Μια εισαγωγική παρατήρηση, αναγκαστικά με μεγάλη συντομία:Η Οθωμανική Αθήνα εμφανίζει ένα (φαινομενικό) οξύμωρο. Στον πρώτο αιώνα κατοχής η πόλη έφτασε στο απόγειο της ευημερίας της (και της πολεοδομικής της ανάπτυξης), με ασήμαντο μουσουλμανικό πληθυσμό (50 εστίες/hane το 1541, έναντι περίπου 3.000 εστιών Χριστιανών) και μηδενικές σχεδόν παρεμβάσεις στον μετα-βυζαντινό χαρακτήρα της. Από την άλλη, στην μετά τα μέσα του 17ου αιώνα περίοδο Οθωμανικής διοίκησης η πόλη είχε δραματικά παρακμάσει αλλά κέρδιζε σε διεθνή ακτινοβολία από τη συνάντησή της με τους εκπροσώπους του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, ενώ και οι Οθωμανικές παρεμβάσεις έδιναν τώρα ιδιαίτερα γνωρίσματα πόλης της Ανατολής. |
Η προηγούμενη παρατήρηση, κατάλληλα επεξεργαζόμενη, οδηγεί σε ένα πρώτο συμπέρασμα, σχετικό με το θέμα μας: οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες ανάπτυξης της Αθήνας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν προσδιόρισαν τον χωρισμό της πόλης σε ζώνες αυστηρά διαφοροποιημένων ομάδων πληθυσμού ως προς εθνικο/θρησκευτικά κριτήρια. Και αυτό συνέβαινε παρά το ότι οι Τούρκοι, στην πλειονότητά τους ήσαν συγκεντρωμένοι κοντά στην αγορά (bazaar), όπου βρίσκονταν τα λίγα τζαμιά, ο μεντρεσές και τα χαμάμ: τα όρια ήσαν δυσδιάκριτα και υπήρχαν κατά τόπους θύλακες διάχυσης της μιας κοινότητας στην άλλη. Υπάρχει όμως μια άλλη παράμετρος που πρέπει να συνυπολογιστεί. Σε προκαπιταλιστικές συνθήκες παραγωγής οι αξίες γης στις πόλεις επηρεάζονταν από τον ανταγωνισμό για την κατάληψη θέσεων ‘κύρους’. Και τέτοιες θέσεις, σε μια κοινωνία που χρησιμοποιούσε τον χώρο και την αρχιτεκτονική έκφραση για τη συμβολική αναπαράσταση της δύναμής της βρίσκονταν αυστηρά μέσα στο εμπορικό και διοικητικό κέντρο, ή σε άμεση γειτνίαση με αυτή την ενότητα – την αγορά της πόλης. Αυτό ίσχυε και στην Αθήνα. Η θέση ‘κύρους’ εδώ ήταν το bazaar. Όσοι ήσαν στον πυρήνα άσκησης της εξουσίας ή όσοι βρίσκονταν γύρω από αυτόν τον πυρήνα, είτε ήσαν υψηλοί Οθωμανοί αξιωματούχοι, ή αγάδες με μεγάλη κτηματική περιουσία, είτε ήσαν Χριστιανοί πρόκριτοι, βρίσκονταν εδώ. Το σπίτι του Λογοθέτη, προξένου της Αγγλίας, βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το βοεβοδαλίκι, μπροστά από τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Αλλά ακόμα και οι Φράγκοι ‘δυνατοί’ εδώ επέλεγαν να εγκατασταθούν – όπως ο πολύς Γάλλος πρόξενος (και δεινός αρχαιοκάπηλος) Fauvel. Είναι μάλιστα ενδεικτικό της σημασίας του bazaar το ότι η Μονή των Καπουτσίνων, στο βορειοανατολικό άκρο της πόλης ουδέποτε αποτέλεσε ‘ανταγωνιστικό’ κέντρο, παρά το ότι υπήρξε το κέντρο αναφοράς μιας πλειάδας ξένων επισκεπτών σε όλη τη διάρκεια του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα.
Αναδύεται λοιπόν έτσι ένα άλλο κοινωνικό/γεωγραφικό τοπίο στην Αθήνα των Οθωμανικών χρόνων: μια συγκεκριμένη κεντρική περιοχή αντιδιαστέλλεται από την υπόλοιπη πόλη, όπως αντιδιαστέλλονται κοινωνικές ομάδες που διαθέτουν πολιτική και στρατιωτική εξουσία, πλούτο και κύρος από την πλειονότητα των πολιτικά υποταγμένων κατοίκων της πόλης που γνωρίζουν φορολογική εκμετάλλευση και ασκούν παραγωγικές δραστηριότητες. Το χαρακτηριστικό αυτού του διαχωριστικού προτύπου αποκτά, για κάθε πόλη που αναπτύσσεται στη βάση της Οθωμανικής κατοχής, πρόσθετο ενδιαφέρον από το γεγονός ότι στην πόλη των Οθωμανικών χρόνων η κεντρική αγορά κατά κανόνα διαφοροποιείται απόλυτα από τον υπόλοιπο κτισμένο χώρο – με άλλα λόγια, η ανάμιξη χρήσεων στο κέντρο (πχ, κατοικία και εργαστήρια ή καταστήματα) αποφεύγεται. Αλλά ακόμα και αυτός ο λειτουργικός διαχωρισμός υφίσταται μόνον στον βαθμό που το αστικό κέντρο είναι σημαντικός διοικητικός, οικονομικός και στρατιωτικός πόλος ανάπτυξης. Η Αθήνα δεν υπήρξε τέτοιο αστικό κέντρο. Θα πρέπει γι’αυτό να δεχθούμε μια περιορισμένη ανάμιξη χρήσεων στο κεντρικό τμήμα αυτής της πόλης – όπως πράγματι έχει διαπιστωθεί ότι συνέβαινε.
Η τελευταία σχετική με το θέμα μας παρατήρηση που αφορά στην Οθωμανική Αθήνα, σχετίζεται με μια πολεοδομική παράμετρο, η οποία συνεξεταζόμενη με άλλα στοιχεία μπορεί να καθορίζει τρόπους διασταύρωσης της χωρικής και της κοινωνικής απόστασης. Πρόκειται για την πυκνότητα κατοίκησης (παράλληλα με τύπους κατοικιών, στεγαστικές παραμέτρους, κλπ). Είναι εξακριβωμένο ότι οι πυκνότητες κατοίκησης στην Αθήνα των όψιμων (τουλάχιστον) Οθωμανικών χρόνων ήσαν υψηλότερες στο ‘Εξέχωρο’ έναντι εκείνων που επικρατούσαν στο νότιο τμήμα της πόλης, στα χαμηλά τμήματα του λόφου της Ακρόπολης. Θυμίζουμε ότι το ‘Εξέχωρο’ ήταν η περιοχή που βρισκόταν βόρεια του από ανατολή προς Δύση άξονα, περίπου κατά μήκος της οδού Αδριανού, ή, από τη Στοά του Αττάλου δυτικά στην Μονή των Καπουτσίνων ανατολικά.
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, η πόλη των Οθωμανικών χρόνων κλήθηκε να περάσει στην κατηγορία μιας πρωτεύουσας πόλης, ενός νεοσύστατου κράτους, με ταυτόχρονη μεταβολή της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής της δομής. Η απαίτηση για γρήγορο μετασχηματισμό μιας κοινότητας σε μια κοινωνία, συνιστούσε την υποχρέωση για μια εξαιρετικά δύσκολη υπέρβαση: από το να ανήκεις σε μια κοινότητα, με την έννοια του να συμμερίζεσαι κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπως της θρησκείας, της γλώσσας, των εθίμων, κλπ. – τους ακρογωνιαίους λίθους της κοινωνικής αλληλεγγύης, στο να είσαι μέλος μιας κοινωνίας, η οποία προσλαμβάνεται ως θεσμός, ως ‘εξωτερικότητα’, μέσα στην οποία το κάθε άτομο είναι μια στατιστική μονάδα που εντάσσεται σε κατηγορίες, ποσότητες και μεταβαλλόμενες ροές – τα συστατικά στοιχεία μιας (κοινωνικής) λειτουργικής σχέσης.
Η παρατήρηση αυτή γίνεται γιατί, αν ανιχνεύουμε τις μορφές κοινωνικής διαίρεσης του χώρου στις πρώτες δεκαετίες μετά την απελευθέρωση μέσα από τις χωρικές εκδοχές του νέου σχεδίου που ετοιμάστηκε για την πρωτεύουσα (σχέδιο Κλεάνθους και Schaubert, 1834), αξίζει να θυμόμαστε ότι εκείνο το σχέδιο δεν είχε από μόνο του, τη δύναμη να επιβάλλει τις συγκεκριμένες μορφές διαίρεσης του χώρου.
Για να μπούμε κατευθείαν στο θέμα: λίγες δεκαετίες μετά τις απόπειρες εφαρμογής του πρώτου σχεδίου της Αθήνας (το οποίο, άλλωστε, είχε επίσημα απορριφθεί παρά την αρχική του έγκριση), δύο από τους νέους άξονες της πρωτεύουσας θα σηκώσουν το βάρος μιας (νέας) κοινωνικής διαίρεσης του χώρου. Ο κάθε άξονας είχε τη δική του ιδιαίτερη δυναμική στον χρόνο, τόσο από τη συμβολή του στη διαδικασία αναπαραγωγής χωρικών/κοινωνικών διαφοροποιήσεων, όσο και από τη χρονική αφετηρία του καθενός στο να ενσωματώσουν μορφές διαχωρισμού (παρά την ταυτόχρονη παρουσία τους στο αρχικό σχέδιο). Πρόκειται για την οδό Αθηνάς και την οδό Πειραιώς. Με βάση τον προηγούμενο συλλογισμό, προηγήθηκε η οδός Αθηνάς. Ο αναντίρρητος ιδεολογικός της ρόλος (στη συμβολική σύνδεση της έδρας της εξουσίας με το κύρος της αρχαιότητας) συχνά συσκοτίζει τη σημασία της ως άξονα υποδοχής λειτουργικών ανακατατάξεων – σημασία, άλλωστε, που κατίσχυσε όταν τα Ανάκτορα μεταφέρθηκαν σε άλλη θέση. Συγκεκριμένα, μέσα από την αργή διαδικασία φεουδαρχικής αποσύνθεσης την οποία σταδιακά επέβαλαν οι νέες συνθήκες παραγωγής και οι νέες (κοινωνικές) παραγωγικές σχέσεις, οι λειτουργίες (βιοτεχνικής/χειροτεχνικής) παραγωγής, και εμπορευματοποίησης/έκθεσης του παραγόμενου αγαθού διαφοροποιήθηκαν: η ‘σημειακή’ παλαιότερη παρουσία τους, ως ενιαία χωρική ενότητα, αλλά και η συνένωσή τους στο ίδιο φυσικό πρόσωπο, έδωσαν σύντομα τη θέση τους χωριστά, σε περιοχές παραγωγής και σε ‘γραμμικά’ χωρικά στοιχεία (εμπορικοί άξονες, και χώροι προβολής και έκθεσης προϊόντων), με εξειδικευμένους πλέον επισπεύδοντες της κάθε διαδικασίας. Αυτός ήταν ο ρόλος της οδού Αθηνάς, ως προς τις περιοχές ‘πίσω’ από αυτήν ή στο άμεσο περιβάλλον της (όπως η περιοχή του Ψυρρή και το ‘παραδοσιακό’ bazaar). O εμπορικός της ρόλος, μάλιστα, προβλεπόταν να ενισχυθεί με τη ‘φιλοξενία’ που θα προσέφερε, βορειότερα, σε ‘αμιγή’ (και νεοπαγή) εμπορικά κέντρα. Ανέλαβε, συνεπώς, η οδός Αθηνάς έναν καθοριστικής σημασίας ρόλο, ο οποίος όμως αρχικά είχε χαρακτηριστικά, κυρίως, ενεργοποίησης πολεοδομικής/λειτουργικής διαφοροποίησης και όχι (και) κοινωνικού διαχωρισμού.
Για την επίτευξη αυτού του τελευταίου ρόλου απαιτήθηκε η συνέργεια, λίγα χρόνια αργότερα, της οδού Πειραιώς. Ο άξονας αυτός, με την αρχική πρόθεση σύνδεσης της πρωτεύουσας πόλης με το (νέο της) λιμάνι, στη σκιά του ίχνους των ‘Μακρών Τειχών’, απέκτησε νέο χαρακτήρα όταν, στα μέσα του 19ου αιώνα, κτίστηκε σε μικρή απόσταση από αυτόν (στα δυτικά του) αλλά και σε μικρή απόσταση από την πλατεία Ομονοίας το Μεταξουργείο (κτίσμα που αρχικά προοριζόταν για εμπορικό κέντρο). Και όταν λίγα χρόνια αργότερα, η σύμφυτη με τον 19ο αιώνα επαναστατική παρουσία της βιομηχανικής δραστηριότητας εκπροσωπήθηκε στην Αθήνα και με το εργοστάσιο Αεριόφωτος, στη συμβολή των οδών Πειραιώς και Ερμού, το έδαφος ήταν έτοιμο να δεχθεί τις νέες διαμερισματοποιήσεις της πρωτεύουσας. Η οδός Αθηνάς, σε επέκταση όσων είπαμε προηγουμένως, αποσαφήνιζε πλέον με την παρουσία της τον ρόλο ενός ‘ορίου’. Το δυτικό τμήμα της πόλης (δηλαδή το τμήμα δυτικά της οδού Αθηνάς) ήταν η περιοχή βιοτεχνίας/βιομηχανίας και η περιοχή κατοικίας χαμηλών εισοδηματικά στρωμάτων (είναι αυτονόητο ότι σύντομα γύρω από το εργοστάσιο του Μεταξουργείου και το εργοστάσιο αεριόφωτος σχηματίστηκαν οι πρώτοι θύλακες εργατικής κατοικίας), ενώ το ανατολικό τμήμα της πόλης (δηλαδή το τμήμα ανατολικά της οδού Αθηνάς) ήταν η περιοχή διοίκησης, παροχής υπηρεσιών, κατοικίας μέσων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων.
Αλλά η κατάσταση αυτή δεν ήταν στατική. Το ‘όριο’ λειτουργικού και κοινωνικού διαχωρισμού δεν παγιώνεται στον χώρο και στον χρόνο – υφίσταται μόνον για όσο διάστημα συντρέχουν λόγοι συνεχούς αναπαραγωγής του ρόλου του. Μέσα από αυτήν την οπτική προσλαμβάνονται καίριες πολεοδομικές παρεμβάσεις του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα: από τη μια πλευρά, η λειτουργία της σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιά-Αθήνας με κατάληξη το Θησείο (και ενσωμάτωση στη λειτουργία της του χώρου αναψυχής στον Όρμο Φαλήρου), αλλά και η ενίσχυση της βιομηχανικής δραστηριότητας στον Πειραιά και κατά μήκος του ίδιου του άξονα της οδού Πειραιώς. Από την άλλη πλευρά, η ενίσχυση του ηγεμονικού ρόλου ενός νεοπαγούς αστικού χαρακτήρα, είτε με τη σμίλευση ενός συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού ύφους είτε με διανοίξεις ‘εσωτερικών’ λεωφόρων, όπως η λεωφόρος Αλεξάνδρας, που οριοθετούν επί μέρους περιοχές – και τα δύο ως μακρινός απόηχος των συγγενών, προσφιλών στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, πρακτικών αρχιτεκτονικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Σε επίρρωση των τελευταίων αυτών παρατηρήσεων δεν έχει παρά να ‘διαβάσει’ κανείς προσεκτικά τον χαρακτήρα δύο περιοχών κατοικίας που ενσωματώθηκαν στο σχέδιο της πόλης στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα: το αδιάφορο, ιπποδάμειο σχέδιο του Κολωνού στα δυτικά, και το επιτηδευμένο, σχεδόν αναγεννησιακού ύφους, σχέδιο του Βαθρακονησίου (Παγκρατίου) στα ανατολικά.
Καρύδης, Δ. (2015) Αθήνα: Κοινωνική διαίρεση του χώρου στο πέρασμα από την πόλη των Οθωμανικών χρόνων στην ελληνική πρωτεύουσα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/απαρχές-κοινωνικής-διαίρεσης/ , DOI: 10.17902/20971.6
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Οι ‘χωρίς μεσάζοντες’ αγορές, που πρόσφατα κάνουν δυναμικά την εμφάνιση τους σε πλατείες και ανοικτούς χώρους στις γειτονιές της πόλης, αποτελούν άλλη μια μορφή των εναλλακτικών δικτύων τροφίμου (Alternative Food Networks) και των νέων σχέσεων πόλης – υπαίθρου. Οι άτυπες αυτές αγορές φέρνουν σε άμεση επαφή αγρότες και μικρούς μεταποιητές με τους καταναλωτές της πόλης παρακάμπτοντας πάσης φύσεως ενδιάμεσους από το κύκλωμα των εμπορικών συναλλαγών σε βασικά τρόφιμα. Εντάσσονται στο πλαίσιο των νέων κοινωνικών κινημάτων, που αναδύονται μετά την οικονομική κρίση στη χώρα μας, για μια αλληλέγγυα και βιώσιμη οικονομία επ’ ωφελεία παραγωγών και καταναλωτών. Η κρίση έκανε ακόμα πιο εμφανείς τις στρεβλώσεις σε όλο το μήκος της αλυσίδας διάθεσης των γεωργικών προϊόντων με την παρείσφρηση μεταπρατών και μεσαζόντων που αυξάνουν την τελική τιμή των τροφίμων. Παράλληλα, ο καταναλωτής δεν γνωρίζει την ακριβή προέλευση του τροφίμου που φθάνει στο τραπέζι του (πού και πώς παράχθηκε, με ποιες μεθόδους μεταποιήθηκε, πόση διαδρομή διήνυσε μέχρι το ράφι του καταστήματος) με αποτέλεσμα συχνά να αμφισβητεί την ποιότητα και την θρεπτική αξία τους.
Έτσι, στον αντίποδα των μεγάλων αγροβιομηχανιών και δικτύων λιανικού εμπορίου, τα μικρά δίκτυα εμπορίας όχι μόνο αποκαθιστούν τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή, αλλά συμβάλλουν και στην ενδυνάμωση των οικονομιών των τόπων προέλευσης των προϊόντων. Για τους καταναλωτές της πόλης, το όφελος δεν έγκειται απλώς και μόνο στην αγορά “ποιοτικών τροφίμων με ταυτότητα” σε προσιτές τιμές, αλλά και στην ενεργό συμμετοχή τους στα κινήματα πολιτών, στην ενίσχυση της κοινωνικής αλληλεγγύης στην πόλη, στη στήριξη της μικρής οικογενειακής γεωργίας και των ανεξάρτητων παραγωγών.
Το ξεκίνημα έγινε με το αποκαλούμενο «κίνημα της πατάτας» (2012) και με πρωταγωνίστρια την Ομάδα εθελοντικής δράσης Ν. Πιερίας «ο Τόπος μου», εκφράζοντας το έντονο κοινωνικό αίτημα για φθηνά τρόφιμα χωρίς μεσάζοντες εμπόρους. Το πρώτο έναυσμα δόθηκε, και στη συνέχεια το κίνημα «χωρίς μεσάζοντες» εξαπλώθηκε γρήγορα σε πολλές πόλεις της Ελλάδας απαντώντας στις επισιτιστικές ανάγκες των φτωχοποιημένων από την οικονομική ύφεση αστικών νοικοκυριών. Στην ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας οι εναλλακτικές αυτές αγορές εξαπλώνονται σε πλατείες, προαύλια σχολείων, πάρκινγκ και άλλους ανοικτούς χώρους. Ενεργοποιήθηκαν και ενδυναμώθηκαν μέσα από πρωτοβουλίες ομάδων πολιτών και συλλογικοτήτων της γειτονιάς αλλά, όχι σπάνια, και από πρωτοβουλίες δημοτικών αρχών προκειμένου να αντιμετωπίσουν άμεσα τα πιεστικά προβλήματα επισιτιστικής ένδειας των δημοτών τους.
