Η συγκέντρωση δραστηριοτήτων στις μητροπόλεις, εν προκειμένω στην Αθήνα, είναι ένα φαινόμενο που αφορά και τους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς έρευνας και καινοτομίας. Οι περισσότεροι φορείς, καθώς και οι αντίστοιχες δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης συγκεντρώνονται στην Αττική. Συγκεκριμένα, η Περιφέρεια Αττικής συγκεντρώνει το 55,7% των δαπανών αυτών, ακολουθούμενη από την Κεντρική Μακεδονία (13,7%) και την Κρήτη (7,6%) (πίνακας 1). Η συγκέντρωση αυτή είναι αποτέλεσμα της υψηλής πυκνότητας του πληθυσμού, της παρουσίας ενός μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων, της ευνοϊκής γεωγραφικής θέσης της Περιφέρειας, των υποδομών μεταφορών και πάνω απ’ όλα της εγγύτητας προς την κεντρική κυβέρνηση.
Πηγή: Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (2015), Αθήνα
Η Αττική αποτελεί την δυναμικότερη Περιφέρεια της χώρας ως προς την παραγωγή ερευνητικής δραστηριότητας, καθώς συγκεντρώνει σημαντικό αριθμό ερευνητικών και εκπαιδευτικών δομών. Ωστόσο, παρά την ύπαρξη κρίσιμης μάζας εκπαιδευτικών και ερευνητικών υποδομών, καθώς και αντίστοιχου ερευνητικού δυναμικού, η Αττική κατατάσσεται στην ομάδα των ευρωπαϊκών περιφερειών «Moderate Innovators» σύμφωνα με το Regional Innovation Scorecard (RIS 2016).
Η Αττική αποτελεί την μοναδική Περιφέρεια της χώρας, όπου η ερευνητική δραστηριότητα ισοκατανέμεται μεταξύ των πανεπιστημίων και του επιχειρηματικού κόσμου. Συγκεκριμένα, στην Περιφέρεια Αττικής η ερευνητική δραστηριότητα διεξάγεται κατά 29,1% στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα και κατά 46,9% από τις επιχειρήσεις, ποσοστό που παρά τη συγκριτική του υπεροχή σε σχέση με τις υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας υπολείπεται του μέσου όρου στην ΕΕ27 που ανέρχεται σε 63,2%. Τέλος, το υπόλοιπο 22,5% της ερευνητικής δραστηριότητας της Περιφέρειας διεξάγεται με κρατική χρηματοδότηση και ειδικότερα με την έρευνα που πραγματοποιείται από τους προαναφερθέντες ερευνητικούς φορείς.
Βάσει μελέτης για την περιφερειακή διάσταση των δραστηριοτήτων έντασης γνώσης στην Ελλάδα, στις υπόλοιπες Περιφέρειες τη μερίδα του λέοντος καταλαμβάνει είτε ο τομέας τριτοβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, είτε ο κρατικός τομέας.
Στους πίνακες 2α και 2β παρουσιάζονται οι ερευνητικοί και τεχνολογικοί φορείς της χώρας ανά Περιφέρεια.
Όλα τα παραπάνω ερευνητικά ιδρύματα ανήκουν στον δημόσιο τομέα και, παρότι η νομική τους μορφή ποικίλλει (ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, ανώνυμες εταιρείες), αποτελούν φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με το οργανικό (όλοι οι φορείς άσκησης δημόσιας διοίκησης, οι οποίοι διαθέτουν τη νομική μορφή ΝΠΔΔ), αλλά και το λειτουργικό κριτήριο (αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού ή δημόσιας υπηρεσίας). Στην πλειονότητά τους τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, αλλά και άλλων Υπουργείων.
Τέσσερις περιοχές (Αττική, Κεντρική Μακεδονία, Δυτική Ελλάδα και Κρήτη) έχουν σχετικά υψηλότερη δραστηριότητα έρευνας και ανάπτυξης, αν και υπολείπονται σε επιδόσεις σε σύγκριση με τις προηγμένες περιφέρειες της ΕΕ. Η ερευνητική δραστηριότητα είναι συγκεντρωμένη σε περιοχές όπου υπάρχει συσσώρευση ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων, ενώ από άλλες περιοχές απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά σχεδόν κάθε είδος εξειδίκευσης έντασης γνώσης, όπως επισημαίνεται σε έκθεση του ΙΟΒΕ (2015).
Η περιφέρεια Αττικής συγκεντρώνει το 79% των εποπτευόμενων ερευνητικών και τεχνολογικών φορέων που τελούν υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας και το 78% των λοιπών δημόσιων ερευνητικών φορέων.
Ακολουθεί σύντομη περιγραφή των ερευνητικών ιδρυμάτων με έδρα στην Αττική. Δεν περιλαμβάνονται τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, που υπάγονται σε διακριτό διοικητικό σχήμα, παρότι σε αυτά διεξάγεται ποσοστό 55% της ερευνητικής παραγωγής της χώρας:
Ιδρύθηκε το 1842 και περιλαμβάνει τρία Ινστιτούτα:
Πηγή: Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών
Το ΕΑΑ παρέχει υπηρεσίες, όπως η συνεχής παρακολούθηση της σεισμικότητας του Ελληνικού χώρου και η ενημέρωση της Πολιτείας και του κοινού, η πρόγνωση καιρού, η συνεχής μέτρηση παραμέτρων της ατμόσφαιρας και ιονόσφαιρας, η συνέχιση ιστορικών κλιματικών παρατηρήσεων, η λειτουργία ενός από τα μεγαλύτερα τηλεσκόπια της Ευρώπης, κ.ά. Σημαντική είναι η συνεισφορά του στην επιμόρφωση του κοινού και τον τομέα της διάχυσης της επιστήμης μέσω του Κέντρου Επισκεπτών στην Πεντέλη και στο Θησείο.
Πηγή: Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών
Πηγή: Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών
Ιδρύθηκε το 1959 ως αυτοτελής δημόσια υπηρεσία υπό την επωνυμία Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών “ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ” και το 1985 μετονομάστηκε. Είναι διεπιστημονικό και περιλαμβάνει τα εξής ινστιτούτα:
Ο ερευνητικός προσανατολισμός του κέντρου επικεντρώνεται στις θεματικές περιοχές της υγείας, βιολογίας & βιοτεχνολογίας, των νέων υλικών, της μικροηλεκτρονικής και νανοτεχνολογίας, του περιβάλλοντος και της βιώσιμης ανάπτυξης, της πυρηνικής φυσικής και της φυσικής στοιχειωδών σωματιδίων, της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, της πυρηνικής τεχνολογίας και ακτινοπροστασίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ιδρύθηκε το 2003 με τη συγχώνευση του Εθνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (1945) και του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης (1987). Αποτελείται από τρία ινστιτούτα:
Σκοπός του ΕΛΚΕΘΕ είναι η διεξαγωγή επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας, η πειραματική ανάπτυξη και επίδειξη, η διάδοση και εφαρμογή των αποτελεσμάτων της έρευνας, ιδιαίτερα στους τομείς της μελέτης και προστασίας της υδρόσφαιρας, των οργανισμών της, των ορίων της με την ατμόσφαιρα, την ακτή και το βυθό, των φυσικών, χημικών, βιολογικών και γεωλογικών συνθηκών που επικρατούν και διέπουν τα παραπάνω συστήματα.
Πηγή: ΕΛΚΕΘΕ
Ιδρύθηκε το 1959 υπό την αιγίδα της UNESCO και αποτελεί το μόνο δημόσιο ερευνητικό κέντρο της χώρας στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών.
Μετά τη συγχώνευση των τριών (3) ινστιτούτων του:
το ΕΚΚΕ αποτελείται πλέον μόνο από το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών. Σκοπός του είναι η μελέτη των δομών, μηχανισμών, πρακτικών και αντιλήψεων που αφορούν τον ελληνικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό και τις μεταβολές του στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού και διεθνούς του περίγυρου ώστε να συμβάλει στην κατανόηση και τη διαχείρισή του.
Πηγή: EKKE
Ιδρύθηκε το 1920, εποπτεύεται από κοινού από το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και το Υπουργείο Υγείας και είναι μέλος του Διεθνούς Δικτύου Ινστιτούτων Παστέρ. Το 1975, με την υπογραφή διμερούς συμφωνίας μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης και του Ινστιτούτου Παστέρ Παρισίων, καθορίστηκε το πλαίσιο λειτουργίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ ως ΝΠΙΔ, κοινωφελούς ιδρύματος μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Πηγή: ΕΙΠ
Η μελέτη των λοιμωδών νοσημάτων, αποτελεί βασικό άξονα των ερευνητικών δραστηριοτήτων του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ, ενώ παράλληλα πραγματοποιείται έρευνα στους τομείς της ανοσοβιολογίας και της νευροβιολογίας. Το ΕΙΠ αποτελεί σε εθνικό επίπεδο πυλώνα για την Δημόσια Υγεία με τη λειτουργία πέντε Εθνικών Εργαστηρίων Αναφοράς, σε συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας και διεθνείς οργανισμούς, για την επιτήρηση και τον επιδημιολογικό έλεγχο σημαντικών ιικών, βακτηριακών και παρασιτικών λοιμώξεων και την αντιμετώπιση επιδημιών νοσημάτων με υψηλή θνητότητα. Στις δραστηριότητες του Ινστιτούτου εντάσσεται και η λειτουργία Μονάδας Παραγωγής Εμβολίων.
Είναι ένα πολυεπιστημονικό ίδρυμα το οποίο ιδρύθηκε με ΒΔ το 1958. Στο ΕΙΕ λειτουργούν σήμερα τρία Ερευνητικά Ινστιτούτα:
Το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του ΕΙΕ καλύπτει ευρύ φάσμα μελέτης και έρευνας της Ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού, ενώ τα Ινστιτούτα των θετικών επιστημών εκτελούν βασική και εφαρμοσμένη έρευνα σε περιοχές αιχμής, όπως η υγεία, τα φάρμακα, το περιβάλλον, η βιοτεχνολογία και τα νέα υλικά.
Στο ΕΙΕ λειτουργεί επίσης το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ), που αποτελεί επιστημονική εγκατάσταση εθνικής χρήσης και τον κύριο εθνικό οργανισμό παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικής πληροφόρησης και υποστήριξης σε θέματα έρευνας, επιστήμης και τεχνολογίας.
Πηγή: Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης
Πηγή: Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης
Ιδρύθηκε το 2003 και αποτελεί το μοναδικό Ερευνητικό Κέντρο στη χώρα με αποκλειστικό προσανατολισμό τις τεχνολογίες και εφαρμογές της Πληροφορικής και των Επικοινωνιών. Διεξάγει έρευνα στον πυρήνα των τεχνολογιών αυτών, καθώς και σε περιοχές όπου οι τεχνολογίες συναντώνται με άλλες επιστήμες ή ανθρώπινες δραστηριότητες.
Είναι οργανωμένο σε τρία Ινστιτούτα:
που δραστηριοποιούνται σε ένα ευρύ φάσμα τομέων: μεγάλα δίκτυα και βάσεις δεδομένων και τεκμηρίων (επιστημονικών, επιχειρηματικών, πολιτιστικών κ.λπ.), ενσωματωμένα συστήματα, αυτοματισμοί, ρομποτική, τεχνητή νοημοσύνη, επιμέλεια ψηφιακού περιεχομένου.
Πηγή: Ερευνητικό κέντρο «Αθηνά»
Στο «Αθηνά» εντάσσεται επίσης η Πρωτοβουλία Τεχνολογικών Συνεργατικών Σχηματισμών Corallia. Πρόκειται για μια σύμπραξη ιδιωτικού-δημοσίου τομέα που στοχεύει στην προώθηση της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας σε παραγωγικούς τεχνολογικούς τομείς έντασης γνώσης και εξαγωγικού δυναμικού.
Πηγή: Ερευνητικό κέντρο «Αθηνά»
Ιδρύθηκε το 1995 και αποτελείται από ένα μόνο Ινστιτούτο. Ένας από τους βασικούς στόχους της έρευνας που διεξάγεται στο ΕΚΕΒΕ «Αλ. Φλέμιγκ» είναι ο προσδιορισμός των παθογόνων λειτουργιών διαφόρων γονιδίων στην παθολογία σε επίπεδο του οργανισμού των θηλαστικών. Έχει επίσης διακρίσεις και εμπειρογνωμοσύνη στους τομείς της κυτταρικής ανοσολογίας, της προτυποποίησης ασθενειών, της κατασκευής και ανάλυσης κλασσικών και μεταβλητών διαγονιδιακών συστημάτων στο ποντίκι, της μετα-μεταγραφικής ρύθμισης της γονιδιακής έκφρασης, των εξω- και ενδοκυττάριων μηχανισμών μεταβίβασής σημάτων καθώς και της λειτουργικής γονιδιωματικής.
Είναι η εθνική ρυθμιστική αρχή, αρμόδια για θέματα ακτινοπροστασίας και ραδιολογικής και πυρηνικής ασφάλειας.
Ιδρύθηκε το 1954 και ανασυστάθηκε το 1987. Αποστολή της είναι η προστασία του πληθυσμού, των εργαζομένων και του περιβάλλοντος από τις ιοντίζουσες και τις τεχνητά παραγόμενες μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες. Επίσης, ο έλεγχος και η εποπτεία των εφαρμογών της πυρηνικής τεχνολογίας, των πυρηνικών επιστημών και των ακτινοβολιών στη βιομηχανία, στη γεωργία, στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, στην υγεία, στις βιολογικές και άλλες επιστήμες, η ασφαλής και ειρηνική χρήση των εφαρμογών της πυρηνικής ενέργειας και τεχνολογίας και η ασφαλής διαχείριση αναλωθέντων καυσίμων και ραδιενεργών αποβλήτων.
Το Εθνικό Δίκτυο Έρευνας και Τεχνολογίας (ΕΔΤ – GRNET) ξεκίνησε το 1995 ως έργο της Γενικής Γραμματείας Έρευνας & Τεχνολογίας του Υπουργείου Ανάπτυξης. To 1998 δημιουργήθηκε η ΕΔΕΤ Α.Ε., ο φορέας διαχείρισης του ΕΔΕΤ, ως εταιρεία Τεχνολογικής Ανάπτυξης της ΓΓΕΤ κατά το πρότυπο των Εθνικών Ερευνητικών Δικτύων (National Research Networks) των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ΕΔΕΤ παρέχει υπηρεσίες Εθνικής και Διεθνούς Διασύνδεσης υψηλής χωρητικότητας στην Ελληνική Ακαδημαϊκή και Ερευνητική Κοινότητα. Ειδικότερα, παρέχει υπηρεσίες διασύνδεσης στα δύο βασικά εκπαιδευτικά Δίκτυα Πρόσβασης της χώρας: το Ακαδημαϊκό Διαδίκτυο (Gunet) και το Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο. Εξυπηρετεί περισσότερους από 70 φορείς και περίπου 190.000 χρήστες (ερευνητές, φοιτητές και ερευνητικό προσωπικό ΑΕΙ / ΤΕΙ, χρήστες ακαδημαϊκών και ερευνητικών ηλεκτρονικών βιβλιοθηκών, εκπαιδευτικούς και μαθητές της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης).
Ιδρύθηκε το 1987 ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Είναι ο εθνικός φορέας για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την ορθολογική χρήση ενέργειας και την εξοικονόμηση ενέργειας. Ο κύριος σκοπός του είναι η προώθηση των εφαρμογών στους τομείς αρμοδιότητάς του σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, με γνώμονα τη μείωση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης στην αλυσίδα παραγωγή – μεταφορά – χρήση της ενέργειας.
Ιδρύθηκε το 2011, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, που συγχώνευσε τους ακόλουθους φορείς:
Είναι ΝΠΙΔ που ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και ασκεί όλες τις αρμοδιότητες των συγχωνευθέντων νομικών προσώπων.
Ιδρύθηκε το 1929 ως ΝΠΔΔ και είναι ερευνητικός φορέας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Οι επιστημονικές δραστηριότητες του Ινστιτούτου είναι οργανωμένες σε τρία Τμήματα:
Το Ινστιτούτο καλύπτει επιστημονικά όλο το φάσμα της φυτοπροστασίας και φυτοϋγείας, ενώ παράλληλα μελετά και προτείνει μέτρα για την ασφάλεια και την ποιότητα στην πρωτογενή παραγωγή καθώς και την ελαχιστοποίηση των πιθανών επιπτώσεών της στο περιβάλλον και τον άνθρωπο.
Το 1972 ιδρύθηκε το Εθνικό Ίδρυμα Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΘΙΓΜΕ), ως ΝΠΙΔ εποπτευόμενο από το Υπουργείο Πολιτισμού & Επιστημών & το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Το 1976 μετονομάστηκε σε Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ), εποπτευόμενο από το τότε Υπουργείο Βιομηχανίας και στη συνέχεια το Υπουργείο Ανάπτυξης. Το ΙΓΜΕ είναι ο θεσμοθετημένος τεχνικός σύμβουλος της πολιτείας σε θέματα γεωεπιστημών. Βασικός σκοπός του είναι η γεωλογική μελέτη της χώρας, η έρευνα και η αξιολόγηση των ορυκτών πρώτων υλών (πλην υδρογονανθράκων) και υπόγειων νερών. Εκτελεί χρέη Εθνικής Γεωλογικής Υπηρεσίας, σκοπός της οποίας είναι η αποτύπωση – καταγραφή και τελικά η γνώση της βασικής γεωλογικής δομής της χώρας, με χαρτογραφήσεις, γεωχημεία, γεωφυσική, τηλεπισκόπηση, βάσεις γεωεπιστημονικών δεδομένων κ.ά.
Ιδρύθηκε το 1959 ως μικρή ερευνητική μονάδα με την επωνυμία «Κέντρον Οικονομικών Ερευνών». Το 1964, οπότε και το ΚΕΠΕ πήρε την σημερινή του ονομασία, προστέθηκαν στις αρμοδιότητές του η κατάρτιση σχεδίων βραχυχρονίων, μεσοχρονίων και μακροχρονίων προγραμμάτων ανάπτυξης, περιφερειακής και χωροταξικής ανάπτυξης και δημοσίων επενδύσεων, η παρακολούθηση και ανάλυση των βραχυπροθέσμων και μεσοπροθέσμων εξελίξεων στην ελληνική οικονομία, η κατάρτιση προτάσεων οικονομικής πολιτικής και επιμόρφωση νέων οικονομολόγων, ιδιαίτερα σε θέματα προγραμματισμού και οικονομικής ανάπτυξης. Αποτελεί το μεγαλύτερο ερευνητικό ίδρυμα για την οικονομική επιστήμη στην Ελλάδα με αντικείμενο την διερεύνηση θεμάτων που αφορούν στην ελληνική οικονομία.
Ιδρύθηκε το 1983 ως ΝΠΙΔ και εποπτεύεται από το Υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Σκοπός του είναι η επεξεργασία και ο σχεδιασμός της αντισεισμικής πολιτικής της χώρας, καθώς και ο συντονισμός των ενεργειών δημοσίου και ιδιωτικού δυναμικού για την εφαρμογή της πολιτικής αυτής. Το 2011, το Ινστιτούτο Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών (ΙΤΣΑΚ), που είχε ιδρυθεί το 1979 στη Θεσσαλονίκη, καταργήθηκε ως αυτοτελές ΝΠΔΔ και συγχωνεύτηκε με τον ΟΑΣΠ.
Ιδρύθηκε το 1999, ως ΝΠΙΔ κοινωφελούς χαρακτήρα, εποπτευόμενο από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, με σκοπό την παροχή αξιόπιστων και συγκρίσιμων πληροφοριών για το περιβάλλον, τη συμβολή στην επεξεργασία, εφαρμογή και αξιολόγηση πολιτικών, προγραμμάτων και μέτρων που αφορούν το περιβάλλον και τη βιώσιμη ανάπτυξη, την αντίστοιχη επιστημονική υποστήριξη της διοίκησης και την υποβολή προτάσεων στους αρμόδιους φορείς. Το 2011 με Απόφαση του αρμόδιου Υπουργού Περιβάλλοντος το “Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης” συγχωνεύτηκε με το “Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών”, με απορρόφηση του δεύτερου από το πρώτο, το οποίο και μετονομάστηκε σε “Εθνικό Κέντρο Βιώσιμης και Αειφόρου Ανάπτυξης” (ΕΚΒΑΑ). Τον Ιούνιο του 2015, με κοινή απόφαση των Υπουργών Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Ενέργειας και Περιβάλλοντος, το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών και Μελετών αποσπάστηκε και επανασυστάθηκε ως ΙΓΜΕ, ενώ το ΕΚΒΑΑ μετονομάστηκε σε Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΚΠΑΑ).
Η εταιρεία προήλθε το 2012 από τη συγχώνευση σε μία τριών εταιρειών: 1. Εταιρεία Κεραμικών & Πυρίμαχων Υλικών Α.Ε. (ΕΚΕΠΥ Α.Ε.), 2. Εταιρεία Βιομηχανικής Έρευνας & Τεχνολογικής Ανάπτυξης Μετάλλων Α.Ε. (ΕΒΕΤΑΜ Α.Ε.), 3. Ελληνικό Κέντρο Αργιλλομάζης Α.Ε. (ΕΛΚΕΑ Α.Ε.). Στη νέα ΕΒΕΤΑΜ προσαρτήθηκαν επίσης και οι δραστηριότητες πιστοποίησης και εργαστηριακών δοκιμών του Ελληνικού Οργανισμού Τυποποίησης (ΕΛΟΤ Α.Ε.). Είναι μια εταιρεία δημόσιου συμφέροντος μικτού χαρακτήρα, στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας συμμετέχουν τόσο φορείς και εταιρείες του δημόσιου τομέα όσο και ιδιωτικές εταιρείες. Η ΕΒΕΤΑΜ λειτουργεί υπό την επίβλεψη της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας. Είναι ένα πολυκλαδικό, πολυτεχνολογικό κέντρο εργαστηριακών ελέγχων και πιστοποίησης βιομηχανικών και καταναλωτικών προϊόντων, υλικών, εγκαταστάσεων και συστημάτων διαχείρισης.
Στην Ακαδημία Αθηνών λειτουργούν 13 Eρευνητικά Kέντρα και 10 Γραφεία Ερευνών με εξειδικευμένες βιβλιοθήκες, καθώς και η κεντρική βιβλιοθήκη «Iωάννης Συκουτρής». Από το 2002 υπό την εποπτεία της Ακαδημίας Αθηνών λειτουργεί το Ίδρυμα Iατροβιολογικών Eρευνών (Ι.ΙΒ.Ε.Α.Α.). Ο πρωταρχικός στόχος του ΙΙΒΕΑΑ είναι να υποστηρίξει τη βασική και κλινική έρευνα, δημιουργώντας το ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη της μεταφραστικής έρευνας που συνδέει τα εργαστηριακά ευρήματα με κλινικές πρακτικές. Το ΙΙΒΕΑΑ περιλαμβάνει 10 Ερευνητικά Κέντρα που εξειδικεύονται σε διαφορετικές πτυχές της Ιατροβιολογικής Έρευνας – δύο Κέντρα Βασικής Έρευνας, Κέντρο Βιολογίας Συστημάτων, Κέντρο Βιολογίας Καρκίνου, Κέντρο Νευροβιολογίας, Ανοσολογίας και Μεταμοσχεύσεων, Κέντρο Νανοϊατρικής, Πειραματικής Χειρουργικής, Κλινικής Έρευνας και Κέντρο Περιβαλλοντικής Υγείας.
Από την ανωτέρω παράθεση συνάγεται ότι στην Αθήνα και την Περιφέρεια Αττικής έχει την έδρα της η μεγάλη πλειονότητα των ερευνητικών και τεχνολογικών φορέων της χώρας, καθώς και των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων. Η θετική συνέπεια της εκτεταμένης αυτή συγκέντρωσης είναι η ύπαρξη υψηλού επιπέδου ανθρώπινου δυναμικού, το οποίο με τις κατάλληλες διαρθρωτικές παρεμβάσεις μπορεί να συμβάλει στην αναδιαμόρφωση του καινοτομικού προφίλ της Περιφέρειας, αλλά και της χώρας.
Λοβέρδου, Ε. (2016) Ο ερευνητικός ιστός στην Αττική: συνοπτική παρουσίαση, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/ο-ερευνητικός-ιστός-στην-αττική/ , DOI: 10.17902/20971.62
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Οι κενές κατοικίες αποτελούν ζήτημα που επανέρχεται συχνά στον δημόσιο διάλογο, άλλοτε ως ένδειξη πλούτου για σημαντικό ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών που διαθέτουν περισσότερες από μία κατοικίες και άλλοτε ως κοινωνικός πόρος που μένει ανεκμετάλλευτος ενώ θα μπορούσε να συμβάλει στην επίλυση στεγαστικών προβλημάτων.
Το σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης στις χώρες της Νότιας Ευρώπης –και ιδιαίτερα στην Ισπανία και την Ελλάδα όπου ξεπερνά το 80%– είναι ένας από τους παράγοντες που είχαν δημιουργήσει την εικόνα ότι τα φτωχά Γερμανικά νοικοκυριά αναγκάζονται να βοηθούν τα πλούσια νοικοκυριά των χωρών του Νότου. Την εικόνα αυτή είχε δημιουργήσει η επιλεκτική ανάγνωση των αποτελεσμάτων σχετικής έρευνας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ECB, 2013a και 2013b) όπως προβλήθηκε κυρίως από δημοσιεύσεις στον έγκριτο τύπο (Financial Times, 2013). Η επιλεκτικότητα της ανάγνωσης βασίστηκε στη σύγκριση των μεσαίων και όχι των μέσων περιουσιών στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου σε σχέση με τη Γερμανία. Αυτό σημαίνει ότι συγκρινόταν το μέγεθος της μεσαίας –δηλαδή της περιουσίας που βρίσκεται, για παράδειγμα, στην 50η θέση επί 100 περιουσιών ιεραρχημένων σύμφωνα με το μέγεθος– και όχι ο μέσος όρος του μεγέθους των 100 περιουσιών. Με τον τρόπο αυτό, αποκρύπτεται η σημαντικά μεγαλύτερη ανισοκατανομή του πλούτου στη Γερμανία σε σχέση με τις χώρες του Νότου (περίπου τετραπλάσια) και εμφανίζεται το, πλασματικό στην πραγματικότητα, συμπέρασμα ότι μια χώρα με φτωχά νοικοκυριά σηκώνει το βάρος των αμαρτιών της Ευρωζώνης.
Οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν ήδη απαντηθεί επαρκώς (De Grauwe και Ji, 2013). Στο κείμενο αυτό θα επικεντρώσουμε κυρίως στο πραγματικό περιεχόμενο του όρου «κενές κατοικίες» στην Αθήνα, αφού θυμίσουμε ότι η ιδιοκατοίκηση στις χώρες του Νότου έχει και σημαντικά διαφορετική κοινωνική λειτουργία –δηλαδή αφορά και σημαντικό τμήμα των λαϊκών στρωμάτων– επειδή στις χώρες αυτές τα συστήματα κοινωνικής κατοικίας είναι πολύ λιγότερο ανεπτυγμένα σε σύγκριση με εκείνα των χωρών της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης.
Τα βασικά ερωτήματα είναι κατά πόσο οι κενές κατοικίες στην Αθήνα αποτελούν ένδειξη ευμάρειας, με την έννοια ενός σημαντικού αποθέματος κατοικιών που η χρήση τους είναι περιστασιακή. Κενές κατοικίες υπάρχουν, για παράδειγμα, σε σημαντικό ποσοστό και σε πόλεις όπως το Λονδίνο, όπου αποτελούν κυρίως αντικείμενο επένδυσης πολύ πλούσιων νοικοκυριών χωρίς συχνά να χρησιμοποιούνται σε τακτική βάση. Το δεύτερο ερώτημα είναι κατά πόσο οι κενές αυτές κατοικίες αποτελούν περιουσία ελληνικών νοικοκυριών και το τρίτο –και μάλλον σημαντικότερο– είναι αν οι κενές αυτές κατοικίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επίλυση των στεγαστικών προβλημάτων που έχουν επιδεινωθεί κατά την περίοδο της παρατεταμένης ύφεσης. Τα ερωτήματα αυτά θα προσπαθήσουμε να τα προσεγγίσουμε μέσα από τη χωροθέτηση των κενών κατοικιών για την οποία μας προσφέρουν αναλυτικά δεδομένα οι Απογραφές Πληθυσμού της ΕΛΣΤΑΤ.
