιώνα) [3]. Η εν λόγω εκκλησία δύο τουλάχιστον φορές κινδύνεψε να κατεδαφιστεί (1834, 1863), αλλά τελικά διατήρησε τη θέση της στον αστικό ιστό της πόλης, καθιστάμενη πλέον χαρακτηριστικό σημείο συνάντησης και αναφοράς επί της εμπορικής οδού Ερμού (εικόνα 5). Αντίστοιχης χρονικής περιόδου (11ος αιώνας) και ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής σημασίας είναι και η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων στην πλατεία Κλαυθμώνος, η οποία με βάση μεταγενέστερες ανασκαφές φαίνεται να έχει χτιστεί πάνω σε τάφους της ρωμαϊκής περιόδου (εικόνα 6).
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Σε πολλές περιπτώσεις χριστιανικοί ναοί έχουν οικοδομηθεί πάνω στα ερείπια αρχαίων ναών και ιερών, κάτι που συνιστά θεμελιώδη πρακτική όλων των θρησκειών όταν αρχίζουν να επικρατούν σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Η επικράτηση αυτή αποτυπώνεται σαφώς και στον δημόσιο χώρο, όπου η οποιαδήποτε νέα θρησκεία σβήνει σταδιακά τα ίχνη των προηγούμενων. Άλλωστε η αντιπαράθεση ή και η βίαιη σύγκρουση για ιερούς χώρους σε κοινές τοποθεσίες διαπιστώνεται σε πολλές περιπτώσεις ανά τον κόσμο (Kong and Woods 2016, 20-24). Ένα παράδειγμα στην Αθήνα αποτελεί ο μικρός ναός του Αγίου Ιωάννη στην Κολόνα ή της Κολόνας ο οποίος βρίσκεται στην Ομόνοια, στην οδό Ευρυπίδου και είναι χτισμένος πάνω σε ιερό του Ασκληπιού. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του ναού είναι ο κίονας Κορινθιακού ρυθμού που εξέχει από τη στέγη του (εικόνα 7).
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Η παρουσία της Καθολικής Εκκλησίας στην Αθήνα ανάγεται στην εποχή της τέταρτης σταυροφορίας και η ίδρυση αντίστοιχης Αρχιεπισκοπής στο 1205, αν και υποστηρίζεται ότι καθολικές κοινότητες υπήρχαν ήδη από τον 9ο αιώνα. Μετά την Ορθόδοξη, αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη χριστιανική κοινότητα στην Αθήνα. Επίσημα στατιστικά στοιχεία για τον αριθμό των Καθολικών δεν υπάρχουν, παρά μόνο ανεπίσημοι υπολογισμοί σύμφωνα με τους οποίους οι Έλληνες Καθολικοί είναι περίπου 50.000, αν και από τη δεκαετία του 1990 και μετά, ο συνολικός τους αριθμός αυξήθηκε λόγω της έλευσης πολλών μεταναστών (κυρίως από την Πολωνία και τις Φιλιππίνες) με αποτέλεσμα σήμερα να υπολογίζονται στις 250.000 περίπου [4]. Η πλειονότητά τους ζει στην Αθήνα και στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής, αν και παραδοσιακά κοινότητες Ελλήνων Καθολικών υπάρχουν στα Επτάνησα και στις Κυκλάδες.
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Σήμερα στον Δήμο Αθηναίων υπάρχουν έξι Καθολικοί ενοριακοί ναοί και παρεκκλήσια ενώ ο Καθεδρικός ναός των Καθολικών είναι ο Άγιος Διονύσιος στην οδό Πανεπστημίου, οικοδομημένος το 1865 (εικόνα 8). Κάθε Κυριακή, αλλά και στις μεγάλες γιορτές ο ναός γεμίζει με πολλούς Καθολικούς από διάφορες χώρες, χαρακτηριστικό της μεταβολής της πληθυσμιακής σύνθεσης της κοινότητας τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Όπως και η Ορθόδοξη Εκκλησία, έτσι και η Καθολική διατηρεί ιερές μονές, συγκεκριμένα εννέα, στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και αρκετές άλλες στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής (Πειραιάς, Ψυχικό, Κηφισιά, κ.α.). Ιδιαίτερη είναι η παρουσία των Καθολικών στον δημόσιο χώρο με τα δικά τους ιδρύματα, πνευματικά κέντρα και σχολεία, όπως οι Ουρσουλίνες και η Λεόντειος. Αξίζει να αναφερθεί επίσης η παρουσία των λεγόμενων Ελληνόρυθμων ή Ουνιτών, όπως ονομάστηκαν, οι οποίοι διατηρούν πλήρη κοινωνία με το Βατικανό, ακολουθούν τα δόγματα της Καθολικής, αλλά διατηρούν τις παραδόσεις και το εορτολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η κοινότητα έλκει την καταγωγή της από την ένωση των δύο Εκκλησιών μετά τη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1439) και ο καθεδρικός της ναός βρίσκεται στην οδό Αχαρνών.
Μία από τις λιγότερο γνωστές θρησκευτικές κοινότητες στην Αθήνα, αλλά και στην Ελλάδα γενικότερα, είναι εκείνη των Ελλήνων Ευαγγελικών ή Διαμαρτυρόμενων. Η ευρύτερη Προτεσταντική παρουσία στην Αθήνα και στην Ελλάδα άρχισε λίγο μετά την επανάσταση του 1821 με τις πρώτες ιεραποστολές που στέλνονταν ως επί το πλείστον από την Αμερική, προς την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Η επίσημη, όμως, έναρξη της παρουσίας των Ελλήνων Ευαγγελικών γίνεται το 1858 με τον Μιχαήλ Καλοποθάκη, ο οποίος εκδίδει το περιοδικό «Αστήρ της Ανατολής». Η πρώτη Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία οικοδομήθηκε το 1871 και εξακολουθεί να λειτουργεί στο ίδιο σημείο, στην οδό Αμαλίας, απέναντι από την Πύλη του Αδριανού (Κυριακάκης 1985). Την εποχή της αρχικής οικοδόμησης θεωρείτο ότι βρίσκεται στα όρια της Αθήνας, καθώς η πόλη δεν είχε ακόμη επεκταθεί (εικόνα 9).
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Οι Έλληνες διαμαρτυρόμενοι δεν είναι πολλοί σε αριθμό και αν συνυπολογιστούν όλες οι ομολογίες και τα δόγματα (Βαπτιστές, Πεντηκοστιανοί, κ.ά.) υπολογίζονται συνολικά στις περίπου 25.000, με τον μεγαλύτερο αριθμό να διαβιεί στην Αθήνα. Αύξηση γνώρισε ο αριθμός των Ελλήνων Ευαγγελικών με την άφιξη πολλών προσφύγων το 1922 από τη Μικρά Ασία, όπου υπήρχαν αρκετές Ευαγγελικές κοινότητες. Λόγω αυτής της άφιξης και της συνεπαγόμενης αύξησης του αριθμού τους οικοδομήθηκαν δύο ακόμα εκκλησίες, η δεύτερη και η τρίτη Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία, όχι σε μακρινή απόσταση από την πρώτη. Η δεύτερη βρίσκεται στο Κουκάκι (εικόνα 10), στην οδό Ζίννη και η τρίτη στην οδό Χελντράιχ, στον Νέο Κόσμο. Επίσης, στην περιοχή της Αθήνας και των όμορων δήμων λειτουργούν και παραρτήματα της πρώτης Εκκλησίας, για παράδειγμα στην περιοχή των Εξαρχείων και στη Γλυφάδα, αλλά και αυτόνομες εκκλησίες, όπως στον Πειραιά.
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Στον αστικό χώρο της Αθήνας και ειδικότερα στο κέντρο της, εκτός των Ελληνικών Ευαγγελικών Εκκλησιών, υπάρχουν και δύο ξένες προτεσταντικές εκκλησίες. Η Αγγλικανική Εκκλησία (εικόνα 11) στην οδό Φιλελλήνων που οικοδομήθηκε μεταξύ 1838 και 1843 σε σχέδια του Έλληνα αρχιτέκτονα Κλεάνθη και εκτέλεση του Δανού αρχιτέκτονα Χάνσεν και η Γερμανική εκκλησία στην οδό Σίνα, πολύ πιο μοντέρνου ρυθμού η οποία ξεκίνησε να οικοδομείται το 1931 και εγκαινιάστηκε το 1934 (εικόνα 12).
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Η εβραϊκή κοινότητα της Αθήνας είναι από τις παλαιότερες και ιστορικότερες της πόλης, με τις πρώτες αναφορές να εντοπίζονται ήδη στους αρχαίους χρόνους και ειδικότερα στον 1ο π.Χ. αιώνα. Οι νεότερες αναφορές αρχίζουν να εντοπίζονται στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ πολλοί Εβραίοι διωγμένοι από την Ισπανία έφτασαν στην Αθήνα μετά το 1492. Αν και κατά τα χρόνια της επανάστασης του 1821 η εβραϊκή κοινότητα της Αθήνας διαλύθηκε, άρχισε να ανασυντίθεται ύστερα από τη θεμελίωση του ελληνικού κράτους και αναγνωρίστηκε το 1889. Η εβραϊκή παρουσία στην Αθήνα αυξήθηκε σημαντικά μετά τους Βαλκανικούς πολέμους με την άφιξη πολλών Εβραίων από τη Μ. Ασία, αλλά και από τη Θεσσαλονίκη. Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο η κοινότητα της Αθήνας κατέστη η μεγαλύτερη της Ελλάδας και αριθμεί σήμερα περίπου 3.000 άτομα.
Η πρώτη συναγωγή της Αθήνας, η Ετς Χαγίμ, οικοδομήθηκε το 1904 στην οδό Μελιδώνη στο Θησείο (εικόνα 13). Το 1935 ανεγέρθηκε νέα συναγωγή στην οδό Μελιδώνη 5, η Μπεθ Σαλώμ, (εικόνα 14) η οποία είναι σε λειτουργία μέχρι σήμερα, ενώ πολύ κοντά βρίσκεται και το μνημείο του Ολοκαυτώματος (εικόνα 15). Είναι ενδιαφέρον ότι πριν από την ανέγερση της πρώτης συναγωγής υπήρχαν άτυποι ευκτήριοι οίκοι, με έναν εξ αυτών να αναφέρεται στην οδό Ήβης κοντά στην Ερμού, ο οποίος λειτούργησε το 1886, ενώ ένας άλλος χώρος αναφέρεται στο σπίτι της οικογένειας Γιουσουρούμ, στη συμβολή των οδών Ερμού και Καραϊσκάκη.
Πηγή: Εβραϊκή Κοινότητα Αθήνας και Α.Σακελλαρίου
Η παρουσία των Εβραίων σήμερα δεν είναι τόσο περιχαρακωμένη όσο κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, όπου ήταν συγκεντρωμένοι ιδίως στον εμπορικό χώρο του κέντρου της πόλης, στην περιοχή που ονομάστηκε «Εβραίικα». Χαρακτηριστικό απομεινάρι εκείνης της εποχής, αλλά και της ισχυρής παρουσίας των Εβραίων στον δημόσιο χώρο είναι η περιοχή που έμεινε γνωστή ως Γιουσουρούμ. Το όνομα προέρχεται από μία οικογένεια Σεφεραδιτών από τη Σμύρνη, εκ των οποίων ο Μποχώρ Γιουσουρούμ ήρθε στην Αθήνα το 1863. Ο Μποχώρ που ήταν ράφτης άνοιξε ένα κατάστημα ενδυμάτων στη διασταύρωση των οδών Καραϊσκάκη και Ερμού κοντά στο τότε δημοπρατήριο. Επειδή ο κόσμος την εποχή εκείνη δεν είχε χρήματα να διαθέσει, ο Μποχώρ αγόραζε ενδύματα μεταχειρισμένα, τα μετέτρεπε και τα πουλούσε κάθε Κυριακή στο παζάρι στην πλατεία Αβησσυνίας [5]. Στη συνέχεια όταν η επιχείρηση πέρασε στα παιδιά του επεκτάθηκε και συμπεριέλαβε και αντίκες με αποτέλεσμα να αποτελέσει τον πυρήνα της εβραϊκής κοινότητας και με την πάροδο του χρόνου το όνομα της οικογένειας να δοθεί ανεπίσημα στην ευρύτερη περιοχή, όπου λάμβανε χώρα το παζάρι, παρά το γεγονός ότι εκεί άνοιξαν εν συνεχεία πολλά παλαιοπωλεία (Αδαμοπούλου και Σακελλαρίου 2003, 13-14).
Αν και διατηρούν πνευματικούς χώρους και υπάρχει και το Εβραϊκό Μουσείο της οδού Νίκης στο Σύνταγμα, με πολύ ενδιαφέροντα εκθέματα, εντούτοις η παρουσία τους στον δημόσιο χώρο δεν συγκρίνεται με τις χριστιανικές ομολογίες ως προς την οπτική της αποτύπωση. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η εβραϊκή παρουσία στην Αθήνα, παρά την ύπαρξη ιστορικών και μνημειακών χώρων δεν είναι αρκετά εμφανής και επομένως καθίσταται ένα είδος «κεκρυμμένης θρησκευτικότητας».
Μουσουλμανικοί πληθυσμοί υπήρχαν στην περιοχή της Αθήνας ήδη από την εποχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας. Η σύγχρονη Μουσουλμανική παρουσία στην περιοχή της Αθήνας μπορεί να χωριστεί σε δύο βασικές κατηγορίες, τους γηγενείς και τους μετανάστες και πρόσφυγες ή όπως έχει ονομαστεί στο παλαιό και νέο Ισλάμ (Tsitselikis 2012). Οι γηγενείς προέρχονται κυρίως από τη μειονότητα της Θράκης και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα σταδιακά από τη δεκαετία του 1960 στο Γκάζι (Γκαζοχώρι), με τη μεγαλύτερη αύξηση να παρατηρείται κατά τη δεκαετία του 1970. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 παρατηρείται ένα δεύτερο κύμα εσωτερικής μετανάστευσης στην ίδια περιοχή, αλλά και σε γειτονικές (Κεραμεικός, Μεταξουργείο, Βοτανικός) (Antoniou 2003). Η δεύτερη κατηγορία είναι εκείνη των μεταναστών και προσφύγων. Ήδη από τη δεκαετία του 1970, αλλά και αργότερα πολλοί Μουσουλμάνοι αραβικής αλλά και αφρικανικής καταγωγής (π.χ. Αίγυπτος, Σουδάν) έρχονταν στην Αθήνα, αρκετοί για σπουδές, γι’ αυτό και από την εποχή εκείνη υπήρχε αίτημα για την ανέγερση τζαμιού είτε στο Μαρούσι είτε στο Γουδή, ιδέες οι οποίες δεν ευωδόθηκαν. Η παρουσία των Μουσουλμάνων αυξήθηκε ραγδαία με το άνοιγμα των συνόρων τη δεκαετία του 1990, αλλά ειδικότερα τη δεκαετία του 2000 όταν και άρχισαν να φτάνουν στην Ελλάδα σε μεγαλύτερους αριθμούς με συνέπεια σήμερα να υπολογίζονται τουλάχιστον στις 300.000 [6].