Οι χωρίς μεσάζοντες αγορές από την «κίνηση αντίστασης και αλληλεγγύης» στο στέκι Γαλατσίου «Παίρνω Αμπάριζα», έως το δίκτυο αλληλεγγύης της 6ης Κοινότητας της Αθήνας «Το μυρμήγκι», το «παζάρι» της κίνησης πολιτών αλληλεγγύης και πολιτισμού Ψυχικού-Φιλοθέης «οι Ομπρέλες» και την κίνηση πολιτών Χαλανδρίου χωρίς μεσάζοντες «Μαζί να τα φάμε», αλλά και τόσες άλλες, στήνουν τους πάγκους τους κατά τις προγραμματισμένες Κυριακές του χρόνου. Όπως σημειώνουν τα μέλη της συλλογικότητας Γαλατσίου, «Ανιχνεύουμε άλλους τρόπους οργάνωσης της διανομής τροφίμων χωρίς τους κάθε λογής μεσάζοντες. Αποφασίζουμε οι ίδιοι για τα προϊόντα που καταναλώνουμε. Στηρίζουμε τον μικρομεσαίο Έλληνα παραγωγό δίνοντας του πρόσβαση στην κατανάλωση. Καλύπτουμε τις καθημερινές μας ανάγκες πέρα από τη λογική του κέρδους. Στην κοινωνική διάλυση απαντάμε με συλλογικότητα, κοινωνική συνοχή, αλληλοβοήθεια και συνεταιριστικό πνεύμα» (http://www.xmesazontes.gr/member/announcement.aspx?aid=51).
Η οργάνωση και λειτουργία τους βασίζεται στην εθελοντική δράση πολιτών, ενώ η μεθοδικότητα και η συστηματική προετοιμασία από τους συμμετέχοντες, αποτελούν βασικές συνιστώσες για ένα πετυχημένο αποτέλεσμα. Αυτό εξάλλου, διαπιστώνεται και από τις αυξανόμενες ποσότητες των διανεμόμενων προϊόντων καθώς το κίνημα χωρίς μεσάζοντες κερδίζει έδαφος και καταναλωτές. Μέλος της Γενικής Συνέλευσης της κίνησης πολιτών Χαλανδρίου χωρίς μεσάζοντες «Μαζί να τα φάμε», επισημαίνει: «Η πρώτη διανομή, ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 2012 έχοντας μαζέψει 300 παραγγελίες όπου διατέθηκαν 11 τόνοι προϊόντων. Δύο χρόνια μετά, οι παραγγελίες έφτασαν τις 1010 με 37 τόνους διανεμόμενων προϊόντων, ενώ από 10 τύπους προϊόντων που είχαμε στο ξεκίνημα έχουμε φτάσει στους 90, όπου ανάμεσα σε άλλα συμπεριλαμβάνονται λάδι, τυριά, πατάτες, μέλι, όσπρια μέχρι κρασί και ξηρούς καρπούς».
Η ποιότητα των προϊόντων και η συνέπεια των παραγωγών αποτελούν βασικές παραμέτρους της οργανωτικής διαδικασίας, με γνώμονα τη διασφάλιση της υγείας των καταναλωτών και την καλή εξυπηρέτησή τους, καθώς μέλη της κίνησης διενεργούν σε τακτά χρονικά διαστήματα τυχαίους δειγματοληπτικούς ελέγχους. Από την άλλη, παραγωγοί που δεν τηρούν με συνέπεια το πρόγραμμα των συναντήσεων αποκλείονται από τις διανομές του δικτύου ‘χωρίς μεσάζοντες’. Έτερο μέλος του κινήματος στο Χαλάνδρι αναφέρει σχετικά: «είχαμε περίπτωση που παραγωγός ακύρωσε την συμμετοχή του για δεύτερη φορά, μόλις την προηγούμενη ημέρα της διανομής αφήνοντας ξεκρέμαστους τους καταναλωτές που είχαν κάνει τις συγκεκριμένες παραγγελίες». Τα περιστατικά πάντως αφερεγγυότητας είναι σπάνια, καθώς δεν συμφέρει τους παραγωγούς να διαρρήξουν τη σχέση εμπιστοσύνης με τους καταναλωτές αφού η συμμετοχή τους στο εμπόριο χωρίς μεσάζοντες τους εξασφαλίζει, αφενός, τη σίγουρη πώληση των προϊόντων τους και μάλιστα σε μεγάλες ποσότητες, και αφετέρου, την εξοικονόμηση του κέρδους του μεσάζοντα.
Η πρόσβαση στους χώρους του ανοιχτού εμπορίου είναι ελεύθερη και συνήθως υπερβαίνει τα όρια της γειτονιάς. Η άμεση επαφή και η γνωριμία με τους παραγωγούς, η καλή ποιότητα του προϊόντος σε συνδυασμό με την προσιτή τιμή, η εξωστρέφεια, η ζωντάνια και η κοινωνική αλληλεπίδραση μαζί με τις παράλληλες εκδηλώσεις που συχνά γίνονται (δραστηριότητες για τα παιδιά, μουσικές εκδηλώσεις, ομιλίες, λογοτεχνικές αφηγήσεις, συλλογική κουζίνα, κ.ά.) προσελκύει πολίτες από πολλές γωνιές της ευρύτερης περιοχής, μετατρέποντας τις ανοικτές αυτές αγορές σε τόπους κοινωνικής συνεύρεσης, πολιτικού προβληματισμού και λαϊκής γιορτής. Ένας από τους εθελοντές της δράσης του Χαλανδρίου σημειώνει: «έρχονται καταναλωτές και από μακριά, Βύρωνα, Καλαμάκι… και το προφίλ τους περιλαμβάνει άτομα απ’ όλες τις επαγγελματικές και κοινωνικές τάξεις, μηχανικοί, καθηγητές… άνεργοι, αλλά πολλές φορές μπορεί και οι δύο σύζυγοι να είναι εργαζόμενοι. Κυρίως, όμως, είναι η μέχρι πρότινος μεσαία τάξη που σιγά-σιγά προλεταριοποιείται, χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και χαμηλότερα στρώματα. Έτσι, η όλη κίνηση πλαισιώνεται, όχι μόνο από δημότες του Χαλανδρίου, αλλά και από κατοίκους άλλων περιοχών που συμμετέχουν ενεργά. Βέβαια, υπάρχουν και πολλοί που έρχονται καθαρά για τα λεφτά, να βρουν φθηνό τρόφιμο… βλέπεις, όταν η τσέπη είναι άδεια δεν σε πολυενδιαφέρει ούτε η συμμετοχική οργάνωση ούτε να στηρίξεις μια τοπική παραγωγή». Ωστόσο, παρά τη δημοφιλία που απέκτησε το κίνημα χωρίς μεσάζοντες, τόσο για τους παραγωγούς (εξασφάλιση νέων αγορών), όσο και για τους καταναλωτές (πρόσβαση σε ποιοτικά τρόφιμα με ταυτότητα και σε προσιτές τιμές), αυτό παραμένει στη σφαίρα του άτυπου εμπορίου, καθώς η Πολιτεία δεν το συμπεριλαμβάνει στο σχετικό θεσμικό πλαίσιο (ν.4264/2014 περί άσκησης εμπορικών δραστηριοτήτων εκτός καταστήματος / οργάνωσης και λειτουργίας λαϊκών αγορών και προϋποθέσεις χορήγησης αδειών άσκησης υπαίθριου εμπορίου).
Παράλληλη δράση με το ανοικτό εμπόριο στο χώρο του σχολείου, αποτελεί και το «καλάθι αλληλεγγύης» που προορίζεται για νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης. Πρόκειται για μια πρόσθετη κίνηση αλληλεγγύης στο πλαίσιο της οποίας ένα μέρος των αγορασμένων προϊόντων από τους καταναλωτές και ένα μέρος της παραγωγής που διαθέτουν οι παραγωγοί, συγκεντρώνεται σε καλάθια για τις άπορες οικογένειες του Δήμου. Αφορμή για αυτή την κίνηση στάθηκε ο υποσιτισμός παιδιών σε σχολεία της περιοχής, γεγονός που ανέτρεψε την στερεοτυπική αντίληψη περί απουσίας φτώχειας σε προάστια υψηλών εισοδημάτων της Αθήνας. Όπως επισημαίνουν μέλη της, ανοικτής πρωτοβουλίας αλληλεγγύης Χαλανδρίου «Μαζί να τα φάμε»: «ο πρώτος δείκτης στάθηκε η λιποθυμία παιδιών στα σχολεία μας. Ο δάσκαλος είναι ο πρώτος που διαπιστώνει ποιος μαθητής έχει πρόβλημα φτώχειας στο σπίτι του. Μαθητής που δεν φέρνει κολατσιό στο σχολείο αντιμετωπίζει πρόβλημα, τελεία και παύλα. Καθώς στην κίνηση έχουμε δάσκαλους εθελοντές, η ενημέρωση υπήρξε άμεση και η αντίστοιχη ενεργοποίηση ανθρώπων μαζική και έτσι στήσαμε το καλάθι. Σήμερα, διανέμουμε 70 καλάθια σε αντίστοιχα νοικοκυριά του Δήμου και οι τάσεις είναι αυξητικές ενώ καταβάλουμε προσπάθειες να εντοπίσουμε και άλλες τέτοιες οικογένειες, καθώς η ντροπή εμποδίζει αρκετά μέλη αυτών, να μας πλησιάσουν. Σκοπός μας είναι να μην μείνει κανένας μόνος του απέναντι στην κρίση και ν’ αντισταθούμε».
Όπως όλα δείχνουν, τα εναλλακτικά δίκτυα τροφίμων που αναδύονται τα τελευταία χρόνια σε συνοικίες της Αθήνας, ουσιαστικά στηρίζονται σε συλλογικότητες στο πλαίσιο ανάπτυξης ενός «κινήματος εθελοντισμού και αλληλεγγύης», ενάντια στα φαινόμενα κοινωνικής αποσύνθεσης και καταστροφής, προτάσσοντας έναν διαφορετικό δρόμο για τη λαϊκή οργάνωση, τη μαζική συμμετοχή και την αντίσταση στην κρίση. Στο διαδικτυακό της τόπο η πρωτοβουλία αλληλεγγύης Χαλανδρίου, «Μαζί …να τα φάμε», ενδεικτικά αναφέρει: «Όχι μόνο δεν ‘τα φάγαμε μαζί’ αλλά όλο και περισσότεροι δυσκολευόμαστε πια να προμηθευτούμε τα απαραίτητα. Αποτελεί βασικό στόχο μας το να μπορούμε να προμηθευόμαστε φτηνά αλλά και ποιοτικά τρόφιμα προωθώντας ταυτόχρονα συμμετοχικές μορφές δημοκρατικής αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης σε μόνιμη βάση, οργανώνοντας διανομές σε τακτά χρονικά διαστήματα» (http://mazinatafame.blogspot.gr/p/blog-page_328.html)
Πέτρου, Μ. (2015) «Μαζί να τα φάμε». Κινήματα πολιτών ‘Χωρίς Μεσάζοντες’ στην πόλη, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/χωρίς-μεσάζοντες/ , DOI: 10.17902/20971.4
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Ομάδα εθελοντικής δράσης Ν. Πιερίας: http://www.otoposmou.gr/
http://pernoampariza.wordpress.com/
http://mazinatafame.blogspot.gr/
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα (ΚΝ) αποτελούν τα τελευταία χρόνια τη βασικότερη αιτία θανάτου στην Ελλάδα και τη δεύτερη μεγαλύτερη αιτία θανάτου παγκοσμίως. Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, στην Ελλάδα το έτος 2012 το 42,6% των θανάτων (49.728 άτομα) οφείλεται σε ΚΝ, ενώ σύμφωνα με έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Mendis et al. 2011) το 2008 οι θάνατοι από ΚΝ αντιστοιχούν στο 31% ή 17,3 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως και παρουσιάζουν μεγάλες ανισότητες μεταξύ αναπτυσσόμενων και αναπτυγμένων χωρών. Ο επιπολασμός –δηλαδή η συχνότητα στον γενικό πληθυσμό– των ΚΝ και των παραγόντων κινδύνου για ΚΝ έχουν ερευνηθεί στη χώρα μας από τις μελέτες των Επτά Χωρών, Athens Heart, EPIC-Greek και ATTICA αποδεικνύοντας ότι η Ελλάδα έχει μετατοπιστεί από χαμηλού σε υψηλού κινδύνου πληθυσμό (Panagiotakos et al. 2008).
Το κείμενο αυτό επιχειρεί να αναδείξει τις χωρικές ανισότητες του επιπέδου υγείας για ένα δείγμα του πληθυσμού της Αττικής σε σχέση με τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα μέσα από τη χαρτογραφική απεικόνισή τους και τον υπολογισμό κατάλληλων δεικτών. Τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται παρακάτω αφορούν στη διερευνητική χωρική ανάλυση του επιπέδου υγείας ενός δείγματος πληθυσμού και δεν μπορούν να γενικευθούν σε όλο τον πληθυσμό της Αττικής επειδή το δείγμα δεν είναι κατ’ανάγκη αντιπροσωπευτικό. Ωστόσο, επιχειρείται να αναδειχθεί η σημασία της μελέτης της χωρικής διάστασης του φαινομένου ώστε μελλοντικά να συνδεθούν τα ΚΝ με περιβαλλοντικούς παράγοντες που ενδεχομένως να επηρεάζουν τις χωρικές τους ανισότητες.
Το δείγμα του πληθυσμού που εξετάζεται προέκυψε από τη συλλογή δεδομένων ασθενών με στεφανιαία νόσο (ΣΝ) η οποία πραγματοποιήθηκε σε καρδιολογικές κλινικές νοσοκομείων της Αττικής. Πρόκειται για ασθενείς εξωτερικών ιατρείων ή νοσηλευόμενους ασθενείς με ελεύθερο ιστορικό ΚΝ. Επιπλέον, συγκεντρώθηκαν δεδομένα για άτομα χωρίς ιστορικό ΚΝ από Δημαρχεία και Κέντρα Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων (ΚΑΠΗ) των περιοχών Καλλιθέας, Μοσχάτου και Νέας Σμύρνης. Ανάμεσα στα δεδομένα που συλλέχθησαν ήταν και οι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Η συλλογή των δεδομένων αυτών έγινε στο πλαίσιο της Μελέτης THISEAS. Για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας δημιουργήθηκε μια ψηφιακή βάση γεωχωρικών δεδομένων με αναφορά στη γεωγραφική θέση (κατοικία) των ερωτώμενων και με τη βοήθεια ανοιχτού λογισμικού Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών.
Η μελέτη THISEAS (The Hellenic study of Interactions between Snps and Eating in Atherosclerosis Susceptibility) είναι μελέτη ασθενών-μαρτύρων με σκοπό (α) την ανάδειξη νέων πολυμορφισμών γονιδίων που επηρεάζουν τον κίνδυνο για στεφανιαία νόσο (ΣΝ), (β) την ταυτοποίηση διατροφικών προτύπων που τροποποιούν τον κίνδυνο για ΣΝ και γ) τον έλεγχο της αλληλεπίδρασης των διατροφικών προτύπων με τη γενετική σύσταση ως προς τον κίνδυνο για ΣΝ.
Η αιτιολογία της ΣΝ είναι πολυπαραγοντική και ανάμεσα στους πολλούς παράγοντες κινδύνου συμπεριλαμβάνονται τόσο γενετικοί, όσο και περιβαλλοντικοί, όπως για παράδειγμα η διατροφή. Η αναγνώριση των παραγόντων κινδύνου για ΣΝ αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα της επιδημιολογικής έρευνας. Οι παράγοντες κινδύνου είναι καθοριστικοί για την εκτίμηση του κινδύνου που διατρέχει ένα άτομο για την εμφάνιση της νόσου και είναι σημαντικό να αξιολογούνται γιατί μπορούν να αποτελέσουν πεδίο θεραπευτικών παρεμβάσεων. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος κατηγοριοποίησης των παραγόντων κινδύνου είναι ο διαχωρισμός τους σε τροποποιήσιμους και μη τροποποιήσιμους. Στους τροποποιήσιμους παράγοντες περιλαμβάνονται η αρτηριακή υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η δυσλιπιδαιμία, η παχυσαρκία, το κάπνισμα και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας. Στους μη τροποποιήσιμους παράγοντες περιλαμβάνονται το φύλο, η ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό πρώιμης στεφανιαίας νόσου (Jorde et al. 2003) και οι γενετικοί παράγοντες (Chaer et al. 2004). Η αναγνώριση των τροποποιήσιμων παραγόντων βοηθά πολύ και στην πρόληψη με στόχο τη μείωση της πιθανότητας εμφάνισης ΣΝ, όπως για παράδειγμα η φυσική άσκηση και η δίαιτα.
Η χωρική ανάλυση δεδομένων υγείας αποτελεί μια σχετικά νέα περιοχή έρευνας της ποσοτικής γεωγραφίας και των επιστημών υγείας με τον ευρύ τίτλο «χωρική επιδημιολογία». Στην περιοχή αυτή ξεχωρίζουν δύο μεγάλες κατηγορίες τεχνικών χωρικής ανάλυσης: οι τεχνικές ανάλυσης χωρικών διεργασιών σημείων και η περιφερειακή ανάλυση ομαδοποιημένων κρουσμάτων ασθένειας.
Στην παρούσα εργασία, τα σημεία αφορούν άτομα που είναι είτε υγιείς χωρίς ΣΝ (μάρτυρες) είτε ασθενείς με ΣΝ όπως φαίνεται στο Χάρτη 1. Τόσο από τον χάρτη αυτόν όσο και από τον υπολογισμό της συνάρτησης Κ (Ripley 1977) προκύπτει ότι οι ασθενείς με ΣΝ δεν είναι κατανεμημένοι τυχαία στο χώρο, αλλά εμφανίζουν χωρικές συγκεντρώσεις. Δεδομένων των χωρικών αυτών συγκεντρώσεων, έχει πολύ ενδιαφέρον να εξεταστεί αν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά υγείας των ερωτηθέντων παρουσιάζουν χωρικές ομοιότητες ή διαφορές. Μια μέθοδος για να εξεταστεί αν οι γεωγραφικά γειτονικές παρατηρήσεις μιας μεταβλητής παρουσιάζουν παρόμοιες ή ανόμοιες τιμές είναι η χωρική αυτοσυσχέτιση. Ο χωρικός δείκτης ανισοτήτων Gini σε συνδυασμό με το δείκτη χωρικής αυτοσυσχέτισης Moran’s I (Καλογήρου 2012) επιτρέπουν την ανίχνευση χωρικών ανισοτήτων στα χαρακτηριστικά υγείας και πιθανής χωρικής συγκέντρωσης ερωτηθέντων με παρόμοια χαρακτηριστικά υγείας για το υπό εξέταση δείγμα του πληθυσμού.
Ο δείκτης Gini είναι πολύ διαδεδομένος στα οικονομικά για τη μέτρηση εισοδηματικών ανισοτήτων. Δέχεται τιμές από 0 ως 1, όπου το 0 υποδηλώνει πλήρη ισότητα εισοδημάτων ενώ το 1 πλήρη ανισότητα εισοδημάτων. Ο κλασικός δείκτης Gini υπολογίζεται με βάση τα ατομικά εισοδήματα, αλλά αγνοεί τη γεωγραφική θέση του κάθε ατόμου. Σύμφωνα με τους Rey και Smith (2013), ο χωρικός διαχωρισμός του κλασικού δείκτη Gini επιτρέπει να υπολογίσουμε την ανισότητα τιμών ξεχωριστά μεταξύ γειτονικών και μη γειτονικών παρατηρήσεων. Οι παραπάνω δείκτες υπολογίστηκαν με συναρτήσεις του στατιστικού πακέτου lctools (Kalogirou 2015).
Από τους συνήθεις παράγοντες που συνδέονται με την εμφάνιση ΣΝ αναλύθηκαν και παρουσιάζονται εδώ ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), η αρτηριακή υπέρταση, η ηλικία και το φύλο. Η ανάλυση περιλαμβάνει περιγραφικά στατιστικά και χωρικούς δείκτες που παρουσιάζονται στον Πίνακα 1. Οι συχνότητες που παρουσιάζονται στη δεύτερη στήλη του πίνακα υπολογίστηκαν μετά την αφαίρεση των περιπτώσεων για τις οποίες δεν υπήρχαν δεδομένα. Οι δείκτες Gini και Moran’s I υπολογίστηκαν με βάρη wij=1 για τους 12 κοντινότερους γείτονες και 0 για όλους τους άλλους. Οι τιμές των δεικτών με έντονη γραμματοσειρά είναι στατιστικά σημαντικές σε επίπεδο εμπιστοσύνης μεγαλύτερο του 95%.
