Τα τελευταία χρόνια η μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας αντιμετωπίζεται με κυμαινόμενη ένταση ως θύμα ποικίλων απειλών για την ασφάλεια των κατοίκων της, της περιουσίας τους, των επιχειρήσεων, των δημοσίων κτηρίων και των κοινόχρηστων χώρων. Δεν πρόκειται για μία νέα αγωνία, εφόσον κύματα ηθικών πανικών απέναντι σε διάφορες στοχοποιούμενες κοινωνικές ομάδες μπορούν να αναζητηθούν σε βάθος αρκετών δεκαετιών. Ωστόσο, μία πιο συγκροτημένη εμφάνιση του δόγματος ασφάλειας στην Αθήνα, υπό την έννοια μιας μόνιμης κατάστασης πολιορκίας, έρχεται κοντά στο 2000, όταν η Ελλάδα προετοιμάζεται για τους Ολυμπιακούς Αγώνες ψηφίζοντας «τρομονόμους», εξαρθρώνοντας «τρομοκρατικές οργανώσεις», εκτοπίζοντας ανεπιθύμητους από το κέντρο της πρωτεύουσας, εγκαθιστώντας τεχνολογίες επιτήρησης, δοκιμάζοντας ζώνες περιορισμού της κυκλοφορίας. Η κυρίαρχη αφήγηση της ασφαλούς πόλης συγκροτείται, ανεξάρτητα από τα «πραγματικά μεγέθη» της παραβατικότητας και της εγκληματικότητας, ως μία συνολική κρίση ασφάλειας στην πόλη, η οποία τείνει να αποτελέσει την αυτονόητη χωρική αντανάκλαση της «κρίσης» της ελληνικής κοινωνίας. Σε ρητορικές πολιτικών, δημοσιογράφων, διοικητικών παραγόντων και αναλυτών, το ιδεολόγημα της κρίσης επέτρεψε την αναβίβαση της αποκατάστασης της ασφάλειας σε ένα είδος πολέμου που ήδη διεξάγεται στο έδαφος της πόλης (Graham 2010). Ίσως πουθενά αυτό δεν συνοψίζεται καλύτερα από όσο στην έκκληση του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, λίγους μήνες πριν αναλάβει την πρωθυπουργία το 2012, ότι «πρέπει να ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας». Οι θεαματικές επιχειρήσεις αστυνόμευσης, ο εντοπισμός εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών, ο εκτοπισμός και η απομόνωσή τους, οι πολεμικές προετοιμασίες, η ιδιωτικοποίηση και η διάχυση της ανασφάλειας είναι ορισμένες από τις στιγμές αυτού του πολέμου. H κλιμάκωση της αστυνομικής βίας κατά διαδηλωτών δεν συνδέεται απαραίτητα με την ίδια την ένταση και τη μαχητικότητα των διαδηλώσεων. Αντίθετα, το διακύβευμα φαίνεται να είναι η εμπέδωση της δυνατότητας καταστολής, μέσω της αναβάθμισης της επιχειρησιακής ικανότητας των οργάνων της ΕΛΑΣ: λειτουργία νέων μηχανοκίνητων τμημάτων, αξιοποίηση δυσανάλογα πολυπληθών αστυνομικών μονάδων, εφαρμογή μεθόδων φυσικού αποκλεισμού των διαδηλωτών, διεξαγωγή προληπτικών προσαγωγών, δράση αστυνομικών με πολιτικά, στοχοποίηση συγκεκριμένων μερίδων διαδηλωτών, εκκενώσεις κατειλημμένων κτηρίων (εικόνα 1). Πρόκειται για αυτό που θα λέγαμε μοντέλο θεαματικής αστυνόμευσης, υπό την έννοια της συστηματικής προβολής εκ μέρους της ΕΛ.ΑΣ των διαθέσιμων μέσων άσκησης βίας (και ενίοτε των αποτελεσμάτων της εφαρμογής τους), που φαίνεται να επιδιώκει την εκ των προτέρων αποθάρρυνση των διαδηλωτών. Οριακή, αλλά ενδεικτική, περίπτωση τέτοιας «θεαματοποίησης» είναι εκείνη του αστυνομικού αποκλεισμού του κέντρου της Αθήνας κατά την επίσκεψη του γερμανού Υπουργού Εξωτερικών το καλοκαίρι του 2013, όταν η απαγόρευση συγκεντρώσεων εφαρμόστηκε με περικύκλωση της απαγορευμένης ζώνης σε μεγάλη έκταση γύρω από τη Βουλή από σώματα αστυνομικών των ΜΑΤ και πλήθος οχημάτων, ακόμα και σε περιοχές όπου καμία συγκέντρωση δεν είχε προγραμματιστεί (Χάρτης 1). Αυτό που παρεμποδίστηκε επί της ουσίας ήταν η καθημερινή ζωή του κέντρου της πόλης, καθώς ντόπιοι και τουρίστες μπορούσαν να διέλθουν μόνο περνώντας ανάμεσα από πάνοπλα σώματα και εξεταστικά βλέμματα φρουρών (Xάρτες 1-4).Θεαματική αστυνόμευση
Εικόνα 1: Πλατεία Συντάγματος, 29/6/2011
Πηγή: www.youtube.com/watch?v=S20_JuaX8gg)
Σε κάποιο βαθμό, μια παρόμοια σχέση μεταξύ αγοράς και ανακτόρων διαγράφεται καθημερινά στους δρόμους του κέντρου της Αθήνας, καθώς η θεματική αστυνόμευση κανονικοποιείται και διευρύνεται με την περιοδική στάθμευση και κίνηση διμοιριών των ΜΑΤ και των ΔΕΛΤΑ σε διάφορα σημεία ενδιαφέροντος σε όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου (Χάρτες 2-4). Είναι προφανές ότι το θέαμα της μόνιμης παρουσίας αστυνομικών εξοπλισμένων με αυτόματα όπλα, κράνη, δακρυγόνα κλπ δεν αποθαρρύνει με τον ίδιο τρόπο τις διαφορετικές ομάδες των περαστικών, εγκαθιστώντας ποικίλες απροσδόκητες ανισότητες σε σχέση με τη δυνατότητα μετακίνησης στην πόληως προς την ηλικία, το φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την καταγωγή, την τάξη, την οικονομική κατάσταση κλπ.
Τον Αύγουστο του 2012 η ΕΛ.ΑΣ, ξεκίνησε μια επιχείρηση μαζικών προσαγωγών μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας, υπό την οξύμωρη ονομασία «Ξένιος Δίας». Ήταν η πρώτη φορά που τέτοιου είδους επιχείρηση απέκτησε κωδική ονομασία άλλη από την «επιχείρηση-σκούπα» (δημοφιλή ήδη από τη δεκαετία του ’90 και τις απελάσεις των πρώτων Αλβανών μεταναστών). Όπως φάνηκε στη συνέχεια, η ονομασία επιδίωκε να προβάλει τον εκτοπισμό των μεταναστών ως διαρκές υπόδειγμα μεταναστευτικής πολιτικής, πρώτα στο πλαίσιο εντυπωσιακών ενεργειών (π.χ. αποκλεισμός του Σταθμού Λαρίσης) και έπειτα στο πλαίσιο μιας επαναλαμβανόμενης ρουτίνας, με πρακτικές που ποικίλλουν ανάμεσα στην τυπικότητα της μη βίαιης προσαγωγής και στη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού μεταναστών που υποχρεώνονται να παραμείνουν όρθιοι για πολλή ώρα ή να μετακινηθούν υπακούοντας σε στρατιωτικού τύπου παραγγέλματα. Η αρχική τηλεοπτική δημοσιότητα ακολουθήθηκε από τυπικά ημερήσια δελτία τύπου της ΕΛ.ΑΣ. Συνέχεια του «Ξένιου Δία» αποτέλεσε, από το καλοκαίρι του 2014, η επιχείρηση «Θησέας» (εικόνα 2).
Πηγή: www.youtube.com/user/EllinikiAstynomia.
Είχε προηγηθεί των εκλογών του Μαΐου του 2012, έπειτα από εκατοντάδες προσαγωγές και υποχρεωτικές ιατρικές εξετάσεις, η σύλληψη τριάντα δύο οροθετικών γυναικών και η δημόσια διαπόμπευσή τους με τη δημοσίευση από την ΕΛ.ΑΣ. των φωτογραφιών τους στο διαδίκτυο, για την «προστασία της δημόσιας υγείας», καθώς «το AIDS μεταδίδεται από την παράνομη μετανάστρια στον Έλληνα πελάτη, στην ελληνική οικογένεια» (δηλώσεις Υπουργού Υγείας, 16/1/2011). Λιγότερης προβολής έτυχε η λεγόμενη επιχείρηση «Θέτις» (Μάρτιος 2013), με την οποία εκατοντάδες χρήστες ναρκωτικών μεταφέρθηκαν από το κέντρο της Αθήνας στις εγκαταστάσεις της ΕΛΑΣ στην Αμυγδαλέζα, όπου υποχρεώθηκαν σε ιατρικές εξετάσεις.
Πέρα από τον στόχο της προσωρινής ή μόνιμης εκκαθάρισης περιοχών της πόλης, κοινό στοιχείο αυτών των επιχειρήσεων είναι η ιατρικοποίηση της ασφάλειας. Από κοινού με προσωπικό κρατικών ιατρικών υπηρεσιών (ΚΕΕΛΠΝΟ, ΕΚΕΠΥ), οι αστυνομικές δυνάμεις ανακαλύπτουν υπόπτους μολυσματικότητας, ξεχωρίζουν ανάμεσά τους τους μιαρούς και τους απομονώσουν από το υγιές σώμα της πόλης.
Πουθενά η απομόνωση δεν εφαρμόζεται συστηματικότερα από ό,τι για τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, τους οποίους βαρύνει, μαζί με τη μολυσματικότητα, και η κατηγορία της εισβολής. Από τον Απρίλιο του 2012 η λειτουργία νέων κέντρων κράτησης στις παρυφές της Αθήνας (Αμυγδαλέζα Αχαρνών, Κόρινθος) καθώς και σε παραμεθόριες ή άλλες περιοχές της χώρας προβλήθηκε ως η οριστική λύση στο πρόβλημα. Στη μορφή των στρατοπέδων συγκέντρωσης (χρήση παλιών στρατιωτικών εγκαταστάσεων, παράθεση οικίσκων σε ορθοκανονική διάταξη, ελλείψεις ακόμα και στοιχειωδών παροχών) βρίσκουμε μια αντιστροφή του θεάματος της ασφάλειας, καθώς η πρότερη έκθεση της απειλής ακολουθείται από την εξαφάνισή της, σε περιοχές και χώρους αδιαπέραστους από τα καθημερινά βλέμματα. Αν και οι διαδοχικές εκθέσεις διεθνών οργανισμών και μη-κυβερνητικών οργανώσεων σχετικά με τις απάνθρωπες συνθήκες εγκλεισμού (Cheliotis 2013) καταφέρνουν να αμφισβητήσουν αυτή την εξαφάνιση, ο εγκλεισμός άγνωστου αριθμού μεταναστών σε πλήθος κρατητηρίων αστυνομικών τμημάτων επισημαίνει την ύπαρξη διάσπαρτων σκιωδών χώρων εγκλεισμού, σχεδόν σε κάθε περιοχή κατοικίας του αστικού ιστού (εικόνα 3).
Τα διαθέσιμα στοιχεία φανερώνουν μία εντυπωσιακή μεγέθυνση των ιδιωτικών υπηρεσιών ασφάλειας. Μπορεί ο αριθμός των κατώτερων αστυνομικών που υπηρετούν στην ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή της Αττικής να αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ 2001 και 2011 (από 16.400 σε περίπου 26.000, στοιχεία από το «Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2001» του ΕΚΚΕ και επεξεργασία δείγματος 10% του υλικού της απογραφής του 2011), αλλά στο ίδιο διάστημα το σύνολο των εργαζόμενων στις επιχειρήσεις των κλάδων παροχής ιδιωτικής προστασίας υπερδιπλασιάστηκε (από 5.300 σε 12.360 άτομα, κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας Ν80.1, Ν80.2). Ο δείκτης κύκλου εργασιών για τις επιχειρήσεις security, με έτος βάσης το 2005 (=100), διαμορφώθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2014 σε 137,1, έχοντας καταγράψει πολύ υψηλές τιμές τα χρόνια που μεσολάβησαν και κατέχοντας εξέχουσα θέση ανάμεσα στους άλλους κλάδους υπηρεσιών.
Οι υπηρεσίες των εταιρειών security συγκροτούν ένα πλέγμα εξατομικευμένης ασφάλειας που καλύπτει τις ιδιωτικές ανάγκες προσώπων, σπιτιών, καταστημάτων, γραφείων. Ταυτόχρονα, το ίδιο πλέγμα εξαπλώνεται στον δημόσιο χώρο, όχι μόνο με τις περιπολίες μεταξύ ιδιωτικών κατοικιών και τη φύλαξη δημοσίων κτηρίων από ιδιωτικούς φρουρούς, αλλά και με την επέκταση της ευθύνης στον εξωτερικό χώρο των φυλασσόμενων κτηρίων, στα δίκτυα συγκοινωνιών, σε πανεπιστημιακούς χώρους ή ακόμα και με τη φύλαξη ολόκληρων αστικών περιοχών [1] (εικόνα 4)
Πηγή: www.facebook.com/Taurushellas
Η ζήτηση των υπηρεσιών ιδιωτικοποιημένης ασφάλειας αποτυπώνεται στις λογής πινακίδες αποτροπής και απαγόρευσης που πυκνώνουν στους δρόμους της Αθήνας, σε εισόδους πολυκατοικιών, πυλωτές, βιτρίνες καταστημάτων, περίβολους αυλών. Τα αναγραφόμενα μηνύματα, που ποικίλλουν από την απλή προειδοποίηση μέχρι την απειλή αντιποίνων, συνθέτουν, από κοινού με τις περιφράξεις, τις θωρακισμένες πόρτες, τις κάμερες παρακολούθησης κλπ, τον χώρο της καθημερινής ανασφάλειας και συνοψίζουν το διαρκώς ανικανοποίητο αίτημα για περισσότερη προστασία. Ένα αίτημα που εκφράζει την ανάγκη της ιδιωτικής οχύρωσης, αλλά και τη συρρίκνωση του κοινόχρηστου χώρου σε ένα άθροισμα υπερασπίσιμων θυρών και διαδρόμων. Οι ιδιωτικές αγωνίες που συναντιούνται σε αυτού του είδος το κοινό (Εμμανουηλίδης & Κουκουτσάκη 2013), στρώνουν το έδαφος για την εμφάνιση της βίας εκείνης που επιδιώκει την εκδίωξη (κάποτε και την εξολόθρευση) όλων όσων έχουν από πριν χαρακτηριστεί ως μιάσματα (γράφημα 1).
[1] Σε ιστότοπο εταιρείας security διαβάζουμε: “Από αρχές Δεκεμβρίου έχει ξεκινήσει η υπηρεσία “Ο Φρουρός της Γειτονιάς” στη Βόρεια περιοχή του Δήμου Χαλανδρίου και στο Δήμο Γλυφάδας. Η [επωνυμία εταιρείας], φέρνοντας πρώτη στην Ελλάδα μία πραγματικά ξεχωριστή υπηρεσία, δημιούργησε ένα δίκτυο ειδικών φρουρών που περιπολούν καθημερινά για την ασφάλεια του κόσμου και των καταστημάτων».
Κανδύλης, Γ., Ντάλιου, Σ., Σαγιά, Α. (2015) Η πολιορκούμενη πόλη: Πολεμική αστικότητα στη σύγχρονη Αθήνα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/πολιορκούμενη-πόλη/ , DOI: 10.17902/20971.45
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Οι πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες κατέχουν σημαντική θέση στη σύγχρονη οικονομία των πόλεων, ιδιαίτερα των μεγαλύτερων, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση του αστικού τοπίου. Στην Αθήνα παρατηρείται διαχρονικά έντονη συγκέντρωση πολιτιστικών δραστηριοτήτων για μια σειρά από λόγους, συμπεριλαμβανομένων του μεγάλου πληθυσμιακού μεγέθους, του εξειδικευμένου εργασιακού δυναμικού και της διάθεσης ενδιαμέσων αγαθών. Σημαντικό τμήμα των πολιτιστικών δραστηριοτήτων αποτελούν τα θέατρα, η δυναμική αύξηση των οποίων δεν ανακόπηκε από την τρέχουσα κοινωνικό-οικονομική κρίση. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι θεατρικές σκηνές στην Αθήνα αυξήθηκαν κατά 153% κατά την περίοδο 2000-2014, ενώ το 70% των σκηνών που λειτούργησαν μετά το 2000 έχουν ιδρυθεί από την αρχή της ύφεσης (2008-2014).
Σήμερα, στην Αθήνα εντοπίζονται 152 χειμερινές θεατρικές σκηνές [1]. Η παλαιότητά τους κυμαίνεται και δεν αφορά στο έτος κατασκευής του κτηρίου, αλλά στη λειτουργία του θεάτρου, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις φιλοξενείται σε παλαιό, αλλά διαμορφωμένο εκ νέου κτήριο. Αυτή η πρακτική είναι, άλλωστε, η πλέον συνήθης στα νεότερα θέατρα, εφόσον η χωρική τάση συγκέντρωσής τους αφορά σε περιοχές με παλαιά κτήρια και μεγάλη συγκέντρωση διατηρητέων. Συγκεκριμένα, το 17% των υφιστάμενων θεατρικών σκηνών λειτουργεί πριν τη δεκαετία του 1980, το 26% λειτούργησε πρώτη φορά κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990 ενώ το 57% λειτούργησε μετά από το 2000. Ανακαινίσεις και ανακατασκευές παλαιών θεάτρων και δημιουργία νέων σε όλη την έκταση του Δήμου Αθηναίων έχουν ήδη διαμορφώσει ένα ιδιαίτερο και ισχυρό θεατρικό κεφάλαιο για την Αθήνα, με τάσεις περαιτέρω ενίσχυσής του.