Στις μέρες μας, η πλειονότητά τους ζει στο κέντρο της Αθήνας και ειδικότερα κοντά στους σταθμούς του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου ή του μετρό (Κάτω Πατήσια, Άγιος Νικόλαος, Αττική, Ν.Κόσμος, κ.α.) αλλά και αλλού (π.χ. Κυψέλη) και εκεί εντοπίζονται και οι περισσότεροι άτυποι χώροι προσευχής. Οι περισσότεροι από αυτούς τους χώρους είναι είτε παράνομοι, είτε λειτουργούν με άδεια, π.χ. πολιτιστικού συλλόγου, ως σωματείο, που διατηρεί και χώρο προσευχής. Συνήθως είναι εγκαταστημένοι σε υπόγεια ή σε παλιά γκαράζ και αποθήκες με την εξαίρεση ενός μεγάλου χώρου στο Μοσχάτο που ανήκει στο Ελληνο-Αραβικό Πολιτιστικό Κέντρο και κατασκευάστηκε σε πρώην εργοστάσιο με ιδιωτικά κεφάλαια (εικόνα 16). Οι εν λόγω χώροι υπολογίζονται σε περίπου 100 σε όλη την Αττική, ενώ άλλες εκτιμήσεις τους υπολογίζουν γύρω στους 60, θεωρώντας ότι τα τελευταία χρόνια έχουν μειωθεί λόγω οικονομικών προβλημάτων (εικόνα 17).
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Στον δημόσιο χώρο της Αθήνας υπάρχουν και πολλά Οθωμανικά μνημεία που αποτυπώνουν τη Μουσουλμανική παρουσία. Χαρακτηριστικά είναι τα δύο Τζαμιά που βρίσκονται στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Το Φετιχέ Τζαμί βρίσκεται στη Ρωμαϊκή Αγορά, αναστηλώθηκε πρόσφατα και θα λειτουργήσει ως εκθεσιακός χώρος (Εικόνα 18). Η κατασκευή του τοποθετείται μεταξύ 1668 και 1670 πάνω στα ερείπια Βυζαντινού ναού αγνώστου ονομασίας του 8ου-9ου αιώνα. Το δεύτερο τζαμί είναι το επονομαζόμενο του Τζισδαράκη ή Τζισταράκη (ή Τζαμί του Κάτω Συντριβανιού ή του Κάτω Παζαριού), που βρίσκεται στην πλατεία Μοναστηρακίου και κατασκευάστηκε το 1759 από τον Οθωμανό διοικητή της Αθήνας του οποίου πήρε και το όνομα (εικόνα 19). Σήμερα λειτουργεί ως παράρτημα του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Εκτός από τους χώρους προσευχής το θέμα των Μουσουλμάνων στον δημόσιο χώρο περιλαμβάνει και τις δημόσιες προσευχές, ιδίως την περίοδο του Ραμαζανίου σε ανοιχτούς χώρους (π.χ. Ολυμπιακό Στάδιο, Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, Προπύλαια Πανεπιστημίου), αλλά και άλλες γιορτές, όπως της Ασούρα, γιορτή των Σιιτών Μουσουλμάνων. Οι Μουσουλμάνοι αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη θρησκευτική κοινότητα, αλλά χωρίς να έχουν καταφέρει να πάρουν την ανάλογη θέση στον δημόσιο χώρο, αφού παρά την παρουσία τους στον δημόσιο χώρο εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως μία αόρατη θρησκευτική ομάδα.
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Εκτός από τις προαναφερθείσες γνωστές θρησκείες, στον αστικό ιστό της Αθήνας υπάρχουν και πολλές άλλες μικρότερες κοινότητες, παλαιότερες και νεότερες. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά (Μαυρολέων 2003, 58-63), για παράδειγμα, οι οποίοι διατηρούν αρκετούς χώρους συναθροίσεων, ή «αίθουσες Βασιλείας» όπως ονομάζονται και οι οποίοι δραστηριοποιούνται ανοιχτά στον δημόσιο χώρο χρησιμοποιώντας πάγκους με φυλλάδια και άλλες εκδόσεις για την προώθηση της θρησκείας τους. Εμφανίστηκαν στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα και σήμερα αριθμούν περί τις 20.000 μέλη με 350 περίπου εκκλησίες εκ των οποίων οι περισσότερες στην Αθήνα. Επίσης, υπάρχει η Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών (Μορμόνοι) της οποίας μέλη πρωτοεμφανίστηκαν στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα, αν και η επίσημη ιεραποστολή οργανώθηκε το 1990 και σήμερα αριθμεί 759 μέλη [6]. Ταυτόχρονα και λόγω του μεταναστευτικού ρεύματος έχουν αναπτυχθεί κοινότητες Σιχ και Ινδουϊστών οι οποίες στην πλειονότητά τους εντοπίζονται εκτός του κέντρου της Αθήνας (Μέγαρα, Εύβοια, Βοιωτία, Μαραθώνας) (Παπαγεωργίου 2011, Christopoulou 2013). Τέλος, άλλες κοινότητες είναι αυτές των ποικίλων ομάδων ακολούθων της αρχαίας ελληνικής θρησκείας [7] που διοργανώνουν ανοικτές εκδηλώσεις π.χ. στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, αλλά και των Ελλήνων Βουδιστών οι οποίοι εμφανίστηκαν με πιο οργανωμένη μορφή στα μέσα της δεκαετίας του 1970, έχουν αναγνωριστεί επισήμως από το Υπουργείο Παιδείας από το 2001, αριθμούν περί τα 1.000 μέλη σε όλη την Ελλάδα και διατηρούν δικούς τους χώρους στο κέντρο της πόλης (εικόνα 20) [8].
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι στην Αθήνα υπάρχει θρησκευτική ποικιλομορφία κυρίαρχη και ορατή ή κεκρυμμένη και αόρατη. Η Ορθόδοξη θρησκεία εξακολουθεί να είναι η κυρίαρχη παρουσία, αλλά υπάρχουν και άλλες θρησκευτικές ομάδες που διεκδικούν τη δική τους θέση στον δημόσιο χώρο, ο οποίος ιστορικά αποτελεί ένα βασικό αντικείμενο ειρηνικής ή και βίαιης αντιπαράθεσης και διεκδίκησης μεταξύ των θρησκειών. Διατηρώντας το ερώτημα εάν η Αθήνα υπήρξε ποτέ κοσμική για να θεωρηθεί τώρα μετα-κοσμική, η βασική διαπίστωση είναι ότι σε θρησκευτικό επίπεδο ο αθηναϊκός χώρος μεταβάλλεται και ενδεχομένως να μεταβληθεί και άλλο στο μέλλον ακόμη περισσότερο.
[1] Θα ήθελα να ευχαριστήσω όσους βοήθησαν στην προετοιμασία του εν λόγω άρθρου μέσω της παροχής πληροφοριών και της δυνατότητας λήψης φωτογραφιών θρησκευτικών χώρων και ειδικότερα τον κ. Ναΐμ Ελγαντούρ από τη Μουσουλμανική Ένωση Ελλάδας, την κα. Τάλυ Μαΐρ και τον κ. Ζοζέφ Μιζάν από την Ισραηλιτική Κοινότητα της Αθήνας, τον κ. Χαλίντ Τρίμπις από το Ελληνο-Αραβικό Επιμορφωτικό Πολιτιστικό Κέντρο και τον κ. Γιώργο Διακοφωτάκη από τους Έλληνες Βουδιστές, «Διαμαντένιος Δρόμος».
[2] http://iaath.gr/enories-iaa και http://iaath.gr/enories-map
[4] http://www.cathecclesia.gr/hellas/
[5] http://www.kathimerini.gr/835870/article/politismos/polh/to-paramy8i-twn-gioysoyroym
[6] https://www.state.gov/documents/organization/256407.pdf
[7] http://www.mormonoi.gr/about
[9] Υπάρχουν αρκετές βουδιστικές σχολές αλλά μία από τις παλαιότερες είναι ο Διαμαντένιος Δρόμος. http://www.diamondway-buddhism.gr/centers/athens/
Σακελλαρίου, Α. (2017) Η θρησκεία στην πόλη: Η συνύπαρξη της θρησκευτικής διαφορετικότητας στον αστικό χώρο, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-θρησκεία-στην-πόλη/ , DOI: 10.17902/20971.73
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το κείμενο προσεγγίζει το θεσμικό πλαίσιο του χωρικού σχεδιασμού για το Κέντρο Πόλης της Αθήνας και τη σημασία του, με στόχο να αναδείξει πτυχές των πολιτικών για το Κέντρο που παραμένουν λιγότερο ορατές. Αν και η έννοια θεσμικό πλαίσιο μπορεί να αφορά μια μεγάλη ποικιλία από νόμους, ρυθμίσεις και κανονισμούς (λ.χ. το κτηματολόγιο, το καθεστώς παρέμβασης στα κενά κτήρια, το καθεστώς ενοικίασης κτηρίων του δημόσιου τομέα, φορολογικές και τραπεζικές διατάξεις, ρυθμίσεις για καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος κ.ά.), το παρόν κείμενο εστιάζει επιλεκτικά σε πολεοδομικής φύσης εργαλεία, ακολουθώντας τη διάκριση μεταξύ στρατηγικών και κανονιστικών εργαλείων σχεδιασμού.
Μεθοδολογικά, το κείμενο βασίζεται στη συστηματική αποδελτίωση και ανάλυση νόμων και προεδρικών διαταγμάτων, καθώς και σε υλικό που προέκυψε στο πλαίσιο ερευνητικών προγραμμάτων και μαθημάτων στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ [1]. Η αναφορά στο «Κέντρο της Αθήνας» λαμβάνει υπόψη τον προσδιορισμό του «Ιστορικού Κέντρου (ΦΕΚ 567Δ/1979) και του «Υπερτοπικού Κέντρου» (κατά το ΓΠΣ), καθώς και τα διοικητικά όρια του Δήμου Αθηναίων, χωρίς όμως να ταυτίζεται με τα παραπάνω. Αντίθετα, αποτελεί μια πιο ανοικτή αναφορά που διατηρεί στο κέντρο της το Ιστορικό Τρίγωνο των Σταμάτη Κλεάνθη – Εδουάρδου Σάουμπερτ και περιλαμβάνει σε γενικές γραμμές το πρώτο δημοτικό διαμέρισμα και μέρη του δεύτερου και του τρίτου.
Το κείμενο αναδεικνύει μια σύνθετη σχέση μεταξύ θεσμικού πλαισίου και χωρικής εξέλιξης του Κέντρου. Αφενός, αν και η εξέλιξη του Κέντρου δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ως το χωρικό αποτύπωμα της θεσμικής ρύθμισής του –και παρά τις επικρατούσες προσλήψεις περί μη εφαρμογής του σχεδιασμού– τονίζεται η σημασία και ο διακριτός ρόλος του θεσμικού πλαισίου. Αφετέρου, υπογραμμίζεται η επιλεκτική χρήση του θεσμικού πλαισίου, η οποία σχετίζεται με κοινωνικές δυναμικές και πρακτικές ανάπτυξης του αστικού χώρου.
Το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας (ΡΣΑ) του 1983 (ν.1515/1985, ΦΕΚ 18Α/1985) αποτέλεσε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 μια τομή για τον σχεδιασμό (και) του Κέντρου της Αθήνας, στο πλαίσιο της συγκρότησης ενός ενιαίου συστήματος σχεδιασμού στη χώρα (ν.1337/1983, Επιχείρηση Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης) [2] , ενώ υποστηρίχθηκε από την ίδρυση του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας (ΟΡΣΑ) (Γεράρδη, 1997, 1998) [3]. Στους στόχους του ΡΣΑ 1983 –και υπό τον τίτλο «Αθήνα και πάλι Αθήνα»– (Eικόνα 1) συμπεριλαμβάνονταν μεταξύ άλλων: η «ανακατανομή λειτουργιών», η «πολυκεντρική δομή», η αποκέντρωση υπηρεσιών, ο περιορισμός κεντρικών λειτουργιών και η αποσυμφόρηση κεντρικών περιοχών. Το ΡΣΑ 1983 προωθούσε τη διατήρηση και την ανάδειξη του ιστορικού χαρακτήρα του Κέντρου, την απομάκρυνση του χονδρεμπορίου, την επαναφορά της κατοικίας, την αποφυγή της διαμπερούς διέλευσης ΙΧ αυτοκινήτων, ένα ενιαίο δίκτυο ροής πεζών και τη δημιουργία δικτύου τραμ (ρητά, όμως, όχι μετρό) (Eικόνα 2).
Οι στοχεύσεις αυτές θα πρέπει να γίνουν κατανοητές στο πλαίσιο της σημασίας που είχαν αποκτήσει κατά τη συγκυρία εκείνη η εντεινόμενη ατμοσφαιρική ρύπανση, καθώς και ο λεγόμενος «υδροκεφαλισμός» της πρωτεύουσας. Παράλληλα, το ΡΣΑ 1983 αποσκοπούσε να απαντήσει στην εμπειρία της εντατικής μεταπολεμικής ανοικοδόμησης του Κέντρου, των αυξημένων συντελεστών δόμησης (που είχαν περαιτέρω αυξηθεί κατά τη δικτατορία) και αυτού που γινόταν κατανοητό ως «αλλοίωση» του χαρακτήρα του ιστορικού κέντρου. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι οι ρυθμοί αστικοποίησης είχαν, πλέον, μειωθεί και το Κέντρο είχε χτιστεί σε μεγάλο βαθμό, προβαλλόταν ως αναγκαία η στροφή στην ποιότητα ζωής, σε αναπλάσεις και διορθωτικές ποιοτικές παρεμβάσεις, με αναφορά και στις αναδυόμενες, τότε, σημασίες της προστασίας του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Έκτοτε, έχουν διατυπωθεί ποικίλες απόψεις για την αποτελεσματικότητα του ΡΣΑ. Από την άποψη ότι η συμβολή του υπήρξε «από μηδενική ως μηδαμινή» (Αραβαντινός, 2002), μέχρι την άποψη ότι «σηματοδότησε τις αντιλήψεις σχεδιασμού, αλλά και μεγάλο μέρος της πολιτικής και τεχνικής πρακτικής στα ζητήματα πόλης» (Γεράρδη, 1998: 44). Όσο κι αν μοιάζει αντιφατικό, στο παρόν κείμενο υποστηρίζουμε ότι οι αντίθετες αυτές θέσεις εμπεριέχουν όψεις της ίδιας πραγματικότητας.
Καταρχάς μπορούμε σήμερα να δούμε ότι πολλά από όσα προέβλεπε το ΡΣΑ πραγματοποιήθηκαν κατά κάποιο τρόπο τις επόμενες δεκαετίες, μεταξύ άλλων: η «δημιουργία πολυκεντρικής δομής», η «ανακατανομή της επιτελικής διοίκησης» με τη μερική απομάκρυνση υπουργείων από το Κέντρο (όχι όμως προς τα δυτικά), η «συγκέντρωση του χονδρεμπορίου εκτός του Λεκανοπεδίου» (όχι όμως πάντα σε κατάλληλα επιλεγμένες ζώνες), η «μετεγκατάσταση των διάσπαρτων μονάδων βιομηχανίας-βιοτεχνίας από τις περιοχές κατοικίας» (Γεράρδη, ό.π.: 46-7).