Από τα στατιστικά στοιχεία του Πίνακα 1 μπορούμε να συμπεράνουμε για το δείγμα του πληθυσμού ότι πρόκειται κυρίως για άτομα μεσήλικα και άνω με ΔΜΣ μεγαλύτερο του φυσιολογικού που κατά πλειοψηφία έχουν υπέρταση, αλλά όχι απαραίτητα στεφανιαία νόσο. Η τελευταία παρατήρηση αναμένεται φυσιολογική δεδομένης της ηλικιακής κατανομής των ερωτώμενων που είναι κατά πλειοψηφία άνω των 60 ετών. Η υπέρταση παρουσιάζει μεγάλες ανισότητες μεταξύ των ερωτώμενων σε σχέση με τα άλλα χαρακτηριστικά του επιπέδου υγείας τους. Ωστόσο, από τον δείκτη Moran’s I που τείνει στο 0 προκύπτει ότι οι θέσεις ατόμων με υπέρταση είναι τυχαία κατανεμημένες στο χώρο. Αντίθετα, άτομα με ΣΝ, με παρόμοια ηλικία, και με παρόμοιο ΔΜΣ τείνουν να γειτνιάζουν με άτομα με τα ίδια χαρακτηριστικά, όπως προκύπτει από τη στατιστικά σημαντική τιμή του δείκτη χωρικής αυτοσυσχέτισης Moran’s I και την πολύ μικρή τιμή του χωρικού δείκτη Gini μεταξύ των γειτόνων των εν λόγω μεταβλητών.
Με βάση τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων, η ΣΝ εμφανίζεται κυρίως σε άνδρες με κανονικό βάρος ή υπέρβαρους, αλλά όχι απαραίτητα με υψηλό επίπεδο παχυσαρκίας. Επίσης, εμφανίζεται σε ηλικίες από 50-79 για τους άνδρες με τις περισσότερες περιπτώσεις στις ηλικίες 60-69, ενώ στις γυναίκες εμφανίζεται σε μεγαλύτερες, σε σχέση με τους άνδρες ηλικίες (70-79).
Στον Χάρτη 1, με κουκίδες κόκκινου χρώματος εμφανίζονται οι ασθενείς με ΣΝ, με κουκίδες μπλε χρώματος τα υγιή άτομα και με κουκίδες λευκού χρώματος τα άτομα χωρίς διάγνωση. Είναι εμφανείς οι περιοχές, όπως για παράδειγμα οι δήμοι Ελευσίνας και Ασπροπύργου, όπου παρατηρείται συγκέντρωση υγιών από ΣΝ ατόμων και άλλες περιοχές όπως οι Δήμοι Κορυδαλλού, Αγίας Βαρβάρας και Παλαιού Φαλήρου όπου παρατηρείται συγκέντρωση ατόμων που έχουν διαγνωστεί με ΣΝ. Η κατανομή αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συγκριτική συλλογή δεδομένων (στρατολόγηση υγειών ατόμων στις περιοχές Ελευσίνας και Ασπρόπυργου) αλλά και στη σύνθεση του πληθυσμού (ηλικιακή κατανομή, κοινωνικοοικονομικό επίπεδο).
Δύο στα τρία άτομα του δείγματος (66,5%) εμφανίζουν υπέρταση. Από τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων υγείας των ατόμων του δείγματος προκύπτει ότι παρόλη την εμφανή αύξηση της υπέρτασης με το ΔΜΣ και την ηλικία, σημαντικός είναι ο αριθμός ατόμων με κανονικό βάρος που εμφανίζει υπέρταση. Γενικά, η υπέρταση εμφανίζεται στους άντρες νωρίτερα και με χαμηλότερους ΔΜΣ σε σχέση με τις αντίστοιχες γυναίκες στο δείγμα των ατόμων που μελετήθηκε και παρουσιάζεται εδώ.
Στο Χάρτη 2 παρουσιάζεται ο χάρτης υπέρτασης κατά φύλο (άντρες και γυναίκες με υπέρταση). Επιβεβαιώνονται οπτικά οι ανισότητες στην υπέρταση ακόμη και ατόμων σε γειτονικές θέσεις όσο και η σχετικά τυχαία κατανομή υπερτασικών ατόμων στο χώρο.
Τέλος, στον Χάρτη 3 παρουσιάζονται οι ΔΜΣ ταξινομημένοι σε πέντε ομάδες: μικρότερος από 18.5 για ελλιποβαρή άτομα, 18.5 ως 25 για άτομα με κανονικό βάρος, 25 ως 30 για υπέρβαρα άτομα, 30 ως 40 για παχύσαρκα άτομα και πάνω από 40 για άτομα με πολύ υψηλό βαθμό παχυσαρκίας. Όπως είδαμε παραπάνω, η μεταβλητή αυτή εμφανίζει μικρές ανισότητες στο χώρο. Ωστόσο, παρατηρούμε μια συγκέντρωση υπέρβαρων ατόμων στους δήμους Καλλιθέας, Αλίμου, Ελευσίνας και Ασπροπύργου ενώ στο Δήμο Χαλανδρίου φαίνεται να διαμένουν άτομα με κανονικό βάρος.
Για να εξεταστεί αν το φύλο, η ηλικία, ο ΔΜΣ και η υπέρταση επηρεάζουν την εμφάνιση στεφανιαίας νόσου στο παρόν δείγμα ατόμων είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί ανάλυση παλινδρόμησης. Τα αρχικά αποτελέσματα από την ανάλυση αυτή δείχνουν ότι οι άντρες έχουν εξαπλάσια πιθανότητα σε σχέση με τις γυναίκες να εμφανίσουν ΣΝ, ενώ τα άτομα με υπέρταση έχουν περισσότερες από επτά φορές πιθανότητα να εμφανίσουν τη νόσο σε σχέση με τα άτομα χωρίς υπέρταση. Η ηλικία και ο ΔΜΣ παρουσία των άλλων μεταβλητών δεν φαίνεται να μεταβάλλουν σημαντικά το ρίσκο για εμφάνιση της νόσου. Δεδομένου ότι η εμφάνιση μιας νόσου επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, τα παραπάνω αποτελέσματα παρουσιάζονται με την επιφύλαξη που απορρέει από το μικρό αριθμό παραγόντων και παρατηρήσεων και χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.
Από τη μελέτη του επιπέδου υγείας των κατοίκων της Αττικής με βάση ένα τυχαίο δείγμα του πληθυσμού προκύπτει ότι υπάρχουν χωρικές ανισότητες στην εμφάνιση της στεφανιαίας νόσου και του δείκτη μάζας σώματος. Κάποιοι δήμοι, όπως ο δήμος Παλαιού Φαλήρου, εμφανίζουν ταυτόχρονα υψηλό ΔΜΣ και υψηλά ποσοστά ατόμων με ΣΝ γεγονός που ενδεχομένως να οφείλεται όχι μόνο σε ατομικούς αλλά και σε περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Τα ευρήματα που παρουσιάστηκαν παραπάνω θέτουν σημαντικά ερευνητικά ερωτήματα για μελλοντική διερεύνηση. Ένα από αυτά αφορά την επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων στην εμφάνιση στεφανιαίας νόσου που αποτελεί το επόμενο βήμα της έρευνας.
Παρόλο που η στεφανιαία νόσος και τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν τα τελευταία χρόνια τη βασικότερη αιτία θανάτου στην Ελλάδα, ελάχιστα έχει μελετηθεί η επίδραση του χώρου στον επιπολασμό τους και η χωρική κατανομή του πληθυσμού υψηλού κινδύνου ως προς αυτά. Η παρούσα εργασία επιχείρησε να αναδείξει τις χωρικές ανισότητες χαρακτηριστικών υγείας του πληθυσμού της Αττικής, που συνδέονται με τα καρδιαγγειακά νοσήματα, όπως η υπέρταση και ο δείκτης μάζας σώματος. Από τα δεδομένα που αναλύθηκαν προέκυψε ότι μεγάλος αριθμός ασθενών με στεφανιαία νόσο συγκεντρώνεται σε δήμους της Δυτικής Αττικής, γεγονός που ενδεχομένως να συνδέεται με το χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης που παρατηρείται στους δήμους αυτούς τις τελευταίες δεκαετίες. Η αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων εξαιτίας της οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών οδηγεί αναπόφευκτα σε αύξηση των ανισοτήτων υγείας. Θα πρέπει η πολιτεία (τόσο το κεντρικό κράτος όσο και η τοπική αυτοδιοίκηση) να ασκήσει κατάλληλη πολιτική παρέχοντας καλύτερες υπηρεσίες σε όσους τις έχουν περισσότερο ανάγκη, τόσο για την αντιμετώπιση των ΚΝ όσο και την ενημέρωση-ευαισθητοποίηση για την πρόληψή τους.
Γεωργάνος, Σ., Δεδούσης, Γ., Δημητρίου, Μ., Καλαφάτη, Ι. Π., Καλογήρου, Σ. (2015) Χωρικές ανισότητες επιπέδου υγείας στην Αττική, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ανισότητες-στην-υγεία/ , DOI: 10.17902/20971.22
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η γεωγραφική περιφέρεια της Αττικής περιλαμβάνει πέντε συνολικά εκλογικές περιφέρειες, οι οποίες αθροιστικά εκλέγουν 85 βουλευτές, ενώ ανάμεσα τους συγκαταλέγεται και η μεγαλύτερη εκλογική περιφέρεια της χώρας, εκείνη της Β΄ Αθηνών η οποία σήμερα εκλέγει 42 βουλευτές.
Το χρονικό διάστημα 1990-2012 πραγματοποιήθηκαν εννέα εθνικές εκλογές, τα έτη 1990, 1993, 1996, 2000, 2004, 2007, 2009, καθώς και τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2012 [1]. Συνολικά, στις πέντε αυτές εκλογικές περιφέρειες, και για το διάστημα 1990-2012 έχουν εκλεγεί 255 βουλευτές, με μέσο όρο τις 4 θητείες (Πίνακας 1). Μια πρώτη βασική διαπίστωση είναι ότι οι πέντε εκλογικές περιφέρειες έχουν ουσιαστικές εσωτερικές διαφοροποιήσεις, κάτι το οποίο αντανακλάται και στο πολιτικό προφίλ των βουλευτών και βουλευτριών που εκλέγονται σε αυτές. Ο έντονος ανταγωνισμός, η δυσκολία εκλογής στην Α΄και η Β΄Αθήνας, αλλά και η συμβολική σημασία που αποδίδεται στην εκλογή στις δυο αυτές εκλογικές περιφέρειες, τις διαφοροποιούν σε μεγάλο βαθμό από τις άλλες τρεις. Είναι ενδεικτικό ότι διαχρονικά, το 25,8% των βουλευτών που εκλέχθηκαν στην Α΄Αθήνας και το 18,9% στην Β’ Αθήνας είχαν προηγουμένως εκλεγεί σε άλλη εκλογική περιφέρεια της Ελλάδας, δηλωτικό ότι, για μια μερίδα του πολιτικού προσωπικού, η εκλογή στις περιφέρειες αυτές λογίζεται ως το πολιτικό “επιστέγασμα” μιας πορείας η οποία έχει ξεκινήσει από την περιφέρεια. Μια ακόμα παράμετρος, ενδεικτική των παραπάνω είναι η υπεραντιπροσώπευση βουλευτών που εκλέγονται στην Α΄και Β΄Αθήνας στην σύνθεση των Κυβερνήσεων (βλ. Πίνακας 2) καθώς από το 1993 μέχρι το 2012 η διάσταση ανάμεσα στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση αυτών των περιφερειών (δηλαδή το ποσοστό των εδρών της Α΄και Β΄Αθήνας στο σύνολο των 300 της Βουλής) και την παρουσία βουλευτών από αυτές ως υπουργών στις Κυβερνήσεις [2] είναι σαφής, την δε περίοδο 2000-2007, η απόκλιση είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Στον πίνακα 2 παρουσιάζονται ορισμένα ακόμα χαρακτηριστικά. Μια σημαντική παράμετρος διαφοροποίησης είναι αυτή των επαγγελματικών κατηγοριών: ορισμένα επαγγέλματα (τα ονομάζουμε “νέα επαγγέλματα”) τα οποία συνδέονται με τα ΜΜΕ και την προβολή από αυτά όπως είναι η δημοσιογραφία ή τα καλλιτεχνικά και αθλητικά επαγγέλματα, υπεραντιπροσωπούνται στην Α΄και Β Αθήνας, σε σχέση με τις λοιπές περιφέρειες της Αττικής, καθώς περίπου ο ένας στους τέσσερις που έχουν εκλεγεί στην Α΄Αθήνας, και ο ένας στους πέντε στην Β΄Αθήνας προέρχονται από τους προαναφερόμενους επαγγελματικούς χώρους. Σχετικά με την αυτοδιοικητική εμπειρία, η σημασία μιας προϋπηρεσίας στην τοπική αυτοδιοίκηση είναι εξίσου ή και περισσότερο σημαντική στις μικρότερες περιφέρειες του λεκανοπεδίου, καθώς οι έξι στους 10 περίπου βουλευτές τόσο στην Α’ Πειραιώς όσο και στην περιφέρεια της Αττικής έχουν θητεύσει στην τοπική Αυτοδιοίκηση, δηλωτικό μια πρότερης δημιουργίας δεσμών με τις τοπικές κοινωνίες. Το ζήτημα της ύπαρξης δεσμών με την τοπική κοινωνία μπορεί όμως να διαπιστωθεί και από την εντοπιότητα ή μη των εκλεγμένων βουλευτών, δηλαδή το κατά πόσο έχουν γεννηθεί στον τόπο εκλογής τους. Εδώ διαπιστώνουμε ότι ιδιαίτερα στην μεγαλύτερη εκλογική περιφέρεια της χώρας, την Β΄Αθηνών, η σύνδεση με το εκλογικό σώμα μέσω της εντοπιότητας είναι πολύ πιο περιορισμένη.
Πέρα από τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις στις εκλογικές περιφέρειες της Αττικής όπως αυτές αποτυπώνονται στον Πίνακα 2, διαπιστώνουμε και μεταβολές στην σύνθεση του πολιτικού προσωπικού στο πέρασμα του χρόνου, στο πλαίσιο της ίδιας περιφέρειας, μεταβολές οι οποίες απηχούν ακόμα περισσότερο τους πολιτικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς της τελευταίας εικοσαετίας. Έτσι, αν χρησιμοποιήσουμε ως αφετηριακό σημείο τις εκλογές του 1990, και καταληκτικό σημείο τις εκλογές του 2012, με τις εκλογές του 2000 ως ενδιάμεση χρονική στιγμή (Πίνακας 3), τότε διαπιστώνουμε τις εξής μεταβολές: σημαντική αύξηση του ποσοστού των γυναικών, αύξηση στην μέση ηλικία πρώτης εκλογής των βουλευτών, σταθερότητα και τάσεις αυξήσης στην εμπλοκή με την τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και μικρότερη πρότερη παρουσία σε άλλες εκλογικές περιφέρειες της χώρας. Παράλληλα, αναφορικά με το επαγγελματικό προφίλ, παρουσιάζεται σαφέστατη άνοδος για τα λεγόμενα νέα επαγγέλματα. Θα μπορούσαμε ίσως να ισχυρισθούμε ότι τα παραπάνω αποτελούν εν μέρει ενδείξεις μιας τάσης “αυτονόμησης” του πολιτικού προσωπικού από τα κεντρικά κόμματα και ενεργοποίησης προσωπικών διαύλων επικοινωνίας με το εκλογικό σήμα με στόχο την εκλογή τους, είτε μέσω της καλλιέργειας μιας σχέσης εντοπιότητας, είτε μέσω μιας έντονης προβολής από τα ΜΜΕ, όπως αυτή αποτυπώνεται στα νέα επαγγέλματα.
[1] Για τις ανάγκες του παρόντος κειμένου, αναφερόμαστε μόνον στους βουλευτές που εκλέχθηκαν τον Ιούνιο του 2012, χωρίς να περιλαμβάνουμε τα στοιχεία των βουλευτών του Μαΐου του 2012.
[2] Ο υπολογισμός έγινε βάσει των αρχικών συνθέσεων των πρώτων κυβερνήσεων που σχηματίσθηκαν μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση.
Κακεπάκη, Μ. (2015) Το πολιτικό προσωπικό στην Αττική 1990 – 2012 Κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/το-πολιτικό-προσωπικό/ , DOI: 10.17902/20971.42
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η Αθήνα αναπτύχθηκε πολύ δυναμικά κατά τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες οπότε και υπερδιπλασίασε τον πληθυσμό της (από 1.500.000 το 1951 σε 3.500.000 το 1981).
Ο αυξανόμενος πληθυσμός της πόλης στεγάστηκε με δύο βασικούς τρόπους: τη λαϊκή αυτοστέγαση στην περιφέρεια της πόλης, που εξυπηρέτησε κυρίως το μεγάλο ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης της δεκαετίας του 1950 και 1960 και μέρος της οποίας ήταν η αυθαίρετη δόμηση. τη στέγαση σε νέα σύγχρονα διαμερίσματα που παρήγαγε με καταιγιστικούς ρυθμούς η διαδικασία της αντιπαροχής και κάλυψε κυρίως τις ανάγκες ενός ευρέως φάσματος μεσαίων, αλλά και λαϊκών στρωμάτων.
Η αντιπαροχή συνίσταται στη συμφωνία μεταξύ ενός οικοπεδούχου και ενός κατασκευαστή για την ανέγερση κτηρίου και την κατανομή μεταξύ τους της κυριότητας των διαμερισμάτων ή/και γραφείων και καταστημάτων που προκύπτουν από τη διαδικασία, με βάση κάποιο αρχικό συμβόλαιο που αποτυπώνει τη συμμετοχή της κάθε πλευράς στη σχετική επένδυση.
Η μεγάλη επιτυχία που γνώρισε η αντιπαροχή οφείλεται:
Η πολυκατοικία της αντιπαροχής, η οποία εξακολουθεί να κυριαρχεί και σήμερα στο στεγαστικό απόθεμα της Αθήνας, είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό δημιούργημα της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Μεταξύ 1950 και 1980 κατασκευάστηκαν στην Αθήνα περίπου 35.000 πολυκατοικίες πέντε ορόφων και άνω, ενώ πριν από την περίοδο εκείνη, ο συνολικός αριθμός τους δεν ξεπερνούσε τις 1.000. Μετά το 1980, η κατασκευαστική δραστηριότητα μειώθηκε σημαντικά, ιδιαίτερα στο κέντρο της πόλης.
Η προσθήκη και αναδιαμόρφωση του οικιστικού αποθέματος, που προκάλεσε η αντιπαροχή με τον ραγδαίο πολλαπλασιασμό των πολυκατοικιών, είχε σημαντικές επιπτώσεις στην κοινωνική γεωγραφία της πόλης (δηλαδή στον τρόπο που κατανέμονται οι κοινωνικές ομάδες στο χώρο της). Οι δύο βασικότερες επιπτώσεις αφορούν:
Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, οι επιπτώσεις της αντιπαροχής ήταν αλυσιδωτές:
Η υποβάθμιση των κεντρικών περιοχών οδήγησε σε σταδιακή μετακίνηση σημαντικού τμήματος των μεσαίων και υψηλών-μεσαίων στρωμάτων στα βορειοανατολικά και νότια προάστια. Τα υψηλά κοινωνικά στρώματα παρουσίασαν σημαντική γεωγραφική ανακατανομή: Μεταξύ 1971 και 1991, οι υψηλές κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες (διευθυντικά στελέχη του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και ασκούντες ελεύθερα και επιστημονικά επαγγέλματα) αύξησαν την κατανομή τους από 10% σε 30% στα ‘καλά’ προάστια και τη μείωσαν στο κέντρο (Δήμος Αθηναίων) από 62% σε 27%. Αντίθετα, οι μετακινήσεις για τους μισθωτούς εργάτες ήταν πολύ μικρότερες (πίνακας 1).