Στοιχειοθετείται, επομένως, μια ιδιαίτερη δυναμικότητα του θεατρικού κλάδου στην Αθήνα, η οποία αποτυπώνεται εντονότερα σε σύγκριση με τα δεδομένα του 2000, όταν οι αθηναϊκές θεατρικές σκηνές δεν ξεπερνούσαν τις 60, προβάλλοντας αύξηση κατά 153%. Σημειώνεται ότι από το σύνολο των θεάτρων που λειτούργησαν μετά το 2000, οπότε και παρατηρείται η εντονότερη αύξηση των θεατρικών σκηνών, περίπου το 60% ξεκίνησε τη λειτουργία τους στο χρονικό διάστημα 2010 – 2014. Παρατηρείται, επομένως, αξιοσημείωτη αύξηση των θεάτρων τα τελευταία τέσσερα έτη σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία (2000-2009).
Αναφορικά με τον εντοπισμό χωρικών συγκεντρώσεων της θεατρικής δραστηριότητας στην έκταση της Αθήνας, τα χειμερινά θέατρα συγκεντρώνονται παραδοσιακά εντός του Δήμου Αθηναίων, που ουσιαστικά μονοπωλεί τη θεατρική δραστηριότητα της πόλης (και της χώρας). Επιμέρους χωρικές συγκεντρώσεις των αθηναϊκών θεατρικών σκηνών εντοπίζονται στις παρακάτω περιοχές:
Μικρότερες χωρικές συγκεντρώσεις παρατηρούνται στην περιοχή Ιλίσια – Ζωγράφου, στην περιοχή Κουκάκι – Καλλιθέα και εκατέρωθεν της οδού Πειραιώς στον Ταύρο, εκτός των ορίων του Δήμου Αθηναίων, αλλά σε γειτνίαση με αυτόν. Μικρότερες συγκεντρώσεις εκτός του Δήμου Αθηναίων εντοπίζονται, επίσης, στον Νέο Κόσμο και τον Πειραιά.
Ιδιαίτερα κατά την περίοδο 2000-2014, οπότε και αυξήθηκε θεαματικά η θεατρική δραστηριότητα, φαίνεται ότι διαμορφώθηκαν οι εξής χωρικές τάσεις:
Η εγκατάσταση και αύξηση των θεάτρων στις προαναφερθείσες περιοχές οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Στο Γκάζι, το Μεταξουργείο, τον Κεραμεικό και τον Βοτανικό, η εγκατάσταση των θεάτρων ευνοήθηκε από το κτηριακό απόθεμα κυρίως βιομηχανικών κτιρίων, τα φθηνά ενοίκια και την άμεση γειτνίαση με το Αθηναϊκό κέντρο (Αυδίκος 2014). Η αναμόρφωση αυτών των περιοχών ήδη από τη δεκαετία του 1990 και συγκεκριμένα η συγκέντρωση του ιδιαίτερου κοινού της περιοχής του Γκαζιού, η δημιουργία της “Τεχνόπολης” το 1999 και ο νέος σταθμός του μετρό του Κεραμεικού το 2007, συνέβαλαν στην αλλαγή της εικόνας των περιοχών και σε συνδυασμό με τον ιδιαίτερο πολιτιστικό χαρακτήρα που είχε ήδη αναπτυχθεί, δημιούργησαν ευνοϊκό περιβάλλον για την προσέλκυση πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Στον Νέο Κόσμο σημαντικό παράγοντα για την αύξηση της πολιτιστικής δραστηριότητας, και των θεατρικών σκηνών πιο συγκεκριμένα, αποτέλεσε η εκεί εγκατάσταση της ‘Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών’ το 2010. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια χρονιά τρεις νέες μικρές θεατρικές σκηνές εγκαταστάθηκαν στην περιοχή.
Στον Ταύρο, η χωροθέτηση νέων θεατρικών σκηνών συνάδει με την εγκατάσταση του Ιδρύματος ‘Μιχάλης Κακογιάννης’, του Κέντρου Πολιτισμού του ΙΜΕ ‘Ελληνικός Κόσμος’, αλλά και της ευρύτερης ανάδειξης της οδού Πειραιώς σε νέο δυναμικό πολιτιστικό άξονα της Αθήνας. Η χωρική συγκέντρωση των θεατρικών επιχειρήσεων, αλλά και η ανάπτυξη του θεατρικού κλάδου γενικότερα, συνεισέφερε στη μείωση του κόστους λειτουργίας των θεατρικών επιχειρήσεων, δημιουργώντας συνθήκες περαιτέρω ενίσχυσης του κλάδου (Αυδίκος 2014). Η μετατόπιση του επιχειρηματικού υποδείγματος προς την κατεύθυνση του ηθοποιού – σκηνοθέτη – επιχειρηματία (όχι απαραίτητα στην ίδια παράσταση), συνέβαλε επίσης προς την ίδια κατεύθυνση.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν αφορούν τα θερινά θέατρα της Αθήνας, για τα οποία διαφαίνονται διαφορετικές τάσεις, εφόσον δεν παρατηρείται αξιοσημείωτη αύξησή τους μεταξύ των ετών 2000-2014. Τα αθηναϊκά θερινά θέατρα κατανέμονται σε ολόκληρη την έκταση του πολεοδομικού συγκροτήματος, γεγονός που ευνοείται από το καθεστώς λειτουργίας τους, εφόσον τα μισά περίπου από τα 30 θερινά θέατρα είναι δημοτικά.
Σε αντίθεση με τα χειμερινά θέατρα, η λειτουργία των θερινών θεάτρων θεωρείται πλέον επιχειρηματικά ασύμφορη και πολλά από τα γνωστά θερινά θέατρα της πόλης έχουν κλείσει, αποδυναμώνοντας τις παλαιότερες καλοκαιρινές θεατρικές συγκεντρώσεις (παραδοσιακά γύρω από το Πεδίον Άρεως). Οι πιέσεις από την αγορά ακινήτων συμβάλουν προς την παραπάνω κατεύθυνση, εφόσον τα θερινά θέατρα, εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς τους, τείνουν να καταλαμβάνουν κατ’ αποκλειστικότητα τα οικόπεδα στα οποία φιλοξενούνται.
Αναφορικά με το μέγεθος των αθηναϊκών θεάτρων, το μεγαλύτερο ποσοστό εξ’ αυτών (57%) έχει μικρή χωρητικότητα, έως 200 θέσεις. Τα μικρά θέατρα εντοπίζονται κυρίως στις περιφερειακές κεντρικές περιοχές και συγκεκριμένα σε Κυψέλη, Μεταξουργείο, Βοτανικό, Γκάζι, Εξάρχεια και Κεραμεικό. Γενικά, όμως, δεν παρατηρείται ισχυρό χωρικό πρότυπο κατανομής των θεάτρων με βάση τον αριθμό των θέσεών τους, αν και υπάρχει η τάση συγκέντρωσης των μεγαλύτερων από τα μικρότερα θέατρα στις παραδοσιακές θεατρικές συγκεντρώσεις (Κέντρο και Κυψέλη). Από τα μικρά θέατρα, το 70% λειτούργησε μετά το 2000, σε αντίθεση με τα θέατρα μεσαίας χωρητικότητας (400-700 θέσεις) τα οποία τείνουν να είναι παλαιότερων δεκαετιών (μέχρι το 1970).
Στην Αθήνα εντοπίζονται πέντε μεγάλα θέατρα, χωρητικότητας μεγαλύτερης των 1000 θεατών. Τα τέσσερα από αυτά προστέθηκαν κατά το διάστημα 2005-2014. Πρόκειται για το θέατρο Badminton – κληρονομιά των Ολυμπιακών Αγώνων όπως υποδεικνύει και η ονομασία του, το θέατρο του Κέντρου Πολιτισμού ‘Ελληνικός Κόσμος’, το θέατρο της ‘Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών’ του Ιδρύματος Ωνάση και το θέατρο ‘Πάνθεον’. Η κατασκευή των τεσσάρων αυτών νέων και ευρύχωρων θεατρικών σκηνών φανερώνει το έλλειμμα που υπήρχε σε χώρους ικανούς να φιλοξενήσουν μεγάλες παραγωγές, καθώς εκτός από το θέατρο ‘Παλλάς’ (που εξακολουθεί να αποτελεί το μεγαλύτερο αθηναϊκό θέατρο), κατασκευής του 1932, δεν υπήρχαν ανάλογης χωρητικότητας θέατρα πριν το 2005, οπότε και λειτούργησε το θέατρο Badminton.
Σε αντίθεση με παλαιότερες δεκαετίες (κυρίως μέχρι τη δεκαετία του 1990), δεν υπάρχει πρότυπο όσον αφορά τα είδη και το ρεπερτόριο των θεατρικών χώρων της Αθήνας. Παρατηρείται μεγάλη ποικιλία στη μορφολογία των χώρων, η οποία αντανακλάται στο ρεπερτόριο και το περιεχόμενο των παραστάσεων. Έτσι, διακρίνονται μεγάλες σκηνές για μεγάλες παραγωγές και θέατρο θεάματος (π.χ. μιούζικαλ), ‘παραδοσιακά’ θέατρα χωρητικότητας 150-250 ατόμων με πολυθεματικές παραστάσεις κλασικού και σύγχρονου ρεπερτορίου, μικρά αυτοσχέδια θέατρα σε χώρους με παράλληλες διαφορετικές χρήσεις, πειραματικές σκηνές, θεατρικές ‘κυψέλες’ με περισσότερες σκηνές, πολυχώροι τεχνών για μικρές παραστάσεις και ευμετάβλητοι χώροι σε εστιατόρια και bar που φιλοξενούν συνήθως μουσικό-θεατρικές παραστάσεις.
Είναι σαφές ότι η θεατρική δραστηριότητα στην Αθήνα καταλαμβάνει ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτιστικού γίγνεσθαι, γεγονός που στοιχειοθετείται από την κατακόρυφη αύξηση των θεατρικών σκηνών, την ενίσχυση της θεατρικής κινητικότητας, αλλά και την ανθεκτικότητα του κλάδου στην κοινωνικο-οικονομική κρίση. Φαινόμενα εισαγωγής και ‘εδραίωσης’ νέων ειδών θεάτρου για τον ελληνικό χώρο κατά τα τελευταία χρόνια, όπως είναι τα μουσικό-θεατρικό-χορευτικά θεάματα (μιούζικαλ) και οι δαπανηρές υπερπαραγωγές που φιλοξενούνται στα μεγάλα θέατρα που δημιουργήθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία, ισχυροποιούν την παραπάνω διαπίστωση. Φαίνεται, επομένως, ότι κατά τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα παρατηρούνται συνθήκες ‘θεατρικής άνοιξης’ οι οποίες έχουν διαμορφώσει ένα ισχυρό πολιτιστικό απόθεμα, το οποίο, ωστόσο, δεν έχει ακόμη κεφαλαιοποιηθεί προς την κατεύθυνση της στρατηγικής προβολής με άξονα τον τουρισμό.
Δέφνερ, Α. Μ., Λάλου, Γ., Ψαθά, Ε. (2015) Θέατρα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/θέατρα/ , DOI: 10.17902/20971.43
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται τα μουσεία της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας, ενώ δίνεται έμφαση στα πρόσφατα στοιχεία επισκεψιμότητας. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη θεματική τους εξειδίκευση, τη χωροθέτησή τους, τη λειτουργία συγκεντρώσεων (π.χ. άξονας Ριζάρειου, Οδός Πειραιώς) και τις προοπτικές συνεργασιών μεταξύ τους. Ειδική αναφορά θα γίνει στις σημαντικότερες μελλοντικές προοπτικές του τομέα των μουσείων (νέο ΕΜΣΤ στο Φιξ, Συλλογή Γουλανδρή στο Παγκράτι, μουσεία στον Πειραιά) και τη σύνδεση με τον αστικό τουρισμό.
Η κατηγοριοποίηση των μουσείων της ευρύτερης Αττικής με αρχή τη θεματική τους εξειδίκευση πραγματοποιήθηκε έχοντας ως βάση την κατηγοριοποίηση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και προβαίνοντας σε ορισμένες προσθήκες. Τα αποτελέσματα της έρευνας φαίνονται παρακάτω.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των μουσείων που ανήκουν στο Δήμο Αθηναίων καταλαμβάνουν τα μουσεία εικαστικών τεχνών (25,4%) και τα μουσεία με θέματα ειδικού ενδιαφέροντος (25,4%) με ποσοστό 50,8% στο σύνολο. Τα ιστορικά και λαογραφικά μουσεία έπονται με μικρή διαφορά και ποσοστό 23,7%. Στη συνέχεια βρίσκονται τα αρχαιολογικά μουσεία και συλλογές (11,9%), τα μουσεία που ανήκουν σε δύο κατηγορίες (6,8%), τα διαχρονικά μουσεία (3,4%), και τέλος τα βυζαντινά μουσεία και συλλογές (1,7%) και τα μουσεία θεάτρου (1,7). Από τα παραπάνω μουσεία ένα ποσοστό 8,5% δεν λειτουργεί λόγω ανακαίνισης, αναπαλαίωσης ή μετεγκατάστασης.
Εκτός του Δήμου Αθηναίων και εξαιρώντας τα μουσεία ειδικού ενδιαφέροντος που δείχνουν να καταλαμβάνουν αντίστοιχο ποσοστό με αυτό του Δήμου (25,5%), τα ποσοστά των υπόλοιπων μουσείων δείχνουν να διαφοροποιούνται. Αξιόλογο κρίνεται το γεγονός πως ορισμένα είδη μουσείων καταλαμβάνουν μεγαλύτερο ποσοστό από το αντίστοιχο στα όρια του Δήμου. Ανάμεσα σε αυτά ανήκουν τα αρχαιολογικά μουσεία και συλλογές που παρουσιάζουν μεγάλη απόκλιση (21,3%), τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μουσεία και συλλογές (2,1%) και τα μουσεία θεάτρου (2,1%). Χαμηλότερα είναι τα ποσοστά των μουσείων εικαστικών τεχνών (19,2%) και των ιστορικών και λαογραφικών μουσείων (6,4%). Στα μουσεία εκτός του Δήμου Αθηναίων εμφανίζονται και ορισμένες κατηγορίες που δεν υπάρχουν εντός του Δήμου, οι οποίες είναι τα μουσεία φυσικής ιστορίας (14,9%), τα πολεμικά (6,4%) και τα ναυτικά μουσεία (2,1%). Από τα παραπάνω μουσεία ένα ποσοστό 6,4% δεν λειτουργεί λόγω ανακαίνισης, αναπαλαίωσης ή μετεγκατάστασης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι περιορισμένος αριθμός μουσείων δείχνει να ακολουθεί τις σύγχρονες τάσεις της μουσειολογίας με τη χρήση διαδραστικών μέσων.
Όσον αφορά στη χωροθέτηση των μουσείων, η Αθήνα δεν διαθέτει μία χαρακτηριστική «γειτονιά μουσείων». Η λειτουργία των συγκεντρώσεων εμφανίζεται στην περιοχή γύρω από το πάρκο Ριζάρη, και πιο συγκεκριμένα στο οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ των οδών Βασιλίσσης Σοφίας, Ριζάρη, Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ρηγίλλης, όπως φαίνεται και στους αντίστοιχους χάρτες. Επίσης, ένας άξονας μουσείων αναπτύσσεται τμηματικά στην οδό Πειραιώς.
Σε επίπεδο συνεργασιών και δικτύωσης οι προσπάθειες είναι περιορισμένες. Ανάμεσα στους διάφορους τρόπους δικτύωσης συμπεριλαμβάνονται η καθιέρωση κοινού εισιτηρίου, η έκδοση κοινών διαφημιστικών εντύπων, η δημιουργία κοινής ιστοσελίδας και η κοινή οργάνωση εκθέσεων, εκδηλώσεων ή φεστιβάλ (Κόνσολα 2011). Το δίκτυο Μουσείων και Πολιτιστικών Φορέων της Αθήνας αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη πρωτοβουλία, καθώς διαθέτει ιστοσελίδα και διοργανώνει και κοινές εκδηλώσεις. Αξίζει να αναφερθεί ότι στο δίκτυο αυτό συμπεριλαμβάνονται, εκτός των ευρύτερων πολιτιστικών χώρων, και 22 μουσεία από τα 59 που διαθέτει στο σύνολο του ο Δήμος Αθηναίων. Ιδιαίτερο χαρακτήρα προσδίδει στον μουσειακό χάρτη η ύπαρξη εκθέσεων μέσα στους σταθμούς του Μετρό Αττικής.
