Σε σύγκριση με τις υπόλοιπες κεντρικές περιοχές της πόλης, ο Πειραιάς παρουσιάζει πληθυσμιακή στασιμότητα σε όλη την περίοδο μετά το 1950 [1] . Η στασιμότητα αυτή, μάλιστα, ξεκινά νωρίτερα. Ο Δήμος Πειραιώς (ΔΠ) καταγράφει τον μεγαλύτερο αριθμό κατοίκων (193.000) το 1928 (Μπουρνόβα, 2016), τον οποίο διατηρεί με μικρές αυξομειώσεις μέχρι σήμερα. Η πορεία αυτή είναι πολύ διαφορετική από την έντονη αύξηση και κατόπιν τη σημαντική κάμψη του Δήμου Αθηναίων (ΔΑ) ή τις αυξητικές τάσεις που παρουσιάζουν οι περιοχές γύρω από τον Δήμο Αθηναίων και, λιγότερο, εκείνες γύρω από τον Δήμο Πειραιώς (γράφημα 1).
Δήμοι περιοχής ΔΠ: Νίκαια, Κορυδαλλός, Κερατσίνι, Δραπετσώνα, Πέραμα, Αγ. Ι. Ρέντης
Δήμοι περιοχής ΔΑ: Βύρωνας, Γαλάτσι, Δάφνη, Ζωγράφου, Καισαριανή, Καλλιθέα, Νέα Σμύρνη, Υμηττός
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Απογραφές Πληθυσμού (https://panorama.statistics.gr/)
Η πληθυσμιακή στασιμότητα του Δήμου Πειραιώς σε απόλυτα μεγέθη μοιάζει να μην ακολούθησε καθόλου τη ραγδαία πληθυσμιακή αύξηση του συνόλου της πόλης (γράφημα 2) κατά τη μεταπολεμική περίοδο (Κοτζαμάνης, 1997).
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Απογραφές Πληθυσμού (https://panorama.statistics.gr/)
Παράλληλα, ο Δήμος Πειραιώς και, ως ένα βαθμό, οι Δήμοι που τον περικλείουν, εμφανίζουν μετά το 1980 μικρή πληθυσμιακή κάμψη, η οποία αντιστρέφεται ωστόσο ελαφρώς κατά τη δεκαετία του 1990 για να επανέλθει στη δεκαετία του 2000. Η εικόνα αυτή δεν διαφοροποιείται σημαντικά από εκείνη του Δήμου Αθηναίων και των περισσότερων όμορών του Δήμων, αφού όλες οι κεντρικές περιοχές του λεκανοπεδίου εμφανίζουν πληθυσμιακή κάμψη που μοιάζει να γενικεύεται από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Η μείωση του ειδικού πληθυσμιακού τους βάρους οφείλεται κυρίως στην εξάπλωση της πόλης καθώς και στη σταδιακή μετακίνηση της κατοικίας στα προάστια.
Η πληθυσμιακή αυτή κάμψη, ιδιαίτερα για τους δύο κεντρικούς δήμους, είναι ακόμη σημαντικότερη αν υπολογισθεί με σχετικούς όρους, δηλαδή ως εξέλιξη του ποσοστού των κεντρικών Δήμων στο συνολικό πληθυσμό της μητρόπολης. Η εικόνα για το σύνολο των κεντρικών περιοχών μετατρέπεται έτσι σε σαφή κάμψη (γράφημα 3). Η μείωση του ειδικού πληθυσμιακού βάρους στο σύνολο της πόλης για την περίοδο 1951-2011 είναι μεγαλύτερη για τον Δήμο Πειραιώς (-68%). Ο Δήμος Αθηναίων παρουσιάζεται μειωμένος κατά 57% και οι γύρω του Δήμοι κατά 12%, ενώ εκείνοι γύρω από τον Δήμο Πειραιώς κατά 34%.
Δήμοι περιοχής ΔΠ: Νίκαια, Κορυδαλλός, Κερατσίνι, Δραπετσώνα, Πέραμα, Ρέντης
Δήμοι περιοχής ΔΑ: Βύρωνας, Γαλάτσι, Δάφνη, Ζωγράφου, Καισαριανή, Καλλιθέα, Νέα Σμύρνη, Υμηττός
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Απογραφές Πληθυσμού (https://panorama.statistics.gr/)
Αναζητώντας ερμηνείες όσον αφορά τη δημογραφική συμπεριφορά των δύο βασικών κέντρων του λεκανοπεδίου και των περιοχών γύρω από αυτά μπορεί κανείς να αναφερθεί σε σειρά διαφορετικών παραγόντων. Καταρχάς, ο Πειραιάς δεν είχε τον ανάλογο με την Αθήνα ζωτικό χώρο για οικιστική επέκταση, τόσο με ποσοτικά όσο και ποιοτικά κριτήρια. Ο Δήμος Πειραιώς ήταν σχετικώς πυκνοδομημένος από την αρχή της μεταπολεμικής περιόδου, ενώ παράλληλα δεν διέθετε τις απαραίτητες πολεοδομικές (όπως φαρδείς οδικούς άξονες) και οικονομικές προϋποθέσεις (τιμές γης) παρά σε λίγες μόνο κεντρικές του περιοχές, οι οποίες όμως ήταν και οι πλέον ανεπτυγμένες. Η περιφέρεια του Δήμου και οι περισσότεροι όμοροι Δήμοι αποτελούσαν τις κατεξοχήν περιοχές όπου είχε αναπτυχθεί η λαϊκή περιφερειακή αυτοστέγαση και η αυθαίρετη δόμηση, με αποτέλεσμα να εξελιχθούν σε περιοχές όπου η κοινωνική και πολεοδομική μορφολογία εμπόδιζε, για μεγάλο διάστημα, την καθ’ ύψος οικοδόμησή τους.
Η διαφορά στην πληθυσμιακή ανάπτυξη μεταξύ των δύο κεντρικών Δήμων μοιάζει να έγκειται στο ότι το κέντρο της Αθήνας συντονίστηκε με τη ραγδαία ανάπτυξη της πόλης κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, στην οποία και συνέβαλε σημαντικά, σε αντίθεση με το Δήμο Πειραιώς που μέσα σε 60 χρόνια διατήρησε περίπου τον ίδιο αριθμό κατοίκων και χωρίς ιδιαίτερες διακυμάνσεις στην πορεία. Η διαφορά αυτή αντικατοπτρίζεται καθαρά στη δυναμική της οικοδόμησης στα δύο κέντρα: το κέντρο της Αθήνας οικοδομήθηκε μαζικά κατά την περίοδο 1946-1970 με τη διαδικασία της αντιπαροχής ως τόπος συγκέντρωσης του σύγχρονου τρόπου κατοικίας για τα μεσαία και υψηλά κοινωνικά στρώματα της εποχής. Εκείνο του Πειραιά ακολούθησε τη σχετική πορεία μια δεκαετία αργότερα, όταν είχαν ήδη αρχίσει να φαίνονται τα αρνητικά παρεπόμενα της οικιστικής ανάπτυξης με αυτόν τον τρόπο, ενώ τα μεσαία και υψηλότερα κοινωνικά στρώματα άρχιζαν να προτιμούν μαζικά την κατοικία στα βόρεια και τα νότια προάστια. Στο γράφημα 4 φαίνεται καθαρά η χρονική αυτή κρίσιμη ‘υστέρηση’ του Πειραιά στη διαδικασία οικοδόμησης νέων κατοικιών.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Απογραφή Πληθυσμού 2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Αν η περιορισμένη αύξηση του πληθυσμού του Πειραιά κατά τις δεκαετίες δυναμικής ανάπτυξης της πόλης οφείλονται ως ένα βαθμό στους παραπάνω παράγοντες, η περιορισμένη συρρίκνωσή του από το 1970 και μετά θα πρέπει ενδεχομένως να αποδοθεί στους τοπικούς κλάδους απασχόλησης που χωροθετούνται σχεδόν αποκλειστικά στον Πειραιά και στο γεγονός ότι η μετακίνηση στα προάστια είναι δυσκολότερη σε σύγκριση με εκείνη των Αθηναίων. Η ευρύτερη περιοχή του Πειραιά ουσιαστικά δεν διαθέτει προάστια επιθυμητά για κατοικία από τα υψηλά και μεσαία στρώματά του, ενώ τα βόρεια και νότια προάστια, όπως και η ανατολική Αττική βρίσκονται σε απόσταση αρκετά αποτρεπτική για καθημερινή μετακίνηση.
Ενδεικτικά, η καθημερινή μετακίνηση για εργασία προς τους Δήμους Αθηναίων και Πειραιώς, από προάστια που κατατάσσονται σε υψηλές θέσεις όσον αφορά τις αντικειμενικές αξίες ακινήτων, [2] παρουσίαζε την ακόλουθη εικόνα το 2001: 38.651 προς την Αθήνα και 4.806 προς τον Πειραιά (σχεδόν διπλάσια εισροή στην Αθήνα, λαμβάντας υπόψη τον πληθυσμό των δύο Δήμων). Ακριβέστερη σύγκριση, ωστόσο, παρουσιάζεται στο γράφημα 5, όπου καταγράφεται σαφώς η συγκριτική δυσκολία μετακίνησης από τα πιο απομακρυσμένα βόρεια προάστια προς τον Πειραιά.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Απογραφή Πληθυσμού 2001 (https://panorama.statistics.gr/)
Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό που συνδέεται με τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή σταθερότητα / στασιμότητα του Πειραιά σε σχέση με τον κεντρικό Δήμο της Αθήνας αφορά την εισροή μεταναστευτικού πληθυσμού κατά τη δεκαετία του 1990. Η κάμψη του πληθυσμού στο Δήμο Αθηναίων την περίοδο 1991-2001(-2%) παρουσιάστηκε παρά τη μεγάλη εισροή μεταναστών από την Ανατολική ευρώπη και από αναπτυσσόμενες χώρες εκτός Ευρώπης, το ποσοστό των οποίων το 2001 είχε φθάσει το 16,2% του πληθυσμού του Δήμου. Αντίθετα, ο Δήμος Πειραιώς παρουσίασε αύξηση 5,3% κατά την ίδια περίοδο, η οποία μάλιστα στηρίχθηκε πολύ λιγότερο στη μεταναστευτική παρουσία (8,4% του πληθυσμού του το 2001). Ανάλογη υπήρξε η εξέλιξη και κατά τη δεκαετία του 2000. Το 2011, ο μεταναστευτικός πληθυσμός (εξαιρουμένων πάντα των υπηκόων χωρών με υψηλό επίπεδο ανάπτυξης) είχε φθάσει σε 20,8% για το Δήμο Αθηναίων και 9,4% για το Δήμο Πειραιώς.
Είναι προφανές ότι αυτό που εμφανίζεται ως στασιμότητα ή και κάμψη στην πληθυσμιακή ανάπτυξη του Πειραιά κατά τις τελευταίες δεκαετίες είναι ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο που δεν μπορεί να εξετασθεί απομονωμένο από τις εξελίξεις στο σύνολο της πόλης. Είναι, επίσης, προφανές ότι και η όποια ανάπτυξη πολιτικών με στόχο ένα νέο δυναμισμό –δημογραφικό και ευρύτερο– δεν μπορεί να στηριχθεί σε μονοδιάστατες υποθέσεις και αναλύσεις.
[1] Προηγούμενη μορφή αυτού του κειμένου δημοσιεύθηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού ‘Π’ (Πειραιάς), Μάρτιος, 2011, σ. 7-9.
[2] Καταγράφηκαν ενδεικτικά, με βάση τα δεδομένα της Απογραφής Πληθυσμού του 2001 οι μετακινήσεις προς τους Δήμους Αθηναίων και Πειραιώς από κατοίκους των Δήμων Κηφισιάς, Ψυχικού, Φιλοθέης, Εκάλης, Αγίας Παρασκευής, Χαλανδρίου, Αμαρουσίου, Γλυφάδας, Βούλας και Βουλιαγμένης.
Μαλούτας, Θ. (2017) Πειραιάς 1951-2011: Δημογραφική στασιμότητα σε μια μητρόπολη με έντονες πληθυσμιακές διακυμάνσεις, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/πειραιάς-πληθυσμιακή-στασιμότητα/ , DOI: 10.17902/20971.69
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Ο αστικός δημόσιος χώρος, ως κοινωνική κατασκευή, διαμορφώνεται μέσω σχέσεων εξουσίας στο πλαίσιο των οποίων έρχονται αντιμέτωπες διαφορετικές θεωρήσεις και πρακτικές σχετικά με τη λειτουργία και τον έλεγχο του. Στο παρόν κείμενο εξετάζω τους τρόπους με τους οποίους ο δημόσιος χώρος παράγεται και διαμορφώνεται μέσα από αντιθετικές «εδαφικές παραγωγές», με πεδίο αναφοράς τις πλατείες Εξαρχείων, Αγίου Παντελεήμονα και Συντάγματος. Για την ανάλυση τους, στηρίζομαι στις παραμέτρους οι οποίες τέθηκαν από τον Kärrholm (2007, 2005) σχετικά με την εδαφική παραγωγή του χώρου (βλ. πίνακα 1).
Οι Deleuze και Guattari (1972, 1980) περιγράφουν την επικράτεια (territory) ως έναν οριοθετημένο χώρο, εντός του οποίου συναντάται μία διαφορετική πραγματικότητα σε σχέση με αυτήν η οποία επικρατεί εκτός των ορίων του. Η επικράτεια λειτουργεί ως μηχανή η οποία παράγει μία συγκεκριμένη τάξη (order) και οργανώνει τα ετερογενή στοιχεία ως συνάθροιση. Ταυτόχρονα, η επικράτεια παράγει ταυτότητες και με βάση αυτές διατηρεί τα σύνορα της με όρους ένταξης – αποκλεισμού οι οποίοι ενισχύονται από κανόνες, σήματα, οδηγίες και κατευθύνσεις. Τέλος, επικράτειες δεν αναπτύσσονται μόνο στον φυσικό χώρο αλλά και σε επινοημένους, όπως παραδείγματος χάριν η φιλοσοφία. Με βάση τα παραπάνω, ως εδαφική παραγωγή (territorial production) αναφερόμαστε στη διαδικασία παραγωγής οριοθετημένων περιοχών ελέγχου.
Σύμφωνα με τον Kärrholm (2005), η ανάλυση των σχέσεων εξουσίας με πεδίο αναφοράς τον δημόσιο χώρο μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα από τη διερεύνηση της αλληλεπίδρασης εδαφικών παραγωγών του χώρου με τη μορφή συσχετισμών, ιδιοποιήσεων, στρατηγικών και πρακτικών. Οι συσχετισμοί και ιδιοποιήσεις αποτελούν συνέπειες καθιερωμένων και τακτικών πρακτικών, οι οποίες δεν ενσωματώνουν στοιχεία σχεδιασμού και δε συνιστούν συνειδητές απόπειρες ελέγχου. Αντίθετα Οι στρατηγικές και οι πρακτικές, συνιστούν σχεδιασμένες απόπειρες ελέγχου και εκφράζουν συγκεκριμένες διεκδικήσεις. Επιπλέον, οι τακτικές εκφράζουν προσωποποιημένες διεκδικήσεις εκ μέρους ομάδων, οι οποίες αναπτύσσονται στον φυσικό χώρο. Αντίθετα, οι στρατηγικές διαμορφώνονται εκτός του φυσικού χώρου και αφορούν απρόσωπες και, συνήθως, διαμεσολαβημένες απόπειρες ελέγχου οι οποίες εμφανίζονται με τη μορφή κανόνων και σημάτων (Kärrholm, 2007).
Η ανάλυση που ακολουθεί στηρίζεται σε πρωτογενή δεδομένα της διδακτορικής μου διατριβής με τίτλο ‘Ο δημόσιος χώρος ως πεδίο αστικών συγκρούσεων. Η επίδραση των σχέσεων εξουσίας στη καθημερινότητα και τις πρακτικές χρήσης’ [1], η οποία εκπονήθηκε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ. Η παραγωγή των δεδομένων στηρίχθηκε σε μία επαγωγική, μικτή μεθοδολογική προσέγγιση με κύρια εργαλεία την εθνογραφική μελέτη (άμεση και συμμετοχική παρατήρηση, ημι-δομημένες και σε βάθος συνεντεύξεις) και την επισκόπηση μέσω ερωτηματολογίων τα οποία απευθύνθηκαν σε τυχαίο δείγμα χρηστών στους υπό διερεύνηση δημόσιους χώρους. Το κυρίως μέρος της έρευνας πραγματοποιήθηκε μεταξύ Μαΐου και Σεπτεμβρίου του 2014, ενώ συμπληρωματικές παρατηρήσεις πραγματοποιήθηκαν την άνοιξη του 2015.
Το παρόν άρθρο δεν αποτελεί περίληψη της διδακτορικής έρευνας (βλ. Pettas, 2015), αλλά απόπειρα επανεξέτασης των δεδομένων από τη σκοπιά της εδαφικής παραγωγής του χώρου, όπως αυτή αναφέρθηκε επιγραμματικά παραπάνω. Η συνεισφορά της προσέγγισης αυτής έγκειται στην ανάλυση των σχέσεων εξουσίας όχι αποκλειστικά μέσω της διερεύνησης των αλληλεπιδράσεων κρίσιμων αστικών παραγόντων αλλά και μέσω της αλληλεπίδρασης διαφορετικών και αντιθετικών εδαφικών παραγωγών.
Η πλατεία Εξαρχείων βρίσκεται στο κέντρο της ομώνυμης συνοικίας και η ευρύτερη περιοχή φιλοξενεί μικτές χρήσεις γης (κατοικία, εμπόριο, ψυχαγωγία). Δύο ομάδες καθιερωμένων πρακτικών στην πλατεία αλλά και στην ευρύτερη συνοικία παράγουν συγκεκριμένες συσχετίσεις και ιδιοποιήσεις οι οποίες διαμορφώνουν τις συνθήκες υπό τις οποίες οι σύγχρονες συγκρούσεις αναπτύσσονται [2]. Οι πρακτικές αυτές περιλαμβάνουν 1) τη χρήση της πλατείας για την πραγματοποίηση πολιτικών δράσεων εκ μέρους τοπικών και ευρύτερων κινημάτων και πολιτικών χώρων, απόρροια της υψηλής πυκνότητας κινηματικών και πολιτικών πρωτοβουλιών στην ευρύτερη περιοχή και 2) τη μαζική χρήση κάνναβης στην πλατεία εκ μέρους μεγάλου μέρους των χρηστών και επισκεπτών της.
Οι εδαφικές παραγωγές οι οποίες εμφανίζονται ως αποτέλεσμα των παραπάνω πρακτικών, περιλαμβάνουν 1) τη δημιουργία μίας ριζοσπαστικής επικράτειας στο συμβολικό επίπεδο και στη βάση μίας ισχυρής συμβολικής συνοχής μεταξύ τοπικών κινημάτων και πολιτικών χώρων, χρηστών και μέρους των καταστηματαρχών, 2) τακτικές ιδιοποίησης της πλατείας από κινήματα και πολιτικούς χώρους και 3) καθημερινές συσχετίσεις οι οποίες συνδέονται με τη μαζική χρήση κάνναβης και την ανάδειξη της πλατείας ως έναν υπερτοπικό χώρο αγοράς και κατανάλωσής της.
Στο πλαίσιο των παραπάνω πρακτικών και εδαφικών παραγωγών έχουν εδραιωθεί «περιφερειακές» τακτικές, οι οποίες δεν αναπτύσσονται από τους προαναφερθέντες συλλογικούς παράγοντες (τοπικά κινήματα και πολιτικοί χώροι). Οι τακτικές αυτές περιλαμβάνουν συχνές και εκτός πολιτικού πλαισίου συγκρούσεις ομάδων νεαρών με την αστυνομία, επιθέσεις σε πολιτικές ομάδες, δράσεις υποβάθμισης του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος [3], καθώς και την εδραίωση επιθετικών ομάδων οι οποίες σχετίζονται με το εμπόριο ναρκωτικών. Το σύνολο των παραπάνω εδαφικών παραγωγών (ιδιοποιήσεις, συσχετίσεις και περιφερειακές τακτικές) συνοδεύονται από περαιτέρω συνέπειες οι οποίες περιλαμβάνουν αφενός την περιορισμένη παρουσία επίσημων και θεσμικών παραγόντων (αστυνομία και υπηρεσίες του Δήμου Αθηναίων) και αφετέρου τον αποκλεισμό παιδιών, οικογενειών και ηλικιωμένων από τον χώρο της πλατείας.
Οι συνθήκες αποκλεισμού στη πλατεία Εξαρχείων διαμορφώνουν το περιεχόμενο των σύγχρονων συγκρούσεων και χτίζονται στη βάση δύο εδαφικών παραγωγών: των συσχετίσεων οι οποίες προκύπτουν από τη μαζική κατανάλωση κάνναβης και των τακτικών τοπικών επιθετικών ομάδων οι οποίες σχετίζονται με το εμπόριο ναρκωτικών. Οι ομάδες αυτές, σε μία απόπειρα εδραίωσης τους στην καθημερινότητα της πλατείας προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τη συμβολική συνοχή της περιοχής και παρουσιάζονται ως μέρος των τοπικών κινημάτων, με τα οποία εντούτοις δεν έχουν καμία σχέση. Στο πλαίσιο αυτό προβαίνουν σε επιθέσεις εναντίον κατοίκων, επισκεπτών αλλά και μελών τοπικών κινημάτων και πολιτικών ομάδων.
“Και αυτό καθιστά, το να μην μπορεί ο άλλος να βγει στην πλατεία να περάσει, να καθίσει. Είναι κάτι που δεν μπορεί κάποιος να περάσει από εκεί, δηλαδή η πλατεία κατευθείαν γίνεται για λίγους, δεν είναι για όλους. Από κει και πέρα το ζήτημα με τις μαφίες, πέρα από το εμπόριο, είναι… την ίδια στιγμή υπάρχει μια τρελή παραβατικότητα, υπάρχει βία. Υπάρχει βία μεταξύ τους, υπάρχει βία στους κατοίκους, όταν πάει κάποιος να τους μιλήσει να φύγουνε, δηλαδή πέφτει σωματική βία, δε μιλάμε για λεκτική βία. Βλέπουμε ότι υπάρχει ένας μεγάλος δεσμός με τα γύρω σχολεία, εκμεταλλεύονται και την οικονομική κρίση, ότι οι οικογένειες είναι σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, χρησιμοποιούνε παιδιά για το εμπόριο και αυτό βγάζει ρίζες. Την ίδια στιγμή εμπλέκεται ένα σύστημα που υπήρχε πάντα στα Εξάρχεια, προστασίας μαγαζιών, από συγκεκριμένες ομάδες, που μπλέκονται τώρα και με το εμπόριο και κάνουνε τους δικούς τους κόμβους, ελέγχου πια, της διακίνησης ροών κόσμου στην πλατεία. Δεν είναι μόνο έλεγχος εμπορίου, είναι έλεγχος του κόσμου.”, Επιτροπή Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων. |
Επιπλέον, τα τοπικά κινήματα και οι μαγαζάτορες αποδίδουν στην αστυνομία ρόλο είτε παρατηρητή είτε υποστηρικτή του εμπορίου ναρκωτικών.
“Οπότε το υποθάλπει (σ.σ. η αστυνομία), με αφάνεια βέβαια, αλλά όλοι το γνωρίζουμε αυτό, ότι γίνεται χρόνια, έτσι λειτουργεί το σύστημα και είναι το αμερικάνικο σύστημα, που δυστυχώς έχουμε και στην Ελλάδα. Οπότε καλώς ή κακώς το κράτος ξέρει τι γίνεται και τον έχει εδώ πέρα αυτόν το χώρο για να είναι ελεγχόμενο.”, καταστηματάρχης. |
Οι απόπειρες αναχαίτισης των φαινομένων αποκλεισμού από την πλατεία, με τη μορφή στρατηγικών και τακτικών, έρχονται από το μέρος των κινημάτων, των πολιτικών χώρων και των καταστηματαρχών. Τόσο αυτόνομα, όσο και μέσα από τη κοινή δομή της «Λαϊκής Συνέλευσης Εξαρχείων» η οποία δημιουργήθηκε την άνοιξη του 2014, αναπτύσσουν στρατηγικές και τακτικές οι οποίες επιχειρούν, ταυτόχρονα, αφενός να αντιπαρατεθούν ευθέως με το εμπόριο ναρκωτικών και τις τακτικές αποκλεισμού των τοπικών επιθετικών ομάδων και αφετέρου να δημιουργήσουν συνθήκες ενσωμάτωσης των αποκλεισμένων ομάδων χρηστών. Ταυτόχρονα, τα τοπικά κινήματα έχουν αντιληφθεί την απόπειρα των επιθετικών ομάδων να ενταχθούν στα κυρίαρχα νοήματα της περιοχής.
“Επίσης υπάρχουν αυτές οι ομάδες που προσπαθούν να σφετεριστούν διάφορους πολιτικούς χώρους και πολλές φορές να βγουν εξ’ ονόματός τους. Δηλαδή είναι ο μαφιόζος και σου λέει “είμαι αναρχικός, βλέπω ότι έχεις ξυρισμένο κεφάλι, σε θεωρώ χρυσαυγίτη, σε σπάω στο ξύλο”, τελεία, δεν υπάρχει συζήτηση […] Έχει επαφές, ή θεωρεί ότι έχει επαφές και με κάποιους χώρους… ε, όχι πολιτικούς, όχι στέκια, σε καμία περίπτωση, αλλά δεσμούς με κόσμο που μένει και ζει εκεί.”, Επιτροπή Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων. |
Ως εκ τούτου, επανανοηματοδοτούν έννοιες όπως αυτή της ελευθερίας με την εισαγωγή όρων όπως «κοινωνικός κανιβαλισμός», ο οποίος έρχεται να την οριοθετήσει και να τη συσχετίσει με τις υφιστάμενες συνθήκες στην περιοχή. Οι στρατηγικές των παραπάνω παραγόντων περιλαμβάνουν τη δημιουργία προσωρινών επικρατειών, εντός των οποίων οι παράγοντες αυτοί είναι οι κύριοι διαμορφωτές, με όρους ελέγχου και διαχείρισης της υφιστάμενης συμβολικής επικράτειας. Οι τακτικές περιλαμβάνουν τη δημιουργία επικρατειών όπου το εμπόριο ναρκωτικών και οι τακτικές αποκλεισμού δεν γίνονται ανεκτές και την απόπειρα εγκαθίδρυσης συσχετίσεων εκ μέρους των αποκλεισμένων ομάδων μέσω της εισαγωγής νέων χρήσεων και δράσεων και της κατασκευής φυσικών υποδομών προς χρήση από τις συγκεκριμένες ομάδες.
Οι αντιθετικές παραγωγές συνυπάρχουν στον χώρο αλλά όχι στον χρόνο της πλατείας. Οι εδαφικές παραγωγές αποκλεισμού έχουν επιτύχει την εδραίωση τους μέσα από την ένταξή τους στη καθημερινή ζωή και τους ρυθμούς του δημόσιου χώρου. Αντίθετα, οι εδαφικές παραγωγές ένταξης αποτελούν πρόσκαιρες και εξωτερικές, ως προς τους ρυθμούς αυτούς, επεμβάσεις. Η περίπτωση της πλατείας Εξαρχείων καθιστά σαφές ότι η κυριαρχία στο συμβολικό επίπεδο και η περιοδική πραγματοποίηση δράσεων δεν είναι επαρκής συνθήκη για την εγκαθίδρυση ελέγχου και τη δημιουργία σταθερών επικρατειών. Το γεγονός αυτό έχει γίνει αντιληπτό από τους παράγοντες ένταξης, οι οποίοι προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να επέμβουν στο επίπεδο της καθημερινότητας και να εγκαθιδρύσουν τακτικές και στρατηγικές αυτοαναπαραγωγικού χαρακτήρα, όπως η κατασκευή σταθερού εξοπλισμού ο οποίος απευθύνεται στους αποκλεισμένους χρήστες και η στέγαση της «Λαϊκής Συνέλευσης Εξαρχείων» σε κτήριο επί της πλατείας, η οποία συνοδεύτηκε από καθημερινές δράσεις και παρεμβάσεις.
“Υπάρχει αυτό που λέμε μια αντίσταση, αλλά πρέπει και αυτό να γίνει πιο οργανωμένα πιο συγκροτημένα, με διαρκείς δράσεις και μαζικότητα πάνω στην πλατεία.[…] Με το να φέρεις άλλες χρήσεις, το να αρχίσει ο άλλος να οικειοποιείται το χώρο. Όχι να περιμένει ο κόσμος πότε η πρωτοβουλία κατοίκων, η Κατάληψη Α, θα φέρουν άλλες χρήσεις. Αυτοί που θα βρεθούμε εκεί, είμαστε 3 άτομα και παίζουμε μουσική. Μπορούμε να μεταφέρουμε την πρόβα μας στην πλατεία εάν γίνεται; Την πρόβα μας στο χορό εκεί αν γίνεται; Να έχει χρήσεις δημόσιες ο χώρος από όλους. Δηλαδή μπορούνε να μεταφερθούνε καθημερινές χρήσεις εκεί;”, Επιτροπή Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων |
Η πλατεία Αγίου Παντελεήμονα βρίσκεται στην ομώνυμη συνοικία και η ευρύτερη περιοχή έχει ως κύρια χρήση την κατοικία. Η συνοικία του Αγίου Παντελεήμονα αποτέλεσε τις τελευταίες δεκαετίες τόπο εγκατάστασης μεταναστών (Antonopoulos and Winterdyk, 2006, Αράπογλου και άλλοι, 2009, Kandylis and Kavoulakos, 2012; Τσίγκανου, 2010). οι οποίοι αφενός αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα χρηστών της πλατείας και αφετέρου αντιπροσωπεύουν σχεδόν αποκλειστικά τις νεότερες ηλικιακά ομάδες χρηστών. Ως προϋπάρχουσα της σύγκρουσης, η εδαφική παραγωγή προκύπτει από τη συσχέτιση των μεταναστών με την καθημερινή χρήση του χώρου για ψυχαγωγία, παιχνίδι και κοινωνική αλληλεπίδραση.
Αντιτιθέμενοι σε αυτήν τη συσχέτιση, η τοπική «Επιτροπή Κατοίκων Αγίου Παντελεήμονα» και η νεοναζιστική οργάνωση της Χρυσής Αυγής ανέπτυξαν τακτικές αποκλεισμού των μεταναστών. Ο Καβουλάκος (2013) υποστηρίζει ότι αντίστοιχα φαινόμενα, τα οποία θεωρεί τμήμα ενός “κινήματος απόρριψης” των μεταναστών εντοπίζονται για πρώτη φορά στον Άγιο Παντελήμονα το 2008 και είναι στη συγκεκριμένη περιοχή όπου το κίνημα αυτό είχε την πλέον έντονη παρουσία και αποτελεσματική – ως προς τους σκοπούς του – δράση. Οι τακτικές αυτές συνιστούν απόπειρες ελέγχου του δημόσιου χώρου και παρουσιάζονται ως διεκδίκηση της επανάχρησης του από Έλληνες. Εντούτοις, μέσω της έρευνας πεδίου, δεν εντοπίστηκαν πρακτικές αποκλεισμού ελλήνων χρηστών εκ μέρους ομάδων μεταναστών, είτε με τη μορφή ιδιοποιήσεων, είτε με τη μορφή τακτικών. Επιπλέον, δεν έχουν ως στόχο υφιστάμενες πρακτικές ή νέο-εγκαθιδρυμένες χρήσεις εκ μέρους των μεταναστών αλλά αναπτύσσονται στη βάση αντιπαράθεσης με την ταυτότητα του «ξένου», ενσωματώνοντας ρατσιστικές αφηγήσεις. Πρακτικές οι οποίες αναπτύσσονται ως μέρος των τακτικών αυτών περιλαμβάνουν την κατάληψη της πλατείας από υποστηρικτές και συμμετέχοντες στο κίνημα απόρριψης με ταυτόχρονη εκδίωξη μεταναστών χρηστών, βίαιες ευθείες επιθέσεις σε μετανάστες και διοργάνωση πολιτικών εκδηλώσεων από τη Χρυσή Αυγή [4].
Με βάση τα παραπάνω, το περιεχόμενο της σύγκρουσης αφορά θέματα ταυτότητας και δικαιωμάτων χρήσης. Ταυτόχρονα, ο δημόσιος χώρος δεν αποτελεί διακύβευμα της σύγκρουσης αλλά παράμετρο της, καθώς σε αυτόν είναι εμφανής η πληθυσμιακή μεταβολή στην ευρύτερη περιοχή. Υπό το πρίσμα αυτό μπορεί να ερμηνευτεί και το κλείσιμο της παιδικής χαράς επί της πλατείας, η οποία αποτελούσε μία καθημερινή υπενθύμιση του γεγονότος ότι ο νεανικός πληθυσμός της περιοχής αφορά κυρίως παιδιά μεταναστών. Οι παραπάνω τακτικές, αφενός με την υποστήριξη σημαντικού μέρους κατοίκων και καταστηματαρχών και αφετέρου συνεπικουρούμενες από ευρύτερες στρατηγικές του κράτους (θεσμικό και νομικό πλαίσιο σε σχέση με ζητήματα μετανάστευσης και ανοχή των τακτικών αποκλεισμού), δημιουργούν στην πλατεία μία επικράτεια ανασφάλειας.
Αντιθετικές τακτικές ένταξης αναπτύχθηκαν από πρωτοβουλίες κατοίκων και πολιτικούς χώρους της ευρύτερης περιοχής, καθώς και από αντιρατσιστικές και πολιτικές οργανώσεις. Εντούτοις, η επικράτεια ανασφάλειας εκτείνεται και στους συμμετέχοντες στους παραπάνω παράγοντες, η μεμονωμένη ή συλλογική παρουσία των οποίων αντιμετωπίζει βίαιες επιθέσεις και αποδοκιμασία. Οι τακτικές ένταξης οι οποίες αναπτύσσονται αφορούν πρόσκαιρες και ευάλωτες εδαφικές παραγωγές και πραγματοποιούνται κυρίως μέσω της διοργάνωσης πολιτιστικών δράσεων οι οποίες έχουν ως στόχο την ενίσχυση των συσχετίσεων των μεταναστών με τον συγκεκριμένο δημόσιο χώρο.
