Ο διαχωρισμός στα σχολεία, αφορά την άνιση κατανομή συγκεκριμένων κοινωνικών ή εθνικών / μειονοτικών ομάδων στις σχολικές μονάδες, σε σχέση με τον ντόπιο πληθυσμό σε μια συγκεκριμένη περιοχή (Massey and Denton, 1993, 283). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα συγκεκριμένες ομάδες να συγκεντρώνονται σε ορισμένα σχολεία και ταυτόχρονα να υποεκπροσωπούνται σε άλλα. Ο στεγαστικός διαχωρισμός καθώς και ο σχολικός διαχωρισμός αφορούν την ανάλυση δύο διαφορετικών πεδίων: τον αστικό χώρο και τη σχολική εκπαίδευση. Παρόλα αυτά, συνδέονται μεταξύ τους μέσα από την άνιση κατανομή της σχολικής εκπαίδευσης στον αστικό χώρο και την άνιση επίσης χωρική κατανομή των κοινωνικών ομάδων που καθορίζει την κοινωνική σύνθεση των σχολείων, όταν η άντληση των μαθητών γίνεται από την περιοχή κατοικίας. Ο σχολικός διαχωρισμός αντανακλά τοπικές ή εθνικές κοινωνικές διαφοροποιήσεις που μπορεί να συμβάλλουν στην παραγωγή μεγαλύτερης χωρικής και κοινωνικής ανισότητας, δημιουργώντας κοινωνικά και χωρικά όρια, όχι μόνο μεταξύ των σχολείων αλλά και μεταξύ περιοχών, περιθωριοποιώντας συνήθως τις κοινωνικά ευάλωτες ομάδες.
Επομένως, είναι σημαντική η διερεύνηση του ρόλου και των επιλογών στη σχολική εκπαίδευση, ως μηχανισμός «κλειδί» στην παραγωγή νέων μορφών διαχωρισμού και κατακερματισμού του αστικού χώρου. Οι υψηλότερες και μεσαίες κοινωνικές τάξεις υιοθετούν πολλές φορές στρατηγικές απόστασης ή εγγύτητας με άλλες κοινωνικές ομάδες, προκειμένου να ελέγξουν και να επιλέξουν τη φύση και την ένταση των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Αυτές οι στρατηγικές της «αποχώρησης», «κυριαρχίας» ή «μερικής εξόδου» (Atkinson 2006, Andreotti κ.ά., 2013) επιδρούν στη συνύπαρξη ή στο διαχωρισμό από άλλες κοινωνικές ομάδες και επίσης εντείνουν την εκπαιδευτική επιλεκτικότητα στο σχολικό σύστημα. Η θετική επίδραση της γειτονιάς και η κοινωνικοποίηση των παιδιών «μεταξύ ομοίων» αποτελεί βασικό παράγοντα προσέλκυσης των γονέων των μεσαίων, κυρίως, στρωμάτων σε σχολικά περιβάλλοντα με υψηλές επιδόσεις.
Η εκπαίδευση παίζει σημαντικό ρόλο στην κοινωνική κινητικότητα και επιδρά στη διατήρηση του κοινωνικού επιπέδου και την εξασφάλιση καλύτερης κοινωνικο-επαγγελματικής θέσης. Αναλύοντας τις εκπαιδευτικές στρατηγικές των μεσαίων στρωμάτων, μας ενδιαφέρει να διερευνήσουμε αν οι κοινωνικές και χωρικές διαφοροποιήσεις, μέσα από την επιλογή σχολείου αναπαράγονται στην εκπαίδευση και κατά πόσο το σχολικό σύστημα είναι επιλεκτικό σε βάρος των μειονεκτουσών κοινωνικών ομάδων. Στην Ελλάδα, η χωρική κατανομή των μαθητών στα σχολεία ακολουθεί κατά κανόνα τον τόπο κατοικίας και επομένως, το σύστημα των σχολικών περιοχών αντανακλά και αναπαράγει τις τοπικές κοινωνικές διαφοροποιήσεις (Μαλούτας, 2006). Ο Δήμος Αχαρνών, όπου πραγματοποιήθηκε η παρούσα έρευνα, χαρακτηρίζεται από ανομοιογένεια και αυξημένη παρουσία εθνικών και πολιτισμικών ομάδων (παλιννοστούντες, μετανάστες, Ρομά -Χάρτης 1) γεγονός που βοηθάει στην εξήγηση των διαφορετικών εκπαιδευτικών στρατηγικών των κοινωνικών στρωμάτων, καθώς και των διαφορετικών εκπαιδευτικών επιδόσεων των σχολείων. Επίσης, θα πρέπει να τονιστεί ότι η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο Δήμο Αχαρνών (Μενίδι), ο οποίος βρίσκεται στη Βόρειο-Δυτική πλευρά του Νομού Αττικής και ανήκει διοικητικά στην Νομαρχία Ανατολικής Αττικής. Παρόλα αυτά, παρουσιάζει κοινά οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά με τους γειτονικούς Δήμους της Δυτικής Αττικής (Άνω Λιόσια, Ζεφύρι, Καματερό, Ίλιον, Ασπρόπυργος) . Στο κείμενο αυτό τα μεσαία στρώματα προσδιορίζονται σύμφωνα με το βεμπεριανό μοντέλο κατηγοριοποίησης “ευρωπαϊκές κοινωνικο-οικονομικές τάξεις” (ESeC) (Maloutas, 2007) και αναφέρονται ως υψηλά και μεσαία στρώματα.
Πηγή: Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Η συγκεκριμένη έρευνα περιλάμβανε συνεντεύξεις σε βάθος, με ημιδομημένο ερωτηματολόγιο και δειγματοληπτική ανάλυση των μητρώων των μαθητών τεσσάρων Γυμνασίων στο Δήμο Αχαρνών. Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από τα μητρώα 1094 μαθητών (Α΄και Β΄ τάξης Γυμνασίου), ενώ έγιναν 55 συνεντεύξεις με γονείς, καθηγητές και φορείς της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Χρησιμοποιήθηκαν, επίσης, στοιχεία από τα απογραφικά δεδομένα του 1991-2001 (βάση δεδομένων Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΛΣΤΑΤ-ΕΚΚΕ, 2015). Το κοινωνικό προφίλ των νοικοκυριών προσδιορίστηκε με βάση το επάγγελμα (Χάρτες 2, 3, 4).
Πηγή:Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Πηγή:Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Πηγή:Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Η έρευνα έδειξε ότι υπάρχουν διαφορετικές κατηγορίες γονέων οι οποίοι, επιλέγουν την παραμονή των παιδιών τους στο τοπικό σχολείο ή την αποχώρηση για άλλο σχολείο (δημόσιο ή ιδιωτικό):
Ποιοι είναι όμως οι παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή σχολείου από τους γονείς των μεσαίων στρωμάτων; Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας:
Η φήμη του σχολείου είναι ιδιαίτερα σημαντική όσον αφορά την προσέλκυση μαθητών από υψηλότερα και μεσαία στρώματα. Η προσέλκυση τέτοιων μαθητών διατηρεί το «καλό» επίπεδο του σχολείου, την «καλή» εικόνα και ενισχύει την επιλογή του από τις τοπικές ελίτ. Τα σχολεία προκειμένου να προσελκύσουν μαθητές από τα υψηλότερα και μεσαία στρώματα, υιοθετούν στρατηγικές ακαδημαϊκής επιλεκτικότητας, όπως οι καλοί βαθμοί καθώς και ελαστικά διοικητικά μέτρα για μετεγγραφές σε άλλα σχολεία. Επίσης, χρησιμοποιούν τακτικές όπως την αποβολή ή διαγραφή μαθητών με προβλήματα συμπεριφοράς, την έμμεση παρέμβαση στους γονείς προβληματικών μαθητών για μετεγγραφή τους σε άλλο σχολείο, κ.λπ. που αφορούν συνήθως παιδιά που προέρχονται από μειονεκτούσες ομάδες (χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, μετανάστες, τσιγγάνους ή και πρόσφατα πολιτογραφημένους ομογενείς).
Η ταξική διαφοροποίηση είναι πρωταρχική στην ανάπτυξη διαχωριστικών τάσεων, ενώ η παρουσία μειονοτικών ομάδων με διαφορετική εθνοτική καταγωγή και η απουσία εκπαιδευτικών πολιτικών επιδρά αυξητικά στον κοινωνικό διαχωρισμό. Σε περιοχές κοντά σε οικισμούς Ρομά, οι γονείς των μεσαίων στρωμάτων θεωρούν αρνητική την παρουσία των μαθητών Ρομά στο σχολείο και επιθυμούν συνήθως τον διαχωρισμό. Επιπλεόν, διαπιστώθηκε ότι οι γονείς αυτοί θεωρούν ως αρνητική παρουσία στο σχολείο και την ύπαρξη μαθητών από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, όπου συχνά εντάσσουν και τις οικογένειες των μεταναστών. Θεωρούν ότι οι μαθητές αυτοί υποβαθμίζουν το επίπεδο του σχολείου, αποτελούν «κακά παραδείγματα» για τα δικά τους παιδιά και δημιουργούν προβλήματα στο σχολείο.
Η χωροθέτηση ορισμένων σχολείων κυρίως περικεντρικά του Δήμου Αχαρνών και η παρουσίασή τους ως χώρων παθογένειας καθώς και ο στιγματισμός παιδιών που διαφοροποιούνται λόγω εθνοπολιτισμικών και κοινωνικο-οικονομικών διαφορών, αποτελούν παράγοντες που επιτείνουν την πόλωση μεταξύ σχολείων και αυξάνουν τον διαχωρισμό στον τοπικό χώρο. Παράλληλα, η κακή εικόνα της γειτονιάς, επιδρά στη ζωή των παιδιών και τα εμποδίζει να νιώσουν ικανά να προχωρήσουν εκπαιδευτικά. Η αδυναμία για κοινωνική και χωρική κινητικότητα αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό των κοινωνικά αποκλεισμένων γειτονιών.
Προκειμένου να εντοπίσουμε τα παιδιά που εγκαταλείπουν την εκπαίδευση, χρησιμοποιήσαμε και πάλι την εφαρμογή «Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011» (ΕΛΣΤΑΤ/ΕΚΚΕ). Ξεχωρίσαμε τις ηλικίες 10-13 ετών και αναζητήσαμε την κύρια ασχολία, στο πλαίσιο της οποίας εμφανίζεται και η μαθητική ιδιότητα. Διαπιστώσαμε ότι υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός παιδιών αυτής της ηλικίας που δεν εμφανίζουν την μαθητική ιδιότητα, δηλαδή δεν πηγαίνουν σχολείο. Ορισμένες από τις περιοχές στις οποίες το σχετικό ποσοστό είναι μεγάλο, ταυτίζονται με τις περιοχές των τσιγγάνων, όπως στους Δήμους Ασπροπύργου, Άνω Λιοσίων και Αχαρνών. Αυτή η ομάδα πληθυσμού περιθωριοποιείται, ενώ έχει σαφή κοινωνικά χαρακτηριστικά και χωρικά όρια. Είναι συγκεντρωμένη σε υποβαθμισμένες γειτονιές όπου υπάρχει έντονη παρουσία μειονεκτουσών κοινωνικών ομάδων (Χάρτης 5)[3]. Το ποσοστό εγκατάλειψης του σχολείου είναι υψηλό στα παιδιά των Ρομά, ενώ οι δυσκολίες ξεκινούν από την πρωτοβάθμια και συνεχίζονται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με υψηλό ποσοστό εγκατάλειψης από την πρώτη τάξη του Γυμνασίου.
Πηγή: Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Οι γονείς θεωρούν ότι τα παιδιά με εθνοπολιτισμικές διαφορές πρέπει να έχουν ίση μεταχείριση. Παρόλα αυτά, θεωρούν επίσης ότι η παρουσία τους γίνεται απειλή για την πνευματική πρόοδο και την ακαδημαϊκή επίδοση των άλλων παιδιών. Θεωρούν ότι οι δάσκαλοι θα προσαρμόσουν το πρόγραμμα της διδασκαλίας τους, τις μεθόδους και την αξιολόγηση στο επίπεδό τους και ότι θα δώσουν μεγαλύτερη προσοχή σε αυτά. Η εικόνα ορισμένων σχολείων ως χώρων κοινωνικής παθογένειας ενισχύεται από την απόφαση κάποιων γονέων να τα αποφύγουν, γεγονός που επιτείνει την πόλωση και το διαχωρισμό τόσο στα σχολεία όσο στην περιοχή όπου αυτά εντάσσονται. Η αδυναμία για κοινωνική κινητικότητα στις περιοχές αυτές σε συνδυασμό με την έλλειψη εκπαιδευτικής φροντίδας, δημιουργεί συνθήκες υποβάθμισης και γειτονιές αποκλεισμού. Οι γειτονιές αυτές συγκεντρώνουν συνήθως χαμηλότερα εργατικά στρώματα και εθνοτικές και μειονοτικές ομάδες, οι οποίες ωστόσο αναπτύσσουν έντονο το αίσθημα της κοινότητας και βασίζονται σε ενεργά κοινωνικά δίκτυα.
Ως βασικό ερώτημα τέθηκε το ζήτημα αν οι νέες διαχωριστικές τάσεις των μεσαίων στρωμάτων οδηγούν σε μεγαλύτερη κοινωνική πόλωση και στεγαστικό διαχωρισμό, δηλαδή συγκέντρωση υψηλότερων κοινωνικών στρωμάτων σε συγκεκριμένες περιοχές και ταυτόχρονα δημιουργία θυλάκων φτώχειας σε άλλες περιοχές. Ο ρόλος των μεσαίων στρωμάτων στην κοινωνική ανάμειξη στις μεικτές γειτονιές είναι σημαντικός, όσον αφορά την αλληλεπίδραση με τις άλλες κοινωνικές ομάδες. Σημαντική παράμετρος είναι η γειτονιά, ο τρόπος σχηματισμού και η ανάπτυξή της.
Η αποκοπή από την τοπική κοινωνία ή τη γειτονιά δεν πραγματοποιείται μέσα από την αύξηση των τιμών των ακινήτων, που θα απέκλειε την πρόσβαση σε οικονομικά ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες, αλλά μέσα από την οικειοποίηση και κοινωνική ομογενοποίηση των τοπικών δημόσιων σχολείων. Μάλιστα, οι εκπαιδευτικές στρατηγικές κοινωνικής αποκοπής γίνονται περισσότερο έκδηλες λόγω της υποχρεωτικής επιλογής του τοπικού σχολείου μέσω του συστήματος των σχολικών περιοχών. με αυτόν τον τρόπο, η αύξηση της κοινωνικής απόστασης μεταξύ σχολείων αυξάνει την πιθανότητα δημιουργίας «θυλάκων» κοινωνικής υποβάθμισης. Παρόλα αυτά, η έρευνα έδειξε ότι παρά τη διαφοροποίηση στις στρατηγικές των γονέων σε σχέση με την επιλογή σχολελιου, ο σχολικός διαχωρισμός δεν οδηγεί υποχρεωτικά και σε στεγαστικό διαχωρισμό, εφόσον δεν συνδυάζεται με στεγαστική κινητικότητα, δηλαδή με μεταστέγαση στην περιοχή του σχλείου που τελικώς επιλέγεται, αλλά κυρίως εντείνει τις κοινωνικές αποστάσεις στο τοπικό επίπεδο και την εκπαιδευτική ανισότητα.
Στην περιοχή μελέτης δεν παρατηρήθηκε κάποια τάση μεταστέγασης των μεσοστρωματικών νοικοκυριών με παιδιά σχολικής ηλίκίας σε περιοχές κοντά σε σχολεία της επιλογής τους. Αντίθετα, παρατηρήθηκε απόσυρση από τα δημόσια σχολεία της γειτονιάς τους ή οικειοποίηση του δημόσιου σχολείου με στρατηγικές που στοχεύουν στο διαχωρισμό από άλλες κοινωνικές ομάδες.
Το εκπαιδευτικό σύστημα, ως θεσμική λειτουργία, δεν μένει αμέτοχο σε αυτήές τις διαδικασίες. Αντίθετα, ενισχύει την ακαδημαϊκή επιλεκτικότητα υιοθετώντας στρατηγικές διαχωρισμού και επιλογής του μαθητικού πληθυσμού. Η επιλεκτική αυτή χρήση των δομών/θεσμών, δημόσιου χώρου και η διαχείριση των επαφών μέσω των κοινωνικών δικτύων, ενισχύει τα νοικοκυριά των μεσαίων τάξεων που κρατούν σε απόσταση από την καθημερινή τους ζωή τις «προβληματικές» κοινωνικές ομάδες και τα κοινωνικά περιβάλλοντα που θεωρούν ότι αποτελούν κακή επιρροή. Αυτή η αποσύνδεση από τον κοινωνικό ιστό, μερικώς τονίζεται και ενισχύεται δομικά μέσα από την αλλαγή των ορίων των σχολικών περιοχών, όπως παρατηρήθηκε στην περιοχή μελέτης.
Τα σχολεία δεν μπορούν να διαχωριστούν από την κοινότητα και την ενσωμάτωση των αδύναμων κοινωνικών ομάδων. Χωρίς τη συνεργασία σχολείων και κοινότητας, οι κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές για τους αδύναμους κατοίκους δεν μπορούν να έχουν επιτυχία και επομένως είναι σημαντικό να υπάρξει διαμεσολάβηση μεταξύ κοινότητας και σχολείου.
Σύμφωνα με την έρευνα διαπιστώθηκε ότι οι Ρομά υφίστανται τη μεγαλύτερη διάκριση και διαχωρισμό στην εκπαίδευση σε σχέση με άλλες εθνοτικές ομάδες ή μειονότητες. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που επιδρούν στην ενσωμάτωσή τους στο εκπαιδευτικό σύστημα και αυτοί σχετίζονται λιγότερο με πολιτισμικές διαφορές και περισσότερο με τη διαρκή κοινωνική τους περιθωριοποίηση.
[1] ΜΟΧΑΠ: Μονάδες χωρικής ανάλυσης πόλεων. Αντιστοιχούν στο επίπεδο των Απογραφικών Τομέων (ΑΤ) της ΕΛΣΤΑΤ με τη διαφορά ότι στους ΜΟΧΑΠ έχουν ενοποιηθεί οι μικροί ΑΤ ώστε να μην υπάρχει χωρική μονάδα με πληθυσμό μικρότερο των 900 κατοίκων. Οι συνενώσεις αυτές έγιναν ώστε να αποφευχθούν ζητήματα εμπιστευτικότητας. Η Αττική χωρίζεται σε 3.000 ΜΟΧΑΠ με μέσο πληθυσμό 1.250 ατόμων.
Βέργου, Π. (2017) Κοινωνικός διαχωρισμός, εκπαίδευση και πόλη: Εκπαιδευτικές στρατηγικές των μεσαίων στρωμάτων στη Δυτική Αττική, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/διαχωρισμός-εκπαίδευση-και-πόλη/ , DOI: 10.17902/20971.74
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η σταδιακή διαμόρφωση των μεγάλων αστικών κέντρων θεωρήθηκε εμπόδιο στην ανάπτυξη της θρησκευτικής πίστης με αποτέλεσμα να χαρακτηριστούν ως τόποι όπου κυριαρχούσε η απιστία, αλλά και ως θρησκευτικές έρημοι (MacLeod 2005, 7-8). Παρά την εκκοσμίκευση που έλαβε χώρα στις δυτικές (μητρο-) πόλεις, και παρά ή ίσως εξ αιτίας της παγκοσμιοποίησης, η θρησκεία κατάφερε να διατηρήσει την παρουσία της στον δημόσιο χώρο, αν και αποδυναμωμένη ως προς την πολιτική ισχύ της. Μπορεί ο Χριστιανισμός, αφού αναφερόμαστε στη Δύση, να απώλεσε τον κυρίαρχο χαρακτήρα του, αναδύθηκαν, όμως, άλλες θρησκείες και νέα θρησκευτικά κινήματα, ιδίως από τη δεκαετία του 1960 και εξής, που μετέβαλαν τον θρησκευτικό χαρακτήρα των δυτικών πόλεων με συνέπεια σήμερα δύσκολα να εντοπίζει κανείς δυτικές κοινωνίες, όπου μία μόνο θρησκεία να κυριαρχεί στον δημόσιο χώρο [1]. Ανεξαρτήτως αν μιλάμε για κοσμικές ή μετα-κοσμικές (Beaumont & Baker 2011) πόλεις, η θρησκεία διατηρήθηκε στον δημόσιο χώρο ακόμα και υπό «κεκρυμμένες μορφές» (π.χ. οι άτυποι χώροι προσευχής των Μουσουλμάνων στην Αθήνα) (Sakellariou 2011). Με αφορμή τη δυναμική άφιξη και παρουσία του Ισλάμ στη Δύση, αναζωπυρώθηκε η συζήτηση περί επιστροφής ή νέας ορατότητας της θρησκείας (Hjelm 2015), αλλά και περί της θέσης της στον δημόσιο χώρο με κύριο διακύβευμα την ανέγερση τζαμιών, τα οποία προκάλεσαν πολλές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις (Allievi 2009), όπως άλλωστε συνέβη και στην Αθήνα. Η θρησκεία πλέον και λόγω της έντονης μετανάστευσης θεωρείται ότι βρίσκεται σε κίνηση (Oosterbaan 2014, 593) και αλλάζει και η ίδια με συνέπεια να επανέρχεται στον δημόσιο χώρο με ποικίλους τρόπους, βγαίνοντας συχνά από τις εκκλησίες και τους ναούς (Becci, Burchardt, Casanova 2013, 8) (π.χ. η διανομή βιβλίων και φυλλαδίων από τους Μορμόνους και τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στο κέντρο της Αθήνας ή οι προσευχές των Μουσουλμάνων σε ανοιχτούς χώρους-εικόνα 1). Πηγή: Α.Σακελλαρίου Η Αθήνα, ως ευρωπαϊκή μητρόπολη, διακρίνεται για την πολυθρησκευτικότητά της, ακόμα και αν αυτή δεν είναι ιδιαίτερα εμφανής. Σκοπός αυτού του λήμματος είναι να παρουσιάσει μέσω των διαθέσιμων δεδομένων – παρά την έλλειψη ποσοτικών στοιχείων – αυτή τη θρησκευτική διαφορετικότητα, η οποία δεν είναι κάτι το καινοφανές, καθώς ποικίλες θρησκευτικές κοινότητες (π.χ. Διαμαρτυρόμενοι, Εβραίοι, Καθολικοί, Μουσουλμάνοι) υπήρχαν ιστορικά εδώ και αιώνες στην ελληνική πρωτεύουσα παρά την κυριαρχία του Ορθοδόξου στοιχείου. Ακόμα και εκείνος που δεν γνωρίζει την ελληνική πραγματικότητα αντιλαμβάνεται εύκολα ότι ο αστικός χώρος της Αθήνας κυριαρχείται από εκκλησίες, μεγαλύτερες ή μικρότερες, του Ορθόδοξου δόγματος (χάρτης 2). Το Ορθόδοξο στοιχείο σε όλες τις εκφάνσεις του (ελληνική, ρωσική, αρμένικη) (εικόνες 2, 3, 4) βρίσκεται ενσωματωμένο στον αστικό ιστό με πολλαπλούς τρόπους και αποτελεί την κυρίαρχη θρησκευτική μορφή, ορατή στον οποιονδήποτε.Εικόνα 1: Δημόσια προσευχή Μουσουλμάνων, Κάτω Πατήσια, 2013
Χάρτης 1: Χωροθέτηση ναών διαφορετικών δογμάτων και θρησκειών στο κέντρο της Αθήνας
Η Ορθόδοξη κυριαρχία
Χάρτης 2: Χωροθέτηση ναών στον δήμο Αθηνάιων
Εικόνες 2, 3 και 4: Η Μητρόπολη της Αθήνας, Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και η Ορθόδοξη Αρμένικη Εκκλησία στον Ν.Κόσμο
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Σύμφωνα με την Αρχιεπισκοπή Αθηνών στην περιοχή της Αθήνας υπάρχουν 145 ενορίες μοιρασμένες σε 21 περιφέρειες (χάρτες 3 & 4) οι οποίες αποτυπώνονται αναλυτικά με στοιχεία επικοινωνίας και σήμανση σε χάρτη [2]. Εκτός από τους ενοριακούς ναούς, μικρότερα εκκλησάκια, όπως για παράδειγμα της Αγίας Δύναμης κάτω από το πρώην Υπουργείο Παιδείας στην οδό Μητροπόλεως, είναι διάσπαρτα σε πολλά σημεία της πόλης. Στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών ανήκουν και επτά μονές και Ιερά Ησυχαστήρια ορισμένα από τα οποία βρίσκονται εντός των ορίων του Δήμου της Αθήνας, κατασκευάζοντας κατ’ αυτον τον τρόπο μία μορφή εγκόσμιου ασκητισμού. Πρόκειται για γεγονός αρκετά ενδιαφέρον αν αναλογιστεί κανείς ότι η λογική των μονών και των ησυχαστηρίων ήταν να βρίσκονται εκτός των μεγάλων πόλεων.
Μέσα στον αστικό ιστό της Αθήνας πολλές εκκλησίες ιστορικού χαρακτήρα της Βυζαντινής ή της Οθωμανικής περίοδου βρίσκονται ενταγμένες ανάμεσα σε πολύβοους και εμπορικούς δρόμους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Καπνικαρέα ή όπως είναι το επίσημο όνομά της, «Τα εισόδια της Θεοτόκου», μία εκκλησία με παλαιοχριστιανικούς κίονες, η αρχική κατασκευή της οποίας αναφέρεται στον 11ο αιώνα (πάνω σε προηγούμενη εκκλησία του 5ου αιώνα) [3]. Η εν λόγω εκκλησία δύο τουλάχιστον φορές κινδύνεψε να κατεδαφιστεί (1834, 1863), αλλά τελικά διατήρησε τη θέση της στον αστικό ιστό της πόλης, καθιστάμενη πλέον χαρακτηριστικό σημείο συνάντησης και αναφοράς επί της εμπορικής οδού Ερμού (εικόνα 5). Αντίστοιχης χρονικής περιόδου (11ος αιώνας) και ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής σημασίας είναι και η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων στην πλατεία Κλαυθμώνος, η οποία με βάση μεταγενέστερες ανασκαφές φαίνεται να έχει χτιστεί πάνω σε τάφους της ρωμαϊκής περιόδου (εικόνα 6).
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Σε πολλές περιπτώσεις χριστιανικοί ναοί έχουν οικοδομηθεί πάνω στα ερείπια αρχαίων ναών και ιερών, κάτι που συνιστά θεμελιώδη πρακτική όλων των θρησκειών όταν αρχίζουν να επικρατούν σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Η επικράτηση αυτή αποτυπώνεται σαφώς και στον δημόσιο χώρο, όπου η οποιαδήποτε νέα θρησκεία σβήνει σταδιακά τα ίχνη των προηγούμενων. Άλλωστε η αντιπαράθεση ή και η βίαιη σύγκρουση για ιερούς χώρους σε κοινές τοποθεσίες διαπιστώνεται σε πολλές περιπτώσεις ανά τον κόσμο (Kong and Woods 2016, 20-24). Ένα παράδειγμα στην Αθήνα αποτελεί ο μικρός ναός του Αγίου Ιωάννη στην Κολόνα ή της Κολόνας ο οποίος βρίσκεται στην Ομόνοια, στην οδό Ευρυπίδου και είναι χτισμένος πάνω σε ιερό του Ασκληπιού. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του ναού είναι ο κίονας Κορινθιακού ρυθμού που εξέχει από τη στέγη του (εικόνα 7).
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Η παρουσία της Καθολικής Εκκλησίας στην Αθήνα ανάγεται στην εποχή της τέταρτης σταυροφορίας και η ίδρυση αντίστοιχης Αρχιεπισκοπής στο 1205, αν και υποστηρίζεται ότι καθολικές κοινότητες υπήρχαν ήδη από τον 9ο αιώνα. Μετά την Ορθόδοξη, αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη χριστιανική κοινότητα στην Αθήνα. Επίσημα στατιστικά στοιχεία για τον αριθμό των Καθολικών δεν υπάρχουν, παρά μόνο ανεπίσημοι υπολογισμοί σύμφωνα με τους οποίους οι Έλληνες Καθολικοί είναι περίπου 50.000, αν και από τη δεκαετία του 1990 και μετά, ο συνολικός τους αριθμός αυξήθηκε λόγω της έλευσης πολλών μεταναστών (κυρίως από την Πολωνία και τις Φιλιππίνες) με αποτέλεσμα σήμερα να υπολογίζονται στις 250.000 περίπου [4]. Η πλειονότητά τους ζει στην Αθήνα και στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής, αν και παραδοσιακά κοινότητες Ελλήνων Καθολικών υπάρχουν στα Επτάνησα και στις Κυκλάδες.
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Σήμερα στον Δήμο Αθηναίων υπάρχουν έξι Καθολικοί ενοριακοί ναοί και παρεκκλήσια ενώ ο Καθεδρικός ναός των Καθολικών είναι ο Άγιος Διονύσιος στην οδό Πανεπστημίου, οικοδομημένος το 1865 (εικόνα 8). Κάθε Κυριακή, αλλά και στις μεγάλες γιορτές ο ναός γεμίζει με πολλούς Καθολικούς από διάφορες χώρες, χαρακτηριστικό της μεταβολής της πληθυσμιακής σύνθεσης της κοινότητας τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Όπως και η Ορθόδοξη Εκκλησία, έτσι και η Καθολική διατηρεί ιερές μονές, συγκεκριμένα εννέα, στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και αρκετές άλλες στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής (Πειραιάς, Ψυχικό, Κηφισιά, κ.α.). Ιδιαίτερη είναι η παρουσία των Καθολικών στον δημόσιο χώρο με τα δικά τους ιδρύματα, πνευματικά κέντρα και σχολεία, όπως οι Ουρσουλίνες και η Λεόντειος. Αξίζει να αναφερθεί επίσης η παρουσία των λεγόμενων Ελληνόρυθμων ή Ουνιτών, όπως ονομάστηκαν, οι οποίοι διατηρούν πλήρη κοινωνία με το Βατικανό, ακολουθούν τα δόγματα της Καθολικής, αλλά διατηρούν τις παραδόσεις και το εορτολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η κοινότητα έλκει την καταγωγή της από την ένωση των δύο Εκκλησιών μετά τη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1439) και ο καθεδρικός της ναός βρίσκεται στην οδό Αχαρνών.
Μία από τις λιγότερο γνωστές θρησκευτικές κοινότητες στην Αθήνα, αλλά και στην Ελλάδα γενικότερα, είναι εκείνη των Ελλήνων Ευαγγελικών ή Διαμαρτυρόμενων. Η ευρύτερη Προτεσταντική παρουσία στην Αθήνα και στην Ελλάδα άρχισε λίγο μετά την επανάσταση του 1821 με τις πρώτες ιεραποστολές που στέλνονταν ως επί το πλείστον από την Αμερική, προς την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Η επίσημη, όμως, έναρξη της παρουσίας των Ελλήνων Ευαγγελικών γίνεται το 1858 με τον Μιχαήλ Καλοποθάκη, ο οποίος εκδίδει το περιοδικό «Αστήρ της Ανατολής». Η πρώτη Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία οικοδομήθηκε το 1871 και εξακολουθεί να λειτουργεί στο ίδιο σημείο, στην οδό Αμαλίας, απέναντι από την Πύλη του Αδριανού (Κυριακάκης 1985). Την εποχή της αρχικής οικοδόμησης θεωρείτο ότι βρίσκεται στα όρια της Αθήνας, καθώς η πόλη δεν είχε ακόμη επεκταθεί (εικόνα 9).
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Οι Έλληνες διαμαρτυρόμενοι δεν είναι πολλοί σε αριθμό και αν συνυπολογιστούν όλες οι ομολογίες και τα δόγματα (Βαπτιστές, Πεντηκοστιανοί, κ.ά.) υπολογίζονται συνολικά στις περίπου 25.000, με τον μεγαλύτερο αριθμό να διαβιεί στην Αθήνα. Αύξηση γνώρισε ο αριθμός των Ελλήνων Ευαγγελικών με την άφιξη πολλών προσφύγων το 1922 από τη Μικρά Ασία, όπου υπήρχαν αρκετές Ευαγγελικές κοινότητες. Λόγω αυτής της άφιξης και της συνεπαγόμενης αύξησης του αριθμού τους οικοδομήθηκαν δύο ακόμα εκκλησίες, η δεύτερη και η τρίτη Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία, όχι σε μακρινή απόσταση από την πρώτη. Η δεύτερη βρίσκεται στο Κουκάκι (εικόνα 10), στην οδό Ζίννη και η τρίτη στην οδό Χελντράιχ, στον Νέο Κόσμο. Επίσης, στην περιοχή της Αθήνας και των όμορων δήμων λειτουργούν και παραρτήματα της πρώτης Εκκλησίας, για παράδειγμα στην περιοχή των Εξαρχείων και στη Γλυφάδα, αλλά και αυτόνομες εκκλησίες, όπως στον Πειραιά.
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Στον αστικό χώρο της Αθήνας και ειδικότερα στο κέντρο της, εκτός των Ελληνικών Ευαγγελικών Εκκλησιών, υπάρχουν και δύο ξένες προτεσταντικές εκκλησίες. Η Αγγλικανική Εκκλησία (εικόνα 11) στην οδό Φιλελλήνων που οικοδομήθηκε μεταξύ 1838 και 1843 σε σχέδια του Έλληνα αρχιτέκτονα Κλεάνθη και εκτέλεση του Δανού αρχιτέκτονα Χάνσεν και η Γερμανική εκκλησία στην οδό Σίνα, πολύ πιο μοντέρνου ρυθμού η οποία ξεκίνησε να οικοδομείται το 1931 και εγκαινιάστηκε το 1934 (εικόνα 12).
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Η εβραϊκή κοινότητα της Αθήνας είναι από τις παλαιότερες και ιστορικότερες της πόλης, με τις πρώτες αναφορές να εντοπίζονται ήδη στους αρχαίους χρόνους και ειδικότερα στον 1ο π.Χ. αιώνα. Οι νεότερες αναφορές αρχίζουν να εντοπίζονται στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ πολλοί Εβραίοι διωγμένοι από την Ισπανία έφτασαν στην Αθήνα μετά το 1492. Αν και κατά τα χρόνια της επανάστασης του 1821 η εβραϊκή κοινότητα της Αθήνας διαλύθηκε, άρχισε να ανασυντίθεται ύστερα από τη θεμελίωση του ελληνικού κράτους και αναγνωρίστηκε το 1889. Η εβραϊκή παρουσία στην Αθήνα αυξήθηκε σημαντικά μετά τους Βαλκανικούς πολέμους με την άφιξη πολλών Εβραίων από τη Μ. Ασία, αλλά και από τη Θεσσαλονίκη. Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο η κοινότητα της Αθήνας κατέστη η μεγαλύτερη της Ελλάδας και αριθμεί σήμερα περίπου 3.000 άτομα.