Σχετικά με την επισκεψιμότητα των μουσείων, θα πρέπει να αναφερθεί ότι εκτός από τα στοιχεία που συλλέχθηκαν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, η οποία διαθέτει στοιχεία για τα μεγαλύτερα μουσεία, πραγματοποιήθηκε και επιπλέον έρευνα και επικοινωνία με τα υπόλοιπα μουσεία. Πολλά από αυτά τα μουσεία δεν διατηρούν αρχείο με αποτέλεσμα ορισμένα από αυτά να μπορούν να δώσουν στοιχεία για την επισκεψιμότητά τους κατά προσέγγιση και άλλα να μην μπορούν να δώσουν καθόλου στοιχεία. Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, αν και με σχετικά μικρή άνοδο στη επισκεψιμότητά του (6,9%) αποτελεί το δημοφιλέστερο μουσείο της πόλης προσελκύοντας σημαντικό αριθμό τουριστών. Το μουσείο αυτό αποτελεί σημαντικό σύγχρονο κτηριακό έργο και σημείο αναφοράς για τον ελληνικό πολιτισμό. Η χωροθέτησή του στη συγκεκριμένη θέση έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές και στις χρήσεις γης στην περιοχή του Μακρυγιάννη με τη συγκέντρωση νέων καφέ, εστιατορίων, γκαλερί, κ.λπ. Η επικοινωνιακή και επιχειρηματική στρατηγική προώθησής του, σε συνδυασμό με την ανερχόμενη τάση στον αστικό τουρισμό παγκοσμίως, οδήγησε στο να καταλαμβάνει την 57η θέση στη σχετική παγκόσμια λίστα επισκεψιμότητας μουσείων για το 2013. Αντίθετα, προκαλεί εντύπωση ο χαμηλός αριθμός εισιτηρίων για το 2013 σε μουσεία με σημαντικές συλλογές.
Η λειτουργία δύο νέων μουσείων με τη στέγαση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στο Φιξ και της συλλογής Γουλανδρή στο Παγκράτι, σε συνδυασμό με την επέκταση της Εθνικής Πινακοθήκης, αναμένεται να συμβάλουν στη βελτίωση της εικόνας της πόλης ως προορισμού εικαστικών τεχνών, σε συνάρτηση βέβαια και με το γεγονός της διοργάνωσης της διάσημης έκθεσης Σύγχρονης Τέχνης Documenta το 2017, έκθεσης δεύτερης σε σημασίας μετά την Μπιενάλε της Βενετίας. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι διοργανώνονται και ορισμένες εκθέσεις στο πλαίσιο ειδικών γεγονότων όπως είναι η Μπιενάλε, η REMAP, η Art-Athina, κ.λπ. Μουσειακό τμήμα θα αποκτήσει και η Εθνική Βιβλιοθήκη, ενώ αναμένονται και τα νέα μουσεία της Πολιτιστικής Ακτής στον Πειραιά (Μουσείο Ενάλιων Αρχαιοτήτων, Μουσείο Μετανάστευσης). Παρά τις προοπτικές αυτές όμως η δημοσιονομική κρίση καθιστά σχεδόν αδύνατη την εύρεση και διάθεση οικονομικών πόρων για την υλοποίηση ολοκληρωμένων προγραμμάτων πολιτιστικής ανάπτυξης και αρκετά μουσεία αντιμετωπίζουν προβλήματα βιωσιμότητας (Πούλιος και Τουλούπα 2014). Ωστόσο, αξιοποιώντας την εμπειρία άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων, με χαμηλού κόστους ενέργειες βελτίωσης της δικτύωσης των μουσείων, η Αθήνα θα μπορούσε να επιτύχει την περαιτέρω ενίσχυση της εκθεσιακής της δράσης και την καθιέρωσή της ως προορισμού για τον μουσειακό τουρισμό.
Δέφνερ, Α. M., Καραχάλης, Ν., Κατσαφάδου, Σ. (2015) Τα μουσεία της πόλης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/μουσεία/ , DOI: 10.17902/20971.40
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Στη πρώιμη μορφή του, ο κινηματογράφος αποτελούσε πλανόδιο θέαμα, με τις προβολές των ταινιών να γίνονται, συνήθως, σε υπαίθριους χώρους, όπως πλατείες ή καφενεία. Οι πρώτες οργανωμένες αίθουσες που φιλοξένησαν αποκλειστικά κινηματογραφικές προβολές, πρωτοεμφανίστηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα με πρότυπο τις θεατρικές αίθουσες και μορφολογικά θύμιζαν τις αίθουσες όπως τις ξέρουμε σήμερα, με σημείο αναφοράς την οθόνη και τα υπόλοιπα στοιχεία να οργανώνονται απέναντι από αυτήν.
Ο κινηματογράφος ως είδος διασκέδασης και ψυχαγωγίας στην Ελλάδα, παγιώνεται με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου. Οι δεκαετίες του 1950 και 1960 αποτέλεσαν για τον κινηματογράφο την πιο ένδοξη περίοδό του, τόσο από την πλευρά της παραγωγής ταινιών όσο και από εκείνη της ανέγερσης ειδικών κτηριακών εγκαταστάσεων. Πιο συγκεκριμένα, ενώ το 1950 η ετήσια παραγωγή ταινιών ήταν τέσσερις με έξι, το 1960 αυξήθηκε στις 60 και κορυφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 φθάνοντας τις 90. Παράλληλη αυξητική πορεία ακολούθησε και ο αριθμός των κινηματογραφικών αιθουσών, προκειμένου να φιλοξενήσει τη ραγδαία ανερχόμενη δημοφιλία της νέας αυτής μορφής διασκέδασης που εξέφραζε και η πληθώρα των νέων ταινιών. Έτσι, ενώ το 1950 στην Αττική καταμετρούνται 153 αίθουσες, το 1969 είχαν σχεδόν πενταπλασιαστεί φτάνοντας τις 667.
Στη δεκαετία του 1950, μεγαλύτερη συγκέντρωση αιθουσών παρατηρείται στο κέντρο της Αθήνας, στον Πειραιά και στα βόρεια προάστια. Σταδιακά, όμως, και περνώντας στη δεκαετία του 1960, οι αίθουσες εξαπλώνονται σε όλες τις περιοχές του νομού, με τις προαναφερθείσες περιοχές να διατηρούν ωστόσο τη μεγαλύτερη συγκέντρωση. Την περίοδο αυτή, υπήρξε μεγάλη εσωτερική μετακίνηση του πληθυσμού από την επαρχία προς την Αθήνα, γεγονός που συντέλεσε στο να δημιουργηθούν νέοι δήμοι και να αυξηθεί ο πληθυσμός των ήδη υπαρχόντων. Ο πληθυσμός αυξήθηκε αρχικά κυρίως στο κέντρο (στο Δήμο Αθηναίων ο πληθυσμός αυξήθηκε σχεδόν κατά 50% μέσα στη δεκαετία του 1960), ενώ από την επόμενη δεκαετία ήταν ιδιαίτερα έντονη η αύξηση του ειδικού βάρους των δήμων στην κοντινή, αλλά και την πιο απομακρυσμένη περιφέρεια. Η ανέγερση νέων κινηματογραφικών αιθουσών σε κάθε σχεδόν δήμο, ακολούθησε αυτές τις σημαντικές πληθυσμιακές μεταβολές προκειμένου να ικανοποιήσει την αυξανόμενη ζήτηση του κοινού για τη νέα αυτή μορφή ψυχαγωγίας.
Κατά την πρώτη αυτή μεταπολεμική περίοδο, και μέχρι τη δεκαετία του ’70, παρατηρείται διαχωρισμός στις κινηματογραφικές αίθουσες με βάση τη γεωγραφική τους κατανομή και την ταξική διαστρωμάτωση του κοινού. Πιο συγκεκριμένα, οι αίθουσες χωρίζονταν σε 5 κατηγορίες :
Η επέκταση των κινηματογραφικών αιθουσών συνεχίστηκε μέχρι και το 1971, οπότε και άρχισε μια αντίστροφη πορεία τόσο για τις αίθουσες, όσο και για την παραγωγή ταινιών. Η παραγωγή των ταινιών περιορίστηκε στις 40 ετησίως, ενώ, οι αίθουσες ολοένα και μειώνονταν. Το 1970 οι αίθουσες ανέρχονταν σε 685, το 1975 μειώθηκαν σε 501, ενώ το 1979 απέμειναν 414. Βασικοί παράγοντες της κρίσης του κινηματογραφικού θεάματος, ήταν η εμφάνιση της τηλεόρασης και του βίντεο, που με την πάροδο των ετών κέρδισαν περισσότερο έδαφος στη ζωή των θεατών και τους απομάκρυναν από τις κινηματογραφικές αίθουσες. Αυτό αποτυπώθηκε και στον αριθμό των εισιτηρίων, καθώς τα 128,5 εκατομμύρια εισιτήρια του 1970, μειώθηκαν σε 48 εκατομμύρια το 1975.
Τα επόμενα 25 χρόνια αποτέλεσαν περίοδο περαιτέρω κάμψης για τον κινηματογράφο. Το 1980 λειτουργούσαν 402 αίθουσες, το 1990 υποδιπλασιάστηκαν στις 233, ενώ το 1999 περιορίστηκαν σε 205. Αξιοσημείωτο είναι, όμως, ότι παρά την αριθμητική μείωση, γίνονταν συνεχείς προσπάθειες προβολής του κινηματογραφικού προϊόντος και κατασκευάστηκαν νέες αίθουσες σε πολλές περιοχές. Οι θερινές αίθουσες συνέχιζαν να κατέχουν την πρώτη θέση, αφού ταίριαζαν πάντα με το κλίμα, ενώ αποτελούσαν και λειτουργικό στοιχείο της γειτονιάς.
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, το 2000 σημειώθηκε μικρή αύξηση κατά τέσσερις αίθουσες. Η δεκαετία αυτή, σηματοδότησε την ανάκαμψη του κινηματογράφου, κάτι που αποτυπώθηκε και στον αριθμό των εισιτηρίων, αφού τα περίπου 8,5 εκατομμύρια που κόπηκαν το 1998, έγιναν 13 εκατομμύρια το 2009. Η ανάκαμψη αυτή συνδέεται, σε μεγάλο βαθμό, με τη νέα μορφή προσφοράς του κινηματογραφικού προϊόντος που αποτέλεσαν οι αίθουσες «multiplex» («multiplex» ή «πολυκινηματογράφοι» χαρακτηρίζονται όσοι διαθέτουν δύο ή περισσότερες αίθουσες). Το μεγαλύτερο συγκρότημα multiplex στην Αθήνα περιλαμβάνει 20 αίθουσες. Αυτό που προσφέρουν είναι η δυνατότητα επιλογής μεταξύ ταινιών ευρείας κατανάλωσης και παράλληλων δραστηριοτήτων που αφορούν διάφορες ηλικιακές κατηγορίες χωρίς να απαιτείται άλλη μετακίνηση. Χωροθετούνται σε κεντρικές οδικές αρτηρίες και κοντά σε σταθμούς μέσων μαζικής μεταφοράς, ακολουθώντας τη λογική των μεγάλων εμπορικών κέντρων. Άλλωστε αποτελούν, συχνά, συστατικό στοιχείο των μεγαλύτερων από αυτά.
Φτάνοντας στο σήμερα, η ανέγερση αμιγώς κινηματογραφικών κτηρίων έχει σταματήσει –το 2010 χτίστηκε ο τελευταίος πολυκινηματογράφος– και πλέον λειτουργούν μόνο 151 αίθουσες, από 164 το 2010 (52 στο κέντρο, 14 στον Πειραιά και 24 στα βόρεια προάστια). Η εξέλιξη της χωροθέτησης των κινηματογραφικών αιθουσών από το 1950 ως το 2015 (χάρτης 2) δείχνει ότι η προσφορά του κινηματογραφικού προϊόντος στην Αθήνα ακολούθησε τόσο την πληθυσμιακή εξέλιξη της πόλης –δηλαδή την εκρηκτική της μεγέθυνση, αλλά και την εξάπλωσή της στην περιφέρεια της Αττικής– όσο και τις μεταβολές που αυτή η προσφορά παρουσίασε διεθνώς στην προσπάθεια να επιβιώσει απέναντι στον μεγάλο ανταγωνισμό της εξατομικευμένης και κατ’ οίκον παροχής ανάλογου προϊόντος από την τηλεόραση.
Γεωργίκου, Α. (2015) Η εξέλιξη του αριθμού και της χωροθέτησης των κινηματογραφικών αιθουσών την περίοδο 1950 – 2015, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κινηματογράφοι/ , DOI: 10.17902/20971.7
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης περιέχεται συχνά η μνεία σε ιδιαιτερότητες που αποδίδονται σε ιδιοτυπίες της ελληνικής κοινωνίας. Μια από τις γνωστότερες ιδιαιτερότητες είναι στη βιβλιογραφία η πολύ χαμηλότερη κοινωνική επιλογή που ασκεί το εκπαιδευτικό σύστημα, σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Tσουκαλάς 1979 και 1981). Υπάρχει πράγματι έντονη στατιστική διαφορά.
Οι έρευνες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, που διαμόρφωσαν την ειδικότητα της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης, ανακάλυψαν τις δεκαετίες 1950 και 1960 ότι το εκπαιδευτικό σύστημα αναπαράγει πιστά την κοινωνική ανισότητα. Η σχολική επίδοση εξαρτάται από την κοινωνική καταγωγή, με συνέπεια να είναι πολύ χαμηλά τα ποσοστά των λαϊκών στρωμάτων στην ανώτερη εκπαίδευση (Bourdieu, Passeron 1964, Coleman 1966).
Στην Ελλάδα από το 1950 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, αντίθετα με τα δεδομένα των άλλων χωρών, πάνω από 40% των φοιτητών στην ανώτατη εκπαίδευση προέρχεται από τα δύο βασικά λαϊκά στρώματα, με κοντά 25% καταγόμενο από οικογένειες αγροτών. Παράλληλα, η ζήτηση για ανώτερη εκπαίδευση είναι από πολλές δεκαετίες ψηλή και με συνεχή αυξητική τάση. Το φαινόμενο ερμηνεύτηκε με αναφορά στην ύπαρξη μιας ιδιαίτερης «μορφωσιογόνου» τάσης που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία, ενώ η έντονα ψηλότερη σε ποσοστά παρουσία στα πανεπιστήμια νέων από λαϊκή και ιδίως αγροτική καταγωγή ως δείγμα πιο «δημοκρατικής» σύνθεσης της ανώτερης εκπαίδευσης.
Μια διαφορετική ανάγνωση της εκπαιδευτικής ιστορίας αναδεικνύει ότι το φαινόμενο συνδέεται πριν απ΄όλα με την ιδιαίτερα μακρόχρονη και δύσβατη πορεία της χώρας να οικοδομήσει τη δημοκρατική κοινωνία και το αντίστοιχα δημοκρατικό εκπαιδευτικό σύστημα.
H βασική δημοκρατική αρχή για το δικαίωμα όλων των πολιτών στην εκπαίδευση εμφανίζεται πολύ νωρίς, ήδη στα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους. Όπως παντού αλλού ωστόσο, η κοινωνία αποκλείει για περίπου έναν αιώνα από τη μόρφωση «την κατωτέραν τάξιν» και το κοινωνικό φύλο των γυναικών. Η θεσμοθέτηση της καθολικής εκπαίδευσης, του δικαιώματος όλων των πολιτών σχολικής ηλικίας στην υποχρεωτική εκπαίδευση επίσης εμφανίζεται νωρίς, ως προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτική εξυγίανση, καθώς ο εγγραμματισμός βοηθάει τον εκσυγχρονισμό της εργασίας και προετοιμάζει για την άσκηση των δικαιωμάτων του πολίτη. Πολλές δεκαετίες όμως πολέμων (1912 με 1922 και 1940 με 1949), γιγάντιων οικονομικών προβλημάτων και κοινωνικής αναταραχής θα καθυστερήσουν για πολύ μεγάλο διάστημα την καθολική πρόσβαση στην εκπαίδευση.
Η Ελλάδα της δεκαετίας του 1950 είναι σε μεγάλο βαθμό αγράμματη κοινωνία. Σύμφωνα με την Απογραφή του 1961, από τα κοντά εφτά εκατομμύρια πολίτες άνω των 10 ετών μόνο 1,9% έχει δίπλωμα ανώτατης εκπαίδευσης και 7,5% απολυτήριο εξατάξιου γυμνασίου. Δηλαδή λιγότερο από 10% του ολικού πληθυσμού (3,8% του συνόλου των γυναικών) είναι μορφωμένο. Απολυτήριο του «υποχρεωτικού» εξάχρονου δημοτικού σχολείου έχει 43,4%. Ο άλλος μισός πληθυσμός της χώρας άνω των 10 ετών είναι λίγο-πολύ αναλφάβητος, καθώς 47% ανήκει στην κατηγορία «Δεν ετελείωσαν το δημοτικόν», ενώ το ένα τρίτο από αυτούς τους πολίτες στην κατηγορία «αγράμματος».
Πηγή: Απογραφή 1961, EΣΥΕ, Δειγματοληπτική επεξεργασία, τ.ΙΙ: Εκπαίδευσις.
Εκτός από τη ζοφερή εικόνα των αριθμών, η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης τη δεκαετία του 1950 συνοψίζεται σε πολλές ώρες διδασκαλίας νεκρών γλωσσών στη δευτεροβάθμια (αρχαίων ελληνικών και λατινικών) και στον ιδεολογικό πειθαναγκασμό των νέων γενεών σε όλες τις βαθμίδες. Την κοινωνία σκιάζει ο «μέγας φόβος» του εμφύλιου πολέμου. H εύθραυστη γιατί χωρίς νομιμότητα στα μάτια των πολιτών εξουσία αποδίδει στο σχολείο μοναδική αποστολή την αστυνομική περιφρούρηση του κοινωνικού οικοδομήματος. Οι αρχές αντιμετωπίζουν τις δημοκρατικές αξίες, την ελευθερία του τύπου και την ελευθερία της σκέψης σαν κοινωνικά επικίνδυνες, ενώ αποδίδουν στη δημοτική γλώσσα ανταρσιακές ιδιότητες και στους υπερασπιστές της αντεθνικούς σκοπούς (Δημαράς 1974).