Παράλληλα, όσο η πυκνοδόμηση υποβάθμιζε τις συνθήκες ζωής στο κέντρο, τόσο η ίδια η πολυκατοικία της αντιπαροχής γινόταν μια όλο και πιο «πληβεία» εκδοχή της αστικής πολυκατοικίας του μεσοπολέμου.
Έτσι, από τους δύο άξονες που διαχώριζαν κοινωνικά την πόλη μέσα στο λεκανοπέδιο (κέντρο / περιφέρεια και ανατολή / δύση) υπερίσχυσε ο δεύτερος και, σταδιακά, η Αθήνα από πόλη όπου τα υψηλά κοινωνικά στρώματα κατοικούσαν στο κέντρο και τα εργατικά στην περιφέρεια, προσέγγισε, ως ένα βαθμό, το πρότυπο του αγγλόφωνου κόσμου με τους ευκατάστατους στα προάστια και τα εργατικά στρώματα γύρω από το κέντρο. Τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα –εκτός από την αυξημένη παρουσία τους στο κέντρο– παρέμειναν κυρίαρχα στο μεγαλύτερο μέρος των δυτικών προαστίων και στην ευρύτερη περιφέρεια της Αττικής (χάρτης 1).
Η δεύτερη πτυχή των επιπτώσεων της αντιπαροχής αφορά τις μεταβολές που επέφερε στις περιοχές του κέντρου, όπου και αναπτύχθηκε περισσότερο:
Οι κοινωνικές αναδιατάξεις μορφοποιήθηκαν χωρικά, σε μεγάλο βαθμό, από την ίδια τη δομή της πολυκατοικίας της αντιπαροχής που διαφοροποίησε καθ’ ύψος τις επιπτώσεις της υποβάθμισης των συνθηκών ζωής στο κέντρο: η πυκνοδόμηση δεν επηρέασε με την ίδια ένταση τους πάνω και τους κάτω ορόφους των πολυκατοικιών, δημιουργώντας έναν κάθετο κοινωνικό διαχωρισμό.
Ο κάθετος διαχωρισμός οφείλεται στη διαφορετική ποιότητα χαρακτηριστικών που έχουν τα διαμερίσματα στους υψηλούς ορόφους (καλύτερη θέα, λιγότερος θόρυβος, μεγαλύτερη φωτεινότητα, καλύτερος αερισμός, χρησιμοποιήσιμα μπαλκόνια …). Η διαφορά στην ποιότητα κατοίκησης ανάλογα με τον όροφο εντάθηκε με την αύξηση της πυκνότητας δόμησης. Ο κάθετος διαχωρισμός οφείλεται, επίσης, στο συστηματικά μεγαλύτερο μέγεθος των διαμερισμάτων στους πάνω ορόφους (γράφημα 1).
Ο κάθετος κοινωνικός διαχωρισμός έχει εντοπισθεί και συζητηθεί εδώ και πολλά χρόνια (Leontidou 1990, Maloutas & Karadimitriou 2001). Αλλά, ενώ μέχρι τώρα η τεκμηρίωσή του βασιζόταν σε μικρές έρευνες πεδίου, η Απογραφή Πληθυσμού του 2011 προσφέρει τη δυνατότητα να τεκμηριωθεί πλήρως, αφού για πρώτη φορά μπορεί να συσχετισθεί ο όροφος κατοικίας με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά των κατοίκων. Έτσι, με βάση το υλικό της Απογραφής του 2011 προκύπτει ανάγλυφα η διαφοροποίηση της κοινωνικής φυσιογνωμίας ανά όροφο στις πολυκατοικίες του Δήμου Αθηναίων (γραφήματα 2-6).
Οι γειτονιές της πόλης που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία κάθετου διαχωρισμού είναι εκείνες όπου σημαντικό ποσοστό των κατοίκων τους βρίσκεται στις κοινωνικά «ακραίες» θέσεις των κτηρίων (σε υπόγεια / ισόγεια και σε υψηλούς ορόφους αντίστοιχα). Πρέπει να σημειώσουμε, ωστόσο, ότι όλες οι πολυκατοικίες της αντιπαροχής δεν προσφέρουν τις προϋποθέσεις αυτές.
Μόνο όσες κατασκευάστηκαν μέχρι το 1980 έχουν δομή και εσωτερική διαρρύθμιση που ευνοεί τον κάθετο κοινωνικό διαχωρισμό. Σε αυτές βρίσκουμε τα μικρά και υποβαθμισμένα διαμερίσματα στο ημιυπόγειο και ισόγειο, σε αντίθεση με τα προνομιούχα και μεγάλα στους υψηλούς ορόφους. Στις πολυκατοικίες αυτής της περιόδου, σημαντικό ποσοστό των κατοίκων τους (40%) συγκεντρώνεται στις «ακραίες» θέσεις, εκ των οποίων 16% στο ισόγειο και χαμηλότερα (γράφημα 7).
Έκτοτε, με την αλλαγή του οικοδομικού κανονισμού, αλλάζει ριζικά η χρήση του υπογείου και ισογείου (αποθήκη, πιλοτή, εμπορικές χρήσεις) και, παράλληλα, περιορίζονται οι ποιοτικές διαφοροποιήσεις μεταξύ ορόφων από τον 1ο και πάνω. Συνεπώς, δεν ευνοούν τον κάθετο κοινωνικό διαχωρισμό όλες οι πολυκατοικίες της αντιπαροχής, αλλά μόνο εκείνες που κατασκευάστηκαν μέχρι το 1980. Ωστόσο, αυτές οι πολυκατοικίες που κατασκευάστηκαν κατά την περίοδο ακμής της αντιπαροχής εξακολουθούν να στεγάζουν το μεγαλύτερο τμήμα όσων ζουν σε πολυκατοικίες (75% στον Δήμο Αθηναίων).
Η συγκέντρωση πληθυσμού σε πολυκατοικίες που κατασκευάστηκαν μεταξύ 1946 και 1980 βοηθά σημαντικά να εντοπισθεί η χωροθέτηση του κάθετου κοινωνικού διαχωρισμού. Από τον χάρτη 2 προκύπτει ότι οι περιοχές συγκέντρωσης πολυκατοικιών εκείνης της περιόδου περιλαμβάνουν κυρίως γειτονιές του Δήμου Αθηναίων (Πατήσια, Αχαρνών, Κυψέλη, Γκύζη, Αμπελόκηποι, Παγκράτι, Εξάρχεια, Ιστορικό Κέντρο, Κολωνάκι, Ιλίσια, Νέος Κόσμος) και δευτερευόντως γειτονιές σε όμορους δήμους (Ζωγράφου, Καλλιθέα, Νέα Σμύρνη) και στο κέντρο του Πειραιά.
Με τα αναλυτικά δεδομένα τοης Απογραφής Πληθυσμού του 2011 (Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011) μας δόθηκε η δυνατότητα, όχι μόνο να πιστοποιήσουμε την παρουσία του κάθετου κοινωνικού διαχωρισμού στην Αθήνα, αλλά και να επιβεβαιώσουμε το γεγονός ότι αφορά σημαντικό ποσοστό των κατοίκων, ιδιαίτερα στο κέντρο της πόλης. Τα δεδομένα αυτά επέτρεψαν τη χαρτογράφηση σε πολύ αναλυτικό επίπεδο (ΜΟΧΑΠ [Μονάδες Χωρικής Ανάλυσης Πόλεων] που αποτελούν επανεπεξεργασμένη μορφή των Απογραφικών Τομέων της ΕΛΣΤΑΤ ώστε να έχουν όλες ανάλογο μέγεθος: ελάχιστο 900 και μ.ό. 1.250 κατοίκων).
Η χαρτογράφηση του κάθετου διαχωρισμού παρουσιάζει σημαντικές προκλήσεις. Σε αντίθεση με την κλασική μορφή του στεγαστικού διαχωρισμού (όπου αναδύεται η διαφορετική κοινωνική φυσιογνωμία οριζόντιων ενοτήτων, όπως δήμοι ή γειτονιές) ο κάθετος διαχωρισμός δεν έχει μέχρι τώρα αποτυπωθεί χαρτογραφικά. Η βασική πρόκληση στην προκειμένη περίπτωση είναι το πώς μπορεί να αποτυπηθεί ο διαχωρισμός όταν οι κοινωνικά ή εθνοτικά διαφορετικές ομάδες κατοικούν κυριολεκτικά η μία πάνω στην άλλη και όχι σε διαφορετικές γειτονιές. Εάν χρησιμοποιήσουμε τις πάγιες μεθόδους χαρτογράφησης του κοινωνικού διαχωρισμού, η κάθετη διαφοροποίηση δεν αναδεικνύεται και απομένει μόνο μια εικόνα περισσότερο ή λιγότερο έντονης κοινωνικής ή εθνοτικής ανάμιξης.
Με δεδομένη την πρόθεση να αναδείξουμε όσο το δυνατόν καθαρότερα το σχήμα του κάθετου κοινωνικού διαχωρισμού, επικεντρώσαμε στον πληθυσμό εκείνο που καταρχήν σχετίζεται με το φαινόμενο αυτό, δηλαδή στους κατοίκους των πολυκατοικιών που κατασκευάστηκαν μεταξύ 1946 και 1980. Πρόκειται για σημαντικό τμήμα του πληθυσμού, το οποίο φθάνει το 70% για τον Δήμο Αθηναίων. Επίσης, περιορίσαμε την έκταση της χαρτογράφησης στις ΜΟΧΑΠ όπου ο σχετικός πληθυσμός αριθμεί τουλάχιστον 150 άτομα και όπου εκείνοι που ζουν στις “ακραίες” θέσεις των κτηρίων (υπόγεια και ισόγεια, από την μία πλευρά, και 4ος όροφος και άνω, από την άλλη) αποτελούν τουλάχιστον το 15% του πληθυσμού. Με τον τρόπο αυτό επιλέχθηκαν 1.010 ΜΟΧΑΠ -από ένα σύνολο 3.000- στο σύνολο της μητροπολιτικής περιοχής. Από αυτές, οι 426 ανήκουν στο Δήμο Αθηναίων και οι υπόλοιπες σε όμορους κυρίως δήμους -όπως η Καλλιθέα-, σε ορισμένα προάστια που δομήθηκαν με ειδικό καθεστώς -όπως ο Χαλαργός και το Παλαιό Φάληρο- και στο δεύτερο μεγάλο κέντρο, τον Δήμο Πειραιώς.
Το βασικό ζήτημα ήταν η ανάδειξη των περιοχών κάθετου διαχωρισμού και η χαρτογραφική διαφοροποίησή τους από εκείνες όπου δεν υφίσταται. Βασική υπόθεση ήταν ότι μια περιοχή κάθετου διαχωρισμού πρέπει να εμφανίζει υπερεκπροσώπηση των υψηλότερων κοινωνικών κατηγοριών ή/και των κυρίαρχων εθνοτικών ομάδων στους υψηλότερους ορόφους και, ταυτόχρονα, υπερεκπροσώπηση των χαμηλότερων κατηγοριών και των αδύναμων ομάδων στα ισόγεια και τα υπόγεια.
Πρακτικά, και με στόχο να απλοποιηθεί η εικόνα, εντάξαμε τους ορόφους σε τρεις κατηγορίες (χαμηλοί = ισόγειο και υπόγειο, μεσαίοι = 1ος έως και 3ος όροφος, και υψηλοί = 4ος όροφος και άνω). Με ανάλογο τρόπο ομαδοποιήσαμε τις κοινωνικές κατηγορίες (υψηλές = διευθυντικά στελέχη και επαγγελματίες, μεσαίες = τεχνικοί, υπάλληλοι γραφείου και παροχής υπηρεσιών, και χαμηλές = ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι εργάτες). Παράλληλα, ορίσαμε δύο επίπεδα υπερεκπροσώπησης των κοινωνικών ή εθνοτικών κατηγοριών στους διάφορους ορόφους: έντονη υπερεκπροσώπηση όταν το ποσοστό της κατηγορίας είναι μεγαλύτερο από τον μ.ό. της στη μητροπολιτική περιοχή κατά τουλάχιστον μία τ.α. (τυπική απόκλιση) και απλή υπερεκπροσώπηση όταν υπερβαίνει την τιμή του μ.ό. έως μία τ.α.
Στον χάρτη του κάθετου κοινωνικού διαχωρισμού (χάρτης 3), οι περιοχές διαφοροποιούνται, καταρχάς, μεταξύ κοινωνικά ομοιογενών και κάθετα διαχωρισμένων. Οι πρώτες περιλαμβάνουν τις περιοχές όπου κάποια από τις τρεις βασικές κοινωνικές κατηγορίες υπερεκπροσωπείται -έντονα ή απλώς- σε όλους τους ορόφους. Οι δεύτερες περιλαμβάνουν όσες περιοχές εμφανίζουν υπερεκπροσώπηση των υψηλών κατηγοριών στους υψηλούς ορόφους και των χαμηλών στους χαμηλούς. Η έντονη υπερεκπροσώπηση αναδεικνύεται στο χάρτη με εντονότερο χρώμα, είτε πρόκειται για ομοιογενή, είτε για διαχωρισμένη περιοχή. Από τον χάρτη 3 προκύπτει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των 1.010 ΜΟΧΑΠ που συμπεριλάβαμε στην ανάλυση αφορά περιοχές κάθετου κοινωνικού διαχωρισμού και ότι το φαινόμενο παρουσιάζεται διαίτερα έντονο σε περιοχές όπως του Γκύζη, Εξάρχεια, Νεάπολη, Κυψέλη, Αμπελόκηποι, Ζωγράφου κ.λπ. Οι περιοχές κοινωνικής ομοιογένειας σε όλους τους ορόφους των πολυκατοικιών είναι λιγότερες, ιδιαίτερα όσον αφορά τις υψηλές κοινωνικές κατηγορίες και, ακόμη περισσότερο, τις μεσαίες. Ωστόσο, εμφανίζεται μια σημαντική και χωρικά συνεκτική συγκέντρωση για τις χαμηλές κατηγορίες στην ευρύτερη περιοχή γύρω από τους άξονες των λεωφόρων Πατησίων και Αχαρνών.
Ο χάρτης 4 παρουσιάζει την αντίστοιχη εικόνα του κάθετου εθνοτικού διαχωρισμού. Παρά τις διαφορές μεταξύ των δύο χαρτών, οι ομοιότητες είναι τόσες που δεν αφήνουν αμφιβολίες όσον αφορά την έντονη συσχέτιση μεταξύ κοινωνικής ανισότητας και εθνοτικής ιεράρχησης στους ορόδφους των πολυκατοικιών της πόλης, ιδιαίτερα στις κεντρικότερες περιοχές.
Η περίπτωση της πολυκατοικίας της αντιπαροχής στην Αθήνα εικονογραφεί τρόπους με τους οποίους το κτισμένο περιβάλλον μπορεί να διαμεσολαβεί τη διαμόρφωση της κοινωνικής γεωγραφίας της πόλης με διαδικασίες που συνήθως δεν είναι ούτε προσχεδιασμένες ούτε προβλέψιμες.
Ο κάθετος κοινωνικός διαχωρισμός δεν αποτελεί αποκλειστικό χαρακτηριστικό της Αθήνας. Εμφανίζεται τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα στο Παρίσι και σε ορισμένες άλλες πόλεις της ηπειρωτικής Ευρώπης με άλλη όμως λογική και αντίστροφη κοινωνική φορά: οι εύποροι στους κάτω ορόφους και οι φτωχότεροι στις στέγες. Τότε αφορούσε κτήρια χωρίς ανελκυστήρα, τα οποία στέγαζαν κυρίως μεσαία και υψηλά-μεσαία στρώματα. Τα ίχνη εκείνου του κάθετου διαχωρισμού έχουν πλέον σβήσει με τη σταδιακή αναβάθμιση των επάνω ορόφων (ριζικές ανακαινίσεις και συνενώσεις μικρών διαμερισμάτων, προσθήκη ανελκυστήρων) και την αλλαγή της κοινωνικής φυσιογνωμίας των ενοίκων τους μέσα από διαδικασίες εκτοπισμού των παλαιών κατοίκων («εξευγενισμός» / gentrification) ή σταδιακής εξάπλωσης των υψηλών-μεσαίων στρωμάτων (embourgeoisement) σε γειτονικές προς τις δικές τους περιοχές.
Η συγκεκριμένη μορφή του κάθετου διαχωρισμού στην Αθήνα και, κυρίως, το μεγάλο ειδικό του βάρος αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πόλης. Το χαρακτηριστικό αυτό διακρίνει την Αθήνα και από τις υπόλοιπες μεγάλες ελληνικές πόλεις (με εξαίρεση, ως ένα βαθμό τη Θεσσαλονίκη) κυρίως επειδή η αντιπαροχή αναπτύχθηκε σε αυτές με κάποια χρονική υστέρηση, με αποτέλεσμα το ποσοστό τους που κατασκευάστηκε πριν από το 1980 να είναι μικρότερο.
Οι αρνητικές πλευρές της αντιπαροχής, όσον αφορά την πολεοδομική οργάνωση της πόλης, είναι γνωστές και έχουν συζητηθεί διεξοδικά. Θετική της πλευρά αποτελεί το γεγονός ότι δημιούργησε περιοχές κοινωνικής συγκατοίκησης μέσω του κάθετου διαχωρισμού. Ωστόσο, όπως έδειξε και η συνέχεια, η κοινωνική και εθνοτική ανάμιξη δεν εγγυώνται από μόνες τους ούτε την αρμονική συγκατοίκηση, ούτε τη σύγκλιση των τρόπων ζωής μεταξύ των διαφορετικών ομάδων που ζουν στους ίδιους χώρους.
Το μεγάλο απόθεμα κατοικιών που δημιούργησε η αντιπαροχή βρίσκεται σε περιοχές της πόλης όπου τα κοινωνικά προβλήματα είναι πολλά και έχουν επιδεινωθεί ιδιαίτερα στα χρόνια της κρίσης. Στις περιοχές αυτές εμφανίζεται σημαντικό ποσοστό κενών διαμερισμάτων και επαγγελματικών χώρων λόγω περιορισμένης ζήτησης, έλλειψη συντήρησης του κτηριακού αποθέματος, ενώ υπάρχουν ομάδες με σημαντικές ανάγκες (άνεργοι, μετανάστες, ηλικιωμένοι …) με αποτέλεσμα να αυξάνεται η πίεση στην αγορά κατοικίας τόσο για τους ενοικιαστές όσο και για τους μικροϊδιοκτήτες. Μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, που επιδείνωσε σημαντικά η φορολόγηση της κατοχής μικρο-ιδιοκτησίας, οι περιοχές αυτές αποτελούν ενδεχομένως ένα προνομιακό πεδίο για την ανάπτυξη πολιτικών κοινωνικής κατοικίας και την ενδυνάμωση των σχέσεων αλληλοβοήθειας μεταξύ των τοπικών ομάδων.
Μαλούτας, Θ., Σπυρέλλης, Σ. (2015) Η πολυκατοικία της αντιπαροχής και ο κάθετος κοινωνικός διαχωρισμός, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κάθετος-διαχωρισμός/ , DOI: 10.17902/20971.14
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το κέντρο της πόλης βιώνει την πιο επώδυνη από τις διαρκείς μεταλλάξεις του από τότε που το εγκατέλειψαν εκείνες οι κοινωνικές ομάδες που κάποτε ανέδειξαν τον αστικό του χαρακτήρα, και εκείνες που ωφελήθηκαν από την άναρχη οικοδόμησή του αναζητώντας την ανάπτυξη. Η Αθήνα στην κρίση, και η χώρα συνολικά, βρέθηκαν χωρίς το πλέγμα ασφαλείας ενός ανεπτυγμένου κράτους πρόνοιας. Παρά το σχετικά χαμηλό επίπεδο ταξικού και εθνοτικού διαχωρισμού, το κέντρο αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα αρκετά πριν την εμφάνιση της κρίσης, μετά από μια μακρά περίοδο πολιτικών laisser-faire στον τομέα της στέγασης και την παραμέληση της αστικής υποδομής. Η σταδιακή μετατόπιση από τη δεκαετία του 1970 των ανώτερων και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων προς τα προάστια (Μαλούτας 2013), δημιούργησε το αίσθημα της παγίδευσης σε μια υποβαθμιζόμενη περιοχή, σε πολλούς που έμεναν πίσω. Οι εμπορικές υπηρεσίες επίσης μετακινήθηκαν προς την περιφέρεια, οι κρατικές υπηρεσίες αποκεντρώθηκαν και το λιγότερο ελκυστικό τμήμα του κτηριακού αποθέματος εγκαταλείφθηκε, εντείνοντας τη διεργασία υποβάθμισης που κατέστησε το κέντρο προσιτή επιλογή και προσέλκυσε μετανάστες στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Παρότι η παρουσία τους αναζωογόνησε τις δραστηριότητες και περιόρισε τις πληθυσμιακές απώλειες, οι μετανάστες έγιναν ο εύκολος στόχος και κατηγορήθηκαν για την υποβάθμιση που προκάλεσαν οι προϋπάρχουσες συνθήκες.