Η πρώτη συναγωγή της Αθήνας, η Ετς Χαγίμ, οικοδομήθηκε το 1904 στην οδό Μελιδώνη στο Θησείο (εικόνα 13). Το 1935 ανεγέρθηκε νέα συναγωγή στην οδό Μελιδώνη 5, η Μπεθ Σαλώμ, (εικόνα 14) η οποία είναι σε λειτουργία μέχρι σήμερα, ενώ πολύ κοντά βρίσκεται και το μνημείο του Ολοκαυτώματος (εικόνα 15). Είναι ενδιαφέρον ότι πριν από την ανέγερση της πρώτης συναγωγής υπήρχαν άτυποι ευκτήριοι οίκοι, με έναν εξ αυτών να αναφέρεται στην οδό Ήβης κοντά στην Ερμού, ο οποίος λειτούργησε το 1886, ενώ ένας άλλος χώρος αναφέρεται στο σπίτι της οικογένειας Γιουσουρούμ, στη συμβολή των οδών Ερμού και Καραϊσκάκη.
Πηγή: Εβραϊκή Κοινότητα Αθήνας και Α.Σακελλαρίου
Η παρουσία των Εβραίων σήμερα δεν είναι τόσο περιχαρακωμένη όσο κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, όπου ήταν συγκεντρωμένοι ιδίως στον εμπορικό χώρο του κέντρου της πόλης, στην περιοχή που ονομάστηκε «Εβραίικα». Χαρακτηριστικό απομεινάρι εκείνης της εποχής, αλλά και της ισχυρής παρουσίας των Εβραίων στον δημόσιο χώρο είναι η περιοχή που έμεινε γνωστή ως Γιουσουρούμ. Το όνομα προέρχεται από μία οικογένεια Σεφεραδιτών από τη Σμύρνη, εκ των οποίων ο Μποχώρ Γιουσουρούμ ήρθε στην Αθήνα το 1863. Ο Μποχώρ που ήταν ράφτης άνοιξε ένα κατάστημα ενδυμάτων στη διασταύρωση των οδών Καραϊσκάκη και Ερμού κοντά στο τότε δημοπρατήριο. Επειδή ο κόσμος την εποχή εκείνη δεν είχε χρήματα να διαθέσει, ο Μποχώρ αγόραζε ενδύματα μεταχειρισμένα, τα μετέτρεπε και τα πουλούσε κάθε Κυριακή στο παζάρι στην πλατεία Αβησσυνίας [5]. Στη συνέχεια όταν η επιχείρηση πέρασε στα παιδιά του επεκτάθηκε και συμπεριέλαβε και αντίκες με αποτέλεσμα να αποτελέσει τον πυρήνα της εβραϊκής κοινότητας και με την πάροδο του χρόνου το όνομα της οικογένειας να δοθεί ανεπίσημα στην ευρύτερη περιοχή, όπου λάμβανε χώρα το παζάρι, παρά το γεγονός ότι εκεί άνοιξαν εν συνεχεία πολλά παλαιοπωλεία (Αδαμοπούλου και Σακελλαρίου 2003, 13-14).
Αν και διατηρούν πνευματικούς χώρους και υπάρχει και το Εβραϊκό Μουσείο της οδού Νίκης στο Σύνταγμα, με πολύ ενδιαφέροντα εκθέματα, εντούτοις η παρουσία τους στον δημόσιο χώρο δεν συγκρίνεται με τις χριστιανικές ομολογίες ως προς την οπτική της αποτύπωση. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η εβραϊκή παρουσία στην Αθήνα, παρά την ύπαρξη ιστορικών και μνημειακών χώρων δεν είναι αρκετά εμφανής και επομένως καθίσταται ένα είδος «κεκρυμμένης θρησκευτικότητας».
Μουσουλμανικοί πληθυσμοί υπήρχαν στην περιοχή της Αθήνας ήδη από την εποχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας. Η σύγχρονη Μουσουλμανική παρουσία στην περιοχή της Αθήνας μπορεί να χωριστεί σε δύο βασικές κατηγορίες, τους γηγενείς και τους μετανάστες και πρόσφυγες ή όπως έχει ονομαστεί στο παλαιό και νέο Ισλάμ (Tsitselikis 2012). Οι γηγενείς προέρχονται κυρίως από τη μειονότητα της Θράκης και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα σταδιακά από τη δεκαετία του 1960 στο Γκάζι (Γκαζοχώρι), με τη μεγαλύτερη αύξηση να παρατηρείται κατά τη δεκαετία του 1970. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 παρατηρείται ένα δεύτερο κύμα εσωτερικής μετανάστευσης στην ίδια περιοχή, αλλά και σε γειτονικές (Κεραμεικός, Μεταξουργείο, Βοτανικός) (Antoniou 2003). Η δεύτερη κατηγορία είναι εκείνη των μεταναστών και προσφύγων. Ήδη από τη δεκαετία του 1970, αλλά και αργότερα πολλοί Μουσουλμάνοι αραβικής αλλά και αφρικανικής καταγωγής (π.χ. Αίγυπτος, Σουδάν) έρχονταν στην Αθήνα, αρκετοί για σπουδές, γι’ αυτό και από την εποχή εκείνη υπήρχε αίτημα για την ανέγερση τζαμιού είτε στο Μαρούσι είτε στο Γουδή, ιδέες οι οποίες δεν ευωδόθηκαν. Η παρουσία των Μουσουλμάνων αυξήθηκε ραγδαία με το άνοιγμα των συνόρων τη δεκαετία του 1990, αλλά ειδικότερα τη δεκαετία του 2000 όταν και άρχισαν να φτάνουν στην Ελλάδα σε μεγαλύτερους αριθμούς με συνέπεια σήμερα να υπολογίζονται τουλάχιστον στις 300.000 [6].
Στις μέρες μας, η πλειονότητά τους ζει στο κέντρο της Αθήνας και ειδικότερα κοντά στους σταθμούς του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου ή του μετρό (Κάτω Πατήσια, Άγιος Νικόλαος, Αττική, Ν.Κόσμος, κ.α.) αλλά και αλλού (π.χ. Κυψέλη) και εκεί εντοπίζονται και οι περισσότεροι άτυποι χώροι προσευχής. Οι περισσότεροι από αυτούς τους χώρους είναι είτε παράνομοι, είτε λειτουργούν με άδεια, π.χ. πολιτιστικού συλλόγου, ως σωματείο, που διατηρεί και χώρο προσευχής. Συνήθως είναι εγκαταστημένοι σε υπόγεια ή σε παλιά γκαράζ και αποθήκες με την εξαίρεση ενός μεγάλου χώρου στο Μοσχάτο που ανήκει στο Ελληνο-Αραβικό Πολιτιστικό Κέντρο και κατασκευάστηκε σε πρώην εργοστάσιο με ιδιωτικά κεφάλαια (εικόνα 16). Οι εν λόγω χώροι υπολογίζονται σε περίπου 100 σε όλη την Αττική, ενώ άλλες εκτιμήσεις τους υπολογίζουν γύρω στους 60, θεωρώντας ότι τα τελευταία χρόνια έχουν μειωθεί λόγω οικονομικών προβλημάτων (εικόνα 17).
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Στον δημόσιο χώρο της Αθήνας υπάρχουν και πολλά Οθωμανικά μνημεία που αποτυπώνουν τη Μουσουλμανική παρουσία. Χαρακτηριστικά είναι τα δύο Τζαμιά που βρίσκονται στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Το Φετιχέ Τζαμί βρίσκεται στη Ρωμαϊκή Αγορά, αναστηλώθηκε πρόσφατα και θα λειτουργήσει ως εκθεσιακός χώρος (Εικόνα 18). Η κατασκευή του τοποθετείται μεταξύ 1668 και 1670 πάνω στα ερείπια Βυζαντινού ναού αγνώστου ονομασίας του 8ου-9ου αιώνα. Το δεύτερο τζαμί είναι το επονομαζόμενο του Τζισδαράκη ή Τζισταράκη (ή Τζαμί του Κάτω Συντριβανιού ή του Κάτω Παζαριού), που βρίσκεται στην πλατεία Μοναστηρακίου και κατασκευάστηκε το 1759 από τον Οθωμανό διοικητή της Αθήνας του οποίου πήρε και το όνομα (εικόνα 19). Σήμερα λειτουργεί ως παράρτημα του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Εκτός από τους χώρους προσευχής το θέμα των Μουσουλμάνων στον δημόσιο χώρο περιλαμβάνει και τις δημόσιες προσευχές, ιδίως την περίοδο του Ραμαζανίου σε ανοιχτούς χώρους (π.χ. Ολυμπιακό Στάδιο, Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, Προπύλαια Πανεπιστημίου), αλλά και άλλες γιορτές, όπως της Ασούρα, γιορτή των Σιιτών Μουσουλμάνων. Οι Μουσουλμάνοι αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη θρησκευτική κοινότητα, αλλά χωρίς να έχουν καταφέρει να πάρουν την ανάλογη θέση στον δημόσιο χώρο, αφού παρά την παρουσία τους στον δημόσιο χώρο εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως μία αόρατη θρησκευτική ομάδα.
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Εκτός από τις προαναφερθείσες γνωστές θρησκείες, στον αστικό ιστό της Αθήνας υπάρχουν και πολλές άλλες μικρότερες κοινότητες, παλαιότερες και νεότερες. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά (Μαυρολέων 2003, 58-63), για παράδειγμα, οι οποίοι διατηρούν αρκετούς χώρους συναθροίσεων, ή «αίθουσες Βασιλείας» όπως ονομάζονται και οι οποίοι δραστηριοποιούνται ανοιχτά στον δημόσιο χώρο χρησιμοποιώντας πάγκους με φυλλάδια και άλλες εκδόσεις για την προώθηση της θρησκείας τους. Εμφανίστηκαν στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα και σήμερα αριθμούν περί τις 20.000 μέλη με 350 περίπου εκκλησίες εκ των οποίων οι περισσότερες στην Αθήνα. Επίσης, υπάρχει η Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών (Μορμόνοι) της οποίας μέλη πρωτοεμφανίστηκαν στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα, αν και η επίσημη ιεραποστολή οργανώθηκε το 1990 και σήμερα αριθμεί 759 μέλη [6]. Ταυτόχρονα και λόγω του μεταναστευτικού ρεύματος έχουν αναπτυχθεί κοινότητες Σιχ και Ινδουϊστών οι οποίες στην πλειονότητά τους εντοπίζονται εκτός του κέντρου της Αθήνας (Μέγαρα, Εύβοια, Βοιωτία, Μαραθώνας) (Παπαγεωργίου 2011, Christopoulou 2013). Τέλος, άλλες κοινότητες είναι αυτές των ποικίλων ομάδων ακολούθων της αρχαίας ελληνικής θρησκείας [7] που διοργανώνουν ανοικτές εκδηλώσεις π.χ. στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, αλλά και των Ελλήνων Βουδιστών οι οποίοι εμφανίστηκαν με πιο οργανωμένη μορφή στα μέσα της δεκαετίας του 1970, έχουν αναγνωριστεί επισήμως από το Υπουργείο Παιδείας από το 2001, αριθμούν περί τα 1.000 μέλη σε όλη την Ελλάδα και διατηρούν δικούς τους χώρους στο κέντρο της πόλης (εικόνα 20) [8].
Πηγή: Α.Σακελλαρίου
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι στην Αθήνα υπάρχει θρησκευτική ποικιλομορφία κυρίαρχη και ορατή ή κεκρυμμένη και αόρατη. Η Ορθόδοξη θρησκεία εξακολουθεί να είναι η κυρίαρχη παρουσία, αλλά υπάρχουν και άλλες θρησκευτικές ομάδες που διεκδικούν τη δική τους θέση στον δημόσιο χώρο, ο οποίος ιστορικά αποτελεί ένα βασικό αντικείμενο ειρηνικής ή και βίαιης αντιπαράθεσης και διεκδίκησης μεταξύ των θρησκειών. Διατηρώντας το ερώτημα εάν η Αθήνα υπήρξε ποτέ κοσμική για να θεωρηθεί τώρα μετα-κοσμική, η βασική διαπίστωση είναι ότι σε θρησκευτικό επίπεδο ο αθηναϊκός χώρος μεταβάλλεται και ενδεχομένως να μεταβληθεί και άλλο στο μέλλον ακόμη περισσότερο.
[1] Θα ήθελα να ευχαριστήσω όσους βοήθησαν στην προετοιμασία του εν λόγω άρθρου μέσω της παροχής πληροφοριών και της δυνατότητας λήψης φωτογραφιών θρησκευτικών χώρων και ειδικότερα τον κ. Ναΐμ Ελγαντούρ από τη Μουσουλμανική Ένωση Ελλάδας, την κα. Τάλυ Μαΐρ και τον κ. Ζοζέφ Μιζάν από την Ισραηλιτική Κοινότητα της Αθήνας, τον κ. Χαλίντ Τρίμπις από το Ελληνο-Αραβικό Επιμορφωτικό Πολιτιστικό Κέντρο και τον κ. Γιώργο Διακοφωτάκη από τους Έλληνες Βουδιστές, «Διαμαντένιος Δρόμος».
[2] http://iaath.gr/enories-iaa και http://iaath.gr/enories-map
[4] http://www.cathecclesia.gr/hellas/
[5] http://www.kathimerini.gr/835870/article/politismos/polh/to-paramy8i-twn-gioysoyroym
[6] https://www.state.gov/documents/organization/256407.pdf
[7] http://www.mormonoi.gr/about
[9] Υπάρχουν αρκετές βουδιστικές σχολές αλλά μία από τις παλαιότερες είναι ο Διαμαντένιος Δρόμος. http://www.diamondway-buddhism.gr/centers/athens/
Σακελλαρίου, Α. (2017) Η θρησκεία στην πόλη: Η συνύπαρξη της θρησκευτικής διαφορετικότητας στον αστικό χώρο, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/η-θρησκεία-στην-πόλη/ , DOI: 10.17902/20971.73
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το κείμενο προσεγγίζει το θεσμικό πλαίσιο του χωρικού σχεδιασμού για το Κέντρο Πόλης της Αθήνας και τη σημασία του, με στόχο να αναδείξει πτυχές των πολιτικών για το Κέντρο που παραμένουν λιγότερο ορατές. Αν και η έννοια θεσμικό πλαίσιο μπορεί να αφορά μια μεγάλη ποικιλία από νόμους, ρυθμίσεις και κανονισμούς (λ.χ. το κτηματολόγιο, το καθεστώς παρέμβασης στα κενά κτήρια, το καθεστώς ενοικίασης κτηρίων του δημόσιου τομέα, φορολογικές και τραπεζικές διατάξεις, ρυθμίσεις για καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος κ.ά.), το παρόν κείμενο εστιάζει επιλεκτικά σε πολεοδομικής φύσης εργαλεία, ακολουθώντας τη διάκριση μεταξύ στρατηγικών και κανονιστικών εργαλείων σχεδιασμού.
Μεθοδολογικά, το κείμενο βασίζεται στη συστηματική αποδελτίωση και ανάλυση νόμων και προεδρικών διαταγμάτων, καθώς και σε υλικό που προέκυψε στο πλαίσιο ερευνητικών προγραμμάτων και μαθημάτων στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ [1]. Η αναφορά στο «Κέντρο της Αθήνας» λαμβάνει υπόψη τον προσδιορισμό του «Ιστορικού Κέντρου (ΦΕΚ 567Δ/1979) και του «Υπερτοπικού Κέντρου» (κατά το ΓΠΣ), καθώς και τα διοικητικά όρια του Δήμου Αθηναίων, χωρίς όμως να ταυτίζεται με τα παραπάνω. Αντίθετα, αποτελεί μια πιο ανοικτή αναφορά που διατηρεί στο κέντρο της το Ιστορικό Τρίγωνο των Σταμάτη Κλεάνθη – Εδουάρδου Σάουμπερτ και περιλαμβάνει σε γενικές γραμμές το πρώτο δημοτικό διαμέρισμα και μέρη του δεύτερου και του τρίτου.
Το κείμενο αναδεικνύει μια σύνθετη σχέση μεταξύ θεσμικού πλαισίου και χωρικής εξέλιξης του Κέντρου. Αφενός, αν και η εξέλιξη του Κέντρου δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ως το χωρικό αποτύπωμα της θεσμικής ρύθμισής του –και παρά τις επικρατούσες προσλήψεις περί μη εφαρμογής του σχεδιασμού– τονίζεται η σημασία και ο διακριτός ρόλος του θεσμικού πλαισίου. Αφετέρου, υπογραμμίζεται η επιλεκτική χρήση του θεσμικού πλαισίου, η οποία σχετίζεται με κοινωνικές δυναμικές και πρακτικές ανάπτυξης του αστικού χώρου.
Το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας (ΡΣΑ) του 1983 (ν.1515/1985, ΦΕΚ 18Α/1985) αποτέλεσε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 μια τομή για τον σχεδιασμό (και) του Κέντρου της Αθήνας, στο πλαίσιο της συγκρότησης ενός ενιαίου συστήματος σχεδιασμού στη χώρα (ν.1337/1983, Επιχείρηση Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης) [2] , ενώ υποστηρίχθηκε από την ίδρυση του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας (ΟΡΣΑ) (Γεράρδη, 1997, 1998) [3]. Στους στόχους του ΡΣΑ 1983 –και υπό τον τίτλο «Αθήνα και πάλι Αθήνα»– (Eικόνα 1) συμπεριλαμβάνονταν μεταξύ άλλων: η «ανακατανομή λειτουργιών», η «πολυκεντρική δομή», η αποκέντρωση υπηρεσιών, ο περιορισμός κεντρικών λειτουργιών και η αποσυμφόρηση κεντρικών περιοχών. Το ΡΣΑ 1983 προωθούσε τη διατήρηση και την ανάδειξη του ιστορικού χαρακτήρα του Κέντρου, την απομάκρυνση του χονδρεμπορίου, την επαναφορά της κατοικίας, την αποφυγή της διαμπερούς διέλευσης ΙΧ αυτοκινήτων, ένα ενιαίο δίκτυο ροής πεζών και τη δημιουργία δικτύου τραμ (ρητά, όμως, όχι μετρό) (Eικόνα 2).
Οι στοχεύσεις αυτές θα πρέπει να γίνουν κατανοητές στο πλαίσιο της σημασίας που είχαν αποκτήσει κατά τη συγκυρία εκείνη η εντεινόμενη ατμοσφαιρική ρύπανση, καθώς και ο λεγόμενος «υδροκεφαλισμός» της πρωτεύουσας. Παράλληλα, το ΡΣΑ 1983 αποσκοπούσε να απαντήσει στην εμπειρία της εντατικής μεταπολεμικής ανοικοδόμησης του Κέντρου, των αυξημένων συντελεστών δόμησης (που είχαν περαιτέρω αυξηθεί κατά τη δικτατορία) και αυτού που γινόταν κατανοητό ως «αλλοίωση» του χαρακτήρα του ιστορικού κέντρου. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι οι ρυθμοί αστικοποίησης είχαν, πλέον, μειωθεί και το Κέντρο είχε χτιστεί σε μεγάλο βαθμό, προβαλλόταν ως αναγκαία η στροφή στην ποιότητα ζωής, σε αναπλάσεις και διορθωτικές ποιοτικές παρεμβάσεις, με αναφορά και στις αναδυόμενες, τότε, σημασίες της προστασίας του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Έκτοτε, έχουν διατυπωθεί ποικίλες απόψεις για την αποτελεσματικότητα του ΡΣΑ. Από την άποψη ότι η συμβολή του υπήρξε «από μηδενική ως μηδαμινή» (Αραβαντινός, 2002), μέχρι την άποψη ότι «σηματοδότησε τις αντιλήψεις σχεδιασμού, αλλά και μεγάλο μέρος της πολιτικής και τεχνικής πρακτικής στα ζητήματα πόλης» (Γεράρδη, 1998: 44). Όσο κι αν μοιάζει αντιφατικό, στο παρόν κείμενο υποστηρίζουμε ότι οι αντίθετες αυτές θέσεις εμπεριέχουν όψεις της ίδιας πραγματικότητας.
Καταρχάς μπορούμε σήμερα να δούμε ότι πολλά από όσα προέβλεπε το ΡΣΑ πραγματοποιήθηκαν κατά κάποιο τρόπο τις επόμενες δεκαετίες, μεταξύ άλλων: η «δημιουργία πολυκεντρικής δομής», η «ανακατανομή της επιτελικής διοίκησης» με τη μερική απομάκρυνση υπουργείων από το Κέντρο (όχι όμως προς τα δυτικά), η «συγκέντρωση του χονδρεμπορίου εκτός του Λεκανοπεδίου» (όχι όμως πάντα σε κατάλληλα επιλεγμένες ζώνες), η «μετεγκατάσταση των διάσπαρτων μονάδων βιομηχανίας-βιοτεχνίας από τις περιοχές κατοικίας» (Γεράρδη, ό.π.: 46-7).
Έτσι, από τη μια πλευρά, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει (εν μέρει ορθά) ότι η εμφατική προώθηση της επαναφοράς της κατοικίας και της ανάδειξης του ιστορικού χαρακτήρα του Κέντρου, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του σχεδιασμού, συνέβαλαν με την πάροδο του χρόνου στην αποδυνάμωση της πολυλειτουργικότητας, στη διάβρωση της κοινωνικής πολυσυλλεκτικότητας και σε κενά κτήρια, αφού χρήσεις που «αποσυμφορήθηκαν» δεν μπόρεσαν να αντικατασταθούν από άλλες (ΕΜΠ – ΥΠΕΚΑ, 2012). Από την άλλη, θα μπορούσε να υποστηριχθεί (και πάλι εν μέρει ορθά) ότι παρόλο που τις προέβλεπε το θεσμικό πλαίσιο, οι αλλαγές αυτές δεν συνέβησαν ακριβώς εξαιτίας αυτού, αλλά σχετίζονταν με ευρύτερες διαδικασίες ανάπτυξης του χώρου. Για παράδειγμα, η λειτουργική αποσυμφόρηση του Κέντρου, ενώ αποτέλεσε εκφρασμένη χωρική πολιτική του ΡΣΑ, παράλληλα συνδέθηκε με τις δυναμικές του εγχώριου κατασκευαστικού τομέα, την αλλαγή κλίμακας και δομής του συστήματος γης και οικοδομής, πολιτισμικές αλλαγές και νέα καταναλωτικά πρότυπα. Θα μπορούσε, μάλιστα, σε κάποιο βαθμό να γίνει κατανοητή και στο πλαίσιο κατά πολύ ευρύτερων τάσεων αστικής διάχυσης και «εξω-αστικοποίησης», οι οποίες καταγράφονταν την ίδια περίοδο σε παγκόσμια κλίμακα (Soja, 2000).
Οι παρατηρήσεις αυτές μας ωθούν να αναρωτηθούμε ποια θα ήταν η εξέλιξη του Κέντρου Πόλης αν δεν υπήρχε το θεσμοθετημένο πλαίσιο του ΡΣΑ και ποια ήταν, τελικά, η χρησιμότητά του.
Ένα πρώτο σημείο που έχει νόημα να τονιστεί είναι ότι η επιλεκτική εφαρμογή του ΡΣΑ ικανοποίησε αιτήματα της αγοράς σε μεταγενέστερη χρονική περίοδο, σε άλλα εννοιολογικά πλαίσια και με άλλες στοχεύσεις. Για παράδειγμα, η απομάκρυνση της επιτελικής διοίκησης υλοποιήθηκε σε σημαντικό βαθμό μετά το 2000, εντείνοντας τις τάσεις παρακμής κεντρικών περιοχών, απομακρύνοντας εργαζομένους του Κέντρου και συμπαρασύροντας μια σειρά από άλλες χρήσεις και οικονομίες κλίμακας (Χατζημιχάλης, 2011) [4] . Παράλληλα, το ΡΣΑ λειτούργησε ως κατευθυντήριος οδηγός για την σταδιακή υλοποίηση μεγάλων αστικών παρεμβάσεων στο Κέντρο, κατεξοχήν του μεγάλου περίπατου γύρω από την Ακρόπολη, υπό την Εταιρεία Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας (ΕΑΧΑ), αλλά και μια σταθερή αναφορά για αναπλάσεις που έκτοτε επανέρχονται τακτικά ως αστικά οράματα στη δημόσια συζήτηση, όπως αυτές της Πανεπιστημίου, της Ακαδημίας Πλάτωνος, των Προσφυγικών της λεωφόρου Αλεξάνδρας / Κουντουριώτικα και του Ελαιώνα.
Ένα δεύτερο σημείο που αξίζει να υπογραμμιστεί είναι ότι, ενδεχομένως, ήταν βολικό να παραμένει επί μακρόν σε ισχύ ένα θεωρούμενο ως «παρωχημένο» ΡΣΑ, προκειμένου να μπορούν να το παρακάμπτουν ευκολότερα μια σειρά από τροποποιήσεις με τη λογική του επείγοντος. Τη θέση αυτή υποστηρίζει το γεγονός ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 έγιναν με τροποποιήσεις πάνω στο υφιστάμενο ΡΣΑ, με κατά παρέκκλιση διαδικασίες, εισάγοντας, έτσι, μια νέα αντίληψη για τη ρύθμιση του χώρου (Ευαγγελίδου, 2004, Ηλιοπούλου, 2004, Σταθάκης και Χατζημιχάλης, 2004), η οποία δεν έλαβε υπόψη τα νέα χωρικά και κοινωνικά δεδομένα της Αθήνας (Βαΐου κ.ά., 2004, Μαντουβάλου 1996α και 2010). Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι ο σχεδιασμός του δικτύου μετρό, η ανάπτυξη του οποίου επηρέασε έκτοτε καθοριστικά τις δυναμικές του Κέντρου, έγινε από την Αττικό Μετρό σε ένα παράλληλο επίπεδο ως προς το ΡΣΑ και τις προβλέψεις του.
Σε κάθε περίπτωση, το ΡΣΑ του 1983, με τις τροποποιήσεις του, παρέμεινε τυπικά σε ισχύ για ένα διάστημα τριάντα χρόνων, μέχρι το 2014, οπότε θεσμοθετήθηκε το νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο «Αθήνα-Αττική 2021» [5] . Η συγκυρία ήταν πλέον από κάθε άποψη διαφορετική. Αφενός λόγω των παραμέτρων της «κρίσης του Κέντρου», όπως η μείωση του εγγεγραμμένου πληθυσμού του Δήμου Αθηναίων, η διεύρυνση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και της φτώχειας, τα φαινόμενα ξενοφοβίας και ρατσισμού, το παρακμασμένο και μερικά κενό κτηριακό απόθεμα (βλ. και ΕΜΠ-ΥΠΕΚΑ, 2012, Μαντουβάλου κ.ά., 2011), καθώς και του κυρίαρχου λόγου που διαμορφώθηκε γι’ αυτήν (encounterathens, 2011, Καλαντζοπούλου κ.ά., 2011). Αφετέρου, λόγω του νέου θεσμικού περιβάλλοντος στο πλαίσιο του καθεστώτος μνημονίου, που περιλάμβανε την κατάργηση του ΟΡΣΑ και της ΕΑΧΑ, την εισαγωγή νέων νόμων και εργαλείων σχεδιασμού και την αμεσότερη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στα ζητήματα του σχεδιασμού (Βαΐου, 2014).
Οι διαδικασίες σύνταξης του νέου Ρυθμιστικού Σχεδίου οδήγησαν σε πρώτη φάση στην κατάθεση νομοσχεδίου το 2011 (ΡΣΑ/2011), και σε δεύτερη φάση στην τελική εκδοχή που θεσμοθετήθηκε το 2014 (ΡΣΑ/2014) (ν.4277/2014, ΦΕΚ 156Α/2014). Η συγκριτική ανάγνωση της πρώτης και της δεύτερης εκδοχής του νέου ΡΣΑ παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς υπογραμμίζει την αντιπαράθεση διαφορετικών αντιλήψεων και στοχεύσεων για το Κέντρο της Αθήνας (Εικόνες 3, 4).
Ειδικότερα, το σχέδιο νόμου ΡΣΑ/2011 επανάφερε με δυναμικό τρόπο τα ζητήματα του Κέντρου, επιχειρώντας να πιάσει το νήμα από το ΡΣΑ 1983. Πρότασσε, πλέον, αντί της λογικής της «αποσυμφόρησης» το πρότυπο της «συμπαγούς πόλης» και έθετε ρητά ως στόχο την ανανέωση του υπάρχοντος κτηριακού αποθέματος. Πρόβαλε ως κατεύθυνση την «ολοκληρωμένη ανασυγκρότηση» του Κέντρου, και ως άξονες την τόνωση της επιτελικής διοίκησης, την ενίσχυση δραστηριοτήτων και θέσεων απασχόλησης, την ενίσχυση της κατοικίας, την ενεργοποίηση του κενού κτηριακού αποθέματος, την προώθηση Μέσων Μαζικής Μεταφοράς κ.ά. Αντίθετα, η τελική θεσμοθετημένη εκδοχή του 2014 παρέλειπε σε επίπεδο διατυπώσεων την «τόνωση της κεντρικότητας», τη «ριζική ανάσχεση της αστικής διάχυσης», τη «λειτουργική πύκνωση», την «πολυσυλλεκτική φυσιογνωμία του Κέντρου» την «αναζωογόνηση της παραγωγής», ή την «αποτροπή του ΙΧ». Επιπλέον, προσέθετε μια σειρά από αντιθετικές ως προς την κεντρικότητα του Κέντρου παραμέτρους, λ.χ. τους μεγάλους «αναπτυξιακούς άξονες» και τα μεγάλα οδικά έργα, ελαστικότερες προβλέψεις για τα μεγάλα εμπορικά κέντρα, και τον αναπτυξιακό πόλο στο πρώην αεροδρόμιο Ελληνικού.
Οι διαφορές μεταξύ των δύο εκδοχών του ΡΣΑ 2021 αντανακλούν την απόκλιση αντιλήψεων όσων εμπλέκονται άμεσα με τον στρατηγικό σχεδιασμό, επαγγελματίες του σχεδιασμού, πανεπιστημιακούς, πολιτικούς και στελέχη της διοίκησης. Αναδεικνύουν τις αμφιθυμίες για τις προθέσεις του σχεδιασμού, όπως λ.χ., αρκετά σχηματικά, για το πόσο «φιλο-αναπτυξιακός» ή «φιλο-περιβαλλοντικός» θα πρέπει να είναι. Με τη σειρά τους, οι διαφορετικές αυτές αντιλήψεις αντανακλούν την ένταση των διακυβευμάτων γύρω από την ανάπτυξη του αστικού χώρου και τις πιέσεις οικονομικών και τεχνοκρατικών δικτύων για την ικανοποίηση αναπτυξιακών αιτημάτων μέσω της θεσμοθέτησης του σχεδιασμού (Μαντουβάλου, 2014), γεγονός που δείχνει ότι ο στρατηγικός σχεδιασμός έχει σημασία.
Στο επίπεδο του κανονιστικού σχεδιασμού, λίγα χρόνια μετά τη θεσμοθέτηση του ΡΣΑ 1983, το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) του Δήμου Αθηναίων του 1988 (ΥΑ 255/45/1988, ΦΕΚ 80Δ/1988, με τροποποιήσεις) εξειδίκευσε σε κανονιστικό επίπεδο μια σειρά από κατευθύνσεις του ΡΣΑ (Εικόνα 5). Το ΓΠΣ προέβλεπε την οριοθέτηση και τον εκτατικό περιορισμό του Κέντρου Πόλης, ορίζοντας ως «Υπερτοπικό Κέντρο» την περιοχή: Ακαδημίας/Πανεπιστημίου/Σταδίου, Σύνταγμα, Ομόνοια και Εμπορικό Τρίγωνο. Σύμφωνα με τις θεσμοθετημένες χρήσεις του ΓΠΣ, στο Κέντρο της Αθήνας προβλέπονταν κατά κύριο λόγο ζώνες «πολεοδομικού κέντρου», «κέντρου γειτονιάς» και «γενικής κατοικίας», οι οποίες και εμπεριείχαν ένα ευρύ πλέγμα λειτουργιών (σύμφωνα με το ΠΔ 166/1987) και στην ουσία ανταποκρίνονταν στον πολυλειτουργικό χαρακτήρα του.
Ως εξειδίκευση του ΡΣΑ 1983, το ΓΠΣ 1988 μιλούσε και αυτό για αποσυμφόρηση κεντρικών περιοχών, καθώς και την τόνωση τοπικών κέντρων εντός του Δήμου Αθηναίων (πολυκεντρικότητα), με παράλληλο έλεγχο και σταδιακό περιορισμό της ανάπτυξης νέων κεντρικών λειτουργιών κατά μήκος των μεγάλων αρτηριών. Επιπλέον, προέβλεπε και αυτό την ανάδειξη του ιστορικού χαρακτήρα του Κέντρου, τον έλεγχο των χρήσεων και τη μείωση των όρων δόμησης, την τόνωση της κατοικίας και περιορισμούς στη χωροθέτηση γραφείων και εμπορίου.
Ως περαιτέρω εξειδικεύσεις του ΓΠΣ εκπονήθηκαν και θεσμοθετήθηκαν από τη δεκαετία του 1980 μέχρι και τη δεκαετία του 2000 μια σειρά από Προεδρικά Διατάγματα (ΠΔ) καθορισμού χρήσεων γης για γειτονιές του Κέντρου (Εικόνα 6) (βλ. και ΕΜΠ-ΥΠΕΚΑ, 2012) [6]. Ειδικότερα, τη δεκαετία του 1980 προωθήθηκε το διάταγμα για την Πλάκα (ΦΕΚ617Δ/1980, ΦΕΚ 1329Δ/1993) και το Θησείο (ΦΕΚ 60/1989), τις περιοχές δηλαδή της παλιάς πόλης, κοντά στην Ακρόπολη. Η παραγωγή των διαταγμάτων εντάθηκε τη δεκαετία του 1990 με τα Εξάρχεια (ΦΕΚ 1075Δ/1993), το Μετς (ΦΕΚ 1150Δ/1993), το Εμπορικό Τρίγωνο (ΦΕΚ 704Δ/1994), του Ψυρρή/Ομόνοια (ΦΕΚ 233Δ/1998) και το Μεταξουργείο (ΦΕΚ 616Δ/1998, με τροποποιήσεις) και συνδυάστηκε με προγράμματα ανάπλασης [7] και αρκετές πεζοδρομήσεις (Κανελλοπούλου, 2016). Τελευταίο εκπονήθηκε το διάταγμα για την οδό Πειραιώς, που περιλάμβανε και το Γκαζοχώρι, στα μέσα της δεκαετίας του 2000 (ΦΕΚ 1063Δ/2004, με τροποποιήσεις).
Τα διατάγματα αυτά προσδιόριζαν τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται, πώς και πόσο μπορεί κανείς να χτίζει, τι προστατεύεται και τι αποθαρρύνεται. Αξίζει, μάλιστα, να τονιστεί ότι –παρά τις επικρατούσες προσλήψεις– πολλές από τις ρυθμίσεις που προωθούνταν στα διατάγματα όντως εφαρμόστηκαν και ότι αυτά επέδρασαν, συχνά σε αξιοσημείωτο βαθμό, στην εξέλιξη περιοχών του Κέντρου. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα διατάγματα εφαρμόστηκε η αυστηρή προώθηση της κατοικίας, του πολιτισμού και της επιτελικής διοίκησης στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, η ενίσχυση της κατοικίας και ο περιορισμός της αναψυχής στο Μετς, αλλά και στην Πλάκα (Ζήβας, 2006), ή ακόμα και η ανάπτυξη συγκεκριμένου τύπου αναψυχής στο Μεταξουργείο. Επιπλέον, τα διατάγματα για το Εμπορικό Τρίγωνο και του Ψυρρή, φαίνεται ότι συνέβαλλαν με τον τρόπο τους στην αποδυνάμωση ή και απομάκρυνση του χονδρεμπορίου, της μεταποίησης και μιας σειράς συναφών επαγγελματικών δραστηριοτήτων, και κατ’ επέκταση της κατοικίας. Οι διαπιστώσεις αυτές, και πάλι, δεν συνεπάγονται γραμμικές, απόλυτες σχέσεις μεταξύ θεσμικού πλαισίου και χωρικής εξέλιξης.