Η εκπαιδευτική κατάσταση θα παραμείνει πολύ αρνητική και πάλι για πολιτικούς λόγους. Tη δεκαετία του 1960 ανατέλλει μια νέα περίοδος. Μόλις έχει αρχίσει να ισορροπεί η κοινωνία οικονομικά και ανοίγει η προοπτική ένταξης στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά. Η αθλιότητα της «εθνικής παιδείας» θα βρεθεί εκ νέου στο επίκεντρο κοινωνικής διαπάλης. H μεταρρύθμιση του 1964 θα ψηφιστεί μετά από βίαιη πολεμική στο Κοινοβούλιο και την όλη κοινωνία. Θα εισάγει τη δημοτική ως γλώσσα όλου του σχολείου, θα επεκτείνει την υποχρεωτική εκπαίδευση σε εννέα χρόνια και θα αποπειραθεί τον εξορθολογισμό της διδακτέας ύλης. Σε τρία χρόνια, μια από τις πρώτες νομοθετικές παρεμβάσεις της χούντας των συνταγματαρχών στην εκπαίδευση τον Αύγουστο του 1967 θα είναι η κατάργηση της μεταρρύθμισης.
Όταν αποκαθίστανται οι δημοκρατικοί θεσμοί το 1974, η εκπαίδευση βρίσκεται σε κατάσταση που η βιβλιογραφία περιγράφει ως καθυστέρηση ενός περίπου αιώνα. Σύμφωνα με την Απογραφή του 1981, ο αναλφαβητισμός (για τους πολίτες άνω των 14 ετών) είναι 22,2% του πληθυσμού, 14,6 για τους άνδρες και 29,1 για τις γυναίκες. Η πρόωρη εγκατάλειψη του δευτεροβάθμιου σχολείου είναι ψηλή, με αποτέλεσμα περίπου 60% του όλου πληθυσμού να βγαίνει στην αγορά εργασίας με μόνο εφόδιο το απολυτήριο εξάχρονου δημοτικού. Η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση είναι σχεδόν ανύπαρκτη, ενώ η πανεπιστημιακή ακόμα πολύ άνιση ως προς την πρόσβαση των κοινωνικών φύλων. Το ποσοστό των γυναικών στην ανώτατη εκπαίδευση εξελίσσεται ως εξής: είναι 25% το 1961, 30,4% το 1971 και 40% το 1981.
Μεγάλες και εντυπωσιακά ταχείες αλλαγές θα μετατρέψουν τη δεκαετία του 1980 την Ελλάδα σε μια εκπαιδευμένη κοινωνία. Σε ελάχιστο για τέτοιες εξελίξεις διάστημα, στις αρχές της επόμενης μόλις δεκαετίας γενικεύεται η υποχρεωτική εκπαίδευση των εννέα χρόνων, διπλασιάζεται ο μαθητικός πληθυσμός του λυκείου και τετραπλασιάζεται η συμμετοχή στην τριτοβάθμια, ενώ εξαφανίζεται η ανισότητα των φύλων ως προς την πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες.
Την ίδια αυτή δεκαετία των θεαματικών σε αριθμούς αλλαγών, η κοινωνική σύνθεση των φοιτητών στην τριτοβάθμια και πανεπιστημιακή εκπαίδευση αλλάζει και πλησιάζει τα δεδομένα της λοιπής Ευρώπης. Από τότε, οι εθνικές στατιστικές δεν περιέχουν πλέον ιδιαιτερότητες ως προς την κοινωνική καταγωγή των φοιτητών και φοιτητριών. Η σχολική επίδοση και η συμμετοχή στην τριτοβάθμια εμφανίζεται έκτοτε, όπως παντού αλλού στον δυτικό λεγόμενο κόσμο, εξαρτώμενη από την κοινωνική καταγωγή.
Η παραπάνω ανάγνωση της εκπαιδευτικής ιστορίας αναδεικνύει άλλα αίτια από τη δημοκρατικότερη κοινωνική σύνθεση της ελληνικής εκπαίδευσης. Η πολύ χαμηλότερη σε σχέση με αλλού κοινωνική επιλογή που ασκούσε ο εκπαιδευτικός θεσμός οφειλόταν στη μακρά καθυστέρηση της χώρας να προσαρμόσει το εκπαιδευτικό σύστημα στις ανάγκες της κοινωνίας. Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, που επανειλημμένα στόχευσαν τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος, ηττήθηκαν πολιτικά και το λειτουργικό και δημοκρατικό σχολείο ναρκοθετήθηκε επί δεκαετίες.
Ο αργός ρυθμός καταπολέμησης του αναλφαβητισμού και τα ψηλά ποσοστά διαρροής από το σχολείο ήταν το βασικό αίτιο της παρουσίας στην ανώτερη εκπαίδευση τόσο ψηλότερου συγκριτικά ποσοστού με προέλευση εργατική και αγροτική. Ο πολύ μικρός αριθμός πολιτών που όλο το διάστημα από το 1950 ολοκλήρωναν τις έξι τάξεις της δευτεροβάθμιας επέτρεπε μέσω της «υπερεπιλογής» την πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση σε γιους οικογενειών από λαϊκά στρώματα. Δηλαδή το φαινόμενο είχε και μια διάσταση φύλου. Συμβαίνει διεθνώς. Όταν η ανισότητα των φύλων είναι ψηλή ως προς την πρόσβαση στην εκπαίδευση, η παρουσία στην ανώτερη βαθμίδα χαμηλότερου ποσοστού γυναικών από τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις επιτρέπει την ψηλότερη συμμετοχή ανδρών από χαμηλότερα στρώματα. Και όπως είδαμε, οι γυναίκες αποτελούσαν μόνο 25% του φοιτητικού πληθυσμού το 1961, ενώ παρέμεναν στο 40% ακόμα το 1981.
Αν παραμερίσει κανείς τους εθνικούς μέσους όρους, διαπιστώνει ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ασκούσε πάντοτε κοινωνική επιλογή, μέσα από την ιεραρχία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και την αξία των διπλωμάτων. Τα ανώτατα πτυχία εκείνα που είχαν υψηλή οικονομική και συμβολική αξία, όπως για παράδειγμα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου ή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, είχαν πάντοτε πολύ μικρότερα ποσοστά φοιτητών από λαϊκά στρώματα. Όταν δηλαδή τη δεκαετία του 1950 ο μέσος όρος φοιτητών με αγροτική καταγωγή ήταν 25% του συνόλου, στο ΕΜΠ αυτό το ποσοστό ήταν μόνο 6%, ενώ αντίθετα στην άλλη άκρη της ιεραρχίας των ιδρυμάτων έφτανε το 40% των φοιτητών της τότε Παντείου Σχολής.
Υπάρχει μια τελευταία παράμετρος του φαινομένου που οφείλεται στη μεγάλη ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος να ανταποκριθεί στο ρόλο του έως τη δεκαετία του 1980. Κατά μια μελέτη του ΟΟΣΑ της δεκαετίας του 1960, οι κάτοχοι διπλώματος ανώτατης εκπαίδευσης μεταξύ των υπαλλήλων του κράτους σε όλες τις υπηρεσίες και βαθμίδες ήταν στην Ελλάδα 40% του συνόλου, ενώ στη Γαλλία, για παράδειγμα, μόνο 5% (Madison et al. 1966, 86). Τα ανώτατα διπλώματα είχαν στην ελληνική κοινωνία ρόλο που σε άλλες χώρες ασκούσαν άτομα με διπλώματα δευτεροβάθμιας ή τεχνικών ειδικεύσεων που δεν υπήρχαν εδώ.
Φραγκουδάκη, Ά. (2015) Η εκπαίδευση στη μεταπολεμική Ελλάδα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/μεταπολεμική-εκπαίδευση/ , DOI: 10.17902/20971.25
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Μια εισαγωγική παρατήρηση, αναγκαστικά με μεγάλη συντομία:Η Οθωμανική Αθήνα εμφανίζει ένα (φαινομενικό) οξύμωρο. Στον πρώτο αιώνα κατοχής η πόλη έφτασε στο απόγειο της ευημερίας της (και της πολεοδομικής της ανάπτυξης), με ασήμαντο μουσουλμανικό πληθυσμό (50 εστίες/hane το 1541, έναντι περίπου 3.000 εστιών Χριστιανών) και μηδενικές σχεδόν παρεμβάσεις στον μετα-βυζαντινό χαρακτήρα της. Από την άλλη, στην μετά τα μέσα του 17ου αιώνα περίοδο Οθωμανικής διοίκησης η πόλη είχε δραματικά παρακμάσει αλλά κέρδιζε σε διεθνή ακτινοβολία από τη συνάντησή της με τους εκπροσώπους του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, ενώ και οι Οθωμανικές παρεμβάσεις έδιναν τώρα ιδιαίτερα γνωρίσματα πόλης της Ανατολής. |
Η προηγούμενη παρατήρηση, κατάλληλα επεξεργαζόμενη, οδηγεί σε ένα πρώτο συμπέρασμα, σχετικό με το θέμα μας: οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες ανάπτυξης της Αθήνας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν προσδιόρισαν τον χωρισμό της πόλης σε ζώνες αυστηρά διαφοροποιημένων ομάδων πληθυσμού ως προς εθνικο/θρησκευτικά κριτήρια. Και αυτό συνέβαινε παρά το ότι οι Τούρκοι, στην πλειονότητά τους ήσαν συγκεντρωμένοι κοντά στην αγορά (bazaar), όπου βρίσκονταν τα λίγα τζαμιά, ο μεντρεσές και τα χαμάμ: τα όρια ήσαν δυσδιάκριτα και υπήρχαν κατά τόπους θύλακες διάχυσης της μιας κοινότητας στην άλλη. Υπάρχει όμως μια άλλη παράμετρος που πρέπει να συνυπολογιστεί. Σε προκαπιταλιστικές συνθήκες παραγωγής οι αξίες γης στις πόλεις επηρεάζονταν από τον ανταγωνισμό για την κατάληψη θέσεων ‘κύρους’. Και τέτοιες θέσεις, σε μια κοινωνία που χρησιμοποιούσε τον χώρο και την αρχιτεκτονική έκφραση για τη συμβολική αναπαράσταση της δύναμής της βρίσκονταν αυστηρά μέσα στο εμπορικό και διοικητικό κέντρο, ή σε άμεση γειτνίαση με αυτή την ενότητα – την αγορά της πόλης. Αυτό ίσχυε και στην Αθήνα. Η θέση ‘κύρους’ εδώ ήταν το bazaar. Όσοι ήσαν στον πυρήνα άσκησης της εξουσίας ή όσοι βρίσκονταν γύρω από αυτόν τον πυρήνα, είτε ήσαν υψηλοί Οθωμανοί αξιωματούχοι, ή αγάδες με μεγάλη κτηματική περιουσία, είτε ήσαν Χριστιανοί πρόκριτοι, βρίσκονταν εδώ. Το σπίτι του Λογοθέτη, προξένου της Αγγλίας, βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το βοεβοδαλίκι, μπροστά από τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Αλλά ακόμα και οι Φράγκοι ‘δυνατοί’ εδώ επέλεγαν να εγκατασταθούν – όπως ο πολύς Γάλλος πρόξενος (και δεινός αρχαιοκάπηλος) Fauvel. Είναι μάλιστα ενδεικτικό της σημασίας του bazaar το ότι η Μονή των Καπουτσίνων, στο βορειοανατολικό άκρο της πόλης ουδέποτε αποτέλεσε ‘ανταγωνιστικό’ κέντρο, παρά το ότι υπήρξε το κέντρο αναφοράς μιας πλειάδας ξένων επισκεπτών σε όλη τη διάρκεια του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα.
Αναδύεται λοιπόν έτσι ένα άλλο κοινωνικό/γεωγραφικό τοπίο στην Αθήνα των Οθωμανικών χρόνων: μια συγκεκριμένη κεντρική περιοχή αντιδιαστέλλεται από την υπόλοιπη πόλη, όπως αντιδιαστέλλονται κοινωνικές ομάδες που διαθέτουν πολιτική και στρατιωτική εξουσία, πλούτο και κύρος από την πλειονότητα των πολιτικά υποταγμένων κατοίκων της πόλης που γνωρίζουν φορολογική εκμετάλλευση και ασκούν παραγωγικές δραστηριότητες. Το χαρακτηριστικό αυτού του διαχωριστικού προτύπου αποκτά, για κάθε πόλη που αναπτύσσεται στη βάση της Οθωμανικής κατοχής, πρόσθετο ενδιαφέρον από το γεγονός ότι στην πόλη των Οθωμανικών χρόνων η κεντρική αγορά κατά κανόνα διαφοροποιείται απόλυτα από τον υπόλοιπο κτισμένο χώρο – με άλλα λόγια, η ανάμιξη χρήσεων στο κέντρο (πχ, κατοικία και εργαστήρια ή καταστήματα) αποφεύγεται. Αλλά ακόμα και αυτός ο λειτουργικός διαχωρισμός υφίσταται μόνον στον βαθμό που το αστικό κέντρο είναι σημαντικός διοικητικός, οικονομικός και στρατιωτικός πόλος ανάπτυξης. Η Αθήνα δεν υπήρξε τέτοιο αστικό κέντρο. Θα πρέπει γι’αυτό να δεχθούμε μια περιορισμένη ανάμιξη χρήσεων στο κεντρικό τμήμα αυτής της πόλης – όπως πράγματι έχει διαπιστωθεί ότι συνέβαινε.
Η τελευταία σχετική με το θέμα μας παρατήρηση που αφορά στην Οθωμανική Αθήνα, σχετίζεται με μια πολεοδομική παράμετρο, η οποία συνεξεταζόμενη με άλλα στοιχεία μπορεί να καθορίζει τρόπους διασταύρωσης της χωρικής και της κοινωνικής απόστασης. Πρόκειται για την πυκνότητα κατοίκησης (παράλληλα με τύπους κατοικιών, στεγαστικές παραμέτρους, κλπ). Είναι εξακριβωμένο ότι οι πυκνότητες κατοίκησης στην Αθήνα των όψιμων (τουλάχιστον) Οθωμανικών χρόνων ήσαν υψηλότερες στο ‘Εξέχωρο’ έναντι εκείνων που επικρατούσαν στο νότιο τμήμα της πόλης, στα χαμηλά τμήματα του λόφου της Ακρόπολης. Θυμίζουμε ότι το ‘Εξέχωρο’ ήταν η περιοχή που βρισκόταν βόρεια του από ανατολή προς Δύση άξονα, περίπου κατά μήκος της οδού Αδριανού, ή, από τη Στοά του Αττάλου δυτικά στην Μονή των Καπουτσίνων ανατολικά.
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, η πόλη των Οθωμανικών χρόνων κλήθηκε να περάσει στην κατηγορία μιας πρωτεύουσας πόλης, ενός νεοσύστατου κράτους, με ταυτόχρονη μεταβολή της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής της δομής. Η απαίτηση για γρήγορο μετασχηματισμό μιας κοινότητας σε μια κοινωνία, συνιστούσε την υποχρέωση για μια εξαιρετικά δύσκολη υπέρβαση: από το να ανήκεις σε μια κοινότητα, με την έννοια του να συμμερίζεσαι κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπως της θρησκείας, της γλώσσας, των εθίμων, κλπ. – τους ακρογωνιαίους λίθους της κοινωνικής αλληλεγγύης, στο να είσαι μέλος μιας κοινωνίας, η οποία προσλαμβάνεται ως θεσμός, ως ‘εξωτερικότητα’, μέσα στην οποία το κάθε άτομο είναι μια στατιστική μονάδα που εντάσσεται σε κατηγορίες, ποσότητες και μεταβαλλόμενες ροές – τα συστατικά στοιχεία μιας (κοινωνικής) λειτουργικής σχέσης.
Η παρατήρηση αυτή γίνεται γιατί, αν ανιχνεύουμε τις μορφές κοινωνικής διαίρεσης του χώρου στις πρώτες δεκαετίες μετά την απελευθέρωση μέσα από τις χωρικές εκδοχές του νέου σχεδίου που ετοιμάστηκε για την πρωτεύουσα (σχέδιο Κλεάνθους και Schaubert, 1834), αξίζει να θυμόμαστε ότι εκείνο το σχέδιο δεν είχε από μόνο του, τη δύναμη να επιβάλλει τις συγκεκριμένες μορφές διαίρεσης του χώρου.