Η κρίση επιδείνωσε τα προβλήματα, ο πληθυσμός έγινε πιο ευάλωτος, οι τοπικοί πόροι περιορίστηκαν ή/και έπαψαν να χρησιμοποιούνται. Οι άστεγοι, η ανεργία, η διακοπή των δραστηριοτήτων, οι περιορισμένες και αναποτελεσματικές πολιτικές που έπρεπε να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα και τις συσσωρευμένες ελλείψεις στον αστικό χώρο, ήταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε το πρόγραμμα έρευνας και μελέτης ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ-101 ΙΔΕΕΣ (REACTIVATE ATHENS-101 IDEAS). Το πρόγραμμα εκπονήθηκε το 2013, μεσούσης της κρίσης, εστίασε σε μειονεκτικές περιοχές του κέντρου και διατύπωσε ενδεικτικές προτάσεις ενεργοποίησής τους στη βάση μιας άλλου τύπου, βιώσιμης λογικής. Στόχος ήταν η σύνταξη νέων μηχανισμών και εργαλείων παρέμβασης με προσέγγιση ενός μοντέλου που θα αναβαθμίζει την πόλη χωρίς εκδίωξη των ανθρώπων, αναδεικνύοντας τις ποικίλες τοπικές ταυτότητες, και αξιοποιώντας τις λανθάνουσες δυναμικές.
Το έργο Re-think Athens αποτέλεσε μια βασική παράμετρο για αυτή την πρωτοβουλία. Η ανασυγκρότηση της κινητικότητας σε μεγάλη κλίμακα στο κέντρο της πόλης, κινητοποιεί σημαντικές αλλαγές αναφορικά με την αναμόρφωση δραστηριοτήτων και την κοινωνική φυσιογνωμία των γειτονικών περιοχών. Οι αλλαγές αυτές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν συγκροτημένα από την πλευρά των κοινωνικών και οικονομικών τους επιπτώσεων, εάν θέλουμε να αποφύγουμε αυτό που συμβαίνει συχνά σε μεγάλες αστικές παρεμβάσεις (πχ. μετρό), δηλαδή την απορρόφηση των συνήθως θετικών αποτελεσμάτων τους από τους παρακείμενους ιδιοκτήτες ακινήτων, χωρίς αντιστάθμισμα για το γεγονός ότι επωφελούνται σημαντικά από μεγάλες κοινωνικές επενδύσεις.
Το πρόγραμμα χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Ωνάση και εκπονήθηκε από διεπιστημονική ομάδα ερευνητών και αρχιτεκτόνων μελετητών υπό τη διεύθυνση των Alfredo Brillembourg και Hubert Klumpner, διευθυντών του εργαστηρίου Urban-Think Tank (U-TT) το οποίο εξειδικεύεται στην προσέγγιση κοινωνικών προβλημάτων των σύγχρονων πόλεων, και καθηγητών Αρχιτεκτονικής και Αστικού Σχεδιασμού στο Πανεπιστήμιο ΕΤH της Ζυρίχης. Αναπτύχθηκε εντατικά για 10 περίπου μήνες σε συνεργασία με ομάδα Ελλήνων ειδικών, επιστημόνων και επαγγελματιών με κύριους συμβούλους τη Μαρία Καλτσά σε θέματα αρχιτεκτονικής και τον καθηγητή Θωμά Μαλούτα σε θέματα κοινωνιολογίας. Στο ευρύτερο πλαίσιο του προγράμματος αυτού εντάχθηκε και ο παρών Άτλας κοινωνικής γεωγραφίας της Αθήνας.
Κεντρικό στοιχείο της προσέγγισης ήταν η αναζήτηση ιδεών απευθείας από τους ενδιαφερόμενους. Η διαδικασία αυτή υπήρξε αρκετά περίπλοκη, ειδικά εφόσον θέλαμε να φθάσουμε σε αυτούς που κατά κανόνα αποκλείονται, ή και συχνά αυτο-αποκλείονται λόγω έλλειψης πληροφόρησης, αίσθησης αδυναμίας ή υπερβολικής επιβάρυνσης από την καθημερινή προσπάθεια επιβίωσης. Η πρωτοβουλία ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ δεν είχε τον απαιτούμενο χρόνο και τους λοιπούς απαραίτητους πόρους ώστε να καταστήσει λειτουργική την απαιτούμενη προσέγγιση, που βασίζεται στη συμμετοχή, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεδομένων των περιορισμών, η συγκέντρωση ιδεών από το ευρύ κοινό περιορίστηκε στη συμπλήρωση ερωτηματολογίων σε δημοφιλείς ιστοτόπους και σε περιοδικά, καθώς και σε προσωπικές συνεντεύξεις με ειδικούς, αλλά και με κατοίκους και περαστικούς από τα γραφεία του προγράμματος στην Ομόνοια ή κατά τις ειδικές επισκέψεις σε ορισμένες γειτονιές του κέντρου. Οι συμμετέχοντες δεν αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα των ατόμων που αφορά το πρόγραμμα, καθότι υπερεκπροσωπούνται νεώτερα άτομα, με κάποια επαφή και γνώση των υπό συζήτηση θεμάτων και με εξοικείωση/πρόσβαση στους τρόπους επικοινωνίας (διαδίκτυο, συγκεκριμένοι ιστότοποι, ειδικός τύπος κλπ.). Ωστόσο, η ανταπόκριση ήταν μαζική, πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι αναμενόταν. Σχεδόν 4.000 άτομα απήντησαν σε ειδικά ερωτηματολόγια μέσα σε δύο μήνες, και τούτο -αν μη τι άλλο- επιβεβαιώνει την ανάγκη που διατύπωσαν ευθέως πολλοί συμμετέχοντες: τη συμμετοχική διαχείριση των τοπικών θεμάτων.
Κατά τη διάρκεια του προγράμματος λειτούργησε στο ισόγειο του κτηρίου του ΗΣΑΠ στην Ομόνοια ανοιχτός χώρος, το εργαστήρι «RA Lab», ο οποίος προσφέρθηκε από τη ΣΤΑΣΥ και ανακατασκευάστηκε με δαπάνες του Ιδρύματος Ωνάση. Εκεί πραγματοποιήθηκαν εργαστήρια παραγωγής αρχιτεκτονικών προτάσεων, 200 συνεντεύξεις με ειδικούς και κατοίκους, συναντήσεις με ερευνητικές ομάδες, συλλογικότητες και εκπροσώπους ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στην Αθήνα, καθώς επίσης δράσεις, διαλέξεις και οκτώ εκδηλώσεις ενεργοποίησης με θέματα γύρω από την κοινωνία, την αρχιτεκτονική και την τέχνη τις οποίες παρακολούθησαν περίπου 1.000 άτομα. Οι θέσεις των συμμετεχόντων αποκάλυπταν συχνά απρόσμενες, εμπνευσμένες ή προκλητικές ιδέες τις οποίες επεξεργάζονταν οι αρχιτέκτονες-μελετητές, ώστε σε νέους συνδυασμούς να αποτελέσουν πρότυπα τρόπων διαβίωσης για το υποβαθμισμένο κέντρο. Επίσης, παρήχθησαν 30 γενικοί ή εξειδικευμένοι χάρτες υποπεριοχών, με αξιοποιήσιμες πληροφορίες και συγκροτήθηκε Συμβουλευτική Επιτροπή που παρείχε στις ομάδες εργασίας στήριξη και πληροφορίες.
Το πρόγραμμα ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ – 101 ΙΔΕΕΣ δεν επεδίωξε να υποκαταστήσει το σχεδιασμό ή τις τοπικές αντιπροσωπευτικές δομές, αλλά να καταθέσει μια εναλλακτική λογική επανα-προγραμματισμού της περιοχής μέσα από μια κριτική αντίληψη των προβλημάτων της. Η έρευνα προσέγγισε κριτικά τις προκλήσεις στην πόλη, τις αντιθέσεις που φιλοξενεί, τους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιείται, ενώ σημαντική υπήρξε η διάγνωση της καθημερινότητας των περιοχών και το πώς αυτές επηρεάζουν και επηρεάζονται από μια ενδεχόμενη τοπική αναγέννηση. Ουσιώδης θεώρηση ήταν το ότι για τη βελτίωση των περιοχών με πολλά προβλήματα είναι δύσκολο να επιτύχει βιώσιμα αποτελέσματα μια κλασσικού τύπου προσέγγιση. Διατυπώθηκαν προτάσεις έργων που αφυπνίζουν και προκαλούν τον τακτικό σχεδιασμό, οπτικοποιούν παραδειγματικά την προσέγγιση, και συνολικά συνιστούν έναν οδικό χάρτη για επόμενα βήματα. Κάποιες προτάσεις είναι οραματικές, άλλες αναγνωρίζουν και αναφέρονται στον ευρύ χώρο ανάμεσα στους θεσμούς και τις άτυπες εκφάνσεις της ζωής με αποδέκτη τις ποικίλες ομάδες που κατοικούν ή εργάζονται στις περιοχές, και βιώνουν καθημερινά την απόλυτη κρίση. Οι προτάσεις προβάλουν το πώς οι υπάρχουσες κοινωνικές δυναμικές μπορούν να αναπτύξουν νέες μορφές αστικότητας βασισμένες σε νέες δομές, οικοδομώντας τη νέα πόλη χωρίς εκτοπισμούς, πάνω και μέσα στην παλιά, με συνύπαρξη παραδοσιακών και σύγχρονων δραστηριοτήτων.
Το πρόβλημα των περιοχών έγκειται περισσότερο στα κενά κτήρια, την εγκατάλειψη των ιδιωτικών ιδιοκτησιών και την έλλειψη κοινωνικών πολιτικών ή παροχών, και λιγότερο στην ποιότητα του δημόσιου χώρου. Οι στρατηγικές του προγράμματος ακολούθησαν τη λογική “αναγνώριση, αντιμετώπιση, επανα-προγραμματισμός” και οι προτάσεις του συνδέουν τον κοινωνικό σχεδιασμό με τον φυσικό, ώστε να διαπλέκονται οι καθημερινότητες ανθρώπων που αναπτύσσουν δεσμούς στο χώρο και όχι παράλληλους βίους που δεν τέμνονται. Μερικές προτάσεις είναι οραματικές και, συνεπώς, οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους παραμένουν ζητούμενο, αλλά πολλές αφορούν άμεσες δυνατότητες παρέμβασης χαμηλού κόστους-υψηλής αποτελεσματικότητας. Κάποιες δεν εκφράζονται με αρχιτεκτονικές προβολές, και επιδιώκουν να συνδέσουν με πρακτικό τρόπο τους διατιθέμενους πόρους με τις ανάγκες των εμπλεκομένων, έτσι ώστε να μεγιστοποιείται η χρήση των πόρων και να ελαχιστοποιούνται οι μη καλυπτόμενες ανάγκες. Επίσης, πολλές από τις σχεδιαστικές λύσεις, στη λογική πάντοτε μιας περισσότερο παραγωγικής συνάρθρωσης αναγκών και πόρων, αφορούν αλλαγές στο στεγαστικό απόθεμα και τον δημόσιο χώρο.
Γενικά επιδιώχτηκαν λύσεις ευέλικτες και ανθεκτικές στο χρόνο, με δικτύωση των περιοχών και σύνδεση του εκ των άνω σχεδιασμού με πρωτοβουλίες από τα κάτω. Αυτές εγγράφονται σε ένα πλαίσιο με πνεύμα που προωθεί την κοινωνική δικαιοσύνη και την οικονομική αποτελεσματικότητα, θέτοντας τη δεύτερη στην υπηρεσία της πρώτης. Κύριοι στόχοι είναι:
Οι προτάσεις υιοθετούν την πρακτική της παροχής ανταποδοτικών υπηρεσιών για την κάλυψη αναγκών, στοχεύουν δε στη δημιουργία χώρων για παιδιά, κέντρων ανάπτυξης δεξιοτήτων και εκπαίδευσης για προαγωγή της μικρο-επιχειρηματικότητας, στην ενεργοποίηση του δημόσιου χώρου και συγκρότησή του ως καταλύτη για τη συνύπαρξη ατόμων με διαφορετικά χαρακτηριστικά, στην ανάπτυξη κοινωνικής οικονομίας με εξοικείωση των ατόμων με την προοπτική συμμετοχής στην ανάπτυξη τοπικών σχημάτων επιχειρηματικότητας, ενώ προτείνονται ιδέες με περιεχόμενο που είναι ταυτισμένο -ιστορικά- με την παραγωγή προϊόντων στο κέντρο της Αθήνας.
Ενώ πολλές παρεμβάσεις ή προτάσεις του προγράμματος ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ-101 ΙΔΕΕΣ μπορούν να υλοποιηθούν με σχετικά μικρό κόστος, η απουσία κατάλληλων θεσμών υλοποίησης αποτελεί εμπόδιο. Η ανάπτυξη κατάλληλων θεσμικών εργαλείων μπορεί να αναδείξει τις προοπτικές εφαρμογής τους, ενώ η τοπική αυτοδιοίκηση θα πρέπει να έχει καίριο ρόλο στο σχεδιασμό και στο συντονισμό της υλοποίησης των προτεινόμενων λύσεων. Η σχεδόν απόλυτη έλλειψη δομών διακυβέρνησης στις γειτονιές είναι ένας κρίσιμος κρίκος που απουσιάζει από την αλυσίδα της διαδικασίας υλοποίησης όλων των σημαντικών ιδεών τις οποίες εκφράζει αυτό ή οποιοδήποτε παρεμφερές πρόγραμμα. Επίσης, οι δομές τοπικής αυτοδιοίκησης, παραδοσιακά, είναι μάλλον ασθενείς και δεν μπορούν να ασκήσουν καθόλου πραγματικό έλεγχο σε θέματα όπως η στέγαση, η εκπαίδευση ή η παροχή υπηρεσιών υγείας. Στη διάρκεια της κρίσης πολλές τοπικές αρχές ενίσχυσαν τη δραστηριότητά τους στο πεδίο της κοινωνικής πρόνοιας, έπειτα από τη δραματική αύξηση των νοικοκυριών που αντιμετωπίζουν ακραίες δυσκολίες. Η έλλειψη όμως οικονομικών πόρων και χρηματοδοτήσεων επιβάλλει οι λύσεις να περιλαμβάνουν κάποιο βαθμό απο-εμπορευματοποίησης και, ταυτόχρονα, κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας από την άμεση οικονομική στήριξη του κράτους, η οποία υπήρξε παραδοσιακά ασθενής και μειώθηκε περαιτέρω υπό το βάρος της κρίσης.
Η συνολική θεώρηση των προτάσεων του προγράμματος καθιστούν αντιληπτό στους διαμορφωτές πολιτικών το ότι με εναλλακτικούς τρόπους μπορεί να ενδυναμωθεί η κοινωνική συνοχή και η οικονομική ανάπτυξη. Αυτό, βέβαια, συνεπάγεται ξεκάθαρους κανόνες σε σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις όλων των εμπλεκόμενων, ενοποιητική αλληλεγγύη αντί επιβολής πειθαρχίας, ουσιώδη συμμετοχή σε διάφορα επίπεδα διακυβέρνησης, ευρηματική απο-εμπορευματοποίηση εκεί όπου η αγορά δεν μπορεί να έχει, ή δεν έχει, θετικό αποτέλεσμα, κλπ. Είναι επιτακτικό να υπάρξει οργάνωση στο χαμηλότερο δυνατό χωρικό επίπεδο: οι προτεινόμενες λύσεις θα καταστούν βιώσιμες μόνον εφ’ όσον υιοθετηθούν ενεργά από τους τοπικούς παράγοντες και εφ’ όσον παρακολουθούνται διαμέσου τοπικών οργανωτικών πόρων.
Κομβικό σημείο αποτελεί το κτηριακό απόθεμα που μπορεί να δημιουργήσει περισσότερο προσιτές συνθήκες στέγασης, αλλά και κίνητρα για εγκατάσταση νέων επιχειρήσεων σε κενά καταστήματα και χώρους γραφείων. Οι ιδιοκτήτες, με κάποια κίνητρα, θα μπορούσαν να διαθέσουν την περιουσία τους για υπηρεσίες της κοινότητας (συσσίτια, ιατρεία, κλπ.). Οι άνεργοι ένοικοι θα μπορούσαν να προσφέρουν κοινωνική εργασία ανάλογα με τις δεξιότητές τους, απολαμβάνοντας στέγη και κοινωνικά οφέλη σε τοπικό επίπεδο. Η ορθά οργανωμένη και αποτελεσματική κοινοτική εργασία μπορεί να αποτελέσει το όργανο της ενσωμάτωσης ευάλωτων ομάδων και της προαγωγής της κοινωνικής συνοχής, σε συνδυασμό με την προώθηση του αισθήματος της ασφάλειας και του ανήκειν, για όλους. Εν τέλει, η πλέον ίσως σημαντική ιδέα της πρωτοβουλίας αυτής είναι πιθανότατα η επινόηση καινοτόμων μορφών συνεργατικής κοινωνικής στέγασης και κοινωνικής οικονομίας, με τη συνέργεια μεταξύ τοπικών πόρων και αναγκών και μέσα από την προσπάθεια να αναπτυχθούν αποδεκτές διευθετήσεις, για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
Θα ήταν θετικό να διασυνδεθούν οι «συνεταιρισμοί» των πολυκατοικιών σε μια κατάλληλη κλίμακα οργάνωσης και διαχείρισης αυτών των ανταλλακτικών διεργασιών σε επίπεδο οικοδομικών τετραγώνων (Ο.Τ.) ή γειτονιάς, και με τις αντίστοιχες υπηρεσίες σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης ή, σε κάποιες περιπτώσεις, κεντρικής κυβέρνησης. Οι ευρηματικές λύσεις προσφέρουν νέους τύπους κοινωνικής στέγασης, οι οποίοι δεν θα είναι επιρρεπείς σε γκετοποίηση και αποκλεισμό: οι λύσεις αυτές θα πρέπει να λειτουργούν ελκυστικά στους νέους ανθρώπους, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, και αυτό μέσα σε περιοχές οι οποίες είναι ήδη κοινωνικά και εθνοτικά ανάμικτες.
Οι σχέσεις μεταξύ των μεταναστών και των Ελλήνων, όσο και μεταξύ των διαφορετικών εθνοτικών ομάδων, χαρακτηρίζονται τόσο από αλληλεγγύη όσο και από ένταση, και ήταν οπωσδήποτε καλύτερες μέχρι το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000, όταν υπήρχαν περισσότερες δυνατότητες ομαλής ένταξης για τους μετανάστες, τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στην αγορά κατοικίας. Ζητούμενο είναι, κατά συνέπεια, να δοθούν λύσεις που θα τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα, με τρόπους που θα συμβάλουν επίσης στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και, ταυτόχρονα, οι λύσεις που θα επινοηθούν για τα κοινωνικά προβλήματα να ωφελήσουν την οικονομική βιωσιμότητα της περιοχής.