Ο χάρτης των κενών κατοικιών του 1991 για το σύνολο της χώρας (Μαλούτας, 2000: 24-25) αναδεικνύει τρεις διαφορετικούς τύπους συγκεντρώσεων (χάρτης 1), οι οποίες αντιστοιχούν και σε διαφορετικά είδη κενών κατοικιών. Η πλέον εκτεταμένη συγκέντρωση αφορούσε κατοικίες σε ορεινές περιοχές της χώρας (ιδιαίτερα στην Πίνδο και την ορεινή Πελοπόννησο), σε μεγάλο βαθμό εγκαταλελειμμένες από τον πληθυσμό τους είτε οριστικά, είτε χρησιμοποιούμενες πλέον μόνο ως παραθεριστικές κατοικίες. Καθώς η Απογραφή Πληθυσμού πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1991, ακόμη και οι χρησιμοποιούμενες ως παραθεριστικές κατοικίες καταγράφηκαν κατά κανόνα ως κενές. Η συγκέντρωση αυτή συνδέεται με την ταχύρυθμη μεταπολεμική αστικοποίηση, η οποία οδήγησε στη βαθμιαία εγκατάλειψη των πλέον απομονωμένων τόπων κατοικίας και τη μετεγκατάσταση στα μικρότερα ή τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας. Με την έννοια αυτή δεν είναι παράδοξο ότι ο χάρτης των κενών κατοικιών αναπαράγει εν μέρει τον γεωφυσικό χάρτη της χώρας, με τις ορεινότερες κοινότητες να παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά κενών κατοικιών.
Πηγή: Μαλούτας (2000)
Ο δεύτερος τύπος συγκεντρώσεων κενών κατοικιών αφορούσε παραθεριστικά καταλύματα είτε για ενοικίαση είτε για ιδιόχρηση σε τουριστικές περιοχές της χώρας. Οι πυκνότερες συγκεντρώσεις εμφανίζονταν στη νησιωτική χώρα και, ιδιαίτερα, στα νησιά με τη μεγαλύτερη τουριστική κίνηση. Σημαντικό μέρος των κατοικιών αυτών είναι ιδιοκτησίες ατόμων με ξένη υπηκοότητα.
Ο τρίτος τύπος συγκεντρώσεων κενών κατοικιών αφορά δεύτερη κατοικία με παραθεριστική συνήθως, αλλά και πολύ συχνότερη χρήση λόγω της μικρής απόστασης από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Ο τύπος αυτός συνδέεται, επίσης, με τη μεταπολεμική αστικοποίηση και αφορά την παραθεριστική κατοικία στην ευρύτερη περιοχή των μεγάλων αστικών κέντρων. Είναι χαρακτηριστική η παρουσία κενών κατοικιών στις παραλιακές κοινότητες του Νομού Αττικής, σε εκείνες των γειτονικών του Νομών καθώς και στους Νομούς Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής και Πιερίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα αθηναϊκά νοικοκυριά διέθεταν παραθεριστική κατοικία σε ποσοστό 15-20%, από τις οποίες το μεγαλύτερο τμήμα ήταν νέες κατασκευές σε μικρή απόσταση από την πόλη (Μαλούτας, 1990). Η ιδιοκτησία παραθεριστικής κατοικίας παρουσίαζε σημαντική κοινωνική διάχυση, η οποία συνδέεται με τον τρόπο απόκτησής της που, σε πολλές περιπτώσεις, ακολούθησε διαδικασίες ανάλογες με την λαϊκή περιφερειακή –και συχνά αυθαίρετη– αυτοστέγαση.
Η περιαστική παραθεριστική κατοικία, ιδιαίτερα γύρω από τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα, άλλαξε ραγδαία τη φυσιογνωμία των σχετικών περιοχών, όπως φαίνεται στο παράδειγμα της Παραλίας Αυλίδας (εικόνες 1α και 1β). Βαθμιαία, οι πιο κοντινές παραθεριστικές περιοχές και εκείνες που απέκτησαν νέες συγκοινωνιακές υποδομές άρχισαν να μετατρέπονται, εν μέρει τουλάχιστον, και σε περιοχές μόνιμης κατοικίας. Ο προαστιακός σιδηρόδρομος και οι περιφερειακές οδοί ταχείς κυκλοφορίας –με κεντρικό άξονα την Αττική Οδό– έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην επέκταση της διαδικασίας αυτής (χάρτης 3).
Πηγή: Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού
Από τη συνολική εικόνα αυτή προκύπτει ότι το μεγαλύτερο μέρος του αποθέματος κατοικιών που απογράφεται ως κενό δεν χωροθετείται σε περιοχές όπου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την εξυπηρέτηση τρεχουσών στεγαστικών αναγκών, με δεδομένο ότι αυτές παρουσιάζονται κυρίως σε πυκνοδομημένες περιοχές των μεγάλων αστικών κέντρων. Το πρώτο αυτό συμπέρασμα, ωστόσο, είναι μόνο μερικώς σωστό.
Η χαρτογράφηση των κενών κατοικιών του 2011 στην Αττική (χάρτης 2) προσφέρει μια πιο σαφή εικόνα όσον αφορά τη χωροθέτησή τους και τη δυνητική τους χρήση.
Από τον χάρτη 2 προκύπτει ότι οι μεγάλες συγκεντρώσεις κενών κατοικιών, σε απόλυτους αριθμούς, παρουσιάζονται στις παράκτιες περιοχές της βόρειας και ανατολικής Αττικής καθώς και στη Σαλαμίνα. Η χωροθέτηση αυτή συμπίπτει πλήρως με περιοχές δεύτερης-εξοχικής κατοικίας. Ωστόσο, δύο ακόμη σημαντικοί θύλακες κενών κατοικιών παρατηρούνται στο κέντρο της Αθήνας και του Πειραιά.
Από τον πίνακα 1 επιβεβαιώνεται ότι τις περισσότερες κενές κατοικίες σε σχέση με τον πληθυσμό τους συγκεντρώνουν οι περιφερειακές, νησιωτικές και παραθαλάσσιες περιοχές της Αττικής, όπου η χρήση τους είναι κυρίως παραθεριστική. Αντίθετα, τις λιγότερες παρουσιάζουν δήμοι της πρώτης προαστιακής ζώνης, οι περισσότεροι από τους οποίους κατοικούνται από μεσαία και υψηλά-μεσαία στρώματα.
Πηγή: Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/ )
Σε απόλυτους αριθμούς, οι κενές κατοικίες στην Αττική ήταν 608.500 το 2011, αυξημένες κατά 265.500 (77,3%) από το 2001. Η συγκέντρωση –ακόμη και σε απόλυτους αριθμούς– αφορά κυρίως τις περιοχές εκτός κέντρου, αφού ο Δήμος Αθηναίων συγκέντρωνε 132.000 κενές κατοικίες και ο Δήμος Πειραιώς 27.300 ή 21,7% και 4,5% αντίστοιχα στο σύνολο της Αττικής. Τα ποσοστά αυτά είναι ελαφρώς υψηλότερα από το ειδικό πληθυσμιακό τους βάρος (17,3% για το Δήμο Αθηναίων και 4,3% για τον Δήμο Πειραιώς).
Ο χάρτης 3 δείχνει ότι ορισμένες περιφερειακές περιοχές της Αττικής (ανατολική ακτή και διάφορες περιοχές στα Μεσόγεια, περιοχή Ωρωπού, Βάρη, Σαλαμίνα) δείχνουν μειωμένο αριθμό κενών κατοικιών σε σχέση με το 2001. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε διεύρυνση του ποσοστού κύριας κατοικίας σε ορισμένες τουλάχιστον από τις περιοχές αυτές με τη χρήση παλαιών παραθεριστικών κατοικιών, οι οποίες καταγράφονταν προηγουμένως ως κενές. Για την ερμηνεία αυτή συνηγορεί και η χωροθέτηση των σημαντικών νέων συγκοινωνιακών υποδομών και, ιδιαίτερα, της Αττικής Οδού. Μπορεί, ωστόσο, η εικόνα αυτή να οφείλεται και στο γεγονός ότι η Απογραφή του 2011 έγινε τον Μάϊο –αντί του Μαρτίου– κάτι που μπορεί να διαφοροποίησε σημαντικά το ποσοστό των κενών παραθεριστικών κατοικιών σε περιοχές όπως η Σαλαμίνα. Παράλληλα, ο χάρτης 3 δείχνει σημαντικές αυξήσεις στον αριθμό των κενών κατοικιών τόσο σε περιφερειακές όσο και σε κεντρικές θέσεις, ενώ, όπως προκύπτει από τον χάρτη 4 και τον πίνακα 2, ο ρυθμός αύξησης των κενών κατοικιών κατά τη δεκαετία του 2000 ήταν σημαντικά μεγαλύτερος στις κεντρικές περιοχές της πόλης.
Πηγή: Πανόραμα Απογραφικών Δεδομένων 1991-2011 (https://panorama.statistics.gr/)
Από τον πίνακα 2 προκύπτει ότι η δυναμική της αύξησης των κενών κατοικιών κατά τη δεκαετία του 2000 δεν προέρχεται από τις περιοχές όπου παραδοσιακά συγκεντρώνεται το μεγάλο ποσοστό τους, δηλαδή από τις πλέον περιφερειακές και παράκτιες περιοχές του Νομού. Οι 10 Δήμοι με τη μικρότερη αύξηση ανήκουν σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία.
Αντίθετα, η αύξηση παρουσιάζεται κυρίως στις πυκνοδομημένες περιοχές της μητρόπολης που περιλαμβάνουν τα δύο μεγάλα κέντρα, αλλά και περιοχές που γειτονεύουν άμεσα με αυτά, όπως του Ζωγράφου, της Καλλιθέας, του Γαλατσίου και του Βύρωνα στην Αθήνα και της Νίκαιας, του Κορυδαλλού, του Περάματος και του Κερατσινίου στον Πειραιά.
Από τη σύνθεση των δύο ομάδων περιοχών του πίνακα 2 μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η μεγάλη αύξηση του αριθμού των κενών κατοικιών την περίοδο 2001-2011 δεν είναι μονοσήμαντη ως προς τους λόγους που την προκάλεσαν. Παράλληλα, από τον χάρτη 5 –όπου συνυπολογίζεται, εκτός της μεταβολής των κενών κατοικιών ανά χωρική μονάδα, και η γειτνίαση μονάδων με κοινή τάση μεταβολής– προκύπτει σαφής διαχωρισμός μεταξύ κέντρου και τμήματος της περιφέρειας, με τρόπο που αναδεικνύει τη σημασία συγκοινωνιακών δικτύων και υποδομών, όπως η Αττική Οδός και ο προαστιακός σιδηρόδρομος.
Η χωρική αυτοσυσχέτιση (spatial autocorrelation) αναφέρεται στο βαθμό συσχέτισης μεταξύ ζευγών τιμών μιας μεταβλητής και της μεταξύ τους (γεωγραφικής) απόστασης. Η λογική του ελέγχου βασίζεται στη σύγκριση της τιμής –της προς εξέταση μεταβλητής– κάθε χωρικής ενότητας με την κατανομή των τιμών των γειτονικών χωρικών ενοτήτων.
Η ύπαρξη θετικής αυτοσυσχέτισης, που αποτελεί και την πιο συνηθισμένη περίπτωση, υποδηλώνει ότι (παρ)όµοιες τιµές της προς εξέταση μεταβλητής τείνουν να συσπειρώνονται χωρικά. Eίναι δυνατή τόσο η συγκέντρωση τιμών που βρίσκονται στο άνω τμήμα της κατανομής {συστάδα υψηλών τιμών [HH-(High–High)]}, όσο και η συγκέντρωση τιμών που τοποθετούνται στο χαμηλότερο τμήμα της κατανομής {συστάδα χαμηλών τιμών [LL-(Low–Low)]}. H παρατήρηση αρνητικής αυτοσυσχέτισης υποδεικνύει την γειτνίαση χωρικών ενοτήτων με (αν)όμοιες τιμές, γεγονός που σημαίνει την παρουσία μεμονωμένων χωρικών ενοτήτων είτε με μεγάλες τιμές σε ευρύτερες ζώνες με κυριαρχία χαμηλών τιμών {θύλακας υψηλών τιμών [HL-(High–Low)}, είτε, αντίστοιχα, χωρικές ενότητες με σχετικά μικρές τιμές που περικλείονται από περιοχές με υψηλές τιμές {θύλακας χαμηλών τιμών [LH-(Low–High)}. Τέλος, απουσία χωρικής αυτοσυσχέτισης, σημαίνει ότι δεν υπάρχει εμφανής σχέση μεταξύ χωρικής εγγύτητας και κατανομής των τιμών της μεταβλητής. |
Συμπερασματικά μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι, παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο τμήμα των κενών κατοικιών που εμφανίζει η Αττική αφορά παραθεριστικές μονάδες στις παράκτιες περιοχές της, η αύξηση του αριθμού τους στη δεκαετία 2001-2011 είναι ιδιαίτερα σημαντική και επικεντρώνεται στις πυκνοδομημένες κεντρικές περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά. Οι κενές κατοικίες στις περιοχές αυτές –που έχουν επηρεαστεί δυσανάλογα από την κρίση λόγω του κοινωνικά πιο ευάλωτου πληθυσμού τους, αλλά και της πάγιας τάσης να εγκαταλείπονται σταδιακά από τα μεσαία και τα υψηλά-μεσαία στρώματα– αποτελούν έναν σημαντικό πόρο που δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται όταν αναζητούνται πολιτικές αναβάθμισης των κεντρικών περιοχών με επίκεντρο τη στήριξη των πληθυσμών τους.
[1] Μονάδες χωρικής ανάλυσης πόλεων. Αντιστοιχούν στο επίπεδο των Απογραφικών Τομέων (ΑΤ) της ΕΛΣΤΑΤ με τη διαφορά ότι στους ΜΟΧΑΠ έχουν ενοποιηθεί οι μικροί ΑΤ ώστε να μην υπάρχει χωρική μονάδα με πληθυσμό μικρότερο των 900 κατοίκων. Οι συνενώσεις αυτές έγιναν ώστε να αποφευχθούν ζητήματα εμπιστευτικότητας. Η Αττική χωρίζεται σε 3.000 ΜΟΧΑΠ με μέσο πληθυσμό 1.250 ατόμων.
Μαλούτας, Θ., Σπυρέλλης, Σ. (2016) Κενές κατοικίες, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κενές-κατοικίες/ , DOI: 10.17902/20971.63
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Οι κοινωνικές ανισότητες αναπαράγονται με συστηματικό τρόπο, καθώς η κοινωνική καταγωγή των νέων ατόμων εξακολουθεί να προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό τη διαδρομή τους προς την κοινωνική θέση την οποία τελικώς καταλαμβάνουν, διαψεύδοντας τις φιλελεύθερες επαγγελίες περί ισότητας ευκαιριών. Η εκπαίδευση, στις δυτικές κοινωνίες τουλάχιστον, αποτελεί προνομιακό μηχανισμό και πεδίο μέσα στο οποίο άτομα διαφορετικής κοινωνικής καταγωγής διαμορφώνουν συστηματικά άνισες προϋποθέσεις για τις κοινωνικές διαδρομές τους (Moore 2004).
Ο εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης στη σύγχρονη περίοδο επέτρεψε σε ευρείες κοινωνικές ομάδες την πρόσβαση σε θέσεις απασχόλησης, αλλά και εξουσίας, που αποτελούσαν μέχρι τότε κληρονομικό προνόμιο. Ο εκδημοκρατισμός ήταν σταδιακός, επιμήκυνε τις εκπαιδευτικές διαδρομές, αύξησε το μέσο επίπεδο εκπαίδευσης καθώς και τη συμμετοχή των χαμηλότερων κοινωνικών κατηγοριών σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες (Moore 2004). Έτσι, αυξήθηκε η κοινωνική κινητικότητα, αλλά η ανισότητα εξακολούθησε να αναπαράγεται συστηματικά: η πρόσβαση στα διαρκώς υψηλότερα εκπαιδευτικά προσόντα που απαιτούν οι εκάστοτε επίζηλες επαγγελματικές θέσεις παραμένει σταθερά άνιση (Duru-Bellat 2006).
Ταυτόχρονα, η εκπαίδευση αποτελεί μηχανισμό που νομιμοποιεί το κοινωνικά άνισο αποτέλεσμα που δημιουργεί, αποδίδοντας τα άνισα εκπαιδευτικά προσόντα στα άνισα προσωπικά χαρακτηριστικά των ατόμων και, κυρίως, στις άνισες ικανότητες και την άνιση προσπάθεια που έχουν καταβάλει (Duru-Bellat 2009, Dubet et al. 2010).
Οι πολιτικές που αυξησαν τις εκπαιδευτικές επιλογές των γονέων κατά τις τελευταίες δεκαετίες εκεί όπου κυριάρχησαν νεοφιλελεύθερες ιδέες και κατευθύνσεις πολιτικής, ενίσχυσαν την ανάπτυξη εκπαιδευτικών στρατηγικών από τα μεσαία στρώματα (Oria et al. 2007). Οι πολιτικές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων (Power et al. 2003, Dubet et al. 2010, Dronkers et al. 2010, Oberti et al. 2012, Merle 2012).
Η ένταση των οικογενειακών εκπαιδευτικών στρατηγικών και οι επιπτώσεις τους στην κοινωνική ανισότητα σχετίζονται, προφανώς, και με την εξέλιξη των μεσαίων στρωμάτων. Τα πράγματα έχουν αλλάξει σημαντικά από τότε που οι μεσαίες τάξεις αντιπροσώπευαν μια μικρή μειονότητα. Στη μεταπολεμική περίοδο γνώρισαν αλματώδη αύξηση, ενώ κατά τις πιο πρόσφατες δεκαετίας παρουσίασαν και σημαντική εσωτερική διαφοροποίηση.
Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και η οικονομική αναδιάρθρωση έχουν εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες. Στις κορυφαίες μητροπόλεις του δυτικού κόσμου αυτή η επιδείνωση έχει πάρει τη μορφή κοινωνικής πόλωσης (Sassen 1991) και η απόσταση μεταξύ των ανώτερων και των κατώτερων εισοδηματικών στρωμάτων έχει σημαντικά αυξηθεί (Hamnett 2003). Η ανισότητα έχει ενισχυθεί λιγότερο στις μικρότερες μητροπόλεις, όπου η πίεση της παγκοσμιοποίησης στις τοπικές αγορές εργασίας είναι, κατά κανόνα, πιο περιορισμένη. Σε κάθε περίπτωση, η κυριαρχία νεοφιλελεύθερων μοντέλων κοινωνικής ρύθμισης τροφοδότησε τη διεύρυνση της ανισότητας, ενώ οι συνέπειες ήταν λιγότερες εκεί όπου υπήρξε αντίσταση στην αποδιάρθρωση των προνοιακών συστημάτων (Hamnett 1996).
Η εκπαίδευση έχει επί μακρόν αποτελέσει προνομιακό πεδίο επένδυσης για τις ελληνικές οικογένειες, επένδυση που συνυφάνθηκε με την αυξημένη κοινωνική κινητικότητα της μεταπολεμικής περιόδου. Πολλοί ερευνητές έχουν αναλύσει το ρόλο της εκπαίδευσης στην αναπαραγωγή της κοινωνικής ανισότητας (Λαμπίρη-Δημάκη 1974, Τσουκαλάς 1977, Φραγκουδάκη 1985, Κάτσικας & Καβαδίας 1994, Κοντογιαννοπούλου-Πολυδωρίδη 1995, Κασωτάκης 1996, Panayotopoulos 2000, Σιάνου-Κύργιου 2006, Sianou-Kyrgiou 2008, Χατζηγιάννη και Βαλάση 2009, Θάνος 2010 & 2012).
Τα δεδομένα της Απογραφής Πληθυσμού του 2001 επέτρεψαν να εντοπιστεί η σημαντική κοινωνικο-χωρική διαφοροποίηση της εκπαιδευτικής επίδοσης (Μαλούτας, 2006). Πιο πρόσφατα, η επεξεργασία μιας μεγάλης βάσης δεδομένων με τα χαρακτηριστικά και τις επιδόσεις όσων συμμετείχαν στις πανελλήνιες εξετάσεις το 2004-2005 στην Αττική επέτρεψε τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ επίδοσης, σχολείου και περιοχής κατοικίας (Maloutas et al. 2013). Ο σημαντικός ρόλος της ιδιωτικής εκπαίδευσης, η χωροθέτηση των ιδιωτικών σχολείων και η πρόσβαση σε αυτά, όπως και οι ιδιαιτερότητες της αγοράς κατοικίας -ειδικότερα, το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης και η χαμηλή στεγαστική κινητικότητα (Allen et al. 2004)- αποτελούν ουσιώδεις παραμέτρους για την ερμηνεία της σύνδεσης μεταξύ των στρατηγικών επιλογής τόπου διαμονής που αναπτύσσουν τα νοικοκυριά των μεσαίων και υψηλών στρωμάτων και των συνεπειών τους στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων.
Εδώ, η προσοχή επικεντρώνεται αποκλειστικά στα σχήματα αναπαραγωγής των ταξικών θέσεων για διαφορετικές κοινωνικές ομάδες στην Αθήνα. Αντικείμενο διερεύνησης αποτελεί η κοινωνική διαφοροποίηση του μήκους των εκπαιδευτικών διαδρομών, η συσχέτιση της επαγγελματικής κατηγορίας γονέων και παιδιών και ο ρόλος της περιοχής κατοικίας.
Στόχος είναι η ανάδειξη των τάσεων κοινωνικής κινητικότητας στην Αθήνα σε μια περίοδο (2001-2011) που αρχίζει όταν έχει πια κλείσει η μακρά μεταπολεμική έντονη κοινωνική κινητικότητα και τελειώνει όταν η τρέχουσα κρίση έχει γίνει πλέον αισθητή. Οι τάσεις της διαγενεακής κινητικότητας τεκμαίρονται από τη συσχέτιση της κοινωνικής θέσης των γονέων με εκείνη των παιδιών τους σύμφωνα με τα δεδομένα των Απογραφών Πληθυσμού του 2001 και 2011.
Για τη διερεύνηση της κοινωνικής κινητικότητας χρησιμοποιούνται, συνήθως, μεγάλες δειγματοληπτικές έρευνες, ώστε να είναι δυνατή η ανάλυση της διαγενεακής μετάβασης μεταξύ επαγγελματικών κατηγοριών στο απαιτούμενο επίπεδο λεπτομέρειας. Χρησιμοποιούνται, επίσης, έρευνες πεδίου με σταθερό δείγμα (panel), ώστε να ελέγχονται οι αλλαγές στις σχετικές τάσεις με την πάροδο του χρόνου. Οι έρευνες του Goldthorpe (1980) για την κοινωνική κινητικότητα στη Βρετανία είναι από τις πληρέστερες και χαρακτηριστικότερες του είδους.
Εδώ επιχειρείται ο εντοπισμός των σχημάτων κοινωνικής κινητικότητας χρησιμοποιώντας μια εναλλακτική προσέγγιση: την ανάλυση των λεπτομερών δεδομένων των Απογραφών Πληθυσμού του 2001 και 2011 (ΕΛΣΤΑΤ-ΕΚΚΕ 2015).
Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται στη διαπίστωση ότι στην Αθήνα –αλλά και στην Νότια Ευρώπη συνολικότερα– η διαγενεακή συγκατοίκηση, που παράγεται από την συγκριτικά καθυστερημένη ανεξαρτητοποίηση των νέων από το γονεϊκό νοικοκυριό, δίνει τη δυνατότητα να εντοπισθούν σχήματα κινητικότητας μέσα από τη συσχέτιση των ιδιοτήτων (επαγγελματικών και άλλων) των μελών του νοικοκυριού σε συνάρτηση με τη θέση καθενός/-μίας στην πυρηνική οικογένεια. Αυτό που ισχύει για τη Νότια Ευρώπη, δεν ισχύει για χώρες όπου η ανεξαρτητοποίηση των νέων από το νοικοκυριό των γονέων τους γίνεται συνήθως πριν αποκτήσουν επαγγελματική ιδιότητα. Η μακροχρόνια διαγενεακή συγκατοίκηση στη Νότια Ευρώπη προσφέρει αυτή τη δυνατότητα διερεύνησης, υπό τον όρο βέβαια ότι όσοι παραμένουν στα νοικοκυριά των γονιών τους επί μακρό χρονικό διάστημα δεν διαφέρουν σημαντικά από τους υπόλοιπους της ίδιας ηλικιακής ομάδας, κάτι που θα δούμε στη συνέχεια.
Τα ερωτήματα που θέσαμε στο υλικό των Απογραφών Πληθυσμού –τα οποία, προφανώς, δεν είναι χωρίς περιορισμούς– είναι τα ακόλουθα:
Συμπληρωματικά προς τη βασική παράμετρο της κοινωνικής θέσης, εξετάζεται και ο ρόλος του φύλου και της εθνοτικής ομάδας στη διαμόρφωση σχημάτων και τάσεων κοινωνικής κινητικότητας.
Το σημαντικότερο μεθοδολογικό ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται η κοινωνική φυσιογνωμία του γονεϊκού νοικοκυριού. Με δεδομένο τον ανιχνευτικό χαρακτήρα της παρούσας διερεύνησης επελέγη η αναφορά μόνο στο επάγγελμα του πατέρα [1].
Η αυξανόμενη δυσκολία ένταξης στην αγορά εργασίας για τους νέους ανθρώπους και η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων έχουν οδηγήσει στην αύξηση του ποσοστού για το οποίο η ανεξαρτητοποίηση από το γονεϊκό νοικοκυριό καθυστερεί όλο και περισσότερο. Σύμφωνα με έρευνα της EUROFOUND, για τους νέους 18-29 ετών στην Ευρώπη, το ποσοστό συγκατοίκησης με τους γονείς έφτασε το 48% το 2011 από 44% το 2007. Η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στο μέσο όρο με 46% και 37% αντίστοιχα, ενώ η Ιταλία και ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Ουγγαρία, Σλοβενία, Λιθουανία) σημειώνουν αρκετά υψηλότερα ποσοστά και με έντονο ρυθμό αύξησης (http://www.theguardian.com/news/datablog/2014/mar/24/young-adults-still-living-with-parents-europe-country-breakdown). Η αυξητική τάση αφορά και χώρες που παραδοσιακά είχαν περιορισμένα ποσοστά, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το ποσοστό συγκατοίκησης με τους γονείς για τα παιδιά 20-34 ετών αυξήθηκε από 21% το 1996 σε 26% το 2013 (http://www.bbc.com/news/uk-25827061).
Σύμφωνα με τα δεδομένων των δύο τελευταίων Απογραφών Πληθυσμού, το ποσοστό παραμονής στο γονεϊκό νοικοκυριό νέων 22-34 ετών στην Αθήνα αυξήθηκε από 35,4% το 2001 σε 39,3% το 2011. Η αύξηση μοιάζει να αφορά κυρίως όσους νέους είναι άνεργοι (πίνακας 1), αλλά και το ποσοστό των εργαζομένων που συγκατοικούν με τους γονείς τους καλύπτει περισσότερους από το 1/3.
Η συγκατοίκηση με τους γονείς αφορά περισσότερο τους άνδρες (43,6%) από τις γυναίκες (34,9%, γράφημα 1), κάτι που παρατηρείται και διεθνώς. Παράλληλα, αφορά πολύ περισσότερο τους γηγενείς Έλληνες (44,1%) από τους μετανάστες (17,3%) στους οποίους συμπεριλάβαμε εκείνους που προέρχονται από την Ανατολική Ευρώπη (πλην χωρών Ευροζώνης), τη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή και την Ινδική Χερσόνησο.