“Δεν μπορούσαμε να έχουμε αποτέλεσμα. Ακόμα και να την ανοίγανε την παιδική χαρά, στο βαθμό που δε μπορούσαν να μαζέψουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων που ασκούσαν τρομοκρατία, δε θα μπορούσε να γίνει τίποτα. Γι’ αυτό νομίζω ο λόγος ήταν συμβολικός, δε θέλαν να ανοίξει. Ήταν ότι “εμείς έχουμε κλειστή την παιδική χαρά”. Αυτό δεν έπρεπε να αλλάξει. Να μην ακουστεί ότι άνοιξε η παιδική χαρά. Συμβολικά, δηλαδή, γιατί ούτως ή άλλως ήταν υπό κατάληψη η πλατεία […]. Μετά έγινε η κατάληψη της πλατείας. Δεν μπορούσαμε ούτε να περάσουμε από την πλατεία. Δηλαδή πολλοί από εμάς που είμαστε γνωστοί, ούτε από τους γύρω δρόμους. Πράγμα που δεν ισχύει τώρα, τώρα έχουνε συμμαζευτεί, δεν είναι πια επιθετικοί, έχουνε μια άλλη συμπεριφορά […]. Τον τελευταίο καιρό – από τότε που έγινε η κατάληψη – δεν μπορούσαμε να διοργανώσουμε τίποτα. Μόνο κάτι που κάναμε, και το κάναμε όχι μόνοι μας, το κάναμε με την Ανοιχτή Πόλη και με άλλες αντιρατσιστικές κινήσεις, το κάναμε τον Οκτώβριο, την πρώτη εκδήλωση – και έγινε μεγάλη εκδήλωση πράγματι – υπήρχε κάλεσμα στην αθηναϊκή κοινωνία και ανταποκρίθηκε ο κόσμος, ο οποίος ήταν φοβισμένος”, Κίνηση Κατοίκων 6ου Διαμερίσματος. |
Τα αποτελέσματα της έντασης μεταξύ των αντιθετικών εδαφικών παραγωγών εντείνονται από το γεγονός ότι, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει παραδείγματος χάριν στην πλατεία Εξαρχείων, δεν παρατηρείται συνοχή των χρηστών και των καταστηματαρχών σε σχέση με το περιεχόμενο της σύγκρουσης, με αποτέλεσμα τη διάχυση της σύγκρουσης σε πολλά επίπεδα. Επιπλέον, οι συνθήκες σύγκρουσης στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα συνοδεύονται από την υποβάθμιση της περιοχής με οικονομικούς όρους: τα καταστήματα περιμετρικά της πλατείας παραμένουν στην πλειονότητά τους κλειστά, ενώ ταυτόχρονα οι πραγματικές αξίες γης και τα ενοίκια εμφανίζουν σημαντική πτώση, μεγαλύτερη σε σχέση με γειτονικές συνοικίες.
“Πράγματι, είναι πιο έντονη στον Άγιο Παντελεήμονα (σ.σ. η μείωση τιμών ακινήτων σε σχέση με γειτονικές περιοχές). Θα’ λεγα παίζει ρόλο ίσως και η προβολή που δώσανε τα ΜΜΕ γενικότερα στον Άγιο Παντελεήμονα και ξέρεις αυτά είναι πολύ εύκολο να διαμορφώνουν άποψη στον κόσμο και νομίζω ότι αυτό παίζει το σημαντικότερο ρόλο. Δηλαδή, η τηλεόραση κυρίως, που δείχνει συνέχεια ρεπορτάζ της περιοχής, της συγκεκριμένης περιοχής… Kαι η παρουσία των κατοίκων στα ΜΜΕ τους γυρίζει μπούμερανγκ, γιατί ο κόσμος βλέπει ότι η περιοχή εκεί πέρα δεν είναι ό,τι καλύτερο και αυτό συνέχεια ρίχνει τις τιμές, απαξιώνει την περιουσία τους. Άρα, οι ίδιοι ουσιαστικά συμμετέχουν στην απαξίωση της περιουσίας τους.”, Γ.Α., εταιρία Real Estate |
Η πλατεία Συντάγματος είναι ένας από τους πλέον κεντρικούς και συμβολικούς δημόσιους χώρους της Αθήνας. Ταυτόχρονα,εμπίπτει στον ορισμό του Iveson (1998) περί τελετουργικών δημόσιων χώρων. Στους τελετουργικούς δημόσιους χώρους προνομιακή θέση έχει το κράτος, καθώς αποτελούν κεντρικούς δημόσιους χώρους μεγάλου μεγέθους οι οποίοι είναι συνήθως συνδεδεμένοι με ιστορικά γεγονότα και επενδυμένοι με ισχυρούς συμβολισμούς, νοήματα και φαντασιακές προεκτάσεις. Για τους λόγους αυτούς χρησιμοποιούνται τόσο ως τόποι εορτασμού, όσο και ως τόποι πραγματοποίησης κεντρικών γεγονότων διαμαρτυρίας. Η πλατεία Συντάγματος εμπίπτει και στην περιγραφή του αφηρημένου χώρου από τον Lefebvre (1974):
“Ο αφηρημένος χώρος είναι πολιτικός, εγκαθιδρύεται από το κράτος, είναι θεσμικός. Μοιάζει ομοιογενής, χωρίς απαραίτητα να είναι, έχει ως τελικό στόχο την ομοιογένεια και την εξάλειψη των διαφορών”
Η ευρύτερη περιοχή φιλοξενεί, σχεδόν αποκλειστικά, οικονομικές και διοικητικές λειτουργίες. Εντοπίζονται αφενός εμπορικά καταστήματα, πολυτελή ξενοδοχεία, υπηρεσίες και αφετέρου πλήθος κτηρίων διοίκησης, όπως υπουργεία, πρεσβείες και δημόσιες υπηρεσίες, με κυρίαρχο το κτήριο της Βουλής των Ελλήνων. Επιπλέον, η πλατεία Συντάγματος αποτελεί ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα τουριστικά τοπόσημα της Αθήνας. Ελλείψει καθημερινών ιδιοποιήσεων από συγκεκριμένες ομάδων χρηστών, με μόνη εξαίρεση την παρουσία skaters, η κεντρικότητα και η χωροθέτηση της πλατείας, καθώς και η λειτουργία του σταθμού του ΜΕΤΡΟ, αποτελούν βασικούς διαμορφωτές των καθημερινών παραγωγών του χώρου μέσω συσχετίσεων.
Η παρουσία των χρηστών σχετίζεται με ευρύτερες οικονομικές δραστηριότητες, όπως η μετακίνηση από και προς χώρους εργασίας και κατανάλωσης. Η πλατεία Συντάγματος λειτουργεί συνεπικουρικά στην οικονομική επικράτεια στην ευρύτερη περιοχή. Στην περίπτωση της πλατείας Συντάγματος αναπτύσσονται συσχετίσεις λόγω θέσης, με κύριες ατομικές πρακτικές χρήσης, τη διάσχιση της πλατείας, τη σύντομη ανάπαυση και τη συνάντηση στο πλαίσιο οικονομικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις άλλες περιπτώσεις της έρευνας, οι συσχετίσεις αυτές δε συνοδεύονται από πρακτικές αποκλεισμού χρηστών.
Όπως υπονοείται και στον ορισμό των τελετουργικών δημόσιων χώρων, ιδιοποιήσεις αναπτύσσονται από ένα πλήθος παραγόντων: επίσημες και θεσμικές δομές (Κράτος, τοπική αυτοδιοίκηση, πολιτικά κόμματα), δυνάμεις της αγοράς και κινήματα. Παραδείγματα αντίστοιχων προσωρινών εδαφικών παραγωγών μέσω χρήσης αποτελούν οι παρελάσεις οι πολιτιστικές και κοινωνικές εκδηλώσεις του Δήμου Αθηναίων, οι κομματικές συγκεντρώσεις, οι εκδηλώσεις παραγόντων της αγοράς, καθώς και γεγονότα διαμαρτυρίας. Σε κάθε περίπτωση, οι παραπάνω εδαφικές παραγωγές είτε ενισχύουν, είτε αδυνατούν να αμφισβητήσουν τη σταθερή λειτουργία της πλατείας Συντάγματος ως επικράτεια ελεγχόμενη από το Κράτος και την οικονομία.
Η σταθερότητα μίας επικράτειας ελεγχόμενης από το κράτος και την οικονομία στηρίζεται σε στρατηγικές και τακτικές κυρίως εκ μέρους των θεσμικών δομών. Στις στρατηγικές μπορούν να ενταχθούν σχεδιαστικές και αναπτυξιακές πρωτοβουλίες οι οποίες ενισχύουν τον χαρακτήρα της ευρύτερης περιοχής. Στις τακτικές εντάσσονται η ισχυρή αστυνομική παρουσία σε αναντιστοιχία με περιστατικά παραβατικότητας, η άμεση απομάκρυνση ιχνών τα οποία θεωρούνται ασύμβατα με το χαρακτήρα της οικονομικής επικράτειας, όπως αφίσες ή γκράφιτι, αλλά και ευθείες επεμβάσεις της αγοράς στο φυσικό περιβάλλον και τις υποδομές του δημόσιου χώρου [5]. Συνολικά, σε ότι αφορά την περίπτωση της πλατείας Συντάγματος, έχουμε μία ελεγχόμενη επικράτεια εντός της οποίας κυρίαρχο ρόλο έχουν το κράτος, η τοπική αυτοδιοίκηση και δυνάμεις της οικονομίας. Η μόνη αντιθετική εδαφική παραγωγή αφορά ιδιοποιήσεις εκ μέρους των κινημάτων και απουσιάζουν απόλυτα αντιθετικές απόπειρες ελέγχου με τη μορφή τακτικών.
Οι διαφορετικές εδαφικές παραγωγές στους τρεις υπό έρευνα δημόσιους χώρους είναι, στη πλειονότητά τους, περιοδικές, εφήμερες και ευάλωτες. Το γεγονός αυτό αποτελεί απόρροια της ανάπτυξής τους παράλληλα με αντιθετικές εδαφικές παραγωγές, όπως κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο σε συνθήκες σύγκρουσης. Ως εξαιρέσεις εμφανίζονται 1) αφενός το σύνολο της πλατείας Συντάγματος, όπου έχουμε μία ξεκάθαρη επικράτεια ελεγχόμενη από το κράτος, τη τοπική αυτοδιοίκηση και την οικονομία και 2) τη «ριζοσπαστική επικράτεια» στην πλατεία Εξαρχείων και την ευρύτερη περιοχή η οποία όμως αφενός εγκαθιδρύεται στο συμβολικό επίπεδο και αφετέρου μεταφράζεται μόνο μερικώς στο επίπεδο της καθημερινότητας. Και στις δύο περιπτώσεις μπορεί να γίνει αναφορά στην ύπαρξη επικράτειας καθώς στην πλατεία Συντάγματος δεν εμφανίζονται προσωποποιημένες απόπειρες ελέγχου από παράγοντες εκτός των κυρίαρχων, ενώ στην πλατεία Εξαρχείων τα κυρίαρχα νοήματα, παρά τις αντιθετικές απόπειρες ερμηνείας τους, δεν αμφισβητούνται.
Με βάση την ανάλυση των τριών περιπτώσεων της έρευνας, εντοπίζονται συγκεκριμένες παράμετροι της εδαφικής παραγωγής σε συνθήκες σύγκρουσης. Αρχικά, από τις διαφορετικές μορφές εδαφικής παραγωγής, αυτή που συνδέεται σε μεγαλύτερο βαθμό με τη συνθήκη της σύγκρουσης είναι οι τακτικές, οι οποίες αποτελούν συνειδητή απόπειρα ελέγχου, αναπτύσσονται στο φυσικό χώρο και, τέλος, σε συνθήκες σύγκρουσης συνιστούν απόπειρες αντιπαράθεσης με άλλες μορφές εδαφικής παραγωγής. Από τις τρεις περιπτώσεις έρευνας, μόνο σε αυτήν της πλατείας Συντάγματος παρατηρείται παγιωμένη επικράτεια, καθώς απουσιάζουν τακτικές οι οποίες να αμφισβητούν τον έλεγχο της από το κράτος, την τοπική αυτοδιοίκηση και την οικονομία. Επιπλέον, η παράμετρος της συνειδητής απόπειρας ελέγχου είναι αυτή που διαφοροποιεί την ισχύ και τα αποτελέσματα παρόμοιων πρακτικών. Έτσι, οι εκδηλώσεις κινημάτων συνιστούν τακτικές στην πλατεία Εξαρχείων αλλά ιδιοποιήσεις στη πλατεία Συντάγματος, ενώ το ίδιο παρατηρείται σε σχέση με τις κομματικές συγκεντρώσεις στη πλατεία Αγίου Παντελεήμονα και στην πλατεία Συντάγματος.
Ως ιδιαίτερα κρίσιμη αναδεικνύεται η παράμετρος του χρόνου και των ρυθμών. Εδαφικές παραγωγές οι οποίες αποτελούν μέρος της καθημερινότητας του δημόσιου χώρου εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα ανθεκτικότητας σε σχέση με εκείνες οι οποίες αναπτύσσονται ως αποτέλεσμα περιοδικών τακτικών, ακόμη και στην περίπτωση της πλατείας Εξαρχείων όπου το σύνολο των τοπικών αστικών παραγόντων αντιτίθεται σε αυτές. Τέλος, ο βαθμός και ο τρόπος εμπλοκής των χρηστών είναι καθοριστικός. Ανεξαρτήτως περιεχομένου, συσχετίσεις οι οποίες παράγονται από την πλειονότητα των χρηστών, όπως η κατανάλωση κάνναβης και οι συσχετίσεις των μεταναστών με ψυχαγωγία και παιχνίδι είναι αρκετά ανθεκτικές σε αντιθετικές τακτικές και στρατηγικές.
[1] http://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/36254″ target=”_blank”>http://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/36254″>http://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/36254
[2] Στην πλατεία Εξαρχείων εμφανίζονται επιπλέον εδαφικές παραγωγές, όπως ιδιοποιήσεις μέσω οικονομικής δραστηριότητας (λειτουργία υπαίθριων χώρων καταστημάτων, λαϊκή αγορά επί της πλατείας κ.ά.). Εντούτοις, το παρόν κείμενο εστιάζει σε εδαφικές παραγωγές οι οποίες σχετίζονται άμεσα με τις συνθήκες σύγκρουσης και αποκλεισμού στον συγκεκριμένο δημόσιο χώρο.
[3] Παραδείγματος χάριν καταστροφές αγαλμάτων και υποδομών οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τον Δήμο Αθηναίων αλλά και τοπικά κινήματα, καταστροφές μέσων μαζικής μεταφοράς (βλ. ενδεικτικά http://www.efsyn.gr/arthro/vandalismos-stin-protomi-tis-lelas-karagianni-sta-exarheia και http://www.efsyn.gr/arthro/fotia-se-tria-trolei-konta-sto-polytehneio )
[4] Στην πλατεία Συντάγματος, συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις πολιτικών κομμάτων εντάσσονται στις ιδιοποιήσεις και όχι στις τακτικές,καθώς δε συνιστούν απόπειρες ελέγχου. Εντούτοις, αντίστοιχες εκδηλώσεις της Χρυσής Αυγής στη πλατεία Αγίου Παντελεήμονα συνιστούν απόπειρες ελέγχου τόσο στο επίπεδο του δημόσιου χώρου όσο και της ευρύτερης συνοικίας, καθώς συνοδεύονται από πρακτικές αλλά και αφηγήσεις αποκλεισμού.
[5] Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της πραγματοποίησης εργασιών αποκατάστασης από ιδιοκτήτη ξενοδοχείου (http://www.aftodioikisi.gr/ota/dimoi/oasi-egine-i-plateia-sintagmatos-pos-apektise-tin-palia-tis-omorfia-aigli-foto/)
Πέττας, Δ. (2017) Η παραγωγή του χώρου σε συνθήκες σύγκρουσης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/χώρος-σε-συνθήκες-σύγκρουσης/ , DOI: 10.17902/20971.68
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το παρόν άρθρο αποτελεί μέρος της έρευνας που διεξήγαγα στα πλαίσια της διδακτορικής μου διατριβής με θέμα το περπάτημα και τις πεζοδρομήσεις στο κέντρο της Αθήνας (Kanellopoulou, 2015). Σκοπός μου, σε αυτό το λήμμα, είναι να αναδείξω την ιστορική εξέλιξη των πολιτικών πεζοδρομήσεων και τους βασικούς φορείς σχεδιασμού του δημόσιου χώρου στην ελληνική πρωτεύουσα . Αν και βρισκόμενη στο περιθώριο της ευρωπαϊκής ζώνης σε θέματα πολιτικών ήπιας κινητικότητας (ESPON-TEMS), η Αθήνα γνωρίζει από το 1970 και μετά πολυάριθμα έργα μικρής και μεγάλης κλίμακας που αλλάζουν αισθητά την ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος και τον τρόπο που αυτό γίνεται αντιληπτό από τον πεζό κατά τη διάρκεια των καθημερινών του διαδρομών. Παρά τις αρχικές στοχεύσεις του Δήμου Αθηναίων και του κράτους, για δημιουργία ενός ολοκληρωμένου δικτύου πεζοδρόμων αλλά και το από το 1960 (Ζήβας, 2003) ήδη ανακοινωθέν όραμα ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων, τα έργα ολοκληρώνονται μόνο σε ένα βαθμό. Ο αποσπασματικός χαρακτήρας των πεζοδρομήσεων στις συνοικίες των εφτά διαμερισματικών ενοτήτων και τα έργα ανάπλασης οδικών αξόνων, μητροπολιτικής εμβέλειας των τελευταίων χρόνων εγείρουν ερωτήματα καταρχάς ως προς τη γεωγραφική «εγγραφή» των πεζοδρομήσεων αλλά και ως προς τον πολεοδομικό και συμβολικό τους ρόλο στη διαμόρφωση και στη χρήση του δημόσιου χώρου της πόλης.
Η παρούσα έρευνα στηρίζεται στη συλλογή στοιχείων από πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές. Στις πρωτογενείς πηγές ανήκουν σαράντα συνεντεύξεις που πραγματοποίησα κατά την περίοδο μεταξύ 2011 και 2014 με φορείς του ευρύτερου δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην Αθήνα καθώς και διάφοροι αδημοσίευτοι χάρτες της εποχής (1970-1990), οι οποίοι και μου χορηγήθηκαν δωρεάν στα πλαίσια των συνεντεύξεων. Στις δευτερογενείς πηγές ανήκουν τεχνικά κείμενα και άρθρα της εποχής τα οποία ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευτεί στα αρχεία του Δήμου Αθηναίων και των αναφερόμενων κάθε φορά στις πηγές οργανισμών/αρχείων. Τους χάρτες σε υπόβαθρο GIS επιμελήθηκε ο Σταύρος-Νικηφόρος Σπυρέλλης βάση στοιχείων της διατριβής μου.
Όταν στη δεκαετία του 70, οι σκαπάνες των συνεργείων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων (ΥΔΕ), άλλαζαν οριστικά το τοπίο στην πολύβουη οδό Βουκουρεστίου μετατρέποντας την σε πεζόδρομο, μεγάλο μέρος των ΜΜΕ, των καταστηματαρχών αλλά και του πολιτικού κόσμου θα αντιδράσει θεωρώντας το έργο ως εξωραϊστική παρέμβαση μη ικανή να δώσει λύσεις στις ανάγκες της πόλης (Μάνος, 2013). Σε εξώφυλλο του Δελτίου Συλλόγων Αρχιτεκτόνων του 1978 (Εικόνα 1), σκίτσο του ΚΥΡ παρουσιάζει εφημεριδοπώλη εν μέσω μιας πλημμυρισμένης Βουκουρεστίου να φωνάζει ‘Εφημερίδεες…Η Βουκουρεστίου Πεζόδρομοοος’. Τη χρονιά των μεγάλων πλημμυρών της Αθήνας, αλλά και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 80, τα έργα διαμόρφωσης του δημόσιου χώρου μοιάζουν να είναι, για τους περισσότερους Αθηναίους, μια πολυτέλεια ενώ οι συζητήσεις γύρω από τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, κενός λόγος ή φαντασίωση κάποιων πολεοδόμων (Μάνος, 2013). Μέσα σε ένα κλίμα δυσπιστίας, μία ομάδα αρχιτεκτόνων, πολεοδόμων και σχεδιαστών του Υπουργείου Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΥΧΟΠ) θα ξεκινήσει τη σύνταξη μελέτης για την ενοποίηση χώρων πρασίνου και σημαντικών μνημείων του κέντρου της Αθήνας μέσω αναβαθμισμένων για τον πεζό διαδρομών (Εικόνα 2).
Πηγή: Αρχείο Α. Γερόνικου – Τεχνικές Υπηρεσίες Δήμου Αθηναίων
Πηγή: Αρχείο Σ.Κούλη
Η ομάδα, που υπόκειται στην Ειδική Υπηρεσία Δημοσίων Έργων [1] Αναβάθμισης Ελεύθερων Κοινοχρήστων Χώρων και Ανάπλασης Περιοχών (ΕΥΔ.Ε – ΑΕΚΧΑΠ), αποτελείται από υπαλλήλους και εξωτερικούς συνεργάτες του Υπουργείου οι οποίοι κάτω απο τη στήριξη του τότε Υπουργού Χ.Ο.Π Στέφανου Μάνου, θέτουν τα θεμέλια ενός μεγαλόπνοου σχεδίου ανάδειξης της ιστορικής φυσιογνωμίας του κέντρου και απόδοσης τμήματος του δημόσιου χώρου στους πεζούς [2]. Η πεζοδρόμηση της οδού Βουκουρεστίου δε θα έρθει ως κεραυνός εν αιθρία. Έχει ήδη ξεκινήσει η εφαρμογή μέρους της μελέτης αναβάθμισης της ιστορικής συνοικίας της Πλάκας, η οποία εκτός των πολυάριθμων επεμβάσεων στο κτιριακό απόθεμα, προβλέπει και την κατασκευή εκτεταμένου δικτύου πεζοδρόμων (Εικόνα 3) εντός της παραδοσιακής συνοικίας (Μιχαήλ, 1986).
Πηγή: Φυλλάδιο του ΥΧΟΠ, 1980, Aρχείο Ν. Ρεμούνδου-Τριανταφύλλη
Στην Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του 80, το όραμα ενός πεζοδρομημένου κέντρου, γίνεται σχέδιο που παίρνει σταδιακά σάρκα και οστά μέσω παραλλήλων αν και όχι πάντα συντονισμένων δράσεων του Υπουργείου και των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου της Αθήνας. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται εδώ να υπογραμμιστεί ότι η εμφανής στροφή της πολεοδομικής πολιτικής σε θέματα αναπλάσεων και πεζοδρομήσεων δημοσίων χώρων οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών με μία νέα γενιά αρχιτεκτόνων (Τουρή, 2013) αλλά και στη σύμπνοια στόχων και πολιτικών μεταξύ τοπικών και κεντρικών αρχών. Από την πλευρά του Υπουργείου, το σχέδιο ανάπλασης του κέντρου στοχεύει στη δημιουργία πλέγματος πεζοδρομήσεων που θα ενώνει ιστορικές πλατείες, σημαντικά μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους (Κούλης, 2014) (Εικόνα 4).
Πηγή: Α.Γιαννόπουλος 1980
Από την πλευρά του Δήμου, η Διεύθυνση Σχεδίου Πόλεως, η Διεύθυνση Αρχιτεκτονικής και η Διεύθυνση Έργων μελετούν και κατασκευάζουν πολυάριθμες πεζοδρομήσεις μικρής κλίμακας στις γειτονιές των εφτά δημοτικών διαμερισμάτων (σήμερα διαμερισματικών ενοτήτων) (Χάρτης 1, Γράφημα 1 & 2).
Οι μελετητές εντός της ΕΥΔΕ – ΑΕΚΧΑΠ πειραματίζονται τόσο σε σχεδιαστικό όσο και σε κατασκευαστικό επίπεδο, δοκιμάζοντας υλικά και συζητώντας επί τω έργω-με τα συνεργεία αυτεπιστασίας ή τους εργολάβους- σχετικά με τις διαφορετικές δυνατότητες κατασκευής (Εικόνα 5). Οι υπάλληλοι των τεχνικών υπηρεσιών διαμορφώνουν έτσι μέρα με τη μέρα μια ιδία τεχνογνωσία βασισμένη στην παρατήρηση, στη δοκιμή και στην προσαρμογή στο αθηναϊκό τοπίο. Ο Δήμος Αθηναίων, σε συνεργασία με το ΥΧΟΠ, στο πλαίσιο του προγράμματος Πεζόδρομοι, ολοκληρώνει πολυάριθμες πεζοδρομήσεις μικρής κλίμακας σε πυκνοκατοικημένες γειτονιές του κέντρου κυρίως γύρω απο σχολεία, εκκλησίες και μικρά πλατώματα σε συμβολές δρόμων (Σκιαδά, 2013) (Εικόνα 6).
Πηγή: Δ.Κανελλοπούλου, 2014
Πηγή: Αρχείο Σχεδίου Πόλεως Δήμου Αθηναίων
Μέχρι και τη δεκαετία του 90, το παράδειγμα της Πλάκας είναι το μόνο ολοκληρωμένο σχέδιο εκτεταμένης πεζοδρόμησης συνοικίας. Το μεγαλύτερο μέρος των πεζοδρομήσεων αφορά αποσπασματικές στο χώρο παρεμβάσεις ενώ συχνό είναι το φαινόμενο όπου η κατασκευή ενός πεζοδρόμου προηγείται της επικύρωσης αυτού από το Δημοτικό Συμβούλιο του Δ.Α και της θεσμοθέτησης από το Υπουργείο μέσω τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου πόλεως (Εικόνα 7) (Kanellopoulou, 2015).
Πηγή: Αρχείο Σχεδίου Πόλεως Δήμου Αθηναίων
Πέρα όμως από την καθαρά πολεοδομική του σημασία, ως αποτελεσματική λύση βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης στο πυκνοκατοικημένο αστικό ιστό, ο πεζόδρομος αποκτά μεγάλη συμβολική σημασία. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό ‘εργαλείο’ στα χέρια της πολιτικής εξουσίας η οποία βρίσκει σε αυτό το μέσο ένα φτηνό τρόπο (αποφεύγοντας την απαλλοτρίωση ιδιωτικής γης) ριζικής παρέμβασης στο δημόσιο χώρο με αποτελέσματα, αμέσως ορατά, στην τοπική κοινωνία (Τουρή, 2013). Από την πλευρά του Δήμου, οι πεζοδρομήσεις, ξεκινούν τις περισσότερες φορές κατόπιν αίτησης ενός ή και περισσοτέρων κατοίκων (Παπακωνσταντίνου, 2012). Οι υπεύθυνοι μηχανικοί του Δήμου ελέγχουν τη δυνατότητα αποκλεισμού της κυκλοφορίας των οχημάτων στην υπό εξέταση κάθε φορά οδό, τις πολεοδομικές επιπτώσεις μιας πιθανής πεζοδρόμησης στο σύνολο της συνοικίας και προτείνουν, μέσω τεχνικής μελέτης παρουσιαζόμενης στο δημοτικό συμβούλιο την οριστική μετατροπή του δρόμου σε πεζόδρομο. Παρά τον αποσπασματικό τους χαρακτήρα (Χάρτης 2) οι πολυάριθμες πεζοδρομήσεις, ολοκληρωμένες από τα συνεργεία του Δήμου, θα αλλάξουν αισθητά το μικροκλίμα και την αισθητική των δρόμων στις γειτονιές της Αθήνας (Τσιώρα, 1998), εξοικειώνοντας παράλληλα τους Αθηναίους με έννοιες όπως δημόσιος χώρος, ελεύθερος χρόνος, φράγμα πρασίνου και πεζόδρομος (Ρεμούνδου, Πανέτσος, 1994).
Μετά απο μια ιδιαίτερα παραγωγική δεκαετία πεζοδρομήσεων μικρής κλίμακας, η αρχή της δεκαετίας του ‘90 θα σηματοδοτήσει την έναρξη μια εποχής νέων πολιτικών και προτεραιοτήτων τόσο εντός του Δήμου όσο και εντός του Υπουργείου. Η δημιουργία, το 1995, της Εταιρείας Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας (ΕΑΧΑ) (Φ.Ε.Κ 909/B/1997), σηματοδοτεί την απόφαση του Υπουργείου να επέμβει δραστικά και σε μεγάλη κλίμακα στο δημόσιο χώρο του κέντρου της πόλης. Ο νέος φορέας χρίζεται υπεύθυνος για την ολοκλήρωση και την εφαρμογή του μεγαλόπνοου σχεδίου ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της πόλης (Εικόνα 8).
Πηγή: Αρχείο Σχεδίου Πόλεως Δήμου Αθηναίων
Με την Αθήνα να μπαίνει σταδιακά στην αρένα του τουριστικού ανταγωνισμού μεταξύ ευρωπαϊκών πρωτευουσών μετά τα μέσα της δεκαετίας ’90 (Fola, 2011), η αναβάθμιση της εικόνας του κέντρου παρουσιάζεται ως στοίχημα που θα συσπειρώσει μέρος του πολιτικού και δημοσιογραφικού κόσμου γύρω απο την ιδέα ενός « αναγκαίου » για τους δημόσιους χώρους της πρωτεύουσας λίφτινγκ (Κεχαγιά, 2011, Ζιαμπάκας, 2015). Η ΕΑΧΑ ξεκινάει το έργο της έχοντας ως στόχο την ολοκλήρωση περισσότερων από 145 επεμβάσεων μέσα σε δέκα χρόνια [3]. Η ΕΑΧΑ εδραιώνει τη θέση της ως φορέας σχεδιασμού του δημόσιου χώρου και χτίζει τη φήμη της χάρη στην ολοκλήρωση ενός έργου που θα αποτελέσει σταθμό για τα αθηναϊκά δεδομένα. Η μετατροπή της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου, περιφερειακού δρόμου του λόφου της Ακρόπολης, σε πεζόδρομο μήκους δύο σχεδόν χιλιομέτρων, ολοκληρώνεται το 2001 (Καλαντίδης, 1998). Ο πεζόδρομος (Εικόνα 9), ενώνει το σταθμό του Θησείου με την οδό Μακρυγιάννη και τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Η πεζοδρόμηση, είναι συμβολικής σημασίας καθώς σηματοδοτεί την έναρξη μιας εποχής μελετών και έργων μητροπολιτικής εμβέλειας. Τα τελευταία φέρουν νέα χαρακτηριστικά που αφορούν τόσο την αισθητική των χώρων όσο και τη διαδικασία υλοποίησης των παρεμβάσεων [4]. Εισάγονται έτσι νέοι φορείς διαχείρισης αλλά και διαδικασίες παραγωγής δημόσιου χώρου,ο σχεδιασμός του οποίου βρίσκεται έως το 1990 αποκλειστικά εντός των αρμοδιοτήτων του κράτους και του Δήμου.
Πηγή: Αρχείο ΕΑΧΑ ΑΕ
Δέκα χρόνια μετά την ολοκλήρωση της Δ. Αρεοπαγίτου, η ιδέα μιας ακόμη πεζοδρόμησης μεγάλης κλίμακας έρχεται στο προσκήνιο με την ανακοίνωση του διαγωνισμού Rethink Athens [5]. Εν μέσω οικονομικής κρίσης αλλά και γενικευμένων κοινωνικών προβλημάτων στο κέντρο της Αθήνας [6], η επένδυση του ΥΠΕΚΑ στο φιλόδοξο έργο ανάπλασης της οδού Πανεπιστημίου (Τζαναβάρα, 2011) δείχνει μια συνειδητή επιλογή της κεντρικής εξουσίας να προωθήσει μια ριζική επέμβαση στο φυσικό χώρο της πόλης ως κυρίαρχη απάντηση στην κρίση εικόνας και οικονομίας της πρωτεύουσας (Kanellopoulou, 2015). Η ιδέα της πεζοδρόμησης της οδού Πανεπιστημίου εμφανίζεται ήδη από το 1983 στο πλαίσιο της πρότασης του τότε ΥΔΕ για το Ρυθμιστικό Σχέδιο της πρωτεύουσας (με τίτλο Αθήνα και πάλι Αθήνα) (Τριποδάκης, 2014) (Εικόνες 10 & 11). Το 2010 το ΥΠΕΚΑ αναθέτει τελικά στο ΕΜΠ μελέτη με θέμα τη διερεύνηση μερικής πεζοδρόμησης του άξονα της Πανεπιστημίου (Εικόνα 12) και σεναρίων για την επέκταση της γραμμής του τραμ έως τα Πατήσια (ΥΠΕΚΑ, ΕΜΠ, 2011). Παρά το πάγωμα του έργου (Καραμανώλη, Λάλος, 2015), η έκταση η οποία λαμβάνει η δημόσια συζήτηση (Πορτάλιου, 2011, Χατζημιχάλης, 2011) σχετικά με την ανάπλαση της οδού, έχει μεγάλη πολιτική –και κατ’επέκταση πολεοδομική- σημασία για δύο κυρίως λόγους. Αποτελεί καταρχάς εφαλτήριο για την εμβάθυνση του κοινωνικού διαλόγου σε θέματα σχεδιασμού του δημόσιου χώρου της πρωτεύουσας είναι όμως συγχρόνως και έναυσμα για τη μετατόπιση του προβληματισμού από το ερώτημα του ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος των δημόσιων χώρων στη διαμόρφωση της εικόνας της πόλης, στο ποιος μπορεί να είναι ο κοινωνικός ρόλος του δημόσιου χώρου στη λειτουργία της τελευταίας.
Πηγή: Aρχείο Σ. Κούλη
Πηγή: OKRA, 2012
Παρατηρώντας το χάρτη των πεζοδρομήσεων που έχουν ολοκληρωθεί στο ιστορικό κέντρο απο τη δεκαετία του 1970 και μέχρι σήμερα (Χάρτης 1, Διάγραμμα 1 & 2), γίνεται εμφανές ότι αυτές συγκεντρώνονται στο νότιο-δυτικό τμήμα της πόλης, και βρίσκονται σε άμεση σχέση με πόλους μεγάλης διοικητικής, τουριστικής ή οικονομικής σημασίας (Χάρτης 3). Η θέση της Πανεπιστημίου εντός του αστικού ιστού έχει ιδιαίτερη συμβολική σημασία ως προς τον κοινωνικό ρόλο του οδικού άξονα ως δημόσιου χώρου. Η λεωφόρος αποτελεί ένα ισχυρό φυσικό όριο μεταξύ γειτονιών υποκείμενων σε επεκτεινόμενες τουριστικές δραστηριότητες (Πλάκα, Μοναστηράκι, εμπορικό τρίγωνο, Ακρόπολη) και γειτονιών μεικτών χρήσεων, κατοικίας μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, χώρων πολιτικής ζύμωσης (Σχολές, Σύλλογοι κ.α.) και έντονης καλλιτεχνικής δημιουργίας (βιβλιοπωλεία, λέσχες κ.α). Ο ίδιος ο άξονας αποτελεί, παραδοσιακά, χώρο πολιτικής έκφρασης και ενώνει δύο απο τις ιστορικότερες πλατείες της πρωτεύουσας.