Έτσι, από τη μια πλευρά, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει (εν μέρει ορθά) ότι η εμφατική προώθηση της επαναφοράς της κατοικίας και της ανάδειξης του ιστορικού χαρακτήρα του Κέντρου, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του σχεδιασμού, συνέβαλαν με την πάροδο του χρόνου στην αποδυνάμωση της πολυλειτουργικότητας, στη διάβρωση της κοινωνικής πολυσυλλεκτικότητας και σε κενά κτήρια, αφού χρήσεις που «αποσυμφορήθηκαν» δεν μπόρεσαν να αντικατασταθούν από άλλες (ΕΜΠ – ΥΠΕΚΑ, 2012). Από την άλλη, θα μπορούσε να υποστηριχθεί (και πάλι εν μέρει ορθά) ότι παρόλο που τις προέβλεπε το θεσμικό πλαίσιο, οι αλλαγές αυτές δεν συνέβησαν ακριβώς εξαιτίας αυτού, αλλά σχετίζονταν με ευρύτερες διαδικασίες ανάπτυξης του χώρου. Για παράδειγμα, η λειτουργική αποσυμφόρηση του Κέντρου, ενώ αποτέλεσε εκφρασμένη χωρική πολιτική του ΡΣΑ, παράλληλα συνδέθηκε με τις δυναμικές του εγχώριου κατασκευαστικού τομέα, την αλλαγή κλίμακας και δομής του συστήματος γης και οικοδομής, πολιτισμικές αλλαγές και νέα καταναλωτικά πρότυπα. Θα μπορούσε, μάλιστα, σε κάποιο βαθμό να γίνει κατανοητή και στο πλαίσιο κατά πολύ ευρύτερων τάσεων αστικής διάχυσης και «εξω-αστικοποίησης», οι οποίες καταγράφονταν την ίδια περίοδο σε παγκόσμια κλίμακα (Soja, 2000).
Οι παρατηρήσεις αυτές μας ωθούν να αναρωτηθούμε ποια θα ήταν η εξέλιξη του Κέντρου Πόλης αν δεν υπήρχε το θεσμοθετημένο πλαίσιο του ΡΣΑ και ποια ήταν, τελικά, η χρησιμότητά του.
Ένα πρώτο σημείο που έχει νόημα να τονιστεί είναι ότι η επιλεκτική εφαρμογή του ΡΣΑ ικανοποίησε αιτήματα της αγοράς σε μεταγενέστερη χρονική περίοδο, σε άλλα εννοιολογικά πλαίσια και με άλλες στοχεύσεις. Για παράδειγμα, η απομάκρυνση της επιτελικής διοίκησης υλοποιήθηκε σε σημαντικό βαθμό μετά το 2000, εντείνοντας τις τάσεις παρακμής κεντρικών περιοχών, απομακρύνοντας εργαζομένους του Κέντρου και συμπαρασύροντας μια σειρά από άλλες χρήσεις και οικονομίες κλίμακας (Χατζημιχάλης, 2011) [4] . Παράλληλα, το ΡΣΑ λειτούργησε ως κατευθυντήριος οδηγός για την σταδιακή υλοποίηση μεγάλων αστικών παρεμβάσεων στο Κέντρο, κατεξοχήν του μεγάλου περίπατου γύρω από την Ακρόπολη, υπό την Εταιρεία Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας (ΕΑΧΑ), αλλά και μια σταθερή αναφορά για αναπλάσεις που έκτοτε επανέρχονται τακτικά ως αστικά οράματα στη δημόσια συζήτηση, όπως αυτές της Πανεπιστημίου, της Ακαδημίας Πλάτωνος, των Προσφυγικών της λεωφόρου Αλεξάνδρας / Κουντουριώτικα και του Ελαιώνα.
Ένα δεύτερο σημείο που αξίζει να υπογραμμιστεί είναι ότι, ενδεχομένως, ήταν βολικό να παραμένει επί μακρόν σε ισχύ ένα θεωρούμενο ως «παρωχημένο» ΡΣΑ, προκειμένου να μπορούν να το παρακάμπτουν ευκολότερα μια σειρά από τροποποιήσεις με τη λογική του επείγοντος. Τη θέση αυτή υποστηρίζει το γεγονός ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 έγιναν με τροποποιήσεις πάνω στο υφιστάμενο ΡΣΑ, με κατά παρέκκλιση διαδικασίες, εισάγοντας, έτσι, μια νέα αντίληψη για τη ρύθμιση του χώρου (Ευαγγελίδου, 2004, Ηλιοπούλου, 2004, Σταθάκης και Χατζημιχάλης, 2004), η οποία δεν έλαβε υπόψη τα νέα χωρικά και κοινωνικά δεδομένα της Αθήνας (Βαΐου κ.ά., 2004, Μαντουβάλου 1996α και 2010). Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι ο σχεδιασμός του δικτύου μετρό, η ανάπτυξη του οποίου επηρέασε έκτοτε καθοριστικά τις δυναμικές του Κέντρου, έγινε από την Αττικό Μετρό σε ένα παράλληλο επίπεδο ως προς το ΡΣΑ και τις προβλέψεις του.
Σε κάθε περίπτωση, το ΡΣΑ του 1983, με τις τροποποιήσεις του, παρέμεινε τυπικά σε ισχύ για ένα διάστημα τριάντα χρόνων, μέχρι το 2014, οπότε θεσμοθετήθηκε το νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο «Αθήνα-Αττική 2021» [5] . Η συγκυρία ήταν πλέον από κάθε άποψη διαφορετική. Αφενός λόγω των παραμέτρων της «κρίσης του Κέντρου», όπως η μείωση του εγγεγραμμένου πληθυσμού του Δήμου Αθηναίων, η διεύρυνση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και της φτώχειας, τα φαινόμενα ξενοφοβίας και ρατσισμού, το παρακμασμένο και μερικά κενό κτηριακό απόθεμα (βλ. και ΕΜΠ-ΥΠΕΚΑ, 2012, Μαντουβάλου κ.ά., 2011), καθώς και του κυρίαρχου λόγου που διαμορφώθηκε γι’ αυτήν (encounterathens, 2011, Καλαντζοπούλου κ.ά., 2011). Αφετέρου, λόγω του νέου θεσμικού περιβάλλοντος στο πλαίσιο του καθεστώτος μνημονίου, που περιλάμβανε την κατάργηση του ΟΡΣΑ και της ΕΑΧΑ, την εισαγωγή νέων νόμων και εργαλείων σχεδιασμού και την αμεσότερη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στα ζητήματα του σχεδιασμού (Βαΐου, 2014).
Οι διαδικασίες σύνταξης του νέου Ρυθμιστικού Σχεδίου οδήγησαν σε πρώτη φάση στην κατάθεση νομοσχεδίου το 2011 (ΡΣΑ/2011), και σε δεύτερη φάση στην τελική εκδοχή που θεσμοθετήθηκε το 2014 (ΡΣΑ/2014) (ν.4277/2014, ΦΕΚ 156Α/2014). Η συγκριτική ανάγνωση της πρώτης και της δεύτερης εκδοχής του νέου ΡΣΑ παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς υπογραμμίζει την αντιπαράθεση διαφορετικών αντιλήψεων και στοχεύσεων για το Κέντρο της Αθήνας (Εικόνες 3, 4).
Ειδικότερα, το σχέδιο νόμου ΡΣΑ/2011 επανάφερε με δυναμικό τρόπο τα ζητήματα του Κέντρου, επιχειρώντας να πιάσει το νήμα από το ΡΣΑ 1983. Πρότασσε, πλέον, αντί της λογικής της «αποσυμφόρησης» το πρότυπο της «συμπαγούς πόλης» και έθετε ρητά ως στόχο την ανανέωση του υπάρχοντος κτηριακού αποθέματος. Πρόβαλε ως κατεύθυνση την «ολοκληρωμένη ανασυγκρότηση» του Κέντρου, και ως άξονες την τόνωση της επιτελικής διοίκησης, την ενίσχυση δραστηριοτήτων και θέσεων απασχόλησης, την ενίσχυση της κατοικίας, την ενεργοποίηση του κενού κτηριακού αποθέματος, την προώθηση Μέσων Μαζικής Μεταφοράς κ.ά. Αντίθετα, η τελική θεσμοθετημένη εκδοχή του 2014 παρέλειπε σε επίπεδο διατυπώσεων την «τόνωση της κεντρικότητας», τη «ριζική ανάσχεση της αστικής διάχυσης», τη «λειτουργική πύκνωση», την «πολυσυλλεκτική φυσιογνωμία του Κέντρου» την «αναζωογόνηση της παραγωγής», ή την «αποτροπή του ΙΧ». Επιπλέον, προσέθετε μια σειρά από αντιθετικές ως προς την κεντρικότητα του Κέντρου παραμέτρους, λ.χ. τους μεγάλους «αναπτυξιακούς άξονες» και τα μεγάλα οδικά έργα, ελαστικότερες προβλέψεις για τα μεγάλα εμπορικά κέντρα, και τον αναπτυξιακό πόλο στο πρώην αεροδρόμιο Ελληνικού.
Οι διαφορές μεταξύ των δύο εκδοχών του ΡΣΑ 2021 αντανακλούν την απόκλιση αντιλήψεων όσων εμπλέκονται άμεσα με τον στρατηγικό σχεδιασμό, επαγγελματίες του σχεδιασμού, πανεπιστημιακούς, πολιτικούς και στελέχη της διοίκησης. Αναδεικνύουν τις αμφιθυμίες για τις προθέσεις του σχεδιασμού, όπως λ.χ., αρκετά σχηματικά, για το πόσο «φιλο-αναπτυξιακός» ή «φιλο-περιβαλλοντικός» θα πρέπει να είναι. Με τη σειρά τους, οι διαφορετικές αυτές αντιλήψεις αντανακλούν την ένταση των διακυβευμάτων γύρω από την ανάπτυξη του αστικού χώρου και τις πιέσεις οικονομικών και τεχνοκρατικών δικτύων για την ικανοποίηση αναπτυξιακών αιτημάτων μέσω της θεσμοθέτησης του σχεδιασμού (Μαντουβάλου, 2014), γεγονός που δείχνει ότι ο στρατηγικός σχεδιασμός έχει σημασία.
Στο επίπεδο του κανονιστικού σχεδιασμού, λίγα χρόνια μετά τη θεσμοθέτηση του ΡΣΑ 1983, το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) του Δήμου Αθηναίων του 1988 (ΥΑ 255/45/1988, ΦΕΚ 80Δ/1988, με τροποποιήσεις) εξειδίκευσε σε κανονιστικό επίπεδο μια σειρά από κατευθύνσεις του ΡΣΑ (Εικόνα 5). Το ΓΠΣ προέβλεπε την οριοθέτηση και τον εκτατικό περιορισμό του Κέντρου Πόλης, ορίζοντας ως «Υπερτοπικό Κέντρο» την περιοχή: Ακαδημίας/Πανεπιστημίου/Σταδίου, Σύνταγμα, Ομόνοια και Εμπορικό Τρίγωνο. Σύμφωνα με τις θεσμοθετημένες χρήσεις του ΓΠΣ, στο Κέντρο της Αθήνας προβλέπονταν κατά κύριο λόγο ζώνες «πολεοδομικού κέντρου», «κέντρου γειτονιάς» και «γενικής κατοικίας», οι οποίες και εμπεριείχαν ένα ευρύ πλέγμα λειτουργιών (σύμφωνα με το ΠΔ 166/1987) και στην ουσία ανταποκρίνονταν στον πολυλειτουργικό χαρακτήρα του.
Ως εξειδίκευση του ΡΣΑ 1983, το ΓΠΣ 1988 μιλούσε και αυτό για αποσυμφόρηση κεντρικών περιοχών, καθώς και την τόνωση τοπικών κέντρων εντός του Δήμου Αθηναίων (πολυκεντρικότητα), με παράλληλο έλεγχο και σταδιακό περιορισμό της ανάπτυξης νέων κεντρικών λειτουργιών κατά μήκος των μεγάλων αρτηριών. Επιπλέον, προέβλεπε και αυτό την ανάδειξη του ιστορικού χαρακτήρα του Κέντρου, τον έλεγχο των χρήσεων και τη μείωση των όρων δόμησης, την τόνωση της κατοικίας και περιορισμούς στη χωροθέτηση γραφείων και εμπορίου.
Ως περαιτέρω εξειδικεύσεις του ΓΠΣ εκπονήθηκαν και θεσμοθετήθηκαν από τη δεκαετία του 1980 μέχρι και τη δεκαετία του 2000 μια σειρά από Προεδρικά Διατάγματα (ΠΔ) καθορισμού χρήσεων γης για γειτονιές του Κέντρου (Εικόνα 6) (βλ. και ΕΜΠ-ΥΠΕΚΑ, 2012) [6]. Ειδικότερα, τη δεκαετία του 1980 προωθήθηκε το διάταγμα για την Πλάκα (ΦΕΚ617Δ/1980, ΦΕΚ 1329Δ/1993) και το Θησείο (ΦΕΚ 60/1989), τις περιοχές δηλαδή της παλιάς πόλης, κοντά στην Ακρόπολη. Η παραγωγή των διαταγμάτων εντάθηκε τη δεκαετία του 1990 με τα Εξάρχεια (ΦΕΚ 1075Δ/1993), το Μετς (ΦΕΚ 1150Δ/1993), το Εμπορικό Τρίγωνο (ΦΕΚ 704Δ/1994), του Ψυρρή/Ομόνοια (ΦΕΚ 233Δ/1998) και το Μεταξουργείο (ΦΕΚ 616Δ/1998, με τροποποιήσεις) και συνδυάστηκε με προγράμματα ανάπλασης [7] και αρκετές πεζοδρομήσεις (Κανελλοπούλου, 2016). Τελευταίο εκπονήθηκε το διάταγμα για την οδό Πειραιώς, που περιλάμβανε και το Γκαζοχώρι, στα μέσα της δεκαετίας του 2000 (ΦΕΚ 1063Δ/2004, με τροποποιήσεις).
Τα διατάγματα αυτά προσδιόριζαν τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, πώς και πόσο μπορεί κανείς να χτίζει, τι προστατεύεται και τι αποθαρρύνεται. Αξίζει, μάλιστα, να τονιστεί ότι –παρά τις επικρατούσες προσλήψεις– πολλές από τις ρυθμίσεις που προωθούνταν στα διατάγματα όντως εφαρμόστηκαν και ότι αυτά επέδρασαν, συχνά σε αξιοσημείωτο βαθμό, στην εξέλιξη περιοχών του Κέντρου. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα διατάγματα εφαρμόστηκε η αυστηρή προώθηση της κατοικίας, του πολιτισμού και της επιτελικής διοίκησης στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, η ενίσχυση της κατοικίας και ο περιορισμός της αναψυχής στο Μετς, αλλά και στην Πλάκα (Ζήβας, 2006), ή ακόμα και η ανάπτυξη συγκεκριμένου τύπου αναψυχής στο Μεταξουργείο. Επιπλέον, τα διατάγματα για το Εμπορικό Τρίγωνο και του Ψυρρή, φαίνεται ότι συνέβαλλαν με τον τρόπο τους στην αποδυνάμωση ή και απομάκρυνση του χονδρεμπορίου, της μεταποίησης και μιας σειράς συναφών επαγγελματικών δραστηριοτήτων, και κατ’ επέκταση της κατοικίας. Οι διαπιστώσεις αυτές, και πάλι, δεν συνεπάγονται γραμμικές, απόλυτες σχέσεις μεταξύ θεσμικού πλαισίου και χωρικής εξέλιξης.