Για να αξιολογήσουμε την αντιπροσωπευτικότητα των νέων που μένουν με τους γονείς τους σε σχέση με το σύνολο των νέων της ηλικίας τους, συγκρίναμε μια σειρά χαρακτηριστικών των δύο αυτών ομάδων.
Οι γηγενείς Έλληνες 15-29 ετών που μένουν στο νοικοκυριό των γονιών τους εμφανίζουν σχεδόν ίδιο μήκος εκπαιδευτικής διαδρομής με το σύνολο των νέων της ηλικίας τους. Μεταξύ 2001 και 2011 εμφανίζεται απλώς μια πολύ ελαφρά επιμήκυνση των διαδρομών αυτών για τους πρώτους. Δεν συμβαίνει το ίδιο, ωστόσο, για τους νέους μετανάστες, οι οποίοι εμφανίζουν σημαντικά μεγαλύτερες εκπαιδευτικές διαδρομές όταν ζουν με τους γονείς τους. Η διαφορά αυτή πρέπει να αντανακλά τις διαφορετικές συνθήκες μεταξύ πρώτης και δεύτερης γενιάς μεταναστών.
Όσον αφορά την ανεργία, οι νέοι 15-29 ετών που το 2001 έμεναν στο νοικοκυριό των γονιών τους δεν διαφοροποιούνταν σημαντικά από το σύνολο, ενώ το 2011 η ανεργία μοιάζει να γίνεται σημαντικός λόγος για την παραμονή στη γονεϊκή κατοικία.
Οι νέοι που μένουν με τους γονείς τους δεν μοιάζει να διαφοροποιούνται από τους υπόλοιπους της ίδιας ηλικίας όσον αφορά τις επαγγελματικές κατηγορίες στις οποίες ανήκουν. Με βάση μια αδρή κατάταξη σε υψηλές, ενδιάμεσες, κατηγορίες τεχνιτών και ανειδίκευτων εργατών, οι δύο ομάδες νέων παρουσιάζουν παραπλήσια κατανομή. Το 2011 μάλιστα οι μεταξύ τους διαφορές μειώνονται ακόμη περισσότερο (γραφήματα 2 και 3).
Για τους νέους μετανάστες τα πράγματα είναι σχετικώς διαφορετικά. Για όσους προέρχονται από την Ανατολική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και το Βόρεια Αφρική, οι επαγγελματικές θέσεις εκείνων που μένουν με τους γονείς είναι σημαντικά υψηλότερες, ενώ για όσους προέρχονται από την Ινδική Χερσόνησο οι επαγγελματικές θέσεις είναι εξίσου χαμηλές και στις δύο περιπτώσεις (γραφήματα 4, 5 και 6), επιβεβαιώνοντας την κοινωνική ιεραρχία μεταξύ εθνοτικών ομάδων (Kandylis et al. 2012).
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, διαπιστώνουμε ότι οι νέοι/ες που ζουν σε γονεϊκά νοικοκυριά παρουσιάζουν σχεδόν ίδια χαρακτηριστικά με τη συνολική ηλικιακή τους κατηγορία ως προς το μήκος των εκπαιδευτικών διαδρομών τους και την κατανομή τους σε ευρείες επαγγελματικές κατηγορίες. Η ομοιότητα αυτή είναι σχεδόν πλήρης για τους γηγενείς Έλληνες, ενώ για τους νέους μετανάστες ή τους γόνους μεταναστών υπάρχουν σημαντικές διαφορές, τόσο ως προς τη διάρκεια των εκπαιδευτικών διαδρομών, όσο και ως προς την κατάταξη σε επαγγελματικές κατηγορίες.
Χαρακτηριστικό της δεκαετίας του 2000, όπως προκύπτει από τις Απογραφές Πληθυσμού του 2001 και του 2011, είναι η σαφής επιμήκυνση των εκπαιδευτικών διαδρομών (γράφημα 7).
Η καμπύλη για το 2011 σε σχέση με το 2001 δείχνει ότι η 12ετής εκπαίδευση τείνει να γίνει κεκτημένο για το σύνολο σχεδόν των νέων έως 17 ετών, ενώ αυξάνεται σημαντικά και το ποσοστό εκείνων που η ηλικία τους αντιστοιχεί σε σπουδές μεταδευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι εκπαιδευτικές διαδρομές αναμφισβήτητα επιμηκύνονται.
Η επιμήκυνση των εκπαιδευτικών διαδρομών αφορά τόσο τους νέους άνδρες όσο και τις νέες γυναίκες, ενώ το προβάδισμα που είχαν ήδη οι γυναίκες το 2001 διευρύνθηκε το 2011.
Η κατανομή των νέων Ελλήνων 22-34 ετών σε τέσσερις ευρείες επαγγελματικές κατηγορίες στην αρχή και το τέλος της δεκαετίας του 2000 δείχνει ότι αυξάνει μόνο το ποσοστό εκείνων που εντάσσονται στις υψηλές θέσεις και μειώνεται των υπολοίπων, ιδιαίτερα δε εκείνων που εξασκούν ειδικευμένες χειρωνακτικές εργασίες. Για τους νέους μετανάστες ή γόνους μεταναστών αυξάνεται το ποσοστό εκείνων που εντάσσονται στις ενδιάμεσες και τις υψηλές κατηγορίες, ενώ μειώνεται το ποσοστό όσων εντάσσονται στις υπόλοιπες. Συνολικά, τα δεδομένα της δεκαετίας δείχνουν αύξηση στο άνω άκρο της κλίμακας και μείωση στο υπόλοιπο φάσμα των επαγγελματικών θέσεων (γραφήματα 8 και 9).
Στην αρχή της δεκαετίας, η ανεργία ήταν πολύ χαμηλότερη και εμφάνιζε σημαντική διαφορά σε βάρος των νέων γυναικών. Με την άνοδο της συνολικής ανεργίας στο τέλος της δεκαετίας, η διαφορά ανάλογα με το φύλο μειώνεται δραστικά, τουλάχιστον για τις νεαρές ηλικίες (Μαλούτας 2015b, 147-148).
Οι γενικές τάσεις κατά τη δεκαετία του 2000 συνοψίζονται ως εξής:
Μία όψη της αναπαραγωγής της κοινωνικής ανισότητας αποτυπώνεται στη μέση διάρκεια των εκπαιδευτικών διαδρομών που αντιστοιχούν σε νοικοκυριά των οποίων οι επικεφαλής ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες (γράφημα 10). Σε συνθήκες ισότητας ευκαιριών οι διαφορές μεταξύ των κατηγοριών αυτών θα έπρεπε να είναι μικρές και τυχαίες, κάτι που δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι κατά τη δεκαετία του 2000 το μήκος των εκπαιδευτικών διαδρομών αυξήθηκε για το σύνολο των νέων –ανεξάρτητα δηλαδή από το κοινωνικό περιβάλλον από το οποίο προέρχονται.
Η δεύτερη διαπίστωση είναι ότι οι διαδρομές στην εκπαίδευση των νέων που προέρχονται από τις υψηλότερες επαγγελματικές ομάδες είναι κατά κανόνα μεγαλύτερες εκείνων που προέρχονται από ενδιάμεσες ή χαμηλές.
Η τρίτη διαπίστωση είναι ότι η αύξηση του μήκους των εκπαιδευτικών διαδρομών ήταν σημαντικά μεγαλύτερη για τους νέους που προέρχονται από ενδιάμεσες και χαμηλές επαγγελματικές κατηγορίες. Αυτό αποτελεί ένδειξη γεφύρωσης των κοινωνικών ανισοτήτων, η οποία ωστόσο δεν αρκεί από μόνη της για να την επιβεβαιώσει.
Όσον αφορά το φύλο, η διάρκεια εκπαίδευσης εμφανίζεται μεγαλύτερη για τους άνδρες όταν προέρχονται από υψηλές επαγγελματικές κατηγορίες (με ενδεικτική κατηγορία τους Νομικούς) κάτι που αντιστρέφεται υπέρ των γυναικών για τις ενδιάμεσες και χαμηλές επαγγελματικές κατηγορίες (με ενδεικτικές κατηγορίες τους Πωλητές σε Καταστήματα και τους Ανειδίκευτους Εργάτες Βιομηχανίας και Κατασκευών αντίστοιχα).
Οι εκπαιδευτικές διαδρομές επιμηκύνονται για όλους τους νέους ανεξάρτητα από το κοινωνικοεπαγγελματικό περιβάλλον από το οποίο προέρχονται. Οι διαφορές, ωστόσο, παραμένουν και η ψαλίδα κλείνει πολύ περισσότερο για την Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ παραμένει σημαντική στις ηλικίες της Τριτοβάθμιας (γράφημα 11). Έτσι, η σημαντική σύγκλιση των ενδιάμεσων και χαμηλών επαγγελματικών κατηγοριών με τις υψηλές αφορά κυρίως την ολοκλήρωση της 12ετούς εκπαίδευσης (διαφορά 5 περίπου ποσοστιαίων μονάδων στην ηλικία των 17 ετών) ενώ στην ηλικία ολοκλήρωσης 4ετών σπουδών στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση η διαφορά παραμένει σημαντική (40-50 ποσοστιαίες μονάδες).
Μεγαλύτερες είναι και οι εκπαιδευτικές διαδρομές για τους νέους μετανάστες ή τους γόνους μεταναστών. Οι τρεις μεγάλες ομάδες υπηκοοτήτων που επιλέξαμε ως ενδεικτικές των διαφορών ανάμεσα στον μεταναστευτικό πληθυσμό (χώρες Ανατολικής Ευρώπης, χώρες Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής και χώρες της Ινδικής Χερσονήσου) δείχνουν ότι για τις δύο πρώτες ομάδες υπάρχει σημαντική σύγκλιση με τους γηγενείς Έλληνες όσον αφορά το μήκος των εκπαιδευτικών διαδρομών –κάτι που αντανακλά και τη σχετικώς επιτυχή ένταξη της δεύτερης γενιάς στην εκπαίδευση. Για την τρίτη ομάδα, η επιμήκυνση των εκπαιδευτικών διαδρομών ήταν πολύ μικρότερη και η απόσταση από τους γηγενείς Έλληνες αυξήθηκε αντί να μειωθεί.
Η σύγκλιση μεταξύ γηγενών Ελλήνων και μεταναστευτικών ομάδων όσον αφορά το μήκος των διαδρομών εκπαίδευσης των παιδιών τους αφορά κυρίως –όπως και η κοινωνική σύγκλιση που είδαμε προηγουμένως– τη διαδρομή μέσα στη 12ετή εκπαίδευση και λιγότερο τη συνέχεια στη Μεταδευτεροβάθμια ή/και την Τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Ο πίνακας 2 δείχνει τις πιθανότητες των νέων που προέρχονται από τρεις ενδεικτικές επαγγελματικές κατηγορίες (Νομικοί, Πωλητές σε Καταστήματα, Ανειδίκευτοι Εργάτες Βιομηχανίας & Κατασκευών) να έχουν πρόσβαση σε κάποια από τις τέσσερις ευρείες ομάδες επαγγελματικών κατηγοριών. Οι τιμές του πίνακα είναι υποπολλαπλάσια ή πολλαπλάσια της μονάδας, η οποία αποτελεί τις μέσες πιθανότητες κάθε νέου/ας να αποτελέσει μέλος της επαγγελματικής κατηγορίας που αναφέρεται ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης.
Αυτό που προκύπτει από τον πίνακα 2 είναι ότι οι ανισότητες στην πρόσβαση στις υψηλότερες και χαμηλότερες επαγγελματικές θέσεις παραμένουν πολύ μεγάλες και στο τέλος της δεκαετίας του 2000, παρά την ελαφρά τους μείωση σε σχέση με το 2001. Έτσι, για τους νέους που προέρχονται από οικογενειακό περιβάλλον Νομικών, οι πιθανότητες να εξασκήσουν επάγγελμα που εντάσσεται στην ευρεία ομάδα των υψηλών επαγγελματικών κατηγοριών είναι 3πλάσιες του μέσου όρου, ενώ για όσους προέρχονται από την ευρεία ομάδα των Ανειδίκευτων, οι πιθανότητες είναι τρεις φορές μικρότερες από το μέσο όρο.
Το φύλο διαφοροποιεί τις πιθανότητες κοινωνικής κινητικότητας, με τις γυναίκες να παρουσιάζουν περισσότερες πιθανότητες για μια ανοδικότερη επαγγελματική πορεία από τους άνδρες, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους προέλευση. Ωστόσο, οι πιθανότητες για τις γυναίκες να ασκήσουν επάγγελμα που εντάσσεται στις υψηλές κατηγορίες ή να μην ασκήσουν επάγγελμα που δεν απαιτεί ειδίκευση είναι μόνο λίγο μεγαλύτερες των ανδρών όταν και οι δύο προέρχονται από περιβάλλον υψηλών επαγγελματικών κατηγοριών, όπως τα Νομικά επαγγέλματα. Η διαφορά διευρύνεται σημαντικά υπέρ των γυναικών όταν η κοινωνική προέλευση των νέων είναι χαμηλότερη και αφορά ενδιάμεσες ή χαμηλότερες επαγγελματικές κατηγορίες γονέων. Η διαφορά αυτή είναι σημαντικότερη όσον αφορά την αποφυγή από τις γυναίκες επαγγελμάτων τεχνιτών και ανειδίκευτων εργατών, τα οποία είναι, ούτως ή άλλως, ανδροκρατούμενα.
Η συζήτηση όσον αφορά το ρόλο του χώρου στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων είναι μεγάλη και σύνθετη. Το γεγονός ότι οι νέοι που μεγαλώνουν στο Ψυχικό ή την Εκάλη έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες από εκείνους/ες που μεγαλώνουν στο Πέραμα ή το Ζεφύρι να διανύσουν μεγαλύτερες διαδρομές στην εκπαίδευση και να καταλάβουν υψηλότερες θέσεις στην επαγγελματική ιεραρχία, δεν αποτελεί απόδειξη αυτού του ρόλου. Η διαφορά οφείλεται κυρίως στη σημαντικά διαφορετική κοινωνική φυσιογνωμία του πληθυσμού των περιοχών αυτών και όχι σε καθεαυτό χαρακτηριστικά του χώρου.
Τα χαρακτηριστικά του χώρου –πέρα δηλαδή από τα χαρακτηριστικά του άμεσου (οικογενειακού) κοινωνικού περιβάλλοντος από το οποίο προέρχονται οι νέοι/ες– αφορούν τρεις βασικές παραμέτρους (Buck 2001, Atkinson and Kintrea 2001, Lupton 2003):
1) Τη συνολική κοινωνική φυσιογνωμία της γειτονιάς, η οποία διαφοροποιεί τα κοινωνικά πρότυπα (role models) και την κοινωνική σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού των τοπικών σχολείων
2) Το επίπεδο των τοπικών κοινωνικών και άλλων υπηρεσιών, με προεξάρχουσα την ποιότητα των τοπικών σχολείων
3) Την εικόνα της γειτονιάς που μπορεί να κυμαίνεται από τον στιγματισμό ως την αίσθηση ότι πρόκειται για γειτονιά-πρότυπο
Τα δεδομένα των Απογραφών Πληθυσμού δεν επαρκούν για μια ικανοποιητική αξιολόγηση του ρόλου του χώρου –ή της επίδρασης της γειτονιάς (neighbourhood effect) όπως αναφέρεται στη σχετική βιβλιογραφία και συζήτηση. Αυτό που ακολουθεί αποτελεί μια πολύ αδρή προσέγγιση της επίδρασης της γειτονιάς μέσα από την αναζήτηση των σημαντικών, ενδεχομένως, διαφορών μεταξύ νέων που προέρχονται από ίδιο κοινωνικοεπαγγελματικό περιβάλλον, αλλά κατοικούν σε γειτονιές με σημαντικά διαφορετική κοινωνική φυσιογνωμία. Οι δείκτες που χρησιμοποιούμε είναι το μήκος των εκπαιδευτικών διαδρομών και η ανεργία. Από το χώρο της πόλης επιλέγονται δύο ομάδες Δήμων (Βόρεια και Νότια Προάστια από τη μία πλευρά και Δυτικά Προάστια από την άλλη, χάρτης 1).
Οι διαφορές που παρατηρούμε στο μήκος των εκπαιδευτικών διαδρομών των νέων που προέρχονται από γονείς Νομικού επαγγέλματος και ζουν είτε στην ομάδα των Βορείων & Νοτίων Προαστίων είτε των Δυτικών Προαστίων είναι πολύ περιορισμένες. Αντίθετα, όταν οι νέοι προέρχονται από γονείς Πωλητές σε Καταστήματα ή από Ανειδίκευτους Εργάτες στη Βιομηχανία ή τις Κατασκευές, το μήκος της εκπαιδευτικής διαδρομής είναι σημαντικά μεγαλύτερο για τους πρώτους.
Η ανεργία αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ 2001 και 2011 σε όλη την Αττική. Ωστόσο, το εύρος με το οποίο πλήττει τους νέους/ες από ίδιο κοινωνικοεπαγγελματικό περιβάλλον που ζουν σε γειτονιές με διαφορετική κοινωνική φυσιογνωμία, παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις.
Για τους γόνους οικογενειών με υψηλές επαγγελματικές θέσεις (Μηχανικοί, Νομικοί και Γιατροί) η ανεργία το 2001 ήταν ήδη μεγαλύτερη για όσους έμεναν στα Δυτικά σε σχέση με τα Βόρεια και Νότια Προάστια. Το 2011, όμως, η αύξηση ήταν μεγαλύτερη για τους πρώτους, με αποτέλεσμα η ψαλίδα να ανοίξει και οι πρώτοι να έχουν διπλάσιο ποσοστό ανεργίας από τους δεύτερους (γράφημα 12).
Ανάλογη εικόνα παρουσιάζεται για τα παιδιά Ανειδίκευτων Εργατών στη Βιομηχανία και τις Κατασκευές, με τη διαφορά ότι για αυτούς η αύξηση της ανεργίας ήταν πολύ μεγαλύτερη από ότι για τους προηγούμενους είτε έμεναν στα Βόρεια και Νότια είτε στα Δυτικά Προάστια (γράφημα 13).
Ένα συνολικότερο εύρημα που προσφέρουν τα δεδομένα των Απογραφών Πληθυσμού είναι ότι η ανργία στη Μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας αυξήθηκε με εντυπωσιακό τρόπο σε περιοχές συγκέντρωσης των χαμηλότερων κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών. Έτσι, οι συντελεστές συσχέτισης της χωρικής κατανομής του ποσοστού της ανεργίας με την κατανομή του ποσοστού των υψηλών επαγγελματικών κατηγοριών (Διευθυντικά Στελέχη και Επαγγελματίες) από -0.46 το 2001 έφθασε το -0.75 το 2011, ενώ για τις χαμηλές επαγγελματικές κατηγορίες (Ανειδίκευτοι) ήταν αντίστοιχα 0.23 και 0.59 (Maloutas 2015). Μέσα σε μια δεκαετία, δηλαδή, η χωρική κατανομή της ανεργίας έγινε πολύ πιο όμοια με την κατανομή των χαμηλών επαγγελματικών κατηγοριών και πολύ πιο ανόμοια με εκείνη των υψηλών (χάρτης 2).
Τα δεδομένα των Απογραφών Πληθυσμού επιτρέπουν τη συσχέτιση του επαγγέλματος των νέων με εκείνο του προσώπου αναφοράς του νοικοκυριού τους, όταν παραμένουν στο γονεϊκό τους νοικοκυριό.
Οι πίνακες που ακολουθούν καταγράφουν τις συνηθέστερες επαγγελματικές ομάδες στις οποίες εντάσσονται οι νέοι άνδρες και οι νέες γυναίκες όταν προέρχονται από συγκεκριμένα κοινωνικοεπαγγελματικά περιβάλλοντα.
Οι επαγγελματικές κατηγορίες προσώπου αναφοράς του γονεϊκού νοικοκυριού που επιλέξαμε ενδεικτικά είναι οι ακόλουθες: Νομικοί, Καθηγητές Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Πωλητές σε Καταστήματα, Τεχνίτες Οικοδομικών Έργων και Ανειδίκευτοι Εργάτες στη Βιομηχανία και τις Κατασκευές.
Οι πίνακες αναφέρουν τις αναλυτικές κατηγορίες επαγγέλματος στις οποίες εντάσσονται οι νέοι 22-34 ετών με τη συγκεκριμένη κοινωνικοεπαγγελματική καταγωγή (στήλη 1), το ποσοστό του συνόλου των νέων αυτών που εντάσσεται σε κάθε κατηγορία (στήλη 2) και τις πιθανότητες ένας νέος/α να ενταχθεί στη συγκεκριμένη επαγγελματική κατηγορία (στήλη 3) που αποτελεί το πηλίκο της διαίρεσης του ποσοστού της στήλης 2 με το ποσοστό της ίδιας επαγγελματικής κατηγορίας στο σύνολο του πληθυσμού της ίδιας ηλικιακής ομάδας. Στους πίνακες αυτούς έχουν συμπεριληφθεί μόνο οι επαγγελματικές κατηγορίες για τις οποίες οι πιθανότητες πρόσβασης, για όσους προέρχονται από το συγκεκριμένο κοινωνικοεπαγγελματικό περιβάλλον, είναι περισσότερες από το 150% του μέσου όρου όλων των νέων της ίδιας ηλικίας
Στους πίνακες 3-12 οι υψηλές επαγγελματικές κατηγορίες τοποθετούνται σε γαλάζιο πλαίσιο, οι ενδιάμεσες σε μπεζ, οι κατηγορίες τεχνικών επαγγελμάτων σε πράσινο και εκείνες των ανειδίκευτων σε μωβ.
Η παρατήρηση της διαγενεακής επαγγελματικής κινητικότητας στους πίνακες 3-12 δείχνει ότι οι πιθανότητες των νέων να γίνουν μέλη συγκεκριμένων επαγγελματικών κατηγοριών σχετίζονται:
1) με την ιεραρχική θέση του επαγγέλματος των γονιών τους, την οποία συνήθως αναπαράγουν
2) με το συγκεκριμένο αντικείμενο του επαγγέλματος των γονιών, το οποίο αναπαράγεται σε μεγαλύτερο βαθμό όταν συνεπάγεται σημαντική εξειδίκευση που υποβοηθά τη δημιουργία οικογενειακής παράδοσης
Οι περισσότερες επαγγελματικές κατηγορίες παρουσιάζουν υψηλό ποσοστό εσωτερικής (οικογενειακής) αναπαραγωγής χωρίς να υπάρχουν, κατ’ ανάγκην, θεσμικά/κανονιστικά εμπόδια στην πρόσβαση των επαγγελμάτων αυτών από τρίτους. Το ποσοστό εσωτερικής αναπαραγωγής είναι, σε μεγάλο βαθμό, συναρτημένο με την κοινωνική θέση του επαγγέλματος (οι υψηλές θέσεις εμφανίζουν, κατά κανόνα, υψηλότερα ποσοστά αναπαραγωγής ακολουθούμενες από τις χαμηλές θέσεις εξειδικευμένης χειρωνακτικής εργασίας).
Ο πίνακας 13 συνοψίζει την πληροφορία που εμφανίζεται στους προηγούμενους (3-12) όσον αφορά το ποσοστό πρόσβασης και την πιθανότητα πρόσβασης στα επαγγέλματα που αποτελούν τις συνηθέστερες και πιθανότερες επιλογές των νέων 22-34 ετών, ανάλογα με το επάγγελμα του προσώπου αναφοράς του νοικοκυριού από το οποίο προέρχονται.
Για τους νέους που προέρχονται από οικογένειες Νομικών, περισσότεροι από 50% (για τις γυναίκες αγγίζει το 60%) έχουν πρόσβαση στις βασικές επιλογές της συγκεκριμένης ομάδας, οι οποίες στη μεγάλη πλειονότητά τους σχετίζονται με το νομικό επάγγελμα. Οι πιθανότητες της ομάδας αυτής να έχουν πρόσβαση στις βασικές αυτές επιλογές είναι εξαιρετικά μεγαλύτερες από αυτές του μέσου όρου (δηλαδή, από την πιθανότητα για κάθε νέο/α να έχει πρόσβαση στα επαγγέλματα αυτά ανεξάρτητα από το κοινωνικοεπαγγελματικό περιβάλλον από το οποίο προέρχεται).
Για όσους/ες προέρχονται από νοικοκυριά καθηγητών Μέσης Εκπαίδευσης, το ποσοστό πρόσβασης στις βασικές επιλογές της ομάδας τους είναι χαμηλότερο, όπως και οι πιθανότητες πρόσβασης σε σχέση με εκείνες του μέσου νέου/ας. Μια άλλη διαφορά από την προηγούμενη ομάδα είναι η πολύ μικρότερη αναπαραγωγή του οικογενειακού επαγγέλματος, έστω και αν παραμένει πολύ υψηλότερη από την πλειονότητα των υπολοίπων επαγγελματικών κατηγοριών. Επίσης, στην ομάδα αυτή οι συνήθεις επιλογές των νέων γυναικών τις οδηγούν σε υψηλές επαγγελματικές κατηγορίες σε ποσοστό που υπερβαίνει το 40%, ενώ για τους νέους άνδρες της ίδιας ομάδας το ποσοστό είναι περίπου το μισό (πίνακες 5 & 6).
Οι νέοι/ες που προέρχονται από οικογένειες Πωλητών σε Καταστήματα παρουσιάζουν τα χαμηλότερα ποσοστά πρόσβασης στις βασικές επιλογές της ομάδας τους (οι οποίες σε μεγάλο βαθμό είναι άμεσα συναφείς με το επάγγελμα του Πωλητή). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ευρεία διασπορά σε μεγάλο αριθμό άλλων επαγγελματικών κατηγοριών για περισσότερους από το 60% των νέων αυτής της ομάδας.
Για τις δύο τελευταίες ομάδες νέων, που προέρχονται από οικογένειες χειρωνακτών, το ποσοστό πρόσβασης στις βασικές επιλογές της ομάδας (οι οποίες και πάλι σχετίζονται άμεσα με το κοινωνικοεπαγγελματικό περιβάλλον προέλευσης) είναι αυξημένο, κυρίως για τους άνδρες. Τα επαγγέλματα προέλευσης είναι αλήθεια ότι ανδροκρατούνται και η αναπαραγωγή τους από τις νέες γυναίκες της ομάδας δεν είναι εύκολη. Έτσι, η πορεία των νέων αυτών γυναικών παρουσιάζεται ανοδική προς την ευρεία ομάδα των ενδιάμεσων επαγγελματικών κατηγοριών. Ωστόσο, μια προσεκτικότερη παρατήρηση των επαγγελματικών κατηγοριών στις οποίες έχουν συνήθως πρόσβαση, δείχνει ότι συγκεντρώνονται κυρίως σε χαμηλές κατηγορίες της παροχής υπηρεσιών (κομμώτριες, σερβιτόρες, αισθητικοί). Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις, η γενική διαπίστωση μιας ανοδικότερης επαγγελματικής πορείας των νέων γυναικών σε σχέση με τους νέους άνδρες είναι, ενδεχομένως, σε κάποιο βαθμό πλασματική.
Η ανιχνευτική διερεύνηση της κοινωνικής αναπαραγωγής με τη χρήση των αναλυτικών δεδομένων από τις δύο τελευταίες Απογραφές Πληθυσμού οδήγησε στα βασικά συμπεράσματα που, πολύ συνοπτικά, διατυπώνονται παρακάτω:
[1] Πρόσθετο πρόβλημα αποτελεί η αλλαγή μεταξύ Απογραφών της έννοιας του «αρχηγού» (1991) ή «υπεύθυνου» (2001) του νοικοκυριού, η οποία δεν εμφανίζεται το 2011 και, έτσι, την υποκαταστήσαμε από το πρόσωπο αναφοράς. Το τελευταίο ήταν το πρώτο πρόσωπο στο απογραφικό δελτίο, το οποίο στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων συμπίπτει με τους προηγούμενους ορισμούς.