Απο τα τέλη της δεκαετίας του 90, η πεζοδρόμηση μικρής κλίμακας ως μέσο βελτίωσης του περιβάλλοντος σε επίπεδο γειτονιάς, θα μπει στο περιθώριο των πολιτικών ανάπλασης δημοσίου χώρου. Αντίθετα, οι αναπλάσεις μεγάλης κλίμακας προωθούνται παράλληλα τόσο από την πλευρά του Υπουργείου όσο και από την πλευρά του Δήμου (Σταυρογιάννη, 2014) [7]. Παρά τη γενικευμένη ρητορική (από την πλευρά του κράτους) ως προς τη σημασία απόδοσης δημόσιου χώρου στον πεζό, το περπάτημα αποτελεί μετ’ εμποδίων δραστηριότητα σε πολλές γειτονιές της Αθήνας [8]. Παράλληλα με τη διάδοση διαφόρων κινημάτων πολιτών [9], σχετικά με θέματα διεκδίκησης δημόσιου χώρου (Καβουλάκος, 2013) η διάδοση πολιτικών αστικών αναπλάσεων μεγάλης κλίμακας σε ιστορικές συνοικίες, δρόμους και εντός κατοικημένων περιοχών, εγείρει ερωτήματα και εγείρει την ανάγκη διεύρυνσης του δημόσιου διαλόγου σε νέα ίσως βάση ο τελευταίος θα κληθεί σύντομα, να απεμπλακεί από το δίπολο των «συν» και των «πλην» κάθε έργου και να στρέψει ίσως το βλέμμα στο ίδιο το υποκείμενο των έργων – τον περιπατητή, πεζό, κάτοικο, πολίτη – και στο ρόλο του τελευταίου ως αποδέκτη αλλά κυρίως ως παραγωγό του δημόσιου χώρου.
Το μεγαλύτερο μέρος των στοιχείων που παρουσιάζονται στο παραπάνω κείμενο βασίζεται σε συνεντεύξεις και αδημοσίευτο υλικό απο τα προσωπικά αρχεία των ερωτηθέντων. Θα ήθελα ως εκ τούτου να ευχαριστήσω θερμά τους : Στρατή Κούλη, Τασία Λαγουδάκη, Στέφανο Μάνο, Νούλη Μελαμπιανάκη, Ήλια Ιατρού, Έλλη Παπακωνσταντίνου, Άννα Σκιαδά, Βάγια Τουρή και Αλέξανδρο Τριποδάκη. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω θερμά τον Σταύρο-Νικηφόρο Σπυρέλλη για την επιμέλεια των χαρτών 1 και 2 που συνοδεύουν το παρόν κείμενο.
[1] Εντός του Υ.Χ.Ο.Π δύο Διευθύνσεις είναι υπεύθυνες για τα έργα δημοσίου χώρου : η Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού και η Ε.Υ.Δ.Ε Α.Ε.Κ.Χ.Α.Π (βλ. Φ.Ε.Κ 68/Α/1978).
[2] Η περίμετρος του οποίου οριοθετείται το 1979 (ΦΕΚ 567/Δ/1979)
[3] Βλ. Πρόγραμμα Ε.Α.Χ.Α όπως αυτό δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ 909/B/1997
[4] Το Υ.ΠΕ.Κ.Α ψηφίζει την αναθεώρηση του νομοθετικού πλαισίου που ορίζει τις διαδικασίες διεξαγωγής και χρηματοδότησης δημοσίων έργων (βλ. Ν. 4014/2011 και κυρίως το άρθρο 29, συμπληρωμένο απο τα άρθρα 2 και 2α του Ν.3316/2005)
[5] Πρόγραμμα ανάπλασης της ευρύτερης ζώνης γύρω από την οδό Πανεπιστημίου. Το πρόγραμμα εγκρίνεται από το ΥΠΕΚΑ, την Αττικό Μετρό καθώς και από τους υπουργούς οικονομικών και ανάπτυξης
[6] Μετά το 2008, ο Δήμος Αθηναίων μειώνει τις δαπάνες του ως προς το σχεδιασμό νέων δημόσιων χώρων και διοχετεύει τους διατιθέμενους πόρους στη συντήρηση και στην καθαριότητα των δημοσίων χώρων. Βλ. Έλλη Παπακωνσταντίνου, προσωπική συνέντευξη, 02/07/2014.
[7] Βλ. το πρόγραμμα του Δήμου Αθηναίων Relaucnhing Athens (www.cityofathens.gr)
[8] Ηλία Νομικού, προσωπική συνέντευξη, 20/05/2013, Δώρα Φαρδέλα, προσωπική συνέντευξη, 21/08/2013, Έλσα Τσεκούρα, προσωπική συνέντευξη, 04/08/2012
[9] Αναφέρομαι κυρίως στο κίνημα των Ελεύθερων Χώρων (βλ. Παρατηρητήριο Ελεύθερων Χώρων Αθήνας-Αττικής) αλλά και σε διάφορες πρωτοβουλίες κατοίκων (βλ. Λόφοι Φιλοπάππου https://filopappou.wordpress.com/ »)
Κανελλοπούλου, Δ. (2016) Πεζοδρομήσεις στο κέντρο της Αθήνας : σύντομο ιστορικό και ερωτήματα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/πεζόδρομοι-στην-αθήνα/ , DOI: 10.17902/20971.66
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
European Platform on Mobility Management, “Tems The EPOMM Modal Split Tool”, www.epomm.eu/tems
Ένα από τα νέα φαινόμενα που έχουν αναδειχθεί με ιδιαίτερη ένταση τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα είναι η δυσκολία πρόσβασης των νοικοκυριών στην ενέργεια. Από το ξέσπασμα της κρίσης χρέους στην Ελλάδα το 2010 ένας συνδυασμός παραγόντων (μειώσεις εισοδημάτων, αύξηση φόρων, άνοδος ανεργίας, αύξηση τιμών καυσίμων, συρρίκνωση προνοιακών παροχών, κ.τ.λ.) έχει οδηγήσει πολλά νοικοκυριά σε αδυναμία κάλυψης των ενεργειακών τους αναγκών για θέρμανση, δροσισμό, φωτισμό ή και μαγείρεμα, όπως δείχνει και μία σειρά από σχετικές έρευνες (Santamouris et al 2013; Πάνας 2012; WWF και Public Issue 2013; Dagoumas & Kitsios 2014) και κατ’ επέκταση σε μεταβολή των ατομικών και συλλογικών πρακτικών σε σχέση με την οικιακή κατανάλωση ενέργειας.
Το φαινόμενο αυτό, δηλαδή ο αποκλεισμός ή η ανεπαρκής πρόσβαση των νοικοκυριών στην ενέργεια, το οποίο περιγράφεται ως ενεργειακή φτώχεια ή ενεργειακή αποστέρηση, έχει βρεθεί τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα και την Ευρώπη (Healy 2004; Walker & Day 2012; Atanasiu 2014; Santamouris et al 2007). Στις περισσότερες περιπτώσεις ωστόσο, τόσο στο επίπεδο των πολιτικών όσο και στο επίπεδο της ακαδημαϊκής συζήτησης, το φαινόμενο συνδέεται με τεχνικά και οικονομικά δεδομένα, όπως είναι οι τιμές των καυσίμων, τα εισοδήματα και η ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη γεωγραφικές του διαστάσεις όπως αυτές διαμορφώνονται μέσα από τις διαδικασίες παραγωγής του αστικού χώρου και ιδιαίτερα τις ατομικές και συλλογικές πρακτικές σε επίπεδο κατοικίας, γειτονιάς και πόλης (Chatzikonstantinou & Vatavali 2016). Ειδικά για την περίπτωση της Αθήνας, θεωρούμε ότι τα ζητήματα της οικιακής κατανάλωσης ενέργειας και ιδιαίτερα οι διαμάχες και οι προκλήσεις που συνδέονται με τη θέρμανση μπορούν να εμπλουτίσουν τη συζήτηση για τις επιπτώσεις της κρίσης στις χωροκοινωνικές σχέσεις και ανισότητες, τόσο στο επίπεδο της πόλης, όσο και στο επίπεδο της πολυκατοικίας, ενός τύπου κτιρίου που έχει παίξει κομβικό ρόλο στις διαδικασίες αστικής ανάπτυξης της Αθήνας μεταπολεμικά.
Η γεωγραφική κατανομή της ενεργειακής φτώχειας στην Αθήνα δεν έχει μέχρι σήμερα διερευνηθεί με λεπτομέρεια, μεταξύ άλλων και λόγω της πρόσφατης ανάδειξής της σε σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα, της έλλειψης κατάλληλων ποσοτικών δεδομένων και των δυσκολιών πρόσβασης σε στοιχεία στο επίπεδο της γειτονιάς ή του οικοδομικού τετραγώνου. Στο άρθρο αυτό επιδιώκουμε τη διαμόρφωση μιας πρώτης μακροσκοπικής εικόνας των χωροκοινωνικών διαστάσεων της ενεργειακής φτώχειας, εστιάζοντας στο Δήμο Αθηναίων. Για το σκοπό αυτό συγκεντρώσαμε και επεξεργαστήκαμε πρωτογενή δεδομένα για τα χαρακτηριστικά και τη χρήση των κτιρίων, τα οικογενειακά εισοδήματα, την κατανάλωση ενέργειας, καθώς και τη συμμετοχή των νοικοκυριών σε προγράμματα επιδότησης ενέργειας, προκειμένου να δημιουργήσουμε μία σειρά από σχετικούς χάρτες. Η παράλληλη μελέτη των χαρτών αυτών δίνει τη δυνατότητα να εξάγουμε γενικά και επιμέρους συμπεράσματα για τις χωροκοινωνικές διαστάσεις της ενεργειακής αποστέρησης στην Αθήνα της κρίσης. Η διερεύνηση αυτή επεκτείνει τα ευρήματα έρευνας για τις αναδυόμενες γεωγραφίες της ενεργειακής φτώχειας στην Αθήνα που πραγματοποιήθηκε το 2015 μέσα από συνεντεύξεις με νοικοκυριά που μένουν σε πολυκατοικίες στο Δήμο Αθηναίων, χαρτογραφήσεις ποσοτικών στοιχείων και αξιολόγηση πολιτικών [1].
Τα στοιχεία που αξιοποιήθηκαν για την παραγωγή των χαρτών αντλήθηκαν από φορείς του δημοσίου. H επεξεργασία των χαρτών που στηρίζονται σε στοιχεία της απογραφής του 2011 της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) έγινε ανά απογραφικό τομέα, ενώ οι χάρτες που βασίζονται σε στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων (ΓΓΠΣ) καθώς και της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, του Διαχειριστή του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.) και της Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Κοινωνικής Ασφάλισης (ΗΔΙΚΑ Α.Ε.) οργανώθηκαν ανά τομέα ταχυδρομικού κώδικα. Να σημειώσουμε τέλος πως τα όρια των επεξεργασιών μας καθορίστηκαν από τις δυσκολίες και τους περιορισμούς στην πρόσβαση σε ποσοτικά στοιχεία (προστασία προσωπικών δεδομένων, μη ανταπόκριση φορέων, εμπορικοί περιορισμοί κλπ).
Η πλειοψηφία των κτιρίων του Δήμου Αθηναίων είναι πολυκατοικίες που έχουν κατασκευαστεί τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες με το σύστημα της αντιπαροχής. Η παλαιότητα και τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά του κτιριακού αποθέματος [2], σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ελάχιστα κτίρια έχουν δεχθεί συστηματικές παρεμβάσεις συντήρησης ή αναβάθμισης στο διάστημα από την κατασκευή τους μέχρι σήμερα, συγκροτούν ένα σώμα κτιρίων με σοβαρά λειτουργικά προβλήματα, ιδιαίτερα ως προς την ενεργειακή απόδοση. Σε ότι αφορά ειδικότερα στη θέρμανση, η πλειοψηφία των πολυκατοικιών διαθέτει κεντρικά συστήματα που δεν επιτρέπουν διαφορετικές επιλογές σε σχέση με τη χρήση της κεντρικής θέρμανσης στο επίπεδο των διαμερισμάτων. Τέλος, σε ότι έχει να κάνει με τις χρησιμοποιούμενες πηγές ενέργειας, αυτές συνδέονται μεταξύ άλλων με τα δίκτυα υποδομών που υπάρχουν στις συνοικίες της Αθήνας και κυρίως με την ύπαρξη ή μη δικτύου φυσικού αερίου.
Όπως φαίνεται από τη χαρτογράφηση των στοιχείων της απογραφής της ΕΛΣΤΑΤ του 2011, στο σύνολο του Δήμου Αθηναίων τα ποσοστά των κτιρίων που δεν έχουν καθόλου μόνωση είναι ιδιαίτερα υψηλά. Στο κέντρο της Αθήνας και σε περιοχές όπως ο Άγιος Παύλος, η πλατεία Αττικής, η Κυψέλη και τα Πατήσια, υπάρχουν ενότητες όπου το ποσοστό των κτιρίων χωρίς μόνωση ξεπερνά το 80%. Στις περιφερειακές περιοχές του Δήμου Αθηναίων (Σεπόλια, Άνω Πατήσια, Άνω Κυψέλη, Πολύγωνο) και σε επιμέρους περιοχές του κέντρου (πχ η περιοχή γύρω από το Λυκαβηττό) οι κατοικίες χωρίς μόνωση είναι λιγότερες, κάτι που συνδέεται με την ύπαρξη μεγαλύτερου ποσοστού κατασκευών που χτίστηκαν μετά το 1979, οπότε η μόνωση των κτιρίων έγινε υποχρεωτική [3].
Η χρήση του πετρελαίου ως κύρια μορφή ενέργειας για θέρμανση είναι ιδιαίτερα μεγάλη σε περιφερειακές συνοικίες του Δήμου Αθηναίων (Αμπελόκηποι, Γκύζη, Άνω Κυψέλη, Άνω Πατήσια, Ριζούπολη, Προμπονάς, Σεπόλια, Ακαδημία Πλάτωνα, Πετράλωνα, Γούβα, Νέος Κόσμος) και αρκετά περιορισμένη σε κεντρικές συνοικίες (Εμπορικό Τρίγωνο, Άγιος Παντελεήμονας, Κάτω Πατήσια, Εξάρχεια, Μουσείο, Νεάπολη, Κολωνάκι, Ιλίσια, Παγκράτι, Πλάκα, Κουκάκι, Θησείο, Μεταξουργείο, Κεραμεικός, Γκάζι), ενώ αντίθετη είναι η εικόνα με τη χρήση του φυσικού αερίου ως κύρια πηγή θέρμανσης. Το γεγονός αυτό συνδέεται με τον τρόπο ανάπτυξης του δικτύου παροχής φυσικού αερίου που εδώ και πολλές δεκαετίες καλύπτει κυρίως τις κεντρικές συνοικίες της Αθήνας. Επίσης, παρότι από το 2000 «απαγορεύεται η χρήση πετρελαίου για τη θέρμανση νερού και των χώρων των κατοικιών» στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας [4], από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (2011) προκύπτει ότι η χρήση πετρελαίου για τη θέρμανση των κατοικιών, αν και χαμηλότερη από άλλες περιοχές του Δήμου Αθηναίων, συνεχίζει να είναι σε σημαντικά επίπεδα.
Παρότι η πρόσβαση σε ποσοτικά στοιχεία για την οικιακή κατανάλωση ενέργειας στις ελληνικές πόλεις είναι δύσκολη ή σε κάποιες περιπτώσεις αδύνατη, υφιστάμενες έρευνες δίνουν μία γενική εικόνα των τάσεων από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, επισημαίνοντας τη μεγάλη μείωση της κατανάλωσης σε όλες τις μορφές ενέργειας [5], αλλά και τις μεγάλες αλλαγές στις χρησιμοποιούμενες μορφές ενέργειας για κάλυψη των αναγκών των νοικοκυριών [6].
Στο επίπεδο του Δήμου Αθηναίων δεν έχει καταγραφεί το μέγεθος του προβλήματος και μία γενική εικόνα διαμορφώνεται από τη σύνθεση επιμέρους πληροφοριών. Σύμφωνα με τον Γενικό Διευθυντή της ΕΠΑ Αττικής ΑΕ, περίπου 33% των πολυκατοικιών στην Αθήνα δεν χρησιμοποίησαν την κεντρική θέρμανση το χειμώνα του 2012-2013 και περίπου 44% το χειμώνα του 2013-2014 [7]. Η εικόνα αυτή συμπληρώνεται με τα στοιχεία του ΔΕΔΔΗΕ σύμφωνα με τα οποία η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας την περίοδο 2008-2015 στο Δήμο Αθηναίων έχει μειωθεί κατά μέσο όρο 12% ανά οικιακή παροχή. Ως προς την κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης στην Αττική, με βάση στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει μείωση από 920.664 τόνους το 2008 σε 271.792 τόνους το 2013, διαφορά που αντιστοιχεί σε μείωση της τάξης του 70,5%. Πέρα από τη γενικότερη συρρίκνωση των εισοδημάτων και την άνοδο των διεθνών τιμών ενέργειας, η παραπάνω μείωση συνδέεται άμεσα με τις εφαρμοζόμενες πολιτικές και κυρίως με την αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης το 2012 κατά 450% που προωθήθηκε με στόχο τον περιορισμό της διακίνησης καυσίμων στη μαύρη αγορά και την αύξηση των κρατικών εσόδων.
Σε όλη την έκταση του Δήμου Αθηναίων υπάρχει μείωση στην κατανάλωση της ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ του 2008 και του 2015, με εξαίρεση κάποιους μικρούς θύλακες στο κέντρο της πόλη όπου σημειώνεται ελαφρά αύξηση. Το εύρος της μείωσης παρουσιάζει μεγάλες διαφοροποιήσεις. Ειδικότερα, σε κάποιες περιοχές του κέντρου (Ομόνοια, πλατεία Βάθης, Μεταξουργείο, Ψυρρή, Γεράνι) οι μειώσεις είναι ιδιαίτερα υψηλές, καθώς κυμαίνονται μεταξύ 25% και 40% ανά οικιακή παροχή. Σημαντικές μειώσεις στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας σημειώνονται στις περιοχές ανάμεσα στον άξονα της Πατησίων και την γραμμή του ΗΣΑΠ, στα Σεπόλια, την Κυψέλη, αλλά και στην περιοχή του Αρχαιολογικού Μουσείου, την Πλάκα και το Κολωνάκι. Η χαμηλότερη μείωση παρατηρείται στις βόρειες παρυφές του Δήμου Αθηναίων (Άνω Πατήσια, Ριζούπολη, Προμπονά), αλλά και στο Πολύγωνο, το Γηροκομείο και τους Αμπελόκηπους.
Λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση της ενεργειακής αποστέρησης, από το 2012 μέχρι σήμερα έχουν εφαρμοστεί μία σειρά από πολιτικές και έκτακτα μέτρα για την κάλυψη των αναγκών πρόσβασης σε ενέργεια συγκεκριμένων κοινωνικών και εισοδηματικών ομάδων με χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης, υιοθέτηση κοινωνικού τιμολογίου για οικιακούς καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος, επανασυνδέσεις ηλεκτροδότησης, δωρεάν παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, ευνοϊκούς διακανονισμούς για χρέη σε παρόχους ενέργειας, χαμηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας τις μέρες που οι καιρικές συνθήκες ευνοούν τη δημιουργία νέφους και εκπτώσεις σε συνεπείς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας. Οι χάρτες που προκύπτουν από την επεξεργασία των διαθέσιμων στοιχείων για τα παραπάνω προγράμματα μάς δίνουν τη δυνατότητα αφενός να αποτιμήσουμε γεωγραφικές διαστάσεις της ενεργειακής φτώχειας και γενικότερα της φτώχειας στην Αθήνα και αφετέρου να αξιολογήσουμε τις χωρικές πτυχές των πολιτικών και μέτρων για την ενεργειακή φτώχεια.
Σε μία κατεύθυνση υποστήριξης των νοικοκυριών για την κάλυψη των αναγκών τους σε θέρμανση, από το χειμώνα του 2012-2013 έως και το χειμώνα του 2015-2016 το Υπουργείο Οικονομικών εφάρμοσε διαδοχικά προγράμματα επιδότησης πετρελαίου θέρμανσης, με δικαιούχους νοικοκυριά χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων [8] . Σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου το χειμώνα του 2013-2014 το σύνολο των δικαιούχων του επιδόματος ήταν 184.973 και το χειμώνα του 2014-2015 ήταν 351.043 (Υπουργείο Οικονομικών 2014), ενώ από τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων προκύπτει πως ειδικότερα στο Δήμο Αθηναίων οι δικαιούχοι του προγράμματος ήταν 12.057 το 2013, 21.935 το 2014 και 23.012 το 2015.
Από τη χαρτογραφική επεξεργασία των στοιχείων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων προκύπτει ακόμα πως την περίοδο 2012-2015 οι συγκεντρώσεις των δικαιούχων του επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης είναι μεγαλύτερες στις περιφερειακές περιοχές του Δήμου Αθηναίων. Ειδικότερα για παράδειγμα το 2014 μεγάλες συγκεντρώσεις δικαιούχων του επιδόματος εμφανίζονται στα Σεπόλια, τη Ριζούπολη, τα Άνω Πατήσια, την Άνω Κυψέλη, το Πολύγωνο, το Γηροκομείο και το Νέο Κόσμο. Η εικόνα αυτή συνδέεται με τη μεγάλη συγκέντρωση κτιρίων στα οποία η κεντρική θέρμανση λειτουργεί με πετρέλαιο, καθώς το δίκτυο φυσικού αερίου δεν καλύπτει αυτές τις περιοχές στο σύνολό τους, και τη μεγάλη συγκέντρωση κτιρίων κατοικίας και νοικοκυριών που πιθανά δικαιούνται το επίδομα πετρελαίου θέρμανσης. Αντανακλά ακόμα τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια των διαδοχικών προγραμμάτων επιδότησης πετρελαίου θέρμανσης, τα οποία είναι γενικά διευρυμένα και περιλαμβάνουν πέρα από τους φτωχούς ευρύτερα μεσαία στρώματα. Είναι επίσης ενδεικτικό ότι οι περιοχές εκατέρωθεν της οδού Πατησίων, παρότι συγκεντρώνουν υψηλά ποσοστά φτώχειας, δεν παρουσιάζουν μεγάλη συμμετοχή στο πρόγραμμα, αφενός διότι καλύπτονται από το δίκτυο του φυσικού αερίου και έτσι πολλά κτίρια δεν χρησιμοποιούν πετρέλαιο για θέρμανση, αφετέρου διότι εκεί κατοικούν μεγάλα ποσοστά μεταναστών, που είτε αποκλείονται στην πράξη από το πρόγραμμα λόγω έλλειψης απαραίτητων εγγράφων, είτε δεν έχουν πρόσβαση σε πληροφόρηση. Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε πως ο Χάρτης των δικαιούχων του επιδόματος θέρμανσης δεν αποτυπώνει απαραίτητα τη κατανομή της ενεργειακής φτώχειας στο χώρο, γιατί η εικόνα που δίνει προκύπτει ως συνδυασμός παραγόντων που δεν συνδέονται άμεσα με την αδυναμία πρόσβασης στην ενέργεια.
Το 2015 το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ανακοίνωσε πρόγραμμα για τα νοικοκυριά που διαβιούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας με το οποίο, παράλληλα με επιδόματα σίτισης και ενοικίου, παρέχεται δωρεάν ηλεκτρικό ρεύμα έως 300kwh μηνιαίως και δωρεάν επανασύνδεση και ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των καταναλωτών η παροχή των οποίων είχε διακοπεί [9]. Το 2015 εντάχθηκαν στο συγκεκριμένο πρόγραμμα 89.288 οικογένειες με 212.216 άτομα (Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2015), ενώ η εφαρμογή του επεκτάθηκε και για το έτος 2016. Ειδικότερα, με βάση στοιχεία της ΗΔΙΚΑ Α.Ε., στο Δήμο Αθηναίων οι ωφελούμενοι της δωρεάν επανασύνδεσης και παροχής ηλεκτρικού ρεύματος έφτασαν το 2015 τους 7.849.
Από την επεξεργασία των στοιχείων της ΗΔΙΚΑ Α.Ε., προκύπτει μεγάλη συγκέντρωση ωφελούμενων των παροχών ηλεκτροδότησης στα Σεπόλια, στην Κυψέλη, στα Πατήσια στον Κολωνό και την Ακαδημία Πλάτωνος, τον Άγιο Παύλο και το Μεταξουργείο, ενώ πολύ περιορισμένη είναι η συμμετοχή κεντρικών περιοχών, όπως το Θησείο, η Πλάκα και το Κολωνάκι. Η χωρική κατανομή των ωφελούμενων του προγράμματος αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τις συγκεντρώσεις φτώχειας στην Αθήνα, καθώς αφενός η ηλεκτροδότηση αφορά το σύνολο των νοικοκυριών, σε αντίθεση με άλλες πηγές ενέργειας που εξαρτώνται από την παρουσία συγκεκριμένων τεχνικών υποδομών, και αφετέρου τα εισοδηματικά κριτήρια του προγράμματος είναι πολύ χαμηλά περιλαμβάνοντας άτομα που διαβιούν σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας και αποκλείοντας τα μεσαία εισοδηματικά στρώματα. Ωστόσο, ακριβώς επειδή το μοναδικό κριτήριο συμμετοχής στον συγκεκριμένο άξονα του προγράμματος είναι εισοδηματικό, η γεωγραφική κατανομή των ωφελούμενων δεν παρέχει κάποια ιδιαίτερη ένδειξη για τα προβλήματα πρόσβασης στην ενέργεια.
Από τη χαρτογράφηση των διαθέσιμων στοιχείων προκύπτει ότι δεν παρατηρούνται καθαροί διαχωρισμοί μεταξύ των συνοικιών του Δήμου Αθηναίων, καθώς υπάρχει διάχυση της εγκατάλειψης και των χαμηλών ενεργειακών προδιαγραφών των κτιρίων, της φτώχειας και της μείωσης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας. Η παραπάνω διαπίστωση θα λέγαμε ότι διασταυρώνεται με την ευρύτερη συζήτηση για την κοινωνική ανάμιξη στην Αθήνα στη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων (Μαντουβάλου 1996; Μαντουβάλου & Μαυρίδου 1993; Μαλούτας et al 2006). Ωστόσο εντοπίζονται μικρότερες ή μεγαλύτερες χωρικές ενότητες όπου τα προβλήματα είναι ιδιαίτερα οξυμένα. Ξεχωρίζουμε τη ζώνη που περιλαμβάνει μέρος του ιστορικού κέντρου της Αθήνας και των περιοχών βόρεια από αυτό (Πατήσια, Σεπόλια, Κυψέλη, κτλ). Σε αυτή συγκεντρώνονται χαμηλά εισοδηματικά στρώματα (για την χωρική κατανομή των διαφορετικών εισοδηματικών στρωμάτων βλ. ενδεικτικά Χάρτη 7) και απαξιωμένο κτιριακό δυναμικό, σημειώνεται μεγάλη μείωση στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ η δυνατότητα πρόσβασης σε φθηνότερη ενέργεια μέσω του δικτύου φυσικού αερίου δεν μοιάζει να είναι καθοριστική. Η παραπάνω εικόνα συμφωνεί με τα ευρήματα ελληνικών και διεθνών ερευνών που αναδεικνύουν τη στενή σχέση των χαμηλών εισοδημάτων με την ενεργειακή φτώχεια. Αλλά και πάλι η εικόνα είναι πιο σύνθετη. Στις περιοχές με τα περισσότερα προβλήματα εντοπίζονται θύλακες που από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει μία σχετικά πιο καλή εικόνα, ενώ ταυτόχρονα σε προνομιακές περιοχές υπάρχουν εστίες φτώχειας, επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης και ενεργειακής αποστέρησης, κάτι που επιβεβαιώνεται και από την ποιοτική έρευνα (Chatzikonstantinou & Vatavali 2016).
Ταυτόχρονα, η συμμετοχή στα προγράμματα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας είναι αρκετά περιορισμένη και παρουσιάζει μεγάλη γεωγραφική διασπορά, χωρίς ιδιαίτερη συγκέντρωση στις περιοχές με τα μεγαλύτερα προβλήματα. Εξαίρεση αποτελεί το πρόγραμμα δωρεάν παροχής ρεύματος και επανασυνδέσεων του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, οι ωφελούμενοι του οποίου συγκεντρώνονται σε περιοχές χαμηλών εισοδημάτων. Και σε αυτή την περίπτωση ωστόσο, η αδυναμία πρόσβασης των νοικοκυριών στην ενέργεια αντιμετωπίζεται μέσω εισοδηματικών ενισχύσεων, και μάλιστα κοινών για όλους για όλους τους δικαιούχους, χωρίς να διαβαθμίζεται με βάση τους πόρους των νοικοκυριών και χωρίς να συνδέεται με τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά του φαινομένου, καθώς και με μια ευρύτερη στρατηγική αντιμετώπισης της ενεργειακής αποστέρησης.
Γενικά μπορούμε να πούμε πως η συζήτηση για τα θέματα της οικιακής κατανάλωσης ενέργειας και τα στοιχεία που προκύπτουν από τη χαρτογράφηση πτυχών του φαινομένου αρθρώνεται με τη γενικότερη διαπίστωση για τη δημιουργία πολλαπλών ταχυτήτων και πολώσεων στις γειτονιές της Αθήνας στη συγκυρία της κρίσης (π.χ. Encounter Athens 2011; Μαλούτας et al 2013). Το ερώτημα που προκύπτει και σε σχέση με την κατανομή της ενεργειακής φτώχειας στο χώρο είναι σε ποιο βαθμό η διεύρυνση της απόστασης μεταξύ των συνθηκών διαβίωσης σε επιμέρους χωρικές ενότητες της πόλης και γενικότερα η διεύρυνση των χωρο-κοινωνικών ανισοτήτων μεταβάλλει την καθημερινότητα των κατοίκων της Αθήνας, καθώς και τις ευρύτερες διαδικασίες παραγωγής του χώρου και κοινωνικής ενσωμάτωσης στην πόλη.
[1] Η έρευνα με τίτλο «Γεωγραφίες της ενεργειακής φτώχειας στην Αθήνα της κρίσης» χρηματοδοτήθηκε από το Πρόγραμμα «Επιστημονικές Μελέτες 2015» του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση.
[2] Το 80% των κανονικών κατοικιών στο Δήμο Αθηναίων έχει κατασκευαστεί πριν το 1980 (ΕΛΣΤΑΤ 2011). Βλ. και: Μαλούτας & Σπυρέλλης 2015.
[3] Π.Δ. «Περί εγκρίσεως κανονισμού δια την θερμομόνωση των κτιρίων» (ΦΕΚ 362Δ΄/1979).
[4] ΚΥΑ 4241/796/2000 «Επιβολή περιορισμών στο είδος των χρησιμοποιούμενων καυσίμων στην περιοχή του ιστορικού Κέντρου της Αθήνας» (ΦΕΚ 239Β΄/2000). Σύμφωνα με τα από 21.9.1979 (ΦΕΚ 567Δ΄) και 26.5.1989 (ΦΕΚ 411Δ’) ΠΔ, το ιστορικό κέντρο της Αθήνα περιλαμβάνει τις περιοχές Θησείο, Πλάκα, Εμπορικό Τρίγωνο, Κεραμικός, Μεταξουργείο, Πολυτεχνείο και Εξάρχεια, καθώς και τις περιοχές γύρω από τους λόφους της Ακρόπολης και του Φιλοπάππου και γύρω από τον Εθνικό Κήπο.
[5] Σύμφωνα με έρευνα του WWF Ελλάς και της Public Issue (2013), το 81% των νοικοκυριών έχει μειώσει τις δαπάνες που σχετίζονται με θέρμανση και ψύξη στην κατοικία τους και το 74% έχει μειώσει την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος. Αντίστοιχη εικόνα εξάγεται και από τα στοιχεία έρευνας που πραγματοποιήθηκε στη Βόρεια Ελλάδα από το Τμήμα Στατιστικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών με βάση την οποία το 62,4% των νοικοκυριών ξοδεύει περισσότερο από το 10% του συνολικού τους εισοδήματος για θέρμανση, το 78,6% χρησιμοποιεί λιγότερο θέρμανση απ’ ότι χρειάζεται για οικονομικούς λόγους και το 64% δηλώνει αδύναμο να πληρώσει τους λογαριασμούς για τη θέρμανση (Πανάς 2012). Επίσης, έρευνα που εκπονήθηκε από τον Santamouris et al (2013) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από το χειμώνα του 2010-2011 έως το χειμώνα του 2011-2012 η κατανάλωση ενέργειας από τα νοικοκυριά μειώθηκε κατά 15%, παρά το γεγονός ότι ο δεύτερος χειμώνας ήταν πιο κρύος και το ποσοστό των ενεργειακά φτωχών αυξήθηκε από 11,1% σε 11,7%. Τέλος, σύμφωνα με τις δειγματοληπτικές Έρευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ η χρήση κεντρικής θέρμανση μειώθηκε από 76% του συνόλου των νοικοκυριών το 2008 (ΕΛΣΤΑΤ 2012) σε 35,5% το 2014 (ΕΛΣΤΑΤ 2015), που αντιστοιχεί σε μεταβολή κατά 46,7%. Πιο συγκεκριμένα ο αριθμός των νοικοκυριών που χρησιμοποιούν κεντρική θέρμανση στις κατοικίες τους μειώθηκε τους χειμώνες του 2008-2009, 2009-2010, 2010-2011, 2011-2012, 2012-2013 και 2013-2014 κατά 2,5%, 0,4%, 1%, 22,6%, 32,1% και 2,6% αντίστοιχα (ΕΛΣΤΑΤ 2010, 2012α, 2012β, 2014, 2015).