Ειδικότερα, επισημαίνονται μια σειρά από παρατηρήσεις που αφορούν τις σχέσεις του κανονιστικού πλαισίου για τις χρήσεις γης με τις δυναμικές της μεταποίησης, της κατοικίας και της αναψυχής:
Το ΓΠΣ και αρκετά ΠΔ χρήσεων γης (Εμπορικό Τρίγωνο, Ψυρρή, Μεταξουργείο) επιχείρησαν να περιορίσουν επαγγελματικές και παραγωγικές δραστηριότητες και το χονδρεμπόριο από κεντρικές περιοχές. Επιπλέον, το ΠΔ της Πειραιώς περιόριζε τις παραγωγικές δραστηριότητες, ορίζοντας ένα μεγάλο κομμάτι του άξονα ως βιομηχανικό πάρκο (ΒΙΠΑ) «προς εξυγίανση» και προκρίνοντας δραστηριότητες του τριτογενή τομέα. Οι πολιτικές αυτές μοιάζουν σήμερα διαφιλονικούμενες, στο βαθμό που ναι μεν στόχευαν σε μια πιο ορθολογική και περιβαλλοντική οργάνωση των χρήσεων, όμως συνέβαλαν σε βάθος χρόνου στην λειτουργική αποδυνάμωση των περιοχών αυτών και στην απομάκρυνση πληθυσμών που εργάζονταν ή κατοικούσαν εκεί. Και πάλι, βέβαια, δεν θα ήταν δόκιμο να αποδώσει κανείς συνολικά την αποδυνάμωση της παραγωγής στην εφαρμογή των ΠΔ, αλλά θα όφειλε να συνυπολογίσει μαζί με μια σειρά από νόμους και κρατικές πολιτικές (ΕΜΠ κ.ά., 1996), τις ευρύτερες αναδιαρθρώσεις του παραγωγικού τομέα σε εγχώριο και ευρωπαϊκό επίπεδο, την αποβιομηχάνιση της δεκαετίας του 1980, την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, την ΕΕ και την ευρωζώνη, και τον μετέπειτα αναπτυξιακό προσανατολισμό της, καθώς και οικονομικά συμφέροντα στη μικρή κλίμακα που σχετίζονταν με την αγορά ακινήτων.
Η κατοικία προωθήθηκε ως κατεύθυνση στα περισσότερα θεσμοθετημένα ΠΔ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η Πλάκα και το Μετς φαίνεται ότι η πολιτική αυτή ήταν σε σημαντικό βαθμό αποτελεσματική, αν και ενδέχεται να συνέβαλε σε κάποιου είδους «εξευγενισμό». Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στο Εμπορικό Τρίγωνο και του Ψυρρή, η κατοικία δεν ενισχύθηκε παρά μόνο σποραδικά, είτε γιατί δεν δημιουργήθηκε η αντίστοιχη ζήτηση, είτε γιατί δεν προέκυψε ενδιαφέρον από την αγορά ακινήτων. Συνέβαλε επίσης το γεγονός ότι αφέθηκαν σχετικά ανεξέλεγκτες οι χρήσεις αναψυχής, αλλά και το ότι τα διατάγματα εξαιρούσαν τα κτήρια των οποίων η χρήση δεν ήταν εξ αρχής κατοικία (όπως λ.χ. της επικρατούσας τυπολογίας της βιοτεχνικής / επαγγελματικής κτηριακής μονάδας) και εν γένει επειδή την προωθούσαν κανονιστικά, χωρίς όμως να προσφέρουν ένα κατευθυντήριο πλαίσιο ανάπτυξής της [8] .
Η ανάλυση των ΠΔ για το Κέντρο δείχνει ότι η αναψυχή κατά κανόνα διαφεύγει των ρυθμίσεων του κανονιστικού πλαισίου του σχεδιασμού και συχνά αναπτύσσεται με παρόμοιους τρόπους από τις δυνάμεις της αγοράς, τόσο σε περιοχές που ρυθμίζονται από διατάγματα (όπως το Γκάζι, του Ψυρρή, το Θησείο, τα Εξάρχεια, το Κολωνάκι, το Εμπορικό Τρίγωνο), όσο και σε περιοχές που δεν ρυθμίζονται από αυτά (όπως τα Πετράλωνα). Σχετική εξαίρεση αποτελεί η περιοχή του Μεταξουργείου όπου το ΠΔ φαίνεται ότι σε κάποιο βαθμό κατεύθυνε την ανάπτυξη ειδικού, «νέο-παραδοσιακού» τύπου αναψυχής. Η απόκλιση ρυθμίσεων και πραγματικότητας όσον αφορά την αναψυχή είχε δύο όψεις. Αφενός, χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις παρεκκλίσεων από το θεσμικό πλαίσιο, οι οποίες αφορούν λ.χ. την ανάπτυξη οχλούσας αναψυχής στην Ιερά Οδό (όπου προβλέπεται αμιγής κατοικία), στην οδό Πειραιώς (σε περιοχές γενικής κατοικίας) αλλά και στο Γκάζι με την παράκαμψη των θεσμοθετημένων χρήσεων μέσω υπουργικών αποφάσεων. Αφετέρου, η απόκλιση αυτή συνίσταται στην αδυναμία των διαταγμάτων να ρυθμίσουν την «επιθετική» προς τις άλλες χρήσεις ανάπτυξη της αναψυχής, την εμπορευματοποίηση κεντρικών περιοχών και τον κορεσμό με όρους αγοράς, αλλά και στο γεγονός ότι η αναψυχή ρυθμίζεται με άλλου τύπου διατάξεις πέραν των ΠΔ.
Πάντως, η εντατική ανάπτυξη της αναψυχής στο Κέντρο Πόλης από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, είναι ένα φαινόμενο που συνδέεται τόσο με τη λειτουργία του μετρό, όσο και με μια σειρά οικονομικών παραμέτρων και νέων καταναλωτικών προτύπων της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και με παγκόσμιες τάσεις που αφορούν τον αστικό τουρισμό και τη μετατροπή περιοχών σε «θεματικά πάρκα» (Μίχα, 2007), ενώ εν μέσω κρίσης η συγκεκριμένη χρήση προβάλλει και ως αναπτυξιακή διέξοδος.
Η σημερινή συγκυρία είναι κατά πολύ διαφορετική σε σχέση με τη δεκαετία του 1980, οπότε μπήκαν οι βάσεις τόσο για το στρατηγικό, όσο και για το κανονιστικό πλαίσιο του σχεδιασμού του Κέντρου Πόλης. Εκτός του γεγονότος ότι ζούμε σε ένα ουσιαστικά διαφορετικό Κέντρο Πόλης, η σύγχρονη συνθήκη χαρακτηρίζεται από:
Χαρακτηριστικό της σύγχρονης συγκυρίας αποτελεί το γεγονός ότι τα νέα εργαλεία και οι ρυθμίσεις συχνά δεν αντικαθιστούν τα παλιότερα, αλλά επικάθονται σε αυτά. Πρόκειται, λοιπόν, για μια σταδιακή αλληλεπίθεση διαδοχικών στρωμάτων σχεδιασμού, από διαφορετικές περιόδους, οι οποίες εκφράζουν διαφορετικές αντιλήψεις και διαφορετικές προτεραιότητες.
Αναλυτικότερα υπάρχει, πλέον, ένα πρόσφατα θεσμοθετημένο πλαίσιο στρατηγικού σχεδιασμού και για το Κέντρο Πόλης (ΡΣΑ 2021), αλλά σε κανονιστικό επίπεδο συνεχίζουν να βρίσκονται σε ισχύ οι νόμοι και τα διατάγματα από τις δεκαετίες του 1980, 1990 και 2000, μαζί με μια σειρά από διατάξεις, οι οποίες βασίζονται σε αυτό, ενώ μπορεί να λειτουργούν και αυτόνομα. Παράλληλα, γίνονται κατά καιρούς τροποποιήσεις στο «παρωχημένο» κανονιστικό πλαίσιο, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο, συνήθως υπό την πίεση οικονομικών συμφερόντων [9] . Μαζί με τα παραπάνω έχουν εξαγγελθεί ή προωθηθεί κατά καιρούς από την κεντρική διοίκηση ή τον Δήμο Αθηναίων προγράμματα αναπλάσεων, έχουν χρησιμοποιηθεί νέα εργαλεία σχεδιασμού και χρηματοδότησης, όπως το ΣΟΑΠ και η ΟΧΕ, τα οποία καλύπτουν αποσπασματικά και συγκυριακά μέρος του Κέντρου και των προβλημάτων του, ενώ έχουν δοκιμαστεί και πειραματικές πλατφόρμες με καθοριστική τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα. Οι αντιφάσεις που προκύπτουν, αναδεικνύονται με ιδιαίτερη έμφαση σε περιπτώσεις όπου το Συμβούλιο της Επικρατείας, με τη νομολογία που έχει αναπτύξει, καλείται να ερμηνεύσει το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, επηρεάζοντας με άμεσο τρόπο τις πολιτικές για το Κέντρο και την εξέλιξή του, τείνοντας κάποιες φορές ακόμα και να υποκαταστήσει τον σχεδιασμό [10] .
Παρά την πολλαπλότητα στοχεύσεων, εργαλείων σχεδιασμού και δρώντων, δεν έχει τεθεί στη δημόσια συζήτηση ρητά η ενδεχόμενη ανάγκη αναθεώρησης του συνολικότερου πλαισίου του σχεδιασμού για το Κέντρο, ούτε από τους επαγγελματίες του σχεδιασμού ή τις τεχνικές ενώσεις, ούτε από την κεντρική διοίκηση ή την τοπική αυτοδιοίκηση, ούτε όμως και από την αγορά. Συνολικά προκύπτουν σημαντικές δυσκολίες άσκησης στρατηγικής για το Κέντρο, τόσο σε επίπεδο αρμοδιότητας, όσο και στην επιλογή χωρικής κλίμακας, εργαλείων σχεδιασμού, διαδικασιών σχεδιασμού και μηχανισμών κατάλληλων για να παρέμβουν στο Κέντρο Πόλης στη σύγχρονη συγκυρία. Ως αποτέλεσμα, το θεσμικό πλαίσιο του σχεδιασμού για το Κέντρο Πόλης διαμορφώνεται ως ένα πεδίο που προσφέρεται για μια σειρά από παρερμηνείες, αποκλίσεις και παρεκκλίσεις. Αφενός, παραμένουν σε ισχύ πολιτικές και σχεδιασμοί που έχουν ξεπεραστεί ή έχει αποδειχθεί εμπειρικά η αποτυχία τους. Αφετέρου, καταγράφονται αποκλίνουσες διαδικασίες σχεδιασμού.
Σε μια προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη τις κλίμακες επενδυμένου κεφαλαίου και ιδιοκτησίας (Massey και Catalano, 1978, Μαντουβάλου, 1996β) θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μικρό και μικρομεσαίο κεφάλαιο επαγγελματιών, ιδιοκτητών και κατοίκων του Κέντρου Πόλης συνεχίζει να πρέπει να ακολουθεί τις περιοριστικές κανονιστικές ρυθμίσεις των προηγούμενων δεκαετιών και τις διατάξεις που απορρέουν από αυτές ή τις παρακάμπτει μέσα από άτυπες διαδικασίες. Αντίθετα, το μεγαλύτερο κεφάλαιο μπορεί, όταν ενδιαφέρεται για το Κέντρο, να επηρεάζει και να τροποποιεί το ισχύον πλαίσιο. Μάλιστα το γεγονός ότι το θεσμικό πλαίσιο του σχεδιασμού θεωρείται «παρωχημένο» κατά κάποιο τρόπο νομιμοποιεί την τροποποίησή του, έστω και αν αυτή είναι αποσπασματική.
Η ανάλυση του στρατηγικού και του κανονιστικού πλαισίου για τον σχεδιασμό του Κέντρου Πόλης της Αθήνας αναδεικνύει συνολικά τον διακριτό ρόλο του θεσμικού πλαισίου στην εξέλιξη του Κέντρου. Αμφισβητεί τόσο απόψεις που ισχυρίζονται ότι ο σχεδιασμός μένει ανεφάρμοστος, και «μόνο στα λόγια», όσο και άλλες που επιρρίπτουν στο «γραφειοκρατικό» θεσμικό πλαίσιο του σχεδιασμού τις ευθύνες για τα προβλήματα του Κέντρου. Ισχυριζόμαστε, λοιπόν, ότι σχεδιασμός υπάρχει και έχει λειτουργήσει σε διαφορετικές συγκυρίες, αν και έχει χρησιμοποιηθεί επιλεκτικά. Βέβαια, τα θεσμικά εργαλεία του σχεδιασμού, είτε στρατηγικού είτε κανονιστικού χαρακτήρα, αποτελούν ένα μόνο κομμάτι των πολιτικών για το Κέντρο, πολιτικές που είναι ευρύτερες: κάποιες φορές ακουμπούν στα θεσμικά αυτά εργαλεία και άλλες τα παρακάμπτουν.
Επιπλέον, θα είχε νόημα να υπερβούμε το ερώτημα για το αν και κατά πόσο εφαρμόζεται το θεσμοθετημένο πλαίσιο για τον σχεδιασμό στο Κέντρο Πόλης, και να αναστοχαστούμε για το αν θα ήταν προτιμότερο ο σχεδιασμός αυτός να είχε εφαρμοστεί κατά γράμμα και, ακόμη περισσότερο, αν σήμερα εξακολουθούμε να επιμένουμε στην εφαρμογή του. Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει ότι η επιλεκτική εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου είχε τόσο θετικά όσο και αρνητικά αποτελέσματα, παρομοίως και η μη εφαρμογή του. Άρα, θα λέγαμε ότι το ζητούμενο δεν είναι η εφαρμογή ή η αποτελεσματικότητα του θεσμικού πλαισίου, αλλά το νόημα και η σημασία των νόμων, των διατάξεων και ρυθμίσεων του σχεδιασμού και, κατ’ επέκταση, σε τι είδους Κέντρο Πόλης θέλουμε ο σχεδιασμός να μας οδηγήσει.
Σε αντίθεση με προηγούμενες δεκαετίες, στη σημερινή συγκυρία φαίνεται ότι το φαντασιακό για το «τι Κέντρο Πόλης θέλουμε» στερείται συνοχής, ενώ η στρατηγική για την μελλοντική εξέλιξή του παραμένει μάλλον διαφιλονικούμενη. Μια σειρά ερωτήματα, για τις χρήσεις γης και τα κοινωνικά στρώματα στα οποία αυτές αντιστοιχούν, για την πολυλειτουργικότητα και πολυσυλλεκτικότητα του Κέντρου, για τη συγκέντρωση ή την αποκέντρωση της αστικής ανάπτυξης, για τις αναπτυξιακές του προοπτικές και τους τρόπους παρέμβασης στο δομημένο περιβάλλον, αλλά και για τις προοπτικές ενός προς-τα-κάτω ανοίγματος των διαδικασιών σχεδιασμού, παραμένουν σε εκκρεμότητα.
[1] Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τη Μαρία Μαντουβάλου, ομότιμη καθηγήτρια ΕΜΠ, για τη συνεισφορά της στην εξέλιξη του κειμένου αυτού. Επίσης, τον Γιάννη Πολύζο, ομότιμο καθηγητή ΕΜΠ, τη Μαρία Μαυρίδου, τέως επίκουρη καθηγήτρια ΕΜΠ και τον Παναγιώτη Τουρνικιώτη, καθηγητή ΕΜΠ, επιστημονικό υπεύθυνο του ερευνητικού προγράμματος «Μεταλλασσόμενοι χαρακτήρες και πολιτικές στα Κέντρα Πόλης Αθήνας και Πειραιά» (ΕΜΠ-ΥΠΕΚΑ, 2010-2012), μαζί με όλα τα μέλη της ερευνητικής ομάδας.