Στο κέντρο της πόλης υπάρχουν πολλές ομάδες και θεσμοί με επενδεδυμένα συμφέροντα σε αυτό, όσο και στο μέλλον του. Προφανώς, δεν μοιράζονται τα ίδια συμφέροντα, απόψεις και προτεραιότητες, και δεν έχουν την ίδια δύναμη για να επιβάλουν την ατζέντα τους ή να ακουστούν. Σημαντική δυσκολία στην προσπάθεια εξεύρεσης εφαρμόσιμων λύσεων στο ποικιλόμορφο αυτό πλέγμα εγκατεστημένων συμφερόντων, είναι η απουσία δομών και κουλτούρας διαπραγμάτευσης. Το πρόγραμμα ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ-101 ΙΔΕΕΣ στόχευε να φέρει κοντά τα επενδεδυμένα αυτά συμφέροντα, σε ένα πλαίσιο αμοιβαίας αναγνώρισης, με ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση των περισσότερο ευάλωτων συντελεστών στην προοπτική μιας διεργασίας διαπραγμάτευσης. Αυτό δεν μπορούσε να επιτευχθεί στο πλαίσιο ενός σύντομου προγράμματος με επιδεικτικό χαρακτήρα, έγινε, ωστόσο, προσπάθεια για ουσιαστική επαφή με ομάδες οι οποίες δεν συμμετέχουν συνήθως σε τέτοιες διεργασίες, όπως οι κοινότητες των μεταναστών.
Σημαντικός πόρος των περιοχών είναι η κεντρική τους θέση που δυνητικά μπορεί να προσελκύσει οικιστικές, εμπορικές χρήσεις, και δημόσιες υπηρεσίες. Ανεξάρτητα από τα τοπικά προβλήματα, οι περιοχές αυτές (ή τμήματά τους) δεν αποτελούν «γκρίζα ζώνη». Στο ευρύ κέντρο υπάρχουν άνθρωποι και δραστηριότητες, και το θέμα δεν είναι το πώς θα αντικατασταθούν από άλλους ανθρώπους και δραστηριότητες, αλλά το πώς τα υφιστάμενα ζητήματα θα αντιμετωπιστούν με κοινωνικά συνεκτικούς τρόπους, και αναζητώντας την ενεργό συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων μερών. Το διαθέσιμο κτηριακό απόθεμα είναι ένας ακόμη σημαντικός πόρος που απαιτεί την επινόηση νέων, περισσότερο παραγωγικών διευθετήσεων. Οι δημόσιοι χώροι και οι αχρησιμοποίητοι ιδιωτικοί ακάλυπτοι χώροι αποτελούν, επίσης, δυνητικούς πόρους. Σε ό,τι αφορά στους ανθρώπινους πόρους (άνεργοι ή/και περιθωριοποιημένα άτομα, Έλληνες και μετανάστες) μπορούν να τους δοθούν κίνητρα για επιχειρηματικές πρωτοβουλίες ή/και εθελοντική κοινωνική εργασία. Στο ίδιο πλαίσιο, ένας περαιτέρω πόρος –η κοινωνικά διάσπαρτη κουλτούρα των μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων και οι πρακτικές δεξιότητες της οικογενειακής αλληλεγγύης– πρέπει να υποστηριχθεί ώστε να λειτουργήσουν προς όφελος της ευρύτερης κοινωνίας.
Το πρόγραμμα ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ-101 ΙΔΕΕΣ συγκέντρωσε πλούτο στοιχείων που αποτελούν σημαντική καταγραφή απόψεων, σκέψεων και αντιλήψεων για την πόλη σήμερα. Οι ιδέες που κατατέθηκαν καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, από το φαντασιακό πεδίο (οραματικές, με προβολή του Αθηναϊκού ιδεώδους) μέχρι τις βιούμενες σκληρές πραγματικότητες των ευάλωτων ομάδων στις προβληματικές περιοχές, θέτοντας βασικά αιτήματα και διεκδικώντας αναβάθμιση της ποιότητας ζωής.
Το πρόγραμμα έθιξε ζητήματα πολιτικής που αφορούν στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου της πόλης που βρίσκεται υπό πίεση, προτείνοντας ιδέες οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αναζωογόνηση των γειτονιών της. Η κοινωνική διάστασή του συνοψίζεται στους στόχους:
Οι προτάσεις που διατυπώθηκαν αφορούν παρεμβάσεις στο χώρο σε συνδυασμό με παρεμβάσεις στις σχέσεις των ανθρώπων που ζουν ή δρουν σε αυτόν. Αναζητήθηκαν λύσεις εκτός των πεπατημένων ορίων και σχημάτων, οι οποίες καθιστούν σαφές ότι χρειάζονται πλέον νέες πολιτικές και τρόποι διακυβέρνησης ώστε να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα προβλήματα. Κάθε μία από τις 101 ιδέες αποτελεί καταλύτη ώστε όλοι οι εμπλεκόμενοι, μετά από κατάλληλες διεργασίες, και η πολιτεία, με θεσμικές διευκολύνσεις, να στηρίξουν την προαγωγή νέων μοντέλων αστικότητας που γεννώνται από μη συμβατικές προσεγγίσεις. Οι προτάσεις οπτικοποιούνται ενδεικτικά, προκαλούν το ενδιαφέρον και καθιστούν σαφές ότι απαιτείται συναίνεση και συμμετοχή για την επίτευξη των μεγαλύτερων και πιο κρίσιμων στόχων που δίνουν το κοινωνικό στίγμα του προγράμματος.
Ο Δήμος της Αθήνας, παραλήπτης των παραδοτέων, αποτελεί τον ισχυρό θεσμικό φορέα που μπορεί να αξιοποιήσει τις ιδέες για τη ζωοδότηση νέων πολιτικών που θα τις καταστήσουν εφαρμόσιμες για την ενεργοποίηση των περιοχών στη βάση της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτό θα συμβάλλει στη στέρεα και υγιή αναγέννηση και ανάπτυξη του αισθήματος ότι η πόλη ανήκει σε όλους τους κατοίκους της, νοιάζεται γι’ αυτούς και παρέχει το πλαίσιο για την ενεργό συμμετοχή τους στην ενεργοποίηση αυτή.
Η τελική συγκρότηση των ιδεών συνδύασε τη διεθνή εμπειρία της ομάδας του Πολυτεχνείου ETH, τη δουλειά πεδίου και την επίγνωση του συγκεκριμένου περιβάλλοντος από την τοπική ομάδα και την εύστοχη ανταπόκριση του κόσμου στην πρόσκληση για ιδέες, στο πλαίσιο του προγράμματος. Η φιλοσοφία του Urban Think Tank εστιάζεται στην ανάγκη επιλεκτικού ανασχεδιασμού του αστικού ιστού, και στην εξεύρεση αποτελεσματικών λύσεων για την κοινωνική επανοικειοποίησή του. Η προσέγγιση, ενδεδειγμένη τόσο για πόλεις σε αναπτυξιακά ώριμες όσο και σε αναπτυσσόμενες χώρες, δικαιολογεί τη συμμετοχή του στην αναζήτηση και γένεση ιδεών για την Αθήνα, η οποία υπό τις παρούσες κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές συνθήκες πρέπει να συνδυάσει το κτηριακό της απόθεμα και άλλους πόρους της με την ικανότητα του πληθυσμού της να τους κινητοποιεί, ώστε να εξασφαλίσει τη συμβολή τους στην ικανοποίηση των αναγκών του. Φιλοδοξία ήταν να τεθούν ενδιαφέρουσες ιδέες προς συζήτηση και, αν είναι δυνατόν στην ημερήσια διάταξη, ακολουθώντας συγκεκριμένη αντίληψη αναφορικά με τα προσδοκώμενα κοινωνικά αποτελέσματα. Με την έννοια αυτή, πιστεύουμε ότι το πρόγραμμα άφησε ένα θετικό στίγμα.
Καλτσά, Μ., Μαλούτας, Θ. (2015) Το πρόγραμμα “Reactivate Athens – 101 ideas”. Η Αθήνα στην κρίση και η κοινωνική διάσταση του σχεδιασμού, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/το-πρόγραμμα-reactivate-athens/ , DOI: 10.17902/20971.37
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Από το τέλος ήδη του 2009 το νέο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής (YΠEKA) με τις υπηρεσίες και εποπτευόμενους Οργανισμούς του, εκπόνησε εντατικά ένα πρώτο, συνεκτικό πλαίσιο για την προσέγγιση και αντιμετώπιση κρίσιμων θεμάτων σε κλίμακα πόλης και μητροπολιτικής περιοχής. Πρόκειται για το «Πρόγραμμα ΑΘΗΝΑ-ATTIKH 2014», το οποίο εκδόθηκε σε τεύχος (φωτογραφία 1) και παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 2010. Ο τίτλος δεν αποτελούσε ορόσημο ολοκλήρωσης, αλλά συμβολισμό για μια ευκαιρία που χάθηκε σε επίπεδο πόλης: μια 10ετία μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες, ήταν αναγκαία η χωροταξική, αναπτυξιακή και περιβαλλοντική αλλαγή που δεν αποτολμήθηκε μετά το πέρας τους.
Στο Πρόγραμμα αποτυπώθηκε η συνάντηση οραμάτων και πλέγματος προβλεπόμενων στρατηγικών δράσεων για την Αθήνα και την Αττική. Σημαντικά έργα εντάχθηκαν σε αυτό: η παρέμβαση στο Κέντρο με άξονα την οδό Πανεπιστημίου ως κύρια στρατηγική αποφόρτισής του από το αυτοκίνητο και επανα-προγραμματισμού του, η -με αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση των διαδικασιών- δημιουργία του Μητροπολιτικού Πάρκου στον Φαληρικό Όρμο και η ανάπλαση της Λεωφόρου Βασιλίσσης Όλγας (φωτογραφία 2) που ολοκληρώνει τον μεγάλο αρχαιολογικό περίπατο.
Στην αρχή της κρίσης, αναζητήθηκε η προσαρμογή της πόλης σε έναν κόσμο που αλλάζει, ενώ ο ρόλος και παραδοχές του σχεδιασμού διατυπώθηκαν λαμβάνοντας υπόψη νέου τύπου συνέργειες και διαδικασίες. Στόχοι ήταν η ανάπτυξη με παραγωγική και οικολογική ισορροπία, η προαγωγή συνείδησης σχετικά με το πώς κινούμαστε και αντιλαμβανόμαστε την πόλη, η ανάταξη του υποβαθμισμένου δομημένου περιβάλλοντος, η αναζήτηση της εικόνας της μητρόπολης με σύγχρονους όρους και διατήρηση του φυσικού και πολιτιστικού της πλούτου. Η δομή της εργασίας παραθέτει τις προτεραιότητες, τη μεθοδολογία, τους μηχανισμούς και αποκαλύπτει τις προθέσεις του νέου Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας-Αττικής.
Η διάρθρωση των τεσσάρων κεφαλαίων της φανερώνει μια νέα λογική που διέπει το εγχείρημα. Στο 1ο κεφάλαιο Βελτίωση της Λειτουργίας και της Εικόνας της Πόλης καταγράφονται εμβληματικά αλλά και μικρά έργα, πολλά από τα οποία δρομολογήθηκαν. Πολλά θέματα, όπως η διερεύνηση αναβάθμισης της Οδού Πειραιώς, εντάχθηκαν σε ευρύ ερευνητικό έργο που ανατέθηκε στο ΕΜΠ και απετέλεσε επίσης τη βάση για τον διαγωνισμό της παρέμβασης με άξονα την οδό Πανεπιστημίου. Στο ερευνητικό πρόγραμμα αναλύεται και ο δυναμικός συσχετισμός του δίπολου των κέντρων Αθήνας-Πειραιά, ο οποίος μπορεί να αποτελέσει κορμό της μητρόπολης και να λειτουργήσει κατά της διάχυσής της. Μετά από χρόνια το ίδιο το Υπουργείο εκπόνησε διά της ΔΕΕΑΠ μελέτες, όπως για τις πλατείες Αγ. Παντελεήμονα-οδό Αγορακρίτου (φωτογραφία 3), Αττικής και Αγ. Νικολάου και ολοκλήρωσε την προκαταρκτική Μελέτη Ανάπλασης Καισαριανής στην περιοχή Προσφυγικών Πολυκατοικιών. Στο ίδιο κεφάλαιο περιλαμβάνεται η αναβάθμιση ή ανασυγκρότηση περιοχών της πόλης μέσα από νέα μοντέλα προσέγγισης, και σε αυτό το πνεύμα εντάχθηκε πιλοτική μελέτη που εκπονήθηκε από την ομάδα SARCHA για την περιοχή Γεράνι του υποβαθμισμένου Κέντρου. Καταγράφονται, επίσης, οι μεγάλες μητροπολιτικές παρεμβάσεις ανάπλασης του Φαληρικού Όρμου, του Ελληνικού με έμφαση στη δημιουργία Μητροπολιτικού Πάρκου, της Λιμενοβιομηχανικής Ζώνης Δραπετσώνας-Κερατσινίου, του Ελαιώνα, των Μητροπολιτικών Πάρκων Γουδή και «Α. Τρίτση». Τέλος, για την υλοποίησή τους επισημαίνεται η αναγκαιότητα νομικών-θεσμικών ρυθμίσεων, πολιτικών και χρηματοδοτικών εργαλείων.
Στο 2ο κεφάλαιο Βιώσιμη Αστική Κινητικότητα στην Αττική, τίθεται επιτακτικά το θέμα αλλαγής νοοτροπίας σχετικά με το πώς κινούμαστε και αντιλαμβανόμαστε την πόλη με νέους όρους (φωτογραφία 4). Στο 3ο κεφάλαιο Προστασία και βιώσιμη διαχείριση της υπαίθρου και των ορεινών όγκων της Αττικής, δηλώνεται η ανάγκη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος (φωτογραφία 5) και περιορισμού της διάχυσης στις εκτός σχεδίου περιοχές, κάτι το οποίο επιβεβαίωσε η μετέπειτα πρόταση του νέου Ρυθμιστικού Σχεδίου. Τέλος, στο 4ο κεφάλαιο Βιώσιμη διαχείριση της παράκτιας ζώνης της Αττικής, δίνεται προτεραιότητα στο άνοιγμα της πόλης προς τον Σαρωνικό και τον λοιπό παράκτιο χώρο της. Η έλλειψη πρασίνου στην Αθήνα αποκαθίσταται με τις ακτές μέσα στον αστικό ιστό της, που αποτελούν ένα ισοζύγιο ελεύθερων χώρων. Παρατίθενται προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση των αυθαιρεσιών, των διαχειριστικών και ιδιοκτησιακών προβλημάτων, και το Πρόγραμμα ολοκληρώνεται με κατάλογο βασικών δράσεων, πολλές από τις οποίες πραγματοποιήθηκαν ή ολοκληρώθηκαν ως προς τον σχεδιασμό, αλλά δεν εφαρμόστηκαν.
Η επένδυση στο νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας-Αττικής (ΡΣΑ) ήταν μεγάλη, με στροφή προς μια χωρική ανάπτυξη με έμφαση στο περιβάλλον και προώθηση ολοκληρωμένων πολιτικών ανασυγκρότησης του υφιστάμενου αστικού ιστού (φωτογραφία 6). Το νέο ΡΣΑ θα επεδίωκε ανάσχεση της οικιστικής εξάπλωσης στον εξωαστικό χώρο – ιδιαίτερα στη Βόρεια και Ανατολική Αττική, δυνατότητες μετεγκατάστασης παραγωγικών δραστηριοτήτων με όχληση σε οργανωμένους υφιστάμενους και νέους πυρήνες, και ένα βιώσιμο σύστημα μετακινήσεων επιβατών και εμπορευμάτων με προτεραιότητα στα ΜΜΜ σταθερής τροχιάς, το περπάτημα και το ποδήλατο.
Σήμερα, η χρονική απόσταση από τη δημοσιοποίηση του Προγράμματος επιτρέπει αξιολογήσεις των αρετών και τυχόν αδυναμιών του. Συγκρίνοντάς το με επίκαιρες τωρινές πρακτικές προσέγγισης ίδιων προβλημάτων, μπορεί κανείς να το αντιληφθεί ως διεισδυτικό, οραματικό και τολμηρό απέναντι στην πραγματικότητα που είχε να αντιμετωπίσει. Ειδικά το νέο ΡΣΑ στόχευε να αποτελέσει βασικό εργαλείο ανασχεδιασμού για τη μακροπρόθεσμη βιώσιμη ανάπτυξη του ευρύτερου χώρου της Αττικής. Όσον αφορά δε στα σύνθετα θέματα του Κέντρου, το Πρόγραμμα θεώρησε εξ’ αρχής ότι η κακή εικόνα του δημόσιου χώρου και η ιδιοποίησή του επιδρούν αρνητικά στις κοινωνικές συμπεριφορές και διαμορφώνουν πρότυπα που απαξιώνουν τη συλλογική συμβίωση. Επεσήμανε την ανάγκη κοινωνικής και πολιτισμικής ανάμιξης και αναβάθμισης περιοχών με φαινόμενα περιθωριοποίησης και ήταν κατανοητό ότι η αναστροφή της εγκατάλειψης του Κέντρου, που συνδέθηκε με την ανοχή για διαβίωση μεγάλου αριθμού μεταναστών υπό απαράδεκτες συνθήκες εξαθλίωσης, απαιτούσε τη θετική διαχείρισή τους ως προϋπόθεση για τη συνεκτική κοινωνική και οικονομική λειτουργία του. Επισημάνθηκε από τότε η ανάγκη σύμπραξης των αρμόδιων κρατικών φορέων με την τοπική αυτοδιοίκηση και την κοινωνία των πολιτών, για την αντιμετώπιση σύνθετων προβλημάτων που σχετίζονται με την ποικιλομορφία και τον αποκλεισμό ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού (φωτογραφία 7).
Σήμερα, πέντε χρόνια μετά, η με ανθρώπινες συνθήκες αντιμετώπιση των ποικίλων ομάδων μεταναστών στην πόλη παραμένει ζητούμενο, ενώ μπορούν να συνεισφέρουν στην κάλυψη προνοιακών υπηρεσιών που ελλείπουν και να δώσουν περιθώρια επιβίωσης σε πολλές μικρές επιχειρήσεις.
Η Πανεπιστημίου, κορμός των παρεμβάσεων για το Κέντρο, επελέγη ως o πλέον σημαντικός άξονας που άξιζε να δοθεί στον πεζό και την πόλη λόγω θέσης, γεωμετρίας, αρχιτεκτονικής, ιστορίας, πολεοδομικής και οικονομικής σημασίας, σημασίας για τη δημόσια συγκοινωνία και το δίκτυο τραμ, και επιδιώκεται η υλοποίησή της. Ατυχώς, παρά τη θεσμική διεύρυνση του αντικειμένου της σε εταιρεία αστικών αναπλάσεων, η μετέπειτα κατάργηση -αντί αναβάθμισης- της ΕΑΧΑ Α.Ε. αποστερεί τη δυνατότητα αποτελεσματικής υλοποίησης δράσεων του προγράμματος με ιστορικό, αισθητικό και λειτουργικό χαρακτήρα.
Το Πρόγραμμα ΑΘΗΝΑ-ATTIKH 2014 γέννησε έναν αριθμό αρχιτεκτονικών διαγωνισμών που διεξήχθησαν με νέο θεσμικό πλαίσιο, και προήγαγαν τη συζήτηση γύρω από την Αρχιτεκτονική και τον πολιτισμό της αστικότητας. Πέραν του διαγωνισμού για την Πανεπιστημίου πρόκειται για τους διαγωνισμούς ανάπλασης που ανέλαβε η ΕΑΧΑ Α.Ε. για την Πλατεία Θεάτρου και ΑΘΗΝΑ Χ 4 (ανάκτησης και απόδοσης χαμένου δημόσιου χώρου, αναβαθμίζοντας την εικόνα και το ισοζύγιο πρασίνου) και το τοπόσημο της προβλήτας στο μητροπολιτικό πάρκο του Φαλήρου (από τη ΔΕΕΑΠ). Τέλος, με ανάθεση στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και διαγωνισμό, υλοποιήθηκαν τρεις εμβληματικές τοιχογραφίες σε τυφλές όψεις κτιρίων, προκαλώντας αναπάντεχες συναντήσεις της τέχνης με τους κατοίκους της πόλης σε μια εποχή που ο πολίτης ήταν αδρανοποιημένος, ο δημόσιος χώρος συρρικνωμένος ή εμπορευματοποιημένος και ο ρόλος της τέχνης κρίσιμος (φωτογραφία 8).