Για να μπούμε κατευθείαν στο θέμα: λίγες δεκαετίες μετά τις απόπειρες εφαρμογής του πρώτου σχεδίου της Αθήνας (το οποίο, άλλωστε, είχε επίσημα απορριφθεί παρά την αρχική του έγκριση), δύο από τους νέους άξονες της πρωτεύουσας θα σηκώσουν το βάρος μιας (νέας) κοινωνικής διαίρεσης του χώρου. Ο κάθε άξονας είχε τη δική του ιδιαίτερη δυναμική στον χρόνο, τόσο από τη συμβολή του στη διαδικασία αναπαραγωγής χωρικών/κοινωνικών διαφοροποιήσεων, όσο και από τη χρονική αφετηρία του καθενός στο να ενσωματώσουν μορφές διαχωρισμού (παρά την ταυτόχρονη παρουσία τους στο αρχικό σχέδιο). Πρόκειται για την οδό Αθηνάς και την οδό Πειραιώς. Με βάση τον προηγούμενο συλλογισμό, προηγήθηκε η οδός Αθηνάς. Ο αναντίρρητος ιδεολογικός της ρόλος (στη συμβολική σύνδεση της έδρας της εξουσίας με το κύρος της αρχαιότητας) συχνά συσκοτίζει τη σημασία της ως άξονα υποδοχής λειτουργικών ανακατατάξεων – σημασία, άλλωστε, που κατίσχυσε όταν τα Ανάκτορα μεταφέρθηκαν σε άλλη θέση. Συγκεκριμένα, μέσα από την αργή διαδικασία φεουδαρχικής αποσύνθεσης την οποία σταδιακά επέβαλαν οι νέες συνθήκες παραγωγής και οι νέες (κοινωνικές) παραγωγικές σχέσεις, οι λειτουργίες (βιοτεχνικής/χειροτεχνικής) παραγωγής, και εμπορευματοποίησης/έκθεσης του παραγόμενου αγαθού διαφοροποιήθηκαν: η ‘σημειακή’ παλαιότερη παρουσία τους, ως ενιαία χωρική ενότητα, αλλά και η συνένωσή τους στο ίδιο φυσικό πρόσωπο, έδωσαν σύντομα τη θέση τους χωριστά, σε περιοχές παραγωγής και σε ‘γραμμικά’ χωρικά στοιχεία (εμπορικοί άξονες, και χώροι προβολής και έκθεσης προϊόντων), με εξειδικευμένους πλέον επισπεύδοντες της κάθε διαδικασίας. Αυτός ήταν ο ρόλος της οδού Αθηνάς, ως προς τις περιοχές ‘πίσω’ από αυτήν ή στο άμεσο περιβάλλον της (όπως η περιοχή του Ψυρρή και το ‘παραδοσιακό’ bazaar). O εμπορικός της ρόλος, μάλιστα, προβλεπόταν να ενισχυθεί με τη ‘φιλοξενία’ που θα προσέφερε, βορειότερα, σε ‘αμιγή’ (και νεοπαγή) εμπορικά κέντρα. Ανέλαβε, συνεπώς, η οδός Αθηνάς έναν καθοριστικής σημασίας ρόλο, ο οποίος όμως αρχικά είχε χαρακτηριστικά, κυρίως, ενεργοποίησης πολεοδομικής/λειτουργικής διαφοροποίησης και όχι (και) κοινωνικού διαχωρισμού.
Για την επίτευξη αυτού του τελευταίου ρόλου απαιτήθηκε η συνέργεια, λίγα χρόνια αργότερα, της οδού Πειραιώς. Ο άξονας αυτός, με την αρχική πρόθεση σύνδεσης της πρωτεύουσας πόλης με το (νέο της) λιμάνι, στη σκιά του ίχνους των ‘Μακρών Τειχών’, απέκτησε νέο χαρακτήρα όταν, στα μέσα του 19ου αιώνα, κτίστηκε σε μικρή απόσταση από αυτόν (στα δυτικά του) αλλά και σε μικρή απόσταση από την πλατεία Ομονοίας το Μεταξουργείο (κτίσμα που αρχικά προοριζόταν για εμπορικό κέντρο). Και όταν λίγα χρόνια αργότερα, η σύμφυτη με τον 19ο αιώνα επαναστατική παρουσία της βιομηχανικής δραστηριότητας εκπροσωπήθηκε στην Αθήνα και με το εργοστάσιο Αεριόφωτος, στη συμβολή των οδών Πειραιώς και Ερμού, το έδαφος ήταν έτοιμο να δεχθεί τις νέες διαμερισματοποιήσεις της πρωτεύουσας. Η οδός Αθηνάς, σε επέκταση όσων είπαμε προηγουμένως, αποσαφήνιζε πλέον με την παρουσία της τον ρόλο ενός ‘ορίου’. Το δυτικό τμήμα της πόλης (δηλαδή το τμήμα δυτικά της οδού Αθηνάς) ήταν η περιοχή βιοτεχνίας/βιομηχανίας και η περιοχή κατοικίας χαμηλών εισοδηματικά στρωμάτων (είναι αυτονόητο ότι σύντομα γύρω από το εργοστάσιο του Μεταξουργείου και το εργοστάσιο αεριόφωτος σχηματίστηκαν οι πρώτοι θύλακες εργατικής κατοικίας), ενώ το ανατολικό τμήμα της πόλης (δηλαδή το τμήμα ανατολικά της οδού Αθηνάς) ήταν η περιοχή διοίκησης, παροχής υπηρεσιών, κατοικίας μέσων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων.
Αλλά η κατάσταση αυτή δεν ήταν στατική. Το ‘όριο’ λειτουργικού και κοινωνικού διαχωρισμού δεν παγιώνεται στον χώρο και στον χρόνο – υφίσταται μόνον για όσο διάστημα συντρέχουν λόγοι συνεχούς αναπαραγωγής του ρόλου του. Μέσα από αυτήν την οπτική προσλαμβάνονται καίριες πολεοδομικές παρεμβάσεις του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα: από τη μια πλευρά, η λειτουργία της σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιά-Αθήνας με κατάληξη το Θησείο (και ενσωμάτωση στη λειτουργία της του χώρου αναψυχής στον Όρμο Φαλήρου), αλλά και η ενίσχυση της βιομηχανικής δραστηριότητας στον Πειραιά και κατά μήκος του ίδιου του άξονα της οδού Πειραιώς. Από την άλλη πλευρά, η ενίσχυση του ηγεμονικού ρόλου ενός νεοπαγούς αστικού χαρακτήρα, είτε με τη σμίλευση ενός συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού ύφους είτε με διανοίξεις ‘εσωτερικών’ λεωφόρων, όπως η λεωφόρος Αλεξάνδρας, που οριοθετούν επί μέρους περιοχές – και τα δύο ως μακρινός απόηχος των συγγενών, προσφιλών στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, πρακτικών αρχιτεκτονικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Σε επίρρωση των τελευταίων αυτών παρατηρήσεων δεν έχει παρά να ‘διαβάσει’ κανείς προσεκτικά τον χαρακτήρα δύο περιοχών κατοικίας που ενσωματώθηκαν στο σχέδιο της πόλης στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα: το αδιάφορο, ιπποδάμειο σχέδιο του Κολωνού στα δυτικά, και το επιτηδευμένο, σχεδόν αναγεννησιακού ύφους, σχέδιο του Βαθρακονησίου (Παγκρατίου) στα ανατολικά.
Καρύδης, Δ. (2015) Αθήνα: Κοινωνική διαίρεση του χώρου στο πέρασμα από την πόλη των Οθωμανικών χρόνων στην ελληνική πρωτεύουσα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/απαρχές-κοινωνικής-διαίρεσης/ , DOI: 10.17902/20971.6
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Οι ‘χωρίς μεσάζοντες’ αγορές, που πρόσφατα κάνουν δυναμικά την εμφάνιση τους σε πλατείες και ανοικτούς χώρους στις γειτονιές της πόλης, αποτελούν άλλη μια μορφή των εναλλακτικών δικτύων τροφίμου (Alternative Food Networks) και των νέων σχέσεων πόλης – υπαίθρου. Οι άτυπες αυτές αγορές φέρνουν σε άμεση επαφή αγρότες και μικρούς μεταποιητές με τους καταναλωτές της πόλης παρακάμπτοντας πάσης φύσεως ενδιάμεσους από το κύκλωμα των εμπορικών συναλλαγών σε βασικά τρόφιμα. Εντάσσονται στο πλαίσιο των νέων κοινωνικών κινημάτων, που αναδύονται μετά την οικονομική κρίση στη χώρα μας, για μια αλληλέγγυα και βιώσιμη οικονομία επ’ ωφελεία παραγωγών και καταναλωτών. Η κρίση έκανε ακόμα πιο εμφανείς τις στρεβλώσεις σε όλο το μήκος της αλυσίδας διάθεσης των γεωργικών προϊόντων με την παρείσφρηση μεταπρατών και μεσαζόντων που αυξάνουν την τελική τιμή των τροφίμων. Παράλληλα, ο καταναλωτής δεν γνωρίζει την ακριβή προέλευση του τροφίμου που φθάνει στο τραπέζι του (πού και πώς παράχθηκε, με ποιες μεθόδους μεταποιήθηκε, πόση διαδρομή διήνυσε μέχρι το ράφι του καταστήματος) με αποτέλεσμα συχνά να αμφισβητεί την ποιότητα και την θρεπτική αξία τους.
Έτσι, στον αντίποδα των μεγάλων αγροβιομηχανιών και δικτύων λιανικού εμπορίου, τα μικρά δίκτυα εμπορίας όχι μόνο αποκαθιστούν τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή, αλλά συμβάλλουν και στην ενδυνάμωση των οικονομιών των τόπων προέλευσης των προϊόντων. Για τους καταναλωτές της πόλης, το όφελος δεν έγκειται απλώς και μόνο στην αγορά “ποιοτικών τροφίμων με ταυτότητα” σε προσιτές τιμές, αλλά και στην ενεργό συμμετοχή τους στα κινήματα πολιτών, στην ενίσχυση της κοινωνικής αλληλεγγύης στην πόλη, στη στήριξη της μικρής οικογενειακής γεωργίας και των ανεξάρτητων παραγωγών.
Το ξεκίνημα έγινε με το αποκαλούμενο «κίνημα της πατάτας» (2012) και με πρωταγωνίστρια την Ομάδα εθελοντικής δράσης Ν. Πιερίας «ο Τόπος μου», εκφράζοντας το έντονο κοινωνικό αίτημα για φθηνά τρόφιμα χωρίς μεσάζοντες εμπόρους. Το πρώτο έναυσμα δόθηκε, και στη συνέχεια το κίνημα «χωρίς μεσάζοντες» εξαπλώθηκε γρήγορα σε πολλές πόλεις της Ελλάδας απαντώντας στις επισιτιστικές ανάγκες των φτωχοποιημένων από την οικονομική ύφεση αστικών νοικοκυριών. Στην ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας οι εναλλακτικές αυτές αγορές εξαπλώνονται σε πλατείες, προαύλια σχολείων, πάρκινγκ και άλλους ανοικτούς χώρους. Ενεργοποιήθηκαν και ενδυναμώθηκαν μέσα από πρωτοβουλίες ομάδων πολιτών και συλλογικοτήτων της γειτονιάς αλλά, όχι σπάνια, και από πρωτοβουλίες δημοτικών αρχών προκειμένου να αντιμετωπίσουν άμεσα τα πιεστικά προβλήματα επισιτιστικής ένδειας των δημοτών τους.
Οι χωρίς μεσάζοντες αγορές από την «κίνηση αντίστασης και αλληλεγγύης» στο στέκι Γαλατσίου «Παίρνω Αμπάριζα», έως το δίκτυο αλληλεγγύης της 6ης Κοινότητας της Αθήνας «Το μυρμήγκι», το «παζάρι» της κίνησης πολιτών αλληλεγγύης και πολιτισμού Ψυχικού-Φιλοθέης «οι Ομπρέλες» και την κίνηση πολιτών Χαλανδρίου χωρίς μεσάζοντες «Μαζί να τα φάμε», αλλά και τόσες άλλες, στήνουν τους πάγκους τους κατά τις προγραμματισμένες Κυριακές του χρόνου. Όπως σημειώνουν τα μέλη της συλλογικότητας Γαλατσίου, «Ανιχνεύουμε άλλους τρόπους οργάνωσης της διανομής τροφίμων χωρίς τους κάθε λογής μεσάζοντες. Αποφασίζουμε οι ίδιοι για τα προϊόντα που καταναλώνουμε. Στηρίζουμε τον μικρομεσαίο Έλληνα παραγωγό δίνοντας του πρόσβαση στην κατανάλωση. Καλύπτουμε τις καθημερινές μας ανάγκες πέρα από τη λογική του κέρδους. Στην κοινωνική διάλυση απαντάμε με συλλογικότητα, κοινωνική συνοχή, αλληλοβοήθεια και συνεταιριστικό πνεύμα» (http://www.xmesazontes.gr/member/announcement.aspx?aid=51).
Η οργάνωση και λειτουργία τους βασίζεται στην εθελοντική δράση πολιτών, ενώ η μεθοδικότητα και η συστηματική προετοιμασία από τους συμμετέχοντες, αποτελούν βασικές συνιστώσες για ένα πετυχημένο αποτέλεσμα. Αυτό εξάλλου, διαπιστώνεται και από τις αυξανόμενες ποσότητες των διανεμόμενων προϊόντων καθώς το κίνημα χωρίς μεσάζοντες κερδίζει έδαφος και καταναλωτές. Μέλος της Γενικής Συνέλευσης της κίνησης πολιτών Χαλανδρίου χωρίς μεσάζοντες «Μαζί να τα φάμε», επισημαίνει: «Η πρώτη διανομή, ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 2012 έχοντας μαζέψει 300 παραγγελίες όπου διατέθηκαν 11 τόνοι προϊόντων. Δύο χρόνια μετά, οι παραγγελίες έφτασαν τις 1010 με 37 τόνους διανεμόμενων προϊόντων, ενώ από 10 τύπους προϊόντων που είχαμε στο ξεκίνημα έχουμε φτάσει στους 90, όπου ανάμεσα σε άλλα συμπεριλαμβάνονται λάδι, τυριά, πατάτες, μέλι, όσπρια μέχρι κρασί και ξηρούς καρπούς».
Η ποιότητα των προϊόντων και η συνέπεια των παραγωγών αποτελούν βασικές παραμέτρους της οργανωτικής διαδικασίας, με γνώμονα τη διασφάλιση της υγείας των καταναλωτών και την καλή εξυπηρέτησή τους, καθώς μέλη της κίνησης διενεργούν σε τακτά χρονικά διαστήματα τυχαίους δειγματοληπτικούς ελέγχους. Από την άλλη, παραγωγοί που δεν τηρούν με συνέπεια το πρόγραμμα των συναντήσεων αποκλείονται από τις διανομές του δικτύου ‘χωρίς μεσάζοντες’. Έτερο μέλος του κινήματος στο Χαλάνδρι αναφέρει σχετικά: «είχαμε περίπτωση που παραγωγός ακύρωσε την συμμετοχή του για δεύτερη φορά, μόλις την προηγούμενη ημέρα της διανομής αφήνοντας ξεκρέμαστους τους καταναλωτές που είχαν κάνει τις συγκεκριμένες παραγγελίες». Τα περιστατικά πάντως αφερεγγυότητας είναι σπάνια, καθώς δεν συμφέρει τους παραγωγούς να διαρρήξουν τη σχέση εμπιστοσύνης με τους καταναλωτές αφού η συμμετοχή τους στο εμπόριο χωρίς μεσάζοντες τους εξασφαλίζει, αφενός, τη σίγουρη πώληση των προϊόντων τους και μάλιστα σε μεγάλες ποσότητες, και αφετέρου, την εξοικονόμηση του κέρδους του μεσάζοντα.
Η πρόσβαση στους χώρους του ανοιχτού εμπορίου είναι ελεύθερη και συνήθως υπερβαίνει τα όρια της γειτονιάς. Η άμεση επαφή και η γνωριμία με τους παραγωγούς, η καλή ποιότητα του προϊόντος σε συνδυασμό με την προσιτή τιμή, η εξωστρέφεια, η ζωντάνια και η κοινωνική αλληλεπίδραση μαζί με τις παράλληλες εκδηλώσεις που συχνά γίνονται (δραστηριότητες για τα παιδιά, μουσικές εκδηλώσεις, ομιλίες, λογοτεχνικές αφηγήσεις, συλλογική κουζίνα, κ.ά.) προσελκύει πολίτες από πολλές γωνιές της ευρύτερης περιοχής, μετατρέποντας τις ανοικτές αυτές αγορές σε τόπους κοινωνικής συνεύρεσης, πολιτικού προβληματισμού και λαϊκής γιορτής. Ένας από τους εθελοντές της δράσης του Χαλανδρίου σημειώνει: «έρχονται καταναλωτές και από μακριά, Βύρωνα, Καλαμάκι… και το προφίλ τους περιλαμβάνει άτομα απ’ όλες τις επαγγελματικές και κοινωνικές τάξεις, μηχανικοί, καθηγητές… άνεργοι, αλλά πολλές φορές μπορεί και οι δύο σύζυγοι να είναι εργαζόμενοι. Κυρίως, όμως, είναι η μέχρι πρότινος μεσαία τάξη που σιγά-σιγά προλεταριοποιείται, χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και χαμηλότερα στρώματα. Έτσι, η όλη κίνηση πλαισιώνεται, όχι μόνο από δημότες του Χαλανδρίου, αλλά και από κατοίκους άλλων περιοχών που συμμετέχουν ενεργά. Βέβαια, υπάρχουν και πολλοί που έρχονται καθαρά για τα λεφτά, να βρουν φθηνό τρόφιμο… βλέπεις, όταν η τσέπη είναι άδεια δεν σε πολυενδιαφέρει ούτε η συμμετοχική οργάνωση ούτε να στηρίξεις μια τοπική παραγωγή». Ωστόσο, παρά τη δημοφιλία που απέκτησε το κίνημα χωρίς μεσάζοντες, τόσο για τους παραγωγούς (εξασφάλιση νέων αγορών), όσο και για τους καταναλωτές (πρόσβαση σε ποιοτικά τρόφιμα με ταυτότητα και σε προσιτές τιμές), αυτό παραμένει στη σφαίρα του άτυπου εμπορίου, καθώς η Πολιτεία δεν το συμπεριλαμβάνει στο σχετικό θεσμικό πλαίσιο (ν.4264/2014 περί άσκησης εμπορικών δραστηριοτήτων εκτός καταστήματος / οργάνωσης και λειτουργίας λαϊκών αγορών και προϋποθέσεις χορήγησης αδειών άσκησης υπαίθριου εμπορίου).