[2] Οι προσπάθειες αυτές μάλιστα αποτελούσαν μάλλον απόκλιση από τις κυρίαρχες κατά τη δεκαετία του 1980 τάσεις του χωρικού σχεδιασμού στις χώρες του «δυτικού κόσμου», στο πλαίσιο της προέλασης του νεοφιλελευθερισμού.
[3] Για προηγούμενα ρυθμιστικά σχέδια για την Αθήνα, βλ. Σαρηγιάννης, 2010.
[4] Σύμφωνα με τον Χατζημιχάλη (2011), μέχρι το 2009 8 υπουργεία και μεγάλες κεντρικές υπηρεσίες και 4-5.000 εργαζόμενοι έφυγαν από το Κέντρο.
[5] Οι συζητήσεις για ένα νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο είχαν ξεκινήσει στα τέλη της δεκαετίας του 2000 ενώ υπήρξε και νομοσχέδιο το 2009, το οποίο, όμως δεν θεσμοθετήθηκε.
[6] Είχαν προηγηθεί τα ΠΔ για την Β. Σοφίας (ΦΕΚ 215Δ/1975, με τροποποιήσεις), την Ιερά Οδό (ΦΕΚ 391Δ/1985).
[7] Αξίζει να αναφερθεί ιδιαίτερα το πρόγραμμα ανάπλασης που ανατέθηκε από τον Δήμο Αθηναίων στο Σπουδαστήριο Πολεοδομικών Ερευνών ΕΜΠ: «Εμπορικό Τρίγωνο Κέντρου Αθήνας», 1989-1991, βλ. και Αραβαντινός, 1997.
[8] Τα δεδομένα αυτά τείνουν να αλλάξουν τα τελευταία χρόνια λόγω της ανάπτυξης σχημάτων προσωρινής μίσθωσης/ ενοικίασης καταλυμάτων, της πτώσης των εμπορικών αξιών των ακινήτων και τις ευρύτερες αλλαγές στην αγορά ακινήτων. Σημειώνεται, επίσης, ότι η πρόβλεψη για τόνωση της κατοικίας υλοποιήθηκε σε κάποιο βαθμό και κατά αναπάντεχο, ίσως, τρόπο γύρω από την περιοχή της Ομόνοιας, με την άτυπη κατοίκηση μεταναστευτικών και ευάλωτων ομάδων.
[9] Χαρακτηριστική περίπτωση η πρόσφατη τροποποίηση του ΓΠΣ του Δήμου Αθηναίων στην Ακαδημία Πλάτωνος, προκειμένου να ανεγερθεί κέντρο εμπορίου και αναψυχής. Ή και η τροποποίηση του ΠΔ της Πειραιώς προκειμένου να νομιμοποιηθεί η ανάπτυξη μεγάλης κλίμακας κέντρου διασκέδασης επί της Ιεράς Οδού.
[10] Δεν μπορεί να μην αναφερθεί εδώ η αποφασιστική εμπλοκή του ΣτΕ στην παρεμπόδιση της ανάπλασης της Πανεπιστημίου (2015) (βλ. και Σκάγιαννης κ.ά., 2013), με βάση μια ερμηνεία του νομοθετικού πλαισίου, η οποία πατούσε τόσο πάνω στις ίδιες τις αντιφάσεις του, όσο και στην απόκλιση αντιλήψεων μεταξύ της εκδοχής του ΡΣΑ/2011 και του ΡΣΑ/2014, όπως περιγράφηκε παραπάνω. Η δεύτερη, θεσμοθετημένη εκδοχή υποβάθμιζε ως μη προσδιορισμένη «παρέμβαση» αυτό που στην πρώτη εκδοχή περιγραφόταν ως «πεζοδρόμηση» και «πολεοδομική ανασυγκρότηση του κέντρου με άξονα την οδό Πανεπιστημίου».
Τριάντης, Λ. (2017) Το θεσμικό πλαίσιο του χωρικού σχεδιασμού για το Κέντρο της Αθήνας: Όψεις του στρατηγικού και του κανονιστικού σχεδιασμού, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/xωρικός-σχεδιασμός/ , DOI: 10.17902/20971.72
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το πατρόν πάνω στο οποίο ράβεται κάθε φορά το πουκάμισο της σύγχρονης μεγαλούπολης είναι το αποτέλεσμα της διαλεκτικής τάξης και αταξίας, ρυθμού και αρρυθμίας, κανονικότητας και εξαίρεσης και πάντως σίγουρα το αποτέλεσμα της διαλεκτικής ανάμεσα σε γενικούς νόμους και σε τοπικά πρωτόκολλα χρήσης του χώρου (Σταυρίδης, 2006). Στη μεγαλούπολη της Αθήνας, στο κέντρο της, υπάρχουν ζωντανοί δρόμοι, φωτεινοί δρόμοι εμπορικής φαντασμαγορίας, βοεροί και τελετουργικοί δημόσιοι χώροι (Πέττας, 2017), δρόμοι πρωινού και βραδινού περίπατου. Αλλά στην χωροχρονική ασυνέχεια της σύγχρονης πόλης, όλοι οι δρόμοι δεν περπατιούνται από όλους/ες. Γιατί υπάρχουν και άλλοι δρόμοι, θύλακες μιας ιδιαίτερης και άτυπης εξαίρεσης. Δρόμοι πιο «περίεργοι», πιο ύποπτοι, στενά παρατημένα και λερά, που παίρνουν τη νύχτα φως από μικρά φωτάκια στις εισόδους των σπιτιών. Τέτοιοι δρόμοι είναι οι δρόμοι των οίκων ανοχής της Αθήνας. Καθώς ο χώρος δεν προϋπάρχει της κατοίκησης, αλλά αρθρώνεται σε ένα σύστημα διακρίσεων και συσχετίσεων, οι δρόμοι αυτοί αδιαμφισβήτητα εκκρίνουν ένα άλλο νόημα κοινωνικής εμπειρίας το οποίο, τις νυχτερινές κυρίως ώρες, δεν είναι «δυνατό» να διαμεσολαβηθεί από όλα τα υποκείμενα. Μήπως άραγε εδώ πρόκειται ξεκάθαρα για την «άτυπη απαγόρευση» μια έμφυλης –και όχι μόνο– διαμεσολάβησης της εμπειρίας αυτής λόγω της ιδιαιτερότητας που προκύπτει από τους πολλαπλούς κινδύνους των θυλάκων αυτών; Σίγουρο είναι πως στους δρόμους των οίκων ανοχής, ανάμεσα στις σκιές που μπαινοβγαίνουν πρωί και βράδυ ψάχνοντας «κάτι του γούστου τους» ή για τη συνηθισμένη «τσάρκα» δεν έχουν θέση όλα τα υποκείμενα. Εδώ, τα τοπικά πρωτόκολλα είναι περιορισμένης χρήσης. Αν και ο χώρος εδώ, από κάθε άποψη, δεν είναι ο κατάλληλος για να γίνει μια γενεαλογία της ιστορίας των οίκων ανοχής στην Αθηναϊκή πρωτεύουσα –σίγουρα πρόκειται για φαινόμενο υπαρκτό και στην αρχαία Ελλάδα και μάλιστα με δημόσιο/κρατικό χαρακτήρα (βλέπε, για παράδειγμα, https://en.wikipedia.org/wiki/Prostitution_in_ancient_Greece and https://en.wikipedia.org/wiki/Prostitution_in_ancient_Rome) ένας από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες για την περιχαράκωση της πορνείας σε συγκεκριμένους χώρους, από ίδρυσης του Ελληνικού Κράτους, υπήρξε αυτό που ονομάζουμε έλεγχος της δημόσιας υγείας (Κορασίδου, 2002). Πράγματι στις κανονιστικές οδηγίες των Υπουργείου Εσωτερικών του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους στα μέσα του 19ου αιώνα, στις αστυνομικές εγκυκλίους καθώς και στους μετέπειτα νόμους είναι ολωσδιόλου ευδιάκριτη η προσπάθεια του κράτους να μεριμνήσει για τη δημόσια υγεία και πιο συγκεκριμένα για την ανάσχεση της διάδοσης των θανατηφόρων τότε αφροδίσιων νοσημάτων, τα οποία με τρόπο αυτονόητο και δεδομένο είχαν συνδεθεί με την πορνεία. Η τελευταία αναγνωρίζεται ως επάγγελμα σύμφωνα με την «Οδηγία για τα δημόσια κορίτσια και τους οίκους ανοχής» του Υπουργείου Εσωτερικών το 1834 (Κορασίδου, 2002:125). Την άδεια για τη λειτουργία την έδινε τότε η αστυνομία. Από τότε όλες οι κανονιστικές οδηγίες που συμπληρώνουν την παραπάνω αλλά και οι νόμοι (με πιο σημαντικό το ν.3032/1922 «Περί των μέτρων προς καταπολέμησιν των αφροδίσιων νοσημάτων, ως και περί ασέμνων γυναικών» που ρύθμιζε τις προϋποθέσεις για τη λειτουργία των οίκων ανοχής) έχουν ως κύριο μέλημα τον έλεγχο της πορνείας όχι μόνο πια για τον περιορισμό των αφροδίσιων νοσημάτων, που ήταν το επίσημο –και με το περιτύλιγμα της επιστήμης– άλλοθι, αλλά την εξάλειψη της «βλάβης των ηθών» που προκαλεί η παρουσία των πορνών στις συνοικίες και στους δρόμους και, κυρίως τον έλεγχο της μη κανονικότητας (Κορασίδου, 2002 και Τζανάκη, 2016). Μέσα από τη νομιμοποίηση της πορνείας και τον εγκλεισμό των πορνών σε συγκεκριμένους χώρους και συνοικίες για τον αποτελεσματικότερο έλεγχό τους, το ελληνικό κράτος δεν κάνει τίποτα παραπάνω από το να ακολουθήσει τις πρακτικές και άλλων ευρωπαϊκών χωρών την ίδια περίοδο όπως για παράδειγμα της Γαλλίας. Η πορνεία είναι καλή αρκεί να ελέγχεται (Κορασίδου, 2002). Στην Αθήνα σήμερα οι οίκοι ανοχής με την παλιά τους «παραδοσιακή» μορφή βρίσκονται κάτω από την πλατεία Ομόνοιας και χαρτογραφούνται κατά κύριο λόγο μέσα σε δυο μεγάλες παραλληλόγραμμες περιοχές. Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο και μεγαλύτερο παραλληλόγραμμο περικλείεται από τις οδούς 3ης Σεπτεμβρίου, Αγίου Μελετίου, Λιοσίων και Ιουλιανού. Μέσα στο παραλληλόγραμμο αυτό, η μεγαλύτερη πυκνότητα οίκων ανοχής βρίσκεται στη περιοχή της οδού Φυλής, δηλαδή σε ένα πιο μικρό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς Χέυδεν, Αριστοτέλους, Φερών και Αχαρνών, με το δρόμο της οδού Φυλής στο κέντρο του παραλληλόγραμμου να κατέχει εδώ και χρόνια τη μερίδα του λέοντος. Η περιοχή της οδού Φυλής, αν και χάνει σιγά σιγά την αίγλη της, παραμένει κατ’αναλογία η Τρούμπα της Αθήνας (φωτογραφίες 1-6) [1].Χάρτης 1: Χωροθέτηση οίκων ανοχής
Εικόνες 1-6: Η περιοχή της οδού Φυλής
Το δεύτερο παραλληλόγραμμο, στην περιοχή του Μεταξουργείου, περικλείεται από τις οδούς Πειραιώς, Πλαταιών, Μεγάλου Αλεξάνδρου και Δεληγιώργη, με την οδό Ιάσωνος να παίζει εδώ τον αντίστοιχο ρόλο της οδού Φυλής (φωτογραφίες 7-12). Η κοινωνική σύνθεση της πελατείας στην περιοχή του Μεταξουργείου έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Και αυτό όχι μόνο γιατί η γειτονιά αυτή κατοικείται κατά κύριο λόγο από μετανάστες (Μπαλαμπανίδης, Πολύζου, 2015) –άλλωστε το ίδιο περίπου συμβαίνει και στην περιοχή της οδού Φυλής παρά το μεσοαστικό της παρελθόν– αλλά γιατί η συντριπτική πλειονότητα των οίκων ανοχής του Μεταξουργείου δέχονται μετανάστες σε αντίθεση με τους οίκους ανοχής της περιοχής της οδού Φυλής. Ένας από τους λόγους που οι τιμές των υπηρεσιών στους οίκους της περιοχής της οδού Φυλής είναι διπλάσιος από εκείνες του Μεταξουργείου, εκτός από την προσπάθεια διατήρησης της «αίγλης», είναι και ότι όταν οι μετανάστες δεν αποκλείονται για ρατσιστικούς λόγους αποκλείονται για οικονομικούς, αφού υπάρχει αλλού προσφορά, στη μισή τιμή και σε απόσταση ενός μόλις χιλιομέτρου [2] .
Η πλειονότητα των οίκων ανοχής στεγάζεται σε παλιά νεοκλασικά και σχεδόν ετοιμόρροπα σπίτια (ιδίως στο Μεταξουργείο), σε διαμορφωμένα ισόγεια μονοκατοικιών (ιδίως στην περιοχή της οδού Φυλής), σε υπόγεια, ενώ συχνά συστεγάζονται δύο σε ένα οίκημα. Όταν λειτουργούν, έχουν έξω από την πόρτα ως ένδειξη ένα μικρό αναμμένο φωτάκι, το οποίο στο παρελθόν ήταν αποκλειστικά κόκκινο (φωτογραφία 13). Από εδώ και ο τίτλος της πολυβραβευμένης ταινίας Τα Κόκκινα Φανάρια, μια ταινία που περιγράφει την άθλια ζωή των ιερόδουλων της Τρούμπας στον Πειραιά. Από εδώ και τα περί «παραδοσιακής μορφής». Γιατί πλέον, στις ίδιες ακριβώς περιοχές, όπως για παράδειγμα στην οδό Κωνσταντινουπόλεως, από το σταθμό Λαρίσης μέχρι την Ιερά Οδό, αλλά και σε άλλες, όπως για παράδειγμα στην οδό Βριλησσού στον περιφερειακό του Πολυγώνου, στην οδό Φρατζή στο Βοτανικό ή στη Λεωφόρο Συγγρού υπάρχει σε αφθονία ένα νέο είδος οίκων ανοχής, τα Studios (φωτογραφίες 14-16). Στην περίπτωση αυτή η ταμπέλα συνήθως γράφει Studio και κάποιον αριθμό, συνήθως της οδού. Οι πρακτικές είναι ακριβώς όπως στον «παραδοσιακό» οίκο ανοχής, μόνο που εδώ δεν έχει θέση η μαζικότητα ενώ υπάρχει μια σαφής διαφορά ως προς την καθαριότητα και την άνεση του χρόνου αναφορικά με την παροχή των υπηρεσιών. Oι τιμές είναι τρεις έως πέντε φορές πιο υψηλές από τον «απλό» οίκο και βέβαια, και εξ’ αυτού του λόγου, αποκλείονται οι μετανάστες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η μορφή αυτή των οίκων ανοχής εμφανίστηκε την περίοδο που οι περιοχές αυτές άρχισαν να έχουν υψηλές συγκεντρώσεις σε μετανάστες, εκπληρώνοντας έτσι μια τρόπον τινά «επιθυμία της αγοράς» για «ποιοτικότερες υπηρεσίες» [3].Εικόνες 13-16: Η περιοχή
Στην προκειμένη περίπτωση, σε αντίθεση με το σχήμα του Bauman που ονομάζει τη μετανεωρικότητα ως «ρευστή νεωτερικότητα» (Bauman,2000:8), η μετανεωτερικότητα παύει να είναι ρευστή αφού τροποποιεί τα ήδη υπάρχοντα σχήματα στο ίδιο πλαίσιο. Εδώ, τα απομεινάρια της νεωτερικότητας, απλώς στερεοποιούνται σε τόπους όπου νέες κανονικότητες παίρνουν τη θέση των παλιών. Έτσι, όταν αναφερόμαστε στους οίκους ανοχής, περιλαμβάνονται και τα studios.
