Το κατά πόσο μια κοινωνία αντιμετωπίζει την κοινωνική ανισότητα ως πρόβλημα κοινωνικής δικαιοσύνης σχετίζεται με την ταξική ηγεμονία. Όταν οι κυριαρχούμενοι αποδέχονται την κοινωνικά υποτελή θέση τους, την αποδέχονται συνήθως και ως φυσική τάξη πραγμάτων, αν όχι και ως δίκαιη διευθέτηση του τι μπορεί να διεκδικήσει κανείς από τη ζωή του.
Για τις φιλελεύθερες και νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις, που κυριαρχούν τις τελευταίες δεκαετίες, η ανισότητα δεν αποτελεί πρόβλημα. Θεωρώντας τα άτομα εγγενώς άνισα μεταξύ τους, οι άνισες συνθήκες κάτω από τις οποίες καταλήγουν να ζουν προβάλλουν ως φυσικό επακόλουθο. Η αποδοχή της ανισότητας ως φυσικής κατάστασης, συνδυάζεται και με την άποψη ότι η κοινωνική πρόοδος είναι αποτέλεσμα της ατομικής προόδου, η οποία προκύπτει μέσα από τον ανταγωνισμό. Έτσι, ευδοκιμεί και η αντίληψη ότι το κοινό καλό εξυπηρετείται από τη στήριξη της κοινωνίας στους πιο δυνατούς παίκτες (μαθητές, επιχειρηματίες, αθλητές …) η ατομική πρόοδος των οποίων υποτίθεται ότι θα διαχυθεί σταδιακά σε όλο το κοινωνικό σώμα. Οι πιο προοδευτικές εκδοχές του φιλελευθερισμού δέχονται ότι η ανισότητα αποτελεί πρόβλημα κοινωνικής δικαιοσύνης και προσπαθούν να το αντιμετωπίσουν μέσω της παροχής «ίσων ευκαιριών». Οι ίσες ευκαιρίες, ωστόσο, οδηγούν συστηματικά σε άνισα αποτελέσματα, όταν τα άτομα στα οποία προσφέρονται είναι εγγενώς άνισα. Όμως, η κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων έχει πλέον περιορίσει όχι μόνο τις πολιτικές ευαισθησίες, αλλά και την απλή αναφορά στα ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, ακόμη και με τη σχετικώς ανώδυνη μορφή των ίσων ευκαιριών.
Οι οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες οδήγησαν σε εκρηκτική διεύρυνση των ανισοτήτων, κάτι που τις επαναφέρει προοδευτικά στο προσκήνιο ως ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης. Μέσα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ιδεολογικής κυριαρχίας, ωστόσο, οι μεγάλες και διευρυνόμενες ανισότητες γίνονται κυρίως στόχος όσων τις βλέπουν ως παράγοντα που περιορίζει τις προοπτικές ανάπτυξης (Guélaud 2015).
Στην Ελλάδα της κρίσης η εισοδηματική ανισότητα διευρύνθηκε. Μεταξύ 2009 και 2014, ο δείκτης 80/20 (δηλαδή ο λόγος του εισοδήματος εκείνων που βρίσκονται στο υψηλότερο 20% σε σχέση με εκείνους που βρίσκονται στο χαμηλότερο 20% της σχετικής κλίμακας) αυξήθηκε από 5,8 σε 6,5 φορές και ο δείκτης ανισοκατανομής Gini από 33,1 σε 34,5 (ΕΛΣΤΑΤ 2015).
Λιγότερο ορατή είναι η διεύρυνση των ανισοτήτων στο χώρο της εκπαίδευσης. Εδώ, κυριαρχούν στην κοινωνική και πολιτική ατζέντα ζητήματα που ευαισθητοποιούν κυρίως μεσοστρωματικά νοικοκυριά, τα οποία στηρίζουν στην εκπαίδευση την ελπίδα ότι τα παιδιά τους θα διατηρηθούν τουλάχιστον στη δική τους κοινωνική θέση. Έτσι, σημαντική ορατότητα έχουν αποκτήσει τα προβλήματα απορρόφησης αποφοίτων ΑΕΙ –ακόμη και «επίλεκτων» Σχολών με μεταπτυχιακές σπουδές– σε μια ασθμαίνουσα αγορά εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάδειξη του προβλήματος της «διαρροής εγκεφάλων» (brain drain) δεν σχετίζεται μόνο με την αναμφισβήτητη σοβαρότητα του προβλήματος για την ελληνική οικονομία, αλλά και με τα κοινωνικά στρώματα που έχουν κυρίως θιγεί από τη σχετική εξέλιξη. Όταν τη δεκαετία του 1990 χαμηλότερα στρώματα έχαναν σημαντικό μέρος της πρόσβασής τους –μέσω σπουδών– στη δημόσια κυρίως απασχόληση, το πρόβλημα είχε περιορισμένη ανάδειξη στην κοινωνική και πολιτική ημερήσια διάταξη.
Η ορατότητα της κοινωνικής ανισότητας όσον αφορά την πρόσβαση στην εκπαίδευση, όπως και η αύξησή της, εξακολουθεί και σήμερα να είναι περιορισμένη, με αποτέλεσμα να μην αναδεικνύεται ως βασικό πρόβλημα προς επίλυση. Αυτό οφείλεται, εν μέρει, και στο ότι η ανισότητα αυτή δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή επειδή υποστασιοποιείται μονοσήμαντα και σχετικώς αργά από τις εισαγωγικές εξετάσεις και, σε μεγάλο βαθμό, εξατομικεύεται. Σε άλλες χώρες –όπως στη Γερμανία, για παράδειγμα– οι εκπαιδευτικές διαδρομές διαχωρίζονται κοινωνικά με πιο ευδιάκριτο τρόπο και από πολύ πιο νεαρή ηλικία (Maloutas & Ramos-Lobato 2015).
Στην Ελλάδα, οι εξόφθαλμα προνομιακές διαδρομές στην εκπαίδευση αφορούν το μικρό σχετικώς ποσοστό μαθητών στα «επίλεκτα» ιδιωτικά και σε ορισμένα πρότυπα δημόσια σχολεία και, στη συνέχεια, τις σπουδές σε φημισμένα πανεπιστήμια μιας μικρής ομάδας ξένων χωρών. Στο άλλο άκρο, οι πιο δυσμενείς διαδρομές που τερματίζονται γρήγορα (σχολική διαρροή) ή είναι απολύτως αναποτελεσματικές (λειτουργικός αναλφαβητισμός) έχουν, επίσης, σχετικώς μικρό ειδικό βάρος και αφορούν συχνά κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες, όπως οι Ρομά.
Η μεγάλη πλειονότητα των μαθητών/τριών περνά μέσα από το ενιαίο δημόσιο σχολείο και η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εξαρτάται κυρίως από την επίδοση σε ενιαίες και αδιάβλητες εισαγωγικές εξετάσεις. Έτσι, δημιουργείται η πεποίθηση ότι πρόκειται για μια διαδικασία που προσφέρει ίσες ευκαιρίες στη μεγάλη πλειονότητα του μαθητικού πληθυσμού, αν εξαιρέσει κανείς τις κοινωνικά άνισες δυνατότητες προετοιμασίας για τις εισαγωγικές εξετάσεις (Sianou-Kyrgiou 2008).
Εάν υπήρχαν έστω και στοιχειωδώς ίσες ευκαιρίες, η κοινωνική καταγωγή των φοιτητών/τριών σε όλες τις Σχολές και Τμήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα ήταν παραπλήσια της κατανομής των κοινωνικών ομάδων στον συνολικό πληθυσμό. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συμβαίνει. Αντίθετα, τα δεδομένα που αφορούν το επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων των φοιτητών/τριών σε όλα τα Τμήματα των ΑΕΙ που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ (2014) δείχνουν ότι η κοινωνική προέλευση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και ότι ο ρόλος αυτός διευρύνθηκε μέσα στην κρίση.
Στο διάγραμμα 1 φαίνεται ότι οι υποψήφιοι με γονείς απόφοιτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είχαν το 2010 σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες από τον μέσο υποψήφιο να φοιτήσουν σε ΑΕΙ και ότι το 2014 η απόσταση αυτή αυξήθηκε από 1,9 σε 2,3 φορές [1]. Πολύ πιο άνισες είναι οι πιθανότητες όσον αφορά τη φοίτηση σε «επίλεκτες» Σχολές (Διάγραμμα 2): 3,1 φορές περισσότερες από εκείνες του μέσου υποψήφιου για το 2010 και αύξηση σε 3,6 φορές το 2014. Η ανισότητα είναι καταλυτική όσον αφορά τις πιθανότητες όσων προέρχονται από γονείς 3βάθμιας εκπαίδευσης σε σύγκριση με εκείνους που προέρχονται από γονείς γυμνασιακής εκπαίδευσης το πολύ: Πενταπλάσιες για την εισαγωγή σε ΑΕΙ το 2010 που διευρύνθηκαν σε 8,6 φορές το 2014 και 17,7 φορές περισσότερες όσον αφορά την εισαγωγή σε «επίλεκτες» Σχολές το 2010, που αυξήθηκαν σε 29,5 φορές περισσότερες το 2014.
Είναι γνωστό ότι η εκπαίδευση δεν μορφώνει απλώς τις νέες γενιές. Ταυτόχρονα ιεραρχεί τα μέλη τους βάσει της επίδοσής τους, διαμορφώνοντας άνισες προοπτικές κοινωνικής κινητικότητας. Η ιεράρχηση αυτή αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό τις ταξικές ιεραρχίες και άλλες διακρίσεις των προηγούμενων γενεών. Η σημασία των εκπαιδευτικών διαπιστευτηρίων γίνεται λιγότερο σημαντική σε μια εποχή που αυτά γίνονται κτήμα όλο και περισσότερων νέων ατόμων και, αντίθετα, αυξάνεται η σημασία του συσσωρευμένου οικονομικού και κοινωνικού κεφαλαίου. Παρόλα αυτά, όμως, ο διαχωρισμός που επιτελεί η εκπαίδευση παραμένει εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας για τις προοπτικές κοινωνικής κινητικότητας του μεγαλύτερου τμήματος των νέων γενεών.
Μέσα στις συνθήκες αυτές, σημαντικός ρόλος του σχολείου πρέπει να είναι η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και διακρίσεων, ρόλος που έχει παραγκωνιστεί από τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις και πολιτικές. Η κοινωνική ανισότητα που διέπει και ενισχύεται από τις εκπαιδευτικές διαδρομές, παρά την σχετικώς περιορισμένη ορατότητα της, αποτελεί κεντρικό ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης που πρέπει να αντιμετωπισθεί μαζί με τα πολλά άλλα προβλήματα που έχουν συσσωρευθεί σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες και έχουν επιδεινωθεί από την κρίση.
[1] Οι πιθανότητες υπολογίστηκαν συγκρίνοντας τα ποσοστά των τριών ομάδων φοιτητών/-τριών ΑΕΙ ανάλογα με το επίπεδο εκπαίδευσης των γονιών τους με εκείνα του γενικού πληθυσμού ανάλογης ηλικίας (40-75 ετών) όσον αφορά το επίπεδο εκπαίδευσης.
[2] Ως «επίλεκτες» Σχολές θεωρήσαμε ενδεικτικά 20 περίπου Τμήματα ΑΕΙ (από ένα σύνολο 262) όπου οι γονείς των φοιτητών/τριών είχαν και το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης με βάση τα δεδομένα του 2014 (ελάχιστες αλλαγές στη σχετική ομαδοποίηση προκύπτουν αν χρησιμοποιήσει κανείς τα δεδομένα του 2010). Οι Σχολές αυτές έχουν κατά κανόνα και τις υψηλότερες βαθμολογικές βάσεις εισαγωγής. Πρόκειται για τις εξής:
Μαλούτας, Θ. (2016) Εκπαίδευση και αναπαραγωγή της ταξικής ανισότητας στα χρόνια της κρίσης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/άνιση-πρόσβαση-στην-εκπαίδευση/ , DOI: 10.17902/20971.59
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το κείμενο διερευνά τις μεταλλαγές του ελληνικού συστήματος στέγασης από τη δεκαετία του ’90 μέχρι την κρίση του 2008, δίνοντας έμφαση στη διασύνδεση της κατοικίας με το χρηματοπιστωτικό σύστημα μέσω των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων [1]. Η βασική τεκμηρίωση στηρίζεται σε στοιχεία του Τμήματος Ανάλυσης Αγοράς Ακινήτων της Τράπεζας της Ελλάδος και σε ημιδομημένες συνεντεύξεις με τραπεζικούς υπαλλήλους και δανειολήπτες.
Στην ελληνική πόλη, η κατοικία λειτούργησε παραδοσιακά ως ανελκυστήρας κοινωνικής κινητικότητας, μετατρέποντας ευρείες λαϊκές μάζες σε μεσαία στρώματα (Burgel 2002). Η αντιπαροχή – κοινοπραξία μεταξύ οικοπεδούχου και εργολάβου που κατανέμουν το τελικό προϊόν μεταξύ τους ανάλογα με την αγοραία εκτίμηση της επένδυσης του κάθε συμβαλλόμενου – και η αυθαίρετη δόμηση αποτέλεσαν τα δύο κυρίαρχα και συμπληρωματικά συστήματα παραγωγής κατοικίας που λειτούργησαν μέσω οικογενειακών αποταμιεύσεων, παρακάμπτοντας σε μεγάλο βαθμό το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Παρά τη σταδιακή κυριαρχία μηχανισμών της αγοράς από το ’70, αυτά τα συστήματα στέγασης παρήγαγαν περιορισμένους στεγαστικούς διαχωρισμούς, δημιουργώντας ένα χωροκοινωνικό συνεχές στον αστικό χώρο χωρίς κοινωνικά ακραία φαινόμενα (Μαλούτας 2009). Μέχρι τη δεκαετία του ’90, η κατακερματισμένη ιδιοκτησία και ο διάχυτος έλεγχος στη γη και την οικοδομή εξασφάλισαν τη γεωγραφική και κοινωνική διάχυση της γαιοπροσόδου, την κατανομή, δηλαδή, του κέρδους άνισα μεν, αλλά χωρίς αποκλεισμούς, μεταξύ όλων των εμπλεκομένων στην οικοδόμηση – οικοπεδούχων, εργολάβων, αγοραστών / κατοίκων (Βαΐου, Μαντουβάλου, Μαυρίδου 2004). Έτσι, η κατοικία στο πλαίσιο της οικογενειακής οικονομίας κάλυψε πολλαπλές λειτουργίες, όπως οι στεγαστικές ανάγκες για τα μέλη της διευρυμένης οικογένειας, η εργασία για το πλήθος ανειδίκευτων εργατών, ενώ αποτέλεσε «ασφαλή» επενδυτική στρατηγική, συμπληρωματικό εισόδημα μέσω ενοικίων και πραγματική και συμβολική ένταξη/εγκατάσταση στον αστικό χώρο.
Μετά την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ το 2001 και την πλήρη απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης το 2003, ο τραπεζικός δανεισμός αποτέλεσε τον κύριο τρόπο πρόσβασης των νοικοκυριών σε κατοικία, με θεαματικά υψηλή αύξηση, κυρίως την χρονική περίοδο 2002-2007 (Σαπουντζόγλου, Χατζηκωνσταντίνου, Μητράκος, Πεντότης 2010). Η ανάπτυξη του τραπεζικού δανεισμού εφοδίασε τους καταναλωτές με μια πρωτοφανή αγοραστική δύναμη, πολύ μεγαλύτερη από αυτή που είχαν παραδοσιακά μέσω των οικογενειακών αποταμιεύσεων, την οποία επένδυσαν στην κατοικία. Τελικά, αυτή η υψηλή προσφορά δανείων, τροφοδοτώντας την αγοραστική δύναμη, αύξησε «τεχνητά» τη ζήτηση για αγορά κατοικιών και προκάλεσε συνεχή άνοδο των τιμών, χωρίς παράλληλη αύξηση της ποιότητας της κατοικίας (Εμμανουήλ 2004).
Με τον τρόπο αυτό, από το ’90 και μέχρι την οικονομική κρίση του 2008, οι διαδικασίες σταδιακής «εμπορευματικοποίησης» και «χρηματιστικοποίησης» του τομέα της κατοικίας αποτελούν το πλαίσιο που γέννησε νέες χωροκοινωνικές αντιθέσεις, σχετικοποιώντας προηγούμενες διαπιστώσεις περί μειωμένων διαχωρισμών στην ελληνική πόλη. Πιο συγκεκριμένα, η ενεργοποίηση των τραπεζών στον τομέα της κατοικίας μείωσε τον κοινωνικά διάχυτο έλεγχο στη γη και στην οικοδομή, καθώς ο χρηματοπιστωτικός τομέας έλεγχε όλο και περισσότερο την κατανομή των πόρων για την αγορά στέγης. Επηρεάζοντας ανοδικά τις τιμές κατοικίας, έκανε την πρόσβαση στην ιδιόκτητη στέγη αδύνατη με βάση τις αποταμιεύσεις και την δανειοδότηση σχεδόν αναγκαστική λύση, αποκλείοντας έτσι ένα τμήμα δυνητικών αγοραστών τους οποίους ώθησε στην ενοικίαση (Εμμανουήλ 2004, Μαλούτας 2009). Επιπλέον, το τραπεζικό κεφάλαιο που επενδύθηκε στην εκμετάλλευση της γης μετάλλαξε τον τρόπο κατανομής της αστικής γαιοπροσόδου, εκτοπίζοντας συντελεστές της παραγωγής ή μετασχηματίζοντας τις στρατηγικές τους. Για παράδειγμα, οι μικροί εργολάβοι μέσω του διευρυμένου τραπεζικού δανεισμού είχαν πλέον τη δυνατότητα να αγοράζουν οικόπεδα για μελλοντική ανοικοδόμηση, υπερβαίνοντας συχνά την καθιερωμένη σχέση ανταλλαγής με τον οικοπεδούχο (αντιπαροχή) και ως εκ τούτου αυξάνοντας τα κέρδη τους. Γενικότερα, ο στεγαστικός δανεισμός ενίσχυσε προϋπάρχουσες τάσεις κυριαρχίας της αγοράς ως τρόπου απόκτησης κατοικίας και ως μηχανισμού χωροθέτησης των διαφόρων κοινωνικών ομάδων στον αστικό ιστό.