[6] Για την κάλυψη των αναγκών τους σε θέρμανση τo 2010 65,9% των νοικοκυριών χρησιμοποίησε κυρίως καλοριφέρ πετρελαίου, 7,2% καλοριφέρ φυσικού αερίου, 11,8 σόμπες, 4,7% ηλεκτρικές συσκευές, 4,8% air-condition και 4,9% άλλα μέσα. Το 2013 το ποσοστό των νοικοκυριών που θερμαινόταν κυρίως με καλοριφέρ πετρελαίου έπεσε στο 38,1%, ενώ 8,9% των νοικοκυριών θερμαινόντουσαν με καλοριφέρ φυσικού αερίου, 16,1% με σόμπες, 11,5% με ηλεκτρικές συσκευές, 12,6% με air-condition και 11,4% με άλλα μέσα. Αξίζει να σημειωθεί ότι 0,5% των νοικοκυριών το 2010 και 1,5% των νοικοκυριών το 2013 δεν είχαν καθόλου θέρμανση (ΕΛΣΤΑΤ 2015).
[7] Καθημερινή (2014), Χωρίς κεντρική θέρμανση 4 στις 10 πολυκατοικίες στην Αθήνα, 12/2/2014.
[8] ΥΑ Δ33 5042999 ΕΞ 2012 «Χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης και καθορισμός του ύψους, των δικαιούχων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας χορήγησης αυτού» (ΦΕΚ 3049Β΄) και ΥΑ Δ33 5037619 ΕΞ 2013 «Χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης και καθορισμός του ύψους, των δικαιούχων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας χορήγησης αυτού» (ΦΕΚ 2656Β΄). ΠΟΛ. 1230/20.10.2014, τροποποίηση της απόφασης Δ33 5037619 ΕΞ 2013 «Χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης και καθορισμός του ύψους, των δικαιούχων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας χορήγησης αυτού» (ΦΕΚ 2820Β΄). ΠΟΛ.1262/10.12.2015 ΥΑ 2015 «Χορήγηση επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης και καθορισμός του ύψους, των δικαιούχων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας χορήγησης αυτού ΠΟΛ 1262/2015» (ΦΕΚ 2677Β΄). Το 2012 οι δικαιούχοι είχαν ετήσιο οικογενειακό εισόδημα χαμηλότερο από 35.000 ευρώ και ακίνητη περιουσία αντικειμενικής αξίας χαμηλότερη από 200.000 ευρώ, το 2013 και 2014 είχαν ετήσιο οικογενειακό εισόδημα χαμηλότερο από 40.000 ευρώ και ακίνητη περιουσία αντικειμενικής αξίας χαμηλότερης από 300.000 ευρώ. Τέλος, το 2015 δικαιούχοι του επιδόματος θέρμανσης είχαν ετήσιο οικογενειακό εισόδημα μέχρι 20.000 ευρώ και ακίνητη περιουσία μέχρι 200.000 ευρώ.
[9] Το πρόγραμμα έγινε με βάση το Ν.4320/2015 «Ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών οργάνων και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ 29Α΄/2015) και την υπ’ αριθμ. ΟΙΚ.494 (ΦΕΚ 577Β΄/2015) ΚΥΑ που εξειδίκευσε τους όρους, τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες υλοποίησης των παροχών των άρθρων 1-3 του Ν.4320/2015. Βλ. www.anthropocrisis.gr (τελευταία πρόσβαση: 8/7/2016).
Βαταβάλη, Φ., Χατζηκωνσταντίνου, Ε. (2016) Χαρτογραφώντας την ενεργειακή φτώχεια στην Αθήνα της κρίσης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ενεργειακή-φτώχεια/ , DOI: 10.17902/20971.67
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το Δουργούτι είναι μια γειτονιά του Δήμου Αθηναίων και συγκεκριμένα της συνοικίας Νέος Κόσμος (ΦΕΚ80Δ 4/2/1988). Στα όρια της γειτονιάς σύμφωνα με τους παλιούς κατοίκους (απόγονοι Μικρασιατών προσφύγων και εσωτερικών μεταναστών που οι ίδιοι ή οι πρόγονοί τους εγκαταστάθηκαν την περίοδο 1922-1974) συμπεριλαμβάνονταν η παραγκούπολη και τα “Ιταλικά”. Η γειτονιά υπέστη τις μεγαλύτερες αλλαγές και απέκτησε την τωρινή της μορφή στα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Το Δουργούτι βρίσκεται σε κομβικό σημείο, σε απόσταση 2 χλμ από το κέντρο της Αθήνας, την πλατεία Συντάγματος, και είναι εύκολα προσπελάσιμο αφού από τη λεωφόρο Συγγρού διέρχονται πολλά λεωφορεία. Επιπλέον εξυπηρετείται από το δίκτυο του Μετρό (στάση “Νέος Κόσμος”) και από το δίκτυο του Τράμ (στάσεις “Κασομούλη” και “Νέος Κόσμος”). Επίσης, στα όρια του Δουργουτίου, ή σε μικρή απόσταση από αυτό, υπάρχουν κάποιες χρήσεις υπερτοπικής σημασίας που αλληλεπιδρούν με τη γειτονιά, όπως το ξενοδοχείο Ιντερκοντινένταλ, η Εθνική Ασφαλιστική, η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και το Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Το 1954 στο Δουργούτι γυρίστηκε το έργο του Νίκου Κούνδουρου «Μαγική Πόλις» (Θάνος 2015). Κάποια από τα χαρακτηριστικά της γειτονιάς, που δημοσιεύματα εφημερίδων (Εικόνες 1 & 2) της εποχής αναφέρουν για το Δουργούτι, αναδύονται μέσα από την ταινία. Συγκεκριμένα, τα παραπήγματα που ήταν χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο με αποτέλεσμα η γειτονιά να αποκτήσει δαιδαλώδη δομή [2], το ζήτημα της ανεπάρκειας χώρου, της έλλειψης ιδιωτικότητας αφού ο δημόσιος χώρος δεν ήταν επαρκώς διαχωρισμένος από τον ιδιωτικό καθώς επίσης και οι σχέσεις αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας μεταξύ των κατοίκων.
Σύμφωνα με την επικρατούσα εκδοχή η ονομασία Δουργούτι προήλθε από την αθηναϊκή οικογένεια Δουργούτη ή Δουρούτη που είχε τα κτήματά της στην περιοχή (Ζαχαράκης 2016). Σύμφωνα με κάτοικο η ονομασία της γειτονιάς ίσως οφείλεται στον βιομήχανο Δουρούτη [3] ο οποίος ήταν ιδρυτής του εργοστασίου μεταξιού στην περιοχή του Μεταξουργείου. Για το λόγο αυτό επειδή δηλαδή προερχόταν από το όνομα κάποιου ανθρώπου παλαιότερα ο κόσμος αναφέρονταν σε αυτή ως “στου Δουργούτη”. Μετέπειτα όμως και για χάρη ευκολίας η γειτονιά έμεινε γνωστή ως το Δουργούτι (Θάνος, Νικολαϊδης 2013).
Το Δουργούτι είναι ένας από τους συνοικισμούς που δημιουργήθηκε αυθαίρετα, δηλαδή σε εκτός σχεδίου έκταση της πόλης της Αθήνας με αυτοστέγαση από πρόσφυγες τη δεκαετία του 1920. Οι πιθανότερες εκδοχές του τρόπου απόκτησης της έκτασης είναι είτε να “πέρασε” μέσω απαλλοτρίωσης στο δημόσιο και να παραχωρήθηκε στους πρόσφυγες, είτε ο ιδιοκτήτης της έκτασης, αφού την οικοπεδοποίησε, να ξεκίνησε την πώληση των οικοπέδων σε χαμηλή τιμή. Οι πρόσφυγες, οι οποίοι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να στεγασθούν στις κατοικίες (ξύλινες, πλινθόκτιστες ή μεταγενέστερα στις τριώροφες πολυκατοικίες) είτε σε κάποιον από τους προσφυγικούς οικισμούς [4] που κατασκευάζονταν και οργανώνονταν από το κράτος και τους φορείς του [5], εγκαταστάθηκαν στο Δουργούτι προσμένοντας τη μελλοντική ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλης [6] (Μπίρης 1999, 286, 322).
Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν Αρμένιοι πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Ελλάδα λίγο πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πριν από την εγκατάστασή τους, η περιοχή ήταν σχεδόν ακατοίκητη και υπήρχαν μόνο χωράφια (Εικόνα 1). Το Αρμένικο στοιχείο διατηρήθηκε παρόλο που πολλοί Αρμένιοι έφυγαν για διάφορους λόγους τη δεκαετία του 1930 από τη γειτονιά με προορισμό τη πρώην Σοβιετική Δημοκρατία της Αρμενίας (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 1986/1996, 299). Οι κυριότεροι λόγοι της σύνδεσης των Αρμενίων με την περιοχή είναι ότι οι πρώτοι κάτοικοι της γειτονιάς ήταν Αρμένιοι πρόσφυγες καθώς και η ίδρυση της Καθολικής Αρμένικης Εκκλησίας το 1925, που βοήθησε στη διατήρηση των δεσμών που είχαν αναπτύξει με τη γειτονιά (Αντωνίου 1995, 98).
Το 1922 με τη Μικρασιατική Καταστροφή στο Δουργούτι εγκαταστάθηκαν Έλληνες από διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας (Σμύρνη, Αϊβαλί, Σύλλη, Τραπεζούντα, Σαμψούντα, κ.α.) αλλά και από την Κωνσταντινούπολη. Η εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή δεν ήταν οργανωμένη, αφού οι παράγκες χτίζονταν αυθαίρετα και όχι βάσει κάποιου σχεδίου. Για την ακρίβεια, όπου υπήρχε κενός χώρος οι πρόσφυγες έχτιζαν κάποιο παράπηγμα. Τουλάχιστον μέχρι το 1928 κατέφθαναν συνεχώς νέα κύματα προσφύγων. Αυτό είχε ως συνέπεια τη διαρκή επέκταση των ορίων του Δουργουτίου με την κατασκευή νέων παραπηγμάτων και τη δημιουργία σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ενός ολόκληρου συνοικισμού από παράγκες (Παπαδοπούλου και Σαρηγιάννης 2006, 56-58, Λεοντίδου 1989/2001, 156).
Τα «Ιταλικά» χτίστηκαν το 1924 με χρήματα που κατέβαλε η Ιταλία στην Ελλάδα ως πολεμικές αποζημιώσεις και από εκεί πήραν το όνομά τους [7]. Αποτελούσαν μια ομάδα από 24 μονώροφα σπίτια σε 6 σειρές. Στα «Ιταλικά» εγκαταστάθηκαν περίπου 100 οικογένειες προσφύγων από την Μικρά Ασία (Ελλήνων ή Αρμενίων), Καθολικών στο θρήσκευμα (Θάνος, Νικολαϊδης 2013 & Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, 386).
Τα «Ιταλικά» ήταν πετρόκτιστα και οι αφηγήσεις των κατοίκων συνηγορούν στο γεγονός ότι ήταν καλύτερες κατασκευές σε σχέση με τις αντίστοιχες στην παραγκούπολη όμως το κοινωνικο-οικονομικό προφίλ όσων κατοικούσαν σε αυτά τα οικήματα δεν διέφερε από το αντίστοιχο των κατοίκων στα παραπήγματα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 το κράτος παρεμβαίνει με το Υπουργείο Πρόνοιας σε μια πρώτη προσπάθεια εκκαθάρισης του συνοικισμού από τα παραπήγματα, με την κατασκευή οκτώ πολυκατοικιών (Εικόνες 3-5). Ο Βασιλείου (1944, 83) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το Δουργούτι με τις ενδιαφέρουσες κατασκευές του είναι το μεγαλύτερο κέντρο με προσφυγικές πολυκατοικίες» [8]. Αυτές οι πολυκατοικίες είναι οι πρώτες που κατασκευάσθηκαν στη γειτονιά και αποτελούν το συγκρότημα των παλιών προσφυγικών του Δουργουτίου (Χάρτης 2). Παρόλο που για να ανοικοδομηθούν κατεδαφίστηκαν κάποιες παράγκες, διατηρήθηκαν αρκετά παραπήγματα δίπλα από τις πολυκατοικίες (Βασιλείου 1944, 78).
Την περίοδο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η αστικοποίηση ήταν πολύ έντονη. Πληθυσμοί από διάφορα μέρη της Ελλάδας εγκαταλείπουν τις αγροτικές περιοχές για ποικίλους λόγους (εμφύλιος, αναζήτηση εργασίας, κ.λπ) και εγκαθίστανται στις πόλεις και ιδιαίτερα στην Αθήνα (Maloutas 2003, 98). Γηγενείς από τα Ιωάννινα, την Εύβοια, την Ηλεία, τη Μεσσηνία, κ.λπ αναζητούν για στέγαση ένα παράπηγμα στο Δουργούτι (Χάρτες 3, 8, 14). Οι νέοι πληθυσμοί στεγάζονταν στα παραπήγματα που εγκατέλειπαν οι προηγούμενοι οικιστές, ως επί το πλείστον Αρμένιοι:
«Και παρουσιάστηκε μια ευκαιρία, όπως του είπε ο Αρμένης, ένα παράπηγμα που θα έφευγε για την Αμερική ο συγγενής του, να το αγοράσουμε και να είμαστε όλοι μαζί κοντά. Και πράγματι το αγόρασε, πολύ λίγα λεφτά. Δεν το είδαμε καν. Κουβαλήσαμε με ένα φορτηγάκι της εποχής εκείνης, τρεις τροχούς, και πήγαμε. Το πρώτο που αντίκρισα ήταν το νούμερο…»
(Ματίνα 10/12/2014). |
Όμως η κοινωνική φυσιογνωμία της γειτονιάς δεν αλλάζει, αφού οι εσωτερικοί μετανάστες που εγκαθίστανται είναι επίσης φτωχοί:
«Εν τω μεταξύ επειδή υπήρχε παντού η φτώχια, ερχόντουσαν, ακούγανε εκεί στο συνοικισμό στο Δουργούτι, «πάμε, υπάρχουνε σπίτια να μείνουμε». Και ερχόνταν ο κοσμάκης, «χωνόντανε» στην παράγκα, δεν πλήρωνε ενοίκιο, ένα φως μόνο και δουλεύαν και ζούσαν […]και όποιος έβρισκε την ευκαιρία και μπορούσε ο ένας με τον άλλο – ο ένας με τον άλλο και κατοικηθήκαν όλα! Είχε και Αρμεναίους, ακόμα δεν είχανε φύγει όλοι»
(Χριστίνα 3/11/2015). |
Αυτή η συνεχής εναλλαγή πληθυσμού στις παράγκες ήταν ο λόγος που το πρόγραμμα κατεδάφισης των παραγκών και στεγαστικής αποκατάστασης των παραπηγματούχων οικογενειών αργούσε να υλοποιηθεί (Παπαϊωάννου 1975, 56-57).
Με το σύνθημα «θάνατος στην παράγκα» ο Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου έβαλε το 1965 τα θεμέλια για τη δημιουργία συγκροτήματος πολυκατοικιών στο Δουργούτι (Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο) για τη στέγαση προσφύγων και εσωτερικών μεταναστών με την κατεδάφιση των παραγκών και των «Ιταλικών» (Εικόνα 6).
Η εφαρμογή του τελικού προγράμματος από το Υπουργείο Πρόνοιας στην περιοχή ξεκίνησε το 1967 και ολοκληρώθηκε το 1971, την περίοδο της δικτατορίας. Όπως αναφέρουν κάτοικοι της γειτονιάς είχε προηγηθεί απογραφή των κατοίκων της παραγκούπολης. Η διανομή των 865 διαμερισμάτων στους δικαιούχους έγινε μετά από κλήρωση, λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των μελών της κάθε οικογένειας (Παπαϊωάννου 1975, 59, 83). Αξίζει να σημειωθεί ότι, η ανέγερση της 12όροφης πολυκατοικίας (Εικόνα 7) έχει συμβολική αξία γιατί «κλείνει το θέμα προσφυγική στέγαση» (Ζαχαράκης 2016).
Η μετάβαση αυτή από τα παραπήγματα στις πολυκατοικίες, παρά το γεγονός ότι σήμαινε καλύτερες συνθήκες στέγασης για τους κατοίκους, επέφερε σημαντικές αλλαγές σε άλλα χαρακτηριστικά της γειτονιάς, όπως στην κοινωνική συνοχή και στο αίσθημα αλληλεγγύης μεταξύ των κατοίκων. Ένας κάτοικος περιγράφει τις αλλαγές που συνέβησαν στη γειτονιά:
«Αλλάξανε. Από τότες που κατεδαφιστήκαν όλα αυτά και έγιναν οι πολυκατοικίες ήρθανε από τον Ταύρο εδώ, από του Κουντουργιώτη – στους Αμπελόκηπους πίσω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Και […] από τη Δραπετσώνα […] Και όπως καταλαβαίνετε δεν είχαν την ίδια νοοτροπία όλοι εδώ πέρα. Χάλασε μετά η γειτονιά, χάλασε!»
(Βλάσης 22/11/2014). |
Όσον αφορά τους Αρμένιους πρόσφυγες δεν ανήκαν στους δικαιούχους διαμερίσματος με το συγκεκριμένο κρατικό πρόγραμμα. Όσοι δεν είχαν στεγαστεί στην 4όροφη πολυκατοικία της οδού Ρενέ Πυώ 2 (Eικόνα 8)– που χτίστηκε με τη συνδρομή της Καθολικής Αρμένικης Εκκλησίας το 1958– μετεγκαταστάθηκαν σε άλλες προσφυγικές γειτονιές στον Καρέα, στη Νέα Σμύρνη και αλλού στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας (Αντωνίου 1995, 107) .
Από τις αρχές της δεκαετίας 1980 παρατηρούνται νέες εισροές κατοίκων στο Δουργούτι, όχι όμως τόσο έντονες όπως της προηγούμενης περιόδου. Οι κάτοικοι αυτοί –Αρμένιοι από Συρία, Ιράν, Λίβανο και εσωτερικοί μετανάστες από διάφορες περιοχές της χώρας– εγκαθίστανται σε διαμερίσματα τα οποία αγοράζουν ή νοικιάζουν από τους ιδιοκτήτες, παλαιούς δικαιούχους του Υπουργείου Πρόνοιας. Το νέο κύμα Αρμενίων (Χάρτες 4 & 5), αυτής της περιόδου, εγκαθίσταται στο Δουργούτι λόγω των ισχυρών δεσμών με τη γειτονιά.
Επίσης από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 η εισροή στην περιοχή εξωτερικών μεταναστών– από Συρία, Αλβανία, Μπαγκλαντές – αυξάνεται. Αυτοί οι νέοι κάτοικοι ονομάζονται από τους παλαιούς κατοίκους «νέο-μετανάστες», ονομασία που δείχνει την ένταση και τη συνέχεια στα μεταναστευτικά κύματα που έχει δεχθεί η γειτονιά. Επιλέγουν ως τόπο κατοικίας το Δουργούτι, και συγκεκριμένα κάποιο διαμέρισμα στις παλιές προσφυγικές πολυκατοικίες, λόγω χαμηλού ενοικίου. Επιπλέον εγκαθίστανται στο Δουργούτι γιατί συνήθως κάποιο άτομο από την οικογένειά τους ή κάποιος φίλος/γνωστός κατοικεί ήδη στη γειτονιά. Αυτό συμβαίνει κυρίως με τους Σύριους και τους Αλβανούς, που όπως φαίνεται έχουν αναπτύξει ισχυρά δίκτυα στην περιοχή και συνήθως εγκαθίστανται κατευθείαν στο Δουργούτι με την είσοδο στην Ελλάδα (Χάρτες 6 & 7). Η εγκατάστασή τους όμως μπορεί να είναι είτε για μικρό χρονικό διάστημα, είτε πιο μόνιμου χαρακτήρα. Ένας κάτοικος της γειτονιάς περιγράφει την κατάσταση ως εξής:
«Έχει κόσμο ο οποίος θα είναι ένας – δυο στην ουσία που έχουν το σπίτι και περνάνε πέντε – δέκα άλλοι μέσα σε διάστημα ενός χρόνου γιατί είναι γνωστοί – φίλοι – συγγενείς που έρχονται από δω, θα «σταθμεύσουνε» δυο μέρες στην Ελλάδα, θα ξαναφύγουνε»
(Μανώλης 3/6/2015). |
Πλέον σήμερα το Δουργούτι συγκεντρώνει ένα οικιστικό απόθεμα (προσφυγικές και εργατικές πολυκατοικίες) το οποίο λόγω παλαιότητας και φτηνών ενοικίων τείνει να προσελκύει οικονομικούς μετανάστες, δηλαδή μετανάστες που έρχονται στην Ελλάδα αποκλειστικά για εύρεση εργασίας. Χωρίς όμως αυτό να αποτελεί τον κανόνα, αφού υπάρχουν και πολλοί απόγονοι Μικρασιατών προσφύγων και εσωτερικών μεταναστών 2ης, 3ης και 4ης γενιάς που κατοικούν στη γειτονιά (Χάρτες 8, 9, 10).
Ως επί το πλείστον, οι κάτοικοι αυτοί είναι ιδιοκτήτες του διαμερίσματος στο οποίο κατοικούν και το οποίο απέκτησαν με κληρονομιά. Οι λόγοι που επιλέγουν να συνεχίζουν να κατοικούν στη γειτονιά είναι καθαρά πρακτικοί και έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι εκεί βρίσκεται το σπίτι τους, αλλά και συναισθηματικοί και σχετίζονται με τους δεσμούς που έχουν αναπτύξει με τη γειτονιά και τους κατοίκους. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις όσων έχουν διαμέρισμα στη γειτονιά αλλά πλέον δεν κατοικούν εκεί και είτε το έχουν κλειστό (Χάρτες 11, 12, 13), είτε το νοικιάζουν ή το παραχωρούν σε συγγενείς (Χάρτης 14).
Η συνύπαρξη των γηγενών κατοίκων της γειτονιάς με τους μετανάστες των νεώτερων δεκαετιών διατηρείται σε σχετικά καλά επίπεδα. Ίσως έχει να κάνει με το ότι το Δουργούτι ήταν μια γειτονιά που είχε πάντοτε έντονο το στοιχείο των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών:
«Βεβαίως όσοι Αλβανοί, οικογένειες, εγκατασταθήκαν εδώ και μείνανε, γινόντουσαν τελείως αποδεκτοί, ας πούμε […]. Στην ουσία δεν αφομοιώθηκαν από μας […] μάθαμε να ζούμε ο ένας με τον άλλον και να βρίσκουμε ξέρεις τη μέση οδό, ας πούμε, για να μπορούμε να συνεννοούμαστε»
(Ευαγγελία 5/5/2015). |
«Λοιπόν εκεί είχανε μείνει κάποια στιγμή κάποιοι Σύριοι πριν από τρία χρόνια – τέσσερα. Εντάξει τους βλέπανε με μισό μάτι όλοι βέβαια, αλλά αυτοί οι κακόμοιροι το φτιάξανε το σπίτι, το βάψανε γύρω […]. Λοιπόν και αυτοί βγαίνανε τα καλοκαίρια στήνανε τραπεζάκια και φέρναν τον ναργιλέ και καθόντουσαν και αράζανε […]. Πάρα πολύ γραφικό ήταν αυτό! Εγώ σκεφτόμουνα: «Τι ωραία, σαν όπως ήτανε παλιά που ακούς διηγήσεις που καθόντουσαν και κοιμόντουσαν στη ταράτσα όλοι και δεν κλείνανε μάτι μέχρι το πρωί ας πούμε» (Αγγελική 5/5/2015). |
Συμπερασματικά το Δουργούτι αποτελεί γειτονιά με έντονο το μεταναστευτικό στοιχείο αφού ακόμη και σήμερα συνεχίζει να δέχεται νέα κύματα μεταναστών και προσφύγων. Στις πολυκατοικίες που κατασκευάστηκαν από το κράτος, για όσους –πρόσφυγες και εσωτερικούς μετανάστες – δεν είχαν τη δυνατότητα να στεγαστούν με δικά τους μέσα, σήμερα κατοικούν νέο-μετανάστες καθώς και απόγονοι (παιδιά ή εγγόνια) των παλιών κατοίκων της γειτονιάς, συνεχίζοντας την ιστορία του Δουργουτίου.
Μέρος της ιστορίας της γειτονιάς επιχειρήθηκε να οπτικοποιηθεί, μέσα από μια διαδραστική διαδικτυακή εφαρμογή, με τη βοήθεια και της τεχνολογίας του διαδικτύου που διεισδύει όλο και περισσότερο στην καθημερινότητα των πολιτών. Περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων, απεικόνιση του μετασχηματισμού του αστικού αναγλύφου (αποτύπωση της κατάστασης του 1929,1940,1959 και 2014), χαρτογράφηση προφορικών μαρτυριών γεγονότων που συνέβησαν την περίοδο της Γερμανικής κατοχής, χρήσεις κτηρίων που λειτούργησαν στην περιοχή τις οποίες μαρτυρούν οι κάτοικοι, καθώς και απεικονίσεις της γειτονιάς σε φωτογραφίες και στον κινηματογράφο με αναγνώριση των σημείων λήψης τους.
URL ( http://dourgoutihistory.comuf.com/ )
Προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο αφήγημα, αλλά και να αναδειχθεί κατά το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος από το πολιτισμικό κεφάλαιο που έχει δημιουργηθεί στο Δουργούτι, εκτός από την χαρτογράφηση της Ιστορίας, επιχειρήθηκε και μια ιδιόμορφη χαρτογράφηση, με στόχο να διερευνηθεί το παρόν, όχι όμως μέσα από την ματιά ενός παρατηρητή-μελετητή, αλλά από τη σύνθεση απόψεων και σχολίων που διατύπωσαν πολλοί και διαφορετικοί, κάτοικοι και μη, που αξιολόγησαν το χώρο με αφετηρία τα ερεθίσματα που προκάλεσε στις αισθήσεις τους.
Συγκεκριμένα χαρτογραφήθηκαν οι εντυπώσεις που προκαλεί το αστικό ανάγλυφο και τα χαρακτηριστικά της περιοχής στις πέντε βασικές αισθήσεις εκείνου που επισκέπτεται τη γειτονιά και περιηγείται στο χώρο ελεύθερα. Επιχειρήθηκε να μετρηθεί το πόσο και πού ο χώρος επηρεάζει τις αισθήσεις των επισκεπτών. Επιχειρήθηκε, επίσης, η ανακάλυψη διαφορετικών αφηγήσεων που ενδεχομένως προκαλεί το αστικό τοπίο σε διαφορετικούς ανθρώπους, καθώς και η διερεύνηση της διαφορετικότητας και των αντιθέσεων που αποπνέουν οι χώροι της γειτονιάς.
Η έρευνα περιελάμβανε τη συμπλήρωση χάρτη-ερωτηματολογίου και σε αυτή συμμετείχαν συνολικά 206 άτομα όλων των ηλικιών και επιπέδων εκπαίδευσης, τόσο κάτοικοι της γειτονιάς και των όμορων περιοχών, όσο και της υπόλοιπης Αθήνας, αλλά και του εξωτερικού. Η έμπνευση της έρευνας αισθητηριακής χαρτογράφησης ή αλλιώς εξερεύνηση της γειτονιάς με βάση τις αισθήσεις, όπως ονομάστηκε, ανήκει στην ομάδα παραστατικών τεχνών όχι παίζουμε με επικεφαλής τον Γιώργο Σαχίνη [9].
Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν καθώς και τα αποτελέσματα της έρευνας, παρουσιάζονται στην εφαρμογή στην οποία μπορούμε να μεταβούμε ακολουθώντας τον παρακάτω σύνδεσμο :
URL ( https://veegee.shinyapps.io/sensor/ )
[1] Το κείμενο αυτό βασίζεται στην ποιοτική έρευνα, μέσω συνεντεύξεων σε κατοίκους της γειτονιάς, που πραγματοποίησε η Νικολίνα Μυωφά από το Νοέμβριο 2014 έως τον Φεβρουάριο 2015 στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής που εκπονεί στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο με τίτλο “Κοινωνική κατοικία στην Αθήνα. Μελέτη των προσφυγικών συνοικισμών Δουργουτίου και Ταύρου από το 1922 έως σήμερα” καθώς και στην πτυχιακή εργασία με τίτλο “Ιστορική και αισθητηριακή χαρτογράφηση στη γειτονιά Δουργούτι στο Νέο Κόσμο” του Ευάγγελου Παπαδιά.
Οι συγγραφείς ευχαριστούν διάφορα πρόσωπα που συνέβαλαν ουσιαστικά στην παραγωγή αυτού του κειμένου. Αρχικά τους κατοίκους του Δουργουτίου που έδωσαν συνεντεύξεις, την κ. Τασούλα Βερβενιώτη, επιστημονικά υπεύθυνη της Ομάδας Προφορικής Ιστορίας Δουργουτίου (ΟΠΙΔΟΥ) καθώς και τα μέλη της ομάδας για τις εποικοδομητικές συζητήσεις. Επίσης τον Γιώργο Σαχίνη εμπνευστή της δράσης Dourgouti Island Hotel Project, που μέσω των διαφόρων δράσεων που πραγματοποιήθηκαν στη γειτονιά, συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία κλίματος διαλόγου και εμπιστοσύνης με τους κατοίκους και επομένως διευκόλυνε σημαντικά την ολοκλήρωση της έρευνας. Επιπλέον τα μέλη της Ομάδας Ιστορικής Χαρτογράφησης με συντονιστή τον Γιώργο Θάνο για την έρευνα σε αρχειακές και βιβλιογραφικές πηγές με στόχο να αναδειχθεί η πλούσια ιστορία της γειτονιάς. Τέλος ευχαριστούμε τον Γιώργο Κανδύλη, ερευνητή ΕΚΚΕ, για την επιμέλεια του κειμένου στα αγγλικά.
[2] Σε παλιούς χάρτες της Αθήνας το Δουργούτι εμφανιζόταν ως ο «δαιδαλώδης συνοικισμός των Αρμενίων» (Αντωνίου 1995, 104).
[3] Περισσότερα για την οικογένεια Δουρούτη βλέπε Μπίρης 1999, 241.
[4] Βύρωνας, Καισαριανή, Νίκαια, Ταύρος κ.α.
[5] Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων, Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων και Τεχνική Υπηρεσία Υπουργείου Πρόνοιας.
[6] Στην απογραφή που διενεργήθηκε το 1940 το Δουργούτι είχε πλέον ενταχθεί στο σχέδιο πόλης και δεν αποτελούσε αυτόνομο συνοικισμό (Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας- Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος 1950, 62).
[7] Το Καθολικό μοναχικό Τάγμα του “Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ” ανέλαβε το χτίσιμο των συγκεκριμένων κατοικιών.
[8] Για τις προσφυγικές πολυκατοικίες, βλέπε Βλάχου κ.α., 1978: 122
[9] Η υλοποίηση του εγχειρήματος κατέστη δυνατή μέσα από τη συνεργασία της ομάδας όχι παίζουμε και του τμήματος Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου στο πλαίσιο του project Dourgouti Island Hotel. Η έρευνα ξεκίνησε το Σεπτέμβρη του 2014 και ολοκληρώθηκε το Δεκέμβρη του ίδιου έτους.
Μυωφά, Ν., Παπαδιάς, Ε. (2016) Η εξέλιξη της γειτονιάς Δουργούτι στο Νέο Κόσμο από το 1922 έως σήμερα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/δουργούτι/ , DOI: 10.17902/20971.64
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η συγκέντρωση δραστηριοτήτων στις μητροπόλεις, εν προκειμένω στην Αθήνα, είναι ένα φαινόμενο που αφορά και τους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς έρευνας και καινοτομίας. Οι περισσότεροι φορείς, καθώς και οι αντίστοιχες δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης συγκεντρώνονται στην Αττική. Συγκεκριμένα, η Περιφέρεια Αττικής συγκεντρώνει το 55,7% των δαπανών αυτών, ακολουθούμενη από την Κεντρική Μακεδονία (13,7%) και την Κρήτη (7,6%) (πίνακας 1). Η συγκέντρωση αυτή είναι αποτέλεσμα της υψηλής πυκνότητας του πληθυσμού, της παρουσίας ενός μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων, της ευνοϊκής γεωγραφικής θέσης της Περιφέρειας, των υποδομών μεταφορών και πάνω απ’ όλα της εγγύτητας προς την κεντρική κυβέρνηση.
Πηγή: Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (2015), Αθήνα
Η Αττική αποτελεί την δυναμικότερη Περιφέρεια της χώρας ως προς την παραγωγή ερευνητικής δραστηριότητας, καθώς συγκεντρώνει σημαντικό αριθμό ερευνητικών και εκπαιδευτικών δομών. Ωστόσο, παρά την ύπαρξη κρίσιμης μάζας εκπαιδευτικών και ερευνητικών υποδομών, καθώς και αντίστοιχου ερευνητικού δυναμικού, η Αττική κατατάσσεται στην ομάδα των ευρωπαϊκών περιφερειών «Moderate Innovators» σύμφωνα με το Regional Innovation Scorecard (RIS 2016).
Η Αττική αποτελεί την μοναδική Περιφέρεια της χώρας, όπου η ερευνητική δραστηριότητα ισοκατανέμεται μεταξύ των πανεπιστημίων και του επιχειρηματικού κόσμου. Συγκεκριμένα, στην Περιφέρεια Αττικής η ερευνητική δραστηριότητα διεξάγεται κατά 29,1% στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα και κατά 46,9% από τις επιχειρήσεις, ποσοστό που παρά τη συγκριτική του υπεροχή σε σχέση με τις υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας υπολείπεται του μέσου όρου στην ΕΕ27 που ανέρχεται σε 63,2%. Τέλος, το υπόλοιπο 22,5% της ερευνητικής δραστηριότητας της Περιφέρειας διεξάγεται με κρατική χρηματοδότηση και ειδικότερα με την έρευνα που πραγματοποιείται από τους προαναφερθέντες ερευνητικούς φορείς.
Βάσει μελέτης για την περιφερειακή διάσταση των δραστηριοτήτων έντασης γνώσης στην Ελλάδα, στις υπόλοιπες Περιφέρειες τη μερίδα του λέοντος καταλαμβάνει είτε ο τομέας τριτοβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, είτε ο κρατικός τομέας.