Οι οίκοι ανοχής λοιπόν, τα μπορντέλα/μπουρδέλα όπως ονομάζονται στην καθημερινότητα, μια λέξη που προέρχεται από γαλλικό borde που σήμαινε σπιτάκι υπηρέτριας ώστε να φτάσουμε στο ιταλικό bordello/bordel που δήλωνε αρχικά ένα καλύβι έξω από τον οικισμό που ζούσε εκεί μια πόρνη (Πετρόπουλος, 1991), παρά τις προσπάθειες για εξευγενισμό των περιοχών και παρά τις μη νόμιμες χρήσεις κατοίκησης [4], καλά κρατούν εδώ και χρόνια, όλα ίδια, απαράλλακτα και ομοιόμορφα όπως θα περιγράψει και στο ποίημα Παραλληλισμοί ο Νίκος Καββαδίας. Ο ποιητής αναφερόμενος στις ομοιότητες, που είδε στα ταξίδια του, ανάμεσα στις «κατοικίες των κοινών, χαμένων γυναικών», στα «ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών» και στων φορτηγών τις «βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες», θα γράψει πως σε αυτά «λείπει η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά». Η ίδια υγρασία μέσα, τα ίδια ερείπια μέσα και έξω.
Τι θα μπορούσε όμως να συμβολίζει ο οίκος ανοχής σε αυτή τη μεταμοντέρνα μυθοποίηση της διαφορετικότητας και του εφήμερου, σε αυτή την ιδεολογία του τέλους της μνήμης, σε έναν κοινωνικό πολιτισμό που ευνοεί τα «έτοιμα για άμεση χρήση προϊόντα» και τη «στιγμιαία ικανοποίηση που δεν απαιτεί προσπάθεια»; (Bauman, 2006:29). Τι είδους πιστοποιητικά ανάμνησης θα μπορούσαν να δώσουν αυτά τα απομεινάρια μιας πόλης που οι κανόνες, οι ρυθμοί και οι τροπισμοί της έχουν πια αλλάξει ακόμα και στην ανεύρεση ερωτικού συντρόφου επί πληρωμή; Τι μας έχουν κληροδοτήσει αυτοί οι μη–τόποι (Auge, 1995), αυτές οι αδιανόητες και, σύμφωνα με το Foucault, «ακραίες ετεροτοπίες» του αστικού ιστού; (Foucault, 2012: 269). Γιατί έρχονται στιγμές που ακόμα και αυτός ο ευτελής και απρόσωπος αγοραίος έρωτας μπορεί να κληροδοτήσει στο μέλλον κάποια μνημεία. Δεν είναι άραγε ίχνος το τρίξιμο όταν ανοίγει μια παλιά και σάπια πόρτα στο δωμάτιο; Πόσο ικανές είναι σήμερα αυτές οι «μετεξελίξεις» της επί πληρωμή ερωτικής επαφής να αφήσουν πίσω τους τέτοια ίχνη; Και αν οι λέξεις δεν είναι μόνο απότοκα της πραγματικότητας, αλλά μεταφέρουν εικόνες της, με ποιες άλλες λέξεις θα μπορούσαν να περιγραφούν στο μέλλον οι θρυλικές «μπουρδελότσαρκες» των εφηβικών χρόνων στους δρόμους με τους οίκους ανοχής; Τι μένει από μια ερωτική επαφή σε ένα απρόσωπο ξενοδοχείο πόσο μάλλον από μια διαδικτυακή ερωτική «επαφή» (cyber sex); Πως θα μπορούσαμε να φανταστούμε το Παρίσι του 19ου αιώνα χωρίς τις θορυβώδεις «μπουρδελότσαρκες» του Γκυ ντε Μωπασσάν; Θα μπορούσε ο Αλέξης Δαμιανός να γυρίσει σήμερα την ταινία Ευδοκία με ένα call girl στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο;
Οι οίκοι ανοχής τελούν αυτό ακριβώς. Είναι μια από τις εναπομείνασες όψεις της νεωτερικότητας όπου η οικουμενικότητα γειτνιάζει με την κανονικότητα, όχι όμως αναγκαστικά και με την ομοιότητα. Η παραδοξότητα αυτής της συνθήκης είναι ότι στο μητροπολιτικό δέος της μυθολογίας του συμβάντος και της δίχως κανόνες εξαίρεσης, ο οίκος ανοχής παραμένει να υπηρετεί την παράδοση μιας διαδικασίας από όπου εκπορεύεται η κανονικότητα με τον παράλληλο όμως χαρακτήρα του ανοίκειου. Δεν είναι άλλωστε όλες οι ετεροτοπίες χώροι του ανοίκειου, αφού βγαίνουν έξω από την τάξη του χρόνου και του τόπου, όπου κρυσταλλώνονται νέες ετεροτοπικές εμπειρίες και διάταξη σχέσεων; Οι οίκοι ανοχής, ως ετεροτοπίες, είναι χώροι φορτισμένοι με την προσωρινότητα της κατοίκησής τους, είναι χώροι όπου οι κανόνες, αν και γνωστοί, είναι άγραφοι. Οι κανόνες είναι προφορικοί. Και αυτό είναι ίσως ένα «προνεωτερικό» στοιχείο που επιβιώνει μέσα στη λειτουργία του οίκου ανοχής μαζί με αυτόν. Ο οίκος ανοχής επιτελεί τη διττή λειτουργία της διάσωσης μιας κανονικότητας μέσα από την ταυτόχρονη διάσωση μιας οικειότητας που συνδέεται με το παρελθόν. Πρόκειται για μια παράδοση που δεν συνδέεται απαραίτητα με την επανάληψη της χρήσης του χώρου, αλλά με την ασφάλεια της κανονικότητας, της άμεσης δυνατότητας της επιλογής και τη σιγουριά της ορατότητας.
Ίσως όμως τελικά αυτό που αντέχει στο χρόνο δεν είναι ο οίκος ανοχής, αλλά όλοι όσοι ψάχνουν μορφές «ελευθερίας» στους χώρους εκείνους της επιθυμίας που είναι ήδη από το παρελθόν συγκροτημένες ως παράδοξες οικειότητες ή ως ανοίκειες κανονικότητες. Μόνο και μόνο για να δουν προσωρινά το πρόσωπο τους σε ένα καθρέφτη στο κατώφλι που διασταυρώνεται η ανοίκεια στιγμή της αναμονής στο «σαλόνι» –ίσως έπειτα και στο δωμάτιο– με την οικεία ψευδαίσθηση μιας, έστω και επιτόπιας, «παντοδυναμίας της επιλογής».
Και η αντοχή αυτή στο χρόνο ίσως να έχει να κάνει και με αυτό το παράδοξο. Με την α-νόητη προσμονή πως αν αρθεί η παραπάνω συνθήκη, σε αυτή την ακραία ετεροτοπία, ο τόπος των εταίρων θα ταυτιστεί με τον τόπο μιας επιθυμίας και από την πλευρά του ετέρου. Και στην περίπτωση αυτή η ετεροτοπία επικυρώνει την προσωρινότητά της ως η ενδεχόμενη μεταφορά μιας όχι πια και τόσο αδύνατης ουτοπίας.
[1] Η Τρούμπα είναι περιοχή στο λιμάνι του Πειραιά, όπου από τις αρχές του 20ου αιώνα λειτουργούσαν πολλοί οίκοι ανοχής και καμπαρέ. Το 1967 ο δήμαρχος του Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης θα προχωρήσει σε μια «εκκαθάριση» και θα τα κλείσει, εκδιώκοντας ταυτόχρονα και τις ιερόδουλες από εκεί, κάτι που θα σημάνει το τέλος της Τρούμπας ως κακόφημης περιοχής, η οποία ωστόσο έχει παραμείνει στη συλλογική μνήμη ως ένας μυθικός τόπος.
[2] Τα τραγικά αυτά φαινόμενα του ρατσισμού αποκτούν θλιβερές διαστάσεις αφού άνθρωποι αποκλείονται ακαριαία από την είσοδό τους σε οίκους ανοχής όχι λόγω εθνικότητας αλλά λόγω του χρώματος που έχει το δέρμα τους. Υπήρχαν δηλαδή περιπτώσεις όπου όλα αυτά ξεπέρασαν και τα όρια της φαιδρότητας αφού μελαχρινοί ημεδαποί ή αλλοδαποί «αναγκάστηκαν» να μιλήσουν, να προφέρουν δηλαδή κάποιες λέξεις στα ελληνικά, για να γίνουν ή όχι δεκτοί.
[3] Χωρίς να σημαίνει ότι η πορνεία εμφανίστηκε με την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, είναι αδιαμφισβήτητο πως το «ερωτικό προϊόν» στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων όπου τα πάντα, αγαθά και άνθρωποι, έχουν και οφείλουν να έχουν την ανταλλακτική τους αξία, έχει πλήρως μετασχηματιστεί. Είναι γνωστό πως εδώ και χρόνια το «προϊόν» αυτό έχει μπει στη λίστα των πιο κερδοφόρων, και, κυρίως των πιο παράνομων, δραστηριοτήτων, με κορυφαίο παράδειγμα το Sex Trafficking.
[4] Αρκεί να διαβάσει κανείς το τέταρτο άρθρο του νόμου 2734/1999 που διέπει σήμερα τις προϋποθέσεις λειτουργίας των οίκων ανοχής και, αφού περπατήσει μόνο σε έναν από τους παραπάνω δρόμους, να διαπιστώσει χωρίς αμφιβολία το παράνομο καθεστώς της λειτουργίας σχεδόν όλων των οίκων ανοχής.
Ανδριόπουλος, Θ. (2017) Οίκοι αν(τ)οχής, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/οίκοι-αντοχής/ , DOI: 10.17902/20971.71
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η Αθήνα του Μεσοπολέμου κρύβει εκπλήξεις πέραν και επιπλέον της βίαιης ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, της ‘άγριας αστικοποίησης’, και ιδίως της προσφυγικής αποκατάστασης, που τότε δρομολογήθηκε, ενώ σήμερα είναι αδύνατο να επιτευχθεί κάτι ανάλογο, είτε για πρόσφυγες πρόκειται, είτε για ντόπιους άστεγους πληθυσμούς και τη ‘διάσωσή’ τους από τη λιτότητα [1]. Ο Μεσοπόλεμος κρύβει εκπλήξεις διαρθρωτικής φύσης, που αγγίζουν τον πυρήνα της αναπτυξιακής προσπάθειας και της κινητοποίησης του πληθυσμού για την επίτευξή της, που θα έπρεπε να μας προβληματίζουν σε σύγκριση με τις αποτυχίες κατά τη σημερινή κρίση. Στις προσφυγουπόλεις, που αρχικά χτίστηκαν από διεθνείς φορείς και έπειτα αναπτύχθηκαν αυθόρμητα, άνθιζε η ελπίδα ακόμα και εκεί που ζούσε η φτωχολογιά. Φώλιαζε στις παραγκουπόλεις, στα εργοστάσια, στα στέκια του ρεμπέτικου. Oι πρόσφυγες ξανάστηναν τη ζωή τους και καινοτομούσαν ανανεώνοντας τον ελληνικό πολιτισμό, την οικονομία, την κοινωνία.
Η Αθήνα μαζί με τον Πειραιά αστικοποιήθηκε ταχύτατα από το 1834, που ανακηρύχτηκε πρωτεύουσα της μικρής τότε Ελλάδας, περικυκλωμένης από ένα μεταβαλλόμενο διεθνές πολιτικοοικονομικό γίγνεσθαι. Στο τοπίο της πόλης προβάλλει ο Ευρωπαϊκός νεοκλασικισμός στην αρχιτεκτονική μαζί με αφηγήσεις για τις Ελληνικές του ρίζες, που αποσκοπούν στη συμφιλίωση των Ελλήνων κατοίκων της πόλης με τη Βαυαρική εξουσία (Μπαστέα 2008). Η νέα ‘Ιπποδάμεια’ πολεοδομία της Αθήνας, με τους αποικιακούς της απόηχους, συμβάλλει και αυτή στην ένταξη της νέας εθνικής ταυτότητας στο μοντερνισμό της Ευρώπης, σε αντιδιαστολή με το οθωμανικό παρελθόν που εγγραφόταν στις δαιδαλώδεις συνοικίες των πόλεων. Η αστική κοινωνία αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στους ντόπιους και τους επήλυδες, τους μεταπράτες και τη διασπορά, μέχρις ότου υψώνονται τα πρώτα εργοστάσια και αναδύεται η εργατική τάξη. Κάθε ιστορική καμπή αναπλάθει την πολιτισμική ταυτότητα των πολιτών με τις διαδοχικές μεταβάσεις από τη μεταπρατική κουλτούρα το 19ο αιώνα στην εργατική συγκρουσιακή πόλη στις αρχές του 20ου, κι έπειτα στην προσφυγική πλημμυρίδα, που εκπλήσσει με τους αναδυόμενους δημιουργικούς εναλλακτικούς πολιτισμούς, για τους οποίους θα μιλήσουμε εδώ.
Μεγάλη έκπληξη για την ερευνήτρια της πόλης είναι η ξαφνική μετάβαση το 1922 από τις “πόλεις της σιωπής” – για να δανειστούμε την έννοια από τον Antonio Gramsci (1971: 91), που έγραφε για αυτές το Μεσοπόλεμο από τη φυλακή του – στην πολύβουη λαϊκή προαστιοποίηση. Μέχρι τη δεκαετία του 1910 η Αθήνα και o Πειραιάς έκρυβαν το άκληρο προλεταριάτο, καθώς και αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα πρεκαριάτο, αποκλεισμένα σε άθλιες κεντρικές συνοικίες κρυμένες από τα ‘ευαίσθητα μάτια’ των αστών, ακριβώς όπως ο Engels (1974) περιέγραφε τις εργατικές γειτονιές του Manchester (Pooley 1992). Ενοικιαστές χωρίς υποδομές αλλά και χωρίς προοπτικές για βελτίωση του χώρου κατοικίας τους συνωστίζονταν σ’ αυτές τις φτωχογειτονιές της απόγνωσης, σε παράγκες και ενοικιαζόμενα δωμάτια, που δημιουργούσαν ένα διάστικτο κοινωνικό διαχωρισμό στο χώρο, με άθλιους θύλακες στο κέντρο της πόλης (Λεοντίδου 1989/2013: 137-45, Leontidou 1990/2006: 67-70).