*Το κείμενο αυτό αποτελεί συντομευμένη εκδοχή του Μαλούτας (2015b).
Μαλούτας, Θ. (2016) Διαγενεακή κοινωνική κινητικότητα: Κοινωνικά άνιση πρόσβαση των νέων στην εκπαίδευση και το επάγγελμα στη δεκαετία του 2000*, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/διαγενεακή-κοινωνική-κινητικότητα/ , DOI: 10.17902/20971.61
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το εισόδημα είναι καθοριστικός παράγοντας για την επιλογή τόπου κατοικίας, ενώ το κόστος στέγασης συνδέεται στενά και με το κόστος γειτονικών κατοικιών. Οι μεσίτες, οι εκτιμητές, και οι αγοραστές χρησιμοποιούν τις πρόσφατες τιμές της συγκρίσιμης ακίνητης περιουσίας στις τοπικές αγορές κατοικίας για να αξιολογήσουν το επίπεδο τιμών. Παράλληλα, επειδή και τα ενυπόθηκα δάνεια είναι συνδεδεμένα με το εισόδημα, οι επιλογές των οικιστών οριοθετούνται από τα εισοδήματά τους. Σε γενικές γραμμές, αυτοί οι μηχανισμοί θέτουν (έστω και αδρά) εισοδηματικά όρια στα άτομα που επιλέγουν να ζήσουν σε μια περιοχή, οδηγώντας σε στεγαστική ιεράρχηση των τόπων κατοικίας με βάση το εισόδημα. Ο εισοδηματικός αυτός διαχωρισμός –η άνιση δηλαδή κατανομή ατόμων και νοικοκυριών στις διάφορες χωρικές ενότητες με βάση το εισόδημα– είναι ιδιαίτερα αισθητός στις περισσότερες πόλεις και χαρακτηρίζεται από ουσιαστικά τρεις διαστάσεις:
Ο διαχωρισμός είναι μια διαδικασία με αυξημένο βαθμό ετερογένειας. Όσον αφορά την ανάλυση χωρικών επιδράσεων μεταξύ κοινωνικών-επαγγελματικών ομάδων διακρίνονται δύο εννοιολογικά συστατικά του στεγαστικού διαχωρισμού:
Τα ποσοτικά δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τις στατιστικές επεξεργασίες αντλήθηκαν από την Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (ΓΓΠΣ) του Υπουργείου Οικονομικών και αφορούν στις φορολογικές δηλώσεις των φυσικών προσώπων ανά ταχυδρομικό κωδικό, και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων: τον αριθμό των δηλώσεων και το μέγεθος του δηλωθέντος εισοδήματος (σε τρέχουσες τιμές), σε προκαθορισμένα εισοδηματικά κλιμάκια και ευρύτερες επαγγελματικές κατηγορίες. Το χρονικό εύρος των διαθέσιμων δεδομένων περιλαμβάνει τα οικονομικά έτη 2003 έως και 2013.
Η καταγραφή του δηλωθέντος εισόδημα ενδέχεται να αποκλίνει από την ακριβή αποτύπωση της ευημερίας, στο βαθμό που δεν αποτυπώνει το (άγνωστο) μέγεθος της παραοικονομίας και φοροδιαφυγής.
Η περιοχή μελέτης αναφέρεται στο σύνολο της περιφέρειας Αττικής και περιλαμβάνει 508 εγγραφές που αντιστοιχούν σε ταχυδρομικούς τομείς, με 289 από αυτές να προσδιορίζονται χωρικά. Οι υπόλοιπες εγγραφές αναφέρονται σε Ταχυδρομικές Θυρίδες (ΤΘ) και Ταχυδρομικά Γραφεία και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατή η γεωγραφική τους αντιστοίχιση.
Η περιφέρεια Αττικής αντιπροσωπεύει πάνω από το 42% του δηλωθέντος εισοδήματος των φυσικών προσώπων της χώρας, αν και με σταθερά φθίνουσα τάση για το χρονικό διάστημα 2003-2013 (γράφημα 1). Αντίστοιχα, το μέσο δηλωθέν εισόδημα (λόγος δηλωθέντος εισοδήματος προς αριθμό δηλώσεων) διατηρείται σταθερά πάνω από το 115% του εθνικού μέσου όρου για όλη την περίοδο ανάλυσης. Η εξέλιξη του μέσου δηλωθέντος εισοδήματος τόσο σε επίπεδο χώρας όσο και στην Αττική μπορεί αδρομερώς να αναλυθεί σε τρεις υποπεριόδους (διάγραμμα 2.1 και διάγραμμα 2.2): α) Την περίοδο 2003-2008 παρατηρείται έντονα σταθερή ανοδική τάση με αποκορύφωμα το 2008 (18.900 ευρώ), που συνδέεται με το γενικό οικονομικό κλίμα της περιόδου. β) Την περίοδο 2008-2010 παρατηρείται σχετική στασιμότητα (σε υψηλά επίπεδα εισοδήματος), γεγονός που δείχνει να μην συμβαδίζει με τις ευρύτερες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, αλλά πιθανότητα σχετίζεται με την αλλαγή του φορολογικού καθεστώτος το 2009, οπότε οι τάσεις συρρίκνωσης του διαθέσιμου εισοδήματος αντισταθμίστηκαν από την διεύρυνση της φορολογικής βάσης. γ) Από το 2011 έως και το 2013 όμως γίνεται αισθητή η επίδραση της οικονομικής κρίσης και στη φορολογητέα ύλη, με ραγδαία μείωση μέχρι και το 2013, οπότε το επίπεδο του μέσου δηλωθέντος εισοδήματος (σε σταθερές τομές) βρίσκεται κάτω από το αντίστοιχο του 2003. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σταθούμε στην εξέλιξη της μεσαίας τιμής εισοδήματος, που υποδεικνύει σημαντικές αλλαγές στην κατανομή των τιμών: μέχρι και το 2005 εμφανίζονται ακραίες μέγιστες και ελάχιστες τιμές που επηρεάζουν την τιμή μέσου δηλωθέντος εισοδήματος (γράφημα 2.1 και γράφημα 2.2).
Πηγή: ΓΓΠΣ 2004-2014
Πηγή: ΓΓΠΣ 2004-2014
Πηγή: ΓΓΠΣ 2004-2014
Αναφορικά με την κατανομή φορολογικών δηλώσεων και την αξία του δηλωθέντος εισοδήματος στα εισοδηματικά κλιμάκια για την περίοδο 2003-2013 (γράφημα 3) παρατηρείται σταδιακή αύξηση της συμμετοχής στα υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια σε βάρος των μεσαίων-χαμηλών μέχρι και το 2010. Το 2011 ανατρέπεται αυτή η τάση, με τη συρρίκνωση του κατώτατου κλιμακίου και τη διεύρυνση των χαμηλών-μεσαίων κλιμακίων, με επαναφορά σε επίπεδα αναλογιών προηγούμενων ετών. Διαχρονικά, η εισοδηματική ανισότητα, όπως αποτυπώνεται με το δείκτη Gini (γράφημα 4.1), συνδέεται με την αύξηση του μέσου δηλωθέντος εισοδήματος μέχρι το 2010, την ραγδαία πτώση στα επίπεδα του 2003 και τη σταθεροποίηση τα δύο πιο πρόσφατα έτη (2012-2013). Αντίστοιχα, η σχετική πόλωση (δηλ. η αναλογία των δύο υψηλότερων εισοδηματικών κλιμακίων προς τα δύο χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια) φανερώνει τη διαφορά στον ρυθμό μεταβολής των ανώτερων και κατώτερων εισοδηματικά κλιμακίων τόσο στην περίοδο μεγέθυνσης όσο και στην περίοδο ύφεσης (γράφημα 4.2).
Πηγή: ΓΓΠΣ 2004-2014
Όσον αφορά την κατανομή σε ευρύτερες επαγγελματικές κατηγορίες, οι βασικές παρατηρήσεις συνοψίζονται στα εξής σημεία (γράφημα 5.1): Οι κατηγορίες Μισθωτοί και Συνταξιούχοι αποτελούν κυρίαρχη πηγή φορολογητέας ύλης των φυσικών προσώπων. Με τη διαδικασία διεύρυνσης της φορολογικής βάσης την τελευταία τριετία διαφαίνεται η ελαφρά αύξηση της συμμετοχής της κατηγορίας Εισοδηματίες στις δηλώσεις, χωρίς όμως την αναμενόμενη αναλογική συνεισφορά και στο δηλωθέν εισόδημα. Αντίθετα, το ειδικό βάρος της κατηγορίας Συνταξιούχοι αυξάνει σταδιακά από το 2003 (μερίδιο δηλώσεων και εισοδήματος), σηματοδοτώντας και τα διαρθρωτικά προβλήματα της απασχόλησης τόσο στην Ελλάδα και στην Αττική. Οι κατηγορίες Έμποροι-Βιοτέχνες/Επιτηδευματίες και Ελεύθεροι Επαγγελματίες, ο οποίες θεωρητικά αποτελούν και το ανώτερο τμήμα της κοινωνικό-οικονομικής διαστρωμάτωσης, διατηρούν σχεδόν σταθερή τη θέση τους με βάση το ποσοστό του δηλωθέντος εισοδήματος, ενώ αποδίδουν ολοένα και μικρότερο ποσοστό των συνολικών εσόδων της φορολογίας των φυσικών προσώπων. Όλες οι επαγγελματικές κατηγορίες στην περιφέρεια Αττικής τοποθετούνται σαφώς άνω του μέσου όρου της χώρας ως προς το μέσο δηλωθέν εισόδημα. Η μείωση των εισοδημάτων «μετατίθεται» χρονικά μετά το 2010, οπότε σημειώνονται και οι σημαντικότερες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, παρότι οι κατηγορίες Εμπόρων-Βιοτεχνών/Επιτηδευματιών και Ελευθέρων επαγγελματιών φαίνεται ότι πλήττονται πιο έντονα από την οικονομική κρίση (γράφημα 5.2).
Πηγή: ΓΓΠΣ 2004-2014
Πηγή: ΓΓΠΣ 2004-2014
Η χαρτογράφηση του δηλωθέντος εισοδήματος στον ευρύτερο μητροπολιτικό χώρο της Αθήνας για το έτος 2013 αναδεικνύει ευδιάκριτα σχήματα συγκεντρώσεων υψηλών και χαμηλών τιμών (χάρτης 1.1). Χάριν συγκρίσεως παρατίθενται σε μικρότερο μέγεθος και χαρτογραφικές απεικονίσεις για τα έτη 2003, 2008, 2010. Ο αναγνωρίσιμος –από προηγούμενες μελέτες (Μαλούτας 2001, Καλογήρου 2011)– άξονας στεγαστικού διαχωρισμού Ανατολής-Δύσης, και κέντρου-περιφέρειας με τοπικές διαφοροποιήσεις βορρά–νότου, ιδιαίτερα στο ανατολικό τμήμα της Περιφέρειας Αττικής, αποτυπώνεται με σαφήνεια. Πιο συγκεκριμένα, στο βορειανατολικό τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος (Ερυθραία, Εκάλη, Νέα Πεντέλη, Βριλήσσια), στο κέντρο του Δ. Αθηναίων σε περιοχές πέριξ του Λυκαβηττού (Κολωνάκι, Πλατεία Μαβίλη, Ευαγγελισμός), στο νότιο τμήμα (Βούλα, Βουλιαγμένη) καθώς και σε ένα θύλακα που περιλαμβάνει το Ψυχικό και ζώνες του Δ. Φιλοθέης, παρατηρούνται υψηλότερες τιμές δηλωθέντος εισοδήματος. Αντίστοιχα, η δυτική περιοχή του Δ. Αθηναίων με επίκεντρο το Μεταξουργείο, ζώνες του Δ. Άγιου Ιωάννη Ρέντη και Ταύρου, τμήματα της βορειοδυτικής ζώνης που περιλαμβάνει τον Ασπρόπυργο, Φυλή, Αχαρνές και Καματερό, αποτελεί την άλλη πλευρά του νομίσματος με τις χαμηλές τιμές. Μάλιστα, η «κινητικότητα» των ζωνών ανάλυσης στην εισοδηματική ιεραρχία είναι περιορισμένη για το άνω άκρο της κατανομής, ενώ οι χαμηλές-μεσαίες περιοχές έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να «μετακινηθούν» είτε υψηλότερα είτε χαμηλότερα (πίνακας 2.1).
Για τη διερεύνηση της «κινητικότητας» ενός συστήματος χρησιμοποιείται η στατιστική μέθοδος Μαρκοβιανών αλυσίδων (Markov chain), όπου διερευνάται η πιθανότητα μεταβολής της κατανομής τιμών από μια συγκεκριμένη (αρχική) κατάσταση σε μια τελική μέσα από μια μεταβατική διαδρομή με διακριτά βήματα. Η (υποθετική) πιθανότητα κατανομής του συστήματος στο επόμενο βήμα (και κατά βάση, σε όλα τα μελλοντικά βήματα) εξαρτάται μόνο από την παρούσα κατάσταση του συστήματος και όχι αθροιστικά από την κατάσταση του συστήματος σε προηγούμενα βήματα .
Στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής της μεθόδου ως «σύστημα» θεωρείται η γεωγραφική κατανομή του μέσου δηλωθέντος εισοδήματος, ως «κατάσταση» η κατανομή δηλωθέντος εισοδήματος σε εισοδηματικά κλιμάκια και ως «βήματα» είναι οι ετήσιες καταγραφές των τιμών της εξεταζόμενης μεταβλητής. Για τις ανάγκες της παρούσας παρουσίασης χρησιμοποιήθηκε στατιστική μέθοδος που λαμβάνει υπόψη και τη γειτονικές τιμές κάθε χωρικής ενότητας (Rey, 2001). Δημιουργείται λοιπόν ένας πίνακας διπλής εισόδου που περιλαμβάνει τις πιθανότητες μιας τιμή να «μετακινηθεί» από ένα εισοδηματικό κλιμάκιο σε οποιοδήποτε άλλο από το έτος βάσης στο τελικό έτος της εξεταζόμενης περιόδου. Τα κελιά που ορίζουν τη διαγώνιο του πίνακα μετάβασης (transition matrix) περιλαμβάνουν ποσοστά πιθανοτήτων διατήρησης μιας περιοχής στο ίδιο εισοδηματικό κλιμάκιο στην αρχή και στο τέλος της περιόδου. Υψηλές τιμές υποδηλώνουν στασιμότητα στην χωρο-χρονική δυναμική εξέλιξη του φαινομένου της κατανομής του δηλωθέντος εισοδήματος. Τιμές που βρίσκονται στο νοητό άνω τμήμα του πίνακα (που οροθετείται από την διαγώνιο), υποδηλώνουν μετακίνηση προς σχετικά χαμηλότερο επίπεδο εισοδήματος και, αντίστοιχα, τιμές στο κάτω τμήμα του πίνακα, μετακίνηση προς σχετικά υψηλότερο εισοδηματικό επίπεδο. |
Η χωρική ανισοκατανομή του εισοδήματος στον αθηναϊκό χώρο τεκμηριώνεται στατιστικά από την ανάλυση χωρικής αυτοσυσχέτισης –δηλαδή τον έλεγχο γειτνίασης περιοχών με παρόμοιες τιμές. Οι υψηλές τιμές του συνολικού δείκτη αυτοσυσχέτισης Moran’s Ι (άνω του 0,5 με εύρος τιμών 0-1) υποδηλώνουν σημαντικές τάσεις χωρικής συγκέντρωσης. Διαχρονικά, τα γεωγραφικά σχήματα εισοδηματικού διαχωρισμού παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτα με την υπογράμμιση της σταδιακής πόλωσης του αστικού χώρου με διευρυνόμενες συστάδες υψηλών τιμών στο βορειοανατολικό τμήμα και στο κέντρο του Πολεοδομικού Συγκροτήματος και, αντίστοιχα, λιγότερο συμπαγείς αλλά επίσης διευρυνόμενες συγκεντρώσεις χαμηλών τιμών στο δυτικό τμήμα της κεντρική ζώνης και στο δυτικό τμήμα της Περιφέρειας Αττικής. Θύλακες χαμηλών τιμών παρατηρούνται στο βόρειο τμήμα (Αχαρνές, Μαραθώνας) αν και στην εξέλιξη του χρόνου και με δεδομένη τη σύγκλιση προς τα κάτω των χαμηλών χαμηλών-μεσαίων εισοδηματικά ζωνών είναι ολοένα και λιγότεροι (χάρτης 1.2). Συνολικά, παρατηρείται σημαντική «αδράνεια» στην αλλαγή του χωρικού προτύπου του εισοδηματικού διαχωρισμού (πίνακας 2.2).
Η χωρική αυτοσυσχέτιση (spatial autocorrelation) αναφέρεται στο βαθμό συσχέτισης μεταξύ ζευγών τιμών μιας μεταβλητής και της μεταξύ τους (γεωγραφικής) απόστασης. Η λογική του ελέγχου βασίζεται στη σύγκριση της τιμής –της προς εξέταση μεταβλητής– κάθε χωρικής ενότητας με την κατανομή των τιμών των γειτονικών χωρικών ενοτήτων.
Η ύπαρξη θετικής αυτοσυσχέτισης, που αποτελεί και την πιο συνηθισμένη περίπτωση, υποδηλώνει ότι (παρ)όµοιες τιµές της προς εξέταση μεταβλητής τείνουν να συσπειρώνονται χωρικά. Eίναι δυνατή τόσο η συγκέντρωση τιμών που βρίσκονται στο άνω τμήμα της κατανομής {συστάδα υψηλών τιμών [HH-(High–High)]}, όσο και η συγκέντρωση τιμών που τοποθετούνται στο χαμηλότερο τμήμα της κατανομής {συστάδα χαμηλών τιμών [LL-(Low–Low)]}. H παρατήρηση αρνητικής αυτοσυσχέτισης υποδεικνύει την γειτνίαση χωρικών ενοτήτων με (αν)όμοιες τιμές, γεγονός που σημαίνει την παρουσία μεμονωμένων χωρικών ενοτήτων είτε με μεγάλες τιμές σε ευρύτερες ζώνες με κυριαρχία χαμηλών τιμών {θύλακας υψηλών τιμών [HL-(High–Low)}, είτε, αντίστοιχα, χωρικές ενότητες με σχετικά μικρές τιμές που περικλείονται από περιοχές με υψηλές τιμές {θύλακας χαμηλών τιμών [LH-(Low–High)}. Τέλος, απουσία χωρικής αυτοσυσχέτισης, σημαίνει ότι δεν υπάρχει εμφανής σχέση μεταξύ χωρικής εγγύτητας και κατανομής των τιμών της μεταβλητής. |
Η λογική ερμηνείας του πίνακα βασίζεται στο σχόλιο του πίνακα 2.1. Η εφαρμογή της μεθόδου Μαρκοβιανών αλυσίδων επικεντρώνεται στην διερεύνηση της δυναμικής της κατανομής του δηλωθέντος εισοδήματος με βάση την συγκέντρωση ή τη διασπορά των τιμών στο χώρο.
Τα κελιά που ορίζουν τη διαγώνιο του πίνακα μετάβασης (transition matrix) περιλαμβάνουν ποσοστά πιθανοτήτων διατήρησης μιας περιοχής στην ίδια σχέση με τους γείτονες στην αρχή και στο τέλος της περιόδου. Υψηλές τιμές υποδηλώνουν την πιθανότητα διατήρησης μιας περιοχής στο ίδιο χωρικό πρότυπο που προσδιορίστηκε με την ανάλυση χωρικής αυτοσυσχέτισης (χάρτης 1.2). Τιμές στα κελιά εκτός της διαγωνίου του πίνακα, αποτυπώνουν την πιθανότητα «μετακίνησης» μιας χωρικής ενότητας σε μια κατανομή με διαφορετική «σχέση» με τις γειτονικές ενότητες. |
Η εισοδηματική ανισότητα αποτυπώνεται σε τοπικό επίπεδο με τον δείκτη Gini για κάθε χωρική ενότητα (χάρτης 2.1). Η μορφή της διασποράς των τιμών του δείκτη στο χώρο ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό το γεωγραφικό σχήμα κατανομής του δηλωθέντος εισοδήματος και επιβεβαιώνει τη μεγάλη συσχέτιση μεταξύ ανισότητας (συγκέντρωση εισοδήματος σε μικρές ομάδες πληθυσμού) και επιπέδου εισοδήματος, ειδικά στις μεσαίες και ανώτερες εισοδηματικά περιοχές. Η απουσία δηλώσεων που αφορούν υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια σε αραιοκατοικημένες και αγροτικές ζώνες συντείνει στην εμφάνιση χαμηλών επιπέδων ανισότητας σε αυτές τις ζώνες. Στη ίδια κατεύθυνση οδηγούν και τα συμπεράσματα από την ανάλυση τόσο του δείκτη σχετικής συγκέντρωσης (χάρτης 2.2) όπου με έντονο χρώμα τονίζεται η συγκέντρωση εισοδημάτων στα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια, και η πολλαπλάσια παρουσία τους σε σχέση με τα χαμηλά.
Για την αποτύπωση των προτύπων συγκέντρωσης των επαγγελματικών κατηγοριών, εφαρμόστηκε μια εναλλακτική μέθοδος ώστε να προσδιοριστεί σε ποιο βαθμό μια κατηγορία υπερεκπροσωπείται σε κάποια χωρική ενότητα σε σύγκριση με το σύνολο της περιοχής μελέτης καθώς και για διευρυμένες ζώνες γειτνίασης (χάρτης 3.1). Η κατηγορία Συνταξιούχοι εμφανίζει μεγάλα ποσοστά συμμετοχής στο κεντρικό τμήμα του ΠΣΑ καθώς και στη Σαλαμίνα και το Λαύριο, κάτι που προφανώς συνδέεται και με την δημογραφική δομή του πληθυσμού σε αυτά τα τμήματα της Περιφέρειας Αττικής. Οι Μισθωτοί –η πολυπληθέστερη κατηγορία– κυριαρχεί στις περισσότερες χωρικές ενότητες. Το σχήμα που προκύπτει παραπέμπει σε διευρυμένο δακτύλιο περιμετρικά του Δ. Αθηναίων με έμφαση στο βόρειο-βορειοδυτικό τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος. Αντίθετα, η κατηγορία Ελεύθεροι επαγγελματίες εντοπίζεται σε συμπαγή συστάδα με σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό με ζώνες-δακτυλίους σχετικής συγκέντρωσης, στο κέντρο και στο βορειοανατολικό τμήμα του αστικού συγκροτήματος. Όσον αφορά τους Εισοδηματίες είναι ευκρινής ο σχηματισμός συστάδων με μικρό εύρος και με ετερογενή κοινωνική σύνθεση, με μεγάλα ποσοστά συμμετοχής τόσο στο βόρειο όσο και στο νότιο τμήμα αλλά και σε «καλές» περιοχές του κέντρου. Η κατηγορία των Αγροτών εντοπίζεται, όπως είναι αναμενόμενο, σε ζώνες με χαμηλή αστική πυκνότητα. Η ζώνη του κέντρου έχει την μεγαλύτερη διαφοροποίηση όσον αφορά την επαγγελματική σύνθεση (χάρτης 3.2), ενώ οι περιοχές με την μεγαλύτερη ομοιογένεια (απουσία πολλών κατηγοριών) συνδέονται επίσης με το ύψος του δηλωθέντος εισοδήματος.
Περιοχές όπου υπερεκπροσωπούνται συγκεκριμένες κατηγορίες του πληθυσμού θεωρούνται εκείνες με ποσοστό που υπερβαίνει τις δύο τυπικές αποκλίσεις από το μέσο όρο της περιοχής ανάλυσης (Deurloo και Musterd 2001). Η τυπική απόκλιση υπολογίζεται με βάση την διωνυμική κατανομή δεδομένου ότι εμπλέκονται δύο παράγοντες: οι φορολογικές δηλώσεις μιας επαγγελματικής κατηγορίας και οι υπόλοιπες δηλώσεις. Ο τύπος ορίζεται:
ΤΑ= √(p*q/n) Όπου: p, το ποσοστό της εξεταζόμενης ομάδας στην περιοχή μελέτης, q = 1 – p, το ποσοστό των υπολοίπων κατηγοριών στην περιοχή μελέτης n, ο μέσος όρος πλήθους της εξεταζόμενης κατηγορίας για κάθε χωρική ενότητα. Εξετάζεται επίσης η πιθανότητα συγκέντρωσης κατηγοριών του πληθυσμού σε διευρυμένες ζώνες που προκύπτουν από διαδοχικές ακτίνες ελέγχου εγγύτητας. Επαναϋπολογίζονται τα ποσοστά κατηγοριών πληθυσμού στις διευρυμένες ζώνες και χαρτογραφούνται οι περιπτώσεις που υπερβαίνουν το κατώφλι των δύο τυπικών αποκλίσεων από τον μέσο όρο της κατηγορίας στην περιοχή μελέτης. Με αυτήν τη μέθοδο προκύπτουν διαφορετικά σχήματα κατανομών που καθορίζονται από την σύνθεση των γειτονικών χωρικών ενοτήτων ανάλογα με την ακτίνα ελέγχου εγγύτητας. Η υπερεκπροσώπηση σε διαφορετικές ακτίνες υποδηλώνει το βαθμό ομοιογένειας της κατανομής των τιμών της εξεταζόμενης κατηγορίας. Η ερμηνεία του χάρτη 3.1 μπορεί να διατυπωθεί ως εξής:
|
Η χωρική δυναμική, αναφορικά με τις ευρύτερες επαγγελματικές κατηγορίες, όπως προσδιορίζεται από την εξέλιξη συνθετικών (πολύ-ομαδικών) δεικτών διαχωρισμού διαχρονικά (Reardon κ.ά. 2008), περιλαμβάνει σαφή τάση μείωσης όλων των δεικτών διαχωρισμού (γράφημα 6.1). Αυτό σημαίνει ότι χωρικά συντελούνται διαδικασίες αργής αναδιανομής και διασποράς του πληθυσμού των επαγγελματικών κατηγοριών στις εξεταζόμενες χωρικές ενότητες με κατεύθυνση την άμβλυνση των χωρικών πολώσεων και την ομογενοποίηση σε τοπικό επίπεδο, ιδίως των πολυπληθών κατηγοριών. Πιο συγκεκριμένα, η χωρική ανισότητα (δείκτης Gini) είναι σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, δεδομένου ότι διαχρονικά μόνο το 12-15% του πληθυσμού θα πρέπει αναδιανεμηθεί για να επιτευχθεί πλήρης ισοκατανομή. Ομοίως, ο δείκτης ανομοιότητας (D) που εκφράζει τη χωρική πόλωση με την λογική της συγκέντρωσης των ολιγοπληθών ομάδων, εμφανίζει τάση αποκλιμάκωσης τα τελευταία χρόνια, κάτι που υποδηλώνει ότι παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση των χωρικών ενοτήτων με «μετακίνηση» πληθυσμών από τις ανομοιογενείς περιοχές προς τις περισσότερο ομοιογενείς. Όσον αφορά τους αντίστοιχους δείκτες για επαγγελματικές κατηγορίες (γράφημα 6.2), σχετικά σταθερά και υψηλά επίπεδα ανισοκατανομής (δείκτης Gini) εντοπίζονται για τις κατηγορίες των Αγροτών/Κτηνοτρόφων και Ελεύθερων Επαγγελματιών, ενώ για τις υπόλοιπες κατηγορίες το επίπεδο τιμών του δείκτη είναι σαφώς χαμηλότερο με τάση για περεταίρω μείωση. Η σχετική απομόνωση των επιμέρους κατηγοριών φαίνεται ότι μειώνεται διαχρονικά, με την κατηγορία των μισθωτών να πρωταγωνιστεί σε αυτήν την τάση υποδηλώνοντας σε ένα βαθμό την «αποχώρηση» των υπολοίπων ολιγοπληθών κατηγοριών από συγκεκριμένες περιοχές όπου υπερεκπροσωπούνταν.