Ειδικότερα, επισημαίνονται μια σειρά από παρατηρήσεις που αφορούν τις σχέσεις του κανονιστικού πλαισίου για τις χρήσεις γης με τις δυναμικές της μεταποίησης, της κατοικίας και της αναψυχής:
Το ΓΠΣ και αρκετά ΠΔ χρήσεων γης (Εμπορικό Τρίγωνο, Ψυρρή, Μεταξουργείο) επιχείρησαν να περιορίσουν επαγγελματικές και παραγωγικές δραστηριότητες και το χονδρεμπόριο από κεντρικές περιοχές. Επιπλέον, το ΠΔ της Πειραιώς περιόριζε τις παραγωγικές δραστηριότητες, ορίζοντας ένα μεγάλο κομμάτι του άξονα ως βιομηχανικό πάρκο (ΒΙΠΑ) «προς εξυγίανση» και προκρίνοντας δραστηριότητες του τριτογενή τομέα. Οι πολιτικές αυτές μοιάζουν σήμερα διαφιλονικούμενες, στο βαθμό που ναι μεν στόχευαν σε μια πιο ορθολογική και περιβαλλοντική οργάνωση των χρήσεων, όμως συνέβαλαν σε βάθος χρόνου στην λειτουργική αποδυνάμωση των περιοχών αυτών και στην απομάκρυνση πληθυσμών που εργάζονταν ή κατοικούσαν εκεί. Και πάλι, βέβαια, δεν θα ήταν δόκιμο να αποδώσει κανείς συνολικά την αποδυνάμωση της παραγωγής στην εφαρμογή των ΠΔ, αλλά θα όφειλε να συνυπολογίσει μαζί με μια σειρά από νόμους και κρατικές πολιτικές (ΕΜΠ κ.ά., 1996), τις ευρύτερες αναδιαρθρώσεις του παραγωγικού τομέα σε εγχώριο και ευρωπαϊκό επίπεδο, την αποβιομηχάνιση της δεκαετίας του 1980, την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, την ΕΕ και την ευρωζώνη, και τον μετέπειτα αναπτυξιακό προσανατολισμό της, καθώς και οικονομικά συμφέροντα στη μικρή κλίμακα που σχετίζονταν με την αγορά ακινήτων.
Η κατοικία προωθήθηκε ως κατεύθυνση στα περισσότερα θεσμοθετημένα ΠΔ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η Πλάκα και το Μετς φαίνεται ότι η πολιτική αυτή ήταν σε σημαντικό βαθμό αποτελεσματική, αν και ενδέχεται να συνέβαλε σε κάποιου είδους «εξευγενισμό». Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στο Εμπορικό Τρίγωνο και του Ψυρρή, η κατοικία δεν ενισχύθηκε παρά μόνο σποραδικά, είτε γιατί δεν δημιουργήθηκε η αντίστοιχη ζήτηση, είτε γιατί δεν προέκυψε ενδιαφέρον από την αγορά ακινήτων. Συνέβαλε επίσης το γεγονός ότι αφέθηκαν σχετικά ανεξέλεγκτες οι χρήσεις αναψυχής, αλλά και το ότι τα διατάγματα εξαιρούσαν τα κτήρια των οποίων η χρήση δεν ήταν εξ αρχής κατοικία (όπως λ.χ. της επικρατούσας τυπολογίας της βιοτεχνικής / επαγγελματικής κτηριακής μονάδας) και εν γένει επειδή την προωθούσαν κανονιστικά, χωρίς όμως να προσφέρουν ένα κατευθυντήριο πλαίσιο ανάπτυξής της [8] .
Η ανάλυση των ΠΔ για το Κέντρο δείχνει ότι η αναψυχή κατά κανόνα διαφεύγει των ρυθμίσεων του κανονιστικού πλαισίου του σχεδιασμού και συχνά αναπτύσσεται με παρόμοιους τρόπους από τις δυνάμεις της αγοράς, τόσο σε περιοχές που ρυθμίζονται από διατάγματα (όπως το Γκάζι, του Ψυρρή, το Θησείο, τα Εξάρχεια, το Κολωνάκι, το Εμπορικό Τρίγωνο), όσο και σε περιοχές που δεν ρυθμίζονται από αυτά (όπως τα Πετράλωνα). Σχετική εξαίρεση αποτελεί η περιοχή του Μεταξουργείου όπου το ΠΔ φαίνεται ότι σε κάποιο βαθμό κατεύθυνε την ανάπτυξη ειδικού, «νέο-παραδοσιακού» τύπου αναψυχής. Η απόκλιση ρυθμίσεων και πραγματικότητας όσον αφορά την αναψυχή είχε δύο όψεις. Αφενός, χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις παρεκκλίσεων από το θεσμικό πλαίσιο, οι οποίες αφορούν λ.χ. την ανάπτυξη οχλούσας αναψυχής στην Ιερά Οδό (όπου προβλέπεται αμιγής κατοικία), στην οδό Πειραιώς (σε περιοχές γενικής κατοικίας) αλλά και στο Γκάζι με την παράκαμψη των θεσμοθετημένων χρήσεων μέσω υπουργικών αποφάσεων. Αφετέρου, η απόκλιση αυτή συνίσταται στην αδυναμία των διαταγμάτων να ρυθμίσουν την «επιθετική» προς τις άλλες χρήσεις ανάπτυξη της αναψυχής, την εμπορευματοποίηση κεντρικών περιοχών και τον κορεσμό με όρους αγοράς, αλλά και στο γεγονός ότι η αναψυχή ρυθμίζεται με άλλου τύπου διατάξεις πέραν των ΠΔ.
Πάντως, η εντατική ανάπτυξη της αναψυχής στο Κέντρο Πόλης από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, είναι ένα φαινόμενο που συνδέεται τόσο με τη λειτουργία του μετρό, όσο και με μια σειρά οικονομικών παραμέτρων και νέων καταναλωτικών προτύπων της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και με παγκόσμιες τάσεις που αφορούν τον αστικό τουρισμό και τη μετατροπή περιοχών σε «θεματικά πάρκα» (Μίχα, 2007), ενώ εν μέσω κρίσης η συγκεκριμένη χρήση προβάλλει και ως αναπτυξιακή διέξοδος.
Η σημερινή συγκυρία είναι κατά πολύ διαφορετική σε σχέση με τη δεκαετία του 1980, οπότε μπήκαν οι βάσεις τόσο για το στρατηγικό, όσο και για το κανονιστικό πλαίσιο του σχεδιασμού του Κέντρου Πόλης. Εκτός του γεγονότος ότι ζούμε σε ένα ουσιαστικά διαφορετικό Κέντρο Πόλης, η σύγχρονη συνθήκη χαρακτηρίζεται από:
Χαρακτηριστικό της σύγχρονης συγκυρίας αποτελεί το γεγονός ότι τα νέα εργαλεία και οι ρυθμίσεις συχνά δεν αντικαθιστούν τα παλιότερα, αλλά επικάθονται σε αυτά. Πρόκειται, λοιπόν, για μια σταδιακή αλληλεπίθεση διαδοχικών στρωμάτων σχεδιασμού, από διαφορετικές περιόδους, οι οποίες εκφράζουν διαφορετικές αντιλήψεις και διαφορετικές προτεραιότητες.
Αναλυτικότερα υπάρχει, πλέον, ένα πρόσφατα θεσμοθετημένο πλαίσιο στρατηγικού σχεδιασμού και για το Κέντρο Πόλης (ΡΣΑ 2021), αλλά σε κανονιστικό επίπεδο συνεχίζουν να βρίσκονται σε ισχύ οι νόμοι και τα διατάγματα από τις δεκαετίες του 1980, 1990 και 2000, μαζί με μια σειρά από διατάξεις, οι οποίες βασίζονται σε αυτό, ενώ μπορεί να λειτουργούν και αυτόνομα. Παράλληλα, γίνονται κατά καιρούς τροποποιήσεις στο «παρωχημένο» κανονιστικό πλαίσιο, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο, συνήθως υπό την πίεση οικονομικών συμφερόντων [9] . Μαζί με τα παραπάνω έχουν εξαγγελθεί ή προωθηθεί κατά καιρούς από την κεντρική διοίκηση ή τον Δήμο Αθηναίων προγράμματα αναπλάσεων, έχουν χρησιμοποιηθεί νέα εργαλεία σχεδιασμού και χρηματοδότησης, όπως το ΣΟΑΠ και η ΟΧΕ, τα οποία καλύπτουν αποσπασματικά και συγκυριακά μέρος του Κέντρου και των προβλημάτων του, ενώ έχουν δοκιμαστεί και πειραματικές πλατφόρμες με καθοριστική τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα. Οι αντιφάσεις που προκύπτουν, αναδεικνύονται με ιδιαίτερη έμφαση σε περιπτώσεις όπου το Συμβούλιο της Επικρατείας, με τη νομολογία που έχει αναπτύξει, καλείται να ερμηνεύσει το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, επηρεάζοντας με άμεσο τρόπο τις πολιτικές για το Κέντρο και την εξέλιξή του, τείνοντας κάποιες φορές ακόμα και να υποκαταστήσει τον σχεδιασμό [10] .
Παρά την πολλαπλότητα στοχεύσεων, εργαλείων σχεδιασμού και δρώντων, δεν έχει τεθεί στη δημόσια συζήτηση ρητά η ενδεχόμενη ανάγκη αναθεώρησης του συνολικότερου πλαισίου του σχεδιασμού για το Κέντρο, ούτε από τους επαγγελματίες του σχεδιασμού ή τις τεχνικές ενώσεις, ούτε από την κεντρική διοίκηση ή την τοπική αυτοδιοίκηση, ούτε όμως και από την αγορά. Συνολικά προκύπτουν σημαντικές δυσκολίες άσκησης στρατηγικής για το Κέντρο, τόσο σε επίπεδο αρμοδιότητας, όσο και στην επιλογή χωρικής κλίμακας, εργαλείων σχεδιασμού, διαδικασιών σχεδιασμού και μηχανισμών κατάλληλων για να παρέμβουν στο Κέντρο Πόλης στη σύγχρονη συγκυρία. Ως αποτέλεσμα, το θεσμικό πλαίσιο του σχεδιασμού για το Κέντρο Πόλης διαμορφώνεται ως ένα πεδίο που προσφέρεται για μια σειρά από παρερμηνείες, αποκλίσεις και παρεκκλίσεις. Αφενός, παραμένουν σε ισχύ πολιτικές και σχεδιασμοί που έχουν ξεπεραστεί ή έχει αποδειχθεί εμπειρικά η αποτυχία τους. Αφετέρου, καταγράφονται αποκλίνουσες διαδικασίες σχεδιασμού.
Σε μια προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη τις κλίμακες επενδυμένου κεφαλαίου και ιδιοκτησίας (Massey και Catalano, 1978, Μαντουβάλου, 1996β) θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μικρό και μικρομεσαίο κεφάλαιο επαγγελματιών, ιδιοκτητών και κατοίκων του Κέντρου Πόλης συνεχίζει να πρέπει να ακολουθεί τις περιοριστικές κανονιστικές ρυθμίσεις των προηγούμενων δεκαετιών και τις διατάξεις που απορρέουν από αυτές ή τις παρακάμπτει μέσα από άτυπες διαδικασίες. Αντίθετα, το μεγαλύτερο κεφάλαιο μπορεί, όταν ενδιαφέρεται για το Κέντρο, να επηρεάζει και να τροποποιεί το ισχύον πλαίσιο. Μάλιστα το γεγονός ότι το θεσμικό πλαίσιο του σχεδιασμού θεωρείται «παρωχημένο» κατά κάποιο τρόπο νομιμοποιεί την τροποποίησή του, έστω και αν αυτή είναι αποσπασματική.
Η ανάλυση του στρατηγικού και του κανονιστικού πλαισίου για τον σχεδιασμό του Κέντρου Πόλης της Αθήνας αναδεικνύει συνολικά τον διακριτό ρόλο του θεσμικού πλαισίου στην εξέλιξη του Κέντρου. Αμφισβητεί τόσο απόψεις που ισχυρίζονται ότι ο σχεδιασμός μένει ανεφάρμοστος, και «μόνο στα λόγια», όσο και άλλες που επιρρίπτουν στο «γραφειοκρατικό» θεσμικό πλαίσιο του σχεδιασμού τις ευθύνες για τα προβλήματα του Κέντρου. Ισχυριζόμαστε, λοιπόν, ότι σχεδιασμός υπάρχει και έχει λειτουργήσει σε διαφορετικές συγκυρίες, αν και έχει χρησιμοποιηθεί επιλεκτικά. Βέβαια, τα θεσμικά εργαλεία του σχεδιασμού, είτε στρατηγικού είτε κανονιστικού χαρακτήρα, αποτελούν ένα μόνο κομμάτι των πολιτικών για το Κέντρο, πολιτικές που είναι ευρύτερες: κάποιες φορές ακουμπούν στα θεσμικά αυτά εργαλεία και άλλες τα παρακάμπτουν.
Επιπλέον, θα είχε νόημα να υπερβούμε το ερώτημα για το αν και κατά πόσο εφαρμόζεται το θεσμοθετημένο πλαίσιο για τον σχεδιασμό στο Κέντρο Πόλης, και να αναστοχαστούμε για το αν θα ήταν προτιμότερο ο σχεδιασμός αυτός να είχε εφαρμοστεί κατά γράμμα και, ακόμη περισσότερο, αν σήμερα εξακολουθούμε να επιμένουμε στην εφαρμογή του. Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει ότι η επιλεκτική εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου είχε τόσο θετικά όσο και αρνητικά αποτελέσματα, παρομοίως και η μη εφαρμογή του. Άρα, θα λέγαμε ότι το ζητούμενο δεν είναι η εφαρμογή ή η αποτελεσματικότητα του θεσμικού πλαισίου, αλλά το νόημα και η σημασία των νόμων, των διατάξεων και ρυθμίσεων του σχεδιασμού και, κατ’ επέκταση, σε τι είδους Κέντρο Πόλης θέλουμε ο σχεδιασμός να μας οδηγήσει.
Σε αντίθεση με προηγούμενες δεκαετίες, στη σημερινή συγκυρία φαίνεται ότι το φαντασιακό για το «τι Κέντρο Πόλης θέλουμε» στερείται συνοχής, ενώ η στρατηγική για την μελλοντική εξέλιξή του παραμένει μάλλον διαφιλονικούμενη. Μια σειρά ερωτήματα, για τις χρήσεις γης και τα κοινωνικά στρώματα στα οποία αυτές αντιστοιχούν, για την πολυλειτουργικότητα και πολυσυλλεκτικότητα του Κέντρου, για τη συγκέντρωση ή την αποκέντρωση της αστικής ανάπτυξης, για τις αναπτυξιακές του προοπτικές και τους τρόπους παρέμβασης στο δομημένο περιβάλλον, αλλά και για τις προοπτικές ενός προς-τα-κάτω ανοίγματος των διαδικασιών σχεδιασμού, παραμένουν σε εκκρεμότητα.
[1] Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τη Μαρία Μαντουβάλου, ομότιμη καθηγήτρια ΕΜΠ, για τη συνεισφορά της στην εξέλιξη του κειμένου αυτού. Επίσης, τον Γιάννη Πολύζο, ομότιμο καθηγητή ΕΜΠ, τη Μαρία Μαυρίδου, τέως επίκουρη καθηγήτρια ΕΜΠ και τον Παναγιώτη Τουρνικιώτη, καθηγητή ΕΜΠ, επιστημονικό υπεύθυνο του ερευνητικού προγράμματος «Μεταλλασσόμενοι χαρακτήρες και πολιτικές στα Κέντρα Πόλης Αθήνας και Πειραιά» (ΕΜΠ-ΥΠΕΚΑ, 2010-2012), μαζί με όλα τα μέλη της ερευνητικής ομάδας.
[2] Οι προσπάθειες αυτές μάλιστα αποτελούσαν μάλλον απόκλιση από τις κυρίαρχες κατά τη δεκαετία του 1980 τάσεις του χωρικού σχεδιασμού στις χώρες του «δυτικού κόσμου», στο πλαίσιο της προέλασης του νεοφιλελευθερισμού.
[3] Για προηγούμενα ρυθμιστικά σχέδια για την Αθήνα, βλ. Σαρηγιάννης, 2010.
[4] Σύμφωνα με τον Χατζημιχάλη (2011), μέχρι το 2009 8 υπουργεία και μεγάλες κεντρικές υπηρεσίες και 4-5.000 εργαζόμενοι έφυγαν από το Κέντρο.
[5] Οι συζητήσεις για ένα νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο είχαν ξεκινήσει στα τέλη της δεκαετίας του 2000 ενώ υπήρξε και νομοσχέδιο το 2009, το οποίο, όμως δεν θεσμοθετήθηκε.
[6] Είχαν προηγηθεί τα ΠΔ για την Β. Σοφίας (ΦΕΚ 215Δ/1975, με τροποποιήσεις), την Ιερά Οδό (ΦΕΚ 391Δ/1985).
[7] Αξίζει να αναφερθεί ιδιαίτερα το πρόγραμμα ανάπλασης που ανατέθηκε από τον Δήμο Αθηναίων στο Σπουδαστήριο Πολεοδομικών Ερευνών ΕΜΠ: «Εμπορικό Τρίγωνο Κέντρου Αθήνας», 1989-1991, βλ. και Αραβαντινός, 1997.
[8] Τα δεδομένα αυτά τείνουν να αλλάξουν τα τελευταία χρόνια λόγω της ανάπτυξης σχημάτων προσωρινής μίσθωσης/ ενοικίασης καταλυμάτων, της πτώσης των εμπορικών αξιών των ακινήτων και τις ευρύτερες αλλαγές στην αγορά ακινήτων. Σημειώνεται, επίσης, ότι η πρόβλεψη για τόνωση της κατοικίας υλοποιήθηκε σε κάποιο βαθμό και κατά αναπάντεχο, ίσως, τρόπο γύρω από την περιοχή της Ομόνοιας, με την άτυπη κατοίκηση μεταναστευτικών και ευάλωτων ομάδων.
[9] Χαρακτηριστική περίπτωση η πρόσφατη τροποποίηση του ΓΠΣ του Δήμου Αθηναίων στην Ακαδημία Πλάτωνος, προκειμένου να ανεγερθεί κέντρο εμπορίου και αναψυχής. Ή και η τροποποίηση του ΠΔ της Πειραιώς προκειμένου να νομιμοποιηθεί η ανάπτυξη μεγάλης κλίμακας κέντρου διασκέδασης επί της Ιεράς Οδού.
[10] Δεν μπορεί να μην αναφερθεί εδώ η αποφασιστική εμπλοκή του ΣτΕ στην παρεμπόδιση της ανάπλασης της Πανεπιστημίου (2015) (βλ. και Σκάγιαννης κ.ά., 2013), με βάση μια ερμηνεία του νομοθετικού πλαισίου, η οποία πατούσε τόσο πάνω στις ίδιες τις αντιφάσεις του, όσο και στην απόκλιση αντιλήψεων μεταξύ της εκδοχής του ΡΣΑ/2011 και του ΡΣΑ/2014, όπως περιγράφηκε παραπάνω. Η δεύτερη, θεσμοθετημένη εκδοχή υποβάθμιζε ως μη προσδιορισμένη «παρέμβαση» αυτό που στην πρώτη εκδοχή περιγραφόταν ως «πεζοδρόμηση» και «πολεοδομική ανασυγκρότηση του κέντρου με άξονα την οδό Πανεπιστημίου».
Τριάντης, Λ. (2017) Το θεσμικό πλαίσιο του χωρικού σχεδιασμού για το Κέντρο της Αθήνας: Όψεις του στρατηγικού και του κανονιστικού σχεδιασμού, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/xωρικός-σχεδιασμός/ , DOI: 10.17902/20971.72
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το πατρόν πάνω στο οποίο ράβεται κάθε φορά το πουκάμισο της σύγχρονης μεγαλούπολης είναι το αποτέλεσμα της διαλεκτικής τάξης και αταξίας, ρυθμού και αρρυθμίας, κανονικότητας και εξαίρεσης και πάντως σίγουρα το αποτέλεσμα της διαλεκτικής ανάμεσα σε γενικούς νόμους και σε τοπικά πρωτόκολλα χρήσης του χώρου (Σταυρίδης, 2006). Στη μεγαλούπολη της Αθήνας, στο κέντρο της, υπάρχουν ζωντανοί δρόμοι, φωτεινοί δρόμοι εμπορικής φαντασμαγορίας, βοεροί και τελετουργικοί δημόσιοι χώροι (Πέττας, 2017), δρόμοι πρωινού και βραδινού περίπατου. Αλλά στην χωροχρονική ασυνέχεια της σύγχρονης πόλης, όλοι οι δρόμοι δεν περπατιούνται από όλους/ες. Γιατί υπάρχουν και άλλοι δρόμοι, θύλακες μιας ιδιαίτερης και άτυπης εξαίρεσης. Δρόμοι πιο «περίεργοι», πιο ύποπτοι, στενά παρατημένα και λερά, που παίρνουν τη νύχτα φως από μικρά φωτάκια στις εισόδους των σπιτιών. Τέτοιοι δρόμοι είναι οι δρόμοι των οίκων ανοχής της Αθήνας. Καθώς ο χώρος δεν προϋπάρχει της κατοίκησης, αλλά αρθρώνεται σε ένα σύστημα διακρίσεων και συσχετίσεων, οι δρόμοι αυτοί αδιαμφισβήτητα εκκρίνουν ένα άλλο νόημα κοινωνικής εμπειρίας το οποίο, τις νυχτερινές κυρίως ώρες, δεν είναι «δυνατό» να διαμεσολαβηθεί από όλα τα υποκείμενα. Μήπως άραγε εδώ πρόκειται ξεκάθαρα για την «άτυπη απαγόρευση» μια έμφυλης –και όχι μόνο– διαμεσολάβησης της εμπειρίας αυτής λόγω της ιδιαιτερότητας που προκύπτει από τους πολλαπλούς κινδύνους των θυλάκων αυτών; Σίγουρο είναι πως στους δρόμους των οίκων ανοχής, ανάμεσα στις σκιές που μπαινοβγαίνουν πρωί και βράδυ ψάχνοντας «κάτι του γούστου τους» ή για τη συνηθισμένη «τσάρκα» δεν έχουν θέση όλα τα υποκείμενα. Εδώ, τα τοπικά πρωτόκολλα είναι περιορισμένης χρήσης. Αν και ο χώρος εδώ, από κάθε άποψη, δεν είναι ο κατάλληλος για να γίνει μια γενεαλογία της ιστορίας των οίκων ανοχής στην Αθηναϊκή πρωτεύουσα –σίγουρα πρόκειται για φαινόμενο υπαρκτό και στην αρχαία Ελλάδα και μάλιστα με δημόσιο/κρατικό χαρακτήρα (βλέπε, για παράδειγμα, https://en.wikipedia.org/wiki/Prostitution_in_ancient_Greece and https://en.wikipedia.org/wiki/Prostitution_in_ancient_Rome) ένας από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες για την περιχαράκωση της πορνείας σε συγκεκριμένους χώρους, από ίδρυσης του Ελληνικού Κράτους, υπήρξε αυτό που ονομάζουμε έλεγχος της δημόσιας υγείας (Κορασίδου, 2002). Πράγματι στις κανονιστικές οδηγίες των Υπουργείου Εσωτερικών του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους στα μέσα του 19ου αιώνα, στις αστυνομικές εγκυκλίους καθώς και στους μετέπειτα νόμους είναι ολωσδιόλου ευδιάκριτη η προσπάθεια του κράτους να μεριμνήσει για τη δημόσια υγεία και πιο συγκεκριμένα για την ανάσχεση της διάδοσης των θανατηφόρων τότε αφροδίσιων νοσημάτων, τα οποία με τρόπο αυτονόητο και δεδομένο είχαν συνδεθεί με την πορνεία. Η τελευταία αναγνωρίζεται ως επάγγελμα σύμφωνα με την «Οδηγία για τα δημόσια κορίτσια και τους οίκους ανοχής» του Υπουργείου Εσωτερικών το 1834 (Κορασίδου, 2002:125). Την άδεια για τη λειτουργία την έδινε τότε η αστυνομία. Από τότε όλες οι κανονιστικές οδηγίες που συμπληρώνουν την παραπάνω αλλά και οι νόμοι (με πιο σημαντικό το ν.3032/1922 «Περί των μέτρων προς καταπολέμησιν των αφροδίσιων νοσημάτων, ως και περί ασέμνων γυναικών» που ρύθμιζε τις προϋποθέσεις για τη λειτουργία των οίκων ανοχής) έχουν ως κύριο μέλημα τον έλεγχο της πορνείας όχι μόνο πια για τον περιορισμό των αφροδίσιων νοσημάτων, που ήταν το επίσημο –και με το περιτύλιγμα της επιστήμης– άλλοθι, αλλά την εξάλειψη της «βλάβης των ηθών» που προκαλεί η παρουσία των πορνών στις συνοικίες και στους δρόμους και, κυρίως τον έλεγχο της μη κανονικότητας (Κορασίδου, 2002 και Τζανάκη, 2016). Μέσα από τη νομιμοποίηση της πορνείας και τον εγκλεισμό των πορνών σε συγκεκριμένους χώρους και συνοικίες για τον αποτελεσματικότερο έλεγχό τους, το ελληνικό κράτος δεν κάνει τίποτα παραπάνω από το να ακολουθήσει τις πρακτικές και άλλων ευρωπαϊκών χωρών την ίδια περίοδο όπως για παράδειγμα της Γαλλίας. Η πορνεία είναι καλή αρκεί να ελέγχεται (Κορασίδου, 2002). Στην Αθήνα σήμερα οι οίκοι ανοχής με την παλιά τους «παραδοσιακή» μορφή βρίσκονται κάτω από την πλατεία Ομόνοιας και χαρτογραφούνται κατά κύριο λόγο μέσα σε δυο μεγάλες παραλληλόγραμμες περιοχές. Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο και μεγαλύτερο παραλληλόγραμμο περικλείεται από τις οδούς 3ης Σεπτεμβρίου, Αγίου Μελετίου, Λιοσίων και Ιουλιανού. Μέσα στο παραλληλόγραμμο αυτό, η μεγαλύτερη πυκνότητα οίκων ανοχής βρίσκεται στη περιοχή της οδού Φυλής, δηλαδή σε ένα πιο μικρό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς Χέυδεν, Αριστοτέλους, Φερών και Αχαρνών, με το δρόμο της οδού Φυλής στο κέντρο του παραλληλόγραμμου να κατέχει εδώ και χρόνια τη μερίδα του λέοντος. Η περιοχή της οδού Φυλής, αν και χάνει σιγά σιγά την αίγλη της, παραμένει κατ’αναλογία η Τρούμπα της Αθήνας (φωτογραφίες 1-6) [1].Χάρτης 1: Χωροθέτηση οίκων ανοχής
Εικόνες 1-6: Η περιοχή της οδού Φυλής
Το δεύτερο παραλληλόγραμμο, στην περιοχή του Μεταξουργείου, περικλείεται από τις οδούς Πειραιώς, Πλαταιών, Μεγάλου Αλεξάνδρου και Δεληγιώργη, με την οδό Ιάσωνος να παίζει εδώ τον αντίστοιχο ρόλο της οδού Φυλής (φωτογραφίες 7-12). Η κοινωνική σύνθεση της πελατείας στην περιοχή του Μεταξουργείου έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Και αυτό όχι μόνο γιατί η γειτονιά αυτή κατοικείται κατά κύριο λόγο από μετανάστες (Μπαλαμπανίδης, Πολύζου, 2015) –άλλωστε το ίδιο περίπου συμβαίνει και στην περιοχή της οδού Φυλής παρά το μεσοαστικό της παρελθόν– αλλά γιατί η συντριπτική πλειονότητα των οίκων ανοχής του Μεταξουργείου δέχονται μετανάστες σε αντίθεση με τους οίκους ανοχής της περιοχής της οδού Φυλής. Ένας από τους λόγους που οι τιμές των υπηρεσιών στους οίκους της περιοχής της οδού Φυλής είναι διπλάσιος από εκείνες του Μεταξουργείου, εκτός από την προσπάθεια διατήρησης της «αίγλης», είναι και ότι όταν οι μετανάστες δεν αποκλείονται για ρατσιστικούς λόγους αποκλείονται για οικονομικούς, αφού υπάρχει αλλού προσφορά, στη μισή τιμή και σε απόσταση ενός μόλις χιλιομέτρου [2] .
Η πλειονότητα των οίκων ανοχής στεγάζεται σε παλιά νεοκλασικά και σχεδόν ετοιμόρροπα σπίτια (ιδίως στο Μεταξουργείο), σε διαμορφωμένα ισόγεια μονοκατοικιών (ιδίως στην περιοχή της οδού Φυλής), σε υπόγεια, ενώ συχνά συστεγάζονται δύο σε ένα οίκημα. Όταν λειτουργούν, έχουν έξω από την πόρτα ως ένδειξη ένα μικρό αναμμένο φωτάκι, το οποίο στο παρελθόν ήταν αποκλειστικά κόκκινο (φωτογραφία 13). Από εδώ και ο τίτλος της πολυβραβευμένης ταινίας Τα Κόκκινα Φανάρια, μια ταινία που περιγράφει την άθλια ζωή των ιερόδουλων της Τρούμπας στον Πειραιά. Από εδώ και τα περί «παραδοσιακής μορφής». Γιατί πλέον, στις ίδιες ακριβώς περιοχές, όπως για παράδειγμα στην οδό Κωνσταντινουπόλεως, από το σταθμό Λαρίσης μέχρι την Ιερά Οδό, αλλά και σε άλλες, όπως για παράδειγμα στην οδό Βριλησσού στον περιφερειακό του Πολυγώνου, στην οδό Φρατζή στο Βοτανικό ή στη Λεωφόρο Συγγρού υπάρχει σε αφθονία ένα νέο είδος οίκων ανοχής, τα Studios (φωτογραφίες 14-16). Στην περίπτωση αυτή η ταμπέλα συνήθως γράφει Studio και κάποιον αριθμό, συνήθως της οδού. Οι πρακτικές είναι ακριβώς όπως στον «παραδοσιακό» οίκο ανοχής, μόνο που εδώ δεν έχει θέση η μαζικότητα ενώ υπάρχει μια σαφής διαφορά ως προς την καθαριότητα και την άνεση του χρόνου αναφορικά με την παροχή των υπηρεσιών. Oι τιμές είναι τρεις έως πέντε φορές πιο υψηλές από τον «απλό» οίκο και βέβαια, και εξ’ αυτού του λόγου, αποκλείονται οι μετανάστες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η μορφή αυτή των οίκων ανοχής εμφανίστηκε την περίοδο που οι περιοχές αυτές άρχισαν να έχουν υψηλές συγκεντρώσεις σε μετανάστες, εκπληρώνοντας έτσι μια τρόπον τινά «επιθυμία της αγοράς» για «ποιοτικότερες υπηρεσίες» [3].Εικόνες 13-16: Η περιοχή
Στην προκειμένη περίπτωση, σε αντίθεση με το σχήμα του Bauman που ονομάζει τη μετανεωρικότητα ως «ρευστή νεωτερικότητα» (Bauman,2000:8), η μετανεωτερικότητα παύει να είναι ρευστή αφού τροποποιεί τα ήδη υπάρχοντα σχήματα στο ίδιο πλαίσιο. Εδώ, τα απομεινάρια της νεωτερικότητας, απλώς στερεοποιούνται σε τόπους όπου νέες κανονικότητες παίρνουν τη θέση των παλιών. Έτσι, όταν αναφερόμαστε στους οίκους ανοχής, περιλαμβάνονται και τα studios.
Οι οίκοι ανοχής λοιπόν, τα μπορντέλα/μπουρδέλα όπως ονομάζονται στην καθημερινότητα, μια λέξη που προέρχεται από γαλλικό borde που σήμαινε σπιτάκι υπηρέτριας ώστε να φτάσουμε στο ιταλικό bordello/bordel που δήλωνε αρχικά ένα καλύβι έξω από τον οικισμό που ζούσε εκεί μια πόρνη (Πετρόπουλος, 1991), παρά τις προσπάθειες για εξευγενισμό των περιοχών και παρά τις μη νόμιμες χρήσεις κατοίκησης [4], καλά κρατούν εδώ και χρόνια, όλα ίδια, απαράλλακτα και ομοιόμορφα όπως θα περιγράψει και στο ποίημα Παραλληλισμοί ο Νίκος Καββαδίας. Ο ποιητής αναφερόμενος στις ομοιότητες, που είδε στα ταξίδια του, ανάμεσα στις «κατοικίες των κοινών, χαμένων γυναικών», στα «ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών» και στων φορτηγών τις «βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες», θα γράψει πως σε αυτά «λείπει η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά». Η ίδια υγρασία μέσα, τα ίδια ερείπια μέσα και έξω.