Από το 1922 όμως οι φτωχογειτονιές της απόγνωσης δίνουν τη θέση τους στις εκτεταμένες φτωχογειτονιές της ελπίδας (slums of despair/ slums of hope – Stokes 1962, Turner 1968, Λεοντίδου 1989/2013, Leontidou 1990/2006: 84-8). Παράδοξο κι αυτό, μια και η βίαιη μετακίνηση των προσφύγων αντί για μιζέρια εγκαινίασε μια εποχή δημιουργικότητας και αντικατέστησε τις “πόλεις της σιωπής” με πολύβουα λαϊκά προάστια. Η προσφυγική πλημμυρίδα κατέστησε μειονότητα τις σφήνες φτώχειας του άκληρου προλεταριάτου σε μια πόλη που επεκτεινόταν πλέον με τη λαϊκή αυτοστέγαση και την ιδιοκατοίκηση – έστω και σε παραπήγματα (Λεοντίδου 1989/2013: 216-8).
Η αναδρομική έκπληξη της αντικατάστασης της απόγνωσης από την ελπίδα στις λαϊκές συνοικίες μετά το 1922 προσφέρεται για συνολικό αναστοχασμό των “πόλεων της σιωπής” και της αυθόρμητης αστικοποίησης. Αυτό που συνήθως πιστεύεται, ότι δηλαδή η λαϊκή αυτοστέγαση και η άτυπη οικονομία αποτελούν παραδοσιακή κουλτούρα ή προκαπιταλιστικό απομεινάρι, είναι λάθος. Στην Ελλάδα ανακύπτουν ακριβώς με την έλευση του περιφερειακού καπιταλισμού (Leontidou 1990, 1993a), και ενώ είχαν προηγηθεί τα άθλια εκείνα slums του καπιταλισμού της Βόρειας Ευρώπης (Pooley 1992).
Η βίαια εκδίωξη των Ελλήνων από τα παράλια της Μικράς Ασίας άρχισε το 1922, πριν υπογραφεί η Συνθήκη της Λωζάνης (1923), που θεσμοποίησε την ανταλλαγή πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Εκείνα τα χρόνια, 1.200.000 πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα των 5 εκ. κατοίκων και έφυγαν μόνο 500.000 Τούρκοι. Οι πρόσφυγες βάραιναν εντυπωσιακά σε σύγκριση με τους σημερινούς 60.000 εγκλωβισμένους στην Ελλάδα των 11 εκ. κατοίκων. Το 1920-28 ο πληθυσμός σχεδόν διπλασιάστηκε ξαφνικά στο λεκανοπέδιο της Αθήνας από 453.042 σε 802.000 και συνέχισε να αυξάνεται με την αθρόα εσωτερική μετανάστευση για να φτάσει τις 1.124.109 το 1940 (Λεοντίδου 1989/2013: 158).
Τους πρώτους μήνες μετά την άφιξή τους οι πρόσφυγες εγκαθίστανται όπου βρούν, καταλαμβάνοντας όχι μόνο γη, αλλά και βαγόνια σιδηροδρόμων, αρχαιολογικούς χώρους, εκκλησίες, ακόμα και τα θεωρεία του Δημοτικού Θεάτρου της Αθήνας (έργου του Ziller, που δυστυχώς κατεδάφισε ο Κοτζιάς βλ. εικόνα 1). Η Ελληνική κυβέρνηση και οι διεθνείς οργανισμοί έδρασαν αστραπιαία, με μιαν αποφασιστικότητα αξιοζήλευτη σήμερα. Εσπευσμένα συστάθηκε το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (εφεξής ΤΠΠ) το Νοέμβριο του 1922 για την προσωρινή περίθαλψη. Oι οικισμοί του ΤΠΠ περιτριγυρίστηκαν από παραπήγματα και τενεκεδουπόλεις. Πλημμύρισαν οι πόλεις από σκηνές και παράγκες παντού, ως και στην αρχαία αγορά και στις κοίτες των ποταμών, με εμβληματικό τον οικισμό του Ιλισού (Λεοντίδου 1989/2013: 154). Καμία σχέση όμως δεν είχαν αυτά με τους σημερινούς καταυλισμούς και την αίσθηση εγκλεισμού, που συνεπιφέρουν.
Πηγή: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, δημοσιεύτηκε στο Διαδίκτυο και ως εξώφυλλο στο LiFO, τ. 498, 1.12.2016
Μετά από ένα χρόνο, το Νοέμβριο του 1923, συνέρχεται για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (εφεξής ΕΑΠ), υπό την άμεση εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών σε συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση, και το ΤΠΠ διαλύεται το 1925. Η ΕΑΠ δεν ασχολείται με προσωρινή περίθαλψη, αλλά με αποκατάσταση των προσφύγων σε κατοικία και παραγωγική δραστηριότητα με πλείστους τρόπους, από την αγροτική μεταρρύθμιση και τα δάνεια σε μικροεπιχειρήσεις μέχρι την οικοδόμηση συγκροτημάτων κατοικιών σε μεγάλη κλίμακα και την παροχή γης και υποδομής (site and services, βλ. Turner 1968, Λεοντίδου 1989/2013: 214-5) για ευπορότερους πρόσφυγες. Ταυτόχρονα δρούσαν και άλλοι φορείς, όπως η ΕΤΕ και το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, το οποίο ανέλαβε το έργο της προσφυγικής αποκατάστασης μετά το 1930, που διαλύθηκε η ΕΑΠ (Γκιζελή 1984).
Στην πρωτεύουσα η πολεοδομική πολιτική της ΕΑΠ ξεκινά με την επιλογή τεσσάρων συνοικισμών όπου δημιουργήθηκαν οι εμβληματικές προσφυγουπόλεις που τόσο ρόλο έπαιξαν στα χρόνια της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου. Στη Νέα Ιωνία, την Καισαριανή και το Βύρωνα, που απείχαν τουλάχιστον 4 χλμ από το κέντρο της Αθήνας, χτίστηκαν 3864, 1998 και 1764 κατοικίες, αντίστοιχα, ενώ 5584 κατοικίες προστέθηκαν στη Νέα Κοκκινιά (Νίκαια) κοντά στον Πειραιά, όπου προϋπήρχε προσφυγική εγκατάσταση. Μόνιμες προσφυγικές κατοικίες χτίστηκαν επίσης αμέσως και στο Παγκράτι και την Καλλιθέα. Σε άλλες περιοχές ανέκυψαν άλλες ρυθμίσεις, ιδιαίτερα όπου έδρασαν οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί, όπως στη Νέα Σμύρνη, όπου εφαρμόστηκε πλήρως η αυτοστέγαση μετά από παροχή γης και υποδομής (βλ. χάρτη 1).
Με κόκκινο χρώμα σημειώνονται οι προσφυγικοί συνοικισμοί που ιδρύθηκαν και χτίστηκαν από την ΕΑΠ και το κράτος. Με πορτοκαλλί, αυτοί που χτίστηκαν σε οικόπεδα που παραχωρήθηκαν από το κράτος.
Με μπλε σημειώνονται οι μεγαλοαστικές ‘κηπουπόλεις’ (Ψυχικό, Φιλοθέη, Εκάλη). Με κύκλους σε πράσινο σκούρο χρώμα σημειώνονται οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί 1923-25, κατά έκταση απαλλοτριωθείσας γης (από 2.000 μέχρι 174.000 τ.μ.) Με γαλάζιο χρώμα σημειώνεται το σχέδιο πόλης 1940. Ο χάρτης προέρχεται από το βιβλίο της Λίλας Λεοντίδου (Λεοντίδου 1989/2013) σελ. 208. Βασίζεται σε χαρτογράφηση στοιχείων από διάφορες πηγές και αρχεία. Πρωτοδημοσιεύθηκε στην πρώτη έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος-Larousse–Britannica στο Λήμμα ‘Αθήνα’ της Λ. Λεοντίδου (Λεοντίδου 1982), τόμος 3, σελ. 400. |
Η όμορφη, μινιμαλιστική θα λέγαμε, αρχιτεκτονική αυτών των πρώτων συνοικισμών της ΕΑΠ και αργότερα του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας ακόμα κοσμεί το τοπίο της πρωτεύουσας, αν και οι γειτονιές σιγά-σιγά υποκύπτουν στη μονότονη νεωτερικότητα της πολυκατοικίας. Πέρα από τα εν σειρά σπιτάκια που διακόπτονταν από τις πρωτοβουλίες των οικιστών, είναι πρωτότυπα και ανύπαρκτα αλλού στην πρωτεύουσα τα χιαστί κλιμακοστάσια στις μακρόστενες διώροφες κατοικίες της Νίκαιας ( βλ. εικόνα 2) γύρω από τα αίθρια με τα πηγάδια και τους κήπους, τα “κουκλίστικα” σπιτάκια της Καισαριανής με τις γλάστρες και τα κεντητά κουρτινάκια, και πιο πέρα τα μεταγενέστερα πέτρινα εκεί και στα Πετράλωνα. Οι απλές φόρμες διαφοροποιούνταν με την προσωπική εργασία των προσφύγων, που ποίκιλλαν τα ομοιόμορφα σπιτάκια δημιουργώντας πολύμορφες γειτονιές. Tα δωμάτια ήταν πολλαπλών χρήσεων λόγω στενότητας χώρου. Αλλά κι αυτός ο υποτυπώδης εσωτερικός χώρος δεν ήταν πρόβλημα γιατί η καθημερινή ζωή επεκτεινόταν στα αίθρια και τις αυλές, που χρησίμευαν και ως πλυντήρια και εργαστήρια, στα κατώφλια και στα πεζοδρόμια της άτυπης κοινωνικότητας, στις αλάνες που ξεχείλιζαν από παιδιά, και στις πλατείες, που μετέτρεπαν το δημόσιο χώρο σε κοινό, προλαβαίνοντας τα σημερινά ‘κοινά’ (commons) της εποχής της κρίσης (Leontidou 2015a,b, Gritzas & Kavoulakos 2015).
Πηγή: Φωτογραφία του Σπύρου Δεληβορριά, από το βιβλίο του Δήμου Νίκαιας (επιμ., 2002).
Η φροντίδα του οικιστικού χώρου, καθήκον βασικά γυναικείο, απαιτούσε συνεργασία και αλληλεγγύη για την ομαδική αντιμετώπιση των δυσκολιών της καθημερινότητας. Τα καφενεία ήταν προνομιακός χώρος των ανδρών και ο αποκλεισμός των γυναικών ήταν απόλυτος και αδιαπραγμάτευτος. Οι γυναίκες επωμίζονταν ένα τεράστιο όγκο οικιακής εργασίας. Δεν ήταν μόνο τα πρακτικά ζητήματα που δημιουργούσε η έλλειψη υποδομών, όπως η ανάγκη να κουβαλούν νερό, καυσόξυλα, να φροντίζουν για τη θέρμανση και την αποκομιδή των απορριμμάτων. Στην ουσία επρόκειτο για συλλογική παροχή κοινωνικής πρόνοιας, περίθαλψης, εκπαίδευσης, φροντίδας των παιδιών, αλλά και για την αισθητική αναβάθμιση του χώρου της κατοικίας. Το 2002 μια γερόντισσα στη Νίκαια καμάρωνε για τα ζωηρά χρώματα της ώχρας και του γαλάζιου στους τοίχους του σπιτιού της: «Αυτό είναι το βουνό μου, αυτή είναι η θάλασσά μου» (Λεοντίδου 2002: 19). Ξένοι ερευνητές στα Γερμανικά της Νίκαιας τη δεκαετία του 1970 δεν βρήκαν τις κοινόχρηστες κουζίνες που συνηθίζονταν στις Βόρειες εργατικές κατοικίες και απορούσαν, που οι Ελληνίδες επέμεναν στη δική τους κουζίνα, όσο κι αν ήταν μικρή, την οποία δεν μοιράζονταν ούτε με συγγενείς (Hirschon 1989/ 2006). Όμως οι γυναίκες, όσο κι αν ήταν περιορισμένες, ανέπτυσσαν μια πρωτόγνωρη τότε στην Ελλάδα συλλογικότητα και αλληλεγγύη, που τις έβγαζε από την απομόνωση της οικιακής εργασίας αλλά και της οικοτεχνίας. Πολλές επίσης στελέχωσαν τα εργοστάσια.
Kάθε οικογένεια φρόντιζε τη ‘δική της’ παράγκα, βελτιώνοντάς την σταδιακά όσο επέτρεπαν οι αποταμιεύσεις. Πρώτα την μεταμόρφωνε σε ‘κουκλίστικο’ σπιτάκι, έπειτα το μεγάλωνε, και μετά προσέθετε ‘πανωσηκώματα’ για τις επόμενες γενιές. Επίσης πολλοί συντηρούσαν εργαστήρια και οικοτεχνίες με το σπίτι ως βάση, δημιουργώντας μια πολύβουη άτυπη οικονομία (Λεοντίδου 1997). Αυτές οι δυνατότητες της υποτυπώδους ιδιοκατοίκησης συντηρούσαν την ελπίδα στις φτωχογειτονιές της περιφέρειας των πόλεων – αρχικά προσφυγικές, σύντομα όμως και γειτονιές μεταναστών από την ύπαιθρο προς στην Αθήνα. Αυτές ήταν οι φτωχογειτονιές της ελπίδας.
Οι περιγραφές της όμορφης αυτόχθονης αρχιτεκτονικής των ‘spotless slums’ (Hirschon 1989: 1-4, Sandis 1973) εμπεριέχουν βέβαια κάποια ρομαντική υπερβολή, αν ληφθούν υπόψη η φτώχεια και οι χαώδεις ανισότητες. Ο κοινωνικός αποκλεισμός στο χώρο όχι απλώς επέμενε, αλλά ήταν ηθελημένος, σχεδιασμένος, με επίκεντρο τη διάκριση γηγενών/ προσφύγων – και μάλιστα στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, που είδε το διαχωρισμό μεταξύ πόλεων γηγενών και προσφυγουπόλεων, αλλά και ρατσιστικές επιθέσεις και εμπρησμούς προσφυγικών συνοικισμών, ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα (Λεοντίδου 1989/2013: 161-4).
Στην πρωτεύουσα η ΕΑΠ, επιδιώκοντας αυτό το διαχωρισμό, κατέστη στην ουσία ο ‘πολεοδόμος’ της αστικής επέκτασης: οι 12 κύριοι και 34 μικρότεροι προσφυγικοί συνοικισμοί, που δημιούργησε, απείχαν 1-4 χλμ από τα όρια της οικοδομημένης το 1920 περιοχής (Λεοντίδου 1989/2013: 209), για να μην «ενοχληθή η ‘κανονική’ ζωή της υφισταμένης πόλεως», όπως δηλώθηκε ευθαρσώς (Παπαϊωάννου 1975: 14). Λίγο αργότερα οι φορείς έχτισαν και σε πιο κεντρικά σημεία, όπως η Λεωφόρος Αλεξάνδρας και τα Πετράλωνα. Αλλά η εμμονή στην περιφέρεια τεκμηριώνεται με χαρτογραφικά και με ποσοτικά στοιχεία: ιδιαίτερα από τη στασιμότητα του πληθυσμού της κεντρικής Αθήνας, που το 1920-28 αυξήθηκε μόνο κατά 91.896 κατοίκους (από 292.835 σε 384.731, διαφορά λίγο πάνω από τη φυσική κίνηση πληθυσμού), σε αντίθεση με τα προάστια, που είδαν μια θεαματική τριπλάσια αύξηση κατά 257.062 κατοίκους (από 160.207 σε 417.269 – υπολογισμοί από πίνακες Λεοντίδου 1989/2013: 330-1).