Στους πίνακες 2α και 2β παρουσιάζονται οι ερευνητικοί και τεχνολογικοί φορείς της χώρας ανά Περιφέρεια.
Όλα τα παραπάνω ερευνητικά ιδρύματα ανήκουν στον δημόσιο τομέα και, παρότι η νομική τους μορφή ποικίλλει (ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, ανώνυμες εταιρείες), αποτελούν φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με το οργανικό (όλοι οι φορείς άσκησης δημόσιας διοίκησης, οι οποίοι διαθέτουν τη νομική μορφή ΝΠΔΔ), αλλά και το λειτουργικό κριτήριο (αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού ή δημόσιας υπηρεσίας). Στην πλειονότητά τους τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, αλλά και άλλων Υπουργείων.
Τέσσερις περιοχές (Αττική, Κεντρική Μακεδονία, Δυτική Ελλάδα και Κρήτη) έχουν σχετικά υψηλότερη δραστηριότητα έρευνας και ανάπτυξης, αν και υπολείπονται σε επιδόσεις σε σύγκριση με τις προηγμένες περιφέρειες της ΕΕ. Η ερευνητική δραστηριότητα είναι συγκεντρωμένη σε περιοχές όπου υπάρχει συσσώρευση ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων, ενώ από άλλες περιοχές απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά σχεδόν κάθε είδος εξειδίκευσης έντασης γνώσης, όπως επισημαίνεται σε έκθεση του ΙΟΒΕ (2015).
Η περιφέρεια Αττικής συγκεντρώνει το 79% των εποπτευόμενων ερευνητικών και τεχνολογικών φορέων που τελούν υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας και το 78% των λοιπών δημόσιων ερευνητικών φορέων.
Ακολουθεί σύντομη περιγραφή των ερευνητικών ιδρυμάτων με έδρα στην Αττική. Δεν περιλαμβάνονται τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, που υπάγονται σε διακριτό διοικητικό σχήμα, παρότι σε αυτά διεξάγεται ποσοστό 55% της ερευνητικής παραγωγής της χώρας:
Ιδρύθηκε το 1842 και περιλαμβάνει τρία Ινστιτούτα:
Πηγή: Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών
Το ΕΑΑ παρέχει υπηρεσίες, όπως η συνεχής παρακολούθηση της σεισμικότητας του Ελληνικού χώρου και η ενημέρωση της Πολιτείας και του κοινού, η πρόγνωση καιρού, η συνεχής μέτρηση παραμέτρων της ατμόσφαιρας και ιονόσφαιρας, η συνέχιση ιστορικών κλιματικών παρατηρήσεων, η λειτουργία ενός από τα μεγαλύτερα τηλεσκόπια της Ευρώπης, κ.ά. Σημαντική είναι η συνεισφορά του στην επιμόρφωση του κοινού και τον τομέα της διάχυσης της επιστήμης μέσω του Κέντρου Επισκεπτών στην Πεντέλη και στο Θησείο.
Πηγή: Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών
Πηγή: Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών
Ιδρύθηκε το 1959 ως αυτοτελής δημόσια υπηρεσία υπό την επωνυμία Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών “ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ” και το 1985 μετονομάστηκε. Είναι διεπιστημονικό και περιλαμβάνει τα εξής ινστιτούτα:
Ο ερευνητικός προσανατολισμός του κέντρου επικεντρώνεται στις θεματικές περιοχές της υγείας, βιολογίας & βιοτεχνολογίας, των νέων υλικών, της μικροηλεκτρονικής και νανοτεχνολογίας, του περιβάλλοντος και της βιώσιμης ανάπτυξης, της πυρηνικής φυσικής και της φυσικής στοιχειωδών σωματιδίων, της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, της πυρηνικής τεχνολογίας και ακτινοπροστασίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ιδρύθηκε το 2003 με τη συγχώνευση του Εθνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (1945) και του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης (1987). Αποτελείται από τρία ινστιτούτα:
Σκοπός του ΕΛΚΕΘΕ είναι η διεξαγωγή επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας, η πειραματική ανάπτυξη και επίδειξη, η διάδοση και εφαρμογή των αποτελεσμάτων της έρευνας, ιδιαίτερα στους τομείς της μελέτης και προστασίας της υδρόσφαιρας, των οργανισμών της, των ορίων της με την ατμόσφαιρα, την ακτή και το βυθό, των φυσικών, χημικών, βιολογικών και γεωλογικών συνθηκών που επικρατούν και διέπουν τα παραπάνω συστήματα.
Πηγή: ΕΛΚΕΘΕ
Ιδρύθηκε το 1959 υπό την αιγίδα της UNESCO και αποτελεί το μόνο δημόσιο ερευνητικό κέντρο της χώρας στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών.
Μετά τη συγχώνευση των τριών (3) ινστιτούτων του:
το ΕΚΚΕ αποτελείται πλέον μόνο από το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών. Σκοπός του είναι η μελέτη των δομών, μηχανισμών, πρακτικών και αντιλήψεων που αφορούν τον ελληνικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό και τις μεταβολές του στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού και διεθνούς του περίγυρου ώστε να συμβάλει στην κατανόηση και τη διαχείρισή του.
Πηγή: EKKE
Ιδρύθηκε το 1920, εποπτεύεται από κοινού από το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και το Υπουργείο Υγείας και είναι μέλος του Διεθνούς Δικτύου Ινστιτούτων Παστέρ. Το 1975, με την υπογραφή διμερούς συμφωνίας μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης και του Ινστιτούτου Παστέρ Παρισίων, καθορίστηκε το πλαίσιο λειτουργίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ ως ΝΠΙΔ, κοινωφελούς ιδρύματος μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Πηγή: ΕΙΠ
Η μελέτη των λοιμωδών νοσημάτων, αποτελεί βασικό άξονα των ερευνητικών δραστηριοτήτων του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ, ενώ παράλληλα πραγματοποιείται έρευνα στους τομείς της ανοσοβιολογίας και της νευροβιολογίας. Το ΕΙΠ αποτελεί σε εθνικό επίπεδο πυλώνα για την Δημόσια Υγεία με τη λειτουργία πέντε Εθνικών Εργαστηρίων Αναφοράς, σε συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας και διεθνείς οργανισμούς, για την επιτήρηση και τον επιδημιολογικό έλεγχο σημαντικών ιικών, βακτηριακών και παρασιτικών λοιμώξεων και την αντιμετώπιση επιδημιών νοσημάτων με υψηλή θνητότητα. Στις δραστηριότητες του Ινστιτούτου εντάσσεται και η λειτουργία Μονάδας Παραγωγής Εμβολίων.
Είναι ένα πολυεπιστημονικό ίδρυμα το οποίο ιδρύθηκε με ΒΔ το 1958. Στο ΕΙΕ λειτουργούν σήμερα τρία Ερευνητικά Ινστιτούτα:
Το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του ΕΙΕ καλύπτει ευρύ φάσμα μελέτης και έρευνας της Ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού, ενώ τα Ινστιτούτα των θετικών επιστημών εκτελούν βασική και εφαρμοσμένη έρευνα σε περιοχές αιχμής, όπως η υγεία, τα φάρμακα, το περιβάλλον, η βιοτεχνολογία και τα νέα υλικά.
Στο ΕΙΕ λειτουργεί επίσης το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ), που αποτελεί επιστημονική εγκατάσταση εθνικής χρήσης και τον κύριο εθνικό οργανισμό παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικής πληροφόρησης και υποστήριξης σε θέματα έρευνας, επιστήμης και τεχνολογίας.
Πηγή: Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης
Πηγή: Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης
Ιδρύθηκε το 2003 και αποτελεί το μοναδικό Ερευνητικό Κέντρο στη χώρα με αποκλειστικό προσανατολισμό τις τεχνολογίες και εφαρμογές της Πληροφορικής και των Επικοινωνιών. Διεξάγει έρευνα στον πυρήνα των τεχνολογιών αυτών, καθώς και σε περιοχές όπου οι τεχνολογίες συναντώνται με άλλες επιστήμες ή ανθρώπινες δραστηριότητες.
Είναι οργανωμένο σε τρία Ινστιτούτα:
που δραστηριοποιούνται σε ένα ευρύ φάσμα τομέων: μεγάλα δίκτυα και βάσεις δεδομένων και τεκμηρίων (επιστημονικών, επιχειρηματικών, πολιτιστικών κ.λπ.), ενσωματωμένα συστήματα, αυτοματισμοί, ρομποτική, τεχνητή νοημοσύνη, επιμέλεια ψηφιακού περιεχομένου.
Πηγή: Ερευνητικό κέντρο «Αθηνά»
Στο «Αθηνά» εντάσσεται επίσης η Πρωτοβουλία Τεχνολογικών Συνεργατικών Σχηματισμών Corallia. Πρόκειται για μια σύμπραξη ιδιωτικού-δημοσίου τομέα που στοχεύει στην προώθηση της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας σε παραγωγικούς τεχνολογικούς τομείς έντασης γνώσης και εξαγωγικού δυναμικού.
Πηγή: Ερευνητικό κέντρο «Αθηνά»
Ιδρύθηκε το 1995 και αποτελείται από ένα μόνο Ινστιτούτο. Ένας από τους βασικούς στόχους της έρευνας που διεξάγεται στο ΕΚΕΒΕ «Αλ. Φλέμιγκ» είναι ο προσδιορισμός των παθογόνων λειτουργιών διαφόρων γονιδίων στην παθολογία σε επίπεδο του οργανισμού των θηλαστικών. Έχει επίσης διακρίσεις και εμπειρογνωμοσύνη στους τομείς της κυτταρικής ανοσολογίας, της προτυποποίησης ασθενειών, της κατασκευής και ανάλυσης κλασσικών και μεταβλητών διαγονιδιακών συστημάτων στο ποντίκι, της μετα-μεταγραφικής ρύθμισης της γονιδιακής έκφρασης, των εξω- και ενδοκυττάριων μηχανισμών μεταβίβασής σημάτων καθώς και της λειτουργικής γονιδιωματικής.
Είναι η εθνική ρυθμιστική αρχή, αρμόδια για θέματα ακτινοπροστασίας και ραδιολογικής και πυρηνικής ασφάλειας.
Ιδρύθηκε το 1954 και ανασυστάθηκε το 1987. Αποστολή της είναι η προστασία του πληθυσμού, των εργαζομένων και του περιβάλλοντος από τις ιοντίζουσες και τις τεχνητά παραγόμενες μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες. Επίσης, ο έλεγχος και η εποπτεία των εφαρμογών της πυρηνικής τεχνολογίας, των πυρηνικών επιστημών και των ακτινοβολιών στη βιομηχανία, στη γεωργία, στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, στην υγεία, στις βιολογικές και άλλες επιστήμες, η ασφαλής και ειρηνική χρήση των εφαρμογών της πυρηνικής ενέργειας και τεχνολογίας και η ασφαλής διαχείριση αναλωθέντων καυσίμων και ραδιενεργών αποβλήτων.
Το Εθνικό Δίκτυο Έρευνας και Τεχνολογίας (ΕΔΤ – GRNET) ξεκίνησε το 1995 ως έργο της Γενικής Γραμματείας Έρευνας & Τεχνολογίας του Υπουργείου Ανάπτυξης. To 1998 δημιουργήθηκε η ΕΔΕΤ Α.Ε., ο φορέας διαχείρισης του ΕΔΕΤ, ως εταιρεία Τεχνολογικής Ανάπτυξης της ΓΓΕΤ κατά το πρότυπο των Εθνικών Ερευνητικών Δικτύων (National Research Networks) των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ΕΔΕΤ παρέχει υπηρεσίες Εθνικής και Διεθνούς Διασύνδεσης υψηλής χωρητικότητας στην Ελληνική Ακαδημαϊκή και Ερευνητική Κοινότητα. Ειδικότερα, παρέχει υπηρεσίες διασύνδεσης στα δύο βασικά εκπαιδευτικά Δίκτυα Πρόσβασης της χώρας: το Ακαδημαϊκό Διαδίκτυο (Gunet) και το Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο. Εξυπηρετεί περισσότερους από 70 φορείς και περίπου 190.000 χρήστες (ερευνητές, φοιτητές και ερευνητικό προσωπικό ΑΕΙ / ΤΕΙ, χρήστες ακαδημαϊκών και ερευνητικών ηλεκτρονικών βιβλιοθηκών, εκπαιδευτικούς και μαθητές της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης).
Ιδρύθηκε το 1987 ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Είναι ο εθνικός φορέας για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την ορθολογική χρήση ενέργειας και την εξοικονόμηση ενέργειας. Ο κύριος σκοπός του είναι η προώθηση των εφαρμογών στους τομείς αρμοδιότητάς του σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, με γνώμονα τη μείωση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης στην αλυσίδα παραγωγή – μεταφορά – χρήση της ενέργειας.
Ιδρύθηκε το 2011, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, που συγχώνευσε τους ακόλουθους φορείς:
Είναι ΝΠΙΔ που ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και ασκεί όλες τις αρμοδιότητες των συγχωνευθέντων νομικών προσώπων.
Ιδρύθηκε το 1929 ως ΝΠΔΔ και είναι ερευνητικός φορέας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Οι επιστημονικές δραστηριότητες του Ινστιτούτου είναι οργανωμένες σε τρία Τμήματα:
Το Ινστιτούτο καλύπτει επιστημονικά όλο το φάσμα της φυτοπροστασίας και φυτοϋγείας, ενώ παράλληλα μελετά και προτείνει μέτρα για την ασφάλεια και την ποιότητα στην πρωτογενή παραγωγή καθώς και την ελαχιστοποίηση των πιθανών επιπτώσεών της στο περιβάλλον και τον άνθρωπο.
Το 1972 ιδρύθηκε το Εθνικό Ίδρυμα Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΘΙΓΜΕ), ως ΝΠΙΔ εποπτευόμενο από το Υπουργείο Πολιτισμού & Επιστημών & το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Το 1976 μετονομάστηκε σε Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ), εποπτευόμενο από το τότε Υπουργείο Βιομηχανίας και στη συνέχεια το Υπουργείο Ανάπτυξης. Το ΙΓΜΕ είναι ο θεσμοθετημένος τεχνικός σύμβουλος της πολιτείας σε θέματα γεωεπιστημών. Βασικός σκοπός του είναι η γεωλογική μελέτη της χώρας, η έρευνα και η αξιολόγηση των ορυκτών πρώτων υλών (πλην υδρογονανθράκων) και υπόγειων νερών. Εκτελεί χρέη Εθνικής Γεωλογικής Υπηρεσίας, σκοπός της οποίας είναι η αποτύπωση – καταγραφή και τελικά η γνώση της βασικής γεωλογικής δομής της χώρας, με χαρτογραφήσεις, γεωχημεία, γεωφυσική, τηλεπισκόπηση, βάσεις γεωεπιστημονικών δεδομένων κ.ά.
Ιδρύθηκε το 1959 ως μικρή ερευνητική μονάδα με την επωνυμία «Κέντρον Οικονομικών Ερευνών». Το 1964, οπότε και το ΚΕΠΕ πήρε την σημερινή του ονομασία, προστέθηκαν στις αρμοδιότητές του η κατάρτιση σχεδίων βραχυχρονίων, μεσοχρονίων και μακροχρονίων προγραμμάτων ανάπτυξης, περιφερειακής και χωροταξικής ανάπτυξης και δημοσίων επενδύσεων, η παρακολούθηση και ανάλυση των βραχυπροθέσμων και μεσοπροθέσμων εξελίξεων στην ελληνική οικονομία, η κατάρτιση προτάσεων οικονομικής πολιτικής και επιμόρφωση νέων οικονομολόγων, ιδιαίτερα σε θέματα προγραμματισμού και οικονομικής ανάπτυξης. Αποτελεί το μεγαλύτερο ερευνητικό ίδρυμα για την οικονομική επιστήμη στην Ελλάδα με αντικείμενο την διερεύνηση θεμάτων που αφορούν στην ελληνική οικονομία.
Ιδρύθηκε το 1983 ως ΝΠΙΔ και εποπτεύεται από το Υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Σκοπός του είναι η επεξεργασία και ο σχεδιασμός της αντισεισμικής πολιτικής της χώρας, καθώς και ο συντονισμός των ενεργειών δημοσίου και ιδιωτικού δυναμικού για την εφαρμογή της πολιτικής αυτής. Το 2011, το Ινστιτούτο Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών (ΙΤΣΑΚ), που είχε ιδρυθεί το 1979 στη Θεσσαλονίκη, καταργήθηκε ως αυτοτελές ΝΠΔΔ και συγχωνεύτηκε με τον ΟΑΣΠ.
Ιδρύθηκε το 1999, ως ΝΠΙΔ κοινωφελούς χαρακτήρα, εποπτευόμενο από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, με σκοπό την παροχή αξιόπιστων και συγκρίσιμων πληροφοριών για το περιβάλλον, τη συμβολή στην επεξεργασία, εφαρμογή και αξιολόγηση πολιτικών, προγραμμάτων και μέτρων που αφορούν το περιβάλλον και τη βιώσιμη ανάπτυξη, την αντίστοιχη επιστημονική υποστήριξη της διοίκησης και την υποβολή προτάσεων στους αρμόδιους φορείς. Το 2011 με Απόφαση του αρμόδιου Υπουργού Περιβάλλοντος το “Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης” συγχωνεύτηκε με το “Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών”, με απορρόφηση του δεύτερου από το πρώτο, το οποίο και μετονομάστηκε σε “Εθνικό Κέντρο Βιώσιμης και Αειφόρου Ανάπτυξης” (ΕΚΒΑΑ). Τον Ιούνιο του 2015, με κοινή απόφαση των Υπουργών Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Ενέργειας και Περιβάλλοντος, το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών και Μελετών αποσπάστηκε και επανασυστάθηκε ως ΙΓΜΕ, ενώ το ΕΚΒΑΑ μετονομάστηκε σε Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΚΠΑΑ).
Η εταιρεία προήλθε το 2012 από τη συγχώνευση σε μία τριών εταιρειών: 1. Εταιρεία Κεραμικών & Πυρίμαχων Υλικών Α.Ε. (ΕΚΕΠΥ Α.Ε.), 2. Εταιρεία Βιομηχανικής Έρευνας & Τεχνολογικής Ανάπτυξης Μετάλλων Α.Ε. (ΕΒΕΤΑΜ Α.Ε.), 3. Ελληνικό Κέντρο Αργιλλομάζης Α.Ε. (ΕΛΚΕΑ Α.Ε.). Στη νέα ΕΒΕΤΑΜ προσαρτήθηκαν επίσης και οι δραστηριότητες πιστοποίησης και εργαστηριακών δοκιμών του Ελληνικού Οργανισμού Τυποποίησης (ΕΛΟΤ Α.Ε.). Είναι μια εταιρεία δημόσιου συμφέροντος μικτού χαρακτήρα, στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας συμμετέχουν τόσο φορείς και εταιρείες του δημόσιου τομέα όσο και ιδιωτικές εταιρείες. Η ΕΒΕΤΑΜ λειτουργεί υπό την επίβλεψη της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας. Είναι ένα πολυκλαδικό, πολυτεχνολογικό κέντρο εργαστηριακών ελέγχων και πιστοποίησης βιομηχανικών και καταναλωτικών προϊόντων, υλικών, εγκαταστάσεων και συστημάτων διαχείρισης.
Στην Ακαδημία Αθηνών λειτουργούν 13 Eρευνητικά Kέντρα και 10 Γραφεία Ερευνών με εξειδικευμένες βιβλιοθήκες, καθώς και η κεντρική βιβλιοθήκη «Iωάννης Συκουτρής». Από το 2002 υπό την εποπτεία της Ακαδημίας Αθηνών λειτουργεί το Ίδρυμα Iατροβιολογικών Eρευνών (Ι.ΙΒ.Ε.Α.Α.). Ο πρωταρχικός στόχος του ΙΙΒΕΑΑ είναι να υποστηρίξει τη βασική και κλινική έρευνα, δημιουργώντας το ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη της μεταφραστικής έρευνας που συνδέει τα εργαστηριακά ευρήματα με κλινικές πρακτικές. Το ΙΙΒΕΑΑ περιλαμβάνει 10 Ερευνητικά Κέντρα που εξειδικεύονται σε διαφορετικές πτυχές της Ιατροβιολογικής Έρευνας – δύο Κέντρα Βασικής Έρευνας, Κέντρο Βιολογίας Συστημάτων, Κέντρο Βιολογίας Καρκίνου, Κέντρο Νευροβιολογίας, Ανοσολογίας και Μεταμοσχεύσεων, Κέντρο Νανοϊατρικής, Πειραματικής Χειρουργικής, Κλινικής Έρευνας και Κέντρο Περιβαλλοντικής Υγείας.
Από την ανωτέρω παράθεση συνάγεται ότι στην Αθήνα και την Περιφέρεια Αττικής έχει την έδρα της η μεγάλη πλειονότητα των ερευνητικών και τεχνολογικών φορέων της χώρας, καθώς και των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων. Η θετική συνέπεια της εκτεταμένης αυτή συγκέντρωσης είναι η ύπαρξη υψηλού επιπέδου ανθρώπινου δυναμικού, το οποίο με τις κατάλληλες διαρθρωτικές παρεμβάσεις μπορεί να συμβάλει στην αναδιαμόρφωση του καινοτομικού προφίλ της Περιφέρειας, αλλά και της χώρας.
Λοβέρδου, Ε. (2016) Ο ερευνητικός ιστός στην Αττική: συνοπτική παρουσίαση, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ο-ερευνητικός-ιστός-στην-αττική/ , DOI: 10.17902/20971.62
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Οι κενές κατοικίες αποτελούν ζήτημα που επανέρχεται συχνά στον δημόσιο διάλογο, άλλοτε ως ένδειξη πλούτου για σημαντικό ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών που διαθέτουν περισσότερες από μία κατοικίες και άλλοτε ως κοινωνικός πόρος που μένει ανεκμετάλλευτος ενώ θα μπορούσε να συμβάλει στην επίλυση στεγαστικών προβλημάτων.
Το σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης στις χώρες της Νότιας Ευρώπης –και ιδιαίτερα στην Ισπανία και την Ελλάδα όπου ξεπερνά το 80%– είναι ένας από τους παράγοντες που είχαν δημιουργήσει την εικόνα ότι τα φτωχά Γερμανικά νοικοκυριά αναγκάζονται να βοηθούν τα πλούσια νοικοκυριά των χωρών του Νότου. Την εικόνα αυτή είχε δημιουργήσει η επιλεκτική ανάγνωση των αποτελεσμάτων σχετικής έρευνας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ECB, 2013a και 2013b) όπως προβλήθηκε κυρίως από δημοσιεύσεις στον έγκριτο τύπο (Financial Times, 2013). Η επιλεκτικότητα της ανάγνωσης βασίστηκε στη σύγκριση των μεσαίων και όχι των μέσων περιουσιών στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου σε σχέση με τη Γερμανία. Αυτό σημαίνει ότι συγκρινόταν το μέγεθος της μεσαίας –δηλαδή της περιουσίας που βρίσκεται, για παράδειγμα, στην 50η θέση επί 100 περιουσιών ιεραρχημένων σύμφωνα με το μέγεθος– και όχι ο μέσος όρος του μεγέθους των 100 περιουσιών. Με τον τρόπο αυτό, αποκρύπτεται η σημαντικά μεγαλύτερη ανισοκατανομή του πλούτου στη Γερμανία σε σχέση με τις χώρες του Νότου (περίπου τετραπλάσια) και εμφανίζεται το, πλασματικό στην πραγματικότητα, συμπέρασμα ότι μια χώρα με φτωχά νοικοκυριά σηκώνει το βάρος των αμαρτιών της Ευρωζώνης.
Οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν ήδη απαντηθεί επαρκώς (De Grauwe και Ji, 2013). Στο κείμενο αυτό θα επικεντρώσουμε κυρίως στο πραγματικό περιεχόμενο του όρου «κενές κατοικίες» στην Αθήνα, αφού θυμίσουμε ότι η ιδιοκατοίκηση στις χώρες του Νότου έχει και σημαντικά διαφορετική κοινωνική λειτουργία –δηλαδή αφορά και σημαντικό τμήμα των λαϊκών στρωμάτων– επειδή στις χώρες αυτές τα συστήματα κοινωνικής κατοικίας είναι πολύ λιγότερο ανεπτυγμένα σε σύγκριση με εκείνα των χωρών της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης.
Τα βασικά ερωτήματα είναι κατά πόσο οι κενές κατοικίες στην Αθήνα αποτελούν ένδειξη ευμάρειας, με την έννοια ενός σημαντικού αποθέματος κατοικιών που η χρήση τους είναι περιστασιακή. Κενές κατοικίες υπάρχουν, για παράδειγμα, σε σημαντικό ποσοστό και σε πόλεις όπως το Λονδίνο, όπου αποτελούν κυρίως αντικείμενο επένδυσης πολύ πλούσιων νοικοκυριών χωρίς συχνά να χρησιμοποιούνται σε τακτική βάση. Το δεύτερο ερώτημα είναι κατά πόσο οι κενές αυτές κατοικίες αποτελούν περιουσία ελληνικών νοικοκυριών και το τρίτο –και μάλλον σημαντικότερο– είναι αν οι κενές αυτές κατοικίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επίλυση των στεγαστικών προβλημάτων που έχουν επιδεινωθεί κατά την περίοδο της παρατεταμένης ύφεσης. Τα ερωτήματα αυτά θα προσπαθήσουμε να τα προσεγγίσουμε μέσα από τη χωροθέτηση των κενών κατοικιών για την οποία μας προσφέρουν αναλυτικά δεδομένα οι Απογραφές Πληθυσμού της ΕΛΣΤΑΤ.
Ο χάρτης των κενών κατοικιών του 1991 για το σύνολο της χώρας (Μαλούτας, 2000: 24-25) αναδεικνύει τρεις διαφορετικούς τύπους συγκεντρώσεων (χάρτης 1), οι οποίες αντιστοιχούν και σε διαφορετικά είδη κενών κατοικιών. Η πλέον εκτεταμένη συγκέντρωση αφορούσε κατοικίες σε ορεινές περιοχές της χώρας (ιδιαίτερα στην Πίνδο και την ορεινή Πελοπόννησο), σε μεγάλο βαθμό εγκαταλελειμμένες από τον πληθυσμό τους είτε οριστικά, είτε χρησιμοποιούμενες πλέον μόνο ως παραθεριστικές κατοικίες. Καθώς η Απογραφή Πληθυσμού πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1991, ακόμη και οι χρησιμοποιούμενες ως παραθεριστικές κατοικίες καταγράφηκαν κατά κανόνα ως κενές. Η συγκέντρωση αυτή συνδέεται με την ταχύρυθμη μεταπολεμική αστικοποίηση, η οποία οδήγησε στη βαθμιαία εγκατάλειψη των πλέον απομονωμένων τόπων κατοικίας και τη μετεγκατάσταση στα μικρότερα ή τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας. Με την έννοια αυτή δεν είναι παράδοξο ότι ο χάρτης των κενών κατοικιών αναπαράγει εν μέρει τον γεωφυσικό χάρτη της χώρας, με τις ορεινότερες κοινότητες να παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά κενών κατοικιών.
Πηγή: Μαλούτας (2000)
Ο δεύτερος τύπος συγκεντρώσεων κενών κατοικιών αφορούσε παραθεριστικά καταλύματα είτε για ενοικίαση είτε για ιδιόχρηση σε τουριστικές περιοχές της χώρας. Οι πυκνότερες συγκεντρώσεις εμφανίζονταν στη νησιωτική χώρα και, ιδιαίτερα, στα νησιά με τη μεγαλύτερη τουριστική κίνηση. Σημαντικό μέρος των κατοικιών αυτών είναι ιδιοκτησίες ατόμων με ξένη υπηκοότητα.
Ο τρίτος τύπος συγκεντρώσεων κενών κατοικιών αφορά δεύτερη κατοικία με παραθεριστική συνήθως, αλλά και πολύ συχνότερη χρήση λόγω της μικρής απόστασης από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Ο τύπος αυτός συνδέεται, επίσης, με τη μεταπολεμική αστικοποίηση και αφορά την παραθεριστική κατοικία στην ευρύτερη περιοχή των μεγάλων αστικών κέντρων. Είναι χαρακτηριστική η παρουσία κενών κατοικιών στις παραλιακές κοινότητες του Νομού Αττικής, σε εκείνες των γειτονικών του Νομών καθώς και στους Νομούς Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής και Πιερίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα αθηναϊκά νοικοκυριά διέθεταν παραθεριστική κατοικία σε ποσοστό 15-20%, από τις οποίες το μεγαλύτερο τμήμα ήταν νέες κατασκευές σε μικρή απόσταση από την πόλη (Μαλούτας, 1990). Η ιδιοκτησία παραθεριστικής κατοικίας παρουσίαζε σημαντική κοινωνική διάχυση, η οποία συνδέεται με τον τρόπο απόκτησής της που, σε πολλές περιπτώσεις, ακολούθησε διαδικασίες ανάλογες με την λαϊκή περιφερειακή –και συχνά αυθαίρετη– αυτοστέγαση.
Η περιαστική παραθεριστική κατοικία, ιδιαίτερα γύρω από τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα, άλλαξε ραγδαία τη φυσιογνωμία των σχετικών περιοχών, όπως φαίνεται στο παράδειγμα της Παραλίας Αυλίδας (εικόνες 1α και 1β). Βαθμιαία, οι πιο κοντινές παραθεριστικές περιοχές και εκείνες που απέκτησαν νέες συγκοινωνιακές υποδομές άρχισαν να μετατρέπονται, εν μέρει τουλάχιστον, και σε περιοχές μόνιμης κατοικίας. Ο προαστιακός σιδηρόδρομος και οι περιφερειακές οδοί ταχείς κυκλοφορίας –με κεντρικό άξονα την Αττική Οδό– έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην επέκταση της διαδικασίας αυτής (χάρτης 3).
Πηγή: Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού
Από τη συνολική εικόνα αυτή προκύπτει ότι το μεγαλύτερο μέρος του αποθέματος κατοικιών που απογράφεται ως κενό δεν χωροθετείται σε περιοχές όπου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την εξυπηρέτηση τρεχουσών στεγαστικών αναγκών, με δεδομένο ότι αυτές παρουσιάζονται κυρίως σε πυκνοδομημένες περιοχές των μεγάλων αστικών κέντρων. Το πρώτο αυτό συμπέρασμα, ωστόσο, είναι μόνο μερικώς σωστό.
Η χαρτογράφηση των κενών κατοικιών του 2011 στην Αττική (χάρτης 2) προσφέρει μια πιο σαφή εικόνα όσον αφορά τη χωροθέτησή τους και τη δυνητική τους χρήση.
Από τον χάρτη 2 προκύπτει ότι οι μεγάλες συγκεντρώσεις κενών κατοικιών, σε απόλυτους αριθμούς, παρουσιάζονται στις παράκτιες περιοχές της βόρειας και ανατολικής Αττικής καθώς και στη Σαλαμίνα. Η χωροθέτηση αυτή συμπίπτει πλήρως με περιοχές δεύτερης-εξοχικής κατοικίας. Ωστόσο, δύο ακόμη σημαντικοί θύλακες κενών κατοικιών παρατηρούνται στο κέντρο της Αθήνας και του Πειραιά.
Από τον πίνακα 1 επιβεβαιώνεται ότι τις περισσότερες κενές κατοικίες σε σχέση με τον πληθυσμό τους συγκεντρώνουν οι περιφερειακές, νησιωτικές και παραθαλάσσιες περιοχές της Αττικής, όπου η χρήση τους είναι κυρίως παραθεριστική. Αντίθετα, τις λιγότερες παρουσιάζουν δήμοι της πρώτης προαστιακής ζώνης, οι περισσότεροι από τους οποίους κατοικούνται από μεσαία και υψηλά-μεσαία στρώματα.
Πηγή: Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/ )
Σε απόλυτους αριθμούς, οι κενές κατοικίες στην Αττική ήταν 608.500 το 2011, αυξημένες κατά 265.500 (77,3%) από το 2001. Η συγκέντρωση –ακόμη και σε απόλυτους αριθμούς– αφορά κυρίως τις περιοχές εκτός κέντρου, αφού ο Δήμος Αθηναίων συγκέντρωνε 132.000 κενές κατοικίες και ο Δήμος Πειραιώς 27.300 ή 21,7% και 4,5% αντίστοιχα στο σύνολο της Αττικής. Τα ποσοστά αυτά είναι ελαφρώς υψηλότερα από το ειδικό πληθυσμιακό τους βάρος (17,3% για το Δήμο Αθηναίων και 4,3% για τον Δήμο Πειραιώς).
Ο χάρτης 3 δείχνει ότι ορισμένες περιφερειακές περιοχές της Αττικής (ανατολική ακτή και διάφορες περιοχές στα Μεσόγεια, περιοχή Ωρωπού, Βάρη, Σαλαμίνα) δείχνουν μειωμένο αριθμό κενών κατοικιών σε σχέση με το 2001. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε διεύρυνση του ποσοστού κύριας κατοικίας σε ορισμένες τουλάχιστον από τις περιοχές αυτές με τη χρήση παλαιών παραθεριστικών κατοικιών, οι οποίες καταγράφονταν προηγουμένως ως κενές. Για την ερμηνεία αυτή συνηγορεί και η χωροθέτηση των σημαντικών νέων συγκοινωνιακών υποδομών και, ιδιαίτερα, της Αττικής Οδού. Μπορεί, ωστόσο, η εικόνα αυτή να οφείλεται και στο γεγονός ότι η Απογραφή του 2011 έγινε τον Μάϊο –αντί του Μαρτίου– κάτι που μπορεί να διαφοροποίησε σημαντικά το ποσοστό των κενών παραθεριστικών κατοικιών σε περιοχές όπως η Σαλαμίνα. Παράλληλα, ο χάρτης 3 δείχνει σημαντικές αυξήσεις στον αριθμό των κενών κατοικιών τόσο σε περιφερειακές όσο και σε κεντρικές θέσεις, ενώ, όπως προκύπτει από τον χάρτη 4 και τον πίνακα 2, ο ρυθμός αύξησης των κενών κατοικιών κατά τη δεκαετία του 2000 ήταν σημαντικά μεγαλύτερος στις κεντρικές περιοχές της πόλης.