Τι θα μπορούσε όμως να συμβολίζει ο οίκος ανοχής σε αυτή τη μεταμοντέρνα μυθοποίηση της διαφορετικότητας και του εφήμερου, σε αυτή την ιδεολογία του τέλους της μνήμης, σε έναν κοινωνικό πολιτισμό που ευνοεί τα «έτοιμα για άμεση χρήση προϊόντα» και τη «στιγμιαία ικανοποίηση που δεν απαιτεί προσπάθεια»; (Bauman, 2006:29). Τι είδους πιστοποιητικά ανάμνησης θα μπορούσαν να δώσουν αυτά τα απομεινάρια μιας πόλης που οι κανόνες, οι ρυθμοί και οι τροπισμοί της έχουν πια αλλάξει ακόμα και στην ανεύρεση ερωτικού συντρόφου επί πληρωμή; Τι μας έχουν κληροδοτήσει αυτοί οι μη–τόποι (Auge, 1995), αυτές οι αδιανόητες και, σύμφωνα με το Foucault, «ακραίες ετεροτοπίες» του αστικού ιστού; (Foucault, 2012: 269). Γιατί έρχονται στιγμές που ακόμα και αυτός ο ευτελής και απρόσωπος αγοραίος έρωτας μπορεί να κληροδοτήσει στο μέλλον κάποια μνημεία. Δεν είναι άραγε ίχνος το τρίξιμο όταν ανοίγει μια παλιά και σάπια πόρτα στο δωμάτιο; Πόσο ικανές είναι σήμερα αυτές οι «μετεξελίξεις» της επί πληρωμή ερωτικής επαφής να αφήσουν πίσω τους τέτοια ίχνη; Και αν οι λέξεις δεν είναι μόνο απότοκα της πραγματικότητας, αλλά μεταφέρουν εικόνες της, με ποιες άλλες λέξεις θα μπορούσαν να περιγραφούν στο μέλλον οι θρυλικές «μπουρδελότσαρκες» των εφηβικών χρόνων στους δρόμους με τους οίκους ανοχής; Τι μένει από μια ερωτική επαφή σε ένα απρόσωπο ξενοδοχείο πόσο μάλλον από μια διαδικτυακή ερωτική «επαφή» (cyber sex); Πως θα μπορούσαμε να φανταστούμε το Παρίσι του 19ου αιώνα χωρίς τις θορυβώδεις «μπουρδελότσαρκες» του Γκυ ντε Μωπασσάν; Θα μπορούσε ο Αλέξης Δαμιανός να γυρίσει σήμερα την ταινία Ευδοκία με ένα call girl στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο;
Οι οίκοι ανοχής τελούν αυτό ακριβώς. Είναι μια από τις εναπομείνασες όψεις της νεωτερικότητας όπου η οικουμενικότητα γειτνιάζει με την κανονικότητα, όχι όμως αναγκαστικά και με την ομοιότητα. Η παραδοξότητα αυτής της συνθήκης είναι ότι στο μητροπολιτικό δέος της μυθολογίας του συμβάντος και της δίχως κανόνες εξαίρεσης, ο οίκος ανοχής παραμένει να υπηρετεί την παράδοση μιας διαδικασίας από όπου εκπορεύεται η κανονικότητα με τον παράλληλο όμως χαρακτήρα του ανοίκειου. Δεν είναι άλλωστε όλες οι ετεροτοπίες χώροι του ανοίκειου, αφού βγαίνουν έξω από την τάξη του χρόνου και του τόπου, όπου κρυσταλλώνονται νέες ετεροτοπικές εμπειρίες και διάταξη σχέσεων; Οι οίκοι ανοχής, ως ετεροτοπίες, είναι χώροι φορτισμένοι με την προσωρινότητα της κατοίκησής τους, είναι χώροι όπου οι κανόνες, αν και γνωστοί, είναι άγραφοι. Οι κανόνες είναι προφορικοί. Και αυτό είναι ίσως ένα «προνεωτερικό» στοιχείο που επιβιώνει μέσα στη λειτουργία του οίκου ανοχής μαζί με αυτόν. Ο οίκος ανοχής επιτελεί τη διττή λειτουργία της διάσωσης μιας κανονικότητας μέσα από την ταυτόχρονη διάσωση μιας οικειότητας που συνδέεται με το παρελθόν. Πρόκειται για μια παράδοση που δεν συνδέεται απαραίτητα με την επανάληψη της χρήσης του χώρου, αλλά με την ασφάλεια της κανονικότητας, της άμεσης δυνατότητας της επιλογής και τη σιγουριά της ορατότητας.
Ίσως όμως τελικά αυτό που αντέχει στο χρόνο δεν είναι ο οίκος ανοχής, αλλά όλοι όσοι ψάχνουν μορφές «ελευθερίας» στους χώρους εκείνους της επιθυμίας που είναι ήδη από το παρελθόν συγκροτημένες ως παράδοξες οικειότητες ή ως ανοίκειες κανονικότητες. Μόνο και μόνο για να δουν προσωρινά το πρόσωπο τους σε ένα καθρέφτη στο κατώφλι που διασταυρώνεται η ανοίκεια στιγμή της αναμονής στο «σαλόνι» –ίσως έπειτα και στο δωμάτιο– με την οικεία ψευδαίσθηση μιας, έστω και επιτόπιας, «παντοδυναμίας της επιλογής».
Και η αντοχή αυτή στο χρόνο ίσως να έχει να κάνει και με αυτό το παράδοξο. Με την α-νόητη προσμονή πως αν αρθεί η παραπάνω συνθήκη, σε αυτή την ακραία ετεροτοπία, ο τόπος των εταίρων θα ταυτιστεί με τον τόπο μιας επιθυμίας και από την πλευρά του ετέρου. Και στην περίπτωση αυτή η ετεροτοπία επικυρώνει την προσωρινότητά της ως η ενδεχόμενη μεταφορά μιας όχι πια και τόσο αδύνατης ουτοπίας.
[1] Η Τρούμπα είναι περιοχή στο λιμάνι του Πειραιά, όπου από τις αρχές του 20ου αιώνα λειτουργούσαν πολλοί οίκοι ανοχής και καμπαρέ. Το 1967 ο δήμαρχος του Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης θα προχωρήσει σε μια «εκκαθάριση» και θα τα κλείσει, εκδιώκοντας ταυτόχρονα και τις ιερόδουλες από εκεί, κάτι που θα σημάνει το τέλος της Τρούμπας ως κακόφημης περιοχής, η οποία ωστόσο έχει παραμείνει στη συλλογική μνήμη ως ένας μυθικός τόπος.
[2] Τα τραγικά αυτά φαινόμενα του ρατσισμού αποκτούν θλιβερές διαστάσεις αφού άνθρωποι αποκλείονται ακαριαία από την είσοδό τους σε οίκους ανοχής όχι λόγω εθνικότητας αλλά λόγω του χρώματος που έχει το δέρμα τους. Υπήρχαν δηλαδή περιπτώσεις όπου όλα αυτά ξεπέρασαν και τα όρια της φαιδρότητας αφού μελαχρινοί ημεδαποί ή αλλοδαποί «αναγκάστηκαν» να μιλήσουν, να προφέρουν δηλαδή κάποιες λέξεις στα ελληνικά, για να γίνουν ή όχι δεκτοί.
[3] Χωρίς να σημαίνει ότι η πορνεία εμφανίστηκε με την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, είναι αδιαμφισβήτητο πως το «ερωτικό προϊόν» στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων όπου τα πάντα, αγαθά και άνθρωποι, έχουν και οφείλουν να έχουν την ανταλλακτική τους αξία, έχει πλήρως μετασχηματιστεί. Είναι γνωστό πως εδώ και χρόνια το «προϊόν» αυτό έχει μπει στη λίστα των πιο κερδοφόρων, και, κυρίως των πιο παράνομων, δραστηριοτήτων, με κορυφαίο παράδειγμα το Sex Trafficking.
[4] Αρκεί να διαβάσει κανείς το τέταρτο άρθρο του νόμου 2734/1999 που διέπει σήμερα τις προϋποθέσεις λειτουργίας των οίκων ανοχής και, αφού περπατήσει μόνο σε έναν από τους παραπάνω δρόμους, να διαπιστώσει χωρίς αμφιβολία το παράνομο καθεστώς της λειτουργίας σχεδόν όλων των οίκων ανοχής.
Ανδριόπουλος, Θ. (2017) Οίκοι αν(τ)οχής, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/οίκοι-αντοχής/ , DOI: 10.17902/20971.71
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η Αθήνα του Μεσοπολέμου κρύβει εκπλήξεις πέραν και επιπλέον της βίαιης ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, της ‘άγριας αστικοποίησης’, και ιδίως της προσφυγικής αποκατάστασης, που τότε δρομολογήθηκε, ενώ σήμερα είναι αδύνατο να επιτευχθεί κάτι ανάλογο, είτε για πρόσφυγες πρόκειται, είτε για ντόπιους άστεγους πληθυσμούς και τη ‘διάσωσή’ τους από τη λιτότητα [1]. Ο Μεσοπόλεμος κρύβει εκπλήξεις διαρθρωτικής φύσης, που αγγίζουν τον πυρήνα της αναπτυξιακής προσπάθειας και της κινητοποίησης του πληθυσμού για την επίτευξή της, που θα έπρεπε να μας προβληματίζουν σε σύγκριση με τις αποτυχίες κατά τη σημερινή κρίση. Στις προσφυγουπόλεις, που αρχικά χτίστηκαν από διεθνείς φορείς και έπειτα αναπτύχθηκαν αυθόρμητα, άνθιζε η ελπίδα ακόμα και εκεί που ζούσε η φτωχολογιά. Φώλιαζε στις παραγκουπόλεις, στα εργοστάσια, στα στέκια του ρεμπέτικου. Oι πρόσφυγες ξανάστηναν τη ζωή τους και καινοτομούσαν ανανεώνοντας τον ελληνικό πολιτισμό, την οικονομία, την κοινωνία.
Η Αθήνα μαζί με τον Πειραιά αστικοποιήθηκε ταχύτατα από το 1834, που ανακηρύχτηκε πρωτεύουσα της μικρής τότε Ελλάδας, περικυκλωμένης από ένα μεταβαλλόμενο διεθνές πολιτικοοικονομικό γίγνεσθαι. Στο τοπίο της πόλης προβάλλει ο Ευρωπαϊκός νεοκλασικισμός στην αρχιτεκτονική μαζί με αφηγήσεις για τις Ελληνικές του ρίζες, που αποσκοπούν στη συμφιλίωση των Ελλήνων κατοίκων της πόλης με τη Βαυαρική εξουσία (Μπαστέα 2008). Η νέα ‘Ιπποδάμεια’ πολεοδομία της Αθήνας, με τους αποικιακούς της απόηχους, συμβάλλει και αυτή στην ένταξη της νέας εθνικής ταυτότητας στο μοντερνισμό της Ευρώπης, σε αντιδιαστολή με το οθωμανικό παρελθόν που εγγραφόταν στις δαιδαλώδεις συνοικίες των πόλεων. Η αστική κοινωνία αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στους ντόπιους και τους επήλυδες, τους μεταπράτες και τη διασπορά, μέχρις ότου υψώνονται τα πρώτα εργοστάσια και αναδύεται η εργατική τάξη. Κάθε ιστορική καμπή αναπλάθει την πολιτισμική ταυτότητα των πολιτών με τις διαδοχικές μεταβάσεις από τη μεταπρατική κουλτούρα το 19ο αιώνα στην εργατική συγκρουσιακή πόλη στις αρχές του 20ου, κι έπειτα στην προσφυγική πλημμυρίδα, που εκπλήσσει με τους αναδυόμενους δημιουργικούς εναλλακτικούς πολιτισμούς, για τους οποίους θα μιλήσουμε εδώ.
Μεγάλη έκπληξη για την ερευνήτρια της πόλης είναι η ξαφνική μετάβαση το 1922 από τις “πόλεις της σιωπής” – για να δανειστούμε την έννοια από τον Antonio Gramsci (1971: 91), που έγραφε για αυτές το Μεσοπόλεμο από τη φυλακή του – στην πολύβουη λαϊκή προαστιοποίηση. Μέχρι τη δεκαετία του 1910 η Αθήνα και o Πειραιάς έκρυβαν το άκληρο προλεταριάτο, καθώς και αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα πρεκαριάτο, αποκλεισμένα σε άθλιες κεντρικές συνοικίες κρυμένες από τα ‘ευαίσθητα μάτια’ των αστών, ακριβώς όπως ο Engels (1974) περιέγραφε τις εργατικές γειτονιές του Manchester (Pooley 1992). Ενοικιαστές χωρίς υποδομές αλλά και χωρίς προοπτικές για βελτίωση του χώρου κατοικίας τους συνωστίζονταν σ’ αυτές τις φτωχογειτονιές της απόγνωσης, σε παράγκες και ενοικιαζόμενα δωμάτια, που δημιουργούσαν ένα διάστικτο κοινωνικό διαχωρισμό στο χώρο, με άθλιους θύλακες στο κέντρο της πόλης (Λεοντίδου 1989/2013: 137-45, Leontidou 1990/2006: 67-70).
Από το 1922 όμως οι φτωχογειτονιές της απόγνωσης δίνουν τη θέση τους στις εκτεταμένες φτωχογειτονιές της ελπίδας (slums of despair/ slums of hope – Stokes 1962, Turner 1968, Λεοντίδου 1989/2013, Leontidou 1990/2006: 84-8). Παράδοξο κι αυτό, μια και η βίαιη μετακίνηση των προσφύγων αντί για μιζέρια εγκαινίασε μια εποχή δημιουργικότητας και αντικατέστησε τις “πόλεις της σιωπής” με πολύβουα λαϊκά προάστια. Η προσφυγική πλημμυρίδα κατέστησε μειονότητα τις σφήνες φτώχειας του άκληρου προλεταριάτου σε μια πόλη που επεκτεινόταν πλέον με τη λαϊκή αυτοστέγαση και την ιδιοκατοίκηση – έστω και σε παραπήγματα (Λεοντίδου 1989/2013: 216-8).
Η αναδρομική έκπληξη της αντικατάστασης της απόγνωσης από την ελπίδα στις λαϊκές συνοικίες μετά το 1922 προσφέρεται για συνολικό αναστοχασμό των “πόλεων της σιωπής” και της αυθόρμητης αστικοποίησης. Αυτό που συνήθως πιστεύεται, ότι δηλαδή η λαϊκή αυτοστέγαση και η άτυπη οικονομία αποτελούν παραδοσιακή κουλτούρα ή προκαπιταλιστικό απομεινάρι, είναι λάθος. Στην Ελλάδα ανακύπτουν ακριβώς με την έλευση του περιφερειακού καπιταλισμού (Leontidou 1990, 1993a), και ενώ είχαν προηγηθεί τα άθλια εκείνα slums του καπιταλισμού της Βόρειας Ευρώπης (Pooley 1992).
Η βίαια εκδίωξη των Ελλήνων από τα παράλια της Μικράς Ασίας άρχισε το 1922, πριν υπογραφεί η Συνθήκη της Λωζάνης (1923), που θεσμοποίησε την ανταλλαγή πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Εκείνα τα χρόνια, 1.200.000 πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα των 5 εκ. κατοίκων και έφυγαν μόνο 500.000 Τούρκοι. Οι πρόσφυγες βάραιναν εντυπωσιακά σε σύγκριση με τους σημερινούς 60.000 εγκλωβισμένους στην Ελλάδα των 11 εκ. κατοίκων. Το 1920-28 ο πληθυσμός σχεδόν διπλασιάστηκε ξαφνικά στο λεκανοπέδιο της Αθήνας από 453.042 σε 802.000 και συνέχισε να αυξάνεται με την αθρόα εσωτερική μετανάστευση για να φτάσει τις 1.124.109 το 1940 (Λεοντίδου 1989/2013: 158).
Τους πρώτους μήνες μετά την άφιξή τους οι πρόσφυγες εγκαθίστανται όπου βρούν, καταλαμβάνοντας όχι μόνο γη, αλλά και βαγόνια σιδηροδρόμων, αρχαιολογικούς χώρους, εκκλησίες, ακόμα και τα θεωρεία του Δημοτικού Θεάτρου της Αθήνας (έργου του Ziller, που δυστυχώς κατεδάφισε ο Κοτζιάς βλ. εικόνα 1). Η Ελληνική κυβέρνηση και οι διεθνείς οργανισμοί έδρασαν αστραπιαία, με μιαν αποφασιστικότητα αξιοζήλευτη σήμερα. Εσπευσμένα συστάθηκε το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (εφεξής ΤΠΠ) το Νοέμβριο του 1922 για την προσωρινή περίθαλψη. Oι οικισμοί του ΤΠΠ περιτριγυρίστηκαν από παραπήγματα και τενεκεδουπόλεις. Πλημμύρισαν οι πόλεις από σκηνές και παράγκες παντού, ως και στην αρχαία αγορά και στις κοίτες των ποταμών, με εμβληματικό τον οικισμό του Ιλισού (Λεοντίδου 1989/2013: 154). Καμία σχέση όμως δεν είχαν αυτά με τους σημερινούς καταυλισμούς και την αίσθηση εγκλεισμού, που συνεπιφέρουν.
Πηγή: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, δημοσιεύτηκε στο Διαδίκτυο και ως εξώφυλλο στο LiFO, τ. 498, 1.12.2016
Μετά από ένα χρόνο, το Νοέμβριο του 1923, συνέρχεται για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (εφεξής ΕΑΠ), υπό την άμεση εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών σε συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση, και το ΤΠΠ διαλύεται το 1925. Η ΕΑΠ δεν ασχολείται με προσωρινή περίθαλψη, αλλά με αποκατάσταση των προσφύγων σε κατοικία και παραγωγική δραστηριότητα με πλείστους τρόπους, από την αγροτική μεταρρύθμιση και τα δάνεια σε μικροεπιχειρήσεις μέχρι την οικοδόμηση συγκροτημάτων κατοικιών σε μεγάλη κλίμακα και την παροχή γης και υποδομής (site and services, βλ. Turner 1968, Λεοντίδου 1989/2013: 214-5) για ευπορότερους πρόσφυγες. Ταυτόχρονα δρούσαν και άλλοι φορείς, όπως η ΕΤΕ και το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, το οποίο ανέλαβε το έργο της προσφυγικής αποκατάστασης μετά το 1930, που διαλύθηκε η ΕΑΠ (Γκιζελή 1984).
Στην πρωτεύουσα η πολεοδομική πολιτική της ΕΑΠ ξεκινά με την επιλογή τεσσάρων συνοικισμών όπου δημιουργήθηκαν οι εμβληματικές προσφυγουπόλεις που τόσο ρόλο έπαιξαν στα χρόνια της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου. Στη Νέα Ιωνία, την Καισαριανή και το Βύρωνα, που απείχαν τουλάχιστον 4 χλμ από το κέντρο της Αθήνας, χτίστηκαν 3864, 1998 και 1764 κατοικίες, αντίστοιχα, ενώ 5584 κατοικίες προστέθηκαν στη Νέα Κοκκινιά (Νίκαια) κοντά στον Πειραιά, όπου προϋπήρχε προσφυγική εγκατάσταση. Μόνιμες προσφυγικές κατοικίες χτίστηκαν επίσης αμέσως και στο Παγκράτι και την Καλλιθέα. Σε άλλες περιοχές ανέκυψαν άλλες ρυθμίσεις, ιδιαίτερα όπου έδρασαν οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί, όπως στη Νέα Σμύρνη, όπου εφαρμόστηκε πλήρως η αυτοστέγαση μετά από παροχή γης και υποδομής (βλ. χάρτη 1).
Με κόκκινο χρώμα σημειώνονται οι προσφυγικοί συνοικισμοί που ιδρύθηκαν και χτίστηκαν από την ΕΑΠ και το κράτος. Με πορτοκαλλί, αυτοί που χτίστηκαν σε οικόπεδα που παραχωρήθηκαν από το κράτος.
Με μπλε σημειώνονται οι μεγαλοαστικές ‘κηπουπόλεις’ (Ψυχικό, Φιλοθέη, Εκάλη). Με κύκλους σε πράσινο σκούρο χρώμα σημειώνονται οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί 1923-25, κατά έκταση απαλλοτριωθείσας γης (από 2.000 μέχρι 174.000 τ.μ.) Με γαλάζιο χρώμα σημειώνεται το σχέδιο πόλης 1940. Ο χάρτης προέρχεται από το βιβλίο της Λίλας Λεοντίδου (Λεοντίδου 1989/2013) σελ. 208. Βασίζεται σε χαρτογράφηση στοιχείων από διάφορες πηγές και αρχεία. Πρωτοδημοσιεύθηκε στην πρώτη έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος-Larousse–Britannica στο Λήμμα ‘Αθήνα’ της Λ. Λεοντίδου (Λεοντίδου 1982), τόμος 3, σελ. 400. |
Η όμορφη, μινιμαλιστική θα λέγαμε, αρχιτεκτονική αυτών των πρώτων συνοικισμών της ΕΑΠ και αργότερα του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας ακόμα κοσμεί το τοπίο της πρωτεύουσας, αν και οι γειτονιές σιγά-σιγά υποκύπτουν στη μονότονη νεωτερικότητα της πολυκατοικίας. Πέρα από τα εν σειρά σπιτάκια που διακόπτονταν από τις πρωτοβουλίες των οικιστών, είναι πρωτότυπα και ανύπαρκτα αλλού στην πρωτεύουσα τα χιαστί κλιμακοστάσια στις μακρόστενες διώροφες κατοικίες της Νίκαιας ( βλ. εικόνα 2) γύρω από τα αίθρια με τα πηγάδια και τους κήπους, τα “κουκλίστικα” σπιτάκια της Καισαριανής με τις γλάστρες και τα κεντητά κουρτινάκια, και πιο πέρα τα μεταγενέστερα πέτρινα εκεί και στα Πετράλωνα. Οι απλές φόρμες διαφοροποιούνταν με την προσωπική εργασία των προσφύγων, που ποίκιλλαν τα ομοιόμορφα σπιτάκια δημιουργώντας πολύμορφες γειτονιές. Tα δωμάτια ήταν πολλαπλών χρήσεων λόγω στενότητας χώρου. Αλλά κι αυτός ο υποτυπώδης εσωτερικός χώρος δεν ήταν πρόβλημα γιατί η καθημερινή ζωή επεκτεινόταν στα αίθρια και τις αυλές, που χρησίμευαν και ως πλυντήρια και εργαστήρια, στα κατώφλια και στα πεζοδρόμια της άτυπης κοινωνικότητας, στις αλάνες που ξεχείλιζαν από παιδιά, και στις πλατείες, που μετέτρεπαν το δημόσιο χώρο σε κοινό, προλαβαίνοντας τα σημερινά ‘κοινά’ (commons) της εποχής της κρίσης (Leontidou 2015a,b, Gritzas & Kavoulakos 2015).
Πηγή: Φωτογραφία του Σπύρου Δεληβορριά, από το βιβλίο του Δήμου Νίκαιας (επιμ., 2002).
Η φροντίδα του οικιστικού χώρου, καθήκον βασικά γυναικείο, απαιτούσε συνεργασία και αλληλεγγύη για την ομαδική αντιμετώπιση των δυσκολιών της καθημερινότητας. Τα καφενεία ήταν προνομιακός χώρος των ανδρών και ο αποκλεισμός των γυναικών ήταν απόλυτος και αδιαπραγμάτευτος. Οι γυναίκες επωμίζονταν ένα τεράστιο όγκο οικιακής εργασίας. Δεν ήταν μόνο τα πρακτικά ζητήματα που δημιουργούσε η έλλειψη υποδομών, όπως η ανάγκη να κουβαλούν νερό, καυσόξυλα, να φροντίζουν για τη θέρμανση και την αποκομιδή των απορριμμάτων. Στην ουσία επρόκειτο για συλλογική παροχή κοινωνικής πρόνοιας, περίθαλψης, εκπαίδευσης, φροντίδας των παιδιών, αλλά και για την αισθητική αναβάθμιση του χώρου της κατοικίας. Το 2002 μια γερόντισσα στη Νίκαια καμάρωνε για τα ζωηρά χρώματα της ώχρας και του γαλάζιου στους τοίχους του σπιτιού της: «Αυτό είναι το βουνό μου, αυτή είναι η θάλασσά μου» (Λεοντίδου 2002: 19). Ξένοι ερευνητές στα Γερμανικά της Νίκαιας τη δεκαετία του 1970 δεν βρήκαν τις κοινόχρηστες κουζίνες που συνηθίζονταν στις Βόρειες εργατικές κατοικίες και απορούσαν, που οι Ελληνίδες επέμεναν στη δική τους κουζίνα, όσο κι αν ήταν μικρή, την οποία δεν μοιράζονταν ούτε με συγγενείς (Hirschon 1989/ 2006). Όμως οι γυναίκες, όσο κι αν ήταν περιορισμένες, ανέπτυσσαν μια πρωτόγνωρη τότε στην Ελλάδα συλλογικότητα και αλληλεγγύη, που τις έβγαζε από την απομόνωση της οικιακής εργασίας αλλά και της οικοτεχνίας. Πολλές επίσης στελέχωσαν τα εργοστάσια.
Kάθε οικογένεια φρόντιζε τη ‘δική της’ παράγκα, βελτιώνοντάς την σταδιακά όσο επέτρεπαν οι αποταμιεύσεις. Πρώτα την μεταμόρφωνε σε ‘κουκλίστικο’ σπιτάκι, έπειτα το μεγάλωνε, και μετά προσέθετε ‘πανωσηκώματα’ για τις επόμενες γενιές. Επίσης πολλοί συντηρούσαν εργαστήρια και οικοτεχνίες με το σπίτι ως βάση, δημιουργώντας μια πολύβουη άτυπη οικονομία (Λεοντίδου 1997). Αυτές οι δυνατότητες της υποτυπώδους ιδιοκατοίκησης συντηρούσαν την ελπίδα στις φτωχογειτονιές της περιφέρειας των πόλεων – αρχικά προσφυγικές, σύντομα όμως και γειτονιές μεταναστών από την ύπαιθρο προς στην Αθήνα. Αυτές ήταν οι φτωχογειτονιές της ελπίδας.
Οι περιγραφές της όμορφης αυτόχθονης αρχιτεκτονικής των ‘spotless slums’ (Hirschon 1989: 1-4, Sandis 1973) εμπεριέχουν βέβαια κάποια ρομαντική υπερβολή, αν ληφθούν υπόψη η φτώχεια και οι χαώδεις ανισότητες. Ο κοινωνικός αποκλεισμός στο χώρο όχι απλώς επέμενε, αλλά ήταν ηθελημένος, σχεδιασμένος, με επίκεντρο τη διάκριση γηγενών/ προσφύγων – και μάλιστα στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, που είδε το διαχωρισμό μεταξύ πόλεων γηγενών και προσφυγουπόλεων, αλλά και ρατσιστικές επιθέσεις και εμπρησμούς προσφυγικών συνοικισμών, ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα (Λεοντίδου 1989/2013: 161-4).
Στην πρωτεύουσα η ΕΑΠ, επιδιώκοντας αυτό το διαχωρισμό, κατέστη στην ουσία ο ‘πολεοδόμος’ της αστικής επέκτασης: οι 12 κύριοι και 34 μικρότεροι προσφυγικοί συνοικισμοί, που δημιούργησε, απείχαν 1-4 χλμ από τα όρια της οικοδομημένης το 1920 περιοχής (Λεοντίδου 1989/2013: 209), για να μην «ενοχληθή η ‘κανονική’ ζωή της υφισταμένης πόλεως», όπως δηλώθηκε ευθαρσώς (Παπαϊωάννου 1975: 14). Λίγο αργότερα οι φορείς έχτισαν και σε πιο κεντρικά σημεία, όπως η Λεωφόρος Αλεξάνδρας και τα Πετράλωνα. Αλλά η εμμονή στην περιφέρεια τεκμηριώνεται με χαρτογραφικά και με ποσοτικά στοιχεία: ιδιαίτερα από τη στασιμότητα του πληθυσμού της κεντρικής Αθήνας, που το 1920-28 αυξήθηκε μόνο κατά 91.896 κατοίκους (από 292.835 σε 384.731, διαφορά λίγο πάνω από τη φυσική κίνηση πληθυσμού), σε αντίθεση με τα προάστια, που είδαν μια θεαματική τριπλάσια αύξηση κατά 257.062 κατοίκους (από 160.207 σε 417.269 – υπολογισμοί από πίνακες Λεοντίδου 1989/2013: 330-1).
Εκτός από τον ηθελημένο κοινωνικο-γεωγραφικό αποκλεισμό με τη χωροθέτηση των προσφύγων στην περιφέρεια των πόλεων, στην πολιτική που εφάρμοσε η ΕΑΠ υπήρχαν και άλλες σκοπιμότητες. Πρώτα από όλα, στην ιδιοκατοίκηση: η δημιουργία ενός μεγάλου πληθυσμού μικρο-ιδιοκτητών, αντί για ένα άκληρο προλεταριάτο, θεωρήθηκε ότι θα αποτρέψει τον κομμουνιστικό κίνδυνο! Αυτό αναφέρεται για τους πρόσφυγες της Μακεδονίας και της Θράκης το 1929 (Mavrogordatos 1983: 146, 215), αλλά οι πιο συχνές αναφορές είναι για τα αστικά κέντρα, όπως αυτή του Pentzopoulos (1962: 195), ότι «οι καλύτερα στεγασμένοι πρόσφυγες των προαστίων της Νέας Σμύρνης και της Καλλιθέας αποδείχτηκαν πολίτες περισσότερο νομοταγείς από ορισμένους ντόπιους που ασπάσθηκαν τον κομμουνισμό».
Για τους ίδιους λόγους αποθαρρύνθηκε η αυτοδιοίκηση στις προσφυγουπόλεις, αντίθετα με τις αγροτικές περιοχές. Οι αγρότες ενθαρρύνθηκαν να σχηματίσουν νόμιμα συγκροτημένες ομάδες και οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι παρέδιδαν τη γη σε συμβούλια εκλεγμένα από τους αρχηγούς νοικοκυριών. Στις πόλεις, αντίθετα, οι πρόσφυγες αποκαταστάθηκαν με βάση λίστες αναμονής, εκτός από ευπορότερους που σχημάτισαν οικοδομικούς συνεταιρισμούς (Λεοντίδου 1989/2013: 235-6). Δεν αναφέρεται πουθενά καθεστώς αυτοδιοίκησης στις μεγάλες συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά. Η ΕΑΠ διατήρησε την διοίκησή τους ως το 1930, οπότε αντικαταστάθηκε από τις τοπικές δημοτικές αρχές.
Αυτές οι πολιτικές όμως απέτυχαν ή υπονομεύτηκαν σε όλα τα επίπεδα. Αρχικά οι μικρο-ιδιοκτήτες αυτο-οργανώθηκαν σε ‘εξωραϊστικούς συλλόγους’, αργότερα όμως έδρασαν ανατρεπτικά, όταν δημιούργησαν τις ‘κόκκινες’ συνοικίες στην περιφέρεια της Αθήνας και του Πειραιά, αρχικά Βενιζελικές και έπειτα κομμουνιστικές. Όσο για την αυτοστέγαση και την ιδιοκατοίκηση, ήδη το 1925 αυτές αποτέλεσαν το έναυσμα για μια άνευ προηγουμένου αστική επέκταση. Στην ουσία η ελληνική κυβέρνηση και η ΕΑΠ είχαν αποφασίσει μόνο την κατεύθυνση προς την οποία θα επεκτεινόταν η πρωτεύουσα. Ο όγκος όμως και ο βαθμός της οικιστικής εξάπλωσης και της πληθυσμιακής αύξησης των νέων συνοικισμών σχεδόν αμέσως είχαν ξεφύγει από τον έλεγχο των φορέων αποκατάστασης (Λεοντίδου 1989/2013: 209-11). Με αυτή την έννοια, η ΕΑΠ και η κυβέρνηση απέτυχαν ως πολεοδόμοι. Η διαδικασία της λαϊκής μικροοικοδόμησης και των αυθαιρέτων είχε αρχίσει.
Απέτυχαν και ως χωροτάκτες, που θα έστρεφαν τα πλήθη των προσφύγων προς την αγροτική περιφέρεια, ενώ αυτά τους ξεγλυστρούσαν προς τις πόλεις: κατά την απογραφή του 1928, ενώ οι πρόσφυγες είχαν σχεδόν ισομοιραστεί μεταξύ πόλεων και υπαίθρου, αποτέλεσαν το 27,68% του αστικού πληθυσμού (των 2 εκατομμυρίων), ενώ μόνο το 12,47% του ημιαστικού και αγροτικού πληθυσμού (των 4 εκατομμυρίων), δηλαδή είχαν υπερδιπλάσιο βάρος στις πόλεις, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης σε αυτές 6,29% το 1920-28, σε σύγκριση με υποτριπλάσιο ρυθμό στην ύπαιθρο και 2.69% στο σύνολο χώρας (Λεοντίδου 1989/2013: 162-3). Αυτή ήταν και η αφετηρία της ταχύτατης αστικοποίησης και της ανεξέλεγκτης αστικής επέκτασης, που από τότε σημάδεψαν τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν επρόκειτο για αποτυχία ή αν οι χωροταξικές επιλογές και η περιφερειακή πολιτική των φορέων περιέκλειαν σκοπιμότητες. Αρχικά πάντως αναφέρεται ότι η συγκέντρωση προσφύγων στην πρωτεύουσα συνδεόταν με εκλογικές σκοπιμότητες των Φιλελευθέρων, οι οποίοι εφάρμοσαν ένα ιδιότυπο gerrymandering, δηλ. μια εκλογική στρατηγική με αλλαγές των πληθυσμιακών πυκνοτήτων αντί των ορίων των περιφερειών (Pentzopoulos 1962:182). To 1934 η κυβέρνηση Τσαλδάρη δημιούργησε «το δικό της αριστούργημα» εκλογικής στρατηγικής με το παραδοσιακό gerrymandering (Mavrogordatos 1983: 314-16), δηλ. τη σκόπιμη οριοθέτηση εκλογικών περιφερειών ώστε να αυξάνει τις πιθανότητές της να κερδίσει κρίσιμες περιφέρειες.
Στρατηγικές γεωγραφικής αναδιάταξης και αποκλεισμού ανέπτυξαν και οι αστοί. Συνεχίζοντας την πόλωση των προηγουμένων περιόδων στην κοινωνία και το χώρο, διευρύνθηκε το χάσμα ανάμεσα στην αναδυόμενη εργατική τάξη στις προσφυγουπόλεις από τη μια, και την αστική τάξη στις ‘κηπουπόλεις’ του Ψυχικού, Φιλοθέης, Εκάλης από την άλλη. Τα ‘άλλα’ προάστια δεν γεννήθηκαν μόνο από τον πλούτο, αλλά και από την εξουσία και την επιρροή που ασκούσαν οι αστοί στην πολεοδομική νομοθεσία και στην κατεύθυνση της υποδομής της πόλης. Ο ίδιος ο οικοδομικός κανονισμός του Ψυχικού – ιδιαίτερα τα ‘ελάχιστα’ επιτρεπόμενα (μεγάλα) μεγέθη οικοπέδων και κατοικιών, οι όροι δόμησης, τα (χαμηλά) ύψη οικοδομών και οι απαγορεύσεις σε χρήσεις γης – αποτέλεσε μηχανισμό κοινωνικού διαχωρισμού και αποκλεισμού κοινωνικών ομάδων, έτσι ώστε να θωρακισθούν οι αστοί απέναντι στην πλημμυρίδα της αστικοποίησης του Μεσοπολέμου (Λεοντίδου 1989/2013: 222-3). Την ίδια εποχή εμφανίστηκε και η μεσοαστική πολυκατοικία ως ενός είδους μεσαίος χώρος στην κοινωνική και οικιστική συγκρότηση.
Στα προάστια της πρωτεύουσας πάντως αυτενεργούν οι οικιστές. Η ανυπακοή σε πολεοδομικούς (και άλλους) κανόνες και ο αυθορμητισμός που επέδειξαν οι πρόσφυγες σφραγίζουν έκτοτε καθοριστικά την αστική ανάπτυξη (Leontidou 1990/2006, 2014) και επιφέρουν μια καλπάζουσα οικιστική επέκταση, που μεταβάλλει την πολεοδομία της πρωτεύουσας ανεξέλεγκτα, γεμίζοντας αυθαίρετα μια σχεδόν ακατοίκητη περιαστική περιοχή. Εκεί που το 1920 κατοικούσε μόλις το 6% του πληθυσμού της πρωτεύουσας, το 1940 κατοικεί το 44% (Λεοντίδου 1989/2013: 207-8). Η πόλη σκαρφάλωσε στους πρόποδες του Υμηττού και του Αιγάλεω και έφτασε ως τη μονή Πεντέλης. Το εγκεκριμένο σχέδιό της (χωρίς να λογαριάσουμε την περιοχή αυθαιρέτων). μετά από αλλεπάλληλες ‘νομιμοποιήσεις’ ήδη κατοικημένων περιοχών στο πλαίσιο του εκάστοτε λαϊκισμού, τετραπλασιάστηκε από 3264 εκτάρια το 1920 σε 11600 το 1940 (Λεοντίδου 1989/2013: 211).