Οι εξελίξεις αυτές επέδρασαν, αλλά και αντικατοπτρίζονται, στα γεωγραφικά χαρακτηριστικά της αγοράς στεγαστικών δανείων. Ο τρόπος που κατανέμονται τα στεγαστικά δάνεια στο λεκανοπέδιο Αττικής δεν αποτελεί απλώς το αποτέλεσμα της συνάθροισης των επιλογών περιοχής κατοικίας, αλλά εγγράφει και τις πολιτικές διακρίσεων του χρηματοπιστωτικού συστήματος στις χορηγήσεις δανείων. Τα ευρήματα που παρουσιάζονται είναι αποτέλεσμα ποσοτικής ανάλυσης τμήματος του αρχείου της Τράπεζας της Ελλάδος, εστιάζοντας αποκλειστικά στο νομό Αττικής κατά τη διάρκεια των ετών 2006–2013, και ποιοτικών συνεντεύξεων με υπαλλήλους και στελέχη του χρηματοπιστωτικού τομέα και δανειολήπτες.
Με βάση τις συνολικά 85.000 εκτιμήσεις οικιστικών ακινήτων που πραγματοποιήθηκαν από το σύνολο των ελληνικών εμπορικών τραπεζών, στο Νομό Αττικής, κατά τα έτη 2006 – 2013 [2], δεν προκύπτει μία ομοιόμορφη, οριζόντια διάχυση ίδιου τύπου δανείων στο λεκανοπέδιο Αττικής. Αντίθετα, διακρίνονται έντονες χωρικές διαφοροποιήσεις, λόγω των χαρακτηριστικών της ζήτησης και της άνισης πρόσβασης στον στεγαστικό δανεισμό. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι η επιλεκτική συγκέντρωση των δανείων σε συγκεκριμένες περιοχές της πόλης είναι ταυτόχρονα και εστίαση σε συγκεκριμένες «επιθυμητές» κοινωνικές ομάδες που δανειοδοτούνται και, παράλληλα, αποκλεισμός άλλων ομάδων ως υψηλού πιστωτικού «ρίσκου».
Συγκεκριμένα, τα στεγαστικά δάνεια συγκεντρώνονται χωρικά στις περιαστικές γειτονιές της πόλης, ενώ σχεδόν απουσιάζουν από περιοχές στο κέντρο. Όπως φαίνεται στο χάρτη (βλέπε Χάρτες 1 και 2), παρατηρούμε σημαντικές συγκεντρώσεις δανείων δυτικά στην Πετρούπολη, βόρεια στο δήμο Αχαρνών, ανατολικά στα Μεσόγεια, νότια στη Γλυφάδα–Βούλα. Η πρόσβαση στον δανεισμό χαρακτηρίζεται από μία διττή γεωγραφία: αφενός, από τη διχοτομία ανατολικής και δυτικής πλευράς της πόλης λόγω των διαφορετικών τύπων δανείων (ακριβά δάνεια στα ανατολικά και φτηνότερα στα δυτικά) και, αφετέρου, από την έντονη διάκριση κέντρου και περιφέρειας.
Η χωρική συγκέντρωση των δανείων στις περιαστικές περιοχές της Αθήνας οφείλεται, αφενός, στις στεγαστικές προτιμήσεις της πλειονότητας των αγοραστών την περίοδο αυτή να κατοικήσουν στα προάστια. Σημαντικός είναι ο αριθμός των νέων νοικοκυριών που αγοράζουν κατοικία μέσω στεγαστικού δανείου κοντά στην περιοχή κατοικίας των γονέων τους, σε παραδοσιακά εργατικές περιοχές στα προάστια (Πετρούπολη, Πέραμα). Όμως, εκτός από αυτό, παρατηρούμε την έντονη συγκέντρωση στεγαστικών δανείων σε εκτεταμένες περιοχές στη ΒΑ Αττική, που έχουν μπει εκ νέου και με δυναμικό τρόπο στην αγορά ακινήτων, λόγω των μεγάλων κυκλοφοριακών έργων, και οι οποίες μέχρι πρόσφατα είχαν πολύ χαμηλές τιμές. Στην περίπτωση αυτή, ο διευρυμένος στεγαστικός δανεισμός έδωσε τη δυνατότητα σε μικρομεσαία στρώματα, που παραδοσιακά κατοικούσαν σε κεντρικές περιοχές, να διασκορπιστούν στα νέα προάστια με κύριο κριτήριο χωροθέτησης όχι τα δίκτυα συγγένειας, αλλά τις χαμηλές τιμές της «υποαγοράς» κατοικίας. Έτσι, σκιαγραφούνται τάσεις στεγαστικής κινητικότητας, διαφοροποιημένες, όμως, κοινωνικά από αυτές της προηγούμενης περιόδου, καθώς αφορούν πια κυρίως χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα.
Εκτός από τις προτιμήσεις για περιοχές κατοικίας, η γεωγραφία της αγοράς στεγαστικών δανείων είναι απότοκο των πολιτικών δανειοδότησης των τραπεζών, οι οποίες εγγράφουν κοινωνικές και χωρικές διακρίσεις. Πρώτον, η συγκεντρωποιημένη δομή του ελληνικού τραπεζικού συστήματος – κυριαρχία τεσσάρων μεγάλων εμπορικών τραπεζών με έδρα στην Αττική – έχουν άμεση σχέση με την άνιση πρόσβαση στον στεγαστικό δανεισμό. Δεύτερον, οι συγκεντρωποιημένες διαδικασίες στη λήψη αποφάσεων έχουν, επίσης, ως αποτέλεσμα την πριμοδότηση ή τον αποκλεισμό συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, επαγγελματικών κατηγοριών, ακόμα και περιοχών ή ολόκληρων περιφερειών – για παράδειγμα, πριμοδότηση δημόσιων υπαλλήλων, ελλειμματική δανειοδότηση νοικοκυριών απασχολούμενων στον αγροτικού τομέα.
Στη συνέχεια, οι ίδιοι οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες που χρησιμοποιούν οι τράπεζες «εσωτερικά» για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των δανειοληπτών προσφέρουν ένα πολύ γόνιμο πεδίο για την ανίχνευση των νέων γεωγραφιών που παράγονται. Τα εργαλεία αυτά κατηγοριοποιούν τους υποψήφιους δανειολήπτες και τις περιοχές σε διακριτές ομάδες ανάλογα με το δυνητικό κέρδος που μπορούν να προσφέρουν, μετατρέποντας τους σε ισοδύναμα εμπορευμάτων με συγκεκριμένη τιμή που είναι διαθέσιμα προς πώληση όπως οποιοδήποτε άλλο αγαθό (Aalbers 2011). Για παράδειγμα, κατά τη διαδικασία της «στοχοθεσίας» το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ορίζει σε κεντρικό επίπεδο την ποσότητα των στεγαστικών δανείων που θα χορηγήσει σε τοπικό επίπεδο, συχνά ανά Ταχυδρομικό Κώδικα. ‘Ετσι, ο φαινομενικά «καθαρά εσωτερικός» (όπως αναφέρεται στις συνεντεύξεις) μηχανισμός για την τράπεζα έχει άμεσο αντίκτυπο στην ανάπτυξη της πόλης και την κοινωνική διαίρεση του αστικού χώρου.
Επιπλέον, σε κεντρικό επίπεδο γίνεται το creditscoring, δηλαδή η διαδικασία βαθμολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας των υποψήφιων αγοραστών για την έγκριση ή την απόρριψη ενός δανείου μέσα από τη βαθμολόγηση του εισοδήματος, του φύλου, της εθνικότητας και της ηλικίας του υποψήφιου δανειολήπτη, αλλά έμμεσα και των περιοχών αγοραπωλησίας της νέας κατοικίας. Στην Αθήνα, μέσα από τα εργαλεία αυτά i) δόθηκαν δυσμενέστεροι όροι δανειοδότησης σε περιοχές χαμηλότερων στρωμάτων ή μεταναστευτικού πληθυσμού, συγκεκριμένα εκχωρήθηκαν χαμηλότερα δάνεια στα δυτικά ή σε κεντρικές περιοχέςii) εντοπίστηκαν διαδικασίες εκτοπισμού ή αποθάρρυνσης από την τραπεζική δανειοδότηση των « επισφαλών » κοινωνικών ομάδων ή ακόμα και διαδικασίες απαξίωσης των κεντρικών περιοχών εκ μέρους των εκτιμητών ακινήτων, οι οποίοι προσδιόριζαν χαμηλές αγοραίες αξίες σε ακίνητα που βρίσκονταν σε κεντρικές περιοχές «γκέτο» με επακόλουθο την εκχώρηση χαμηλότερων δανείων από τις τράπεζες. Έτσι, η απουσία στεγαστικών δανείων σε κεντρικές περιοχές της Αθήνας δεν είναι το παθητικό, αδιαμεσολάβητο αποτέλεσμα της ζήτησης, αλλά δείχνει ότι και εδώ αναπαράχθηκαν έμμεσα ή άμεσα φαινόμενα τραπεζικού αποκλεισμού, χωρίς να αναπαράγονται, όμως, με απόλυτο τρόπο φαινόμενα γνωστά από την αμερικανική εμπειρία, όπως ο αποκλεισμός ολόκληρων περιοχών από τον στεγαστικό δανεισμό λόγω του «επισφαλούς» εθνοτικού πληθυσμού που κατοικεί εκεί, υπό τον όρο “red-lining” (Aalbers 2011).
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας αναδεικνύεται την περίοδο αυτή σε σοβαρό «αστικό συντελεστή», που δημιουργεί συνέχειες και τομές στο παραδοσιακό σύστημα στέγασης. Παρά τη ρητορική του κυρίαρχου λόγου ότι η στεγαστική πίστη έγινε προσιτή σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, φαίνεται, καταρχάς, να διαμορφώνεται ένα πλαίσιο πιο επισφαλούςπρόσβασης στην κατοικία σε σχέση με την κοινωνικά διάχυτη πρόσβαση στη στέγη που προσέφερε ασφάλεια κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Γίνεται αντιληπτό ότι η διασύνδεση της κατοικίας με το χρέος περισσότερο αύξησε την κερδοσκοπία γύρω από τα ακίνητα, το ρίσκο και την πίεση για αποπληρωμή από πλευράς δανειοληπτών, παρά ενίσχυσε την πρόσβαση σε ιδιόκτητη κατοικία για χαμηλές εισοδηματικές ομάδες. Η διερεύνηση του στεγαστικού δανεισμού και των «κρυφών μηχανισμών» που τον χαρακτηρίζουν σκιαγραφεί νέες γεωγραφίες ανισοτήτων. Άλλωστε, η οικονομική κρίση του 2008 υπογραμμίζει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο ότι το μοντέλο πρόσβασης στην κατοικία μέσω στεγαστικής πίστης αποτελεί σοβαρό υπόβαθρο της σημερινής εντεινόμενης κρίσης στη στέγη, η οποία έχει πια ορατές συνέπειες για ευρείες κοινωνικές ομάδες.
[1] Η έρευνα εντάσσεται στο πλαίσιο της υπό εκπόνηση διδακτορικής διατριβής υπό την επίβλεψη του καθ. Guy Burgel, και σύμβουλο τον καθ. Νίκο Μπελαβίλα, με προσωρινό τίτλο: «La production de l’espace dans la capitale grecque entre état et marché: Le cas du marché hypothécaire», η οποία χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ).
[2] Οι εκτιμήσεις αυτές αντιπροσωπεύουν το σύνολο των εκτιμήσεων που έλαβαν χώρα την οκταετία αυτή. Η συντριπτική πλειοψηφία των εκτιμήσεων αυτών κατά την περίοδο 2006-2009 στόχευαν στη χορήγηση στεγαστικού δανείου, οπότε και στην ανάλυση που πραγματοποιείται, εξάγονται συμπεράσματα για τα εκχωρούμενα δάνεια.
Πατατούκα, Έ. (2015) Η πρόσβαση στην ιδιόκτητη κατοικία μέσω στεγαστικού δανεισμού μεταξύ 1990–2013: Στεγαστική κινητικότητα των δανειοληπτών προς τα προάστια και ενδείξεις τραπεζικού αποκλεισμού στο κέντρο της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/στεγαστικός-δανεισμός/ , DOI: 10.17902/20971.12
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το μικρομεσαίο τοπικό εμπόριο σε πολλές περιφερειακές και κεντρικές γειτονιές των πόλεων (και ειδικά της Αθήνας) είναι ένας από τους τομείς που πλήττονται σημαντικά από την οικονομική κρίση, μετά το 2010.
Μέσα από μελέτες των εμπορικών φορέων και από ανακοινώσεις της Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) παρατηρείται μία αυξανόμενη ύφεση της εμπορικής δραστηριότητας στην Αθήνα και στον Πειραιά, με βασικά χαρακτηριστικά τη βαθμιαία αύξηση των κλειστών καταστημάτων και τη διαρκή πτώση του κύκλου εργασιών τους. Η εικόνα αυτή μεταφέρεται και σε δημοσιεύματα στον Τύπο, πολλές φορές πλειοδοτώντας σε αριθμούς, όπου τα εμπορικά κέντρα των δύο πόλεων παρουσιάζονται ως «κατεστραμμένες ζώνες». Οι ερμηνείες αυτής της κρίσης, στην πρώτη φάση από το 2010, στηρίχθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, σε κυρίαρχες στερεοτυπικές αντιλήψεις, που απέδιδαν την ύφεση στην αύξηση της παραβατικότητας, την ανασφάλεια, την παρουσία των μεταναστών πλανόδιων εμπόρων και τις πολιτικές διαδηλώσεις.
Η μακρά εγκατάλειψη του δημόσιου χώρου στο κέντρο της πρωτεύουσας, μετά την τελευταία εντυπωσιακή ανάπλασή του το 2004, όπως και η έκρηξη και πτώση της κτηματαγοράς με τα συνεπακόλουθά τους, οδήγησαν σε ένα τεράστιο κενό κτιριακό απόθεμα δημιουργώντας «μαύρες τρύπες» σε κεντρικά αστικά μέτωπα. Αυτό συνδυάστηκε με τη μόνιμη απαξίωση και εγκατάλειψη των διατηρητέων ιστορικών κτιρίων που ήταν ήδη εγκαταλειμμένα από προηγούμενες εποχές.
Η μελέτη και συστηματική καταγραφή του φαινομένου των κλειστών καταστημάτων σε χαρακτηριστικά τμήματα συνοικιών και κεντρικών οδών της Αθήνας και του Πειραιά επιτρέπει μια αναλυτική και σύνθετη περιγραφή των τάσεων συρρίκνωσής του, αντίστοιχη της πραγματικότητας. Επιτρέπει, επομένως, την ανάδειξη κρίσιμων διαφοροποιήσεων ανάλογα με το είδος της εμπορικής δραστηριότητας, τη γεωγραφία και την ένταση του φαινομένου. Τα δεδομένα επιτρέπουν την εστίαση (2010-2013) σε τμήματα της Κυψέλης, της πλατείας Βάθης, του Μεταξουργείου, των Εξαρχείων, του Κουκακίου, και του κέντρου του Πειραιά.
Η εικόνα εμφανίζει μια ενδιαφέρουσα διακύμανση. Γενικά παρατηρείται μεν ένα τεράστιο κτιριακό απόθεμα κενών καταστημάτων που κυμαίνεται από 25% έως 50%. Δύο είδη εμπορίου δείχνουν ανθεκτικότητα: το χονδρικό εμπόριο των μεταναστών, το οποίο παρασύρει θετικά και το γειτονικό τοπικό εμπόριο των γηγενών, όπως και το λαϊκό φθηνό εμπόριο. Αντίθετα, καταστήματα σε ακριβούς δρόμους, ειδών ένδυσης, ειδών πολυτελείας, αυτοκινήτων κλπ, τα οποία αναπτύχθηκαν την εποχή της ευημερίας περί το 2000-2004 στην πλειονότητά τους κατέρρευσαν. Διακυμάνσεις διαφόρων τύπων παρατηρούνται επίσης μεταξύ των κεντρικών δρόμων και των δευτερευόντων.
Πηγή: Γλένη Β. et al (2013)
Τα κλειστά καταστήματα στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους της Κυψέλης (το 2013) ανέρχονται στο 40% του συνόλου, αγγίζοντας τα μεγαλύτερα ποσοστά «λουκέτων» που έχουν καταγραφεί για το εμπορικό κέντρο της Αθήνας. Οι διάφορες κατηγορίες καταστημάτων πλήττονται εξίσου, ενώ γεωγραφικά τα κενά είναι λιγότερα στον κεντρικό πεζόδρομο της Αγίας Ζώνης και στο βασικό εμπορικό άξονα της Δροσοπούλου από εκείνα σε δευτερεύουσας εμπορικής σημασίας οδούς.
Κρίσιμο στοιχείο για την εμπορική δραστηριότητα στην Κυψέλη αποτελεί η συμβολή των μεταναστών, η οποία κυμαίνεται από 10% στην Αγίας Ζώνης μέχρι 25% στη Δροσοπούλου. Μεταξύ των κλειστών καταστημάτων γηγενών και μεταναστών πλήττονται όλα εξίσου, σε ποσοστό που κυμαίνεται από 25% έως 35%, ανάλογα με τη θέση τους.
Στην περιοχή της πλατείας Βάθης και του Άγιου Παύλου, η παρουσία κενών καταστημάτων είναι ορατή σε όλη την περιοχή (το 2013). Η εικόνα αυτή, σε συνδυασμό και με τα εγκαταλελειμμένα νεοκλασικά κτίρια, τα κενά διαμερίσματα γραφείων ή κατοικιών των ορόφων και τα κενά οικόπεδα, διαμορφώνουν τοπικά αίσθηση ερήμωσης. Η έκταση του φαινομένου αναδεικνύεται, ακόμη παραπάνω, αν συνυπολογιστεί ότι εμφανίζονται και κενά ολόκληρα κτίρια, πρώην ξενοδοχεία ή πολυώροφες πολυκατοικίες.