Πηγή: Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Από τον πίνακα 2 προκύπτει ότι η δυναμική της αύξησης των κενών κατοικιών κατά τη δεκαετία του 2000 δεν προέρχεται από τις περιοχές όπου παραδοσιακά συγκεντρώνεται το μεγάλο ποσοστό τους, δηλαδή από τις πλέον περιφερειακές και παράκτιες περιοχές του Νομού. Οι 10 Δήμοι με τη μικρότερη αύξηση ανήκουν σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία.
Αντίθετα, η αύξηση παρουσιάζεται κυρίως στις πυκνοδομημένες περιοχές της μητρόπολης που περιλαμβάνουν τα δύο μεγάλα κέντρα, αλλά και περιοχές που γειτονεύουν άμεσα με αυτά, όπως του Ζωγράφου, της Καλλιθέας, του Γαλατσίου και του Βύρωνα στην Αθήνα και της Νίκαιας, του Κορυδαλλού, του Περάματος και του Κερατσινίου στον Πειραιά.
Από τη σύνθεση των δύο ομάδων περιοχών του πίνακα 2 μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η μεγάλη αύξηση του αριθμού των κενών κατοικιών την περίοδο 2001-2011 δεν είναι μονοσήμαντη ως προς τους λόγους που την προκάλεσαν. Παράλληλα, από τον χάρτη 5 –όπου συνυπολογίζεται, εκτός της μεταβολής των κενών κατοικιών ανά χωρική μονάδα, και η γειτνίαση μονάδων με κοινή τάση μεταβολής– προκύπτει σαφής διαχωρισμός μεταξύ κέντρου και τμήματος της περιφέρειας, με τρόπο που αναδεικνύει τη σημασία συγκοινωνιακών δικτύων και υποδομών, όπως η Αττική Οδός και ο προαστιακός σιδηρόδρομος.
Η χωρική αυτοσυσχέτιση (spatial autocorrelation) αναφέρεται στο βαθμό συσχέτισης μεταξύ ζευγών τιμών μιας μεταβλητής και της μεταξύ τους (γεωγραφικής) απόστασης. Η λογική του ελέγχου βασίζεται στη σύγκριση της τιμής –της προς εξέταση μεταβλητής– κάθε χωρικής ενότητας με την κατανομή των τιμών των γειτονικών χωρικών ενοτήτων.
Η ύπαρξη θετικής αυτοσυσχέτισης, που αποτελεί και την πιο συνηθισμένη περίπτωση, υποδηλώνει ότι (παρ)όµοιες τιµές της προς εξέταση μεταβλητής τείνουν να συσπειρώνονται χωρικά. Eίναι δυνατή τόσο η συγκέντρωση τιμών που βρίσκονται στο άνω τμήμα της κατανομής {συστάδα υψηλών τιμών [HH-(High–High)]}, όσο και η συγκέντρωση τιμών που τοποθετούνται στο χαμηλότερο τμήμα της κατανομής {συστάδα χαμηλών τιμών [LL-(Low–Low)]}. H παρατήρηση αρνητικής αυτοσυσχέτισης υποδεικνύει την γειτνίαση χωρικών ενοτήτων με (αν)όμοιες τιμές, γεγονός που σημαίνει την παρουσία μεμονωμένων χωρικών ενοτήτων είτε με μεγάλες τιμές σε ευρύτερες ζώνες με κυριαρχία χαμηλών τιμών {θύλακας υψηλών τιμών [HL-(High–Low)}, είτε, αντίστοιχα, χωρικές ενότητες με σχετικά μικρές τιμές που περικλείονται από περιοχές με υψηλές τιμές {θύλακας χαμηλών τιμών [LH-(Low–High)}. Τέλος, απουσία χωρικής αυτοσυσχέτισης, σημαίνει ότι δεν υπάρχει εμφανής σχέση μεταξύ χωρικής εγγύτητας και κατανομής των τιμών της μεταβλητής. |
Συμπερασματικά μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι, παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο τμήμα των κενών κατοικιών που εμφανίζει η Αττική αφορά παραθεριστικές μονάδες στις παράκτιες περιοχές της, η αύξηση του αριθμού τους στη δεκαετία 2001-2011 είναι ιδιαίτερα σημαντική και επικεντρώνεται στις πυκνοδομημένες κεντρικές περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά. Οι κενές κατοικίες στις περιοχές αυτές –που έχουν επηρεαστεί δυσανάλογα από την κρίση λόγω του κοινωνικά πιο ευάλωτου πληθυσμού τους, αλλά και της πάγιας τάσης να εγκαταλείπονται σταδιακά από τα μεσαία και τα υψηλά-μεσαία στρώματα– αποτελούν έναν σημαντικό πόρο που δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται όταν αναζητούνται πολιτικές αναβάθμισης των κεντρικών περιοχών με επίκεντρο τη στήριξη των πληθυσμών τους.
[1] Μονάδες χωρικής ανάλυσης πόλεων. Αντιστοιχούν στο επίπεδο των Απογραφικών Τομέων (ΑΤ) της ΕΛΣΤΑΤ με τη διαφορά ότι στους ΜΟΧΑΠ έχουν ενοποιηθεί οι μικροί ΑΤ ώστε να μην υπάρχει χωρική μονάδα με πληθυσμό μικρότερο των 900 κατοίκων. Οι συνενώσεις αυτές έγιναν ώστε να αποφευχθούν ζητήματα εμπιστευτικότητας. Η Αττική χωρίζεται σε 3.000 ΜΟΧΑΠ με μέσο πληθυσμό 1.250 ατόμων.
Μαλούτας, Θ., Σπυρέλλης, Σ. (2016) Κενές κατοικίες, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κενές-κατοικίες/ , DOI: 10.17902/20971.63
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Οι κοινωνικές ανισότητες αναπαράγονται με συστηματικό τρόπο, καθώς η κοινωνική καταγωγή των νέων ατόμων εξακολουθεί να προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό τη διαδρομή τους προς την κοινωνική θέση την οποία τελικώς καταλαμβάνουν, διαψεύδοντας τις φιλελεύθερες επαγγελίες περί ισότητας ευκαιριών. Η εκπαίδευση, στις δυτικές κοινωνίες τουλάχιστον, αποτελεί προνομιακό μηχανισμό και πεδίο μέσα στο οποίο άτομα διαφορετικής κοινωνικής καταγωγής διαμορφώνουν συστηματικά άνισες προϋποθέσεις για τις κοινωνικές διαδρομές τους (Moore 2004).
Ο εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης στη σύγχρονη περίοδο επέτρεψε σε ευρείες κοινωνικές ομάδες την πρόσβαση σε θέσεις απασχόλησης, αλλά και εξουσίας, που αποτελούσαν μέχρι τότε κληρονομικό προνόμιο. Ο εκδημοκρατισμός ήταν σταδιακός, επιμήκυνε τις εκπαιδευτικές διαδρομές, αύξησε το μέσο επίπεδο εκπαίδευσης καθώς και τη συμμετοχή των χαμηλότερων κοινωνικών κατηγοριών σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες (Moore 2004). Έτσι, αυξήθηκε η κοινωνική κινητικότητα, αλλά η ανισότητα εξακολούθησε να αναπαράγεται συστηματικά: η πρόσβαση στα διαρκώς υψηλότερα εκπαιδευτικά προσόντα που απαιτούν οι εκάστοτε επίζηλες επαγγελματικές θέσεις παραμένει σταθερά άνιση (Duru-Bellat 2006).
Ταυτόχρονα, η εκπαίδευση αποτελεί μηχανισμό που νομιμοποιεί το κοινωνικά άνισο αποτέλεσμα που δημιουργεί, αποδίδοντας τα άνισα εκπαιδευτικά προσόντα στα άνισα προσωπικά χαρακτηριστικά των ατόμων και, κυρίως, στις άνισες ικανότητες και την άνιση προσπάθεια που έχουν καταβάλει (Duru-Bellat 2009, Dubet et al. 2010).
Οι πολιτικές που αυξησαν τις εκπαιδευτικές επιλογές των γονέων κατά τις τελευταίες δεκαετίες εκεί όπου κυριάρχησαν νεοφιλελεύθερες ιδέες και κατευθύνσεις πολιτικής, ενίσχυσαν την ανάπτυξη εκπαιδευτικών στρατηγικών από τα μεσαία στρώματα (Oria et al. 2007). Οι πολιτικές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων (Power et al. 2003, Dubet et al. 2010, Dronkers et al. 2010, Oberti et al. 2012, Merle 2012).
Η ένταση των οικογενειακών εκπαιδευτικών στρατηγικών και οι επιπτώσεις τους στην κοινωνική ανισότητα σχετίζονται, προφανώς, και με την εξέλιξη των μεσαίων στρωμάτων. Τα πράγματα έχουν αλλάξει σημαντικά από τότε που οι μεσαίες τάξεις αντιπροσώπευαν μια μικρή μειονότητα. Στη μεταπολεμική περίοδο γνώρισαν αλματώδη αύξηση, ενώ κατά τις πιο πρόσφατες δεκαετίας παρουσίασαν και σημαντική εσωτερική διαφοροποίηση.
Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και η οικονομική αναδιάρθρωση έχουν εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες. Στις κορυφαίες μητροπόλεις του δυτικού κόσμου αυτή η επιδείνωση έχει πάρει τη μορφή κοινωνικής πόλωσης (Sassen 1991) και η απόσταση μεταξύ των ανώτερων και των κατώτερων εισοδηματικών στρωμάτων έχει σημαντικά αυξηθεί (Hamnett 2003). Η ανισότητα έχει ενισχυθεί λιγότερο στις μικρότερες μητροπόλεις, όπου η πίεση της παγκοσμιοποίησης στις τοπικές αγορές εργασίας είναι, κατά κανόνα, πιο περιορισμένη. Σε κάθε περίπτωση, η κυριαρχία νεοφιλελεύθερων μοντέλων κοινωνικής ρύθμισης τροφοδότησε τη διεύρυνση της ανισότητας, ενώ οι συνέπειες ήταν λιγότερες εκεί όπου υπήρξε αντίσταση στην αποδιάρθρωση των προνοιακών συστημάτων (Hamnett 1996).
Η εκπαίδευση έχει επί μακρόν αποτελέσει προνομιακό πεδίο επένδυσης για τις ελληνικές οικογένειες, επένδυση που συνυφάνθηκε με την αυξημένη κοινωνική κινητικότητα της μεταπολεμικής περιόδου. Πολλοί ερευνητές έχουν αναλύσει το ρόλο της εκπαίδευσης στην αναπαραγωγή της κοινωνικής ανισότητας (Λαμπίρη-Δημάκη 1974, Τσουκαλάς 1977, Φραγκουδάκη 1985, Κάτσικας & Καβαδίας 1994, Κοντογιαννοπούλου-Πολυδωρίδη 1995, Κασωτάκης 1996, Panayotopoulos 2000, Σιάνου-Κύργιου 2006, Sianou-Kyrgiou 2008, Χατζηγιάννη και Βαλάση 2009, Θάνος 2010 & 2012).
Τα δεδομένα της Απογραφής Πληθυσμού του 2001 επέτρεψαν να εντοπιστεί η σημαντική κοινωνικο-χωρική διαφοροποίηση της εκπαιδευτικής επίδοσης (Μαλούτας, 2006). Πιο πρόσφατα, η επεξεργασία μιας μεγάλης βάσης δεδομένων με τα χαρακτηριστικά και τις επιδόσεις όσων συμμετείχαν στις πανελλήνιες εξετάσεις το 2004-2005 στην Αττική επέτρεψε τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ επίδοσης, σχολείου και περιοχής κατοικίας (Maloutas et al. 2013). Ο σημαντικός ρόλος της ιδιωτικής εκπαίδευσης, η χωροθέτηση των ιδιωτικών σχολείων και η πρόσβαση σε αυτά, όπως και οι ιδιαιτερότητες της αγοράς κατοικίας -ειδικότερα, το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης και η χαμηλή στεγαστική κινητικότητα (Allen et al. 2004)- αποτελούν ουσιώδεις παραμέτρους για την ερμηνεία της σύνδεσης μεταξύ των στρατηγικών επιλογής τόπου διαμονής που αναπτύσσουν τα νοικοκυριά των μεσαίων και υψηλών στρωμάτων και των συνεπειών τους στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων.
Εδώ, η προσοχή επικεντρώνεται αποκλειστικά στα σχήματα αναπαραγωγής των ταξικών θέσεων για διαφορετικές κοινωνικές ομάδες στην Αθήνα. Αντικείμενο διερεύνησης αποτελεί η κοινωνική διαφοροποίηση του μήκους των εκπαιδευτικών διαδρομών, η συσχέτιση της επαγγελματικής κατηγορίας γονέων και παιδιών και ο ρόλος της περιοχής κατοικίας.
Στόχος είναι η ανάδειξη των τάσεων κοινωνικής κινητικότητας στην Αθήνα σε μια περίοδο (2001-2011) που αρχίζει όταν έχει πια κλείσει η μακρά μεταπολεμική έντονη κοινωνική κινητικότητα και τελειώνει όταν η τρέχουσα κρίση έχει γίνει πλέον αισθητή. Οι τάσεις της διαγενεακής κινητικότητας τεκμαίρονται από τη συσχέτιση της κοινωνικής θέσης των γονέων με εκείνη των παιδιών τους σύμφωνα με τα δεδομένα των Απογραφών Πληθυσμού του 2001 και 2011.
Για τη διερεύνηση της κοινωνικής κινητικότητας χρησιμοποιούνται, συνήθως, μεγάλες δειγματοληπτικές έρευνες, ώστε να είναι δυνατή η ανάλυση της διαγενεακής μετάβασης μεταξύ επαγγελματικών κατηγοριών στο απαιτούμενο επίπεδο λεπτομέρειας. Χρησιμοποιούνται, επίσης, έρευνες πεδίου με σταθερό δείγμα (panel), ώστε να ελέγχονται οι αλλαγές στις σχετικές τάσεις με την πάροδο του χρόνου. Οι έρευνες του Goldthorpe (1980) για την κοινωνική κινητικότητα στη Βρετανία είναι από τις πληρέστερες και χαρακτηριστικότερες του είδους.
Εδώ επιχειρείται ο εντοπισμός των σχημάτων κοινωνικής κινητικότητας χρησιμοποιώντας μια εναλλακτική προσέγγιση: την ανάλυση των λεπτομερών δεδομένων των Απογραφών Πληθυσμού του 2001 και 2011 (ΕΛΣΤΑΤ-ΕΚΚΕ 2015).
Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται στη διαπίστωση ότι στην Αθήνα –αλλά και στην Νότια Ευρώπη συνολικότερα– η διαγενεακή συγκατοίκηση, που παράγεται από την συγκριτικά καθυστερημένη ανεξαρτητοποίηση των νέων από το γονεϊκό νοικοκυριό, δίνει τη δυνατότητα να εντοπισθούν σχήματα κινητικότητας μέσα από τη συσχέτιση των ιδιοτήτων (επαγγελματικών και άλλων) των μελών του νοικοκυριού σε συνάρτηση με τη θέση καθενός/-μίας στην πυρηνική οικογένεια. Αυτό που ισχύει για τη Νότια Ευρώπη, δεν ισχύει για χώρες όπου η ανεξαρτητοποίηση των νέων από το νοικοκυριό των γονέων τους γίνεται συνήθως πριν αποκτήσουν επαγγελματική ιδιότητα. Η μακροχρόνια διαγενεακή συγκατοίκηση στη Νότια Ευρώπη προσφέρει αυτή τη δυνατότητα διερεύνησης, υπό τον όρο βέβαια ότι όσοι παραμένουν στα νοικοκυριά των γονιών τους επί μακρό χρονικό διάστημα δεν διαφέρουν σημαντικά από τους υπόλοιπους της ίδιας ηλικιακής ομάδας, κάτι που θα δούμε στη συνέχεια.
Τα ερωτήματα που θέσαμε στο υλικό των Απογραφών Πληθυσμού –τα οποία, προφανώς, δεν είναι χωρίς περιορισμούς– είναι τα ακόλουθα:
Συμπληρωματικά προς τη βασική παράμετρο της κοινωνικής θέσης, εξετάζεται και ο ρόλος του φύλου και της εθνοτικής ομάδας στη διαμόρφωση σχημάτων και τάσεων κοινωνικής κινητικότητας.
Το σημαντικότερο μεθοδολογικό ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται η κοινωνική φυσιογνωμία του γονεϊκού νοικοκυριού. Με δεδομένο τον ανιχνευτικό χαρακτήρα της παρούσας διερεύνησης επελέγη η αναφορά μόνο στο επάγγελμα του πατέρα [1].
Η αυξανόμενη δυσκολία ένταξης στην αγορά εργασίας για τους νέους ανθρώπους και η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων έχουν οδηγήσει στην αύξηση του ποσοστού για το οποίο η ανεξαρτητοποίηση από το γονεϊκό νοικοκυριό καθυστερεί όλο και περισσότερο. Σύμφωνα με έρευνα της EUROFOUND, για τους νέους 18-29 ετών στην Ευρώπη, το ποσοστό συγκατοίκησης με τους γονείς έφτασε το 48% το 2011 από 44% το 2007. Η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στο μέσο όρο με 46% και 37% αντίστοιχα, ενώ η Ιταλία και ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Ουγγαρία, Σλοβενία, Λιθουανία) σημειώνουν αρκετά υψηλότερα ποσοστά και με έντονο ρυθμό αύξησης (http://www.theguardian.com/news/datablog/2014/mar/24/young-adults-still-living-with-parents-europe-country-breakdown). Η αυξητική τάση αφορά και χώρες που παραδοσιακά είχαν περιορισμένα ποσοστά, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το ποσοστό συγκατοίκησης με τους γονείς για τα παιδιά 20-34 ετών αυξήθηκε από 21% το 1996 σε 26% το 2013 (http://www.bbc.com/news/uk-25827061).
Σύμφωνα με τα δεδομένων των δύο τελευταίων Απογραφών Πληθυσμού, το ποσοστό παραμονής στο γονεϊκό νοικοκυριό νέων 22-34 ετών στην Αθήνα αυξήθηκε από 35,4% το 2001 σε 39,3% το 2011. Η αύξηση μοιάζει να αφορά κυρίως όσους νέους είναι άνεργοι (πίνακας 1), αλλά και το ποσοστό των εργαζομένων που συγκατοικούν με τους γονείς τους καλύπτει περισσότερους από το 1/3.
Η συγκατοίκηση με τους γονείς αφορά περισσότερο τους άνδρες (43,6%) από τις γυναίκες (34,9%, γράφημα 1), κάτι που παρατηρείται και διεθνώς. Παράλληλα, αφορά πολύ περισσότερο τους γηγενείς Έλληνες (44,1%) από τους μετανάστες (17,3%) στους οποίους συμπεριλάβαμε εκείνους που προέρχονται από την Ανατολική Ευρώπη (πλην χωρών Ευροζώνης), τη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή και την Ινδική Χερσόνησο.
Για να αξιολογήσουμε την αντιπροσωπευτικότητα των νέων που μένουν με τους γονείς τους σε σχέση με το σύνολο των νέων της ηλικίας τους, συγκρίναμε μια σειρά χαρακτηριστικών των δύο αυτών ομάδων.
Οι γηγενείς Έλληνες 15-29 ετών που μένουν στο νοικοκυριό των γονιών τους εμφανίζουν σχεδόν ίδιο μήκος εκπαιδευτικής διαδρομής με το σύνολο των νέων της ηλικίας τους. Μεταξύ 2001 και 2011 εμφανίζεται απλώς μια πολύ ελαφρά επιμήκυνση των διαδρομών αυτών για τους πρώτους. Δεν συμβαίνει το ίδιο, ωστόσο, για τους νέους μετανάστες, οι οποίοι εμφανίζουν σημαντικά μεγαλύτερες εκπαιδευτικές διαδρομές όταν ζουν με τους γονείς τους. Η διαφορά αυτή πρέπει να αντανακλά τις διαφορετικές συνθήκες μεταξύ πρώτης και δεύτερης γενιάς μεταναστών.
Όσον αφορά την ανεργία, οι νέοι 15-29 ετών που το 2001 έμεναν στο νοικοκυριό των γονιών τους δεν διαφοροποιούνταν σημαντικά από το σύνολο, ενώ το 2011 η ανεργία μοιάζει να γίνεται σημαντικός λόγος για την παραμονή στη γονεϊκή κατοικία.
Οι νέοι που μένουν με τους γονείς τους δεν μοιάζει να διαφοροποιούνται από τους υπόλοιπους της ίδιας ηλικίας όσον αφορά τις επαγγελματικές κατηγορίες στις οποίες ανήκουν. Με βάση μια αδρή κατάταξη σε υψηλές, ενδιάμεσες, κατηγορίες τεχνιτών και ανειδίκευτων εργατών, οι δύο ομάδες νέων παρουσιάζουν παραπλήσια κατανομή. Το 2011 μάλιστα οι μεταξύ τους διαφορές μειώνονται ακόμη περισσότερο (γραφήματα 2 και 3).
Για τους νέους μετανάστες τα πράγματα είναι σχετικώς διαφορετικά. Για όσους προέρχονται από την Ανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και το Βόρεια Αφρική, οι επαγγελματικές θέσεις εκείνων που μένουν με τους γονείς είναι σημαντικά υψηλότερες, ενώ για όσους προέρχονται από την Ινδική Χερσόνησο οι επαγγελματικές θέσεις είναι εξίσου χαμηλές και στις δύο περιπτώσεις (γραφήματα 4, 5 και 6), επιβεβαιώνοντας την κοινωνική ιεραρχία μεταξύ εθνοτικών ομάδων (Kandylis et al. 2012).
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, διαπιστώνουμε ότι οι νέοι/ες που ζουν σε γονεϊκά νοικοκυριά παρουσιάζουν σχεδόν ίδια χαρακτηριστικά με τη συνολική ηλικιακή τους κατηγορία ως προς το μήκος των εκπαιδευτικών διαδρομών τους και την κατανομή τους σε ευρείες επαγγελματικές κατηγορίες. Η ομοιότητα αυτή είναι σχεδόν πλήρης για τους γηγενείς Έλληνες, ενώ για τους νέους μετανάστες ή τους γόνους μεταναστών υπάρχουν σημαντικές διαφορές, τόσο ως προς τη διάρκεια των εκπαιδευτικών διαδρομών, όσο και ως προς την κατάταξη σε επαγγελματικές κατηγορίες.
Χαρακτηριστικό της δεκαετίας του 2000, όπως προκύπτει από τις Απογραφές Πληθυσμού του 2001 και του 2011, είναι η σαφής επιμήκυνση των εκπαιδευτικών διαδρομών (γράφημα 7).
Η καμπύλη για το 2011 σε σχέση με το 2001 δείχνει ότι η 12ετής εκπαίδευση τείνει να γίνει κεκτημένο για το σύνολο σχεδόν των νέων έως 17 ετών, ενώ αυξάνεται σημαντικά και το ποσοστό εκείνων που η ηλικία τους αντιστοιχεί σε σπουδές μεταδευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι εκπαιδευτικές διαδρομές αναμφισβήτητα επιμηκύνονται.
Η επιμήκυνση των εκπαιδευτικών διαδρομών αφορά τόσο τους νέους άνδρες όσο και τις νέες γυναίκες, ενώ το προβάδισμα που είχαν ήδη οι γυναίκες το 2001 διευρύνθηκε το 2011.
Η κατανομή των νέων Ελλήνων 22-34 ετών σε τέσσερις ευρείες επαγγελματικές κατηγορίες στην αρχή και το τέλος της δεκαετίας του 2000 δείχνει ότι αυξάνει μόνο το ποσοστό εκείνων που εντάσσονται στις υψηλές θέσεις και μειώνεται των υπολοίπων, ιδιαίτερα δε εκείνων που εξασκούν ειδικευμένες χειρωνακτικές εργασίες. Για τους νέους μετανάστες ή γόνους μεταναστών αυξάνεται το ποσοστό εκείνων που εντάσσονται στις ενδιάμεσες και τις υψηλές κατηγορίες, ενώ μειώνεται το ποσοστό όσων εντάσσονται στις υπόλοιπες. Συνολικά, τα δεδομένα της δεκαετίας δείχνουν αύξηση στο άνω άκρο της κλίμακας και μείωση στο υπόλοιπο φάσμα των επαγγελματικών θέσεων (γραφήματα 8 και 9).
Στην αρχή της δεκαετίας, η ανεργία ήταν πολύ χαμηλότερη και εμφάνιζε σημαντική διαφορά σε βάρος των νέων γυναικών. Με την άνοδο της συνολικής ανεργίας στο τέλος της δεκαετίας, η διαφορά ανάλογα με το φύλο μειώνεται δραστικά, τουλάχιστον για τις νεαρές ηλικίες (Μαλούτας 2015b, 147-148).
Οι γενικές τάσεις κατά τη δεκαετία του 2000 συνοψίζονται ως εξής:
Μία όψη της αναπαραγωγής της κοινωνικής ανισότητας αποτυπώνεται στη μέση διάρκεια των εκπαιδευτικών διαδρομών που αντιστοιχούν σε νοικοκυριά των οποίων οι επικεφαλής ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες (γράφημα 10). Σε συνθήκες ισότητας ευκαιριών οι διαφορές μεταξύ των κατηγοριών αυτών θα έπρεπε να είναι μικρές και τυχαίες, κάτι που δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι κατά τη δεκαετία του 2000 το μήκος των εκπαιδευτικών διαδρομών αυξήθηκε για το σύνολο των νέων –ανεξάρτητα δηλαδή από το κοινωνικό περιβάλλον από το οποίο προέρχονται.
Η δεύτερη διαπίστωση είναι ότι οι διαδρομές στην εκπαίδευση των νέων που προέρχονται από τις υψηλότερες επαγγελματικές ομάδες είναι κατά κανόνα μεγαλύτερες εκείνων που προέρχονται από ενδιάμεσες ή χαμηλές.
Η τρίτη διαπίστωση είναι ότι η αύξηση του μήκους των εκπαιδευτικών διαδρομών ήταν σημαντικά μεγαλύτερη για τους νέους που προέρχονται από ενδιάμεσες και χαμηλές επαγγελματικές κατηγορίες. Αυτό αποτελεί ένδειξη γεφύρωσης των κοινωνικών ανισοτήτων, η οποία ωστόσο δεν αρκεί από μόνη της για να την επιβεβαιώσει.
Όσον αφορά το φύλο, η διάρκεια εκπαίδευσης εμφανίζεται μεγαλύτερη για τους άνδρες όταν προέρχονται από υψηλές επαγγελματικές κατηγορίες (με ενδεικτική κατηγορία τους Νομικούς) κάτι που αντιστρέφεται υπέρ των γυναικών για τις ενδιάμεσες και χαμηλές επαγγελματικές κατηγορίες (με ενδεικτικές κατηγορίες τους Πωλητές σε Καταστήματα και τους Ανειδίκευτους Εργάτες Βιομηχανίας και Κατασκευών αντίστοιχα).
Οι εκπαιδευτικές διαδρομές επιμηκύνονται για όλους τους νέους ανεξάρτητα από το κοινωνικοεπαγγελματικό περιβάλλον από το οποίο προέρχονται. Οι διαφορές, ωστόσο, παραμένουν και η ψαλίδα κλείνει πολύ περισσότερο για την Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ παραμένει σημαντική στις ηλικίες της Τριτοβάθμιας (γράφημα 11). Έτσι, η σημαντική σύγκλιση των ενδιάμεσων και χαμηλών επαγγελματικών κατηγοριών με τις υψηλές αφορά κυρίως την ολοκλήρωση της 12ετούς εκπαίδευσης (διαφορά 5 περίπου ποσοστιαίων μονάδων στην ηλικία των 17 ετών) ενώ στην ηλικία ολοκλήρωσης 4ετών σπουδών στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση η διαφορά παραμένει σημαντική (40-50 ποσοστιαίες μονάδες).
Μεγαλύτερες είναι και οι εκπαιδευτικές διαδρομές για τους νέους μετανάστες ή τους γόνους μεταναστών. Οι τρεις μεγάλες ομάδες υπηκοοτήτων που επιλέξαμε ως ενδεικτικές των διαφορών ανάμεσα στον μεταναστευτικό πληθυσμό (χώρες Ανατολικής Ευρώπης, χώρες Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής και χώρες της Ινδικής Χερσονήσου) δείχνουν ότι για τις δύο πρώτες ομάδες υπάρχει σημαντική σύγκλιση με τους γηγενείς Έλληνες όσον αφορά το μήκος των εκπαιδευτικών διαδρομών –κάτι που αντανακλά και τη σχετικώς επιτυχή ένταξη της δεύτερης γενιάς στην εκπαίδευση. Για την τρίτη ομάδα, η επιμήκυνση των εκπαιδευτικών διαδρομών ήταν πολύ μικρότερη και η απόσταση από τους γηγενείς Έλληνες αυξήθηκε αντί να μειωθεί.
Η σύγκλιση μεταξύ γηγενών Ελλήνων και μεταναστευτικών ομάδων όσον αφορά το μήκος των διαδρομών εκπαίδευσης των παιδιών τους αφορά κυρίως –όπως και η κοινωνική σύγκλιση που είδαμε προηγουμένως– τη διαδρομή μέσα στη 12ετή εκπαίδευση και λιγότερο τη συνέχεια στη Μεταδευτεροβάθμια ή/και την Τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Ο πίνακας 2 δείχνει τις πιθανότητες των νέων που προέρχονται από τρεις ενδεικτικές επαγγελματικές κατηγορίες (Νομικοί, Πωλητές σε Καταστήματα, Ανειδίκευτοι Εργάτες Βιομηχανίας & Κατασκευών) να έχουν πρόσβαση σε κάποια από τις τέσσερις ευρείες ομάδες επαγγελματικών κατηγοριών. Οι τιμές του πίνακα είναι υποπολλαπλάσια ή πολλαπλάσια της μονάδας, η οποία αποτελεί τις μέσες πιθανότητες κάθε νέου/ας να αποτελέσει μέλος της επαγγελματικής κατηγορίας που αναφέρεται ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης.
Αυτό που προκύπτει από τον πίνακα 2 είναι ότι οι ανισότητες στην πρόσβαση στις υψηλότερες και χαμηλότερες επαγγελματικές θέσεις παραμένουν πολύ μεγάλες και στο τέλος της δεκαετίας του 2000, παρά την ελαφρά τους μείωση σε σχέση με το 2001. Έτσι, για τους νέους που προέρχονται από οικογενειακό περιβάλλον Νομικών, οι πιθανότητες να εξασκήσουν επάγγελμα που εντάσσεται στην ευρεία ομάδα των υψηλών επαγγελματικών κατηγοριών είναι 3πλάσιες του μέσου όρου, ενώ για όσους προέρχονται από την ευρεία ομάδα των Ανειδίκευτων, οι πιθανότητες είναι τρεις φορές μικρότερες από το μέσο όρο.
Το φύλο διαφοροποιεί τις πιθανότητες κοινωνικής κινητικότητας, με τις γυναίκες να παρουσιάζουν περισσότερες πιθανότητες για μια ανοδικότερη επαγγελματική πορεία από τους άνδρες, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους προέλευση. Ωστόσο, οι πιθανότητες για τις γυναίκες να ασκήσουν επάγγελμα που εντάσσεται στις υψηλές κατηγορίες ή να μην ασκήσουν επάγγελμα που δεν απαιτεί ειδίκευση είναι μόνο λίγο μεγαλύτερες των ανδρών όταν και οι δύο προέρχονται από περιβάλλον υψηλών επαγγελματικών κατηγοριών, όπως τα Νομικά επαγγέλματα. Η διαφορά διευρύνεται σημαντικά υπέρ των γυναικών όταν η κοινωνική προέλευση των νέων είναι χαμηλότερη και αφορά ενδιάμεσες ή χαμηλότερες επαγγελματικές κατηγορίες γονέων. Η διαφορά αυτή είναι σημαντικότερη όσον αφορά την αποφυγή από τις γυναίκες επαγγελμάτων τεχνιτών και ανειδίκευτων εργατών, τα οποία είναι, ούτως ή άλλως, ανδροκρατούμενα.
Η συζήτηση όσον αφορά το ρόλο του χώρου στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων είναι μεγάλη και σύνθετη. Το γεγονός ότι οι νέοι που μεγαλώνουν στο Ψυχικό ή την Εκάλη έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες από εκείνους/ες που μεγαλώνουν στο Πέραμα ή το Ζεφύρι να διανύσουν μεγαλύτερες διαδρομές στην εκπαίδευση και να καταλάβουν υψηλότερες θέσεις στην επαγγελματική ιεραρχία, δεν αποτελεί απόδειξη αυτού του ρόλου. Η διαφορά οφείλεται κυρίως στη σημαντικά διαφορετική κοινωνική φυσιογνωμία του πληθυσμού των περιοχών αυτών και όχι σε καθεαυτό χαρακτηριστικά του χώρου.
Τα χαρακτηριστικά του χώρου –πέρα δηλαδή από τα χαρακτηριστικά του άμεσου (οικογενειακού) κοινωνικού περιβάλλοντος από το οποίο προέρχονται οι νέοι/ες– αφορούν τρεις βασικές παραμέτρους (Buck 2001, Atkinson and Kintrea 2001, Lupton 2003):
1) Τη συνολική κοινωνική φυσιογνωμία της γειτονιάς, η οποία διαφοροποιεί τα κοινωνικά πρότυπα (role models) και την κοινωνική σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού των τοπικών σχολείων
2) Το επίπεδο των τοπικών κοινωνικών και άλλων υπηρεσιών, με προεξάρχουσα την ποιότητα των τοπικών σχολείων
3) Την εικόνα της γειτονιάς που μπορεί να κυμαίνεται από τον στιγματισμό ως την αίσθηση ότι πρόκειται για γειτονιά-πρότυπο
Τα δεδομένα των Απογραφών Πληθυσμού δεν επαρκούν για μια ικανοποιητική αξιολόγηση του ρόλου του χώρου –ή της επίδρασης της γειτονιάς (neighbourhood effect) όπως αναφέρεται στη σχετική βιβλιογραφία και συζήτηση. Αυτό που ακολουθεί αποτελεί μια πολύ αδρή προσέγγιση της επίδρασης της γειτονιάς μέσα από την αναζήτηση των σημαντικών, ενδεχομένως, διαφορών μεταξύ νέων που προέρχονται από ίδιο κοινωνικοεπαγγελματικό περιβάλλον, αλλά κατοικούν σε γειτονιές με σημαντικά διαφορετική κοινωνική φυσιογνωμία. Οι δείκτες που χρησιμοποιούμε είναι το μήκος των εκπαιδευτικών διαδρομών και η ανεργία. Από το χώρο της πόλης επιλέγονται δύο ομάδες Δήμων (Βόρεια και Νότια Προάστια από τη μία πλευρά και Δυτικά Προάστια από την άλλη, χάρτης 1).