Η αυθόρμητη αστικοποίηση οφειλόταν αρχικά στους πρόσφυγες, σύντομα όμως και σε γηγενείς, αρχικά μάλιστα σε όσους μετακινούνταν στην πρωτεύουσα από Βόρειες προσφυγουπόλεις – αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία (Λεοντίδου 1989/2013: 164). Οι πρόσφυγες έδειξαν το δρόμο προς το μέλλον, μια και η αυθαίρετη δόμηση γενικεύτηκε και πλήθος μεταναστών περιτριγύρισαν τις πόλεις με εκτεταμένα λαϊκά προάστια. Ο πληθυσμός πλέον διεκδικούσε περισσότερα δικαιώματα στην κατεύθυνση που είχαν εγκαινιάσει το κράτος και οι διεθνείς οργανισμοί – δικαιώματα οικιστικά και εργασιακά, το ‘δικαίωμα στην πόλη’ (Leontidou 2010, 2012, 2014). Η κατοικία κρατούσε σε αυτά έναν κρίσιμο ρόλο ως μέσο παραγωγής, εφόσον αποτελούσε και βάση για την άτυπη εργασία και την οικοτεχνία (Leontidou 1993b).
Η αυθόρμητη αστική ανάπτυξη και οι φτωχογειτονιές της ελπίδας έγιναν κανόνας για τη λαϊκή κατοικία. Για πέντε τουλάχιστο δεκαετίες, ένα παραδοσιακό προνόμιο των κυρίαρχων τάξεων – το άνοιγμα νέας γης σε αστικοποίηση – επεκτάθηκε στους φτωχούς, στους πρόσφυγες, στο προλεταριάτο. Το 1940 αυτά τα λαϊκά στρώματα, που αποτελούσαν τα τρία τέταρτα του αστικού πληθυσμού, έλεγχαν το ένα τρίτο της οικοδομημένης περιοχής της πρωτεύουσας. Παρόλο που ο ποσοτικός υπολογισμός είναι πολύ δύσκολος, εκτιμάμε ότι την περίοδο 1940-70 περίπου 450.000-500.000 άνθρωποι στεγάστηκαν αυθαίρετα στα περίχωρα της Αθήνας (Leontidou 1990/2006: 150).
Αναπολώντας λοιπόν το Μεσοπόλεμο, αντιλαμβανόμαστε σε τι συνίσταται ο πυρήνας της αναπτυξιακής προσπάθειας, που κάπου έχει λησμονηθεί πλέον στην Ευρωπαϊκή Ένωση του νεοφιλελευθερισμού και της κρίσης. Και τότε, όπως τώρα, η Ελλάδα ήταν υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο. Πόση όμως διαφορά από το σημερινό αδιέξοδο της λιτότητας… Σήμερα, παρόλο μάλιστα που εντασσόμαστε ως ισότιμο κράτος μέλος στην ΕΕ, αντί για στήριξη της ανάπτυξης, της ποιότητας ζωής, της βιωσιμότητας και της καινοτομίας, αντί για εκμετάλλευση του δυναμισμού των ανθρώπων με την ενδυνάμωση της αυτενέργειας και του αυθορμητισμού (Leontidou 2015a), ζούμε μια περίοδο επιβαλλόμενης άνωθεν λιτότητας, η οποία επιπλέον συμβαδίζει με απόλυτο έλεγχο της καθημερινής ζωής. Η ολομέτωπη επίθεση για την ολοσχερή καταστροφή της άτυπης οικονομίας και της μικροοικοδόμησης στη σημερινή Ελλάδα (Leontidou 2014, 2015a), καθιστά μάλλον πρωτότυπη και ανατρεπτική την εποχή της αυτοστέγασης. Η λαϊκή αυθόρμητη στέγαση και τα αυθαίρετα ‘πατάχθηκαν’ τα χρόνια της δικτατορίας με ‘νομιμοποιήσεις’ και κατεδαφίσεις, ενώ η χαριστική βολή δόθηκε με την ένταξη στην ΕΕ (Leontidou 1990/2006, 2014, 2015b). Στη συνέχεια η κρίση δημιούργησε άστεγους πληθυσμούς που κάποτε ζούσαν είτε σε παράγκες είτε στο πλαίσιο της διευρυμένης οικογένειας στα ιδιόκτητα σπιτάκια και συντηρούνταν από το διαμοιρασμό του εισοδήματος.
Επιπλέον σήμερα η κατοικία επιβαρύνεται πλέον από μια εισπρακτική στρατηγική που εκμεταλλεύεται στο έπακρο την ιδιομορφία της Ελλάδας να έχει τη (μικρο)ιδιοκτησία διεσπαρμένη σε πολλά χέρια από τα χρόνια της ενίσχυσης της ιδιοκατοίκησης από την ΕΑΠ: κάθε μικρο-ιδιοκτησία θα αποδώσει τον διογκωμένο ΕΝΦΙΑ, που αντιστοιχεί σε υπερεκτίμηση της ‘αντικειμενικής αξίας’ της. Με αυτό και με την υπερχρέωση, σύμφωνα πάντα με την τρόικα και τις κυβερνήσεις, οι δρόμοι της πόλης πλημμύρισαν ήδη από άστεγους, πριν ακόμα ξεκινήσουν οι απεχθείς κατασχέσεις.
Τι μας λένε λοιπόν οι μνήμες της δεκαετίας του 1920 για το σημερινό Ευρωπαϊκό πολιτισμό, ή μάλλον βαρβαρότητα (Λεοντίδου 2012); Αν εφαρμόζονταν το Μεσοπόλεμο πολιτικές όπως οι σημερινές, θα έπρεπε να έχουμε ξεχάσει την οικιστική αποκατάσταση, την εν γένει βελτίωση της ζωής των λαϊκών στρωμάτων και την άνοδο της μεσαίας τάξης. Το χειρότερο είναι ότι, στη σύγχρονη Αθήνα της κρίσης, αυτό που έχει πληγεί και είναι αμφίβολο αν ή πότε θα ζωντανέψει ξανά, είναι αυτό που έφεραν οι πρόσφυγες, αυτό που πρόσφεραν στους ντόπιους πληθυσμούς και τους συμπαρέσυραν σε αγώνες για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους, κινώντας ταυτόχρονα τους ιμάντες της ανάπτυξης και της προόδου την περίοδο του Mεσοπολέμου: αυτό που έχει πληγεί είναι η ελπίδα.
[1] Αναθεωρημένη δημοσίευση, με πρόσθετη τεκμηρίωση, των τριών πρώτων υποκεφαλαίων της δημοσίευσης στο LiFO τ. 498, 1.12.2016, σ. 50-59 (βλ. http://www.lifo.gr/articles/archaeology_articles/123864, όπου και χάρτης και φωτογραφίες).
Λεοντίδου, Λ. (2017) Φτωχογειτονιές της ελπίδας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/φτωχογειτονιές-της-ελπίδας/ , DOI: 10.17902/20971.70
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Σε σύγκριση με τις υπόλοιπες κεντρικές περιοχές της πόλης, ο Πειραιάς παρουσιάζει πληθυσμιακή στασιμότητα σε όλη την περίοδο μετά το 1950 [1] . Η στασιμότητα αυτή, μάλιστα, ξεκινά νωρίτερα. Ο Δήμος Πειραιώς (ΔΠ) καταγράφει τον μεγαλύτερο αριθμό κατοίκων (193.000) το 1928 (Μπουρνόβα, 2016), τον οποίο διατηρεί με μικρές αυξομειώσεις μέχρι σήμερα. Η πορεία αυτή είναι πολύ διαφορετική από την έντονη αύξηση και κατόπιν τη σημαντική κάμψη του Δήμου Αθηναίων (ΔΑ) ή τις αυξητικές τάσεις που παρουσιάζουν οι περιοχές γύρω από τον Δήμο Αθηναίων και, λιγότερο, εκείνες γύρω από τον Δήμο Πειραιώς (γράφημα 1).
Δήμοι περιοχής ΔΠ: Νίκαια, Κορυδαλλός, Κερατσίνι, Δραπετσώνα, Πέραμα, Αγ. Ι. Ρέντης
Δήμοι περιοχής ΔΑ: Βύρωνας, Γαλάτσι, Δάφνη, Ζωγράφου, Καισαριανή, Καλλιθέα, Νέα Σμύρνη, Υμηττός
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Απογραφές Πληθυσμού (https://panorama.statistics.gr/)
Η πληθυσμιακή στασιμότητα του Δήμου Πειραιώς σε απόλυτα μεγέθη μοιάζει να μην ακολούθησε καθόλου τη ραγδαία πληθυσμιακή αύξηση του συνόλου της πόλης (γράφημα 2) κατά τη μεταπολεμική περίοδο (Κοτζαμάνης, 1997).
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Απογραφές Πληθυσμού (https://panorama.statistics.gr/)
Παράλληλα, ο Δήμος Πειραιώς και, ως ένα βαθμό, οι Δήμοι που τον περικλείουν, εμφανίζουν μετά το 1980 μικρή πληθυσμιακή κάμψη, η οποία αντιστρέφεται ωστόσο ελαφρώς κατά τη δεκαετία του 1990 για να επανέλθει στη δεκαετία του 2000. Η εικόνα αυτή δεν διαφοροποιείται σημαντικά από εκείνη του Δήμου Αθηναίων και των περισσότερων όμορών του Δήμων, αφού όλες οι κεντρικές περιοχές του λεκανοπεδίου εμφανίζουν πληθυσμιακή κάμψη που μοιάζει να γενικεύεται από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Η μείωση του ειδικού πληθυσμιακού τους βάρους οφείλεται κυρίως στην εξάπλωση της πόλης καθώς και στη σταδιακή μετακίνηση της κατοικίας στα προάστια.
Η πληθυσμιακή αυτή κάμψη, ιδιαίτερα για τους δύο κεντρικούς δήμους, είναι ακόμη σημαντικότερη αν υπολογισθεί με σχετικούς όρους, δηλαδή ως εξέλιξη του ποσοστού των κεντρικών Δήμων στο συνολικό πληθυσμό της μητρόπολης. Η εικόνα για το σύνολο των κεντρικών περιοχών μετατρέπεται έτσι σε σαφή κάμψη (γράφημα 3). Η μείωση του ειδικού πληθυσμιακού βάρους στο σύνολο της πόλης για την περίοδο 1951-2011 είναι μεγαλύτερη για τον Δήμο Πειραιώς (-68%). Ο Δήμος Αθηναίων παρουσιάζεται μειωμένος κατά 57% και οι γύρω του Δήμοι κατά 12%, ενώ εκείνοι γύρω από τον Δήμο Πειραιώς κατά 34%.
Δήμοι περιοχής ΔΠ: Νίκαια, Κορυδαλλός, Κερατσίνι, Δραπετσώνα, Πέραμα, Ρέντης
Δήμοι περιοχής ΔΑ: Βύρωνας, Γαλάτσι, Δάφνη, Ζωγράφου, Καισαριανή, Καλλιθέα, Νέα Σμύρνη, Υμηττός
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Απογραφές Πληθυσμού (https://panorama.statistics.gr/)
Αναζητώντας ερμηνείες όσον αφορά τη δημογραφική συμπεριφορά των δύο βασικών κέντρων του λεκανοπεδίου και των περιοχών γύρω από αυτά μπορεί κανείς να αναφερθεί σε σειρά διαφορετικών παραγόντων. Καταρχάς, ο Πειραιάς δεν είχε τον ανάλογο με την Αθήνα ζωτικό χώρο για οικιστική επέκταση, τόσο με ποσοτικά όσο και ποιοτικά κριτήρια. Ο Δήμος Πειραιώς ήταν σχετικώς πυκνοδομημένος από την αρχή της μεταπολεμικής περιόδου, ενώ παράλληλα δεν διέθετε τις απαραίτητες πολεοδομικές (όπως φαρδείς οδικούς άξονες) και οικονομικές προϋποθέσεις (τιμές γης) παρά σε λίγες μόνο κεντρικές του περιοχές, οι οποίες όμως ήταν και οι πλέον ανεπτυγμένες. Η περιφέρεια του Δήμου και οι περισσότεροι όμοροι Δήμοι αποτελούσαν τις κατεξοχήν περιοχές όπου είχε αναπτυχθεί η λαϊκή περιφερειακή αυτοστέγαση και η αυθαίρετη δόμηση, με αποτέλεσμα να εξελιχθούν σε περιοχές όπου η κοινωνική και πολεοδομική μορφολογία εμπόδιζε, για μεγάλο διάστημα, την καθ’ ύψος οικοδόμησή τους.
Η διαφορά στην πληθυσμιακή ανάπτυξη μεταξύ των δύο κεντρικών Δήμων μοιάζει να έγκειται στο ότι το κέντρο της Αθήνας συντονίστηκε με τη ραγδαία ανάπτυξη της πόλης κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, στην οποία και συνέβαλε σημαντικά, σε αντίθεση με το Δήμο Πειραιώς που μέσα σε 60 χρόνια διατήρησε περίπου τον ίδιο αριθμό κατοίκων και χωρίς ιδιαίτερες διακυμάνσεις στην πορεία. Η διαφορά αυτή αντικατοπτρίζεται καθαρά στη δυναμική της οικοδόμησης στα δύο κέντρα: το κέντρο της Αθήνας οικοδομήθηκε μαζικά κατά την περίοδο 1946-1970 με τη διαδικασία της αντιπαροχής ως τόπος συγκέντρωσης του σύγχρονου τρόπου κατοικίας για τα μεσαία και υψηλά κοινωνικά στρώματα της εποχής. Εκείνο του Πειραιά ακολούθησε τη σχετική πορεία μια δεκαετία αργότερα, όταν είχαν ήδη αρχίσει να φαίνονται τα αρνητικά παρεπόμενα της οικιστικής ανάπτυξης με αυτόν τον τρόπο, ενώ τα μεσαία και υψηλότερα κοινωνικά στρώματα άρχιζαν να προτιμούν μαζικά την κατοικία στα βόρεια και τα νότια προάστια. Στο γράφημα 4 φαίνεται καθαρά η χρονική αυτή κρίσιμη ‘υστέρηση’ του Πειραιά στη διαδικασία οικοδόμησης νέων κατοικιών.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Απογραφή Πληθυσμού 2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Αν η περιορισμένη αύξηση του πληθυσμού του Πειραιά κατά τις δεκαετίες δυναμικής ανάπτυξης της πόλης οφείλονται ως ένα βαθμό στους παραπάνω παράγοντες, η περιορισμένη συρρίκνωσή του από το 1970 και μετά θα πρέπει ενδεχομένως να αποδοθεί στους τοπικούς κλάδους απασχόλησης που χωροθετούνται σχεδόν αποκλειστικά στον Πειραιά και στο γεγονός ότι η μετακίνηση στα προάστια είναι δυσκολότερη σε σύγκριση με εκείνη των Αθηναίων. Η ευρύτερη περιοχή του Πειραιά ουσιαστικά δεν διαθέτει προάστια επιθυμητά για κατοικία από τα υψηλά και μεσαία στρώματά του, ενώ τα βόρεια και νότια προάστια, όπως και η ανατολική Αττική βρίσκονται σε απόσταση αρκετά αποτρεπτική για καθημερινή μετακίνηση.
Ενδεικτικά, η καθημερινή μετακίνηση για εργασία προς τους Δήμους Αθηναίων και Πειραιώς, από προάστια που κατατάσσονται σε υψηλές θέσεις όσον αφορά τις αντικειμενικές αξίες ακινήτων, [2] παρουσίαζε την ακόλουθη εικόνα το 2001: 38.651 προς την Αθήνα και 4.806 προς τον Πειραιά (σχεδόν διπλάσια εισροή στην Αθήνα, λαμβάντας υπόψη τον πληθυσμό των δύο Δήμων). Ακριβέστερη σύγκριση, ωστόσο, παρουσιάζεται στο γράφημα 5, όπου καταγράφεται σαφώς η συγκριτική δυσκολία μετακίνησης από τα πιο απομακρυσμένα βόρεια προάστια προς τον Πειραιά.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Απογραφή Πληθυσμού 2001 (https://panorama.statistics.gr/)
Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό που συνδέεται με τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή σταθερότητα / στασιμότητα του Πειραιά σε σχέση με τον κεντρικό Δήμο της Αθήνας αφορά την εισροή μεταναστευτικού πληθυσμού κατά τη δεκαετία του 1990. Η κάμψη του πληθυσμού στο Δήμο Αθηναίων την περίοδο 1991-2001(-2%) παρουσιάστηκε παρά τη μεγάλη εισροή μεταναστών από την Ανατολική ευρώπη και από αναπτυσσόμενες χώρες εκτός Ευρώπης, το ποσοστό των οποίων το 2001 είχε φθάσει το 16,2% του πληθυσμού του Δήμου. Αντίθετα, ο Δήμος Πειραιώς παρουσίασε αύξηση 5,3% κατά την ίδια περίοδο, η οποία μάλιστα στηρίχθηκε πολύ λιγότερο στη μεταναστευτική παρουσία (8,4% του πληθυσμού του το 2001). Ανάλογη υπήρξε η εξέλιξη και κατά τη δεκαετία του 2000. Το 2011, ο μεταναστευτικός πληθυσμός (εξαιρουμένων πάντα των υπηκόων χωρών με υψηλό επίπεδο ανάπτυξης) είχε φθάσει σε 20,8% για το Δήμο Αθηναίων και 9,4% για το Δήμο Πειραιώς.
Είναι προφανές ότι αυτό που εμφανίζεται ως στασιμότητα ή και κάμψη στην πληθυσμιακή ανάπτυξη του Πειραιά κατά τις τελευταίες δεκαετίες είναι ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο που δεν μπορεί να εξετασθεί απομονωμένο από τις εξελίξεις στο σύνολο της πόλης. Είναι, επίσης, προφανές ότι και η όποια ανάπτυξη πολιτικών με στόχο ένα νέο δυναμισμό –δημογραφικό και ευρύτερο– δεν μπορεί να στηριχθεί σε μονοδιάστατες υποθέσεις και αναλύσεις.
[1] Προηγούμενη μορφή αυτού του κειμένου δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού ‘Π’ (Πειραιάς), Μάρτιος, 2011, σ. 7-9.
[2] Καταγράφηκαν ενδεικτικά, με βάση τα δεδομένα της Απογραφής Πληθυσμού του 2001 οι μετακινήσεις προς τους Δήμους Αθηναίων και Πειραιώς από κατοίκους των Δήμων Κηφισιάς, Ψυχικού, Φιλοθέης, Εκάλης, Αγίας Παρασκευής, Χαλανδρίου, Αμαρουσίου, Γλυφάδας, Βούλας και Βουλιαγμένης.
Μαλούτας, Θ. (2017) Πειραιάς 1951-2011: Δημογραφική στασιμότητα σε μια μητρόπολη με έντονες πληθυσμιακές διακυμάνσεις, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/πειραιάς-πληθυσμιακή-στασιμότητα/ , DOI: 10.17902/20971.69
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Ο αστικός δημόσιος χώρος, ως κοινωνική κατασκευή, διαμορφώνεται μέσω σχέσεων εξουσίας στο πλαίσιο των οποίων έρχονται αντιμέτωπες διαφορετικές θεωρήσεις και πρακτικές σχετικά με τη λειτουργία και τον έλεγχο του. Στο παρόν κείμενο εξετάζω τους τρόπους με τους οποίους ο δημόσιος χώρος παράγεται και διαμορφώνεται μέσα από αντιθετικές «εδαφικές παραγωγές», με πεδίο αναφοράς τις πλατείες Εξαρχείων, Αγίου Παντελεήμονα και Συντάγματος. Για την ανάλυση τους, στηρίζομαι στις παραμέτρους οι οποίες τέθηκαν από τον Kärrholm (2007, 2005) σχετικά με την εδαφική παραγωγή του χώρου (βλ. πίνακα 1).
Οι Deleuze και Guattari (1972, 1980) περιγράφουν την επικράτεια (territory) ως έναν οριοθετημένο χώρο, εντός του οποίου συναντάται μία διαφορετική πραγματικότητα σε σχέση με αυτήν η οποία επικρατεί εκτός των ορίων του. Η επικράτεια λειτουργεί ως μηχανή η οποία παράγει μία συγκεκριμένη τάξη (order) και οργανώνει τα ετερογενή στοιχεία ως συνάθροιση. Ταυτόχρονα, η επικράτεια παράγει ταυτότητες και με βάση αυτές διατηρεί τα σύνορα της με όρους ένταξης – αποκλεισμού οι οποίοι ενισχύονται από κανόνες, σήματα, οδηγίες και κατευθύνσεις. Τέλος, επικράτειες δεν αναπτύσσονται μόνο στον φυσικό χώρο αλλά και σε επινοημένους, όπως παραδείγματος χάριν η φιλοσοφία. Με βάση τα παραπάνω, ως εδαφική παραγωγή (territorial production) αναφερόμαστε στη διαδικασία παραγωγής οριοθετημένων περιοχών ελέγχου.
Σύμφωνα με τον Kärrholm (2005), η ανάλυση των σχέσεων εξουσίας με πεδίο αναφοράς τον δημόσιο χώρο μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα από τη διερεύνηση της αλληλεπίδρασης εδαφικών παραγωγών του χώρου με τη μορφή συσχετισμών, ιδιοποιήσεων, στρατηγικών και πρακτικών. Οι συσχετισμοί και ιδιοποιήσεις αποτελούν συνέπειες καθιερωμένων και τακτικών πρακτικών, οι οποίες δεν ενσωματώνουν στοιχεία σχεδιασμού και δε συνιστούν συνειδητές απόπειρες ελέγχου. Αντίθετα Οι στρατηγικές και οι πρακτικές, συνιστούν σχεδιασμένες απόπειρες ελέγχου και εκφράζουν συγκεκριμένες διεκδικήσεις. Επιπλέον, οι τακτικές εκφράζουν προσωποποιημένες διεκδικήσεις εκ μέρους ομάδων, οι οποίες αναπτύσσονται στον φυσικό χώρο. Αντίθετα, οι στρατηγικές διαμορφώνονται εκτός του φυσικού χώρου και αφορούν απρόσωπες και, συνήθως, διαμεσολαβημένες απόπειρες ελέγχου οι οποίες εμφανίζονται με τη μορφή κανόνων και σημάτων (Kärrholm, 2007).
Η ανάλυση που ακολουθεί στηρίζεται σε πρωτογενή δεδομένα της διδακτορικής μου διατριβής με τίτλο ‘Ο δημόσιος χώρος ως πεδίο αστικών συγκρούσεων. Η επίδραση των σχέσεων εξουσίας στη καθημερινότητα και τις πρακτικές χρήσης’ [1], η οποία εκπονήθηκε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ. Η παραγωγή των δεδομένων στηρίχθηκε σε μία επαγωγική, μικτή μεθοδολογική προσέγγιση με κύρια εργαλεία την εθνογραφική μελέτη (άμεση και συμμετοχική παρατήρηση, ημι-δομημένες και σε βάθος συνεντεύξεις) και την επισκόπηση μέσω ερωτηματολογίων τα οποία απευθύνθηκαν σε τυχαίο δείγμα χρηστών στους υπό διερεύνηση δημόσιους χώρους. Το κυρίως μέρος της έρευνας πραγματοποιήθηκε μεταξύ Μαΐου και Σεπτεμβρίου του 2014, ενώ συμπληρωματικές παρατηρήσεις πραγματοποιήθηκαν την άνοιξη του 2015.
Το παρόν άρθρο δεν αποτελεί περίληψη της διδακτορικής έρευνας (βλ. Pettas, 2015), αλλά απόπειρα επανεξέτασης των δεδομένων από τη σκοπιά της εδαφικής παραγωγής του χώρου, όπως αυτή αναφέρθηκε επιγραμματικά παραπάνω. Η συνεισφορά της προσέγγισης αυτής έγκειται στην ανάλυση των σχέσεων εξουσίας όχι αποκλειστικά μέσω της διερεύνησης των αλληλεπιδράσεων κρίσιμων αστικών παραγόντων αλλά και μέσω της αλληλεπίδρασης διαφορετικών και αντιθετικών εδαφικών παραγωγών.
Η πλατεία Εξαρχείων βρίσκεται στο κέντρο της ομώνυμης συνοικίας και η ευρύτερη περιοχή φιλοξενεί μικτές χρήσεις γης (κατοικία, εμπόριο, ψυχαγωγία). Δύο ομάδες καθιερωμένων πρακτικών στην πλατεία αλλά και στην ευρύτερη συνοικία παράγουν συγκεκριμένες συσχετίσεις και ιδιοποιήσεις οι οποίες διαμορφώνουν τις συνθήκες υπό τις οποίες οι σύγχρονες συγκρούσεις αναπτύσσονται [2]. Οι πρακτικές αυτές περιλαμβάνουν 1) τη χρήση της πλατείας για την πραγματοποίηση πολιτικών δράσεων εκ μέρους τοπικών και ευρύτερων κινημάτων και πολιτικών χώρων, απόρροια της υψηλής πυκνότητας κινηματικών και πολιτικών πρωτοβουλιών στην ευρύτερη περιοχή και 2) τη μαζική χρήση κάνναβης στην πλατεία εκ μέρους μεγάλου μέρους των χρηστών και επισκεπτών της.
Οι εδαφικές παραγωγές οι οποίες εμφανίζονται ως αποτέλεσμα των παραπάνω πρακτικών, περιλαμβάνουν 1) τη δημιουργία μίας ριζοσπαστικής επικράτειας στο συμβολικό επίπεδο και στη βάση μίας ισχυρής συμβολικής συνοχής μεταξύ τοπικών κινημάτων και πολιτικών χώρων, χρηστών και μέρους των καταστηματαρχών, 2) τακτικές ιδιοποίησης της πλατείας από κινήματα και πολιτικούς χώρους και 3) καθημερινές συσχετίσεις οι οποίες συνδέονται με τη μαζική χρήση κάνναβης και την ανάδειξη της πλατείας ως έναν υπερτοπικό χώρο αγοράς και κατανάλωσής της.
Στο πλαίσιο των παραπάνω πρακτικών και εδαφικών παραγωγών έχουν εδραιωθεί «περιφερειακές» τακτικές, οι οποίες δεν αναπτύσσονται από τους προαναφερθέντες συλλογικούς παράγοντες (τοπικά κινήματα και πολιτικοί χώροι). Οι τακτικές αυτές περιλαμβάνουν συχνές και εκτός πολιτικού πλαισίου συγκρούσεις ομάδων νεαρών με την αστυνομία, επιθέσεις σε πολιτικές ομάδες, δράσεις υποβάθμισης του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος [3], καθώς και την εδραίωση επιθετικών ομάδων οι οποίες σχετίζονται με το εμπόριο ναρκωτικών. Το σύνολο των παραπάνω εδαφικών παραγωγών (ιδιοποιήσεις, συσχετίσεις και περιφερειακές τακτικές) συνοδεύονται από περαιτέρω συνέπειες οι οποίες περιλαμβάνουν αφενός την περιορισμένη παρουσία επίσημων και θεσμικών παραγόντων (αστυνομία και υπηρεσίες του Δήμου Αθηναίων) και αφετέρου τον αποκλεισμό παιδιών, οικογενειών και ηλικιωμένων από τον χώρο της πλατείας.
Οι συνθήκες αποκλεισμού στη πλατεία Εξαρχείων διαμορφώνουν το περιεχόμενο των σύγχρονων συγκρούσεων και χτίζονται στη βάση δύο εδαφικών παραγωγών: των συσχετίσεων οι οποίες προκύπτουν από τη μαζική κατανάλωση κάνναβης και των τακτικών τοπικών επιθετικών ομάδων οι οποίες σχετίζονται με το εμπόριο ναρκωτικών. Οι ομάδες αυτές, σε μία απόπειρα εδραίωσης τους στην καθημερινότητα της πλατείας προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τη συμβολική συνοχή της περιοχής και παρουσιάζονται ως μέρος των τοπικών κινημάτων, με τα οποία εντούτοις δεν έχουν καμία σχέση. Στο πλαίσιο αυτό προβαίνουν σε επιθέσεις εναντίον κατοίκων, επισκεπτών αλλά και μελών τοπικών κινημάτων και πολιτικών ομάδων.
“Και αυτό καθιστά, το να μην μπορεί ο άλλος να βγει στην πλατεία να περάσει, να καθίσει. Είναι κάτι που δεν μπορεί κάποιος να περάσει από εκεί, δηλαδή η πλατεία κατευθείαν γίνεται για λίγους, δεν είναι για όλους. Από κει και πέρα το ζήτημα με τις μαφίες, πέρα από το εμπόριο, είναι… την ίδια στιγμή υπάρχει μια τρελή παραβατικότητα, υπάρχει βία. Υπάρχει βία μεταξύ τους, υπάρχει βία στους κατοίκους, όταν πάει κάποιος να τους μιλήσει να φύγουνε, δηλαδή πέφτει σωματική βία, δε μιλάμε για λεκτική βία. Βλέπουμε ότι υπάρχει ένας μεγάλος δεσμός με τα γύρω σχολεία, εκμεταλλεύονται και την οικονομική κρίση, ότι οι οικογένειες είναι σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, χρησιμοποιούνε παιδιά για το εμπόριο και αυτό βγάζει ρίζες. Την ίδια στιγμή εμπλέκεται ένα σύστημα που υπήρχε πάντα στα Εξάρχεια, προστασίας μαγαζιών, από συγκεκριμένες ομάδες, που μπλέκονται τώρα και με το εμπόριο και κάνουνε τους δικούς τους κόμβους, ελέγχου πια, της διακίνησης ροών κόσμου στην πλατεία. Δεν είναι μόνο έλεγχος εμπορίου, είναι έλεγχος του κόσμου.”, Επιτροπή Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων. |
Επιπλέον, τα τοπικά κινήματα και οι μαγαζάτορες αποδίδουν στην αστυνομία ρόλο είτε παρατηρητή είτε υποστηρικτή του εμπορίου ναρκωτικών.
“Οπότε το υποθάλπει (σ.σ. η αστυνομία), με αφάνεια βέβαια, αλλά όλοι το γνωρίζουμε αυτό, ότι γίνεται χρόνια, έτσι λειτουργεί το σύστημα και είναι το αμερικάνικο σύστημα, που δυστυχώς έχουμε και στην Ελλάδα. Οπότε καλώς ή κακώς το κράτος ξέρει τι γίνεται και τον έχει εδώ πέρα αυτόν το χώρο για να είναι ελεγχόμενο.”, καταστηματάρχης. |
Οι απόπειρες αναχαίτισης των φαινομένων αποκλεισμού από την πλατεία, με τη μορφή στρατηγικών και τακτικών, έρχονται από το μέρος των κινημάτων, των πολιτικών χώρων και των καταστηματαρχών. Τόσο αυτόνομα, όσο και μέσα από τη κοινή δομή της «Λαϊκής Συνέλευσης Εξαρχείων» η οποία δημιουργήθηκε την άνοιξη του 2014, αναπτύσσουν στρατηγικές και τακτικές οι οποίες επιχειρούν, ταυτόχρονα, αφενός να αντιπαρατεθούν ευθέως με το εμπόριο ναρκωτικών και τις τακτικές αποκλεισμού των τοπικών επιθετικών ομάδων και αφετέρου να δημιουργήσουν συνθήκες ενσωμάτωσης των αποκλεισμένων ομάδων χρηστών. Ταυτόχρονα, τα τοπικά κινήματα έχουν αντιληφθεί την απόπειρα των επιθετικών ομάδων να ενταχθούν στα κυρίαρχα νοήματα της περιοχής.
“Επίσης υπάρχουν αυτές οι ομάδες που προσπαθούν να σφετεριστούν διάφορους πολιτικούς χώρους και πολλές φορές να βγουν εξ’ ονόματός τους. Δηλαδή είναι ο μαφιόζος και σου λέει “είμαι αναρχικός, βλέπω ότι έχεις ξυρισμένο κεφάλι, σε θεωρώ χρυσαυγίτη, σε σπάω στο ξύλο”, τελεία, δεν υπάρχει συζήτηση […] Έχει επαφές, ή θεωρεί ότι έχει επαφές και με κάποιους χώρους… ε, όχι πολιτικούς, όχι στέκια, σε καμία περίπτωση, αλλά δεσμούς με κόσμο που μένει και ζει εκεί.”, Επιτροπή Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων. |
Ως εκ τούτου, επανανοηματοδοτούν έννοιες όπως αυτή της ελευθερίας με την εισαγωγή όρων όπως «κοινωνικός κανιβαλισμός», ο οποίος έρχεται να την οριοθετήσει και να τη συσχετίσει με τις υφιστάμενες συνθήκες στην περιοχή. Οι στρατηγικές των παραπάνω παραγόντων περιλαμβάνουν τη δημιουργία προσωρινών επικρατειών, εντός των οποίων οι παράγοντες αυτοί είναι οι κύριοι διαμορφωτές, με όρους ελέγχου και διαχείρισης της υφιστάμενης συμβολικής επικράτειας. Οι τακτικές περιλαμβάνουν τη δημιουργία επικρατειών όπου το εμπόριο ναρκωτικών και οι τακτικές αποκλεισμού δεν γίνονται ανεκτές και την απόπειρα εγκαθίδρυσης συσχετίσεων εκ μέρους των αποκλεισμένων ομάδων μέσω της εισαγωγής νέων χρήσεων και δράσεων και της κατασκευής φυσικών υποδομών προς χρήση από τις συγκεκριμένες ομάδες.
Οι αντιθετικές παραγωγές συνυπάρχουν στον χώρο αλλά όχι στον χρόνο της πλατείας. Οι εδαφικές παραγωγές αποκλεισμού έχουν επιτύχει την εδραίωση τους μέσα από την ένταξή τους στη καθημερινή ζωή και τους ρυθμούς του δημόσιου χώρου. Αντίθετα, οι εδαφικές παραγωγές ένταξης αποτελούν πρόσκαιρες και εξωτερικές, ως προς τους ρυθμούς αυτούς, επεμβάσεις. Η περίπτωση της πλατείας Εξαρχείων καθιστά σαφές ότι η κυριαρχία στο συμβολικό επίπεδο και η περιοδική πραγματοποίηση δράσεων δεν είναι επαρκής συνθήκη για την εγκαθίδρυση ελέγχου και τη δημιουργία σταθερών επικρατειών. Το γεγονός αυτό έχει γίνει αντιληπτό από τους παράγοντες ένταξης, οι οποίοι προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να επέμβουν στο επίπεδο της καθημερινότητας και να εγκαθιδρύσουν τακτικές και στρατηγικές αυτοαναπαραγωγικού χαρακτήρα, όπως η κατασκευή σταθερού εξοπλισμού ο οποίος απευθύνεται στους αποκλεισμένους χρήστες και η στέγαση της «Λαϊκής Συνέλευσης Εξαρχείων» σε κτήριο επί της πλατείας, η οποία συνοδεύτηκε από καθημερινές δράσεις και παρεμβάσεις.