Παρόλα αυτά, η περιοχή αυτή διατηρεί, σε μεγάλο βαθμό, την πολυλειτουργικότητα της. Συναντάται κατοικία σε μεγάλο τμήμα της περιοχής, καθώς και έντονη εμπορική δραστηριότητα, ιδιαίτερα σε κεντρικούς άξονες και γύρω από την πλατεία του Άγιου Παύλου.
Πηγή: Γλένη Β. et al (2013)
Στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους του Μεταξουργείου (το 2013) το ποσοστό των κλειστών καταστημάτων είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο που καταγράφεται στο κέντρο της Αθήνας και υπολογίζεται σε 23%. Το μικρότερο ποσοστό κλειστών καταστημάτων εντοπίζεται στην οδό Αγησιλάου, η οποία συγκεντρώνει τον κύριο όγκο του χονδρικού κυρίως εμπορίου, μίας δραστηριότητας με μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, αν και εγκατατεστημένης στην περιοχή την τελευταία δεκαπενταετία.
Στην περίπτωση του Μεταξουργείου κυριαρχούν, αν και με γεωγραφικές διαφοροποιήσεις, τα εμπορικά μεταναστών. Η πλειονότητα των καταστημάτων εντοπίζεται στις οδούς Κολοκυνθούς και Αγησιλάου. Και στους δύο αυτούς δρόμους, οι Κινέζοι καταστηματάρχες δραστηριοποιούνται κυρίως στην χονδρική πώληση, συμπαρασύροντας μετά το 2009 άλλες 40 ίδιες επιχειρήσεις Ελλήνων καταστηματαρχών.
Πηγή: Καταγραφή: Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2012, στο πλαίσιο του μαθήματος Πολεοδομία Ι: Αναλυτική προσέγγιση του Αστικού Χώρου (5ο εξάμηνο-Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχ ΕΜΠ). Διδάσκων: Νίκος Μπελαβίλας – Επικουρική διδασκαλία: Πολίνα Πρέντου, Ίρις Πολύζου.
Πηγή: Γλένη Β. et al (2013)
Στην περιοχή των Εξαρχείων εντοπίζονται (το 2012) 453 κλειστά ισόγεια καταστήματα, 86 κενά κτίρια, κυρίως μονώροφα και διώροφα, και 21 κενά οικόπεδα. Τα κλειστά ή ερειπωμένα κτίρια, στην πλειονότητά τους νεοκλασσικές κατοικίες, είναι σημάδια προηγούμενης κρίσης και άλλων αιτιών, και δε σχετίζονται άμεσα με τη σημερινή κρίση. Η επικαιροποίηση της καταγραφής (το 2013) εντοπίζει 467 κλειστά καταστήματα, κυρίως στους εμπορικούς δρόμους της περιοχής.
Από την καταγραφή των κλειστών καταστημάτων, προκύπτει ότι αυτά ανέρχονται σε ποσοστό περίπου 43% του συνόλου. Οι διάφορες κατηγορίες καταστημάτων πλήττονται εξίσου, ενώ γεωγραφικά τα «λουκέτα» είναι λιγότερα στους πιο κεντρικούς δρόμους. Τα ποσοστά των κλειστών καταστημάτων στα Εξάρχεια είναι παρόμοια με άλλων εμπορικών δρόμων και περιοχών του κέντρου της Αθήνας, αποσταθεροποιώντας με αυτό τον τρόπο τις κυρίαρχες αφηγήσεις για την περιοχή ως «κέντρο ταραχών και παραβατικότητας».
Από την καταγραφή προκύπτει, ακόμη, ότι τα καταστήματα υπερτοπικού και ειδικού εμπορίου (βιβλίο, εκδόσεις, μουσική, είδη σχεδίου), που αποτελούν χαρακτηριστικό της περιοχής, συρρικνώνονται, αλλά εξακολουθούν να έχουν σημαντική παρουσία.
Πηγή: Σοφία Θεοδωράκη, Κατερίνα Φαφούτη. Καταγραφή: Νοέμβριος 2011, στο πλαίσιο της διπλωματικής εργασίας «Κουκάκι_ Αναβαθμίσεις του υπαίθριου αστικού χώρου». Επιβλέποντες καθηγητές: Νίκος Μπελαβίλας, Γιώργος Χαϊδόπουλος.
Το Κουκάκι είναι μία από τις περιοχές της Αθήνας όπου απουσιάζουν τα χαρακτηριστικά εκείνα που σχετίζονται με την υποβάθμιση του κέντρου. Η περιοχή έχει καλή προσβασιμότητα με ΜΜΜ (τραμ, μετρό και λεωφορεία), βρίσκεται σε επαφή με τη ζώνη των αρχαιολογικών χώρων, το Ηρώδειο και το Μουσείο της Ακρόπολης.
Παρόλα αυτά, στο σύνολο της περιοχής του Κουκακίου εντοπίζονται (το 2011) 375 κενοί ισόγειοι χώροι και 156 κτίρια χωρίς χρήση. Τα κενά (ισόγεια και κτήρια) συγκεντρώνονται στους πιο εμπορικούς δρόμους της περιοχής, με ποσοστά μεταξύ 30-45 %. Είναι χαρακτηριστικό ότι επί του κεντρικού άξονα της λεωφόρου Συγγρού, με πολυώροφα κτίρια γραφείων και επιχειρήσεων, το 54% των κτιρίων έχουν στο ισόγειο χώρο προς ενοικίαση ενώ το 29% είναι εντελώς κενά ή με ελάχιστο ποσοστό χρήσης. Στην κατάρρευση αυτή συνέβαλε η κατάρρευση της αγοράς αυτοκινήτων η οποία είχε αναπτυχθεί στη λεωφόρο Συγγρού.
Πηγή: Βίβιαν Γλένη. Καταγραφή: Ιούνιος 2012, στο πλαίσιο της μεταπτυχιακής διπλωματικής εργασίας «Ανιχνεύοντας την κρίση στην πόλη του Πειραιά» ΔΠΜΣ “Πολεοδομία-Χωροταξία”, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχ. ΕΜΠ. Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Ντίνα Βαΐου.
Πηγή: Πηγή: Γλένη Β. et al (2013)
Στο κέντρο του Πειραιά, εντοπίζονται 315 κλειστά καταστήματα (το 2012). Στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους, τα κλειστά καταστήματα ανέρχονται σε ποσοστό περίπου 16% του συνόλου, πολύ χαμηλότερο από τα ποσοστά κενών στις κεντρικές περιοχές της Αθήνας. Παρατηρείται ότι οι διάφορες κατηγορίες καταστημάτων πλήττονται εξίσου, ενώ γεωγραφικά τα κλειστά καταστήματα είναι λιγότερα στους κεντρικότερους εμπορικούς άξονες.
Στην περίπτωση του κέντρου του Πειραιά, παρατηρείται ότι το «παραδοσιακό» φθηνό εμπόριο αντέχει, σε αντίθεση με το ακριβό εμπόριο ένδυσης και ειδών πολυτελείας το οποίο αναπτύχθηκε περί το 2000-2004. Τα καταστήματα λιανικού εμπορίου (ένδυσης) υποχωρούν, ενώ παράλληλα εξαπλώνονται τα καταστήματα εστίασης και αναψυχής.
Μπελαβίλας, Ν., Πρέντου, Π. (2015) Τα εγκαταλελειμμένα κτήρια και τα ξενοίκιαστα εμπορικά καταστήματα: Το χωρικό σχήμα της κρίσης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κλειστά-καταστήματα/ , DOI: 10.17902/20971.11
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Ο διεθνής οικονομικός ρόλος της Αθήνας αναλύεται από τρεις οπτικές γωνίες: τις οικονομικές δραστηριότητες διεθνούς προσανατολισμού, τις υπερτοπικές υποδομές που στηρίζουν τις προηγούμενες και την προσέλκυση διεθνών κεφαλαίων. Μια διάκριση πριν και μετά (κατά) την κρίση είναι αναγκαία, για προφανείς λόγους.
Σε διάφορες διεθνείς ιεραρχήσεις των μητροπόλεων κατά τα 10-15 χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης, η Αθήνα κατά κανόνα απουσίαζε, με εξαίρεση αυτές που λάμβαναν υπόψη και όχι άμεσα οικονομικούς παράγοντες, συνήθως το μέγεθος ή τον διοικητικό ρόλο. Ο χάρτης που ακολουθεί (ESPON 2013, 32) και παρουσιάζει μια αξιολόγηση των πόλεων που είχαν κάποιο είδος παγκόσμιου ρόλου το 2008, τοποθετεί την Αθήνα στην τρίτη κατηγορία, απλώς επιβεβαιώνοντας πλήθος ανάλογων κατατάξεων που, παρά τις διαφορετικές θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις, συστηματικά απονέμουν στην Αθήνα περιορισμένη διεθνή εμβέλεια.
Πηγή: Σύνδεμος
Στο οικονομικό επίπεδο, ο διεθνής ρόλος της Αθήνας ήταν σταθερά ασθενής όσον αφορά τον ανώτερο τριτογενή τομέα και ιδίως τις δραστηριότητες υπηρεσιών προς τις επιχειρήσεις με υπερεθνική εμβέλεια (συμπεριλαμβανομένων των μηχανισμών λήψης αποφάσεων), τις βιομηχανίες αιχμής, και τις ξένες άμεσες επενδύσεις (FDI), αδυναμίες που οδηγούσαν σε χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα και έλλειψη άμεσων ή έμμεσων ξένων επενδύσεων. Πολύ σημαντικές απουσίες ήταν, επίσης, αυτές των ισχυρών χρηματοπιστωτικών οργανισμών και (ως προς μια άλλη πτυχή του μητροπολιτικού ρόλου) εκείνες των ερευνητικών δραστηριοτήτων. Με δεδομένο το εξαιρετικά υψηλό σχετικό βάρος της Αθήνας στην ελληνική οικονομία (σχεδόν το 50% του ΑΕΠ) και την έλλειψη άλλων πόλεων με ρόλο διεθνούς μητρόπολης –θεωρητικά, η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να παίξει τέτοιο ρόλο, οριακά με όρους μεγέθους, αλλά χαρακτηριζόταν από ανάλογες ουσιαστικές αδυναμίες με αυτές της πρωτεύουσας– η αδυναμία της Αθήνας συνδεόταν αμφίδρομα με την αδυναμία της Ελλάδας συνολικά στον παγκόσμιο και ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας. Ας θυμίσουμε ότι η περίοδος στην οποία αναφερόμαστε χαρακτηρίστηκε από την αυξανόμενη έμφαση (τόσο στη βιβλιογραφία όσο και στις αποτιμήσεις των διεθνών οργανισμών) στη σημασία των διεθνών μητροπόλεων ως ενεργητικών παραγόντων του διεθνούς ρόλου των χωρών και περιφερειών, και η αδυναμία της Αθήνας πρέπει να θεωρηθεί και μέσα από το πρίσμα αυτής της προβληματικής.
Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν, βέβαια, ότι δεν υπήρχαν επιμέρους στοιχεία με διεθνή εμβέλεια. Όσον αφορά τις οικονομικές δραστηριότητες καθεαυτές, διεθνή διάσταση είχαν ο τουρισμός και το εξωτερικό εμπόριο (κυρίως εισαγωγικό). Όσον αφορά τις υποδομές (που αποτελούν και προϋπόθεση για τις δραστηριότητες αυτές) το λιμάνι του Πειραιά και το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος» είχαν από τεχνική και γεωγραφική άποψη δυνατότητες διεθνούς ρόλου. Ο βαθμός αξιοποίησης αυτών των δυνατοτήτων ήταν υπαρκτός, αλλά περιορισμένος. Το Χρηματιστήριο της Αθήνας είχε προσελκύσει σε ορισμένες περιόδους ξένα κεφάλαια (αν και εμφανώς κερδοσκοπικά και χωρίς να αποκτήσει ποτέ έναν μόνιμα ισχυρό διεθνή ρόλο). Τα επιμέρους αυτά στοιχεία, που ασφαλώς αντανακλούν ορισμένα αντικειμενικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής, δεν υπήρχαν ωστόσο σε συγκέντρωση και κλίμακα τέτοια που να ολοκληρώνουν έναν συνολικά ισχυρό διεθνή ρόλο.
Η υποτονικότητα του διεθνούς οικονομικού ρόλου της Αθήνας ήταν απόρροια μιας σειράς αδυναμιών και ελλείψεων, που μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες. Αφενός, πρόκειται για την ενδογενή δυναμική της εθνικής οικονομίας, που προσδιορίζει την «εκ των έσω» ανάδυση δραστηριοτήτων αιχμής και διεθνούς εμβέλειας. Παράμετροι όπως οι μακροοικονομικές ισορροπίες, οι οικονομίες κλίμακας και ο ρυθμός μεγέθυνσης παίζουν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία ενδογενών δραστηριοτήτων αυτού του τύπου, και στην περίπτωση της Αθήνας/Ελλάδας παρέμεναν σε χαμηλό επίπεδο. Αφετέρου, πρόκειται για τους παράγοντες που επηρεάζουν τις χωροθετικές επιλογές των κεφαλαίων που κινούνται στο διεθνή χώρο αναζητώντας κατάλληλες θέσεις εγκατάστασης, όπως η εγγύτητα προς τις διεθνείς αγορές, το είδος και η σταθερότητα της φορολογικής πολιτικής, η δεκτικότητα της τοπικής κοινωνίας, το περιβάλλον και η ποιότητα ζωής –παράγοντες με αρνητικό πρόσημο στις περισσότερες περιπτώσεις στην Αθήνα. Συγκριτικά πλεονεκτήματα υπήρχαν (πχ. πολιτιστική κληρονομιά, κλίμα) αλλά δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν τα αρνητικά στοιχεία (πολεοδομικά και περιβαλλοντικά προβλήματα). Ορισμένα αμφίσημα χαρακτηριστικά, εξάλλου, δεν αξιοποιήθηκαν γιατί αυτό προϋπέθετε συστηματική στρατηγική και προσπάθεια, που έλλειψαν (παράδειγμα η γεωγραφική θέση: αρνητική λόγω της απόστασης από το ευρωπαϊκό «κέντρο», αλλά δυνητικά θετική για ένα ρόλο σε σχέση με τη νοτιο-ανατολική Μεσόγειο). Η προηγούμενη παρατήρηση παραπέμπει σε μια άλλη αδυναμία, την έλλειψη κατανόησης της σημασίας του διεθνούς ρόλου και την απουσία σχετικής στρατηγικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας αυτή την περίοδο (ν. 1515/1985 που ίσχυσε μέχρι το 2014) δεν αναφερόταν καν στο θέμα. Ο σχεδιασμός των Ολυμπιακών Αγώνων παρέμεινε προσανατολισμένος στην ίδια τη διοργάνωση και όχι στην αξιοποίηση των δυνητικών πολλαπλασιαστικών αναπτυξιακών συνεπειών τους, που ασφαλώς θα μπορούσαν να ενισχύσουν το διεθνή ρόλο της πόλης (Οικονόμου 2010).
Στο πρώτο μισό της προηγούμενης δεκαετίας είχε διαμορφωθεί η εντύπωση ότι υπήρχε ρεαλιστική δυνατότητα ο διεθνής ρόλος της Αθήνας να ενισχυθεί σημαντικά και να περάσει σε υψηλότερη, ποσοτικά και ποιοτικά, βαθμίδα. Η εντύπωση αυτή βασιζόταν σε ένα σύνολο παραγόντων, μεταξύ των οποίων η δημιουργία ορισμένων νέων υπερτοπικών υποδομών μεγάλης κλίμακας (το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος» αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση), η αυξητική τάση του ΑΕΠ κατά κεφαλή και το κλίμα που δημιούργησαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 (συμπεριλαμβανόμενων επενδύσεων που βελτίωσαν σε κάποιο βαθμό την εικόνα της πόλης, αλλά και αυτού καθεαυτού του γεγονότος μιας οργανωτικής επιτυχίας που δεν είχε αντιστοιχία ούτε με την κλίμακα ούτε με την παράδοση της χώρας). Ωστόσο, οι εξελίξεις δεν δικαίωσαν αυτές τις ελπίδες και, μέχρι λίγο πριν από την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης, δεν είχε υπάρξει αισθητή ενίσχυση του διεθνούς ρόλου της Αθήνας: οι κρίσιμες τριτογενείς δραστηριότητες αιχμής παρέμειναν γενικά στάσιμες (η διείσδυση των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια δεν αποδείχθηκε βιώσιμη, η έρευνα παρέμεινε καθηλωμένη …), ο απολογισμός των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν σαφώς λιγότερο θετικός από όσο θα μπορούσε να είναι (για λόγους που συνδέονται τόσο με το εξαιρετικά υψηλό κόστος τους, όσο και με την έλλειψη έγκαιρης μεταολυμπιακής στρατηγικής), ενώ δεν υπήρξαν νέες επενδύσεις σε υπερτοπικές υποδομές. Επιπλέον, είχαν μεσολαβήσει και αρνητικές εξελίξεις όσον αφορά, για παράδειγμα, τις εξαγωγές σε ορισμένες χώρες και, βέβαια, την αύξηση του δημόσιου χρέους. Ενδεικτικό των πιο πάνω προβλημάτων (και της διάψευσης των όποιων ελπίδων) είναι η αδυναμία, τελικά, αύξησης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας –κάτι που αντανακλά άμεσα και στην Αθήνα, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου της στη χώρα: Από το 1987-1988 καταγράφεται συνεχής μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, με προσωρινή μόνο εξαίρεση την περίοδο 1998-2000, η οποία επιταχύνθηκε μετά την ένταξη στο ευρώ (Τράπεζα της Ελλάδος 2010, 137-138).