Παράλληλη δράση με το ανοικτό εμπόριο στο χώρο του σχολείου, αποτελεί και το «καλάθι αλληλεγγύης» που προορίζεται για νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης. Πρόκειται για μια πρόσθετη κίνηση αλληλεγγύης στο πλαίσιο της οποίας ένα μέρος των αγορασμένων προϊόντων από τους καταναλωτές και ένα μέρος της παραγωγής που διαθέτουν οι παραγωγοί, συγκεντρώνεται σε καλάθια για τις άπορες οικογένειες του Δήμου. Αφορμή για αυτή την κίνηση στάθηκε ο υποσιτισμός παιδιών σε σχολεία της περιοχής, γεγονός που ανέτρεψε την στερεοτυπική αντίληψη περί απουσίας φτώχειας σε προάστια υψηλών εισοδημάτων της Αθήνας. Όπως επισημαίνουν μέλη της, ανοικτής πρωτοβουλίας αλληλεγγύης Χαλανδρίου «Μαζί να τα φάμε»: «ο πρώτος δείκτης στάθηκε η λιποθυμία παιδιών στα σχολεία μας. Ο δάσκαλος είναι ο πρώτος που διαπιστώνει ποιος μαθητής έχει πρόβλημα φτώχειας στο σπίτι του. Μαθητής που δεν φέρνει κολατσιό στο σχολείο αντιμετωπίζει πρόβλημα, τελεία και παύλα. Καθώς στην κίνηση έχουμε δάσκαλους εθελοντές, η ενημέρωση υπήρξε άμεση και η αντίστοιχη ενεργοποίηση ανθρώπων μαζική και έτσι στήσαμε το καλάθι. Σήμερα, διανέμουμε 70 καλάθια σε αντίστοιχα νοικοκυριά του Δήμου και οι τάσεις είναι αυξητικές ενώ καταβάλουμε προσπάθειες να εντοπίσουμε και άλλες τέτοιες οικογένειες, καθώς η ντροπή εμποδίζει αρκετά μέλη αυτών, να μας πλησιάσουν. Σκοπός μας είναι να μην μείνει κανένας μόνος του απέναντι στην κρίση και ν’ αντισταθούμε».
Όπως όλα δείχνουν, τα εναλλακτικά δίκτυα τροφίμων που αναδύονται τα τελευταία χρόνια σε συνοικίες της Αθήνας, ουσιαστικά στηρίζονται σε συλλογικότητες στο πλαίσιο ανάπτυξης ενός «κινήματος εθελοντισμού και αλληλεγγύης», ενάντια στα φαινόμενα κοινωνικής αποσύνθεσης και καταστροφής, προτάσσοντας έναν διαφορετικό δρόμο για τη λαϊκή οργάνωση, τη μαζική συμμετοχή και την αντίσταση στην κρίση. Στο διαδικτυακό της τόπο η πρωτοβουλία αλληλεγγύης Χαλανδρίου, «Μαζί …να τα φάμε», ενδεικτικά αναφέρει: «Όχι μόνο δεν ‘τα φάγαμε μαζί’ αλλά όλο και περισσότεροι δυσκολευόμαστε πια να προμηθευτούμε τα απαραίτητα. Αποτελεί βασικό στόχο μας το να μπορούμε να προμηθευόμαστε φτηνά αλλά και ποιοτικά τρόφιμα προωθώντας ταυτόχρονα συμμετοχικές μορφές δημοκρατικής αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης σε μόνιμη βάση, οργανώνοντας διανομές σε τακτά χρονικά διαστήματα» (http://mazinatafame.blogspot.gr/p/blog-page_328.html)
Πέτρου, Μ. (2015) «Μαζί να τα φάμε». Κινήματα πολιτών ‘Χωρίς Μεσάζοντες’ στην πόλη, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/χωρίς-μεσάζοντες/ , DOI: 10.17902/20971.4
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Ομάδα εθελοντικής δράσης Ν. Πιερίας: http://www.otoposmou.gr/
http://pernoampariza.wordpress.com/
http://mazinatafame.blogspot.gr/
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα (ΚΝ) αποτελούν τα τελευταία χρόνια τη βασικότερη αιτία θανάτου στην Ελλάδα και τη δεύτερη μεγαλύτερη αιτία θανάτου παγκοσμίως. Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, στην Ελλάδα το έτος 2012 το 42,6% των θανάτων (49.728 άτομα) οφείλεται σε ΚΝ, ενώ σύμφωνα με έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Mendis et al. 2011) το 2008 οι θάνατοι από ΚΝ αντιστοιχούν στο 31% ή 17,3 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως και παρουσιάζουν μεγάλες ανισότητες μεταξύ αναπτυσσόμενων και αναπτυγμένων χωρών. Ο επιπολασμός –δηλαδή η συχνότητα στον γενικό πληθυσμό– των ΚΝ και των παραγόντων κινδύνου για ΚΝ έχουν ερευνηθεί στη χώρα μας από τις μελέτες των Επτά Χωρών, Athens Heart, EPIC-Greek και ATTICA αποδεικνύοντας ότι η Ελλάδα έχει μετατοπιστεί από χαμηλού σε υψηλού κινδύνου πληθυσμό (Panagiotakos et al. 2008).
Το κείμενο αυτό επιχειρεί να αναδείξει τις χωρικές ανισότητες του επιπέδου υγείας για ένα δείγμα του πληθυσμού της Αττικής σε σχέση με τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα μέσα από τη χαρτογραφική απεικόνισή τους και τον υπολογισμό κατάλληλων δεικτών. Τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται παρακάτω αφορούν στη διερευνητική χωρική ανάλυση του επιπέδου υγείας ενός δείγματος πληθυσμού και δεν μπορούν να γενικευθούν σε όλο τον πληθυσμό της Αττικής επειδή το δείγμα δεν είναι κατ’ανάγκη αντιπροσωπευτικό. Ωστόσο, επιχειρείται να αναδειχθεί η σημασία της μελέτης της χωρικής διάστασης του φαινομένου ώστε μελλοντικά να συνδεθούν τα ΚΝ με περιβαλλοντικούς παράγοντες που ενδεχομένως να επηρεάζουν τις χωρικές τους ανισότητες.
Το δείγμα του πληθυσμού που εξετάζεται προέκυψε από τη συλλογή δεδομένων ασθενών με στεφανιαία νόσο (ΣΝ) η οποία πραγματοποιήθηκε σε καρδιολογικές κλινικές νοσοκομείων της Αττικής. Πρόκειται για ασθενείς εξωτερικών ιατρείων ή νοσηλευόμενους ασθενείς με ελεύθερο ιστορικό ΚΝ. Επιπλέον, συγκεντρώθηκαν δεδομένα για άτομα χωρίς ιστορικό ΚΝ από Δημαρχεία και Κέντρα Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων (ΚΑΠΗ) των περιοχών Καλλιθέας, Μοσχάτου και Νέας Σμύρνης. Ανάμεσα στα δεδομένα που συλλέχθησαν ήταν και οι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Η συλλογή των δεδομένων αυτών έγινε στο πλαίσιο της Μελέτης THISEAS. Για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας δημιουργήθηκε μια ψηφιακή βάση γεωχωρικών δεδομένων με αναφορά στη γεωγραφική θέση (κατοικία) των ερωτώμενων και με τη βοήθεια ανοιχτού λογισμικού Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών.
Η μελέτη THISEAS (The Hellenic study of Interactions between Snps and Eating in Atherosclerosis Susceptibility) είναι μελέτη ασθενών-μαρτύρων με σκοπό (α) την ανάδειξη νέων πολυμορφισμών γονιδίων που επηρεάζουν τον κίνδυνο για στεφανιαία νόσο (ΣΝ), (β) την ταυτοποίηση διατροφικών προτύπων που τροποποιούν τον κίνδυνο για ΣΝ και γ) τον έλεγχο της αλληλεπίδρασης των διατροφικών προτύπων με τη γενετική σύσταση ως προς τον κίνδυνο για ΣΝ.
Η αιτιολογία της ΣΝ είναι πολυπαραγοντική και ανάμεσα στους πολλούς παράγοντες κινδύνου συμπεριλαμβάνονται τόσο γενετικοί, όσο και περιβαλλοντικοί, όπως για παράδειγμα η διατροφή. Η αναγνώριση των παραγόντων κινδύνου για ΣΝ αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα της επιδημιολογικής έρευνας. Οι παράγοντες κινδύνου είναι καθοριστικοί για την εκτίμηση του κινδύνου που διατρέχει ένα άτομο για την εμφάνιση της νόσου και είναι σημαντικό να αξιολογούνται γιατί μπορούν να αποτελέσουν πεδίο θεραπευτικών παρεμβάσεων. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος κατηγοριοποίησης των παραγόντων κινδύνου είναι ο διαχωρισμός τους σε τροποποιήσιμους και μη τροποποιήσιμους. Στους τροποποιήσιμους παράγοντες περιλαμβάνονται η αρτηριακή υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η δυσλιπιδαιμία, η παχυσαρκία, το κάπνισμα και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας. Στους μη τροποποιήσιμους παράγοντες περιλαμβάνονται το φύλο, η ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό πρώιμης στεφανιαίας νόσου (Jorde et al. 2003) και οι γενετικοί παράγοντες (Chaer et al. 2004). Η αναγνώριση των τροποποιήσιμων παραγόντων βοηθά πολύ και στην πρόληψη με στόχο τη μείωση της πιθανότητας εμφάνισης ΣΝ, όπως για παράδειγμα η φυσική άσκηση και η δίαιτα.
Η χωρική ανάλυση δεδομένων υγείας αποτελεί μια σχετικά νέα περιοχή έρευνας της ποσοτικής γεωγραφίας και των επιστημών υγείας με τον ευρύ τίτλο «χωρική επιδημιολογία». Στην περιοχή αυτή ξεχωρίζουν δύο μεγάλες κατηγορίες τεχνικών χωρικής ανάλυσης: οι τεχνικές ανάλυσης χωρικών διεργασιών σημείων και η περιφερειακή ανάλυση ομαδοποιημένων κρουσμάτων ασθένειας.
Στην παρούσα εργασία, τα σημεία αφορούν άτομα που είναι είτε υγιείς χωρίς ΣΝ (μάρτυρες) είτε ασθενείς με ΣΝ όπως φαίνεται στο Χάρτη 1. Τόσο από τον χάρτη αυτόν όσο και από τον υπολογισμό της συνάρτησης Κ (Ripley 1977) προκύπτει ότι οι ασθενείς με ΣΝ δεν είναι κατανεμημένοι τυχαία στο χώρο, αλλά εμφανίζουν χωρικές συγκεντρώσεις. Δεδομένων των χωρικών αυτών συγκεντρώσεων, έχει πολύ ενδιαφέρον να εξεταστεί αν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά υγείας των ερωτηθέντων παρουσιάζουν χωρικές ομοιότητες ή διαφορές. Μια μέθοδος για να εξεταστεί αν οι γεωγραφικά γειτονικές παρατηρήσεις μιας μεταβλητής παρουσιάζουν παρόμοιες ή ανόμοιες τιμές είναι η χωρική αυτοσυσχέτιση. Ο χωρικός δείκτης ανισοτήτων Gini σε συνδυασμό με το δείκτη χωρικής αυτοσυσχέτισης Moran’s I (Καλογήρου 2012) επιτρέπουν την ανίχνευση χωρικών ανισοτήτων στα χαρακτηριστικά υγείας και πιθανής χωρικής συγκέντρωσης ερωτηθέντων με παρόμοια χαρακτηριστικά υγείας για το υπό εξέταση δείγμα του πληθυσμού.
Ο δείκτης Gini είναι πολύ διαδεδομένος στα οικονομικά για τη μέτρηση εισοδηματικών ανισοτήτων. Δέχεται τιμές από 0 ως 1, όπου το 0 υποδηλώνει πλήρη ισότητα εισοδημάτων ενώ το 1 πλήρη ανισότητα εισοδημάτων. Ο κλασικός δείκτης Gini υπολογίζεται με βάση τα ατομικά εισοδήματα, αλλά αγνοεί τη γεωγραφική θέση του κάθε ατόμου. Σύμφωνα με τους Rey και Smith (2013), ο χωρικός διαχωρισμός του κλασικού δείκτη Gini επιτρέπει να υπολογίσουμε την ανισότητα τιμών ξεχωριστά μεταξύ γειτονικών και μη γειτονικών παρατηρήσεων. Οι παραπάνω δείκτες υπολογίστηκαν με συναρτήσεις του στατιστικού πακέτου lctools (Kalogirou 2015).
Από τους συνήθεις παράγοντες που συνδέονται με την εμφάνιση ΣΝ αναλύθηκαν και παρουσιάζονται εδώ ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), η αρτηριακή υπέρταση, η ηλικία και το φύλο. Η ανάλυση περιλαμβάνει περιγραφικά στατιστικά και χωρικούς δείκτες που παρουσιάζονται στον Πίνακα 1. Οι συχνότητες που παρουσιάζονται στη δεύτερη στήλη του πίνακα υπολογίστηκαν μετά την αφαίρεση των περιπτώσεων για τις οποίες δεν υπήρχαν δεδομένα. Οι δείκτες Gini και Moran’s I υπολογίστηκαν με βάρη wij=1 για τους 12 κοντινότερους γείτονες και 0 για όλους τους άλλους. Οι τιμές των δεικτών με έντονη γραμματοσειρά είναι στατιστικά σημαντικές σε επίπεδο εμπιστοσύνης μεγαλύτερο του 95%.
Από τα στατιστικά στοιχεία του Πίνακα 1 μπορούμε να συμπεράνουμε για το δείγμα του πληθυσμού ότι πρόκειται κυρίως για άτομα μεσήλικα και άνω με ΔΜΣ μεγαλύτερο του φυσιολογικού που κατά πλειοψηφία έχουν υπέρταση, αλλά όχι απαραίτητα στεφανιαία νόσο. Η τελευταία παρατήρηση αναμένεται φυσιολογική δεδομένης της ηλικιακής κατανομής των ερωτώμενων που είναι κατά πλειοψηφία άνω των 60 ετών. Η υπέρταση παρουσιάζει μεγάλες ανισότητες μεταξύ των ερωτώμενων σε σχέση με τα άλλα χαρακτηριστικά του επιπέδου υγείας τους. Ωστόσο, από τον δείκτη Moran’s I που τείνει στο 0 προκύπτει ότι οι θέσεις ατόμων με υπέρταση είναι τυχαία κατανεμημένες στο χώρο. Αντίθετα, άτομα με ΣΝ, με παρόμοια ηλικία, και με παρόμοιο ΔΜΣ τείνουν να γειτνιάζουν με άτομα με τα ίδια χαρακτηριστικά, όπως προκύπτει από τη στατιστικά σημαντική τιμή του δείκτη χωρικής αυτοσυσχέτισης Moran’s I και την πολύ μικρή τιμή του χωρικού δείκτη Gini μεταξύ των γειτόνων των εν λόγω μεταβλητών.
Με βάση τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων, η ΣΝ εμφανίζεται κυρίως σε άνδρες με κανονικό βάρος ή υπέρβαρους, αλλά όχι απαραίτητα με υψηλό επίπεδο παχυσαρκίας. Επίσης, εμφανίζεται σε ηλικίες από 50-79 για τους άνδρες με τις περισσότερες περιπτώσεις στις ηλικίες 60-69, ενώ στις γυναίκες εμφανίζεται σε μεγαλύτερες, σε σχέση με τους άνδρες ηλικίες (70-79).
Στον Χάρτη 1, με κουκίδες κόκκινου χρώματος εμφανίζονται οι ασθενείς με ΣΝ, με κουκίδες μπλε χρώματος τα υγιή άτομα και με κουκίδες λευκού χρώματος τα άτομα χωρίς διάγνωση. Είναι εμφανείς οι περιοχές, όπως για παράδειγμα οι δήμοι Ελευσίνας και Ασπροπύργου, όπου παρατηρείται συγκέντρωση υγιών από ΣΝ ατόμων και άλλες περιοχές όπως οι Δήμοι Κορυδαλλού, Αγίας Βαρβάρας και Παλαιού Φαλήρου όπου παρατηρείται συγκέντρωση ατόμων που έχουν διαγνωστεί με ΣΝ. Η κατανομή αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συγκριτική συλλογή δεδομένων (στρατολόγηση υγειών ατόμων στις περιοχές Ελευσίνας και Ασπρόπυργου) αλλά και στη σύνθεση του πληθυσμού (ηλικιακή κατανομή, κοινωνικοοικονομικό επίπεδο).
Δύο στα τρία άτομα του δείγματος (66,5%) εμφανίζουν υπέρταση. Από τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων υγείας των ατόμων του δείγματος προκύπτει ότι παρόλη την εμφανή αύξηση της υπέρτασης με το ΔΜΣ και την ηλικία, σημαντικός είναι ο αριθμός ατόμων με κανονικό βάρος που εμφανίζει υπέρταση. Γενικά, η υπέρταση εμφανίζεται στους άντρες νωρίτερα και με χαμηλότερους ΔΜΣ σε σχέση με τις αντίστοιχες γυναίκες στο δείγμα των ατόμων που μελετήθηκε και παρουσιάζεται εδώ.
Στο Χάρτη 2 παρουσιάζεται ο χάρτης υπέρτασης κατά φύλο (άντρες και γυναίκες με υπέρταση). Επιβεβαιώνονται οπτικά οι ανισότητες στην υπέρταση ακόμη και ατόμων σε γειτονικές θέσεις όσο και η σχετικά τυχαία κατανομή υπερτασικών ατόμων στο χώρο.