Καλτσά, Μ. (2015) Το πρόγραμμα “Αθήνα-Αττική 2014”, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/το-πρόγραμμα-αθήνα-αττική-2014/ , DOI: 10.17902/20971.36
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
To κείμενο αυτό αφορά τη συνύπαρξη διαφορετικών κοινωνικών / πολιτισμικών ομάδων στον Κεραμεικό και το Γκάζι και τον τρόπο με τον οποίο οι μεταξύ τους σχέσεις εγγράφονται στον αστικό χώρο, αλλά και διαμορφώνονται από αυτόν (Soja 1989). Τα δεδομένα στα οποία στηρίζεται προέρχονται από εθνογραφική έρευνα που πραγματοποιώ από το 2006 (Γιαννακόπουλος 2010).
Οι γειτονιές αυτές θεωρούνταν υποβαθμισμένες λόγω της εγκατάλειψής τους από παλιότερους κατοίκους και της εγκατάστασης μεταναστών. Ωστόσο, τα τελευταία δέκα χρόνια μεσοαστοί, κυρίως επιστήμονες και καλλιτέχνες, επιλέγουν την περιοχή ως τόπο κατοικίας. Ανακαινίζουν παλιές μονοκατοικίες ή διαμερίσματα σε παλιές πολυκατοικίες, αλλά και εγκαθίστανται σε μοντέρνες, πολυτελείς πολυκατοικίες που ανεγείρονται από κατασκευαστικές εταιρίες οι οποίες είχαν αγοράσει οικόπεδα προβλέποντας και προκαλώντας τη μελλοντική εγκατάσταση μεσοαστών στην περιοχή.
Παράλληλα, η περιοχή έχει γίνει τόπος εγκατάστασης μπαρ, εστιατορίων και καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων, «εναλλακτικών» αλλά και πιο «εμπορικών». Το Γκάζι αποκαλείται και gay village / γκέι χωριό, αφού τα περισσότερα γκέι μπαρ της Αθήνας έχουν μεταφερθεί εκεί. Υπάρχει μια διάκριση, ως προς τον χαρακτήρα της περιοχής, ανάμεσα στο Γκάζι –δηλαδή τη γειτονιά που εκτείνεται μετά την Ιερά Οδό όπως έρχεται κανείς από την Ομόνοια– και τον Κεραμεικό –που χωροθετείται πριν από την Ιερά Οδό: Το Γκάζι θεωρείται περισσότερο τόπος εγκατάστασης μπαρ και κέντρων διασκέδασης, ενώ ο Κεραμεικός περισσότερο τόπος κατοικίας.
Η εγκατάσταση «νεοαστών» κατοίκων και τόπων μιας κυρίως νεανικής διασκέδασης είναι χαρακτηριστική μιας διαδικασίας ανάπλασης, «εξευγενισμού» (gentrification) υποβαθμισμένων περιοχών του κέντρου πολλών δυτικών και άλλων μεγαλουπόλεων. Ο «εξευγενισμός» στις εν λόγω περιοχές δεν έχει ολοκληρωθεί εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα να εξακολουθούν να κατοικούνται και από μετανάστες και, εν γένει, από έναν ετερογενή πληθυσμό. Πρόσφατα, ωστόσο, επενδυτές όπως η εταιρία Οliaros με επικεφαλής τον επιχειρηματία στον χώρο του real-estate Ιάσονα Τσάκωνα, επιχειρούν την ολοκλήρωση του εξευγενισμού με την υποστήριξη του υπουργείου Ανάπτυξης και του Δήμου Αθηναίων.
Η νέα αυτή κίνηση ανάπλασης, ή αστικής αναζωογόνησης όπως έχει χαρακτηριστεί από τον δήμο και το υπουργείο, έχει αναζωπυρώσει τις παλιές διαμάχες μεταξύ διαφόρων κοινωνικών, πολιτιστικών και πολιτικών ομάδων οι οποίες είναι εγκατεστημένες ή δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Σε γενικές γραμμές, οι απόψεις για την ανάπλαση μπορούν να διαχωριστούν σε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη υποστηρίζει την ανάπλαση ως μέσο αναβάθμισης της περιοχής που μαστίζεται από την «ανομία», δηλαδή το εμπόριο και τη χρήση ναρκωτικών, την πορνεία και τη μικρή εγκληματικότητα (κλοπές κλπ.). Σύμφωνα με την δεύτερη, το νέο στάδιο της ανάπλασης αποτελεί την αφορμή για μια επιχείρηση αστυνόμευσης και τελικά εκδίωξης των μεταναστών και των περιθωριοποιημένων ομάδων / ατόμων από τις γειτονιές αυτές του κέντρου της Αθήνας. Οι υπερασπιστές της πρώτης κατεύθυνσης απόψεων είναι κυρίως μεσοαστοί νέοι κάτοικοι, αλλά και πολλοί από τους εναπομείναντες παλιότερους Έλληνες κατοίκους, ενώ της δεύτερης είναι κάτοικοι ή και συχνοί επισκέπτες της περιοχής που ανήκουν στην αριστερά και τον αντιεξουσιαστικό / αναρχικό χώρο.
Στη συνέχεια θα αναδείξουμε την πρώτη ομάδα απόψεων, όπως κυρίως εκφράζεται από τους μεσοαστούς νέους κατοίκους της περιοχής οι οποίοι αποτελούν και τον κύριο φορέα του «εξευγενισμού». Ωστόσο, και οι υπερασπιστές της δεύτερης ομάδας απόψεων, παρά την αντίθεσή τους στην «ανάπλαση», συμβάλλουν έστω και άθελά τους στον «εξευγενισμό» μέσα από την παρουσία τους και μόνο, ως κάτοικοι ή θαμώνες. Όπως συνάγεται από τις συνεντεύξεις που πήρα από νέους κατοίκους, ένας από τους κυριότερους λόγους για τον οποίο εγκαταστάθηκαν στην περιοχή είναι η έλξη, η γοητεία που τους ασκεί το κέντρο της Αθήνας. Χαρακτηριστικά, οι «εναλλακτικοί» αυτοί μεσοαστοί αυτοπροσδιορίζονται ως «παιδιά του κέντρου», διακρίνοντας τους εαυτούς τους από τους μεσοαστούς των προαστίων. Η έλξη και ο αυτοπροσδιορισμός αυτός συγκροτείται με βάση επιλεκτικές, αποσπασματικές εικόνες της περιοχής, όπως η ύπαρξη «εναλλακτικών» μπαρ, πολιτιστικών κέντρων ή και πεζόδρομων που θυμίζουν παλιές γραφικές αθηναϊκές γειτονιές.
Η γραφικότητα της περιοχής, ο «λαϊκοπαραδοσιακός» χαρακτήρας της, αλλά και η «πολυπολιτισμικότητά» της –δηλαδή η ύπαρξη των μεταναστών που «δίνουν χρώμα στη γειτονιά»– αποτελούν συστατικά στοιχεία της απόφασης των μεσοαστών αυτών να την επιλέξουν ως τόπο κατοικίας. Η γοητεία της γραφικότητας και της πολυπολιτισμικότητας συνδέεται άμεσα με την απόρριψη από τους συνομιλητές μου των κυρίαρχων ξενοφοβικών αντιλήψεων, οι οποίες τους διακρίνουν από τους κλασσικούς μεσοαστούς, αλλά και από τους παλιότερους Έλληνες κατοίκους της περιοχής. Με άλλα λόγια, παρατηρούμε εδώ μιαν αντίληψη σύμφωνα με την οποία αναζητούνται τρόποι συνύπαρξης, συγκατοίκησης διαφορετικών κοινωνικών / πολιτισμικών ομάδων, η οποία φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να αντιπαρατίθεται με την αντίληψη των μεσοαστών εκείνων που επιλέγουν να κατοικήσουν σε περίκλειστες (gated) κοινότητες μεγαλουπόλεων, δυτικών και άλλων. Ωστόσο, η υπεράσπιση της πολυπολιτισμικότητας έρχεται αντιμέτωπη με την σύγχρονη πραγματικότητα του κέντρου της Αθήνας, έστω και αν στην ελληνική πρωτεύουσα ίσως είναι υπερβολή να μιλήσουμε για κοινωνική έρημο που έχει προκαλέσει η εγκατάλειψη των downtown των μεγαλουπόλεων σύμφωνα με τον Davis (2008). Με άλλα λόγια, το ζήτημα που τίθεται στους «εναλλακτικούς» αυτούς μεσοαστούς είναι το πώς θα συνδυάσουν την απόρριψη της ομοιογένειας των «πληκτικών» βορείων προαστίων και την συνακόλουθη υπεράσπιση, τουλάχιστον στα λόγια, της «πολυπολιτισμικότητας» με τους «κινδύνους» της συνύπαρξης με διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Και κατά προέκταση: πώς εννοιολογείται η συνύπαρξη διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και, τελικά, η διαφορά (diversity) σε συνδυασμό με τον «εξευγενισμό» της γειτονιάς;
Όπως δείχνουν οι παρεμβάσεις τους στο χώρο, η λύση που επιλέγουν στα παραπάνω ερωτήματα οι μεσοαστοί πρωτοπόροι της «επανακατοίκησης» του ιστορικού κέντρου της Αθήνας είναι ο εξευγενισμός, ο εξωραϊσμός της περιοχής: πράσινες παρεμβάσεις, ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων και διατηρητέων ακινήτων, καθαρισμός. Ωστόσο, οι προσπάθειές τους αυτές συχνά προσκρούουν ή και ακυρώνονται από την σύγχρονη πραγματικότητα της πόλης.
Οι χωρικές αυτές παρεμβάσεις αναλαμβάνονται συνήθως από ιδιώτες ή ενώσεις πολιτών, αλλά μερικές φορές συνεπικουρούνται από τον Δήμο Αθηναίων.
Χαρακτηριστική είναι η προσπάθεια ανάδειξης της αρχιτεκτονικής αξίας των κτηρίων, η αποκατάσταση των παρτεριών, η δενδροφύτευση και ο άπλετος σύγχρονος φωτισμός στην οδό Ιάσονος.
Η ανάπλαση στην Ιάσονος συνδέεται με το γεγονός ότι στο δρόμο αυτό λειτουργούν είκοσι οίκοι ανοχής και συνέπεσε χρονικά με την απαίτηση του επενδυτή Ι. Τσάκωνα για την εκδίωξη των οίκων ανοχής από τον Κεραμεικό. Με άλλα λόγια, η «εξωραϊστική» αυτή δραστηριότητα των μεσοαστών νέων κατοίκων αποσκοπεί στην προσαρμογή, ενσωμάτωση της γειτονιάς στις δικές τους αντιλήψεις και πρότυπα για τον χώρο, αλλά και την πολυπολιτισμικότητα. Η γειτνίαση, η συνύπαρξη με τον Άλλον –κυρίως τους μετανάστες– είναι εκείνη της διακριτικής ιεραρχικής απόστασης, μιας φιλικής προς την ετερότητα, φολκλορικής, αλλά σαφώς ιεραρχικής διαφοροποίησης.
Η διαφοροποίηση αυτή αποτυπώνεται στο χώρο, αλλά ταυτόχρονα συγκροτείται και με όρους χώρου. Παραθέτω ενδεικτικά τα λόγια της πολιτικού μηχανικού της κατασκευαστικής εταιρίας της πολυτελούς –λεγόμενης εναλλακτικής– πολυκατοικίας στην οδό Μυλλέρου για το πώς συγκροτείται αρχιτεκτονικά μια αποσπασματική, αποστασιοποιημένη, αφ’ υψηλού “φωτογραφική θέαση” (Σταυρίδης 2002) του Άλλου: «το κτήριο είναι inviting προς τη γειτονιά, δηλαδή το κτήριο δεν στρέφει την πλάτη του προς τη γειτονιά και να πει: α! εμείς έχουμε ένα ωραίο κτήριο και δεν θέλουμε να σας βλέπουμε γιατί είστε πιο άθλιοι από μας (…) Έχει κάτι μεταλλικά πλέγματα που είναι διάφανα και βλέπεις όλες αυτές τις μπουγάδες σαν μέσα από ομίχλη, λίγο φλουταρισμένες». Ο Άλλος, όταν είναι διαφορετικός και φτωχός γίνεται αποδεκτός ως αισθητικοποιημένη σκηνογραφία.
Γιαννακόπουλος, Κ. (2015) Μεταξουργείο / Κεραμεικός και Γκάζι: «εξευγενισμός» και πολυπολιτισμικότητα στο λόγο των νέων κατοίκων, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ο-λόγος-των-εξευγενιστών/ , DOI: 10.17902/20971.8
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Tο 1930 ιδρύθηκε o ΟΛΠ (Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς) με τη μορφή ΝΠΔΔ (Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου). Η τοπογεωγραφική εξέλιξη των τερματικών του ΟΛΠ μετά τη δεκαετία του ’70 άλλαξε τα δεδομένα της σχέσης πόλη – λιμάνι, αλληλεπιδρώντας και με άλλους παραθαλάσσιους αστικούς δήμους, εκτός από τον Πειραιά. Τα λιμενικά τερματικά του ΟΛΠ, λειτουργούν πλέον σε πολλές και διαφορετικές τοποθεσίες. Στο Πέραμα με τον σταθμό εμπορευματοκιβωτίων (ΣΕΜΠΟ) και τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, στο Κερατσίνι-Δραπετσώνα με το Car-terminal, στον Πειραιά με το επιβατικό λιμάνι. Μετά το 1999, αυτός ο οικονομικός οργανισμός λειτουργεί ως ΝΠΙΔ (Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου) και από το 2003 είναι εισηγμένη εταιρεία στο χρηματιστήριο με διασπορά του 25% περίπου των μετοχών στην χρηματαγορά. Το 2005 η κυβέρνηση επέλεξε την συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στη παραγωγή λιμενικών υπηρεσιών σε τερματικούς σταθμούς εμπορευματοκιβωτίων στον ΟΛΠ και τον ΟΛΘ (Θεσσαλονίκη). Το 2008 προκηρύχθηκαν διεθνείς διαγωνισμοί για την παραχώρηση για 35+5 χρόνια του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων (ΣΕΜΠΟ) του ΟΛΠ και συγκεκριμένα του μοναδικού υφιστάμενου Προβλήτα ΙΙ στη περιοχή του Περάματος.
Τον Απρίλιο του 2009 πέρασε από τη Βουλή ο νόμος 3755/09 που επικύρωσε τη Σύμβαση των δύο εταιριών ΟΛΠ-ΣΕΠ (Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά ΑΕ) που παραχώρησε ολοκληρωμένο και σε πλήρη λειτουργία τον Προβλήτα ΙΙ του ΣΕΜΠΟ του λιμανιού του Πειραιά, με όλον τον μηχανολογικό του εξοπλισμό και τη κατασκευή του Ανατολικού τμήματος του Προβλήτα ΙΙΙ για 35+5 χρόνια, με διμερή διακρατική συμφωνία.
Ο ΟΛΠ από ένα περιφερειακό λιμάνι έχει γίνει κεντρικό λιμάνι της Ευρωπαϊκής Ένωσης (6ος πλέον σε κατάταξη). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Εθνικής Τράπεζας, το 2015 θα μπορούν να διακινούνται από τον Πειραιά 4,7 εκ. εμπορευματοκιβώτια (TEUs) από 3 εκ. το 2012, προσφέροντας στην ελληνική οικονομία έσοδα της τάξης των 900 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχούν σε προστιθέμενη αξία της τάξης του 0,4% του ΑΕΠ, ενώ θα δημιουργηθούν περίπου 9.000 νέες θέσεις εργασίας. Οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας επισημαίνουν ότι, εκτός από το άμεσο όφελος της αυξημένης διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων, σημαντική αναμένεται να είναι η μακροπρόθεσμη επίδραση στην ανάπτυξη δικτύου επιχειρήσεων γύρω από το λιμάνι του Πειραιά. «Εκτιμάμε ότι μέχρι το 2018 η προστιθέμενη αξία θα αυξηθεί κατά 1,1 δισ. ευρώ για τις επιχειρήσεις που είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη ναυτιλία και κατά 2,1 δισ. για το ευρύτερο δίκτυο επιχειρήσεων –κυρίως αποθήκευσης (logistics) και βιομηχανικών– που συγκεντρώνονται στην περιοχή λόγω της αυξημένης δραστηριότητας». Παράλληλα, αναμένεται έμμεση επίδραση της τάξης των 1,9 δισ. ευρώ λόγω αυξημένης παραγωγής των κλάδων εκτός του συγκεκριμένου δικτύου –αφορά κυρίως προμηθευτές. Συνυπολογίζοντας τις παραπάνω επιδράσεις από την επέκταση του δικτύου επιχειρήσεων γύρω από την ευρύτερη περιφέρεια των λιμενικών τερματικών του ΟΛΠ, η συνολική αύξηση στην προστιθέμενη αξία αγγίζει τα 5,1 δισ. ευρώ μέχρι το 2018 ή 2,5% του ΑΕΠ δημιουργώντας περίπου 125.000 νέες θέσεις εργασίας.
Ο ΟΛΠ είναι ένας οργανισμός «δημόσιας εξουσίας και επιχειρηματικής δραστηριότητας». Λειτουργεί αυτόνομα και μέσα από ένα σύστημα 322 συμβάσεων παραχώρησης με ιδιωτικούς φορείς, πιο σημαντική των οποίων είναι η Σύμβαση Παραχώρησης Σταθμών Εμπορευματοκιβωτίων προς τη ΣΕΠ ΑΕ, θυγατρική της Cosco Pacific Ltd, ΚΠΑ ύψους 678 εκ. ευρώ. Ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη και νέα επιχειρηματική συμφωνία ύψους 230 εκ. ευρώ, με την ίδια εταιρεία. Ο ΟΛΠ ΑΕ εκτελεί επενδυτικά έργα με κοινοτικές χρηματοδοτήσεις ύψους 150 εκ. ευρώ. Στον Νόμο 4150/2013 προβλέπεται η δημιουργία της εταιρείας holding «Αττικό Λιμενικό Σύστημα», με την ενσωμάτωση στον ΟΛΠ ΑΕ τριών άλλων λιμένων ΑΕ, της Ραφήνας, του Λαυρίου και της Ελευσίνας. Αποτελεί πλέον τμήμα των Διευρωπαϊκών Δικτύων (ΤΕΝ-Τ) και επομένως δυνητικού αποδέκτη ποσών εκ του Ταμείου «Συνδέοντας την Ευρώπη», το οποίο έχει προϋπολογισμό 23 δισ. ευρώ.
Τα χρόνια των μνημονίων, οι κυβερνήσεις επέλεξαν την διαδικασία του διεθνούς διαγωνισμού για την παραχώρηση του 67% των μετοχών του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς. Με το άνοιγμα των προσφορών, την Τρίτη 12 Ιανουαρίου του 2015, γίνονται γνωστές και οι αποτιμήσεις για την αξία του ΟΛΠ των δυο εκτιμητών που όρισε το ΤΑΙΠΕΔ.
Η διαδικασία παραχώρησης των μετοχών αυτών, γίνεται με τη δέσμευση, από τον οποιονδήποτε πιθανό αγοραστή, ανεξάρτητα από το ύψος της τιμής προσφοράς, για επενδύσεις 340 εκατ. ευρώ στο λιμάνι του Πειραιά, οι κυριότερες εκ των οποίων αφορούν της ανάπτυξη της κρουαζιέρας με λιμενικά έργα, νέες δεξαμενές για τις επισκευές των πλοίων και καινούργιες υποδομές στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη
Ο ΟΛΠ ΑΕ είναι η μεγαλύτερη επιχείρηση της λιμενικής βιομηχανίας της χώρας και ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Ευρώπης. Είναι ένα λιμάνι πολλαπλών δραστηριοτήτων, που οι λιμενικές χερσαίες εγκαταστάσεις του (κρηπιδώματα) καλύπτουν μία έκταση 37,7 χλμ και υπηρετεί τους παρακάτω βασικούς τομείς δραστηριοτήτων μιας λιμενικής αγοράς:
Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι ο ΟΛΠ δεν εξαρτάται από τις διακυμάνσεις ενός κλάδου, όπως άλλα λιμάνια και σταθμοί. Δεν είναι μόνο λιμάνι ΣΕΜΠΟ, ή μόνο λιμάνι κρουαζιέρας, ή μόνο λιμάνι car-terminal, ή μόνο λιμάνι ακτοπλοΐας. Είναι όλα αυτά μαζί και αυτό αποτελεί πλεονέκτημα, αλλά και στρατηγική ανάπτυξης απέναντι στις ενδεχόμενες επιμέρους κρίσεις. Οι όποιες εξωτερικότητες από τις επιμέρους αυτές δραστηριότητες επιδρούν θετικά στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, στο πολεοδομικό συγκρότημα, αλλά και στο σύνολο της οικονομίας.