Οι δυσκολίες αυξήθηκαν από τις εξελίξεις του διεθνούς περιβάλλοντος, που είχε ήδη αρχίσει να μεταβάλλεται γρήγορα και με τρόπο αρνητικό για τις προοπτικές του διεθνούς ρόλου της Αθήνας. Θα αναφέρουμε τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση που είχε ήδη εκδηλωθεί, αλλά και τη σταθερή επιδείνωση της θέσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, ως συνέπεια της δυναμικής άλλων τμημάτων του πλανήτη, στην Ασία κυρίως αλλά και στη Νότια Αμερική, που αλλάζει πλέον σε δομικό επίπεδο τους παγκόσμιους συσχετισμούς.
Η ελληνική κρίση μετά το 2008-09 έπληξε, έτσι, μια Αθήνα που είχε ήδη διαχρονικά αδύναμο διεθνή ρόλο, δεν είχε αξιοποιήσει τις όποιες δυνατότητες είχαν διαφανεί κατά τα προηγούμενα χρόνια για μια θετική διεθνή πορεία, και χαρακτηριζόταν και από πολλαπλές εσωτερικές αδυναμίες. Η κρίση είχε, για τους λόγους αυτούς, ιδιαίτερα έντονες επιπτώσεις. Όσον αφορά τα μακροοικονομικά μεγέθη, η Αττική υπέστη μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ κατά κεφαλή από τις περισσότερες άλλες περιφέρειες, ενώ παράλληλα η ανεργία (που γενικά αυξήθηκε κατακόρυφα στη χώρα) παρουσίασε την υψηλότερη τιμή της στην Αττική. Οι παράμετροι αυτές, χωρίς να αφορούν αποκλειστικά τον διεθνή ρόλο, αποτελούν ένδειξη ότι ο τελευταίος –στο βαθμό και με τον τρόπο που χαρακτηρίζει την Αθήνα– δεν συνέβαλλε σε μεγαλύτερη αντοχή στην κρίση. Όσον αφορά καθεαυτές τις παραμέτρους του διεθνούς ρόλου, εξάλλου, υπήρξαν ιδιαίτερα αρνητικές εξελίξεις σε τουλάχιστον τρία πεδία: Πρώτον, η μείωση της εσωτερικής ζήτησης οδήγησε και σε μείωση των εισαγωγών από το εξωτερικό, που κατά βάση γίνονταν μέσω του Πειραιά. Δεύτερον, οι μεγάλες πιέσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι ανώτερες λειτουργίες του οποίου στην Ελλάδα είναι σχεδόν αποκλειστικά χωροθετημένες στην Αθήνα, πιέσεις που οφείλονται τόσο στη διεθνή, όσο και στην ειδικότερη ελληνική κρίση (έξοδος κεφαλαίων, απόσυρση καταθέσεων, συρρίκνωση δανείων), έπληξαν ιδιαίτερα έντονα ένα στοιχείο της οικονομικής βάσης που αποτελεί το θεμέλιο κάθε διεθνούς ρόλου. Τα δύο αυτά προβλήματα συνδέονται άμεσα με την οικονομική πλευρά της ελληνικής κρίσης, αλλά υπάρχει και μια άλλη διεθνής δραστηριότητα της Αθήνας που σχεδόν κατέρρευσε χωρίς αυτό να μπορεί να αποδοθεί σε αυτή την πλευρά: ο τουρισμός.
Ο ελληνικός τουρισμός είναι κυρίως εξωστρεφής, και η όποια επίπτωση της κρίσης σε αυτόν λόγω της μείωσης της εσωτερικής ζήτησης αντισταθμίστηκε από την αύξηση των διεθνών ροών. Η αύξηση αυτή έχει πολλαπλές αιτίες που ανάγονται τόσο στις συνθήκες στην παγκόσμια τουριστική αγορά, όσο και σε κάποια μείωση του κόστους των τουριστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα λόγω της εσωτερικής υποτίμησης, αλλά ανεξάρτητα από τις αιτίες ήταν έντονη, με αποτέλεσμα ο τουρισμός να είναι ο μόνος ίσως τομέας που εμφάνισε κατά την κρίση ανοδική πορεία ‒με εξαίρεση την Αττική. Η πολύ μεγάλη μείωση των τουριστικών ροών στην τελευταία, σε ποσοστά της τάξης του 30% ή και περισσότερο στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, πρέπει να αποδοθεί κυρίως στις μη οικονομικές πλευρές της κρίσης, και σε μεγάλο βαθμό στις πολιτικές αναταραχές και τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα του κέντρου της Αθήνας. Ο τουρισμός στην Αττική ήταν κυρίως τουρισμός πόλης (σε αντιδιαστολή προς τον τουρισμό ήλιου-θάλασσας) και η κατάρρευση της διεθνούς εικόνας της Αθήνας και του κέντρου της έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία του τομέα.
Ένα σημαντικό ερώτημα είναι το πώς επηρέασαν/επηρεάζουν τον διεθνή οικονομικό ρόλο της Αθήνας οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν μέχρι σήμερα για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Πρώτο σημείο: Οι (ατελείς) μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων και στη δημόσια διοίκηση βελτίωσαν κάπως ορισμένες παραμέτρους κρίσιμες για το διεθνή ρόλο της Αθήνας, αλλά σε όχι επαρκή βαθμό για να οδηγήσουν σε ισχυρά αποτελέσματα. Η δίσημη αυτή εξέλιξη (βελτίωση, ανεπάρκεια) αντανακλάται σε διάφορους δείκτες για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας (που με δεδομένο το βάρος της Αθήνας σε αυτήν, έχουν άμεση συσχέτιση με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της πόλης): καταγράφουν ενίσχυση αλλά, με δεδομένο το πολύ χαμηλό σημείο εκκίνησης, το τελικό αποτέλεσμα παραμένει μη ικανοποιητικό. Για να συνοψίσουμε το ζήτημα, βελτιώθηκε αισθητά μόνο η ανταγωνιστικότητα ως προς τις τιμές (κυρίως λόγω της εσωτερικής υποτίμησης, με συνακόλουθες βαρειές παρενέργειες στο ΑΕΠ και την απασχόληση), πολύ λιγότερο η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, και υποβαθμίστηκε η ανταγωνιστικότητα ποιότητας. Η μεταφορά πόρων προς τους τομείς των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών ήταν μικρή και αργή, ενώ το ποσοστό των συνολικών εξαγωγών αγαθών που προήλθαν από κλάδους υψηλής τεχνολογίας υποδιπλασιάστηκε, από 6,6% το 2009, σε 3,3% το 2012 (Βλ. Αναστασάτος-Χαρδούβελης (2014, 112-115) για το ζήτημα της εξέλιξης της ανταγωνιστικότητας). Η εικόνα της περιορισμένης και αντιφατικής προόδου γίνεται σαφής και από τις διεθνείς κατατάξεις για το θέμα. Έτσι, στον δείκτη Ease of Doing business (που αναφέρεται μόνο στις εγχώριες επιχειρήσεις) της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2013, η Ελλάδα κατέλαβε την 72η θέση μεταξύ 189 χωρών, από την 109η μεταξύ 183 χωρών το 2010 (World Bank 2013), αλλά στην κατάταξη του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF) βάσει του «Δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας» GCI (Global Competitiveness Index) η Ελλάδα από την 83η θέση μεταξύ 142 χωρών το 2010 ανέβηκε μόνο στην 81η θέση το 2013. Σύμφωνα με το νέο ΠΕΠ Αττικής 2014-2020, η Αθήνα κατατάσσεται στην τελευταία θέση των ευρωπαϊκών πόλεων ως επιχειρηματικό κέντρο: από την 32η θέση το 2006 στην 34η το 2009 και στην 36η (τελευταία) το 2010 και το 2011 (Περιφέρεια Αττικής 2014, 4).
Η αδυναμία προσέλκυσης κεφαλαίων (ενδείξεις της οποίας είναι τόσο η καθήλωση του Χρηματιστηρίου όσο το σταθερά πολύ χαμηλό επίπεδο των άμεσων ξένων επενδύσεων) δεν οφείλεται μόνο στην πολιτική αβεβαιότητα, αλλά έχει και διαρθρωτικές αιτίες.
Δεύτερο σημείο: Προβληματικές επιλογές όπως η κάλυψη των ελλειμμάτων όχι με τη μείωση των δαπανών του δημοσίου αλλά με την υπερφορολόγηση, γενική και ειδικότερα στα ακίνητα, έπληξαν ασφαλώς το σύνολο του ελληνικού χώρου συμπεριλαμβανόμενης της Αθήνας. Όσον αφορά ειδικά το διεθνή ρόλο της τελευταίας, ακόμα μεγαλύτερη αρνητική επίδραση είχε η αβεβαιότητα για το φορολογικό σύστημα λόγω των αλλεπάλληλων αλλαγών του. Σε συνδυασμό με την υψηλή φορολόγηση των επιχειρήσεων, πρόκειται για έναν παράγοντα που αποτελεί βασικό κριτήριο προσέλκυσης ή μη κεφαλαίων που κινούνται στο διεθνή χώρο, και είχε ιδιαίτερη σημασία για τον ευρύτερο αθηναϊκό χώρο ακριβώς επειδή πρόκειται για μια περιοχή της χώρας που κατ’ εξοχήν διεκδικεί δυνητικά τέτοιο ρόλο.
Τρίτο σημείο: Οι πολιτικές των αποκρατικοποιήσεων και της αξιοποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας είχαν πολύ περιορισμένα αποτελέσματα κατά την περίοδο της κρίσης. Το κυριότερο θετικό παράδειγμα είναι πιθανότατα η περίπτωση της ανάληψης από την COSCO της ευθύνης ενός τμήματος του λιμένος Πειραιώς (που έγινε λίγο πριν από την κρίση, το 2008). Οδήγησε σε σημαντικές επενδύσεις, και πολύ σημαντική αναβάθμιση του ρόλου του Πειραιά, όχι τόσο ως πύλης εισαγωγών, όσο ως διεθνούς διαμετοκομιστικού λιμένα στη Μεσόγειο, αλλά και της γεωπολιτικής του σημασίας, με θετικές συνέπειες –αναπτυξιακές, δημοσιονομικές και απασχόλησης. Έτσι, από την 11η θέση κατάταξης στην περιοχή της Μεσογείου έχει ανέβει στη 3η, ενώ μέχρι το 2016 αναμένεται να καταλάβει την πρώτη (http://www.sigmalive.com/inbusiness/news/greek/119307/pos-i-cosco-ekane-to-thavma-sto-limani-peiraia#.dpuf). Σήμερα φαίνεται να γίνεται ευρύτερα αποδεκτή, και από ορισμένες τουλάχιστον από τις πλευρές που άσκησαν δριμεία κριτική αρχικά. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική της «ταχείας» προώθησης επενδύσεων σε δημόσια ή ιδιωτικά ακίνητα, γνωστή ως “fast track”, ελάχιστα πρακτικά αποτελέσματα έχει αποφέρει. Το πρόβλημα δεν οφείλεται στην έλλειψη επενδυτικού ενδιαφέροντος, αλλά στην αδυναμία γρήγορης ολοκλήρωσης των αναγκαίων διαδικασιών και αδειοδοτήσεων. Μετά από μια πενταετία νομοθετικών και οργανωτικών προσπαθειών, περί τις 5-6 στρατηγικές επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, έχουν φθάσει απλώς στο στάδιο της έγκρισης (όχι έναρξης της επένδυσης καθεαυτής), χωρίς συνεπώς ουσιαστικό δημοσιονομικό ή αναπτυξιακό αποτέλεσμα προς το παρόν. Οι δύο περιπτώσεις αξιοποίησης δημόσιων ακινήτων με το υψηλότερο τίμημα, αυτές του Αστέρα της Βουλιαγμένης και του Ελληνικού, παρουσιάζουν ίσως και τις μεγαλύτερες δυσκολίες, η πρώτη λόγω ακύρωσης από το ΣτΕ (και λανθασμένων επιλογών στις χρήσεις γης) και η δεύτερη λόγω της αμφισβήτησης της σκοπιμότητάς της από τη σημερινή Κυβέρνηση.
Ίσως, η σημασία του διεθνούς ρόλου μιας μητρόπολης όπως η Αθήνα φαίνεται ότι άρχισε να γίνεται κατανοητή σε επίπεδο στρατηγικών, όπως φαίνεται από τις σχετικές αναφορές στο νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας –εγκρίθηκε το 2014 και στον σχετικό χάρτη του ΟΡΣΑ εμφανίζονται για πρώτη φορά στοιχεία ρητώς συνδεόμενα με το διεθνή ρόλο– καθώς και στο νέο ΕΣΠΑ 2014-2020. Το νέο ΕΣΠΑ δίνει έμφαση στο διεθνή ρόλο της Αθήνας-Αττικής τόσο γενικά, όσο και σε κρίσιμες παραμέτρους όπως η Έρευνα και Τεχνολογική Ανάπτυξη (ΥΠΑΑΝ 2014, 72) και το ΠΕΠ 2014-2020 που υιοθετεί για την Αθήνα το στόχο ανάδειξής της σε «Μεσογειακή Πρωτεύουσα», αλλά τα προγράμματα αυτά αφορούν στην καλύτερη περίπτωση το μέλλον.
Πηγή: Σύνδεσμος
Πηγή: Σύνδεσμος
Οικονόμου, Δ. (2015) Ο διεθνής οικονομικός ρόλος της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/διεθνής-ρόλος-της-πόλης/ , DOI: 10.17902/20971.54
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Σε μια σημαντική συγκριτική μελέτη για την κατοικία στον Ευρωπαϊκό Νότο (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία), οι συγγραφείς συνοψίζουν τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά αυτού που θεωρούν ως διαφορετικό «Νότιο» μοντέλο στέγασης στα ακόλουθα (Allen et al. 2004, 190):
Ο τομέας της «αυτό-στέγασης» με την έννοια της αυτόνομης ιδιοπαραγωγής κατοικίας από τα νοικοκυριά έχει σημαντικό ρόλο στην προσφορά στέγης. Η μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας –που σε στατιστικούς όρους δεν διαφέρει ουσιαστικά από την Περιφέρεια (πρώην Νομό) της Αττικής– παρουσιάζει χαρακτηριστικά που συνάδουν πλήρως με αυτό το «Νότιο» μοντέλο. Αν συγκρίνουμε στον πίνακα του Προσαρτήματος αυτού του κειμένου για το 2008, τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης (χωρίς τις χώρες του πρώην «ανατολικού μπλοκ») και περιοριστούμε στις αστικές περιοχές [1], πράγματι οι χώρες του Νότου και η Ελλάδα ειδικότερα παρουσιάζουν από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης και πολύ μικρά ποσοστά κατοικιών με «κοινωνικό ενοίκιο». Παρουσιάζουν επίσης, σε αντίθεση με τις άλλες «Δυτικές» χώρες, σημαντικά ποσοστά κατοικιών με δωρεάν χρήση –μια ένδειξη για τον ιδιαίτερο ρόλο της οικογένειας. Εξίσου σημαντική ένδειξη για τον ρόλο της οικογένειας είναι και ο πολύ περιορισμένος ρόλος του τραπεζικού δανεισμού και η άλλη όψη του, το μεγάλο ποσοστό πλήρους ιδιοκτησίας των κατοικιών (χωρίς υποθηκευμένο τμήμα), φαινόμενα που θα έπρεπε να προστεθούν στον παραπάνω κατάλογο και που είναι ιδιαίτερα ισχυρά στις περιπτώσεις της Ιταλίας και της Ελλάδας.
Το αστικό συγκρότημα της Αθήνας καταλαμβάνει ουσιαστικά το σύνολο σχεδόν της ηπειρωτικής Αττικής και τη Σαλαμίνα και με αυτά τα όρια περιλαμβάνει το 99% του μόνιμου πληθυσμού της Αττικής. Ακόμη και αν αφαιρεθούν ορισμένα απομακρυσμένα τμήματα με σχετική λειτουργική αυτονομία και ασθενή ένταξη στις τάσεις προαστιοποίησης της Πρωτεύουσας (οι Δήμοι Λαυρεωτικής, Ωρωπού και Μεγαρέων με ορισμένες όμορες κοινότητες), αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί το Αστικό Συγκρότημα της Αθήνας (ΑΣΑ) στενά εννοούμενο (χάρτης1) αντιστοιχεί στο 96,2% του μόνιμου πληθυσμού της Περιφέρειας Αττικής. Στο σύνολο της Αττικής το ποσοστό ιδιοκατοίκησης σύμφωνα με τη Απογραφή του 2011 ανερχόταν σε 68,4% –ποσοστό ελαφρά ανώτερο από αυτό των αστικών περιοχών σαν σύνολο και οπωσδήποτε ένα από τα υψηλότερα στη Δυτική Ευρώπη [2].
Από τα στοιχεία των ερευνών οικογενειακών προϋπολογισμών (ΕΟΠ) της περιόδου 2004 έως 2011 εκτιμάται ότι κάτω από 20% αυτών των ιδιοκατοικούμενων κατοικιών στην Αθήνα βαρύνονταν με υποθήκη και στεγαστικό χρέος, παρά την έκρηξη του στεγαστικού δανεισμού την περίοδο 1997–2007. Αντίθετα, ένα υψηλότατο ποσοστό κατοικιών είχε αποκτηθεί με μεταβιβάσεις περιούσιας ή/και σημαντική οικονομική συμβολή από την οικογένεια. Το ποσοστό αυτό ξεπερνούσε το 50% τη δεκαετία του 1980 (Emmanuel 1994) ενώ στην έρευνα του 2013, 38% των ιδιοκάτοικων δήλωσαν ότι απέκτησαν την κατοικία τους από κληρονομιά, γονική παροχή ή αντιπαροχή επί οικογενειακού οικοπέδου και, γενικότερα, 47% δήλωσαν ότι η οικονομική συμβολή της οικογένειας στη χρηματοδότηση της κατοικίας ήταν μεγάλη ή «μεσαία». Σημαντικότατο ποσοστό επίσης των ιδιοκτητών κατοικίας (55%) διέμενε σε κτήριο με ένα έως πέντε διαμερίσματα (33,8% σε μονοκατοικία ή διπλοκατοικία), γεγονός που, στις ελληνικές συνθήκες, υποδεικνύει το σημαντικό ρόλο του τομέα της μικρής ιδιοκατασκευής εκτός εμπορικής παραγωγής στη συσσώρευση στεγαστικού πλούτου. Τέλος, για να κλείσουμε τις συγκρίσεις με τα τυπικά χαρακτηριστικά του «Νότιου» μοντέλου, άνω του 25% των νοικοκυριών της Αττικής διέθεταν το 2005 δεύτερη παραθεριστική κατοικία (στοιχεία της ΕΟΠ 2004/05).