Μετρήσεις διαχωρισμού κοινωνικό-επαγγελματικών ομάδων
Με στόχο την περιεκτική παρουσίαση διαχρονικών σχημάτων διαχωρισμού, επιλέχθηκαν τρεις συνθετικοί δείκτες και χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από τις γενικές επαγγελματικές κατηγορίες: ο δείκτης ανομοιότητας (D) αποτυπώνει επίπεδα χωρικής συγκέντρωσης, ο δείκτης κανονικοποιημένης έκθεσης (P) υπολογίζει επίπεδα έκθεσης/απομόνωσης και ο δείκτης Gini καταμετρά χωρική ανισοκατανομή και συγκέντρωση ταυτόχρονα. Δείκτης ανομοιότητας (D) To εύρος τιμών του δείκτη D κυμαίνεται από 0 έως 1, όπου το 0 σηματοδοτεί απουσία διαχωρισμού (όλες οι χωρικές ενότητες είναι ανάμικτες και με τα ίδια ποσοστά που ισχύουν για το σύνολο της περιοχής μελέτης) και το 1 τον απόλυτο διαχωρισμό (μηδενική ανάμιξη σε όλες τις χωρικές ενότητες). Ο δείκτης ερμηνεύεται εύκολα ως το ποσοστό της ομάδας Α (π.χ. μετανάστες) που θα έπρεπε να αλλάξει τόπο κατοικίας προκειμένου να κατανεμηθεί χωρικά όπως και η ομάδα αναφοράς Β (π.χ. το σύνολο του πληθυσμού). Δείκτης Gini Ο δείκτης αυτός χρησιμοποιείται για την μέτρηση της εισοδηματικής ανισότητας στο επίπεδο των χωρικών κατατμήσεων. Ο συντελεστής Gini, έχει εύρος τιμών μεταξύ 0 (τέλεια ισότητα) και 1 (μέγιστη ανισότητα). Είναι δυνατή η χρήση του όμως και για την ανάλυση διαχωρισμού ομάδων πληθυσμού. Στην περίπτωση μιας πόλης, η τιμή του δείκτη περιγράφει την απόκλιση της κατανομής των ομάδων πληθυσμού σε επιμέρους περιοχές της από την κατανομή τους στο σύνολο της πόλης. Δείκτης κανονικοποιημένης Έκθεσης/Απομόνωσης (P*) Οι δείκτες απομόνωσης και έκθεσης μετρούν την πιθανότητα ένα μέλος μιας ομάδας να αλληλεπιδράσει με άλλα μέλη της ίδιας ομάδας ή με μέλη άλλων ομάδων. Ο δείκτης απομόνωσης έχει τιμές μεταξύ 0 και 1, που υποδεικνύουν μηδενικό και πλήρη διαχωρισμό αντίστοιχα. Στην περίπτωση του δείκτη απομόνωσης (xPx) που εξετάζεται μόνο μια ομάδα του πληθυσμού, υπολογίζεται η πιθανότητα της ενδοομαδικής επαφής, δηλαδή η μέση πιθανότητα αλληλεπίδρασης (έκθεσης) μεταξύ των μελών της ίδιας ομάδας άρα και απομόνωσης με τα μέλη των υπολοίπων κατηγοριών, σε όλες τις χωρικές ενότητες της περιοχής μελέτης. |
Συμπερασματικά, η εισοδηματική ανισότητα εμφανίζει τα τελευταία χρόνια σχετική σταθερότητα σε χαμηλότερα επίπεδα από την περίοδο της μεγέθυνσης -μετά από περίοδο σταθερής κλιμάκωσης μέχρι και το 2010− και είναι ο κινητήριος μοχλός της μείωσης του εισοδηματικού διαχωρισμού ειδικά για τα μεσαία εισοδηματικά κλιμάκια (το όποια συγκλίνουν πλέον σε χαμηλότερα επίπεδα). Η χωρική ανισότητα με βάση το εισόδημα, από την άλλη πλευρά, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της φυσιογνωμίας του αθηναϊκού χώρου, αλλά η ένταση και οριοθέτησή της αποδεικνύεται μια δυναμική διαδικασία που προφανώς σχετίζεται με την εξέλιξη της εισοδηματικής ανισότητας. Διαχρονικά παρατηρείται τάση «περιχαράκωσης» των περιοχών των υψηλών εισοδημάτων με ταυτόχρονη «αποχώρηση» μεσαίων κατηγοριών και «ενσωμάτωσή» τους σε περιοχές με χαμηλότερο εισόδημα. Τα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν απομόνωση και το γεγονός αυτό, για την ώρα, αποτελεί ένδειξη για σχετική απουσία νησίδων φτώχιας στον αστικό χώρο.
Πανταζής, Π., Ψυχάρης, Ι. (2016) Στεγαστικός διαχωρισμός με βάση το φορολογητέο εισόδημα στην μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/εισοδηματικές-ομάδες/ , DOI: 10.17902/20971.58
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Η Ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από μακροχρόνια διαρθρωτικά προβλήματα, με κύρια χαρακτηριστικά την σταδιακή απώλεια παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα, την απουσία ενός σαφούς παραγωγικού μοντέλου και την έλλειψη εξαγωγικού προσανατολισμού, στην θέση των οποίων σταδιακά αναπτύχθηκε ένα κυρίως μεταπρατικό σύστημα οικονομικής δραστηριότητας και μια επίπλαστη αίσθηση οικονομικής ευημερίας, βασισμένης στις ευνοϊκές χρηματοοικονομικές συνθήκες κυρίως των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 2000.
Οι συνθήκες που διαμορφώνονται τόσο στη χώρα μας, αλλά και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες από τα αίτια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης κάνουν ολοένα πιο επιτακτική την ανάγκη για την βελτίωση τόσο του πλαισίου, όσο και του περιβάλλοντος, που αφορά στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και την αντιμετώπιση των κοινωνικών προκλήσεων, όπως είναι η υγεία, το περιβάλλον, η καταπολέμηση της ανεργίας, κυρίως της νεανικής και της αυξανόμενης «φυγής» των πιο δυναμικών ομάδων πληθυσμού προς το εξωτερικό (Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, 2015)
Από το 2010, η Ελληνική οικονομία βρίσκεται, εν μέσω βαθειάς ύφεσης, σε μία διαδικασία μετασχηματισμού και διόρθωσης των ποικίλων εσωτερικών και εξωτερικών ανισορροπιών που απορρέουν από την συσσώρευση των προαναφερθέντων χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων και τις πολλαπλές αστοχίες εφαρμογής των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής. Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε τα χρόνια προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας και οι δημοσιονομικοί δείκτες επιδεινώθηκαν. Η αρνητική εξέλιξη των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών στο σύνολο της χώρας αντανακλάται και στην εξέλιξη των Περιφερειακών οικονομιών.
Η χώρα υστερεί γενικά στην ανάπτυξη καινοτομίας, καταλαμβάνοντας τη 19η θέση μεταξύ των 27 κρατών μελών στη σχετική κατάταξη, αποκλίνοντας σημαντικά από το μέσο όρο της Ε.Ε. (Innovation Union Scoreboard, 2013). Ωστόσο, το ελληνικό σύστημα Έρευνας και Καινοτομίας (Ε&Κ) έχει να επιδείξει ισχυρά σημεία, όπως: καλές επιδόσεις στα συγχρηματοδοτούμενα από την ΕΕ Προγράμματα-Πλαίσια, σημαντική ελληνική εκπροσώπηση σε διεθνή ερευνητικά δίκτυα και έργα του Ευρωπαϊκού Οδικού Χάρτη Ερευνητικών Υποδομών, ύπαρξη ισχυρής ελληνικής ερευνητικής κοινότητας στο εξωτερικό, έμψυχο δυναμικό υψηλής ποιότητας και νησίδες αριστείας σε δημόσιους ερευνητικούς φορείς και στον ιδιωτικό τομέα, όπως και ελληνική παρουσία στο χώρο των επιστημονικών δημοσιεύσεων (άνω του μ.ο. της ΕΕ). Τα πλεονεκτήματα αυτά, ωστόσο, δεν έχουν αξιοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ξεπεραστούν διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας και να ενσωματωθεί η ερευνητική δραστηριότητα στις παραγωγικές διαδικασίες βελτιώνοντας τη συνολική εικόνα, σε σύγκριση με τις επιδόσεις των άλλων χωρών της ΕΕ (Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, 2014)
Στα νέα δεδομένα που προκύπτουν, η αναδιάρθρωση και η ενίσχυση της Έρευνας και της Καινοτομίας, αναμένεται να αποτελέσει όχημα για την αντιμετώπιση παγκόσμιων και εθνικών προκλήσεων και μοχλό για την αύξηση της παραγωγικότητας και της οικονομικής ανάπτυξης, βελτιώνοντας τους παραδοσιακούς τρόπους άσκησης της επιχειρηματικής και οικονομικής δραστηριότητας (Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, 2015).
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σταθερά προσανατολισμένη στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη που βασίζεται στη γνώση, στο ανθρώπινο δυναμικό, στην έρευνα και στην καινοτομία. Σύμφωνα με την Στρατηγική «Ευρώπη 2020» (European Commission, 2010), η οποία υιοθετήθηκε το 2010 από τα 27 κράτη- μέλη της Ε.Ε., το όραμα για μια κοινωνική οικονομία της αγοράς στην Ευρώπη κατά την επόμενη δεκαετία βασίζεται σε τρεις αλληλένδετους στόχους:
Στο πλαίσιο της στρατηγικής “Ευρώπη 2020”, υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η εμβληματική πρωτοβουλία για τη δημιουργία μιας ‘Ένωσης Καινοτομίας’ (European Commission, 2011), με σκοπό την ενίσχυση της ικανότητας της Ευρώπης να επιτύχει έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη με ταυτόχρονη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ επιστήμης και αγοράς, ούτως ώστε τα αποτελέσματα της έρευνας να μετατρέπονται σε νέα προϊόντα και υπηρεσίες. Στο πλαίσιο αυτής της πρωτοβουλίας, αναδεικνύεται η έννοια της Έξυπνης Εξειδίκευσης στην έρευνα και στην καινοτομία RIS3 (European Commission, 2015), έτσι ώστε η χώρα, αλλά και κάθε Περιφέρεια, να εστιάσει στην ενίσχυση συγκεκριμένων κατηγοριών επενδύσεων που θα προσδώσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην οικονομία.
Πρόκειται για μία προσέγγιση τοπο-κεντρική (place-based) που λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες των διαφόρων γεωγραφικών περιοχών σε ό,τι αφορά στα χαρακτηριστικά τους, τις δυνατότητές τους και τη διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσουν προς την οικονομική ανάπτυξη. Η Στρατηγική για την Έρευνα και Καινοτομία στο πλαίσιο της Έξυπνης Εξειδίκευσης συνδέει την έρευνα και καινοτομία με την οικονομική ανάπτυξη, με νέους τρόπους όπως είναι η «επιχειρηματική ανακάλυψη [2]» και η ιεράρχιση, έπειτα από στενή συνεργασία με τους τοπικούς φορείς. Στοχεύει στην αναδιοργάνωση παραδοσιακών τομέων μέσω της στροφής σε υψηλής προστιθέμενης αξίας δραστηριότητες, νέες αγορές ή αλυσίδες αξίας [3]. Επιπρόσθετα, αποσκοπεί στον εκσυγχρονισμό των υφισταμένων επιχειρήσεων μέσω της υιοθέτησης και της διάχυσης των νέων τεχνολογιών, στη διαφοροποίηση με όχημα την τεχνολογία και την ανάπτυξη νέων οικονομικών δραστηριοτήτων μέσω καινοτομιών, καθώς και στη διερεύνηση νέων μορφών καινοτομίας, όπως η ανοιχτή και φιλική προς τον χρήστη καινοτομία, η κοινωνική καινοτομία και η καινοτομία υπηρεσιών.
Στο πλαίσιο της Πολιτικής Συνοχής της Ε.Ε. (European Commission, 2011), η «Στρατηγική Έξυπνης Εξειδίκευσης» εισάγεται ως βασική προϋπόθεση, δηλαδή «εκ των προτέρων αιρεσιμότητα» (European Commission, 2014). Η «εκπλήρωσή» της θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να λάβουν οικονομική στήριξη για επενδύσεις στην έρευνα και καινοτομία μέσω των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων (ΕΔΕΤ) βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 και ειδικότερα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) βάσει Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1301/2013. Οι χώρες και οι Περιφέρειες καλούνται να διαμορφώσουν εθνικές και περιφερειακές στρατηγικές έρευνας και καινοτομίας, θέτοντας παράλληλα προτεραιότητες, με στόχο τη δημιουργία ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Σημαντικό στοιχείο για την επιλογή των δραστηριοτήτων, αναδεικνύεται η ύπαρξη ή δημιουργία κρίσιμης μάζας (ή δυναμικής) στις επιχειρήσεις και στους φορείς παραγωγής νέας γνώσης.
Η περιοχή της Αττικής είναι η μεγαλύτερη Περιφέρεια της Ελλάδας, συγκεντρώνει πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού και αντιπροσωπεύει πάνω από το 40% του ΑΕΠ της χώρας. Η Αττική είναι, επίσης, ο σημαντικότερος κόμβος Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας (ΕΤΑΚ) στην Ελλάδα, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 60% της GERD (εγχώριες ακαθάριστες δαπάνες έρευνας και τεχνολογίας).
Η Περιφέρεια Αττικής, όπως και η χώρα κατά μέσο όρο, μέχρι και το 2008 παρουσίασε ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης του κατά κεφαλήν (κ.κ.) ΑΕΠ (Γράφημα 1), ενώ αντίθετα, από το 2008 και μετά, οπότε εμφανίστηκαν οι πρώτες επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στη Ελλάδα, καταγράφεται μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (ΜΑΔ) της Περιφέρειας Αττικής περίπου με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής -3,9%, η οποία όμως είναι μικρότερη του αντίστοιχου ρυθμού της χώρας (-4,7%), γεγονός που συνδέεται άμεσα και με τον μητροπολιτικό χαρακτήρα της Περιφέρειας. Την ίδια περίοδο, σε κοινοτικό επίπεδο σημειωνόταν αύξηση του κ.κ..ΑΕΠ (ΜΑΔ) με μέσο ετήσιο ρυθμό 0,3%.
Η περιοχή είναι σίγουρα ένα κομβικό σημείο για τις υπηρεσίες. Εκτός από το εμπόριο άλλοι σημαντικοί τομείς είναι οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, οι μεταφορές, οι τεχνολογίες πληροφορικής και , η υγεία και κοινωνικές υπηρεσίες και η αναψυχή. Ο μεταποιητικός τομέας κυριαρχείται από τομείς χαμηλής-μεσαίας τεχνολογίας, όπως η βιομηχανία τροφίμων, τα μεταλλικά προϊόντα, χημικά – φαρμακευτικά προϊόντα, τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και τα ναυπηγεία, όπου η αύξηση της παραγωγικότητας βασίζεται κυρίως στην απόκτηση νέας τεχνολογίας και την υποκατάσταση της εργασίας από αυτήν. Την ίδια στιγμή δυναμικές και αναπτυσσόμενες βιομηχανίες, όπως των ΤΠΕ, της μικροηλεκτρονικής και των σχετικών εφαρμογών δείχνουν ενσωματωμένες στις διεθνείς αλυσίδες αξίας.
Η απότομη πτώση των ιδιωτικών επενδύσεων μετά το 2008, λόγω της κρίσης, έχει μειώσει τα ήδη χαμηλά επίπεδα των ιδιωτικών επενδύσεων έρευνας και καινοτομίας εντός της Περιφέρειας. Η μειωμένη ρευστότητα του ιδιωτικού τομέα, σε συνδυασμό με την περιορισμένη χρηματοδότηση που παρέχεται από τον τραπεζικό τομέα για τις ιδιωτικές επενδύσεις, ιδίως για τις νέες επιχειρήσεις, περιόρισε σημαντικά την μόχλευση πόρων για την υποστήριξη των καινοτόμων επιχειρήσεων.
Πηγή: Eurostat
Σε επίπεδο περιφερειακής διακυβέρνησης, η καινοτομία και οι δραστηριότητες ΕΤΑΚ δεν αποτελούσαν (τουλάχιστον μέχρι την προγραμματική περίοδο 2007-2013) ξεχωριστό τομέα προτεραιότητας, εντάσσονταν στη γενικότερη στρατηγική που εφαρμοζόταν από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας. Στην προγραμματική περίοδο 2014-2020, βάσει και της νέας αρχιτεκτονικής του εθνικού Συμφώνου Εταιρικής Σχέσης 2014-2020, δίνεται έμφαση στην αποτύπωση των ιδιαίτερων περιφερειακών αναγκών και πλεονεκτημάτων στο ερευνητικό σύστημα της Αττικής, στη δημιουργία περιφερειακού μηχανισμού και στην στοχευμένη χρηματοδότηση δράσεων και έργων, κυρίως μέσα από την υλοποίηση της Στρατηγικής της Έξυπνης Εξειδίκευσης.
Η Αττική αποτελεί το κυρίαρχο οικονομικό και πολιτικό κέντρο της χώρας και κόμβο ερευνητικών υποδομών. Είναι η έδρα δεκάδων ινστιτούτων, εννέα Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (επτά Πανεπιστήμια και δύο ΤΕΙ) και πολλαπλών καινοτόμων επιχειρηματικών δράσεων, έχοντας συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος της ερευνητικής δραστηριότητας της χώρας, στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Η ενίσχυση των δυνατοτήτων και η ανάπτυξη δομών, μεταξύ φορέων αυτοδιοίκησης, εκπαιδευτικών και ερευνητικών κέντρων και ιδιωτικών μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μπορούν να μετατρέψουν την Αττική σε ηγετικό μητροπολιτικό κέντρο έρευνας, παραγωγής και εξαγωγής καινοτομίας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Ταυτόχρονα, το σταθερό πολιτικό δημοκρατικό περιβάλλον, σε συνδυασμό με τη γεωγραφική θέση ως πύλη εισόδου στην ΕΕ από την ευρύτερη περιοχή της Ασίας, την αναδεικνύει χωρικά, σε κομβικό σημείο αλληλεπίδρασης ιδεών και δράσεων.
Κινητήρια δύναμη σε αυτή την προσπάθεια μπορεί να αποτελέσει το σημαντικό και εξαιρετικά ικανό επιστημονικό και τεχνικό ανθρώπινο δυναμικό. Βασικές συνιστώσες αποτελούν και η υποστήριξη της κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλειας, η εξασφάλιση σύγχρονων συνθηκών εργασίας και επιχειρηματικότητας, η ενεργοποίηση δράσεων που ενισχύουν την περιβαλλοντική προστασία της Αττικής, με όρους αποτελεσματικής συλλογικής οργάνωσης και δημοκρατικής συμμετοχής.
Σκοπός της Περιφερειακής Στρατηγικής Έξυπνης Εξειδίκευσης (ΠΣΕΕ) για την Αττική είναι να συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός φιλόδοξου και ρεαλιστικού οδικού χάρτη που υπηρετεί το όραμα και τις αξίες που περιγράφονται παραπάνω.
Βασικό κριτήριο της επιτυχίας της ΠΣΕΕ, είναι η επίτευξη του στόχου της αναδιάρθρωσης του παραγωγικού ιστού της Αττικής ως εξής:
Η ΠΣΕΕ αποσκοπεί στην ενίσχυση της καινοτομικής δραστηριότητας σε τρία πεδία εξειδίκευσης για την Αττική (Γράφημα 2):
Στα τρία αυτά πεδία η Αττική αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις και παράλληλα διαθέτει το δυναμικό για την ενίσχυση υφιστάμενων και την ανάδειξη νέων δραστηριοτήτων, ώστε να καταστεί μητροπολιτικό κέντρο με διεθνή εμβέλεια.
Ο όρος “Δημιουργική Οικονομία” αναφέρεται στην κοινωνικοοικονομική προοπτική δραστηριοτήτων έντασης δημιουργικότητας και γνώσης. Πυρήνας της Δημιουργικής Οικονομίας είναι οι Πολιτιστικές και Δημιουργικές Βιομηχανίες, οι οποίες περιλαμβάνουν τις τέχνες, τον πολιτισμό, τις επιχειρήσεις και την τεχνολογία. Κοινό τους στοιχείο είναι ότι μετασχηματίζουν τη δημιουργικότητα σε αξία παραγωγικής χρήσης.
Οι κλάδοι που εντάσσονται στην Δημιουργική Οικονομία είναι αυτοί του πολιτισμού (θέατρα, τέχνες, πολιτιστική κληρονομιά, αρχαιολογικοί χώροι, πολιτιστικά κέντρα κλπ), της χειροτεχνίας (παραδοσιακή και νέα, κεραμικά, κόσμημα κ.ά.), του λογισμικού και των εφαρμογών ΤΠΕ στους τομείς της διασκέδασης, της μάθησης του πολιτισμού κοκ, (π.χ. ανάπτυξη εφαρμογών και τεχνολογιών παιγνίων, δημιουργία υπηρεσιών και περιεχομένου – mobile apps, e-learning κ.λπ.), της παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών, βίντεο και πολυμεσικού ψηφιακού περιεχομένου και των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών. Επίσης, η δημιουργικότητα και ο πολιτισμός αφορά σε δραστηριότητες όπως της γαστρονομίας, της ένδυσης και υπόδησης, του βιομηχανικού σχεδιασμού. Τέλος ο κλάδος του τουρισμού και της αναψυχής ανήκουν στον ευρύτερο τομέα σχεδιασμού και παραγωγής-παροχής εμπειρίας (βιωμάτων) σε ποικίλες μορφές όπως τουρισμό αναψυχής, γαστρονομικό και οινικό, πολιτιστικό, θρησκευτικό, αθλητικό, περιβαλλοντικό τουρισμό κοκ.
Στη δημιουργική οικονομία η Αττική διαθέτει ισχυρή παράδοση και φήμη. Η σύγχρονη δραστηριότητα στις τέχνες (θέατρο, κινηματογράφο, μουσική κλπ.), στη χειροτεχνία (παραδοσιακή και νέα, κεραμικά, κόσμημα κ.α.), στην παιδεία, στον τουρισμό, σε μεταποιητικούς κλάδους με έντονο το ρόλο της δημιουργικότητας (όπως η ένδυση και το έπιπλο) εμπεριέχουν τη δυνατότητα σημαντικής δυναμικής και σε συνδυασμό με την ανάπτυξη δυναμικού στις νέες τεχνολογίες της πληροφορικής, των επικοινωνιών και των πολυμέσων είναι δυνατή μια ανανέωση και επέκταση της σχετικής οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας με σημαντικά οφέλη τόσο για την οικονομία όσο και για την κοινωνία.
H “Γαλάζια Οικονομία” περιλαμβάνει τις δραστηριότητες που σχετίζονται με το υδάτινο περιβάλλον, με αιχμή τη ναυτιλία, την αλιεία, τον παράκτιο τουρισμό, τη διαχείριση του υδάτινου περιβάλλοντος και τις συναφείς δραστηριότητες. Περιλαμβάνει, επίσης, την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως για παράδειγμα την κυματική ενέργεια, τον ειδικό τουρισμό (π.χ. καταδυτικός τουρισμός σε ναυάγια), μουσεία με θέμα τη ναυτιλία, τη ναυπηγική τέχνη, την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, την καταγραφή/εξερεύνηση του θαλάσσιου κόσμου. Στο ίδιο πλαίσιο, συνδέεται με επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις στη (θαλάσσια) βιολογία-βιοχημεία-βιοτεχνολογία, στα νέα υλικά, τις ΤΠΕ, την τεχνολογία διαστήματος, τις νέες μορφές τουρισμού, τη θαλάσσια-υποβρύχια αρχαιολογία και ιστορία.
Η “Γαλάζια Οικονομία” αποτελεί αντικείμενο μακροπρόθεσμης στρατηγικής για τη στήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης του θαλάσσιου και ναυτιλιακού τομέα στην ΕΕ. Η στρατηγική αυτή αναγνωρίζει ότι οι θάλασσες και οι ωκεανοί είναι μοχλοί της ευρωπαϊκής οικονομίας, με μεγάλο δυναμικό για καινοτομία και ανάπτυξη.
Η Αττική αποτελεί ήδη διεθνές κέντρο στον τομέα της ναυτιλίας και στο θαλάσσιο τουρισμό, ενώ υπάρχει κρίσιμος αριθμός υποδομών και υψηλή δραστηριότητα στη ναυπηγική, ιδίως λέμβων και μικρών και μεσαίων σκαφών. Παράλληλα, αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις στα ζητήματα διαχείρισης και προστασίας του υδάτινου περιβάλλοντος, της ενέργειας, διαθέτοντας ωστόσο σημαντικό παραγωγικό και τεχνολογικό δυναμικό που μπορεί να υποστηρίξει την αντιμετώπιση των ανωτέρω προκλήσεων.
Όλα τα παραπάνω αποκτούν νόημα μόνον όταν υπηρετούν την κορυφαία στόχευση της “Βιώσιμης Οικονομίας των Αναγκών”, δηλαδή της ενίσχυσης της ποιότητας ζωής σε κάθε πτυχή της καθημερινής λειτουργίας της κοινωνικής ζωής. Οι προκλήσεις που αφορούν στην ποιότητα ζωής περιλαμβάνουν εξαιρετικά ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων: υγεία, παιδεία, διατροφή, ενέργεια, αναψυχή και τουρισμό, περιβαλλοντική προστασία και διαχείριση, αστική λειτουργία, μεταφορές και χωρικές παρεμβάσεις, δημόσιες υπηρεσίες και την εύρυθμη λειτουργία του κράτους. Οι δυνατότητες ανάπτυξης σχετικών δραστηριοτήτων αφορούν, τόσο στην αντιμετώπιση των οξύτατων κοινωνικών και περιβαλλοντικών προκλήσεων, όσο και στην ανάπτυξη λύσεων και τεχνολογικών ικανοτήτων με διεθνή εμβέλεια.
Ο τομέας αυτός αφορά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων της περιφέρειας Αττικής. Έχει στόχο να καταστεί η Περιφέρεια Αττικής βιώσιμη, μέσω της ανάπτυξης και εφαρμογής τεχνολογιών “έξυπνης πόλης” και ‘έξυπνης γειτονιάς”, της διαχείρισης των στερεών και υγρών αποβλήτων, της εξοικονόμησης ενέργειας και της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, αξιοποιώντας τον αγροτοβιομηχανικό τομέα και την ενεργό πολιτική διατροφής. Αφορά επίσης, στον κλάδο της υγείας και την βιομηχανία του φαρμάκου, η οποία έχει δυναμική παρουσία στην Αττική.
[1]Το παρόν κείμενο βασίζεται στη μελέτη διαμόρφωσης της Στρατηγικής της Έξυπνης Εξειδίκευσης στην Αττική (2015), η οποία εκπονήθηκε από την Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης του Επιχειρησιακού Προγράμματος της Περιφέρειας Αττικής. Αποτελεί ουσιαστικά μια συνοπτική παρουσίαση, αρχικά των βασικών διαρθρωτικών και αναπτυξιακών χαρακτηριστικών της περιοχής που επιδρούν στον τομέα της έρευνας και καινοτομίας και έπειτα της στρατηγικής και των πεδίων εξειδίκευσης που προέκυψαν από τη διαβούλευση για τη διαμόρφωση των σχετικών αναπτυξιακών προτεραιοτήτων.
[2] Η έξυπνη εξειδίκευση αποτελεί μια επιχειρηματική διαδικασία ανακάλυψης, η οποία επιδιώκει να εντοπίσει τους τομείς στους οποίους μία περιφέρεια ή χώρα έχει συγκριτικά περισσότερη εξειδίκευση και καλύτερες επιδόσεις, σε όρους έρευνας, ανάπτυξης και καινοτομίας.