Οι διαφορές που παρατηρούμε στο μήκος των εκπαιδευτικών διαδρομών των νέων που προέρχονται από γονείς Νομικού επαγγέλματος και ζουν είτε στην ομάδα των Βορείων & Νοτίων Προαστίων είτε των Δυτικών Προαστίων είναι πολύ περιορισμένες. Αντίθετα, όταν οι νέοι προέρχονται από γονείς Πωλητές σε Καταστήματα ή από Ανειδίκευτους Εργάτες στη Βιομηχανία ή τις Κατασκευές, το μήκος της εκπαιδευτικής διαδρομής είναι σημαντικά μεγαλύτερο για τους πρώτους.
Η ανεργία αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ 2001 και 2011 σε όλη την Αττική. Ωστόσο, το εύρος με το οποίο πλήττει τους νέους/ες από ίδιο κοινωνικοεπαγγελματικό περιβάλλον που ζουν σε γειτονιές με διαφορετική κοινωνική φυσιογνωμία, παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις.
Για τους γόνους οικογενειών με υψηλές επαγγελματικές θέσεις (Μηχανικοί, Νομικοί και Γιατροί) η ανεργία το 2001 ήταν ήδη μεγαλύτερη για όσους έμεναν στα Δυτικά σε σχέση με τα Βόρεια και Νότια Προάστια. Το 2011, όμως, η αύξηση ήταν μεγαλύτερη για τους πρώτους, με αποτέλεσμα η ψαλίδα να ανοίξει και οι πρώτοι να έχουν διπλάσιο ποσοστό ανεργίας από τους δεύτερους (γράφημα 12).
Ανάλογη εικόνα παρουσιάζεται για τα παιδιά Ανειδίκευτων Εργατών στη Βιομηχανία και τις Κατασκευές, με τη διαφορά ότι για αυτούς η αύξηση της ανεργίας ήταν πολύ μεγαλύτερη από ότι για τους προηγούμενους είτε έμεναν στα Βόρεια και Νότια είτε στα Δυτικά Προάστια (γράφημα 13).
Ένα συνολικότερο εύρημα που προσφέρουν τα δεδομένα των Απογραφών Πληθυσμού είναι ότι η ανργία στη Μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας αυξήθηκε με εντυπωσιακό τρόπο σε περιοχές συγκέντρωσης των χαμηλότερων κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών. Έτσι, οι συντελεστές συσχέτισης της χωρικής κατανομής του ποσοστού της ανεργίας με την κατανομή του ποσοστού των υψηλών επαγγελματικών κατηγοριών (Διευθυντικά Στελέχη και Επαγγελματίες) από -0.46 το 2001 έφθασε το -0.75 το 2011, ενώ για τις χαμηλές επαγγελματικές κατηγορίες (Ανειδίκευτοι) ήταν αντίστοιχα 0.23 και 0.59 (Maloutas 2015). Μέσα σε μια δεκαετία, δηλαδή, η χωρική κατανομή της ανεργίας έγινε πολύ πιο όμοια με την κατανομή των χαμηλών επαγγελματικών κατηγοριών και πολύ πιο ανόμοια με εκείνη των υψηλών (χάρτης 2).
Τα δεδομένα των Απογραφών Πληθυσμού επιτρέπουν τη συσχέτιση του επαγγέλματος των νέων με εκείνο του προσώπου αναφοράς του νοικοκυριού τους, όταν παραμένουν στο γονεϊκό τους νοικοκυριό.
Οι πίνακες που ακολουθούν καταγράφουν τις συνηθέστερες επαγγελματικές ομάδες στις οποίες εντάσσονται οι νέοι άνδρες και οι νέες γυναίκες όταν προέρχονται από συγκεκριμένα κοινωνικοεπαγγελματικά περιβάλλοντα.
Οι επαγγελματικές κατηγορίες προσώπου αναφοράς του γονεϊκού νοικοκυριού που επιλέξαμε ενδεικτικά είναι οι ακόλουθες: Νομικοί, Καθηγητές Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Πωλητές σε Καταστήματα, Τεχνίτες Οικοδομικών Έργων και Ανειδίκευτοι Εργάτες στη Βιομηχανία και τις Κατασκευές.
Οι πίνακες αναφέρουν τις αναλυτικές κατηγορίες επαγγέλματος στις οποίες εντάσσονται οι νέοι 22-34 ετών με τη συγκεκριμένη κοινωνικοεπαγγελματική καταγωγή (στήλη 1), το ποσοστό του συνόλου των νέων αυτών που εντάσσεται σε κάθε κατηγορία (στήλη 2) και τις πιθανότητες ένας νέος/α να ενταχθεί στη συγκεκριμένη επαγγελματική κατηγορία (στήλη 3) που αποτελεί το πηλίκο της διαίρεσης του ποσοστού της στήλης 2 με το ποσοστό της ίδιας επαγγελματικής κατηγορίας στο σύνολο του πληθυσμού της ίδιας ηλικιακής ομάδας. Στους πίνακες αυτούς έχουν συμπεριληφθεί μόνο οι επαγγελματικές κατηγορίες για τις οποίες οι πιθανότητες πρόσβασης, για όσους προέρχονται από το συγκεκριμένο κοινωνικοεπαγγελματικό περιβάλλον, είναι περισσότερες από το 150% του μέσου όρου όλων των νέων της ίδιας ηλικίας
Στους πίνακες 3-12 οι υψηλές επαγγελματικές κατηγορίες τοποθετούνται σε γαλάζιο πλαίσιο, οι ενδιάμεσες σε μπεζ, οι κατηγορίες τεχνικών επαγγελμάτων σε πράσινο και εκείνες των ανειδίκευτων σε μωβ.
Η παρατήρηση της διαγενεακής επαγγελματικής κινητικότητας στους πίνακες 3-12 δείχνει ότι οι πιθανότητες των νέων να γίνουν μέλη συγκεκριμένων επαγγελματικών κατηγοριών σχετίζονται:
1) με την ιεραρχική θέση του επαγγέλματος των γονιών τους, την οποία συνήθως αναπαράγουν
2) με το συγκεκριμένο αντικείμενο του επαγγέλματος των γονιών, το οποίο αναπαράγεται σε μεγαλύτερο βαθμό όταν συνεπάγεται σημαντική εξειδίκευση που υποβοηθά τη δημιουργία οικογενειακής παράδοσης
Οι περισσότερες επαγγελματικές κατηγορίες παρουσιάζουν υψηλό ποσοστό εσωτερικής (οικογενειακής) αναπαραγωγής χωρίς να υπάρχουν, κατ’ ανάγκην, θεσμικά/κανονιστικά εμπόδια στην πρόσβαση των επαγγελμάτων αυτών από τρίτους. Το ποσοστό εσωτερικής αναπαραγωγής είναι, σε μεγάλο βαθμό, συναρτημένο με την κοινωνική θέση του επαγγέλματος (οι υψηλές θέσεις εμφανίζουν, κατά κανόνα, υψηλότερα ποσοστά αναπαραγωγής ακολουθούμενες από τις χαμηλές θέσεις εξειδικευμένης χειρωνακτικής εργασίας).
Ο πίνακας 13 συνοψίζει την πληροφορία που εμφανίζεται στους προηγούμενους (3-12) όσον αφορά το ποσοστό πρόσβασης και την πιθανότητα πρόσβασης στα επαγγέλματα που αποτελούν τις συνηθέστερες και πιθανότερες επιλογές των νέων 22-34 ετών, ανάλογα με το επάγγελμα του προσώπου αναφοράς του νοικοκυριού από το οποίο προέρχονται.
Για τους νέους που προέρχονται από οικογένειες Νομικών, περισσότεροι από 50% (για τις γυναίκες αγγίζει το 60%) έχουν πρόσβαση στις βασικές επιλογές της συγκεκριμένης ομάδας, οι οποίες στη μεγάλη πλειονότητά τους σχετίζονται με το νομικό επάγγελμα. Οι πιθανότητες της ομάδας αυτής να έχουν πρόσβαση στις βασικές αυτές επιλογές είναι εξαιρετικά μεγαλύτερες από αυτές του μέσου όρου (δηλαδή, από την πιθανότητα για κάθε νέο/α να έχει πρόσβαση στα επαγγέλματα αυτά ανεξάρτητα από το κοινωνικοεπαγγελματικό περιβάλλον από το οποίο προέρχεται).
Για όσους/ες προέρχονται από νοικοκυριά καθηγητών Μέσης Εκπαίδευσης, το ποσοστό πρόσβασης στις βασικές επιλογές της ομάδας τους είναι χαμηλότερο, όπως και οι πιθανότητες πρόσβασης σε σχέση με εκείνες του μέσου νέου/ας. Μια άλλη διαφορά από την προηγούμενη ομάδα είναι η πολύ μικρότερη αναπαραγωγή του οικογενειακού επαγγέλματος, έστω και αν παραμένει πολύ υψηλότερη από την πλειονότητα των υπολοίπων επαγγελματικών κατηγοριών. Επίσης, στην ομάδα αυτή οι συνήθεις επιλογές των νέων γυναικών τις οδηγούν σε υψηλές επαγγελματικές κατηγορίες σε ποσοστό που υπερβαίνει το 40%, ενώ για τους νέους άνδρες της ίδιας ομάδας το ποσοστό είναι περίπου το μισό (πίνακες 5 & 6).
Οι νέοι/ες που προέρχονται από οικογένειες Πωλητών σε Καταστήματα παρουσιάζουν τα χαμηλότερα ποσοστά πρόσβασης στις βασικές επιλογές της ομάδας τους (οι οποίες σε μεγάλο βαθμό είναι άμεσα συναφείς με το επάγγελμα του Πωλητή). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ευρεία διασπορά σε μεγάλο αριθμό άλλων επαγγελματικών κατηγοριών για περισσότερους από το 60% των νέων αυτής της ομάδας.
Για τις δύο τελευταίες ομάδες νέων, που προέρχονται από οικογένειες χειρωνακτών, το ποσοστό πρόσβασης στις βασικές επιλογές της ομάδας (οι οποίες και πάλι σχετίζονται άμεσα με το κοινωνικοεπαγγελματικό περιβάλλον προέλευσης) είναι αυξημένο, κυρίως για τους άνδρες. Τα επαγγέλματα προέλευσης είναι αλήθεια ότι ανδροκρατούνται και η αναπαραγωγή τους από τις νέες γυναίκες της ομάδας δεν είναι εύκολη. Έτσι, η πορεία των νέων αυτών γυναικών παρουσιάζεται ανοδική προς την ευρεία ομάδα των ενδιάμεσων επαγγελματικών κατηγοριών. Ωστόσο, μια προσεκτικότερη παρατήρηση των επαγγελματικών κατηγοριών στις οποίες έχουν συνήθως πρόσβαση, δείχνει ότι συγκεντρώνονται κυρίως σε χαμηλές κατηγορίες της παροχής υπηρεσιών (κομμώτριες, σερβιτόρες, αισθητικοί). Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις, η γενική διαπίστωση μιας ανοδικότερης επαγγελματικής πορείας των νέων γυναικών σε σχέση με τους νέους άνδρες είναι, ενδεχομένως, σε κάποιο βαθμό πλασματική.
Η ανιχνευτική διερεύνηση της κοινωνικής αναπαραγωγής με τη χρήση των αναλυτικών δεδομένων από τις δύο τελευταίες Απογραφές Πληθυσμού οδήγησε στα βασικά συμπεράσματα που, πολύ συνοπτικά, διατυπώνονται παρακάτω:
[1] Πρόσθετο πρόβλημα αποτελεί η αλλαγή μεταξύ Απογραφών της έννοιας του «αρχηγού» (1991) ή «υπεύθυνου» (2001) του νοικοκυριού, η οποία δεν εμφανίζεται το 2011 και, έτσι, την υποκαταστήσαμε από το πρόσωπο αναφοράς. Το τελευταίο ήταν το πρώτο πρόσωπο στο απογραφικό δελτίο, το οποίο στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων συμπίπτει με τους προηγούμενους ορισμούς.
*Το κείμενο αυτό αποτελεί συντομευμένη εκδοχή του Μαλούτας (2015b).
Μαλούτας, Θ. (2016) Διαγενεακή κοινωνική κινητικότητα: Κοινωνικά άνιση πρόσβαση των νέων στην εκπαίδευση και το επάγγελμα στη δεκαετία του 2000*, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/διαγενεακή-κοινωνική-κινητικότητα/ , DOI: 10.17902/20971.61
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το εισόδημα είναι καθοριστικός παράγοντας για την επιλογή τόπου κατοικίας, ενώ το κόστος στέγασης συνδέεται στενά και με το κόστος γειτονικών κατοικιών. Οι μεσίτες, οι εκτιμητές, και οι αγοραστές χρησιμοποιούν τις πρόσφατες τιμές της συγκρίσιμης ακίνητης περιουσίας στις τοπικές αγορές κατοικίας για να αξιολογήσουν το επίπεδο τιμών. Παράλληλα, επειδή και τα ενυπόθηκα δάνεια είναι συνδεδεμένα με το εισόδημα, οι επιλογές των οικιστών οριοθετούνται από τα εισοδήματά τους. Σε γενικές γραμμές, αυτοί οι μηχανισμοί θέτουν (έστω και αδρά) εισοδηματικά όρια στα άτομα που επιλέγουν να ζήσουν σε μια περιοχή, οδηγώντας σε στεγαστική ιεράρχηση των τόπων κατοικίας με βάση το εισόδημα. Ο εισοδηματικός αυτός διαχωρισμός –η άνιση δηλαδή κατανομή ατόμων και νοικοκυριών στις διάφορες χωρικές ενότητες με βάση το εισόδημα– είναι ιδιαίτερα αισθητός στις περισσότερες πόλεις και χαρακτηρίζεται από ουσιαστικά τρεις διαστάσεις:
Ο διαχωρισμός είναι μια διαδικασία με αυξημένο βαθμό ετερογένειας. Όσον αφορά την ανάλυση χωρικών επιδράσεων μεταξύ κοινωνικών-επαγγελματικών ομάδων διακρίνονται δύο εννοιολογικά συστατικά του στεγαστικού διαχωρισμού:
Τα ποσοτικά δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τις στατιστικές επεξεργασίες αντλήθηκαν από την Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (ΓΓΠΣ) του Υπουργείου Οικονομικών και αφορούν στις φορολογικές δηλώσεις των φυσικών προσώπων ανά ταχυδρομικό κωδικό, και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων: τον αριθμό των δηλώσεων και το μέγεθος του δηλωθέντος εισοδήματος (σε τρέχουσες τιμές), σε προκαθορισμένα εισοδηματικά κλιμάκια και ευρύτερες επαγγελματικές κατηγορίες. Το χρονικό εύρος των διαθέσιμων δεδομένων περιλαμβάνει τα οικονομικά έτη 2003 έως και 2013.
Η καταγραφή του δηλωθέντος εισόδημα ενδέχεται να αποκλίνει από την ακριβή αποτύπωση της ευημερίας, στο βαθμό που δεν αποτυπώνει το (άγνωστο) μέγεθος της παραοικονομίας και φοροδιαφυγής.
Η περιοχή μελέτης αναφέρεται στο σύνολο της περιφέρειας Αττικής και περιλαμβάνει 508 εγγραφές που αντιστοιχούν σε ταχυδρομικούς τομείς, με 289 από αυτές να προσδιορίζονται χωρικά. Οι υπόλοιπες εγγραφές αναφέρονται σε Ταχυδρομικές Θυρίδες (ΤΘ) και Ταχυδρομικά Γραφεία και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατή η γεωγραφική τους αντιστοίχιση.
Η περιφέρεια Αττικής αντιπροσωπεύει πάνω από το 42% του δηλωθέντος εισοδήματος των φυσικών προσώπων της χώρας, αν και με σταθερά φθίνουσα τάση για το χρονικό διάστημα 2003-2013 (γράφημα 1). Αντίστοιχα, το μέσο δηλωθέν εισόδημα (λόγος δηλωθέντος εισοδήματος προς αριθμό δηλώσεων) διατηρείται σταθερά πάνω από το 115% του εθνικού μέσου όρου για όλη την περίοδο ανάλυσης. Η εξέλιξη του μέσου δηλωθέντος εισοδήματος τόσο σε επίπεδο χώρας όσο και στην Αττική μπορεί αδρομερώς να αναλυθεί σε τρεις υποπεριόδους (διάγραμμα 2.1 και διάγραμμα 2.2): α) Την περίοδο 2003-2008 παρατηρείται έντονα σταθερή ανοδική τάση με αποκορύφωμα το 2008 (18.900 ευρώ), που συνδέεται με το γενικό οικονομικό κλίμα της περιόδου. β) Την περίοδο 2008-2010 παρατηρείται σχετική στασιμότητα (σε υψηλά επίπεδα εισοδήματος), γεγονός που δείχνει να μην συμβαδίζει με τις ευρύτερες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, αλλά πιθανότητα σχετίζεται με την αλλαγή του φορολογικού καθεστώτος το 2009, οπότε οι τάσεις συρρίκνωσης του διαθέσιμου εισοδήματος αντισταθμίστηκαν από την διεύρυνση της φορολογικής βάσης. γ) Από το 2011 έως και το 2013 όμως γίνεται αισθητή η επίδραση της οικονομικής κρίσης και στη φορολογητέα ύλη, με ραγδαία μείωση μέχρι και το 2013, οπότε το επίπεδο του μέσου δηλωθέντος εισοδήματος (σε σταθερές τομές) βρίσκεται κάτω από το αντίστοιχο του 2003. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σταθούμε στην εξέλιξη της μεσαίας τιμής εισοδήματος, που υποδεικνύει σημαντικές αλλαγές στην κατανομή των τιμών: μέχρι και το 2005 εμφανίζονται ακραίες μέγιστες και ελάχιστες τιμές που επηρεάζουν την τιμή μέσου δηλωθέντος εισοδήματος (γράφημα 2.1 και γράφημα 2.2).
Πηγή: ΓΓΠΣ 2004-2014
Πηγή: ΓΓΠΣ 2004-2014
Πηγή: ΓΓΠΣ 2004-2014
Αναφορικά με την κατανομή φορολογικών δηλώσεων και την αξία του δηλωθέντος εισοδήματος στα εισοδηματικά κλιμάκια για την περίοδο 2003-2013 (γράφημα 3) παρατηρείται σταδιακή αύξηση της συμμετοχής στα υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια σε βάρος των μεσαίων-χαμηλών μέχρι και το 2010. Το 2011 ανατρέπεται αυτή η τάση, με τη συρρίκνωση του κατώτατου κλιμακίου και τη διεύρυνση των χαμηλών-μεσαίων κλιμακίων, με επαναφορά σε επίπεδα αναλογιών προηγούμενων ετών. Διαχρονικά, η εισοδηματική ανισότητα, όπως αποτυπώνεται με το δείκτη Gini (γράφημα 4.1), συνδέεται με την αύξηση του μέσου δηλωθέντος εισοδήματος μέχρι το 2010, την ραγδαία πτώση στα επίπεδα του 2003 και τη σταθεροποίηση τα δύο πιο πρόσφατα έτη (2012-2013). Αντίστοιχα, η σχετική πόλωση (δηλ. η αναλογία των δύο υψηλότερων εισοδηματικών κλιμακίων προς τα δύο χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια) φανερώνει τη διαφορά στον ρυθμό μεταβολής των ανώτερων και κατώτερων εισοδηματικά κλιμακίων τόσο στην περίοδο μεγέθυνσης όσο και στην περίοδο ύφεσης (γράφημα 4.2).
Πηγή: ΓΓΠΣ 2004-2014
Όσον αφορά την κατανομή σε ευρύτερες επαγγελματικές κατηγορίες, οι βασικές παρατηρήσεις συνοψίζονται στα εξής σημεία (γράφημα 5.1): Οι κατηγορίες Μισθωτοί και Συνταξιούχοι αποτελούν κυρίαρχη πηγή φορολογητέας ύλης των φυσικών προσώπων. Με τη διαδικασία διεύρυνσης της φορολογικής βάσης την τελευταία τριετία διαφαίνεται η ελαφρά αύξηση της συμμετοχής της κατηγορίας Εισοδηματίες στις δηλώσεις, χωρίς όμως την αναμενόμενη αναλογική συνεισφορά και στο δηλωθέν εισόδημα. Αντίθετα, το ειδικό βάρος της κατηγορίας Συνταξιούχοι αυξάνει σταδιακά από το 2003 (μερίδιο δηλώσεων και εισοδήματος), σηματοδοτώντας και τα διαρθρωτικά προβλήματα της απασχόλησης τόσο στην Ελλάδα και στην Αττική. Οι κατηγορίες Έμποροι-Βιοτέχνες/Επιτηδευματίες και Ελεύθεροι Επαγγελματίες, ο οποίες θεωρητικά αποτελούν και το ανώτερο τμήμα της κοινωνικό-οικονομικής διαστρωμάτωσης, διατηρούν σχεδόν σταθερή τη θέση τους με βάση το ποσοστό του δηλωθέντος εισοδήματος, ενώ αποδίδουν ολοένα και μικρότερο ποσοστό των συνολικών εσόδων της φορολογίας των φυσικών προσώπων. Όλες οι επαγγελματικές κατηγορίες στην περιφέρεια Αττικής τοποθετούνται σαφώς άνω του μέσου όρου της χώρας ως προς το μέσο δηλωθέν εισόδημα. Η μείωση των εισοδημάτων «μετατίθεται» χρονικά μετά το 2010, οπότε σημειώνονται και οι σημαντικότερες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, παρότι οι κατηγορίες Εμπόρων-Βιοτεχνών/Επιτηδευματιών και Ελευθέρων επαγγελματιών φαίνεται ότι πλήττονται πιο έντονα από την οικονομική κρίση (γράφημα 5.2).
Πηγή: ΓΓΠΣ 2004-2014
Πηγή: ΓΓΠΣ 2004-2014
Η χαρτογράφηση του δηλωθέντος εισοδήματος στον ευρύτερο μητροπολιτικό χώρο της Αθήνας για το έτος 2013 αναδεικνύει ευδιάκριτα σχήματα συγκεντρώσεων υψηλών και χαμηλών τιμών (χάρτης 1.1). Χάριν συγκρίσεως παρατίθενται σε μικρότερο μέγεθος και χαρτογραφικές απεικονίσεις για τα έτη 2003, 2008, 2010. Ο αναγνωρίσιμος –από προηγούμενες μελέτες (Μαλούτας 2001, Καλογήρου 2011)– άξονας στεγαστικού διαχωρισμού Ανατολής-Δύσης, και κέντρου-περιφέρειας με τοπικές διαφοροποιήσεις βορρά–νότου, ιδιαίτερα στο ανατολικό τμήμα της Περιφέρειας Αττικής, αποτυπώνεται με σαφήνεια. Πιο συγκεκριμένα, στο βορειανατολικό τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος (Ερυθραία, Εκάλη, Νέα Πεντέλη, Βριλήσσια), στο κέντρο του Δ. Αθηναίων σε περιοχές πέριξ του Λυκαβηττού (Κολωνάκι, Πλατεία Μαβίλη, Ευαγγελισμός), στο νότιο τμήμα (Βούλα, Βουλιαγμένη) καθώς και σε ένα θύλακα που περιλαμβάνει το Ψυχικό και ζώνες του Δ. Φιλοθέης, παρατηρούνται υψηλότερες τιμές δηλωθέντος εισοδήματος. Αντίστοιχα, η δυτική περιοχή του Δ. Αθηναίων με επίκεντρο το Μεταξουργείο, ζώνες του Δ. Άγιου Ιωάννη Ρέντη και Ταύρου, τμήματα της βορειοδυτικής ζώνης που περιλαμβάνει τον Ασπρόπυργο, Φυλή, Αχαρνές και Καματερό, αποτελεί την άλλη πλευρά του νομίσματος με τις χαμηλές τιμές. Μάλιστα, η «κινητικότητα» των ζωνών ανάλυσης στην εισοδηματική ιεραρχία είναι περιορισμένη για το άνω άκρο της κατανομής, ενώ οι χαμηλές-μεσαίες περιοχές έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να «μετακινηθούν» είτε υψηλότερα είτε χαμηλότερα (πίνακας 2.1).
Για τη διερεύνηση της «κινητικότητας» ενός συστήματος χρησιμοποιείται η στατιστική μέθοδος Μαρκοβιανών αλυσίδων (Markov chain), όπου διερευνάται η πιθανότητα μεταβολής της κατανομής τιμών από μια συγκεκριμένη (αρχική) κατάσταση σε μια τελική μέσα από μια μεταβατική διαδρομή με διακριτά βήματα. Η (υποθετική) πιθανότητα κατανομής του συστήματος στο επόμενο βήμα (και κατά βάση, σε όλα τα μελλοντικά βήματα) εξαρτάται μόνο από την παρούσα κατάσταση του συστήματος και όχι αθροιστικά από την κατάσταση του συστήματος σε προηγούμενα βήματα .
Στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής της μεθόδου ως «σύστημα» θεωρείται η γεωγραφική κατανομή του μέσου δηλωθέντος εισοδήματος, ως «κατάσταση» η κατανομή δηλωθέντος εισοδήματος σε εισοδηματικά κλιμάκια και ως «βήματα» είναι οι ετήσιες καταγραφές των τιμών της εξεταζόμενης μεταβλητής. Για τις ανάγκες της παρούσας παρουσίασης χρησιμοποιήθηκε στατιστική μέθοδος που λαμβάνει υπόψη και τη γειτονικές τιμές κάθε χωρικής ενότητας (Rey, 2001). Δημιουργείται λοιπόν ένας πίνακας διπλής εισόδου που περιλαμβάνει τις πιθανότητες μιας τιμή να «μετακινηθεί» από ένα εισοδηματικό κλιμάκιο σε οποιοδήποτε άλλο από το έτος βάσης στο τελικό έτος της εξεταζόμενης περιόδου. Τα κελιά που ορίζουν τη διαγώνιο του πίνακα μετάβασης (transition matrix) περιλαμβάνουν ποσοστά πιθανοτήτων διατήρησης μιας περιοχής στο ίδιο εισοδηματικό κλιμάκιο στην αρχή και στο τέλος της περιόδου. Υψηλές τιμές υποδηλώνουν στασιμότητα στην χωρο-χρονική δυναμική εξέλιξη του φαινομένου της κατανομής του δηλωθέντος εισοδήματος. Τιμές που βρίσκονται στο νοητό άνω τμήμα του πίνακα (που οροθετείται από την διαγώνιο), υποδηλώνουν μετακίνηση προς σχετικά χαμηλότερο επίπεδο εισοδήματος και, αντίστοιχα, τιμές στο κάτω τμήμα του πίνακα, μετακίνηση προς σχετικά υψηλότερο εισοδηματικό επίπεδο. |
Η χωρική ανισοκατανομή του εισοδήματος στον αθηναϊκό χώρο τεκμηριώνεται στατιστικά από την ανάλυση χωρικής αυτοσυσχέτισης –δηλαδή τον έλεγχο γειτνίασης περιοχών με παρόμοιες τιμές. Οι υψηλές τιμές του συνολικού δείκτη αυτοσυσχέτισης Moran’s Ι (άνω του 0,5 με εύρος τιμών 0-1) υποδηλώνουν σημαντικές τάσεις χωρικής συγκέντρωσης. Διαχρονικά, τα γεωγραφικά σχήματα εισοδηματικού διαχωρισμού παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτα με την υπογράμμιση της σταδιακής πόλωσης του αστικού χώρου με διευρυνόμενες συστάδες υψηλών τιμών στο βορειοανατολικό τμήμα και στο κέντρο του Πολεοδομικού Συγκροτήματος και, αντίστοιχα, λιγότερο συμπαγείς αλλά επίσης διευρυνόμενες συγκεντρώσεις χαμηλών τιμών στο δυτικό τμήμα της κεντρική ζώνης και στο δυτικό τμήμα της Περιφέρειας Αττικής. Θύλακες χαμηλών τιμών παρατηρούνται στο βόρειο τμήμα (Αχαρνές, Μαραθώνας) αν και στην εξέλιξη του χρόνου και με δεδομένη τη σύγκλιση προς τα κάτω των χαμηλών χαμηλών-μεσαίων εισοδηματικά ζωνών είναι ολοένα και λιγότεροι (χάρτης 1.2). Συνολικά, παρατηρείται σημαντική «αδράνεια» στην αλλαγή του χωρικού προτύπου του εισοδηματικού διαχωρισμού (πίνακας 2.2).
Η χωρική αυτοσυσχέτιση (spatial autocorrelation) αναφέρεται στο βαθμό συσχέτισης μεταξύ ζευγών τιμών μιας μεταβλητής και της μεταξύ τους (γεωγραφικής) απόστασης. Η λογική του ελέγχου βασίζεται στη σύγκριση της τιμής –της προς εξέταση μεταβλητής– κάθε χωρικής ενότητας με την κατανομή των τιμών των γειτονικών χωρικών ενοτήτων.
Η ύπαρξη θετικής αυτοσυσχέτισης, που αποτελεί και την πιο συνηθισμένη περίπτωση, υποδηλώνει ότι (παρ)όµοιες τιµές της προς εξέταση μεταβλητής τείνουν να συσπειρώνονται χωρικά. Eίναι δυνατή τόσο η συγκέντρωση τιμών που βρίσκονται στο άνω τμήμα της κατανομής {συστάδα υψηλών τιμών [HH-(High–High)]}, όσο και η συγκέντρωση τιμών που τοποθετούνται στο χαμηλότερο τμήμα της κατανομής {συστάδα χαμηλών τιμών [LL-(Low–Low)]}. H παρατήρηση αρνητικής αυτοσυσχέτισης υποδεικνύει την γειτνίαση χωρικών ενοτήτων με (αν)όμοιες τιμές, γεγονός που σημαίνει την παρουσία μεμονωμένων χωρικών ενοτήτων είτε με μεγάλες τιμές σε ευρύτερες ζώνες με κυριαρχία χαμηλών τιμών {θύλακας υψηλών τιμών [HL-(High–Low)}, είτε, αντίστοιχα, χωρικές ενότητες με σχετικά μικρές τιμές που περικλείονται από περιοχές με υψηλές τιμές {θύλακας χαμηλών τιμών [LH-(Low–High)}. Τέλος, απουσία χωρικής αυτοσυσχέτισης, σημαίνει ότι δεν υπάρχει εμφανής σχέση μεταξύ χωρικής εγγύτητας και κατανομής των τιμών της μεταβλητής. |
Η λογική ερμηνείας του πίνακα βασίζεται στο σχόλιο του πίνακα 2.1. Η εφαρμογή της μεθόδου Μαρκοβιανών αλυσίδων επικεντρώνεται στην διερεύνηση της δυναμικής της κατανομής του δηλωθέντος εισοδήματος με βάση την συγκέντρωση ή τη διασπορά των τιμών στο χώρο.
Τα κελιά που ορίζουν τη διαγώνιο του πίνακα μετάβασης (transition matrix) περιλαμβάνουν ποσοστά πιθανοτήτων διατήρησης μιας περιοχής στην ίδια σχέση με τους γείτονες στην αρχή και στο τέλος της περιόδου. Υψηλές τιμές υποδηλώνουν την πιθανότητα διατήρησης μιας περιοχής στο ίδιο χωρικό πρότυπο που προσδιορίστηκε με την ανάλυση χωρικής αυτοσυσχέτισης (χάρτης 1.2). Τιμές στα κελιά εκτός της διαγωνίου του πίνακα, αποτυπώνουν την πιθανότητα «μετακίνησης» μιας χωρικής ενότητας σε μια κατανομή με διαφορετική «σχέση» με τις γειτονικές ενότητες. |
Η εισοδηματική ανισότητα αποτυπώνεται σε τοπικό επίπεδο με τον δείκτη Gini για κάθε χωρική ενότητα (χάρτης 2.1). Η μορφή της διασποράς των τιμών του δείκτη στο χώρο ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό το γεωγραφικό σχήμα κατανομής του δηλωθέντος εισοδήματος και επιβεβαιώνει τη μεγάλη συσχέτιση μεταξύ ανισότητας (συγκέντρωση εισοδήματος σε μικρές ομάδες πληθυσμού) και επιπέδου εισοδήματος, ειδικά στις μεσαίες και ανώτερες εισοδηματικά περιοχές. Η απουσία δηλώσεων που αφορούν υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια σε αραιοκατοικημένες και αγροτικές ζώνες συντείνει στην εμφάνιση χαμηλών επιπέδων ανισότητας σε αυτές τις ζώνες. Στη ίδια κατεύθυνση οδηγούν και τα συμπεράσματα από την ανάλυση τόσο του δείκτη σχετικής συγκέντρωσης (χάρτης 2.2) όπου με έντονο χρώμα τονίζεται η συγκέντρωση εισοδημάτων στα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια, και η πολλαπλάσια παρουσία τους σε σχέση με τα χαμηλά.
Για την αποτύπωση των προτύπων συγκέντρωσης των επαγγελματικών κατηγοριών, εφαρμόστηκε μια εναλλακτική μέθοδος ώστε να προσδιοριστεί σε ποιο βαθμό μια κατηγορία υπερεκπροσωπείται σε κάποια χωρική ενότητα σε σύγκριση με το σύνολο της περιοχής μελέτης καθώς και για διευρυμένες ζώνες γειτνίασης (χάρτης 3.1). Η κατηγορία Συνταξιούχοι εμφανίζει μεγάλα ποσοστά συμμετοχής στο κεντρικό τμήμα του ΠΣΑ καθώς και στη Σαλαμίνα και το Λαύριο, κάτι που προφανώς συνδέεται και με την δημογραφική δομή του πληθυσμού σε αυτά τα τμήματα της Περιφέρειας Αττικής. Οι Μισθωτοί –η πολυπληθέστερη κατηγορία– κυριαρχεί στις περισσότερες χωρικές ενότητες. Το σχήμα που προκύπτει παραπέμπει σε διευρυμένο δακτύλιο περιμετρικά του Δ. Αθηναίων με έμφαση στο βόρειο-βορειοδυτικό τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος. Αντίθετα, η κατηγορία Ελεύθεροι επαγγελματίες εντοπίζεται σε συμπαγή συστάδα με σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό με ζώνες-δακτυλίους σχετικής συγκέντρωσης, στο κέντρο και στο βορειοανατολικό τμήμα του αστικού συγκροτήματος. Όσον αφορά τους Εισοδηματίες είναι ευκρινής ο σχηματισμός συστάδων με μικρό εύρος και με ετερογενή κοινωνική σύνθεση, με μεγάλα ποσοστά συμμετοχής τόσο στο βόρειο όσο και στο νότιο τμήμα αλλά και σε «καλές» περιοχές του κέντρου. Η κατηγορία των Αγροτών εντοπίζεται, όπως είναι αναμενόμενο, σε ζώνες με χαμηλή αστική πυκνότητα. Η ζώνη του κέντρου έχει την μεγαλύτερη διαφοροποίηση όσον αφορά την επαγγελματική σύνθεση (χάρτης 3.2), ενώ οι περιοχές με την μεγαλύτερη ομοιογένεια (απουσία πολλών κατηγοριών) συνδέονται επίσης με το ύψος του δηλωθέντος εισοδήματος.