Χλωμούδης, Κ. (2015) Η εξέλιξη του λιμένος Πειραιώς και η COSCO, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/το-λιμάνι-και-η-cosco/ , DOI: 10.17902/20971.47
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Κατά τα πρώτα σαράντα περίπου μεταπολεμικά χρόνια, το κέντρο της Αθήνας, άκμασε, πύκνωσε, άλλαξε αισθητικά και λειτουργικά, αποτελώντας όμως πάντοτε τον ομφαλό της οικονομικής και πολιτιστικής ζωής της μητρόπολης. Την ακμή του ακολούθησε μια περίοδος παρακμής, με αυξανόμενη ένταση κατά τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια. Η υψηλή πυκνότητα του κέντρου σε συνδυασμό με την αύξηση της αυτοκίνησης και την έλλειψη αποτελεσματικών δικτύων μέσων μαζικής μεταφοράς, ιδιαίτερα πριν από την κατασκευή του μετρό, καθώς και η εντεινόμενη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, δημιούργησαν συνθήκες εξόδου του πληθυσμού και απομάκρυνσης πολλών δραστηριοτήτων από αυτό. Η αυξανόμενη οικονομική ευμάρεια και η υιοθέτηση νέων τρόπων ζωής και καταναλωτικών προτύπων, οδήγησαν ένα μέρος του πληθυσμού της Αθήνας στην αναζήτηση νέων σκηνών, στην περιφέρεια της πόλης, όπου θα εκτυλίσσονταν πλέον το θέατρο της καθημερινής του ζωής, και θα εξέφραζαν καλύτερα τις νέες αξίες και πρότυπα της κοινωνίας. Η αναπόφευκτη, αλλά ίσως υπερβολική και απρογραμμάτιστη επέκταση του μητροπολιτικού συγκροτήματος, συνοδεύτηκε και από τη δημιουργία περιφερειακών εμπορικών αγορών και εμπορικών κέντρων, που αποδυνάμωσαν το παραδοσιακό εμπορικό κέντρο της Αθήνας. Ο πληθυσμός της, πρόσφατα αστικοποιημένος, δεν διέθετε συλλογική μνήμη, αξίες και συνείδηση αστικού πολιτισμού, και πιθανότατα δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει έναν ενεργητικό διάλογο με το παρελθόν της πόλης. Ποτέ ίσως δεν υπήρξε σοβαρό κοινωνικό αίτημα για την ανάληψη δράσεων από το κράτος για την αναστροφή της πορείας υποβάθμισης του κέντρου της Αθήνας.
Τα δικαιώματα οικοδομικής αξιοποίησης που είχαν αποδοθεί στην έγγεια ιδιοκτησία κατά την περίοδο ισχυρής ανάπτυξης του κέντρου της πόλης, ευνόησαν την εντατική εκμετάλλευσή της και την παραγωγή υψηλής γαιοπροσόδου. Ιδιαίτερα με την αμφιλεγόμενη μέθοδο της αντιπαροχής, δόθηκε κάποια λύση στο πρόβλημα στέγασης του ταχέως αυξανόμενου πληθυσμού, και των αναπτυσσόμενων δραστηριοτήτων. Τη θέση των παλαιών, χαμηλού ύψους κτηρίων, κατέλαβαν προοδευτικά νέες, υπερσύγχρονες για την εποχή τους πολυώροφες οικοδομές, που εκμεταλλεύτηκαν τον ιδιωτικό χώρο κατά το μέγιστο δυνατό, τόσο κάθετα όσο και οριζόντια. Ορθώθηκαν υπερσύγχρονες για την εποχή τους πολυκατοικίες και πολυτελή μέγαρα γραφείων και καταστημάτων, που σε σχέση με το παρελθόν, στέγασαν πολλαπλάσιο πληθυσμό και δραστηριότητες. Δημιουργήθηκε έτσι ένα κτηριακό απόθεμα από πολυσύχναστες κυψέλες, που συχνά επικοινωνούν μεταξύ τους με γοητευτικές στοές που δίδουν διέξοδο προς το δημόσιο χώρο. Συχνά κομψά, αλλά συνηθέστερα επιβλητικά, κάποια από αυτά τα κτήρια αποτελούν σήμερα μέρος της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της πόλης, ακόμη και εάν δεν έχουν χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα, όπως – δικαιωματικά σχεδόν – κάποια παλαιότερα κτήρια που επέζησαν και μετά από την εποχή της αντιπαροχής.
Η κατάσταση του κτηριακού αποθέματος του κέντρου της Αθήνας είναι σήμερα ιδιαίτερα προβληματική, όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία που προέκυψαν από πρόσφατες έρευνες του Τμήματος Μηχανικών Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας σε ένα ευρύ τμήμα του κέντρου που περιλαμβάνει 1650 κτίρια και παρουσιάζονται στις επόμενες ενότητες του κειμένου.
To κτηριακό απόθεμα στο κέντρο της Αθήνας χαρακτηρίζεται σήμερα ως απαξιωμένο. Περισσότερα από τα μισά κτήρια (55%) σε ευρεία περιοχή του που μελετήθηκε, κατασκευάστηκαν προ πεντηκονταετίας, ενώ περίπου το 20% από αυτά είναι αρκετά παλαιότερα. Κατά την εικοσαετία 1970-1990, κατασκευάστηκε το 15% των κτηρίων, ενώ ελάχιστα κτήρια (αντιπροσωπεύουν περίπου το 7% του συνόλου) κατασκευάστηκαν από το 1990 μέχρι τις μέρες μας (Χάρτης 1). Εντούτοις, η παλαιότητα του κτηριακού αποθέματος δε θα αποτελούσε πρόβλημα για την πόλη, εάν τα κτήρια ήταν επαρκώς συντηρημένα και ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις των σύγχρονων χρηστών τους, καθώς επίσης, εάν ορισμένα από αυτά διέθεταν κάποια αρχιτεκτονική ευπρέπεια. Σχεδόν το σύνολο των κτηρίων χρίζουν σήμερα κοστοβόρων παρεμβάσεων για την αποκατάσταση, εκσυγχρονισμό και βελτίωση της ενεργειακής τους απόδοσης (Χάρτης 2). Για πάνω από το 60% των κτηρίων, το κόστος αποκατάστασης και εκσυγχρονισμού τους υπερβαίνει τη σημερινή (2015) αγοραία αξία τους.
Πηγή στοιχείων: ιδία έρευνα πεδίου, Q3 2013
Πηγές στοιχείων: ιδία έρευνα δομημένων επιφανειών Q3 2013, στοιχεία ιδιοκτησιών από την Κτηματολόγιο Α.Ε., Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο Δ. Αθηναίων. Ιδία επεξεργασία στοιχείων.
Στο χάρτη απεικονίζονται τα κτήρια των οποίων η δομημένη επιφάνεια υπερβαίνει ή υπολείπεται των δυνατοτήτων δόμησης που επιτρέπεται με βάση τους ισχύοντες σήμερα συντελεστές δόμησης, μετά τη μείωσή τους κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Με κόκκινη παλέτα χρωμάτων απεικονίζεται η ένταση της υπέρβασης του ισχύοντος συντελεστή δόμησης. Με πράσινη παλέτα υποδεικνύεται η υπολειπόμενη δυνατότητα δόμησης. |
Το σύνολο σχεδόν των οικοπέδων έχει οικοδομηθεί με υψηλούς συντελεστές δόμησης. Η θεσμοθέτηση μειωμένων συντελεστών κατά τις τρεις περίπου τελευταίες δεκαετίες, είχε μάλλον περιορισμένα αποτελέσματα (Χάρτης 3, σε συνδυασμό με τον Χάρτη 1). Η σημαντική υπέρβαση της δομημένης επιφάνειας πολλών κτηρίων σε σχέση με τους ισχύοντες σήμερα συντελεστές δόμησης, καθιστά ανεφάρμοστες ή ακόμη και ουτοπικές, κάποιες προτάσεις για την κατεδάφιση κτηρίων με σκοπό τη δημιουργία νέων ή για τη δημιουργία ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων. Κα αυτό συμβαίνει όταν δε λαμβάνονται επαρκώς υπόψη το ύψος των αποζημιώσεων των ιδιοκτητών ακινήτων, υπό συνθήκες σχεδόν απόλυτης έλλειψης οικονομικών πόρων, ή την αναποτελεσματικότητα πολεοδομικο-οικονομικών μηχανισμών, όπως της Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης. Αν και οι μεγάλες καλύψεις και πυκνότητες των οικοδομικών τετραγώνων καθιστούν μάλλον δύσκολη την εφαρμογή των αρχών του βιοκλιματικού σχεδιασμού σε περιπτώσεις αποκατάστασης και εκσυγχρονισμού των παλαιών κτηρίων, ταυτόχρονα, η υψηλή πυκνότητα της πόλης θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει ένα από τα πλεονεκτήματά της, τουλάχιστον σε ότι αφορά την εξοικονόμηση ενέργειας, υπό προϋποθέσεις.
Πηγή στοιχείων: Ιδία έρευνα – αυτοψίες κτηρίων, Q3 2013. Ιδία επεξεργασία.
Στο χάρτη απεικονίζεται το κόστος αποκατάστασης του κτηριακού αποθέματος σε κατάσταση καινούριου με το επιπλέον κόστος ενεργειακής αναβάθμισης, χωρίς περαιτέρω εσωτερικές ή εξωτερικές παρεμβάσεις.
Τα στοιχεία της κατάστασης συντήρησης κάθε κτηρίου συλλέχθηκαν με αυτοψία. Η επεξεργασία τους έγινε με εξελιγμένο αλγόριθμο. |
Στα χρόνια της κρίσης καταγράφονται πολύ υψηλά ποσοστά κενών ιδιοκτησιών, τόσο σε ισόγεια καταστήματα (Χάρτης 4), όσο και σε χώρους κάθε χρήσης, στους ορόφους των κτηρίων (Χάρτης 5). Τα ποσοστά κενών φθάνουν σε ορισμένες περιοχές του κέντρου της πόλης το 40% της συνολικής δομημένης επιφάνειας καταστημάτων, και περίπου στο 37% των χώρων σε ορόφους. Εξολοκλήρου κενά είναι το 18% των κτηρίων, πολλά εκ των οποίων είναι διατηρητέα. Τα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά κενών χώρων αποτελούν τη χαρακτηριστικότερη έκφανση της γενικευμένης κρίσης που βιώνει η πόλη. Πέρα από την υποβάθμιση της εικόνας της πόλης, πλήττονται βαριά οι κοινωνικές και οικονομικές της λειτουργίες.
Πηγή στοιχείων: ιδία έρευνα και επεξεργασία Q3 2013
Στο χάρτη απεικονίζεται το ποσοστό επιφανείας των κενών ισόγειων εμπορικών χώρων κάθε κτηρίου, επί του συνόλου του εμβαδού του ισογείου του. |
Πηγή στοιχείων: ιδία έρευνα και επεξεργασία Q3 2013
Στο χάρτη απεικονίζεται το ποσοστό επιφανείας κενών χώρων κάθε κτηρίου, επί του συνόλου του εμβαδού του, εκτός ισογείου και υπόγειων χώρων. |
Δύο από τα κύρια δομικά χαρακτηριστικά του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των υφιστάμενων κτηρίων στην περιοχή του κέντρου της πόλης, είναι η μικρο-ιδιοκτησία και η πολύ-ιδιοκτησία. Τα χαρακτηριστικά αυτά οφείλονται κατ’αρχήν στη μικροϊδιοκτησία της γης, αφού πάνω από το 80% των οικοπέδων έχουν εμβαδό μικρότερο των 500 τ.μ. Στα μικρά οικόπεδα οικοδομήθηκαν κτήρια με πολύ υψηλά ποσοστά συνιδιοκτησίας. Στο σύνολο των 1650 κτηρίων που εξετάσθηκαν, ο μέσος αριθμός συνιδιοκτητών ανέρχεται σε 32 άτομα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της επεξεργασίας πρωτογενών δεδομένων από την Κτηματολόγιο Α.Ε. Περίπου το 50% των κτηρίων ανήκουν σε πάνω από 75 ιδιοκτήτες. Εντοπίσθηκαν αρκετά κτήρια, σημαντικής επιφανείας, με πάνω από 300 συνιδιοκτήτες. Η πολύ-ιδιοκτησία είναι περισσότερο έντονη στα κτήρια γραφείων, και συνέβαλε αδιαμφισβήτητα στην απαξίωσή τους, κυρίως λόγω των δυσκολιών διαχείρισης και συντήρησής τους.
Τα υψηλά ποσοστά συνιδιοκτησίας των κτηρίων και η μικρο-ιδιοκτησία, υποδηλώνουν την περιορισμένη παρουσία πραγματικά μεγάλου κεφαλαίου στο κέντρο της Αθήνας, και τεκμηριώνουν την έντονη κοινωνική διασπορά της ιδιοκτησίας. Κατά συνέπεια, η υποβάθμιση και απαξίωση του κτηριακού αποθέματος, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, αποτελεί πλέον ένα φαινόμενο με σημαντικές κοινωνικές επιπτώσεις, αφού έχει απαξιωθεί η περιουσία μεγάλου αριθμού μικροϊδιοκτητών, για τους οποίους η επένδυση των αποταμιεύσεών τους σε ακίνητα του κέντρου της πόλης αποτελούσε κατά το παρελθόν σημαντική επιλογή του κύκλου ζωής τους.
Τα κτήρια του κέντρου της Αθήνας είναι στη μεγάλη πλειοψηφία τους σε κακή κατάσταση συντήρησης, ενεργοβόρα, με υψηλά ποσοστά κενών, και φιλοξενούν χρήσεις χαμηλής προστιθέμενης αξίας για μητροπολιτικό κέντρο. Στα πεπαλαιωμένα και απαξιωμένα κτηριακά κελύφη, δεν μπορούν να στεγασθούν πλέον εκείνες οι κεντρικές λειτουργίες που κατά κανόνα συγκεντρώνονται στο κέντρο μιας σύγχρονης μητρόπολης. Λόγω των υψηλού κόστους των έργων αποκατάστασης και εκσυγχρονισμού τους, του υψηλού βαθμού συνιδιοκτησίας και των χαμηλών μισθωμάτων, συνεχώς απαξιώνονται, και σταδιακά εγκαταλείπονται. Εξαιτίας της μεγάλης κλίμακας του προβλήματος της εγκατάλειψης των κτηρίων, έχει δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος: το αστικό περιβάλλον υποβαθμίζεται λόγω των εγκαταλελειμμένων κτηρίων, και τα κτήρια εγκαταλείπονται λόγω της υποβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος. Το φαινόμενο εξαπλώνεται σταδιακά σχεδόν σε ολόκληρη την έκταση της πόλης της, με πολλαπλές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Για το φαινόμενο αυτό, δεν είναι αποκλειστικά υπεύθυνη η παρούσα βαθειά και μακροχρόνια οικονομική κρίση, αλλά κυρίως, οι ανεπάρκειες της πολιτείας στο σχεδιασμό και τη διαχείριση του χώρου. Επιπλέον, το ισχύον θεσμικό πλαίσιο καθιστά κάθε παρέμβαση σε κτήρια πολύ-ιδιοκτησίας, σχεδόν αδύνατη.
Σχεδόν το σύνολο των ιδιοκτητών κενών ακινήτων, και ιδιαίτερα κενών οριζόντιων ιδιοκτησιών εντός εγκαταλελειμμένων ή ημι-εγκατατελελλειμένων κτηρίων βρίσκεται σήμερα στην εξαιρετικά δυσμενή θέση να καταβάλλει υψηλούς φόρους, χωρίς πραγματική προοπτική επανάχρησης ή πώλησής τους. Η αναβάθμιση μεμονωμένων οριζόντιων ιδιοκτησιών δεν θα προσέδιδαν σε αυτές, αλλά ούτε και σε ολόκληρα τα κτήρια προστιθέμενη αξία, είτε με όρους αγοραίων τιμών είτε αισθητικούς ή λειτουργικούς, όταν οι κοινόχρηστοι χώροι και ο εξοπλισμός τους είναι πεπαλαιωμένοι, ιδιαίτερα υπό τις επικρατούσες συνθήκες μεγάλης προσφοράς ακινήτων και σχεδόν ανύπαρκτης ζήτησης.
Το οικιστικό απόθεμα του κέντρου, ιδιαίτερα κατά την τελευταία δεκαετία, έχει τεθεί προοδευτικά εκτός των διαδικασιών που στηρίζουν την οικονομική μεγέθυνση και την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη. Ένας τεράστιος πλούτος απομειώνεται διαρκώς εδώ και δεκαετίες, με ανυπολόγιστες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, δεδομένης της εξαιρετικά υψηλής πληθυσμιακής διασποράς της ιδιοκτησίας. Για το χρηματοπιστωτικό σύστημα το κτηριακό απόθεμα του κέντρου δεν αποτελεί πλέον σοβαρό αντικείμενο ενδιαφέροντος, όχι μόνο λόγω της χαμηλής αγοραίας αξίας του, αλλά κυρίως, λόγω του υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου που ενέχει η χρηματοδότηση επενδύσεων σε αυτό. Η αδυναμία αξιοποίησης των ακινήτων ως εμπράγματη εγγύηση για την παροχή δανείων, στερεί από την αγορά πολύτιμους πόρους για τη χρηματοδότηση παραγωγικών δραστηριοτήτων. Με δεδομένα την υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος και την οικονομική κρίση, κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της συντριπτικής πλειοψηφίας των κτηρίων καθίσταται ασύμφορη με όρους αγοράς, και άρα ουσιαστικά ανέφικτη, όπως κατέδειξε ένας σημαντικός αριθμός μελετών σκοπιμότητας για την αποκατάσταση κτηρίων που εκπονήθηκαν στα πλαίσια των ερευνητικών προγραμμάτων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Τα παραπάνω δικαιολογούν σε μεγάλο βαθμό και την παντελή έλλειψη κινητικότητας της αγοράς ακινήτων στο κέντρο της πόλης, είτε για οριζόντιες ιδιοκτησίες, είτε για αυτοτελή κτήρια προβολής.
Η δυσμενής αυτή κατάσταση φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να βελτιωθεί χωρίς την άσκηση έντονων δημόσιων πολιτικών και μέτρων, με στόχο τόσο για τη βελτίωση του δημόσιου χώρου, όσο και του κτηριακού αποθέματος. Διαφορετικά, ακόμη και όταν η οικονομική κρίση ξεπεραστεί, πιθανότατα όπως και στο παρελθόν, οι δυνητικοί χρήστες κεντρικών θέσεων της πόλης θα αναγκαστούν να αναζητήσουν έκκεντρες θέσεις για την εγκατάστασή τους. Με δεδομένη την ευρεία κοινωνική διασπορά της ιδιοκτησίας, το σημαντικότερο θέμα που τίθεται δεν είναι ίσως εκείνο ενός δυσδιάκριτου θέματος πιθανού εξευγενισμού κάποιων τμημάτων της πόλης, αλλά εκείνο της απονομής κοινωνικής δικαιοσύνης από την πολιτεία στους ανθρώπους που επένδυσαν για δεκαετίες τους κόπους τους στο κέντρο της πόλης, και αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να διακόψουν τη λειτουργία των επιχειρήσεών τους λόγω της υποβάθμισης του κέντρου της πόλης.
Τριανταφυλλόπουλος, Ν. (2015) Το κτηριακό απόθεμα του κέντρου της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κτηριακό-απόθεμα/ , DOI: 10.17902/20971.21
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9