“Υπάρχει αυτό που λέμε μια αντίσταση, αλλά πρέπει και αυτό να γίνει πιο οργανωμένα πιο συγκροτημένα, με διαρκείς δράσεις και μαζικότητα πάνω στην πλατεία.[…] Με το να φέρεις άλλες χρήσεις, το να αρχίσει ο άλλος να οικειοποιείται το χώρο. Όχι να περιμένει ο κόσμος πότε η πρωτοβουλία κατοίκων, η Κατάληψη Α, θα φέρουν άλλες χρήσεις. Αυτοί που θα βρεθούμε εκεί, είμαστε 3 άτομα και παίζουμε μουσική. Μπορούμε να μεταφέρουμε την πρόβα μας στην πλατεία εάν γίνεται; Την πρόβα μας στο χορό εκεί αν γίνεται; Να έχει χρήσεις δημόσιες ο χώρος από όλους. Δηλαδή μπορούνε να μεταφερθούνε καθημερινές χρήσεις εκεί;”, Επιτροπή Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων |
Η πλατεία Αγίου Παντελεήμονα βρίσκεται στην ομώνυμη συνοικία και η ευρύτερη περιοχή έχει ως κύρια χρήση την κατοικία. Η συνοικία του Αγίου Παντελεήμονα αποτέλεσε τις τελευταίες δεκαετίες τόπο εγκατάστασης μεταναστών (Antonopoulos and Winterdyk, 2006, Αράπογλου και άλλοι, 2009, Kandylis and Kavoulakos, 2012; Τσίγκανου, 2010). οι οποίοι αφενός αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα χρηστών της πλατείας και αφετέρου αντιπροσωπεύουν σχεδόν αποκλειστικά τις νεότερες ηλικιακά ομάδες χρηστών. Ως προϋπάρχουσα της σύγκρουσης, η εδαφική παραγωγή προκύπτει από τη συσχέτιση των μεταναστών με την καθημερινή χρήση του χώρου για ψυχαγωγία, παιχνίδι και κοινωνική αλληλεπίδραση.
Αντιτιθέμενοι σε αυτήν τη συσχέτιση, η τοπική «Επιτροπή Κατοίκων Αγίου Παντελεήμονα» και η νεοναζιστική οργάνωση της Χρυσής Αυγής ανέπτυξαν τακτικές αποκλεισμού των μεταναστών. Ο Καβουλάκος (2013) υποστηρίζει ότι αντίστοιχα φαινόμενα, τα οποία θεωρεί τμήμα ενός “κινήματος απόρριψης” των μεταναστών εντοπίζονται για πρώτη φορά στον Άγιο Παντελήμονα το 2008 και είναι στη συγκεκριμένη περιοχή όπου το κίνημα αυτό είχε την πλέον έντονη παρουσία και αποτελεσματική – ως προς τους σκοπούς του – δράση. Οι τακτικές αυτές συνιστούν απόπειρες ελέγχου του δημόσιου χώρου και παρουσιάζονται ως διεκδίκηση της επανάχρησης του από Έλληνες. Εντούτοις, μέσω της έρευνας πεδίου, δεν εντοπίστηκαν πρακτικές αποκλεισμού ελλήνων χρηστών εκ μέρους ομάδων μεταναστών, είτε με τη μορφή ιδιοποιήσεων, είτε με τη μορφή τακτικών. Επιπλέον, δεν έχουν ως στόχο υφιστάμενες πρακτικές ή νέο-εγκαθιδρυμένες χρήσεις εκ μέρους των μεταναστών αλλά αναπτύσσονται στη βάση αντιπαράθεσης με την ταυτότητα του «ξένου», ενσωματώνοντας ρατσιστικές αφηγήσεις. Πρακτικές οι οποίες αναπτύσσονται ως μέρος των τακτικών αυτών περιλαμβάνουν την κατάληψη της πλατείας από υποστηρικτές και συμμετέχοντες στο κίνημα απόρριψης με ταυτόχρονη εκδίωξη μεταναστών χρηστών, βίαιες ευθείες επιθέσεις σε μετανάστες και διοργάνωση πολιτικών εκδηλώσεων από τη Χρυσή Αυγή [4].
Με βάση τα παραπάνω, το περιεχόμενο της σύγκρουσης αφορά θέματα ταυτότητας και δικαιωμάτων χρήσης. Ταυτόχρονα, ο δημόσιος χώρος δεν αποτελεί διακύβευμα της σύγκρουσης αλλά παράμετρο της, καθώς σε αυτόν είναι εμφανής η πληθυσμιακή μεταβολή στην ευρύτερη περιοχή. Υπό το πρίσμα αυτό μπορεί να ερμηνευτεί και το κλείσιμο της παιδικής χαράς επί της πλατείας, η οποία αποτελούσε μία καθημερινή υπενθύμιση του γεγονότος ότι ο νεανικός πληθυσμός της περιοχής αφορά κυρίως παιδιά μεταναστών. Οι παραπάνω τακτικές, αφενός με την υποστήριξη σημαντικού μέρους κατοίκων και καταστηματαρχών και αφετέρου συνεπικουρούμενες από ευρύτερες στρατηγικές του κράτους (θεσμικό και νομικό πλαίσιο σε σχέση με ζητήματα μετανάστευσης και ανοχή των τακτικών αποκλεισμού), δημιουργούν στην πλατεία μία επικράτεια ανασφάλειας.
Αντιθετικές τακτικές ένταξης αναπτύχθηκαν από πρωτοβουλίες κατοίκων και πολιτικούς χώρους της ευρύτερης περιοχής, καθώς και από αντιρατσιστικές και πολιτικές οργανώσεις. Εντούτοις, η επικράτεια ανασφάλειας εκτείνεται και στους συμμετέχοντες στους παραπάνω παράγοντες, η μεμονωμένη ή συλλογική παρουσία των οποίων αντιμετωπίζει βίαιες επιθέσεις και αποδοκιμασία. Οι τακτικές ένταξης οι οποίες αναπτύσσονται αφορούν πρόσκαιρες και ευάλωτες εδαφικές παραγωγές και πραγματοποιούνται κυρίως μέσω της διοργάνωσης πολιτιστικών δράσεων οι οποίες έχουν ως στόχο την ενίσχυση των συσχετίσεων των μεταναστών με τον συγκεκριμένο δημόσιο χώρο.
“Δεν μπορούσαμε να έχουμε αποτέλεσμα. Ακόμα και να την ανοίγανε την παιδική χαρά, στο βαθμό που δε μπορούσαν να μαζέψουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων που ασκούσαν τρομοκρατία, δε θα μπορούσε να γίνει τίποτα. Γι’ αυτό νομίζω ο λόγος ήταν συμβολικός, δε θέλαν να ανοίξει. Ήταν ότι “εμείς έχουμε κλειστή την παιδική χαρά”. Αυτό δεν έπρεπε να αλλάξει. Να μην ακουστεί ότι άνοιξε η παιδική χαρά. Συμβολικά, δηλαδή, γιατί ούτως ή άλλως ήταν υπό κατάληψη η πλατεία […]. Μετά έγινε η κατάληψη της πλατείας. Δεν μπορούσαμε ούτε να περάσουμε από την πλατεία. Δηλαδή πολλοί από εμάς που είμαστε γνωστοί, ούτε από τους γύρω δρόμους. Πράγμα που δεν ισχύει τώρα, τώρα έχουνε συμμαζευτεί, δεν είναι πια επιθετικοί, έχουνε μια άλλη συμπεριφορά […]. Τον τελευταίο καιρό – από τότε που έγινε η κατάληψη – δεν μπορούσαμε να διοργανώσουμε τίποτα. Μόνο κάτι που κάναμε, και το κάναμε όχι μόνοι μας, το κάναμε με την Ανοιχτή Πόλη και με άλλες αντιρατσιστικές κινήσεις, το κάναμε τον Οκτώβριο, την πρώτη εκδήλωση – και έγινε μεγάλη εκδήλωση πράγματι – υπήρχε κάλεσμα στην αθηναϊκή κοινωνία και ανταποκρίθηκε ο κόσμος, ο οποίος ήταν φοβισμένος”, Κίνηση Κατοίκων 6ου Διαμερίσματος. |
Τα αποτελέσματα της έντασης μεταξύ των αντιθετικών εδαφικών παραγωγών εντείνονται από το γεγονός ότι, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει παραδείγματος χάριν στην πλατεία Εξαρχείων, δεν παρατηρείται συνοχή των χρηστών και των καταστηματαρχών σε σχέση με το περιεχόμενο της σύγκρουσης, με αποτέλεσμα τη διάχυση της σύγκρουσης σε πολλά επίπεδα. Επιπλέον, οι συνθήκες σύγκρουσης στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα συνοδεύονται από την υποβάθμιση της περιοχής με οικονομικούς όρους: τα καταστήματα περιμετρικά της πλατείας παραμένουν στην πλειονότητά τους κλειστά, ενώ ταυτόχρονα οι πραγματικές αξίες γης και τα ενοίκια εμφανίζουν σημαντική πτώση, μεγαλύτερη σε σχέση με γειτονικές συνοικίες.
“Πράγματι, είναι πιο έντονη στον Άγιο Παντελεήμονα (σ.σ. η μείωση τιμών ακινήτων σε σχέση με γειτονικές περιοχές). Θα’ λεγα παίζει ρόλο ίσως και η προβολή που δώσανε τα ΜΜΕ γενικότερα στον Άγιο Παντελεήμονα και ξέρεις αυτά είναι πολύ εύκολο να διαμορφώνουν άποψη στον κόσμο και νομίζω ότι αυτό παίζει το σημαντικότερο ρόλο. Δηλαδή, η τηλεόραση κυρίως, που δείχνει συνέχεια ρεπορτάζ της περιοχής, της συγκεκριμένης περιοχής… Kαι η παρουσία των κατοίκων στα ΜΜΕ τους γυρίζει μπούμερανγκ, γιατί ο κόσμος βλέπει ότι η περιοχή εκεί πέρα δεν είναι ό,τι καλύτερο και αυτό συνέχεια ρίχνει τις τιμές, απαξιώνει την περιουσία τους. Άρα, οι ίδιοι ουσιαστικά συμμετέχουν στην απαξίωση της περιουσίας τους.”, Γ.Α., εταιρία Real Estate |
Η πλατεία Συντάγματος είναι ένας από τους πλέον κεντρικούς και συμβολικούς δημόσιους χώρους της Αθήνας. Ταυτόχρονα,εμπίπτει στον ορισμό του Iveson (1998) περί τελετουργικών δημόσιων χώρων. Στους τελετουργικούς δημόσιους χώρους προνομιακή θέση έχει το κράτος, καθώς αποτελούν κεντρικούς δημόσιους χώρους μεγάλου μεγέθους οι οποίοι είναι συνήθως συνδεδεμένοι με ιστορικά γεγονότα και επενδυμένοι με ισχυρούς συμβολισμούς, νοήματα και φαντασιακές προεκτάσεις. Για τους λόγους αυτούς χρησιμοποιούνται τόσο ως τόποι εορτασμού, όσο και ως τόποι πραγματοποίησης κεντρικών γεγονότων διαμαρτυρίας. Η πλατεία Συντάγματος εμπίπτει και στην περιγραφή του αφηρημένου χώρου από τον Lefebvre (1974):
“Ο αφηρημένος χώρος είναι πολιτικός, εγκαθιδρύεται από το κράτος, είναι θεσμικός. Μοιάζει ομοιογενής, χωρίς απαραίτητα να είναι, έχει ως τελικό στόχο την ομοιογένεια και την εξάλειψη των διαφορών”
Η ευρύτερη περιοχή φιλοξενεί, σχεδόν αποκλειστικά, οικονομικές και διοικητικές λειτουργίες. Εντοπίζονται αφενός εμπορικά καταστήματα, πολυτελή ξενοδοχεία, υπηρεσίες και αφετέρου πλήθος κτηρίων διοίκησης, όπως υπουργεία, πρεσβείες και δημόσιες υπηρεσίες, με κυρίαρχο το κτήριο της Βουλής των Ελλήνων. Επιπλέον, η πλατεία Συντάγματος αποτελεί ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα τουριστικά τοπόσημα της Αθήνας. Ελλείψει καθημερινών ιδιοποιήσεων από συγκεκριμένες ομάδων χρηστών, με μόνη εξαίρεση την παρουσία skaters, η κεντρικότητα και η χωροθέτηση της πλατείας, καθώς και η λειτουργία του σταθμού του ΜΕΤΡΟ, αποτελούν βασικούς διαμορφωτές των καθημερινών παραγωγών του χώρου μέσω συσχετίσεων.
Η παρουσία των χρηστών σχετίζεται με ευρύτερες οικονομικές δραστηριότητες, όπως η μετακίνηση από και προς χώρους εργασίας και κατανάλωσης. Η πλατεία Συντάγματος λειτουργεί συνεπικουρικά στην οικονομική επικράτεια στην ευρύτερη περιοχή. Στην περίπτωση της πλατείας Συντάγματος αναπτύσσονται συσχετίσεις λόγω θέσης, με κύριες ατομικές πρακτικές χρήσης, τη διάσχιση της πλατείας, τη σύντομη ανάπαυση και τη συνάντηση στο πλαίσιο οικονομικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις άλλες περιπτώσεις της έρευνας, οι συσχετίσεις αυτές δε συνοδεύονται από πρακτικές αποκλεισμού χρηστών.
Όπως υπονοείται και στον ορισμό των τελετουργικών δημόσιων χώρων, ιδιοποιήσεις αναπτύσσονται από ένα πλήθος παραγόντων: επίσημες και θεσμικές δομές (Κράτος, τοπική αυτοδιοίκηση, πολιτικά κόμματα), δυνάμεις της αγοράς και κινήματα. Παραδείγματα αντίστοιχων προσωρινών εδαφικών παραγωγών μέσω χρήσης αποτελούν οι παρελάσεις οι πολιτιστικές και κοινωνικές εκδηλώσεις του Δήμου Αθηναίων, οι κομματικές συγκεντρώσεις, οι εκδηλώσεις παραγόντων της αγοράς, καθώς και γεγονότα διαμαρτυρίας. Σε κάθε περίπτωση, οι παραπάνω εδαφικές παραγωγές είτε ενισχύουν, είτε αδυνατούν να αμφισβητήσουν τη σταθερή λειτουργία της πλατείας Συντάγματος ως επικράτεια ελεγχόμενη από το Κράτος και την οικονομία.
Η σταθερότητα μίας επικράτειας ελεγχόμενης από το κράτος και την οικονομία στηρίζεται σε στρατηγικές και τακτικές κυρίως εκ μέρους των θεσμικών δομών. Στις στρατηγικές μπορούν να ενταχθούν σχεδιαστικές και αναπτυξιακές πρωτοβουλίες οι οποίες ενισχύουν τον χαρακτήρα της ευρύτερης περιοχής. Στις τακτικές εντάσσονται η ισχυρή αστυνομική παρουσία σε αναντιστοιχία με περιστατικά παραβατικότητας, η άμεση απομάκρυνση ιχνών τα οποία θεωρούνται ασύμβατα με το χαρακτήρα της οικονομικής επικράτειας, όπως αφίσες ή γκράφιτι, αλλά και ευθείες επεμβάσεις της αγοράς στο φυσικό περιβάλλον και τις υποδομές του δημόσιου χώρου [5]. Συνολικά, σε ότι αφορά την περίπτωση της πλατείας Συντάγματος, έχουμε μία ελεγχόμενη επικράτεια εντός της οποίας κυρίαρχο ρόλο έχουν το κράτος, η τοπική αυτοδιοίκηση και δυνάμεις της οικονομίας. Η μόνη αντιθετική εδαφική παραγωγή αφορά ιδιοποιήσεις εκ μέρους των κινημάτων και απουσιάζουν απόλυτα αντιθετικές απόπειρες ελέγχου με τη μορφή τακτικών.
Οι διαφορετικές εδαφικές παραγωγές στους τρεις υπό έρευνα δημόσιους χώρους είναι, στη πλειονότητά τους, περιοδικές, εφήμερες και ευάλωτες. Το γεγονός αυτό αποτελεί απόρροια της ανάπτυξής τους παράλληλα με αντιθετικές εδαφικές παραγωγές, όπως κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο σε συνθήκες σύγκρουσης. Ως εξαιρέσεις εμφανίζονται 1) αφενός το σύνολο της πλατείας Συντάγματος, όπου έχουμε μία ξεκάθαρη επικράτεια ελεγχόμενη από το κράτος, τη τοπική αυτοδιοίκηση και την οικονομία και 2) τη «ριζοσπαστική επικράτεια» στην πλατεία Εξαρχείων και την ευρύτερη περιοχή η οποία όμως αφενός εγκαθιδρύεται στο συμβολικό επίπεδο και αφετέρου μεταφράζεται μόνο μερικώς στο επίπεδο της καθημερινότητας. Και στις δύο περιπτώσεις μπορεί να γίνει αναφορά στην ύπαρξη επικράτειας καθώς στην πλατεία Συντάγματος δεν εμφανίζονται προσωποποιημένες απόπειρες ελέγχου από παράγοντες εκτός των κυρίαρχων, ενώ στην πλατεία Εξαρχείων τα κυρίαρχα νοήματα, παρά τις αντιθετικές απόπειρες ερμηνείας τους, δεν αμφισβητούνται.
Με βάση την ανάλυση των τριών περιπτώσεων της έρευνας, εντοπίζονται συγκεκριμένες παράμετροι της εδαφικής παραγωγής σε συνθήκες σύγκρουσης. Αρχικά, από τις διαφορετικές μορφές εδαφικής παραγωγής, αυτή που συνδέεται σε μεγαλύτερο βαθμό με τη συνθήκη της σύγκρουσης είναι οι τακτικές, οι οποίες αποτελούν συνειδητή απόπειρα ελέγχου, αναπτύσσονται στο φυσικό χώρο και, τέλος, σε συνθήκες σύγκρουσης συνιστούν απόπειρες αντιπαράθεσης με άλλες μορφές εδαφικής παραγωγής. Από τις τρεις περιπτώσεις έρευνας, μόνο σε αυτήν της πλατείας Συντάγματος παρατηρείται παγιωμένη επικράτεια, καθώς απουσιάζουν τακτικές οι οποίες να αμφισβητούν τον έλεγχο της από το κράτος, την τοπική αυτοδιοίκηση και την οικονομία. Επιπλέον, η παράμετρος της συνειδητής απόπειρας ελέγχου είναι αυτή που διαφοροποιεί την ισχύ και τα αποτελέσματα παρόμοιων πρακτικών. Έτσι, οι εκδηλώσεις κινημάτων συνιστούν τακτικές στην πλατεία Εξαρχείων αλλά ιδιοποιήσεις στη πλατεία Συντάγματος, ενώ το ίδιο παρατηρείται σε σχέση με τις κομματικές συγκεντρώσεις στη πλατεία Αγίου Παντελεήμονα και στην πλατεία Συντάγματος.
Ως ιδιαίτερα κρίσιμη αναδεικνύεται η παράμετρος του χρόνου και των ρυθμών. Εδαφικές παραγωγές οι οποίες αποτελούν μέρος της καθημερινότητας του δημόσιου χώρου εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα ανθεκτικότητας σε σχέση με εκείνες οι οποίες αναπτύσσονται ως αποτέλεσμα περιοδικών τακτικών, ακόμη και στην περίπτωση της πλατείας Εξαρχείων όπου το σύνολο των τοπικών αστικών παραγόντων αντιτίθεται σε αυτές. Τέλος, ο βαθμός και ο τρόπος εμπλοκής των χρηστών είναι καθοριστικός. Ανεξαρτήτως περιεχομένου, συσχετίσεις οι οποίες παράγονται από την πλειονότητα των χρηστών, όπως η κατανάλωση κάνναβης και οι συσχετίσεις των μεταναστών με ψυχαγωγία και παιχνίδι είναι αρκετά ανθεκτικές σε αντιθετικές τακτικές και στρατηγικές.
[1] http://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/36254″ target=”_blank”>http://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/36254″>http://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/36254
[2] Στην πλατεία Εξαρχείων εμφανίζονται επιπλέον εδαφικές παραγωγές, όπως ιδιοποιήσεις μέσω οικονομικής δραστηριότητας (λειτουργία υπαίθριων χώρων καταστημάτων, λαϊκή αγορά επί της πλατείας κ.ά.). Εντούτοις, το παρόν κείμενο εστιάζει σε εδαφικές παραγωγές οι οποίες σχετίζονται άμεσα με τις συνθήκες σύγκρουσης και αποκλεισμού στον συγκεκριμένο δημόσιο χώρο.
[3] Παραδείγματος χάριν καταστροφές αγαλμάτων και υποδομών οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τον Δήμο Αθηναίων αλλά και τοπικά κινήματα, καταστροφές μέσων μαζικής μεταφοράς (βλ. ενδεικτικά http://www.efsyn.gr/arthro/vandalismos-stin-protomi-tis-lelas-karagianni-sta-exarheia και http://www.efsyn.gr/arthro/fotia-se-tria-trolei-konta-sto-polytehneio )
[4] Στην πλατεία Συντάγματος, συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις πολιτικών κομμάτων εντάσσονται στις ιδιοποιήσεις και όχι στις τακτικές,καθώς δε συνιστούν απόπειρες ελέγχου. Εντούτοις, αντίστοιχες εκδηλώσεις της Χρυσής Αυγής στη πλατεία Αγίου Παντελεήμονα συνιστούν απόπειρες ελέγχου τόσο στο επίπεδο του δημόσιου χώρου όσο και της ευρύτερης συνοικίας, καθώς συνοδεύονται από πρακτικές αλλά και αφηγήσεις αποκλεισμού.
[5] Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της πραγματοποίησης εργασιών αποκατάστασης από ιδιοκτήτη ξενοδοχείου (http://www.aftodioikisi.gr/ota/dimoi/oasi-egine-i-plateia-sintagmatos-pos-apektise-tin-palia-tis-omorfia-aigli-foto/)
Πέττας, Δ. (2017) Η παραγωγή του χώρου σε συνθήκες σύγκρουσης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/χώρος-σε-συνθήκες-σύγκρουσης/ , DOI: 10.17902/20971.68
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το παρόν άρθρο αποτελεί μέρος της έρευνας που διεξήγαγα στα πλαίσια της διδακτορικής μου διατριβής με θέμα το περπάτημα και τις πεζοδρομήσεις στο κέντρο της Αθήνας (Kanellopoulou, 2015). Σκοπός μου, σε αυτό το λήμμα, είναι να αναδείξω την ιστορική εξέλιξη των πολιτικών πεζοδρομήσεων και τους βασικούς φορείς σχεδιασμού του δημόσιου χώρου στην ελληνική πρωτεύουσα . Αν και βρισκόμενη στο περιθώριο της ευρωπαϊκής ζώνης σε θέματα πολιτικών ήπιας κινητικότητας (ESPON-TEMS), η Αθήνα γνωρίζει από το 1970 και μετά πολυάριθμα έργα μικρής και μεγάλης κλίμακας που αλλάζουν αισθητά την ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος και τον τρόπο που αυτό γίνεται αντιληπτό από τον πεζό κατά τη διάρκεια των καθημερινών του διαδρομών. Παρά τις αρχικές στοχεύσεις του Δήμου Αθηναίων και του κράτους, για δημιουργία ενός ολοκληρωμένου δικτύου πεζοδρόμων αλλά και το από το 1960 (Ζήβας, 2003) ήδη ανακοινωθέν όραμα ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων, τα έργα ολοκληρώνονται μόνο σε ένα βαθμό. Ο αποσπασματικός χαρακτήρας των πεζοδρομήσεων στις συνοικίες των εφτά διαμερισματικών ενοτήτων και τα έργα ανάπλασης οδικών αξόνων, μητροπολιτικής εμβέλειας των τελευταίων χρόνων εγείρουν ερωτήματα καταρχάς ως προς τη γεωγραφική «εγγραφή» των πεζοδρομήσεων αλλά και ως προς τον πολεοδομικό και συμβολικό τους ρόλο στη διαμόρφωση και στη χρήση του δημόσιου χώρου της πόλης.
Η παρούσα έρευνα στηρίζεται στη συλλογή στοιχείων από πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές. Στις πρωτογενείς πηγές ανήκουν σαράντα συνεντεύξεις που πραγματοποίησα κατά την περίοδο μεταξύ 2011 και 2014 με φορείς του ευρύτερου δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην Αθήνα καθώς και διάφοροι αδημοσίευτοι χάρτες της εποχής (1970-1990), οι οποίοι και μου χορηγήθηκαν δωρεάν στα πλαίσια των συνεντεύξεων. Στις δευτερογενείς πηγές ανήκουν τεχνικά κείμενα και άρθρα της εποχής τα οποία ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευτεί στα αρχεία του Δήμου Αθηναίων και των αναφερόμενων κάθε φορά στις πηγές οργανισμών/αρχείων. Τους χάρτες σε υπόβαθρο GIS επιμελήθηκε ο Σταύρος-Νικηφόρος Σπυρέλλης βάση στοιχείων της διατριβής μου.
Όταν στη δεκαετία του 70, οι σκαπάνες των συνεργείων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων (ΥΔΕ), άλλαζαν οριστικά το τοπίο στην πολύβουη οδό Βουκουρεστίου μετατρέποντας την σε πεζόδρομο, μεγάλο μέρος των ΜΜΕ, των καταστηματαρχών αλλά και του πολιτικού κόσμου θα αντιδράσει θεωρώντας το έργο ως εξωραϊστική παρέμβαση μη ικανή να δώσει λύσεις στις ανάγκες της πόλης (Μάνος, 2013). Σε εξώφυλλο του Δελτίου Συλλόγων Αρχιτεκτόνων του 1978 (Εικόνα 1), σκίτσο του ΚΥΡ παρουσιάζει εφημεριδοπώλη εν μέσω μιας πλημμυρισμένης Βουκουρεστίου να φωνάζει ‘Εφημερίδεες…Η Βουκουρεστίου Πεζόδρομοοος’. Τη χρονιά των μεγάλων πλημμυρών της Αθήνας, αλλά και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 80, τα έργα διαμόρφωσης του δημόσιου χώρου μοιάζουν να είναι, για τους περισσότερους Αθηναίους, μια πολυτέλεια ενώ οι συζητήσεις γύρω από τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, κενός λόγος ή φαντασίωση κάποιων πολεοδόμων (Μάνος, 2013). Μέσα σε ένα κλίμα δυσπιστίας, μία ομάδα αρχιτεκτόνων, πολεοδόμων και σχεδιαστών του Υπουργείου Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΥΧΟΠ) θα ξεκινήσει τη σύνταξη μελέτης για την ενοποίηση χώρων πρασίνου και σημαντικών μνημείων του κέντρου της Αθήνας μέσω αναβαθμισμένων για τον πεζό διαδρομών (Εικόνα 2).
Πηγή: Αρχείο Α. Γερόνικου – Τεχνικές Υπηρεσίες Δήμου Αθηναίων
Πηγή: Αρχείο Σ.Κούλη
Η ομάδα, που υπόκειται στην Ειδική Υπηρεσία Δημοσίων Έργων [1] Αναβάθμισης Ελεύθερων Κοινοχρήστων Χώρων και Ανάπλασης Περιοχών (ΕΥΔ.Ε – ΑΕΚΧΑΠ), αποτελείται από υπαλλήλους και εξωτερικούς συνεργάτες του Υπουργείου οι οποίοι κάτω απο τη στήριξη του τότε Υπουργού Χ.Ο.Π Στέφανου Μάνου, θέτουν τα θεμέλια ενός μεγαλόπνοου σχεδίου ανάδειξης της ιστορικής φυσιογνωμίας του κέντρου και απόδοσης τμήματος του δημόσιου χώρου στους πεζούς [2]. Η πεζοδρόμηση της οδού Βουκουρεστίου δε θα έρθει ως κεραυνός εν αιθρία. Έχει ήδη ξεκινήσει η εφαρμογή μέρους της μελέτης αναβάθμισης της ιστορικής συνοικίας της Πλάκας, η οποία εκτός των πολυάριθμων επεμβάσεων στο κτιριακό απόθεμα, προβλέπει και την κατασκευή εκτεταμένου δικτύου πεζοδρόμων (Εικόνα 3) εντός της παραδοσιακής συνοικίας (Μιχαήλ, 1986).
Πηγή: Φυλλάδιο του ΥΧΟΠ, 1980, Aρχείο Ν. Ρεμούνδου-Τριανταφύλλη
Στην Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του 80, το όραμα ενός πεζοδρομημένου κέντρου, γίνεται σχέδιο που παίρνει σταδιακά σάρκα και οστά μέσω παραλλήλων αν και όχι πάντα συντονισμένων δράσεων του Υπουργείου και των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου της Αθήνας. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται εδώ να υπογραμμιστεί ότι η εμφανής στροφή της πολεοδομικής πολιτικής σε θέματα αναπλάσεων και πεζοδρομήσεων δημοσίων χώρων οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών με μία νέα γενιά αρχιτεκτόνων (Τουρή, 2013) αλλά και στη σύμπνοια στόχων και πολιτικών μεταξύ τοπικών και κεντρικών αρχών. Από την πλευρά του Υπουργείου, το σχέδιο ανάπλασης του κέντρου στοχεύει στη δημιουργία πλέγματος πεζοδρομήσεων που θα ενώνει ιστορικές πλατείες, σημαντικά μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους (Κούλης, 2014) (Εικόνα 4).
Πηγή: Α.Γιαννόπουλος 1980
Από την πλευρά του Δήμου, η Διεύθυνση Σχεδίου Πόλεως, η Διεύθυνση Αρχιτεκτονικής και η Διεύθυνση Έργων μελετούν και κατασκευάζουν πολυάριθμες πεζοδρομήσεις μικρής κλίμακας στις γειτονιές των εφτά δημοτικών διαμερισμάτων (σήμερα διαμερισματικών ενοτήτων) (Χάρτης 1, Γράφημα 1 & 2).
Οι μελετητές εντός της ΕΥΔΕ – ΑΕΚΧΑΠ πειραματίζονται τόσο σε σχεδιαστικό όσο και σε κατασκευαστικό επίπεδο, δοκιμάζοντας υλικά και συζητώντας επί τω έργω-με τα συνεργεία αυτεπιστασίας ή τους εργολάβους- σχετικά με τις διαφορετικές δυνατότητες κατασκευής (Εικόνα 5). Οι υπάλληλοι των τεχνικών υπηρεσιών διαμορφώνουν έτσι μέρα με τη μέρα μια ιδία τεχνογνωσία βασισμένη στην παρατήρηση, στη δοκιμή και στην προσαρμογή στο αθηναϊκό τοπίο. Ο Δήμος Αθηναίων, σε συνεργασία με το ΥΧΟΠ, στο πλαίσιο του προγράμματος Πεζόδρομοι, ολοκληρώνει πολυάριθμες πεζοδρομήσεις μικρής κλίμακας σε πυκνοκατοικημένες γειτονιές του κέντρου κυρίως γύρω απο σχολεία, εκκλησίες και μικρά πλατώματα σε συμβολές δρόμων (Σκιαδά, 2013) (Εικόνα 6).
Πηγή: Δ.Κανελλοπούλου, 2014
Πηγή: Αρχείο Σχεδίου Πόλεως Δήμου Αθηναίων
Μέχρι και τη δεκαετία του 90, το παράδειγμα της Πλάκας είναι το μόνο ολοκληρωμένο σχέδιο εκτεταμένης πεζοδρόμησης συνοικίας. Το μεγαλύτερο μέρος των πεζοδρομήσεων αφορά αποσπασματικές στο χώρο παρεμβάσεις ενώ συχνό είναι το φαινόμενο όπου η κατασκευή ενός πεζοδρόμου προηγείται της επικύρωσης αυτού από το Δημοτικό Συμβούλιο του Δ.Α και της θεσμοθέτησης από το Υπουργείο μέσω τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου πόλεως (Εικόνα 7) (Kanellopoulou, 2015).
Πηγή: Αρχείο Σχεδίου Πόλεως Δήμου Αθηναίων
Πέρα όμως από την καθαρά πολεοδομική του σημασία, ως αποτελεσματική λύση βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης στο πυκνοκατοικημένο αστικό ιστό, ο πεζόδρομος αποκτά μεγάλη συμβολική σημασία. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό ‘εργαλείο’ στα χέρια της πολιτικής εξουσίας η οποία βρίσκει σε αυτό το μέσο ένα φτηνό τρόπο (αποφεύγοντας την απαλλοτρίωση ιδιωτικής γης) ριζικής παρέμβασης στο δημόσιο χώρο με αποτελέσματα, αμέσως ορατά, στην τοπική κοινωνία (Τουρή, 2013). Από την πλευρά του Δήμου, οι πεζοδρομήσεις, ξεκινούν τις περισσότερες φορές κατόπιν αίτησης ενός ή και περισσοτέρων κατοίκων (Παπακωνσταντίνου, 2012). Οι υπεύθυνοι μηχανικοί του Δήμου ελέγχουν τη δυνατότητα αποκλεισμού της κυκλοφορίας των οχημάτων στην υπό εξέταση κάθε φορά οδό, τις πολεοδομικές επιπτώσεις μιας πιθανής πεζοδρόμησης στο σύνολο της συνοικίας και προτείνουν, μέσω τεχνικής μελέτης παρουσιαζόμενης στο δημοτικό συμβούλιο την οριστική μετατροπή του δρόμου σε πεζόδρομο. Παρά τον αποσπασματικό τους χαρακτήρα (Χάρτης 2) οι πολυάριθμες πεζοδρομήσεις, ολοκληρωμένες από τα συνεργεία του Δήμου, θα αλλάξουν αισθητά το μικροκλίμα και την αισθητική των δρόμων στις γειτονιές της Αθήνας (Τσιώρα, 1998), εξοικειώνοντας παράλληλα τους Αθηναίους με έννοιες όπως δημόσιος χώρος, ελεύθερος χρόνος, φράγμα πρασίνου και πεζόδρομος (Ρεμούνδου, Πανέτσος, 1994).
Μετά απο μια ιδιαίτερα παραγωγική δεκαετία πεζοδρομήσεων μικρής κλίμακας, η αρχή της δεκαετίας του ‘90 θα σηματοδοτήσει την έναρξη μια εποχής νέων πολιτικών και προτεραιοτήτων τόσο εντός του Δήμου όσο και εντός του Υπουργείου. Η δημιουργία, το 1995, της Εταιρείας Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας (ΕΑΧΑ) (Φ.Ε.Κ 909/B/1997), σηματοδοτεί την απόφαση του Υπουργείου να επέμβει δραστικά και σε μεγάλη κλίμακα στο δημόσιο χώρο του κέντρου της πόλης. Ο νέος φορέας χρίζεται υπεύθυνος για την ολοκλήρωση και την εφαρμογή του μεγαλόπνοου σχεδίου ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της πόλης (Εικόνα 8).