Παρά την οικονομική ανάπτυξη και τη μεγάλη αύξηση του όγκου του στεγαστικού δανεισμού την περίοδο 1997–2007, το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης στην Αθήνα δεν αυξήθηκε κατά πολύ σε σύγκριση με τα δεδομένα της δεκαετίας του 1980 (Πίνακας 1). Ένας λόγος για αυτό είναι η εισροή οικονομικών μεταναστών μετά το 1990 που διέμεναν σχεδόν στο σύνολο τους σε ενοικιαζόμενες κατοικίες και μόνο την τελευταία δεκαετία έχουν αρχίσει να εμφανίζουν ποσοστά ιδιοκατοίκησης που προσεγγίζουν το 10%. Στον Πίνακα 1 εμφανίζονται για το 2004 (για την Αττική) και το 2013 (για το ΑΣΑ) τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης μετά την αφαίρεση των νοικοκυριών με αρχηγό υπήκοο από τις χώρες που τροφοδότησαν κυρίως την εισροή οικονομικών μεταναστών.
*: 1987–2011: Νομός Αττικής, 2013: Αστικό Συγκρότημα Αθήνας (ΑΣΑ)
Είναι φανερό ότι από το 1987 έως το 2013 η αύξηση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης για τους «γηγενείς» δεν ξεπέρασε τις 5–6 ποσοστιαίες μονάδες. Δεδομένου ότι την ίδια περίοδο είχαμε σημαντική γήρανση του ελληνικού πληθυσμού –που συνεπάγεται υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης– η περιορισμένη μεταβολή της πρόσβασης στην ιδιόκτητη κατοικία είναι αρκετά εντυπωσιακή και υποδεικνύει ότι ο όγκος των πόρων που διοχετεύτηκαν στο στεγαστικό δανεισμό υποκατέστησε κατ’ ουσία μεγάλο μέρος του παραδοσιακού ρόλου της αποταμίευσης από τη διευρυμένη οικογένεια.
Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη επίσης ότι, στο βαθμό που η στεγαστική πίστη έχει περιορισμένο ρόλο στο ελληνικό σύστημα στέγασης ιδίως στις νεώτερες ηλικίες, ένα σημαντικό ποσοστό ενοικιαζόμενης κατοικίας είναι απαραίτητο για το διάστημα κατά το οποίο αρκετά νοικοκυριά, καθώς και η διευρυμένη οικογένεια που τα στηρίζει, είναι αναγκασμένα να αποταμιεύουν με στόχο την απόκτηση ιδιόκτητης στέγης. Αυτό είναι φανερό στο Διάγραμμα 1, όπου φαίνεται το ποσοστό ιδιοκατοίκησης ανάλογα με την ηλικία του αρχηγού του νοικοκυριού.
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό δομικό χαρακτηριστικό του νοτιοευρωπαϊκού μοντέλου στέγασης, που δεν επισημαίνεται από τις σχετικές συγκριτικές μελέτες, είναι ο διαταξικός χαρακτήρας της ευρείας πρόσβασης στην ιδιόκτητη στέγη. Η κυριαρχούσα άποψη στις συγκριτικές μελέτες είναι ότι εφόσον στις χώρες του νότου δεν υπάρχει εκτεταμένη κοινωνική πολιτική κατοικίας ούτε ευρεία ανάπτυξη του στεγαστικού δανεισμού, οι ευκαιρίες πρόσβασης στην ιδιοκτησία θα διαφοροποιούνται ανάλογα με τις εισοδηματικές ανισότητες (βλέπε την εισαγωγή στο Kurz & Blossfeld, 2004). Το ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στον Ευρωπαϊκό Νότο όταν εξεταστούν οι μεγάλες ενότητες εισοδηματικών κλιμακίων παρατηρήθηκε στη συγκριτική ανάλυση των Norris & Winston (2012).
Όπως φαίνεται στον πίνακα του Προσαρτήματος για τις χώρες της Ευρώπης, η σχέση των ποσοστών ιδιοκατοίκησης μεταξύ της ανώτερης επαγγελματικής κατηγορίας (Διευθυντική – Επαγγελματική) και του συνόλου των χειρωνακτών εργατών (Τεχνίτες-Χειριστές και Ανειδίκευτοι εργάτες) έχει, πάντα με την εξαίρεση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, τη χαμηλότερη μέση τιμή – 1,2 ενώ στην Ελλάδα ανέρχεται σε 1,15 (αστικές περιοχές 2008). Στην περίπτωση της Αθήνας, τα έτη 2005 και 2013 αυτή η σχέση εμφανίζεται αρκετά υψηλότερη: 1,40. Ωστόσο, όπως είναι φανερό από τον Πίνακα 2 για το 1993/4, όπου η σχέση διαμορφώνεται σε 1,11, το παραδοσιακό «ανοιχτό» ελληνικό σύστημα πρόσβασης στην ιδιοκατοίκηση είχε σαφή παρουσία και στην Αθήνα.
(*): Χωρίς Αγρότες κλπ.
Πηγή: 1993-2005 : Μικροδεδομένα ΕΟΠ (Αττική). 2013: Έρευνα SECSTACON, ΕΚΚΕ(ΑΣΑ
Η επιδείνωση των ταξικών ανισοτήτων στην πρόσβαση τα επόμενα χρόνια προήλθε από την εισροή των μεταναστών, των οποίων το σύνολο σχεδόν στεγάζεται σε ενοίκιο. Για τον «γηγενή» πληθυσμό, η ευνοϊκή ταξική κατανομή της πρόσβασης στην ιδιοκατοίκηση παρέμεινε σταθερή.
Ενώ στις τρεις από τις τέσσερις επαγγελματικές τάξεις στον Πίνακα 2 τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στον «γηγενή» πληθυσμό είναι παραπλήσια –γύρω από ένα μέσο της τάξης του 65% για τα νοικοκυριά με οικονομικά ενεργούς αρχηγούς– οι εργαζόμενοι στις πωλήσεις και στις προσωπικές υπηρεσίες εμφανίζουν διαχρονικά σαφώς χαμηλότερα ποσοστά. Σε ένα βαθμό, αυτό οφείλεται στο ότι πρόκειται για σχετικά νεώτερους αρχηγούς νοικοκυριών. Ο κύριος λόγος, ωστόσο, ίσως πρέπει να αναζητηθεί στα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά αυτής της επαγγελματικής τάξης, η οποία σε μεγάλο βαθμό επηρεάζεται από την κουλτούρα του μικρού εμπορικού κεφαλαίου που παραδοσιακά εμφανίζει αρνητική ροπή να δεσμεύσει πόρους σε ακίνητη περιουσία.
(*): Νοικοκυριά με αρχηγό που είναι ή υπήρξε ενεργός στις επαγγελματικές κατηγορίες ISCO88 7,8 & 9 (Τεχνίτες, χειριστές, ανειδίκευτοι εργάτες).
Πηγή: Έρευνα SECSTACON, ΕΚΚΕ 2013, αδημοσίευτα στοιχεία.
Η ευρεία πρόσβαση των εργατικών, και γενικότερα των λαϊκών, στρωμάτων στην ιδιόκτητη κατοικία στην Αθήνα ερμηνεύει εν πολλοίς και τη διαφοροποίηση των ποσοστών ιδιοκατοίκησης κατά μεγάλους γεωγραφικούς τομείς της πόλης (χάρτης 1). Ένας πρόσθετος παράγοντας είναι ο μεγάλος ιστορικά ρόλος της ιδιοπαραγωγής κατοικίας στους λαϊκούς τομείς των εσωτερικών και εξωτερικών προαστίων και η κληρονομιά ιδιόκτητης γης και αποθέματος κατοικιών που επέτρεψε την περαιτέρω οικογενειακή αξιοποίηση με προσθήκες και επεκτάσεις ή με ανοικοδόμηση. Όπως φαίνεται από τον Πίνακα 3, τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης εμφανίζονται στους τομείς με τα υψηλότερα ποσοστά εργατικών νοικοκυριών στα δυτικά προάστια του λεκανοπεδίου και στη δυτική περιφέρεια (βλέπε και χάρτη 1). Δυστυχώς, σε αυτούς τους γεωγραφικούς τομείς εμφανίζονται και υψηλότερα ποσοστά ανεργίας μετά την οικονομική κρίση και τις πολιτικές «εσωτερικής υποτίμησης» της περιόδου 2010–2013 –δεδομένου ότι η ανεργία έφτασε το 40% στα εργατικά στρώματα της Αθήνας το 2013. Σε συνδυασμό με την δραστική μείωση των εισοδημάτων, τον μηδενισμό των αποταμιεύσεων και μέτρα όπως η κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας και των κοινωνικών του προγραμμάτων ευνοϊκού στεγαστικού δανεισμού και επιδομάτων ενοικίου, η αναπαραγωγή του παραδοσιακού μοντέλου της ευρείας λαϊκής πρόσβασης στην ιδιοκατοίκηση με την αρωγή της οικογένειας φαίνεται να μην διαθέτει πλέον τις απαραίτητες οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις (Emmanuel 2014).
[1] Συγκρίσεις των οικονομικών χαρακτηριστικών της κατοικίας σε επίπεδο χώρας δεν έχουν πολύ νόημα αν δεν εξαιρεθεί ο αγροτικός και ημιαστικός τομέας, όπου το σύνολο ουσιαστικά των κατοικιών είναι ιδιοκατοικούμενες και προέρχονται από ιδιοπαραγωγή.
[2] Στο Αστικό Συγκρότημα (ΑΣΑ) το ποσοστό αυτό θα είναι βέβαια ελαφρά κατώτερο – της τάξης του 67,5%. Η δειγματοληπτική έρευνα του ΕΚΚΕ του 2013 στο ΑΣΑ (έργο SECSTACON του προγράμματος «ΑΡΙΣΤΕΙΑ-ΙΙ» της ΓΓΕΤ) κατέγραψε ποσοστό 63,7%. Μέρος αυτής της απόκλισης οφείλεται στο ότι καταγράφηκε υψηλότερο ποσοστό δωρεάν χρήσεων (6,5% αντί 4,6% του 2011) πιθανόν για λόγους που έχουν να κάνουν με την οικονομική συγκυρία (φόβος φορολόγησης κλπ.). Πιθανότατα, ωστόσο, υπάρχει ένα σφάλμα της τάξης του 2-3%.
Εμμανουήλ, Δ. (2015) Κοινωνικές Όψεις της Πρόσβασης στην Ιδιόκτητη Κατοικία, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/πρόσβαση-στην-ιδιόκτητη-κατοικία/ , DOI: 10.17902/20971.13
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Τα τελευταία χρόνια η μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας αντιμετωπίζεται με κυμαινόμενη ένταση ως θύμα ποικίλων απειλών για την ασφάλεια των κατοίκων της, της περιουσίας τους, των επιχειρήσεων, των δημοσίων κτηρίων και των κοινόχρηστων χώρων. Δεν πρόκειται για μία νέα αγωνία, εφόσον κύματα ηθικών πανικών απέναντι σε διάφορες στοχοποιούμενες κοινωνικές ομάδες μπορούν να αναζητηθούν σε βάθος αρκετών δεκαετιών. Ωστόσο, μία πιο συγκροτημένη εμφάνιση του δόγματος ασφάλειας στην Αθήνα, υπό την έννοια μιας μόνιμης κατάστασης πολιορκίας, έρχεται κοντά στο 2000, όταν η Ελλάδα προετοιμάζεται για τους Ολυμπιακούς Αγώνες ψηφίζοντας «τρομονόμους», εξαρθρώνοντας «τρομοκρατικές οργανώσεις», εκτοπίζοντας ανεπιθύμητους από το κέντρο της πρωτεύουσας, εγκαθιστώντας τεχνολογίες επιτήρησης, δοκιμάζοντας ζώνες περιορισμού της κυκλοφορίας. Η κυρίαρχη αφήγηση της ασφαλούς πόλης συγκροτείται, ανεξάρτητα από τα «πραγματικά μεγέθη» της παραβατικότητας και της εγκληματικότητας, ως μία συνολική κρίση ασφάλειας στην πόλη, η οποία τείνει να αποτελέσει την αυτονόητη χωρική αντανάκλαση της «κρίσης» της ελληνικής κοινωνίας. Σε ρητορικές πολιτικών, δημοσιογράφων, διοικητικών παραγόντων και αναλυτών, το ιδεολόγημα της κρίσης επέτρεψε την αναβίβαση της αποκατάστασης της ασφάλειας σε ένα είδος πολέμου που ήδη διεξάγεται στο έδαφος της πόλης (Graham 2010). Ίσως πουθενά αυτό δεν συνοψίζεται καλύτερα από όσο στην έκκληση του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, λίγους μήνες πριν αναλάβει την πρωθυπουργία το 2012, ότι «πρέπει να ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας». Οι θεαματικές επιχειρήσεις αστυνόμευσης, ο εντοπισμός εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών, ο εκτοπισμός και η απομόνωσή τους, οι πολεμικές προετοιμασίες, η ιδιωτικοποίηση και η διάχυση της ανασφάλειας είναι ορισμένες από τις στιγμές αυτού του πολέμου. H κλιμάκωση της αστυνομικής βίας κατά διαδηλωτών δεν συνδέεται απαραίτητα με την ίδια την ένταση και τη μαχητικότητα των διαδηλώσεων. Αντίθετα, το διακύβευμα φαίνεται να είναι η εμπέδωση της δυνατότητας καταστολής, μέσω της αναβάθμισης της επιχειρησιακής ικανότητας των οργάνων της ΕΛΑΣ: λειτουργία νέων μηχανοκίνητων τμημάτων, αξιοποίηση δυσανάλογα πολυπληθών αστυνομικών μονάδων, εφαρμογή μεθόδων φυσικού αποκλεισμού των διαδηλωτών, διεξαγωγή προληπτικών προσαγωγών, δράση αστυνομικών με πολιτικά, στοχοποίηση συγκεκριμένων μερίδων διαδηλωτών, εκκενώσεις κατειλημμένων κτηρίων (εικόνα 1). Πηγή: www.youtube.com/watch?v=S20_JuaX8gg) Πρόκειται για αυτό που θα λέγαμε μοντέλο θεαματικής αστυνόμευσης, υπό την έννοια της συστηματικής προβολής εκ μέρους της ΕΛ.ΑΣ των διαθέσιμων μέσων άσκησης βίας (και ενίοτε των αποτελεσμάτων της εφαρμογής τους), που φαίνεται να επιδιώκει την εκ των προτέρων αποθάρρυνση των διαδηλωτών. Οριακή, αλλά ενδεικτική, περίπτωση τέτοιας «θεαματοποίησης» είναι εκείνη του αστυνομικού αποκλεισμού του κέντρου της Αθήνας κατά την επίσκεψη του γερμανού Υπουργού Εξωτερικών το καλοκαίρι του 2013, όταν η απαγόρευση συγκεντρώσεων εφαρμόστηκε με περικύκλωση της απαγορευμένης ζώνης σε μεγάλη έκταση γύρω από τη Βουλή από σώματα αστυνομικών των ΜΑΤ και πλήθος οχημάτων, ακόμα και σε περιοχές όπου καμία συγκέντρωση δεν είχε προγραμματιστεί (Χάρτης 1). Αυτό που παρεμποδίστηκε επί της ουσίας ήταν η καθημερινή ζωή του κέντρου της πόλης, καθώς ντόπιοι και τουρίστες μπορούσαν να διέλθουν μόνο περνώντας ανάμεσα από πάνοπλα σώματα και εξεταστικά βλέμματα φρουρών (Xάρτες 1-4).Θεαματική αστυνόμευση
Εικόνα 1: Πλατεία Συντάγματος, 29/6/2011
Σε κάποιο βαθμό, μια παρόμοια σχέση μεταξύ αγοράς και ανακτόρων διαγράφεται καθημερινά στους δρόμους του κέντρου της Αθήνας, καθώς η θεματική αστυνόμευση κανονικοποιείται και διευρύνεται με την περιοδική στάθμευση και κίνηση διμοιριών των ΜΑΤ και των ΔΕΛΤΑ σε διάφορα σημεία ενδιαφέροντος σε όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου (Χάρτες 2-4). Είναι προφανές ότι το θέαμα της μόνιμης παρουσίας αστυνομικών εξοπλισμένων με αυτόματα όπλα, κράνη, δακρυγόνα κλπ δεν αποθαρρύνει με τον ίδιο τρόπο τις διαφορετικές ομάδες των περαστικών, εγκαθιστώντας ποικίλες απροσδόκητες ανισότητες σε σχέση με τη δυνατότητα μετακίνησης στην πόληως προς την ηλικία, το φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την καταγωγή, την τάξη, την οικονομική κατάσταση κλπ.