[3] Η τεχνική της «Αλυσίδας Αξίας» (Porter, 1985) εξετάζει τις εσωτερικές λειτουργίες ενός οργανισμού και το βαθμό της συνέργιας που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Η αλυσίδα αξίας βοηθάει στον εντοπισμό της συνεισφοράς των επιμέρους δραστηριοτήτων στη συνολική αξία που δημιουργείται για τους πελάτες. Πρόκειται για μια μέθοδο εκτίμησης διαφόρων δυνάμεων και αδυναμιών που παρουσιάζονται σ’ έναν αριθμό λειτουργιών που συνδέονται μεταξύ τους, κάθε μία από τις οποίες δημιουργεί αξία / περιθώριο (margin) για τον πελάτη.
Παυλέας, Σ. (2016) Η στρατηγική της «Έξυπνης Εξειδίκευσης» στην Περιφέρεια Αττικής, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/έξυπνη-εξειδίκευση/ , DOI: 10.17902/20971.60
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το κατά πόσο μια κοινωνία αντιμετωπίζει την κοινωνική ανισότητα ως πρόβλημα κοινωνικής δικαιοσύνης σχετίζεται με την ταξική ηγεμονία. Όταν οι κυριαρχούμενοι αποδέχονται την κοινωνικά υποτελή θέση τους, την αποδέχονται συνήθως και ως φυσική τάξη πραγμάτων, αν όχι και ως δίκαιη διευθέτηση του τι μπορεί να διεκδικήσει κανείς από τη ζωή του.
Για τις φιλελεύθερες και νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις, που κυριαρχούν τις τελευταίες δεκαετίες, η ανισότητα δεν αποτελεί πρόβλημα. Θεωρώντας τα άτομα εγγενώς άνισα μεταξύ τους, οι άνισες συνθήκες κάτω από τις οποίες καταλήγουν να ζουν προβάλλουν ως φυσικό επακόλουθο. Η αποδοχή της ανισότητας ως φυσικής κατάστασης, συνδυάζεται και με την άποψη ότι η κοινωνική πρόοδος είναι αποτέλεσμα της ατομικής προόδου, η οποία προκύπτει μέσα από τον ανταγωνισμό. Έτσι, ευδοκιμεί και η αντίληψη ότι το κοινό καλό εξυπηρετείται από τη στήριξη της κοινωνίας στους πιο δυνατούς παίκτες (μαθητές, επιχειρηματίες, αθλητές …) η ατομική πρόοδος των οποίων υποτίθεται ότι θα διαχυθεί σταδιακά σε όλο το κοινωνικό σώμα. Οι πιο προοδευτικές εκδοχές του φιλελευθερισμού δέχονται ότι η ανισότητα αποτελεί πρόβλημα κοινωνικής δικαιοσύνης και προσπαθούν να το αντιμετωπίσουν μέσω της παροχής «ίσων ευκαιριών». Οι ίσες ευκαιρίες, ωστόσο, οδηγούν συστηματικά σε άνισα αποτελέσματα, όταν τα άτομα στα οποία προσφέρονται είναι εγγενώς άνισα. Όμως, η κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων έχει πλέον περιορίσει όχι μόνο τις πολιτικές ευαισθησίες, αλλά και την απλή αναφορά στα ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, ακόμη και με τη σχετικώς ανώδυνη μορφή των ίσων ευκαιριών.
Οι οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες οδήγησαν σε εκρηκτική διεύρυνση των ανισοτήτων, κάτι που τις επαναφέρει προοδευτικά στο προσκήνιο ως ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης. Μέσα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ιδεολογικής κυριαρχίας, ωστόσο, οι μεγάλες και διευρυνόμενες ανισότητες γίνονται κυρίως στόχος όσων τις βλέπουν ως παράγοντα που περιορίζει τις προοπτικές ανάπτυξης (Guélaud 2015).
Στην Ελλάδα της κρίσης η εισοδηματική ανισότητα διευρύνθηκε. Μεταξύ 2009 και 2014, ο δείκτης 80/20 (δηλαδή ο λόγος του εισοδήματος εκείνων που βρίσκονται στο υψηλότερο 20% σε σχέση με εκείνους που βρίσκονται στο χαμηλότερο 20% της σχετικής κλίμακας) αυξήθηκε από 5,8 σε 6,5 φορές και ο δείκτης ανισοκατανομής Gini από 33,1 σε 34,5 (ΕΛΣΤΑΤ 2015).
Λιγότερο ορατή είναι η διεύρυνση των ανισοτήτων στο χώρο της εκπαίδευσης. Εδώ, κυριαρχούν στην κοινωνική και πολιτική ατζέντα ζητήματα που ευαισθητοποιούν κυρίως μεσοστρωματικά νοικοκυριά, τα οποία στηρίζουν στην εκπαίδευση την ελπίδα ότι τα παιδιά τους θα διατηρηθούν τουλάχιστον στη δική τους κοινωνική θέση. Έτσι, σημαντική ορατότητα έχουν αποκτήσει τα προβλήματα απορρόφησης αποφοίτων ΑΕΙ –ακόμη και «επίλεκτων» Σχολών με μεταπτυχιακές σπουδές– σε μια ασθμαίνουσα αγορά εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάδειξη του προβλήματος της «διαρροής εγκεφάλων» (brain drain) δεν σχετίζεται μόνο με την αναμφισβήτητη σοβαρότητα του προβλήματος για την ελληνική οικονομία, αλλά και με τα κοινωνικά στρώματα που έχουν κυρίως θιγεί από τη σχετική εξέλιξη. Όταν τη δεκαετία του 1990 χαμηλότερα στρώματα έχαναν σημαντικό μέρος της πρόσβασής τους –μέσω σπουδών– στη δημόσια κυρίως απασχόληση, το πρόβλημα είχε περιορισμένη ανάδειξη στην κοινωνική και πολιτική ημερήσια διάταξη.
Η ορατότητα της κοινωνικής ανισότητας όσον αφορά την πρόσβαση στην εκπαίδευση, όπως και η αύξησή της, εξακολουθεί και σήμερα να είναι περιορισμένη, με αποτέλεσμα να μην αναδεικνύεται ως βασικό πρόβλημα προς επίλυση. Αυτό οφείλεται, εν μέρει, και στο ότι η ανισότητα αυτή δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή επειδή υποστασιοποιείται μονοσήμαντα και σχετικώς αργά από τις εισαγωγικές εξετάσεις και, σε μεγάλο βαθμό, εξατομικεύεται. Σε άλλες χώρες –όπως στη Γερμανία, για παράδειγμα– οι εκπαιδευτικές διαδρομές διαχωρίζονται κοινωνικά με πιο ευδιάκριτο τρόπο και από πολύ πιο νεαρή ηλικία (Maloutas & Ramos-Lobato 2015).
Στην Ελλάδα, οι εξόφθαλμα προνομιακές διαδρομές στην εκπαίδευση αφορούν το μικρό σχετικώς ποσοστό μαθητών στα «επίλεκτα» ιδιωτικά και σε ορισμένα πρότυπα δημόσια σχολεία και, στη συνέχεια, τις σπουδές σε φημισμένα πανεπιστήμια μιας μικρής ομάδας ξένων χωρών. Στο άλλο άκρο, οι πιο δυσμενείς διαδρομές που τερματίζονται γρήγορα (σχολική διαρροή) ή είναι απολύτως αναποτελεσματικές (λειτουργικός αναλφαβητισμός) έχουν, επίσης, σχετικώς μικρό ειδικό βάρος και αφορούν συχνά κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες, όπως οι Ρομά.
Η μεγάλη πλειονότητα των μαθητών/τριών περνά μέσα από το ενιαίο δημόσιο σχολείο και η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εξαρτάται κυρίως από την επίδοση σε ενιαίες και αδιάβλητες εισαγωγικές εξετάσεις. Έτσι, δημιουργείται η πεποίθηση ότι πρόκειται για μια διαδικασία που προσφέρει ίσες ευκαιρίες στη μεγάλη πλειονότητα του μαθητικού πληθυσμού, αν εξαιρέσει κανείς τις κοινωνικά άνισες δυνατότητες προετοιμασίας για τις εισαγωγικές εξετάσεις (Sianou-Kyrgiou 2008).
Εάν υπήρχαν έστω και στοιχειωδώς ίσες ευκαιρίες, η κοινωνική καταγωγή των φοιτητών/τριών σε όλες τις Σχολές και Τμήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα ήταν παραπλήσια της κατανομής των κοινωνικών ομάδων στον συνολικό πληθυσμό. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συμβαίνει. Αντίθετα, τα δεδομένα που αφορούν το επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων των φοιτητών/τριών σε όλα τα Τμήματα των ΑΕΙ που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ (2014) δείχνουν ότι η κοινωνική προέλευση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και ότι ο ρόλος αυτός διευρύνθηκε μέσα στην κρίση.
Στο διάγραμμα 1 φαίνεται ότι οι υποψήφιοι με γονείς απόφοιτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είχαν το 2010 σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες από τον μέσο υποψήφιο να φοιτήσουν σε ΑΕΙ και ότι το 2014 η απόσταση αυτή αυξήθηκε από 1,9 σε 2,3 φορές [1]. Πολύ πιο άνισες είναι οι πιθανότητες όσον αφορά τη φοίτηση σε «επίλεκτες» Σχολές (Διάγραμμα 2): 3,1 φορές περισσότερες από εκείνες του μέσου υποψήφιου για το 2010 και αύξηση σε 3,6 φορές το 2014. Η ανισότητα είναι καταλυτική όσον αφορά τις πιθανότητες όσων προέρχονται από γονείς 3βάθμιας εκπαίδευσης σε σύγκριση με εκείνους που προέρχονται από γονείς γυμνασιακής εκπαίδευσης το πολύ: Πενταπλάσιες για την εισαγωγή σε ΑΕΙ το 2010 που διευρύνθηκαν σε 8,6 φορές το 2014 και 17,7 φορές περισσότερες όσον αφορά την εισαγωγή σε «επίλεκτες» Σχολές το 2010, που αυξήθηκαν σε 29,5 φορές περισσότερες το 2014.
Είναι γνωστό ότι η εκπαίδευση δεν μορφώνει απλώς τις νέες γενιές. Ταυτόχρονα ιεραρχεί τα μέλη τους βάσει της επίδοσής τους, διαμορφώνοντας άνισες προοπτικές κοινωνικής κινητικότητας. Η ιεράρχηση αυτή αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό τις ταξικές ιεραρχίες και άλλες διακρίσεις των προηγούμενων γενεών. Η σημασία των εκπαιδευτικών διαπιστευτηρίων γίνεται λιγότερο σημαντική σε μια εποχή που αυτά γίνονται κτήμα όλο και περισσότερων νέων ατόμων και, αντίθετα, αυξάνεται η σημασία του συσσωρευμένου οικονομικού και κοινωνικού κεφαλαίου. Παρόλα αυτά, όμως, ο διαχωρισμός που επιτελεί η εκπαίδευση παραμένει εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας για τις προοπτικές κοινωνικής κινητικότητας του μεγαλύτερου τμήματος των νέων γενεών.
Μέσα στις συνθήκες αυτές, σημαντικός ρόλος του σχολείου πρέπει να είναι η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και διακρίσεων, ρόλος που έχει παραγκωνιστεί από τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις και πολιτικές. Η κοινωνική ανισότητα που διέπει και ενισχύεται από τις εκπαιδευτικές διαδρομές, παρά την σχετικώς περιορισμένη ορατότητα της, αποτελεί κεντρικό ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης που πρέπει να αντιμετωπισθεί μαζί με τα πολλά άλλα προβλήματα που έχουν συσσωρευθεί σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες και έχουν επιδεινωθεί από την κρίση.
[1] Οι πιθανότητες υπολογίστηκαν συγκρίνοντας τα ποσοστά των τριών ομάδων φοιτητών/-τριών ΑΕΙ ανάλογα με το επίπεδο εκπαίδευσης των γονιών τους με εκείνα του γενικού πληθυσμού ανάλογης ηλικίας (40-75 ετών) όσον αφορά το επίπεδο εκπαίδευσης.
[2] Ως «επίλεκτες» Σχολές θεωρήσαμε ενδεικτικά 20 περίπου Τμήματα ΑΕΙ (από ένα σύνολο 262) όπου οι γονείς των φοιτητών/τριών είχαν και το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης με βάση τα δεδομένα του 2014 (ελάχιστες αλλαγές στη σχετική ομαδοποίηση προκύπτουν αν χρησιμοποιήσει κανείς τα δεδομένα του 2010). Οι Σχολές αυτές έχουν κατά κανόνα και τις υψηλότερες βαθμολογικές βάσεις εισαγωγής. Πρόκειται για τις εξής:
Μαλούτας, Θ. (2016) Εκπαίδευση και αναπαραγωγή της ταξικής ανισότητας στα χρόνια της κρίσης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/άνιση-πρόσβαση-στην-εκπαίδευση/ , DOI: 10.17902/20971.59
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το κείμενο διερευνά τις μεταλλαγές του ελληνικού συστήματος στέγασης από τη δεκαετία του ’90 μέχρι την κρίση του 2008, δίνοντας έμφαση στη διασύνδεση της κατοικίας με το χρηματοπιστωτικό σύστημα μέσω των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων [1]. Η βασική τεκμηρίωση στηρίζεται σε στοιχεία του Τμήματος Ανάλυσης Αγοράς Ακινήτων της Τράπεζας της Ελλάδος και σε ημιδομημένες συνεντεύξεις με τραπεζικούς υπαλλήλους και δανειολήπτες.
Στην ελληνική πόλη, η κατοικία λειτούργησε παραδοσιακά ως ανελκυστήρας κοινωνικής κινητικότητας, μετατρέποντας ευρείες λαϊκές μάζες σε μεσαία στρώματα (Burgel 2002). Η αντιπαροχή – κοινοπραξία μεταξύ οικοπεδούχου και εργολάβου που κατανέμουν το τελικό προϊόν μεταξύ τους ανάλογα με την αγοραία εκτίμηση της επένδυσης του κάθε συμβαλλόμενου – και η αυθαίρετη δόμηση αποτέλεσαν τα δύο κυρίαρχα και συμπληρωματικά συστήματα παραγωγής κατοικίας που λειτούργησαν μέσω οικογενειακών αποταμιεύσεων, παρακάμπτοντας σε μεγάλο βαθμό το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Παρά τη σταδιακή κυριαρχία μηχανισμών της αγοράς από το ’70, αυτά τα συστήματα στέγασης παρήγαγαν περιορισμένους στεγαστικούς διαχωρισμούς, δημιουργώντας ένα χωροκοινωνικό συνεχές στον αστικό χώρο χωρίς κοινωνικά ακραία φαινόμενα (Μαλούτας 2009). Μέχρι τη δεκαετία του ’90, η κατακερματισμένη ιδιοκτησία και ο διάχυτος έλεγχος στη γη και την οικοδομή εξασφάλισαν τη γεωγραφική και κοινωνική διάχυση της γαιοπροσόδου, την κατανομή, δηλαδή, του κέρδους άνισα μεν, αλλά χωρίς αποκλεισμούς, μεταξύ όλων των εμπλεκομένων στην οικοδόμηση – οικοπεδούχων, εργολάβων, αγοραστών / κατοίκων (Βαΐου, Μαντουβάλου, Μαυρίδου 2004). Έτσι, η κατοικία στο πλαίσιο της οικογενειακής οικονομίας κάλυψε πολλαπλές λειτουργίες, όπως οι στεγαστικές ανάγκες για τα μέλη της διευρυμένης οικογένειας, η εργασία για το πλήθος ανειδίκευτων εργατών, ενώ αποτέλεσε «ασφαλή» επενδυτική στρατηγική, συμπληρωματικό εισόδημα μέσω ενοικίων και πραγματική και συμβολική ένταξη/εγκατάσταση στον αστικό χώρο.
Μετά την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ το 2001 και την πλήρη απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης το 2003, ο τραπεζικός δανεισμός αποτέλεσε τον κύριο τρόπο πρόσβασης των νοικοκυριών σε κατοικία, με θεαματικά υψηλή αύξηση, κυρίως την χρονική περίοδο 2002-2007 (Σαπουντζόγλου, Χατζηκωνσταντίνου, Μητράκος, Πεντότης 2010). Η ανάπτυξη του τραπεζικού δανεισμού εφοδίασε τους καταναλωτές με μια πρωτοφανή αγοραστική δύναμη, πολύ μεγαλύτερη από αυτή που είχαν παραδοσιακά μέσω των οικογενειακών αποταμιεύσεων, την οποία επένδυσαν στην κατοικία. Τελικά, αυτή η υψηλή προσφορά δανείων, τροφοδοτώντας την αγοραστική δύναμη, αύξησε «τεχνητά» τη ζήτηση για αγορά κατοικιών και προκάλεσε συνεχή άνοδο των τιμών, χωρίς παράλληλη αύξηση της ποιότητας της κατοικίας (Εμμανουήλ 2004).
Με τον τρόπο αυτό, από το ’90 και μέχρι την οικονομική κρίση του 2008, οι διαδικασίες σταδιακής «εμπορευματικοποίησης» και «χρηματιστικοποίησης» του τομέα της κατοικίας αποτελούν το πλαίσιο που γέννησε νέες χωροκοινωνικές αντιθέσεις, σχετικοποιώντας προηγούμενες διαπιστώσεις περί μειωμένων διαχωρισμών στην ελληνική πόλη. Πιο συγκεκριμένα, η ενεργοποίηση των τραπεζών στον τομέα της κατοικίας μείωσε τον κοινωνικά διάχυτο έλεγχο στη γη και στην οικοδομή, καθώς ο χρηματοπιστωτικός τομέας έλεγχε όλο και περισσότερο την κατανομή των πόρων για την αγορά στέγης. Επηρεάζοντας ανοδικά τις τιμές κατοικίας, έκανε την πρόσβαση στην ιδιόκτητη στέγη αδύνατη με βάση τις αποταμιεύσεις και την δανειοδότηση σχεδόν αναγκαστική λύση, αποκλείοντας έτσι ένα τμήμα δυνητικών αγοραστών τους οποίους ώθησε στην ενοικίαση (Εμμανουήλ 2004, Μαλούτας 2009). Επιπλέον, το τραπεζικό κεφάλαιο που επενδύθηκε στην εκμετάλλευση της γης μετάλλαξε τον τρόπο κατανομής της αστικής γαιοπροσόδου, εκτοπίζοντας συντελεστές της παραγωγής ή μετασχηματίζοντας τις στρατηγικές τους. Για παράδειγμα, οι μικροί εργολάβοι μέσω του διευρυμένου τραπεζικού δανεισμού είχαν πλέον τη δυνατότητα να αγοράζουν οικόπεδα για μελλοντική ανοικοδόμηση, υπερβαίνοντας συχνά την καθιερωμένη σχέση ανταλλαγής με τον οικοπεδούχο (αντιπαροχή) και ως εκ τούτου αυξάνοντας τα κέρδη τους. Γενικότερα, ο στεγαστικός δανεισμός ενίσχυσε προϋπάρχουσες τάσεις κυριαρχίας της αγοράς ως τρόπου απόκτησης κατοικίας και ως μηχανισμού χωροθέτησης των διαφόρων κοινωνικών ομάδων στον αστικό ιστό.
Οι εξελίξεις αυτές επέδρασαν, αλλά και αντικατοπτρίζονται, στα γεωγραφικά χαρακτηριστικά της αγοράς στεγαστικών δανείων. Ο τρόπος που κατανέμονται τα στεγαστικά δάνεια στο λεκανοπέδιο Αττικής δεν αποτελεί απλώς το αποτέλεσμα της συνάθροισης των επιλογών περιοχής κατοικίας, αλλά εγγράφει και τις πολιτικές διακρίσεων του χρηματοπιστωτικού συστήματος στις χορηγήσεις δανείων. Τα ευρήματα που παρουσιάζονται είναι αποτέλεσμα ποσοτικής ανάλυσης τμήματος του αρχείου της Τράπεζας της Ελλάδος, εστιάζοντας αποκλειστικά στο νομό Αττικής κατά τη διάρκεια των ετών 2006–2013, και ποιοτικών συνεντεύξεων με υπαλλήλους και στελέχη του χρηματοπιστωτικού τομέα και δανειολήπτες.
Με βάση τις συνολικά 85.000 εκτιμήσεις οικιστικών ακινήτων που πραγματοποιήθηκαν από το σύνολο των ελληνικών εμπορικών τραπεζών, στο Νομό Αττικής, κατά τα έτη 2006 – 2013 [2], δεν προκύπτει μία ομοιόμορφη, οριζόντια διάχυση ίδιου τύπου δανείων στο λεκανοπέδιο Αττικής. Αντίθετα, διακρίνονται έντονες χωρικές διαφοροποιήσεις, λόγω των χαρακτηριστικών της ζήτησης και της άνισης πρόσβασης στον στεγαστικό δανεισμό. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι η επιλεκτική συγκέντρωση των δανείων σε συγκεκριμένες περιοχές της πόλης είναι ταυτόχρονα και εστίαση σε συγκεκριμένες «επιθυμητές» κοινωνικές ομάδες που δανειοδοτούνται και, παράλληλα, αποκλεισμός άλλων ομάδων ως υψηλού πιστωτικού «ρίσκου».
Συγκεκριμένα, τα στεγαστικά δάνεια συγκεντρώνονται χωρικά στις περιαστικές γειτονιές της πόλης, ενώ σχεδόν απουσιάζουν από περιοχές στο κέντρο. Όπως φαίνεται στο χάρτη (βλέπε Χάρτες 1 και 2), παρατηρούμε σημαντικές συγκεντρώσεις δανείων δυτικά στην Πετρούπολη, βόρεια στο δήμο Αχαρνών, ανατολικά στα Μεσόγεια, νότια στη Γλυφάδα–Βούλα. Η πρόσβαση στον δανεισμό χαρακτηρίζεται από μία διττή γεωγραφία: αφενός, από τη διχοτομία ανατολικής και δυτικής πλευράς της πόλης λόγω των διαφορετικών τύπων δανείων (ακριβά δάνεια στα ανατολικά και φτηνότερα στα δυτικά) και, αφετέρου, από την έντονη διάκριση κέντρου και περιφέρειας.
Η χωρική συγκέντρωση των δανείων στις περιαστικές περιοχές της Αθήνας οφείλεται, αφενός, στις στεγαστικές προτιμήσεις της πλειονότητας των αγοραστών την περίοδο αυτή να κατοικήσουν στα προάστια. Σημαντικός είναι ο αριθμός των νέων νοικοκυριών που αγοράζουν κατοικία μέσω στεγαστικού δανείου κοντά στην περιοχή κατοικίας των γονέων τους, σε παραδοσιακά εργατικές περιοχές στα προάστια (Πετρούπολη, Πέραμα). Όμως, εκτός από αυτό, παρατηρούμε την έντονη συγκέντρωση στεγαστικών δανείων σε εκτεταμένες περιοχές στη ΒΑ Αττική, που έχουν μπει εκ νέου και με δυναμικό τρόπο στην αγορά ακινήτων, λόγω των μεγάλων κυκλοφοριακών έργων, και οι οποίες μέχρι πρόσφατα είχαν πολύ χαμηλές τιμές. Στην περίπτωση αυτή, ο διευρυμένος στεγαστικός δανεισμός έδωσε τη δυνατότητα σε μικρομεσαία στρώματα, που παραδοσιακά κατοικούσαν σε κεντρικές περιοχές, να διασκορπιστούν στα νέα προάστια με κύριο κριτήριο χωροθέτησης όχι τα δίκτυα συγγένειας, αλλά τις χαμηλές τιμές της «υποαγοράς» κατοικίας. Έτσι, σκιαγραφούνται τάσεις στεγαστικής κινητικότητας, διαφοροποιημένες, όμως, κοινωνικά από αυτές της προηγούμενης περιόδου, καθώς αφορούν πια κυρίως χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα.
Εκτός από τις προτιμήσεις για περιοχές κατοικίας, η γεωγραφία της αγοράς στεγαστικών δανείων είναι απότοκο των πολιτικών δανειοδότησης των τραπεζών, οι οποίες εγγράφουν κοινωνικές και χωρικές διακρίσεις. Πρώτον, η συγκεντρωποιημένη δομή του ελληνικού τραπεζικού συστήματος – κυριαρχία τεσσάρων μεγάλων εμπορικών τραπεζών με έδρα στην Αττική – έχουν άμεση σχέση με την άνιση πρόσβαση στον στεγαστικό δανεισμό. Δεύτερον, οι συγκεντρωποιημένες διαδικασίες στη λήψη αποφάσεων έχουν, επίσης, ως αποτέλεσμα την πριμοδότηση ή τον αποκλεισμό συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, επαγγελματικών κατηγοριών, ακόμα και περιοχών ή ολόκληρων περιφερειών – για παράδειγμα, πριμοδότηση δημόσιων υπαλλήλων, ελλειμματική δανειοδότηση νοικοκυριών απασχολούμενων στον αγροτικού τομέα.
Στη συνέχεια, οι ίδιοι οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες που χρησιμοποιούν οι τράπεζες «εσωτερικά» για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των δανειοληπτών προσφέρουν ένα πολύ γόνιμο πεδίο για την ανίχνευση των νέων γεωγραφιών που παράγονται. Τα εργαλεία αυτά κατηγοριοποιούν τους υποψήφιους δανειολήπτες και τις περιοχές σε διακριτές ομάδες ανάλογα με το δυνητικό κέρδος που μπορούν να προσφέρουν, μετατρέποντας τους σε ισοδύναμα εμπορευμάτων με συγκεκριμένη τιμή που είναι διαθέσιμα προς πώληση όπως οποιοδήποτε άλλο αγαθό (Aalbers 2011). Για παράδειγμα, κατά τη διαδικασία της «στοχοθεσίας» το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ορίζει σε κεντρικό επίπεδο την ποσότητα των στεγαστικών δανείων που θα χορηγήσει σε τοπικό επίπεδο, συχνά ανά Ταχυδρομικό Κώδικα. ‘Ετσι, ο φαινομενικά «καθαρά εσωτερικός» (όπως αναφέρεται στις συνεντεύξεις) μηχανισμός για την τράπεζα έχει άμεσο αντίκτυπο στην ανάπτυξη της πόλης και την κοινωνική διαίρεση του αστικού χώρου.
Επιπλέον, σε κεντρικό επίπεδο γίνεται το creditscoring, δηλαδή η διαδικασία βαθμολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας των υποψήφιων αγοραστών για την έγκριση ή την απόρριψη ενός δανείου μέσα από τη βαθμολόγηση του εισοδήματος, του φύλου, της εθνικότητας και της ηλικίας του υποψήφιου δανειολήπτη, αλλά έμμεσα και των περιοχών αγοραπωλησίας της νέας κατοικίας. Στην Αθήνα, μέσα από τα εργαλεία αυτά i) δόθηκαν δυσμενέστεροι όροι δανειοδότησης σε περιοχές χαμηλότερων στρωμάτων ή μεταναστευτικού πληθυσμού, συγκεκριμένα εκχωρήθηκαν χαμηλότερα δάνεια στα δυτικά ή σε κεντρικές περιοχέςii) εντοπίστηκαν διαδικασίες εκτοπισμού ή αποθάρρυνσης από την τραπεζική δανειοδότηση των « επισφαλών » κοινωνικών ομάδων ή ακόμα και διαδικασίες απαξίωσης των κεντρικών περιοχών εκ μέρους των εκτιμητών ακινήτων, οι οποίοι προσδιόριζαν χαμηλές αγοραίες αξίες σε ακίνητα που βρίσκονταν σε κεντρικές περιοχές «γκέτο» με επακόλουθο την εκχώρηση χαμηλότερων δανείων από τις τράπεζες. Έτσι, η απουσία στεγαστικών δανείων σε κεντρικές περιοχές της Αθήνας δεν είναι το παθητικό, αδιαμεσολάβητο αποτέλεσμα της ζήτησης, αλλά δείχνει ότι και εδώ αναπαράχθηκαν έμμεσα ή άμεσα φαινόμενα τραπεζικού αποκλεισμού, χωρίς να αναπαράγονται, όμως, με απόλυτο τρόπο φαινόμενα γνωστά από την αμερικανική εμπειρία, όπως ο αποκλεισμός ολόκληρων περιοχών από τον στεγαστικό δανεισμό λόγω του «επισφαλούς» εθνοτικού πληθυσμού που κατοικεί εκεί, υπό τον όρο “red-lining” (Aalbers 2011).