Τέλος, στον Χάρτη 3 παρουσιάζονται οι ΔΜΣ ταξινομημένοι σε πέντε ομάδες: μικρότερος από 18.5 για ελλιποβαρή άτομα, 18.5 ως 25 για άτομα με κανονικό βάρος, 25 ως 30 για υπέρβαρα άτομα, 30 ως 40 για παχύσαρκα άτομα και πάνω από 40 για άτομα με πολύ υψηλό βαθμό παχυσαρκίας. Όπως είδαμε παραπάνω, η μεταβλητή αυτή εμφανίζει μικρές ανισότητες στο χώρο. Ωστόσο, παρατηρούμε μια συγκέντρωση υπέρβαρων ατόμων στους δήμους Καλλιθέας, Αλίμου, Ελευσίνας και Ασπροπύργου ενώ στο Δήμο Χαλανδρίου φαίνεται να διαμένουν άτομα με κανονικό βάρος.
Για να εξεταστεί αν το φύλο, η ηλικία, ο ΔΜΣ και η υπέρταση επηρεάζουν την εμφάνιση στεφανιαίας νόσου στο παρόν δείγμα ατόμων είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί ανάλυση παλινδρόμησης. Τα αρχικά αποτελέσματα από την ανάλυση αυτή δείχνουν ότι οι άντρες έχουν εξαπλάσια πιθανότητα σε σχέση με τις γυναίκες να εμφανίσουν ΣΝ, ενώ τα άτομα με υπέρταση έχουν περισσότερες από επτά φορές πιθανότητα να εμφανίσουν τη νόσο σε σχέση με τα άτομα χωρίς υπέρταση. Η ηλικία και ο ΔΜΣ παρουσία των άλλων μεταβλητών δεν φαίνεται να μεταβάλλουν σημαντικά το ρίσκο για εμφάνιση της νόσου. Δεδομένου ότι η εμφάνιση μιας νόσου επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, τα παραπάνω αποτελέσματα παρουσιάζονται με την επιφύλαξη που απορρέει από το μικρό αριθμό παραγόντων και παρατηρήσεων και χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.
Από τη μελέτη του επιπέδου υγείας των κατοίκων της Αττικής με βάση ένα τυχαίο δείγμα του πληθυσμού προκύπτει ότι υπάρχουν χωρικές ανισότητες στην εμφάνιση της στεφανιαίας νόσου και του δείκτη μάζας σώματος. Κάποιοι δήμοι, όπως ο δήμος Παλαιού Φαλήρου, εμφανίζουν ταυτόχρονα υψηλό ΔΜΣ και υψηλά ποσοστά ατόμων με ΣΝ γεγονός που ενδεχομένως να οφείλεται όχι μόνο σε ατομικούς αλλά και σε περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Τα ευρήματα που παρουσιάστηκαν παραπάνω θέτουν σημαντικά ερευνητικά ερωτήματα για μελλοντική διερεύνηση. Ένα από αυτά αφορά την επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων στην εμφάνιση στεφανιαίας νόσου που αποτελεί το επόμενο βήμα της έρευνας.
Παρόλο που η στεφανιαία νόσος και τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν τα τελευταία χρόνια τη βασικότερη αιτία θανάτου στην Ελλάδα, ελάχιστα έχει μελετηθεί η επίδραση του χώρου στον επιπολασμό τους και η χωρική κατανομή του πληθυσμού υψηλού κινδύνου ως προς αυτά. Η παρούσα εργασία επιχείρησε να αναδείξει τις χωρικές ανισότητες χαρακτηριστικών υγείας του πληθυσμού της Αττικής, που συνδέονται με τα καρδιαγγειακά νοσήματα, όπως η υπέρταση και ο δείκτης μάζας σώματος. Από τα δεδομένα που αναλύθηκαν προέκυψε ότι μεγάλος αριθμός ασθενών με στεφανιαία νόσο συγκεντρώνεται σε δήμους της Δυτικής Αττικής, γεγονός που ενδεχομένως να συνδέεται με το χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης που παρατηρείται στους δήμους αυτούς τις τελευταίες δεκαετίες. Η αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων εξαιτίας της οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών οδηγεί αναπόφευκτα σε αύξηση των ανισοτήτων υγείας. Θα πρέπει η πολιτεία (τόσο το κεντρικό κράτος όσο και η τοπική αυτοδιοίκηση) να ασκήσει κατάλληλη πολιτική παρέχοντας καλύτερες υπηρεσίες σε όσους τις έχουν περισσότερο ανάγκη, τόσο για την αντιμετώπιση των ΚΝ όσο και την ενημέρωση-ευαισθητοποίηση για την πρόληψή τους.
Γεωργάνος, Σ., Δεδούσης, Γ., Δημητρίου, Μ., Καλαφάτη, Ι. Π., Καλογήρου, Σ. (2015) Χωρικές ανισότητες επιπέδου υγείας στην Αττική, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ανισότητες-στην-υγεία/ , DOI: 10.17902/20971.22
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η γεωγραφική περιφέρεια της Αττικής περιλαμβάνει πέντε συνολικά εκλογικές περιφέρειες, οι οποίες αθροιστικά εκλέγουν 85 βουλευτές, ενώ ανάμεσα τους συγκαταλέγεται και η μεγαλύτερη εκλογική περιφέρεια της χώρας, εκείνη της Β΄ Αθηνών η οποία σήμερα εκλέγει 42 βουλευτές.
Το χρονικό διάστημα 1990-2012 πραγματοποιήθηκαν εννέα εθνικές εκλογές, τα έτη 1990, 1993, 1996, 2000, 2004, 2007, 2009, καθώς και τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2012 [1]. Συνολικά, στις πέντε αυτές εκλογικές περιφέρειες, και για το διάστημα 1990-2012 έχουν εκλεγεί 255 βουλευτές, με μέσο όρο τις 4 θητείες (Πίνακας 1). Μια πρώτη βασική διαπίστωση είναι ότι οι πέντε εκλογικές περιφέρειες έχουν ουσιαστικές εσωτερικές διαφοροποιήσεις, κάτι το οποίο αντανακλάται και στο πολιτικό προφίλ των βουλευτών και βουλευτριών που εκλέγονται σε αυτές. Ο έντονος ανταγωνισμός, η δυσκολία εκλογής στην Α΄και η Β΄Αθήνας, αλλά και η συμβολική σημασία που αποδίδεται στην εκλογή στις δυο αυτές εκλογικές περιφέρειες, τις διαφοροποιούν σε μεγάλο βαθμό από τις άλλες τρεις. Είναι ενδεικτικό ότι διαχρονικά, το 25,8% των βουλευτών που εκλέχθηκαν στην Α΄Αθήνας και το 18,9% στην Β’ Αθήνας είχαν προηγουμένως εκλεγεί σε άλλη εκλογική περιφέρεια της Ελλάδας, δηλωτικό ότι, για μια μερίδα του πολιτικού προσωπικού, η εκλογή στις περιφέρειες αυτές λογίζεται ως το πολιτικό “επιστέγασμα” μιας πορείας η οποία έχει ξεκινήσει από την περιφέρεια. Μια ακόμα παράμετρος, ενδεικτική των παραπάνω είναι η υπεραντιπροσώπευση βουλευτών που εκλέγονται στην Α΄και Β΄Αθήνας στην σύνθεση των Κυβερνήσεων (βλ. Πίνακας 2) καθώς από το 1993 μέχρι το 2012 η διάσταση ανάμεσα στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση αυτών των περιφερειών (δηλαδή το ποσοστό των εδρών της Α΄και Β΄Αθήνας στο σύνολο των 300 της Βουλής) και την παρουσία βουλευτών από αυτές ως υπουργών στις Κυβερνήσεις [2] είναι σαφής, την δε περίοδο 2000-2007, η απόκλιση είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Στον πίνακα 2 παρουσιάζονται ορισμένα ακόμα χαρακτηριστικά. Μια σημαντική παράμετρος διαφοροποίησης είναι αυτή των επαγγελματικών κατηγοριών: ορισμένα επαγγέλματα (τα ονομάζουμε “νέα επαγγέλματα”) τα οποία συνδέονται με τα ΜΜΕ και την προβολή από αυτά όπως είναι η δημοσιογραφία ή τα καλλιτεχνικά και αθλητικά επαγγέλματα, υπεραντιπροσωπούνται στην Α΄και Β Αθήνας, σε σχέση με τις λοιπές περιφέρειες της Αττικής, καθώς περίπου ο ένας στους τέσσερις που έχουν εκλεγεί στην Α΄Αθήνας, και ο ένας στους πέντε στην Β΄Αθήνας προέρχονται από τους προαναφερόμενους επαγγελματικούς χώρους. Σχετικά με την αυτοδιοικητική εμπειρία, η σημασία μιας προϋπηρεσίας στην τοπική αυτοδιοίκηση είναι εξίσου ή και περισσότερο σημαντική στις μικρότερες περιφέρειες του λεκανοπεδίου, καθώς οι έξι στους 10 περίπου βουλευτές τόσο στην Α’ Πειραιώς όσο και στην περιφέρεια της Αττικής έχουν θητεύσει στην τοπική Αυτοδιοίκηση, δηλωτικό μια πρότερης δημιουργίας δεσμών με τις τοπικές κοινωνίες. Το ζήτημα της ύπαρξης δεσμών με την τοπική κοινωνία μπορεί όμως να διαπιστωθεί και από την εντοπιότητα ή μη των εκλεγμένων βουλευτών, δηλαδή το κατά πόσο έχουν γεννηθεί στον τόπο εκλογής τους. Εδώ διαπιστώνουμε ότι ιδιαίτερα στην μεγαλύτερη εκλογική περιφέρεια της χώρας, την Β΄Αθηνών, η σύνδεση με το εκλογικό σώμα μέσω της εντοπιότητας είναι πολύ πιο περιορισμένη.
Πέρα από τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις στις εκλογικές περιφέρειες της Αττικής όπως αυτές αποτυπώνονται στον Πίνακα 2, διαπιστώνουμε και μεταβολές στην σύνθεση του πολιτικού προσωπικού στο πέρασμα του χρόνου, στο πλαίσιο της ίδιας περιφέρειας, μεταβολές οι οποίες απηχούν ακόμα περισσότερο τους πολιτικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς της τελευταίας εικοσαετίας. Έτσι, αν χρησιμοποιήσουμε ως αφετηριακό σημείο τις εκλογές του 1990, και καταληκτικό σημείο τις εκλογές του 2012, με τις εκλογές του 2000 ως ενδιάμεση χρονική στιγμή (Πίνακας 3), τότε διαπιστώνουμε τις εξής μεταβολές: σημαντική αύξηση του ποσοστού των γυναικών, αύξηση στην μέση ηλικία πρώτης εκλογής των βουλευτών, σταθερότητα και τάσεις αυξήσης στην εμπλοκή με την τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και μικρότερη πρότερη παρουσία σε άλλες εκλογικές περιφέρειες της χώρας. Παράλληλα, αναφορικά με το επαγγελματικό προφίλ, παρουσιάζεται σαφέστατη άνοδος για τα λεγόμενα νέα επαγγέλματα. Θα μπορούσαμε ίσως να ισχυρισθούμε ότι τα παραπάνω αποτελούν εν μέρει ενδείξεις μιας τάσης “αυτονόμησης” του πολιτικού προσωπικού από τα κεντρικά κόμματα και ενεργοποίησης προσωπικών διαύλων επικοινωνίας με το εκλογικό σήμα με στόχο την εκλογή τους, είτε μέσω της καλλιέργειας μιας σχέσης εντοπιότητας, είτε μέσω μιας έντονης προβολής από τα ΜΜΕ, όπως αυτή αποτυπώνεται στα νέα επαγγέλματα.
[1] Για τις ανάγκες του παρόντος κειμένου, αναφερόμαστε μόνον στους βουλευτές που εκλέχθηκαν τον Ιούνιο του 2012, χωρίς να περιλαμβάνουμε τα στοιχεία των βουλευτών του Μαΐου του 2012.
[2] Ο υπολογισμός έγινε βάσει των αρχικών συνθέσεων των πρώτων κυβερνήσεων που σχηματίσθηκαν μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση.
Κακεπάκη, Μ. (2015) Το πολιτικό προσωπικό στην Αττική 1990 – 2012 Κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/το-πολιτικό-προσωπικό/ , DOI: 10.17902/20971.42
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η Αθήνα αναπτύχθηκε πολύ δυναμικά κατά τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες οπότε και υπερδιπλασίασε τον πληθυσμό της (από 1.500.000 το 1951 σε 3.500.000 το 1981).
Ο αυξανόμενος πληθυσμός της πόλης στεγάστηκε με δύο βασικούς τρόπους: τη λαϊκή αυτοστέγαση στην περιφέρεια της πόλης, που εξυπηρέτησε κυρίως το μεγάλο ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης της δεκαετίας του 1950 και 1960 και μέρος της οποίας ήταν η αυθαίρετη δόμηση. τη στέγαση σε νέα σύγχρονα διαμερίσματα που παρήγαγε με καταιγιστικούς ρυθμούς η διαδικασία της αντιπαροχής και κάλυψε κυρίως τις ανάγκες ενός ευρέως φάσματος μεσαίων, αλλά και λαϊκών στρωμάτων.
Η αντιπαροχή συνίσταται στη συμφωνία μεταξύ ενός οικοπεδούχου και ενός κατασκευαστή για την ανέγερση κτηρίου και την κατανομή μεταξύ τους της κυριότητας των διαμερισμάτων ή/και γραφείων και καταστημάτων που προκύπτουν από τη διαδικασία, με βάση κάποιο αρχικό συμβόλαιο που αποτυπώνει τη συμμετοχή της κάθε πλευράς στη σχετική επένδυση.
Η μεγάλη επιτυχία που γνώρισε η αντιπαροχή οφείλεται:
Η πολυκατοικία της αντιπαροχής, η οποία εξακολουθεί να κυριαρχεί και σήμερα στο στεγαστικό απόθεμα της Αθήνας, είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό δημιούργημα της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Μεταξύ 1950 και 1980 κατασκευάστηκαν στην Αθήνα περίπου 35.000 πολυκατοικίες πέντε ορόφων και άνω, ενώ πριν από την περίοδο εκείνη, ο συνολικός αριθμός τους δεν ξεπερνούσε τις 1.000. Μετά το 1980, η κατασκευαστική δραστηριότητα μειώθηκε σημαντικά, ιδιαίτερα στο κέντρο της πόλης.
Η προσθήκη και αναδιαμόρφωση του οικιστικού αποθέματος, που προκάλεσε η αντιπαροχή με τον ραγδαίο πολλαπλασιασμό των πολυκατοικιών, είχε σημαντικές επιπτώσεις στην κοινωνική γεωγραφία της πόλης (δηλαδή στον τρόπο που κατανέμονται οι κοινωνικές ομάδες στο χώρο της). Οι δύο βασικότερες επιπτώσεις αφορούν:
Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, οι επιπτώσεις της αντιπαροχής ήταν αλυσιδωτές:
Η υποβάθμιση των κεντρικών περιοχών οδήγησε σε σταδιακή μετακίνηση σημαντικού τμήματος των μεσαίων και υψηλών-μεσαίων στρωμάτων στα βορειοανατολικά και νότια προάστια. Τα υψηλά κοινωνικά στρώματα παρουσίασαν σημαντική γεωγραφική ανακατανομή: Μεταξύ 1971 και 1991, οι υψηλές κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες (διευθυντικά στελέχη του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και ασκούντες ελεύθερα και επιστημονικά επαγγέλματα) αύξησαν την κατανομή τους από 10% σε 30% στα ‘καλά’ προάστια και τη μείωσαν στο κέντρο (Δήμος Αθηναίων) από 62% σε 27%. Αντίθετα, οι μετακινήσεις για τους μισθωτούς εργάτες ήταν πολύ μικρότερες (πίνακας 1).
Παράλληλα, όσο η πυκνοδόμηση υποβάθμιζε τις συνθήκες ζωής στο κέντρο, τόσο η ίδια η πολυκατοικία της αντιπαροχής γινόταν μια όλο και πιο «πληβεία» εκδοχή της αστικής πολυκατοικίας του μεσοπολέμου.
Έτσι, από τους δύο άξονες που διαχώριζαν κοινωνικά την πόλη μέσα στο λεκανοπέδιο (κέντρο / περιφέρεια και ανατολή / δύση) υπερίσχυσε ο δεύτερος και, σταδιακά, η Αθήνα από πόλη όπου τα υψηλά κοινωνικά στρώματα κατοικούσαν στο κέντρο και τα εργατικά στην περιφέρεια, προσέγγισε, ως ένα βαθμό, το πρότυπο του αγγλόφωνου κόσμου με τους ευκατάστατους στα προάστια και τα εργατικά στρώματα γύρω από το κέντρο. Τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα –εκτός από την αυξημένη παρουσία τους στο κέντρο– παρέμειναν κυρίαρχα στο μεγαλύτερο μέρος των δυτικών προαστίων και στην ευρύτερη περιφέρεια της Αττικής (χάρτης 1).