Τον Αύγουστο του 2012 η ΕΛ.ΑΣ, ξεκίνησε μια επιχείρηση μαζικών προσαγωγών μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας, υπό την οξύμωρη ονομασία «Ξένιος Δίας». Ήταν η πρώτη φορά που τέτοιου είδους επιχείρηση απέκτησε κωδική ονομασία άλλη από την «επιχείρηση-σκούπα» (δημοφιλή ήδη από τη δεκαετία του ’90 και τις απελάσεις των πρώτων Αλβανών μεταναστών). Όπως φάνηκε στη συνέχεια, η ονομασία επιδίωκε να προβάλει τον εκτοπισμό των μεταναστών ως διαρκές υπόδειγμα μεταναστευτικής πολιτικής, πρώτα στο πλαίσιο εντυπωσιακών ενεργειών (π.χ. αποκλεισμός του Σταθμού Λαρίσης) και έπειτα στο πλαίσιο μιας επαναλαμβανόμενης ρουτίνας, με πρακτικές που ποικίλλουν ανάμεσα στην τυπικότητα της μη βίαιης προσαγωγής και στη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού μεταναστών που υποχρεώνονται να παραμείνουν όρθιοι για πολλή ώρα ή να μετακινηθούν υπακούοντας σε στρατιωτικού τύπου παραγγέλματα. Η αρχική τηλεοπτική δημοσιότητα ακολουθήθηκε από τυπικά ημερήσια δελτία τύπου της ΕΛ.ΑΣ. Συνέχεια του «Ξένιου Δία» αποτέλεσε, από το καλοκαίρι του 2014, η επιχείρηση «Θησέας» (εικόνα 2).
Πηγή: www.youtube.com/user/EllinikiAstynomia.
Είχε προηγηθεί των εκλογών του Μαΐου του 2012, έπειτα από εκατοντάδες προσαγωγές και υποχρεωτικές ιατρικές εξετάσεις, η σύλληψη τριάντα δύο οροθετικών γυναικών και η δημόσια διαπόμπευσή τους με τη δημοσίευση από την ΕΛ.ΑΣ. των φωτογραφιών τους στο διαδίκτυο, για την «προστασία της δημόσιας υγείας», καθώς «το AIDS μεταδίδεται από την παράνομη μετανάστρια στον Έλληνα πελάτη, στην ελληνική οικογένεια» (δηλώσεις Υπουργού Υγείας, 16/1/2011). Λιγότερης προβολής έτυχε η λεγόμενη επιχείρηση «Θέτις» (Μάρτιος 2013), με την οποία εκατοντάδες χρήστες ναρκωτικών μεταφέρθηκαν από το κέντρο της Αθήνας στις εγκαταστάσεις της ΕΛΑΣ στην Αμυγδαλέζα, όπου υποχρεώθηκαν σε ιατρικές εξετάσεις.
Πέρα από τον στόχο της προσωρινής ή μόνιμης εκκαθάρισης περιοχών της πόλης, κοινό στοιχείο αυτών των επιχειρήσεων είναι η ιατρικοποίηση της ασφάλειας. Από κοινού με προσωπικό κρατικών ιατρικών υπηρεσιών (ΚΕΕΛΠΝΟ, ΕΚΕΠΥ), οι αστυνομικές δυνάμεις ανακαλύπτουν υπόπτους μολυσματικότητας, ξεχωρίζουν ανάμεσά τους τους μιαρούς και τους απομονώσουν από το υγιές σώμα της πόλης.
Πουθενά η απομόνωση δεν εφαρμόζεται συστηματικότερα από ό,τι για τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, τους οποίους βαρύνει, μαζί με τη μολυσματικότητα, και η κατηγορία της εισβολής. Από τον Απρίλιο του 2012 η λειτουργία νέων κέντρων κράτησης στις παρυφές της Αθήνας (Αμυγδαλέζα Αχαρνών, Κόρινθος) καθώς και σε παραμεθόριες ή άλλες περιοχές της χώρας προβλήθηκε ως η οριστική λύση στο πρόβλημα. Στη μορφή των στρατοπέδων συγκέντρωσης (χρήση παλιών στρατιωτικών εγκαταστάσεων, παράθεση οικίσκων σε ορθοκανονική διάταξη, ελλείψεις ακόμα και στοιχειωδών παροχών) βρίσκουμε μια αντιστροφή του θεάματος της ασφάλειας, καθώς η πρότερη έκθεση της απειλής ακολουθείται από την εξαφάνισή της, σε περιοχές και χώρους αδιαπέραστους από τα καθημερινά βλέμματα. Αν και οι διαδοχικές εκθέσεις διεθνών οργανισμών και μη-κυβερνητικών οργανώσεων σχετικά με τις απάνθρωπες συνθήκες εγκλεισμού (Cheliotis 2013) καταφέρνουν να αμφισβητήσουν αυτή την εξαφάνιση, ο εγκλεισμός άγνωστου αριθμού μεταναστών σε πλήθος κρατητηρίων αστυνομικών τμημάτων επισημαίνει την ύπαρξη διάσπαρτων σκιωδών χώρων εγκλεισμού, σχεδόν σε κάθε περιοχή κατοικίας του αστικού ιστού (εικόνα 3).
Τα διαθέσιμα στοιχεία φανερώνουν μία εντυπωσιακή μεγέθυνση των ιδιωτικών υπηρεσιών ασφάλειας. Μπορεί ο αριθμός των κατώτερων αστυνομικών που υπηρετούν στην ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή της Αττικής να αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ 2001 και 2011 (από 16.400 σε περίπου 26.000, στοιχεία από το «Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2001» του ΕΚΚΕ και επεξεργασία δείγματος 10% του υλικού της απογραφής του 2011), αλλά στο ίδιο διάστημα το σύνολο των εργαζόμενων στις επιχειρήσεις των κλάδων παροχής ιδιωτικής προστασίας υπερδιπλασιάστηκε (από 5.300 σε 12.360 άτομα, κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας Ν80.1, Ν80.2). Ο δείκτης κύκλου εργασιών για τις επιχειρήσεις security, με έτος βάσης το 2005 (=100), διαμορφώθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2014 σε 137,1, έχοντας καταγράψει πολύ υψηλές τιμές τα χρόνια που μεσολάβησαν και κατέχοντας εξέχουσα θέση ανάμεσα στους άλλους κλάδους υπηρεσιών.
Οι υπηρεσίες των εταιρειών security συγκροτούν ένα πλέγμα εξατομικευμένης ασφάλειας που καλύπτει τις ιδιωτικές ανάγκες προσώπων, σπιτιών, καταστημάτων, γραφείων. Ταυτόχρονα, το ίδιο πλέγμα εξαπλώνεται στον δημόσιο χώρο, όχι μόνο με τις περιπολίες μεταξύ ιδιωτικών κατοικιών και τη φύλαξη δημοσίων κτηρίων από ιδιωτικούς φρουρούς, αλλά και με την επέκταση της ευθύνης στον εξωτερικό χώρο των φυλασσόμενων κτηρίων, στα δίκτυα συγκοινωνιών, σε πανεπιστημιακούς χώρους ή ακόμα και με τη φύλαξη ολόκληρων αστικών περιοχών [1] (εικόνα 4)
Πηγή: www.facebook.com/Taurushellas
Η ζήτηση των υπηρεσιών ιδιωτικοποιημένης ασφάλειας αποτυπώνεται στις λογής πινακίδες αποτροπής και απαγόρευσης που πυκνώνουν στους δρόμους της Αθήνας, σε εισόδους πολυκατοικιών, πυλωτές, βιτρίνες καταστημάτων, περίβολους αυλών. Τα αναγραφόμενα μηνύματα, που ποικίλλουν από την απλή προειδοποίηση μέχρι την απειλή αντιποίνων, συνθέτουν, από κοινού με τις περιφράξεις, τις θωρακισμένες πόρτες, τις κάμερες παρακολούθησης κλπ, τον χώρο της καθημερινής ανασφάλειας και συνοψίζουν το διαρκώς ανικανοποίητο αίτημα για περισσότερη προστασία. Ένα αίτημα που εκφράζει την ανάγκη της ιδιωτικής οχύρωσης, αλλά και τη συρρίκνωση του κοινόχρηστου χώρου σε ένα άθροισμα υπερασπίσιμων θυρών και διαδρόμων. Οι ιδιωτικές αγωνίες που συναντιούνται σε αυτού του είδος το κοινό (Εμμανουηλίδης & Κουκουτσάκη 2013), στρώνουν το έδαφος για την εμφάνιση της βίας εκείνης που επιδιώκει την εκδίωξη (κάποτε και την εξολόθρευση) όλων όσων έχουν από πριν χαρακτηριστεί ως μιάσματα (γράφημα 1).
[1] Σε ιστότοπο εταιρείας security διαβάζουμε: “Από αρχές Δεκεμβρίου έχει ξεκινήσει η υπηρεσία “Ο Φρουρός της Γειτονιάς” στη Βόρεια περιοχή του Δήμου Χαλανδρίου και στο Δήμο Γλυφάδας. Η [επωνυμία εταιρείας], φέρνοντας πρώτη στην Ελλάδα μία πραγματικά ξεχωριστή υπηρεσία, δημιούργησε ένα δίκτυο ειδικών φρουρών που περιπολούν καθημερινά για την ασφάλεια του κόσμου και των καταστημάτων».
Κανδύλης, Γ., Ντάλιου, Σ., Σαγιά, Α. (2015) Η πολιορκούμενη πόλη: Πολεμική αστικότητα στη σύγχρονη Αθήνα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/πολιορκούμενη-πόλη/ , DOI: 10.17902/20971.45
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Οι πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες κατέχουν σημαντική θέση στη σύγχρονη οικονομία των πόλεων, ιδιαίτερα των μεγαλύτερων, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση του αστικού τοπίου. Στην Αθήνα παρατηρείται διαχρονικά έντονη συγκέντρωση πολιτιστικών δραστηριοτήτων για μια σειρά από λόγους, συμπεριλαμβανομένων του μεγάλου πληθυσμιακού μεγέθους, του εξειδικευμένου εργασιακού δυναμικού και της διάθεσης ενδιαμέσων αγαθών. Σημαντικό τμήμα των πολιτιστικών δραστηριοτήτων αποτελούν τα θέατρα, η δυναμική αύξηση των οποίων δεν ανακόπηκε από την τρέχουσα κοινωνικό-οικονομική κρίση. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι θεατρικές σκηνές στην Αθήνα αυξήθηκαν κατά 153% κατά την περίοδο 2000-2014, ενώ το 70% των σκηνών που λειτούργησαν μετά το 2000 έχουν ιδρυθεί από την αρχή της ύφεσης (2008-2014).
Σήμερα, στην Αθήνα εντοπίζονται 152 χειμερινές θεατρικές σκηνές [1]. Η παλαιότητά τους κυμαίνεται και δεν αφορά στο έτος κατασκευής του κτηρίου, αλλά στη λειτουργία του θεάτρου, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις φιλοξενείται σε παλαιό, αλλά διαμορφωμένο εκ νέου κτήριο. Αυτή η πρακτική είναι, άλλωστε, η πλέον συνήθης στα νεότερα θέατρα, εφόσον η χωρική τάση συγκέντρωσής τους αφορά σε περιοχές με παλαιά κτήρια και μεγάλη συγκέντρωση διατηρητέων. Συγκεκριμένα, το 17% των υφιστάμενων θεατρικών σκηνών λειτουργεί πριν τη δεκαετία του 1980, το 26% λειτούργησε πρώτη φορά κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990 ενώ το 57% λειτούργησε μετά από το 2000. Ανακαινίσεις και ανακατασκευές παλαιών θεάτρων και δημιουργία νέων σε όλη την έκταση του Δήμου Αθηναίων έχουν ήδη διαμορφώσει ένα ιδιαίτερο και ισχυρό θεατρικό κεφάλαιο για την Αθήνα, με τάσεις περαιτέρω ενίσχυσής του.
Στοιχειοθετείται, επομένως, μια ιδιαίτερη δυναμικότητα του θεατρικού κλάδου στην Αθήνα, η οποία αποτυπώνεται εντονότερα σε σύγκριση με τα δεδομένα του 2000, όταν οι αθηναϊκές θεατρικές σκηνές δεν ξεπερνούσαν τις 60, προβάλλοντας αύξηση κατά 153%. Σημειώνεται ότι από το σύνολο των θεάτρων που λειτούργησαν μετά το 2000, οπότε και παρατηρείται η εντονότερη αύξηση των θεατρικών σκηνών, περίπου το 60% ξεκίνησε τη λειτουργία τους στο χρονικό διάστημα 2010 – 2014. Παρατηρείται, επομένως, αξιοσημείωτη αύξηση των θεάτρων τα τελευταία τέσσερα έτη σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία (2000-2009).
Αναφορικά με τον εντοπισμό χωρικών συγκεντρώσεων της θεατρικής δραστηριότητας στην έκταση της Αθήνας, τα χειμερινά θέατρα συγκεντρώνονται παραδοσιακά εντός του Δήμου Αθηναίων, που ουσιαστικά μονοπωλεί τη θεατρική δραστηριότητα της πόλης (και της χώρας). Επιμέρους χωρικές συγκεντρώσεις των αθηναϊκών θεατρικών σκηνών εντοπίζονται στις παρακάτω περιοχές:
Μικρότερες χωρικές συγκεντρώσεις παρατηρούνται στην περιοχή Ιλίσια – Ζωγράφου, στην περιοχή Κουκάκι – Καλλιθέα και εκατέρωθεν της οδού Πειραιώς στον Ταύρο, εκτός των ορίων του Δήμου Αθηναίων, αλλά σε γειτνίαση με αυτόν. Μικρότερες συγκεντρώσεις εκτός του Δήμου Αθηναίων εντοπίζονται, επίσης, στον Νέο Κόσμο και τον Πειραιά.
Ιδιαίτερα κατά την περίοδο 2000-2014, οπότε και αυξήθηκε θεαματικά η θεατρική δραστηριότητα, φαίνεται ότι διαμορφώθηκαν οι εξής χωρικές τάσεις:
Η εγκατάσταση και αύξηση των θεάτρων στις προαναφερθείσες περιοχές οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Στο Γκάζι, το Μεταξουργείο, τον Κεραμεικό και τον Βοτανικό, η εγκατάσταση των θεάτρων ευνοήθηκε από το κτηριακό απόθεμα κυρίως βιομηχανικών κτιρίων, τα φθηνά ενοίκια και την άμεση γειτνίαση με το Αθηναϊκό κέντρο (Αυδίκος 2014). Η αναμόρφωση αυτών των περιοχών ήδη από τη δεκαετία του 1990 και συγκεκριμένα η συγκέντρωση του ιδιαίτερου κοινού της περιοχής του Γκαζιού, η δημιουργία της “Τεχνόπολης” το 1999 και ο νέος σταθμός του μετρό του Κεραμεικού το 2007, συνέβαλαν στην αλλαγή της εικόνας των περιοχών και σε συνδυασμό με τον ιδιαίτερο πολιτιστικό χαρακτήρα που είχε ήδη αναπτυχθεί, δημιούργησαν ευνοϊκό περιβάλλον για την προσέλκυση πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Στον Νέο Κόσμο σημαντικό παράγοντα για την αύξηση της πολιτιστικής δραστηριότητας, και των θεατρικών σκηνών πιο συγκεκριμένα, αποτέλεσε η εκεί εγκατάσταση της ‘Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών’ το 2010. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια χρονιά τρεις νέες μικρές θεατρικές σκηνές εγκαταστάθηκαν στην περιοχή.
Στον Ταύρο, η χωροθέτηση νέων θεατρικών σκηνών συνάδει με την εγκατάσταση του Ιδρύματος ‘Μιχάλης Κακογιάννης’, του Κέντρου Πολιτισμού του ΙΜΕ ‘Ελληνικός Κόσμος’, αλλά και της ευρύτερης ανάδειξης της οδού Πειραιώς σε νέο δυναμικό πολιτιστικό άξονα της Αθήνας. Η χωρική συγκέντρωση των θεατρικών επιχειρήσεων, αλλά και η ανάπτυξη του θεατρικού κλάδου γενικότερα, συνεισέφερε στη μείωση του κόστους λειτουργίας των θεατρικών επιχειρήσεων, δημιουργώντας συνθήκες περαιτέρω ενίσχυσης του κλάδου (Αυδίκος 2014). Η μετατόπιση του επιχειρηματικού υποδείγματος προς την κατεύθυνση του ηθοποιού – σκηνοθέτη – επιχειρηματία (όχι απαραίτητα στην ίδια παράσταση), συνέβαλε επίσης προς την ίδια κατεύθυνση.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν αφορούν τα θερινά θέατρα της Αθήνας, για τα οποία διαφαίνονται διαφορετικές τάσεις, εφόσον δεν παρατηρείται αξιοσημείωτη αύξησή τους μεταξύ των ετών 2000-2014. Τα αθηναϊκά θερινά θέατρα κατανέμονται σε ολόκληρη την έκταση του πολεοδομικού συγκροτήματος, γεγονός που ευνοείται από το καθεστώς λειτουργίας τους, εφόσον τα μισά περίπου από τα 30 θερινά θέατρα είναι δημοτικά.
Σε αντίθεση με τα χειμερινά θέατρα, η λειτουργία των θερινών θεάτρων θεωρείται πλέον επιχειρηματικά ασύμφορη και πολλά από τα γνωστά θερινά θέατρα της πόλης έχουν κλείσει, αποδυναμώνοντας τις παλαιότερες καλοκαιρινές θεατρικές συγκεντρώσεις (παραδοσιακά γύρω από το Πεδίον Άρεως). Οι πιέσεις από την αγορά ακινήτων συμβάλουν προς την παραπάνω κατεύθυνση, εφόσον τα θερινά θέατρα, εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς τους, τείνουν να καταλαμβάνουν κατ’ αποκλειστικότητα τα οικόπεδα στα οποία φιλοξενούνται.