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας αναδεικνύεται την περίοδο αυτή σε σοβαρό «αστικό συντελεστή», που δημιουργεί συνέχειες και τομές στο παραδοσιακό σύστημα στέγασης. Παρά τη ρητορική του κυρίαρχου λόγου ότι η στεγαστική πίστη έγινε προσιτή σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, φαίνεται, καταρχάς, να διαμορφώνεται ένα πλαίσιο πιο επισφαλούςπρόσβασης στην κατοικία σε σχέση με την κοινωνικά διάχυτη πρόσβαση στη στέγη που προσέφερε ασφάλεια κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Γίνεται αντιληπτό ότι η διασύνδεση της κατοικίας με το χρέος περισσότερο αύξησε την κερδοσκοπία γύρω από τα ακίνητα, το ρίσκο και την πίεση για αποπληρωμή από πλευράς δανειοληπτών, παρά ενίσχυσε την πρόσβαση σε ιδιόκτητη κατοικία για χαμηλές εισοδηματικές ομάδες. Η διερεύνηση του στεγαστικού δανεισμού και των «κρυφών μηχανισμών» που τον χαρακτηρίζουν σκιαγραφεί νέες γεωγραφίες ανισοτήτων. Άλλωστε, η οικονομική κρίση του 2008 υπογραμμίζει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο ότι το μοντέλο πρόσβασης στην κατοικία μέσω στεγαστικής πίστης αποτελεί σοβαρό υπόβαθρο της σημερινής εντεινόμενης κρίσης στη στέγη, η οποία έχει πια ορατές συνέπειες για ευρείες κοινωνικές ομάδες.
[1] Η έρευνα εντάσσεται στο πλαίσιο της υπό εκπόνηση διδακτορικής διατριβής υπό την επίβλεψη του καθ. Guy Burgel, και σύμβουλο τον καθ. Νίκο Μπελαβίλα, με προσωρινό τίτλο: «La production de l’espace dans la capitale grecque entre état et marché: Le cas du marché hypothécaire», η οποία χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ).
[2] Οι εκτιμήσεις αυτές αντιπροσωπεύουν το σύνολο των εκτιμήσεων που έλαβαν χώρα την οκταετία αυτή. Η συντριπτική πλειοψηφία των εκτιμήσεων αυτών κατά την περίοδο 2006-2009 στόχευαν στη χορήγηση στεγαστικού δανείου, οπότε και στην ανάλυση που πραγματοποιείται, εξάγονται συμπεράσματα για τα εκχωρούμενα δάνεια.
Πατατούκα, Έ. (2015) Η πρόσβαση στην ιδιόκτητη κατοικία μέσω στεγαστικού δανεισμού μεταξύ 1990–2013: Στεγαστική κινητικότητα των δανειοληπτών προς τα προάστια και ενδείξεις τραπεζικού αποκλεισμού στο κέντρο της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/στεγαστικός-δανεισμός/ , DOI: 10.17902/20971.12
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Το μικρομεσαίο τοπικό εμπόριο σε πολλές περιφερειακές και κεντρικές γειτονιές των πόλεων (και ειδικά της Αθήνας) είναι ένας από τους τομείς που πλήττονται σημαντικά από την οικονομική κρίση, μετά το 2010.
Μέσα από μελέτες των εμπορικών φορέων και από ανακοινώσεις της Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) παρατηρείται μία αυξανόμενη ύφεση της εμπορικής δραστηριότητας στην Αθήνα και στον Πειραιά, με βασικά χαρακτηριστικά τη βαθμιαία αύξηση των κλειστών καταστημάτων και τη διαρκή πτώση του κύκλου εργασιών τους. Η εικόνα αυτή μεταφέρεται και σε δημοσιεύματα στον Τύπο, πολλές φορές πλειοδοτώντας σε αριθμούς, όπου τα εμπορικά κέντρα των δύο πόλεων παρουσιάζονται ως «κατεστραμμένες ζώνες». Οι ερμηνείες αυτής της κρίσης, στην πρώτη φάση από το 2010, στηρίχθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, σε κυρίαρχες στερεοτυπικές αντιλήψεις, που απέδιδαν την ύφεση στην αύξηση της παραβατικότητας, την ανασφάλεια, την παρουσία των μεταναστών πλανόδιων εμπόρων και τις πολιτικές διαδηλώσεις.
Η μακρά εγκατάλειψη του δημόσιου χώρου στο κέντρο της πρωτεύουσας, μετά την τελευταία εντυπωσιακή ανάπλασή του το 2004, όπως και η έκρηξη και πτώση της κτηματαγοράς με τα συνεπακόλουθά τους, οδήγησαν σε ένα τεράστιο κενό κτιριακό απόθεμα δημιουργώντας «μαύρες τρύπες» σε κεντρικά αστικά μέτωπα. Αυτό συνδυάστηκε με τη μόνιμη απαξίωση και εγκατάλειψη των διατηρητέων ιστορικών κτιρίων που ήταν ήδη εγκαταλειμμένα από προηγούμενες εποχές.
Η μελέτη και συστηματική καταγραφή του φαινομένου των κλειστών καταστημάτων σε χαρακτηριστικά τμήματα συνοικιών και κεντρικών οδών της Αθήνας και του Πειραιά επιτρέπει μια αναλυτική και σύνθετη περιγραφή των τάσεων συρρίκνωσής του, αντίστοιχη της πραγματικότητας. Επιτρέπει, επομένως, την ανάδειξη κρίσιμων διαφοροποιήσεων ανάλογα με το είδος της εμπορικής δραστηριότητας, τη γεωγραφία και την ένταση του φαινομένου. Τα δεδομένα επιτρέπουν την εστίαση (2010-2013) σε τμήματα της Κυψέλης, της πλατείας Βάθης, του Μεταξουργείου, των Εξαρχείων, του Κουκακίου, και του κέντρου του Πειραιά.
Η εικόνα εμφανίζει μια ενδιαφέρουσα διακύμανση. Γενικά παρατηρείται μεν ένα τεράστιο κτιριακό απόθεμα κενών καταστημάτων που κυμαίνεται από 25% έως 50%. Δύο είδη εμπορίου δείχνουν ανθεκτικότητα: το χονδρικό εμπόριο των μεταναστών, το οποίο παρασύρει θετικά και το γειτονικό τοπικό εμπόριο των γηγενών, όπως και το λαϊκό φθηνό εμπόριο. Αντίθετα, καταστήματα σε ακριβούς δρόμους, ειδών ένδυσης, ειδών πολυτελείας, αυτοκινήτων κλπ, τα οποία αναπτύχθηκαν την εποχή της ευημερίας περί το 2000-2004 στην πλειονότητά τους κατέρρευσαν. Διακυμάνσεις διαφόρων τύπων παρατηρούνται επίσης μεταξύ των κεντρικών δρόμων και των δευτερευόντων.
Πηγή: Γλένη Β. et al (2013)
Τα κλειστά καταστήματα στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους της Κυψέλης (το 2013) ανέρχονται στο 40% του συνόλου, αγγίζοντας τα μεγαλύτερα ποσοστά «λουκέτων» που έχουν καταγραφεί για το εμπορικό κέντρο της Αθήνας. Οι διάφορες κατηγορίες καταστημάτων πλήττονται εξίσου, ενώ γεωγραφικά τα κενά είναι λιγότερα στον κεντρικό πεζόδρομο της Αγίας Ζώνης και στο βασικό εμπορικό άξονα της Δροσοπούλου από εκείνα σε δευτερεύουσας εμπορικής σημασίας οδούς.
Κρίσιμο στοιχείο για την εμπορική δραστηριότητα στην Κυψέλη αποτελεί η συμβολή των μεταναστών, η οποία κυμαίνεται από 10% στην Αγίας Ζώνης μέχρι 25% στη Δροσοπούλου. Μεταξύ των κλειστών καταστημάτων γηγενών και μεταναστών πλήττονται όλα εξίσου, σε ποσοστό που κυμαίνεται από 25% έως 35%, ανάλογα με τη θέση τους.
Στην περιοχή της πλατείας Βάθης και του Άγιου Παύλου, η παρουσία κενών καταστημάτων είναι ορατή σε όλη την περιοχή (το 2013). Η εικόνα αυτή, σε συνδυασμό και με τα εγκαταλελειμμένα νεοκλασικά κτίρια, τα κενά διαμερίσματα γραφείων ή κατοικιών των ορόφων και τα κενά οικόπεδα, διαμορφώνουν τοπικά αίσθηση ερήμωσης. Η έκταση του φαινομένου αναδεικνύεται, ακόμη παραπάνω, αν συνυπολογιστεί ότι εμφανίζονται και κενά ολόκληρα κτίρια, πρώην ξενοδοχεία ή πολυώροφες πολυκατοικίες.
Παρόλα αυτά, η περιοχή αυτή διατηρεί, σε μεγάλο βαθμό, την πολυλειτουργικότητα της. Συναντάται κατοικία σε μεγάλο τμήμα της περιοχής, καθώς και έντονη εμπορική δραστηριότητα, ιδιαίτερα σε κεντρικούς άξονες και γύρω από την πλατεία του Άγιου Παύλου.
Πηγή: Γλένη Β. et al (2013)
Στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους του Μεταξουργείου (το 2013) το ποσοστό των κλειστών καταστημάτων είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο που καταγράφεται στο κέντρο της Αθήνας και υπολογίζεται σε 23%. Το μικρότερο ποσοστό κλειστών καταστημάτων εντοπίζεται στην οδό Αγησιλάου, η οποία συγκεντρώνει τον κύριο όγκο του χονδρικού κυρίως εμπορίου, μίας δραστηριότητας με μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, αν και εγκατατεστημένης στην περιοχή την τελευταία δεκαπενταετία.
Στην περίπτωση του Μεταξουργείου κυριαρχούν, αν και με γεωγραφικές διαφοροποιήσεις, τα εμπορικά μεταναστών. Η πλειονότητα των καταστημάτων εντοπίζεται στις οδούς Κολοκυνθούς και Αγησιλάου. Και στους δύο αυτούς δρόμους, οι Κινέζοι καταστηματάρχες δραστηριοποιούνται κυρίως στην χονδρική πώληση, συμπαρασύροντας μετά το 2009 άλλες 40 ίδιες επιχειρήσεις Ελλήνων καταστηματαρχών.
Πηγή: Καταγραφή: Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2012, στο πλαίσιο του μαθήματος Πολεοδομία Ι: Αναλυτική προσέγγιση του Αστικού Χώρου (5ο εξάμηνο-Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχ ΕΜΠ). Διδάσκων: Νίκος Μπελαβίλας – Επικουρική διδασκαλία: Πολίνα Πρέντου, Ίρις Πολύζου.
Πηγή: Γλένη Β. et al (2013)
Στην περιοχή των Εξαρχείων εντοπίζονται (το 2012) 453 κλειστά ισόγεια καταστήματα, 86 κενά κτίρια, κυρίως μονώροφα και διώροφα, και 21 κενά οικόπεδα. Τα κλειστά ή ερειπωμένα κτίρια, στην πλειονότητά τους νεοκλασσικές κατοικίες, είναι σημάδια προηγούμενης κρίσης και άλλων αιτιών, και δε σχετίζονται άμεσα με τη σημερινή κρίση. Η επικαιροποίηση της καταγραφής (το 2013) εντοπίζει 467 κλειστά καταστήματα, κυρίως στους εμπορικούς δρόμους της περιοχής.
Από την καταγραφή των κλειστών καταστημάτων, προκύπτει ότι αυτά ανέρχονται σε ποσοστό περίπου 43% του συνόλου. Οι διάφορες κατηγορίες καταστημάτων πλήττονται εξίσου, ενώ γεωγραφικά τα «λουκέτα» είναι λιγότερα στους πιο κεντρικούς δρόμους. Τα ποσοστά των κλειστών καταστημάτων στα Εξάρχεια είναι παρόμοια με άλλων εμπορικών δρόμων και περιοχών του κέντρου της Αθήνας, αποσταθεροποιώντας με αυτό τον τρόπο τις κυρίαρχες αφηγήσεις για την περιοχή ως «κέντρο ταραχών και παραβατικότητας».
Από την καταγραφή προκύπτει, ακόμη, ότι τα καταστήματα υπερτοπικού και ειδικού εμπορίου (βιβλίο, εκδόσεις, μουσική, είδη σχεδίου), που αποτελούν χαρακτηριστικό της περιοχής, συρρικνώνονται, αλλά εξακολουθούν να έχουν σημαντική παρουσία.
Πηγή: Σοφία Θεοδωράκη, Κατερίνα Φαφούτη. Καταγραφή: Νοέμβριος 2011, στο πλαίσιο της διπλωματικής εργασίας «Κουκάκι_ Αναβαθμίσεις του υπαίθριου αστικού χώρου». Επιβλέποντες καθηγητές: Νίκος Μπελαβίλας, Γιώργος Χαϊδόπουλος.
Το Κουκάκι είναι μία από τις περιοχές της Αθήνας όπου απουσιάζουν τα χαρακτηριστικά εκείνα που σχετίζονται με την υποβάθμιση του κέντρου. Η περιοχή έχει καλή προσβασιμότητα με ΜΜΜ (τραμ, μετρό και λεωφορεία), βρίσκεται σε επαφή με τη ζώνη των αρχαιολογικών χώρων, το Ηρώδειο και το Μουσείο της Ακρόπολης.
Παρόλα αυτά, στο σύνολο της περιοχής του Κουκακίου εντοπίζονται (το 2011) 375 κενοί ισόγειοι χώροι και 156 κτίρια χωρίς χρήση. Τα κενά (ισόγεια και κτήρια) συγκεντρώνονται στους πιο εμπορικούς δρόμους της περιοχής, με ποσοστά μεταξύ 30-45 %. Είναι χαρακτηριστικό ότι επί του κεντρικού άξονα της λεωφόρου Συγγρού, με πολυώροφα κτίρια γραφείων και επιχειρήσεων, το 54% των κτιρίων έχουν στο ισόγειο χώρο προς ενοικίαση ενώ το 29% είναι εντελώς κενά ή με ελάχιστο ποσοστό χρήσης. Στην κατάρρευση αυτή συνέβαλε η κατάρρευση της αγοράς αυτοκινήτων η οποία είχε αναπτυχθεί στη λεωφόρο Συγγρού.
Πηγή: Βίβιαν Γλένη. Καταγραφή: Ιούνιος 2012, στο πλαίσιο της μεταπτυχιακής διπλωματικής εργασίας «Ανιχνεύοντας την κρίση στην πόλη του Πειραιά» ΔΠΜΣ “Πολεοδομία-Χωροταξία”, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχ. ΕΜΠ. Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Ντίνα Βαΐου.
Πηγή: Πηγή: Γλένη Β. et al (2013)
Στο κέντρο του Πειραιά, εντοπίζονται 315 κλειστά καταστήματα (το 2012). Στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους, τα κλειστά καταστήματα ανέρχονται σε ποσοστό περίπου 16% του συνόλου, πολύ χαμηλότερο από τα ποσοστά κενών στις κεντρικές περιοχές της Αθήνας. Παρατηρείται ότι οι διάφορες κατηγορίες καταστημάτων πλήττονται εξίσου, ενώ γεωγραφικά τα κλειστά καταστήματα είναι λιγότερα στους κεντρικότερους εμπορικούς άξονες.
Στην περίπτωση του κέντρου του Πειραιά, παρατηρείται ότι το «παραδοσιακό» φθηνό εμπόριο αντέχει, σε αντίθεση με το ακριβό εμπόριο ένδυσης και ειδών πολυτελείας το οποίο αναπτύχθηκε περί το 2000-2004. Τα καταστήματα λιανικού εμπορίου (ένδυσης) υποχωρούν, ενώ παράλληλα εξαπλώνονται τα καταστήματα εστίασης και αναψυχής.
Μπελαβίλας, Ν., Πρέντου, Π. (2015) Τα εγκαταλελειμμένα κτήρια και τα ξενοίκιαστα εμπορικά καταστήματα: Το χωρικό σχήμα της κρίσης, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/κλειστά-καταστήματα/ , DOI: 10.17902/20971.11
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Ο διεθνής οικονομικός ρόλος της Αθήνας αναλύεται από τρεις οπτικές γωνίες: τις οικονομικές δραστηριότητες διεθνούς προσανατολισμού, τις υπερτοπικές υποδομές που στηρίζουν τις προηγούμενες και την προσέλκυση διεθνών κεφαλαίων. Μια διάκριση πριν και μετά (κατά) την κρίση είναι αναγκαία, για προφανείς λόγους.
Σε διάφορες διεθνείς ιεραρχήσεις των μητροπόλεων κατά τα 10-15 χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης, η Αθήνα κατά κανόνα απουσίαζε, με εξαίρεση αυτές που λάμβαναν υπόψη και όχι άμεσα οικονομικούς παράγοντες, συνήθως το μέγεθος ή τον διοικητικό ρόλο. Ο χάρτης που ακολουθεί (ESPON 2013, 32) και παρουσιάζει μια αξιολόγηση των πόλεων που είχαν κάποιο είδος παγκόσμιου ρόλου το 2008, τοποθετεί την Αθήνα στην τρίτη κατηγορία, απλώς επιβεβαιώνοντας πλήθος ανάλογων κατατάξεων που, παρά τις διαφορετικές θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις, συστηματικά απονέμουν στην Αθήνα περιορισμένη διεθνή εμβέλεια.
Πηγή: Σύνδεμος
Στο οικονομικό επίπεδο, ο διεθνής ρόλος της Αθήνας ήταν σταθερά ασθενής όσον αφορά τον ανώτερο τριτογενή τομέα και ιδίως τις δραστηριότητες υπηρεσιών προς τις επιχειρήσεις με υπερεθνική εμβέλεια (συμπεριλαμβανομένων των μηχανισμών λήψης αποφάσεων), τις βιομηχανίες αιχμής, και τις ξένες άμεσες επενδύσεις (FDI), αδυναμίες που οδηγούσαν σε χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα και έλλειψη άμεσων ή έμμεσων ξένων επενδύσεων. Πολύ σημαντικές απουσίες ήταν, επίσης, αυτές των ισχυρών χρηματοπιστωτικών οργανισμών και (ως προς μια άλλη πτυχή του μητροπολιτικού ρόλου) εκείνες των ερευνητικών δραστηριοτήτων. Με δεδομένο το εξαιρετικά υψηλό σχετικό βάρος της Αθήνας στην ελληνική οικονομία (σχεδόν το 50% του ΑΕΠ) και την έλλειψη άλλων πόλεων με ρόλο διεθνούς μητρόπολης –θεωρητικά, η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να παίξει τέτοιο ρόλο, οριακά με όρους μεγέθους, αλλά χαρακτηριζόταν από ανάλογες ουσιαστικές αδυναμίες με αυτές της πρωτεύουσας– η αδυναμία της Αθήνας συνδεόταν αμφίδρομα με την αδυναμία της Ελλάδας συνολικά στον παγκόσμιο και ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας. Ας θυμίσουμε ότι η περίοδος στην οποία αναφερόμαστε χαρακτηρίστηκε από την αυξανόμενη έμφαση (τόσο στη βιβλιογραφία όσο και στις αποτιμήσεις των διεθνών οργανισμών) στη σημασία των διεθνών μητροπόλεων ως ενεργητικών παραγόντων του διεθνούς ρόλου των χωρών και περιφερειών, και η αδυναμία της Αθήνας πρέπει να θεωρηθεί και μέσα από το πρίσμα αυτής της προβληματικής.
Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν, βέβαια, ότι δεν υπήρχαν επιμέρους στοιχεία με διεθνή εμβέλεια. Όσον αφορά τις οικονομικές δραστηριότητες καθεαυτές, διεθνή διάσταση είχαν ο τουρισμός και το εξωτερικό εμπόριο (κυρίως εισαγωγικό). Όσον αφορά τις υποδομές (που αποτελούν και προϋπόθεση για τις δραστηριότητες αυτές) το λιμάνι του Πειραιά και το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος» είχαν από τεχνική και γεωγραφική άποψη δυνατότητες διεθνούς ρόλου. Ο βαθμός αξιοποίησης αυτών των δυνατοτήτων ήταν υπαρκτός, αλλά περιορισμένος. Το Χρηματιστήριο της Αθήνας είχε προσελκύσει σε ορισμένες περιόδους ξένα κεφάλαια (αν και εμφανώς κερδοσκοπικά και χωρίς να αποκτήσει ποτέ έναν μόνιμα ισχυρό διεθνή ρόλο). Τα επιμέρους αυτά στοιχεία, που ασφαλώς αντανακλούν ορισμένα αντικειμενικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής, δεν υπήρχαν ωστόσο σε συγκέντρωση και κλίμακα τέτοια που να ολοκληρώνουν έναν συνολικά ισχυρό διεθνή ρόλο.
Η υποτονικότητα του διεθνούς οικονομικού ρόλου της Αθήνας ήταν απόρροια μιας σειράς αδυναμιών και ελλείψεων, που μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες. Αφενός, πρόκειται για την ενδογενή δυναμική της εθνικής οικονομίας, που προσδιορίζει την «εκ των έσω» ανάδυση δραστηριοτήτων αιχμής και διεθνούς εμβέλειας. Παράμετροι όπως οι μακροοικονομικές ισορροπίες, οι οικονομίες κλίμακας και ο ρυθμός μεγέθυνσης παίζουν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία ενδογενών δραστηριοτήτων αυτού του τύπου, και στην περίπτωση της Αθήνας/Ελλάδας παρέμεναν σε χαμηλό επίπεδο. Αφετέρου, πρόκειται για τους παράγοντες που επηρεάζουν τις χωροθετικές επιλογές των κεφαλαίων που κινούνται στο διεθνή χώρο αναζητώντας κατάλληλες θέσεις εγκατάστασης, όπως η εγγύτητα προς τις διεθνείς αγορές, το είδος και η σταθερότητα της φορολογικής πολιτικής, η δεκτικότητα της τοπικής κοινωνίας, το περιβάλλον και η ποιότητα ζωής –παράγοντες με αρνητικό πρόσημο στις περισσότερες περιπτώσεις στην Αθήνα. Συγκριτικά πλεονεκτήματα υπήρχαν (πχ. πολιτιστική κληρονομιά, κλίμα) αλλά δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν τα αρνητικά στοιχεία (πολεοδομικά και περιβαλλοντικά προβλήματα). Ορισμένα αμφίσημα χαρακτηριστικά, εξάλλου, δεν αξιοποιήθηκαν γιατί αυτό προϋπέθετε συστηματική στρατηγική και προσπάθεια, που έλλειψαν (παράδειγμα η γεωγραφική θέση: αρνητική λόγω της απόστασης από το ευρωπαϊκό «κέντρο», αλλά δυνητικά θετική για ένα ρόλο σε σχέση με τη νοτιο-ανατολική Μεσόγειο). Η προηγούμενη παρατήρηση παραπέμπει σε μια άλλη αδυναμία, την έλλειψη κατανόησης της σημασίας του διεθνούς ρόλου και την απουσία σχετικής στρατηγικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας αυτή την περίοδο (ν. 1515/1985 που ίσχυσε μέχρι το 2014) δεν αναφερόταν καν στο θέμα. Ο σχεδιασμός των Ολυμπιακών Αγώνων παρέμεινε προσανατολισμένος στην ίδια τη διοργάνωση και όχι στην αξιοποίηση των δυνητικών πολλαπλασιαστικών αναπτυξιακών συνεπειών τους, που ασφαλώς θα μπορούσαν να ενισχύσουν το διεθνή ρόλο της πόλης (Οικονόμου 2010).
Στο πρώτο μισό της προηγούμενης δεκαετίας είχε διαμορφωθεί η εντύπωση ότι υπήρχε ρεαλιστική δυνατότητα ο διεθνής ρόλος της Αθήνας να ενισχυθεί σημαντικά και να περάσει σε υψηλότερη, ποσοτικά και ποιοτικά, βαθμίδα. Η εντύπωση αυτή βασιζόταν σε ένα σύνολο παραγόντων, μεταξύ των οποίων η δημιουργία ορισμένων νέων υπερτοπικών υποδομών μεγάλης κλίμακας (το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος» αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση), η αυξητική τάση του ΑΕΠ κατά κεφαλή και το κλίμα που δημιούργησαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 (συμπεριλαμβανόμενων επενδύσεων που βελτίωσαν σε κάποιο βαθμό την εικόνα της πόλης, αλλά και αυτού καθεαυτού του γεγονότος μιας οργανωτικής επιτυχίας που δεν είχε αντιστοιχία ούτε με την κλίμακα ούτε με την παράδοση της χώρας). Ωστόσο, οι εξελίξεις δεν δικαίωσαν αυτές τις ελπίδες και, μέχρι λίγο πριν από την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης, δεν είχε υπάρξει αισθητή ενίσχυση του διεθνούς ρόλου της Αθήνας: οι κρίσιμες τριτογενείς δραστηριότητες αιχμής παρέμειναν γενικά στάσιμες (η διείσδυση των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια δεν αποδείχθηκε βιώσιμη, η έρευνα παρέμεινε καθηλωμένη …), ο απολογισμός των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν σαφώς λιγότερο θετικός από όσο θα μπορούσε να είναι (για λόγους που συνδέονται τόσο με το εξαιρετικά υψηλό κόστος τους, όσο και με την έλλειψη έγκαιρης μεταολυμπιακής στρατηγικής), ενώ δεν υπήρξαν νέες επενδύσεις σε υπερτοπικές υποδομές. Επιπλέον, είχαν μεσολαβήσει και αρνητικές εξελίξεις όσον αφορά, για παράδειγμα, τις εξαγωγές σε ορισμένες χώρες και, βέβαια, την αύξηση του δημόσιου χρέους. Ενδεικτικό των πιο πάνω προβλημάτων (και της διάψευσης των όποιων ελπίδων) είναι η αδυναμία, τελικά, αύξησης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας –κάτι που αντανακλά άμεσα και στην Αθήνα, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου της στη χώρα: Από το 1987-1988 καταγράφεται συνεχής μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, με προσωρινή μόνο εξαίρεση την περίοδο 1998-2000, η οποία επιταχύνθηκε μετά την ένταξη στο ευρώ (Τράπεζα της Ελλάδος 2010, 137-138).
Οι δυσκολίες αυξήθηκαν από τις εξελίξεις του διεθνούς περιβάλλοντος, που είχε ήδη αρχίσει να μεταβάλλεται γρήγορα και με τρόπο αρνητικό για τις προοπτικές του διεθνούς ρόλου της Αθήνας. Θα αναφέρουμε τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση που είχε ήδη εκδηλωθεί, αλλά και τη σταθερή επιδείνωση της θέσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, ως συνέπεια της δυναμικής άλλων τμημάτων του πλανήτη, στην Ασία κυρίως αλλά και στη Νότια Αμερική, που αλλάζει πλέον σε δομικό επίπεδο τους παγκόσμιους συσχετισμούς.