Πηγή: Αρχείο Σχεδίου Πόλεως Δήμου Αθηναίων
Με την Αθήνα να μπαίνει σταδιακά στην αρένα του τουριστικού ανταγωνισμού μεταξύ ευρωπαϊκών πρωτευουσών μετά τα μέσα της δεκαετίας ’90 (Fola, 2011), η αναβάθμιση της εικόνας του κέντρου παρουσιάζεται ως στοίχημα που θα συσπειρώσει μέρος του πολιτικού και δημοσιογραφικού κόσμου γύρω απο την ιδέα ενός « αναγκαίου » για τους δημόσιους χώρους της πρωτεύουσας λίφτινγκ (Κεχαγιά, 2011, Ζιαμπάκας, 2015). Η ΕΑΧΑ ξεκινάει το έργο της έχοντας ως στόχο την ολοκλήρωση περισσότερων από 145 επεμβάσεων μέσα σε δέκα χρόνια [3]. Η ΕΑΧΑ εδραιώνει τη θέση της ως φορέας σχεδιασμού του δημόσιου χώρου και χτίζει τη φήμη της χάρη στην ολοκλήρωση ενός έργου που θα αποτελέσει σταθμό για τα αθηναϊκά δεδομένα. Η μετατροπή της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου, περιφερειακού δρόμου του λόφου της Ακρόπολης, σε πεζόδρομο μήκους δύο σχεδόν χιλιομέτρων, ολοκληρώνεται το 2001 (Καλαντίδης, 1998). Ο πεζόδρομος (Εικόνα 9), ενώνει το σταθμό του Θησείου με την οδό Μακρυγιάννη και τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Η πεζοδρόμηση, είναι συμβολικής σημασίας καθώς σηματοδοτεί την έναρξη μιας εποχής μελετών και έργων μητροπολιτικής εμβέλειας. Τα τελευταία φέρουν νέα χαρακτηριστικά που αφορούν τόσο την αισθητική των χώρων όσο και τη διαδικασία υλοποίησης των παρεμβάσεων [4]. Εισάγονται έτσι νέοι φορείς διαχείρισης αλλά και διαδικασίες παραγωγής δημόσιου χώρου,ο σχεδιασμός του οποίου βρίσκεται έως το 1990 αποκλειστικά εντός των αρμοδιοτήτων του κράτους και του Δήμου.
Πηγή: Αρχείο ΕΑΧΑ ΑΕ
Δέκα χρόνια μετά την ολοκλήρωση της Δ. Αρεοπαγίτου, η ιδέα μιας ακόμη πεζοδρόμησης μεγάλης κλίμακας έρχεται στο προσκήνιο με την ανακοίνωση του διαγωνισμού Rethink Athens [5]. Εν μέσω οικονομικής κρίσης αλλά και γενικευμένων κοινωνικών προβλημάτων στο κέντρο της Αθήνας [6], η επένδυση του ΥΠΕΚΑ στο φιλόδοξο έργο ανάπλασης της οδού Πανεπιστημίου (Τζαναβάρα, 2011) δείχνει μια συνειδητή επιλογή της κεντρικής εξουσίας να προωθήσει μια ριζική επέμβαση στο φυσικό χώρο της πόλης ως κυρίαρχη απάντηση στην κρίση εικόνας και οικονομίας της πρωτεύουσας (Kanellopoulou, 2015). Η ιδέα της πεζοδρόμησης της οδού Πανεπιστημίου εμφανίζεται ήδη από το 1983 στο πλαίσιο της πρότασης του τότε ΥΔΕ για το Ρυθμιστικό Σχέδιο της πρωτεύουσας (με τίτλο Αθήνα και πάλι Αθήνα) (Τριποδάκης, 2014) (Εικόνες 10 & 11). Το 2010 το ΥΠΕΚΑ αναθέτει τελικά στο ΕΜΠ μελέτη με θέμα τη διερεύνηση μερικής πεζοδρόμησης του άξονα της Πανεπιστημίου (Εικόνα 12) και σεναρίων για την επέκταση της γραμμής του τραμ έως τα Πατήσια (ΥΠΕΚΑ, ΕΜΠ, 2011). Παρά το πάγωμα του έργου (Καραμανώλη, Λάλος, 2015), η έκταση η οποία λαμβάνει η δημόσια συζήτηση (Πορτάλιου, 2011, Χατζημιχάλης, 2011) σχετικά με την ανάπλαση της οδού, έχει μεγάλη πολιτική –και κατ’επέκταση πολεοδομική- σημασία για δύο κυρίως λόγους. Αποτελεί καταρχάς εφαλτήριο για την εμβάθυνση του κοινωνικού διαλόγου σε θέματα σχεδιασμού του δημόσιου χώρου της πρωτεύουσας είναι όμως συγχρόνως και έναυσμα για τη μετατόπιση του προβληματισμού από το ερώτημα του ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος των δημόσιων χώρων στη διαμόρφωση της εικόνας της πόλης, στο ποιος μπορεί να είναι ο κοινωνικός ρόλος του δημόσιου χώρου στη λειτουργία της τελευταίας.
Πηγή: Aρχείο Σ. Κούλη
Πηγή: OKRA, 2012
Παρατηρώντας το χάρτη των πεζοδρομήσεων που έχουν ολοκληρωθεί στο ιστορικό κέντρο απο τη δεκαετία του 1970 και μέχρι σήμερα (Χάρτης 1, Διάγραμμα 1 & 2), γίνεται εμφανές ότι αυτές συγκεντρώνονται στο νότιο-δυτικό τμήμα της πόλης, και βρίσκονται σε άμεση σχέση με πόλους μεγάλης διοικητικής, τουριστικής ή οικονομικής σημασίας (Χάρτης 3). Η θέση της Πανεπιστημίου εντός του αστικού ιστού έχει ιδιαίτερη συμβολική σημασία ως προς τον κοινωνικό ρόλο του οδικού άξονα ως δημόσιου χώρου. Η λεωφόρος αποτελεί ένα ισχυρό φυσικό όριο μεταξύ γειτονιών υποκείμενων σε επεκτεινόμενες τουριστικές δραστηριότητες (Πλάκα, Μοναστηράκι, εμπορικό τρίγωνο, Ακρόπολη) και γειτονιών μεικτών χρήσεων, κατοικίας μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, χώρων πολιτικής ζύμωσης (Σχολές, Σύλλογοι κ.α.) και έντονης καλλιτεχνικής δημιουργίας (βιβλιοπωλεία, λέσχες κ.α). Ο ίδιος ο άξονας αποτελεί, παραδοσιακά, χώρο πολιτικής έκφρασης και ενώνει δύο απο τις ιστορικότερες πλατείες της πρωτεύουσας.
Απο τα τέλη της δεκαετίας του 90, η πεζοδρόμηση μικρής κλίμακας ως μέσο βελτίωσης του περιβάλλοντος σε επίπεδο γειτονιάς, θα μπει στο περιθώριο των πολιτικών ανάπλασης δημοσίου χώρου. Αντίθετα, οι αναπλάσεις μεγάλης κλίμακας προωθούνται παράλληλα τόσο από την πλευρά του Υπουργείου όσο και από την πλευρά του Δήμου (Σταυρογιάννη, 2014) [7]. Παρά τη γενικευμένη ρητορική (από την πλευρά του κράτους) ως προς τη σημασία απόδοσης δημόσιου χώρου στον πεζό, το περπάτημα αποτελεί μετ’ εμποδίων δραστηριότητα σε πολλές γειτονιές της Αθήνας [8]. Παράλληλα με τη διάδοση διαφόρων κινημάτων πολιτών [9], σχετικά με θέματα διεκδίκησης δημόσιου χώρου (Καβουλάκος, 2013) η διάδοση πολιτικών αστικών αναπλάσεων μεγάλης κλίμακας σε ιστορικές συνοικίες, δρόμους και εντός κατοικημένων περιοχών, εγείρει ερωτήματα και εγείρει την ανάγκη διεύρυνσης του δημόσιου διαλόγου σε νέα ίσως βάση ο τελευταίος θα κληθεί σύντομα, να απεμπλακεί από το δίπολο των «συν» και των «πλην» κάθε έργου και να στρέψει ίσως το βλέμμα στο ίδιο το υποκείμενο των έργων – τον περιπατητή, πεζό, κάτοικο, πολίτη – και στο ρόλο του τελευταίου ως αποδέκτη αλλά κυρίως ως παραγωγό του δημόσιου χώρου.
Το μεγαλύτερο μέρος των στοιχείων που παρουσιάζονται στο παραπάνω κείμενο βασίζεται σε συνεντεύξεις και αδημοσίευτο υλικό απο τα προσωπικά αρχεία των ερωτηθέντων. Θα ήθελα ως εκ τούτου να ευχαριστήσω θερμά τους : Στρατή Κούλη, Τασία Λαγουδάκη, Στέφανο Μάνο, Νούλη Μελαμπιανάκη, Ήλια Ιατρού, Έλλη Παπακωνσταντίνου, Άννα Σκιαδά, Βάγια Τουρή και Αλέξανδρο Τριποδάκη. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω θερμά τον Σταύρο-Νικηφόρο Σπυρέλλη για την επιμέλεια των χαρτών 1 και 2 που συνοδεύουν το παρόν κείμενο.
[1] Εντός του Υ.Χ.Ο.Π δύο Διευθύνσεις είναι υπεύθυνες για τα έργα δημοσίου χώρου : η Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού και η Ε.Υ.Δ.Ε Α.Ε.Κ.Χ.Α.Π (βλ. Φ.Ε.Κ 68/Α/1978).
[2] Η περίμετρος του οποίου οριοθετείται το 1979 (ΦΕΚ 567/Δ/1979)
[3] Βλ. Πρόγραμμα Ε.Α.Χ.Α όπως αυτό δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ 909/B/1997
[4] Το Υ.ΠΕ.Κ.Α ψηφίζει την αναθεώρηση του νομοθετικού πλαισίου που ορίζει τις διαδικασίες διεξαγωγής και χρηματοδότησης δημοσίων έργων (βλ. Ν. 4014/2011 και κυρίως το άρθρο 29, συμπληρωμένο απο τα άρθρα 2 και 2α του Ν.3316/2005)
[5] Πρόγραμμα ανάπλασης της ευρύτερης ζώνης γύρω από την οδό Πανεπιστημίου. Το πρόγραμμα εγκρίνεται από το ΥΠΕΚΑ, την Αττικό Μετρό καθώς και από τους υπουργούς οικονομικών και ανάπτυξης
[6] Μετά το 2008, ο Δήμος Αθηναίων μειώνει τις δαπάνες του ως προς το σχεδιασμό νέων δημόσιων χώρων και διοχετεύει τους διατιθέμενους πόρους στη συντήρηση και στην καθαριότητα των δημοσίων χώρων. Βλ. Έλλη Παπακωνσταντίνου, προσωπική συνέντευξη, 02/07/2014.
[7] Βλ. το πρόγραμμα του Δήμου Αθηναίων Relaucnhing Athens (www.cityofathens.gr)
[8] Ηλία Νομικού, προσωπική συνέντευξη, 20/05/2013, Δώρα Φαρδέλα, προσωπική συνέντευξη, 21/08/2013, Έλσα Τσεκούρα, προσωπική συνέντευξη, 04/08/2012
[9] Αναφέρομαι κυρίως στο κίνημα των Ελεύθερων Χώρων (βλ. Παρατηρητήριο Ελεύθερων Χώρων Αθήνας-Αττικής) αλλά και σε διάφορες πρωτοβουλίες κατοίκων (βλ. Λόφοι Φιλοπάππου https://filopappou.wordpress.com/ »)
Κανελλοπούλου, Δ. (2016) Πεζοδρομήσεις στο κέντρο της Αθήνας : σύντομο ιστορικό και ερωτήματα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/πεζόδρομοι-στην-αθήνα/ , DOI: 10.17902/20971.66
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
European Platform on Mobility Management, “Tems The EPOMM Modal Split Tool”, www.epomm.eu/tems
Ένα από τα νέα φαινόμενα που έχουν αναδειχθεί με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα είναι η δυσκολία πρόσβασης των νοικοκυριών στην ενέργεια. Από το ξέσπασμα της κρίσης χρέους στην Ελλάδα το 2010 ένας συνδυασμός παραγόντων (μειώσεις εισοδημάτων, αύξηση φόρων, άνοδος ανεργίας, αύξηση τιμών καυσίμων, συρρίκνωση προνοιακών παροχών, κ.τ.λ.) έχει οδηγήσει πολλά νοικοκυριά σε αδυναμία κάλυψης των ενεργειακών τους αναγκών για θέρμανση, δροσισμό, φωτισμό ή και μαγείρεμα, όπως δείχνει και μία σειρά από σχετικές έρευνες (Santamouris et al 2013; Πάνας 2012; WWF και Public Issue 2013; Dagoumas & Kitsios 2014) και κατ’ επέκταση σε μεταβολή των ατομικών και συλλογικών πρακτικών σε σχέση με την οικιακή κατανάλωση ενέργειας.
Το φαινόμενο αυτό, δηλαδή ο αποκλεισμός ή η ανεπαρκής πρόσβαση των νοικοκυριών στην ενέργεια, το οποίο περιγράφεται ως ενεργειακή φτώχεια ή ενεργειακή αποστέρηση, έχει βρεθεί τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα και την Ευρώπη (Healy 2004; Walker & Day 2012; Atanasiu 2014; Santamouris et al 2007). Στις περισσότερες περιπτώσεις ωστόσο, τόσο στο επίπεδο των πολιτικών όσο και στο επίπεδο της ακαδημαϊκής συζήτησης, το φαινόμενο συνδέεται με τεχνικά και οικονομικά δεδομένα, όπως είναι οι τιμές των καυσίμων, τα εισοδήματα και η ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη γεωγραφικές του διαστάσεις όπως αυτές διαμορφώνονται μέσα από τις διαδικασίες παραγωγής του αστικού χώρου και ιδιαίτερα τις ατομικές και συλλογικές πρακτικές σε επίπεδο κατοικίας, γειτονιάς και πόλης (Chatzikonstantinou & Vatavali 2016). Ειδικά για την περίπτωση της Αθήνας, θεωρούμε ότι τα ζητήματα της οικιακής κατανάλωσης ενέργειας και ιδιαίτερα οι διαμάχες και οι προκλήσεις που συνδέονται με τη θέρμανση μπορούν να εμπλουτίσουν τη συζήτηση για τις επιπτώσεις της κρίσης στις χωροκοινωνικές σχέσεις και ανισότητες, τόσο στο επίπεδο της πόλης, όσο και στο επίπεδο της πολυκατοικίας, ενός τύπου κτιρίου που έχει παίξει κομβικό ρόλο στις διαδικασίες αστικής ανάπτυξης της Αθήνας μεταπολεμικά.
Η γεωγραφική κατανομή της ενεργειακής φτώχειας στην Αθήνα δεν έχει μέχρι σήμερα διερευνηθεί με λεπτομέρεια, μεταξύ άλλων και λόγω της πρόσφατης ανάδειξής της σε σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα, της έλλειψης κατάλληλων ποσοτικών δεδομένων και των δυσκολιών πρόσβασης σε στοιχεία στο επίπεδο της γειτονιάς ή του οικοδομικού τετραγώνου. Στο άρθρο αυτό επιδιώκουμε τη διαμόρφωση μιας πρώτης μακροσκοπικής εικόνας των χωροκοινωνικών διαστάσεων της ενεργειακής φτώχειας, εστιάζοντας στο Δήμο Αθηναίων. Για το σκοπό αυτό συγκεντρώσαμε και επεξεργαστήκαμε πρωτογενή δεδομένα για τα χαρακτηριστικά και τη χρήση των κτιρίων, τα οικογενειακά εισοδήματα, την κατανάλωση ενέργειας, καθώς και τη συμμετοχή των νοικοκυριών σε προγράμματα επιδότησης ενέργειας, προκειμένου να δημιουργήσουμε μία σειρά από σχετικούς χάρτες. Η παράλληλη μελέτη των χαρτών αυτών δίνει τη δυνατότητα να εξάγουμε γενικά και επιμέρους συμπεράσματα για τις χωροκοινωνικές διαστάσεις της ενεργειακής αποστέρησης στην Αθήνα της κρίσης. Η διερεύνηση αυτή επεκτείνει τα ευρήματα έρευνας για τις αναδυόμενες γεωγραφίες της ενεργειακής φτώχειας στην Αθήνα που πραγματοποιήθηκε το 2015 μέσα από συνεντεύξεις με νοικοκυριά που μένουν σε πολυκατοικίες στο Δήμο Αθηναίων, χαρτογραφήσεις ποσοτικών στοιχείων και αξιολόγηση πολιτικών [1].
Τα στοιχεία που αξιοποιήθηκαν για την παραγωγή των χαρτών αντλήθηκαν από φορείς του δημοσίου. H επεξεργασία των χαρτών που στηρίζονται σε στοιχεία της απογραφής του 2011 της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) έγινε ανά απογραφικό τομέα, ενώ οι χάρτες που βασίζονται σε στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων (ΓΓΠΣ) καθώς και της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, του Διαχειριστή του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.) και της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Κοινωνικής Ασφάλισης (ΗΔΙΚΑ Α.Ε.) οργανώθηκαν ανά τομέα ταχυδρομικού κώδικα. Να σημειώσουμε τέλος πως τα όρια των επεξεργασιών μας καθορίστηκαν από τις δυσκολίες και τους περιορισμούς στην πρόσβαση σε ποσοτικά στοιχεία (προστασία προσωπικών δεδομένων, μη ανταπόκριση φορέων, εμπορικοί περιορισμοί κλπ).
Η πλειοψηφία των κτιρίων του Δήμου Αθηναίων είναι πολυκατοικίες που έχουν κατασκευαστεί τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες με το σύστημα της αντιπαροχής. Η παλαιότητα και τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά του κτιριακού αποθέματος [2], σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ελάχιστα κτίρια έχουν δεχθεί συστηματικές παρεμβάσεις συντήρησης ή αναβάθμισης στο διάστημα από την κατασκευή τους μέχρι σήμερα, συγκροτούν ένα σώμα κτιρίων με σοβαρά λειτουργικά προβλήματα, ιδιαίτερα ως προς την ενεργειακή απόδοση. Σε ότι αφορά ειδικότερα στη θέρμανση, η πλειοψηφία των πολυκατοικιών διαθέτει κεντρικά συστήματα που δεν επιτρέπουν διαφορετικές επιλογές σε σχέση με τη χρήση της κεντρικής θέρμανσης στο επίπεδο των διαμερισμάτων. Τέλος, σε ότι έχει να κάνει με τις χρησιμοποιούμενες πηγές ενέργειας, αυτές συνδέονται μεταξύ άλλων με τα δίκτυα υποδομών που υπάρχουν στις συνοικίες της Αθήνας και κυρίως με την ύπαρξη ή μη δικτύου φυσικού αερίου.
Όπως φαίνεται από τη χαρτογράφηση των στοιχείων της απογραφής της ΕΛΣΤΑΤ του 2011, στο σύνολο του Δήμου Αθηναίων τα ποσοστά των κτιρίων που δεν έχουν καθόλου μόνωση είναι ιδιαίτερα υψηλά. Στο κέντρο της Αθήνας και σε περιοχές όπως ο Άγιος Παύλος, η πλατεία Αττικής, η Κυψέλη και τα Πατήσια, υπάρχουν ενότητες όπου το ποσοστό των κτιρίων χωρίς μόνωση ξεπερνά το 80%. Στις περιφερειακές περιοχές του Δήμου Αθηναίων (Σεπόλια, Άνω Πατήσια, Άνω Κυψέλη, Πολύγωνο) και σε επιμέρους περιοχές του κέντρου (πχ η περιοχή γύρω από το Λυκαβηττό) οι κατοικίες χωρίς μόνωση είναι λιγότερες, κάτι που συνδέεται με την ύπαρξη μεγαλύτερου ποσοστού κατασκευών που χτίστηκαν μετά το 1979, οπότε η μόνωση των κτιρίων έγινε υποχρεωτική [3].
Η χρήση του πετρελαίου ως κύρια μορφή ενέργειας για θέρμανση είναι ιδιαίτερα μεγάλη σε περιφερειακές συνοικίες του Δήμου Αθηναίων (Αμπελόκηποι, Γκύζη, Άνω Κυψέλη, Άνω Πατήσια, Ριζούπολη, Προμπονάς, Σεπόλια, Ακαδημία Πλάτωνα, Πετράλωνα, Γούβα, Νέος Κόσμος) και αρκετά περιορισμένη σε κεντρικές συνοικίες (Εμπορικό Τρίγωνο, Άγιος Παντελεήμονας, Κάτω Πατήσια, Εξάρχεια, Μουσείο, Νεάπολη, Κολωνάκι, Ιλίσια, Παγκράτι, Πλάκα, Κουκάκι, Θησείο, Μεταξουργείο, Κεραμεικός, Γκάζι), ενώ αντίθετη είναι η εικόνα με τη χρήση του φυσικού αερίου ως κύρια πηγή θέρμανσης. Το γεγονός αυτό συνδέεται με τον τρόπο ανάπτυξης του δικτύου παροχής φυσικού αερίου που εδώ και πολλές δεκαετίες καλύπτει κυρίως τις κεντρικές συνοικίες της Αθήνας. Επίσης, παρότι από το 2000 «απαγορεύεται η χρήση πετρελαίου για τη θέρμανση νερού και των χώρων των κατοικιών» στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας [4], από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (2011) προκύπτει ότι η χρήση πετρελαίου για τη θέρμανση των κατοικιών, αν και χαμηλότερη από άλλες περιοχές του Δήμου Αθηναίων, συνεχίζει να είναι σε σημαντικά επίπεδα.
Παρότι η πρόσβαση σε ποσοτικά στοιχεία για την οικιακή κατανάλωση ενέργειας στις ελληνικές πόλεις είναι δύσκολη ή σε κάποιες περιπτώσεις αδύνατη, υφιστάμενες έρευνες δίνουν μία γενική εικόνα των τάσεων από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, επισημαίνοντας τη μεγάλη μείωση της κατανάλωσης σε όλες τις μορφές ενέργειας [5], αλλά και τις μεγάλες αλλαγές στις χρησιμοποιούμενες μορφές ενέργειας για κάλυψη των αναγκών των νοικοκυριών [6].
Στο επίπεδο του Δήμου Αθηναίων δεν έχει καταγραφεί το μέγεθος του προβλήματος και μία γενική εικόνα διαμορφώνεται από τη σύνθεση επιμέρους πληροφοριών. Σύμφωνα με τον Γενικό Διευθυντή της ΕΠΑ Αττικής ΑΕ, περίπου 33% των πολυκατοικιών στην Αθήνα δεν χρησιμοποίησαν την κεντρική θέρμανση το χειμώνα του 2012-2013 και περίπου 44% το χειμώνα του 2013-2014 [7]. Η εικόνα αυτή συμπληρώνεται με τα στοιχεία του ΔΕΔΔΗΕ σύμφωνα με τα οποία η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας την περίοδο 2008-2015 στο Δήμο Αθηναίων έχει μειωθεί κατά μέσο όρο 12% ανά οικιακή παροχή. Ως προς την κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης στην Αττική, με βάση στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει μείωση από 920.664 τόνους το 2008 σε 271.792 τόνους το 2013, διαφορά που αντιστοιχεί σε μείωση της τάξης του 70,5%. Πέρα από τη γενικότερη συρρίκνωση των εισοδημάτων και την άνοδο των διεθνών τιμών ενέργειας, η παραπάνω μείωση συνδέεται άμεσα με τις εφαρμοζόμενες πολιτικές και κυρίως με την αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης το 2012 κατά 450% που προωθήθηκε με στόχο τον περιορισμό της διακίνησης καυσίμων στη μαύρη αγορά και την αύξηση των κρατικών εσόδων.
Σε όλη την έκταση του Δήμου Αθηναίων υπάρχει μείωση στην κατανάλωση της ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ του 2008 και του 2015, με εξαίρεση κάποιους μικρούς θύλακες στο κέντρο της πόλη όπου σημειώνεται ελαφρά αύξηση. Το εύρος της μείωσης παρουσιάζει μεγάλες διαφοροποιήσεις. Ειδικότερα, σε κάποιες περιοχές του κέντρου (Ομόνοια, πλατεία Βάθης, Μεταξουργείο, Ψυρρή, Γεράνι) οι μειώσεις είναι ιδιαίτερα υψηλές, καθώς κυμαίνονται μεταξύ 25% και 40% ανά οικιακή παροχή. Σημαντικές μειώσεις στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας σημειώνονται στις περιοχές ανάμεσα στον άξονα της Πατησίων και την γραμμή του ΗΣΑΠ, στα Σεπόλια, την Κυψέλη, αλλά και στην περιοχή του Αρχαιολογικού Μουσείου, την Πλάκα και το Κολωνάκι. Η χαμηλότερη μείωση παρατηρείται στις βόρειες παρυφές του Δήμου Αθηναίων (Άνω Πατήσια, Ριζούπολη, Προμπονά), αλλά και στο Πολύγωνο, το Γηροκομείο και τους Αμπελόκηπους.
Λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση της ενεργειακής αποστέρησης, από το 2012 μέχρι σήμερα έχουν εφαρμοστεί μία σειρά από πολιτικές και έκτακτα μέτρα για την κάλυψη των αναγκών πρόσβασης σε ενέργεια συγκεκριμένων κοινωνικών και εισοδηματικών ομάδων με χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης, υιοθέτηση κοινωνικού τιμολογίου για οικιακούς καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος, επανασυνδέσεις ηλεκτροδότησης, δωρεάν παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, ευνοϊκούς διακανονισμούς για χρέη σε παρόχους ενέργειας, χαμηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας τις μέρες που οι καιρικές συνθήκες ευνοούν τη δημιουργία νέφους και εκπτώσεις σε συνεπείς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας. Οι χάρτες που προκύπτουν από την επεξεργασία των διαθέσιμων στοιχείων για τα παραπάνω προγράμματα μάς δίνουν τη δυνατότητα αφενός να αποτιμήσουμε γεωγραφικές διαστάσεις της ενεργειακής φτώχειας και γενικότερα της φτώχειας στην Αθήνα και αφετέρου να αξιολογήσουμε τις χωρικές πτυχές των πολιτικών και μέτρων για την ενεργειακή φτώχεια.
Σε μία κατεύθυνση υποστήριξης των νοικοκυριών για την κάλυψη των αναγκών τους σε θέρμανση, από το χειμώνα του 2012-2013 έως και το χειμώνα του 2015-2016 το Υπουργείο Οικονομικών εφάρμοσε διαδοχικά προγράμματα επιδότησης πετρελαίου θέρμανσης, με δικαιούχους νοικοκυριά χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων [8] . Σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου το χειμώνα του 2013-2014 το σύνολο των δικαιούχων του επιδόματος ήταν 184.973 και το χειμώνα του 2014-2015 ήταν 351.043 (Υπουργείο Οικονομικών 2014), ενώ από τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων προκύπτει πως ειδικότερα στο Δήμο Αθηναίων οι δικαιούχοι του προγράμματος ήταν 12.057 το 2013, 21.935 το 2014 και 23.012 το 2015.
Από τη χαρτογραφική επεξεργασία των στοιχείων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων προκύπτει ακόμα πως την περίοδο 2012-2015 οι συγκεντρώσεις των δικαιούχων του επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης είναι μεγαλύτερες στις περιφερειακές περιοχές του Δήμου Αθηναίων. Ειδικότερα για παράδειγμα το 2014 μεγάλες συγκεντρώσεις δικαιούχων του επιδόματος εμφανίζονται στα Σεπόλια, τη Ριζούπολη, τα Άνω Πατήσια, την Άνω Κυψέλη, το Πολύγωνο, το Γηροκομείο και το Νέο Κόσμο. Η εικόνα αυτή συνδέεται με τη μεγάλη συγκέντρωση κτιρίων στα οποία η κεντρική θέρμανση λειτουργεί με πετρέλαιο, καθώς το δίκτυο φυσικού αερίου δεν καλύπτει αυτές τις περιοχές στο σύνολό τους, και τη μεγάλη συγκέντρωση κτιρίων κατοικίας και νοικοκυριών που πιθανά δικαιούνται το επίδομα πετρελαίου θέρμανσης. Αντανακλά ακόμα τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια των διαδοχικών προγραμμάτων επιδότησης πετρελαίου θέρμανσης, τα οποία είναι γενικά διευρυμένα και περιλαμβάνουν πέρα από τους φτωχούς ευρύτερα μεσαία στρώματα. Είναι επίσης ενδεικτικό ότι οι περιοχές εκατέρωθεν της οδού Πατησίων, παρότι συγκεντρώνουν υψηλά ποσοστά φτώχειας, δεν παρουσιάζουν μεγάλη συμμετοχή στο πρόγραμμα, αφενός διότι καλύπτονται από το δίκτυο του φυσικού αερίου και έτσι πολλά κτίρια δεν χρησιμοποιούν πετρέλαιο για θέρμανση, αφετέρου διότι εκεί κατοικούν μεγάλα ποσοστά μεταναστών, που είτε αποκλείονται στην πράξη από το πρόγραμμα λόγω έλλειψης απαραίτητων εγγράφων, είτε δεν έχουν πρόσβαση σε πληροφόρηση. Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε πως ο Χάρτης των δικαιούχων του επιδόματος θέρμανσης δεν αποτυπώνει απαραίτητα τη κατανομή της ενεργειακής φτώχειας στο χώρο, γιατί η εικόνα που δίνει προκύπτει ως συνδυασμός παραγόντων που δεν συνδέονται άμεσα με την αδυναμία πρόσβασης στην ενέργεια.
Το 2015 το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ανακοίνωσε πρόγραμμα για τα νοικοκυριά που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας με το οποίο, παράλληλα με επιδόματα σίτισης και ενοικίου, παρέχεται δωρεάν ηλεκτρικό ρεύμα έως 300kwh μηνιαίως και δωρεάν επανασύνδεση και ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των καταναλωτών η παροχή των οποίων είχε διακοπεί [9]. Το 2015 εντάχθηκαν στο συγκεκριμένο πρόγραμμα 89.288 οικογένειες με 212.216 άτομα (Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2015), ενώ η εφαρμογή του επεκτάθηκε και για το έτος 2016. Ειδικότερα, με βάση στοιχεία της ΗΔΙΚΑ Α.Ε., στο Δήμο Αθηναίων οι ωφελούμενοι της δωρεάν επανασύνδεσης και παροχής ηλεκτρικού ρεύματος έφτασαν το 2015 τους 7.849.
Από την επεξεργασία των στοιχείων της ΗΔΙΚΑ Α.Ε., προκύπτει μεγάλη συγκέντρωση ωφελούμενων των παροχών ηλεκτροδότησης στα Σεπόλια, στην Κυψέλη, στα Πατήσια στον Κολωνό και την Ακαδημία Πλάτωνος, τον Άγιο Παύλο και το Μεταξουργείο, ενώ πολύ περιορισμένη είναι η συμμετοχή κεντρικών περιοχών, όπως το Θησείο, η Πλάκα και το Κολωνάκι. Η χωρική κατανομή των ωφελούμενων του προγράμματος αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τις συγκεντρώσεις φτώχειας στην Αθήνα, καθώς αφενός η ηλεκτροδότηση αφορά το σύνολο των νοικοκυριών, σε αντίθεση με άλλες πηγές ενέργειας που εξαρτώνται από την παρουσία συγκεκριμένων τεχνικών υποδομών, και αφετέρου τα εισοδηματικά κριτήρια του προγράμματος είναι πολύ χαμηλά περιλαμβάνοντας άτομα που διαβιούν σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας και αποκλείοντας τα μεσαία εισοδηματικά στρώματα. Ωστόσο, ακριβώς επειδή το μοναδικό κριτήριο συμμετοχής στον συγκεκριμένο άξονα του προγράμματος είναι εισοδηματικό, η γεωγραφική κατανομή των ωφελούμενων δεν παρέχει κάποια ιδιαίτερη ένδειξη για τα προβλήματα πρόσβασης στην ενέργεια.
Από τη χαρτογράφηση των διαθέσιμων στοιχείων προκύπτει ότι δεν παρατηρούνται καθαροί διαχωρισμοί μεταξύ των συνοικιών του Δήμου Αθηναίων, καθώς υπάρχει διάχυση της εγκατάλειψης και των χαμηλών ενεργειακών προδιαγραφών των κτιρίων, της φτώχειας και της μείωσης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας. Η παραπάνω διαπίστωση θα λέγαμε ότι διασταυρώνεται με την ευρύτερη συζήτηση για την κοινωνική ανάμιξη στην Αθήνα στη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων (Μαντουβάλου 1996; Μαντουβάλου & Μαυρίδου 1993; Μαλούτας et al 2006). Ωστόσο εντοπίζονται μικρότερες ή μεγαλύτερες χωρικές ενότητες όπου τα προβλήματα είναι ιδιαίτερα οξυμένα. Ξεχωρίζουμε τη ζώνη που περιλαμβάνει μέρος του ιστορικού κέντρου της Αθήνας και των περιοχών βόρεια από αυτό (Πατήσια, Σεπόλια, Κυψέλη, κτλ). Σε αυτή συγκεντρώνονται χαμηλά εισοδηματικά στρώματα (για την χωρική κατανομή των διαφορετικών εισοδηματικών στρωμάτων βλ. ενδεικτικά Χάρτη 7) και απαξιωμένο κτιριακό δυναμικό, σημειώνεται μεγάλη μείωση στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η δυνατότητα πρόσβασης σε φθηνότερη ενέργεια μέσω του δικτύου φυσικού αερίου δεν μοιάζει να είναι καθοριστική. Η παραπάνω εικόνα συμφωνεί με τα ευρήματα ελληνικών και διεθνών ερευνών που αναδεικνύουν τη στενή σχέση των χαμηλών εισοδημάτων με την ενεργειακή φτώχεια. Αλλά και πάλι η εικόνα είναι πιο σύνθετη. Στις περιοχές με τα περισσότερα προβλήματα εντοπίζονται θύλακες που από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει μία σχετικά πιο καλή εικόνα, ενώ ταυτόχρονα σε προνομιακές περιοχές υπάρχουν εστίες φτώχειας, επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης και ενεργειακής αποστέρησης, κάτι που επιβεβαιώνεται και από την ποιοτική έρευνα (Chatzikonstantinou & Vatavali 2016).
Ταυτόχρονα, η συμμετοχή στα προγράμματα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας είναι αρκετά περιορισμένη και παρουσιάζει μεγάλη γεωγραφική διασπορά, χωρίς ιδιαίτερη συγκέντρωση στις περιοχές με τα μεγαλύτερα προβλήματα. Εξαίρεση αποτελεί το πρόγραμμα δωρεάν παροχής ρεύματος και επανασυνδέσεων του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, οι ωφελούμενοι του οποίου συγκεντρώνονται σε περιοχές χαμηλών εισοδημάτων. Και σε αυτή την περίπτωση ωστόσο, η αδυναμία πρόσβασης των νοικοκυριών στην ενέργεια αντιμετωπίζεται μέσω εισοδηματικών ενισχύσεων, και μάλιστα κοινών για όλους για όλους τους δικαιούχους, χωρίς να διαβαθμίζεται με βάση τους πόρους των νοικοκυριών και χωρίς να συνδέεται με τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά του φαινομένου, καθώς και με μια ευρύτερη στρατηγική αντιμετώπισης της ενεργειακής αποστέρησης.
Γενικά μπορούμε να πούμε πως η συζήτηση για τα θέματα της οικιακής κατανάλωσης ενέργειας και τα στοιχεία που προκύπτουν από τη χαρτογράφηση πτυχών του φαινομένου αρθρώνεται με τη γενικότερη διαπίστωση για τη δημιουργία πολλαπλών ταχυτήτων και πολώσεων στις γειτονιές της Αθήνας στη συγκυρία της κρίσης (π.χ. Encounter Athens 2011; Μαλούτας et al 2013). Το ερώτημα που προκύπτει και σε σχέση με την κατανομή της ενεργειακής φτώχειας στο χώρο είναι σε ποιο βαθμό η διεύρυνση της απόστασης μεταξύ των συνθηκών διαβίωσης σε επιμέρους χωρικές ενότητες της πόλης και γενικότερα η διεύρυνση των χωρο-κοινωνικών ανισοτήτων μεταβάλλει την καθημερινότητα των κατοίκων της Αθήνας, καθώς και τις ευρύτερες διαδικασίες παραγωγής του χώρου και κοινωνικής ενσωμάτωσης στην πόλη.