Αναφορικά με το μέγεθος των αθηναϊκών θεάτρων, το μεγαλύτερο ποσοστό εξ’ αυτών (57%) έχει μικρή χωρητικότητα, έως 200 θέσεις. Τα μικρά θέατρα εντοπίζονται κυρίως στις περιφερειακές κεντρικές περιοχές και συγκεκριμένα σε Κυψέλη, Μεταξουργείο, Βοτανικό, Γκάζι, Εξάρχεια και Κεραμεικό. Γενικά, όμως, δεν παρατηρείται ισχυρό χωρικό πρότυπο κατανομής των θεάτρων με βάση τον αριθμό των θέσεών τους, αν και υπάρχει η τάση συγκέντρωσης των μεγαλύτερων από τα μικρότερα θέατρα στις παραδοσιακές θεατρικές συγκεντρώσεις (Κέντρο και Κυψέλη). Από τα μικρά θέατρα, το 70% λειτούργησε μετά το 2000, σε αντίθεση με τα θέατρα μεσαίας χωρητικότητας (400-700 θέσεις) τα οποία τείνουν να είναι παλαιότερων δεκαετιών (μέχρι το 1970).
Στην Αθήνα εντοπίζονται πέντε μεγάλα θέατρα, χωρητικότητας μεγαλύτερης των 1000 θεατών. Τα τέσσερα από αυτά προστέθηκαν κατά το διάστημα 2005-2014. Πρόκειται για το θέατρο Badminton – κληρονομιά των Ολυμπιακών Αγώνων όπως υποδεικνύει και η ονομασία του, το θέατρο του Κέντρου Πολιτισμού ‘Ελληνικός Κόσμος’, το θέατρο της ‘Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών’ του Ιδρύματος Ωνάση και το θέατρο ‘Πάνθεον’. Η κατασκευή των τεσσάρων αυτών νέων και ευρύχωρων θεατρικών σκηνών φανερώνει το έλλειμμα που υπήρχε σε χώρους ικανούς να φιλοξενήσουν μεγάλες παραγωγές, καθώς εκτός από το θέατρο ‘Παλλάς’ (που εξακολουθεί να αποτελεί το μεγαλύτερο αθηναϊκό θέατρο), κατασκευής του 1932, δεν υπήρχαν ανάλογης χωρητικότητας θέατρα πριν το 2005, οπότε και λειτούργησε το θέατρο Badminton.
Σε αντίθεση με παλαιότερες δεκαετίες (κυρίως μέχρι τη δεκαετία του 1990), δεν υπάρχει πρότυπο όσον αφορά τα είδη και το ρεπερτόριο των θεατρικών χώρων της Αθήνας. Παρατηρείται μεγάλη ποικιλία στη μορφολογία των χώρων, η οποία αντανακλάται στο ρεπερτόριο και το περιεχόμενο των παραστάσεων. Έτσι, διακρίνονται μεγάλες σκηνές για μεγάλες παραγωγές και θέατρο θεάματος (π.χ. μιούζικαλ), ‘παραδοσιακά’ θέατρα χωρητικότητας 150-250 ατόμων με πολυθεματικές παραστάσεις κλασικού και σύγχρονου ρεπερτορίου, μικρά αυτοσχέδια θέατρα σε χώρους με παράλληλες διαφορετικές χρήσεις, πειραματικές σκηνές, θεατρικές ‘κυψέλες’ με περισσότερες σκηνές, πολυχώροι τεχνών για μικρές παραστάσεις και ευμετάβλητοι χώροι σε εστιατόρια και bar που φιλοξενούν συνήθως μουσικό-θεατρικές παραστάσεις.
Είναι σαφές ότι η θεατρική δραστηριότητα στην Αθήνα καταλαμβάνει ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτιστικού γίγνεσθαι, γεγονός που στοιχειοθετείται από την κατακόρυφη αύξηση των θεατρικών σκηνών, την ενίσχυση της θεατρικής κινητικότητας, αλλά και την ανθεκτικότητα του κλάδου στην κοινωνικο-οικονομική κρίση. Φαινόμενα εισαγωγής και ‘εδραίωσης’ νέων ειδών θεάτρου για τον ελληνικό χώρο κατά τα τελευταία χρόνια, όπως είναι τα μουσικό-θεατρικό-χορευτικά θεάματα (μιούζικαλ) και οι δαπανηρές υπερπαραγωγές που φιλοξενούνται στα μεγάλα θέατρα που δημιουργήθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία, ισχυροποιούν την παραπάνω διαπίστωση. Φαίνεται, επομένως, ότι κατά τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα παρατηρούνται συνθήκες ‘θεατρικής άνοιξης’ οι οποίες έχουν διαμορφώσει ένα ισχυρό πολιτιστικό απόθεμα, το οποίο, ωστόσο, δεν έχει ακόμη κεφαλαιοποιηθεί προς την κατεύθυνση της στρατηγικής προβολής με άξονα τον τουρισμό.
Δέφνερ, Α. Μ., Λάλου, Γ., Ψαθά, Ε. (2015) Θέατρα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/θέατρα/ , DOI: 10.17902/20971.43
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται τα μουσεία της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας, ενώ δίνεται έμφαση στα πρόσφατα στοιχεία επισκεψιμότητας. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη θεματική τους εξειδίκευση, τη χωροθέτησή τους, τη λειτουργία συγκεντρώσεων (π.χ. άξονας Ριζάρειου, Οδός Πειραιώς) και τις προοπτικές συνεργασιών μεταξύ τους. Ειδική αναφορά θα γίνει στις σημαντικότερες μελλοντικές προοπτικές του τομέα των μουσείων (νέο ΕΜΣΤ στο Φιξ, Συλλογή Γουλανδρή στο Παγκράτι, μουσεία στον Πειραιά) και τη σύνδεση με τον αστικό τουρισμό.
Η κατηγοριοποίηση των μουσείων της ευρύτερης Αττικής με αρχή τη θεματική τους εξειδίκευση πραγματοποιήθηκε έχοντας ως βάση την κατηγοριοποίηση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και προβαίνοντας σε ορισμένες προσθήκες. Τα αποτελέσματα της έρευνας φαίνονται παρακάτω.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των μουσείων που ανήκουν στο Δήμο Αθηναίων καταλαμβάνουν τα μουσεία εικαστικών τεχνών (25,4%) και τα μουσεία με θέματα ειδικού ενδιαφέροντος (25,4%) με ποσοστό 50,8% στο σύνολο. Τα ιστορικά και λαογραφικά μουσεία έπονται με μικρή διαφορά και ποσοστό 23,7%. Στη συνέχεια βρίσκονται τα αρχαιολογικά μουσεία και συλλογές (11,9%), τα μουσεία που ανήκουν σε δύο κατηγορίες (6,8%), τα διαχρονικά μουσεία (3,4%), και τέλος τα βυζαντινά μουσεία και συλλογές (1,7%) και τα μουσεία θεάτρου (1,7). Από τα παραπάνω μουσεία ένα ποσοστό 8,5% δεν λειτουργεί λόγω ανακαίνισης, αναπαλαίωσης ή μετεγκατάστασης.
Εκτός του Δήμου Αθηναίων και εξαιρώντας τα μουσεία ειδικού ενδιαφέροντος που δείχνουν να καταλαμβάνουν αντίστοιχο ποσοστό με αυτό του Δήμου (25,5%), τα ποσοστά των υπόλοιπων μουσείων δείχνουν να διαφοροποιούνται. Αξιόλογο κρίνεται το γεγονός πως ορισμένα είδη μουσείων καταλαμβάνουν μεγαλύτερο ποσοστό από το αντίστοιχο στα όρια του Δήμου. Ανάμεσα σε αυτά ανήκουν τα αρχαιολογικά μουσεία και συλλογές που παρουσιάζουν μεγάλη απόκλιση (21,3%), τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μουσεία και συλλογές (2,1%) και τα μουσεία θεάτρου (2,1%). Χαμηλότερα είναι τα ποσοστά των μουσείων εικαστικών τεχνών (19,2%) και των ιστορικών και λαογραφικών μουσείων (6,4%). Στα μουσεία εκτός του Δήμου Αθηναίων εμφανίζονται και ορισμένες κατηγορίες που δεν υπάρχουν εντός του Δήμου, οι οποίες είναι τα μουσεία φυσικής ιστορίας (14,9%), τα πολεμικά (6,4%) και τα ναυτικά μουσεία (2,1%). Από τα παραπάνω μουσεία ένα ποσοστό 6,4% δεν λειτουργεί λόγω ανακαίνισης, αναπαλαίωσης ή μετεγκατάστασης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι περιορισμένος αριθμός μουσείων δείχνει να ακολουθεί τις σύγχρονες τάσεις της μουσειολογίας με τη χρήση διαδραστικών μέσων.
Όσον αφορά στη χωροθέτηση των μουσείων, η Αθήνα δεν διαθέτει μία χαρακτηριστική «γειτονιά μουσείων». Η λειτουργία των συγκεντρώσεων εμφανίζεται στην περιοχή γύρω από το πάρκο Ριζάρη, και πιο συγκεκριμένα στο οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ των οδών Βασιλίσσης Σοφίας, Ριζάρη, Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ρηγίλλης, όπως φαίνεται και στους αντίστοιχους χάρτες. Επίσης, ένας άξονας μουσείων αναπτύσσεται τμηματικά στην οδό Πειραιώς.
Σε επίπεδο συνεργασιών και δικτύωσης οι προσπάθειες είναι περιορισμένες. Ανάμεσα στους διάφορους τρόπους δικτύωσης συμπεριλαμβάνονται η καθιέρωση κοινού εισιτηρίου, η έκδοση κοινών διαφημιστικών εντύπων, η δημιουργία κοινής ιστοσελίδας και η κοινή οργάνωση εκθέσεων, εκδηλώσεων ή φεστιβάλ (Κόνσολα 2011). Το δίκτυο Μουσείων και Πολιτιστικών Φορέων της Αθήνας αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη πρωτοβουλία, καθώς διαθέτει ιστοσελίδα και διοργανώνει και κοινές εκδηλώσεις. Αξίζει να αναφερθεί ότι στο δίκτυο αυτό συμπεριλαμβάνονται, εκτός των ευρύτερων πολιτιστικών χώρων, και 22 μουσεία από τα 59 που διαθέτει στο σύνολο του ο Δήμος Αθηναίων. Ιδιαίτερο χαρακτήρα προσδίδει στον μουσειακό χάρτη η ύπαρξη εκθέσεων μέσα στους σταθμούς του Μετρό Αττικής.
Σχετικά με την επισκεψιμότητα των μουσείων, θα πρέπει να αναφερθεί ότι εκτός από τα στοιχεία που συλλέχθηκαν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, η οποία διαθέτει στοιχεία για τα μεγαλύτερα μουσεία, πραγματοποιήθηκε και επιπλέον έρευνα και επικοινωνία με τα υπόλοιπα μουσεία. Πολλά από αυτά τα μουσεία δεν διατηρούν αρχείο με αποτέλεσμα ορισμένα από αυτά να μπορούν να δώσουν στοιχεία για την επισκεψιμότητά τους κατά προσέγγιση και άλλα να μην μπορούν να δώσουν καθόλου στοιχεία. Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, αν και με σχετικά μικρή άνοδο στη επισκεψιμότητά του (6,9%) αποτελεί το δημοφιλέστερο μουσείο της πόλης προσελκύοντας σημαντικό αριθμό τουριστών. Το μουσείο αυτό αποτελεί σημαντικό σύγχρονο κτηριακό έργο και σημείο αναφοράς για τον ελληνικό πολιτισμό. Η χωροθέτησή του στη συγκεκριμένη θέση έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές και στις χρήσεις γης στην περιοχή του Μακρυγιάννη με τη συγκέντρωση νέων καφέ, εστιατορίων, γκαλερί, κ.λπ. Η επικοινωνιακή και επιχειρηματική στρατηγική προώθησής του, σε συνδυασμό με την ανερχόμενη τάση στον αστικό τουρισμό παγκοσμίως, οδήγησε στο να καταλαμβάνει την 57η θέση στη σχετική παγκόσμια λίστα επισκεψιμότητας μουσείων για το 2013. Αντίθετα, προκαλεί εντύπωση ο χαμηλός αριθμός εισιτηρίων για το 2013 σε μουσεία με σημαντικές συλλογές.
Η λειτουργία δύο νέων μουσείων με τη στέγαση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στο Φιξ και της συλλογής Γουλανδρή στο Παγκράτι, σε συνδυασμό με την επέκταση της Εθνικής Πινακοθήκης, αναμένεται να συμβάλουν στη βελτίωση της εικόνας της πόλης ως προορισμού εικαστικών τεχνών, σε συνάρτηση βέβαια και με το γεγονός της διοργάνωσης της διάσημης έκθεσης Σύγχρονης Τέχνης Documenta το 2017, έκθεσης δεύτερης σε σημασίας μετά την Μπιενάλε της Βενετίας. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι διοργανώνονται και ορισμένες εκθέσεις στο πλαίσιο ειδικών γεγονότων όπως είναι η Μπιενάλε, η REMAP, η Art-Athina, κ.λπ. Μουσειακό τμήμα θα αποκτήσει και η Εθνική Βιβλιοθήκη, ενώ αναμένονται και τα νέα μουσεία της Πολιτιστικής Ακτής στον Πειραιά (Μουσείο Ενάλιων Αρχαιοτήτων, Μουσείο Μετανάστευσης). Παρά τις προοπτικές αυτές όμως η δημοσιονομική κρίση καθιστά σχεδόν αδύνατη την εύρεση και διάθεση οικονομικών πόρων για την υλοποίηση ολοκληρωμένων προγραμμάτων πολιτιστικής ανάπτυξης και αρκετά μουσεία αντιμετωπίζουν προβλήματα βιωσιμότητας (Πούλιος και Τουλούπα 2014). Ωστόσο, αξιοποιώντας την εμπειρία άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων, με χαμηλού κόστους ενέργειες βελτίωσης της δικτύωσης των μουσείων, η Αθήνα θα μπορούσε να επιτύχει την περαιτέρω ενίσχυση της εκθεσιακής της δράσης και την καθιέρωσή της ως προορισμού για τον μουσειακό τουρισμό.
Δέφνερ, Α. M., Καραχάλης, Ν., Κατσαφάδου, Σ. (2015) Τα μουσεία της πόλης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/μουσεία/ , DOI: 10.17902/20971.40
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Στη πρώιμη μορφή του, ο κινηματογράφος αποτελούσε πλανόδιο θέαμα, με τις προβολές των ταινιών να γίνονται, συνήθως, σε υπαίθριους χώρους, όπως πλατείες ή καφενεία. Οι πρώτες οργανωμένες αίθουσες που φιλοξένησαν αποκλειστικά κινηματογραφικές προβολές, πρωτοεμφανίστηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα με πρότυπο τις θεατρικές αίθουσες και μορφολογικά θύμιζαν τις αίθουσες όπως τις ξέρουμε σήμερα, με σημείο αναφοράς την οθόνη και τα υπόλοιπα στοιχεία να οργανώνονται απέναντι από αυτήν.
Ο κινηματογράφος ως είδος διασκέδασης και ψυχαγωγίας στην Ελλάδα, παγιώνεται με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου. Οι δεκαετίες του 1950 και 1960 αποτέλεσαν για τον κινηματογράφο την πιο ένδοξη περίοδό του, τόσο από την πλευρά της παραγωγής ταινιών όσο και από εκείνη της ανέγερσης ειδικών κτηριακών εγκαταστάσεων. Πιο συγκεκριμένα, ενώ το 1950 η ετήσια παραγωγή ταινιών ήταν τέσσερις με έξι, το 1960 αυξήθηκε στις 60 και κορυφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 φθάνοντας τις 90. Παράλληλη αυξητική πορεία ακολούθησε και ο αριθμός των κινηματογραφικών αιθουσών, προκειμένου να φιλοξενήσει τη ραγδαία ανερχόμενη δημοφιλία της νέας αυτής μορφής διασκέδασης που εξέφραζε και η πληθώρα των νέων ταινιών. Έτσι, ενώ το 1950 στην Αττική καταμετρούνται 153 αίθουσες, το 1969 είχαν σχεδόν πενταπλασιαστεί φτάνοντας τις 667.
Στη δεκαετία του 1950, μεγαλύτερη συγκέντρωση αιθουσών παρατηρείται στο κέντρο της Αθήνας, στον Πειραιά και στα βόρεια προάστια. Σταδιακά, όμως, και περνώντας στη δεκαετία του 1960, οι αίθουσες εξαπλώνονται σε όλες τις περιοχές του νομού, με τις προαναφερθείσες περιοχές να διατηρούν ωστόσο τη μεγαλύτερη συγκέντρωση. Την περίοδο αυτή, υπήρξε μεγάλη εσωτερική μετακίνηση του πληθυσμού από την επαρχία προς την Αθήνα, γεγονός που συντέλεσε στο να δημιουργηθούν νέοι δήμοι και να αυξηθεί ο πληθυσμός των ήδη υπαρχόντων. Ο πληθυσμός αυξήθηκε αρχικά κυρίως στο κέντρο (στο Δήμο Αθηναίων ο πληθυσμός αυξήθηκε σχεδόν κατά 50% μέσα στη δεκαετία του 1960), ενώ από την επόμενη δεκαετία ήταν ιδιαίτερα έντονη η αύξηση του ειδικού βάρους των δήμων στην κοντινή, αλλά και την πιο απομακρυσμένη περιφέρεια. Η ανέγερση νέων κινηματογραφικών αιθουσών σε κάθε σχεδόν δήμο, ακολούθησε αυτές τις σημαντικές πληθυσμιακές μεταβολές προκειμένου να ικανοποιήσει την αυξανόμενη ζήτηση του κοινού για τη νέα αυτή μορφή ψυχαγωγίας.