Εκτός από τον ηθελημένο κοινωνικο-γεωγραφικό αποκλεισμό με τη χωροθέτηση των προσφύγων στην περιφέρεια των πόλεων, στην πολιτική που εφάρμοσε η ΕΑΠ υπήρχαν και άλλες σκοπιμότητες. Πρώτα από όλα, στην ιδιοκατοίκηση: η δημιουργία ενός μεγάλου πληθυσμού μικρο-ιδιοκτητών, αντί για ένα άκληρο προλεταριάτο, θεωρήθηκε ότι θα αποτρέψει τον κομμουνιστικό κίνδυνο! Αυτό αναφέρεται για τους πρόσφυγες της Μακεδονίας και της Θράκης το 1929 (Mavrogordatos 1983: 146, 215), αλλά οι πιο συχνές αναφορές είναι για τα αστικά κέντρα, όπως αυτή του Pentzopoulos (1962: 195), ότι «οι καλύτερα στεγασμένοι πρόσφυγες των προαστίων της Νέας Σμύρνης και της Καλλιθέας αποδείχτηκαν πολίτες περισσότερο νομοταγείς από ορισμένους ντόπιους που ασπάσθηκαν τον κομμουνισμό».
Για τους ίδιους λόγους αποθαρρύνθηκε η αυτοδιοίκηση στις προσφυγουπόλεις, αντίθετα με τις αγροτικές περιοχές. Οι αγρότες ενθαρρύνθηκαν να σχηματίσουν νόμιμα συγκροτημένες ομάδες και οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι παρέδιδαν τη γη σε συμβούλια εκλεγμένα από τους αρχηγούς νοικοκυριών. Στις πόλεις, αντίθετα, οι πρόσφυγες αποκαταστάθηκαν με βάση λίστες αναμονής, εκτός από ευπορότερους που σχημάτισαν οικοδομικούς συνεταιρισμούς (Λεοντίδου 1989/2013: 235-6). Δεν αναφέρεται πουθενά καθεστώς αυτοδιοίκησης στις μεγάλες συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά. Η ΕΑΠ διατήρησε την διοίκησή τους ως το 1930, οπότε αντικαταστάθηκε από τις τοπικές δημοτικές αρχές.
Αυτές οι πολιτικές όμως απέτυχαν ή υπονομεύτηκαν σε όλα τα επίπεδα. Αρχικά οι μικρο-ιδιοκτήτες αυτο-οργανώθηκαν σε ‘εξωραϊστικούς συλλόγους’, αργότερα όμως έδρασαν ανατρεπτικά, όταν δημιούργησαν τις ‘κόκκινες’ συνοικίες στην περιφέρεια της Αθήνας και του Πειραιά, αρχικά Βενιζελικές και έπειτα κομμουνιστικές. Όσο για την αυτοστέγαση και την ιδιοκατοίκηση, ήδη το 1925 αυτές αποτέλεσαν το έναυσμα για μια άνευ προηγουμένου αστική επέκταση. Στην ουσία η ελληνική κυβέρνηση και η ΕΑΠ είχαν αποφασίσει μόνο την κατεύθυνση προς την οποία θα επεκτεινόταν η πρωτεύουσα. Ο όγκος όμως και ο βαθμός της οικιστικής εξάπλωσης και της πληθυσμιακής αύξησης των νέων συνοικισμών σχεδόν αμέσως είχαν ξεφύγει από τον έλεγχο των φορέων αποκατάστασης (Λεοντίδου 1989/2013: 209-11). Με αυτή την έννοια, η ΕΑΠ και η κυβέρνηση απέτυχαν ως πολεοδόμοι. Η διαδικασία της λαϊκής μικροοικοδόμησης και των αυθαιρέτων είχε αρχίσει.
Απέτυχαν και ως χωροτάκτες, που θα έστρεφαν τα πλήθη των προσφύγων προς την αγροτική περιφέρεια, ενώ αυτά τους ξεγλυστρούσαν προς τις πόλεις: κατά την απογραφή του 1928, ενώ οι πρόσφυγες είχαν σχεδόν ισομοιραστεί μεταξύ πόλεων και υπαίθρου, αποτέλεσαν το 27,68% του αστικού πληθυσμού (των 2 εκατομμυρίων), ενώ μόνο το 12,47% του ημιαστικού και αγροτικού πληθυσμού (των 4 εκατομμυρίων), δηλαδή είχαν υπερδιπλάσιο βάρος στις πόλεις, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης σε αυτές 6,29% το 1920-28, σε σύγκριση με υποτριπλάσιο ρυθμό στην ύπαιθρο και 2.69% στο σύνολο χώρας (Λεοντίδου 1989/2013: 162-3). Αυτή ήταν και η αφετηρία της ταχύτατης αστικοποίησης και της ανεξέλεγκτης αστικής επέκτασης, που από τότε σημάδεψαν τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν επρόκειτο για αποτυχία ή αν οι χωροταξικές επιλογές και η περιφερειακή πολιτική των φορέων περιέκλειαν σκοπιμότητες. Αρχικά πάντως αναφέρεται ότι η συγκέντρωση προσφύγων στην πρωτεύουσα συνδεόταν με εκλογικές σκοπιμότητες των Φιλελευθέρων, οι οποίοι εφάρμοσαν ένα ιδιότυπο gerrymandering, δηλ. μια εκλογική στρατηγική με αλλαγές των πληθυσμιακών πυκνοτήτων αντί των ορίων των περιφερειών (Pentzopoulos 1962:182). To 1934 η κυβέρνηση Τσαλδάρη δημιούργησε «το δικό της αριστούργημα» εκλογικής στρατηγικής με το παραδοσιακό gerrymandering (Mavrogordatos 1983: 314-16), δηλ. τη σκόπιμη οριοθέτηση εκλογικών περιφερειών ώστε να αυξάνει τις πιθανότητές της να κερδίσει κρίσιμες περιφέρειες.
Στρατηγικές γεωγραφικής αναδιάταξης και αποκλεισμού ανέπτυξαν και οι αστοί. Συνεχίζοντας την πόλωση των προηγουμένων περιόδων στην κοινωνία και το χώρο, διευρύνθηκε το χάσμα ανάμεσα στην αναδυόμενη εργατική τάξη στις προσφυγουπόλεις από τη μια, και την αστική τάξη στις ‘κηπουπόλεις’ του Ψυχικού, Φιλοθέης, Εκάλης από την άλλη. Τα ‘άλλα’ προάστια δεν γεννήθηκαν μόνο από τον πλούτο, αλλά και από την εξουσία και την επιρροή που ασκούσαν οι αστοί στην πολεοδομική νομοθεσία και στην κατεύθυνση της υποδομής της πόλης. Ο ίδιος ο οικοδομικός κανονισμός του Ψυχικού – ιδιαίτερα τα ‘ελάχιστα’ επιτρεπόμενα (μεγάλα) μεγέθη οικοπέδων και κατοικιών, οι όροι δόμησης, τα (χαμηλά) ύψη οικοδομών και οι απαγορεύσεις σε χρήσεις γης – αποτέλεσε μηχανισμό κοινωνικού διαχωρισμού και αποκλεισμού κοινωνικών ομάδων, έτσι ώστε να θωρακισθούν οι αστοί απέναντι στην πλημμυρίδα της αστικοποίησης του Μεσοπολέμου (Λεοντίδου 1989/2013: 222-3). Την ίδια εποχή εμφανίστηκε και η μεσοαστική πολυκατοικία ως ενός είδους μεσαίος χώρος στην κοινωνική και οικιστική συγκρότηση.
Στα προάστια της πρωτεύουσας πάντως αυτενεργούν οι οικιστές. Η ανυπακοή σε πολεοδομικούς (και άλλους) κανόνες και ο αυθορμητισμός που επέδειξαν οι πρόσφυγες σφραγίζουν έκτοτε καθοριστικά την αστική ανάπτυξη (Leontidou 1990/2006, 2014) και επιφέρουν μια καλπάζουσα οικιστική επέκταση, που μεταβάλλει την πολεοδομία της πρωτεύουσας ανεξέλεγκτα, γεμίζοντας αυθαίρετα μια σχεδόν ακατοίκητη περιαστική περιοχή. Εκεί που το 1920 κατοικούσε μόλις το 6% του πληθυσμού της πρωτεύουσας, το 1940 κατοικεί το 44% (Λεοντίδου 1989/2013: 207-8). Η πόλη σκαρφάλωσε στους πρόποδες του Υμηττού και του Αιγάλεω και έφτασε ως τη μονή Πεντέλης. Το εγκεκριμένο σχέδιό της (χωρίς να λογαριάσουμε την περιοχή αυθαιρέτων). μετά από αλλεπάλληλες ‘νομιμοποιήσεις’ ήδη κατοικημένων περιοχών στο πλαίσιο του εκάστοτε λαϊκισμού, τετραπλασιάστηκε από 3264 εκτάρια το 1920 σε 11600 το 1940 (Λεοντίδου 1989/2013: 211).
Η αυθόρμητη αστικοποίηση οφειλόταν αρχικά στους πρόσφυγες, σύντομα όμως και σε γηγενείς, αρχικά μάλιστα σε όσους μετακινούνταν στην πρωτεύουσα από Βόρειες προσφυγουπόλεις – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία (Λεοντίδου 1989/2013: 164). Οι πρόσφυγες έδειξαν το δρόμο προς το μέλλον, μια και η αυθαίρετη δόμηση γενικεύτηκε και πλήθος μεταναστών περιτριγύρισαν τις πόλεις με εκτεταμένα λαϊκά προάστια. Ο πληθυσμός πλέον διεκδικούσε περισσότερα δικαιώματα στην κατεύθυνση που είχαν εγκαινιάσει το κράτος και οι διεθνείς οργανισμοί – δικαιώματα οικιστικά και εργασιακά, το ‘δικαίωμα στην πόλη’ (Leontidou 2010, 2012, 2014). Η κατοικία κρατούσε σε αυτά έναν κρίσιμο ρόλο ως μέσο παραγωγής, εφόσον αποτελούσε και βάση για την άτυπη εργασία και την οικοτεχνία (Leontidou 1993b).
Η αυθόρμητη αστική ανάπτυξη και οι φτωχογειτονιές της ελπίδας έγιναν κανόνας για τη λαϊκή κατοικία. Για πέντε τουλάχιστο δεκαετίες, ένα παραδοσιακό προνόμιο των κυρίαρχων τάξεων – το άνοιγμα νέας γης σε αστικοποίηση – επεκτάθηκε στους φτωχούς, στους πρόσφυγες, στο προλεταριάτο. Το 1940 αυτά τα λαϊκά στρώματα, που αποτελούσαν τα τρία τέταρτα του αστικού πληθυσμού, έλεγχαν το ένα τρίτο της οικοδομημένης περιοχής της πρωτεύουσας. Παρόλο που ο ποσοτικός υπολογισμός είναι πολύ δύσκολος, εκτιμάμε ότι την περίοδο 1940-70 περίπου 450.000-500.000 άνθρωποι στεγάστηκαν αυθαίρετα στα περίχωρα της Αθήνας (Leontidou 1990/2006: 150).
Αναπολώντας λοιπόν το Μεσοπόλεμο, αντιλαμβανόμαστε σε τι συνίσταται ο πυρήνας της αναπτυξιακής προσπάθειας, που κάπου έχει λησμονηθεί πλέον στην Ευρωπαϊκή Ένωση του νεοφιλελευθερισμού και της κρίσης. Και τότε, όπως τώρα, η Ελλάδα ήταν υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο. Πόση όμως διαφορά από το σημερινό αδιέξοδο της λιτότητας… Σήμερα, παρόλο μάλιστα που εντασσόμαστε ως ισότιμο κράτος μέλος στην ΕΕ, αντί για στήριξη της ανάπτυξης, της ποιότητας ζωής, της βιωσιμότητας και της καινοτομίας, αντί για εκμετάλλευση του δυναμισμού των ανθρώπων με την ενδυνάμωση της αυτενέργειας και του αυθορμητισμού (Leontidou 2015a), ζούμε μια περίοδο επιβαλλόμενης άνωθεν λιτότητας, η οποία επιπλέον συμβαδίζει με απόλυτο έλεγχο της καθημερινής ζωής. Η ολομέτωπη επίθεση για την ολοσχερή καταστροφή της άτυπης οικονομίας και της μικροοικοδόμησης στη σημερινή Ελλάδα (Leontidou 2014, 2015a), καθιστά μάλλον πρωτότυπη και ανατρεπτική την εποχή της αυτοστέγασης. Η λαϊκή αυθόρμητη στέγαση και τα αυθαίρετα ‘πατάχθηκαν’ τα χρόνια της δικτατορίας με ‘νομιμοποιήσεις’ και κατεδαφίσεις, ενώ η χαριστική βολή δόθηκε με την ένταξη στην ΕΕ (Leontidou 1990/2006, 2014, 2015b). Στη συνέχεια η κρίση δημιούργησε άστεγους πληθυσμούς που κάποτε ζούσαν είτε σε παράγκες είτε στο πλαίσιο της διευρυμένης οικογένειας στα ιδιόκτητα σπιτάκια και συντηρούνταν από το διαμοιρασμό του εισοδήματος.
Επιπλέον σήμερα η κατοικία επιβαρύνεται πλέον από μια εισπρακτική στρατηγική που εκμεταλλεύεται στο έπακρο την ιδιομορφία της Ελλάδας να έχει τη (μικρο)ιδιοκτησία διεσπαρμένη σε πολλά χέρια από τα χρόνια της ενίσχυσης της ιδιοκατοίκησης από την ΕΑΠ: κάθε μικρο-ιδιοκτησία θα αποδώσει τον διογκωμένο ΕΝΦΙΑ, που αντιστοιχεί σε υπερεκτίμηση της ‘αντικειμενικής αξίας’ της. Με αυτό και με την υπερχρέωση, σύμφωνα πάντα με την τρόικα και τις κυβερνήσεις, οι δρόμοι της πόλης πλημμύρισαν ήδη από άστεγους, πριν ακόμα ξεκινήσουν οι απεχθείς κατασχέσεις.
Τι μας λένε λοιπόν οι μνήμες της δεκαετίας του 1920 για το σημερινό Ευρωπαϊκό πολιτισμό, ή μάλλον βαρβαρότητα (Λεοντίδου 2012); Αν εφαρμόζονταν το Μεσοπόλεμο πολιτικές όπως οι σημερινές, θα έπρεπε να έχουμε ξεχάσει την οικιστική αποκατάσταση, την εν γένει βελτίωση της ζωής των λαϊκών στρωμάτων και την άνοδο της μεσαίας τάξης. Το χειρότερο είναι ότι, στη σύγχρονη Αθήνα της κρίσης, αυτό που έχει πληγεί και είναι αμφίβολο αν ή πότε θα ζωντανέψει ξανά, είναι αυτό που έφεραν οι πρόσφυγες, αυτό που πρόσφεραν στους ντόπιους πληθυσμούς και τους συμπαρέσυραν σε αγώνες για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους, κινώντας ταυτόχρονα τους ιμάντες της ανάπτυξης και της προόδου την περίοδο του Mεσοπολέμου: αυτό που έχει πληγεί είναι η ελπίδα.
[1] Αναθεωρημένη δημοσίευση, με πρόσθετη τεκμηρίωση, των τριών πρώτων υποκεφαλαίων της δημοσίευσης στο LiFO τ. 498, 1.12.2016, σ. 50-59 (βλ. http://www.lifo.gr/articles/archaeology_articles/123864, όπου και χάρτης και φωτογραφίες).
Λεοντίδου, Λ. (2017) Φτωχογειτονιές της ελπίδας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/φτωχογειτονιές-της-ελπίδας/ , DOI: 10.17902/20971.70
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9