[1] Η έρευνα με τίτλο «Γεωγραφίες της ενεργειακής φτώχειας στην Αθήνα της κρίσης» χρηματοδοτήθηκε από το Πρόγραμμα «Επιστημονικές Μελέτες 2015» του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.
[2] Το 80% των κανονικών κατοικιών στο Δήμο Αθηναίων έχει κατασκευαστεί πριν το 1980 (ΕΛΣΤΑΤ 2011). Βλ. και: Μαλούτας & Σπυρέλλης 2015.
[3] Π.Δ. «Περί εγκρίσεως κανονισμού δια την θερμομόνωση των κτιρίων» (ΦΕΚ 362Δ΄/1979).
[4] ΚΥΑ 4241/796/2000 «Επιβολή περιορισμών στο είδος των χρησιμοποιούμενων καυσίμων στην περιοχή του ιστορικού Κέντρου της Αθήνας» (ΦΕΚ 239Β΄/2000). Σύμφωνα με τα από 21.9.1979 (ΦΕΚ 567Δ΄) και 26.5.1989 (ΦΕΚ 411Δ’) ΠΔ, το ιστορικό κέντρο της Αθήνα περιλαμβάνει τις περιοχές Θησείο, Πλάκα, Εμπορικό Τρίγωνο, Κεραμικός, Μεταξουργείο, Πολυτεχνείο και Εξάρχεια, καθώς και τις περιοχές γύρω από τους λόφους της Ακρόπολης και του Φιλοπάππου και γύρω από τον Εθνικό Κήπο.
[5] Σύμφωνα με έρευνα του WWF Ελλάς και της Public Issue (2013), το 81% των νοικοκυριών έχει μειώσει τις δαπάνες που σχετίζονται με θέρμανση και ψύξη στην κατοικία τους και το 74% έχει μειώσει την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος. Αντίστοιχη εικόνα εξάγεται και από τα στοιχεία έρευνας που πραγματοποιήθηκε στη Βόρεια Ελλάδα από το Τμήμα Στατιστικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών με βάση την οποία το 62,4% των νοικοκυριών ξοδεύει περισσότερο από το 10% του συνολικού τους εισοδήματος για θέρμανση, το 78,6% χρησιμοποιεί λιγότερο θέρμανση απ’ ότι χρειάζεται για οικονομικούς λόγους και το 64% δηλώνει αδύναμο να πληρώσει τους λογαριασμούς για τη θέρμανση (Πανάς 2012). Επίσης, έρευνα που εκπονήθηκε από τον Santamouris et al (2013) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από το χειμώνα του 2010-2011 έως το χειμώνα του 2011-2012 η κατανάλωση ενέργειας από τα νοικοκυριά μειώθηκε κατά 15%, παρά το γεγονός ότι ο δεύτερος χειμώνας ήταν πιο κρύος και το ποσοστό των ενεργειακά φτωχών αυξήθηκε από 11,1% σε 11,7%. Τέλος, σύμφωνα με τις δειγματοληπτικές Έρευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ η χρήση κεντρικής θέρμανση μειώθηκε από 76% του συνόλου των νοικοκυριών το 2008 (ΕΛΣΤΑΤ 2012) σε 35,5% το 2014 (ΕΛΣΤΑΤ 2015), που αντιστοιχεί σε μεταβολή κατά 46,7%. Πιο συγκεκριμένα ο αριθμός των νοικοκυριών που χρησιμοποιούν κεντρική θέρμανση στις κατοικίες τους μειώθηκε τους χειμώνες του 2008-2009, 2009-2010, 2010-2011, 2011-2012, 2012-2013 και 2013-2014 κατά 2,5%, 0,4%, 1%, 22,6%, 32,1% και 2,6% αντίστοιχα (ΕΛΣΤΑΤ 2010, 2012α, 2012β, 2014, 2015).
[6] Για την κάλυψη των αναγκών τους σε θέρμανση τo 2010 65,9% των νοικοκυριών χρησιμοποίησε κυρίως καλοριφέρ πετρελαίου, 7,2% καλοριφέρ φυσικού αερίου, 11,8 σόμπες, 4,7% ηλεκτρικές συσκευές, 4,8% air-condition και 4,9% άλλα μέσα. Το 2013 το ποσοστό των νοικοκυριών που θερμαινόταν κυρίως με καλοριφέρ πετρελαίου έπεσε στο 38,1%, ενώ 8,9% των νοικοκυριών θερμαινόντουσαν με καλοριφέρ φυσικού αερίου, 16,1% με σόμπες, 11,5% με ηλεκτρικές συσκευές, 12,6% με air-condition και 11,4% με άλλα μέσα. Αξίζει να σημειωθεί ότι 0,5% των νοικοκυριών το 2010 και 1,5% των νοικοκυριών το 2013 δεν είχαν καθόλου θέρμανση (ΕΛΣΤΑΤ 2015).
[7] Καθημερινή (2014), Χωρίς κεντρική θέρμανση 4 στις 10 πολυκατοικίες στην Αθήνα, 12/2/2014.
[8] ΥΑ Δ33 5042999 ΕΞ 2012 «Χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης και καθορισμός του ύψους, των δικαιούχων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας χορήγησης αυτού» (ΦΕΚ 3049Β΄) και ΥΑ Δ33 5037619 ΕΞ 2013 «Χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης και καθορισμός του ύψους, των δικαιούχων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας χορήγησης αυτού» (ΦΕΚ 2656Β΄). ΠΟΛ. 1230/20.10.2014, τροποποίηση της απόφασης Δ33 5037619 ΕΞ 2013 «Χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης και καθορισμός του ύψους, των δικαιούχων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας χορήγησης αυτού» (ΦΕΚ 2820Β΄). ΠΟΛ.1262/10.12.2015 ΥΑ 2015 «Χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης και καθορισμός του ύψους, των δικαιούχων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας χορήγησης αυτού ΠΟΛ 1262/2015» (ΦΕΚ 2677Β΄). Το 2012 οι δικαιούχοι είχαν ετήσιο οικογενειακό εισόδημα χαμηλότερο από 35.000 ευρώ και ακίνητη περιουσία αντικειμενικής αξίας χαμηλότερη από 200.000 ευρώ, το 2013 και 2014 είχαν ετήσιο οικογενειακό εισόδημα χαμηλότερο από 40.000 ευρώ και ακίνητη περιουσία αντικειμενικής αξίας χαμηλότερης από 300.000 ευρώ. Τέλος, το 2015 δικαιούχοι του επιδόματος θέρμανσης είχαν ετήσιο οικογενειακό εισόδημα μέχρι 20.000 ευρώ και ακίνητη περιουσία μέχρι 200.000 ευρώ.
[9] Το πρόγραμμα έγινε με βάση το Ν.4320/2015 «Ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών οργάνων και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ 29Α΄/2015) και την υπ’ αριθμ. ΟΙΚ.494 (ΦΕΚ 577Β΄/2015) ΚΥΑ που εξειδίκευσε τους όρους, τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες υλοποίησης των παροχών των άρθρων 1-3 του Ν.4320/2015. Βλ. www.anthropocrisis.gr (τελευταία πρόσβαση: 8/7/2016).
Βαταβάλη, Φ., Χατζηκωνσταντίνου, Ε. (2016) Χαρτογραφώντας την ενεργειακή φτώχεια στην Αθήνα της κρίσης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ενεργειακή-φτώχεια/ , DOI: 10.17902/20971.67
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το Δουργούτι είναι μια γειτονιά του Δήμου Αθηναίων και συγκεκριμένα της συνοικίας Νέος Κόσμος (ΦΕΚ80Δ 4/2/1988). Στα όρια της γειτονιάς σύμφωνα με τους παλιούς κατοίκους (απόγονοι Μικρασιατών προσφύγων και εσωτερικών μεταναστών που οι ίδιοι ή οι πρόγονοί τους εγκαταστάθηκαν την περίοδο 1922-1974) συμπεριλαμβάνονταν η παραγκούπολη και τα “Ιταλικά”. Η γειτονιά υπέστη τις μεγαλύτερες αλλαγές και απέκτησε την τωρινή της μορφή στα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Το Δουργούτι βρίσκεται σε κομβικό σημείο, σε απόσταση 2 χλμ από το κέντρο της Αθήνας, την πλατεία Συντάγματος, και είναι εύκολα προσπελάσιμο αφού από τη λεωφόρο Συγγρού διέρχονται πολλά λεωφορεία. Επιπλέον εξυπηρετείται από το δίκτυο του Μετρό (στάση “Νέος Κόσμος”) και από το δίκτυο του Τράμ (στάσεις “Κασομούλη” και “Νέος Κόσμος”). Επίσης, στα όρια του Δουργουτίου, ή σε μικρή απόσταση από αυτό, υπάρχουν κάποιες χρήσεις υπερτοπικής σημασίας που αλληλεπιδρούν με τη γειτονιά, όπως το ξενοδοχείο Ιντερκοντινένταλ, η Εθνική Ασφαλιστική, η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και το Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Το 1954 στο Δουργούτι γυρίστηκε το έργο του Νίκου Κούνδουρου «Μαγική Πόλις» (Θάνος 2015). Κάποια από τα χαρακτηριστικά της γειτονιάς, που δημοσιεύματα εφημερίδων (Εικόνες 1 & 2) της εποχής αναφέρουν για το Δουργούτι, αναδύονται μέσα από την ταινία. Συγκεκριμένα, τα παραπήγματα που ήταν χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο με αποτέλεσμα η γειτονιά να αποκτήσει δαιδαλώδη δομή [2], το ζήτημα της ανεπάρκειας χώρου, της έλλειψης ιδιωτικότητας αφού ο δημόσιος χώρος δεν ήταν επαρκώς διαχωρισμένος από τον ιδιωτικό καθώς επίσης και οι σχέσεις αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας μεταξύ των κατοίκων.
Σύμφωνα με την επικρατούσα εκδοχή η ονομασία Δουργούτι προήλθε από την αθηναϊκή οικογένεια Δουργούτη ή Δουρούτη που είχε τα κτήματά της στην περιοχή (Ζαχαράκης 2016). Σύμφωνα με κάτοικο η ονομασία της γειτονιάς ίσως οφείλεται στον βιομήχανο Δουρούτη [3] ο οποίος ήταν ιδρυτής του εργοστασίου μεταξιού στην περιοχή του Μεταξουργείου. Για το λόγο αυτό επειδή δηλαδή προερχόταν από το όνομα κάποιου ανθρώπου παλαιότερα ο κόσμος αναφέρονταν σε αυτή ως “στου Δουργούτη”. Μετέπειτα όμως και για χάρη ευκολίας η γειτονιά έμεινε γνωστή ως το Δουργούτι (Θάνος, Νικολαϊδης 2013).
Το Δουργούτι είναι ένας από τους συνοικισμούς που δημιουργήθηκε αυθαίρετα, δηλαδή σε εκτός σχεδίου έκταση της πόλης της Αθήνας με αυτοστέγαση από πρόσφυγες τη δεκαετία του 1920. Οι πιθανότερες εκδοχές του τρόπου απόκτησης της έκτασης είναι είτε να “πέρασε” μέσω απαλλοτρίωσης στο δημόσιο και να παραχωρήθηκε στους πρόσφυγες, είτε ο ιδιοκτήτης της έκτασης, αφού την οικοπεδοποίησε, να ξεκίνησε την πώληση των οικοπέδων σε χαμηλή τιμή. Οι πρόσφυγες, οι οποίοι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να στεγασθούν στις κατοικίες (ξύλινες, πλινθόκτιστες ή μεταγενέστερα στις τριώροφες πολυκατοικίες) είτε σε κάποιον από τους προσφυγικούς οικισμούς [4] που κατασκευάζονταν και οργανώνονταν από το κράτος και τους φορείς του [5], εγκαταστάθηκαν στο Δουργούτι προσμένοντας τη μελλοντική ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλης [6] (Μπίρης 1999, 286, 322).
Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν Αρμένιοι πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Ελλάδα λίγο πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πριν από την εγκατάστασή τους, η περιοχή ήταν σχεδόν ακατοίκητη και υπήρχαν μόνο χωράφια (Εικόνα 1). Το Αρμένικο στοιχείο διατηρήθηκε παρόλο που πολλοί Αρμένιοι έφυγαν για διάφορους λόγους τη δεκαετία του 1930 από τη γειτονιά με προορισμό τη πρώην Σοβιετική Δημοκρατία της Αρμενίας (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 1986/1996, 299). Οι κυριότεροι λόγοι της σύνδεσης των Αρμενίων με την περιοχή είναι ότι οι πρώτοι κάτοικοι της γειτονιάς ήταν Αρμένιοι πρόσφυγες καθώς και η ίδρυση της Καθολικής Αρμένικης Εκκλησίας το 1925, που βοήθησε στη διατήρηση των δεσμών που είχαν αναπτύξει με τη γειτονιά (Αντωνίου 1995, 98).
Το 1922 με τη Μικρασιατική Καταστροφή στο Δουργούτι εγκαταστάθηκαν Έλληνες από διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας (Σμύρνη, Αϊβαλί, Σύλλη, Τραπεζούντα, Σαμψούντα, κ.α.) αλλά και από την Κωνσταντινούπολη. Η εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή δεν ήταν οργανωμένη, αφού οι παράγκες χτίζονταν αυθαίρετα και όχι βάσει κάποιου σχεδίου. Για την ακρίβεια, όπου υπήρχε κενός χώρος οι πρόσφυγες έχτιζαν κάποιο παράπηγμα. Τουλάχιστον μέχρι το 1928 κατέφθαναν συνεχώς νέα κύματα προσφύγων. Αυτό είχε ως συνέπεια τη διαρκή επέκταση των ορίων του Δουργουτίου με την κατασκευή νέων παραπηγμάτων και τη δημιουργία σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ενός ολόκληρου συνοικισμού από παράγκες (Παπαδοπούλου και Σαρηγιάννης 2006, 56-58, Λεοντίδου 1989/2001, 156).
Τα «Ιταλικά» χτίστηκαν το 1924 με χρήματα που κατέβαλε η Ιταλία στην Ελλάδα ως πολεμικές αποζημιώσεις και από εκεί πήραν το όνομά τους [7]. Αποτελούσαν μια ομάδα από 24 μονώροφα σπίτια σε 6 σειρές. Στα «Ιταλικά» εγκαταστάθηκαν περίπου 100 οικογένειες προσφύγων από την Μικρά Ασία (Ελλήνων ή Αρμενίων), Καθολικών στο θρήσκευμα (Θάνος, Νικολαϊδης 2013 & Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, 386).
Τα «Ιταλικά» ήταν πετρόκτιστα και οι αφηγήσεις των κατοίκων συνηγορούν στο γεγονός ότι ήταν καλύτερες κατασκευές σε σχέση με τις αντίστοιχες στην παραγκούπολη όμως το κοινωνικο-οικονομικό προφίλ όσων κατοικούσαν σε αυτά τα οικήματα δεν διέφερε από το αντίστοιχο των κατοίκων στα παραπήγματα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 το κράτος παρεμβαίνει με το Υπουργείο Πρόνοιας σε μια πρώτη προσπάθεια εκκαθάρισης του συνοικισμού από τα παραπήγματα, με την κατασκευή οκτώ πολυκατοικιών (Εικόνες 3-5). Ο Βασιλείου (1944, 83) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το Δουργούτι με τις ενδιαφέρουσες κατασκευές του είναι το μεγαλύτερο κέντρο με προσφυγικές πολυκατοικίες» [8]. Αυτές οι πολυκατοικίες είναι οι πρώτες που κατασκευάσθηκαν στη γειτονιά και αποτελούν το συγκρότημα των παλιών προσφυγικών του Δουργουτίου (Χάρτης 2). Παρόλο που για να ανοικοδομηθούν κατεδαφίστηκαν κάποιες παράγκες, διατηρήθηκαν αρκετά παραπήγματα δίπλα από τις πολυκατοικίες (Βασιλείου 1944, 78).
Την περίοδο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η αστικοποίηση ήταν πολύ έντονη. Πληθυσμοί από διάφορα μέρη της Ελλάδας εγκαταλείπουν τις αγροτικές περιοχές για ποικίλους λόγους (εμφύλιος, αναζήτηση εργασίας, κ.λπ) και εγκαθίστανται στις πόλεις και ιδιαίτερα στην Αθήνα (Maloutas 2003, 98). Γηγενείς από τα Ιωάννινα, την Εύβοια, την Ηλεία, τη Μεσσηνία, κ.λπ αναζητούν για στέγαση ένα παράπηγμα στο Δουργούτι (Χάρτες 3, 8, 14). Οι νέοι πληθυσμοί στεγάζονταν στα παραπήγματα που εγκατέλειπαν οι προηγούμενοι οικιστές, ως επί το πλείστον Αρμένιοι:
«Και παρουσιάστηκε μια ευκαιρία, όπως του είπε ο Αρμένης, ένα παράπηγμα που θα έφευγε για την Αμερική ο συγγενής του, να το αγοράσουμε και να είμαστε όλοι μαζί κοντά. Και πράγματι το αγόρασε, πολύ λίγα λεφτά. Δεν το είδαμε καν. Κουβαλήσαμε με ένα φορτηγάκι της εποχής εκείνης, τρεις τροχούς, και πήγαμε. Το πρώτο που αντίκρισα ήταν το νούμερο…»
(Ματίνα 10/12/2014). |
Όμως η κοινωνική φυσιογνωμία της γειτονιάς δεν αλλάζει, αφού οι εσωτερικοί μετανάστες που εγκαθίστανται είναι επίσης φτωχοί:
«Εν τω μεταξύ επειδή υπήρχε παντού η φτώχια, ερχόντουσαν, ακούγανε εκεί στο συνοικισμό στο Δουργούτι, «πάμε, υπάρχουνε σπίτια να μείνουμε». Και ερχόνταν ο κοσμάκης, «χωνόντανε» στην παράγκα, δεν πλήρωνε ενοίκιο, ένα φως μόνο και δουλεύαν και ζούσαν […]και όποιος έβρισκε την ευκαιρία και μπορούσε ο ένας με τον άλλο – ο ένας με τον άλλο και κατοικηθήκαν όλα! Είχε και Αρμεναίους, ακόμα δεν είχανε φύγει όλοι»
(Χριστίνα 3/11/2015). |
Αυτή η συνεχής εναλλαγή πληθυσμού στις παράγκες ήταν ο λόγος που το πρόγραμμα κατεδάφισης των παραγκών και στεγαστικής αποκατάστασης των παραπηγματούχων οικογενειών αργούσε να υλοποιηθεί (Παπαϊωάννου 1975, 56-57).
Με το σύνθημα «θάνατος στην παράγκα» ο Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου έβαλε το 1965 τα θεμέλια για τη δημιουργία συγκροτήματος πολυκατοικιών στο Δουργούτι (Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο) για τη στέγαση προσφύγων και εσωτερικών μεταναστών με την κατεδάφιση των παραγκών και των «Ιταλικών» (Εικόνα 6).
Η εφαρμογή του τελικού προγράμματος από το Υπουργείο Πρόνοιας στην περιοχή ξεκίνησε το 1967 και ολοκληρώθηκε το 1971, την περίοδο της δικτατορίας. Όπως αναφέρουν κάτοικοι της γειτονιάς είχε προηγηθεί απογραφή των κατοίκων της παραγκούπολης. Η διανομή των 865 διαμερισμάτων στους δικαιούχους έγινε μετά από κλήρωση, λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των μελών της κάθε οικογένειας (Παπαϊωάννου 1975, 59, 83). Αξίζει να σημειωθεί ότι, η ανέγερση της 12όροφης πολυκατοικίας (Εικόνα 7) έχει συμβολική αξία γιατί «κλείνει το θέμα προσφυγική στέγαση» (Ζαχαράκης 2016).
Η μετάβαση αυτή από τα παραπήγματα στις πολυκατοικίες, παρά το γεγονός ότι σήμαινε καλύτερες συνθήκες στέγασης για τους κατοίκους, επέφερε σημαντικές αλλαγές σε άλλα χαρακτηριστικά της γειτονιάς, όπως στην κοινωνική συνοχή και στο αίσθημα αλληλεγγύης μεταξύ των κατοίκων. Ένας κάτοικος περιγράφει τις αλλαγές που συνέβησαν στη γειτονιά:
«Αλλάξανε. Από τότες που κατεδαφιστήκαν όλα αυτά και έγιναν οι πολυκατοικίες ήρθανε από τον Ταύρο εδώ, από του Κουντουργιώτη – στους Αμπελόκηπους πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Και […] από τη Δραπετσώνα […] Και όπως καταλαβαίνετε δεν είχαν την ίδια νοοτροπία όλοι εδώ πέρα. Χάλασε μετά η γειτονιά, χάλασε!»
(Βλάσης 22/11/2014). |
Όσον αφορά τους Αρμένιους πρόσφυγες δεν ανήκαν στους δικαιούχους διαμερίσματος με το συγκεκριμένο κρατικό πρόγραμμα. Όσοι δεν είχαν στεγαστεί στην 4όροφη πολυκατοικία της οδού Ρενέ Πυώ 2 (Eικόνα 8)– που χτίστηκε με τη συνδρομή της Καθολικής Αρμένικης Εκκλησίας το 1958– μετεγκαταστάθηκαν σε άλλες προσφυγικές γειτονιές στον Καρέα, στη Νέα Σμύρνη και αλλού στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας (Αντωνίου 1995, 107) .
Από τις αρχές της δεκαετίας 1980 παρατηρούνται νέες εισροές κατοίκων στο Δουργούτι, όχι όμως τόσο έντονες όπως της προηγούμενης περιόδου. Οι κάτοικοι αυτοί –Αρμένιοι από Συρία, Ιράν, Λίβανο και εσωτερικοί μετανάστες από διάφορες περιοχές της χώρας– εγκαθίστανται σε διαμερίσματα τα οποία αγοράζουν ή νοικιάζουν από τους ιδιοκτήτες, παλαιούς δικαιούχους του Υπουργείου Πρόνοιας. Το νέο κύμα Αρμενίων (Χάρτες 4 & 5), αυτής της περιόδου, εγκαθίσταται στο Δουργούτι λόγω των ισχυρών δεσμών με τη γειτονιά.
Επίσης από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 η εισροή στην περιοχή εξωτερικών μεταναστών– από Συρία, Αλβανία, Μπαγκλαντές – αυξάνεται. Αυτοί οι νέοι κάτοικοι ονομάζονται από τους παλαιούς κατοίκους «νέο-μετανάστες», ονομασία που δείχνει την ένταση και τη συνέχεια στα μεταναστευτικά κύματα που έχει δεχθεί η γειτονιά. Επιλέγουν ως τόπο κατοικίας το Δουργούτι, και συγκεκριμένα κάποιο διαμέρισμα στις παλιές προσφυγικές πολυκατοικίες, λόγω χαμηλού ενοικίου. Επιπλέον εγκαθίστανται στο Δουργούτι γιατί συνήθως κάποιο άτομο από την οικογένειά τους ή κάποιος φίλος/γνωστός κατοικεί ήδη στη γειτονιά. Αυτό συμβαίνει κυρίως με τους Σύριους και τους Αλβανούς, που όπως φαίνεται έχουν αναπτύξει ισχυρά δίκτυα στην περιοχή και συνήθως εγκαθίστανται κατευθείαν στο Δουργούτι με την είσοδο στην Ελλάδα (Χάρτες 6 & 7). Η εγκατάστασή τους όμως μπορεί να είναι είτε για μικρό χρονικό διάστημα, είτε πιο μόνιμου χαρακτήρα. Ένας κάτοικος της γειτονιάς περιγράφει την κατάσταση ως εξής:
«Έχει κόσμο ο οποίος θα είναι ένας – δυο στην ουσία που έχουν το σπίτι και περνάνε πέντε – δέκα άλλοι μέσα σε διάστημα ενός χρόνου γιατί είναι γνωστοί – φίλοι – συγγενείς που έρχονται από δω, θα «σταθμεύσουνε» δυο μέρες στην Ελλάδα, θα ξαναφύγουνε»
(Μανώλης 3/6/2015). |
Πλέον σήμερα το Δουργούτι συγκεντρώνει ένα οικιστικό απόθεμα (προσφυγικές και εργατικές πολυκατοικίες) το οποίο λόγω παλαιότητας και φτηνών ενοικίων τείνει να προσελκύει οικονομικούς μετανάστες, δηλαδή μετανάστες που έρχονται στην Ελλάδα αποκλειστικά για εύρεση εργασίας. Χωρίς όμως αυτό να αποτελεί τον κανόνα, αφού υπάρχουν και πολλοί απόγονοι Μικρασιατών προσφύγων και εσωτερικών μεταναστών 2ης, 3ης και 4ης γενιάς που κατοικούν στη γειτονιά (Χάρτες 8, 9, 10).
Ως επί το πλείστον, οι κάτοικοι αυτοί είναι ιδιοκτήτες του διαμερίσματος στο οποίο κατοικούν και το οποίο απέκτησαν με κληρονομιά. Οι λόγοι που επιλέγουν να συνεχίζουν να κατοικούν στη γειτονιά είναι καθαρά πρακτικοί και έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι εκεί βρίσκεται το σπίτι τους, αλλά και συναισθηματικοί και σχετίζονται με τους δεσμούς που έχουν αναπτύξει με τη γειτονιά και τους κατοίκους. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις όσων έχουν διαμέρισμα στη γειτονιά αλλά πλέον δεν κατοικούν εκεί και είτε το έχουν κλειστό (Χάρτες 11, 12, 13), είτε το νοικιάζουν ή το παραχωρούν σε συγγενείς (Χάρτης 14).
Η συνύπαρξη των γηγενών κατοίκων της γειτονιάς με τους μετανάστες των νεώτερων δεκαετιών διατηρείται σε σχετικά καλά επίπεδα. Ίσως έχει να κάνει με το ότι το Δουργούτι ήταν μια γειτονιά που είχε πάντοτε έντονο το στοιχείο των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών:
«Βεβαίως όσοι Αλβανοί, οικογένειες, εγκατασταθήκαν εδώ και μείνανε, γινόντουσαν τελείως αποδεκτοί, ας πούμε […]. Στην ουσία δεν αφομοιώθηκαν από μας […] μάθαμε να ζούμε ο ένας με τον άλλον και να βρίσκουμε ξέρεις τη μέση οδό, ας πούμε, για να μπορούμε να συνεννοούμαστε»
(Ευαγγελία 5/5/2015). |
«Λοιπόν εκεί είχανε μείνει κάποια στιγμή κάποιοι Σύριοι πριν από τρία χρόνια – τέσσερα. Εντάξει τους βλέπανε με μισό μάτι όλοι βέβαια, αλλά αυτοί οι κακόμοιροι το φτιάξανε το σπίτι, το βάψανε γύρω […]. Λοιπόν και αυτοί βγαίνανε τα καλοκαίρια στήνανε τραπεζάκια και φέρναν τον ναργιλέ και καθόντουσαν και αράζανε […]. Πάρα πολύ γραφικό ήταν αυτό! Εγώ σκεφτόμουνα: «Τι ωραία, σαν όπως ήτανε παλιά που ακούς διηγήσεις που καθόντουσαν και κοιμόντουσαν στη ταράτσα όλοι και δεν κλείνανε μάτι μέχρι το πρωί ας πούμε» (Αγγελική 5/5/2015). |
Συμπερασματικά το Δουργούτι αποτελεί γειτονιά με έντονο το μεταναστευτικό στοιχείο αφού ακόμη και σήμερα συνεχίζει να δέχεται νέα κύματα μεταναστών και προσφύγων. Στις πολυκατοικίες που κατασκευάστηκαν από το κράτος, για όσους –πρόσφυγες και εσωτερικούς μετανάστες – δεν είχαν τη δυνατότητα να στεγαστούν με δικά τους μέσα, σήμερα κατοικούν νέο-μετανάστες καθώς και απόγονοι (παιδιά ή εγγόνια) των παλιών κατοίκων της γειτονιάς, συνεχίζοντας την ιστορία του Δουργουτίου.
Μέρος της ιστορίας της γειτονιάς επιχειρήθηκε να οπτικοποιηθεί, μέσα από μια διαδραστική διαδικτυακή εφαρμογή, με τη βοήθεια και της τεχνολογίας του διαδικτύου που διεισδύει όλο και περισσότερο στην καθημερινότητα των πολιτών. Περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων, απεικόνιση του μετασχηματισμού του αστικού αναγλύφου (αποτύπωση της κατάστασης του 1929,1940,1959 και 2014), χαρτογράφηση προφορικών μαρτυριών γεγονότων που συνέβησαν την περίοδο της Γερμανικής κατοχής, χρήσεις κτηρίων που λειτούργησαν στην περιοχή τις οποίες μαρτυρούν οι κάτοικοι, καθώς και απεικονίσεις της γειτονιάς σε φωτογραφίες και στον κινηματογράφο με αναγνώριση των σημείων λήψης τους.
URL ( http://dourgoutihistory.comuf.com/ )
Προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο αφήγημα, αλλά και να αναδειχθεί κατά το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος από το πολιτισμικό κεφάλαιο που έχει δημιουργηθεί στο Δουργούτι, εκτός από την χαρτογράφηση της Ιστορίας, επιχειρήθηκε και μια ιδιόμορφη χαρτογράφηση, με στόχο να διερευνηθεί το παρόν, όχι όμως μέσα από την ματιά ενός παρατηρητή-μελετητή, αλλά από τη σύνθεση απόψεων και σχολίων που διατύπωσαν πολλοί και διαφορετικοί, κάτοικοι και μη, που αξιολόγησαν το χώρο με αφετηρία τα ερεθίσματα που προκάλεσε στις αισθήσεις τους.
Συγκεκριμένα χαρτογραφήθηκαν οι εντυπώσεις που προκαλεί το αστικό ανάγλυφο και τα χαρακτηριστικά της περιοχής στις πέντε βασικές αισθήσεις εκείνου που επισκέπτεται τη γειτονιά και περιηγείται στο χώρο ελεύθερα. Επιχειρήθηκε να μετρηθεί το πόσο και πού ο χώρος επηρεάζει τις αισθήσεις των επισκεπτών. Επιχειρήθηκε, επίσης, η ανακάλυψη διαφορετικών αφηγήσεων που ενδεχομένως προκαλεί το αστικό τοπίο σε διαφορετικούς ανθρώπους, καθώς και η διερεύνηση της διαφορετικότητας και των αντιθέσεων που αποπνέουν οι χώροι της γειτονιάς.
Η έρευνα περιελάμβανε τη συμπλήρωση χάρτη-ερωτηματολογίου και σε αυτή συμμετείχαν συνολικά 206 άτομα όλων των ηλικιών και επιπέδων εκπαίδευσης, τόσο κάτοικοι της γειτονιάς και των όμορων περιοχών, όσο και της υπόλοιπης Αθήνας, αλλά και του εξωτερικού. Η έμπνευση της έρευνας αισθητηριακής χαρτογράφησης ή αλλιώς εξερεύνηση της γειτονιάς με βάση τις αισθήσεις, όπως ονομάστηκε, ανήκει στην ομάδα παραστατικών τεχνών όχι παίζουμε με επικεφαλής τον Γιώργο Σαχίνη [9].
Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν καθώς και τα αποτελέσματα της έρευνας, παρουσιάζονται στην εφαρμογή στην οποία μπορούμε να μεταβούμε ακολουθώντας τον παρακάτω σύνδεσμο :
URL ( https://veegee.shinyapps.io/sensor/ )
[1] Το κείμενο αυτό βασίζεται στην ποιοτική έρευνα, μέσω συνεντεύξεων σε κατοίκους της γειτονιάς, που πραγματοποίησε η Νικολίνα Μυωφά από το Νοέμβριο 2014 έως τον Φεβρουάριο 2015 στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής που εκπονεί στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο με τίτλο “Κοινωνική κατοικία στην Αθήνα. Μελέτη των προσφυγικών συνοικισμών Δουργουτίου και Ταύρου από το 1922 έως σήμερα” καθώς και στην πτυχιακή εργασία με τίτλο “Ιστορική και αισθητηριακή χαρτογράφηση στη γειτονιά Δουργούτι στο Νέο Κόσμο” του Ευάγγελου Παπαδιά.
Οι συγγραφείς ευχαριστούν διάφορα πρόσωπα που συνέβαλαν ουσιαστικά στην παραγωγή αυτού του κειμένου. Αρχικά τους κατοίκους του Δουργουτίου που έδωσαν συνεντεύξεις, την κ. Τασούλα Βερβενιώτη, επιστημονικά υπεύθυνη της Ομάδας Προφορικής Ιστορίας Δουργουτίου (ΟΠΙΔΟΥ) καθώς και τα μέλη της ομάδας για τις εποικοδομητικές συζητήσεις. Επίσης τον Γιώργο Σαχίνη εμπνευστή της δράσης Dourgouti Island Hotel Project, που μέσω των διαφόρων δράσεων που πραγματοποιήθηκαν στη γειτονιά, συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία κλίματος διαλόγου και εμπιστοσύνης με τους κατοίκους και επομένως διευκόλυνε σημαντικά την ολοκλήρωση της έρευνας. Επιπλέον τα μέλη της Ομάδας Ιστορικής Χαρτογράφησης με συντονιστή τον Γιώργο Θάνο για την έρευνα σε αρχειακές και βιβλιογραφικές πηγές με στόχο να αναδειχθεί η πλούσια ιστορία της γειτονιάς. Τέλος ευχαριστούμε τον Γιώργο Κανδύλη, ερευνητή ΕΚΚΕ, για την επιμέλεια του κειμένου στα αγγλικά.
[2] Σε παλιούς χάρτες της Αθήνας το Δουργούτι εμφανιζόταν ως ο «δαιδαλώδης συνοικισμός των Αρμενίων» (Αντωνίου 1995, 104).
[3] Περισσότερα για την οικογένεια Δουρούτη βλέπε Μπίρης 1999, 241.
[4] Βύρωνας, Καισαριανή, Νίκαια, Ταύρος κ.α.
[5] Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων, Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων και Τεχνική Υπηρεσία Υπουργείου Πρόνοιας.
[6] Στην απογραφή που διενεργήθηκε το 1940 το Δουργούτι είχε πλέον ενταχθεί στο σχέδιο πόλης και δεν αποτελούσε αυτόνομο συνοικισμό (Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας- Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος 1950, 62).
[7] Το Καθολικό μοναχικό Τάγμα του “Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ” ανέλαβε το χτίσιμο των συγκεκριμένων κατοικιών.
[8] Για τις προσφυγικές πολυκατοικίες, βλέπε Βλάχου κ.α., 1978: 122
[9] Η υλοποίηση του εγχειρήματος κατέστη δυνατή μέσα από τη συνεργασία της ομάδας όχι παίζουμε και του τμήματος Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου στο πλαίσιο του project Dourgouti Island Hotel. Η έρευνα ξεκίνησε το Σεπτέμβρη του 2014 και ολοκληρώθηκε το Δεκέμβρη του ίδιου έτους.
Μυωφά, Ν., Παπαδιάς, Ε. (2016) Η εξέλιξη της γειτονιάς Δουργούτι στο Νέο Κόσμο από το 1922 έως σήμερα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/δουργούτι/ , DOI: 10.17902/20971.64
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9