Κατά την πρώτη αυτή μεταπολεμική περίοδο, και μέχρι τη δεκαετία του ’70, παρατηρείται διαχωρισμός στις κινηματογραφικές αίθουσες με βάση τη γεωγραφική τους κατανομή και την ταξική διαστρωμάτωση του κοινού. Πιο συγκεκριμένα, οι αίθουσες χωρίζονταν σε 5 κατηγορίες :
Η επέκταση των κινηματογραφικών αιθουσών συνεχίστηκε μέχρι και το 1971, οπότε και άρχισε μια αντίστροφη πορεία τόσο για τις αίθουσες, όσο και για την παραγωγή ταινιών. Η παραγωγή των ταινιών περιορίστηκε στις 40 ετησίως, ενώ, οι αίθουσες ολοένα και μειώνονταν. Το 1970 οι αίθουσες ανέρχονταν σε 685, το 1975 μειώθηκαν σε 501, ενώ το 1979 απέμειναν 414. Βασικοί παράγοντες της κρίσης του κινηματογραφικού θεάματος, ήταν η εμφάνιση της τηλεόρασης και του βίντεο, που με την πάροδο των ετών κέρδισαν περισσότερο έδαφος στη ζωή των θεατών και τους απομάκρυναν από τις κινηματογραφικές αίθουσες. Αυτό αποτυπώθηκε και στον αριθμό των εισιτηρίων, καθώς τα 128,5 εκατομμύρια εισιτήρια του 1970, μειώθηκαν σε 48 εκατομμύρια το 1975.
Τα επόμενα 25 χρόνια αποτέλεσαν περίοδο περαιτέρω κάμψης για τον κινηματογράφο. Το 1980 λειτουργούσαν 402 αίθουσες, το 1990 υποδιπλασιάστηκαν στις 233, ενώ το 1999 περιορίστηκαν σε 205. Αξιοσημείωτο είναι, όμως, ότι παρά την αριθμητική μείωση, γίνονταν συνεχείς προσπάθειες προβολής του κινηματογραφικού προϊόντος και κατασκευάστηκαν νέες αίθουσες σε πολλές περιοχές. Οι θερινές αίθουσες συνέχιζαν να κατέχουν την πρώτη θέση, αφού ταίριαζαν πάντα με το κλίμα, ενώ αποτελούσαν και λειτουργικό στοιχείο της γειτονιάς.
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, το 2000 σημειώθηκε μικρή αύξηση κατά τέσσερις αίθουσες. Η δεκαετία αυτή, σηματοδότησε την ανάκαμψη του κινηματογράφου, κάτι που αποτυπώθηκε και στον αριθμό των εισιτηρίων, αφού τα περίπου 8,5 εκατομμύρια που κόπηκαν το 1998, έγιναν 13 εκατομμύρια το 2009. Η ανάκαμψη αυτή συνδέεται, σε μεγάλο βαθμό, με τη νέα μορφή προσφοράς του κινηματογραφικού προϊόντος που αποτέλεσαν οι αίθουσες «multiplex» («multiplex» ή «πολυκινηματογράφοι» χαρακτηρίζονται όσοι διαθέτουν δύο ή περισσότερες αίθουσες). Το μεγαλύτερο συγκρότημα multiplex στην Αθήνα περιλαμβάνει 20 αίθουσες. Αυτό που προσφέρουν είναι η δυνατότητα επιλογής μεταξύ ταινιών ευρείας κατανάλωσης και παράλληλων δραστηριοτήτων που αφορούν διάφορες ηλικιακές κατηγορίες χωρίς να απαιτείται άλλη μετακίνηση. Χωροθετούνται σε κεντρικές οδικές αρτηρίες και κοντά σε σταθμούς μέσων μαζικής μεταφοράς, ακολουθώντας τη λογική των μεγάλων εμπορικών κέντρων. Άλλωστε αποτελούν, συχνά, συστατικό στοιχείο των μεγαλύτερων από αυτά.
Φτάνοντας στο σήμερα, η ανέγερση αμιγώς κινηματογραφικών κτηρίων έχει σταματήσει –το 2010 χτίστηκε ο τελευταίος πολυκινηματογράφος– και πλέον λειτουργούν μόνο 151 αίθουσες, από 164 το 2010 (52 στο κέντρο, 14 στον Πειραιά και 24 στα βόρεια προάστια). Η εξέλιξη της χωροθέτησης των κινηματογραφικών αιθουσών από το 1950 ως το 2015 (χάρτης 2) δείχνει ότι η προσφορά του κινηματογραφικού προϊόντος στην Αθήνα ακολούθησε τόσο την πληθυσμιακή εξέλιξη της πόλης –δηλαδή την εκρηκτική της μεγέθυνση, αλλά και την εξάπλωσή της στην περιφέρεια της Αττικής– όσο και τις μεταβολές που αυτή η προσφορά παρουσίασε διεθνώς στην προσπάθεια να επιβιώσει απέναντι στον μεγάλο ανταγωνισμό της εξατομικευμένης και κατ’ οίκον παροχής ανάλογου προϊόντος από την τηλεόραση.
Γεωργίκου, Α. (2015) Η εξέλιξη του αριθμού και της χωροθέτησης των κινηματογραφικών αιθουσών την περίοδο 1950 – 2015, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κινηματογράφοι/ , DOI: 10.17902/20971.7
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης περιέχεται συχνά η μνεία σε ιδιαιτερότητες που αποδίδονται σε ιδιοτυπίες της ελληνικής κοινωνίας. Μια από τις γνωστότερες ιδιαιτερότητες είναι στη βιβλιογραφία η πολύ χαμηλότερη κοινωνική επιλογή που ασκεί το εκπαιδευτικό σύστημα, σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Tσουκαλάς 1979 και 1981). Υπάρχει πράγματι έντονη στατιστική διαφορά.
Οι έρευνες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, που διαμόρφωσαν την ειδικότητα της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης, ανακάλυψαν τις δεκαετίες 1950 και 1960 ότι το εκπαιδευτικό σύστημα αναπαράγει πιστά την κοινωνική ανισότητα. Η σχολική επίδοση εξαρτάται από την κοινωνική καταγωγή, με συνέπεια να είναι πολύ χαμηλά τα ποσοστά των λαϊκών στρωμάτων στην ανώτερη εκπαίδευση (Bourdieu, Passeron 1964, Coleman 1966).
Στην Ελλάδα από το 1950 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, αντίθετα με τα δεδομένα των άλλων χωρών, πάνω από 40% των φοιτητών στην ανώτατη εκπαίδευση προέρχεται από τα δύο βασικά λαϊκά στρώματα, με κοντά 25% καταγόμενο από οικογένειες αγροτών. Παράλληλα, η ζήτηση για ανώτερη εκπαίδευση είναι από πολλές δεκαετίες ψηλή και με συνεχή αυξητική τάση. Το φαινόμενο ερμηνεύτηκε με αναφορά στην ύπαρξη μιας ιδιαίτερης «μορφωσιογόνου» τάσης που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία, ενώ η έντονα ψηλότερη σε ποσοστά παρουσία στα πανεπιστήμια νέων από λαϊκή και ιδίως αγροτική καταγωγή ως δείγμα πιο «δημοκρατικής» σύνθεσης της ανώτερης εκπαίδευσης.
Μια διαφορετική ανάγνωση της εκπαιδευτικής ιστορίας αναδεικνύει ότι το φαινόμενο συνδέεται πριν απ΄όλα με την ιδιαίτερα μακρόχρονη και δύσβατη πορεία της χώρας να οικοδομήσει τη δημοκρατική κοινωνία και το αντίστοιχα δημοκρατικό εκπαιδευτικό σύστημα.
H βασική δημοκρατική αρχή για το δικαίωμα όλων των πολιτών στην εκπαίδευση εμφανίζεται πολύ νωρίς, ήδη στα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους. Όπως παντού αλλού ωστόσο, η κοινωνία αποκλείει για περίπου έναν αιώνα από τη μόρφωση «την κατωτέραν τάξιν» και το κοινωνικό φύλο των γυναικών. Η θεσμοθέτηση της καθολικής εκπαίδευσης, του δικαιώματος όλων των πολιτών σχολικής ηλικίας στην υποχρεωτική εκπαίδευση επίσης εμφανίζεται νωρίς, ως προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτική εξυγίανση, καθώς ο εγγραμματισμός βοηθάει τον εκσυγχρονισμό της εργασίας και προετοιμάζει για την άσκηση των δικαιωμάτων του πολίτη. Πολλές δεκαετίες όμως πολέμων (1912 με 1922 και 1940 με 1949), γιγάντιων οικονομικών προβλημάτων και κοινωνικής αναταραχής θα καθυστερήσουν για πολύ μεγάλο διάστημα την καθολική πρόσβαση στην εκπαίδευση.
Η Ελλάδα της δεκαετίας του 1950 είναι σε μεγάλο βαθμό αγράμματη κοινωνία. Σύμφωνα με την Απογραφή του 1961, από τα κοντά εφτά εκατομμύρια πολίτες άνω των 10 ετών μόνο 1,9% έχει δίπλωμα ανώτατης εκπαίδευσης και 7,5% απολυτήριο εξατάξιου γυμνασίου. Δηλαδή λιγότερο από 10% του ολικού πληθυσμού (3,8% του συνόλου των γυναικών) είναι μορφωμένο. Απολυτήριο του «υποχρεωτικού» εξάχρονου δημοτικού σχολείου έχει 43,4%. Ο άλλος μισός πληθυσμός της χώρας άνω των 10 ετών είναι λίγο-πολύ αναλφάβητος, καθώς 47% ανήκει στην κατηγορία «Δεν ετελείωσαν το δημοτικόν», ενώ το ένα τρίτο από αυτούς τους πολίτες στην κατηγορία «αγράμματος».
Πηγή: Απογραφή 1961, EΣΥΕ, Δειγματοληπτική επεξεργασία, τ.ΙΙ: Εκπαίδευσις.
Εκτός από τη ζοφερή εικόνα των αριθμών, η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης τη δεκαετία του 1950 συνοψίζεται σε πολλές ώρες διδασκαλίας νεκρών γλωσσών στη δευτεροβάθμια (αρχαίων ελληνικών και λατινικών) και στον ιδεολογικό πειθαναγκασμό των νέων γενεών σε όλες τις βαθμίδες. Την κοινωνία σκιάζει ο «μέγας φόβος» του εμφύλιου πολέμου. H εύθραυστη γιατί χωρίς νομιμότητα στα μάτια των πολιτών εξουσία αποδίδει στο σχολείο μοναδική αποστολή την αστυνομική περιφρούρηση του κοινωνικού οικοδομήματος. Οι αρχές αντιμετωπίζουν τις δημοκρατικές αξίες, την ελευθερία του τύπου και την ελευθερία της σκέψης σαν κοινωνικά επικίνδυνες, ενώ αποδίδουν στη δημοτική γλώσσα ανταρσιακές ιδιότητες και στους υπερασπιστές της αντεθνικούς σκοπούς (Δημαράς 1974).
Η εκπαιδευτική κατάσταση θα παραμείνει πολύ αρνητική και πάλι για πολιτικούς λόγους. Tη δεκαετία του 1960 ανατέλλει μια νέα περίοδος. Μόλις έχει αρχίσει να ισορροπεί η κοινωνία οικονομικά και ανοίγει η προοπτική ένταξης στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά. Η αθλιότητα της «εθνικής παιδείας» θα βρεθεί εκ νέου στο επίκεντρο κοινωνικής διαπάλης. H μεταρρύθμιση του 1964 θα ψηφιστεί μετά από βίαιη πολεμική στο Κοινοβούλιο και την όλη κοινωνία. Θα εισάγει τη δημοτική ως γλώσσα όλου του σχολείου, θα επεκτείνει την υποχρεωτική εκπαίδευση σε εννέα χρόνια και θα αποπειραθεί τον εξορθολογισμό της διδακτέας ύλης. Σε τρία χρόνια, μια από τις πρώτες νομοθετικές παρεμβάσεις της χούντας των συνταγματαρχών στην εκπαίδευση τον Αύγουστο του 1967 θα είναι η κατάργηση της μεταρρύθμισης.
Όταν αποκαθίστανται οι δημοκρατικοί θεσμοί το 1974, η εκπαίδευση βρίσκεται σε κατάσταση που η βιβλιογραφία περιγράφει ως καθυστέρηση ενός περίπου αιώνα. Σύμφωνα με την Απογραφή του 1981, ο αναλφαβητισμός (για τους πολίτες άνω των 14 ετών) είναι 22,2% του πληθυσμού, 14,6 για τους άνδρες και 29,1 για τις γυναίκες. Η πρόωρη εγκατάλειψη του δευτεροβάθμιου σχολείου είναι ψηλή, με αποτέλεσμα περίπου 60% του όλου πληθυσμού να βγαίνει στην αγορά εργασίας με μόνο εφόδιο το απολυτήριο εξάχρονου δημοτικού. Η τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση είναι σχεδόν ανύπαρκτη, ενώ η πανεπιστημιακή ακόμα πολύ άνιση ως προς την πρόσβαση των κοινωνικών φύλων. Το ποσοστό των γυναικών στην ανώτατη εκπαίδευση εξελίσσεται ως εξής: είναι 25% το 1961, 30,4% το 1971 και 40% το 1981.
Μεγάλες και εντυπωσιακά ταχείες αλλαγές θα μετατρέψουν τη δεκαετία του 1980 την Ελλάδα σε μια εκπαιδευμένη κοινωνία. Σε ελάχιστο για τέτοιες εξελίξεις διάστημα, στις αρχές της επόμενης μόλις δεκαετίας γενικεύεται η υποχρεωτική εκπαίδευση των εννέα χρόνων, διπλασιάζεται ο μαθητικός πληθυσμός του λυκείου και τετραπλασιάζεται η συμμετοχή στην τριτοβάθμια, ενώ εξαφανίζεται η ανισότητα των φύλων ως προς την πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες.
Την ίδια αυτή δεκαετία των θεαματικών σε αριθμούς αλλαγών, η κοινωνική σύνθεση των φοιτητών στην τριτοβάθμια και πανεπιστημιακή εκπαίδευση αλλάζει και πλησιάζει τα δεδομένα της λοιπής Ευρώπης. Από τότε, οι εθνικές στατιστικές δεν περιέχουν πλέον ιδιαιτερότητες ως προς την κοινωνική καταγωγή των φοιτητών και φοιτητριών. Η σχολική επίδοση και η συμμετοχή στην τριτοβάθμια εμφανίζεται έκτοτε, όπως παντού αλλού στον δυτικό λεγόμενο κόσμο, εξαρτώμενη από την κοινωνική καταγωγή.
Η παραπάνω ανάγνωση της εκπαιδευτικής ιστορίας αναδεικνύει άλλα αίτια από τη δημοκρατικότερη κοινωνική σύνθεση της ελληνικής εκπαίδευσης. Η πολύ χαμηλότερη σε σχέση με αλλού κοινωνική επιλογή που ασκούσε ο εκπαιδευτικός θεσμός οφειλόταν στη μακρά καθυστέρηση της χώρας να προσαρμόσει το εκπαιδευτικό σύστημα στις ανάγκες της κοινωνίας. Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, που επανειλημμένα στόχευσαν τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος, ηττήθηκαν πολιτικά και το λειτουργικό και δημοκρατικό σχολείο ναρκοθετήθηκε επί δεκαετίες.
Ο αργός ρυθμός καταπολέμησης του αναλφαβητισμού και τα ψηλά ποσοστά διαρροής από το σχολείο ήταν το βασικό αίτιο της παρουσίας στην ανώτερη εκπαίδευση τόσο ψηλότερου συγκριτικά ποσοστού με προέλευση εργατική και αγροτική. Ο πολύ μικρός αριθμός πολιτών που όλο το διάστημα από το 1950 ολοκλήρωναν τις έξι τάξεις της δευτεροβάθμιας επέτρεπε μέσω της «υπερεπιλογής» την πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση σε γιους οικογενειών από λαϊκά στρώματα. Δηλαδή το φαινόμενο είχε και μια διάσταση φύλου. Συμβαίνει διεθνώς. Όταν η ανισότητα των φύλων είναι ψηλή ως προς την πρόσβαση στην εκπαίδευση, η παρουσία στην ανώτερη βαθμίδα χαμηλότερου ποσοστού γυναικών από τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις επιτρέπει την ψηλότερη συμμετοχή ανδρών από χαμηλότερα στρώματα. Και όπως είδαμε, οι γυναίκες αποτελούσαν μόνο 25% του φοιτητικού πληθυσμού το 1961, ενώ παρέμεναν στο 40% ακόμα το 1981.
Αν παραμερίσει κανείς τους εθνικούς μέσους όρους, διαπιστώνει ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ασκούσε πάντοτε κοινωνική επιλογή, μέσα από την ιεραρχία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και την αξία των διπλωμάτων. Τα ανώτατα πτυχία εκείνα που είχαν υψηλή οικονομική και συμβολική αξία, όπως για παράδειγμα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου ή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, είχαν πάντοτε πολύ μικρότερα ποσοστά φοιτητών από λαϊκά στρώματα. Όταν δηλαδή τη δεκαετία του 1950 ο μέσος όρος φοιτητών με αγροτική καταγωγή ήταν 25% του συνόλου, στο ΕΜΠ αυτό το ποσοστό ήταν μόνο 6%, ενώ αντίθετα στην άλλη άκρη της ιεραρχίας των ιδρυμάτων έφτανε το 40% των φοιτητών της τότε Παντείου Σχολής.
Υπάρχει μια τελευταία παράμετρος του φαινομένου που οφείλεται στη μεγάλη ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος να ανταποκριθεί στο ρόλο του έως τη δεκαετία του 1980. Κατά μια μελέτη του ΟΟΣΑ της δεκαετίας του 1960, οι κάτοχοι διπλώματος ανώτατης εκπαίδευσης μεταξύ των υπαλλήλων του κράτους σε όλες τις υπηρεσίες και βαθμίδες ήταν στην Ελλάδα 40% του συνόλου, ενώ στη Γαλλία, για παράδειγμα, μόνο 5% (Madison et al. 1966, 86). Τα ανώτατα διπλώματα είχαν στην ελληνική κοινωνία ρόλο που σε άλλες χώρες ασκούσαν άτομα με διπλώματα δευτεροβάθμιας ή τεχνικών ειδικεύσεων που δεν υπήρχαν εδώ.
Φραγκουδάκη, Ά. (2015) Η εκπαίδευση στη μεταπολεμική Ελλάδα, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/μεταπολεμική-εκπαίδευση/ , DOI: 10.17902/20971.25
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9