Περιοχές όπου υπερεκπροσωπούνται συγκεκριμένες κατηγορίες του πληθυσμού θεωρούνται εκείνες με ποσοστό που υπερβαίνει τις δύο τυπικές αποκλίσεις από το μέσο όρο της περιοχής ανάλυσης (Deurloo και Musterd 2001). Η τυπική απόκλιση υπολογίζεται με βάση την διωνυμική κατανομή δεδομένου ότι εμπλέκονται δύο παράγοντες: οι φορολογικές δηλώσεις μιας επαγγελματικής κατηγορίας και οι υπόλοιπες δηλώσεις. Ο τύπος ορίζεται:
ΤΑ= √(p*q/n) Όπου: p, το ποσοστό της εξεταζόμενης ομάδας στην περιοχή μελέτης, q = 1 – p, το ποσοστό των υπολοίπων κατηγοριών στην περιοχή μελέτης n, ο μέσος όρος πλήθους της εξεταζόμενης κατηγορίας για κάθε χωρική ενότητα. Εξετάζεται επίσης η πιθανότητα συγκέντρωσης κατηγοριών του πληθυσμού σε διευρυμένες ζώνες που προκύπτουν από διαδοχικές ακτίνες ελέγχου εγγύτητας. Επαναϋπολογίζονται τα ποσοστά κατηγοριών πληθυσμού στις διευρυμένες ζώνες και χαρτογραφούνται οι περιπτώσεις που υπερβαίνουν το κατώφλι των δύο τυπικών αποκλίσεων από τον μέσο όρο της κατηγορίας στην περιοχή μελέτης. Με αυτήν τη μέθοδο προκύπτουν διαφορετικά σχήματα κατανομών που καθορίζονται από την σύνθεση των γειτονικών χωρικών ενοτήτων ανάλογα με την ακτίνα ελέγχου εγγύτητας. Η υπερεκπροσώπηση σε διαφορετικές ακτίνες υποδηλώνει το βαθμό ομοιογένειας της κατανομής των τιμών της εξεταζόμενης κατηγορίας. Η ερμηνεία του χάρτη 3.1 μπορεί να διατυπωθεί ως εξής:
|
Η χωρική δυναμική, αναφορικά με τις ευρύτερες επαγγελματικές κατηγορίες, όπως προσδιορίζεται από την εξέλιξη συνθετικών (πολύ-ομαδικών) δεικτών διαχωρισμού διαχρονικά (Reardon κ.ά. 2008), περιλαμβάνει σαφή τάση μείωσης όλων των δεικτών διαχωρισμού (γράφημα 6.1). Αυτό σημαίνει ότι χωρικά συντελούνται διαδικασίες αργής αναδιανομής και διασποράς του πληθυσμού των επαγγελματικών κατηγοριών στις εξεταζόμενες χωρικές ενότητες με κατεύθυνση την άμβλυνση των χωρικών πολώσεων και την ομογενοποίηση σε τοπικό επίπεδο, ιδίως των πολυπληθών κατηγοριών. Πιο συγκεκριμένα, η χωρική ανισότητα (δείκτης Gini) είναι σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, δεδομένου ότι διαχρονικά μόνο το 12-15% του πληθυσμού θα πρέπει αναδιανεμηθεί για να επιτευχθεί πλήρης ισοκατανομή. Ομοίως, ο δείκτης ανομοιότητας (D) που εκφράζει τη χωρική πόλωση με την λογική της συγκέντρωσης των ολιγοπληθών ομάδων, εμφανίζει τάση αποκλιμάκωσης τα τελευταία χρόνια, κάτι που υποδηλώνει ότι παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση των χωρικών ενοτήτων με «μετακίνηση» πληθυσμών από τις ανομοιογενείς περιοχές προς τις περισσότερο ομοιογενείς. Όσον αφορά τους αντίστοιχους δείκτες για επαγγελματικές κατηγορίες (γράφημα 6.2), σχετικά σταθερά και υψηλά επίπεδα ανισοκατανομής (δείκτης Gini) εντοπίζονται για τις κατηγορίες των Αγροτών/Κτηνοτρόφων και Ελεύθερων Επαγγελματιών, ενώ για τις υπόλοιπες κατηγορίες το επίπεδο τιμών του δείκτη είναι σαφώς χαμηλότερο με τάση για περεταίρω μείωση. Η σχετική απομόνωση των επιμέρους κατηγοριών φαίνεται ότι μειώνεται διαχρονικά, με την κατηγορία των μισθωτών να πρωταγωνιστεί σε αυτήν την τάση υποδηλώνοντας σε ένα βαθμό την «αποχώρηση» των υπολοίπων ολιγοπληθών κατηγοριών από συγκεκριμένες περιοχές όπου υπερεκπροσωπούνταν.
Μετρήσεις διαχωρισμού κοινωνικό-επαγγελματικών ομάδων
Με στόχο την περιεκτική παρουσίαση διαχρονικών σχημάτων διαχωρισμού, επιλέχθηκαν τρεις συνθετικοί δείκτες και χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από τις γενικές επαγγελματικές κατηγορίες: ο δείκτης ανομοιότητας (D) αποτυπώνει επίπεδα χωρικής συγκέντρωσης, ο δείκτης κανονικοποιημένης έκθεσης (P) υπολογίζει επίπεδα έκθεσης/απομόνωσης και ο δείκτης Gini καταμετρά χωρική ανισοκατανομή και συγκέντρωση ταυτόχρονα. Δείκτης ανομοιότητας (D) To εύρος τιμών του δείκτη D κυμαίνεται από 0 έως 1, όπου το 0 σηματοδοτεί απουσία διαχωρισμού (όλες οι χωρικές ενότητες είναι ανάμικτες και με τα ίδια ποσοστά που ισχύουν για το σύνολο της περιοχής μελέτης) και το 1 τον απόλυτο διαχωρισμό (μηδενική ανάμιξη σε όλες τις χωρικές ενότητες). Ο δείκτης ερμηνεύεται εύκολα ως το ποσοστό της ομάδας Α (π.χ. μετανάστες) που θα έπρεπε να αλλάξει τόπο κατοικίας προκειμένου να κατανεμηθεί χωρικά όπως και η ομάδα αναφοράς Β (π.χ. το σύνολο του πληθυσμού). Δείκτης Gini Ο δείκτης αυτός χρησιμοποιείται για την μέτρηση της εισοδηματικής ανισότητας στο επίπεδο των χωρικών κατατμήσεων. Ο συντελεστής Gini, έχει εύρος τιμών μεταξύ 0 (τέλεια ισότητα) και 1 (μέγιστη ανισότητα). Είναι δυνατή η χρήση του όμως και για την ανάλυση διαχωρισμού ομάδων πληθυσμού. Στην περίπτωση μιας πόλης, η τιμή του δείκτη περιγράφει την απόκλιση της κατανομής των ομάδων πληθυσμού σε επιμέρους περιοχές της από την κατανομή τους στο σύνολο της πόλης. Δείκτης κανονικοποιημένης Έκθεσης/Απομόνωσης (P*) Οι δείκτες απομόνωσης και έκθεσης μετρούν την πιθανότητα ένα μέλος μιας ομάδας να αλληλεπιδράσει με άλλα μέλη της ίδιας ομάδας ή με μέλη άλλων ομάδων. Ο δείκτης απομόνωσης έχει τιμές μεταξύ 0 και 1, που υποδεικνύουν μηδενικό και πλήρη διαχωρισμό αντίστοιχα. Στην περίπτωση του δείκτη απομόνωσης (xPx) που εξετάζεται μόνο μια ομάδα του πληθυσμού, υπολογίζεται η πιθανότητα της ενδοομαδικής επαφής, δηλαδή η μέση πιθανότητα αλληλεπίδρασης (έκθεσης) μεταξύ των μελών της ίδιας ομάδας άρα και απομόνωσης με τα μέλη των υπολοίπων κατηγοριών, σε όλες τις χωρικές ενότητες της περιοχής μελέτης. |
Συμπερασματικά, η εισοδηματική ανισότητα εμφανίζει τα τελευταία χρόνια σχετική σταθερότητα σε χαμηλότερα επίπεδα από την περίοδο της μεγέθυνσης -μετά από περίοδο σταθερής κλιμάκωσης μέχρι και το 2010− και είναι ο κινητήριος μοχλός της μείωσης του εισοδηματικού διαχωρισμού ειδικά για τα μεσαία εισοδηματικά κλιμάκια (το όποια συγκλίνουν πλέον σε χαμηλότερα επίπεδα). Η χωρική ανισότητα με βάση το εισόδημα, από την άλλη πλευρά, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της φυσιογνωμίας του αθηναϊκού χώρου, αλλά η ένταση και οριοθέτησή της αποδεικνύεται μια δυναμική διαδικασία που προφανώς σχετίζεται με την εξέλιξη της εισοδηματικής ανισότητας. Διαχρονικά παρατηρείται τάση «περιχαράκωσης» των περιοχών των υψηλών εισοδημάτων με ταυτόχρονη «αποχώρηση» μεσαίων κατηγοριών και «ενσωμάτωσή» τους σε περιοχές με χαμηλότερο εισόδημα. Τα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν απομόνωση και το γεγονός αυτό, για την ώρα, αποτελεί ένδειξη για σχετική απουσία νησίδων φτώχιας στον αστικό χώρο.
Πανταζής, Π., Ψυχάρης, Ι. (2016) Στεγαστικός διαχωρισμός με βάση το φορολογητέο εισόδημα στην μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/εισοδηματικές-ομάδες/ , DOI: 10.17902/20971.58
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η Ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από μακροχρόνια διαρθρωτικά προβλήματα, με κύρια χαρακτηριστικά την σταδιακή απώλεια παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα, την απουσία ενός σαφούς παραγωγικού μοντέλου και την έλλειψη εξαγωγικού προσανατολισμού, στην θέση των οποίων σταδιακά αναπτύχθηκε ένα κυρίως μεταπρατικό σύστημα οικονομικής δραστηριότητας και μια επίπλαστη αίσθηση οικονομικής ευημερίας, βασισμένης στις ευνοϊκές χρηματοοικονομικές συνθήκες κυρίως των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 2000.
Οι συνθήκες που διαμορφώνονται τόσο στη χώρα μας, αλλά και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες από τα αίτια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης κάνουν ολοένα πιο επιτακτική την ανάγκη για την βελτίωση τόσο του πλαισίου, όσο και του περιβάλλοντος, που αφορά στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και την αντιμετώπιση των κοινωνικών προκλήσεων, όπως είναι η υγεία, το περιβάλλον, η καταπολέμηση της ανεργίας, κυρίως της νεανικής και της αυξανόμενης «φυγής» των πιο δυναμικών ομάδων πληθυσμού προς το εξωτερικό (Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, 2015)
Από το 2010, η Ελληνική οικονομία βρίσκεται, εν μέσω βαθειάς ύφεσης, σε μία διαδικασία μετασχηματισμού και διόρθωσης των ποικίλων εσωτερικών και εξωτερικών ανισορροπιών που απορρέουν από την συσσώρευση των προαναφερθέντων χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων και τις πολλαπλές αστοχίες εφαρμογής των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής. Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε τα χρόνια προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας και οι δημοσιονομικοί δείκτες επιδεινώθηκαν. Η αρνητική εξέλιξη των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών στο σύνολο της χώρας αντανακλάται και στην εξέλιξη των Περιφερειακών οικονομιών.
Η χώρα υστερεί γενικά στην ανάπτυξη καινοτομίας, καταλαμβάνοντας τη 19η θέση μεταξύ των 27 κρατών μελών στη σχετική κατάταξη, αποκλίνοντας σημαντικά από το μέσο όρο της Ε.Ε. (Innovation Union Scoreboard, 2013). Ωστόσο, το ελληνικό σύστημα Έρευνας και Καινοτομίας (Ε&Κ) έχει να επιδείξει ισχυρά σημεία, όπως: καλές επιδόσεις στα συγχρηματοδοτούμενα από την ΕΕ Προγράμματα-Πλαίσια, σημαντική ελληνική εκπροσώπηση σε διεθνή ερευνητικά δίκτυα και έργα του Ευρωπαϊκού Οδικού Χάρτη Ερευνητικών Υποδομών, ύπαρξη ισχυρής ελληνικής ερευνητικής κοινότητας στο εξωτερικό, έμψυχο δυναμικό υψηλής ποιότητας και νησίδες αριστείας σε δημόσιους ερευνητικούς φορείς και στον ιδιωτικό τομέα, όπως και ελληνική παρουσία στο χώρο των επιστημονικών δημοσιεύσεων (άνω του μ.ο. της ΕΕ). Τα πλεονεκτήματα αυτά, ωστόσο, δεν έχουν αξιοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ξεπεραστούν διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας και να ενσωματωθεί η ερευνητική δραστηριότητα στις παραγωγικές διαδικασίες βελτιώνοντας τη συνολική εικόνα, σε σύγκριση με τις επιδόσεις των άλλων χωρών της ΕΕ (Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, 2014)
Στα νέα δεδομένα που προκύπτουν, η αναδιάρθρωση και η ενίσχυση της Έρευνας και της Καινοτομίας, αναμένεται να αποτελέσει όχημα για την αντιμετώπιση παγκόσμιων και εθνικών προκλήσεων και μοχλό για την αύξηση της παραγωγικότητας και της οικονομικής ανάπτυξης, βελτιώνοντας τους παραδοσιακούς τρόπους άσκησης της επιχειρηματικής και οικονομικής δραστηριότητας (Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, 2015).
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σταθερά προσανατολισμένη στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη που βασίζεται στη γνώση, στο ανθρώπινο δυναμικό, στην έρευνα και στην καινοτομία. Σύμφωνα με την Στρατηγική «Ευρώπη 2020» (European Commission, 2010), η οποία υιοθετήθηκε το 2010 από τα 27 κράτη- μέλη της Ε.Ε., το όραμα για μια κοινωνική οικονομία της αγοράς στην Ευρώπη κατά την επόμενη δεκαετία βασίζεται σε τρεις αλληλένδετους στόχους:
Στο πλαίσιο της στρατηγικής “Ευρώπη 2020”, υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η εμβληματική πρωτοβουλία για τη δημιουργία μιας ‘Ένωσης Καινοτομίας’ (European Commission, 2011), με σκοπό την ενίσχυση της ικανότητας της Ευρώπης να επιτύχει έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη με ταυτόχρονη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ επιστήμης και αγοράς, ούτως ώστε τα αποτελέσματα της έρευνας να μετατρέπονται σε νέα προϊόντα και υπηρεσίες. Στο πλαίσιο αυτής της πρωτοβουλίας, αναδεικνύεται η έννοια της Έξυπνης Εξειδίκευσης στην έρευνα και στην καινοτομία RIS3 (European Commission, 2015), έτσι ώστε η χώρα, αλλά και κάθε Περιφέρεια, να εστιάσει στην ενίσχυση συγκεκριμένων κατηγοριών επενδύσεων που θα προσδώσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην οικονομία.
Πρόκειται για μία προσέγγιση τοπο-κεντρική (place-based) που λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες των διαφόρων γεωγραφικών περιοχών σε ό,τι αφορά στα χαρακτηριστικά τους, τις δυνατότητές τους και τη διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσουν προς την οικονομική ανάπτυξη. Η Στρατηγική για την Έρευνα και Καινοτομία στο πλαίσιο της Έξυπνης Εξειδίκευσης συνδέει την έρευνα και καινοτομία με την οικονομική ανάπτυξη, με νέους τρόπους όπως είναι η «επιχειρηματική ανακάλυψη [2]» και η ιεράρχιση, έπειτα από στενή συνεργασία με τους τοπικούς φορείς. Στοχεύει στην αναδιοργάνωση παραδοσιακών τομέων μέσω της στροφής σε υψηλής προστιθέμενης αξίας δραστηριότητες, νέες αγορές ή αλυσίδες αξίας [3]. Επιπρόσθετα, αποσκοπεί στον εκσυγχρονισμό των υφισταμένων επιχειρήσεων μέσω της υιοθέτησης και της διάχυσης των νέων τεχνολογιών, στη διαφοροποίηση με όχημα την τεχνολογία και την ανάπτυξη νέων οικονομικών δραστηριοτήτων μέσω καινοτομιών, καθώς και στη διερεύνηση νέων μορφών καινοτομίας, όπως η ανοιχτή και φιλική προς τον χρήστη καινοτομία, η κοινωνική καινοτομία και η καινοτομία υπηρεσιών.
Στο πλαίσιο της Πολιτικής Συνοχής της Ε.Ε. (European Commission, 2011), η «Στρατηγική Έξυπνης Εξειδίκευσης» εισάγεται ως βασική προϋπόθεση, δηλαδή «εκ των προτέρων αιρεσιμότητα» (European Commission, 2014). Η «εκπλήρωσή» της θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να λάβουν οικονομική στήριξη για επενδύσεις στην έρευνα και καινοτομία μέσω των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων (ΕΔΕΤ) βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 και ειδικότερα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) βάσει Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1301/2013. Οι χώρες και οι Περιφέρειες καλούνται να διαμορφώσουν εθνικές και περιφερειακές στρατηγικές έρευνας και καινοτομίας, θέτοντας παράλληλα προτεραιότητες, με στόχο τη δημιουργία ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Σημαντικό στοιχείο για την επιλογή των δραστηριοτήτων, αναδεικνύεται η ύπαρξη ή δημιουργία κρίσιμης μάζας (ή δυναμικής) στις επιχειρήσεις και στους φορείς παραγωγής νέας γνώσης.
Η περιοχή της Αττικής είναι η μεγαλύτερη Περιφέρεια της Ελλάδας, συγκεντρώνει πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού και αντιπροσωπεύει πάνω από το 40% του ΑΕΠ της χώρας. Η Αττική είναι, επίσης, ο σημαντικότερος κόμβος Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας (ΕΤΑΚ) στην Ελλάδα, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 60% της GERD (εγχώριες ακαθάριστες δαπάνες έρευνας και τεχνολογίας).
Η Περιφέρεια Αττικής, όπως και η χώρα κατά μέσο όρο, μέχρι και το 2008 παρουσίασε ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης του κατά κεφαλήν (κ.κ.) ΑΕΠ (Γράφημα 1), ενώ αντίθετα, από το 2008 και μετά, οπότε εμφανίστηκαν οι πρώτες επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στη Ελλάδα, καταγράφεται μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (ΜΑΔ) της Περιφέρειας Αττικής περίπου με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής -3,9%, η οποία όμως είναι μικρότερη του αντίστοιχου ρυθμού της χώρας (-4,7%), γεγονός που συνδέεται άμεσα και με τον μητροπολιτικό χαρακτήρα της Περιφέρειας. Την ίδια περίοδο, σε κοινοτικό επίπεδο σημειωνόταν αύξηση του κ.κ..ΑΕΠ (ΜΑΔ) με μέσο ετήσιο ρυθμό 0,3%.
Η περιοχή είναι σίγουρα ένα κομβικό σημείο για τις υπηρεσίες. Εκτός από το εμπόριο άλλοι σημαντικοί τομείς είναι οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, οι μεταφορές, οι τεχνολογίες πληροφορικής και , η υγεία και κοινωνικές υπηρεσίες και η αναψυχή. Ο μεταποιητικός τομέας κυριαρχείται από τομείς χαμηλής-μεσαίας τεχνολογίας, όπως η βιομηχανία τροφίμων, τα μεταλλικά προϊόντα, χημικά – φαρμακευτικά προϊόντα, τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και τα ναυπηγεία, όπου η αύξηση της παραγωγικότητας βασίζεται κυρίως στην απόκτηση νέας τεχνολογίας και την υποκατάσταση της εργασίας από αυτήν. Την ίδια στιγμή δυναμικές και αναπτυσσόμενες βιομηχανίες, όπως των ΤΠΕ, της μικροηλεκτρονικής και των σχετικών εφαρμογών δείχνουν ενσωματωμένες στις διεθνείς αλυσίδες αξίας.
Η απότομη πτώση των ιδιωτικών επενδύσεων μετά το 2008, λόγω της κρίσης, έχει μειώσει τα ήδη χαμηλά επίπεδα των ιδιωτικών επενδύσεων έρευνας και καινοτομίας εντός της Περιφέρειας. Η μειωμένη ρευστότητα του ιδιωτικού τομέα, σε συνδυασμό με την περιορισμένη χρηματοδότηση που παρέχεται από τον τραπεζικό τομέα για τις ιδιωτικές επενδύσεις, ιδίως για τις νέες επιχειρήσεις, περιόρισε σημαντικά την μόχλευση πόρων για την υποστήριξη των καινοτόμων επιχειρήσεων.
Πηγή: Eurostat
Σε επίπεδο περιφερειακής διακυβέρνησης, η καινοτομία και οι δραστηριότητες ΕΤΑΚ δεν αποτελούσαν (τουλάχιστον μέχρι την προγραμματική περίοδο 2007-2013) ξεχωριστό τομέα προτεραιότητας, εντάσσονταν στη γενικότερη στρατηγική που εφαρμοζόταν από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας. Στην προγραμματική περίοδο 2014-2020, βάσει και της νέας αρχιτεκτονικής του εθνικού Συμφώνου Εταιρικής Σχέσης 2014-2020, δίνεται έμφαση στην αποτύπωση των ιδιαίτερων περιφερειακών αναγκών και πλεονεκτημάτων στο ερευνητικό σύστημα της Αττικής, στη δημιουργία περιφερειακού μηχανισμού και στην στοχευμένη χρηματοδότηση δράσεων και έργων, κυρίως μέσα από την υλοποίηση της Στρατηγικής της Έξυπνης Εξειδίκευσης.
Η Αττική αποτελεί το κυρίαρχο οικονομικό και πολιτικό κέντρο της χώρας και κόμβο ερευνητικών υποδομών. Είναι η έδρα δεκάδων ινστιτούτων, εννέα Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (επτά Πανεπιστήμια και δύο ΤΕΙ) και πολλαπλών καινοτόμων επιχειρηματικών δράσεων, έχοντας συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος της ερευνητικής δραστηριότητας της χώρας, στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Η ενίσχυση των δυνατοτήτων και η ανάπτυξη δομών, μεταξύ φορέων αυτοδιοίκησης, εκπαιδευτικών και ερευνητικών κέντρων και ιδιωτικών μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μπορούν να μετατρέψουν την Αττική σε ηγετικό μητροπολιτικό κέντρο έρευνας, παραγωγής και εξαγωγής καινοτομίας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Ταυτόχρονα, το σταθερό πολιτικό δημοκρατικό περιβάλλον, σε συνδυασμό με τη γεωγραφική θέση ως πύλη εισόδου στην ΕΕ από την ευρύτερη περιοχή της Ασίας, την αναδεικνύει χωρικά, σε κομβικό σημείο αλληλεπίδρασης ιδεών και δράσεων.
Κινητήρια δύναμη σε αυτή την προσπάθεια μπορεί να αποτελέσει το σημαντικό και εξαιρετικά ικανό επιστημονικό και τεχνικό ανθρώπινο δυναμικό. Βασικές συνιστώσες αποτελούν και η υποστήριξη της κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλειας, η εξασφάλιση σύγχρονων συνθηκών εργασίας και επιχειρηματικότητας, η ενεργοποίηση δράσεων που ενισχύουν την περιβαλλοντική προστασία της Αττικής, με όρους αποτελεσματικής συλλογικής οργάνωσης και δημοκρατικής συμμετοχής.
Σκοπός της Περιφερειακής Στρατηγικής Έξυπνης Εξειδίκευσης (ΠΣΕΕ) για την Αττική είναι να συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός φιλόδοξου και ρεαλιστικού οδικού χάρτη που υπηρετεί το όραμα και τις αξίες που περιγράφονται παραπάνω.
Βασικό κριτήριο της επιτυχίας της ΠΣΕΕ, είναι η επίτευξη του στόχου της αναδιάρθρωσης του παραγωγικού ιστού της Αττικής ως εξής:
Η ΠΣΕΕ αποσκοπεί στην ενίσχυση της καινοτομικής δραστηριότητας σε τρία πεδία εξειδίκευσης για την Αττική (Γράφημα 2):
Στα τρία αυτά πεδία η Αττική αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις και παράλληλα διαθέτει το δυναμικό για την ενίσχυση υφιστάμενων και την ανάδειξη νέων δραστηριοτήτων, ώστε να καταστεί μητροπολιτικό κέντρο με διεθνή εμβέλεια.
Ο όρος “Δημιουργική Οικονομία” αναφέρεται στην κοινωνικοοικονομική προοπτική δραστηριοτήτων έντασης δημιουργικότητας και γνώσης. Πυρήνας της Δημιουργικής Οικονομίας είναι οι Πολιτιστικές και Δημιουργικές Βιομηχανίες, οι οποίες περιλαμβάνουν τις τέχνες, τον πολιτισμό, τις επιχειρήσεις και την τεχνολογία. Κοινό τους στοιχείο είναι ότι μετασχηματίζουν τη δημιουργικότητα σε αξία παραγωγικής χρήσης.
Οι κλάδοι που εντάσσονται στην Δημιουργική Οικονομία είναι αυτοί του πολιτισμού (θέατρα, τέχνες, πολιτιστική κληρονομιά, αρχαιολογικοί χώροι, πολιτιστικά κέντρα κλπ), της χειροτεχνίας (παραδοσιακή και νέα, κεραμικά, κόσμημα κ.ά.), του λογισμικού και των εφαρμογών ΤΠΕ στους τομείς της διασκέδασης, της μάθησης του πολιτισμού κοκ, (π.χ. ανάπτυξη εφαρμογών και τεχνολογιών παιγνίων, δημιουργία υπηρεσιών και περιεχομένου – mobile apps, e-learning κ.λπ.), της παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών, βίντεο και πολυμεσικού ψηφιακού περιεχομένου και των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών. Επίσης, η δημιουργικότητα και ο πολιτισμός αφορά σε δραστηριότητες όπως της γαστρονομίας, της ένδυσης και υπόδησης, του βιομηχανικού σχεδιασμού. Τέλος ο κλάδος του τουρισμού και της αναψυχής ανήκουν στον ευρύτερο τομέα σχεδιασμού και παραγωγής-παροχής εμπειρίας (βιωμάτων) σε ποικίλες μορφές όπως τουρισμό αναψυχής, γαστρονομικό και οινικό, πολιτιστικό, θρησκευτικό, αθλητικό, περιβαλλοντικό τουρισμό κοκ.
Στη δημιουργική οικονομία η Αττική διαθέτει ισχυρή παράδοση και φήμη. Η σύγχρονη δραστηριότητα στις τέχνες (θέατρο, κινηματογράφο, μουσική κλπ.), στη χειροτεχνία (παραδοσιακή και νέα, κεραμικά, κόσμημα κ.α.), στην παιδεία, στον τουρισμό, σε μεταποιητικούς κλάδους με έντονο το ρόλο της δημιουργικότητας (όπως η ένδυση και το έπιπλο) εμπεριέχουν τη δυνατότητα σημαντικής δυναμικής και σε συνδυασμό με την ανάπτυξη δυναμικού στις νέες τεχνολογίες της πληροφορικής, των επικοινωνιών και των πολυμέσων είναι δυνατή μια ανανέωση και επέκταση της σχετικής οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας με σημαντικά οφέλη τόσο για την οικονομία όσο και για την κοινωνία.
H “Γαλάζια Οικονομία” περιλαμβάνει τις δραστηριότητες που σχετίζονται με το υδάτινο περιβάλλον, με αιχμή τη ναυτιλία, την αλιεία, τον παράκτιο τουρισμό, τη διαχείριση του υδάτινου περιβάλλοντος και τις συναφείς δραστηριότητες. Περιλαμβάνει, επίσης, την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως για παράδειγμα την κυματική ενέργεια, τον ειδικό τουρισμό (π.χ. καταδυτικός τουρισμός σε ναυάγια), μουσεία με θέμα τη ναυτιλία, τη ναυπηγική τέχνη, την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, την καταγραφή/εξερεύνηση του θαλάσσιου κόσμου. Στο ίδιο πλαίσιο, συνδέεται με επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις στη (θαλάσσια) βιολογία-βιοχημεία-βιοτεχνολογία, στα νέα υλικά, τις ΤΠΕ, την τεχνολογία διαστήματος, τις νέες μορφές τουρισμού, τη θαλάσσια-υποβρύχια αρχαιολογία και ιστορία.
Η “Γαλάζια Οικονομία” αποτελεί αντικείμενο μακροπρόθεσμης στρατηγικής για τη στήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης του θαλάσσιου και ναυτιλιακού τομέα στην ΕΕ. Η στρατηγική αυτή αναγνωρίζει ότι οι θάλασσες και οι ωκεανοί είναι μοχλοί της ευρωπαϊκής οικονομίας, με μεγάλο δυναμικό για καινοτομία και ανάπτυξη.
Η Αττική αποτελεί ήδη διεθνές κέντρο στον τομέα της ναυτιλίας και στο θαλάσσιο τουρισμό, ενώ υπάρχει κρίσιμος αριθμός υποδομών και υψηλή δραστηριότητα στη ναυπηγική, ιδίως λέμβων και μικρών και μεσαίων σκαφών. Παράλληλα, αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις στα ζητήματα διαχείρισης και προστασίας του υδάτινου περιβάλλοντος, της ενέργειας, διαθέτοντας ωστόσο σημαντικό παραγωγικό και τεχνολογικό δυναμικό που μπορεί να υποστηρίξει την αντιμετώπιση των ανωτέρω προκλήσεων.
Όλα τα παραπάνω αποκτούν νόημα μόνον όταν υπηρετούν την κορυφαία στόχευση της “Βιώσιμης Οικονομίας των Αναγκών”, δηλαδή της ενίσχυσης της ποιότητας ζωής σε κάθε πτυχή της καθημερινής λειτουργίας της κοινωνικής ζωής. Οι προκλήσεις που αφορούν στην ποιότητα ζωής περιλαμβάνουν εξαιρετικά ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων: υγεία, παιδεία, διατροφή, ενέργεια, αναψυχή και τουρισμό, περιβαλλοντική προστασία και διαχείριση, αστική λειτουργία, μεταφορές και χωρικές παρεμβάσεις, δημόσιες υπηρεσίες και την εύρυθμη λειτουργία του κράτους. Οι δυνατότητες ανάπτυξης σχετικών δραστηριοτήτων αφορούν, τόσο στην αντιμετώπιση των οξύτατων κοινωνικών και περιβαλλοντικών προκλήσεων, όσο και στην ανάπτυξη λύσεων και τεχνολογικών ικανοτήτων με διεθνή εμβέλεια.
Ο τομέας αυτός αφορά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων της περιφέρειας Αττικής. Έχει στόχο να καταστεί η Περιφέρεια Αττικής βιώσιμη, μέσω της ανάπτυξης και εφαρμογής τεχνολογιών “έξυπνης πόλης” και ‘έξυπνης γειτονιάς”, της διαχείρισης των στερεών και υγρών αποβλήτων, της εξοικονόμησης ενέργειας και της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, αξιοποιώντας τον αγροτοβιομηχανικό τομέα και την ενεργό πολιτική διατροφής. Αφορά επίσης, στον κλάδο της υγείας και την βιομηχανία του φαρμάκου, η οποία έχει δυναμική παρουσία στην Αττική.
[1]Το παρόν κείμενο βασίζεται στη μελέτη διαμόρφωσης της Στρατηγικής της Έξυπνης Εξειδίκευσης στην Αττική (2015), η οποία εκπονήθηκε από την Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης του Επιχειρησιακού Προγράμματος της Περιφέρειας Αττικής. Αποτελεί ουσιαστικά μια συνοπτική παρουσίαση, αρχικά των βασικών διαρθρωτικών και αναπτυξιακών χαρακτηριστικών της περιοχής που επιδρούν στον τομέα της έρευνας και καινοτομίας και έπειτα της στρατηγικής και των πεδίων εξειδίκευσης που προέκυψαν από τη διαβούλευση για τη διαμόρφωση των σχετικών αναπτυξιακών προτεραιοτήτων.
[2] Η έξυπνη εξειδίκευση αποτελεί μια επιχειρηματική διαδικασία ανακάλυψης, η οποία επιδιώκει να εντοπίσει τους τομείς στους οποίους μία περιφέρεια ή χώρα έχει συγκριτικά περισσότερη εξειδίκευση και καλύτερες επιδόσεις, σε όρους έρευνας, ανάπτυξης και καινοτομίας.
[3] Η τεχνική της «Αλυσίδας Αξίας» (Porter, 1985) εξετάζει τις εσωτερικές λειτουργίες ενός οργανισμού και το βαθμό της συνέργιας που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Η αλυσίδα αξίας βοηθάει στον εντοπισμό της συνεισφοράς των επιμέρους δραστηριοτήτων στη συνολική αξία που δημιουργείται για τους πελάτες. Πρόκειται για μια μέθοδο εκτίμησης διαφόρων δυνάμεων και αδυναμιών που παρουσιάζονται σ’ έναν αριθμό λειτουργιών που συνδέονται μεταξύ τους, κάθε μία από τις οποίες δημιουργεί αξία / περιθώριο (margin) για τον πελάτη.
Παυλέας, Σ. (2016) Η στρατηγική της «Έξυπνης Εξειδίκευσης» στην Περιφέρεια Αττικής, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/έξυπνη-εξειδίκευση/ , DOI: 10.17902/20971.60
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9