Η ελληνική κρίση μετά το 2008-09 έπληξε, έτσι, μια Αθήνα που είχε ήδη διαχρονικά αδύναμο διεθνή ρόλο, δεν είχε αξιοποιήσει τις όποιες δυνατότητες είχαν διαφανεί κατά τα προηγούμενα χρόνια για μια θετική διεθνή πορεία, και χαρακτηριζόταν και από πολλαπλές εσωτερικές αδυναμίες. Η κρίση είχε, για τους λόγους αυτούς, ιδιαίτερα έντονες επιπτώσεις. Όσον αφορά τα μακροοικονομικά μεγέθη, η Αττική υπέστη μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ κατά κεφαλή από τις περισσότερες άλλες περιφέρειες, ενώ παράλληλα η ανεργία (που γενικά αυξήθηκε κατακόρυφα στη χώρα) παρουσίασε την υψηλότερη τιμή της στην Αττική. Οι παράμετροι αυτές, χωρίς να αφορούν αποκλειστικά τον διεθνή ρόλο, αποτελούν ένδειξη ότι ο τελευταίος –στο βαθμό και με τον τρόπο που χαρακτηρίζει την Αθήνα– δεν συνέβαλλε σε μεγαλύτερη αντοχή στην κρίση. Όσον αφορά καθεαυτές τις παραμέτρους του διεθνούς ρόλου, εξάλλου, υπήρξαν ιδιαίτερα αρνητικές εξελίξεις σε τουλάχιστον τρία πεδία: Πρώτον, η μείωση της εσωτερικής ζήτησης οδήγησε και σε μείωση των εισαγωγών από το εξωτερικό, που κατά βάση γίνονταν μέσω του Πειραιά. Δεύτερον, οι μεγάλες πιέσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι ανώτερες λειτουργίες του οποίου στην Ελλάδα είναι σχεδόν αποκλειστικά χωροθετημένες στην Αθήνα, πιέσεις που οφείλονται τόσο στη διεθνή, όσο και στην ειδικότερη ελληνική κρίση (έξοδος κεφαλαίων, απόσυρση καταθέσεων, συρρίκνωση δανείων), έπληξαν ιδιαίτερα έντονα ένα στοιχείο της οικονομικής βάσης που αποτελεί το θεμέλιο κάθε διεθνούς ρόλου. Τα δύο αυτά προβλήματα συνδέονται άμεσα με την οικονομική πλευρά της ελληνικής κρίσης, αλλά υπάρχει και μια άλλη διεθνής δραστηριότητα της Αθήνας που σχεδόν κατέρρευσε χωρίς αυτό να μπορεί να αποδοθεί σε αυτή την πλευρά: ο τουρισμός.
Ο ελληνικός τουρισμός είναι κυρίως εξωστρεφής, και η όποια επίπτωση της κρίσης σε αυτόν λόγω της μείωσης της εσωτερικής ζήτησης αντισταθμίστηκε από την αύξηση των διεθνών ροών. Η αύξηση αυτή έχει πολλαπλές αιτίες που ανάγονται τόσο στις συνθήκες στην παγκόσμια τουριστική αγορά, όσο και σε κάποια μείωση του κόστους των τουριστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα λόγω της εσωτερικής υποτίμησης, αλλά ανεξάρτητα από τις αιτίες ήταν έντονη, με αποτέλεσμα ο τουρισμός να είναι ο μόνος ίσως τομέας που εμφάνισε κατά την κρίση ανοδική πορεία ‒με εξαίρεση την Αττική. Η πολύ μεγάλη μείωση των τουριστικών ροών στην τελευταία, σε ποσοστά της τάξης του 30% ή και περισσότερο στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, πρέπει να αποδοθεί κυρίως στις μη οικονομικές πλευρές της κρίσης, και σε μεγάλο βαθμό στις πολιτικές αναταραχές και τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα του κέντρου της Αθήνας. Ο τουρισμός στην Αττική ήταν κυρίως τουρισμός πόλης (σε αντιδιαστολή προς τον τουρισμό ήλιου-θάλασσας) και η κατάρρευση της διεθνούς εικόνας της Αθήνας και του κέντρου της έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία του τομέα.
Ένα σημαντικό ερώτημα είναι το πώς επηρέασαν/επηρεάζουν τον διεθνή οικονομικό ρόλο της Αθήνας οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν μέχρι σήμερα για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Πρώτο σημείο: Οι (ατελείς) μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων και στη δημόσια διοίκηση βελτίωσαν κάπως ορισμένες παραμέτρους κρίσιμες για το διεθνή ρόλο της Αθήνας, αλλά σε όχι επαρκή βαθμό για να οδηγήσουν σε ισχυρά αποτελέσματα. Η δίσημη αυτή εξέλιξη (βελτίωση, ανεπάρκεια) αντανακλάται σε διάφορους δείκτες για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας (που με δεδομένο το βάρος της Αθήνας σε αυτήν, έχουν άμεση συσχέτιση με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της πόλης): καταγράφουν ενίσχυση αλλά, με δεδομένο το πολύ χαμηλό σημείο εκκίνησης, το τελικό αποτέλεσμα παραμένει μη ικανοποιητικό. Για να συνοψίσουμε το ζήτημα, βελτιώθηκε αισθητά μόνο η ανταγωνιστικότητα ως προς τις τιμές (κυρίως λόγω της εσωτερικής υποτίμησης, με συνακόλουθες βαρειές παρενέργειες στο ΑΕΠ και την απασχόληση), πολύ λιγότερο η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, και υποβαθμίστηκε η ανταγωνιστικότητα ποιότητας. Η μεταφορά πόρων προς τους τομείς των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών ήταν μικρή και αργή, ενώ το ποσοστό των συνολικών εξαγωγών αγαθών που προήλθαν από κλάδους υψηλής τεχνολογίας υποδιπλασιάστηκε, από 6,6% το 2009, σε 3,3% το 2012 (Βλ. Αναστασάτος-Χαρδούβελης (2014, 112-115) για το ζήτημα της εξέλιξης της ανταγωνιστικότητας). Η εικόνα της περιορισμένης και αντιφατικής προόδου γίνεται σαφής και από τις διεθνείς κατατάξεις για το θέμα. Έτσι, στον δείκτη Ease of Doing business (που αναφέρεται μόνο στις εγχώριες επιχειρήσεις) της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2013, η Ελλάδα κατέλαβε την 72η θέση μεταξύ 189 χωρών, από την 109η μεταξύ 183 χωρών το 2010 (World Bank 2013), αλλά στην κατάταξη του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF) βάσει του «Δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας» GCI (Global Competitiveness Index) η Ελλάδα από την 83η θέση μεταξύ 142 χωρών το 2010 ανέβηκε μόνο στην 81η θέση το 2013. Σύμφωνα με το νέο ΠΕΠ Αττικής 2014-2020, η Αθήνα κατατάσσεται στην τελευταία θέση των ευρωπαϊκών πόλεων ως επιχειρηματικό κέντρο: από την 32η θέση το 2006 στην 34η το 2009 και στην 36η (τελευταία) το 2010 και το 2011 (Περιφέρεια Αττικής 2014, 4).
Η αδυναμία προσέλκυσης κεφαλαίων (ενδείξεις της οποίας είναι τόσο η καθήλωση του Χρηματιστηρίου όσο το σταθερά πολύ χαμηλό επίπεδο των άμεσων ξένων επενδύσεων) δεν οφείλεται μόνο στην πολιτική αβεβαιότητα, αλλά έχει και διαρθρωτικές αιτίες.
Δεύτερο σημείο: Προβληματικές επιλογές όπως η κάλυψη των ελλειμμάτων όχι με τη μείωση των δαπανών του δημοσίου αλλά με την υπερφορολόγηση, γενική και ειδικότερα στα ακίνητα, έπληξαν ασφαλώς το σύνολο του ελληνικού χώρου συμπεριλαμβανόμενης της Αθήνας. Όσον αφορά ειδικά το διεθνή ρόλο της τελευταίας, ακόμα μεγαλύτερη αρνητική επίδραση είχε η αβεβαιότητα για το φορολογικό σύστημα λόγω των αλλεπάλληλων αλλαγών του. Σε συνδυασμό με την υψηλή φορολόγηση των επιχειρήσεων, πρόκειται για έναν παράγοντα που αποτελεί βασικό κριτήριο προσέλκυσης ή μη κεφαλαίων που κινούνται στο διεθνή χώρο, και είχε ιδιαίτερη σημασία για τον ευρύτερο αθηναϊκό χώρο ακριβώς επειδή πρόκειται για μια περιοχή της χώρας που κατ’ εξοχήν διεκδικεί δυνητικά τέτοιο ρόλο.
Τρίτο σημείο: Οι πολιτικές των αποκρατικοποιήσεων και της αξιοποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας είχαν πολύ περιορισμένα αποτελέσματα κατά την περίοδο της κρίσης. Το κυριότερο θετικό παράδειγμα είναι πιθανότατα η περίπτωση της ανάληψης από την COSCO της ευθύνης ενός τμήματος του λιμένος Πειραιώς (που έγινε λίγο πριν από την κρίση, το 2008). Οδήγησε σε σημαντικές επενδύσεις, και πολύ σημαντική αναβάθμιση του ρόλου του Πειραιά, όχι τόσο ως πύλης εισαγωγών, όσο ως διεθνούς διαμετοκομιστικού λιμένα στη Μεσόγειο, αλλά και της γεωπολιτικής του σημασίας, με θετικές συνέπειες –αναπτυξιακές, δημοσιονομικές και απασχόλησης. Έτσι, από την 11η θέση κατάταξης στην περιοχή της Μεσογείου έχει ανέβει στη 3η, ενώ μέχρι το 2016 αναμένεται να καταλάβει την πρώτη (http://www.sigmalive.com/inbusiness/news/greek/119307/pos-i-cosco-ekane-to-thavma-sto-limani-peiraia#.dpuf). Σήμερα φαίνεται να γίνεται ευρύτερα αποδεκτή, και από ορισμένες τουλάχιστον από τις πλευρές που άσκησαν δριμεία κριτική αρχικά. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική της «ταχείας» προώθησης επενδύσεων σε δημόσια ή ιδιωτικά ακίνητα, γνωστή ως “fast track”, ελάχιστα πρακτικά αποτελέσματα έχει αποφέρει. Το πρόβλημα δεν οφείλεται στην έλλειψη επενδυτικού ενδιαφέροντος, αλλά στην αδυναμία γρήγορης ολοκλήρωσης των αναγκαίων διαδικασιών και αδειοδοτήσεων. Μετά από μια πενταετία νομοθετικών και οργανωτικών προσπαθειών, περί τις 5-6 στρατηγικές επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, έχουν φθάσει απλώς στο στάδιο της έγκρισης (όχι έναρξης της επένδυσης καθεαυτής), χωρίς συνεπώς ουσιαστικό δημοσιονομικό ή αναπτυξιακό αποτέλεσμα προς το παρόν. Οι δύο περιπτώσεις αξιοποίησης δημόσιων ακινήτων με το υψηλότερο τίμημα, αυτές του Αστέρα της Βουλιαγμένης και του Ελληνικού, παρουσιάζουν ίσως και τις μεγαλύτερες δυσκολίες, η πρώτη λόγω ακύρωσης από το ΣτΕ (και λανθασμένων επιλογών στις χρήσεις γης) και η δεύτερη λόγω της αμφισβήτησης της σκοπιμότητάς της από τη σημερινή Κυβέρνηση.
Ίσως, η σημασία του διεθνούς ρόλου μιας μητρόπολης όπως η Αθήνα φαίνεται ότι άρχισε να γίνεται κατανοητή σε επίπεδο στρατηγικών, όπως φαίνεται από τις σχετικές αναφορές στο νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας –εγκρίθηκε το 2014 και στον σχετικό χάρτη του ΟΡΣΑ εμφανίζονται για πρώτη φορά στοιχεία ρητώς συνδεόμενα με το διεθνή ρόλο– καθώς και στο νέο ΕΣΠΑ 2014-2020. Το νέο ΕΣΠΑ δίνει έμφαση στο διεθνή ρόλο της Αθήνας-Αττικής τόσο γενικά, όσο και σε κρίσιμες παραμέτρους όπως η Έρευνα και Τεχνολογική Ανάπτυξη (ΥΠΑΑΝ 2014, 72) και το ΠΕΠ 2014-2020 που υιοθετεί για την Αθήνα το στόχο ανάδειξής της σε «Μεσογειακή Πρωτεύουσα», αλλά τα προγράμματα αυτά αφορούν στην καλύτερη περίπτωση το μέλλον.
Πηγή: Σύνδεσμος
Πηγή: Σύνδεσμος
Οικονόμου, Δ. (2015) Ο διεθνής οικονομικός ρόλος της Αθήνας, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/διεθνής-ρόλος-της-πόλης/ , DOI: 10.17902/20971.54
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9
Σε μια σημαντική συγκριτική μελέτη για την κατοικία στον Ευρωπαϊκό Νότο (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία), οι συγγραφείς συνοψίζουν τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά αυτού που θεωρούν ως διαφορετικό «Νότιο» μοντέλο στέγασης στα ακόλουθα (Allen et al. 2004, 190):
Ο τομέας της «αυτό-στέγασης» με την έννοια της αυτόνομης ιδιοπαραγωγής κατοικίας από τα νοικοκυριά έχει σημαντικό ρόλο στην προσφορά στέγης. Η μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας –που σε στατιστικούς όρους δεν διαφέρει ουσιαστικά από την Περιφέρεια (πρώην Νομό) της Αττικής– παρουσιάζει χαρακτηριστικά που συνάδουν πλήρως με αυτό το «Νότιο» μοντέλο. Αν συγκρίνουμε στον πίνακα του Προσαρτήματος αυτού του κειμένου για το 2008, τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης (χωρίς τις χώρες του πρώην «ανατολικού μπλοκ») και περιοριστούμε στις αστικές περιοχές [1], πράγματι οι χώρες του Νότου και η Ελλάδα ειδικότερα παρουσιάζουν από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης και πολύ μικρά ποσοστά κατοικιών με «κοινωνικό ενοίκιο». Παρουσιάζουν επίσης, σε αντίθεση με τις άλλες «Δυτικές» χώρες, σημαντικά ποσοστά κατοικιών με δωρεάν χρήση –μια ένδειξη για τον ιδιαίτερο ρόλο της οικογένειας. Εξίσου σημαντική ένδειξη για τον ρόλο της οικογένειας είναι και ο πολύ περιορισμένος ρόλος του τραπεζικού δανεισμού και η άλλη όψη του, το μεγάλο ποσοστό πλήρους ιδιοκτησίας των κατοικιών (χωρίς υποθηκευμένο τμήμα), φαινόμενα που θα έπρεπε να προστεθούν στον παραπάνω κατάλογο και που είναι ιδιαίτερα ισχυρά στις περιπτώσεις της Ιταλίας και της Ελλάδας.
Το αστικό συγκρότημα της Αθήνας καταλαμβάνει ουσιαστικά το σύνολο σχεδόν της ηπειρωτικής Αττικής και τη Σαλαμίνα και με αυτά τα όρια περιλαμβάνει το 99% του μόνιμου πληθυσμού της Αττικής. Ακόμη και αν αφαιρεθούν ορισμένα απομακρυσμένα τμήματα με σχετική λειτουργική αυτονομία και ασθενή ένταξη στις τάσεις προαστιοποίησης της Πρωτεύουσας (οι Δήμοι Λαυρεωτικής, Ωρωπού και Μεγαρέων με ορισμένες όμορες κοινότητες), αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί το Αστικό Συγκρότημα της Αθήνας (ΑΣΑ) στενά εννοούμενο (χάρτης1) αντιστοιχεί στο 96,2% του μόνιμου πληθυσμού της Περιφέρειας Αττικής. Στο σύνολο της Αττικής το ποσοστό ιδιοκατοίκησης σύμφωνα με τη Απογραφή του 2011 ανερχόταν σε 68,4% –ποσοστό ελαφρά ανώτερο από αυτό των αστικών περιοχών σαν σύνολο και οπωσδήποτε ένα από τα υψηλότερα στη Δυτική Ευρώπη [2].
Από τα στοιχεία των ερευνών οικογενειακών προϋπολογισμών (ΕΟΠ) της περιόδου 2004 έως 2011 εκτιμάται ότι κάτω από 20% αυτών των ιδιοκατοικούμενων κατοικιών στην Αθήνα βαρύνονταν με υποθήκη και στεγαστικό χρέος, παρά την έκρηξη του στεγαστικού δανεισμού την περίοδο 1997–2007. Αντίθετα, ένα υψηλότατο ποσοστό κατοικιών είχε αποκτηθεί με μεταβιβάσεις περιούσιας ή/και σημαντική οικονομική συμβολή από την οικογένεια. Το ποσοστό αυτό ξεπερνούσε το 50% τη δεκαετία του 1980 (Emmanuel 1994) ενώ στην έρευνα του 2013, 38% των ιδιοκάτοικων δήλωσαν ότι απέκτησαν την κατοικία τους από κληρονομιά, γονική παροχή ή αντιπαροχή επί οικογενειακού οικοπέδου και, γενικότερα, 47% δήλωσαν ότι η οικονομική συμβολή της οικογένειας στη χρηματοδότηση της κατοικίας ήταν μεγάλη ή «μεσαία». Σημαντικότατο ποσοστό επίσης των ιδιοκτητών κατοικίας (55%) διέμενε σε κτήριο με ένα έως πέντε διαμερίσματα (33,8% σε μονοκατοικία ή διπλοκατοικία), γεγονός που, στις ελληνικές συνθήκες, υποδεικνύει το σημαντικό ρόλο του τομέα της μικρής ιδιοκατασκευής εκτός εμπορικής παραγωγής στη συσσώρευση στεγαστικού πλούτου. Τέλος, για να κλείσουμε τις συγκρίσεις με τα τυπικά χαρακτηριστικά του «Νότιου» μοντέλου, άνω του 25% των νοικοκυριών της Αττικής διέθεταν το 2005 δεύτερη παραθεριστική κατοικία (στοιχεία της ΕΟΠ 2004/05).
Παρά την οικονομική ανάπτυξη και τη μεγάλη αύξηση του όγκου του στεγαστικού δανεισμού την περίοδο 1997–2007, το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης στην Αθήνα δεν αυξήθηκε κατά πολύ σε σύγκριση με τα δεδομένα της δεκαετίας του 1980 (Πίνακας 1). Ένας λόγος για αυτό είναι η εισροή οικονομικών μεταναστών μετά το 1990 που διέμεναν σχεδόν στο σύνολο τους σε ενοικιαζόμενες κατοικίες και μόνο την τελευταία δεκαετία έχουν αρχίσει να εμφανίζουν ποσοστά ιδιοκατοίκησης που προσεγγίζουν το 10%. Στον Πίνακα 1 εμφανίζονται για το 2004 (για την Αττική) και το 2013 (για το ΑΣΑ) τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης μετά την αφαίρεση των νοικοκυριών με αρχηγό υπήκοο από τις χώρες που τροφοδότησαν κυρίως την εισροή οικονομικών μεταναστών.
*: 1987–2011: Νομός Αττικής, 2013: Αστικό Συγκρότημα Αθήνας (ΑΣΑ)
Είναι φανερό ότι από το 1987 έως το 2013 η αύξηση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης για τους «γηγενείς» δεν ξεπέρασε τις 5–6 ποσοστιαίες μονάδες. Δεδομένου ότι την ίδια περίοδο είχαμε σημαντική γήρανση του ελληνικού πληθυσμού –που συνεπάγεται υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης– η περιορισμένη μεταβολή της πρόσβασης στην ιδιόκτητη κατοικία είναι αρκετά εντυπωσιακή και υποδεικνύει ότι ο όγκος των πόρων που διοχετεύτηκαν στο στεγαστικό δανεισμό υποκατέστησε κατ’ ουσία μεγάλο μέρος του παραδοσιακού ρόλου της αποταμίευσης από τη διευρυμένη οικογένεια.
Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη επίσης ότι, στο βαθμό που η στεγαστική πίστη έχει περιορισμένο ρόλο στο ελληνικό σύστημα στέγασης ιδίως στις νεώτερες ηλικίες, ένα σημαντικό ποσοστό ενοικιαζόμενης κατοικίας είναι απαραίτητο για το διάστημα κατά το οποίο αρκετά νοικοκυριά, καθώς και η διευρυμένη οικογένεια που τα στηρίζει, είναι αναγκασμένα να αποταμιεύουν με στόχο την απόκτηση ιδιόκτητης στέγης. Αυτό είναι φανερό στο Διάγραμμα 1, όπου φαίνεται το ποσοστό ιδιοκατοίκησης ανάλογα με την ηλικία του αρχηγού του νοικοκυριού.
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό δομικό χαρακτηριστικό του νοτιοευρωπαϊκού μοντέλου στέγασης, που δεν επισημαίνεται από τις σχετικές συγκριτικές μελέτες, είναι ο διαταξικός χαρακτήρας της ευρείας πρόσβασης στην ιδιόκτητη στέγη. Η κυριαρχούσα άποψη στις συγκριτικές μελέτες είναι ότι εφόσον στις χώρες του νότου δεν υπάρχει εκτεταμένη κοινωνική πολιτική κατοικίας ούτε ευρεία ανάπτυξη του στεγαστικού δανεισμού, οι ευκαιρίες πρόσβασης στην ιδιοκτησία θα διαφοροποιούνται ανάλογα με τις εισοδηματικές ανισότητες (βλέπε την εισαγωγή στο Kurz & Blossfeld, 2004). Το ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στον Ευρωπαϊκό Νότο όταν εξεταστούν οι μεγάλες ενότητες εισοδηματικών κλιμακίων παρατηρήθηκε στη συγκριτική ανάλυση των Norris & Winston (2012).
Όπως φαίνεται στον πίνακα του Προσαρτήματος για τις χώρες της Ευρώπης, η σχέση των ποσοστών ιδιοκατοίκησης μεταξύ της ανώτερης επαγγελματικής κατηγορίας (Διευθυντική – Επαγγελματική) και του συνόλου των χειρωνακτών εργατών (Τεχνίτες-Χειριστές και Ανειδίκευτοι εργάτες) έχει, πάντα με την εξαίρεση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, τη χαμηλότερη μέση τιμή – 1,2 ενώ στην Ελλάδα ανέρχεται σε 1,15 (αστικές περιοχές 2008). Στην περίπτωση της Αθήνας, τα έτη 2005 και 2013 αυτή η σχέση εμφανίζεται αρκετά υψηλότερη: 1,40. Ωστόσο, όπως είναι φανερό από τον Πίνακα 2 για το 1993/4, όπου η σχέση διαμορφώνεται σε 1,11, το παραδοσιακό «ανοιχτό» ελληνικό σύστημα πρόσβασης στην ιδιοκατοίκηση είχε σαφή παρουσία και στην Αθήνα.
(*): Χωρίς Αγρότες κλπ.
Πηγή: 1993-2005 : Μικροδεδομένα ΕΟΠ (Αττική). 2013: Έρευνα SECSTACON, ΕΚΚΕ(ΑΣΑ
Η επιδείνωση των ταξικών ανισοτήτων στην πρόσβαση τα επόμενα χρόνια προήλθε από την εισροή των μεταναστών, των οποίων το σύνολο σχεδόν στεγάζεται σε ενοίκιο. Για τον «γηγενή» πληθυσμό, η ευνοϊκή ταξική κατανομή της πρόσβασης στην ιδιοκατοίκηση παρέμεινε σταθερή.
Ενώ στις τρεις από τις τέσσερις επαγγελματικές τάξεις στον Πίνακα 2 τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στον «γηγενή» πληθυσμό είναι παραπλήσια –γύρω από ένα μέσο της τάξης του 65% για τα νοικοκυριά με οικονομικά ενεργούς αρχηγούς– οι εργαζόμενοι στις πωλήσεις και στις προσωπικές υπηρεσίες εμφανίζουν διαχρονικά σαφώς χαμηλότερα ποσοστά. Σε ένα βαθμό, αυτό οφείλεται στο ότι πρόκειται για σχετικά νεώτερους αρχηγούς νοικοκυριών. Ο κύριος λόγος, ωστόσο, ίσως πρέπει να αναζητηθεί στα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά αυτής της επαγγελματικής τάξης, η οποία σε μεγάλο βαθμό επηρεάζεται από την κουλτούρα του μικρού εμπορικού κεφαλαίου που παραδοσιακά εμφανίζει αρνητική ροπή να δεσμεύσει πόρους σε ακίνητη περιουσία.
(*): Νοικοκυριά με αρχηγό που είναι ή υπήρξε ενεργός στις επαγγελματικές κατηγορίες ISCO88 7,8 & 9 (Τεχνίτες, χειριστές, ανειδίκευτοι εργάτες).
Πηγή: Έρευνα SECSTACON, ΕΚΚΕ 2013, αδημοσίευτα στοιχεία.
Η ευρεία πρόσβαση των εργατικών, και γενικότερα των λαϊκών, στρωμάτων στην ιδιόκτητη κατοικία στην Αθήνα ερμηνεύει εν πολλοίς και τη διαφοροποίηση των ποσοστών ιδιοκατοίκησης κατά μεγάλους γεωγραφικούς τομείς της πόλης (χάρτης 1). Ένας πρόσθετος παράγοντας είναι ο μεγάλος ιστορικά ρόλος της ιδιοπαραγωγής κατοικίας στους λαϊκούς τομείς των εσωτερικών και εξωτερικών προαστίων και η κληρονομιά ιδιόκτητης γης και αποθέματος κατοικιών που επέτρεψε την περαιτέρω οικογενειακή αξιοποίηση με προσθήκες και επεκτάσεις ή με ανοικοδόμηση. Όπως φαίνεται από τον Πίνακα 3, τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης εμφανίζονται στους τομείς με τα υψηλότερα ποσοστά εργατικών νοικοκυριών στα δυτικά προάστια του λεκανοπεδίου και στη δυτική περιφέρεια (βλέπε και χάρτη 1). Δυστυχώς, σε αυτούς τους γεωγραφικούς τομείς εμφανίζονται και υψηλότερα ποσοστά ανεργίας μετά την οικονομική κρίση και τις πολιτικές «εσωτερικής υποτίμησης» της περιόδου 2010–2013 –δεδομένου ότι η ανεργία έφτασε το 40% στα εργατικά στρώματα της Αθήνας το 2013. Σε συνδυασμό με την δραστική μείωση των εισοδημάτων, τον μηδενισμό των αποταμιεύσεων και μέτρα όπως η κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας και των κοινωνικών του προγραμμάτων ευνοϊκού στεγαστικού δανεισμού και επιδομάτων ενοικίου, η αναπαραγωγή του παραδοσιακού μοντέλου της ευρείας λαϊκής πρόσβασης στην ιδιοκατοίκηση με την αρωγή της οικογένειας φαίνεται να μην διαθέτει πλέον τις απαραίτητες οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις (Emmanuel 2014).
[1] Συγκρίσεις των οικονομικών χαρακτηριστικών της κατοικίας σε επίπεδο χώρας δεν έχουν πολύ νόημα αν δεν εξαιρεθεί ο αγροτικός και ημιαστικός τομέας, όπου το σύνολο ουσιαστικά των κατοικιών είναι ιδιοκατοικούμενες και προέρχονται από ιδιοπαραγωγή.
[2] Στο Αστικό Συγκρότημα (ΑΣΑ) το ποσοστό αυτό θα είναι βέβαια ελαφρά κατώτερο – της τάξης του 67,5%. Η δειγματοληπτική έρευνα του ΕΚΚΕ του 2013 στο ΑΣΑ (έργο SECSTACON του προγράμματος «ΑΡΙΣΤΕΙΑ-ΙΙ» της ΓΓΕΤ) κατέγραψε ποσοστό 63,7%. Μέρος αυτής της απόκλισης οφείλεται στο ότι καταγράφηκε υψηλότερο ποσοστό δωρεάν χρήσεων (6,5% αντί 4,6% του 2011) πιθανόν για λόγους που έχουν να κάνουν με την οικονομική συγκυρία (φόβος φορολόγησης κλπ.). Πιθανότατα, ωστόσο, υπάρχει ένα σφάλμα της τάξης του 2-3%.
Εμμανουήλ, Δ. (2015) Κοινωνικές Όψεις της Πρόσβασης στην Ιδιόκτητη Κατοικία, στο Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/άρθρο/πρόσβαση-στην-ιδιόκτητη-κατοικία/ , DOI: 10.17902/20971.13
Μαλούτας Θ., Σπυρέλλης Σ. (επιμ.) (2015) Κοινωνικός άτλαντας της Αθήνας. Ηλεκτρονική συλλογή κειμένων και εποπτικού υλικού. URL: https://www.athenssocialatlas.gr/ , DOI: 10.17902/20971.9