Η δεύτερη πτυχή των επιπτώσεων της αντιπαροχής αφορά τις μεταβολές που επέφερε στις περιοχές του κέντρου, όπου και αναπτύχθηκε περισσότερο:
Οι κοινωνικές αναδιατάξεις μορφοποιήθηκαν χωρικά, σε μεγάλο βαθμό, από την ίδια τη δομή της πολυκατοικίας της αντιπαροχής που διαφοροποίησε καθ’ ύψος τις επιπτώσεις της υποβάθμισης των συνθηκών ζωής στο κέντρο: η πυκνοδόμηση δεν επηρέασε με την ίδια ένταση τους πάνω και τους κάτω ορόφους των πολυκατοικιών, δημιουργώντας έναν κάθετο κοινωνικό διαχωρισμό.
Ο κάθετος διαχωρισμός οφείλεται στη διαφορετική ποιότητα χαρακτηριστικών που έχουν τα διαμερίσματα στους υψηλούς ορόφους (καλύτερη θέα, λιγότερος θόρυβος, μεγαλύτερη φωτεινότητα, καλύτερος αερισμός, χρησιμοποιήσιμα μπαλκόνια …). Η διαφορά στην ποιότητα κατοίκησης ανάλογα με τον όροφο εντάθηκε με την αύξηση της πυκνότητας δόμησης. Ο κάθετος διαχωρισμός οφείλεται, επίσης, στο συστηματικά μεγαλύτερο μέγεθος των διαμερισμάτων στους πάνω ορόφους (γράφημα 1).
Ο κάθετος κοινωνικός διαχωρισμός έχει εντοπισθεί και συζητηθεί εδώ και πολλά χρόνια (Leontidou 1990, Maloutas & Karadimitriou 2001). Αλλά, ενώ μέχρι τώρα η τεκμηρίωσή του βασιζόταν σε μικρές έρευνες πεδίου, η Απογραφή Πληθυσμού του 2011 προσφέρει τη δυνατότητα να τεκμηριωθεί πλήρως, αφού για πρώτη φορά μπορεί να συσχετισθεί ο όροφος κατοικίας με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά των κατοίκων. Έτσι, με βάση το υλικό της Απογραφής του 2011 προκύπτει ανάγλυφα η διαφοροποίηση της κοινωνικής φυσιογνωμίας ανά όροφο στις πολυκατοικίες του Δήμου Αθηναίων (γραφήματα 2-6).
Οι γειτονιές της πόλης που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία κάθετου διαχωρισμού είναι εκείνες όπου σημαντικό ποσοστό των κατοίκων τους βρίσκεται στις κοινωνικά «ακραίες» θέσεις των κτηρίων (σε υπόγεια / ισόγεια και σε υψηλούς ορόφους αντίστοιχα). Πρέπει να σημειώσουμε, ωστόσο, ότι όλες οι πολυκατοικίες της αντιπαροχής δεν προσφέρουν τις προϋποθέσεις αυτές.
Μόνο όσες κατασκευάστηκαν μέχρι το 1980 έχουν δομή και εσωτερική διαρρύθμιση που ευνοεί τον κάθετο κοινωνικό διαχωρισμό. Σε αυτές βρίσκουμε τα μικρά και υποβαθμισμένα διαμερίσματα στο ημιυπόγειο και ισόγειο, σε αντίθεση με τα προνομιούχα και μεγάλα στους υψηλούς ορόφους. Στις πολυκατοικίες αυτής της περιόδου, σημαντικό ποσοστό των κατοίκων τους (40%) συγκεντρώνεται στις «ακραίες» θέσεις, εκ των οποίων 16% στο ισόγειο και χαμηλότερα (γράφημα 7).
Έκτοτε, με την αλλαγή του οικοδομικού κανονισμού, αλλάζει ριζικά η χρήση του υπογείου και ισογείου (αποθήκη, πιλοτή, εμπορικές χρήσεις) και, παράλληλα, περιορίζονται οι ποιοτικές διαφοροποιήσεις μεταξύ ορόφων από τον 1ο και πάνω. Συνεπώς, δεν ευνοούν τον κάθετο κοινωνικό διαχωρισμό όλες οι πολυκατοικίες της αντιπαροχής, αλλά μόνο εκείνες που κατασκευάστηκαν μέχρι το 1980. Ωστόσο, αυτές οι πολυκατοικίες που κατασκευάστηκαν κατά την περίοδο ακμής της αντιπαροχής εξακολουθούν να στεγάζουν το μεγαλύτερο τμήμα όσων ζουν σε πολυκατοικίες (75% στον Δήμο Αθηναίων).
Η συγκέντρωση πληθυσμού σε πολυκατοικίες που κατασκευάστηκαν μεταξύ 1946 και 1980 βοηθά σημαντικά να εντοπισθεί η χωροθέτηση του κάθετου κοινωνικού διαχωρισμού. Από τον χάρτη 2 προκύπτει ότι οι περιοχές συγκέντρωσης πολυκατοικιών εκείνης της περιόδου περιλαμβάνουν κυρίως γειτονιές του Δήμου Αθηναίων (Πατήσια, Αχαρνών, Κυψέλη, Γκύζη, Αμπελόκηποι, Παγκράτι, Εξάρχεια, Ιστορικό Κέντρο, Κολωνάκι, Ιλίσια, Νέος Κόσμος) και δευτερευόντως γειτονιές σε όμορους δήμους (Ζωγράφου, Καλλιθέα, Νέα Σμύρνη) και στο κέντρο του Πειραιά.
Με τα αναλυτικά δεδομένα τοης Απογραφής Πληθυσμού του 2011 (Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011) μας δόθηκε η δυνατότητα, όχι μόνο να πιστοποιήσουμε την παρουσία του κάθετου κοινωνικού διαχωρισμού στην Αθήνα, αλλά και να επιβεβαιώσουμε το γεγονός ότι αφορά σημαντικό ποσοστό των κατοίκων, ιδιαίτερα στο κέντρο της πόλης. Τα δεδομένα αυτά επέτρεψαν τη χαρτογράφηση σε πολύ αναλυτικό επίπεδο (ΜΟΧΑΠ [Μονάδες Χωρικής Ανάλυσης Πόλεων] που αποτελούν επανεπεξεργασμένη μορφή των Απογραφικών Τομέων της ΕΛΣΤΑΤ ώστε να έχουν όλες ανάλογο μέγεθος: ελάχιστο 900 και μ.ό. 1.250 κατοίκων).
Η χαρτογράφηση του κάθετου διαχωρισμού παρουσιάζει σημαντικές προκλήσεις. Σε αντίθεση με την κλασική μορφή του στεγαστικού διαχωρισμού (όπου αναδύεται η διαφορετική κοινωνική φυσιογνωμία οριζόντιων ενοτήτων, όπως δήμοι ή γειτονιές) ο κάθετος διαχωρισμός δεν έχει μέχρι τώρα αποτυπωθεί χαρτογραφικά. Η βασική πρόκληση στην προκειμένη περίπτωση είναι το πώς μπορεί να αποτυπηθεί ο διαχωρισμός όταν οι κοινωνικά ή εθνοτικά διαφορετικές ομάδες κατοικούν κυριολεκτικά η μία πάνω στην άλλη και όχι σε διαφορετικές γειτονιές. Εάν χρησιμοποιήσουμε τις πάγιες μεθόδους χαρτογράφησης του κοινωνικού διαχωρισμού, η κάθετη διαφοροποίηση δεν αναδεικνύεται και απομένει μόνο μια εικόνα περισσότερο ή λιγότερο έντονης κοινωνικής ή εθνοτικής ανάμιξης.
Με δεδομένη την πρόθεση να αναδείξουμε όσο το δυνατόν καθαρότερα το σχήμα του κάθετου κοινωνικού διαχωρισμού, επικεντρώσαμε στον πληθυσμό εκείνο που καταρχήν σχετίζεται με το φαινόμενο αυτό, δηλαδή στους κατοίκους των πολυκατοικιών που κατασκευάστηκαν μεταξύ 1946 και 1980. Πρόκειται για σημαντικό τμήμα του πληθυσμού, το οποίο φθάνει το 70% για τον Δήμο Αθηναίων. Επίσης, περιορίσαμε την έκταση της χαρτογράφησης στις ΜΟΧΑΠ όπου ο σχετικός πληθυσμός αριθμεί τουλάχιστον 150 άτομα και όπου εκείνοι που ζουν στις “ακραίες” θέσεις των κτηρίων (υπόγεια και ισόγεια, από την μία πλευρά, και 4ος όροφος και άνω, από την άλλη) αποτελούν τουλάχιστον το 15% του πληθυσμού. Με τον τρόπο αυτό επιλέχθηκαν 1.010 ΜΟΧΑΠ -από ένα σύνολο 3.000- στο σύνολο της μητροπολιτικής περιοχής. Από αυτές, οι 426 ανήκουν στο Δήμο Αθηναίων και οι υπόλοιπες σε όμορους κυρίως δήμους -όπως η Καλλιθέα-, σε ορισμένα προάστια που δομήθηκαν με ειδικό καθεστώς -όπως ο Χαλαργός και το Παλαιό Φάληρο- και στο δεύτερο μεγάλο κέντρο, τον Δήμο Πειραιώς.
Το βασικό ζήτημα ήταν η ανάδειξη των περιοχών κάθετου διαχωρισμού και η χαρτογραφική διαφοροποίησή τους από εκείνες όπου δεν υφίσταται. Βασική υπόθεση ήταν ότι μια περιοχή κάθετου διαχωρισμού πρέπει να εμφανίζει υπερεκπροσώπηση των υψηλότερων κοινωνικών κατηγοριών ή/και των κυρίαρχων εθνοτικών ομάδων στους υψηλότερους ορόφους και, ταυτόχρονα, υπερεκπροσώπηση των χαμηλότερων κατηγοριών και των αδύναμων ομάδων στα ισόγεια και τα υπόγεια.
Πρακτικά, και με στόχο να απλοποιηθεί η εικόνα, εντάξαμε τους ορόφους σε τρεις κατηγορίες (χαμηλοί = ισόγειο και υπόγειο, μεσαίοι = 1ος έως και 3ος όροφος, και υψηλοί = 4ος όροφος και άνω). Με ανάλογο τρόπο ομαδοποιήσαμε τις κοινωνικές κατηγορίες (υψηλές = διευθυντικά στελέχη και επαγγελματίες, μεσαίες = τεχνικοί, υπάλληλοι γραφείου και παροχής υπηρεσιών, και χαμηλές = ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι εργάτες). Παράλληλα, ορίσαμε δύο επίπεδα υπερεκπροσώπησης των κοινωνικών ή εθνοτικών κατηγοριών στους διάφορους ορόφους: έντονη υπερεκπροσώπηση όταν το ποσοστό της κατηγορίας είναι μεγαλύτερο από τον μ.ό. της στη μητροπολιτική περιοχή κατά τουλάχιστον μία τ.α. (τυπική απόκλιση) και απλή υπερεκπροσώπηση όταν υπερβαίνει την τιμή του μ.ό. έως μία τ.α.
Στον χάρτη του κάθετου κοινωνικού διαχωρισμού (χάρτης 3), οι περιοχές διαφοροποιούνται, καταρχάς, μεταξύ κοινωνικά ομοιογενών και κάθετα διαχωρισμένων. Οι πρώτες περιλαμβάνουν τις περιοχές όπου κάποια από τις τρεις βασικές κοινωνικές κατηγορίες υπερεκπροσωπείται -έντονα ή απλώς- σε όλους τους ορόφους. Οι δεύτερες περιλαμβάνουν όσες περιοχές εμφανίζουν υπερεκπροσώπηση των υψηλών κατηγοριών στους υψηλούς ορόφους και των χαμηλών στους χαμηλούς. Η έντονη υπερεκπροσώπηση αναδεικνύεται στο χάρτη με εντονότερο χρώμα, είτε πρόκειται για ομοιογενή, είτε για διαχωρισμένη περιοχή. Από τον χάρτη 3 προκύπτει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των 1.010 ΜΟΧΑΠ που συμπεριλάβαμε στην ανάλυση αφορά περιοχές κάθετου κοινωνικού διαχωρισμού και ότι το φαινόμενο παρουσιάζεται διαίτερα έντονο σε περιοχές όπως του Γκύζη, Εξάρχεια, Νεάπολη, Κυψέλη, Αμπελόκηποι, Ζωγράφου κ.λπ. Οι περιοχές κοινωνικής ομοιογένειας σε όλους τους ορόφους των πολυκατοικιών είναι λιγότερες, ιδιαίτερα όσον αφορά τις υψηλές κοινωνικές κατηγορίες και, ακόμη περισσότερο, τις μεσαίες. Ωστόσο, εμφανίζεται μια σημαντική και χωρικά συνεκτική συγκέντρωση για τις χαμηλές κατηγορίες στην ευρύτερη περιοχή γύρω από τους άξονες των λεωφόρων Πατησίων και Αχαρνών.
Ο χάρτης 4 παρουσιάζει την αντίστοιχη εικόνα του κάθετου εθνοτικού διαχωρισμού. Παρά τις διαφορές μεταξύ των δύο χαρτών, οι ομοιότητες είναι τόσες που δεν αφήνουν αμφιβολίες όσον αφορά την έντονη συσχέτιση μεταξύ κοινωνικής ανισότητας και εθνοτικής ιεράρχησης στους ορόδφους των πολυκατοικιών της πόλης, ιδιαίτερα στις κεντρικότερες περιοχές.
Η περίπτωση της πολυκατοικίας της αντιπαροχής στην Αθήνα εικονογραφεί τρόπους με τους οποίους το κτισμένο περιβάλλον μπορεί να διαμεσολαβεί τη διαμόρφωση της κοινωνικής γεωγραφίας της πόλης με διαδικασίες που συνήθως δεν είναι ούτε προσχεδιασμένες ούτε προβλέψιμες.
Ο κάθετος κοινωνικός διαχωρισμός δεν αποτελεί αποκλειστικό χαρακτηριστικό της Αθήνας. Εμφανίζεται τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα στο Παρίσι και σε ορισμένες άλλες πόλεις της ηπειρωτικής Ευρώπης με άλλη όμως λογική και αντίστροφη κοινωνική φορά: οι εύποροι στους κάτω ορόφους και οι φτωχότεροι στις στέγες. Τότε αφορούσε κτήρια χωρίς ανελκυστήρα, τα οποία στέγαζαν κυρίως μεσαία και υψηλά-μεσαία στρώματα. Τα ίχνη εκείνου του κάθετου διαχωρισμού έχουν πλέον σβήσει με τη σταδιακή αναβάθμιση των επάνω ορόφων (ριζικές ανακαινίσεις και συνενώσεις μικρών διαμερισμάτων, προσθήκη ανελκυστήρων) και την αλλαγή της κοινωνικής φυσιογνωμίας των ενοίκων τους μέσα από διαδικασίες εκτοπισμού των παλαιών κατοίκων («εξευγενισμός» / gentrification) ή σταδιακής εξάπλωσης των υψηλών-μεσαίων στρωμάτων (embourgeoisement) σε γειτονικές προς τις δικές τους περιοχές.
Η συγκεκριμένη μορφή του κάθετου διαχωρισμού στην Αθήνα και, κυρίως, το μεγάλο ειδικό του βάρος αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πόλης. Το χαρακτηριστικό αυτό διακρίνει την Αθήνα και από τις υπόλοιπες μεγάλες ελληνικές πόλεις (με εξαίρεση, ως ένα βαθμό τη Θεσσαλονίκη) κυρίως επειδή η αντιπαροχή αναπτύχθηκε σε αυτές με κάποια χρονική υστέρηση, με αποτέλεσμα το ποσοστό τους που κατασκευάστηκε πριν από το 1980 να είναι μικρότερο.
Οι αρνητικές πλευρές της αντιπαροχής, όσον αφορά την πολεοδομική οργάνωση της πόλης, είναι γνωστές και έχουν συζητηθεί διεξοδικά. Θετική της πλευρά αποτελεί το γεγονός ότι δημιούργησε περιοχές κοινωνικής συγκατοίκησης μέσω του κάθετου διαχωρισμού. Ωστόσο, όπως έδειξε και η συνέχεια, η κοινωνική και εθνοτική ανάμιξη δεν εγγυώνται από μόνες τους ούτε την αρμονική συγκατοίκηση, ούτε τη σύγκλιση των τρόπων ζωής μεταξύ των διαφορετικών ομάδων που ζουν στους ίδιους χώρους.
Το μεγάλο απόθεμα κατοικιών που δημιούργησε η αντιπαροχή βρίσκεται σε περιοχές της πόλης όπου τα κοινωνικά προβλήματα είναι πολλά και έχουν επιδεινωθεί ιδιαίτερα στα χρόνια της κρίσης. Στις περιοχές αυτές εμφανίζεται σημαντικό ποσοστό κενών διαμερισμάτων και επαγγελματικών χώρων λόγω περιορισμένης ζήτησης, έλλειψη συντήρησης του κτηριακού αποθέματος, ενώ υπάρχουν ομάδες με σημαντικές ανάγκες (άνεργοι, μετανάστες, ηλικιωμένοι …) με αποτέλεσμα να αυξάνεται η πίεση στην αγορά κατοικίας τόσο για τους ενοικιαστές όσο και για τους μικροϊδιοκτήτες. Μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, που επιδείνωσε σημαντικά η φορολόγηση της κατοχής μικρο-ιδιοκτησίας, οι περιοχές αυτές αποτελούν ενδεχομένως ένα προνομιακό πεδίο για την ανάπτυξη πολιτικών κοινωνικής κατοικίας και την ενδυνάμωση των σχέσεων αλληλοβοήθειας μεταξύ των τοπικών ομάδων.
Μαλούτας, Θ., Σπυρέλλης, Σ. (2015) Η πολυκατοικία της αντιπαροχής και ο κάθετος κοινωνικός διαχωρισμός, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κάθετος-διαχωρισμός/ , DOI: 10.17902/20971.14
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9